«Τι να κάνουμε; Είμαστε τσιγγάνικες ψυχές κατά βάθος»: ένας μουσικός του δρόμου αφηγείται
Ενότητα 1
Εισαγωγή-γενικά στοιχεία για Αφηγητή
00:00:00 - 00:01:23
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα. Θα μας πεις το όνομά σου; Καλησπέρα. Ονομάζομαι Άγγελος-Κωνσταντίνος Dalardha. Είναι Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου. Είμαι με τον Άγ… κάποια βιβλία με ποιήματα— και γενικότερα και με άλλες μορφές Τέχνης. Μπορούμε να το συζητήσουμε πιο μετά αυτό. Αυτό για τώρα. Θέλεις να…
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η μετανάστευση και τα παιδικά χρόνια στο χωριό Αυλιώτες
00:01:23 - 00:09:46
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ωραία. Πάμε λίγο από την αρχή. Πού γεννήθηκες; Από πού έρχεστε; Γεννήθηκα… Ποια είναι η ιστορία σας; Ναι. Γεννήθηκα στους Αγίους Σα…ε φτάσει… Τέλος πάντων, με πήρανε, με βάλανε μες στο φορτηγό —είχαμε κλάματα. Δεν ήθελα να αποχωριστώ αυτό το μέρος. Και πήγαμε στην πόλη.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η μετακόμιση στην πόλη της Κέρκυρας και ο ρατσισμός
00:09:46 - 00:25:29
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ποιο ήταν το χωριό; Αυλιώτες λεγόταν, λέγεται το χωριό. Εκεί πέρα πριν είχες νιώσει κάπως άβολα λόγω του ότι ήσασταν από άλλη χώρα; …ο φορτίο για ένα μικρό παιδί να μάθει τα πάντα, αλλά εντάξει, μέχρι που της βάζαμε και εμείς λίγο φρένο, της λέγαμε: «Μέχρι εδώ». Ε, αυτό.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Η γνωριμία με τη μουσική
00:25:29 - 00:29:37
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ωραία. Και για πες μας τώρα, μεγαλώνοντας πότε εμφανίστηκε η μουσική στη ζωή σου; Η μουσική στη ζωή μου… Ήμουν ακόμα τότε πιτσιρικάς, Γυμ…γα ό,τι να ‘ναι τραγούδια, ξέρεις, δηλαδή που μόνο και μόνο που, έτσι, εντυπωσιαζόμουνα. Έλεγα «Α! Ωραία, μουσική», ξέρεις, «ενδιαφέρον».
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Ανάμεσα στην Αλβανία και την Ελλάδα
00:29:37 - 00:33:13
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Με την Αλβανία είχατε κρατήσει επαφή; Πήγαινα τα καλοκαίρια για να δουλεύουν οι γονείς μου λίγο πιο άνετα, γιατί το καλοκαίρι έχει πολλή …σου πω. Ωραία. Οπότε, παίρνεις την κιθάρα, εξασκείσαι και από πρώτη Λυκείου ξεκινάς να αφιερώνεσαι όλο και περισσότερο σ’ αυτό. Ναι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Η μουσική και η ζωή στους δρόμους της Αθήνας
00:33:13 - 01:26:29
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πώς ήτανε; Για πες μας για το ταξίδι με τη μουσική. Με τη μουσική... Θα σου πω. Το ταξίδι το πραγματικό με τη μουσική... Τώρα κοίτα πώς π… πω… Οπότε, ήθελα να φύγω από κει, ήθελα να γυρίσω. Μετά με έπιασε αυτό το να ταξιδέψω την Ελλάδα, να δω τις υπόλοιπες πόλεις της Ελλάδας.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Η αποχώρηση από την Αθήνα, τα ταξίδια στην Ελλάδα
01:26:29 - 01:29:14
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και άρχισα και ξεκίνησα και πήγαινα από πόλη σε χωριό και από χωριό σε πόλη και γύρισα πάρα μα πάρα πολλές πόλεις της Ελλάδας. Είναι πάρα πο…ινα για να τους επισκεφτώ. Πάντα έβρισκα αφορμή να κάνω χειμερινό tour, φθινοπωρινό tour, καλοκαιρινό tour… Εντάξει, ήμουνα και μόνος μου.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 8
Η μουσική στο δρόμο
01:29:14 - 01:32:03
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Για πες μου λίγο για την εμπειρία τώρα του δρόμου. Μιλήσαμε για τις δυσκολίες του δρόμου στην Αθήνα, να πούμε και για τη μουσική. Πώς ήταν, …φαλτο, πατούσα στο πλακόστρωτο. Φεύγοντας τι έκανες; Χαιρέτησες τον κόσμο; Πώς έφυγες; Δεν χαιρέτησα κανένανε. Απλά έφυγα μία νύχτα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 9
Η επιστροφή στην Κέρκυρα και τα ταξίδια στη βόρεια Ελλάδα
01:32:03 - 01:42:15
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πού πήγες; Στην Πάτρα πήγα μαζί με μία φίλη πρώτη φορά. Μετά απ’ την Πάτρα πήγα Κέρκυρα μετά από καιρό και είδα τη μάνα μου —γιατί δεν μι… πολύ ο Άσιμος. Τους έπαιζα και λίγο Άσιμο. Ο Άσιμος Κοζανίτης, εκεί πέρα τον είχανε πάρα πολλή αγάπη. Κλαίγανε όλοι εκεί πέρα και τέτοια.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 10
Ταξίδι στη Θεσσαλονίκη και ηχογράφηση demo
01:42:15 - 01:49:47
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ωραία. Οπότε, για περιέγραψέ μου λίγο εκείνα τα χρόνια— Ωραία— μέχρι την επιστροφή στην Κέρκυρα. Ωραία, όχι όχι. Να σου πω, από κει…έρκυρα έχει γίνει ο Βόλος. Δηλαδή, έχει γίνει πιο πολύ σπίτι μου απ’ την Κέρκυρα, που έχω μείνει δεκαοχτώ χρόνια στην Κέρκυρα. Είναι αυτό.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 11
Τα ταξίδια στη βόρεια Ελλάδα
01:49:47 - 02:04:31
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Όταν είχες πάρει το λεωφορείο να γυρίσεις είτε Θεσσαλονίκη είτε Κέρκυρα… Όχι. Γύρναγα… Είχα πάρει το λεωφορείο… Είχα πάει εκεί για να γ…τα που βγάζεις στις πόλεις που είναι και καλά, ξέρεις… Ήτανε πολύ… Ο κόσμος γενικά είχε στήριξη, είχε στήριξη. Είχα στήριξη απ’ τον κόσμο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 12
Οι δυσκολίες των μουσικών του δρόμου
02:04:31 - 02:10:14
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Οπότε, οι διαφορές, θα έλεγες, με τη μουσική του δρόμου στην επαρχία σε σχέση με μικρότερα χωριά —σε σχέση με μεγαλύτερες πόλεις, συγνώμη. …δεύαμε τρεις μήνες συνεχόμενα και το παιδί δεν είχε χρονίσει ακόμα. Εντάξει, είμαστε… Τι να κάνουμε; Έτσι είμαστε, έτσι, ταξιδιάρες ψυχές!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 13
Ερχομός στο Βόλο και δημιουργία οικογένειας
02:10:14 - 02:29:01
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ωραία. Οπότε, πού είχαμε μείνει; Στο ότι Τρίκαλα και έρχεσαι Βόλο. Ναι. Βόλο… Βόλο έρχομαι… Έρχομαι εδώ πέρα. Είχα το demo μου. Παί…. Οπότε, ήθελα να το αλλάξω αυτήν την ανάμνηση και να μπει μία μεγάλη χαρά πάλι στο σπίτι και ένα μεγάλο γλέντι. Και έτσι, για αυτό έγινε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 14
Οι StreetDose και ο Covid-19
02:29:01 - 02:37:30
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πες μας λίγα λόγια για τη ζωή των μουσικών στο δρόμο. Εσύ στα ταξίδια σου συναντούσες άλλους μουσικούς; Ε, στα ταξίδια μου; Ναι, πάρα πολ…ί αλλιώς θα έσκαγα. Οπότε, μου βγήκε εκεί. Δημιούργησα πάρα πολύ την περίοδο της καραντίνας, της δεύτερης ειδικά, έγραψα αρκετά τραγούδια.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 15
Επίλογος και σκέψεις για το μέλλον
02:37:30 - 02:46:14
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τι μουσική παίζεις; Τι μουσική σού αρέσει, ποια είναι η μουσική σου; Τι να πω; Πειραματίζομαι. Δεν μπορώ να πω ότι κάνω κάτι συγκεκριμένο…ιστούμε πάρα πολύ, Άγγελε— Ευχαριστώ εγώ πάρα πολύ— για όλα όσα μοιράστηκες μαζί μας και για το χρόνο σου. Εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Καλησπέρα. Θα μας πεις το όνομά σου;
Καλησπέρα. Ονομάζομαι Άγγελος-Κωνσταντίνος Dalardha.
Είναι Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου. Είμαι με τον Άγγελο Dalardha. Βρισκόμαστε στην περιοχή Οξυγόνο στην πόλη του Βόλου. Εγώ ονομάζομαι Ματθαίος Ζαμπίτογλου, είμαι ερευνητής στο Istorima. Καλησπέρα, Άγγελε.
Καλησπέρα, Μάνθο.
Ευχαριστούμε που είσαι μαζί μας. Πες μας λίγα λόγια για σένα.
Για μένα. Τώρα από πού να αρχίσουμε; Εγώ αυτή τη στιγμή ασχολούμαι —όχι αυτή τη στιγμή, εδώ και είκοσι κάτι χρόνια— με τη μουσική αλλά και με τις τέχνες γενικότερα, αν μπορούμε να πούμε καλές τέχνες, ας πούμε, και με το θέατρο, οι σπουδές μου ήταν πάνω στο θέατρο, με την ποίηση —έχω γράψει κάποια βιβλία με ποιήματα— και γενικότερα και με άλλες μορφές Τέχνης. Μπορούμε να το συζητήσουμε πιο μετά αυτό. Αυτό για τώρα. Θέλεις να…
Ωραία. Πάμε λίγο από την αρχή. Πού γεννήθηκες; Από πού έρχεστε;
Γεννήθηκα…
Ποια είναι η ιστορία σας;
Ναι. Γεννήθηκα στους Αγίους Σαράντα της Αλβανίας στις 29/05, 29 Μαΐου του 1989. Εκεί πέρα έμεινα μέχρι οχτώ μηνών. Και μετά έγινε, πριν ανοίξουν ακόμα τα σύνορα και είχανε… Ήταν η μάνα μου, έτσι… Θα μπω με τη μία λίγο στο ψητό, έτσι, ναι. Ήτανε η μάνα μου εκεί στο λιμάνι, καθότανε, ήμουνα και εγώ παιδί, λιαζότανε και ήρθανε κάποιοι αρχαιολόγοι απ’ την Ελλάδα, απ’ την Κέρκυρα, στους Αγίους Σαράντα. Ήταν περίεργο, γιατί δεν μπορούσες να φύγεις απ’ τους Αγίους Σαράντα αλλά έβλεπες ότι κάπου, κάποτε ερχόντουσαν και κάποιοι άλλοι. Θυμάμαι τους… Μας είδανε, πιο πολύ τη μάνα μου και εμένα. Ήμουνα, έτσι, μωράκι. Κι ήταν μια γυναίκα —από ό,τι μου έχει πει η μάνα μου τότε— και λέει «Αχ», λέει, «Τι ωραίο μωράκι είναι αυτό!». Ξέρεις, όπως όλα τα μωράκια είναι όμορφα. Και η μάνα μου με τη μία, ξέρεις, την κοίταξε στα μάτια και της λέει: «Κάνε μας μία πρόσκληση, σε παρακαλώ, να έρθουμε στην Ελλάδα». Ήτανε, μπορώ να μπω, αυστηρά λίγο τότε τα πράγματα εκείνη την εποχή, που ήταν και κλειστά τα σύνορα. Και ήτανε νέα γυναίκα μαζί με τον πατέρα μου —ήτανε νέος—, θέλανε να δούνε κάτι άλλο. Βλέπανε τα φώτα απ’ την Κέρκυρα, που είναι κοντά, Άγιοι Σαράντα, Χειμάρρα, που είναι η μάνα μου —από Χειμάρρα είμαι κι εγώ—, έβλεπες τα φώτα της Κέρκυρας ότι είναι κάτι και νόμιζανε και λέγανε: «Ω! Τι έχει, τι φώτα είναι αυτά εκεί πέρα; Τι γίνεται εκεί πέρα;». Σαν να ήταν άλλος κόσμος. Και είναι μία απόσταση που… τίποτα. Και οπότε, αυτοί οι άνθρωποι —γιατί πρόλαβε η μάνα μου στα κρυφά να γράψει, να τους αφήσει κάτι, την επαφή. Την είδε, κιόλας, ένας τότε εκεί της αστυνομίας, την έπιασε και της είπε «Τι έκανες; Γιατί της έδωσες εκεί;», ξέρεις, αλλά την έκανε η μάνα μου, έφυγε. Και μετά από λίγο καιρό στείλαν πρόσκληση, οπότε εμείς πήγαμε στην Κέρκυρα πριν ανοίξουν τα σύνορα. Πήγαμε με πρόσκληση εκεί πέρα, πριν γίνει… που έφυγε πάρα πολύς κόσμος απ’ την Αλβανία τότε.
Τότε πόσων χρονών ήσουν;
Όταν φύγαμε;
Όταν φτάσατε στην Κέρκυρα.
Ήταν, μου φαίνεται, αν δεν κάνω λάθος, μετά από έναν δύο μήνες. Κάπου τόσο ήταν. Δεν ήταν παραπάνω. Ήμουνα… Δεν είχα κλείσει ακόμα χρόνο. Αυτό. Μετά φτάνω στην Κέρκυρα. Κάπως είχε πέσει ένα μικρό, ξέρεις, συνεννόηση με τους ανθρώπους εκεί πέρα και πήγαμε σε ένα χωριό. Δεν κάτσαμε στην πόλη με τη μία, αλλά πήγαμε στο βορρά της Κέρκυρας. Ήταν ένα πάρα πολύ ωραίο χωριό. Αυλιώτες ονομάζεται. Μέναμε… Μας δώσαν ένα παλιό σπίτι κοντά στο δάσος. Οι γονείς μου το φτιάξανε και μέναμε εκεί πέρα. Ήτανε πάρα πολύ όμορφα παιδικά χρόνια, γιατί μεγάλωσα μες στη φύση. Τους γονείς μου τους αγάπησαν οι άνθρωποι. Δεν ήταν ακόμα αυτό που είχε βγει, με το που άνοιξαν τα σύνορα, που είχανε φοβίες μετά εδώ οι Έλληνες ότι κλέβουν, κάνουν-ράνουν. Δεν υπήρχε ακόμα αυτό το πράγμα. Ήτανε δύο νέα παιδιά με ένα παιδί. Ήτανε και ομορφόπαιδα πολύ οι γονείς μου όταν ήταν μικροί και, τέλος πάντων… Οπότε, τους βοήθησαν εκεί πέρα αρκετά. Δηλαδή, ήταν ο πατέρας μου τότε, αν δεν κάνω λάθος, 27 χρόνων, 28 χρονών, η μάνα μου ήταν 25 χρόνων, κάπου εκεί. Και πήγαιναν, κάνανε κάτι δουλειές. Πήγε η μάνα μου στις ελιές, ο πατέρας μου σε ένα ελαιουργείο —γιατί είχαν πολλές ελιές εκεί πάνω— και εγώ είχα ένα πολύ… Ζούσα σε ένα πολύ ωραίο περιβάλλον, γιατί πήγαινα στα δέντρα, μεγάλωσα πραγματικά μες στη φύση. Και επειδή δεν υπήρχαν και πάρα, πάρα πολλά παιδιά, όπως τώρα είναι εδώ στην πόλη, που είναι πάρα πολλά παιδιά να κάνουν παρέα, έφτιαχνα ιστορίες με το μυαλό μου ότι σ’ αυτό το δέντρο είναι έτσι ή κάτι γίνεται ή… Όταν μαζευόμαστε δυο τρία παιδάκια δημιουργούσαμε ιστορίες από μικρά παιδιά, χωρίς να έχουμε πολλά παιχνίδια, στο μυαλό μας. Ήταν πάρα πολύ ωραία παιδικά χρόνια.
Οπότε, οι πρώτες σου μνήμες ήταν από την Κέρκυρα—
Ναι, ναι, ναι, εκεί στο χωριό. Έχω ακόμα, έχω μνήμες—
που δούλευαν για κάποια οικογένεια οι δικοί σου; Το σπίτι που λες;
Δεν ήτανε… Το σπίτι τούς το δώσανε να μείνουνε, τους το δώσανε να μείνουνε, απλά. Να το φτιάξουνε και να μείνουνε, χωρίς να πληρώνουνε όσο θα καθόντουσαν και…
Οπότε, μίλησέ μου λίγο για την Κέρκυρα. Πώς ήταν να μεγαλώνεις τότε στην Κέρκυρα;
Κοίτα, στο χωριό εγώ θυμάμαι ότι ήτανε πραγματικά υπέροχα, υπέροχα, γιατί είχες επαφή με τη φύση. Ήταν φοβερό όλο αυτό το πράγμα με το χώμα, με τον ουρανό, με τα αστέρια, με τα πάντα όλα, δηλαδή ήτανε… Πήγαινε το… Τα μάτια μου, ας πούμε, έβλεπαν τα αστέρια. Και πραγματικά θυμάμαι μία περίπτωση τότε που μου έχει μείνει ανεξίτηλη. Είναι ανεξίτηλο αυτό το πράγμα. Είχε πέσει ένα μεγάλο αστέρι και είχε αφήσει ουρά και κάπως έφυγε πίσω από ένα βουνό. Και εγώ είχα φύγει. Ήταν νύχτα, ήταν απόγευμα τότε, ψιλό… 21:00 η ώρα, κάτι τέτοιο… Στο χωριό είναι νύχτα, ξέρεις. Και έφυγα απ’ το σπίτι και πήγα —ήταν τόσο έντονο αυτό, είχα πάθει πλάκα— να βρω το αστέρι. Νόμιζα ότι έπεσε πίσω από το βουνό! Και με βρήκε… Είχα φύγει μακριά απ’ το σπίτι μου. Γενικά, τότε στο χωριό χανόμασταν τα παιδιά και μας βρίσκανε ή μας επιστρέφαν σπίτι άλλοι. Και πήγαινα, πήγαινα, πήγαινα να βρω τ’ αστέρι πίσω απ’ το βουνό, αλλά είχα φύγει τόσο μακριά από το σπίτι. Και με βλέπει μία γιαγιά μες στο σκοτάδι, έτσι, μες στη νύχτα και μου λέει: «Τι κάνεις; Η μαμά σου πού είναι;». Της λέω: «Πάω να βρω το αστέρι». «Ποιο αστέρι;», μου λέει, «Πήγαινε γρήγορα πίσω σπίτι σου»… Οπότε, ήτανε πολύ όμορφα η επαφή που είχα τότε, αλλά αυτό κράτησε μέχρι τρίτη Δημοτικού, γιατί μετά οι γονείς μου θέλανε να πάμε στην πόλη, γιατί, ξέρεις, θέλαν να μάθουμε γράμματα —αυτό λίγο πιο πολύ, αυτό το φροντιστήριο, να πάω κάνα φροντιστήριο να μάθω τίποτα καινούργιο. Και θυμάμαι εκείνη τη μέρα που γύρισα απ’ το σχολείο και ήταν το φορτηγό που μας περίμενε για να μετακομίσουμε και ήταν φορτωμένο με όλα τα πράγματα. Και μου λένε «Πρέπει να πάμε» και κατάλαβα ότι πρέπει να φύγουμε απ’ το σπίτι και άρχισα να κλαίω πάρα πολύ —και αυτό το θυμάμαι τώρα πολύ δυνατά— γιατί δεν ήθελα να φύγω από κει πέρα. Και τους είπα «Φύγετε», είπα στους γονείς μου, «Φύγετε εσείς. Θα κάτσω εγώ σπίτι». Και πήγε ο πατέρας μου να μου αρπάξει με το ζόρι για να με βάλει μέσα, γιατί δεν ήθελα να φύγω με τίποτα. Θυμάμαι, μου είχε τραβήξει τόσο πολύ το μανίκι! Πήγα να του φύγω, ξες, πώς όταν σε πιάνουν από το χέρι και τραβάς το χέρι σου και φεύγει το μανίκι. Είχε τραβηχτεί τόσο πολύ το μανίκι! Είχε φτάσει… Τέλος πάντων, με πήρανε, με βάλανε μες στο φορτηγό —είχαμε κλάματα. Δεν ήθελα να αποχωριστώ αυτό το μέρος. Και πήγαμε στην πόλη.
Ποιο ήταν το χωριό;
Αυλιώτες λεγόταν, λέγεται το χωριό.
[00:10:00]Εκεί πέρα πριν είχες νιώσει κάπως άβολα λόγω του ότι ήσασταν από άλλη χώρα; Υπήρχε ρατσισμός, είχες βιώσει κάποιο περιστατικό;
Στο χωριό μέχρι και τρίτη Δημοτικού που έμεινα δεν ένιωσα ποτέ ρατσισμό, ποτέ, ποτέ μα ποτέ, δηλαδή ήτανε υπέροχα. Αλλά, ένιωσα ρατσισμό την πρώτη μέρα που πήγα στην πόλη.
Πόσων χρονών ήσουν;
Ήμουν τρίτη Δημοτικού. Πόσο είσαι τρίτη Δημοτικού; Τρίτη Δημοτικού.
Για πες μου στη συνέχεια τι έγινε. Πήγατε στην πόλη…
Ωραία. Πήγαμε στην πόλη. Πήγαμε σε ένα ωραίο πάλι, εκεί σε ένα όμορφο σπίτι. Τα ‘χανε κανονίσει οι γονείς μου. Κατέβηκα και εγώ εκεί πέρα να πάω να παίξω, νέο παιδάκι. Αλλά, αυτό που σου είπα με το ρατσισμό ήτανε πολύ περίεργο, γιατί στην πόλη αυτό είχε πάρα πολύ μεγάλη έκταση και μου έκανε πάρα πολύ εντύπωση, γιατί το είχανε πάντα. Στο δίναν τα παιδιά στην ηλικία σου και λίγο μεγαλύτερα παιδιά και σε έκαναν να απορείς, ας πούμε… Βασικά, ένα παιδί πληγώνεται πάρα πολύ όταν ένα άλλο παιδάκι… Ξέρεις, τα παιδιά γίνονται πάρα πολύ σκληροί κριτές και όταν είσαι μικρός μπορεί πάρα πολύ εύκολα να στεναχωρηθείς βαριά όταν έχουνε κλίκα τα παιδιά και μπορεί να μη σε σέβονται. Και το ένιωσα πάρα πολύ αυτό το πράγμα, δηλαδή, και γύρισα με κλάματα σπίτι, γιατί δεν το ‘χα ξαναζήσει ποτέ αυτό το πράγμα, δηλαδή να υπάρχει ένας αποκλεισμός, ένας κοινωνικός αποκλεισμός και να είσαι… χωρίς να ξέρεις από τη μία μέρα στην άλλη ότι… ενώ δεν υπήρχε ποτέ αυτό, «Α, εσύ είσαι απ’ την Αλβανία, οπότε δεν είσαι να κάνεις παρέα μαζί μας» ή σε κορόιδευαν με το οτιδήποτε επειδή μπορεί να ήσουν απ’ την Αλβανία. Και το είδα και σε άλλα παιδάκια που ήταν απ’ την Αλβανία. Και γυρνούσα με κλάματα… Ξέρεις, με επηρέασε λίγο στην αρχή αυτό το πράγμα.
Θυμάσαι κάποιο περιστατικό; Ποιο ήταν αυτό το πρώτο περιστατικό, ας πούμε, που θυμάσαι;
Μία φορά όταν πήγαμε να παίξουμε όλοι μαζί και… Πήγαμε να παίξουμε ποδόσφαιρο. Ήταν όλα τα παιδάκια και τους λέω: «Θέλω να παίξω και εγώ μέσα, θέλω να παίξω κι εγώ, βασικά, μαζί σας». Και, εντάξει, επειδή θέλανε… Δεν φτάνανε τα νούμερα, ήταν λιγότεροι κάποιοι και μου λένε: «Ωραία. Πήγαινε από κει». Αλλά, τότε υπήρχε πολλή, πολλή κοροϊδία. Το έβλεπα. Δηλαδή, παίζανε όλοι ναι μεν αλλά ό,τι και να γινότανε κάπως ότι μπορεί να έφταιγα εγώ, ας πούμε, μέσα στο παιχνίδι, που ήτανε… Και τότε είχα στεναχωρηθεί πάρα πολύ. Τότε θυμάμαι, σ’ αυτήν την περίπτωση, ότι είχα φωνάξει και τη μάνα μου, γιατί μου έλεγε συνέχεια… Πήγαινα, ας πούμε, δάκρυζα σπίτι και ήμουνα στεναχωρημένος αντί να… και μου λέει η μάνα μου μετά από λίγο «Τι έχεις;» και της είπα τότε. Ενώ στην αρχή τής έλεγα «Τίποτα, τίποτα, τίποτα», μετά της είπα: «Αυτό». Ε, και η μάνα μου κατέβηκε κάτω… Είναι και λίγο σκληρή γυναίκα. Γενικά, είναι πολύ… Πώς να σου πω; Εντάξει, είναι τσαμπουκαλού πολύ. Δεν… Ούτε με άντρες, ούτε με γυναίκες, ούτε με την αστυνομία, ούτε με κανέναν. Δηλαδή, δεν μασάει άμα νιώσει ότι αδικείται, αδικήθηκε και θέλει να το βγάλει, ας πούμε, αυτό το πράγμα. Και κατέβηκε κάτω. Έπιασε και τα παιδιά και πιάνει τους γονείς των παιδιών και τους είπε ότι «Αν τυχόν ξανά ποτέ τα παιδιά σας κοροϊδέψουν το παιδί μου, θα έρθω σε εσάς τους ίδιους και θα γίνει μακελειό». Είχε πολλή πλάκα! Αλλά, είναι ακόμα έτσι. Δεν έχει αλλάξει, δεν έχει αλλάξει καθόλου η γυναίκα… Ωραία.
Οπότε, η αντίδραση των γονιών σου ήτανε… Σε στήριξαν;
Εμ, δεν… Να σου πω κάτι; Δεν… Πώς γίνεται να μη στηρίξεις το παιδί σου όταν σου γυρνάει στεναχωρημένο για το οτιδήποτε, για τον οποιοδήποτε λόγο, εντάξει, πόσο μάλλον όταν δεν κάνεις τίποτα και απλά νιώθεις έναν κοινωνικό αποκλεισμό; Είναι, είναι πάρα πολύ άσχημο, πάρα πολύ άσχημο. Δεν ξέρω άμα το… Εντάξει, εσείς μπορεί να μην το έχετε νιώσει τόσο πολύ, που είστε Έλληνες, αλλά εμείς που ήμασταν απ’ την Αλβανία… Ξέρεις, το κακό, το περίεργο είναι ότι εγώ έχω νιώσει το ρατσισμό συνέχεια και απ’ τη μία πλευρά και από την άλλη, γιατί εμείς είμαστε από τη Χειμάρρα, που η Χειμάρρα είναι μία ελληνόφωνη περιοχή της Αλβανίας και γενικά οι άνθρωποι μιλάνε ελληνικά εκεί πέρα και πολύ… Δηλαδή, άμα πας και τώρα θα σου πουν ότι «Είμαστε Έλληνες, απλά δεν το ξέρει κανένας», κάπως έτσι, «ή το ξέρουνε λίγοι». Τι γίνεται, όμως; Όταν πήγαινα στην Αλβανία με φώναζαν «Έλληνα», οπότε ένιωθα το ρατσισμό και από την Αλβανία, ότι, ξέρεις, με φώναζαν «grekofon». Αλλά, όταν ερχόμουνα στην Ελλάδα με φωνάζαν «Αλβανό». Οπότε, στην Αλβανία ήμουν «Έλληνας» και στην Ελλάδα «Αλβανός», και αυτό το έχω ακούσει πολλές φορές όμως από πολλά στόματα που έχουν βιώσει το ίδιο πράγμα. Και είναι πολύ, πολύ περίεργο να μεγαλώνεις μ’ αυτό το συναίσθημα. Από τη μία θα ευχόμουν να φύγει αυτό, να μην το νιώθουμε, απ’ την άλλη όμως αυτό το πράγμα με έκανε δυνατό, πάρα πολύ δυνατό. Με έκανε, με έκανε δυνατό ως ένα σημείο. Και, επίσης μπορώ να πω ότι με έκανε αντιφασίστα. Σταμάτησα μετά να κρίνω τον άνθρωπο από τη φυλή που είναι, απ’ το θρήσκευμα που έχει. Έβλεπα τον άνθρωπο σαν άνθρωπο, ας πούμε, και πόσο μάλλον τα παιδιά. Αυτό.
Οι γονείς σου σου έχουν μοιραστεί για ποιο λόγο αποφάσισαν να φύγουν από την Αλβανία τότε;
Γιατί γενικά τότε με την εποχή του Χότζα δέχτηκαν, ένιωσαν πολύ καταπίεση. Και σαν νέοι δεν είχαν αυτό το να μάθουν γράμματα, να μάθουνε… Δουλεύανε στις κοοπερατίβες όλη μέρα. Δεν παίρναν πραγματικά αυτό που τους αντιστοιχούσε για τη δουλειά που ρίχνανε, από ό,τι θεωρούσαν αυτοί, ας πούμε. Γενικά, δεν ήταν ευχαριστημένοι. Κάποιοι στην Αλβανία μπορεί να ήταν ευχαριστημένοι με το καθεστώς του Χότζα. Οι γονείς μου δεν ήταν ευχαριστημένοι, καθότι θέλανε κάτι διαφορετικό για αυτούς και για το παιδί τους, ας πούμε. Οπότε, αυτό. Θέλαν να γυρίσουν σελίδα στη ζωή τους. Μάθανε πολλά πράγματα, βέβαια, από αυτήν τη φάση με τη γη και που δούλευαν όλοι μαζί, έτσι, σε κοοπερατίβες, αλλά θέλανε να δούνε… Αυτό που κάνανε, δηλαδή, πραγματικά βοήθησε εμένα να κάνω αυτό που κάνω τώρα, δηλαδή όλη τους η πορεία αυτή που ακολουθήσανε και αυτή η θυσία που κάνανε… Όντως μου το ‘λεγε η μάνα μου: «Εγώ έφυγα για σένα, γιατί ήθελα να έχεις ένα καλύτερο μέλλον. Δεν ήθελα να περάσεις αυτά που περάσαμε εμείς, ας πούμε, και ήθελα να μάθεις πράγματα διαφορετικά, καινούργια πράγματα» —όχι διαφορετικά— «και αυτά που μάθαμε εμείς, ας πούμε, να σου δείξουμε αλλά και άλλα πράγματα». Αυτό.
Τι σου έκανε περισσότερο εντύπωση από την αλλαγή από το χωριό στην πόλη;
Από το χωριό στην πόλη… Ήτανε ο κόσμος που ήταν πάρα πολύς μαζί. Ήταν αρκετός κόσμος μαζί. Εντάξει, καλά, η πόλη της Κέρκυρας είναι φοβερή πόλη. Μετά ένιωσα ευλογία, δηλαδή, που πήγα στην πόλη της Κέρκυρας, γιατί… Θεωρείται, βασικά, η Κέρκυρα από τα ομορφότερα νησιά στον κόσμο και η παλιά πόλη της Κέρκυρας θεωρείται από τις ομορφότερες διατηρημένες παλιές πόλεις, ομορφότερες στον κόσμο. Οπότε, ήτανε… Οι άνθρωποι που έχουνε μείνει εκεί πραγματικά θεωρώ ότι είναι ευλογημένοι, ρε φίλε. Είναι πάρα πολύ όμορφο. Απ’ τη μία ευλογημένοι, απ’ την άλλη έχουνε φάει λίγο πετριά στο κεφάλι, που λέμε, στην Κέρκυρα, γιατί έχουν κολλήσει λίγο με τα… Είναι λίγο… Πώς να σου πω; Νομίζουν ότι είναι πρίγκιπες όλοι και πριγκίπισσες εκεί πέρα —εντάξει, όχι όλοι, αρκετοί— και ζούνε και με τον τουρισμό πολύ… Τέλος πάντων. Αλλά, είναι σαν λαβύρινθος η πόλη της Κέρκυρας και είναι πάρα πολύ όμορφα. Δηλαδή, από κει που η φαντασία μου είχε ξεκινήσει στο χωριό να οργιάζει, που λέμε, μετά φεύγουμε από κει πέρα και πάμε σε ένα μέρος, ας πούμε, υπέροχο! Είναι σαν να λέμε Βενετία χωρίς να έχεις το νερό, τα κανάλια εκεί πέρα. Και άλλο. Εκεί μετά συνέχισε αυτό το πράγμα, με τα κάστρα της, με τα έτσι, με τα αλλιώς. Εκεί τότε μπαίναμε στα κάστρα, χανόμασταν… Πέρασαν αυτά τα πράγματα με το ρατσισμό και τέτοια. Μπορώ να πω —συγγνώμη, να γυρίσω, θα γυρίσω λίγο πίσω— ότι μετά απ’ το ρατσισμό που δέχτηκα μου βγήκε πάρα πολλή βία. Αυτό είναι και μία φυσική συνέχεια, ας πούμε, είναι μία άμυνα που μπορείς να κάνεις. Ή θα κάνεις τελείως άμυνα και —δεν μ’ αρέσει να το πω αλλά θα το πω. Δεν μ’ αρέσει η έκφραση αυτή, αλλά… Που λέμε το παιδί της μπάτσας. Ή θα γίνεις το παιδί της μπάτσας και θα σκύψεις το κεφάλι και να υπομένεις όλο αυτό [00:20:00]το πράγμα ή θα πεις «Ως εδώ και μη παρέκει», ας πούμε, «και όποιος θέλει ας έρθει». Αλλά, έγινα πάρα πολύ βίαιος, μπορώ να πω. Δηλαδή, υπήρξε μία περίοδος, θυμάμαι, στα γρήγορα. Δηλαδή, τρίτη Δημοτικού πήγα, πέμπτη έκτη Δημοτικού είχα γίνει… όχι αγρίμι. Τσακωνόμουνα κάθε μέρα, κάθε μέρα, πάρα πολύ, άγρια. Δηλαδή, με το που ένιωθα ότι κάποιος με κοροϊδεύει, μπορεί να με κοροϊδέψει, ας πούμε, για την εθνικότητά μου, που ήταν διαφορετική —γιατί δεν ένιωθα… Αυτό με επηρέαζε, γιατί ήθελα να βρω και φίλους, ήθελα να βρω και φίλες, και με επηρέαζε αυτό το πράγμα, οπότε… Έλεγα ότι όποιος ξαναπεί… Και ναι… Αυτό κράτησε μέχρι να ξεκινήσω να παίζω μουσική.
Πες μας κάποιο, μοιράσου μας κάποιο περιστατικό. Ποιο ήταν, ας πούμε, το πιο έντονο, ας πούμε, ρατσιστικό περιστατικό που μπορεί να θυμάσαι στα σχολικά σου χρόνια, που να σου έχει μείνει;
Κοίτα, έχουνε γίνει πάρα πολλά, αλλά δεν θέλω τώρα να μείνω. Δεν θέλω να μπω σ’ αυτό, γιατί θα ανακυκλώσουμε τώρα πολύ το θέμα της βίας, γιατί υπήρξαν, ας πούμε, αρκετά χρόνια βίαια, παίζοντας, ας πούμε, όλη μέρα ξύλο και γυρνώντας σπίτι με μαύρα μάτια ή πηγαίνοντας, ας πούμε, άλλα… Οι φίλοι που με ξέρανε παλιά, που με ξέρουνε, που μεγαλώσαμε μαζί… Και είδα τώρα το καλοκαίρι που πήγα —έκανα μία περιοδεία με τη μουσική— έναν φίλο μου, που μεγαλώσαμε μαζί, στην Πάργα. Είπε στη γυναίκα μου, στη σύντροφό μου ότι «Έπαιζε πάρα πολύ, τσακωνότανε πάρα, πάρα πολύ μικρός». Και μετά από μία φάση, όμως, τι γινόταν; Τσακωνόμουν τόσο πολύ, τσακώθηκα τόσο πολύ, που έφτασε σε ένα σημείο να λένε και οι άλλοι: «Εντάξει, δεν ξαναενοχλούμε αυτό το παιδί, ας πούμε. Δεν τον ξαναενοχλούμε, γιατί θα φτάσουμε…». Έφτανα μέχρι τέλους, δηλαδή ήτανε… Έχω κάνει κάποια πράγματα που μετανιώνω τώρα και ήτανε πολύ επικίνδυνα, γιατί όταν είσαι και μικρός και δεν καταλαβαίνεις… Ειδικά σε μία φάση ήταν κάτι πολύ επικίνδυνο. Αλλά, δεν χρειάζεται τώρα να τα πούμε για να αλλάξουμε λίγο. Δεν θέλω να ανακυκλώνω τη βία.
Όχι. Πέρα από τη βία, εννοώ κάποιο περιστατικό… Μην πεις, μη μιλήσεις για βίαια περιστατικά, ας πούμε, απλά κάποιο περιστατικό μπορεί να σου έχει κάνει, να θυμάσαι περισσότερο ως ρατσιστικό, κάτι που να σου είχαν πει κάποιος. Και μεγαλύτερος μπορεί, όχι ντε και καλά συμμαθητές.
Ρε συ, όταν λέγανε… Μπορεί να σε λέγανε συνέχεια «Κωλοαλβανέ, Κωλοαλβανε». Είναι… Δηλαδή, φτάνει. Τι άλλο να πεις, τι άλλο να κάνεις; Ή το… Ένα άλλο. Έπαιζε η Ελλάδα τότε στο Εuro και είχανε… Μου ‘χανε πει, θυμάμαι… Μαζεύτηκαν κάποιοι και λέγανε «Μη βγεις σήμερα έξω απ’ το σπίτι», μου είπε και καλά ένας, φιλικά τώρα και καλά, γιατί ήτανε… Τώρα, από τότε το παιδί έχει αλλάξει ο άλλος τελείως, και οι δυο τους. Έχουνε γίνει κι οι δύο αντιφασίστες. Αλλά, όταν είσαι μικρός παίρνεις ένα δηλητήριο! Από πού το παίρνεις; Μάλλον από το σπίτι; Τα σπίτια των γειτόνων; Ξέρω ‘γώ από πού το παίρνεις αυτό το πράγμα; «Μη βγεις έξω, γιατί ο συγκεκριμένος» —ένα άλλο παιδί που τσακωνόταν, πιο μεγάλος, ας πούμε, σε ηλικία— «θα βγει έξω και άμα θα βρει Αλβανό μαζί με την παρέα του θα τον σπάσουνε στο ξύλο, ας πούμε». Και ήμουνα σε φάση: «Τι… Τι λέτε, ρε παιδιά;». Ε, και εγώ βγήκα με τη μία. Δηλαδή, ήθελα… Βγήκα αναζητώντας να δω ποιος είναι αυτός ο τύπος, ας πούμε, και τον έψαχνα να τον βρω ο ίδιος, δηλαδή είχα φτάσει και εγώ από την άλλη όμως πλευρά, ποιος είναι αυτός ο… καουμπόης, ο σερίφης, ας πούμε, που απαγορεύει να βγούμε απ’ τα σπίτια μας επειδή παίζει η Εθνική Ελλάδος μπάλα, ας πούμε. Ήταν περίεργο πράγμα να το νιώθεις αυτό.
Γενικότερα, στο σπίτι, στην οικογένεια ποιες ήταν οι… Πώς βίωσες εσύ; Ποιες ήταν οι δυσκολίες μεγαλώνοντας ως πρόσφυγες από την Αλβανία;
Δεν είχαμε καμία δυσκολία πέρα από το… αυτό, από τα παιδιά, γιατί οι μεγάλοι δεν ήταν και τόσο πολύ, ξέρεις, δεν σου βγάζουν τόσο πολύ ρατσισμό. Τι να σου… Ήσουνα παιδάκι, τι να βγάλουνε; Δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Και η μάνα μου είναι εξαιρετική στη δουλειά της, αυτό που έκανε —τώρα δεν το κάνει. Ήταν εξαιρετική μαγείρισσα. Είχε φτάσει, είχε φτιάξει και δικό της μαγαζί, μία δικιά της ταβέρνα, που επειδή ήταν πολύ, πολύ καλή μαγείρισσα, πήγαινε πάρα πολύς κόσμος, πάρα πολύς κόσμος να φάει. Ο πατέρας μου ήτανε τεχνίτης. Έφτιαχνε, δούλευε σε καρνάγια, έφτιαχνε καράβια, κι αυτός τεχνίτης σ’ αυτό που έκανε… Δεν υπήρχε καμία δυσκολία, μπορώ να πω. Η δυσκολία που βίωσα ήταν η μάνα μου και ο πατέρας μου που δουλεύανε —γιατί έχω και μια αδερφή— για να μας μεγαλώσουν και για να μη μας μην λείψει τίποτα πραγματικά, ας πούμε. Δεν ήθελε να λείψει τίποτα. Και όχι… Είχε, κιόλας, μετά την τάση να θέλει κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα. Ντάξει, βέβαια, αυτό ήταν κακό απ’ τη μία, γιατί ήταν βαρύ το φορτίο για ένα μικρό παιδί να μάθει τα πάντα, αλλά εντάξει, μέχρι που της βάζαμε και εμείς λίγο φρένο, της λέγαμε: «Μέχρι εδώ». Ε, αυτό.
Ωραία. Και για πες μας τώρα, μεγαλώνοντας πότε εμφανίστηκε η μουσική στη ζωή σου;
Η μουσική στη ζωή μου… Ήμουν ακόμα τότε πιτσιρικάς, Γυμνάσιο, και άκουσα… Αυτό. Άκουσα μία φορά… Περνούσα από ένα μαγαζί κι άκουσα από τα ηχεία ηλεκτρική κιθάρα. Στην οικογένειά μου κανείς δεν άκουγε μουσική —έτσι κι αλλιώς, δούλευαν όλη τη μέρα— ούτε στο ράδιο, ούτε να ανοίξουνε ραδιόφωνο, ούτε… Δεν άνοιγαν. Ακόμα και στο μαγαζί μουσική δεν βάζανε. Πώς να σου πω; Ήτανε περίεργο. Ήτανε μία ταβέρνα που δεν έχει μουσική, είχε καλό φαΐ όμως! Και μου ‘κανε πάρα πολλή εντύπωση, γιατί δεν ακούγαμε και πολύ. Και στο χωριό πάλι δεν ακούγαμε πολλές μουσικές… Ήτανε δυνατά. Περνάω από δίπλα απ’ το ηχείο και ήταν δυνατά το ηχείο. Ήταν, έτσι, ωραίο ηχείο, καθαρό, δυνατό. Και άκουσα ηλεκτρική κιθάρα και έπαθα σοκ! Δηλαδή, ήτανε σαν να έσκασε κεραυνός, τι να σου πω; Άλλαξαν τα πάντα. Δεν το πίστευα αυτό το πράγμα. Και πάω μέσα στο μαγαζί και του λέω «Συγγνώμη, τι είναι αυτό που ακούμε; Τι όργανο», του λέω, «είναι αυτό που ακούμε;». Και μου λέει: «Είναι ηλεκτρική κιθάρα αυτό». Του λέω: «Ευχαριστώ πάρα πολύ!». Και φεύγω σχεδόν τρέχοντας και πάω στη μάνα μου στην ταβέρνα και της λέω «Μαμά, ηλεκτρική κιθάρα! Θέλω ηλεκτρική κιθάρα! Τώρα!» της λέω. Ήτανε η πρώτη φορά που είχα πει στη μάνα μου τόσο έντονα ότι θέλω κάτι. Ενώ μ’ άρεσε γενικά, της έλεγα… Η γυναίκα αυτή δεν μου έδινε λεφτά να βγω έξω, δεν ήθελε να με μάθει με λεφτά, «Πάρε λεφτά και βγες». Δηλαδή, όλοι οι φίλοι μου είχανε λεφτά όταν πηγαίναμε απ’ την οικογένειά τους, έξω όταν βγαίναμε, εγώ δεν είχα τίποτα. Δηλαδή, ήθελε να με μάθει. Πώς να σου πω… Παίρνανε τότε… Ήταν οι τάπες, που παίζαμε τάπες όταν ήμασταν μικροί. Βγαίνανε τα παιδιά, είχανε, ας πούμε, τους δίνανε οι γονείς τους κάποια λεφτά, παίρνανε τέσσερα πέντε πατατάκια, παίρναν τις τάπες, τρώγανε το ένα, τα δίναν τα τέσσερα πατατάκια. Εγώ τι γινότανε; Προσπαθούσα να κερδίσω τις τάπες απ’ τους άλλους, δηλαδή χωρίς να μπαίνει να έχω λεφτά. Δηλαδή, δεν έμαθα με λεφτά. Και πολύ καλό, δηλαδή την ευχαριστώ τη μάνα μου που μ’ έμαθε χωρίς λεφτά. Αλλά, δεν υπήρξε περίπτωση να της πω ότι θέλω κάτι και να μη μου το πάρει. Αλλά, να… Και όταν της είπα «Θέλω ηλεκτρική κιθάρα», μου το πήρε. Της έλεγα «Θέλω να πάω τοξοβολία», με πήγε. Τοξοβολία… Ξες, πάντα της έλεγα τα πιο περίεργα πράγματα. Μετά, μέχρι που φτάσαμε, της λέω «Θέλω να σπουδάσω. Θέλω να πάω σε δραματική σχολή», δραματική σχολή. Δηλαδή, πάντα της έλεγα περίεργα για την… Αλλά, χαιρότανε που άκουγε τέτοια πράγματα. Οπότε, κλείνει το μαγαζί —η πρώτη φορά που έκλεισε το μαγαζί—, πήγαμε σε έναν μουσικό οίκο και μου πήρε ηλεκτρική κιθάρα. Και από τότε άλλαξε η ζωή μου όλη.
Πόσων χρονών ήσουν;
Ήμουνα… Αρχές δευτέρας Γυμνασίου. Αλλά, πραγματικά, μέχρι να μπω λίγο στη μουσική, ξες, να με κερδίσει λίγο πιο πολύ αυτό το πράγμα, ξέρεις, να πω ότι είμαι ταγμένος σε αυτό το πράγμα... Απ’ την πρώτη Λυκείου είπα ότι τέλος. Δηλαδή, υπήρξε από τη δευτέρα Λυκείου, αρχές δευτέρα… Πέρασε αυτός ο χρόνος δευτέρας και τρίτης Γυμνασίου, δύο χρόνια που, ξέρεις, φλέρταρα με το όργανο, και μετά από πρώτη Λυκείου έδωσα τα πάντα όλα εκεί πέρα.
Και πώς και μέχρι τότε δεν έχεις ακούσει πουθενά κιθάρα; Ήταν λόγω των γονιών που δεν άκουγαν πολλή μουσική; Από συμμαθητές;
Ναι, ναι ήτανε, αυτό, αυτό. Δεν είχα ακούσει κιθάρα. Όχι μόνο κιθάρα δεν είχα ακούσει. Τύχαινε μερικές φορές να άνοιγα το ραδιόφωνο μόνος μου, γιατί είχαμε ένα ραδιοφωνάκι σπίτι, και μπορεί να άκουγα ό,τι να ‘ναι τραγούδια, ξέρεις, δηλαδή που μόνο και μόνο που, έτσι, εντυπωσιαζόμουνα. Έλεγα «Α! Ωραία, μουσική», ξέρεις, «ενδιαφέρον».
Με την Αλβανία είχατε κρατήσει επαφή;
Πήγαινα τα καλοκαίρια για να δουλεύουν οι γονείς μου λίγο πιο άνετα, γιατί το καλοκαίρι έχει πολλή δουλειά για κάμποσο καιρό. Εκεί είναι που σου λέω ότι ένιωθα στην Αλβανία Έλληνας, γιατί δεν ήξερα αλβανικά. Δεν έχω μάθει αλβανικά. Τώρα θέλω να [00:30:00]μάθω, να σου πω, μετά από τόσα χρόνια τώρα. Οπότε, ναι, κρατούσα κάποιες επαφές μέχρι πάλι μία φάση. Μετά δεν ήθελα να πηγαίνω, γιατί ένιωθα ότι περνάω καλύτερα στην Ελλάδα. Και είχα κάνει και την παρέα μου, τους φίλους μου, μετά με τις μουσικές που κάναμε, με τα κόλπα. Είχανε φύγει όλα τα πράγματα του ρατσισμού τελείως και είχα μπει σε τελείως διαφορετικό σενάριο. Ξέρεις, ήτανε… Πέρασα πάρα πολύ όμορφα από… Θυμάμαι, δηλαδή, από πρώτη Λυκείου μέχρι τρίτη Λυκείου πέρασα τόσο ωραία στην Κέρκυρα! Παίζει να ήτανε από τα πιο όμορφα χρόνια που πέρασα στην Κέρκυρα μέχρι που έφυγα μετά.
Κάποιες διαφορές στις δύο χώρες που μπορεί να σου έκαναν εντύπωση όταν πήγαινες στην Αλβανία για διακοπές;
Οι τέχνες σίγουρα, οι τέχνες. Δυστυχώς δεν έχει πολύ… Έχει καλλιτέχνες και έχει δυνατούς καλλιτέχνες στην Αλβανία, και πολύ καλούς κλασικούς μουσικούς και… Γενικά, έχει και ζωγράφους, έχει και τα πάντα. Αλλά, είναι… Αυτό έχει μείνει από τότε, μωρέ, απ’ το Χότζα. Δηλαδή, για να έκανες κάτι με τις Τέχνες ή γενικά με οτιδήποτε, με τον αθλητισμό έπρεπε να ‘σουνα πραγματικά ο καλύτερος, για να πεις ότι θα αντιπροσωπεύσεις τη χώρα σου σε αυτό το πράγμα. Δεν μπορούσες να μην ήσουνα παιδί-θαύμα για να… Μετά έπρεπε να δουλέψεις στο χωράφι, πώς να σου πω; Δεν είχε. Οπότε, αυτό με τις τέχνες μού ‘κανε πολλή εντύπωση. Kαι ξες ότι οι Τέχνες εξευγενίζουνε κάπως τα ήθη και… Δεν λέω ότι δεν είναι ευγενικοί oι άνθρωποι, αλλά ένας… Γίνεσαι πιο ευαίσθητος, ας πούμε, όταν ασχολείσαι με τις τέχνες. Και ευαισθησία δεν είναι αδυναμία. Ευαισθησία είναι όταν έχεις ανοιχτές τις αισθήσεις σου και… Αυτό, ας πούμε. Και είναι… Γενικά, κάνεις άλλες κουβέντες, άλλες συζητήσεις. Όταν ο άλλος, ας πούμε δεν… Όπως και εγώ, όταν δεν είχα ακούσει ποτέ μουσική, τι να… Άμα ένας άνθρωπος δεν έχει ασχοληθεί καθόλου με τις τέχνες και μόνο με πώς να βιοποριστεί και τι να κάνει, δεν μπορείς να πιάσεις και κουβέντα. Δηλαδή, εγώ είχα τότε συγκροτήματα αγαπημένα, που η ζωή μου ήτανε τα συγκροτήματα αυτά τότε, πιο πιτσιρικάς, και πιάναμε την κουβέντα και δεν καταλαβαίνανε. Οπότε, δεν ένιωθα και πολύ άνετα, να σου πω την αλήθεια. Αυτό.
Ένιωθες μοναξιά λόγω ρατσισμού; Πότε έκανες τους πρώτους σου φίλους στο σχολείο;
Τους έκανα γρήγορα, μωρέ, να σου πω την αλήθεια, τους έκανα γρήγορα, γιατί ήτανε και κάποια παιδάκια, από την άλλη —πάλι απ’ το σπίτι αυτό θα ερχότανε— που παίζει να ήταν τελείως διαφορετικά μυαλά οι γονείς τους, οπότε… Υπήρχαν πολλά παιδιά. Αλλά, έκανα και πολλή παρέα με παιδιά πάλι απ’ την Αλβανία. Αλλά, κάναμε γρήγορα παρέα και ήμασταν μία ωραία παρέα εκεί πέρα. Παίζαμε ποδόσφαιρο, παίζαμε, τσακωνόμασταν, έτσι. Όμορφα πράγματα, να σου πω.
Ωραία. Οπότε, παίρνεις την κιθάρα, εξασκείσαι και από πρώτη Λυκείου ξεκινάς να αφιερώνεσαι όλο και περισσότερο σ’ αυτό.
Ναι.
Πώς ήτανε; Για πες μας για το ταξίδι με τη μουσική.
Με τη μουσική... Θα σου πω. Το ταξίδι το πραγματικό με τη μουσική... Τώρα κοίτα πώς πάει, ε; Έχω φλερτάρει δευτέρα Γυμνασίου. Πρώτη Λυκείου ξεκίνησα, τελειώνω όμως το Λύκειο και πάω στη δραματική σχολή. Ακόμα, όμως, το πραγματικό ταξίδι με τη μουσική δεν έχει ξεκινήσει. Κάθομαι στη δραματική σχολή έναν χρόνο. Αφοσιώθηκα, ψυχή και σώμα έδωσα. Έναν χρόνο, δηλαδή, μπορώ να πω… Εντάξει, μια δραματική σχολή είναι απαιτητική. Έχει πολλά μαθήματα. Οπότε, δόθηκα ολόκληρος εκεί πέρα. Αλλά, ήταν ιδιωτική σχολή και είδα λίγο, μέτρησα πόσα λεφτά έδωσε η μάνα μου μαζί με τα σπίτια, μαζί με όλα —και ήταν τρία χρόνια η σχολή— και λέω… Μου κακοφάνηκε κάπως, γιατί σκέφτηκα ότι το δεύτερο και τον τρίτο χρόνο τα δίδακτρα όσο πάνε και μεγαλώνουνε. Οπότε, έκατσα και τα έβαλα κάτω λίγο και ήτανε πάρα πολλά λεφτά που έπρεπε να δώσει μέσα σε τρία χρόνια. Και χωρίς να της το πω τότε ποτέ παράτησα τη σχολή. Απλά, την πήρα τηλέφωνο και της λέω: «Θέλω να παρατήσω τη σχολή». Ενώ τον πρώτο χρόνο και οι καθηγητές μού λέγανε ότι «Μπράβο σου. Πολύ καλά. Εξαιρετικά», ας πούμε, με μισή καρδιά από τη μία, γιατί μου άρεσε πάρα πολύ, της λέω: «Θέλω να παρατήσω τη δραματική σχολή και να κάνω θέατρο και μουσική στο δρόμο». Και έπαθε λίγο πλάκα. Απ’ τη μία, μπορώ να πω ότι την άκουσα λίγο ότι στεναχωρήθηκε, αλλά απ’ την άλλη —τότε ήμουνα… Πόσο; Πήγα 21 χρονών. 20, 21 εκεί. Μου λέει: «Εντάξει, παιδί μου, αλλά από δω και πέρα να ξέρεις ότι καλό είναι να τα βγάλεις πέρα από αυτή την επιλογή που θα κάνεις. Εγώ προσπάθησα να συνεισφέρω όσο μπορούσα. Τώρα ακολούθα τις επιλογές σου». Και της λέω: «Ναι». Ήταν πάρα πολύ ωραία κουβέντα αυτή που μου είπε. Και όπως με μάθαινε από μικρό παιδί, ας πούμε, να μη μαθαίνω με λεφτά στα χέρια, δηλαδή από τα λεφτά τα δικά της, ας πούμε, «Πάρε» και «Πάρε» και «Πάρε» και «Πάρε», ήτανε πάλι ένα ακόμα μάθημα, από πολύ μικρός να βγω έξω να κάνω τέχνες, να κάνω αυτό που αγαπάω και να βγάζω κάτι μικρότερος, ας πούμε. Εντάξει, δεν ήμουνα και τόσο έμπειρος. Και ξεκίνησα. Τότε ήταν το πραγματικό ταξίδι και εδώ ξεκινάει, δηλαδή, πραγματικά όλη, πιστεύω, η ιστορία. Ντάξει, και πριν καλά ήτανε και πολλά έχουμε προσπεράσει στα γρήγορα, αλλά τώρα ξεκινάει η πραγματική ιστορία, ας πούμε, εδώ πέρα, όταν βγήκα στο δρόμο μόνος μου στην Αθήνα και ξεκίνησα 20 χρονών παιδί να τα βγάζω… Και έμεινα και δρόμο. Έμεινα και δρόμο από 20 χρόνων. Πόσο ήμουνα; Εκεί, 20, τέλειωνα τα 20, κάπου εκεί. Και εμένα και δρόμο από 20 χρονών και έπαιζα μουσική στο δρόμο, έγραφα ποίηση πολλή, το ‘κανα λίγο πιο πολύ σαιξπηρικά, ξέρεις, λίγο στην αρχή. Πέρασε ο καιρός και μετά εκεί που το ‘κανα μουσικοθεατρικό το ‘κανα σκέτο μουσικό. Αυτό.
Ωραία. Πάμε να ξεκινήσουμε από κει. Οπότε, η πρώτη απόφαση ήτανε στα 20 σου, στο πρώτο έτος της σχολής.
Ακριβώς.
Μίλησέ μας για αυτό. Πώς; Τι θυμάσαι τότε; Το ανακοίνωσες στους γονείς σου και ήσουν έτοιμος να ξεκινήσεις;
Ε… Δεν ξέρω άμα ήμουν…
Πώς το πήρες απόφαση;
Δεν ξέρω άμα ήμουνα έτοιμος. Απλά, αυτό που σου είπα πιο πριν, ότι δεν ήθελα άλλο, αυτό. Δηλαδή, πήρα μία, πιστεύω και εγώ, σωστή απόφαση, ότι δεν ήθελα να χαλάσουμε τώρα πόσα λεφτά. Μετά η μάνα μου όντως από αυτά τα λεφτά, που δεν συνέχισα, έχτισε σπίτι και πήγε… Το είχε το σπίτι, αλλά το ολοκλήρωσε, ας πούμε. Έφτιαξε τη σκεπή του σπιτιού, έφτιαξε και δυο τρία πράγματα, πώς να σου πω. Είναι και λίγο αβέβαιο σε αυτή τη χώρα τι θα κάνεις με το θέατρο και… ξέρεις, ας πούμε. Οπότε, εντάξει, ξεκίνησα. Δεν ήξερα ολοκληρωμένα τραγούδια. Γενικά, έπαιζα πάρα πολλή κιθάρα αλλά δεν τραγούδαγα και πάρα πολύ στις αρχές. Οπότε, ολοκληρωμένα τραγούδια δεν ήξερα πάρα πολλά απ’ την αρχή μέχρι το τέλος. Απλά, έκανα πολλές ασκήσεις στην κιθάρα, έκανα πολλά πράγματα. Όταν μετά έμεινα πιο πολύ στη μουσική —και αυτό μου έκανε πάρα πολύ καλό, γιατί όταν βγήκα την πρώτη φορά έξω στο δρόμο και έπαιξα και είδα ότι έβγαλα κάτι λεφτά… Εκεί που δεν είχα… Δεν είχα πραγματικά! Είναι σαν να… Είσαι 20 χρονών, φεύγεις απ’ το σπίτι, δεν έχεις πού να μείνεις, δεν έχεις λεφτά, δεν έχεις τίποτα, τίποτα και λες: «Πρέπει…». Ήταν απ’ τη μία σκληρό και η μάνα μου πιστεύω ότι έσφιξε τα δόντια για να το κάνει αυτό, αλλά επειδή είναι σκληρή γυναίκα —και καλά κάνει, ας πούμε. Είναι λίγο σαν να λέμε, ντάξει, Σπαρτιάτισσα, ας πούμε, έτσι, πώς να το πούμε για να το καταλάβουμε; Βγήκα έξω και είδα ότι έβγαλα κάτι λεφτά! Αυτά τα λεφτά στην αρχή δεν ήταν ότι ήταν πάρα πολλά λεφτά, γιατί, εντάξει, δεν είμαι και κανένας επαγγελματίας, που με τη μία, ας πούμε, θα βγούνε με τη μία τα άπειρα λεφτά τότε, αλλά έβγαλα κάποια λεφτά, έβγαλα λεφτά να φάω, έβγαλα λεφτά τότε —ξεκίνησα και το κάπνισμα λίγο μικρός, ας πούμε— να καπνίσω, για τα τσιγάρα μου, να πάρω μία μπύρα, δύο μπύρες. Και λέω «Α! Ωραία», λέω, «Θα βγούμε και το απόγευμα!». Και ξανά… Και μετά πάλι την επόμενη μέρα και πάλι το επόμενο απόγευμα και πάλι την επόμενη μέρα και το επόμενο απόγευμα. Λίγο… Τα κομμάτια αυτά τα λίγα που ήξερα τα τελειοποίησα και μετά λέω: «Αχ, ντάξει. Πρέπει να μάθω και κανένα καινούργιο τραγούδι». Ε, και το ένα τραγούδι έφερε το άλλο και το άλλο τραγούδι έφερε το άλλο και το ένα είδος της μουσικής έφερε το άλλο είδος της μουσικής. «Ντάξει, πρέπει να μάθω… Ξέρουμε αυτό, αλλά να μάθω και λίγο μπλουζ, να μάθω και λίγο πράγματα, έτσι, gypsy jazz, να μάθω και λίγο αυτό, να μάθω και λίγο το άλλο». Και έτσι, σιγά-σιγά έβλεπα μετά άλλους μουσικούς και άρχισα να τους παρατηρώ. Τότε γενικά έμενα… Και εγώ που λέμε «Έμενα δρόμο» εμένα Εξάρχεια, σε μία ταράτσα στα Εξάρχεια, σε μία σκηνή που την είχε αφήσει ένας ζογκλέρ απ’ τη Γαλλία που είχε ένα χέρι ατροφικό. Παιδί-θαύμα αυτός. Είχε ένα χέρι ατροφικό αλλά έπαιζε… Ήταν ζογκλέρ ακραίος. Δηλαδή, έκανε σε μονόροδο και [00:40:00]πετούσε πόσες μπάλες και το ‘να χεράκι ήταν λες και ήταν χεράκι μικρού παιδιού. Αλλά, πετούσε πόσες μπάλες στον αέρα κάνοντας μονόροδο. Αλλά, αυτός κόλλησε με την ηρωίνη και γύρισε πίσω στη Γαλλία για να ξεκόψει και μου άφησε τη σκηνή, τη σκηνή του, που την είχε βάλει εκεί πέρα πάνω σε μια ταράτσα. Και οπότε, εγώ έμενα σε αυτή τη σκηνή. Είχα βάλει πολλές κουβέρτες. Αλλά, πέρασα οχτώ μήνες στο δρόμο σε αυτή τη σκηνή με χειμώνα. Περάσαμε και Δεκέμβρη. Πέρασα και Δεκέμβρη εκεί πέρα. Δηλαδή, ήταν πολύ δυνατή εμπειρία για έναν εικοσάχρονο, πιστεύω. Οπότε, έβλεπα μουσικούς που παίζανε και ήμουνα αφοσιωμένος εκεί, δηλαδή. Έβλεπα μετά ποιητές, ήμουνα αφοσιωμένος στην ποίηση, ήμουνα… Γενικά, είχα μαγευτεί πάρα πολύ από τις τέχνες. Με έχει βοηθήσει πάρα πολύ και η δραματική σχολή, γιατί πήρα πάρα πολύ πράγμα από κει για Τέχνη, δηλαδή ένα «Πάρ’ τα όλα μαζί», μπαμ! Οπότε, έγινα πάρα πολύ ευαίσθητος με το θέμα της Τέχνης, οτιδήποτε, οτιδήποτε. Δηλαδή, άρχισαν να με συγκινούνε γλυπτά, πράγματα δηλαδή που… Σιγά-σιγά συγκινούμουν. Δηλαδή, έβλεπα ένα γλυπτό και μπορεί να με… Είχα δει ένα γλυπτό, ας πούμε, μία μάνα, και με είχαν πιάσει τα κλάματα και ήμουνα μικρό παιδί. Ντάξει, βέβαια, μπορεί να ήτανε ότι ήταν και μακριά η μάνα μου, βέβαια, αυτό. Και το ένα έφερε το άλλο και το άλλο έφερε το άλλο και… Εντάξει, ήτανε και η περίοδος με το Γρηγορόπουλο, που έγινε η δολοφονία του Γρηγορόπουλου, που τότε έγραψα το πρώτο μου τραγούδι. Και τότε ξεκίνησα. Μου βγήκε πηγαία όλο αυτό το πράγμα από μέσα, δηλαδή μία αγανάκτηση, μία… Είχα γράψει ένα τραγούδι που λέγεται Αλήτες και, εντάξει, ξέρεις, το γνωστό σύνθημα, «Αλήτες»… Οπότε…
Ωραία. Πάμε λίγο από την αρχή. Πότε ήταν η πρώτη φορά που το αποφασίσεις και είπες: «Βγαίνω δρόμο;». Πώς ήταν, με ποιους ήσουν, τι πράγματα έφτιαξες; Πώς το βίωσες, δηλαδή; Πότε ήταν που είπες: «Φεύγω και ξεκινάω δρόμο;» Η σχολή σου ήταν στην Αθήνα;
Η σχολή μου ήταν στην Αθήνα. Αυτό. Τελείωσα με το που τελείωσε ο πρώτος χρόνος, εκεί στα 20 χρόνων, όπως λέμε. Εκεί στα 20 μου χρόνια, ας πούμε, ξεκίνησα.
Οπότε, εκεί η μητέρα σου, ας πούμε, αποφάσισε να μη σε στηρίξει σε αυτό, γιατί έμεινες στο δρόμο, δηλαδή. Πριν έμενες πού; Νοίκιαζες;
Όχι, όχι. Επίτηδες η μάνα μου… Όχι, με στήριξε. Ότι εμένα με άφησε με την ευλογία της να μείνω στο δρόμο, με την ευχή της, που λέμε, να μείνω στο δρόμο και να κάνω αυτό, μουσική στο δρόμο, ήτανε η μεγαλύτερη στήριξη που έχω πάρει πραγματικά ποτέ από τη μάνα μου, γιατί έχω δει τώρα παιδιά, ακόμα και τώρα, τη σήμερον ημέρα που μιλάμε, που είναι μαντράχαλοι και λένε «Αχ μωρέ. Θέλω πάρα πολύ να βγω να παίξω στο δρόμο, να το νιώσω, να το ζήσω αυτό, αλλά οι γονείς μου, μωρέ, θα μου λένε τώρα: ‘‘Πού θα πας τώρα; Τι στο δρόμο…’’» δηλαδή, και τους λέω: «Καλά, είναι δυνατόν; Είστε 35 χρονών και μου λέτε τώρα, λέτε, ‘‘Τι θα πουν οι γονείς μου να βγω στο δρόμο;’’! Είστε με τα καλά σας;». Οπότε, το θεωρώ πάρα πολύ μεγάλη στήριξη της μάνας αυτό.
Πριν μείνεις στο δρόμο πού έμενες;
Πριν μείνω στον δρόμο νοικιάζαμε, μου νοίκιαζε σπίτι η μάνα.
Και ύστερα γιατί, ας πούμε, δεν έμεινες στο σπίτι και να βγαίνεις να παίζεις στο δρόμο;
Ε, γιατί κόπηκε η συνδρομή, που λέμε. Της είπα «Τέλος», μου λέει «Από δω και πέρα βγάλ’ τα πέρα μόνος σου».
Πώς ένιωθες τότε; Ήσουν ενθουσιασμένος;
Την πρώτη μέρα… Θα σου πω την πρώτη μέρα που έμεινα έξω, βασικά.
Πες μου λίγο, περιέγραψε μου τη στιγμή που ετοίμαζες τα πράγματα. Θυμάσαι κάτι από κει, κάποιες μυρωδιές, κάποιες εικόνες, κάτι που σου είχε κάνει εντύπωση;
Κοίτα, τα περισσότερα πράγματα… Βασικά, ήρθε ένας θείος που έμενε Αθήνα, τα πήρε τα πράγματα, μου ‘πε αυτός: «Θες να έρθεις να μείνεις σπίτι;». Του είπα: «Όχι, θέλω να μείνω… Θα τη βρω». Δεν του είπα ότι θέλω να μείνω έξω. «Όχι, όχι», του λέω, «έχω πού να μείνω». Και πήρα τα βασικά πράγματα, πήρα την κιθάρα μου, ένα backpack. Α, τα τελευταία λεφτά, που της είπα της μάνας «Θέλω να μου δώσεις κάτι τελευταία λεφτά», της λέω, «για να ξεκινήσω το ταξίδι μου». Ήταν λίγα, δεν ήταν πολλά. Αλλά, της ζήτησα λεφτά για να πάρω ένα backpack, μία σκηνή, ένα sleeping bag, ένα υπόστρωμα, τέτοια πράγματα, κάμπινγκ, ας πούμε. Και πήρα καλά πράγματα τότε. Και μου ‘δωσε κι εκείνη τελευταία λεφτά και… Μου τα ‘στειλε και πήγα και τα πήρα. Και μετά πήρα κάποια βασικά πράγματα, τα βιβλία, βιβλία, λίγα ρούχα, δύο τρία παντελόνια, δύο τρία φούτερ, ένα μπουφάν καλό που είχα, έτσι, δυνατό, κάτι αρβύλες που είχα, μετά τετράδια και βιβλία και κιθάρα. Ένα καπέλο… Και ξεκινάμε! Περιπέτεια! Είχε πολλή πλάκα.
Πες μου για την πρώτη μέρα.
Πρώτη μέρα. Πρώτη μέρα…
Πού πήγες;
Είχα… Πρώτη μέρα είχα κουραστεί, να σου πω την αλήθεια. Πήγα Εξάρχεια. Ήμουνα στα Εξάρχεια. Πρώτη μέρα είχα κουραστεί. Είχα κοιμηθεί λίγο ήδη απ’ την προηγούμενη μέρα. Και πιάνει βροχή, ρε φίλε! Πιάνει βροχή, πάρα πολύ δυνατή βροχή! Εγώ δεν είχα γνωρίσει ακόμα αυτόν το ζογκλέρ, βέβαια. Και πάω κάτω από ένα μικρό υποστεγάκι, που ίσα-ίσα μπορούσες να ακουμπήσεις, να κάτσεις, έτσι, κανονικά. Και έπεφτε, έπεφτε η βροχή ακριβώς, λίγο μπροστά στα πόδια σου, δηλαδή δεν είχες ούτε να σηκωθείς όρθιος, πώς να σου πω; Και ακριβώς από δίπλα μου… Δεν το πίστευα αυτό. Λέω: «Πω ρε φίλε. Πρώτη μέρα σήμερα έξω». Ήτανε πάρα πολύ σκληρό, έτσι, δοκιμασία η πρώτη μέρα. Ήταν σαν να μυήθηκα, ξέρεις, σ’ αυτό το πράγμα. Και ήταν από δίπλα μου… Ήταν πάρα πολύ ενδιαφέρον, γιατί εκείνη τη μέρα ήταν ένας ηλικιωμένος. Και αυτός καθόταν ακριβώς δίπλα μου και πιάσαμε την κουβέντα. Μου λέει: «Τι κάνεις εσύ εδώ πέρα; Γιατί… Δεν θα πας σπίτι;». Του λέω: «Δεν έχω πού να μείνω». «Δεν έχεις πού να μείνεις;», μου λέει, ξέρεις. «Μα εσύ είσαι νέο παιδί», μου λέει, «Γιατί;». Του είπα, έτσι, δυο τρία πράγματα. Του λέω: «Εσύ γιατί είσαι εδώ πέρα;». Και μου εξομολογήθηκε ότι μόλις είχε βγει απ’ τη φυλακή. Ήταν χρόνια στη φυλακή και είχαν περάσει τα χρόνια και είχε ασπρίσει ο άνθρωπος. Ήταν μεγάλος σε ηλικία. Αλλά, έβλεπες έναν άνθρωπο που ήτανε πάρα πολύ πράος. Δηλαδή, εκείνη τη στιγμή εγώ δεν ένιωσα… Ειλικρινά, ένιωσα ότι αυτός ο άνθρωπος ήτανε… Και τι έγινε; Δεν ρώτησα ποτέ γιατί μπήκε στη φυλακή. Δεν ήθελα να του κάνω αυτή την ερώτηση. Αλλά, για δεκαπέντε μέρες κάναμε πάρα πολλή παρέα και για δεκαπέντε μέρες ήταν σαν πατέρας μου, ρε φίλε. Με προστάτευε. Εγώ ένιωθα… Ήτανε, ξέρεις, πολύ περίεργο. Δηλαδή, ήτανε σαν να… Ξέρεις, μερικές φορές, εντάξει, είσαι και μικρός, μωρέ, και φαντάζεσαι και πολλά. Δηλαδή, μου μπαίναν και μεταφυσικά πράγματα στο κεφάλι, ξέρεις, ότι… Ήταν πολύ σαν να έχεις έναν φύλακα άγγελο, κατάλαβες; Πραγματικά, ήταν σαν φύλακας άγγελος! Και εντάξει, δεν είχαμε πού να μείνουμε. Και αυτός δεν είχε πού να μείνει. Δεν τον δέχτηκε κανένας. Δεν τον δεχτήκανε πίσω. Και υπήρχε μία παιδική χαρά εκεί πέρα στο πάρκο των Εξαρχείων, που φτιάχτηκε πάνω από την πλατεία. Και μέναμε τότε σε αυτήν την παιδική χαρά κάτω. Είχε και ένα μικρό σαν σαλιγκάρι εκεί στην παιδική χαρά και τη βγάζαμε εκεί πέρα. Μέχρι που γνωρίσαμε εκεί, τότε στα Εξάρχεια, και… Πότε ήταν αυτό, τώρα; Ήτανε… Παίζει να ‘ταν δώδεκα δεκατρία χρόνια, δώδεκα χρόνια… Με τα χρόνια, τώρα, ακριβώς… Τώρα, εντάξει, μην περιμένεις να είμαι και… Οπότε… Αλλά, τότε ερχόταν πάρα πολύς κόσμος στα Εξάρχεια, πάρα πολύς κόσμος. Δηλαδή, γινόταν κάθε νύχτα στο πάρκο… Μαζευόντουσαν διακόσια, τετρακόσια άτομα, δηλαδή ήτανε μουσικές… Γνώρισα πάρα πολλούς ανθρώπους, ωραίους καλλιτέχνες —όχι καλλιτέχνες, επαναστάτες όλων των ειδών. Πώς να σου πω; Φιλόσοφους του δρόμου, σκακιστές φοβερούς, πολύ ωραία πράγματα, μετανάστες… Όλα, όλα, όλα. Εκεί ήτανε. Ήταν απίστευτο το τι γινόταν στα Εξάρχεια τότε. Ήταν πολύ, πάρα πολύ όμορφα. Δηλαδή, δεν ήθελα να φύγω απ’ τα Εξάρχεια. Ήταν τόσο όμορφα που έμενα εκεί πάνω στην ταράτσα και δεν ήθελα να φύγω απ’ αυτό το μέρος εκεί πέρα. Δηλαδή, ένιωθα πάρα πολύ… Ένιωθα σαν το σπίτι μου το πάρκο. Και αυτό. Μετά γνώρισα και αυτόν το φίλο, το ζογκλέρ. Εντάξει, έγινε αυτό που έγινε. Στα γρήγορα αυτός έφυγε. Δηλαδή, μία που τον γνώρισα, μία που έφυγε. Μου άφησε τη σκηνή και ήταν λίγο πιο… Δηλαδή, από εκεί που έμενα στο «σαλιγκάρι» μες στην παιδική χαρά, το ότι εμένα σε σκηνή εκεί πάνω… Ενώ είχα τη σκηνή μου, αλλά δεν ήξερα πού να… «Τι», έλεγα τώρα, «να αφήσω τη σκηνή;» Αυτός την έχει βάλει πολύ ωραία, καβατζωμένη. Ένιωθα ότι… Σαν να ‘μπαινα σε σπίτι, δηλαδή, ήταν η σκηνή.
Μετά από πόσες μέρες είχες βρει τη σκηνή;
Η σκηνή ήτανε εκεί κοντά στο δεκαήμερο.
Και για δέκα μέρες έμενες στο πάρκο.
Ναι, ναι, εκεί στην παιδική χαρά.
Με το φίλο σου πώς χαθήκατε;
Μετά από λίγο εξαφανίστηκε αυτός, εξαφανίστηκε.
Οπότε, τα πιο κοντινά σου άτομα εκείνη την περίοδο ήταν;
Τα πιο κοντινά μου άτομα… Γνώρισα κάποιους μουσικούς, [00:50:00]κάποιους πολύ ωραίους μουσικούς. Δυστυχώς ο ένας από αυτούς «έφυγε» και αυτός από αυτήν την ηρωίνη. Αυτή, δηλαδή, η κατάρα με… Μιλάμε για παιδιά υπερταλαντούχα να χάνουν τη ζωή τους τώρα απ’ αυτόν το δαίμονα εκεί πέρα. Και… Αλλά, γνώρισα, ας πούμε, αυτόν πρώτα, που εντυπωσιάστηκα, μπορώ να πω. Ήτανε υπερταλαντούχος και ηθοποιός και αυτός και ποιητής και κιθαρίστας και τραγουδιστής. Και γνωριστήκαμε μετά και με την παρέα του, αφού έπαιζα και εγώ μουσική, και κάναμε, έτσι, πράγματα. Γνωριστήκαμε και, έτσι, με αυτά τα παιδιά έκανα παρέα, έτσι, ναι.
Έβγαινες κάθε μέρα στο δρόμο;
Έβγαινα κάθε μέρα, ναι, γιατί έπρεπε να ζήσω. Πήγαινα Ερμού, πήγαινα στην Ερμού, έπαιζα, γύρναγα, πήγαινα το βράδυ στην Ερμού, ξαναγύρναγα.
Ο περίγυρός σου πώς πήρε αυτή την απόφαση; Οι παλιοί σου φίλοι, οι συμμαθητές;
Με είχανε χάσει για κάμποσο καιρό. Δεν ξέραν ακριβώς τι κάνω. Αλλά, είδα κάποιους φίλους μετά στην Αθήνα που με είδανε και, εντάξει, ήτανε… Εντάξει, ήταν λίγο… Δεν είχε κάνεις πρόβλημα, έτσι, τους άρεσε σε κάποιους. Ντάξει, βέβαια στην Κέρκυρα όταν γύρισα μετά από καιρό τούς ήταν ακόμα λίγο περίεργο. Ήμουνα και περίεργο παιδί, λίγο εκκεντρικός, ας πούμε, και στο ντύσιμό μου πάντα και… Οπότε, συνέχισα για αυτούς, για κάποιους, να είμαι εκκεντρικός ακόμα, δηλαδή μέχρι το κόκκαλο.
Ηρωίνη υπήρχε πολλή, δηλαδή το έβλεπες στο δρόμο;
Ναι, αν κι εγώ ένα πράγμα που χαίρομαι είναι ότι ποτέ δεν έμπλεξα μ’ αυτό το πράγμα. Αλλά, δυστυχώς έβλεπα ότι υπήρχε πολύ, ναι. Και γενικά στο δρόμο υπάρχουνε πολύ και τα ναρκωτικά, υπάρχουν πολύ τα ναρκωτικά. Το ‘βλεπα πολύ, το ‘βλεπα πολύ. Δεν μπορώ να πω ότι δεν μπήκα σε πειρασμό να δοκιμάσω, ας πούμε, κάποια απ’ αυτά τα ναρκωτικά εγώ. Eντάξει, χωρίς ντροπές τώρα. Εντάξει, σιγά. Αλλά δεν. Θεωρώ τον εαυτό μου —πώς να στο πω;— τυχερό, ευλογημένο —πώς να σου πω;— ότι δεν έμπλεξα ποτέ με την ηρωίνη, γιατί έβλεπα πού καταλήγει αυτό και… Εντάξει, γενικά και μετά με τα ναρκωτικά και τώρα είμαι πολύ ξενερωμένος, δηλαδή δεν στηρίζω καθόλου αυτήν την κουλτούρα των ναρκωτικών. Θεωρώ ότι μόνο κακό κάνει, ας πούμε, μόνο κακό κάνει στα νέα παιδιά και…
Οπότε, ποιες είναι οι δυσκολίες του να μένεις στο δρόμο; Πώς αντιμετώπισες εσύ το βίωμά σου;
Οι δυσκολίες… Ε, το κρύο είναι βασική δυσκολία, η τουαλέτα, η υγιεινή, ξέρεις, το να κάνεις μπάνιο συνέχεια, τα ρούχα να τα πλένεις τόσο πολύ, ας πούμε. Παρόλα αυτά, προσπαθούσα να είμαι καθαρός, ας πούμε. Αλλά, έβρισκα τους δικούς μου τρόπους, ας πούμε, να μένω καθαρός, γιατί δεν μ’ αρέσει… Κι εγώ σαν γάτα, ας πούμε —πώς να σου πω;— ή σαν σκύλος του δρόμου «γλειφόμουνα» για να καθαριστώ.
Πώς θα μου περιέγραφες… Περιέγραψε μου μία μέρα στο δρόμο. Πώς ήταν;
Μία μέρα στο δρόμο. Ξύπναγες το πρωί, πήγαινες σε μία τουαλέτα ενός μαγαζιού, έπινες έναν καφέ και μετά πήγαινες στην τουαλέτα του μαγαζιού. Πήγαινες το πρωί επειδή ξύπναγες από το κρύο, οπότε ξύπναγες αρκετά νωρίς, οπότε δεν υπήρχε και πολλή πελατεία. Σε έπαιρνε να πλύνεις και καμία μασχάλη στο νιπτήρα, ξέρεις! Μετά μπορεί να… Εκεί στο πάρκο είχε και βρύση, οπότε έπλενα κανένα δύο τρία ρούχα. Τα κρεμούσα εκεί. Μετά, αφού ξυπνούσα, έπινα ένα καφεδάκι, έκανα ένα δύο τσιγάρα. Πήγαινα, έπαιζα μουσική, γέμιζα ενέργεια, γυρνούσα. Έπαιρνα κάτι να φάω. Μεσημεράκι πήγαινα χαλάρωνα εκεί πέρα. Μπορεί να έριχνα έναν ύπνο έξω. Εκεί στο πάρκο ήτανε και πιο… Μπορεί να κοιμόμουνα και στο παγκάκι, ξέρεις, να είχε κανέναν ωραίο ήλιο. Και έπεφτα, δηλαδή, γιατί ένιωθα κουρασμένος και απ’ τα κρύα και από όλα αυτά. Την έριχνα εκεί στο παγκάκι. Μετά ξυπνούσα απόγευμα, έπινα κανένα καφεδάκι, καμιά μπυρίτσα πάλι, ξέρω γώ, και πήγαινα πάλι βράδυ, έπαιρνα φουλ ενέργεια απ’ το δρόμο και ξαναγύρναγα. Και μετά γινότανε ο χαμός του χαμού πίσω στο πάρκο κάθε νύχτα. Είχαμε και ένα βαρέλι τις νύχτες του χειμώνα, που ήτανε από τις πιο όμορφες εμπειρίες της ζωής μου δηλαδή αυτό το πράγμα, γιατί έβλεπες… Δεν ήταν ότι μόνο εγώ έμενα στο δρόμο. Ήτανε πάρα πολλοί άνθρωποι που μένανε στο δρόμο. Αλλά, όταν άναβε η φωτιά όχι μόνο οι άνθρωποι που μέναν στο δρόμο μαζευόντουσαν. Απλά, μαζευόντουσαν και άλλοι για να ζεσταθούνε και άλλοι, που είχανε σπίτια αλλά ερχόντουσαν για να πιούνε μία μπύρα, ξέρεις, το βράδυ. Και γινόταν ένας κύκλος τώρα γύρω από ένα βαρέλι. Πολύ τσιγγάνικη φάση, έτσι, φοβερή φάση. Γινόταν ένας κύκλος ε, μπορεί και πενήντα ατόμων και εβδομήντα ατόμων δηλαδή, και… Συνέχιζα εγώ πάλι μουσική. Έπαιζα όλη μέρα μουσική. Πρωί στο δρόμο, απόγευμα στο δρόμο, νύχτα εκεί πέρα στα Εξάρχεια γύρω απ’ το βαρέλι. Κρασιά γυρνούσαμε, έτσι, τελείως gypsy. Πολύ όμορφα πράγματα. Μετά, ξέρεις, να μεθάμε όλοι μαζί εκεί απ’ το κρασί γύρω από τη φωτιά και το κρύο από δίπλα, έτσι, ταυτόχρονα να μας ξυπνάει, να τραγουδάμε όλοι μαζί, να κάνουμε, έτσι… Πολύ όμορφα πράγματα, πολύ όμορφα. Και από τη μουσική γνώρισα πάρα πολλούς ανθρώπους —ακόμα και τώρα, δηλαδή— που όχι μόνο παίζουν μουσική, αλλά γενικά γνώρισα πάρα πολλούς ανθρώπους. Μετά άρχισα να γράφω πολλά δικά μου τραγούδια, όμως. Αυτό ήταν το θέμα, ότι ο δρόμος μού έδωσε έμπνευση να γράψω πάρα πολλά δικά μου τραγούδια και ήτανε κάτι που είδα ότι πάρα πολύς κόσμος στο δρόμο εκτίμησε, τουλάχιστον σε μένα, ότι έγραφα δικιά μου μουσική, που ο στίχος όμως προσπαθούσα να ήτανε αυτό που λένε δρομίσιος, αληθινός στίχος, αληθινός στίχος, δηλαδή ούτε τώρα λαμπάκια, φρου φρου, αρώματα και έρωτες και τέτοια. Όταν έβλεπα, ας πούμε, τι γινότανε έξω, όταν έβλεπα ανθρώπους που ήτανε ο καθένας για διαφορετικό τρόπο, για διαφορετικό… ναι, στο δρόμο —για διαφορετικό λόγο στο δρόμο, συγγνώμη—, ή όταν έβλεπα έναν πατέρα με ένα μικρό γιο, ας πούμε, 4 χρόνων που έμενε στο δρόμο γιατί —δεν ξέρω γιατί. Δεν τον είχα ρωτήσει, αλλά ήτανε πολύ… Ο πατέρας εκείνη τη στιγμή ήταν σαν να ήταν το λιοντάρι που προστάτευε το παιδί του. Πώς να σου πω; Ότι… Και επειδή τα ξύλα τέλειωναν… Εμείς ξύλα γενικά μαζεύαμε εκεί πέρα από τα σκουπίδια. Πηγαίναμε. Έπεφτε σύρμα, λέγαμε «Παιδιά, ξύλα!», μπαμ, και χωριζόμασταν όλοι, ο ένας πήγαινε από αυτόν το δρόμο, ο άλλος στον άλλον, ο άλλος στον άλλον, πηγαίναμε στα σκουπίδια. Δυστυχώς μπορούμε να πούμε ότι καίγαμε —εντάξει— και ξύλα που είχανε και χρώματα, βερνίκια. Αλλά, όταν κάνει τώρα κρύο το μόνο πράγμα που σε απασχολούσε, δηλαδή, εκείνη τη στιγμή ήταν η μυρωδιά του χρώματος. Δηλαδή, κάναμε λίγο παρέκει μέχρι να κάψει το χρώμα και μετά πηγαίναμε πάλι, πηγαίναμε πάλι κοντά. Και θυμάμαι, δηλαδή, έβλεπα τον πατέρα αυτόν. Μας λέει «Κρατήστε το παιδί μου. Προσέχετε το παιδί σαν τα μάτια σας. Το παιδί» και μας κοίταξε. Τόσο πολύ το εννοούσε. Αλλά, έβγαινε το ένστικτό του πατέρα. Να πάει να πάρει ξύλα, να πάει να βρει ξύλα απ’ τα σκουπίδια για να πάμε τα κάψουμε στο βαρέλι. Δηλαδή… Όταν έβλεπες πράγματα, τέτοια πράγματα, ας πούμε, ή… Πολλές, πολλές. Τι να πω τώρα, τι να πω; Να κάτσω να τα γράψω σε βιβλίο να μην τελειώνουνε δέκα βιβλία, είκοσι βιβλία. Ιστορίες καθημερινές. Οπότε, μετά αυτό, ας πούμε, ήταν πολύ όμορφο. Μέχρι που έφτασε και το τέλος στην Αθήνα βέβαια, έφτασε κορεσμός.
Την πιο έντονη στιγμή που θυμάσαι; Ένα περιστατικό από το δρόμο, ας πούμε, που σου έχει κάνει μεγαλύτερη εντύπωση;
Ναι, είναι ότι εκεί που ήταν όλα καλά και ωραία έφαγα ξύλο από είκοσι άτομα. Ήτανε δυνατή εμπειρία αυτή. Ντάξει, πιο πολύ ένας ήτανε που ήταν στη φάση, αλλά ήτανε είκοσι που ερχόντουσαν. Και σπρωξιές και έτσι κι αλλιώς και από δω. Ε, χαώνεσαι μετά από μια φάση. Μπορεί ένας δύο να σε κοπανάνε, αλλά βλέπεις και…. Είναι περίεργη φάση, μωρέ, ήταν περίεργο το σκηνικό.
Κάποιο άλλο σκηνικό; Σε έχουν ληστέψει ποτέ;
Πότε, πότε. Να σου πω. Δεν με ληστέψανε. Όχι, κάτσε να σου πω. Όχι, δεν με ληστέψανε. Σε μια φάση ένας χρήστης μού έσπασε… όχι, μου έβαλε την κιθάρα μου στο βαρέλι με τη φωτιά. Αυτό ήταν το… Αλλά, εντάξει, εκεί στο δρόμο όλο… Είχα χάσει οχτώ κιθάρες. Είχαν σπάσει για χίλιους δυο λόγους. Ο ένας την έσπασε, ο άλλος την έκανε, ο άλλος την έρανε… Και πάντα έβρισκα μια κιθάρα, βέβαια, και πάντα μου φέρνανε, επειδή ξέραν ότι ζω από αυτό. Υπήρχαν άνθρωποι που είχανε μία κιθάρα σπίτι τους παρατημένη και πάντα μου φέρνανε για να συνεχίσω το μεροκάματο.
Οπότε, σε στήριξαν άνθρωποι εκτός δρόμου; Σε στηρίζαν από μαγαζάτορες, από τη γειτονιά; Θυμάσαι κάποιον χαρακτηριστικά;
Με στηρίζανε, εννοείται. Ε, τότε δεν έπαιζα πολύ σε μαγαζιά. [01:00:00]Μου άρεσε, ήμουνα τελείως δρόμος, ζωή δρόμος. Ε, γενικά διάβαζα τότε πολύ και την Beat τη γενιά έτσι, που ήτανε πιο… Είχα διαβάσει και λίγο Τζακ Κέρουακ τότε και τέτοια πράγματα και είχα πολύ μπει σ’ αυτό το ταξίδι, ξέρεις, της Beat γενιάς και ότι μέσα από τις εμπειρίες που βιώνεις γράφεις Τέχνη και κάνεις Τέχνη. Μετά ξεκίνησα να κάνω συναυλίες και πράγματα, ναι. Μετά, όταν έφυγα απ’ την Αθήνα, ξεκίνησα να κάνω συναυλίες.
Ωραία. Οπότε, ήμασταν στην Αθήνα. Πότε φοβήθηκες πιο πολύ;
Πότε φοβήθηκα… Για να είμαι ειλικρινής, χωρίς να σου φανεί κάπως αυτό —δεν ξέρω για ποιον λόγο. Ίσως το νεαρό της ηλικίας—, δεν είχα τόσο πολύ την αίσθηση του φόβου. Ήτανε πάρα πολύ περίεργο, γιατί τώρα που σκέφτομαι πολλές φορές και γυρνάω στο παρελθόν μερικές φορές όταν κάθομαι πριν κοιμηθώ ή σκέφτομαι κάποια πράγματα της ζωής μου, ας πούμε, ήτανε πάρα πολύ επικίνδυνα. Δηλαδή, από μία φορά που… Να σου πω ένα παράδειγμα. Παρόλα αυτά, δεν υπήρχε η αίσθηση του φόβου. Όταν είχα βγει απ’ τις πρώτες μέρες έξω, μου είχε πει η μάνα μου «Σε παρακαλώ, πρόσεξε μην μπλέξεις», μου ‘πε, μόνο αυτό: «Μην μπλέξεις με τις ουσίες και μην μπλέξεις, μην μπεις στη φυλακή!». Μου είχε πει και αυτό η μάνα. Μια φορά ήτανε Σάββατο και είχα γνωρίσει κάτι τύπους που μου είπαν: «Από πού είσαι; Τι έτσι;». Τους λέω: «Απ’ τους Αγίους Σαράντα». Δεν ξέρω άμα ήταν και αυτοί από κει ή από κάπου ήτανε. Και μου λέγανε: «Α! Και τι κάνεις, πού μένεις;». Τους λέω: «Εδώ». «Μένεις εδώ; Όχι…», μου λένε, «Και παίζεις μουσική; Ω, θα ‘ρθεις να σε φιλοξενήσουμε εμείς…». Εγώ τους είδα περίεργα, ξέρεις, ότι «Και ό,τι θέλεις θα σου ‘χουμε εμείς», έτσι, τα πάντα όλα. Αλλά, μου ‘κανε πάρα πολλή εντύπωση όλο αυτό το πράγμα και λέω: «Καλά, εντάξει». Και μου δίνουν και ένα τηλέφωνο. «Όποτε θέλεις να μείνεις σπίτι, να έρθεις να μείνεις σπίτι, και άμα θέλεις και το Σάββατο, έλα να μείνεις σπίτι». Τους λέω: «Αυτό το Σάββατο…». Εγώ τους είχα γνωρίσει εκεί στο δρόμο αυτούς και εκείνη τη στιγμή, ξέρεις, μόνο και καλά επειδή τους είπα ότι είμαι απ’ τους Άγιους Σαράντα. Και τους λέω: «Όχι. Αυτό το Σάββατο θέλω να κάτσω εδώ, γιατί μαζεύει πάρα πολύ κόσμο εδώ πέρα και μ’ αρέσει που καθόμαστε και στο βαρέλι όλοι και παίζουμε μουσικές κλπ.». Την Κυριακή το πρωί μαθαίνω ότι τους είχε μαζέψει η αντιτρομοκρατική. Είχε μπει σπίτι τους και τους κατηγόρησε κι είχανε κατηγορίες για κλοπές, όπλα, ανθρωποκτονίες, κάτι τέτοια πράγματα. Αλλά, ήμουνα τόσο πιτσιρικάς εκείνη τη στιγμή, που το προσπέρασα και λέω «Α, εντάξει, πάλι καλά που δεν πήγα», ξέρεις… Αλλά, τώρα που το σκέφτομαι —ήταν στις αρχές αυτό. Ούτε είχε κλείσει μήνας, ενάμιση μήνας που ήμουνα έξω—, πώς δηλαδή μπορεί να την πατήσεις σαν προβατάκι, ξέρεις, ανέμελο πρόβατο μέσα —πού να σου πω;— στο δάσος, έτσι κάπως, κάπως έτσι. Τώρα που το σκέφτομαι, άντε τώρα εσύ να είχες πάει σ’ αυτό το σπίτι για φιλοξενία μία μέρα, που μπορεί να σου είχανε πει κάποιοι άνθρωποι στο δρόμο, που τους έβλεπες ΟΚ, και να έμπαινε εκείνη τη στιγμή η αντιτρομοκρατική και να ‘σπαγε την πόρτα, μέσα με τα όπλα, και να ‘λεγε: «Ψηλά τα χέρια». Εντάξει, το ξύλο που θα ‘τρωγες πλέον χωρίς να ξέρεις, ας πούμε, γιατί τρως ξύλο… Και άντε μετά να εξηγήσεις εσύ, να πεις ότι δεν είσαι ελέφαντας! Παρόλα αυτά, δεν είχα την αίσθηση του φόβου. Και τότε που μου την πέσανε και με χτυπήσανε πάλι δεν είχα την αίσθηση του φόβου, δηλαδή δεν μάσαγα, ρε φίλε, γιατί από μικρό παιδί δεν μάσαγα. Είχα συνηθίσει και να… Από μικρό παιδί είχα συνηθίσει λίγο. Αυτό που είπαμε πριν ότι και σηκωνόμουνα και έκανα και έρανα. Εντάξει, μπορεί να μην είναι καλό πράγμα, αλλά είχα συνηθίσει λίγο —πάλι δεν μ’ αρέσει αυτό το πράγμα— την αλήτικη πλευρά της ζωής, που λέμε. Αντιθέτως, άρχισε… Μπορεί να είναι, να ακούγεται αστείο, δεν ξέρω για ποιον λόγο όμως, δεν ξέρω γιατί ήτανε έτσι, ήμουνα έτσι, αλλά με γοήτευε πάρα πολύ αυτή η πλευρά της ζωής. Με γοήτευε να δω τι είναι πραγματικά ο δρόμος, να βιώσω τι είναι ο δρόμος, πραγματικά, να μην το βλέπω απ’ την απέξω. Δηλαδή, ακόμα και τώρα που παίζω στο δρόμο και… Πώς να σου πω; Είναι πλέον η ψυχοθεραπεία μου, είναι το… Και μισή ώρα να πάω, να βγω έτσι, για το καλό, που λέω, ας πούμε, «Πάω να βγω για το καλό», ξέρω όλους τους ανθρώπους του δρόμου ακόμα και τώρα. Δηλαδή, πλέον δεν υπάρχει άνθρωπος του δρόμου πού να τον δω και να μην… Ενώ, μπορεί, ξέρεις, να είσαι απλά στην ίδια πόλη, να βλέπεις ανθρώπους στο δρόμο στην πόλη σου, σε πιο μικρή, όπως είμαστε τώρα σε μικρότερη πόλη… Δεν είμαστε όπως είμαστε στην Αθήνα. Είμαστε στο Βόλο, μία μικρότερη πόλη που λίγο-πολύ μπορεί να είναι μεγάλη αλλά είναι ένα μεγάλο χωριό ο Βόλος. Όλοι ξέρουν όλους. Τους ξέρουν όλους, και τους ανθρώπους του δρόμου, αλλά δεν τους ξέρουν τους ανθρώπους του δρόμου. Δεν ξέρουνε ποιοι πραγματικά είναι οι άνθρωποι του δρόμου, πώς ζούνε, πού μένουνε, τι κάνουνε, πόσα παιδιά έχουνε, πώς τα βγάζουνε πέρα, τι γίνεται. Βλέπουνε μόνο την πλευρά ότι είναι άνθρωποι, ότι… Εγώ δεν σου μιλάω μόνο για τους μουσικούς, ας πούμε, μπορεί και καλά για τον κόσμο τον άλλονε, που δεν είναι τόσο πολύ του δρόμου —ενώ όλοι άνθρωποι του δρόμου είμαστε, γιατί όλοι στο δρόμο πατάμε και η ζωή είναι ένας δρόμος εντέλει—, αλλά μιλάμε όχι μόνο για τους μουσικούς, που μπορεί να είναι —ή για αυτούς που κάνουν τέχνες στο δρόμο— λίγο πιο αρεστοί… λίγο πιο…. που τραβά, πάει ο άλλος πιο… μπορεί να… ξέρεις. Τους άλλους, τους άλλους, τον άλλο που πουλάει μπαλόνια, τον άλλο που κάθεται κάτω, δεν κάνει κάτι, απλά μπορεί να ζητάει, ξέρεις, ότι θέλει κάποιος να του αφήσει. Δεν τους ξέρουν, δεν ξέρουνε. Και αυτό είναι κρίμα. Γενικά, το θεωρώ ότι όλοι πρέπει να ξέρουμε. Να, τώρα αυτή τη στιγμή είναι ένας άνθρωπος στο Βόλο εδώ πέρα που είναι όλη μέρα από το πρωί μέχρι το βράδυ και ζητιανεύει. Εγώ έκατσα, τον είδα μια δύο τρεις τέσσερις πέντε. Μου έκανε πάρα πολύ εντύπωση, γιατί έσκασε σαν πεφταστέρι αυτός εδώ ο άνθρωπος. Και λέω: «Γιατί; Πώς γίνεται; Δεν το ‘χω ξαναδεί ποτέ. Όλη μέρα από το πρωί μέχρι το βράδυ δεν τον βλέπω να φεύγει. Έρχεται απ’ τις 07:00 η ώρα μέχρι τις 01:00 η ώρα το βράδυ». Και ρώτησα, ας πούμε, με τη μία, γιατί είναι και λίγο αμίλητος, δεν μιλάει και πολύ. Ρώτησα έναν άνθρωπο: «Το και το». Μου λέει: «Ο άνθρωπος είναι άστεγος. Τον φιλοξενούσαν σε ένα κέντρο εκεί πέρα φιλοξενίας. Τώρα δεν έχει πού να μείνει». Δεν το ξέρει ο κόσμος, δεν το ξέρουμε. Έπρεπε όλοι λίγο-πολύ, ας πούμε, να έχουμε λίγο ευαισθησίες πιο πολύ με τους ανθρώπους, ας πούμε, του δρόμου. Οπότε, αυτό, τέλος πάντων, ναι. Να μη φλυαρώ χωρίς λόγο.
Η πιο δύσκολη στιγμή που θυμάσαι για τις μέρες που ήσουν στην Αθήνα, στο δρόμο;
Στην Αθήνα, ε; Η πιο δύσκολη στιγμή… Να πω μία δύσκολη, ταυτόχρονα δύσκολη και όμορφη, όμορφα δύσκολη στιγμή. Ήτανε Χριστούγεννα. Και εκεί που κάθε μέρα λέμε ότι ήταν διακόσια άτομα και, εκείνη την ημέρα δεν ήτανε κανένας. Ακόμα και οι άνθρωποι του δρόμου, δεν ξέρω, κάπου είχαν πάει και είχα μείνει ολομόναχος στο πάρκο. Είχα μαζέψει ξύλα να το γιορτάσω. Ήρθε ένας άνθρωπος. Μου άφησε ένα μπουκάλι κρασί. Ένα ωραίο παιδί. Μου άφησε ένα καλό μπουκάλι κρασί, μου άφησε δύο σάντουιτς και δύο τσιγάρα και μου λέει «Χρόνια πολλά» και έφυγε. Εγώ πήγα, μάζεψα ξύλα, προετοίμασα το βαρέλι και άναψα τη φωτιά. Και ξεκίνησε να ψιχαλίζει. Και εκεί η πιο δύσκολη… Γιατί το λέω ότι αυτό ήτανε; Η μοναξιά είναι που είναι δύσκολη. Μπορεί, ας πούμε, να είναι ωραία μερικές στιγμές, αλλά κάποιες στιγμές είναι αφόρητη η μοναξιά. Και εκείνη τη στιγμή άρχισε να ψιχαλίζει, κιόλας, και εκεί κάπως ένιωσα ακόμα λίγο πιο ευάλωτος. Ενώ δεν ένιωθα ευάλωτος ούτε με τις φασαρίες, ούτε με τα έτσι, ούτε με τα αλλιώς, εκείνη τη στιγμή ένιωσα ευάλωτος, στη μοναξιά. Ψιχαλίζει. Και αρχίζω βάζω περισσότερα ξύλα. Έβγαλε μία φωτιά αυτό το βαρέλι, πολύ ψηλή φωτιά! Και οι σταγόνες που πέφτανε δεν πέφταν πάνω μου. Κάπως, ξέρεις, η φωτιά δεν τις άφηνε, τις έδιωχνε. Και γύρω-γύρω από μένα ήταν [01:10:00]στεγνά —δεν έριξε βροχή καλή, όμως— και παραδίπλα έβλεπες να είναι όλα μούσκεμα, ξέρεις. Ανοίγω το κρασί, τρώω ένα σάντουιτς, κάνω ένα τσιγάρο, βγάζω την κιθάρα μου και τότε ήταν η μέρα που έγραψα το πρώτο μου ορχηστρικό τραγούδι, μόνο με μουσική. Κι ήταν πάρα πολύ ωραία στιγμή, γιατί έγραψα ένα, μπορείς να πεις, απαιτητικό τραγούδι κιθαριστικό, αρκετά γρήγορα και… Για αυτό το γυρνάω ότι ήτανε όμορφο, ότι μετά… Πήρα τόσα πράγματα. Ήταν, δηλαδή, η έμπνευση, ας πούμε, αυτό... Δηλαδή, λες και η ενέργεια, το πνεύμα αυτό που λένε που σου δίνει την έμπνευση με γέμισε εκείνη τη στιγμή. Ήταν και τα Χριστούγεννα, ξέρεις, έτσι, ήταν το δώρο Χριστουγέννων, ας πούμε, ένα τραγούδι. Και γέμισα τόσο πολύ απ’ αυτό το τραγούδι, που έκατσα μέχρι να κάψω όλα τα ξύλα μόνος μου. Έπαιζα κιθάρα. Μέθυσα μόνος μου, κοίταζα τη φωτιά, κοίταζα τη βροχή, κοίταζα. Ήτανε πάρα πολύ όμορφα, πάρα πολύ και ταυτόχρονα, εντάξει, δύσκολα. Αλλά… αυτό. Σκεφτόμουνα την οικογένειά μου, σκεφτόμουνα τους φίλους μου, σκεφτόμουνα ότι με την επιλογή που έχω κάνει τώρα είμαι μόνος μου. Θα μπορούσα κάλλιστα να γυρίσω πίσω στην Κέρκυρα και να πάω —τότε ήταν ακόμα ανοιχτά, δεν είχαμε όλα αυτά τα κόλπα— Χριστούγεννα σε ένα μπαρ, ας πούμε, και να ακούμε μουσικές ωραίες στη ζέστη και να πίνουμε με τους φίλους και να χαιρόμαστε και να αγκαλιαζόμαστε και να… που όλοι οι φίλοι μου ήτανε φοιτητές, ξέρεις, και τα Χριστούγεννα και το Πάσχα γυρνούσαν πίσω στο νησί και γινόταν αυτό ένα ωραίο reunion. Αυτό, σκεφτόμουνα τους φίλους μου τώρα που θα ήταν όλοι μαζί, την οικογένειά μου, το τραπέζι, τα έτσι. Αυτά σκεφτόμουνα. Παρόλα αυτά, ήτανε μία ωραία δύσκολη βράδια.
Η πιο ευχάριστη που θυμάσαι; Ίσως αυτή πάλι.
Ευχάριστη… Ξέρεις τι γίνεται, ε; Πιο πολύ θυμάται ο άνθρωπος τις δύσκολες στιγμές παρά τις ευχάριστες. Μπορεί… Είναι περίεργο αυτό. Σίγουρα μπορώ να πω κάτι, κάτι ευχάριστο, αλλά πάντα οι δύσκολες οι στιγμές είναι που… Εκείνη τη στιγμή τόσο σε παιδεύουν, αλλά πάντα είναι αυτές που έχεις να πεις μία ιστορία, οι δύσκολες στιγμές. Τώρα τι ευχάριστο να πω; Πολλές, ήταν πολλές. Εντάξει, δεν μπορώ να πω. Ευχάριστες, ναι… Τέλος πάντων, ευχάριστες στιγμές ήταν όταν έκανε πραγματικά πολύ κρύο και καθόμασταν και έβγαινε λίγο ο ήλιος για λίγη στιγμή, για λίγες ώρες —γιατί στην Αθήνα τον κυνηγάς τον ήλιο από τετράγωνο σε τετράγωνο, ας πούμε— και έσκαγε ο πρωινός ο ήλιος πάνω σου μετά από κρύο. Πάλι δύσκολη στιγμή είναι αυτή! Αλλά, ήταν ευχάριστη στιγμή!
Με τις Αρχές είχες πρόβλημα; Είχες αντιμετωπίσει πρόβλημα;
Ε, καλά. Εξάρχεια ήταν εκεί πέρα. Υπήρχε πολύ… Συνέχεια υπήρχε θέμα με τις Αρχές, αλλά και πάλι…
Δεν θυμάσαι κάποιο περιστατικό συγκεκριμένο; Δεν είχε γίνει κάτι;
Να με πιάσουνε σοβαρά, να με πιάσουν και να με τρέξουνε όχι, αλλά πάντα υπήρχε πρόβλημα εκεί σαν Εξάρχεια. Αλλά, ποτέ δεν με πιάσανε για κάποιον σοβαρό λόγο. Με ταλαιπωρούσαν μερικές φορές στο δρόμο, στην Ερμού, αλλά δεν ήτανε κάτι δυνατό, ας πούμε, που να την έβγαζα κρατητήρια και… Για κάποιον λόγο τα γλίτωσα τα πολλά τα κρατητήρια. Ήτανε άλλο ένα, άλλη μία… Ήμουνα τυχερός, μπορώ, να πω. Ήμουνα τυχερός σε πολλά θέματα. Δρόμο και γλίτωσα από αρκετά θέματα.
Οπότε, μέχρι… Έμενες μετά σε εκείνη τη σκηνή μέχρι πόσο καιρό;
Έκατσα οχτώ μήνες εκεί πέρα, οχτώ μήνες και μετά… Μετά από το ξύλο που έφαγα μου… Για κάποιον λόγο κάποιοι ήθελαν να με διώξουν από το πάρκο, από εκεί, άνθρωποι που ήταν εκεί στο πάρκο, ας πούμε. Εγώ δεν έφευγα, παρότι… Ξαναγύρναγα και έτρωγα ξύλο για εφτά οχτώ μέρες συνέχεια. Ήταν πολύ δύσκολη στιγμή και αυτή, έτσι; Ναι, μπορούσαμε να πούμε αυτή. Είναι. Αλλά, εντάξει, είδες; Η μοναξιά ήταν πιο δύσκολη από το να τρως ξύλο. Πήγαινα κάθε μέρα εκεί πέρα. Δεν… Έτρωγα ξύλο κάθε μέρα, το περίμενα. Βέβαια ήταν λίγο περίεργο αυτό —συγνώμη, φεύγω απ’ την ερώτηση αυτήν, αλλά θα καταλήξω—, γιατί μετά από λίγο, τρεις, τέσσερις μέρες να τρως ξύλο, μετά όσο πέρασε ο καιρός… Αλλά, οι πρώτες δυο τρεις μέρες άρχισες να νιώθεις μια φοβία ότι θα στην πέσουνε: «Θα φάω τώρα. Θα πεταχτούνε απ’ αυτή τη μία γωνία, θα πεταχτεί από την άλλη γωνία, θα πεταχτούν»… Και όλο κοίταζα πίσω μου. Αυτό ήταν λίγο περίεργο. Πήγαινα στο λόφο του Στρέφη για να μπορώ να πω ότι ησυχάζω, ότι βλέπω από ψηλά, άμα θα έρθουνε να μου την πέσουνε, ξέρεις, τουλάχιστον να είμαι προετοιμασμένος, να μη μου σκάει από πίσω, γιατί έχω φάει και μπουκέτο σοβαρό πίσω απ’ το κεφάλι χωρίς να το περιμένω, έτσι;
Αυτό γιατί είχε γίνει;
Αυτό είναι μία περίεργη ιστορία, γιατί εκεί στο πάρκο που μέναμε, τέλος πάντων, από δίπλα ήταν κάτι πρώην γραφεία ενός κόμματος. Και εμείς είχαμε μπει με… Eγώ είχα μπει μέσα εκεί, γιατί ήταν στην ταράτσα που έμενα. Υπήρχε μία καταπακτή κάπως, έτσι, σαν πίσω πόρτα, περίεργο. Και έμπαινες δύο ορόφους υπόγεια και έμπαινες μετά σε αυτό το γραφείο, σε αυτά τα γραφεία. Και κάπως λίγο το είπαμε εμείς σε κάποιους ανθρώπους, μαζεύτηκαν κάποιοι τύποι και ήμασταν σε φάση να το κάνουμε κατάληψη όλο αυτό το πράγμα. Θα ήταν πολύ ωραίο, ονειρικό να γινόταν κατάληψη τότε. Και γενικά, οι άνθρωποι εκεί πέρα, που ήτανε κάποιοι εκεί, που είχαν βοηθήσει απ’ τις αρχές στο να γίνει το πάρκο, ήταν πάρα πολύ κάθετοι με αυτό. Το είδανε, εντάξει, ότι ήταν και λίγο πρωτοβουλιακό. Έβλεπαν ανθρώπους να μπαίνουν μέσα, να το βλέπουν, να το κάνουνε, να το ράνουνε. Και έτσι, έγινε αυτό το πράγμα, ότι… Λέγανε ότι «Έχουμε ήδη πρόβλημα που έχουμε με την αστυνομία στο πάρκο εδώ πέρα, άμα θα γινόταν και αυτό θα… όχι… Τανκ θα σκάσουν». Οπότε, κάπως έτσι έγινε η φάση. Μία μέρα —γιατί έκανε πολύ κρύο— που πήγαμε πάνω και κοιμόμασταν σε αυτά τα γραφεία —ήταν άδειο, βέβαια, το κτίριο— και κατέβηκα κάτω, πρωί-πρωί, τις φάγαμε. Τις έφαγα πρωί-πρωί.
Εκεί ήταν η σκηνή που έλεγες;
Ε, η σκηνή ήτανε… Η ταράτσα που ήταν η σκηνή είχε αυτό το πράγμα, είχε αυτό που ήταν σαν πηγάδι και καλά. Αλλά, δεν γίνεται να έχει πηγάδι πάνω στην σκηνή. Το σήκωσες και έβλεπες σκάλα και λες: «Πού οδηγεί αυτή η σκάλα;». Ήμουνα με έναν φίλο και λέμε: «Πού οδηγεί αυτή η σκάλα;». Μπήκαμε με έναν φακό και κατεβαίναμε, κατεβαίναμε, κατεβαίναμε. Μας έκανε πάρα πολύ μεγάλη εντύπωση όλο αυτό το πράγμα. Και βρεθήκαμε μέσα… Πέσαμε δύο υπόγεια κάτω απ’ τη γη και μετά ξαναανεβήκαμε πάνω. Για αυτό έγινε όλο αυτό το πράγμα. Βέβαια, εμένα θέλαν να με διώξουνε. Θεωρούσα αδιανόητο ότι έρχεται κάποιος να σε διώξει από έναν ανοιχτό χώρο. Δηλαδή, αυτό ήτανε για μένα τότε ότι είναι ο μέγας, ο μέγιστος φασισμός, ας πούμε, το να σε διώξουν από έναν ελεύθερο χώρο, ας πούμε. Εντάξει, ΟΚ, και στην τελική-τελική, δεν έκανα κανένα σφάλμα. Θα μπορούσαν να μ’ είχανε πιάσει και να μου ‘χανε πει «Sorry», ας πούμε, «τι μαλάκας είσαι; Κάτσε, αγοράκι μου», επειδή με βλέπανε και μικρό. Ήρθαν τύποι, τώρα, που ήταν 50 και 55 χρονών και ήταν και χρόνια στα… κατάλαβες. Και πώς να σου πω, ότι θα μπορούσαν να μου ‘χανε πει… αυτό. Αλλά, παρόλα αυτά, επιλέξανε τον άλλο… Γιατί στην Αθήνα, λίγο έπαιζε και αυτό στα Εξάρχεια. Έβλεπα ότι παίζανε πολλοί, τσακωνόντουσαν… χτυπούσαν πολύ. Υπήρχε αυτό. Κάπως σαν αγέλη ήταν εκεί το πράγμα, ξέρεις. Χτυπούσαν πολλοί έναν και ήταν κάτι που δεν μ’ άρεσε να το βλέπω. Παρόλα αυτά, έκατσα οχτώ μέρες. Πόσες μέρες ήμουνα εκεί πέρα; Δέκα μέρες, οκτώ με δέκα μέρες έτρωγα ξύλο. Δεν θυμάμαι πόσες μέρες ήτανε. Έτρωγα αρκετές μέρες, σίγουρα πάνω από βδομάδα. Μέχρι που έγινε κάτι… Είχε γίνει η φάση με την Κερατέα, ένα κάλεσμα. Ήταν η φάση τότε με την Κερατέα με τα ΧΥΤΑ. Και είχαν έρθει απ’ την Κερατέα και κάναν ένα βίντεο για να δείξουν τι γίνεται στην Κερατέα. Και τότε εγώ το είδα αυτό το πράγμα και ήμουνα σε φάση… Ήθελα πολύ… Λέγανε αυτοί ότι «Θέλουμε αλληλεγγύη», ξέρεις, θέλουμε κόσμο να έρθει στην Κερατέα να μας βοηθήσει να… να αυτό, αλληλεγγύη». Τέλος πάντων, βλέπαμε, βλέπαμε και τους… Και μιλάω εκείνη τη στιγμή και τους λέω ότι «Θέλω να ‘ρθω, θέλω να ‘ρθω, ας πούμε». Και τους λέω: «Έχετε χώρο να με πάτε;». Και είχαν έρθει με πούλμαν και μπήκα μαζί με έναν φίλο στο πούλμαν. Βέβαια, ο φίλος μου με πρόδωσε, γιατί ήθελε να πάει στο Λαύριο, που είναι κοντά στην Κερατέα, και το θεώρησε σαν… Και εγώ νόμιζα ότι θα πήγαινα μαζί του και βρέθηκα μόνος μου μετά να ‘μαι στην Κερατέα. Και μπήκα σε μία εμπόλεμη ζώνη ολομόναχος. Και βρίσκομαι τώρα εκεί σε ένα μπλόκο που είχαν κάνει οι Κερατιώτες μες στη μέση του δρόμου με βαρέλια, με κόλπα, με τέτοια, μ’ αλλιώς. Και σκάει, γίνεται [01:20:00]εμπόλεμη ζώνη. Με στρατιωτικά ρούχα οι τύποι και ήτανε εμπόλεμη ζώνη! Και με παρατάει και ο φίλος. Και εκεί που ήμουνα, τώρα, που νόμιζα ότι έκανε κρύο εκεί πέρα στους δρόμους, πάω εκεί… Εντάξει! Μου λένε «Έχει οχτώ βαρέλια», πόσα είχε… Ε, και εκεί ήταν άλλη φάση. Έκατσα κάμποσο καιρό στην Κερατέα. Στην αρχή λίγο με πέρασαν για… απ’ τα πάντα, από ρουφιάνο: «Ποιος είσαι; Τι κάνεις;». Δεν ξέρανε ποιοι ήταν, ξέρεις. Τους την πέφταν και πολύ εκεί πέρα τότε. Είχε γίνει πολύ γνωστό αυτό το θέμα. Και τους λέω ότι «Ήρθα για αλληλεγγύη εδώ πέρα», μέχρι μία φάση, όταν με είπε κάποιος «Ποιος είσαι εσύ; Τι είσαι εσύ εδώ πέρα; Της αστυνομίας», μου λέει, «είσαι;». Και τρελάθηκα, γιατί ερχόμουνα και πήγαινα και έμενα εκεί στο μπλόκο που είχαν φτιάξει. Έμενα στο πάτωμα με ένα μπουφάν. Δεν είχα ούτε sleeping bag. Δεν είχα πάρει τίποτα μαζί μου και ήμουν στο πάτωμα με το μπουφάν, δίπλα από τη σόμπα, στο χαλίκι. Και είχα… Με έπιασε το παράπονο. Δηλαδή, είμαι τόσες μέρες εδώ πέρα. Είχα την κιθάρα μαζί μου αλλά δεν είχα παίξει ποτέ, γιατί ήταν εμπόλεμη ζώνη φουλ εκεί πέρα, κατάλαβες. Δεν μπορούσα εγώ τώρα να κάτσω να τους παίζω μουσικές εκεί πέρα και τέτοια. Έτσι θεωρούσα. Και με πιάνει το παράπονο και πάω και τον λέω αυτόν που μου είπε έτσι —που ήταν μεγάλος σε ηλικία και έκανε παρέα— και δεν μάσησα και του λέω… τον έκραξα τόσο πολύ. Του έλεγα: «Δεν ντρέπεσαι λίγο; Μαλάκα. Ξέρεις ότι έχω έρθει εδώ πέρα να δείξω την αλληλεγγύη μόνος μου. Μένω στο πάτωμα τόσες μέρες. Με βλέπετε ότι είμαι στο πάτωμα κλπ. κλπ. και μου λέτε αυτό και αυτό και αυτό; Δεν ντρέπεσαι λίγο;». Και μετά με ακούει ένας εκεί πέρα που ήταν… Συγχωριανοί ήταν στην ουσία όλοι και αυτός ήτανε… Γενικά, τον άκουγαν αυτόνε. Του λέει «Καλά, δεν ντρέπεστε λίγο», τους λέει και αυτός, «το παιδί… Δεν το ξαναενοχλείτε το παιδί». Εγώ έφυγα, τέλος πάντων, από κει πέρα, από κει που ήταν αυτοί. Πήγα δίπλα στο τελευταίο βαρέλι, πήρα την κιθάρα μου από παράπονο, έβγαλα την κιθάρα και έπαιξα το Βαρέθηκα του Νικόλα του Άσιμου, που λέει: «Βαρέθηκα τη μίζερή μου φύση». Και ακούσανε μουσικούλα και τσούκου τσούκου… Αυτοί είχαν να ακούσουν μουσική πολύ καιρό, ρε φίλε, και κάπως η καρδιά τους λίγο τους έκανε κρακ και… μαχαίρι στην καρδιά. Ήταν και το κομμάτι. Τους έπαιξα λίγο Άσιμο, τους έπαιξα και κάτι δικά μου και κάτι τέτοια. Και μαζεύτηκαν όλοι γύρω, πάνω απ’ το βαρέλι, και λέω: «Κοίτα, ρε φίλε, από βαρέλι σε βαρέλι». Και σου λέω: Ήταν απ’ τις πιο ωραίες στιγμές που έχω παίξει ποτέ μουσική. Ακόμα και τώρα που έχω παίξει σε πολύ κόσμο, σε μεγάλες συναυλίες… Απ’ τις πιο ωραίες στιγμές εκείνη η στιγμή. Ήταν όλοι σιωπηλοί γύρω απ’ το βαρέλι. Πίνανε όλοι από ένα ποτηράκι κρασί, ξέρεις, έτσι και μετά ήρθαν αυτός που μου είπε έτσι. Με ακούσανε να παίζω μουσική και λένε: «Εντάξει, αυτός δεν είναι με τίποτα…». Μου ζήτησαν όλοι συγγνώμη. Έκατσα ακόμα κάποιες μέρες. Την επόμενη μέρα μού φέρανε ρούχα, παλτό, sleeping bag, μου φέραν μία κιθάρα ισπανική που έκανε 1.700 ευρώ δώρο, που αυτή η κιθάρα είναι που κάψανε —γιατί μετά ξαναγύρισα πίσω στα Εξάρχεια. Έκατσα εκεί λίγες μέρες, ξαναγυρνάω. Την ίδια νύχτα μού δώσαν και κάποια λεφτά. Ήταν κάποια παιδιά που δεν είχανε να φάνε εκεί πέρα, έτσι. Ήμασταν όλοι μαζί. Τους έβλεπα στο δρόμο. Μου δώσαν και 20 ευρώ στην τσέπη οι Κερατιώτες όταν έφυγα. Μου πληρώσαν το εισιτήριο, ρούχα, κιθάρες. Γύρισα με δύο κιθάρες. Βλέπω τα παιδιά εκεί. Τους λέω: «Να πιούμε μια μπύρα ο καθένας, λίγο να φάμε κάτι. Έρχεται νύχτα, κρύο». Καίει ένας, ένας χρήστης —ούτε τον ήξερα— την κιθάρα την 1.700άρα που μου ‘κάναν δώρο, ισπανική, απίστευτη κιθάρα. Δεν το πίστευα. Έχει μείνει η μισή, έχει μείνει. Το καμένο το μέρος το έχει κρατήσει ένας άνθρωπος. Το έχει σαν κειμήλιο. Εγώ δεν την ήθελα. Τι να την κάνω, ας πούμε, δεν… Κουβαλούσα, δεν μπορούσα να κουβαλάω και περιττά πράγματα. Το κράτησε αυτός, ξέρω γώ, για να το βάλει κάπου, ξέρω ‘γώ… Και την ίδια νύχτα μού σπάνε και την άλλη τη δικιά μου την κιθάρα, γιατί δεν είχαμε, δεν είχαμε πού να κοιμηθούμε —γιατί εμένα, όταν μου την πέσανε τότε στα Εξάρχεια μού σπάσαν τη σκηνή, μου την πετάξαν από πάνω, οπότε ξανακοιμήθηκα στο «σαλιγκάρι». Αλλά, εκεί ήτανε μια απ’ τις πιο κρύες νύχτες που είχαμε περάσει ποτέ, που υπήρχε στην Αθήνα τότε. Και είχαμε μαζευτεί, θυμάμαι, εφτά άτομα και κοιμηθήκαμε όλοι μαζί στο «σαλιγκάρι». Γιατί το λέω «σαλιγκάρι»; Γιατί είναι ένα σαν σπειροειδές που έμπαινες μέσα. Και έβλεπες τώρα ότι ήμασταν όλοι με δύο κουβέρτες, και τις κουβέρτες τις είχαμε τέντα και ήμασταν αγκαλιασμένοι όλοι για να μην πεθάνουμε απ’ το κρύο, ρε φίλε, που όντως εκείνη την ημέρα είχανε πεθάνει τρία άτομα, είχανε πει, απ’ το κρύο στο δρόμο. Είχαμε κοιμηθεί όλοι και ένας που έσκασε τελευταία στιγμή, για να μην κοιμηθεί κάτω στο πάτωμα, έβαλε την κιθάρα μου κάτω και κοιμήθηκε… Και ξάπλωσε πάνω στην κιθάρα μου και μου την έσπασε. Οπότε, λέω: «Έως εδώ ή Αθήνα, τέρμα». Τους λέω έτσι, μου βρίσκουνε μια κιθάρα όντως την επόμενη, μου κάνουν δώρο την επόμενη μέρα μία κιθάρα και σηκώνομαι και φεύγω απ’ την Αθήνα. Και ξεκινάω το ταξίδι μου και έφυγα απ’ την Αθήνα.
Τι είχε γίνει στην Κερατέα; Για ποιον ακριβώς… Ποιος ήταν ο λόγος, αν θυμάσαι;
Για τα ΧΥΤΑ. Θέλανε… Για τα σκουπίδια, να καίνε τα σκουπίδια.
Ωραία. Οπότε, έτσι αποφάσισες να φύγεις απ’ την Αθήνα. Είπες: «Το είδα και αυτό»…
Ναι, το είδα και αυτό, το έζησα, τερματίστηκε η κατάσταση, ας πούμε. Πόσο άλλο; Είναι… Ξέρεις, με έπιασε η… Μου ‘λειψε… Να σου πω, επειδή είχα μεγαλώσει και σε χωριό και σε νησί, μου ‘λειψε η θάλασσα, μου ‘λειψαν τα δέντρα, μου λείψαν… Δηλαδή, μου ‘λειψε η φύση. Η Αθήνα τότε ήτανε χάος, ρε φίλε. Δεν είναι… Αυτό που σου είπα, κυνηγούσες να βρεις τον ήλιο. Είναι χάος. Κυνηγάς να βρεις τον ήλιο, δηλαδή… Ειδικά όταν είσαι και στο δρόμο, ας πούμε, εντάξει, για να ζεσταθείς, πώς να σου πω… Οπότε, ήθελα να φύγω από κει, ήθελα να γυρίσω. Μετά με έπιασε αυτό το να ταξιδέψω την Ελλάδα, να δω τις υπόλοιπες πόλεις της Ελλάδας.
Και άρχισα και ξεκίνησα και πήγαινα από πόλη σε χωριό και από χωριό σε πόλη και γύρισα πάρα μα πάρα πολλές πόλεις της Ελλάδας. Είναι πάρα πολλές. Δεν ξέρω πόσες είναι. Έχω χάσει το μέτρημα, αλλά είναι πάρα πολλές πόλεις της Ελλάδας και νησιά και… Έπαιζα μουσική και αυτό. Μουσική στο δρόμο και πάλι δρόμος. Και έμενα και πάλι δρόμο, γιατί δεν ήξερα πού να μείνω, αφού εκεί που νόμιζα ότι έκανε κρύο στην Αθήνα πήγαινα στη βόρεια Ελλάδα και πάθαινα την πλάκα της ζωής μου! Ντάξει, βέβαια, μετά άρχισα λίγο να μην ντρέπομαι, γιατί όταν πήγαινα στην επαρχία και έπαιζα μουσική δεν έπαιζε κανένας μουσική στην επαρχία τότε, ας πούμε, σε πολλές πόλεις της επαρχίας, ας πούμε, ναι, οπότε ερχόντουσαν άνθρωποι και λέγανε «Ουάου», ξέρεις, και ήτανε πολύ φιλικοί. Δηλαδή, είδα ανθρωπιά στην επαρχία, που δεν έβλεπα στην Αθήνα αυτήν την ανθρωπιά. Δηλαδή ερχόντουσαν άνθρωποι και σου μιλούσανε, σε κερνούσανε μία μπύρα, σου λέγανε «Να πάμε να πιούμε μία μπύρα μετά, ρε αλάνι», σου λέγανε, «να τα πούμε όλοι μαζί». Έβλεπες παιδιά που παίζανε μουσική έτσι με τη μία και τους έλεγα εγώ μετά στεγνά «Μήπως έχετε να με φιλοξενήσετε καμία νύχτα; Δεν έχω πού να μείνω» και τέτοια, ας πούμε. Εντάξει, πολλοί άνθρωποι τη μία νύχτα δεν την κάναν ποτέ μία νύχτα. Θέλαν, μου λέγανε «Μείνε όσο γουστάρεις», ας πούμε, γιατί ήτανε και… Κάποιοι μπορεί να ήταν φοιτητές, κάποιοι μπορεί να ήταν μόνοι τους, κάποιοι μπορεί οτιδήποτε. Και έτσι, έκανα πάρα, πάρα πολλούς φίλους και άνοιξα μία πόρτα σε πάρα πολλές… Σε κάθε πόλη άνοιγα από μία πόρτα, ξέρεις. Γύρναγα αυτές τις πόλεις, ταξίδευα, ταξίδευα, ταξίδευα και μετά με έπιανε η ανάγκη να ξαναπάω να δω αυτούς τους φίλους μου από τα ταξίδια, οπότε ξαναγύρναγα και γινόταν πιο μεγάλος ο κύκλος σε πολλές πόλεις και μετά ξαναπήγαινα πάλι. Δηλαδή, μ’ άρεσε πάντα να ξαναεπισκέπτομαι τους ανθρώπους που είχα γνωρίσει στα άλλα χωριά και στις άλλες πόλεις, οπότε… Ακόμα και τώρα, δηλαδή. Ειδικά πριν γίνει το lockdown πάντα είχα την αφορμή να κάνω περιοδεία. Έκανα, δηλαδή, την περιοδεία μου χωρίς να είμαι κανένας, ας πούμε, γνωστός μουσικός, ας πούμε, πολύ γνωστός μουσικός στην Ελλάδα και τέτοια, που κάνουν περιοδείες… Εμένα οι περιοδείες μου, που έχω και ανεβασμένες, ας πούμε — υπάρχουνε και αρχεία—, ήτανε πάντα μεγάλες, ήτανε δώδεκα δεκατρείς πόλεις, δηλαδή λες και είσαι καταξιωμένος μουσικός. Εγώ, βέβαια, αυτό το είχα κερδίσει από το δρόμο και από τους φίλους, δηλαδή, και πήγαινα για να τους επισκεφτώ. Πάντα έβρισκα αφορμή να κάνω χειμερινό tour, φθινοπωρινό tour, καλοκαιρινό tour… Εντάξει, ήμουνα και μόνος μου.
Για πες μου λίγο για την εμπειρία τώρα του δρόμου. Μιλήσαμε για τις δυσκολίες του δρόμου στην Αθήνα, να πούμε και για τη μουσική. Πώς ήταν, πώς ένιωσες την πρώτη φορά που βγήκες να παίξεις έξω, στην Ερμού;
Τότε, ναι. Η εμπειρία. Ήταν πάρα πολύ ωραίο γιατί γίνεσαι παρατηρητής. Ένιωσα ότι, ενώ μου άρεσε να παρατηρώ… Και στο θέατρο μάς λέγανε, στη δραματική σχολή, ότι ένας ηθοποιός γενικά πρέπει να παρατηρεί πάρα πολύ τους ανθρώπους, ας πούμε, τα πάντα δηλαδή, πώς κινούνται, πώς περπατάνε, άμα κάποιος μπορεί να κουτσαίνει, πώς κουτσαίνει, ξέρεις, για λόγους θεατρικούς. Εκείνη τη στιγμή, ενώ παρατηρούσα και νόμιζα ότι παρατηρώ, δεν παρατηρούσα πραγματικά. Αυτή ήταν η [01:30:00]πραγματική εμπειρία, ότι άρχισα να παρατηρώ τον κόσμο, γιατί είσαι στάσιμος και βλέπεις τον κόσμο να κινείται, ας πούμε, και να ανακυκλώνεται συνέχεια και συνέχεια. Και αυτό λίγο-λίγο άρχισε να γίνεται… Ξες, πάντα όταν φεύγεις από την απέξω και βλέπεις είναι —πώς να σου πω;— πολύ όμορφο απ’ τη μία, δηλαδή καταλαβαίνεις πολλά πράγματα. Αυτό ήταν, αυτή είναι η εμπειρία, ότι… Α, και επίσης ένιωσα πολύ ελεύθερος και μία ελευθερία, ένα είδος ελευθερίας, ας πούμε, ότι έπαιζα μουσική χωρίς να… Απλά έπαιζα μουσική. Ένιωθα ελεύθερος, τραγούδαγα… Ένιωθα ελεύθερος… Η ελευθερία είναι πολύ μεγάλη κουβέντα. Ένιωθα μία μορφή της ελευθερίας και αυτό με… Όμορφα.
Ο κόσμος πώς αντιδρούσε; Τι σου έκανε εντύπωση θυμάσαι; Την πρώτη φορά που σου αφήσαν λεφτά πώς ένιωσες;
Ε… Χάρηκα, χάρηκα, γιατί ήτανε σαν να μου έλεγε… Χωρίς να μου λέει κάποιος ότι, ας πούμε, «Μπράβο», ξέρεις, ένιωθες μία ώθηση ότι σε παίρνει να το κάνεις αυτό που κάνεις.
Οπότε, στην Αθήνα ένιωσες ότι κατέκτησες το δρόμο σιγά-σιγά, έτσι, τους μήνες που έμενες.
Ναι, ναι, ναι, ναι. Μετά από μία φάση έκανα και τρέλες. Δεν με ένοιαζε και τίποτα. Πραγματικά κατέκτησα το δρόμο. Ένιωθα ότι ήταν… Πατούσα στο δρόμο, ένιωθα πραγματικά να πατάω στο δρόμο, σαν να λένε ότι πατάς στο σανίδι. «Πατάει στο σανίδι», λένε, «αυτός». Εγώ ένιωθα ότι πατούσα στο δρόμο, πατούσα στην άσφαλτο, πατούσα στο πλακόστρωτο.
Φεύγοντας τι έκανες; Χαιρέτησες τον κόσμο; Πώς έφυγες;
Δεν χαιρέτησα κανένανε. Απλά έφυγα μία νύχτα.
Πού πήγες;
Στην Πάτρα πήγα μαζί με μία φίλη πρώτη φορά. Μετά απ’ την Πάτρα πήγα Κέρκυρα μετά από καιρό και είδα τη μάνα μου —γιατί δεν μιλούσαμε στο τηλέφωνο και τέτοια. Δεν είχαμε ούτε τηλέφωνα. Ήτανε πάρα πολύ ωραία εμπειρία και ήτανε πάρα πολύ ενδιαφέρον αυτό, βασικά, γιατί γύρισα στην Κέρκυρα —πώς ξεκίνησε η φάση;— και είπα: «Θα ξεκουραστώ λίγο στην Κέρκυρα». Είδα τους φίλους μου —καλά, εκεί άλλη φάση μετά—, ένιωσα πάλι σπίτι, έγραψα, ένιωσα πάλι λίγο την… Έγραψα λίγο κάποια άλλα τραγούδια που ήτανε πιο εύθυμα εντέλει, γιατί βγήκε μάλλον απ’ τους φίλους και από την οικογένεια και… Η μάνα με πρόσεξε. Με πρόσεχε με αγάπη, μου έφτιαχνε πρωινά και τέτοια. Ωραία πράγματα. Και έβγαινα λίγο πάλι δρόμο. Έπαιξα δρόμο στην Κέρκυρα. Εκεί τους φάνηκε περίεργο, γιατί με ξέρανε και… Άλλα, είχα παίξει πρώτη φορά στην Ερμού, όποτε είχα βιώσει τόσα πράγματα, που δεν με ένοιαζε τίποτα. Πώς να σου πω; Δεν με ένοιαζε τίποτα. Έβγαινα εκεί, έπαιζα, έβγαζα και ωραίο μεροκάματο, πολύ καλύτερο απ’ την Αθήνα. Και είδα έναν άνθρωπο… Δεν ήξερα άμα θα καθόμουνα πολύ ή λίγο. Απλά, πήγα λίγο να… δεν ξέρω για ποιον λόγο. Και είδα έναν τύπο που ήταν απ’ τη Γαλλία. Αυτός έκανε… Ταξίδευε και είχε βρει ένα γεράκι χτυπημένο στο δάσος και με ρώτησε άμα ξέρω κάπου να το πάμε να… Του λέω: «Φέρε το γεράκι να το δούμε». Πάμε να αγοράσουμε κάτι κοτοπουλάκια για το γεράκι να τα φάει ωμά, έτσι. Το γεράκι ήταν στα τελευταία του. Αλλά, ήτανε ο συνδετικός κρίκος, γιατί έπαιζε κι αυτός μουσική, και έπαιζε gypsy jazz αυτός. Ήτανε κιθαρίστας gypsy πολύ καλός. Και έπαιζα και εγώ. Μου άρεσε το gypsy jazz τότε. Σιγά-σιγά άρχισα να το μαθαίνω πριν τον γνωρίσω, αλλά αυτός το κατείχε, γιατί στη Γαλλία παίζουν αρκετά αυτή τη μουσική, έτσι, [Δ.Α.] κλπ. Οπότε, παίξαμε λίγο μαζί κιθάρα. Μου λέει «Έλα να βγούμε. Θες να βγούμε μαζί δρόμο;» και του λέω: «Εννοείται». Βγήκαμε μαζί. Ήταν πρώτη φορά που βγήκα με κάποιον άλλον. Και μετά, επειδή παίζαμε ωραία, ήταν πολύ ενδιαφέρον όλο αυτό το πράγμα —είχαμε έναν φίλο εκεί που ήταν βιολιστής. Επειδή του άρεσε αυτό το σύνολο που ακουγότανε, μπήκε και αυτός τρίτος, και έτσι φτιάξαμε μία τριμελή μπάντα, ένα τρίο, που το τρίο, επειδή στην Κέρκυρα είναι πάρα πολλοί μουσικοί, ως γνωστόν —έχει και το Μουσικό Πανεπιστήμιο και γενικά παίζουν πάρα πολλοί μουσικοί εκεί—, έγινε μία μπάντα των δέκα ατόμων. Και κάναμε μία balkan τότε. Το πρώτο μου συγκρότημα με βαλκανική μουσική. Παίζαμε και gypsy jazz κλπ., που κράτησε τέσσερις μήνες, πέντε μήνες. Και κάποιος με πήρε τηλέφωνο —όχι με πήρε τηλέφωνο, με βρήκε από μία συναυλία που κάναμε στην Κέρκυρα με τα παιδιά. Πήρε τηλέφωνο το μαγαζί, γιατί εγώ δεν είχα τηλέφωνο, και το μαγαζί έδωσε το τηλέφωνο του βιολιστή. Και πήρε τηλέφωνο αυτός, ένα παιδί απ’ την Κοζάνη που με είχε γνωρίσει τότε στην Αθήνα, το βιολιστή, μπας και… γιατί ήθελε να με δει, ήθελε να μιλήσει μαζί μου, γιατί είχαμε περάσει… Αυτός ήταν ένας ΠΑΟΚτζής. Εγώ, βέβαια, δεν είχα ομάδα. Αλλά, με έχει φιλοξενήσει στο σύνδεσμο του ΠΑΟΚ μία νύχτα που έκανε πολύ κρύο. Την επόμενη μέρα τον κάψανε τον σύνδεσμο του ΠΑΟΚ! Είχε πολλή πλάκα, δηλαδή, αυτό που σου λέω, ότι ήμουνα τυχερός. Ήμουνα πολύ τυχερός, ας πούμε, τότε που ήμουνα στην Αθήνα. Δηλαδή, γινόταν… Πάντα τη γλίτωνα για λίγες ώρες, ας πούμε, την επόμενη νύχτα. Δηλαδή, άμα ήμασταν την άλλη νύχτα μπορεί να… Ξέρω ‘γώ τι μπορεί να έχει γίνει; Εντέλει, με βρήκε. Μίλησε με το βιολιστή. Λέει: «Τον ξέρεις; Πού είναι;». «Εδώ είναι, δίπλα μου». Μιλάμε και μου λέει «Πού είσαι ρε; Σε ψάχνω τόσο καιρό. Θέλω να… Είμαι στην Κοζάνη, έχω τα γενέθλιά μου και θέλω να έρθεις να κάνεις ένα live», λέει, «σε ένα μαγαζί. Και είδα ότι έχεις και την μπάντα σου. Πες σε όλη την μπάντα. Θα σας πληρώσω εγώ. Θα σας πληρώσει και το μαγαζί και θα σας πληρώσουμε και καλά», λέει. «Ελάτε εδώ στην Κοζάνη». Εγώ Κοζάνη δεν είχα πάει ποτέ. Είχα κάτσει λίγο στην Κέρκυρα εκεί πέρα με αφορμή, ξέρεις… Δεν ήξερα πόσο θα κάτσω, αλλά και η μπάντα με τράβαγε γιατί είχαμε φτάσει πολύ ωραία. Από τα δέκα άτομα, που λες, δεν ήρθε κανένας στην Κοζάνη. Δεν ήθελε να πάει κανένας. Δεν ξέρω για ποιον λόγο. Ε, και τους λέω: «Πάω να κάνω το live μόνος μου και έρχομαι σε μία εβδομάδα». Και γύρισα μετά από τρία χρόνια!
Αυτό ήταν μετά την Αθήνα, έτσι; Κάνατε την μπάντα μετά την Αθήνα, στην Κέρκυρα, έγινε αυτό, έφυγες για Κοζάνη.
Έφυγα για Κοζάνη.
Τι έγινε εκεί;
Το ένα live έφερνε το άλλο. Και επειδή κάπως… Έπαιξα στην Κοζάνη. Πήγα για ένα live και έκανα τρία live. Μετά με φωνάξαν σε ένα χωριό της Κοζάνης, εκεί στην Αιανή, να πάω να κάνω ένα άλλο live, που μου λέγανε «Πού πας εκεί;» και «Τι κάνεις; Δεν θα είναι κανένας. Μόνο ηλικιωμένοι θα είναι». Αντιθέτως, είχαν μαζευτεί όλα τα μικρά χωριά στο μαγαζί. Τα πάντα, ρούχα μού δώσανε, παλτά μού δώσανε. Τα καλύτερα εκεί πέρα. Κόσμος, όλοι, παιδιά. Ήτανε πάρα πολύ όμορφα. Φεύγω από κει. Μετά μου είπανε για ένα live στην Καστοριά. Κοζάνη-Καστοριά είναι κοντά. Ξαναγυρνάω. Φλώρινα, μου λένε Φλώρινα. Μετά κατεβαίνω πάλι Κοζάνη, κατεβαίνω Τρίκαλα. Μετά απ’ τα Τρίκαλα κάθομαι εκεί. Ήτανε μετά, κοντεύαν τα Χριστούγεννα. Πάω Γιάννενα, παίζω Γιάννενα. Ήμουνα κοντά στην Κέρκυρα. Λέω: «Θα πάω Κέρκυρα». Πάω να πάρω το ΚΤΕΛ για να πάω Ηγουμενίτσα. Αργούσε. Έλεγε: «Θεσσαλονίκη σε δέκα λεπτά». Κοιτούσα Κέρκυρα-Θεσσαλονίκη, Κέρκυρα-Θεσσαλονίκη. Μπήκα, πήγα Θεσσαλονίκη. Ε, μετά από Θεσσαλονίκη —όλο αυτό κράτησε πολύ καιρό, ε;— έκατσα έκανα ένα demo. Μεγάλη ιστορία. Θα σου… Κάπως άμα θες την αναλύουμε μετά, γιατί πήγα Θεσσαλονίκη, πώς και τι έγινε εκεί στη Θεσσαλονίκη. Και μετά έκανα ένα demo στη Θεσσαλονίκη, το πρώτο μου demo, το πρώτο μου CDάκι, έτσι. Και μετά δεν ήξερα τι να κάνω. Και σκάει και ακούω μία φωνή στο κεφάλι μου. Ήταν πολύ περίεργο: «Βόλος». Δεν ήξερα το Βόλο, ποτέ. Τίποτα για το Βόλο δεν είχα… Μου ‘σκασε πάρα πολύ έντονα το «Βόλος», το οποίο ήταν πάρα πολύ περίεργο. «Βόλος, Βόλος»!
Ωραία. Πάμε... Όλα αυτά… Βέβαια, κατά τη διάρκεια έπαιζες μουσική στο δρόμο, έτσι;
Ναι, ναι. Και μουσική και σε κάποιες πόλεις στην αρχή δεν είχα και πού να μείνω και έμενα έξω, όπως στα Τρίκαλα. Χειμώνα.
Οπότε, ήτανε η Πάτρα, μετά την Αθήνα.
Ναι.
Έκατσες Πάτρα, τι έκανες;
Έκατσα Πάτρα. Εκεί έκατσα καλά, γιατί πήγα σε ένα σπίτι με μία φίλη εκεί πέρα, που είχε τζάκι, είχε κόλπα, είχε αλλιώς. Και χαλάρωσα, μπορώ να πω, λίγο και μετά γύρισα Κέρκυρα.
Αυτό… Ήσουν πότε όταν έφυγες απ’ την Κέρκυρα;
Πότε…
Πότε ήταν όταν έφυγες απ’ την Κέρκυρα;
Θα σε γελάσω με τις χρονολογίες. Θα σε γελάσω, γιατί δεν είμαι ακριβώς σίγουρος τώρα… Δεν έγραφα, δεν γράφω και ημερολόγιο, δεν ξέρω ακριβώς τις χρονολογίες. Και είναι τόσα πολλά πράγματα που έχουνε γίνει, που έχω χάσει και ακριβώς τώρα ποια εποχή ήτανε, ποια χρονιά ακριβώς ήτανε. Να σου πω τώρα, να σου πω ότι ήτανε το ‘12; Θα σε γελάσω. Να σου πω ότι ήτανε το ‘11; Θα σε γελάσω. Δεν είμαι σίγουρος. Μπορεί να ήταν το ‘11, μπορεί να ήταν το ‘12, μπορεί να ήταν το ‘10, μπορεί να ήτανε… Δεν είμαι σίγουρος με τις ημερομηνίες ακριβώς. Ή άμα [01:40:00]τα βάλουμε χρονικά μπορούμε να τα βρούμε, ναι. Αλλά, ήταν εκεί κοντά, ας πούμε. Τώρα έχουμε ‘21.
Ήσουν, δηλαδή, 21 χρονών, πόσο…
Ήμουνα 21-22 χρονών, ναι. 21-22 χρονών πήγαινα εκεί.
Και στη συνέχεια συνέχισες να ταξιδεύεις με τον ίδιο τρόπο που είχες μάθει—
Με τον ίδιο—
ουσιαστικά—
με τον ίδιο τρόπο.
Εννοώ μετά την Κέρκυρα.
Μετά την Κέρκυρα Κοζάνη, όπως είπαμε. Κοζάνη ήταν ο πρώτος προορισμός και πήγαν όλα αυτά τα σερί τα μέρη.
Εκεί γνώρισες ανθρώπους; Θυμάσαι κάτι—
Πολλούς ανθρώπους—
που σου έκανε εντύπωση;
Πάρα πολλούς ανθρώπους, πάρα πολλούς ανθρώπους. Αυτό που ήθελα να σου πω πριν, που μου ‘κανε πάρα πολύ εντύπωση εκεί στην Αιανή, που μου ‘πανε ακόμα και απ’ την Κοζάνη «Πού πας να παίξεις» —ενώ απ’ την Κέρκυρα μού λέγανε «Πού πας να παίξεις στην Κοζάνη», μου λέγανε, «ρε φίλε;». Ξέρεις, στην Κοζάνη. «Πού θα…». «Ναι ρε, Κοζάνη ρε! Πάμε να δούμε τι είναι η Κοζάνη. Δεν έχουμε πάει ποτέ. Όλοι πάτε στο Βερολίνο και στο Άμστερνταμ και δεν ξέρετε πού είναι, δεν έχετε πάει στην Κοζάνη», ξέρεις. Ναι. Αυτό είχα, ότι όλοι ταξιδεύαν στο εξωτερικό. Λέγανε «Πού θα πάτε;», «Θα πάμε στο Παρίσι», ενώ, ξέρεις, στα Τρίκαλα δεν είχανε πάει ποτέ, ξέρεις. Οπότε, λέω: «Όχι, ρε φίλε. Δεν θα πάω στο Παρίσι. Θα πάω να δω πού είναι τα Τρίκαλα, να δω πώς είναι τα Τρίκαλα» π.χ. Τρίκαλα και κάθε Τρίκαλα, ξέρεις, κάθε πόλη, κάθε νησί. Πάω και μου λένε, τέλος πάντων, απ’ την Κοζάνη: «Πού πας στην Αιανή να παίξεις;». Αυτό που σου είπα πριν. «Θα είναι μόνο οι γέροι». Εκείνη την ημέρα τι έγινε; Έρχεται απ’ τη Θεσσαλονίκη ένας που σπούδαζε ηχοληψία που ήτανε από την Αιανή και έρχεται μόνο εκείνη τη μέρα γιατί έπρεπε να κάνει μία δουλειά με την οικογένειά του. Οπότε, δεν το πίστευε κι αυτός, γιατί δεν γινόντουσαν live στην Αιανή. Πολύ σπάνια γινόντουσαν. Οπότε, μου λέει… Και βλέπει, βασικά, εκεί, λέει «Live! Πω», λέει, «τέλεια. Ήρθα για μία μέρα», λέει, «στο χωριό και έχουμε και live!». Και, σου λέω, είχε γίνει πανικός στο μαγαζί. Είχε γίνει πόλεμος εκεί πέρα. Έχουνε μαζευτεί πάρα πολλά άτομα, μεγάλοι μικροί. Έβλεπες από 16 χρονών παιδιά, 15 χρονών μέχρι 70 χρόνων. Εντάξει, γενικά εμένα μ' αρέσει και πάρα πολύ ο Άσιμος. Τους έπαιζα και λίγο Άσιμο. Ο Άσιμος Κοζανίτης, εκεί πέρα τον είχανε πάρα πολλή αγάπη. Κλαίγανε όλοι εκεί πέρα και τέτοια.
Ωραία. Οπότε, για περιέγραψέ μου λίγο εκείνα τα χρόνια—
Ωραία—
μέχρι την επιστροφή στην Κέρκυρα.
Ωραία, όχι όχι. Να σου πω, από κει που συνεχίσαμε, συγνώμη—
Συγνώμη—
από κει που το αφήσαμε, με την Αιανή, γιατί ήρθε αυτό το παιδί εκεί πέρα τη νύχτα, που είπε έτσι, ενώ υπήρχε πάρα πολύς κόσμος. Και πάω στην τουαλέτα, κάνω ένα διάλειμμα και λέει: «Είμαι στη Θεσσαλονίκη. Σπουδάζω ηχοληψία και μπορώ να κάνω έναν δίσκο για πρακτική και θέλω να σου κάνω έναν δίσκο δωρεάν». Δηλαδή, εκεί που μου λέγανε «Πού θα πας, πού θα πας στο χωριό εκεί πέρα; Είναι μόνο ηλικιωμένοι», όχι μόνο αυτό αλλά και αυτός που έχει το μαγαζί, ο αδερφός του ήταν σχεδιαστής μόδας στο Παρίσι και του ‘χε φτιάξει κάτι ρούχα, του ‘χε στείλει κάτι ρούχα δώρα. Φοβερά ρούχα, όχι αστεία τώρα. Μιλάμε κάτι ρούχα που έκανε το καθένα… Το παλτό έκανε 600 ευρώ. Μιλάμε τώρα ρούχα, όχι αστεία. Του τα ‘χε στείλει μεγαλύτερα. Ένιωθε λίγο κάπως, δεν του άρεσαν αυτουνού. Αλλά, ήτανε, ξέρεις, αυτά τα ρούχα που φορούσα. Και μου λέει ο τύπος —πέρα απ’ ότι μ’ εξηγήθηκε τα λεφτά που μου ‘πε, που ήτανε καλά λεφτά—, μου λέει «Πάρε και αυτό», μου λέει, «Αυτό είναι περισσότερο απ’ τα λεφτά». Και μου δίνει μία σακούλα τώρα με κολλαριστά ρούχα, σου λέω, φοβερά, που με βοήθησε να βγάλω το χειμώνα, γιατί ήταν πολύ ωραία, δυνατά και ζεστά ρούχα. Και έγινα πολύ στα καλά του καθουμένου gentleman. Δηλαδή, πώς να σου πω, ότι κοστούμια, σακάκια, παλτά. Αλλά, ήταν τόσο ωραία, τόσο ωραία, που είχε πολλή πλάκα, γιατί ήμουνα στο δρόμο, εμένα δρόμο αλλά είχα… Φαινόταν ότι είχα τόσο ακριβά ρούχα και ήτανε πολύ περίεργο, ε… Κοιμόμουνα στα πατώματα με το παλτό τώρα των 600 ευρώ και είχε πολλή πλάκα όλα αυτό το πράγμα. Οπότε, η φάση ξεκίνησε τώρα, αυτό που λες, με ένα πολύ έντονο περιστατικό. Και ένας άνθρωπος που γνώρισα από αυτά ταξίδια ήτανε ένας από αυτούς, ένας πολύ μεγάλος συνδετικός κρίκος που στη στιγμή που περίμενα το λεωφορείο για να πάω Κέρκυρα, όταν είδα ότι Θεσσαλονίκη… Και μου είχε πει: «Όταν θα έρθεις Θεσσαλονίκη θα με πάρεις τηλέφωνο. Άμα θα έρθεις ποτέ Θεσσαλονίκη, θα σου κάνω αυτό». Και το σκέφτηκα και μου πέρασε απ’ το μυαλό ο άνθρωπος. Και έβλεπα το λεωφορείο για Θεσσαλονίκη φεύγει σε δέκα λεπτά και για την Κέρκυρα αργούσε σαράντα πέντε λεπτά. Και με έπιασε… Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε. Και μπήκα, πήρα, έκλεισα λεωφορείο για να πάω Θεσσαλονίκη χωρίς να ξέρω πού θα πάω. Φτάνοντας στη Θεσσαλονίκη με την πραμάτεια όλη βλέπω έναν μουσικό απ’ την Κέρκυρα που έπαιζε στο δρόμο. Ένας φοβερός μουσικός, ο Χρήστος ο Κουρής, αλλιώς Τάκης, που, μιλάμε, είναι απ’ τα διαμάντια στην Ελλάδα στο δρόμο αλλά δεν τον ξέρει κόσμος. Δεν τον ξέρουν ακόμα και τώρα πολύς κόσμος. Είναι φοβερός καλλιτέχνης. Χρήστος Κουρής. Και αυτός είχε πάει Θεσσαλονίκη. Και εμένα μου είχε κάνει πολλή μεγάλη εντύπωση, γιατί σταματάω Αριστοτέλους και πάω και τον βλέπω να παίζει μουσική στο δρόμο! Και πόσο χάρηκα, πόσο χάρηκα! Γιατί είδα έναν άνθρωπο απ’ την Κέρκυρα, έτσι, μετά από καιρό πάλι. Και τρελάθηκα! Του λέω: «Τι κάνεις εδώ, ρε Τάκη;» —Χρήστο. Τάκη τον λέω εγώ. Εντάξει, Χρήστος λέγεται αυτός, Χρηστάκης, ξέρεις, έτσι. «Τι κάνεις, Τάκη;» «Το και το. Ήρθα εδώ, μένω εδώ». Του λέω: «Μένεις εδώ; Πού μένεις εδώ;». Λέει: «Νοίκιασα σπίτι». «Νοίκιασες σπίτι; Αγόρι μου», του λέω, «θα με φιλοξενήσεις;». «Τι το συζητάς;», ξέρεις. Και με φιλοξένησε. Και του λέω: «Το και το. Μου είχε πει κάποιος ότι θα μου ηχογραφήσει ένα CD». Παίρνω τηλέφωνο τον τύπο που μου είχε πει ότι θα με ηχογραφήσει. Ευθύμιος λεγόταν αυτός, λέγεται, Ευθύμιος Ματούλας. Τον παίρνω τηλέφωνο. Δεν το σηκώνει, κλειστό. Λέω: «Ωχ ρε γαμώτο μου». Περνάει ο καιρός. Μου λέει: «Εντάξει. Δεν πειράζει». Του λέω: «Δεν το σηκώνει». «Δεν πειράζει», μου λέει, «Εντάξει. Μπορεί να το ‘χει κλειστό ο άνθρωπος». Εντάξει, περνάει μια δυο μέρες, κάνουμε πράγματα, μιλάμε, βγαίνουμε παίζουμε δρόμους, κάνουμε, ράνουμε παίζουμε ξανά. Τον παίρνω μετά από δυο τρεις μέρες. Κλειστό. Βέβαια, αυτός ήταν όλη μέρα στο στούντιο και εκεί που ήταν το στούντιο δεν είχε σήμα. Και λέω: «Όχι, ρε φίλε». Δεύτερη φορά. Λέω: «Εντάξει, άλλαξε τηλέφωνο». Και πέρασαν μετά καμιά εικοσαριά μέρες και πήγαμε, ήμασταν πάλι Αριστοτέλους, παίζαμε. Και εκεί που έκανε πραγματικά πάρα πολύ κρύο στην Αριστοτέλους —γιατί και στη Θεσσαλονίκη, άμα κάνει κρύο στη Θεσσαλονίκη σε κόβει τα δάχτυλα, σε κόβει τα πόδια, το είναι όλο. Και πάμε σε ένα μαγαζί. Λέμε «Άσ’ το», λέμε, «Πάμε να πιούμε καφέ». Μου λέει «Πάρε τηλέφωνο αυτόν τον ηχολήπτη» ο ίδιος ο Χρήστος. Και μου λέει «Πάρε τηλέφωνο» και λέω: «Τι να πάρω; Αφού…», Μετά από είκοσι μέρες πόσες, είχαν περάσει δεκαπέντε μέρες, είκοσι μέρες… Δεν είμαι ακριβής με τις ημερομηνίες τώρα ακριβώς, ναι, απλά θυμάμαι ότι… Ναι. Και λέω: «Τι να…». «Πάρε», μου λέει, «ακόμα μία φορά». Και παίρνω τηλέφωνο και χτυπάει! Και λέω «Όπα», του λέω, «χτυπάει ρε, ο τύπος χτυπάει!» Και το σηκώνει και λέει «Ναι; Παρακαλώ;» και λέω «Ευθύμη», του λέω, «ο De Luar είμαι», γιατί είναι το… όπως ξέρεις και εσύ—
Το καλλιτεχνικό σου—
και αρκετός κόσμος, ναι, το De Luar είναι το καλλιτεχνικό μου. Του λέω: «Ο De Luar είμαι, που είχα έρθει στην Αιανή». Μου λέει: «Έλα, ρε παιδί! Πού είσαι; Τι κάνεις;». Του λέω: «Είμαι στη Θεσσαλονίκη. Ισχύει η πρόταση που μου ‘χεις κάνει;». «Εννοείται», μου λέει, «Έλα αύριο να ξεκινήσουμε!». Ξέρεις, ε… Χάρηκα! Τρελάθηκα απ’ τη χαρά μου! Και ξεκινήσαμε κάναμε την… Έκατσα ακόμα κάμποσο καιρό, κάποιους μήνες εκεί πέρα να κάνουμε το demάκι. Και έτσι, ας πούμε, ήρθα Βόλο για μια εβδομάδα και στο Βόλο μετά έκατσα δύο χρόνια! Για μία εβδομάδα ήρθα στο Βόλο, για μία εβδομάδα έφυγα απ’ την Κέρκυρα, έκανα έναν χρόνο το ταξιδάκι γύρω-γύρω, Κοζάνες όλα αυτά, Φλώρινες, Καρδίτσες, Γιάννενα. Πήγαινα στα περίχωρα, σε χωριά κλπ., εμένα και αρκετά σε μερικές πόλεις. Και έκανα… Ήρθα στο Βόλο για μία βδομάδα. Δεν ξέρω, μετά μου ‘μπαινε λίγο η Άνδρος για κάποιον λόγο στο μυαλό, αλλά στην Άνδρο δεν πήγα ποτέ, γιατί πήγα εδώ σε ένα μαγαζί στο Βόλο, στον «Ακροβάτη» και… Εδώ είναι πολύ ωραία περιπέτεια στο Βόλο, πώς έτυχε κι έκατσα δύο χρόνια για αρχή και, παρότι έχω ξαναφύγει, πώς μετά έχω μείνει στο Βόλο. Και από τόσα ταξίδια που έχω κάνει στην Ελλάδα ο Βόλος είναι —πώς λέω— όχι η δεύτερη πατρίδα μου, η τρίτη πατρίδα μου, σαν να λέμε δηλαδή, που όχι! Πιο πολύ απ’ την Κέρκυρα έχει γίνει ο Βόλος. Δηλαδή, έχει γίνει πιο πολύ σπίτι μου απ’ την Κέρκυρα, που έχω μείνει δεκαοχτώ χρόνια στην Κέρκυρα. Είναι αυτό.
Όταν είχες πάρει το λεωφορείο να γυρίσεις είτε Θεσσαλονίκη είτε Κέρκυρα…
Όχι. Γύρναγα… Είχα πάρει το λεωφορείο… Είχα πάει εκεί για να [01:50:00]γυρίσω Κέρκυρα, όχι Θεσσαλονίκη.
Για να γυρίσεις Κέρκυρα. Αυτό ήταν αμέσως μετά όταν είχες φύγει απ’ την Κέρκυρα και είπες «Γυρνάω. Πήγα να παίξω και γυρνάω»;
Όχι αμέσως μετά. Είχε περάσει καιρός—
Είχε περάσει καιρός—
γιατί στην Κοζάνη εγώ που έκανα τρία live δεν το ‘κανα το live το ένα μετά το άλλο. Έκατσα στην Κοζάνη κάνα ενάμισι δύο μήνες εκεί πέρα. Και στην Καστοριά που πήγα δεν πήγα… Δεν έκατσα μία μέρα, έκατσα κοντά στον ένα μήνα. Και μετά στη Φλώρινα έκατσα πάλι κοντά στον ένα μήνα.
Περιέγραψε μου εκείνες τις μέρες. Πώς και καθόσουν τόσο πολύ; Δηλαδή, πήγαινες…
Ωραία. Πήγαινα… Εμένα με ενδιέφερε να βλέπω και την πόλη. Δηλαδή, να, πώς κάνεις εσύ τώρα αυτό το πράγμα, που σε ενδιαφέρει, ας πούμε, να βλέπεις; Το ίδιο εμένα, με ενδιέφερε όμως να βλέπω την πόλη. Μ’ άρεσε πάρα πολύ να τη ζήσω την πόλη, να τη ζήσω την πόλη, να δω τι είναι, να ξέρω τι είναι η Κοζάνη, να ξέρω τι είναι η Καστοριά. Να ξέρω τι είναι... Όσο μπορώ τουλάχιστον να μάθω. Και ήμουνα συνέχεια και στη γύρα. Πώς να σου πω; Συνέχεια γύρναγα. Έμπαινα στα μπαρ, μίλαγα με τους ανθρώπους, τα πάντα όλα, ό,τι με ενδιέφερε. Έμπαινα σε μουσεία, έμπαινα σε εκκλησίες… Έμπαινα, έμπαινα παντού, έμπαινα παντού... Πώς να σου πω; Ό,τι ήθελα να δω, την πόλη, όλα. Σε αρχαιολογικούς χώρους, τα πάντα, ό,τι είχε το… σε βουνά περιπάτους, ό,τι είχε να δώσει. Και αναλόγως με τους ανθρώπους που γνώριζα εκεί πέρα γινόντουσαν με κάποιον τρόπο οι άνθρωποι που με οδηγούσαν στα αξιοθέατα της πόλης, δηλαδή. Δηλαδή, άνθρωποι που γνώριζα από τις μουσικές και από το δρόμο γινόντουσαν κάπως… Πήγαινα στην πόλη τους και μου δείχνανε τα αξιοθέατα, χωρίς να βιάζομαι όμως, χωρίς να βιάζομαι. Και αφού έβρισκα και το ελεύθερο ότι μπορούσα και να μείνω —που για μένα αυτό ήταν το πιο σημαντικό, να έχω να μείνω κάπου. Δηλαδή, όταν είσαι σε βόρειες περιοχές, εντάξει, πολύ δύσκολο να μείνεις στο δρόμο και ειδικά άμα έχει κρύο, εντάξει, άμα μένεις Καστοριά, ας πούμε, Φλώρινα, θα πεθάνεις. Δεν... Θα πεθάνεις... Μπορεί να τη βγάλεις, ξέρω ‘γώ; Θα τη βγάλεις άμα παίξεις λίγο μπάλα, έτσι, καλύτερα, αλλά καλύτερα να βρεις κάπου να την πέσεις.
Περιέγραψε μου ένα περιστατικό από κάθε φορά, ένα απ’ την Κοζάνη, ένα… που θυμάσαι, ανθρώπους που θυμάσαι. Με ποιους ήσουν μαζί; Με ποιους είχες έρθει σε επαφή;
Καλά, στην Κοζάνη αυτός ο άνθρωπος που τα ‘κανα όλα, που με έφερε και όλα αυτά ήταν ο Πανάγος εκεί πέρα. Ο Πανάγος ήταν ένας φοβερό παιδί. Εκεί πέρα περάσαμε πάρα πολύ ωραία, γιατί ήταν ένα παιδί που ήτανε της πιάτσας παιδί και… Της πιάτσας… Καταλαβαίνεις πώς το λέω, της γύρας, δικό μας παιδί. Και ήξερε όλη την Κοζάνη, οπότε με τη μία κάπως γνώρισα όλους τους ανθρώπους εκεί και έκανα πολλούς φίλους στην Κοζάνη. Και ήταν πάρα πολύ ωραία. Γνώρισα τύπους, καλλιτέχνες εκεί. Είχε αρκετούς καλλιτέχνες, που έχω κρατήσει σχέση. Ειδικά έχει έναν φοβερό, το Γιώργο τον Καψάλη, που είναι τώρα κινηματογραφιστής δυνατός. Έφυγε κι αυτός από την Κοζάνη, πήγε Αθήνα. Είναι ωραίος κινηματογραφιστής και δεν σταματάει. Οπότε, γνώρισα ωραίους ανθρώπους εκεί πέρα και κάναμε σίγουρα ωραία πράγματα. Στη Φλώρινα επίσης. Ας πούμε, γνώρισα… Στη Φλώρινα ήταν πολύ περίεργο, γιατί γνώρισα έναν δόκιμο μοναχό και ήτανε πάρα πολύ ωραία εμπειρία. Ήταν ένας δόκιμος μοναχός που πριν γίνει δόκιμος μοναχός ήτανε πάνκης! Οπότε, ήξερε ροκάδες, έτσι, παρόλα αυτά ήταν δόκιμος μοναχός, δηλαδή ήταν με το ράσο. Και κάναμε παρέα φουλ και φοβερή φάση!
Πού έμενες σ’ αυτά τα χωριά;
Στη Φλώρινα με είχε βοηθήσει αυτός ο φίλος, ο δόκιμος, με είχε συστήσει σε έναν άλλο φίλο που ήταν ρόκας φουλ, με βινύλια μέσα και λάτρης της ροκ μουσικής. Δυστυχώς απεβίωσε αυτός ο άνθρωπος τώρα. Και έμεινα στο σπίτι του και έμεινα πάρα πολύ καιρό εκεί. Και στη Φλώρινα γενικά γυρίσαμε. Πήγαμε και στα περίχωρα της Φλώρινας εκεί πέρα, δηλαδή πήγαμε σε χωριά φοβερά που έχει Φλώρινα. Έπαθα πλάκα με τη φύση της Φλώρινας. Δηλαδή, φεύγαμε. Με τη φύση της Φλώρινας… Εντάξει, ΟΚ, η πόλη κομπλέ, εντάξει. Μπορείς να πεις ωραία. Έχει και πάνω και το βουνό που έχει το Σταυρό πάνω εκεί, που είναι ένα ωραίο βουνό, ένας ωραίος περίπατος. Αλλά, άμα… Πήγαμε σε ένα, ας πούμε, χωριό —Πολυπόταμος λέγεται, αν δεν κάνω λάθος, Πολυπόταμος λέγεται, ναι— και, εντάξει, τι να… Μέχρι να φτάσουμε στον Πολυπόταμο έπαθα την πλάκα της ζωής μου από τα δάση που έχει η Φλώρινα! Μετά φύγαμε. Μετά στην Καστοριά πήγα έμεινα σε ένα σπίτι που είναι σαν κατάληψη αλλά δεν είναι κατάληψη. Ήταν ένα σπίτι από κάποιους ανθρώπους που το ‘χαν νοικιάσει πολύ φθηνά για να το φτιάξουν, ένα παλιό αρχοντικό, και το παλιό αρχοντικό έγινε ένα υπέροχο σπίτι που απλά πήγαινε πολύ κόσμος εκεί πέρα, με πολλά δωμάτια, και υπήρχε και ένα δωμάτιο. Κάπως πήγα μιλημένος, κάπως με στείλανε, μιλήσανε λίγο-λίγο, ξέρεις, που μιλάμε. Τους έχω και εγώ, τους λέω: «Να πάω Καστοριά». «Καστοριά έχουμε κάποιους δικούς μας», ξέρεις, «το και το». Πήγα εκεί. Μου δώσανε και ένα ποδήλατο τα παιδιά. Γυρνούσα την Καστοριά με ποδήλατο. Εκεί είχα και ένα φιλαράκι, στην Καστοριά, από την Κέρκυρα, που είχε έρθει στην Κέρκυρα. Τον ήξερα από κει και τον ξαναείδα, είχα και έναν γνωστό δηλαδή. Έκανα και ένα live εκεί πέρα σε ένα πολύ ωραίο μαγαζί, σαν σπίτι, έτσι, πάρα πολύ όμορφο μαγαζί —αλλά, ήταν μαγαζί. Μετά έφυγα. Ξαναπήγα στην Κοζάνη. Μετά από την Κοζάνη, που κατέβηκα κάτω στα Τρίκαλα, εκεί ήτανε πολύ ωραία φάση, γιατί εκεί ήτανε κοντά στα Χριστούγεννα, που έχουνε τα κόλπα με τα χριστουγεννιάτικα τα Τρίκαλα. Εκεί γνώρισα… Με φιλοξένησε μία κοπέλα που ήταν Κοζανίτισσα αλλά σπούδαζε στα Τρίκαλα. Και πάει λέγοντας, Μάνθο, και πάει λέγοντας. Μετά στα Γιάννενα. Έκατσα πάρα πολύ καιρό στα Γιάννενα πάλι, γιατί είχα πάλι άλλον φίλο εκεί πέρα. Οπότε, κάπως και εγώ ήξερα, να σου πω την αλήθεια, ότι μερικές φορές… Θυμόμουνα ότι «Α, είχα έναν άνθρωπο που έχει πάει εκεί» και τον έψαχνα. Και μετά έψαχνα να δω, «Α, είναι αυτός εκεί;», έψαχνα και άλλους, ας πούμε. Και έπαιρνα, μιλούσα, ας πούμε, έπαιρνα κάνα τηλέφωνο, άμα είναι εκεί. Οπότε, έκατσα αρκετά σε κάποιες περιοχές και μετά έκατσα αρκετά και στη Θεσσαλονίκη, ας πούμε, που εκεί γινόταν πολύ ωραία πράγματα με τις μουσικές. Και μετά εδώ είναι η φάση με το Βόλο, που είναι κεφάλαιο άλλο, τεράστιο κεφάλαιο.
Έμεινες δρόμο σε εκείνες τις περιοχές τότε ή είχες αρκετά μείνει σε σπίτια;
Θα σου πω. Είναι… Τις περισσότερες φορές έμενα σε σπίτια, αλλά έμεινα δρόμο στα Τρίκαλα και ήτανε πάλι Δεκέμβρης. Και εκεί πέρα μπορώ να πω ότι ήτανε… Θα μου μείνει αξέχαστο το πόσο κρύο… Δηλαδή, παίζει να κοιμήθηκα ούτε καν δυο ώρες. Μιάμιση ώρα, δεν μπόρεσα να κοιμηθώ παραπάνω. Και ήμουνα τόσο κουρασμένος, τόσο κουρασμένος. Και εκείνη την εποχή, τότε που πήγα, ήτανε φοβερό, γιατί είδα άλλον ένα μουσικό που ταξίδευε. Αυτός ήταν Γάλλος. Και αυτός τώρα έχει μία γνωστή μπάντα στη Γαλλία που λέγεται… Δεν ξέρω άμα είναι σωστά η προφορά πώς θα το πω, αλλά… Zoé sur le Pavé, κάπως έτσι η μπάντα του. Είναι πολύ καλή μπάντα. Αυτός τότε είχε φύγει μόνος του. Δεν ήταν στη Γαλλία. Δεν είχε ούτε αυτός πού να μείνει. Γνωριστήκαμε δύο μουσικοί του δρόμου —ο ένας έπαιζε εκεί, ο άλλος έπαιζε παραπέρα— και πήγαμε και οι δύο μαζί, πήραμε δύο χαρτόκουτα, ανοίξαμε μία πολυκατοικία και πήγαμε πάνω στον τελευταίο όροφο της πολυκατοικίας, βάλαμε τα χαρτόκουτα για να μην κοιμηθούμε στο πλακάκι κάτω. Αλλά, πολύ κρύο.
Εκεί οι άνθρωποι πώς…
Αλλά, μετά ήταν ότι πήγα εκεί και έμεινα στην φίλη που σπούδαζε εκεί πέρα, που ήταν απ’ την Κοζάνη. Έμεινα μία μέρα. Μόνο μία μέρα έμεινα στο δρόμο, φίλε, και δεν ήθελα να ξαναμείνω δεύτερη, γιατί είχε —ήταν και Δεκέμβρης— πάρα πολύ κρύο. Και όμως, είχε πάρα πολύ κόσμο, γιατί είχε το «Μύλο των Ξωτικών», που είναι ένα χριστουγεννιάτικο, έτσι, event, και είχε σκάσει κόσμος από παντού. Οπότε, έγινε πάρα πολύ καλό μεροκάματο, πάρα πολύ καλό μεροκάματο στο δρόμο. Δηλαδή, ήταν απίστευτο. Ήτανε δυνατά λεφτά, τώρα, ξέρεις για δρόμο. Οπότε, είχαμε λεφτά στην τσέπη και εγώ και ο άλλος, και ο φίλος μου ο Γάλλος, και δεν μας έλειπαν τα λεφτά απ’ την τσέπη. Οπότε, τι κάναμε; Ξέρεις… Πάλι καλά που βρήκαμε πού να μείνουμε και πηγαίναμε. Εντάξει, ζήσαμε εκεί, τα ζήσαμε και την πόλη. Γενικά, το θέμα είναι ότι από το δρόμο ποτέ δεν μ’ έλειψε δεν έλειψε να φάω, να πιώ, να κάνω, δηλαδή τα είχα όλα, να σου πω την αλήθεια. Δηλαδή ο δρόμος μετά με… Ο κόσμος, ο κόσμος, όχι ο δρόμος.
Η μητέρα σου καθόλο αυτό το διάστημα τότε θα είχε καταλάβει ότι σου αρέσει αυτό το πράγμα. Πώς ήταν; Σε στήριζε;
Ε, ναι. Μετά, εντάξει, ναι, ναι. Μετά, εντάξει, πήρα και εγώ ένα τηλέφωνο και την έπαιρνα και κάνα τηλέφωνο για να ησυχάσει λίγο, ξέρεις, γιατί πολλή περιπέτεια, ξέρεις, και, εντάξει, όσο να ‘ναι είχε το άγχος. Όσο ελεύθερη και να ‘ταν και να ‘θελε να με αφήσει λίγο να ζήσω και να πάρω εμπειρίες και να κάνω —δηλαδή αυτό που έλεγε: «Θέλω να γίνεις δυνατός μέσα απ’ αυτά»—, παρόλα αυτά, εντάξει, μάνα είναι, ξέρεις. Οπότε, της έλεγα μετά, της επικοινωνούσα μία στο τόσο, της έλεγα: «Είμαι εδώ, είμαι εδώ, είμαι εδώ. Είμαι καλά, όλα καλά». Αυτό.
Η πιο έντονη στιγμή που σου ‘χε μείνει από εκείνο το ταξίδι στη βόρεια Ελλάδα; Μέχρι να κατέβεις στα Τρίκαλα—
Η πιο έντονη στιγμή, ε;
κάτι που σου έκανε εντύπωση;
Η ομορφιά εκεί στην Καστοριά. Στην Καστοριά μού ‘κανε έτσι. Μαγεύτηκα… Ήτανε μια στιγμή… Μαγεύτηκα από την ομορφιά εκεί που είχε στη λίμνη, γιατί αυτό το σπίτι που έμενα είχε ένα [02:00:00]ωραίο μπαλκόνι που έβλεπε τη λίμνη και ήτανε… Είχε γενικά εκεί πουλιά που είναι στη λίμνη και… Και βγήκα στο μπαλκόνι να πιώ ένα καφεδάκι. Εντάξει, εμένα τα απλά πράγματα —δεν ξέρω, δεν ξέρω για ποιον λόγο—, αυτά είναι που με έχουν συγκινήσει πάρα πολύ. Και μπορεί, να πούμε, να έχουν γίνει χίλια δυο σκληρά πράγματα, αλλά ήταν οι απλές στιγμές, οι απλές στιγμές, στιγμές τέτοιες… Ε, και τέλος πάντων, είδα τη λίμνη, είδα τον ουρανό εκεί πέρα. Είχε όλα τα χρώματα μαζεμένα πάνω, ήταν σαν πίνακας. Ήταν το μπαλκόνι, ήταν σαν αρχοντικό —όχι σαν αρχοντικό, ήταν αρχοντικό το σπίτι, παλιό αρχοντικό— και ένιωσα πάρα πολύ όμορφα. Δηλαδή, μετά από όλο αυτό είχα πάρει έμπνευση για να ξεκινήσω να γράφω ένα βιβλίο που λέγεται Ενόσος Δον Κιχώτης. Δηλαδή, παρότι γυρνούσα και, ξέρεις, ας πούμε έτσι, στο δρόμο και όλα αυτά, έβλεπα την παραμυθένια μεριά της ζωής, ας πούμε. Tα μετάφραζα όλα με πολύ μεγάλη… Δηλαδή, ακόμα και την πιο δύσκολη περίπτωση —γιατί αλλιώς δεν θα την είχα βγάλει κιόλας, ας πούμε. Με την όμορφη πλευρά, κοιτούσα την όμορφη πλευρά ακόμα και στη δύσκολη στιγμή. Οπότε, εκείνη τη στιγμή θυμάμαι στην Καστοριά να βγαίνω στο μπαλκόνι και να κάθομαι να πίνω έναν καφέ. Ζέστανα έναν καφέ, έψησα έναν καφέ, τσακ, βγήκα έξω, άναψα ένα τσιγάρο και ήμουνα μόνος μου στο μπαλκόνι και είδα όλη αυτή την ομορφιά εκεί πέρα. Και… αξέχαστο. Γέμισαν τα μάτια μου, βούρκωσα από την ομορφιά που έβλεπα. Δηλαδή, τίποτα. Έβλεπα τα πουλιά να πετάνε, τη λίμνη, τα χρώματα. Τα πάντα ήταν πάρα πολύ όμορφα. Μία στιγμή τώρα… Τι σου λέω και εγώ τώρα; Μία στιγμή… Εσύ περίμενες να ακούσεις τίποτα Hollywood: αίμα, σεξ και βία, που λέμε, ξέρεις! Όχι…
Ό,τι θες, ό,τι θες.
Αλλά ήταν αυτή, φίλε, μία σημαντική. Τώρα αυτό μου ήρθε πρώτο, αυτό σου λέω. Εντάξει, άμα κάτσω να σκεφτώ θα μου έρθει να σου πω και δεύτερο και τρίτο και τέταρτο.
Πώς το παίρναν οι άνθρωποι, πώς σε αντιμετώπιζαν όταν έλεγες τι κάνεις, άνθρωποι που τους γνώριζες στις πόλεις αυτές που πέρασες;
Καλά, και τότε δεν ήταν και πολύ συνηθισμένο να παίζεις έξω δρόμο. Μετά έγινε λίγο πιο συνηθισμένο.
Θυμάσαι κάποιο περιστατικό;
Τους φαινότανε περίεργο απ’ τη μία, αλλά απ’ την άλλη τούς άρεσε πάρα πολύ. Δηλαδή, θυμάμαι ότι… Εντάξει, εγώ έβγαινα… Να σου πω την αλήθεια, έκανα και λίγο αλητείες. Δεν ήθελα να βγαίνω μόνο ακουστικά. Στην Αθήνα έβγαινα ακουστικά, με μια, έτσι, ακουστική κιθάρα, κλασική κιθάρα, και έβγαινα έτσι. Μετά κουβαλούσα έναν ενισχυτή. Δεν είχε μπαταρίες ακόμα, δεν είχαν. Τουλάχιστον εγώ δεν ήξερα τους ενισχυτές με τις μπαταρίες. Οπότε, τι έκανα: Πήγαινα έστηνα… Ή είχα μπαλαντέζες και ζήταγα από κάνα περίπτερο, από κάνα μαγαζί ρεύμα για να παίζω λίγο με ήχο ή πήγαινα άνοιγα κουτιά της ΔΕΗ —έχει πλάκα τώρα. Εντάξει, αν μας ακούσουν, δεν ξέρω, δεν μας πιάνουν επ’ αυτόφωρο, οπότε δεν μας δένουν— και έπαιρνα ρεύμα έτσι εκεί πέρα, όποτε έπαιζα και με ήχο. Είχα και κάτι πεταλιέρες, είχα και κάτι κόλπα, είχα και κάτι λουπιέρες τότε και ήταν πάρα πολύ ενδιαφέρον, γιατί ναι μεν δεν το ακούγαν και πολύ συχνά στην επαρχία, αλλά και ταυτόχρονα προσπαθούσα να δώσω και μετά από λίγο καιρό και μία ποιότητα. Και εγώ το κάνω και για μένα, γιατί άλλαζα και το ύφος της μουσικής μου σιγά-σιγά. Οπότε, μαζευόταν πάρα πολύ κόσμος, θυμάμαι, γύρω-γύρω όταν έπαιζα μουσική και ήτανε αρκετά, αρκετά δυνατά, δηλαδή όλοι το αντιμετώπιζαν πολύ καλά. Και δηλαδή, θυμάμαι όπου και να πήγαινα έβγαζα πάρα πολύ καλά μεροκάματα, ειδικά σε αυτές τις πόλεις που, ξέρεις, δεν είναι Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα και τέτοια, ας πούμε, ή τόσο κοσμοπολίτικα. Εκεί έβγαζα μεροκάματο καλύτερα από τα μεροκάματα που βγάζεις στις πόλεις που είναι και καλά, ξέρεις… Ήτανε πολύ… Ο κόσμος γενικά είχε στήριξη, είχε στήριξη. Είχα στήριξη απ’ τον κόσμο.
Οπότε, οι διαφορές, θα έλεγες, με τη μουσική του δρόμου στην επαρχία σε σχέση με μικρότερα χωριά —σε σχέση με μεγαλύτερες πόλεις, συγνώμη.
Με μεγαλύτερες πόλεις... Κοίτα, εντάξει, έχει τύχει να παίζω και σε μεγάλες πόλεις τώρα μετά όσο πέρασε ο καιρός και να κάνω πολύ ωραία πράγματα και σε θέματα από live και μόνος μου και με διάφορα σχήματα και με το σχήμα το τελευταίο που είχα, τους StreetDose, που έχω. Έχω κάνει πολύ ωραία πράγματα σε μεγάλες πόλεις και σε πολύ ωραία φεστιβάλ και σε πολύ ωραίους χώρους συναυλιακούς, ακόμα και στο δρόμο. Αλλά, τότε τουλάχιστον ήταν… Δεν μπορώ να συγκρίνω, μωρέ, απλά τότε θυμάμαι ότι έβγαζα πολύ γούστο και πιο πολύ ωραίο μεροκάματο στο δρόμο, αυτό. Και όχι μόνο αυτό, ερχόντουσαν και οι άνθρωποι μετά. Έπαιζα στο δρόμο και μετά ερχόντουσαν με τη μια και μου ζήταγαν να παίξω σε ένα μαγαζί, ας πούμε. Ήταν ωραία, ήταν ωραία χρόνια. Τώρα έχουν δυσκολέψει.
Ωραία. Σε σχέση με τη μουσική πάντα, με τη μουσική του δρόμου, πώς είναι στο δρόμο; Είναι δύσκολο να παίζεις από άποψη… Με τις Αρχές είχατε πρόβλημα;
Ναι, ναι, σε κάποιες πόλεις είχα μεγάλο πρόβλημα.
Πες μου ένα περιστατικό δύσκολο.
Τα μεγαλύτερα προβλήματα που είχα, να σου πω την αλήθεια, ήτανε με τις Αρχές στην Κέρκυρα. Εντάξει, και στη Σκιάθο, και στη Σκιάθο. Καλά, και στη Θεσσαλονίκη έχω μπει μία φορά στο κρατητήριο για τη μουσική. Λίγο έχω… Εντάξει, άμα πεις, λίγο θα έχεις παντού προβλήματα, εντάξει, ειδικά τότε. Αλλά, στην Κέρκυρα για κάποιον λόγο πολύ… Μου είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση, γιατί μετά από μία — γιατί ξαναγύρισα στην Κέρκυρα πάλι, ας πούμε. Ξαναγύρισα και ξαναέφυγα και ξαναγύρισα. Τώρα έχουν περάσει και χρόνια, ας πούμε. Τώρα είμαι 33 χρονών, οπότε τότε ήμουνα 22, 23 χρονών. Οπότε, ταξίδεψα, γύρισα, ξαναπήγα, ξαναήρθα, ξαναπήγα και ξαναήρθα, ξαναπήγα και ξαναήρθα. Και μετά που άρχισα να κάνω πιο πολλές συναυλίες, πήγαινα συνέχεια στην Κέρκυρα δηλαδή για να κάνω συναυλίες, γιατί είχα στάνταρ μέρη και μαγαζιά που έπαιζα αλλά έπαιζα και δρόμο. Οπότε, εκεί στην Κέρκυρα για κάποιον λόγο, ενώ κάποτε ήταν καλά και ωραία και χρυσά, τώρα έγινε αυτή η πόλη, αυτό το νησί ένα… Τι να πω, ρε γαμώτο, δηλαδή; Και άκουσα από πολλούς ανθρώπους που πήγαν και έπαιξαν δρόμο. Δηλαδή, πολύ κυνήγι, πολύ κυνήγι χωρίς λόγο, πολύ κυνήγι. Και γενικά, και από τους ανθρώπους εκεί πέρα που μένανε έπαιξε πολλή μιζέρια, δηλαδή, για τους μουσικούς του δρόμου και για πολλούς μουσικούς διαφορετικούς. Και μιλάμε και φοβερούς μουσικούς. Να πεις ότι ήτανε και τίποτα, ξέρεις, που δεν ξέραν να παίζουν και μουσική… Δηλαδή, έχουν περάσει τώρα μουσικοί που να τους τρέχουν στο τμήμα, να τους κάνουν δικαστήρια. Δηλαδή, τρελά πράγματα, τρελά πράγματα.
Πες μου για τη δική σου εμπειρία, αυτή με το κρατητήριο. Τι έγινε; Έπαιζες έξω…
Ε, με το κρατητήριο ήταν στη Θεσσαλονίκη που την έβγαλα. Τίποτα, έπαιζα έξω, έκαναν μία καταγγελία, ήρθαν και με πήραν με τη μία. Ήταν δίπλα το τμήμα. Εγώ έπαιζα Αριστοτέλους, δίπλα από το τμήμα…
Τι τους είπες εσύ;
Ε, τίποτα. Μου λένε… Τίποτα, ήτανε… Δεν μιλούσαν, δεν ήταν ομιλητικοί. Μπαμ-μπαμ σε παίρνουμε. Δεν ξέρω τι ήταν αυτή η τύπισσα, δεν ξέρω τι κονέ είχε και τι… Πήρε τηλέφωνο και ήρθαν οι τύποι και με μαζέψαν χωρίς δεύτερη κουβέντα. Δηλαδή και τα πράγματα τα άφησαν εκεί. Και εγώ παρακάλεσα τους ανθρώπους που κοιτούσαν —και τους κράξαν και οι άνθρωποι— να μου μαζέψουν τα πράγματα και να μου τα φέρουνε στο τμήμα. Και όντως, και μου τα φέρανε και τα βάλανε, ξέρεις, και οι άνθρωποι κουβαλούσαν. Τα κουβάλαγαν και όπως να ‘ναι γιατί δεν ξέραν. Εγώ τα έβαζα όλα, τα πακέταρα για να μπορέσω να κουβαλήσω μόνος μου. Κατάλαβα έτσι όπως τα άφησαν τα πράγματα ότι παίζει να τα κουβαλούσαν αρκετοί άνθρωποι τα πράγματα και μου τα ‘φεραν, γιατί κουβαλούσα πολλά. Κάνω και αυτό το κόλπο που λέγεται one-man band, που παίζεις και κρουστά μαζί, και είχα και μπότες, είχα και κόλπα, είχα και αλλιώς. Οπότε, πήγα εκεί πέρα και με βάλαν τώρα με τύπους στο κρατητήριο που άλλοι είχανε κλέψει, άλλοι είχανε πουλήσει ναρκωτικά, άλλοι είχαν κάνει, άλλοι είχανε ράνει και εγώ, ξέρεις, ας πούμε... έπαιζα μουσική! Και είχε πολλή πλάκα όλο αυτό το πράγμα. Εντάξει. Τέλος πάντων, έκατσα εκεί κάποιες ώρες, σηκώθηκα και έφυγα.
Δεν έγινε κάτι πέρα από αυτό.
Όχι, ποτέ. Δεν έχω, να σου πω την αλήθεια… Όλοι λέγανε δικαστήρια, δικαστήρια. Πότε δικαστήριο, δεν… Εντάξει, δεν μου κάνανε. Αλλά, είναι πολύ κουλό να σου κάνουν δικαστήριο, δηλαδή. Έχει τύχει σε αυτόν το φίλο που πριν είπα το όνομά του, ο Χρήστος ο Κουρής. Αυτός έχει δικαστήρια για μουσική στο δρόμο. Και τώρα του κάνανε και το τρελό: πρόστιμο για κατάληψη δημοσίου χώρου. Δηλαδή, αν είναι δυνατόν. Που κάθεται και παίζει μιάμιση ώρα ο άνθρωπος, δύο ώρες. Δηλαδή, αν κάτσεις στο παγκάκι και κάτσεις δύο ώρες τι είναι; Κατάληψη δημοσίου χώρου; Δεν καταλαβαίνω, δηλαδή, τώρα. Άμα κάτσεις, δηλαδή, σε ένα παγκάκι και παίξεις μουσική… Και έφαγε πρόστιμο κατάληψης δημοσίου χώρου. Δηλαδή, είναι τρελά τα πράγματα αυτά που συμβαίνουν. Αλλά, εμένα δεν... Δικαστήρια και προστίματα μέχρι στιγμής, εντάξει, τόσα χρόνια δεν μου ‘χουν έρθει.
Τα περισσότερα ταξίδια σου για μουσική στο δρόμο τα έχεις κάνει μόνος σου;
Ναι, ναι. Καλά, και τώρα και μετά. Εντάξει, και με τη σύντροφό μου μετά κάναμε πολύ ταξίδι, γιατί και αυτή ταξιδιάρα πολύ, ας πούμε. Ακόμα και με το γιο μου τώρα, που έχω το γιο μου, που είναι μικρός ακόμα, είναι… Ταξιδέψαμε ακόμα και φουλ τώρα, [02:10:00]δηλαδή ταξιδεύαμε τρεις μήνες συνεχόμενα και το παιδί δεν είχε χρονίσει ακόμα. Εντάξει, είμαστε… Τι να κάνουμε; Έτσι είμαστε, έτσι, ταξιδιάρες ψυχές!
Ωραία. Οπότε, πού είχαμε μείνει; Στο ότι Τρίκαλα και έρχεσαι Βόλο.
Ναι.
Βόλο…
Βόλο έρχομαι… Έρχομαι εδώ πέρα. Είχα το demo μου. Παίζω δρόμο και έρχεται ένας άνθρωπος, μου λέει… Με αφήνει κάτι ο άνθρωπος, ό,τι είχε. Έκατσε, άκουσε όλο το πρόγραμμα. Έρχεται ένας άλλος, αγοράζει δύο demo —θα σου πω τώρα γιατί στα λέω, γιατί λέω συγκεκριμένα για αυτούς τους ανθρώπους—, μου λέει: «Θα ‘θελα πολύ να σου πάρω ένα CD. Δεν έχω λεφτά». Του λέω: «Πάρ’ το, ρε φίλε». Παίρνει το CD και πάει τρέχοντας και μου λέει… Έφυγε, βασικά, και πήγε στο μαγαζί, πήγε εδώ στον «Ακροβάτη» και τους λέει: «Λοιπόν, είναι ένα παιδί και παίζει στο δρόμο και έτσι κι αλλιώς και βάλτε το CD, ακούστε το». Και ακούν το CD και του λένε: «Φύγε γρήγορα. Πες του να ‘ρθει, πες του να ‘ρθει εδώ πέρα να τα πούμε». Ο Κώστας και ο Νίκος. Και μου λέει «Παράτα τα», μου λέει, «γρήγορα. Τώρα, όπως είσαι». Εντάξει, εγώ είχα παίξει, είχα βγάλει δύο φράγκα. Και γυρνώντας, ας πούμε, στο μαγαζί άκουσα απ’ τα ηχεία, από δυνατά ηχεία τη μουσική μου. Αλλά, ξέρεις, ερχόμουνα και δεν το πίστευα, γιατί δεν το ‘χα ακούσει ποτέ. Λέω «Τι μου θυμίζει αυτό, τι μου θυμίζει αυτό; Ωχ! Εγώ είμαι αυτός! Πώς γίνεται;», λέω, «Αφού δεν το έχω ανεβάσει πουθενά. Ούτε στο ίντερνετ ούτε στα λοιπά». Τέλος πάντων, με τα πολλά-πολλά μού λέει: «Να κάνουμε ένα liveάκι». Εγώ είχα έρθει για μία εβδομάδα, όπως σου είπα πριν. Ήθελα να πάω στην Άνδρο. Δεν ξέρω για ποιον λόγο ήθελα να πάω στην Άνδρο, αλλά ήθελα να πάω στην Άνδρο. Μου είχε κολλήσει στο κεφάλι μετά απ’ το Βόλο. Και κάνουμε ένα live και είχε πάρα πολύ κόσμο. Ήταν πάρα πολύ όμορφα. Μετά μου λέει: «Δεν το κάνουμε και το άλλο Σάββατο;». «Ε, εντάξει», λέω, «εντάξει. Το κάνουμε και μετά θα πάω στην Άνδρο». Κάνουμε το Σάββατο, φουλ πάλι! Μετά μου λένε: «Δεν το κάνουμε το άλλο Σάββατο;». Τους λέω: «Ρε παιδιά, πρέπει να πάω στην Άνδρο». «Έλα», μου λέει, «θα το κάνουμε κι αυτό το Σάββατο». Το κάνουμε εκεί πέρα, πάλι φουλ κόσμος. Μετά μου λένε: «Έλα, θα το κάνουμε μία και την Τετάρτη που ‘ρχεται;». Τους λέω: «Ρε παιδιά, τι θα γίνει;». Και μετά με πιάνουν και μου λένε… Άρχισε να μπαίνει και το κρύο τότε και μου λέει «Καλά, ρε συ. Να σου πω κάτι. Νέο παιδί είσαι», μου λένε, «είσαι εδώ πέρα, βγαίνεις, παίζεις στο δρόμο, βγάζεις τέτοιο μεροκάματο καλό, έρχεσαι εδώ πέρα», μου λέει, «κάνεις, παίζεις, κάνεις live εμφανίσεις. Γιατί δεν κάθεσαι», μου λέει, «εδώ πέρα να παίζεις δύο φορές τη βδομάδα για όλη τη σεζόν, να βγαίνεις και δρόμο και μία χαρά;», μου λέει. «Πού θα πας τώρα χειμωνιάτικα στην Άνδρο; Τι θα κάνεις; Κάτσε να ανοίξει ο καιρός», μου λένε, «και πήγαινε». Και έτσι όπως μου το είπε ο Κωστής λέω: «Ρε φίλε, έχει δίκιο ο άνθρωπος. Πού να πάω τώρα στην Άνδρο;». Και έκατσα στο Βόλο και κάναμε σεζόν. Ήταν η πρώτη σεζόν που έπαιζα σε ένα μαγαζί όλο το χειμώνα, ας πούμε, δύο φορές τη βδομάδα. Και έκατσα μέχρι να τελειώσει η σεζόν, που από κει που ξεκίνησε να έχει πάρα πολύ κόσμο κάθε συναυλία, μετά, όταν τέλειωσε η σεζόν σχεδόν, είχε πέσει όλος ο κόσμος. Εντάξει, με είχαν ακούσει πόσες φορές και ήταν προς το τέλος. Ήταν μάλλον το τελευταίο live που θα κάναμε. Είχανε μείνει τρία άτομα στο τελευταίο live. Ήταν… Μπαίνω μέσα. Είχε μόνο τρία άτομα. Λέω: «Πω, πω». Ο ένας ήταν μεθυσμένος στο μπαρ. Είχε πέσει, δεν μπορούσε να κρατηθεί το κεφάλι του… Είχε ξαπλώσει, βασικά, στην μπάρα έτσι με το χέρι, ξέρεις, πώς κάθεσαι. Τάπα τελείως. Ήταν τα δύο παιδιά που είχαν το μαγαζί, ένας άλλος στη γωνία που έπινε —κι αυτός ήταν έτοιμος να γίνει στα κοντά— και ένας άλλος εκεί πέρα που είχε σκάσει μύτη εκείνη τη στιγμή. Λέω «Εντάξει», λέω, «θα παίξω για το καλό, για το αποχαιρετιστήριο». Και λέω και στα παιδιά που ήταν εκεί στο μαγαζί τέσσερα πέντε τραγούδια. «Για μας», τους λέω, «και αφού τα ‘στησα που τα ‘στησα». Και το τελειώνουμε έτσι. Και μετά εγώ σκεφτόμουνα, αφού ήρθε και το τέλος και από το live, σιγά-σιγά θα είναι η ώρα να φύγω από το Βόλο. Και όπως κάθομαι εκείνη τη στιγμή και ξεκινάω να παίζω περνάει ένα ζευγάρι απ’ έξω. Μπαίνουν μέσα. Έτσι, ωραία ντυμένοι, δύο ωραία, νέα παιδιά, έτσι. Κάθονται εκεί πρώτο τραπέζι, πίνουν εκεί —θυμάμαι εγώ— βότκες πορτοκαλί. Πίνανε, πίνανε, πίνανε, πίνανε. Και μετά μου κάνει σινιάλο. «Θέλω να σου πω», μου λέει, «μετά. Θέλω να σου πω όταν τελειώσεις». Τελικά, δεν έπαιξα τέσσερα τραγούδια, έπαιξα όλο το σετ, γιατί αυτούς τους έβλεπα εκεί πέρα, πρώτο τραπέζι εκεί, δεν μιλούσαν, δεν… Ζευγάρι αυτοί, τίποτα, δεν… Και μετά τελείωσα. Μου λέει: «Θέλω να σου ηχογραφήσω ένα CD. Έχω στούντιο εδώ πέρα. Θέλω να σου ηχογραφήσω ένα CD». «Απ», λέω, «κοίτα να δεις τώρα πώς κάθονται τα πράγματα». Πάλι, πάντα εκεί στο τέλος, εκεί που νομίζεις ότι δεν θα γίνει, εκεί που λες «Να το κάνω, να μην το κάνω;», «Να πάω, να μην πάω;», τακ εκεί έρχονται. Και έκατσα ακόμα έναν χρόνο για να γράψουμε. Τελικά δεν έγραψα ένα CD σ’ αυτόν τον άνθρωπο, έγραψα δύο CD. Τότε έγραψα τη Nάρκη και τις Περιπέτειες της Mona Vali, The Adventures of Mona Vali. Και μετά έγραψα αυτά τα CD και συνέχιζα να ταξιδεύω, γιατί κανόνισα περιοδεία με τη μουσική, να κάνω παρουσίαση δίσκου, ας πούμε. Οπότε, έκλεισα δώδεκα, πόσες πόλεις είχα κλείσει δηλαδή, για να κάνω παρουσίαση του δίσκου. Δεν θυμάμαι πόσες πόλεις.
Τι σου έχει μείνει από όλα τα —βασικά, όχι, συγγνώμη. Περιέγραψε μου κάποια περιστατικά, έτσι, περίεργα που μπορεί να σου είχαν κάνει εντύπωση με ανθρώπους, είτε στο δρόμο είτε για τις εμπειρίες σου στο δρόμο. Θυμάσαι κάποιο χαρακτηριστικά;
Τι να… Τι να…
Ήδη μου έχεις πει πολλά.
Τι να πρωτοπώ, ρε συ Μάνθο μου; Δεν ξέρω, δηλαδή είναι τόσα πολλά, που δεν ξέρω τι να πρωτοπώ. Αλήθεια σού λέω. Πρέπει να με μαγνητίσεις, να ερεθίσεις πολύ μία συγκεκριμένη κατάσταση για να μου βγει κάτι. Δηλαδή, είναι τόσα πολλά πράγματα, που ακόμα και τώρα, και σήμερα, και χθες, και προχθές, δηλαδή τόσα πολλά περιστατικά, που δεν ξέρω πραγματικά τι να πρωτοπώ, δηλαδή πλέον σαν… Όπως… Μου λες, ας πούμε: «Πες μου μια δυνατή εμπειρία». Με τόσες δυνατές εμπειρίες και με τόσα χρόνια, ας πούμε, στη γύρα, και το μόνο εντέλει που μου έρχεται είναι αυτό. Δηλαδή, μου σκάνε… Πολλά πράγματα, πολλά πράγματα. Τι να πεις; Δεν ξέρω, μπορεί να μη σε καλύπτει αυτή η απάντηση, αλλά είναι μία ειλικρινέστατη απάντηση, μια ειλικρινής απάντηση. Δεν έχω να ξεχωρίσω κάτι έτσι ώστε να… από τόσα χρόνια στο δρόμο. Να σου πω ένα ωραίο τώρα, ας πούμε, πάλι ωραίο, τώρα πρόσφατο, ότι ενώ συνεχίζω και παίζω στο δρόμο περνάει η γυναίκα μου καμιά φορά με το καρότσι και έρχεται με το παιδί μου και το παιδί μου με βλέπει να παίζω μουσικές και του παίζω. Ξέρεις, περνάει και του παίζω λίγο στα γρήγορα εκεί δύο τρία. Βέβαια, εντάξει, της λέω ότι δεν θέλω και πάρα πολύ να κάθεται, γιατί του παίζω και του γιου μου συνέχεια μουσική. Περνάει, βλέπω την έκφραση του γιου μου όταν με κοιτάζει, ας πούμε. Είναι μια πολύ δυνατή στιγμή να με κοιτάζει και να βλέπει και κάνει: «Α! Α!». Τρελαίνεται, δηλαδή παθαίνει μία περίεργη… Χειροκροτάει… Είναι ωραία στιγμή να βλέπω το γιο μου να με κοιτάζει να παίζω μουσική και να γουρλώνει τα μάτια του και να λέει: «Ουάου! Ο μπαμπάς μου κάτι κάνει, έτσι, που ακούγεται δυνατά!».
Μετά το Βόλο, λοιπόν, έφυγες και έκανες… Μετά πλέον, είπες, είχες κλείσει περιοδείες, οπότε φαντάζομαι πήγαινες, είχες διαμονή, ταξίδευες με διαφορετικό τρόπο από ό,τι πριν.
Ναι. Μετά τα πράγματα κύλησαν αλλιώς. Είχα κάνει πάρα πολλούς γνωστούς και με είχαν μάθει πάρα πολλά άτομα από τη μουσική, που τα πολλά-πολλά δύσκολα πέρασαν. Οπότε, σε πολλές πόλεις με περιμένανε, σε άλλες πόλεις ακόμα… Δηλαδή, μου κλείνανε και… Είχε τύχει, έχω παίξει στο Μέτσοβο και μου ‘κλεισαν πεντάστερο ξενοδοχείο, μετσοβίτικο ξενοδοχείο να πάω να μείνω τώρα δηλαδή. Και ήτανε τώρα… Πώς να σου πω; Πήγα μόνος μου, βέβαια. Ήταν κρίμα, γιατί πήγα σε ένα απίστευτο μέρος τώρα. Έξω χιόνιζε, Μέτσοβο τώρα, άντε γεια. Έξω χιόνιζε και εγώ ήμουνα σε ένα υπερυψωμένο κρεβάτι που έχουν εκεί το ξενοδοχείο, πέτρινο ξενοδοχείο, τουαλέτες, όλα! Και ήταν αλλιώς. Δηλαδή, πάντα, πάντα πλέον είχε αλλάξει. Αν και εντάξει, τυχαίνει, ας πούμε, εκεί και το άλλο, τυχαίνει να πάω και σε φίλους, τυχαίνει… Έχει τύχει να μείνω —όχι έχει τύχει, έχω μείνει— σε καταλήψεις. Έχω μείνει χρόνια σε καταλήψεις, γιατί έπαιζα και σε χώρους, έπαιζα και σε καταλήψεις, έπαιζα… Εντάξει ήτανε από όλα, από όλα, ό,τι… Αλλάζουν συνέχεια οι εικόνες. Αλλά, είμαι ανοιχτός να βλέπω όλες τις εικόνες, να βλέπω και το δρόμο, να βλέπω και ένα πεντάστερο ξενοδοχείο, να βλέπω και μία κατάληψη, να βλέπω και ένα αρχοντικό που θα με φιλοξενήσουν ή, ξέρεις, μία βίλα, να βλέπω… Όπως πήγα στην Αλόννησο να κάνω ένα live και είχα μία βίλα που ήταν όλη γυάλινη three sixty. 360° ήταν γυάλινο και έβλεπες τη θέα από παντού. Και από πάνω [02:20:00]ήταν γυάλινο. Ήταν περίεργο εκείνο το μέρος που πήγα μετά. Εντάξει, είμαι ανοιχτός για… Γενικά, αυτό, αυτό ξεκίνησα να κάνω, να δω εικόνες, να πάρω εικόνες, να δω, ας πούμε, όσα πράγματα μπορώ να δω σ’ αυτή τη ζωή, ξέρεις, να μην την αφήσω και, ξέρεις, να μην πω κάποτε —δεν ήθελα ποτέ αυτό— ότι «Κι άμα το έκανα, ας πούμε, τι θα γινότανε;». Ήθελα να το κάνω, ήθελα να δω τι θα γίνει, ας πούμε. Αυτό.
Πώς ήταν η διαφορά; Τι σου έκανε εντύπωση; Η διαφορά, ας πούμε, ξαφνικά από τόσο καιρό να παίζεις στο δρόμο, να είσαι στο δρόμο, να πασχίζεις με τον καιρό με, με… και ξαφνικά να είσαι σε ένα δωμάτιο, να είσαι πιο άνετος. Υπάρχουν κάποια πράγματα που σου έκαναν διαφορά, που είχαν πλάκα;
Ναι. Η διαφορά ήταν ότι όταν… Ντάξει, πήγαινα και σε μέρη μετά που έμενα και πιο πολύ. Δηλαδή, όταν ξαναέκανα την περιοδεία, εντάξει, πήγαινα έκανα τις συναυλίες μου και ήταν χαλαρά, ωραία, αλλά μετά γύρναγα και είπα κι εγώ «Εντάξει, περάσαν τα χρόνια», λέω, «πέρασαν λίγο τα χρόνια. Θέλω και λίγο να έχω και εγώ… Ξέρεις, ας πούμε». Οπότε, νοίκιαζα και εγώ μετά, εδώ στο Βόλο έμενα. Έλεγα: «Πού γυρνάω; Θα γυρίσω στο Βόλο». Δεν γύρναγα στην Κέρκυρα. «Θα νοικιάσω εδώ σπίτι». Νοίκιασα πολλές φορές σπίτι εδώ στο Βόλο. Αυτό που… Γιατί δεν είναι, να σου πω την αλήθεια, ότι δεν έβγαζα λεφτά για να νοικιάσω ένα σπίτι. Έβγαζα και ήμουνα πολύ καλά και απ’ τις συναυλίες και απ’ το δρόμο. Έβγαιναν πολλά λεφτά πιο παλιά, οπότε ήμουνα πάρα πολύ, πάρα πολύ καλά. Αυτό που με... Η διαφορά που είδα τότε ήταν που μπόρεσα να κάτσω να γράψω και μουσική. Είχα το χρόνο τον προσωπικό να γράψω πιο προσεκτικά μουσική, τα κείμενα που είχα γράψει στο δρόμο σε πρόχειρα χαρτιά να τα καθαρογράψω, ξέρεις, να τα αρχειοθετήσω, να κάνω αυτές τις δουλειές, κατάλαβες. Να κάτσω να… Και αυτό χρειάζεται. Χρειάζεται και το ταξίδι για να πάρεις το ερέθισμα, αλλά ξέρεις, όταν εσύ γράφεις μπορεί να γράφεις και σε ένα κωλόχαρτο, ας πούμε, έναν στίχο ή ένα ποίημα, ένα τετράστιχο, ένα κάτι, οπουδήποτε, σε ένα πακέτο τσιγάρα, σε ένα κάτι, ξέρεις. Και γεμίζεις όλο χαρτιά ή τετράδια με μουτζούρες, ας πούμε, ή γράμματα ό,τι να ‘ναι, γιατί μπορεί να είσαι στο κρύο, μπορεί να είσαι μεθυσμένος, μπορεί να είσαι σε ένα μπαρ, μπορεί να είσαι οπουδήποτε, μπορεί να είσαι στο λεωφορείο, στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Ε, οπότε μετά γυρνάς, τα παίρνεις όλα αυτά και τα… Αυτό. Είχα το χρόνο να κάτσω λίγο να αράξω και να σκεφτώ λίγο πιο πολύ τι έχει συμβεί. Και βρήκα και λίγο… Να σου πω, χρειαζόμουνα μετά από λίγο καιρό λίγο έναν προσωπικό χώρο. Με είχε πιάσει λίγο να θέλω να μείνω λίγο, έτσι, σε έναν χώρο προσωπικό, που να μην είμαι άλλο φιλοξενούμενος, γιατί κι αυτό ήταν λίγο κουραστικό, ε; Πολύ κόσμος, γιατί μιλάμε για πάρα πολύ κόσμο, πάρα πολύ. Ξέρω, μπορεί να ακούγεται κάπως, αλλά είναι μία πραγματικότητα. Έχω γνωρίσει πάρα, πάρα πολύ κόσμο σε αυτήν τη χώρα από αυτά τα ταξίδια. Και γενικότερα, αν είσαι συνέχεια με κόσμο, ε, σε πιάνει και λίγο να πεις ότι «Τώρα θέλω να μείνω μόνος μου, τώρα θέλω να μείνω μόνος μου. Το λαχταράω, ας πούμε, να μείνω μόνος μου».
Πόσα χρόνια πέρασες συνολικά στο δρόμο ταξιδεύοντας περίπου θυμάσαι; Πριν πάρεις την απόφαση και πεις ότι τώρα…
Πόσα χρόνια; Συγνώμη.
Πόσα χρόνια συνολικά.
Στο δρόμο ή στο Βόλο;
Στο δρόμο.
Τώρα είμαι 33. Από 20 χρόνων εκεί πέρα, που τελείωσα το πρώτο έτος. Μιλάμε για δεκατρία χρόνια. Ε… Όχι. Ναι, ακόμα στο δρόμο είμαι, πέρα από το μπορεί να μένω σε σπίτι. Εσύ εννοείς δρόμο, ταξίδι, κλασικά ταξίδι, φουλ ταξίδι;
Ήθελα να στο ρωτήσω και αυτό μετά. Ουσιαστικά, ποτέ και γιατί αποφάσισες ότι θες να εγκατασταθείς στο Βόλο, να γυρίσεις, να έχεις μία βάση;
Να έχω πιο πολύ βάση στο δρόμο. Ωραία, το λοιπόν.
Να έχεις μία βάση στο Βόλο. Ποια χρονιά ήταν που αποφάσισες ότι…
Όντως, ποια χρονιά ήταν; Πριν από πέντε χρόνια, έξι χρόνια.
Είσαι στο Βόλο τώρα, δηλαδή;
Πέντ’ έξι χρόνια. Φεύγω, βέβαια, κάνω, έκανα δηλαδή και τις περιοδείες μου και τα κόλπα μου, έφευγα. Και ακόμα και στην Αλβανία πήγαινα πολλές φορές μετά. Μετά μεγάλωσα λίγο πιο πολύ, γιατί πήγε έφυγε και η μάνα μου και έκανε ένα σπίτι πάνω στο βουνό, εκεί στην Αλβανία, στη Χειμάρρα. Είχαν μία φάρμα, βασικά, και τα καλύτερα. Μετά πήγα εκεί, στη φάρμα της μάνας, και λέω: «Πω, ρε μάνα, πού είσαι; Εδώ είναι η ζωή!».
Πώς και αποφάσισες να γυρίσεις στο Βόλο—
Ξανά—
να μείνεις στο Βόλο;
Δεν ξέρω. Εδώ ο κόσμος μ’ άρεσε πάρα πολύ. Δεν ξέρω για ποιον λόγο, δεν ξέρω γιατί. Έτσι… Και με στήριξε πιο πολύ απ’ όλες τις περιοχές της Ελλάδας, μπορώ να πω, ο Βόλος. Εδώ στο Βόλο, αν μπορώ να πω… Παρότι έκανα τόσο μεγάλο ταξίδι και έπαιξα και γνώρισα και τόσους ανθρώπους, η πόλη που με στήριξε πιο πολύ ήταν ο Βόλος. Και σε θέμα από live και σε θέμα στο δρόμο και σε θέμα απ’ τα πάντα ήταν ο Βόλος. Και σε φίλους και σε αλληλεγγύη και στα πάντα όλα. Τη σύντροφό μου μετά τη… Η σύντροφός μου έμενε χρόνια στο Βόλο. Δεν είναι απ’ το Βόλο αλλά έμενε χρόνια στο Βόλο. Πόσα χρόνια; Δεκαπέντε χρόνια στο Βόλο. Μπορεί και λίγο λιγότερα, ξέρω ‘γώ, δεκατρία χρόνια, πες, μπορεί να είναι στο Βόλο, δεκαπέντε, εκεί. Οπότε, εκεί ήταν και μετά ακόμα και μία αφορμή, και η σύντροφος. Οπότε, και αυτό.
Πώς ήρθε στη ζωή σου η ανάγκη για οικογένεια; Πότε έγινε αυτό;
Μετά… Ξέρω ‘γώ; Ήρθε, μόνο του έσκασε. Σκάει μόνο του μετά από μία… Έρχεται μόνο του, μωρέ. Δηλαδή…
Τη γυναίκα σου πότε τη γνώρισες;
Ίσως, ίσως να ήμουνα πολύ μοναχικός καουμπόης, ας πούμε, που λένε, και μετά μου βγήκε αυτό το πράγμα. Έσκαγε μέσα μου σιγά-σιγά, δηλαδή, ότι θέλω να κάνω οικογένεια, ότι θέλω να κάνω παιδί, ότι θέλω να κάνω οικογένεια, όντως ότι θέλω να γίνω ο μπαμπάς. Μου έβγαινε λίγο-λίγο-λίγο το ένστικτο αυτό. Με τη γυναίκα μου είμαστε μαζί πέντε χρόνια, τεσσεράμισι χρόνια.
Πες μας λίγο το ιστορικό και μ’ αυτό. Παντρευτήκατε;
Ναι, ναι. Παντρευτήκαμε εκεί στη Χειμάρρα. Balkan γάμος εκεί τελείως. Έσκασαν από τη… και από την… Και μου έκανε πάρα πολύ εντύπωση, γιατί έσκασε κόσμος απ’ την Ελλάδα πάρα πολύς, πάρα πολύ κόσμος. Ήρθε, δηλαδή, στο γάμο μας στη Χειμάρρα, στην Αλβανία, ήρθε κόσμος απ’ την Ελλάδα, πολύ κόσμος για να… Τρεις μέρες γλέντι. Ήταν πολύ όμορφα πράγματα, έτσι, και χάρηκα πολύ γιατί είδα ανθρώπους που με τίμησαν όντως και ταξιδέψαν τόσο πολύ και από τόσες διαφορετικές πόλεις για να έρθουνε στο γάμο μου. Οπότε, ήταν πολύ όμορφο. Λες ότι «Να, ταξιδέψαμε, κάναμε, ράναμε, αλλά βρήκαμε ανθρώπους που…». Και δεν το είπαμε και προσπαθήσαμε να το κρατήσουμε και λίγο κρυφό, γιατί θα ερχόντουσαν και πιο πολλοί άνθρωποι. Αλλά… Και μετά μας έλεγαν άλλοι άνθρωποι «Γιατί δεν μας το είπατε;» και «Γιατί δεν μας το είπατε; Θα ερχόμασταν». Θα ερχόντουσαν, δηλαδή, άμα τους λέγαμε από πάρα πολλές πόλεις της Ελλάδας. Θα γινότανε, τώρα, εκεί πέρα χαμός. Είχανε όρεξη για ταξιδάκι, έτσι, Χειμάρρα. Θα γινότανε… Όλο το βουνό θα το γεμίζαμε με σκηνές, μου φαίνεται. Δεν θα είχαμε πού να τους βάζαμε. Ήταν… Πολύ κόσμος μού είπε: «Γιατί δεν μας καλέσατε;». Μιλάμε για πολύ κόσμο.
Πώς και παντρεύτηκες στην Αλβανία;
Ε, δεν ξέρω. Ήθελα γιατί, βασικά, έχασα τον πατέρα μου εκεί πέρα στη Χειμάρρα και τελευταίο πράγμα που υπήρξε στο σπίτι ήτανε, ξέρεις, στεναχώρια. Οπότε, ήθελα να το αλλάξω αυτήν την ανάμνηση και να μπει μία μεγάλη χαρά πάλι στο σπίτι και ένα μεγάλο γλέντι. Και έτσι, για αυτό έγινε.
Πες μας λίγα λόγια για τη ζωή των μουσικών στο δρόμο. Εσύ στα ταξίδια σου συναντούσες άλλους μουσικούς;
Ε, στα ταξίδια μου; Ναι, πάρα πολλούς.
Κουράστηκες τώρα, ε;
Κουράστηκα λίγο, να σου πω την αλήθεια, αλλά θα το απαντήσω και αυτό.
Συνεννοούσασταν; Πώς…
Ναι, ναι, ναι, ναι, ναι. Πάρα πολλοί μουσικοί παντού. Μετά από λίγο καιρό έγινε… Και βγαίναν και περισσότεροι και περισσότεροι. Και τώρα υπάρχουν πάρα πολλοί μουσικοί στο δρόμο που βγαίνουν και είναι… Εγώ χαίρομαι, γιατί γίνεται πολιτισμός όλο αυτό το πράγμα, ξέρεις. Ειδικά τώρα με την καραντίνα, που δεν μπορείς να κάνεις και συναυλίες, και με όλα αυτά που είχαμε με τις καραντίνες μέσα στον κορωνοϊό και όλα αυτά τα πράγματα ήταν το μόνο πράγμα που κρατούσε τον κόσμο να δει και να συνεχίσει ο πολιτισμός, αυτό το πράγμα. Και εντάξει, έχω γνωρίσει —όλο λέω «Έχω γνωρίσει» και «Έχω γνωρίσει», αλλά αυτό είναι. Τι να κάνουμε;— τους περισσότερους μουσικούς που [02:30:00]παίζουν αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα και είναι ενεργοί μουσικοί του δρόμου. Μπορεί να είναι απ’ τα περισσότερα μέρη της Ελλάδας… Ξέρω ‘γώ; Να βάλουμε όλη την Ελλάδα. Τους περισσότερους μουσικούς τούς γνωρίζω προσωπικά και γνωριζόμαστε, γιατί —πώς να σου πω;— και η Ελλάδα μετά από λίγο είναι και ένα δίκτυο που βλέπουμε λίγο ποιοι είναι, πώς. Έχουμε γνωριστεί και από κοντά πάρα πολλοί και σε κοινά μέρη, εντάξει.
Εντάξει. Άλλες δύο ερωτήσεις που θα ήταν κρίμα τώρα να μην μου τις απαντήσεις. Μπορείς να μου απαντήσεις πολύ γρήγορα αυτό και τελειώνουμε. Έχεις μία μπάντα. Πες μας δυο λόγια για την μπάντα. Πότε ήταν; Από τότε απ’ την Κέρκυρα; Πώς τη φτιάξατε, πότε γνωριστήκατε;
Ωχ, πάμε σε μεγάλο ταξίδι τώρα πάλι! Οι StreetDose, η μπάντα αυτή, είναι μία μπάντα… Πώς ξεκίνησε: Μετά από χρόνια μού βγήκε η επιθυμία να πάω να μείνω λίγο στην Κέρκυρα πάλι.
Πότε ήταν;
Πότε ήταν; Ήτανε τέσσερα χρόνια πριν, πέντε χρόνια πριν, πέντε; Για λίγο καιρό, ξέρω ‘γώ, να πάω να βγάλω μία σεζόν τουλάχιστον. Αλλά, δεν ήθελα να πάω καλοκαίρι και πήγα το χειμώνα, γιατί το καλοκαίρι έχει πολύ τουρισμό, έχει… Ξέρεις, ήθελα να δω λίγο πιο... Επειδή την ξέρω την Κέρκυρα, είναι κούκλα, είναι πανέμορφη το χειμώνα, έτσι, και το φθινόπωρο. Οπότε, πήγα φθινόπωρο στην Κέρκυρα και με αφορμή και για μία συναυλία. Πάω για μία συναυλία και μετά έκατσα εκεί πέρα, έβγαινα λίγο δρόμο και εκεί γνώρισα. Τα παιδιά είναι από το Μουσικό Πανεπιστήμιο εκεί στην Κέρκυρα. Οπότε… «Ήταν» γιατί τώρα έχουν τελειώσει κάποιοι. Κάποια ακόμα είναι. Οπότε, είχανε κάνει αυτοί ήδη ένα σχήμα, αρκετοί από αυτούς από την μπάντα που έχουμε τώρα. Και βγαίνοντας να παίξω, έπαιζα εγώ εδώ, έπαιζαν αυτοί από πάνω. Βρεθήκαμε, μιλήσαμε, βγήκαμε, ήπιαμε, κάναμε ράναμε, κάτσαμε, αράξαμε, ε, και παίξαμε λίγο μαζί. Μας άρεσε πάρα πολύ το αποτέλεσμα που έβγαινε. Μια, δύο, τρεις, τέσσερις, λέμε να βγούμε όλοι μαζί. Μετά γινόταν πάρα πολύ ωραίο το πράγμα. Ήταν πολύ grande, γιατί ήταν μία εξαμελής μπάντα τώρα και ήταν όλοι μουσικάρες, απ’ το πανεπιστήμιο. Κάναμε live εκεί στην Κέρκυρα και δεν το πιστεύαμε, δηλαδή ήταν άντε γεια. Εντάξει, και η μπάντα είναι πολύ δυνατή. Και μετά, επειδή είχα και εγώ κάποια κονέ από τις συναυλίες, απ’ τα μέρη, τους λέω: «Ρε παιδιά, δεν κάνουμε καμία περιοδεία;». Ε, και αυτοί όμως ψήθηκαν να κάνουν περιοδεία. Οπότε, έτσι ξεκινήσαμε και κάναμε και ταξιδέψαμε στην Ελλάδα με τα παιδιά αρκετά και κάναμε αρκετές συναυλίες στην Ελλάδα. Και γενικά, ήταν η μπάντα που γνώρισε τη μεγαλύτερη αποδοχή από θέμα σε συγκρότημα με κόσμο. Και ντάξει, με τα παιδιά έχουμε παίξει σε πάρα πολύ κόσμο, σε πάρα πολύ κόσμο. Και γενικά, αυτό που συνέβαινε κάτω ήτανε, εντάξει, πραγματικά rock and roll από τον κόσμο, δηλαδή γινόταν έξω φρενών πάντα όσες φορές έχουμε παίξει. Τώρα δυσκολευόμαστε, γιατί μας πήγαν πίσω τα πράγματα με τον κορωνοϊό, αλλά… Και δυστυχώς μας έκοψε πάνω στο καλύτερο ο κορωνοϊός. Ήμασταν έτοιμοι να ηχογραφήσουμε το δίσκο μας και μας έκοψε, γιατί είχαμε κανονίσει περιοδεία. Ήδη ξεκινήσαμε απ’ την Αθήνα. Είχαμε παίξει εκεί σε ένα μαγαζί, στο «Six Dogs», μετά πήγαμε σε ένα μαγαζί στην Πάτρα, είχαμε κλείσει ολόκληρη περιοδεία, που τα λεφτά θα μας βγαίνανε ακριβώς πάνω-κάτω για να φτιάξουμε το δίσκο μας, και κόπηκε όλη περιοδεία. Δηλαδή, στη δεύτερη συναυλία που προλάβαμε να κάνουμε στην Πάτρα, μετά σταμάτησε η περιοδεία μας. Και έτσι, δεν τον βγάλαμε το δίσκο μας δυστυχώς και μας έχει πάει λίγο πίσω αυτό το σενάριο του κορωνοϊού. Ελπίζω σύντομα να φύγουμε απ’ αυτόν τον εφιάλτη. Αυτά με την μπάντα, έτσι. Είμαι πολύ ευτυχισμένος που γνώρισα αυτά τα παιδιά.
Αυτή θα ήταν και η δεύτερη ερώτηση μου. Πώς σε επηρέασε ως μουσικό του δρόμου ο κορωνοϊός, ο Covid, αυτά τα δύο χρόνια;
Τον πρώτο χρόνο, την πρώτη καραντίνα, με επηρέασε πάρα πολύ και ψυχολογικά, γιατί τότε ήταν σε φάση που δεν μπορούσα να βγω, γιατί ήταν πολύ… Όλοι μας ήμασταν λίγο σε πιο αυστηρή κατάσταση, ξέρεις. Ήταν λίγο πιο αυστηρά τα πράγματα, πιο αυστηρά. Το είχαμε και λίγο και στο μυαλό μας και εμείς λίγο πιο… «Έσκασε πανδημία», λέμε, ξέρεις. Αυτό που έλεγε ο άλλος εκεί, που έλεγε «Θα πεθάνουμε όλοι!», που έλεγε έτσι. Οπότε, ήμασταν πολύ φυλαγμένοι. Τη δεύτερη, όμως, τι έγινε; Δεν είχα φράγκα, ρε φίλε, δεν είχαμε φράγκα, ήταν κι η γυναίκα μου έγκυος. Και ανοίγουν τα πράγματα, τέλος πάντων… Εκεί με επηρέασε. Βέβαια, έγραψα κάτι πράγματα έκανα, έρανα. Στην δεύτερη καραντίνα, όμως, γεννήθηκε ο γιος μου και λέω: «Δεν έχει. Δεν με νοιάζει. Ό,τι και να γίνει εγώ θα βγω και ας έρθει όποιος έρθει, ο στρατός να έρθει ο ίδιος». Και βγαίνανε κάποιοι άνθρωποι, περπατούσαν, κάνανε έτσι με τα χαρτιά τους, με τα τέτοια τους, με τα πιστοποιητικά, ότι βγαίναν έξω, ξέρεις αυτά, πώς λέγεται; Και αυτοί οι άνθρωποι γενικά έβλεπα την ανάγκη που είχανε να ακούσουνε μουσική μετά από τόσο καιρό, έτσι. Και ήτανε πάρα πολύ δυνατό όλο αυτό το πράγμα που, ας πούμε, με στήριξαν στην περίοδο της καραντίνας, γιατί… Και όχι μόνο με στήριζαν, μου λέγανε και ευχαριστώ, γιατί σε μία περίοδο που ήτανε πάρα πολύ δύσκολα και δεν άκουγαν τίποτα και δεν άκουγαν μια μουσική, δεν άκουγαν τίποτα, ήτανε η περίοδος που ένιωσα πραγματικά αυτό που κάνω σαν λειτούργημα. Ήτανε η μεγαλύτερη, η πιο δυνατή περίοδος της ζωής μου, που ένιωσα ότι η μουσική είναι λειτούργημα, γιατί τότε δεν πήγαιναν ούτε σε μπαρ, ούτε σε καφετέριες, ούτε πουθενά. Και έπαιζα μουσική και έβλεπες να γεμίζουν τα παγκάκια και να γεμίζουν γύρω-γύρω. Ξες, κρατούσαν και τις αποστάσεις τους οι άνθρωποι, ξέρεις, για να… Αλλά, έβλεπες ένα… Τώρα, μπορεί να έπαιζα δρόμο και να έβλεπα τώρα εκατό άτομα, εκατόν πενήντα άτομα και να ‘ναι, ξέρεις, απλωμένοι. Φαινόντουσαν και πιο πολλοί, έτσι, απλωμένα εκατόν πενήντα άτομα για δρόμο και ήτανε σαν συναυλίες του τύπου, που δεν τις ζούσα και πολύ συχνά στο δρόμο. Δυνατές στιγμές με… Αλλά, μου έδωσε και πολλή έμπνευση και η δεύτερη φάση στην καραντίνα, γιατί έγραψα αρκετά τραγούδια. Είχα όλο αυτό το πράγμα, όλη αυτή η πίεσή μού βγήκε σε δημιουργία γιατί αλλιώς θα έσκαγα. Οπότε, μου βγήκε εκεί. Δημιούργησα πάρα πολύ την περίοδο της καραντίνας, της δεύτερης ειδικά, έγραψα αρκετά τραγούδια.
Τι μουσική παίζεις; Τι μουσική σού αρέσει, ποια είναι η μουσική σου;
Τι να πω; Πειραματίζομαι. Δεν μπορώ να πω ότι κάνω κάτι συγκεκριμένο. Να, τώρα γράφω ένα τραγούδι που έχει κλασική μουσική, όπερες και τέτοια πράγματα. Δηλαδή, όταν ηχογραφώ μου αρέσει να πειραματίζομαι. Με την μπάντα παίζουμε ψυχεδελικό ροκ με folk στοιχεία, πολύ ξέρεις, αρκετά folk στοιχεία. Αλλά, δεν είναι ότι θα κλειστώ. Μου αρέσει… Παίζω και μπλουζ, παίζω και πολύ… Τα δικά μου είναι… Θεωρώ ότι δεν μπορώ να τα κατατάξω κάπου, σε κάποιο συγκεκριμένο πραγματικά είδος μουσικής, και δεν θέλω, να σου πω την αλήθεια. Δεν θέλω να μπαίνω σε καλούπια του τύπου ότι παίζω αυτό, παίζω αυτό, παίζω το άλλο, παίζω το άλλο. Προσπαθώ να παίζω αυτό που βγαίνει από μέσα μου, που έρχεται πηγαίο, κι ας μην είναι και τόσο mainstream, κατάλαβες; Δεν με νοιάζει να ακολουθώ ένα συγκεκριμένο ρεύμα, αλλά από την άλλη ούτε να δημιουργήσω και ένα ρεύμα. Αυτό που με νοιάζει είναι να κάνω Τέχνη πηγαία, όπως μου βγαίνει, χωρίς να με νοιάζει άμα θα έχει προβολές, άμα θα γίνει γνωστό, άμα θα πετύχει, άμα δεν θα πετύχει. Απλά, να μην καταπιέζω εκείνη τη στιγμή την έμπνευση.
Βιοπορίζεσαι καθαρά απ’ τη μουσική;
Μόνο απ’ τη μουσική.
Σου αρέσει; Πώς είναι η μέχρι τώρα σου πορεία; Είσαι ευχαριστημένος;
Είμαι, ναι. Δοξάζω το Θεό. Είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένος που ακολούθησα αυτό το μονοπάτι και είπα στη μάνα μου τότε: «Μάνα, θέλω να παρατήσω τις σπουδές για να κάνω αυτό το πράγμα». Πιστεύω ότι… Δεν ξέρω τι να πω. Ήτανε πολύ ωραία επιλογή.
Έτσι, για τέλος, θα ήθελες να προσθέσεις κάτι;
Για τέλος θα ήθελα να πω ότι γενικά δεν πρέπει να αφήνουμε τα όνειρά μας να πάνε χαμένα, να μην τα κρύβουμε σκεπτόμενοι το τι μπορεί να πει κάποιος άλλος, ας πούμε, για αυτό που θα κάνουμε. Να ακολουθούμε τα όνειρά μας, να ελπίζουμε, να [02:40:00]αγαπάμε, να είμαστε αλληλέγγυοι. Στο άδικο να αντιδράμε και, ξέρεις, να υψώνουμε φωνή όταν βλέπουμε την αδικία. Και να μην αφήνουμε αυτούς τους δύσκολους καιρούς να μας πάρουν από κάτω, ας πούμε, γιατί υπάρχουνε πολύ όμορφα πράγματα στη ζωή καθημερινά, θαύματα. Δηλαδή, απ’ αυτό που μου είπες πριν, ας πούμε, «Τι είδες ωραίο;», και εμένα που μου ‘ρθε να σου πω «Τα σύννεφα που ήτανε όμορφα, πολύχρωμα και κόκκινα και έτσι», ότι κοιτάζοντας ψηλά, κοιτάζοντας τον ουρανό, κοιτάζοντας τη φύση, κοιτάζοντας τα δέντρα, να είμαστε όλοι μαζί, να μην αποξενωνόμαστε. Και αυτό, να μην αφήνουμε την κατάσταση να μας επηρεάζει ψυχολογικά, και οποιαδήποτε κατάσταση, και δύσκολη στιγμή και δύσκολη κατάσταση. Να βαστάμε στα πόδια μας και να μην ντρεπόμαστε να ζητάμε και βοήθεια ή επίσης και να δίνουμε βοήθεια. Αυτό. Με ανιδιοτέλεια. Τι άλλο να πω; Δεν έχω να πω και πολλά άλλα. Αυτό.
Τι σου έχει μείνει από όλο αυτό που μας διηγήθηκες σήμερα; Τι θα έκανες διαφορετικά ίσως; Γενικά, τι σου έχει μείνει από αυτή σου την εμπειρία έτσι όπως την ξαναβλέπεις τώρα;
Ε… Δεν θα έκανα τίποτα διαφορετικά. Είμαι πολύ ευχαριστημένος, ας πούμε, με όλο αυτό που έχει συμβεί και ας ήταν και πολλές δύσκολες καταστάσεις, έτσι, και πολλές μοναξιές και πολλά πράγματα και πολλές χαρούμενες και γέλια και κλάματα και τα πάντα όλα. Πώς να σου πω; Νιώθω ανακούφιση, φίλε. Δεν ξέρω πώς μπορεί να σου ακούγεται, αλλά νιώθω χαλαρός. Είμαι χαλαρός και θέλω να το κρατάω αυτό, θέλω να το κρατήσω.
Τι σκέψεις κανείς για το μέλλον, για την οικογένειά σου, τώρα πλέον που δεν είσαι μόνος σου;
Σκέφτομαι ότι σίγουρα στο παιδί μου θέλω, όπως είπε η μάνα μου, να του δώσω τα εφόδια, ας πούμε, για να κάνει κάτι, να επιλέξει αυτό που θα ήθελε να κάνει αυτός. Και θέλω να προσπαθήσω ακόμα πιο σκληρά τώρα, γιατί είναι άλλο κεφάλαιο τώρα μες στη ζωή, να προσπαθήσω ακόμα πιο σκληρά, κι ας είναι πιο δύσκολες οι εποχές, να μην το στερήσω αυτό. Βέβαια, είναι —ξέρεις τώρα, όπως λέμε— πολύ δύσκολοι καιροί, οπότε θα πρέπει να υπάρχει και μία κρίση και από εμένα και από τη σύντροφό μου για το τι θα πρέπει να ακολουθήσουμε από δω και πέρα, γιατί δεν είναι όπως όταν ήμουνα μόνος μου, όπως παλιά, ότι πάω εκεί, πάω εκεί, ακούω τη φωνή, ακούω φωνές, ξέρεις, και ακολουθώ τις φωνές! Τώρα είναι αλλιώς η συζήτηση. Πρέπει αυτό, να υπάρχει ένας διάλογος από κοινού για να δούμε τι θα πρέπει να κάνουμε για να προσφέρουμε το καλύτερο σε αυτές τις δύσκολες περιόδους για το γιο μας. Και αυτό. Θέλω να προσπαθήσω όσο πιο σκληρά μπορώ τώρα, ακόμα πιο σκληρά, όχι για να του δώσω αυτά που δεν είχα αλλά για να του μάθω αυτά που δεν έμαθα, που δεν μου μάθανε. Αυτό. Δηλαδή, να του δείξω από μικρός αυτά που δεν μου είχανε δείξει, δηλαδή πράγματα… Να μην περιμένει να ακούσει από κάπου ή του τύπου κάτι για να…
Τα ταξίδια τα αγαπάτε όλη η οικογένεια;
Ναι, ναι.
Θα προσπαθήσετε να το συνεχίσετε αυτό τώρα;
Είμαστε τώρα σε μία φάση μετά από τόσο καιρό, ναι, ότι σκεφτόμαστε. Θέλουμε πάρα πολύ, σκεφτόμαστε πολύ σοβαρά να πάρουμε ένα τροχόσπιτο αυτοκινούμενο. Τόσο πολύ αγαπάμε τα ταξίδια. Τι να κάνουμε; Είμαστε τσιγγάνικες ψυχές κατά βάθος!
Σε ευχαριστούμε πάρα πολύ, Άγγελε—
Ευχαριστώ εγώ πάρα πολύ—
για όλα όσα μοιράστηκες μαζί μας και για το χρόνο σου.
Εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ.
Περίληψη
Ο Κωνσταντίνος-Άγγελος είναι μουσικός του δρόμου που εδώ και χρόνια ταξιδεύει ανά την Ελλάδα μαζί με την κιθάρα του. Με αφετηρία το δρόμο γνωρίζει τόπους που τον μαγεύουν, ανθρώπους που γίνονται μοίρα. Μας διηγείται την ιστορία του, από την μετανάστευση των γονιών του, αλβανική καταγωγής, στην Κέρκυρα μέχρι την απόφαση να αφήσει τη δραματική σχολή και να ζήσει τη ζωή στο δρόμο. Με αφορμή αυτό θυμάται δυσκολίες ταξίδια, φιλίες και συγκινητικά γεγονότα. Ανάμεσα σε αυτά συμπεριλαμβάνεται η διαμονή σε ταράτσα πολυκατοικίας, η αλληλεπίδραση με ανθρώπους του δρόμου γύρω από ένα φλεγόμενο βαρέλι στην πλατεία Εξαρχείων, η θαυμαστή φύση στη Φλώρινα και την Καστοριά, η τυχαία ηχογράφηση ενός CD και ενός demo, καθώς και ο γάμος του και η γέννηση του γιου του.
Αφηγητές/τριες
Kostandinos Dalardha
Ερευνητές/τριες
Ματθαίος Ζαμπίτογλου
Σχετικοί Σύνδεσμοι
Tags
Τοποθεσίες
Ημερομηνία Συνέντευξης
01/12/2021
Διάρκεια
166'
Περίληψη
Ο Κωνσταντίνος-Άγγελος είναι μουσικός του δρόμου που εδώ και χρόνια ταξιδεύει ανά την Ελλάδα μαζί με την κιθάρα του. Με αφετηρία το δρόμο γνωρίζει τόπους που τον μαγεύουν, ανθρώπους που γίνονται μοίρα. Μας διηγείται την ιστορία του, από την μετανάστευση των γονιών του, αλβανική καταγωγής, στην Κέρκυρα μέχρι την απόφαση να αφήσει τη δραματική σχολή και να ζήσει τη ζωή στο δρόμο. Με αφορμή αυτό θυμάται δυσκολίες ταξίδια, φιλίες και συγκινητικά γεγονότα. Ανάμεσα σε αυτά συμπεριλαμβάνεται η διαμονή σε ταράτσα πολυκατοικίας, η αλληλεπίδραση με ανθρώπους του δρόμου γύρω από ένα φλεγόμενο βαρέλι στην πλατεία Εξαρχείων, η θαυμαστή φύση στη Φλώρινα και την Καστοριά, η τυχαία ηχογράφηση ενός CD και ενός demo, καθώς και ο γάμος του και η γέννηση του γιου του.
Αφηγητές/τριες
Kostandinos Dalardha
Ερευνητές/τριες
Ματθαίος Ζαμπίτογλου
Σχετικοί Σύνδεσμοι
Tags
Τοποθεσίες
Ημερομηνία Συνέντευξης
01/12/2021
Διάρκεια
166'