Θρακιώτικες παραδόσεις και συνταγές
Ενότητα 1
Η αφορμή για την αναζήτηση των θρακιώτικων ρίζες της Αφηγήτριας
00:00:00 - 00:16:06
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα. Καλησπέρα. Πώς ονομάζεστε; Κυριακούλα Χριστοδούλου, για να τιμήσω και το όνομα της γιαγιάς. Καλησπέρα, εγώ είμαι η Κωνσταντ…τι ήταν εντελώς θρακιώτικες και τις μοιράζομαι στη σελίδα με τον υπόλοιπο κόσμο και θυμούνται και αυτοί, θυμάμαι και εγώ και διασκεδάζουμε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Μνήμες από την παιδική ηλικία στο σπίτι
00:16:06 - 00:40:30
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Όταν ήσασταν παιδί θυμάστε τη γιαγιά, τη μαμά πως έφτιαχνε τα αυτά τα ωραία τα θρακιώτικα τα φαγητά, γινόταν κάποια συγκεκριμένη προετοιμασί…χα. Δεν υπήρχε σπίτι σε γιορτές που να μην έτρωγε, θα βοηθούσε ο ένας τον άλλον εκείνα τα χρόνια, για τώρα δεν είμαι και πολύ σίγουρη, ναι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Οι παραδοσιακές συνταγές κιουλ και μπάμπω
00:40:30 - 00:51:55
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Επόμενη συνταγή που θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας; Λοιπόν θα πάμε πάλι, έχω μία πολύ καλή σχέση με τους Θράκο-αρβανίτες, όχι μου δημιου… καθαρίσεις για να κάνεις μαγειρίτσα: «Εσένα σου αρέσει μαγειρίτσα;» Όχι. Ωραία κάπου συμφωνούμε αλλά εντάξει για την παράδοση, ναι αυτό.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Το αγαπημένο παραδοσιακό φαγητό
00:51:55 - 01:04:05
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Όλα αυτά τα φαγητά τα μαγείρευαν ας πούμε είχαν σόμπα, ηλεκτρικό πού τα μαγείρευαν αυτά, θυμάστε η γιαγιά- Όλα τα σπίτια τα παλιά είχαν το… να βάλει και κάτι παραδίπλα. Εγώ το κάνω επίσημο, επίσημο τα Χριστούγεννα, είναι το επίσημο φαγητό μας η κότα καπαμάς, κοκόρι εν συνεχεία.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Τα υλικά μαγειρικής που χρησιμοποιούσαν τότε σε σύγκριση με τώρα
01:04:05 - 01:11:26
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θεωρείτε ότι από ό, τι θυμάστε κιόλας, οι γεύσεις που έκαναν οι παλιοί, η γιαγιά σας με τη σημερινή τη γεύση έχει αλλάξει ίσως λόγω των αγνώ…αυτό και το έχω τώρα, ίσως για αυτό΄, για να μην έχει αφήσει άσχημες αναμνήσεις και το ψάχνω τόσο πολύ, τώρα δηλαδή που άρχισα να το ψάχνω.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Η σελίδα «Θρακιώτς», τα μασάλια και τα παρατσούκλια
01:11:26 - 01:23:34
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Σήμερα πέρα από την κότα καπαμά τι άλλο κάνετε, τι φαγητά άλλα θρακιώτικα θα κάνετε; Θρακιώτικα σίγουρα θα κάνω τον καγιανά, ο καγιανάς είν…χαριστώ- Για την συνέντευξη που μου παραχωρήσατε σας ευχαριστώ πολύ. Κι εγώ ευχαριστώ και, ό, τι και νεότερο να έχουμε, πάλι εδώ είμαστε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Καλησπέρα.
Καλησπέρα.
Πώς ονομάζεστε;
Κυριακούλα Χριστοδούλου, για να τιμήσω και το όνομα της γιαγιάς.
Καλησπέρα, εγώ είμαι η Κωνσταντίνα η Ζίχναλη βρισκόμαστε με την κυρία Κυριακούλα Χριστοπούλου, Χριστοδούλου.
Χριστοδούλου.
Χριστοδούλου, στις Σέρρες είναι 29/03 του 2022, ονομάζομαι Κωνσταντίνα Ζίχναλη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε.
Ωραία.
Θα μιλήσουμε, αρχικά θέλω να μου πείτε πώς ξεκινήσατε να ψάχνετε, ποια ήταν η αφορμή να ψάχνετε για τις θρακιώτικες ρίζες σας;
Ναι.
Ποιο ήταν το έναυσμα;
Πριν από 4 χρόνια μία φίλη μου, καλή φίλη, στο επάγγελμα γιατρός και της έχω πολύ εμπιστοσύνη με προσκάλεσε να μπω σε μία ομάδα συστημικής είναι η συστημική προσέγγιση για διάφορα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος και προσπαθεί να πάρει απαντήσεις μέσα από την συστημική. Σε αυτό το χώρο ένιωσα μία ενέργεια να διαχέεται από παντού και σε μία συγκεκριμένη αναπαράσταση γυρίσαμε, η αναπαράσταση μας οδήγησε 3 γενεές μέχρι και 4 πίσω, όπου βρήκαμε ένα εύρημα, όχι και τόσο καλό. Κάποιος ας πούμε δολοφόνησε ένα παιδάκι και όπως λέει και η θρησκεία και το παραδέχεται, όλες οι αμαρτίες πηγαίνουν μέχρι και 14 γενεές. Στην συγκεκριμένη αναπαράσταση βρήκαμε το παιδάκι που ήρθε πλέον σε αυτήν πέρασε από όλες αυτές τις ζωές για να έρθει στο σήμερα και να ζητήσει την δικαίωση του. Εκεί λίγο αναρωτήθηκα και άρχισα να σκέφτομαι: «Από πού και πώς ήρθε όλη αυτή η ενέργεια και πώς μπορέσαμε εμείς να καταλάβουμε ότι το παιδάκι δολοφονήθηκε και ήρθε σε αυτή την ζωή για να ζητήσει κάτι;». Μας εξήγησε η καθοδηγήτρια μας, η κυρία Αγάπη φανταστική γυναίκα και πολύ μορφωμένη, ότι πάρα πολλοί άνθρωποι, πάρα πολλές ψυχές τυραννισμένες ή που δεν βρήκαν δικαίωση ή ήταν παρατεταμένοι από το κοινωνικό σύνολο, όντας κομμουνιστές, όντας αντάρτες, δολοφόνοι, κλέφτες ακόμα και ομοφυλόφιλοι, δεν μπόρεσαν εκείνη την εποχή να πάρουν αυτό που έπρεπε την αποδοχή της κοινωνίας και έφυγαν κάπως παρατημένοι. Έρχεται κάποια στιγμή, για όσους πιστεύουν και στις μετεμψυχώσεις ας πούμε γιατί είναι και ένα μεγάλο θέμα αυτό, αλλά το πάντρεψα με τη θρησκεία και είδα ότι όντως υπάρχει, υφίσταται κάτι τέτοιο, μπορεί κάποια ψυχούλα να γυρίσει πίσω. Εκεί άρχισα να αναρωτιέμαι: «Ποιες είναι οι δικές μου ρίζες; Άραγε τι ήταν οι παππούδες μου;». Κάτι άκουγα για αντάρτικο, κάτι άκουγα για διωγμούς, άλλαξαν χώρες, ήρθαν πεινασμένοι, δεν τα ήξερα όλα αυτά και ποτέ δεν με απασχόλησε και ήθελα να ψάξω λίγο πιο βαθιά, να δω τι γίνεται, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι από το γενεαλογικό μου δέντρο που φύγανε, απλά για να τους τιμήσω, να ξέρω την ιστορία τους, αν πολέμησαν ή σφάχτηκαν ή δολοφονήθηκαν, δεν μπορώ να πάω και τόσο πίσω αλλά ό, τι μπόρεσα έμαθα. Και τελικά άρχισα να ρωτάω ευτυχώς έχω μία θεία που είναι πολύ καλά, είναι στα 74 της, μου δίνει απίστευτες πληροφορίες γιατί και αυτή ρωτούσε, ήξερε τη γιαγιά τον παππού τα πάντα και εκεί άρχισα να ρωτάω από πού είχε έρθει η γιαγιά, από που είχε έρθει ο παππούς και έφτασα να βρω τις ρίζες και την ζωή του προπροπάππου μου, δηλαδή γύρω στο 1860, έφτασα τόσο πίσω. Ενδιαφέρουσα ιστορία, πολύ καλή, ο προπροπάππους μου ήταν πραγματικά πολύ δυνατός άνθρωπος και κοινωνικά και οικονομικά, βοήθησε απίστευτα στις επαναστάσεις εναντίον των Τούρκων, βέβαια ένα ελαττωματάκι πρέπει να είχε: «Ήταν τοκογλύφος;». Είχε πάρα πολλά χρήματα, τον λέγανε Τσορμπατζή, ήταν αρχοντής, τον λέγανε Χατζηαρχοντή, ο άρχοντας του τόπου ή Τσορμπατζής, ήταν μία λέξη τουρκική που έλεγε ότι είσαι ένας πολύ πολύ πλούσιος άνθρωπος, λέγεται ότι είχε 2.000 στρέμματα χωράφια, ότι είχε άλλες 2.000 κεφάλια σε πρόβατα και κατσίκια και είχε εργάτες που δουλεύανε και έτσι, αλλά επειδή είχε το χρήμα το εκμεταλλευόταν έτσι, αυτά τα κομμάτια του παππού δεν θέλω να το ανοίξω πολύ γιατί πραγματικά εντάξει με όλα όσα έχει κάνει. Τελικά αυτός ο παππούς τον είχανε στο μάτι οι Τούρκοι ήταν από το Ζολούφτ, Ζολούφτ στα θρακιώτικα είναι η φαβορίτα, φαντάσου τώρα Ζουλούφτ η φαβορίτα, η μικρή και η μεγάλη φαβορίτα, το μικρό και το μεγάλο Ζολούφτ, ο παππούς ήταν από το μεγάλο το Ζολούφτ, από τη μεγάλη φαβορίτα μεγάλο σόι, μεγάλος Τσορμπατζής από εκεί, τον είχαν στο μάτι οι Τούρκοι για όλα αυτά που έκανε και που ενίσχυε επαναστάσεις και τέτοια και κάποια στιγμή απλά την πάτησε, τον κάλεσαν για έναν καφέ στο καφενείο μάλλον τον δηλητηρίασαν και κάπως έτσι έφυγε ο παππούς άδοξα, δεν ξέρω: «Πώς θα γυρίσει πίσω και σε τι μορφή θα ζητήσει δικαίωση του ή να ακουστεί η ιστορία του και μήπως ήρθε και η ώρα τώρα να ακουστεί η ιστορία του». Από εκεί έφτασα μέχρι εκεί, αυτό είναι το σόι του πατέρα μου, κάτι πιο ειδικό οι άνθρωποι αυτοί ήρθαν από τα μέρη της Ανδριανούπολης, ήταν 40 εκκλησιές, ήταν το Ζολούφτ που λέω, είχε κι άλλα χωριά τώρα έχω κολλήσει τους, διώξανε, αυτά έγιναν όλα το 1912, ξεκίνησαν, έκαναν πολλές στάσεις από ό, τι ξέρω σταμάτησαν στα θρακικά χωριά του Έβρου, στη Βύσσα, σταμάτησαν κάπου Κομοτηνή αλλά τελικά τους κέρδισε, κοιτούσαν γενικώς να βρούνε μέρος που να θυμίζει εκείνη την περιοχή, δηλαδή ένας ποταμός Έβρος, ήθελαν να έχουν ποτάμι και θάλασσα, οπότε από όπου και να πέρασαν αυτό το πράγμα δεν το βρήκαν πέραν από τις Σέρρες. Οι Σέρρες έχει τον Στρυμόνα, έχει τον Άη-Γιάννη και ήθελαν, ήταν ψαράδες του γλυκού νερού όχι τόσο της θάλασσας, δεν τη γνωρίζανε αλλά τους βόλευε, εύφορη πεδιάδα οι Σέρρες και ήρθαν και κάθισαν εδώ, έφτιαξαν τα σπίτια τους από τον τίποτα, αυτοί οι άνθρωποι ήταν πάρα πολύ ενωμένοι για κάποιο διάστημα, δηλαδή όποιο καινούργιο μέλος ερχόταν στο χωριό ή στα διάφορα χωριά που σπάρθηκαν, που έγινε η διασπορά τους, βοηθούσαν ο ένας τον άλλον δηλαδή θα έκαναν τα πλιθιά όλοι μαζί, θα τραγουδούσαν χτίζοντας ένα καινούργιο σπίτι ό, τι μπορούσαν δίνανε, δεν θα πεινούσε κανένας θρακιώτης, είχαν μία άμιλλα μεταξύ τους. Και εκεί πάω τώρα λίγο στο πιο ενδιαφέρον κομμάτι, στο σόι της άλλης της γιαγιάς της μαμάς της μαμάς μου, της μητέρας της μαμάς μου, αυτοί είχαν και την αρβανίτικη ρίζα μέσα: «Πώς;». Το έμαθα τώρα και αυτό, μιλούσαν αρβανίτικα όλοι τους από εκείνη την πλευρά, ήταν Θράκο-αρβανίτες για κάποιο λόγο οι θρακιώτες με τους Θράκο-Αρβανίτες είχαν μία κόντρα, δεν τους ήθελαν: «Εσείς από το τάδε χωριό δεν σε χωνεύω, δεν σε κάνω», είχαν τέτοια, δηλαδή οι παντρειές και τα προξενιά μεταξύ τους δεν ήταν τόσο ευχάριστα όταν 2 χωριά που δεν χωνευόταν γινόταν ένα προξενιό, τους άκουγα από πολύ μικρή να μιλάνε αρβανίτικα, δεν ξέρω ούτε μία λέξη, τώρα κατεβάζω κάποια pdf που βρίσκω έτσι για να μάθω, όχι πολλά 5 βασικά ίσα-ίσα για να τους τιμώ ας πούμε για το αρβανίτικο που είχανε. Ήταν πιο σκληραγωγημένοι, αυτοί δεν είχαν καν την αίσθηση του υπάρχει ζωή, ένα συγκεκριμένο περιστατικό όταν έφυγαν οι παππούδες της μαμάς μου, κουβαλούσαν μαζί τους και τα παιδιά την γιαγιά της μαμάς, η οποία έκλαιγε ήταν μικρό κοριτσάκι έκλαιγε και ήταν βάρος για τον μπαμπά της και στο δρόμο του διωγμού την άφησε μέσα σε ένα χαντάκι εκεί με ένα κουρελάκι και είπε: «Θεέ μου κάν'το ό, τι θέλεις, το αφήνω εδώ δεν μπορώ να το κουβαλήσω άλλο», και επειδή η προγιαγιά μου έκλαιγε και όσο τους έβλεπε να απομακρύνεται ήταν 3 χρονών και είχε πάρει και το κουρελάκι της και έτρεχε να τους προφτάσει και τελικά την λυπήθηκε ο αδερφός της και την πήρε αγκαλίτσα ή στην πλάτη και ήρθαν τελικά όλοι μαζί σαν οικογένεια και ξεκίνησαν από το μηδέν. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν πολύ ταλαιπωρημένοι, δεν νομίζω ότι η μία οικογένεια με την άλλη ήταν τόσο παιδεμένη, οι οποίοι [00:10:00]μιλούσαν και τα θρακιώτικα και τα αρβανίτικα. Αρβανίτες μεγάλο θέμα οι Αρβανίτες, με έχει απασχολήσει πολύ, άκουσα και ένα περίφημο καθηγητή του Δημοκρίτειου που ψάχνει για ιστορικά, την ιστορία ενός γένους, οι Αρβανίτες ήταν Βορειοηπειρώτες ως επί το πλείστον, μιλούσαν μία άλλη διάλεκτο όχι ακριβώς τα αλβανικά που έχουμε τώρα, ήταν η παλιά διάλεκτος αυτή η αλβανική διάλεκτος, αρβανίτικη έτσι τη λέγανε, πολύ καλοί χτιστές και κατασκευαστές πέτρας. Κατέβηκαν με τα χρόνια από εκεί τους καλούσε δηλαδή η Ελλάδα, γιατί ήθελε γεφύρια, ήθελε τα καλντερίμια με τους ωραίους πετρόστρωτους δρόμους, σπίτια από πέτρα επίσης πολύ καλοί και κάποιοι ήταν χριστιανοί, όλοι ξέρουμε ότι οι Αλβανοί είναι οι μισοί μουσουλμάνοι και μισοί χριστιανοί και αφού ξέραν και την τουρκική ανέβαιναν προς Θράκη, αυτός ήταν ο σκοπός να φτάσουν μέχρι την Τουρκία που θα είχε και χρήμα, θα βγάζαν καλά μεροκάματα, μιλούσαν και την γλώσσα, αυτό τώρα έγινε από το 1300 χρονολογώ, δεν είμαι και πολύ σίγουρη, μπορεί να έγινε και πιο μπροστά, υπάρχουν και ευρήματα από το 1100 δεν είμαι και πολύ-πολύ σίγουρη για αυτό, αλλά το πιο σημαντικό ήταν το 1320 με 22 που κατέβηκε μία φουρνιά και σιγά-σιγά ανέβηκε. Και με την σημερινή συνέντευξη έψαξα απλά και βρήκα ότι ήταν πάρα πολύ καλοί πολεμιστές, μισθοφόροι πολεμιστές οι Αρβανίτες, οι βορειοηπειρώτες αυτοί, ήταν εύρωστοι άνθρωποι, ψηλοί και πολύ καλοί πολεμιστές, γνώστες πολεμικών τεχνών, ήξεραν να κρατήσουν χατζάρα, ήξεραν να πολεμήσουν με όπλα ήταν η τέχνη τους, όπως ακριβώς μαθαίναμε μια τέχνη οποιαδήποτε, αυτοί μάθαιναν να πολεμούν, οπότε και πολέμησαν πάρα πολύ δηλαδή ένα κομμάτι τους έφυγε στην Τουρκία μέχρι την Τουρκία ας πούμε και έφτασαν να ζυμωθούν με μικρασιάτες, Αρβανίτες και να γίνουν ένα χαρμάνι και οι άλλοι κατέβηκαν και πήγαν μέχρι και Πελοπόννησο, χωρίστηκαν άλλοι αυτοί, άλλοι αυτοί.
Οπότε το δικό σας πάθος για να ασχοληθείτε εντατικά, να ψάξετε τις ρίζες σας και μετέπειτα για τις συνταγές που θα μιλήσουμε, ήταν η αφορμή η συστηματική ψυχολογία-
Ναι.
Και μετά πότε έγινε αυτό το πάθος και να το ψάχνεται ακόμα περισσότερο;
Από εκεί από τη συστημική και πέρυσι έγινα μέλος στη σελίδα του facebook Θρακιώτς, έτσι λέγεται, είμαστε μαζεμένοι πάρα πολύ θρακιώτες, 50.000 νομίζω και διάβαζα διάφορες λέξεις είναι πολύ, είναι μία εκπαιδευτική σελίδα με πολύ ωραίο χιούμορ είναι σαν να παίρνεις xanax ας πούμε και είσαι χαρούμενος, είναι πολύ ωραία, είναι ένα χάπι χαράς, πολύ ωραίο και επειδή είχα και τα ακούσματα και τα ερεθίσματα μπήκα μέσα, είδα ότι ανταλλάσσουν και τελικά ότι ξέρω πάρα πολλά πράγματα από αυτά που βγάζουν, οπότε «Γιατί να μην το ψάξω και λίγο παραπάνω;». Η αφορμή ήταν μία λέξη και η συνταγή που θα σου δώσω αργότερα, ήταν η λέξη καψόρε που έκανε και το θρακιώτη, αυτόν που διαχειρίζεται σελίδα, να μου κάνει και την πρόταση αργότερα, δεν ήξερε τι ήταν το καψόρε, το ήξερα εγώ γιατί ήταν Θράκο -αρβανίτικο και μου έκανε την πρόταση γιατί το είχα με την ντοπιολαλιά, η ντοπιολαλιά είναι να μιλάς θρακιώτικα, έτσι ξεχασμένες λέξεις που πλέον πια δεν ξέρω και πόσοι μπορούν να τις καταλάβουν, εγώ γράφω συνταγές και από κάτω κάνω και τη μετάφραση γιατί πολλοί χάνονται και έγινε από εκεί που ξεκίνησε μία σπίθα έγινε λίγο μεγαλύτερη φωτιά φωτιά, φωτιά και έγινε έφτασε να γίνει ένα ολόκληρο: «Τι να πω;». Ένα πολύ ωραίο περιεχόμενο με όλα μέσα, με τις γνώσεις του, πρέπει να διαβάσεις λίγο παραπάνω, μου αρέσει και αυτό που κάνω, ήθελα να το ψάξω.
Άρα χάρη σε αυτή τη σελίδα υπάρχει και μία αναβίωση αυτών των συνταγών-
Ναι.
Ανεβαίνουν μόνο συνταγές εκεί;
Εγώ ανεβάζω μόνο συνταγές και αν έχω και καλά μασάλια, τα μασάλια στους θρακιώτες είναι τα ανέκδοτα, είναι τα χαζά που λέμε μεταξύ μας, αλλά πάντα με την ντοπιολαλιά αυτό που τραβάει στη θρακιώτικη γλώσσα είναι η ντοπιολαλιά θα σου πει ο άλλος: «Άι βρε λουγκούρι». Τι με είπε τώρα;». Ο λουγκούρης στα θρακιώτικα είναι: «Άντε βρε εσύ ό, τι να ναι, που περπατάς όπως να ναι», ο λουγκούρης αυτός που δεν έχει ας πούμε κανένα στυλ, καμιά εμφάνιση, είναι ό, τι να ναι: «Άντε βρε λουγκούρι», αυτά δεν τα ξέρουν, πρέπει να τα έχεις ακούσει, να τα έχεις, δηλαδή λίγο να τα έχεις από κάποιους παππούδες για να δεις και την σημασιολογία, πες το.
Σημασιολογία-
Σημασιολογία, αυτό τέλεια, ναι.
Αυτές τις συνταγές πού τις βρίσκετε;
Αυτές τις συνταγές οι περισσότερες τις έχω δει να τις μαγειρεύουν η γιαγιά, η προγιαγιά και η μαμά αργότερα και τις συνέχισα και εγώ, δεν είχα πολλές όμως στην κατοχή μου, βρήκα όμως 2 θαυμάσια βιβλία και έχω βρει ακόμα περισσότερες, τις οποίες τις έχω δει απλά δεν ήξερα ότι ήταν εντελώς θρακιώτικες και τις μοιράζομαι στη σελίδα με τον υπόλοιπο κόσμο και θυμούνται και αυτοί, θυμάμαι και εγώ και διασκεδάζουμε.
Όταν ήσασταν παιδί θυμάστε τη γιαγιά, τη μαμά πως έφτιαχνε τα αυτά τα ωραία τα θρακιώτικα τα φαγητά, γινόταν κάποια συγκεκριμένη προετοιμασία;
Η γιαγιά της μαμάς μου η μαμά από την οποία έχω και τις περισσότερες συνταγές μάλλον, δούλεψε πάρα πολλά χρόνια στο εξωτερικό και όταν γύρισε στην Ελλάδα, στις Βρυξέλλες ήταν, ήρθε και έκανε ένα πάρα πολύ ωραίο σπίτι στο χωριό με τα όλα του, με το σπιτικό του το φούρνο, ο οποίος δεν ήταν κάτι έξω στην αυλή, ήταν στεγασμένος μέσα σε ένα ολόκληρο δωμάτιο και ήταν ας πούμε το εργαστήρι της, εκεί είχε και τον σοφρά της, είχε το ειδικό τραπέζι για να ανοίγει φύλλα, είχε ξυλόσομπα, είχε γκάζι, τα είχε όλα ό, τι χρειάζεται να έχει ένα ευπρεπές θρακιώτικο σπίτι, να μπορεί να τα κάνει όλα, ο φούρνος ήταν τεράστιος η γιαγιά, η γιαγιά-
Εσείς γνωρίσατε την προγιαγιά;
Ναι και την προγιαγιά έζησα, η προγιαγιά μου ήταν πάμφτωχη ήταν ζούσε, ζούσαν με τα μεροκάματα που έφτιαχνε ο προπάππους μου πάρα πολύ γέρος άνθρωπος αν ήταν και δεν ήταν γέρος δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ και έμεναν σε ένα σπίτι με πλιθιά και εκεί πέθαιναν κιόλας δεν έκαναν κάτι καλύτερο, δηλαδή ξύλινα παράθυρα, ξύλινες πόρτες, μία μασίνα, οι σόμπες λεγόμενες που είχαν και το φούρνο δίπλα, θρακιώτικη δεν ξέρω, θρακιώτικη συνήθεια είχαν την καλή κρεβατοκάμαρα στην οποία κρεβατοκάμαρα δεν είδα ποτέ να κοιμάται κάποιος δεν έμπαινε κανείς μας σε εκείνο το δωμάτιο και είχε μία ξύλινη ντουλάπα με τις προίκες που πιθανόν να έχει η γιαγιά από παλιότερα, το σεντούκι, το οποίο σεντούκι είχε μέσα αυτό και τα δικά του τα κοπτά γιατί ήταν καλοτεχνίτριες μπορούσαν με ένα βελονάκι να κάνουν θαύματα, μέχρι και τα κοπτά τα κάνανε στο χεράκι, μάλλινες κουβέρτες από τα μαλλιά των προβάτων τόσο χειροτεχνία πλέον, που τα βάφανε τις λεγόμενες βελέντζες ή αλλιώς: «Πώς τις λένε τώρα;»
Φλοκάτες;
Φλοκάτες ναι. Όλα χειροποίητα και αυτή η κάμαρη είχε κιλίμια στρωμένα κάτω, ούτε καν τσιμέντο ήταν αυτό το πατημένο, η πατημένη άμμος, το πατημένο το χώμα αυτές οι παλιές ας πούμε το χώμα το ρίχνανε νεράκι και το έλεγε: «Το χρίζω», αυτή η διαδικασία να το παίρνουν το από πάνω να το πατάνε καλά, ώστε να μην σηκώνεται σκόνη, τόσο παλιά σπίτια και έστρωνε κουρελούδες από πάνω και εκείνο το κρεβάτι το σιδερένιο στο οποίο δεν είχε κοιμηθεί, δεν θυμάμαι να κοιμηθεί και ποτέ κανείς, ήταν όλα στρωμένα με μάλλινη κουβέρτα με το κοπτό του σεντονάκι, πιο γραφικό δεν μπορείς να το βρεις πουθενά. Αυτή η γιαγιά ήταν πάμφτωχη, αυτή μου έκανε από αυτήν έτρωγα πάρα πολύ τα μικίκια, λουκουμάδες ή λαλαγγίδες δεν ξέρω πώς αλλιώς μπορεί να τους πει κάποιος, στο τσακ λες και τα χέρια τους ήταν φτιαγμένα να κάνουν σε 10 λεπτά πράγματα με μαγιά που εγώ θέλω 2 ώρες, ήταν τόσο εύκολα. Αυτή ήταν φτωχή η γιαγιά μου, αυτή μου έλεγε και πολλές ιστορίες τις οποίες όμως δεν θυμάμαι ήμουνα πάρα πολύ μικρή, καθόμασταν σε σκαλοπάτια εκείνη με τη μεγάλη τη φαρδιά τη φούστα, με το τσεμπέρι, πολύ κλασική [00:20:00]γιαγιά, η προγιαγιά δηλαδή, οι περισσότερες μνήμες ήταν από το καλό το σπίτι, όταν ήρθε η γιαγιά η Δέσποινα από το εξωτερικό έλεγαν ότι: «Τη Μεγάλη Πέμπτη θα ανάψει τον φούρνο η Δέσποινα», οπότε μέσα στο δωμάτιο εκείνο χωρούσαν περίπου 10 γυναίκες, έπαιρναν τις σκάφες και λέγανε: «8 η ώρα ξεκινάμε τα κουλούρια της Μαριγούλας, στις 8:30 θα κάνουμε τα κουλουράκια της Ζωής», και η γιαγιά ήξερε απλά να φτιάχνει το φούρνο γιατί θέλει μία τέχνη για να τον ετοιμάσεις το φούρνο να ψήσεις οπότε ο φούρνος έψηνε περίπου τα 30 ταψιά κουλουράκια και μπορεί να κάνανε αν ήταν 10 γυναίκες από 5 τσουρέκια, 50 τσουρέκια μέσα σε μία μέρα, το μαχλέπι και το κακουλέ που μύριζε στη γειτονιά δεν υπήρχε και πάντα είχαν επιτυχία πάντα, γιατί η γιαγιά σηκωνόταν από τις 4 τα ξημερώματα, άναβε τις ξυλόσομπες να έχει ζέστη να πάρουν γρήγορα τα ζυμάρια μπρος και η Μεγάλη Πέμπτη είχε αυτή τη μυρωδιά, του τσουρεκιού και του κουλουριού και να πω και το παράπονό μου δεν δοκιμάσαμε πότε Μεγάλη Πέμπτη κουλούρι και τσουρέκι γιατί πάντα νηστεύαμε και περιμέναμε να κοινωνήσουμε, για να δοκιμάσουμε να δούμε πώς γίνανε τα τσουρέκια. Λοιπόν αυτή η γιαγιά επίσης, όταν γύρισαν από το εξωτερικό επειδή ο παππούς μου δούλεψε πάρα πολύ μέσα στα ορυχεία για κάρβουνο, ήρθε ο άνθρωπος πολύ ταλαιπωρημένος, έκανε χρήματα αλλά τα χρήματα του ήταν μαύρα έζησε μέσα σε μία μαύρη σήραγγα έβγαζε μόνο κάρβουνο και όταν ήρθε στην Ελλάδα για πάντα αγόρασε περίπου 30 πρόβατα, ήθελε να γίνει τσομπάνης να γυρνάει όλη μέρα στα λιβάδια να βόσκουν τα πρόβατα, να γυρνάει στο σπίτι προς το απογευματάκι, να τα αρμέγει και είχε 6-7 αγελάδες σε ένα άλλον στάβλο που είχε φτιάξει, χωράφια είχε μπόλικα δούλευαν έτσι αλλά ειδικά για το Πάσχα επειδή εκεί είναι όλες οι αναμνήσεις ο παππούς έσφαζε κάθε Πάσχα ένα αρνί, δεν ήταν τόσο ωραίο όσο ακούγεται γιατί εγώ αν ήμουνα τότε 6-7 χρόνων, έβλεπα επί 2 μέρες κρεμασμένο ένα αρνί σφαγμένο σε ένα δέντρο γιατί είναι αυτή είναι η σωστή τακτική και κάπως το λένε στα τουρκικά αλλά δεν μου έρχεται καθόλου η λέξη τώρα, είναι αυτό που στραγγίζει το ζώο από το αίμα δηλαδή πρέπει να το είχες σε μία μουριά, η μουριά σε κάθε θρακιώτικο σπίτι υπήρχε χωρίς να ξέρουν τότε γιατί την είχαν, η μουριά είναι θρεπτικό μέχρι εκεί που δεν πάει, τρώγαν μούρα χωρίς να ξέρουν ότι τρώνε υπερτροφή και σε εκείνη τη μουριά ας πούμε, κρέμαγε ένα αρνί το στράγγιζε καλά-καλά και υπάρχει και μία διαδικασία ήξεραν αυτοί πως να τα σφάξουν για να μαλακώσει το δέρμα του αρνιού έπρεπε να το χτυπάει συνέχεια μπουνιές για να φουσκώσει και να το γδάρει. Ωραία αυτά δεν είναι ωραίες παιδικές μνήμες, ούτε μου άρεσε ή κατσικίλα ή προβατίλα μου μύριζε το σπίτι, κατά τα άλλα ένα σπίτι στο χωριό, η γιαγιά από αυτά έφτιαχνε πάρα πολλά πράγματα μυρωδιές πρόβειο γάλα, πρόβειο γιαούρτι, αγελαδινό γιαούρτι, κοπριές τα πάντα από τον στάβλο, όχι δεν μου άρεσε αυτή η φάση ούτε και ήθελα να βλέπω το σφαγμένο το αρνί 2 μέρες κρεμασμένο, έλα όμως που αυτό το αρνί έμπαινε και στο σπίτι μας το μοίραζε ο παππούς ισότιμα στις 2 οικογένειες, έστελνε στη μαμά μου το μισό και το άλλο το μισό το κρατούσε εκείνος. Την μία μέρα μαγειρεύαμε στο σπίτι ως την ημέρα του Πάσχα πάντα ψήναμε, δηλαδή μύριζε το σπίτι ψητό είτε στη γιαγιά είτε στο σπίτι μας, ερχόταν και συγγενείς μας από Αθήνα, πολλές φορές μας έδινε και ολόκληρο αρνί εκεί πλέον δεν έχουμε συνταγή, έχουμε σούβλα. Δεν ακούμπησα ποτέ ούτε μία πετσούλα, δεν το χωνεύω το αρνί, λυπάμαι που το λέω, λυπάμαι, χαίρομαι, δεν μου αρέσει το αρνί δεν το θέλω, μου άρεσε όμως η συνταγή που θα πούμε στη συνέχεια που γίνεται με τα περισσεύματα από ένα αρνάκι δηλαδή τα παϊδάκια, τα κοκαλάκια του, προς τα πλευρά δηλαδή, δεν έχουν πολύ κρέας έχουν απλά το ζουμί από το κόκαλο, αυτό γινόταν φαγητό και το τρώγαμε περίπου την τρίτη ημέρα του Πάσχα γιατί την Κυριακή ψήνουμε το αρνί, την Δευτέρα έκανε η μαμά ένα φρικασέ με μαρουλάκια γιατί δεν γινόταν τόσο κρέας μαζεμένο και νομίζω ότι κάπου την Τετάρτη μετά το Πάσχα κάναμε το λεγόμενο καψόρε, το οποίο ήταν πραγματικά με το ό, τι είχε η γιαγιά στο σπίτι, γινόταν ένα φαγητό με ό, τι είχε η γιαγιά στο σπίτι, σε αυτό το σημείο θα ήθελες, ναι-
Θα μου πείτε τη συνταγή και με θρακιώτικη διάλεκτο;
Στη θρακιώτικη διάλεκτο ναι. Όπου χρειαστεί μετάφραση θα, δεν ξέρω νομίζω θα τα καταλάβουν όλα καλά, δεν έχει πολύ ιδιαίτερες λέξεις, λοιπόν είναι το λεγόμενο καψόρε παρά δυόσμος ή βούκες και η άλλη του, η πιο καλή ιστορική εκδοχή είναι το κουρμπάνι λοιπόν αυτό το φαγητό έχει τόσες έννοιες λοιπόν πάμε να δούμε: «Κράτα ανακτά ένα ψωμί μπαγιάτικο. Βάνε στον τέντζερι παϊδάκια αρνίσια και άφηκε τα να βράσουν. Σε ένα σιδροσίνι, το σιδροσίνι είναι ένας τύπος ταψιού, αράδιασε όλο το ψωμί σε βούκες κομμένο, βούκες τόσες όσες να πιάνει το πιρούνι. Βάνε σε άλλο τέντζερι λάδι μπόλικο και τσιγάρσε 2 τσάσκες, φλιτζάνες πράσινα κρομ’δούδια, 1 τσάσκα δυόσμου, 1 τσάσκα άνηθο, 2 τιάσκες ρυζούδ’ι, 3-4 ντομάτες στον ρεντέ, αλάτι, πιπεράκι, μαύρο και κόκκινο. Τσιγάρσε τα παϊδούδια και ρίξε μια κανάτα ζωμό μέσα. Άιντε τώρα ρίξε όλο τον γόμο παν ζ’βούκες και στρώσ'το όμορφα. Βάντο μέσα στην σόμπα, μέχρις να ξεροψηθούν οι βούκες. Σήμερα δεν θα πλέν’ς πιάτα..θα φάν’ ούλν’οι από του ταψί! Α γλείφουν και τα δαχτύλιαντουν!». Τι δεν κατάλαβες από εδώ;
Όχι εντάξει είναι κατανοήσιμα.
Ωραία λοιπόν-
Αυτό πότε γινόταν;
Αυτό γινόταν, το καψόρε για εμάς, εμείς τουλάχιστον στην οικογένειά μας το τρώγαμε την τρίτη ή την τέταρτη μέρα από το Πάσχα με τα παϊδάκια που περίσσευαν αυτό, είχε όλα αυτά που βλέπεις δηλαδή πήγαινες η γιαγιά πάντα ζύμωνε μεγάλο Σάββατο και είχε ψωμί μέχρι και την Κυριακή του Θωμά, αν δεν ζύμωνε στο ενδιάμεσο, οπότε κράταγε ένα μεγάλο καρβέλι ψωμί για αυτή τη δουλειά ήξεραν ότι θα κάνουν καψόρε, με προζύμι ωραιότατο ψημένο στο φούρνο και το άφηνε για το καψόρε, ένα μεγάλο ταψί με όλα αυτά τα υλικά που σου είπα ήταν τελείως απλό δηλαδή έβαζε τις βούκες αράδιαζες από πάνω το μείγμα και στα ενδιάμεσα έβαζες τα είδη προβρασμένα παϊδάκια, το έψηνες και η νοστιμιά για μένα ήταν στις ξεροψημένες τις βούκες δηλαδή αυτό το ψωμί που έμπαινε στο φούρνο με όλα αυτά τα μυρωδικά και μοσχοβολούσε ο τόπος, δυόσμο, άνηθο ήταν υπέροχο δεν περνάμε πιάτο, όντως τρώγαμε από το ταψί, δεν χρειαζόταν να πάρεις πιάτο: «Ποιος ο λόγος να πάρεις πιάτο;». Αφού κυνηγούσαμε τις βούκες τις ξεροψημένες για να φάμε και ήταν τόσο απλό πιάτο, δεν είχε, τόσο οικονομικό και ώρες-ώρες αυτό αναλογούμε ότι αυτές οι γυναίκες από την ανέχεια και το με το να χορτάσουν ολόκληρη οικογένεια προφανώς με 3 και με 4 και με 5 παιδιά επινοούσαν και κάποια φαγητά, με ό, τι είχαν μέσα στο σπίτι ας πούμε έχω ακούσει ότι αν τους περίσσευε φασολάδα δεν την πετούσαν, την επόμενη μέρα θα τη φτιάχνανε ξανά με μία φλυτζάνα, τσάσκα ρύζι και θα το κάνω φασόλια με ρύζι, ήθελαν δεν ήθελαν θα τρώγανε κάτι έπρεπε να φάνε, οπότε το καψόρε που σου είπα τώρα παρά δυόσμος ή βούκες ή κουρμπάνι αναζητώντας τη συνταγή βρέθηκα μπροστά στο κουρμπάνι και μάλιστα το έχω σημειωμένο να σου πω και εδώ την ιστορία του τι γίνεται, πες μου.
Εκείνη την ημέρα μαζευόμασταν έτσι όλη η οικογένεια και περιμένατε πώς και πώς, το μαγείρευε η γιαγιά και οι υπόλοιποι ας πούμε κοιτούσατε περιμένατε να βγει απλά το φούρνο, πώς ήταν;
[00:30:00]
Σε ό, τι έχει σχέση με αρνί δεν καθόμουνα πότε, πότε. Ειλικρινά είναι ό, τι χειρότερο μπορώ να σου πω αυτή τη στιγμή, δεν έχω καλές αναμνήσεις, ήταν πραγματικά για τους λάτρεις του αρνιού και από τη στιγμή, υπάρχουν άνθρωποι πραγματικά που το μισούν το αρνί δεν είναι ούτε λίγοι, είμαστε πολλοί που δεν το θέλουμε, παρόλα αυτά ναι η συνεύρεση με όλα τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας που έκανες να τα δεις ένα χρόνο οι θείοι μου από την Αθήνα, οι θείοι μου από το διπλό το χωριό, ένα τραπέζι με 20 καρέκλες αυτό ήταν ωραίο, εντάξει η μαμά μου ήξερε ότι δεν τρώω αρνί και μου ζύμωνε λίγα κεφτεδάκια, μου τα ψήναν στο μαγκάλι και κάπως έτρωγα ας πούμε εκείνη την ημέρα. Το Πάσχα για εμένα δεν είναι τίποτα, δηλαδή πραγματικά πέραν από τις βούκιες που έτρωγα σίγουρα, μόνο ψωμί όμως τίποτα άλλο, αυτά είναι απλά κληρονομιά μου, ότι αυτό ότι θυμάμαι, ήταν όμως γενικότερα, τώρα δεν υπάρχει αυτό δεν μπορώ να τον συναντήσω χαθήκαν, αυτές, αυτά τα ήθη και τα έθιμά το ποιος θα χτυπήσει πρώτος το αυγό, το ποιος θα τσουγκρίσει πρώτος το αυγό, ότι έπρεπε να φιλήσω το χέρι του παππού μου, να του πω: «Χρόνια πολλά, καλό Πάσχα», η όλη αυτή ωραία παράδοση του να πας στη νονά το τσουρέκι ή να έρθει η νονά με το δωράκι που το περιμέναμε πώς και πώς με τη λαμπάδα αυτά ναι, αυτά σαν ήθη και έθιμα μου αρέσουν.
Συγκεκριμένα τώρα για το καψόρε που λέτε, υπήρχε κάποια τα κομμάτια διανέμονταν πρώτα στους μεγαλύτερους ή όποιος προλάβει από το ταψί;
Πάντα έπαιρνε ο παππούς την πρώτη του μερίδα καθόταν και κεφαλάρι στο τραπέζι, δίπλα του ήταν οι γαμπροί, ο γαμπρός του, ο παππούς δεν είχε πολλά παιδιά είχε 2 αλλά ο γαμπρός του ο πατέρας μου δηλαδή, τα αδέρφια του και πρόλαβα και έζησα και τον πατέρα του παππού μου, ο οποίος αυτή και να ήταν θρακιώτες, όπως ακριβώς ήταν τόσο ψηλοί έφταναν τα 2 μέτρα, ήταν πάμψηλοι άνθρωποι για αυτό και ο παππούς παιδεύτηκε πάρα πολύ στις γαλαρίες γιατί έπρεπε να σκύβει πολύ, καθόντουσαν με ιεραρχία πρώτος ο παππούς σίγουρα δίπλα του ο γαμπρός του δεξιά-αριστερά δεν τα θυμάμαι κιόλας και δεξιά και αριστερά έπαιζε το ρόλο του, ποιος θα καθίσει δεξιά και αριστερά και αφού ξεκινούσε ο παππούς το φαγητό μπορούσαμε να ξεκινήσουμε όλοι, ο παππούς ναι έπαιρνε την καλύτερη μερίδα δεν θυμάμαι τι έτρωγε, τα έτρωγε όλα, μπορεί να έτρωγε και το κεφάλι του αρνιού ας πούμε, που έμενα μου κάνει κανιβαλλίστικο αυτό τώρα που το σκέφτομαι.
Αυτό συνέβαινε σε όλα τα φαγητά, δηλαδή πάντα ο παππούς θα είχε την πρώτη μερίδα, την πρώτη μπουκιά;
Ναι, ναι ο παππούς ήταν, παρόλο που η γιαγιά ήταν ο αρχηγός στο σπίτι, εντάξει κρατούσαν και τους τύπους, ναι ο παππούς, για να νιώθει και αυτός άρχοντας, να νιώθει ο κύριος του σπιτιού, ο κύρης του σπιτιού ναι. Τις αποφάσεις τις παίρνανε από κοινού δηλαδή οι αποφάσεις ήταν της γιαγιάς απλά του της έφερνε πάντα με πλάγιο τρόπο, ώστε να συμφωνήσει και να φαίνεται αυτός ότι, τέλος πάντων ο παππούς μου ήταν πολύ καλός, η γιαγιά ήταν πιο κολπαδόρα. Ναι. Λοιπόν όσον αφορά το καψόρε και στη συγκεκριμένη περίπτωση το κουρμπάνι, εδώ στις Σέρρες έχουμε τα αναστενάρια της Αγίας Ελένης και ανακάλυψα ότι το συγκεκριμένο φαγητό γινόταν στα αναστενάρια της Αγίας Ελένης, 21 με 23 Μαΐου, ας πάμε και λίγο ιστορικά να το δούμε ότι τελικά δεν ήταν ένα απλό φαγητό που το κάνανε από ανάγκη, το κάνανε όντως για να ταϊστεί μια μεγάλη μερίδα του κόσμου, λέει: «Τα αναστενάρια αναβιώνουν κάθε χρόνο», είναι να πούμε και το βιβλίο, το έχει γράψει ένας Σερραίος σεφ ο Χρήστος ο Μαντίδης, ο οποίος έκανε εξαιρετική δουλειά χρόνια, μπορεί να το έχει και 10 χρόνια γραμμένο αυτό το βιβλίο, από σπίτι σε σπίτι, παράδοση στην παράδοση και το έχουμε τώρα στα χέρια μας και είναι εξαιρετικό, είναι εξαιρετικό από το Χριστό, δηλαδή έκανε μεγάλη προσπάθεια και λέει: «Αναβιώνουν κάθε χρόνο στη γιορτή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στην Αγία Ελένη και στην Κερκίνη του Αγίου Παντελεήμονα 27 Ιουλίου», άρα 2 φορές το χρόνο: «Στην Αγία Ελένη αναβιώνουν και την γιορτή του Αγίου Αθανασίου και αυτά είναι λιγότερο γνωστά επειδή λόγω του καιρού η πυροβασία γινόταν σε κλειστό χώρο, το κονάκι, όσοι έχουνε πάει στην Αγία Ελένη σίγουρα πέρασαν και από το κονάκι, εκεί γίνεται μία, η προετοιμασία τους. Οι αναστενάρηδες της Αγίας Ελένης καταγόταν από το Κωστί της Ανατολικής Θράκης, θρακιώτες και αυτοί, για αυτό έχουν και το ίδιο φαγητό και από εκεί έχουν φέρει το λατρευτικό αυτό έθιμο που διαρκεί 3 μέρες και ακολουθεί ένα ιδιαίτερο τελετουργικό. Κάθε χρόνο η προετοιμασία ξεκινά στην 27 Οκτωβρίου, ημέρα κατά την οποία το συμβούλιο της λαογραφικής εταιρείας και τα αναστενάρια συγκεντρώνονται στο κονάκι όπου αποφασίζουν για το πανηγύρι, την επόμενη Κυριακή βγαίνουν στο χωριό για να μαζέψουν χρήματα για το κουρμπάνι με αυτά πηγαίνουν σε ένα κτηνοτρόφο στο χωριό ή άλλου και δίνουν προκαταβολή για ένα αρνί που πρέπει να είναι μαύρο και αρσενικό καπαρώνοντας το, δηλαδή δίνοντας μία προκαταβολή μέχρι τον Μάιο που θα το χρειαστούν. Το πρωί της 21ης Μαΐου η λαογραφική εταιρεία τακτοποιεί την αγορά του μαύρου αρνιού και συγκεντρώνουν μαζί και τα ζώα που προσφέρουν όσοι έχουν κάποιο τάμα, μαζεύονται και 50 αρνιά από τάματα είναι δηλαδή μεγάλο έθιμο. Οι άντρες σφάζουν τα ζώα, να μην το δω και ξεχωρίζουν την απαιτούμενη ποσότητα για το μαγείρεμα, το υπόλοιπο το μοιράζουν ωμό σε κάθε οικογένεια του χωριού δίνοντας από ένα κομματάκι για να το ψήσουν μαζί με τα δικά τους κρέατα, την ίδια μέρα το απόγευμα οι γυναίκες ετοιμάζονται τη μισή ποσότητα του αρνιού για να το μαγειρέψουν με φρέσκα κρεμμύδια, όπως είπαμε, δυόσμο και ρύζι την ώρα που γίνεται η πυροβασία στις 23 Μαΐου κάνουν πάλι περιφορά στο υπόλοιπο χωριό και μαγειρεύουν το υπόλοιπο αρνάκι, αυτή τη φορά με αρακά και το δείπνο είναι αυστηρά τελετουργικό κάθονται όλοι κάτω και το μοίρασμα το κάνουν οι γυναίκες», εγώ αυτό δεν το έχω ζήσει, δεν έχω φάει κάτω στο πάτωμα, αυτοί το τηρούν ακόμα μέχρι και σήμερα: «Το κάθε πιάτο το παίρνει ο ένας και το δίνει σε αυτόν που κάθεται δεξιά του μέχρι να πάει το πιάτο στο τελευταίο του κύκλο». Είναι το λεγόμενο καψόρε, σε αυτή την περίπτωση κουρμπάνι. Το κουρμπάνι το συναντάμε, το συνάντησα σε πάρα πολλά θρακικά χωριά επάνω στον Έβρο και στην Κομοτηνή και στην Ξάνθη είναι μία μικρή ιστορία. Ευχαριστούμε τον Χρήστο για αυτό πού το έγραψε, δεν θα ήξερα τόσες λεπτομέρειες για αυτό το συγκεκριμένο φαγητό.
Τα υλικά τότε ας πούμε έτσι που θυμάστε τη γιαγιά σας ήταν εύκολο να τα βρει κάποιος και ιδιαίτερα κιόλας αν ήταν από φτωχή οικογένεια πώς τα παίρνανε; Θυμάστε έχετε μνήμες;
Το κάθε σπίτι, το κάθε νοικοκυρεμένο σπίτι θα έπρεπε να έχει ένα μπαχτσέ, να έχει τα πάντα μέσα, από ντομάτες, μαϊντανούς, δυόσμος, άνηθους, κρεμμυδάκια πράσινα, μαρουλάκια, τα πάντα, δεν ήταν δύσκολο να βρει κάποια τέτοια υλικά και από τη στιγμή που κανονίζανε το αρνάκι από ό, τι θυμάμαι ο παππούς πάντα φρόντιζε και το έπαιρνε σε μία δεν φρόντιζε, είχε δικά του αρνιά αλλά το συγκεκριμένο ας πούμε το τάιζε περίπου 8 ή 9 μήνες για να φτάσει να γίνει το Πάσχα να είναι έτοιμο. Η κάθε οικογένεια έπαιρνε ένα μικρό αρνάκι στο σπίτι και αντίστοιχα ένα χοιρινό, γουρούνι για τα Χριστούγεννα, για το Πάσχα ήταν σχετικά εύκολα να τα βρούμε αυτά, ακόμα και η πιο φτωχή οικογένεια θα είχε τα απαραίτητα, το αρνί που μπορώ, που παρόλο δεν μου αρέσει η διαδικασία οφείλω να τους το αναγνωρίσω ότι το ζώο που το τάιζαν για να έρθει η συγκεκριμένη εποχή και να το σφάξουν, να το μοιράσουν το τιμούσαν, δηλαδή από το αρνί θα έβγαζαν το κρέας, τιμούσαν τα κόκκαλά του, το τρίχωμα του, το μαλλί δηλαδή μέχρι ξέρω ας πούμε ότι κάνανε μέχρι και κουμπιά από τα νύχια των ζώων και τα εντόσθια του που εμείς ας πούμε δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι, τα εντόσθια τους, τα έντερα: «Η μαγειρίτσα από τι είναι;». Είναι από τα εντόσθια, μέχρι και αυτό βρήκαν τρόπο να το μαγειρέψουν και να το φάνε, δηλαδή από το ζώο δεν έφευγε τίποτα άλλο εκτός από το αίμα που έρεε όταν το σφάζανε, αυτό οφείλω να το ομολογήσω. Σε αντίθεση με τα τωρινά χρόνια που παίρνουνε και αν μας περισσέψει, το πετάμε κιόλας, εκεί δεν [00:40:00]υπήρχε τέτοιο πράγμα. Ήταν εύκολο γενικότερα για όλους και αυτοί που δεν είχαν πάλι θα βολευόντουσαν οι θρακιώτες είχαν μία άμιλλα μεταξύ τους, δηλαδή αν ήξεραν ότι κάποιο σπίτι δεν έχει σίγουρα και αυγά και αλεύρι και λίγο ρυζάκι, λίγο ο ένας, λίγο ο άλλος, κάνανε όλοι Πάσχα. Δεν υπήρχε σπίτι σε γιορτές που να μην έτρωγε, θα βοηθούσε ο ένας τον άλλον εκείνα τα χρόνια, για τώρα δεν είμαι και πολύ σίγουρη, ναι.
Επόμενη συνταγή που θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας;
Λοιπόν θα πάμε πάλι, έχω μία πολύ καλή σχέση με τους Θράκο-αρβανίτες, όχι μου δημιουργήθηκε αυτή η σχέση και θέλω να τους τιμήσω γιατί δεν έμαθα ούτε μία λέξη αρβανίτικα, θα πάμε πάλι στα Θράκο-αρβανίτικη συνταγή. Λοιπόν είναι το λεγόμενο κιούλ. Είναι μία Θράκο-αρβανίτικη συνταγή το κιούλ. Το κιούλ το έφτιαχναν και οι 2 οι γιαγιάδες μου και αυτοί που ήταν μόνο θρακιώτισσα και αυτή που ήταν Θράκο-αρβανίτισσα, είχανε κότες στην αυλή. Οι κότες όταν πλέον γερνούσαν, οι παλιόκοτες, δεν γεννούσαν και γινόταν πολύ νόστιμη σούπα, το κρέας δεν τρωγόταν αλλά η νοστιμιά της σούπας ήταν απερίγραπτη, λοιπόν: «Τι κάνανε αυτές οι γυναίκες;». Και θυμάμαι ότι πάντα η γιαγιά, η μία η γιαγιά που είχε μεγάλο κοτέτσι πάντα έφερνε μία παλιόκοτα στη μαμά αλλά ήταν πολύ παλιόκοτα, παρόλα αυτά το ζουμάκι της ήταν εξαιρετικό, είναι μία σούπα ας το πούμε στη σύγχρονη βελουτέ θα σου πω πώς γίνεται πολύ απλά λοιπόν πάντα είχαν μία παλιόκοτα λέγεται: «Βράζ μία παλιόκουτα καλά. Να βγάλ’ όλου του ζουμι. Ρίχνεις μέσα μία χούφτα σπανάκι, μόνο για το χρώμα, μία χούφτα πράσσου, 2-3 ντομάτες στου ρεντέ, μπουρίς να βανς μέσα κι άλλα, φτη είνι η γνήσια συνταγή. Σε ένα ποτηρούδ βάζεις 2-3 κουταλιές αλεύρι και το ανακατώνεις με νερό κι ξύδι μέχρι να λιώσ’ καλά. Αυτό το ρίχνεις μέσ’ στην κατσαρόλα με την παλιόκουτα κι ανακατεύς μέχρι να χυλώσει όλο το φαγητό. Και αρχινάει του μασαμπούκουμα κι οι βούτες!». Απλό φαγητό γινότανε βελουτέ σούπα, έπαιρνε δηλαδή τη νοστιμιά από το σπανάκι και το πράσο, το πράσο είναι πολύ ιδιαίτερο και γενικότερα οι θρακιώτες το έχουνε στην ίδια μοίρα με το κρεμμύδι, το βάζουν σε πολλά φαγητά για να πάει να πάρει νοστιμιά στα λουκάνικα, στα φαγητά τους και μέσα στη φασολάδα έχω ακούσει να το βάζουν, έχει μία ωραία νοστιμιά. Λοιπόν αυτό το φαγητό τάιζε εξαιρετικά με μία παλιόκοτα που γινόταν ένας μεγάλος τέντζερης, μία οικογένεια 8 ατόμων ένα απλό φαγητό, με μία παλιόκοτα που έβγαζε το ζουμάκι της, αυτό γινόταν ένας χυλός σαν βελουτέ σουπίτσα και τρώγανε 2 μέρες έτσι ξέρω, εντάξει η μαμά δεν έκανε για 2 μέρες φαγητό γιατί την κότα δεν την έτρωγε κανένας, τη φτύναμε ήταν πολύ σκληρή αλλά το ζουμάκι είναι εξαιρετικό, μπορείς να το δοκιμάσεις απλά χωρίς κότα, να την κάνεις έτσι όπως είναι η σουπίτσα και θα με θυμηθείς, χόρταιναν όλοι.
Θυμάστε τότε που έπαιρνε η γιαγιά την παλιόκοτα, δηλαδή αν πάμε σε εκείνη την ημέρα πώς θα γινόταν η διαδικασία του φαγητού; Τι θυμάστε;
Η διαδικασία ήταν, θα γινόταν τουλάχιστον 2 μέρες πιο μπροστά για να τη φέρει στο σπίτι αυτοί οι άνθρωποι από το βαρύ αίσθημα και την ευθύνη της επιβίωσης που είχαν, ήταν ανάγκη επιβίωσης, ήταν σκληροί, μπορεί σε μερικά πράγματα να ήταν ευαίσθητοι, δεν θυμάμαι και πολλές ευαισθησίες τους, ας πούμε μας αγαπούσαν σαν εγγόνια αλλά ήταν και σκληροί συνάμα. Το να πάει και να σφάξει μία παλιόκοτα η γιαγιά δεν ήταν τίποτα, για μένα ήταν ένα εξίσου μεγάλο τραύμα όταν έπαιρνε την κότα, την έσφαζε και επειδή αυτή χτυπιόταν και ξανά χτυπιόταν η κακομοίρα άρχισε να τρέχει ακέφαλη μέσα στην αυλή, ήταν θρίλερ, για αυτό και δεν ήθελα ποτέ να τρώω, δεν, τα σιχάθηκα εκείνα τα κρέατα, μπορεί να είναι πολύτιμες συνταγές όλες αυτές που λέμε τώρα και υπήρχαν μέσα στη ζωή μου αλλά αυτό το μαρτύριο των ζώων ήταν απερίγραπτο, ήταν γενικά σκληραγωγημένοι άνθρωποι, σκληραγωγημένοι, εδώ πόσες αναφορές έχουν γίνει ότι μέχρι και την ώρα της γέννας τους πολλές, δούλευαν στα χωράφια και γεννούσαν μες στα χωράφια, αυτό παιδιά ήταν απαράδεκτο, να έχει φτάσει μία γυναίκα να έχει διαστολή να καταλαβαίνει ότι γεννάει, να κοιλοπονάει και μέχρι την τελευταία ώρα να σκαλίζει ή να γεννάει το παιδί της στην κυριολεξία μέσα στα χώματα του χωραφιού να βγαίνει ένα μωρό, να κόβουν και να λύνουν τους ομφάλιους λώρους: «Άραγε τι ήταν για τη γιαγιά μου να σφάξει μία κότα;». Μπορούσε να το κάνει και χωρίς μαχαίρι, μόνο με τα χέρια δηλαδή να της κόψει το κεφάλι. Οπότε αυτές είναι οι αναμνήσεις μου, μπορεί κάποιος άλλος να έχει κάτι καλύτερο, εγώ αυτό θυμάμαι ας πούμε πάρα πολύ. Ναι αυτά.
Άλλη συνταγή;
Το έθιμο της μπάμπως από κανένα θρακιώτικο σπίτι δεν έλειπε τα Χριστούγεννα η μπάμπω. Γινότανε από χοιρινό έντερο, ειδική προετοιμασία τα χοιρινά τα έντερα μύριζαν πιο πολύ από το αρνίσια και χρειαζόταν μία διαδικασία περίπου 2 ημερών, θα περνούσαν πρώτα από λεμόντοζο να καθαρίσουν καλά να ασπρίσουν, τα περνούσαν από ασβέστη, τα ξανά περνούσαν από λεμόνι, τα γύριζαν ανάποδα, ιδιαίτερη επώδυνη διαδικασία και φαντάσου τα Χριστούγεννα είχε και κρύο και αυτά έπρεπε τα κάνουν σε κάποιες βρύσες με παγωμένο νερό, παρόλα αυτά το κάνανε και η μπάμπω δεν έλειπε από κανένα τραπέζι. Λοιπόν μπάμπω αλά θρακιώτικα: «Πλένεις τα έντερα καλά, πολύ καλά. Τα περνάς από το ξύδι μετά από του λεμόνι και καμία ουρίτσα στου γάλα, το γάλα τ’ άσπριζε. Με του μπαλτατζούδι ένα μικρό τσεκουράκι, λιανίζουμε του κρέας, μισό κιλό μοσχαρίσιο, μισό κιλό γκζιουνίσιου μι τη λίγδα, το γκζιουνίσιο είναι το χοιρινό, σε μικρούτσικα κουμματούδια. Σε μια λεκανούδα βάζουμε ούλα τα τσασίτια, τα τσιασίτια ήταν μπαχαρικά και όλα τα συναφή: Μισό κιλό μοσκαρίσια καγκάλια, τα πνευμόνια και τα συκώτια, τα καγκάλια είναι τα εντόσθια δηλαδή κι γκζιουνίσια τζγέρα, σκώτια ψιλοκομμένα, 2 πράσα ψιλοκομμένα, μία τσιάσκα ρυζούδ’ι, τουρλιού μπαχάρια, μπούκοβο, αλάτι, πιπέρι, μαύρο μπόλικο πιπέρι κόκκινο, μία τσιμπιά ριγανούδα. Σύρε φέρε ένα ταψούδι. Αρχίνα να γιομίζεις τα άντερα, όχι πολύ να μην σε ανοίξουν, σε μερικά σημεία ήταν λεπτό το έντερο και αν το παραγέμιζες έσκαγε η μπάμπω και αυτό ήταν τραγικό για τη νοικοκυρά δεν είχε πώς να το μαζέψει, δηλαδή έσπασε η μπάμπω η μαμά μου: «Τι θα κάνω τώρα;». Τέλος πάντων και την πρόσεχαν πάρα πολύ.
Στην περίπτωση που έσκαγε τι γινόταν;
Ο κακός χαμός, την γύριζε ανάποδα για να μην φαίνεται γιατί αυτό ήταν ανοικοκυροσύνη, δεν θέλεις να συμβεί με λίγα λόγια το προσέχεις πάρα πολύ αυτό το πράγμα, είναι όπως ανοίγουνε άνοιγαν φύλλο για την πίτα και το φύλλο τους τρυπούσε, μία τρυπούλα που θα χαθεί εκείνο όμως το είχαν πολύ, ήταν ανοικοκυροσύνη μην τυχόν και δει κανένας αυτό το πράγμα. Οπότε γύριζε την μπάμπω από κάτω να μην φαίνεται το σπασμένο και συνέχιζε να μαγειρεύει, λοιπόν: «Σύρε φέρε ένα ταψούδι. Αρχίνα να γιομίζεις τα άντερα, όχι πολύ να μην σε ανοίξουν. Τ’ς άκρες τ’ς δένουμε με τσιλιέ, ο τσιλιές είναι μία κλωστή που έπλεκαν και το χρησιμοποιούσαν για διάφορες δουλειές, άσπρη. Κάνε τρυπούδες από πάνω πριν τα βαν’ς στου φούρνου, μι σε σκάσουν, την τρυπούσαν όμως μετά με ψιλά-ψιλά με βελονάκι. Την βγάνεις μόλις καμπαρντι’ς και ίνι έτοιμ’ για ματσάλωμα! Και του χρόνου θρακιώτισσα απ' όλου τον κόσμο». Αυτή η συνταγή ήταν χριστουγεννιάτικη δεν έλειπε από κανένα σπίτι επίσης θα σου πω ότι ό, τι είχε να κάνει με εντόσθιο ας ήταν και γουρούνι δεν το ακουμπούσα, η σκέψη και μόνο ότι τα έντερα είναι για μία συγκεκριμένη δουλειά με απωθεί εντελώς, δεν ούτε και με το λουκάνικο τα έχω πολύ καλά, παρόλα αυτά η μπάμπω ήταν παραδοσιακό φαγητό και την κάνανε όμως μόνο μία φορά το χρόνο μπορεί να γινόταν και βραστή σαν σούπα, δεν έχω εντυπώσεις να σου πω από αυτό, σίγουρα κάνανε μπάμπω είχε πάρα πολλή δουλειά για να γίνει και επίσης αν ναι κάτι που ήθελα αναφορικά με αυτό η μπάμπω λέγεται ότι: «Πώς ονομάστηκε μπάμπω; Γιατί να ονομαστεί μπάμπω;». Η μπάμπω στους θρακιώτες σημαίνει η γιαγιά, αυτή που έχει φτάσει πλέον σε μία [00:50:00]μεγάλη ηλικία και η μπάμπω έπαιρνε πρώτη-πρώτη το φαγητό της, πρώτη-πρώτη το ψωμί της να ξεκινήσει να τρώει: «Γιατί να ονομαστεί μπάμπω;». Όπως ακριβώς το έντερο είναι το τελείωμα του ζώου, κάπως έτσι νομίζω ότι πήρε και το όνομα, μάλλον για να τιμήσουν την μπάμπω με το τελείωμα του ζώου, δηλαδή τελειώνει η μπάμπω, τελειώνει η ζωή της, τελειώνει και το ζώο με το έντερο, δεν είμαι και πολύ σίγουρη για αυτήν την εικασία: «Γιατί ονομάστηκε μπάμπω;». Εγώ θα πω ότι κάποια μπάμπω δεν ήθελε να πετάξει τα έντερα και εφηύρε αυτήν την τέλεια συνταγή, να γεμίζει αυτά τα έντερα, που ήταν για πέταμα και: «Ποιος το έκανε;». Η μπάμπω: «Α πολύ ωραίο έγινε αυτό». και μπορεί να έμεινε έτσι μπάμπω, δεν μπορώ να βρω ακριβώς, η επίσημη είναι αυτή που σου λέω με το τελείωμα του ζώου, με το έντερο, να τελειώνει και η ζωή της μπάμπως ας πούμε κάπως έτσι, την τιμούσαν.
Οπότε αυτό που θυμάστε μικρή είναι η διαδικασία με τα έντερα που τα έπλεναν στις παγωμένες βρύσες και έπαιρνε πολλή ώρα αυτό;
Ναι ναι μέρες όχι ώρα, μέρες είχαν στο νου τους με όλες τις άλλες τις δουλειές που είχαν να πλύνουν και τα έντερα και δεν ήταν και τόσο απλό, καθόλου απλό, τα γύριζαν μέσα έξω, τώρα ένα εντεράκι άντε και το χοιρινό το έντερο ήταν λίγο πιο φαρδύ, το αρνίσιο, το αρνί μπορεί να έχει και 10 μέτρα έντερο μέσα, εκείνα τα 10 μέτρα ήθελαν όλα να τα γυρίσεις από την καλή και από την ανάποδη, να τα καθαρίσεις για να κάνεις μαγειρίτσα: «Εσένα σου αρέσει μαγειρίτσα;»
Όχι.
Ωραία κάπου συμφωνούμε αλλά εντάξει για την παράδοση, ναι αυτό.
Όλα αυτά τα φαγητά τα μαγείρευαν ας πούμε είχαν σόμπα, ηλεκτρικό πού τα μαγείρευαν αυτά, θυμάστε η γιαγιά-
Όλα τα σπίτια τα παλιά είχαν το δωμάτιο εργασίας, το δωματιάκι το έλεγε και η μαμά και εκεί είχαν μία πρόχειρη κουζίνα, ένα ντιβάνι, ντιβανό- καναπέ πότε δεν ήταν σκέτο ντιβάνι, από κάποια χρόνια και μετά ήταν ντιβάνο- καναπέδες για να μπορούν να αποθηκεύουν από κάτω και πράγματα και σε όλα τα σπίτια μηδενός εξαιρουμένου υπήρχε μία μασίνα, η σόμπα που καίει με ξύλα και έχει και το φούρνο δίπλα, αυτό το κάνανε και για οικονομία γιατί εκεί μέσα σε εκείνο το δωματιάκι κάνανε το φαγητό τους, θα καθόταν να φάνε για να μη λερώσουν τα πάνω τα σπίτια τους και κάναν όλα τα φαγητά μέσα στη μασίνα, εκεί ήταν όλες οι μυρωδιές και τα σπίτια ας πούμε στο πάνω, τα σπίτια μας τα κανονικά ήταν μόνο για ύπνο, ανεβαίναμε μόνο για ύπνο, παράξενο δεν τα χαιρόντουσαν τα σπίτια τους. Ας πούμε το σαλόνι στο δικό μας το σπίτι ανοίγει 2 φορές το χρόνο, εξαιρετικά απαγορευμένο να ανοίξεις το σαλόνι έτσι και τολμούσαμε και ακουμπούσαμε το πόμολο του σαλονιού, δεν ξέρω πως το καταλάβαινε η μαμά, μπορεί να ανέβαζε και σημάδια και τις τρώγαμε.
Δηλαδή το σαλόνι για τι χρήση ήταν τότε;
Ήταν για τις γιορτές, για τις γιορτές τις επίσημες γιορτάζει, ο πατέρας μου ας πούμε ήταν Γιώργος, του Αγίου Γεωργίου ελάτε, νομίζω το κέρασμα της εποχής ήταν το στραγάλι και το κονιάκ, στραγάλι, σταφίδες και κονιάκ μετά μπήκανε φιστίκια, αμύγδαλα και τα συναφή, στραγάλι και εγώ τουλάχιστον στην οικογένειά μου δεν έζησα άσχημα χρόνια, έζησα πλουσιοπάροχα απλά είναι πώς ζυμώνονται αυτοί οι άνθρωποι με τους γονείς τους δηλαδή πάντα έδιναν αναφορά, η γιαγιά έμενε στα 50 μέτρα από το δικό μας το σπίτι και πάντα ήλεγχε τη μαμά στο τι κάνει οπότε η μαμά αναγκαστικά πατούσε στα βήματα της μαμάς της. Ναι το σαλόνι άνοιγε 2 φορές το χρόνο το δεκαπενταύγουστο που γιόρταζε η μαμά μου και του Αγίου Γεωργίου που γιόρταζε ο μπαμπάς, για κανέναν άλλο λόγο, ήταν το δωμάτιο που άνοιγε 2 φορές το χρόνο.
Εσείς από όλα αυτά τα φαγητά τρώγατε μόνο το καψόρε;
Το καψόρε και το κιούλ, σαν σουπίτσα, ναι.
Και γινόταν παραδοσιακά, ερχόταν όλη η οικογένεια να φάει αυτό τα φαγητά μαζευόσασταν όλοι;
Κοίταξε νομίζω η καλύτερή μας ήταν η μέρα του Πάσχα που ψήναμε όλα τα άλλα τα φαγητά ήταν ποιο δεύτερης, η μπάμπω ας πούμε ήταν επίσημο φαγητό αλλά σαν παραδίπλα δηλαδή το κύριο φαγητό θα ήταν ένα ψητό χοιρινό ή ας πούμε η κότα καπαμάς πού μπορεί να, θα την πούμε λίγο παρακάτω, η κότα καπαμάς που γινόταν με τουρσί λάχανο, θα ήταν 4-5 φαγητά. Τα καλύτερα μαζέματα ήταν την άνοιξη, δηλαδή το Πάσχα, που ερχόταν όλοι και μπορούσαμε να στρώσουμε τραπέζια ολόκληρη την αυλή και να μαζευτούν και τα ανίψια και τα εγγόνια και όλοι μαζί, τα καλύτερα μαζέματα ήταν τότε. Αλλά τα υπόλοιπα για, ας πούμε για το καψόρε εκτός από την αναφορά που γίνεται για τα αναστενάρια και ταϊζόταν πλήθος κόσμου μιλάμε τώρα για ταψιά που έμπαιναν ολόκληρα μέσα στο φούρνο ήταν ειδικά για αυτές τις δουλειές, τρώγανε από ένα ταψί 15 άτομα, αυτά όλα τα άλλα τα φαγητά ήταν πιο οικογενειακής φύσης, τα κάναμε τη δεύτερη ή την τρίτη ή τέταρτη μέρα κάπως έτσι, ναι.
Ανακατευόσασταν μικρή στα πόδια της γιαγιάς βοηθούσατε στην κουζίνα;
Δεν με ήθελε, ούτε και τα κουλουράκια όταν μαζευόντουσαν υπήρχαν πολλά κουλουράκια να κάνουμε ας μας άφηναν και μας λιγάκι, τέλος πάντων ναι, μας έδιναν εκεί πέρα ένα ζυμαράκι έτσι της πλάκας, ένα κουλουράκι εκεί και με εκείνο καθόμασταν και παιδευόμασταν όλη την ημέρα, δεν έμαθα να κάνω όχι δεν μας άφηναν, έπρεπε να μεγαλώσουμε και για εμένα ας πούμε έχασα πολλά χρόνια, έφυγα στη Γερμανία και εκείνα τα χρόνια που θα μπορούσα να είχα μάθει κάτι κοντά τους, δεν τα έμαθα, ήμουνα μικρή όταν έφυγα στη Γερμανία και γύρισα σε μία ηλικία που πλέον είχαν σταματήσει όλα αυτά, σταμάτησαν οι μεγάλοι φούρνοι, μαζεύτηκε περισσότερος κόσμος: «Εκπολιτίστηκαν;». Μπορεί, είχαμε μπει και στην Ευρωπαϊκή Ένωση τότε και είχε αρχίσει και η αλλαγή του ευρώ οπότε ναι, χάθηκαν τα περισσότερα και από ό, τι αντιλήφθηκα χάθηκαν και τα πολλά μαζέματα, οικογενειακά μαζέματα δεν ξέρω για ποιο λόγο, άλλαξαν τα χρόνια προφανώς.
Οπότε λόγο των καημένων των ζώων δεν θα ήταν και οι μέρες πού περιμένατε πώς και πώς;
Όχι εκτός από τις διακοπές του σχολείου όχι τίποτα άλλο, τίποτα άλλο. Οι θρακιώτισσες γενικότερα ήταν πολύ παστρικές, όχι ότι δεν ήταν οι υπόλοιπες, αλλά είχαν μία ιδιαίτερη αγάπη για το ασβέστωμα του σπιτιού κάθε Πάσχα ασβεστώναμε, βάφαμε, ήταν το ξύπνημα της φύσης η άνοιξη και το Πάσχα οπότε ήταν περισσότερο δύσκολη η γιορτή το Πάσχα, για μένα που δεν μου άρεσε και το αρνί και πολλές φορές με πίεζε η μαμά να φάω αλλά και πάρα πολλές δουλειές αυτές είχαν μία τρέλα με τα κεντητά, με τα κοπτά ήθελαν να τα έχουν όλα κοκκαλωμένα, σιδερωμένα, δεν υπήρχε νομίζω καμιά γωνιά του σπιτιού που δεν σφουγγαριζόταν εκείνες τις ημέρες, όχι μπορώ να πω ότι ζούσαμε και σαν τσιγγανάκια για ένα διάστημα δηλαδή βγαίναμε και έξω από το σπίτι για να καθαρίσει η μαμά μέσα, μπορεί και να έχουμε κοιμηθεί και έξω, δεν το πολύ θυμάμαι, ναι είχαν τόση τρέλα.
Το αγαπημένο σας θρακιώτικο φαγητό από μικρή μέχρι και σήμερα;
Α το καψόρε χωρίς διαφορά, χωρίς καμία διαφορά, όλα τα άλλα μπορεί να είναι πολύ νόστιμα αλλά το καψόρε μου αρέσει πολύ και πολύ πολύ αγαπημένο και το δικό μου και στη συνέχεια και στην κόρη μου είναι η κότα η γεμιστή που κάνουμε για τα Χριστούγεννα, αυτή την έχω πειράξει τη συνταγή λίγο, η κλασική συνταγή δεν θα στην πω στα θρακιώτικα θα στην πω όπως ακριβώς την κάνω είχε πάλι παλιόκοτα ευτυχώς για εμάς για τα Χριστούγεννα η γιαγιά δεν έσπαζε πολύ παλιά κότα, αυτή την γέμιζε η μαμά με τσιγαρισμένο κιμά, ρυζάκι, έβαζε πιπεράκι, αλατάκι στη γέμιση, λίγα συκωτάκια κότας ό, τι είχε τέλος πάντων από αυτά που της έφερνε, την γέμιζε και όλο αυτό το πράγμα το έβαζε πάντα στην ξυλόσομπα και σε μία ειδική κατσαρόλα που ήταν ειδικός ο πάτος της και για αυτή τη σόμπα, δεν ήταν ευθύς ο πάτος ήταν κάπως στρογγυλεμένος για να μπορεί να πιάνει όλη, όλο το άναμμα της σόμπας, έστρωνε κάτω φύλλα τουρσί λάχανο, αγαπημένο το τουρσί το λάχανο για τους θρακιώτες έχουν άπειρες συνταγές με τουρσί λάχανο, έστρωνε κάτω τουρσί λάχανο, έβαζε αυτή την κότα μέσα, την έκλεινε όμορφα πάλι με τουρσί λάχανο και αυτό σιγό- έβραζε και γινόταν, το τουρσί το [01:00:00]λάχανο μαλακώνει τα φαγητά και ήταν η καλύτερη εκδοχή της κότας, μπορεί να ήταν παλιόκοτα αλλά με το λάχανο μαλάκωνε και τρωγόταν πιο ωραία, αυτό το πράγμα ήταν ένα φαγητό που περίμενες πάνω από την κατσαρόλα να σου βάλει έστω και μία φτερούγα ας πούμε μαζί με την γέμιση. Εγώ την έχω πειράξει λόγω του ότι και η κόρη μου το τρώει πάρα πολύ, λόγω του ότι χρειάστηκε για κάποια στιγμή να το κάνω και να μαζέψω τα αδέρφια μου και μαζευτήκαμε περίπου 10 άτομα και ήξερα ότι αρέσει σε όλους η γέμιση φρόντισα να κάνω παραπάνω γέμιση οπότε σε αυτή τη γέμιση την πείραξα και λέω παίρνω μισό κιλό χοιρινό κιμά, τον τσιγαρίζω με αλατάκι, πιπεράκι, κόκκινο πιπεράκι, μοσχοκάρυδο εξαιρετικό, λίγο κανελίτσα αφού τσιγαρίσω τον κιμά ρίχνω και ψιλοκομμένο περίπου μία φλυτζάνα τουρσί λάχανο φροντίζω από την προηγούμενη ή μία εβδομάδα πιο μπροστά να πάρω ένα ολόκληρο λάχανο τουρσί, ολόκληρο, από ένα σούπερ μάρκετ του δίνω παραγγελία και μου το φέρνουνε. Κρατάω τα χοντρά, τα χοντρά τα φύλλα που δεν μπορείς να τα χρησιμοποιήσεις πουθενά αλλού και τα ψιλοκόβω και τα ρίχνω μέσα στη γέμιση, αυτό όλο το ανακατεύω και αναλόγως μετά πόσα άτομα περιμένω βάζω και την ανάλογη γέμιση με ρύζι, βάζω μία ωραία γάστρα απλώνω πάλι χοντρά φύλλα τουρσί λάχανο όπως μου το είχε μάθει και η μαμά, στρώνω τα φύλλα, γεμίζω παίρνω κοκόρι συνήθως για να αρκεί για όλο τον κόσμο, για όλους αυτούς που θα παρευρεθούν στο τραπέζι, γεμίζω το κοκόρι, το κλείνω και αρχίζω μετά με τα μεγάλα φύλλα που έχουν μείνει από το λάχανο τουρσί να γεμίζω τη γέμιση σε ντολμαδάκια, σαρμαδάκια και τα βάζω γύρω-γύρω έχω μεγάλη γάστρα ας πούμε και τα ταιριάζω γύρω-γύρω, το κλείνω για περίπου 3 ώρες σε χαμηλή φωτιά, ρίχνω τουλάχιστον 2 ποτήρια άσπρο κρασί και είναι αυτό η κότα καπαμάς που την έχω πειράξει για τα περισσότερα άτομα και έχει φτάσει νομίζω και μέχρι και τον Καναδά την έχω στείλει ναι, είναι και αυτή μία πολύ ωραία συνταγή η κότα ο καπαμάς. Καπαμάδες έχω βρει σαν συνταγές 15 κάθε καπαμάς και διαφορετικός, εγώ νομίζω ότι η σίγουρη εκδοχή του καπαμά είναι αυτή εδώ ό, τι έχει να κάνει δηλαδή με σκεπαστό, το σκεπαστό μπορεί να γίνει καπαμάς αρνί σκεπαστό, χοιρινό σκεπαστό, όπως ας πούμε και η κότα η σκεπαστή, αυτό νομίζω η ορολογία του καπαμά.
Και αυτό το φαγητό πότε γινόταν;
Αυτό γινόταν τα Χριστούγεννα ναι, νομίζω ότι την πρώτη μέρα των Χριστουγέννων προτιμούσε η μαμά να το κάνει, η γιαγιά ήταν λίγο πιο παραδοσιακή δηλαδή κοιτούσε να βάλει χοιρινό να ψήσει εκείνες τις ημέρες γιατί πάλι είχαν οικόσιτο ζώο και φρόντιζε ας πούμε τα Χριστούγεννα να βάλει να ψήσει χοιρινό στην ξυλόσομπα. Η μαμά το έκανε τα Χριστούγεννα πάλι όμως με συνοδευτικά γιατί μία κοτούλα που έφερνε η γιαγιά δεν έφτανε για 5 άτομα ή για 6 πόσα θα ήμασταν οπότε κοίταζε να βάλει και κάτι παραδίπλα. Εγώ το κάνω επίσημο, επίσημο τα Χριστούγεννα, είναι το επίσημο φαγητό μας η κότα καπαμάς, κοκόρι εν συνεχεία.
Θεωρείτε ότι από ό, τι θυμάστε κιόλας, οι γεύσεις που έκαναν οι παλιοί, η γιαγιά σας με τη σημερινή τη γεύση έχει αλλάξει ίσως λόγω των αγνών υλικών που χρησιμοποιούσαν, λόγω των συσκευών που χρησιμοποιούσαν;
Καμία σχέση, καμία σχέση, ούτε τα χοιρινά είναι πλέον όπως ήταν, ούτε και μπορούμε να βρούμε τη νοστιμιά της κότας εκείνης που τρώγαμε από το χωριό, για αρνί μη μου μιλάς γιατί δεν το ξέρω πραγματικά. Καμία σχέση όλα αυτά και εκείνα ήταν, είχαν και μία άλλη σημασία τα καλλιεργούσαν όλα μόνοι τους, μέχρι και το ψωμί το ζύμωναν μόνοι τους, ήταν προζυμένιο: «Τι να βρεις στη σημερινή εποχή τώρα να το κάνεις», ακόμα και το αλεύρι έχει γίνει τόσο τοξικό πλέον που τα αποφεύγεις όλα. Η γιαγιά είχε δικό της σιτάρι καταρχήν και το πήγαινε στο μύλο και το άλεθε, είχε δικό της αλεύρι, όλα αυτά: «Που να τα βρούμε;». Εδώ κοιτάζουμε απλά να έχουμε την ευκολία μας φυσικά και δεν θα σπείρω χωράφι με σιτάρι για να πάω να το αλέσω, για αυτούς όμως ήταν προτεραιότητα, σπέρναν και αυτό, σπέρναν και εκείνο και το καλαμπόκι τους να ταΐσουν τις κότες, τώρα: «Ποιος το κάνει;». Εγώ προσωπικά ας πούμε αυγά πλέον παίρνω από ένα παιδί που επιτέλους βρήκα ότι οι κότες του τρώνε μόνο πράσινο και παραγγέλνω από εκεί: «Να κάνω κοτέτσι;». Δεν προλαβαίνω να πάμε στο σπίτι. Έχουν αλλοιωθεί όλες οι γεύσεις, τίποτα δεν είναι όπως παλιά, τίποτα και εσείς ειδικά, αυτή η γενιά τώρα όταν εμείς τρώγαμε ακόμα και το έτοιμο το κοτόπουλο που έφερναν από το κρεοπωλείο, σας λυπάμαι ειλικρινά έτσι αισθάνομαι τύψεις, ενοχές: «Που χαθήκαν αυτές οι γεύσεις; Πώς χάθηκαν;». Ακόμη και το κοτόπουλο που τρώτε το έτοιμο δεν έχει καμία σχέση με αυτό που τρώγαμε εμείς, δεν αφήνουμε τίποτα μόνο κοκαλάκια, έχουν αλλοιωθεί όλα γιατί δεν υπάρχει πλέον ο χρόνος, όταν οι γεωργοί σίγουρα και όσοι μένουν στα χωριά φροντίζουν να κάνουν ένα μικρό κοτέτσι, ένα μικρό μπαχτσεδάκι όμως μέχρι εκεί γιατί ξέρουν ότι στον επόμενο δήμο θα είναι ένα μπακάλικο που θα τους πουλήσει όλα αυτά και είναι πολύ πιο εύκολο. Τότε όμως ήταν θέμα τιμής: «Ποια γυναίκα δεν θα έχει το δικό της κοτέτσι;». Με τουλάχιστον 10 κότες: «Ποια γυναίκα δεν θα είχε μπαχτσέ; Ποιος άντρας δεν θα βοηθούσε στο σκάλισμα ή να το ξανά φρεσκάρει; Ποιος άντρας δεν θα φρόντιζε να βάλει και 10 δέντρα ελιές να μαζέψουν να βγάλουν έστω ένα τενεκέ λάδι για τον χρόνο τους;». Τώρα αυτά δεν υπάρχουν, ακόμα και το λάδι εκείνης της εποχής ήταν διαφορετικό ναι.
Σας άρεσε να μαθαίνετε δίπλα στη μαμά σας συνταγές;
Η μαμά μου μου έμαθε από όλα, έφτασα περίπου 12 όχι ήμουν 10 χρονών η μαμά δεν δούλευε πολύ αλλά όταν χρειαζόταν να βγει με τον μπαμπά να δουλέψει μου άφηνε τέλος πάντων να ρίξω το τελευταίο: «Ρίξε την ντομάτα στο φαγητό ακριβώς την τάδε ώρα και θα έρθω εγώ να το βρω έτοιμο», η μαμά φρόντιζε και ήθελα να μαθαίνω, να κάνω πίτες, θρακιώτισσα που δεν ξέρει να ανοίγει φύλλο ας μην το πει καλύτερα, είναι ντροπή. Δεν υπάρχει θρακιώτισσα πού να μην ανοίγει φύλλο. Φρόντισε από πολύ μικρή ηλικία να μου το μάθει αυτό, φρόντισε να μου μαθαίνει, αυτά φυσικά κανένα παιδί δεν τα ξεχνάει ό, τι μαθαίνεις δίπλα στη μαμά σου και το έκαναν με έναν ωραίο τρόπο, ήταν σαν σχολείο ήταν η ώρα του μαθήματος: «Έλα πρέπει να μάθεις μαγειρεύεις φασολάκια, έλα να σου μάθω να μαγειρεύεις γεμιστά», ακόμα μέχρι και σήμερα θυμάμαι που μου είχε πει ας πούμε ότι: «Στα ορφανά τα γεμιστά θα βάζεις για κάθε γεμιστό 2 κουταλιές ρύζι αυτό το παραπάνω θα σου περισσέψει το λιγότερο δεν θα σου φτάσει», ακόμα μέχρι και σήμερα τα γεμιστά μου τα μετράω έτσι. Το φύλλο καθόλου εύκολη υπόθεση το φύλλο να ανοίξεις, απίστευτα δύσκολο, ανοίγω πάρα πολλές τρύπες και κάποια στιγμή τα κατάφερα ναι και έβγαλα ωραία φύλλα, τώρα γλυκιά μου δεν το έχω και πάρα πολύ δεν θέλω να ανοίγω φύλλο γιατί δουλεύουμε αρκετές ώρες αλλά να για το παραδοσιακό και να αφήσω κάτι εγώ κάτι στην κόρη μου γιατί η κόρη μου έχει περισσότερη λαχτάρα από ό, τι είχα εγώ είναι άλλη γενιά δεν έχει καταπιεστεί καθόλου οπότε της αρέσει να κάθεται και να βλέπει συνταγές που κάνουμε: «Α αυτό πώς το κάνεις;». Ρωτάει περισσότερο, εμείς τότε ήταν απλά ναι είχαμε μέχρι και μάθημα δεν ξέρω πότε σταμάτησε αυτό να υπάρχει οικιακή οικονομία, το θυμόσαστε το προλάβατε καθόλου;
Όταν πήγαινα εγώ υπήρχε στο γυμνάσιο, τώρα δεν ξέρω.
Στο γυμνάσιο ναι. Οπότε ναι, οικιακή οικονομία και όλα τα κορίτσια αν δεν πήγαιναν δεν συνέχιζαν το σχολείο σίγουρα θα πήγαιναν σε κάποια σχολή ΚΕΓΕ νομίζω το λέγανε πηγαίναν μάθαιναν να κεντάνε, να πλέκουν και πολλά μαγειρέματα ναι [01:10:00]αυτό, ήταν η ζωή, έτσι ήταν προσαρμοσμένα τα κορίτσια, αυτές που έφευγαν λίγο παραπάνω και σπούδαζαν ήταν ξέρω εγώ είχαν κάτι άλλο στο μυαλό τους, εγώ στη μαμά μου δίπλα έμαθα πάρα πολλά πράγματα και ευτυχώς δηλαδή που πρόλαβα και κάποια πράγματα τα έμαθα γιατί όπως σου είπα προηγουμένως έφυγα νωρίς και δεν τα είδα και όλα, αυτή μπορούσε να κάνει πολύ ωραίο ας πούμε γαλακτομπούρεκο τη συνταγή της ακόμα δεν την έχω βρει γιατί πέθανε πολύ νέα και δεν πρόλαβα να την κρατήσω τη συνταγή της και έψαχνα απεγνωσμένα κάποια φίλη της να την έχει και δεν μπόρεσα να την βρω, οπότε ναι θα την ήθελα τη μαμά μου περισσότερο για να μάθω ακόμα περισσότερα πράγματα, η μαμά μου όμως μόνο.
Οπότε περιμένατε εκείνη την ώρα, δεν ήταν ώρα αγγαρείας;
Όχι όχι το μαγείρεμα ήταν ωραίο. Το καθάρισμα και το κέντημα ήταν απίστευτο ναι ξέρω να κεντάω με πολλούς τρόπους και κάθε κέντημα είχε και το συγκεκριμένο τρόπο, έτρωγες αρκετές καρπαζιές στο κεφάλι μέχρι να μάθεις να κεντάς πολύ συγκεκριμένα. Στο φαγητό τα πήγαινα καλά ευτυχώς εκεί για αυτό και το έχω τώρα, ίσως για αυτό΄, για να μην έχει αφήσει άσχημες αναμνήσεις και το ψάχνω τόσο πολύ, τώρα δηλαδή που άρχισα να το ψάχνω.
Σήμερα πέρα από την κότα καπαμά τι άλλο κάνετε, τι φαγητά άλλα θρακιώτικα θα κάνετε;
Θρακιώτικα σίγουρα θα κάνω τον καγιανά, ο καγιανάς είναι η στραπατσάδα, θρακιώτικα, κοίταξε έχω δοκιμάσει να κάνω και φασόλια με λάχανο τουρσί αλλά για κάποιο λόγο εκείνα τα φασόλια τότε που είχαν οι παππούδες δεν ήταν τόσο ανθυγιεινά όσο αυτά, ξέρεις υπάρχουν πολλές θρακιώτικες συνταγές που πλέον σήμερα δεν μπορούν να γίνουν με τον ίδιο τρόπο εκείνοι το κάνουν φασόλια με λάχανο τουρσί, πεντανόστιμο, τώρα φάε φασόλια με λάχανο τουρσί να δεις πόσες μέρες θα κοιλοπονάς και δεν θα μπορείς να πας, δεν αντέχεται αυτό το πράγμα, οπότε: «Τι έμεινε;». Σίγουρα κάποια ο καγιανάς, η κότα καπαμάς, το καψόρε που θα κάνω, τα κοκκινιστά είναι νομίζω από παντού τα ίδια, οι πίτες σίγουρα θέλω να κάνω πρασόπιτα, σίγουρα θέλω να κάνω ρυζόπιτα αυτά τα ζητάω, πίτες, πολλές πίτες σε διάφορες εκδοχές σουσαμόπιτες, καρυδόπιτες, τα πάντα από ό, τι, απλά να έχεις χρόνο, χρόνο να ανοίξεις φύλλο, θέλει μία διαδικασία, αυτά κάνουμε δηλαδή περισσότερο σε μεγάλες γιορτές, αυτό.
Επομένως αυτό το πάθος που αναπτύξατε το έχετε μεταδώσει σιγά-σιγά και στην κόρη σας;
Η κόρη μου είναι πιο, έχει μεγαλύτερο ζήλο σε αυτό, θέλει να μαγειρεύει συνέχεια αυτή, αυτό είναι το λέω απλά ότι δεν καταπιέστηκε όπως καταπιεστικά εγώ για να μάθω κάποια πράγματα αυτή το κάνει γιατί το θέλει είναι το μεράκι της και μακάρι: «Γιατί όχι;». Άς το συνεχίσει ό, τι θέλει να εδώ τα βιβλία, οι συνταγές μαζεμένες, ας τα πάρει και αυτή κατά ένα τρόπο είναι μισό-θρακιώτισσα αν και από την πλευρά του παππού της οι οποίοι μιλάνε εξαιρετικά θρακιώτικα δεν μπορώ να καταλάβω ζυμώθηκαν και αυτοί μεταξύ τους, ήρθαν από τη Μικρά Ασία και είναι πιο πολύ έχουν πιο μικρασιατικές λέξεις, κουλτούρα, τα φαγητά τους είναι κάπως διαφορετικά αλλά τις λέξεις που βρίσκω τις ξέρει όλες ο παππούς της οπότε δεν νομίζω ότι αυτοί οι άνθρωποι εκείνα τα χρόνια ξεχώριζαν τόσο πολύ, ήταν όλοι τους πρόσφυγες πέρασαν από τόσα στάδια ναι, ήρθαν από τη Μικρά Ασία σίγουρα πέρασαν από τις 40 εκκλησιές, 40 μάρτυρες εδώ πέρα ας πούμε στο νομό Σερρών ήρθαν πολλοί γιατί είχαν και τον ποταμό που είπαμε στην αρχή αλλά είχαν και πολύ εύφορη γη και κάποια στιγμή τους έδωσαν και κλήρους, έτσι το λέγαν τότε, τους δίνανε οικόπεδα και κάποια χωράφια για να ξεκινήσουν, όποιος ήταν έξυπνος και το είχε λίγο παραπάνω και δουλευταράς επίσης αυτή την περιουσία την έκανε διπλή και τριπλή και τετραπλή και ούτε καθεξής.
Οπότε μέσα από τη σελίδα του facebook θρακιώτς προσπαθείτε να διορθώσετε αυτές τις συνταγές-
Ναι ναι ναι ο θρακιώτης έχουμε για αυτές τις συνταγές είναι οι πιο ωραίες για μένα, οι πιο παραδοσιακές αυτές που θα κολλήσει και το μάτι ενός θρακιώτη ή και θα το θυμηθεί και μπορεί να κλάψει κιόλας στην θύμηση αυτής της συνταγής γιατί θα θυμηθεί τη μάνα του, την οικογένεια, την προγιαγιά, τον προπάππου, χίλια δύο, είναι οι πιο παραδοσιακές, υπάρχουν νομίζω έχω βρει μέχρι στιγμής 70 συνταγές. Δεν είναι όλες όμως τόσο αξιοσημείωτες να πω, θα τις γράψουμε, θα τις βάλουμε σε ένα βιβλίο με την ντοπιολαλιά με όλο αυτό που ψάχνουμε και κάνουνε αλλά οι πιο αξιοζήλευτες οι πιο καλές που σου είπα, έχει κι άλλες η σελίδα ο θρακιώτης τις μαζεύει είναι 27 στο σύνολο δηλαδή από τον Ιούνιο που ξεκίνησε η πρόταση, ξεκίνησε από το καψόρε, με μία απλή λέξη, έτσι ξεκίνησε το όλο ταξιδάκι μέχρι στιγμής με την λέξη καψόρε. Ήθελε αυτός να βάλει κάτι με θρακιώτικη κουζίνα μου το πρότεινε μου λέει: «Έχεις κι άλλες συνταγές κάπως έτσι λέει παραδοσιακές;», και όντως είχα ένα ολόκληρο βιβλίο και του το είπα κιόλας λέω: «Ναι ένα ολόκληρο βιβλίο», και αυτά που θυμόμουν εγώ αλλά με αυτή τη διαδικασία μπήκα και σε ένα άλλο τριπάκι να ανακαλύπτω την ντοπιολαλιά, που μου έλειπε και υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που έχουν ασχοληθεί και βρίσκουν συνέχεια καινούργιες λέξεις, μην σου πω ότι θα αρχίσουν μεταξύ μας να μιλάμε θρακιώτικα στο τέλος και ας με κοροϊδεύουν μερικοί και μερικοί, έρχονται, έχω ένα σημειωματάριο μαζί μου και τις γράφω και έχω γράψει πάρα πολλές λέξεις δηλαδή απίστευτα πολλές και λέω όλες αυτές τις ήξερα απλά δεν τις δουλεύαμε γιατί ο ένας σε κοροϊδεύει και τελικά βγήκαν καθηγητές διδάκτορες Πανεπιστημίων και ψάχνουν να διασώσουν όλο αυτόν τον πολιτισμό πριν να είναι πολύ αργά και τα καταφέρνουν πολύ. Το τελευταίο παιχνίδι μάλιστα που βγήκε, σε παιχνίδι είναι θρακιώτικη ντοπιολαλιά όπως είναι το ταμπού κάπως έτσι σε θρακιώτικα κυκλοφορεί τον τελευταίο μήνα, ένα πολύ ωραίο παιχνίδι αν θέλεις να το παίξεις κιόλας έτσι δηλαδή αν μαζευόμασταν τώρα 10 θρακιώτες θα παίρναμε κάρτες στα χέρια μας και θα γελούσαμε μέχρι, όπως λέει και η κυρία Πηνελόπη Καμπακάκη: «Εγώ λέει στο θρακιώτη μπαίνω και κάνω μία κούρα ευεξίας, γελάω συνέχεια, βλέπω αυτά που ανεβάζουν και αυτό είναι για μένα λέει το φάρμακο μου λέει όλη την ημέρα γελάω, σκέφτομαι αυτά που γράφουν», «Για ποιον λόγο όχι να μην τους σώσουμε;». Ήταν πάρα πολύ αστείοι άνθρωποι δηλαδή τα μασάλια που λένε, αυτοί δεν το είχανε σε τίποτα να πούνε ένα μασάλι της ώρας, τα ανέκδοτα τα είχαν πολύ εύκολα και έτσι το θυμάμαι κιόλας και τα αδέρφια του πατέρα μου όταν συναντιόντουσαν μεταξύ τους δεν σταματούσαν, δεν σταματούσαν να τους ακούς συνέχεια και να γελάς, ήταν χαρούμενοι άνθρωποι και οι Πόντιοι είναι καλοί σε αυτά στο μεταξύ τους αλλά επειδή μάλλον έχω περισσότερα ακούσματα από τους θρακιώτες νομίζω ότι ήταν χαρούμενοι πολύ.
Έτσι για να κλείσουμε θυμάστε ένα ωραίο μασάλι να μας πείτε, έτσι για να κλείσουμε ωραία τη συνέντευξη.
Α μάλιστα ναι. Πολλά τώρα βασικά δεν πιάνεις: «Αχ Τι να θυμηθώ πρώτα τώρα από τα μασάλια». «Τι δεν σταματάς α; Δεν βλέπεις το στοπ κιόρ’ς είσαι;» ή το: «Παλιογκουρλά πάλι γύρισες τα βράδια και σε έψαχναν, θα σε φάνε τα σκυλιά θα μείνεις έξω από το σπίτι, θα σε κλειδώσω έξω ρε, θα σε φάνε, θα σε σέρνουν στα χωράφια ρε, θα σε φανε τα πετιναριά» ή μία πολύ ωραία ιστορία και θα κλείσουμε τα παρατσούκλια ωχ θεέ μου ένα τεράστιο θέμα για το θρακιώτικο παρατσούκλια, θρακιώτης χωρίς παρατσούκλι δεν νοητό. Λοιπόν ανεβαίνει την ανηφόρα ο Γιώργης τέλος πάντων και είναι κατάκοπος και πηγαίνει και ουφ και ουφ και ουφ και φτάνει στην παρέα και το λένε: «Τι έγινε ρε; Γιατί τι έπαθες και τρέχεις και και κάνεις ουφ ουφ ουφ; Γιατί τρέχεις;». «Άσε ρε με πήρες στο κατόπι ένας φίδαρος μέχρι την [01:20:00]ανηφόρα ρε με κυνηγούσε και ουφ και ουφ και πως έφυγα από τα δόντια και δεν με τσίμπησε και ωχ ωχ ωχ και ουφ ουφ ουφ», ο Φοφός παρατσούκλι εύκολο και γρήγορο, αυτό είναι πιο διασκεδαστική η μεριά να βλέπεις τώρα τον άλλον να είναι σκασμένος να τον κυνηγάει ένα φίδι και όλοι να γελάνε, να σκοτώνονται και να βγαίνει το ο Φοφός. Ο παππούς μου εμένα τα2 τα ονόματα μου πρέπει να ήταν Χατζηαρχοντή και το παρατσούκλι που λέω ακόμα μέχρι και σήμερα στο χωριό για να με θυμηθούν του Καναλή η κόρη. Ο προπάππους μου ο Μιχάλης ήρθε από τις 40 εκκλησιές, έχτισε ένα καφενεδάκι: «Πώς είναι το καφενεδάκι με τις άγριες μέλισσες τώρα της Βιολέτας;». Ακριβώς ένα τέτοιο και ήταν ξανθός, ένα παράξενο πράγμα για θρακιώτη και δεν το ήθελε και έπαιρνε την σκόνη, την χένα, την Κνα έτσι τη λέγαν, βγάζει ένα καφέ κόκκινο χρώμα και έβαφε με αυτό τα μαλλιά του και τα φρύδια του, άφηνε λέει και μουστάκι και βάφει και το μουστάκι του, τόσο μερακλής ο παππούς και όλοι λέγανε: «Πού θα παςα». «Θα πάω στον Μιχάλη». «Σε ποιον Μιχάλη ρε». «Να σε αυτόν που βάφει τα μαλλιά με Κνα». «Α ωραία άντε πήγαινε θα έρθω και εγώ». Ο επόμενος: «Βρε πήγαινε μέχρι αυτόν που βάφει με Κνα, τον Κναλή βρε, πήγαινε πάρε ένα κιλό ρύζι θέλω», και έμεινε ο Κναλής, ο Κναλής, ο Κναλής. Όχι απλά ο Κναλής έζησε τα χρόνια, η γιαγιά η Κυριακούλα ήταν το '25 ο παππούς ο Κναλής να ήταν το 1890, από το 1890 έχουμε όνομα Κναλίδες στο χωριό μέχρι και σήμερα εν έτει 2022, έχουμε ακόμα το όνομα εκείνο δηλαδή μπορούσαμε άνετα να αλλάξουμε και όνομα με το Καναλής: «Ποιανού;», «Του Καναλή», αφού λέω Χριστοδούλου κι δεν με ξέρουν: «Ποιανού Χριστοδούλου; «Του Κναλή η κόρη», «Ε πες έτσι να σε καταλάβω», αυτά.
Τι ωραία.
Ναι. Μέχρι εδώ. Παρατσούκλια πολλά δεν τις ξέρω όλες τις ιστορίες τους, αυτές τις 2 τις άκουσα για αυτό σου το λέω κιόλας και είναι μάλλον ένα άλλο τριπάκι που θα ανοίξουμε με τον θρακιώτη τα παρατσούκλια, να μείνει και αυτό γιατί ήταν ευρηματικοί από το τίποτα εσύ μπορεί ας πούμε να σου άρεσε το αμύγδαλο και για κάποιο λόγο κάτι να σου κολλούσαν και να σε έβγαζαν Αμυγδαλιά για τον οποιοδήποτε λόγο. Α επίσης ήταν πολύ χαρούμενοι άνθρωποι δηλαδή τα ονόματά τους δεν είχαν να κάνουν μόνο με αγίους, είχαν να κάνουν γενικότερα με Λεμονιές, Αμυγδαλιές ήταν δεν ξέρω νομίζω ότι ήταν χαρούμενος λαός για να έχουν και τέτοια μεγάλη παράδοση η Λεμονιά, η Πασχαλιά, η Τριανταφυλλιά, όλη η γειτονιά μας είχε και από ένα λουλούδι ας πούμε σε όνομα, μόνο εγώ πήρα της Κυριακούλας το όνομα της γιαγιάς εντάξει δεν είχαμε κανένα λουλούδι στο σόι μας όχι, Ευγενία, Μεταξούλα ναι η Μεταξούλα έχει όνομα θρακιώτικο, αυτά.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ-
Και εγώ ευχαριστώ-
Για την συνέντευξη που μου παραχωρήσατε σας ευχαριστώ πολύ.
Κι εγώ ευχαριστώ και, ό, τι και νεότερο να έχουμε, πάλι εδώ είμαστε.
Περίληψη
Η κ. Κυριακούλα αφηγείται το πώς ξεκίνησε να ψάχνει για τις θρακιώτικες ρίζες της και την ιστορία των προγόνων της. Θυμάται στιγμές και σκηνές από τα παιδικά της χρόνια κοντά στους παππούδες της, καθώς και τη ζωή και τις παραδόσεις τότε. Η τυχαία συνεργασία με τη σελίδα «Θρακιώτς» στο facebook την οδήγησε στο να ψάξει, να μάθει και να θυμηθεί παλιά έθιμα σχετικά με τις παραδοσιακές θρακιώτικες συνταγές. Στη συνέντευξη επιλέγει να αναφέρει τις συνταγές του καψόρε/κουρμπάνι, του κιούλ, της μπάμπως και της κότας καπαμά, καθώς και την προετοιμασία αυτών τις ανάλογες ημέρες.
Αφηγητές/τριες
Κυριακούλα Χριστοδούλου
Ερευνητές/τριες
Κωνσταντίνα Ζίχναλη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
28/03/2022
Διάρκεια
83'
Περίληψη
Η κ. Κυριακούλα αφηγείται το πώς ξεκίνησε να ψάχνει για τις θρακιώτικες ρίζες της και την ιστορία των προγόνων της. Θυμάται στιγμές και σκηνές από τα παιδικά της χρόνια κοντά στους παππούδες της, καθώς και τη ζωή και τις παραδόσεις τότε. Η τυχαία συνεργασία με τη σελίδα «Θρακιώτς» στο facebook την οδήγησε στο να ψάξει, να μάθει και να θυμηθεί παλιά έθιμα σχετικά με τις παραδοσιακές θρακιώτικες συνταγές. Στη συνέντευξη επιλέγει να αναφέρει τις συνταγές του καψόρε/κουρμπάνι, του κιούλ, της μπάμπως και της κότας καπαμά, καθώς και την προετοιμασία αυτών τις ανάλογες ημέρες.
Αφηγητές/τριες
Κυριακούλα Χριστοδούλου
Ερευνητές/τριες
Κωνσταντίνα Ζίχναλη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
28/03/2022
Διάρκεια
83'