© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Πίσω από τα φώτα ήταν η ελευθερία, πίσω από τα φώτα ήταν η Ελλάδα»: Από τη Χιμάρα στη Βουλή των Εφήβων

Κωδικός Ιστορίας
10405
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ελεονώρα-Ελένη Κοκαβέση (Ε.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
19/04/2022
Ερευνητής/τρια
Βασιλική Δημητροπούλου (Β.Δ.)
Β.Δ.:

[00:00:00]Καλημέρα, πες μας το όνομά σου.

Ε.Κ.:

Κοκαβέση Ελεονώρα-Ελένη του Διονυσίου και της Αντωνίας.

Β.Δ.:

Βρισκόμαστε στην Καρίτσα Ιωαννίνων με την Ελεονώρα Κοκαβέση, τη μητέρα μου. Είναι Τετάρτη 20 Απριλίου 2022, ονομάζομαι Βασιλική Δημητροπούλου και είμαι ερευνήτρια στο istorima. Θέλεις να μας πεις λίγα λόγια για τη ζωή σου;

Ε.Κ.:

Ναι, αφού σου ευχηθώ καλή πρόοδο, ακριβό μου παιδί. Εγώ γεννήθηκα στη Χιμάρα της Βορείου Ηπείρου. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν πάρα πολύ δύσκολα, γιατί υπήρχε απαγόρευση. Δεν έπρεπε να μιλάμε τη γλώσσα μας, την ελληνική. Το πρώτο πράγμα που μου είχε κάνει εντύπωση ήταν όταν έπρεπε να πάω Α΄ Δημοτικού, που έπρεπε να μάθω τα αλβανικά. Γιατί το ελληνικό σχολείο στο χωριό μου το είχαν κλείσει 2 Δεκεμβρίου του 1946 ως αντίποινα. Γιατί στη Χιμάρα είχε δημιουργηθεί μία επιτροπή το 1945, για να πείσει τον κόσμο να μην ψηφίσει το καθεστώς του Χότζα και γιατί περιμένανε ακόμη, δεν είχε λυθεί το ζήτημα, έτσι; Το 1947 η Ελλάδα πήρε τα Δωδεκάνησα και μείναμε εμείς από ‘κει. Αυτό που με έχει σημαδέψει ως παιδί… Θες να σου μιλάω στα Χιμαριώτικα;

Β.Δ.:

Ναι!

Ε.Κ.:

Λοιπόν, εκείνο που με έχει σημαδέψει ως παιδί ήταν τα φώτα της Κέρκυρας που τα ‘γλεπα κάθε βράδυ κι εκεί πίσω από τα φώτα ήταν η ελευθερία. Πίσω από τα φώτα ήταν η ελευθερία, πίσω από τα φώτα ήταν η Ελλάδα. Τα βράδια με τρόμαζαν πάρα πολύ οι προβολείς που έπεφταν στη θάλασσα, γιατί έπρεπε να ελέγξουνε μη φύγει κανένας, μη δραπετεύσει κανένας. Απαγορευούτανε, κατάλαβες; Και αυτό με σημάδεψε ως παιδί. Είναι πολλά αυτά που έχω περάσει, δεν ξέρω τι να σου πρωτοπώ.

Β.Δ.:

Θέλεις να μου πεις για τα παιδικά σου χρόνια στη Χιμάρα; Πώς περνούσες;

Ε.Κ.:

Τα παιδικά μου χρόνια ήτανε μέσα στην απαγόρευση και στον φόβο. Ως παιδί μέχρι τα 13 δεν είχα ιδεί ποτέ παιχνίδι, μοναχά κείνα τα παιχνίδια που επαίζαμε: το σκλέντζι, τη λίπα, τη μάδα. Κείνα που είχαμε στο χωρίο, ας πούμε. Δεν είχα ιδεί άλλα παιχνίδια, έτσι, παιδί μου. Δυσκολευόμουν πάρα πολύ που έπρεπε να μαθαίνω τα αλβανικά, γιατί εμείς μιλούσαμε τη διάλεκτο και όταν πήγα στο σχολείο το αλβανικό, δυσκολευόμουνα πάρα πολύ.

Β.Δ.:

Θέλεις να μας περιγράψεις μερικά από τα παιχνίδια που ανέφερες προηγουμένως;

Ε.Κ.:

Ναι, να σου πω για τη μάδα. Επηγαίναμε στο λάκκο, εμαζώναμε… Έπρεπε να βρούμε τη μάδα, ήτανε η βασική πέτρα που έπρεπε να γκρεμίσουμε το «μούτσι» που λέγαμε. Οπότε έπρεπε να είναι πλακωτή, στρογγυλή και πηγαίναμε στο λάκκο, γιατί ο λάκκος έφερνε καλές πέτρες. Εβρίσκαμε την καλύτερη, την πιο πλακωτή και μετά στο αλώνι εκάναμε μία γραμμή. Αυτή την γραμμή δεν έπρεπε να την περάσεις, ήταν εκεί που έπρεπε — από ‘κει θα έριχνες την μάδα. Ο μούτσης ήτανε που έπρεπε να τον γκρεμίσεις. Ήτανε κεραμίδια που βάναμε το ένα πάνω στο άλλο και έπρεπε να καταφέρουμε να γκρεμίσουμε τα κεραμίδια, να τη ρίξεις και να το πετύχεις. Να το «κοτσέψεις». Κι όταν δεν το πετύχαινες, μετά έπρεπε να κάτσεις εκεί, να φυλάξεις τη μάδα. Εκεί ήταν ο φύλακας. Έπρεπε δηλαδή να του κλέψεις τη μάδα, να την πάρεις, για να πας πάλι να ρίξεις και να κάνεις τούτο το ίδιο πράμα συνέχεια. Επαίζαμε τα «γόλια» στη θάλασσα, τα κάνεις μία… Βρίσκεις τα καλύτερα… Πώς τα λέτε εδώ πέρα; Τους γούλους, δεν ξέρω πώς τα λένε εδώ. Εβρίσκαμε τους γούλους,  [00:05:00]μετά έκανες μία — με το χέρι σου — μία τρύπα, έτσι και έπαιρνες τον γούλο τον έριχνες και έπρεπε να μπει εδώ πέρα, στον κύκλο που έχεις κάνει με τα δάχτυλά σου. Κατάλαβες; Βότσαλα πρέπει να τα λέτε εδώ. Αυτά τα πιο μεγάλα, εμείς τα λέμε γούλους αυτά. Πολλά παιχνίδια! Επαίζαμε το «κουρβισό» ή «κουρβιστό». Το κουρβισό είναι το κρυφτό που λέτε εδώ πέρα, που έπρεπε να κρυφτούμε. Να «κουρβηθούμε» λέμε εμείς στη διάλεκτο και μετά να μας χαλέψει ο άλλος να μας βρει. Αυτό το κάναμε περισσότερο νύχτα το παίζαμε αυτό. Ήταν πιο… Μας ήταν πιο εύκολο να το κάνουμε τη νύχτα, να κουρβηθούμε να μη μας βρει εύκολα ο άλλος, είχε έτσι περισσότερο — πώς να σου πω — ενδιαφέρον. Τι να σου πω άλλο; Θυμάμαι τη μάνα μου, που… Το καθεστώς μάς είχε πάρει τα κτήματα, μάς είχε πάρει την περιουσία. Είχε κάνει τις λεγόμενες «κοπερατίβες». Όλα ήταν κοινοκτημοσύνη, δεν ανήκε τίποτα σε κανέναν. Και τώρα, έξω από το σπίτι μας είχαμε το αλώνι και αμέσως μετά αρχινίζανε οι ελιές — πώς να σου πω — «αλές» τις λέμε εμείς, οι αλές έτσι; Και βάνανε φύλακα, στις δικές μας τις αλές βάνανε φύλακα και μας δίνανε να φάμε με το δελτίο. Εμείς ήμασταν τετραμελής οικογένεια, ας πούμε, η δική μας — τέσσερα άτομα — αλλά βαστούσαμε και τον παππού και την γιάγιω, που την λέμε εμείς, οπότε ήμεσα έξι και δικαιούμεσα 250 γραμμάρια κρέα το άτομο τον μήνα. Το ίδιο και το λάδι. Και είχαμε όξω από το σπίτι μας τις ελές και δεν μας αφήνανε να τσι μαζώσουμε. Τσι μάζωνε το κράτος και δεν… Με δελτίο. Οπότε η μαύρη μάνα μου επήγαινε, εμάζωνε ελές, έκλεβε τις δικές μας ελές ή αλές, που τις λέμε εμείς, και μας έκανε κουρβησά λάδι. Είναι μία πολύ δύσκολη διαδικασία, την έκανε το βράδυ. Παίρεις μία ξύλινη σκάφη, μετά βάνεις το νερό στη σία να βράσει, πρέπει από πριν να ‘χεις πλέξει μία σακούλα, να τη ‘χει πλέξεις με ένα ειδικό νήμα. Μέσα σε αυτή τη σακούλα ρίνεις πατημένες ελιές, αλές που τις λέμε ‘μεις. Και μετά στο σκαφίδι βάνουνε μία τάβλα, ανεβαίνει μετά πάνω στην τάβλα και με το ποδάρι πατάει τις αλές που είναι μέσα στη σακούλα αυτήνε, την πλεγμένη και ρίνει νερό ζεστό. Πάτα τις αλές, ρίνει νερό ζεστό και έτσι βγαίνει το λάδι. Και μετά από το σκαφίδι το τραβάς με την κουτάλα. Μετά, έπρεπε η μάνα μου να πάει τα «λόσα», αυτά που μένουν, το «κοκαρίκι» — εδώ το λέτε κουκούτσι, το κοκαρίκι που λέμε εμείς — και όλα αυτά που μένουν, τα απομεινάρια τα λέμε λόσα. Έπρεπε να τα πάει νύχτα, τρεις-τρεισήμισι, τέσσερις τη νύχτα, να τα κουρβήσει κάπου, να τα ρίξει μέσα στο δάσος, να μην τα βρούνε, γιατί ήτανε ο κίνδυνος μετά. Έτσι κατάφερε η μάνα μου και έκανε 200 κιλά λάδι και μας εζούσε, γιατί μ’ εκείνο που μας δίνανε τον μήνα δεν μπορούσαμε να ζήσουμε. Ήταν πολύ άξια η μάνα μου και προσπαθούσε να κάνει το καλύτερο για την οικογένειά της, να μας ζήσει. Έκανε πάρα πολλά πράγματα, ό,τι μπορούσε. Ήταν πολλές οι δυσκολίες. Τι να σου πρωτοπώ παιδί μου; «Κρεμμύδι κρεμμυδάκι μου, κάθε χαψιά και κλάμα» ήτανε. Με πέτυχες σε δύσκολη περίοδο. Εκείνο που θυμάμαι έτσι πολύ έντονα και αυτό μου ‘χει μείνει, την Πρωτοχρονιά που επαντρεύαμε τη «σία». Κάναμε το πάντρεμα [00:10:00]τση σίας. Εκόβαμε φύλλα της αλέας και καθαρίζαμε το… «Καθαίραμε» λέμε εμείς, καθαίραμε το μπουαρί, το σιόμενο και με το μέσα χώρο από το μπουαρί και ανάβαμε τη σία, μετά αναμερίζαμε τα… Τη θράκα — πώς να στην πω — τη θράκα. Και ονοματίζαμε το όνομα του καθενός. Αν χόρευε το φύλλο, κάθε φύλλο ελέας ονοματίζαμε. Εξεκινούσαμε από τον πιο μεγάλο, ας πούμε από τον «τάτα» και το ρίναμε. Αν χόρευε το φύλλο, θα του πήγαινε καλά η χρονιά. Μετά, πηγαίναμε… Μας είχαν απαγορεύσει να… Δεν υπήρχανε κάλαντα και πηγαίναμε στα σπίτια να κάνουμε το «πόδιασμα», έτσι το λέγαμε — καλοπόδιασμα, το ποδιακό — να πούμε τα «χρόνια πολλά» και μας δίνανε την «σρίνα». Η σρίνα ήτανε ένα μικρό ποσό που σου δίνανε, που κάναμε το πόδιασμα, για να πούμε τα «χρόνια πολλά». Μετά επηγαίνανε τα παιδία στη θάλασσα, επαίζανε ποδόσφαιρό, ήταν έτσι σαν έθιμο εκεί στη συνοικία που έμενα εγώ. Είχαμε αμπροστά τη θάλασσα και είχαμε… Η παραλία αυτή ήταν πολύ όμορφη! Ήταν η άμμος σαν αναβαθμίδες και τελείωνε με χαλικάκι. Μετά που ανοίξανε τα σύνορα την καταστρέψανε, γιατί πήραν όλον τον άμμο εκεί πέρα και ισοπεδώσανε αυτές τσ’ αναβαθμίδες. Όταν τέλειωναν αυτές οι αναβαθμίδες, έτσι όπως το ‘χε κάνει η φύση, γινόταν ένα ίσιωμα κι εκεί σε αυτό το ίσιωμα επαίζανε ποδόσφαιρο την Πρωτοχρονιά τα παιδιά, το ‘χανε σαν έθιμο. Θυμάμαι πολύ τα πολυφωνικά τραγούδια που λέγαν οι δικοί μου. Σε κάθε δείπνο, σε κάθε γιόμα, δεν έλειπε ποτέ το τραγούδι, Βασιλική. Ακόμα κι όταν ήρθαμε στην Ελλάδα, ποτέ δεν έλειπε το τραγούδι. Μετά που περάσανε τα χρόνια, ε λίγο ντρεπόσανε, γιατί ήταν πολυφωνικό. Λίγο απομακρυνθήκανε, γιατί τα ‘φερε έτσι η ζωή. Άλλος επήγε από ‘δω, άλλος επήγε από ‘κει και δεν μαζωνούσανε τα ξαδέρφια, όπως στην αρχή που μαζωνούσανε.

Β.Δ.:

Θέλεις να μας μιλήσεις λίγο για τα πολυφωνικά;

Ε.Κ.:

Τα πολυφωνικά τα έχω μέσα μου. Τα άκουγα πολύ, απ’ τη μάνα μου, απ’ τον μπαμπά μου, από τον παππού μου, που τραγουδούσε πάρα πολύ ωραία. Προσπάθησα να καταγράψω μερικά. Η γιαγιά σου μπορεί να σου πει περισσότερα. Ξέρω πάρα πολλά.

Β.Δ.:

Πες κάποιο!

Ε.Κ.:

Τώρα έχω συγκινηθεί. Θα σου πω ένα που δεν είναι γραμμένο και θα σου πω και την ιστορία, το τι μου είπανε. Λέγεται ως εξής: Στα κουμιώ-, στα κουμιώ-, στα Κουμιώτικα τα μέρη, στα Κουμιώτικα τα μέρη έκανα ένα καλοκαίρι. Έκανα, έκανα, έκανα ένα καλοκαίρι, που ‘χε βρυ-, που ‘χε βρυ-, που ‘χε βρύσες και κανάλια και τριών χρονών καλαμιά. Είμαι συγκινημένη και δεν στο λέω καλά. Και αναμέσα στα καλάμια ήταν μια Κουμιωτοπούλα. Ήταν μια Κουμιωτοπούλα, έμορφη και αρχοντοπούλα. Έμορφη, έμορφη, έμορφη και αρχοντοπούλα. Κι είχε το, κι είχε το, κι είχε τον λαιμό χιονάτο κι είχε τον λαιμό χιονάτο, μαστραπά νερό γιομάτο. Και αναμε -… Όχι, συγνώμη. Και τα φρύ- και τα φρυ- και τα φρύδια της γραμμένα και τα φρύδια της γραμμένα, σαν να ητάν κοντιλισμένα. Σαν να ήταν κοντιλισμένα με μελάνι και με πένα Αυτό είναι ένα τραγούδι, τώρα εγώ το λέω μόνη μου, είναι πολυφωνικό. Επειδή δεν είχαμε τέτοιο τοπωνύμιο στο χωριό, ρώτησα, έψαξα και μου είπαν ότι τα Κουμιώτικα βρίσκονται στην Κύμη. Πήγαιναν οι Χιμαραίοι να δουλέψουν εκεί πέρα και από εκεί βγήκε τούτο το τραγούδι που σου είπα, και είναι ένα τραγούδι που δεν είναι πουθενά. Να το ξέρεις, δεν είναι πουθενά καταγεγραμμένο. Ένα άλλο που λέμε, αυτό είναι γνωστό, το λένε και πιο πολύ το λένε στο Πωγώνι… Λέμε πάρα πολλά βέβαια! «Όσα λουλούδια η άνοιξις και οι πόλεις παραθύρια  και οι πόλεις παραθύρια. Τοσά, μωρέ, τοσά ξόδιασα για τε σένα,  ξόδιασα για τε σένα». «Δεν το ’ξέρα, λεβέντη μου, πως ξόδιασες για μένα,  πως ξόδιασες για μένα. Να γίνω γης να με πατείς, γιοφύρι να περάσεις,  γιοφύρι να περάσεις. Να γίνω και ασημόκουπα, να σε κερνώ να πίνεις,  να σε κερνώ να πίνεις. Εσύ να πίνεις το κρασί κι εγώ να πλέγω μέσα,  κι εγώ να πλέγω μέσα. Να ξαγλιστρώ στα χείλη σου, να μπαίνω στην καρδιά σου,  να μπαίνω στην καρδιά σου». Αυτό το τραγούδι έχει πολύ ωραία λόγια, πολύ ωραίες εικόνες. Ένα άλλο τραγούδι που μου ‘λεγε η μάνα μου, που δεν το θυμάμαι ολόκληρο — και αυτό δεν το ’χω βρει κάπου έτσι — που λέει: Στην γειτονιά μου και αν διαβείς, νοήματα δεν θέλω, νοήματα δεν θέλω. Ταραξ’ το φουστανάκι σου κι εγώ καταλαβαίνω,  κι εγώ καταλαβαίνω. Και αν ίσως τι δεν σ’ αγαπώ, τα νιάτα μου να χάσω,  τα νιάτα μου να χάσω. Και το κουστούμι που φορώ, στη γης να το χαλάσω,  στη γης να το χαλάσω. Είναι πάρα πολλά, είναι ο Γιάγκος και η Μαριγώ, που το λένε με παραλλαγή. Είναι τραγούδια πολλά για την Ελένη. Ένα, που λέει: Το κόκκινο μαντίλι, μωρή Λένη, που βάζεις στο λαιμό, να μην το ξαναβάλεις, μωρή Λένη, τρελαίνομαι κι εγώ. Είναι πολλά, η γιαγιά μπορεί να στα πει καλύτερα.

Β.Δ.:

Ανέφερες πριν ότι στο σχολείο αντιμετώπιζες ορισμένες δυσκολίες. Θέλεις να μιλήσεις γι’ αυτό;

Ε.Κ.:

Στο σχολείο δυσκολευόμουνα πάρα πολύ. Δεν μπορούσαμε, γιατί είχαμε… Μιλούσαμε τη διάλεκτο μεταξύ μας. Παρόλο που [00:20:00]απαγορευούτανε να μιλάμε τη γλώσσα, δεν μπορούσε αυτό να σταματήσει. Οπότε στα διαλλείματα μιλούσαμε τα ελληνικά και μας εκυνηγούσανε οι δάσκαλοι να μη μιλάμε, να προσέχουμε. Θυμάμαι μια ιστορία που ήταν μεγαλύτερος αυτός, τον είχανε βάλει να μάθει ένα ποίημα και δεν μπορούσε ο μαύρος. Ήτανε… Αυτό το ποίημα λεγόταν «Gjergj Elez Alia» είχε τίτλο στα αλβανικά. Και, τέλος πάντων, αρχίνησε να το λέει, δεν μπορούσε και λέει στο τέλος «Gjergj Elez Alia, μου ‘βγαλες μαλλία»! Επειδή του ‘βγαλε μαλλιά η γλώσσα του, γιατί δεν μπορούσε να τα καταφέρει να τα πει. Δυσκολευούμασταν πάρα πολύ, μας απαγόρευαν όπως σου είπα, να μιλάμε. Εμείς στα διαλείμματα μιλούσαμε μεταξύ μας, τι να κάναμε; Θυμάμαι επερούσανε τα λεωφορεία με τσ’ Έλληνες και δεν τσι σταματούσαν στη Χιμάρα, επειδή μιλούσαμε ελληνικά, να μην έχουμε επαφή. Κι εμείς προσπαθούσαμε όταν ήμασταν στην αυλή του σχολείου και γλέπαμε κάνα λεωφορείο που περνούσε, νομίζαμε ότι περούσε ο Θεός και πηγαίναμε να χαιρετούσαμε και «παπ», μας κόβαν τα χέρια με τη βέργα, να μη χαιρετάμε. Για εμάς η Ελλάδα… Για εμάς η Ελλάδα ήτανε η πατρίδα μας. Και είναι. Η χώρα της ελευθερίας. Όταν ήρθαμε… Θα σου πω, πότε ήρθαμε; Το 1990 άρχισε να αλλάζει η κατάσταση μέσα. Είχαν ξεσηκωθεί οι φοιτητές, είχαν αρχινίσει μπαίνανε στις πρεσβείες, ζητούσαν ελευθερία — γιατί είχαμε πολλή καταπίεση, παιδί μου. Δεν μπορείς να φανταστείς. Δεν μπορείς να φανταστείς τι καταπίεση! Τώρα που ακούω εδώ πέρα, που λένε χούντα κι έτσι κι αλλιώς, δικτατορία… Πώς μπορούν και χρησιμοποιούν αυτές τις λέξεις, που είναι τόσο βαριές; Αν ήξερες τι σημαίνουν αυτές οι λέξεις και πόσο και πόσο, πόσο υπέφερε ο κόσμος! Έτρεμε το φυλλοκάρδι μας, τρέμω να τις χρησιμοποιήσω. Τρέμω να τις χρησιμοποιήσω. Το ’90 που λες, προς το τέλος Δεκέμβρη, τελευταία μέρα σχεδόν, έκαμε μία κακοκαιρία στη Χιμάρα. Ο κόσμος είχε αρχινίσει να φεύγει — προς την Ελλάδα, έτσι — με ποδάρια, με ό,τι ο καθένας μπορούσε να κάνει. Και με όποιο μέσο έβρισκε, μόνο να φύγει για την Ελλάδα. Μόνο να φεύγει για την ελευθερία. Και κάνει μία τέτοια κακοκαιρία που το δέντρο, που είχαμε στο Καμπί της Χιμάρας εξεριζώθη και έπεσε προς τη μεριά που έφευγε ο κόσμος, προς τη μεριά της Ελλάδας. Λοιπόν, γιατί στο λέγω τώρα αυτό; Γιατί έλεγαν οι ντόπιοι εκεί ότι βγήκε η προφητεία του Αγίου Κοσμά, που είχε πει ότι: «Όταν τούτο το δέντρο ξεριζωθεί, θα φεύγει όλος ο κόσμος». Προς τα εκεί είχε δείξει. Γιατί πέρασε ο Άγιος από τη Χιμάρα και είχε σταθεί σ’ αυτό το σημείο και είχε πει αυτό και λέγαν ότι βγήκε η προφητεία.  Εμείς ξεκινήσαμε πολλές φορές να φύγουμε και δεν τα καταφέραμε. Ξεκινήσαμε… Την Πρωτοχρονιά αφήκαμε το σφαχτό, όπως το είχε σφάξει ο μπαμπάς, κάτι εκεί για να περάσουμε. Το αφήκαμε κρεμασμένο και φύγαμε, αλλά δεν εβρίσκαμε μέσο. Αφού χαιρετήσαμε τον παππού, τη γιάγιω. Δεν υπάρχει πιο δύσκολο πράμα από τον ζωντανό ξεχωρισμό. Ο ζωντανός ξεχωρισμός είναι ό,τι χειρότερο. Αφού τους χαιρετήσαμε 3-4 φορες, εγυρμίσαμε και πήρε απόφαση ο πατέρας μου μετά να πάει, να βγάλει τα χαρτία και να φύγουμε με τα χαρτία. Τώρα είναι πολλές λεπτομέρειες, πρέπει να καθίσω να τα θυμηθώ και να στα πω.

Ε.Κ.:

Εκείνο που θυμάμαι έτσι πολύ έντονα είναι όταν περάσαμε στην Κακαβιά, εγλέπαμε Έλληνα και θέλαμε να τον αγκαλιάσουμε, θέλαμε να τον φιλήσουμε, να…  Και μας βλέπανε αυτοί και λέγανε: «Τι ειν’ τούτοι εδώ τώρα; Έχουν τρελαθεί, ας πούμε;». Γιατί ήταν τόση μεγάλη η επιθυμία να ιδούμε τ’ αδέρφια μας και [00:25:00]να τα αγκαλιάσουμε. Γιατί έτσι το βλέπαμε εμείς. Μετά, διαπιστώσαμε ότι δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Πολλές φορές πικραθήκαμε από την συμπεριφορά όχι όλων, ορισμένων. Εγώ, ως μικρό παιδί που ήμουνα, όταν καταφέραμε και φύγαμε με τα χαρτία, είχα πάρει στην τσέπη μου το ενδεικτικό. Το ‘χα πάρει μαζί μου, ο μπαμπάς δεν ήξερε τίποτα, ο παππούς σου. Το ’91. Εμείς ήρθαμε τον Φλεβάρη του ’91. Ήρθαμε στην Ελλάδα, εδιάφκαμε στην Πάτρα. Εκεί εδιάφκαμε σ’ έναν ξάδερφο. Αυτός είχε νοικιάσει ένα δωμάτιο και μας είπε: «Ελάτε εδώ και μετά θα δούμε τι θα κάνετε, πώς θα ταχτοποιηθείτε». Και πάμε, περνάμε το Ρίο Αντίρριο εκεί και φτάνουμε 4:00 η ώρα τα ξημερώματα, παίρνουμε ένα ταξί, εδιάφκαμε στον ξάδερφο. Το μπονόρα που σηκωθήκαμε ο αδερφός μου χαρά! Ήμασταν Ελλάδα και βγαίνουμε όξω, η πρώτη κακή ας πούμε έτσι, εμπειρία. Βγαίνει η σπιτονοικοκυρά πάνω στο μπαλκόνι και φωνάζει τον ξάδερφο, του λέει: «Εγώ το ‘χω νοικιάσει σ’ εσένα. Τι ’ναι αυτά που κάνεις; Έφερες εδώ αυτούς τους ανθρώπους» και τέτοια. Πω! Εμένα μ’ έπιασαν τα κλάματα, και τον αδερφό μου. Γιατί εμείς θέλαμε να βγούμε έξω, να ιδούμε την Ελλάδα, να ιδούμε τι είναι τούτο εδώ που είχαμε πάει. Τέλος πάντων, λέει ο ξάδερφος: «Δεν μπορείτε να μείνετε εδώ, τι θα κάνετε;». Δεν είχαμε 3-4 ώρες που είχαμε φτάσει Ελλάδα. Τέσσερις τα ξημερώματα το πρωί, κατάλαβες; Το πρωί βγήκαμε όξω να ιδούμε. Και μετά πάει ο πατέρας μου στη λαϊκή — πάει με τον ξάδερφο — βρίσκει έναν κύριο, παιδί μου. Λέει αυτός: «Θα σας βάλω σε ένα σπίτι και θα δίνω στους γονείς από 40.000 — αν θυμάμαι καλά, είπε στον καθένα — δεν θα πληρώνετε νοίκι και θα σκάβετε εκεί τα χωράφια». Πάμε, Βασιλική και μας βάνει σ’ ένα γιαπί. Ήμασταν νοικοκυραίοι στο σπίτι μας και βρεθήκαμε σ’ ένα γιαπί. Να λυσσομανάει ο άνεμος, χωρίς παράθυρα. Τότε έφτιαχνε την οικοδομή, δεν περιμέναμε αυτήν την αντιμετώπιση. Ευτυχώς που είχε πάρει η μάνα μου δύο κελίμια, τα στρώνουμε κάτω και μ’ αυτά καλυβούμεσα. Να μην έχουμε πού να πλυθούμε, παιδί μου. Να μην έχουμε τίποτα! Περάει μία μέρα, περάει δεύτερη μέρα, της λέγω: «Μάνα, δεν είναι να μείνουμε εδώ, δεν μπορώ», της λέω. «Το ξέρω, παιδί μου -μου λέει- θα βρούμε κάτι». Την τρίτη μέρα εξημέρωσε Κυριακή. Τρίτη μέρα που ήμαστε σε αυτό το σπίτι. Ξημερώνει Κυριακή. Το παίρνουμε με τα ποδάρια με την μάνα μου και φτάνουμε σε μία εκκλησία εκεί στην Πάτρα. Είναι λίγο έξω από την Πάτρα αυτή η εκκλησία — δεν το θυμάμαι τώρα το μέρος, αλλά θα το θυμηθώ να στο πω — και πώς βοήθησε ο Θεός… Όχι, πρώτα περίμενε να σου πω. Μπαίνω μες στην εκκλησία… Πρώτη φορά θα ’μπαινα σε εκκλησία στην Ελλάδα. Γιατί εμάς τσ’ εκκλησίες μας τσ’ είχαν κάνει στάβλους, μάς τσ’ είχαν κάνει γυμναστήρια. Απαγορευούταν, παιδί μου, να πάμε στην εκκλησία εμείς.

Β.Δ.:

Πόσο χρονών ήσουν;

Ε.Κ.:

Τότε ήμουν γύρω στα δεκατρεισήμισι, εκεί πέρα. Που λες, μπαίνω μέσα και με βγάνουν όξω. Δεν ήξερα γιατί με ‘βγαλαν όξω και ρώτησα εκεί πέρα. Του λέω: «Γιατί με βγάνετε όξω;» Λέει: «Γιατί φοράς παντελόνια», γιατί φορούσα παντελόνια. Δεν ήξερα ότι πρέπει να μπω στην εκκλησία χωρίς παντελόνι. Εμείς τον Χριστό τον είχαμε μέσα στην καρδιά μας. Απαγορευότανε, παιδί μου, να ανάβουμε τα καντήλια, να κάνουμε το σταυρό μας, γιατί το 1967 είχε… Πώς το λένε; Είχε κηρυχθεί το κράτος αθεϊστικό επίσημα και απαγορευόντουσαν τα πάντα. Και κρυφά η γιαγιά μου η Άννα με ξυπνούσε τη νύχτα, για να ανάβω τα καντήλια. Κατάλαβες; Τα ‘χαμε κρυμμένα. Είχαμε μία εικόνα στην αποθήκη, του Αγίου Πέτρου που ήταν ο παππούς του πατερά μου και ανάβαμε τα καντήλια την νύχτα κρυφά. Και με όλη τη λαχτάρα που είχα να πάγω στην εκκλησία, έπαθα αυτό το σοκ που με βγάλανε έξω και δεν ήξερα γιατί. Μετά καθούμεσα με τη μάνα μου έξω από την εκκλησία και περούσε ο κόσμος και μας έδινε ένα κατοστάρικο, δραχμές. Κι [00:30:00]εκείνη την ώρα βοήθησε ο Θεός και περάει ένας μακρινός ξάδερφος απ’ το πουθενά, του παππού του Λάμπρου και η μάνα μου τον αναγνώρισε. Εγώ δεν τον ήξερα. Λέει: «Τι κάνετε εδώ;» Λέει: «Βασίλη, έχουμε πάθει αυτό και αυτό». Λέει: «Μη σας νοιάζει, θα ‘ρθειτε σ’ εμένα. Θα πάτε να πάρετε τα πράματά σας και θα ‘ρθειτε σ’ εμένα να μείνετε. Έχω νοικιάσει μεγάλο σπίτι και θα χωρέσουμε». Και παίρουμε, παιδί μου, γυρίζουμε εκεί που μέναμε, παίρουμε τα πράματα. Μας είχε πει ο Βασίλης το απόγευμα θα γυρίσω, εμείς πήγαμε απ’ το μεσημέρι και περιμέναμε έξω από το  σπίτι του με τα πράματα όλα, όπως είναι τώρα οι μετανάστες. Είχαμε τα δύο κελίμια και τ’ αγγεία μας. Και έρχεται ένα ζευγάρι, έρχεται ένα αυτοκίνητο να παρκάρει μπροστά μας, εκεί που περιμέναμε, που ήτανε δύο ζευγάρια μέσα στο αυτοκίνητο. Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων και ένα νεαρό ζευγάρι, που μένανε στην ίδια πολυκατοικία και είχανε πάει εκδρομή. Ο αδερφός μου από ευγένεια της άνοιξε την πόρτα και του λένε: «Μπράβο! Πώς σε λένε; Μόνος είσαι εδώ;» Λέει: «Όχι, είμαι με τους δικούς μου, περιμένουμε εδώ να έρθει ένας ξάδερφος». «Από πού είστε;». «Είμαστε απ’ τη Βόρειο Ήπειρο, απ’ τη Χιμάρα». Και λέει αυτός: «Δελημάρης Χρήστος, τραπεζικός». Λέει: «Είσαστε απ’ τη Βόρειο Ήπειρο; Θα ‘ρθειτε σπίτι μας να φάμε και να μείνετε, να σας φροντίσουμε, να σας περιποιηθούμε». Και απ’ το πουθενά βρεθήκαμε… Εγώ με τον αδερφό μου έμεινα για ένα μήνα στο σπίτι του κυρίου Δελημάρη. Η μαμά μου έμεινε στο σπίτι των ηλικιωμένων, του κυρίου Γιώργου και της κυρίας Άννας, που μένανε από κάτω, στη διπλανή πολυκατοικία που έμενε ο Βασίλης ο ξάδερφός μας και ο μπαμπάς έμεινε στον Βασίλη, ο μπαμπάς μου. Και έτσι, έναν μήνα μείναμε χώρια η οικογένεια και μετά βρήκε δουλειά ο πατέρας μου στην οικοδομή και ύστερα νοικιάσαμε σπίτι, που μέναμε με μία άλλη οικογένεια, ξαδέρφια για να μοιράζουμε το ενοίκιο. Και εγώ, όπως σου είπα, είχα πάρει το ενδεικτικό μαζί μου. Ο μπαμπάς μου δεν το ‘ξερε και πήγα μόνη μου στα γραφεία της διεύθυνσης, ρώτησα πού είναι και αυτοί απορήσανε πώς τόσο μικρό παιδί ήρθε μόνο του, να γραφτεί για το σχολείο. Και μου λέει αυτή: «Μόνη σου είσαι εδώ;». Της λέω: «Δεν είμαι μόνη μου αλλά δουλεύουν οι δικοί μου». Τώρα έπρεπε να αποφασίσουνε τι τάξη θα με βάλουνε και λέει αυτή: «Θα σε βάλουμε μία τάξη πιο κάτω, να τα μάθεις καλά τα ελληνικά». Της λέω: «Εγώ τα ξέρω τα ελληνικά! Γιατί να με βάλετε μία τάξη πιο κάτω από τη στιγμή που τα ξέρω τα ελληνικά;». Και είχα στεναχωρηθεί πάρα πολύ που μου είπε ότι δεν ξέρω τα ελληνικά. Εμείς ξέραμε τα ελληνικά. Πήγα στο σχολείο. Όταν πήγα σχολείο, μου λέγαν τα παιδιά: «Πώς τα μιλάς έτσι τα ελληνικά;». Εμείς έχουμε όλα τα ασυναίρετα, τα μαλλία, τα χαρτία, τα παιδία, η μηλέα, η καρυδαία… Κι εγώ εκεί πέρα που έβλεπα μηλιά, διάβαζα μηλέα και με κορόιδευαν τα παιδιά. Και πήγαινα σπίτι με κλάματα και μου λέει η μάνα μου — εκεί κατάλαβα και την αξία της διαλέκτου, αλλά ήμουν ακόμη μικρό παιδί — μου λέει η μάνα μου: «Παιδί μου, μην κλαις! Θα πας και θα τους πεις “εμείς ξέρουμε τα παλαία ελληνικά, εσείς ξέρετε τα καινούρια. Εσείς τη γριά, τη λέτε γραία; Τι αλλάζει; Εσείς τον καιρό τον ελέτε καιρό. Εμείς τον ελέμε τσαιρό. Τι αλλάζει; Εμείς ξέρουμε τα παλαία”». Χαρά εγώ που μου ’πε η μαμά ότι εμείς ξέρουμε τα παλαία, άρα δεν είναι κάτι ξένο! Μετά πήρα λίγο πάνω μου και δεν στεναχωριόμουνα, ας πούμε. Δεν με έπιανε η στεναχώρια, μετά πήρα δύναμη. Κι ύστερα, είχε μία εκπομπή ο Μπαμπινιώτης για τη γλώσσα τότε. Δεν θυμάμαι αν ήτανε το ’91 ή το ’92, κάπου εκεί πέρα. Και του ‘στειλα ένα γράμμα και τα είπε. Του είπα πώς λέμε εμείς τις λέξεις στο χωριό και χάρηκα γω, λέγω: «Α, ωραία! Τι ωραία, άρα είμαστε κι εμείς εδώ Έλληνες» και ένιωθα περηφάνια μετά. Δεν ντρεπόμουνα! Έχω πολλά να σου [00:35:00]διηγηθώ αλλά θέλουμε ώρες, θέλουμε πάρα πολλές ώρες να σου πω πράματα και ιστορίες και ταλαιπωρίες.

Β.Δ.:

Στη Πάτρα με τι φτάσατε;

Ε.Κ.:

Με λεωφορείο φτάσαμε. Με λεωφορείο. Και δεν είχαμε λεφτά, μας βοήθησε κόσμος. Είχαμε πολύ λίγα λεφτά πάνω μας, ο πατέρας μου δηλαδή.

Β.Δ.:

Μιας και μιλάς με τη διάλεκτο θέλεις να μας πει λίγα πράγματα γι’ αυτή;

Ε.Κ.:

Ναι, να σου πω, παιδί μου. Εμείς επειδή ήταν κλειστά τα σύνορα… Όπως ξέρεις, η γλώσσα είναι ένας ζωντανός οργανισμός που εξελίσσεται. Λόγω του κλειστού των συνόρων και της απαγόρευσης που υπήρχε δεν εξελίχθηκε. Χάθηκαν, βέβαια, πάρα πολλά στοιχεία γιατί δεν ξέραμε την αξία τους. Εμείς διατηρούμε τα ασυναίρετα, που σου είπα και πριν, τα σε –εα. Μιλάω, αγαπάω, όλα τα σε –άω, όλα τα σε –έα. Έτσι; Έχουμε αρχαία ελληνικά τοπωνύμια, που αυτά δείχνουν τη διαχρονικότητα. Δηλαδή αν σου πω εγώ τώρα εσένα «αζουπέα», που είναι η περιοχή με τους γύπες, ετσι; Αυτό δείχνει κάτι. Αν σου πω «αργιλέος», αν σου πω «αλέα», «παγά» που είναι η πηγή. Εμείς την λεμέ παγά, γιατί το άλφα στην αττική διάλεκτο μετατρέπεται σε ήττα και γίνεται πηγή. Τα «λάμανα» που είναι το λιμάνι. Τα λάμανα, έτσι; Διατηρούμε όλα αυτά τα αρχαία στοιχεία. Προσπαθούν, βέβαια, να μας πείσουν για το αντίθετο με τις διαφορές θεωρίες που έχουν αναπτύξει. Αυτό, βέβαια, εμάς δεν μας επηρεάζει πολύ, διότι η αλήθεια, παιδί μου, όσο και να θες να την κρύψεις θα βγει στην επιφάνεια. Και τι σημαίνει αλήθεια; Αλήθεια είναι από το άλφα το στερητικό και από τη λήθη, που σημαίνει εναντία στη λησμονιά. Είναι μια αρχαία διάλεκτος, που ομιλείται από τους κατοίκους της περιοχής. Δεν έπαψε ποτέ να ομιλείται, παρόλα τα ιστορικά γεγονότα που γνωρίζεις.

Β.Δ.:

Εν τέλει, σε τι τάξη είχες γραφτεί;

Ε.Κ.:

Με έγραψαν μία τάξη πιο κάτω και με είχε στεναχωρήσει αυτό. Αλλά το ξεπέρασα, όπως και πολλά άλλα που βίωσα. Για μας η Ελλάδα, για μένα τουλάχιστον, η Ελλάδα είναι μέσα στην καρδιά μου. Έλεγα στον εαυτό μου ότι δε θα αφήσω αυτές τις συμπεριφορές να μου καταστρέψουν αυτό που νιώθω για την Ελλάδα. Και λέω πάντα — και τώρα το λέω — ότι: «Νιώθω για σε πατρίδα στα σπλάχνα χαλασμό». Αυτό δεν το ‘μαθα εδώ. Αυτό μου το ‘μαθε ο παππούς μου, Βασιλική. Ο παππούς μου με ξυπνούσε το πρωί — επειδή υπήρχε απαγόρευση και δεν μας άφηναν τίποτα ελληνικό, παιδί μου — να ακούσω, όταν άνοιγε το ραδιόφωνο της ΕΡΑ, της ΕΡΤ. Της ΕΡΑ, που το πιάναμε από την Κέρκυρα, έβανε τον εθνικό ύμνο και μου ‘λεγε: «Τώρα θα ακούσουμε τον εθνικό μας ύμνο». Κι ακούγαμε τον εθνικό ύμνο. Αυτός… Αν έχω κάποιον ήχο μέσα μου είναι ο ήχος που έχει η ΕΡΑ, αυτό τον ήχο. Και η ΕΡΤ που είχε αυτό τον ήχο το: «τουρου…» αυτό και τον εθνικό ύμνο που άκουγα με τον παππού μου. Όπως σου είπα, απαγορεύονταν τα πάντα και ο παππούς μου, μού είχε… Επειδή είχε τελειώσει ελληνικό σχολείο, ο παππούς μου γραμμένος ήταν ότι είχε γεννηθεί το 1902. Η μάνα του πέθανε στον Ευαγγελισμό στην Αθήνα. Έμεινε ορφανός και μετά ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε. Είχε πάει σε ελληνικό σχολείο και όταν πέθανε, βρήκα κρυμμένα δύο βιβλία: την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας που έκανε στο σχολείο, όταν πήγαινε ο παππούς μου και ένα άλλο μιας ποιήτριας. Αυτό το βιβλίο, το σχολικό, δεν το είχε ούτε η Εθνική Βιβλιοθήκη. Μου το ζήτησαν να τους το δώσω, αλλά εγώ το έδωσα στον καθηγητή [00:40:00]γλωσσολογίας στον… Πώς τον λένε; Τον ξέχασα τώρα. Ο οποίος πέθανε ξαφνικά. Είχε κάνει ένα μουσείο στη Βέροια αυτός ο καθηγητής. Ξεχνάω τώρα το όνομά του. Είχε κάνει ένα μουσείο εκπαίδευσης στη Βέροια και του ‘δωσα το βιβλίο να το βάλει εκεί πέρα. Αλλά πέθανε ξαφνικά ο καθηγητής και δεν ξέρω την τύχη του βιβλίου, αυτού του σημαντικού βιβλίου. Ο παππούς λοιπόν, επειδή απαγορευότανε τα ελληνικά, μου ‘χε μάθει την αλφαβήτα και μου ‘λεγε — επειδή μας κάνανε ρώσικα, για να μην τα πούμε, εμείς ήμασταν μικρά παιδιά — μου ‘λεγε: «Τα μισά από τα ρώσικα τα γράμματα είναι δικά μας», μου ‘λεγε ο παππούς. Γιατί φοβότανε μην πω και τίποτα. Εμείς ήμασταν παιδιά, σου λέει: «Μην της ξεφύγει τίποτα και μας πιάσουν μετά», και μου ‘χε γράψει την αλφαβήτα. Μου την έλεγε και με τραγούδι και λέει: Αλφαβήτα μου μεγάλη, σ’ τούτον τον κόσμο δεν ειν’ άλλη. Βήτα, δεν σου φανερώνω της καρδούλας μου τον πόνο. Γάμα, γένομαι γιοφύρι να περνάν εχθροί και φίλοι. Και μου το ‘χε μάθει σαν τραγούδι. Το κάθε γράμμα τσ’ αλφαβήτας, μου το ‘χε μάθει σαν τραγούδι. Κι έτσι την αλφαβήτα την ήξερα από τον παππού μου. Τότε δεν θυμάμαι… Θα γελάσεις τώρα, αλλά αν σου πω επειδή δεν είχα ιδεί ποτέ βιβλίο ελληνικό μέχρι να ‘ρθω στην Ελλάδα… Γιατί τα δύο βιβλία του παππού, που σου είπα, τα βρήκα μετά τον θάνατό του. Δεν είχα πού να διαβάσω κάτι που να αυτό και τότε είχαν επιτρέψει να πάρουν τηλεόραση — γιατί δεν επέτρεπαν σε όλους να έχουν τηλεόραση και ψυγείο και τα λοιπά — και είχε καταφέρει ο θείος ο Ηρακλής είχε πάρει τηλεόραση και έπιανε την Ελλάδα και έβλεπα το «Τόλμη και Γοητεία». Και από εκεί — θα γελάσεις —από εκεί πέρα έμαθα να διαβάζω. Προσπαθούσα τα γράμματα, που μου ‘χε γράψει ο παππούς και την αλφαβήτα, όπως μου την είχε μάθει, να αντιστοιχήσω τα γράμματα εκεί πέρα. Και από εκεί έμαθα να διαβάζω. Εντάξει, να μιλάω ήξερα. Και όταν ήρθα εδώ, τα ‘ξερα. Τα ’ξερα, δηλαδή… Δεν ήξερα τους κανόνες της γραμματικής ακριβώς αλλά ήξερα να γράφω και να διαβάζω. Εδώ εξασκήθηκα πιο πολύ στο γράψιμο, αλλά να διαβάζω είχα μάθει αρκετά καλά από την τηλεόραση. Γι’ αυτό η ΕΡΤ πρέπει να καταλάβει τον ρόλο της, δηλαδή πώς βοήθησε σ’ αυτά τα πέτρινα χρόνια, «που όλα τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά», πώς μας βοήθησε εμάς! Μας βοήθησε πάρα πολύ. Επίσης, αυτό που θυμάμαι — τώρα πάμε απ’ το ένα στο άλλο, απ’ το ένα σημείο στο άλλο — είναι πώς είχαμε γιορτάσει το 1987 που κέρδισε η Ελλάδα, που κέρδισε στο μπάσκετ. Καταρχάς, να σου πω ότι όταν ήμουνα στο χωριό, ό,τι είχε σχέση με την Ελλάδα, ό,τι, ό,τι, ό,τι, το ήξερα. Δηλαδή δεν υπήρχε. Έβγαινε ένα καινούριο τραγούδι; Αμέσως να το μάθω! Ποδοσφαιριστές τα ονόματά τους, τα αυτά. Όταν ήρθα βέβαια εδώ, σταμάτησε αυτό. Αλλά επειδή μας έλειπε η Ελλάδα, ό,τι είχε σχέση με την Ελλάδα προσπαθούσαμε να το μάθουμε. Το 1987 απ’ ό,τι ειδές εδώ πέρα έχω φωτογραφία τον Γκάλη τον Γιαννάκη και τον Φασούλα. Με σημάδεψε επίσης κι αυτό, γιατί είχαμε χαρεί τόσο πολύ και δεν μπορούσαμε να εκδηλώσουμε την χαρά μας που κέρδισε η Ελλάδα! Είχε κερδίσει στο μπάσκετ. Τι άλλο θέλεις να σου πω;

Β.Δ.:

Ας γυρίσουμε λίγο στη Πάτρα, πες μας την συνέχεια της ιστορίας.

Ε.Κ.:

Ε, μετά δεν μείναμε στη Πάτρα. Δεν μείναμε πάρα πολύ, περίπου ένα χρόνο. Πήγαμε Φλεβάρη, όπως σου είπα γράφτηκα στο σχολείο, μετά το καλοκαίρι δούλευα. Πήγαινα με τους γονείς μου, είχαμε πάει στο Βαρθολομιό. Μικρό παιδί τώρα. Μέναμε σ’ ένα [00:45:00]λυόμενο και μαζεύαμε ντομάτες. Εφτά με εφτά: εφτά το πρωί με εφτά το βράδυ. Να σου βαράει ο ήλιος στο κεφάλι, ντάλα. Έπρεπε να μαζέψεις, απ’ ό,τι θυμάμαι, 75 τελάρα για να πάρεις 5.000 δραχμές τότε. Ύστερα, επήγαμε στην Αθήνα και ήθελα να γραφτώ πάλι στο σχολείο, να πάρω μεταγραφή. Τότε όμως κάτι βγάλανε ένα… Δεν θυμάμαι αν ήταν εγκύκλιος, οδηγία, τι ήταν ακριβώς δεν θυμάμαι. Ξέρω ότι δεν θέλανε να με γράψουνε, γιατί είχαν πάρει μια απόφαση να μη γράφουν τα παιδιά, μπας και γυρίσει ο κόσμος μέσα στη Βόρειο Ήπειρο. Και πήγα μόνη μου, κατέβηκα κάτω, πήγα μόνη μου στο υπουργείο, ζήτησα να δω τον υπουργό και μου λένε: «Καλά ένα μικρό παιδί θέλει να δει τον υπουργό;». Λέει: «Δεν είναι εδώ αυτήν την στιγμή». Νομίζω ότι ήτανε ο Σουφλιάς τότε, πρέπει να ήτανε Υπουργός Παιδείας, αν δεν κάνω λάθος, πρέπει να ήταν ο Σουφλιάς. Τέλος πάντων, δεν ήταν εκεί εκείνη την ώρα. Εγώ έκατσα, περίμενα. Ρώτησα εκεί πού είναι το γραφείο, αυτά και καθόμουν απ’ έξω. Δεν έφευγα. Κάποια στιγμή έρχεται και του λέω: «Σας παρακαλώ πάρα πολύ, εγώ θέλω να γραφτώ εδώ πέρα, στο σχολείο, να κάνω μεταγραφή. Είμαι εκεί πέρα και θέλω να μάθω ελληνικά γράμματα. Δεν μπορώ να γυρίσω πίσω, οι γονείς μου δουλεύουνε» και τα λοιπά. Και μετά μου επέτρεψαν και πήρα τη μετεγγραφή.

Ε.Κ.:

Ήρθαμε στην Αθήνα, δηλαδή οριστικά, μείναμε Αθήνα. Επειδή υπήρχε ανάγκη, δούλευα και πήγαινα και στο σχολείο. Έμενα με μία γιαγιά, είχε σπάσει το χέρι της. Ήτανε μία κυρία με καταγωγή από την Κρήτη, σπουδαγμένα τα παιδιά της. Τρεις γιατροί, ο άντρας της γιατρός, πολύ καλή οικογένεια, εξαιρετική. Καθόμουνα μαζί της από τη Δευτέρα μέχρι την Παρασκευή. Σαββατοκύριακο πήγαινα στους δικούς μου. Είχε επιτρέψει να πηγαίνω στο σχολείο, δηλαδή οι γονείς μου έκαναν αυτή την συμφωνία, ότι θα κάθομαι μαζί της να την προσέχω, αλλά εγώ ήθελα να πάω στο σχολείο. Και έτσι, σηκωνόμουνα το πρωί, έκανα το φαΐ… Αφού όταν πήγαινα σχολείο, μύριζα κρεμμύδια και αυτά. Εκεί έκατσα 2 χρόνια, μάζεψα και κάποια χρήματα. Μου ’δινε 60.000 δραχμές τον μήνα. Μετά με τη μητέρα μου καθάριζα σπίτια. Τα Σάββατα, ας πούμε, που έφευγα από την κυρία Άννα, πήγαινα με την μαμά μου και καθάριζα σπίτια, πολυκατοικίες. Γενικά δούλευα και σπούδαζα ταυτόχρονα. Αυτή ήταν η ζωή μου στην Αθήνα.

Ε.Κ.:

Μετά ένα καλοκαίρι, του ’94 πρέπει να ήταν. Ναι, καλοκαίρι του ’94, μας έστειλε η μαμά στο χωριό με τον αδελφό μου. Εκεί αποφασίσαμε να γράψουμε συνθήματα. Αυτή ήταν μία δύσκολη εμπειρία που βίωσα. Είχα γράψει… Ο αδελφός μου κρατούσε τσίλιες, εγώ άρχισα να γράφω τα συνθήματα, γιατί η κατάσταση ήταν πάρα πολύ δύσκολη τότε. Ήταν η πρώτη περίοδος του Μπερίσα που ήταν πολύ δύσκολη, ειδικά για τον Ελληνισμό. Είχα γράψει: «Θέλουμε ελληνικά σχολεία». Είχα γράψει: «Κάθαρμα Μπερίσα». Τέλος πάντων, εκεί που εκρατούσε τσίλιες ο αδερφός μου, πήγε ένας της μυστικής υπηρεσίας. Του λέει: «Τι κάνεις εδώ; Πρέπει να μας ακολουθήσεις». Μου λέει εμένα: «Φύγε, φύγε» ο αδερφός μου. Φεύγω εγώ τρέχοντας, παίρνω την ανηφόρα κι εκεί στην ανηφόρα, όπως έφυγα από τα Σπήλια, μένει μία αδερφή του παππού μου και λέω: «Τώρα με κυνηγάνε που με κυνηγάνε, άμα με βρούνε, δεν θα ‘χω τι να κάνω. Οπότε ας γράψω άλλο ένα σύνθημα!». Και γράφω: «μολὼν λαβέ» και μπαίνω στη θειά Μελπομένη. Κρύφτηκα στη Μελπομένη. Ο αδερφός μου έφυγε και αυτός τρέχοντας, είχαμε χαθεί και βρεθήκαμε πιο μετά. Αυτό το σημείο δεν το θυμάμαι καλά. Τέλος πάντων, από τα πολλά μετά από ώρες πήγαμε εμείς στο σπίτι μας. Όλα καλά, ο αδερφός μου έκρυψε το σπρέι. Μετά από κάποιες ώρες, ήρθαν πέντε άτομα. Πέντε άτομα να συλλάβουν δύο μικρά παιδιά! Αν είναι δυνατόν! Πέντε άτομα! Και δεν είχα [00:50:00]τους γονείς μου, πήραν τον θείο μου και αυτόν. Λέει: «Θα μας ακολουθήσετε!» Μας πήγανε κάτω στα Σπήλια στα κεντρικά εκεί της αστυνομίας, ανακρίσεις. Εγώ δεν μιλούσα αλβανικά και αυτοί νευρίαζαν. «Πώς είναι δυνατόν να μη μιλάς; Είσαστε Αλβανοί». Λέω: «Η γλώσσα της μάνας μου είναι η ελληνική, αυτήν ξέρω, δεν ξέρω τα αλβανικά». Εν τω μεταξύ, η αλήθεια είναι ότι στα αλήθεια δεν τα θυμόμουν καλά που είχα κάνει στο σχολείο. Ένας λόγος παραπάνω που η μητρική μου ήταν η ελληνική. Μετά έρχεται ένας αυστηρός, λέει: «Αυτή η υπόθεση αυτών των παιδιών είναι πολύ σοβαρή, αφού δεν δέχεται να μιλήσει αλβανικά, πρέπει να την πάμε στον Αυλώνα». Και μας βάνουν με τον… Μας είχαν πιάσει το μεσημέρι, μας κράτησαν περίπου μέχρι τις 12 το βραδύ στα Σπήλια στα κεντρικά εκεί της αστυνομίας και μετά μας βάλανε σε ένα μικρό βανάκι. Και ήτανε μέσα οχτώ άντρες, για να πάνε δύο παιδιά, να πάνε δύο παιδιά! Και κάποια στιγμή μέσα στο βανάκι μάς είχαν βάλει χώρια και έρχεται ο αδερφός μου κοντά και έρχεται ο άλλος — ένας άγριος — και λέει: «Χωριστείτε, σκυλιά» και μας χώρισε. Τον παίρνουν πάλι τον αδερφό μου, τον πάνε τρεις θέσεις πιο κάτω. Μετά είχαν έναν, ο οποίος με φόβιζε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Λίγο καιρό πριν, είχαν βιάσει μία κοπέλα εν τω μεταξύ. Το είχα ακούσει αυτό και φοβόμουνα, γιατί ήταν τα πράγματα πολύ άγρια τότε μέσα, αυτό που φοβόμουνα ήταν αυτό. Αυτός με φόβιζε και μου ‘λεγε σε όλο το ταξίδι: «Δεν μιλάς με το καλό, έτσι; Μην ανησυχείς θα σου μάθω εγώ πώς θα μιλήσεις». Εν τω μεταξύ, δεν είχα να πω και τίποτα, γιατί αυτά μου είχε έρθει και τα ‘γραψα τα συνθήματα, επειδή ήθελα κάτι καλύτερο για τον τόπο μου. Δεν ήτανε… δεν είχα και τι να πω δηλαδή, αλλά πιο πολύ ήθελαν να μιλήσω αλβανικά. Μετά φτάσαμε μέχρι τον Λογαρά. Εκεί είναι που έφτασε ο ελληνικός στρατός το ’40 και μου ‘λεγαν: «Μέχρι εδώ το θες το σύνορο», μου λέγανε. Εγώ δεν έλεγα τίποτα. Μετά μας πήγανε στα κεντρικά εκεί στον Αυλώνα. Περάσαμε πολύ δύσκολα εκεί πέρα είναι η αλήθεια. Στο ενδιάμεσο, εν τω μεταξύ, η μάνα μου, τση πεθαίνει ένας ξάδερφος πολύ νέος και έρχεται στο χωριό. Και φώναζε, είχε πάει στο… Είχε φτάσει σε ένα σημείο απέναντι απ’ το σπίτι — έχουμε κάτι στροφές — και ήθελε να πάμε να την βοηθήσουμε με τα πράματα γιατί δεν είχε φτιαθεί ο δρόμος ακόμα. Και να φωνάζει, που λες, και τσ’ απαντάει η θεία και της λέει: «Τι φωνάζεις;». Φώναζε τα ονόματά μας να πάμε να την βοηθήσουμε εμένα και του αδερφού μου. Και λέει: «Τι φωνάζεις; Δεν έχεις παιδιά». Αυτή έπαθε σοκ. «Τι δεν έχω παιδιά; Θα ‘χουν πάθει κάτι τα παιδιά μου», και τα λοιπά, μέχρι να φτάσει σπίτι έπαθε σοκ. Μετά μαθαίνει τα νέα. Την άλλη μέρα παίρνει ταξί, έναν ξάδερφο, τον Δαμιανό και έρχεται στον Αυλώνα. Μου φέρανε εμένα εκεί να φάω λίγο καρβέλι, κατάλαβα εγώ ότι αυτό το καρβέλι είν’ τση μάνας μου. Έκατσε τη νύχτα έφτιαξε, φούρνισε ψωμί στον φούρνο, που το φτιάχνουμε εμείς εκεί πέρα ζυμωτό. Και μου ‘φερε και λέω: «Α, τούτο ‘δω είναι καρβέλι της μάνας μου -είπα- θα ‘χει έρθει η μανά μου», με το νου μου, δεν ήξερα ότι έχει έρθει, έτσι σκέφτηκα. Και μετά αρχίνισε ρωτούσε εκεί «Γιατί πήρατε τα παιδιά μας; Γιατί τα ‘χετε μέσα; Τι σας έχουνε κάμει;» και της λέει: «Το και το και ‘χουνε γράψει συνθήματα και τα λοιπά». «Γιατί -λέει η μάνα μου- δημοκρατία δεν έχουμε;». Και τση λέει ο αστυνομικός: «Δεν την κατάλαβες καλά την δημοκρατία». Μετά… Εμείς, μας βάλανε — τώρα θα σου τα πει και ο Παντελής, γιατί είναι θολές οι μνήμες, πολλά, δεν θέλω να τα θυμάμαι καθόλου — μας βάλανε ξεχωριστά, αυτό το θυμάμαι σίγουρα. Μας βάλανε ξεχωριστά. Στο δωμάτιο εμένα μου ρίξανε μία άλλη, δήθεν την είχανε πιάσει να φεύγει για Ιταλία και μετά αυτή το πρωί είπε ότι της μίλησα αλβανικά, ενώ δεν της ‘χα μιλήσει. Για να [00:55:00]μου πάρει κουβέντες, ας πούμε. Αυτό το δωμάτιο ήτανε τόσο φοβιστικό, δεν είχε… Όταν άναβαν το φως, ένωναν δύο καλώδια και το άναβαν. Απ’ έξω είχε σκοπό. Το πρωί μας πήγανε για ανάκριση, με ρωτούσανε κάτι απίθανα πράγματα: αν μ’ έχει βάλει το σχολείο, αν μ’ έχει βάλει η Ελλάδα, αν, αν… Κάτι βλακείες, που δεν ίσχυε τίποτα απ’ όλα αυτά. Ποιος είχε λόγο να με βάλει να γράψω; Μόνη μου το ‘κανα, γιατί δεν μας επέτρεπαν να ανοίξει το ελληνικό σχολείο στη Χιμάρα, να επαναλειτουργήσει. Ύστερα, επειδή δεν μιλούσα εγώ αλβανικά, φέρανε μεταφραστή. Ο μεταφραστής που φέρανε ήταν της Ομόνοιας. Ένας μεταφραστής, είχε φοβηθεί κι αυτός ο καημένος, γιατί νόμιζε ότι πήγανε να τον πάρουνε και αυτόν μέσα. Επειδή εκείνη την περίοδο βάζανε πολύ κόσμο μέσα, από δασκάλους μέχρι είχανε βάλει τους πέντε της Ομόνοιας, τους ηγέτες ας πούμε της οργάνωσης. «Ομόνοια», έτσι; Οπότε ήταν μια περίοδος που γενικά διώκονταν ο ελληνισμός και φοβήθηκε αυτός. Μου λέει ‘μενα μετά: «Τι μου ‘κανες; -μου λέει- νόμιζα ότι ήρθαν να με πάρουν και μένα». Και τον ρωτούσε ο ανακριτής: «Πες της τι σημαίνει μολὼν λαβέ;» «Πώς να τους το μεταφράσω τώρα;» μου λέει; «Πες του σημαίνει: έλα να τα πάρεις». Τώρα γελάω, που στα λέω, γιατί είναι μια μακρινή ανάμνηση. Αλλά τότε ήτανε ο φόβος και ο τρόμος. Ο φόβος και ο τρόμος. Έτρεμε το φυλλοκάρδι. Μετά μας άφησαν ελεύθερους, γιατί μας άφησαν ελευθέρους τώρα; Μαθεύτηκε στην Ελλάδα, επειδή ήμασταν ανήλικα, έγινε θέμα, έτσι; Αφού θυμάμαι που χτύπησε ένα τηλέφωνο εκεί και θυμάμαι ότι είπανε: «Εντάξει, δεν θα τα πειράξουμε». Αυτό άκουσα, ας πούμε. Μετά με άφησαν με τον όρο να φύγω για Ελλάδα και να σβήσουμε τα συνθήματα. Ύστερα, ήρθα στην Ελλάδα. Εντάξει, είχε μαθευτεί, είχε γίνει ντόρος. Γιατί ήμασταν ανήλικα, κατάλαβες; Δεν ήμασαν… Δύο ανήλικα παιδιά. Από τότε το κυνήγι δεν σταμάτησε. Δυστυχώς υπάρχουν αυτά και θα συνεχίζουν να υπάρχουν. Τα δικαιώματά μας ακόμα δεν έχουν αποκατασταθεί. Μετά — το ’90 — βγήκε ένας νόμος, 7.501. Αυτός ο νόμος έλεγε ότι όσοι μέχρι το ’90, όσες οικογένειες είχαν τέσσερα άτομα θα παίρνανε από δύο στρέμματα. Άρα τέσσερα άτομα η κάθε η οικογένεια -λέμε μίνιμουμ- επί δύο, οχτώ στρέμματα η κάθε οικογένεια. Έτσι; Όταν όμως έχεις πάρει στην κάθε οικογένεια 100 στρέμματα, 70 στρέμματα, 50 στρέμματα κι εσύ δίνεις 8, πού θα πάνε τα αλλά; Τα άλλα θα μοιραστούν ισόποσα σε αλλοεθνείς, έτσι; Αυτόν τον νόμο οι Χιμαριώτες δεν τον δέχτηκαν. Ωστόσο, πέρασαν τα χρόνια. Δυστυχώς, σιγά-σιγά με ψεύτικα χαρτιά, με ψεύτικα δικαστήρια, με, με, με, μας πήραν τη γη — γιατί ανέκαθεν οι Έλληνες κατείχαν τα παράλια και τα παράλια είναι φιλέτα, έτσι; Οπότε γίνεται μεγάλο παζάρι και μεγάλη καταπάτηση με αυτό το ζήτημα, το οποίο δεν έχει τελειωμό.

Β.Δ.:

Από εσάς πόσα πήρανε;

Ε.Κ.:

Ο παππούς του πατέρα μου, όταν τα έκαναν κοπερατίβες είχε 75 στρέμματα, ο παππού Πέτρος. Εμείς πασχίζουμε για τα δικαιώματά μας, τα δικαιώματά μας είναι απαράγραπτα και παλεύουμε γι’ αυτά. Είναι το ζήτημα το ιδιοκτησιακό, το ζήτημα της παιδείας και το ζήτημα το εθνικό. Είναι τρία πάρα πάρα πολύ βασικά ζητήματα που απασχολούν τον ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου. Έχουμε να κάνουμε με ένα κράτος που διώκει τον Ελληνισμό σε όλες τις εκφάνσεις του. Τι άλλο θέλεις να σου πω;

Β.Δ.:

[01:00:00]Γνωρίζω ότι έχεις πάει στη Βουλή, όταν ήσουν μαθήτρια. Θέλεις να μας μιλήσεις γι’ αυτό;

Ε.Κ.:

Ναι, να σου πω. Όταν πήγαμε, όπως σου είπα, στην Αθήνα, μείναμε στη Νέα Ιωνία και συνέχισα το Γυμνάσιο και το Λύκειο. Όταν ήμουν Β΄ Λυκείου, μας ενημέρωσε ο καθηγητής ότι θα ξεκινούσε για πρώτη φορά ένα πρόγραμμα, η Βουλή των Εφήβων και όποιος θέλει μπορούσε να γράψει μία έκθεση. Και τον ρώτησα εγώ και του λέω: «Κύριε, μπορούμε να γράψουμε για οποιοδήποτε θέμα;». Γιατί το θέμα που ήθελα εγώ να γράψω ήταν ένα ευαίσθητο θέμα, ένα εθνικό θέμα, ένα θέμα που με πονούσε και με πονάει ακόμη, ένα θέμα που δεν έχει λυθεί. «Ναι -μου λέει- μπορείς να γράψεις ό,τι θέλεις». «Σίγουρα;», «Σίγουρα!» Και έκατσα και έγραψα. Ήθελα να βάλω ένα τίτλο, που να τα λέει όλα και πάσχισα πολύ για να βρω αυτόν τον τίτλο. Σκέφτηκα δηλαδή πολύ και έβαλα τίτλο: «Η Βόρειος Ήπειρος συρρικνώνεται και η παιδεία της πυρπολείται». Έγραψα την έκθεσή μου, την έδωσα στον κύριο. Μετά από καιρό, βγήκαν τα αποτελέσματα. Με ενημερώνει, μου λέει: «Πέρασες», «Που πέρασα;», του λέω. Μου λέει: «Πέρασες στη Βουλή των Εφήβων». Του λέω: «Αποκλείεται!». Δεν περίμενα με τίποτα ας πούμε, επειδή ήταν ένα ιδιαίτερο θέμα και ευαίσθητο, λέω: «Αποκλείεται να με περάσουν». Μου λέει: «Πέρασες!». Του λέω: «Δεν το πιστεύω» και μου φέρνει την φωτοτυπία από τις εφημερίδες, όπου είχαν γράψει 14.300 παιδιά, κάπου εκεί, και από αυτούς είχαν ξεχωρίσει τους 300. Και από τους 300 είχαν ξεχωρίσει τα 4 καλύτερα γραπτά και σε αυτά τα 4 καλύτερα γραπτά ήταν και το δικό μου. Το είχανε δημοσιεύσει τα Νέα και άλλες εφημερίδες. Χάρηκα πάρα πολύ! Μετά, ήρθε η ώρα να πάμε εκεί πέρα. Μας μαζεύουν εκεί στη Βουλή και τους τριακόσιους και έπρεπε να δηλώσουμε σε ποια επιτροπή θέλουμε να πάμε. Ήταν έξι επιτροπές και έπρεπε να πάνε έξι από πενήντα άτομα σε κάθε επιτροπή, τριακόσιοι έτσι; Έξι επί πέντε; Λοιπόν και εγώ δηλώνω εξωτερικών υποθέσεων και βγαίνουν τα αποτελέσματα και με βάζουν στην επιτροπή εμπορίου. Και έπαθα ένα σοκ. Έπαθα σοκ, γιατί εγώ είχα πάει εκεί να μιλήσω, να ευαισθητοποιήσω κάποιους ανθρώπους και να τους πω τι συμβαίνει μέσα στη Βόρειο Ήπειρο, τι συμβαίνει στις περιοχές μας. Ότι ακόμα δεν έχουμε βασικά δικαιώματα και διαμαρτυρήθηκα. Μου είπαν ότι δεν γίνεται τώρα να το αλλάξουμε. Επειδή, όμως, ως άνθρωπος είμαι πολύ επίμονος, μας χώρισαν τις επιτροπές, μέναμε στο ξενοδοχείο Τιτάνια, μας είχαν βάλει και χώρισαν τις επιτροπές και είπανε τρεις επιτροπές το απόγευμα, τρεις επιτροπές το πρωί. Είδα εγώ πότε είναι η εξωτερικών υποθέσεων και πάω, μπαίνω στο λεωφορείο με αυτούς που ήταν να πάνε στων εξωτερικών υποθέσεων. Πάω περνάω, μπαίνουμε μέσα, πάμε στη Βουλή. Φώναζε μία κυρία εκεί τα ονόματα, αυτό, αυτό, αυτό… Φτάνει στο δικό μου, μου λέει: «Εσείς δεν είστε εδώ», «Ναι -της λέω- το ξέρω ότι δεν είμαι, αλλά εγώ έχω έρθει για εδώ. Έχω έρθει να μιλήσω για την Βόρειο Ήπειρο». Μου λέει: «Δεν μπορείτε να μπείτε», «Όχι θα μπω!» «Όχι δεν θα μπείτε». Κι εκείνη την ώρα φτάνει ο Βερυβάκης. Φτάνει ο Βερυβάκης, ο οποίος ήταν και πρόεδρος της επιτροπής μας και λέει: «Τι έχετε -λέει- τι συμβαίνει;». Λέει το και το εκεί η υπεύθυνη, ότι: «Η κοπέλα είναι γραμμένη στην επιτροπή εμπορίου». «Ναι αλλά εγώ -του λέω- έχω έρθει να μιλήσω για την Βόρειο Ήπειρο και έχω δηλώσει εξωτερικών υποθέσεων». Και λέει αυτός μετά: «Αφήστε την τη κοπέλα, θα έχει πράγματα να πει». Και έτσι μου επέτρεψαν και μπήκα στην επιτροπή εξωτερικών υποθέσεων. Αφού μπήκα, έπρεπε να δηλώσουμε ποιος θέλει να μιλήσει. Δήλωσα ότι θέλω να μιλήσω. Σου έδιναν πολύ λίγο χρόνο εκεί, τον ξεπέρασα εγώ κατά το διπλάσιο αυτόν τον χρόνο. Ευτυχώς, [01:05:00]μου το επέτρεψαν και είπα αυτά που ήθελα να πω. Μετά έπρεπε να ψηφίσουμε ως επιτροπή ποιους θα στείλουμε στην Ολομέλεια. Η κάθε επιτροπή έπρεπε να στείλει πέντε άτομα στην Ολομέλεια και αυτά τα άτομα να βγούνε από τη… Πώς το λένε; Από ψηφοφορία... Από κλήρο! Κάνανε κλήρωση σε μια γυάλα, βάζεις τα ονόματα και… Από κλήρωση. Σηκώθηκε ένα παιδί και λέει: «Η κοπέλα που μίλησε από την Βόρειο Ήπειρο και η κοπέλα από τη Θράκη -λέει- έχουν πράγματα να μας πουν και μπορεί να μην βγουν με κλήρο, όποτε ας προτείνει η επιτροπή μας τα δύο αυτά τα κορίτσια να παν’ επιπλέον». Και πήγαμε με αυτήν την πρόταση στην Ολομέλεια, πήγε στον κύριο Κακλαμάνη η πρόταση και λέει: «Από την επιτροπή -είπε στην Ολομέλεια ότι- από την επιτροπή εξωτερικών υποθέσεων έχουμε μία πρόταση δύο κορίτσια να μιλήσουν επιπλέον» και τα λοιπά. Η Ολομέλεια ήταν τριακόσια άτομα, έτσι; Και σηκώθηκε μια κοπέλα και λέει: «Όχι, εγώ δεν συμφωνώ -λέει- γιατί εφόσον ο κανονισμός -λέει- πέντε από κάθε επιτροπή να μην γίνει». Και λέει ο πρόεδρος, ο Κακλαμάνης: «Επειδή υπάρχει έστω και ένας που διαφωνεί, το βάζουμε σε ψηφοφορία». Και ψήφισαν ναι οι περισσότεροι, οπότε έτσι έγινε και μίλησα στην Ολομέλεια και ακούστηκα. Μετά, ακούστηκε παντού τότε και ήταν σημαντικό, γιατί με βάση των κανονισμό που είχαν στις επιτροπές, οι προτάσεις που ψηφίζονταν παμψηφεί πήγαιναν στο υπουργείο μετά, στο αντίστοιχο υπουργείο που το αφορούσε η κάθε πρόταση, ας πούμε. Και ήταν σημαντικό για εμάς αυτό για τις προτάσεις που είχα κάνει εγώ.

Β.Δ.:

Ποιες ήταν αυτές οι προτάσεις;

Ε.Κ.:

Η πρώτη ήταν να μας αναγνωρίσουν, γιατί δεν μας αναγνώριζαν. Να έχουμε ένα έγγραφο που θα μας αναγνωρίζουν ως Έλληνες.

Β.Δ.:

Έγινε εν τέλει;

Ε.Κ.:

Ναι, και με προσπάθειες από τους συλλόγους και αυτά. Οι προτάσεις μου αφορούσαν την παιδεία, έτσι; Αφορούσαν τα δικαιώματα των Ελλήνων, την εφαρμογή τους δηλαδή από την αλβανική πλευρά.

Β.Δ.:

Θέλεις να προσθέσεις κάτι άλλο;

Ε.Κ.:

Έχω να πω ότι στην περιοχή εκεί διαβιεί ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνισμού, το οποίο είναι εγκαταλελειμμένο, το οποίο χρειάζεται βοήθεια. Χρειάζεται στήριξη, χρειάζεται πίεση από την ελληνική πλευρά προς την αλβανική, ώστε να εφαρμόζει τα δικαιώματα των Ελλήνων. Να μην καταπατά τα δικαιώματα, να μπορούν οι άνθρωποι να εκφράζονται ελευθέρα. Μη ξεχνάς ότι ένας συμμαθητής μου, ο Αριστοτέλης ο Γκούμας, δολοφονήθηκε μόνο και μόνο επειδή ομιλούσε τη δική του γλώσσα την ελληνική. Αυτό αποτελεί μαύρη σελίδα, η δολοφονία του Αριστοτέλη του Γκούμα, αποτελεί μαύρη σελίδα για την ιστορία μας. Είναι ένας νεομάρτυρας, εθνικός μαρτυράς. Και αυτά δεν θα πρέπει να τα ξεχνάμε.

Β.Δ.:

Πώς ένιωσες που διηγήθηκες τις εμπειρίες σου;

Ε.Κ.:

Ένιωσα πάρα πολύ καλά, άπλα δεν ήμουν έτοιμη. Με βρήκες σε μία πολύ δύσκολη φάση και μετά την ασθένεια. Έχω μέσα μου περισσότερα πράγματα να πω, αλλά δεν ήταν η ώρα.

Β.Δ.:

Ευχαριστώ πολύ!