© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Τα «κειμήλια» του χωριού

Κωδικός Ιστορίας
10402
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Γεωργία Σταθούση (Γ.Σ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
13/06/2020
Ερευνητής/τρια
Αγγελική Καττή (Α.Κ.)
Α.Κ.:

[00:00:00]Είμαι η Καττή Αγγελική, ερευνήτρια του Istorima, βρίσκομαι στον Κοσμά Αρκαδίας με την κυρία Γεωργία Σταθούση, είναι Κυριακή, 14 Ιουνίου του 2020 και η συζήτησή μας ξεκίνησε. Καλησπέρα. Θα μας πείτε το όνομά σας; 

Γ.Σ.:

Λέγομαι Γεωργία Σταθούση του Ιωάννου, ο πατέρας μου λέγεται Δημήτριος.

Α.Κ.:

Πολύ ωραία.

Γ.Σ.:

Ο ένας είναι Σταθούσης, ο άντρας μου, ο πατέρας μου Πήλιουρας. Εμείς ήμαστε μια μεγάλη οικογένεια, 7 αδερφές και ένας αδερφός, εζήσαμε εδώ με όλες τις καταστάσεις του χωριού μας, και καλές και φτωχές και πλούσιες και με ανθρώπους πολλούς και με λίγους, άλλους στην ξενιτιά, άλλους με διάφορα πράγματα που χαθήκανε με τις καταστάσεις και όλα αυτά, γιατί είναι πολλά συμβάντα λόγω του υψόμετρου, το χωριό μας  έχει την ιστορία του διότι ήτανε ένας τόπος ξεχωριστός και είναι. Είχε ανθρώπους πολύ καλούς, ανθρώπους που πάντα προσπαθούσαν να προσφέρουνε με αγάπη και θυσία στο χωριό τους. Όσοι άνθρωποι έφυγαν από εδώ και πήγανε στο εξωτερικό, όπου και να πήγανε, πήγανε στην Αμερική πολλοί, με καταστάσεις, ας πούμε, άσχημες –και εδώ είναι ορισμένοι που επήγαν και γύρισαν, φερειπείν είναι ένας στην πέρα γειτονιά, λεγότανε Μπουζιάνης, επήγε και εκεί τον έβαλαν για να είναι θυρωρός σε πόρτες και τέτοια και δεν το άντεχε και έφυγε και ήρθε πίσω– άνθρωποι, ας πούμε, που επρόσφεραν πολλά, και λεφτά και θυσίες και αγάπη.  Άρχισε με ανθρώπους επί το πλείστον κτηνοτρόφους, εβρέθηκε το νερό εδώ στους Αγίους Αναργύρους και κάποιο απ' τα ζώα το ανακάλυψε. Και πήγε τότε ο άνθρωπος που τα είχε, ο κτηνοτρόφος, και είδε αυτό  το θέαμα του νερού, γιατί έβγαινε, λέει, πάρα πολύ νερό και πολύ νερό και οι βρύσες και όλες αυτές, γιατί έχει 7 βρύσες; Εδώ στο χωριό; Πολλές. Και μετά έφυγαν οι άνθρωποι πήγανε στο εξωτερικό, έστειλαν χρήματα πολλά, εδημιούργησαν, επρόσφεραν δωρεές πολλές με την κατάσταση που... μετά τον πόλεμο, που ήταν η πείνα και μετά την καταστροφή του χωριού, που το κάψανε οι Γερμανοί, και αυτό ήταν το χειρότερο, διότι εκάψανε προίκες, εκάψανε τα σπίτια, οι τέσσεροι τοίχοι… Αλλά εδώ, όταν έχτινε ο ένας, πήγαινε ο άλλος και βόηθαγε, είχανε τέτοια αγάπη, δεν λέγανε ότι «εσύ –ας πούμε– είσαι ο τάδε και εγώ δεν θα έρθω», δεν ρώταγε, αφού σε έβλεπε και άρχιζες να χτίνεις, έρχεται και σε βόηθαγε να χτίσεις. Δεν είχε σημασία αν ήταν συγγενείς, ήταν του χωριού. Και ήταν αγαπημένοι, γι' αυτό και έκαναν... διότι ήταν αποκλεισμένοι. Μετά που συγκεντρώθηκαν εδώ, παρουσιάστηκε ένας από την Κρήτη, αυτός ήταν γιατρός, με την αδερφή του. Ήρθαν εδώ, Χοντζόπουλος ελέγεταν αυτός ο άνθρωπος – και άλλοι κάνα δυο Κρητικοί υπάρχουν εδώ με τα ονόματα των Κρητικών και αυτό μπορούμε να το συζητήσουμε και να το συζητήσουμε ποιοι είναι.  Και αυτός εμάζεψε το χωριό, ήταν πολύ έξυπνος άνθρωπος, είχε πολλές γνώσεις, διότι είχαν υποφέρει στην Κρήτη από πολλά και διάφορα, διότι είναι ένα νησί και αγαπητό και το μισούν πολλοί και το εκμεταλλεύονται πολλοί, ήτανε ένας άνθρωπος... Ο παππούς μου είχε πολλές επαφές με τον δήμαρχο και εβγαίνανε, διότι είχα μια θεία στην Αμερική, αδερφή του πατέρα μου, και αυτή μου έλεγε τις ιστορίες που ήτανε εδώ, και έβγαιναν, λέει, όταν ήθελαν να συζητήσουνε διάφορα πράγματα, γιατί ο παππούς μου ήτανε κτηνοτρόφος και αυτοί προσπαθούσανε πάντα να έχουνε πολλά γίδια, όχι πρόβατα, διότι εδώ δεν ζούνε τα πρόβατα τόσο εύκολα. [00:05:00]Και βγαίνανε από την πλατεία και πήγαιναν – η θεία μου το έλεγε στάδιο, το σχολείο. Γιατί το έλεγε στάδιο; Διότι είναι ένας τόπος που περνάνε πάρα πολλά κύματα και αέρα και κάτι άλλο αισθάνεται. Έχτισαν, το σχολείο αυτό έγινε με αρχές του... Ήτανε ένας από την Αμερική, αυτός… τον λέγανε… Πατρίδα. Ο Πατρίδας είναι ο... Ο Πατρίδας είναι του γιατρού του... πώς λεγότανε, που ήτανε... Περίμενε, λεγότανε… άσ' το τώρα θα τον θυμηθώ. Πώς; Ναι... Γεωργίου. Λοιπόν, αυτός αποφάσισε μαζί με άλλους, που είχανε έρθει από την Αμερική, να κτίσουνε το σχολείο. Το σχολείο, φέρανε ανθρώπους από άλλο χωριό, γιατί εδώ έκαναν, αλλά δεν μπορούσανε να κάνουνε αυτές τις δουλειές που έπρεπε για τα κτίσματα και των μεγάλων κτιρίων που τώρα είναι καμμένα τα περισσότερα και δεν φτιάχτηκαν μετά τη γερμανική καταστροφή, και είχανε, λέει, τα παιδιά και πήγαιναν με τα… που είχανε τα… αυτά τα λέγαμε... τα λέγανε ντροβάδες, που βάνανε το φαγητό των ζώων, για να ξεκουραστούν και να μπορέσουν, ας πούμε, να προχωρήσουνε στις ανάγκες τους. Και παίρνανε αυτά, μόλις σχολάζανε, επαίρνανε τα σακούλια αυτά και πήγαιναν στην Πέρδικα, πίσω εδώ που είναι η βρύση και νερό πολύ, εμάζευαν άμμο και τη φέρνανε εδώ για να χτίσουνε το σχολείο. Και μετά έκαναν και άλλες δουλειές τα παιδιά αυτά, όταν φτιανόταν η βρύση η κεντρική, τα λιοντάρια, επήγαιναν και εβόηθαγαν και τρίβανε τα μάρμαρα, για να μπορέσουνε να τα γυαλίσουν οι μαστόροι, δηλαδή δεν πήγαιναν στο σπίτι τους για να ξεκουραστούν ή να φάνε, παρά φεύγανε από το... γιατί τους έλεγαν οι γονείς τους: «Θα πάτε να βοηθήσετε για τα μάρμαρα». Και εφτιάξανε τότε τη βρύση αυτή και με τον κόπο των παιδιών, όχι μόνο των μεγάλων. Εφτιάξανε τα κτίρια όλα αυτά, πρόσφεραν την κοινότητα οι άνθρωποι αυτοί που αγάπησαν το χωριό και είναι ένα στολίδι στην πλατεία μας.

Γ.Σ.:

Αλλά το κυριότερο είναι αυτός που φύτεψε τα πλατάνια. Αυτός ήτανε Κοσμίτης, αλλά έμενε στο Πηγάδι, είναι μια περιοχή, δεν ξέρω πόσο τώρα... εμείς κάναμε δυο ώρες να πάμε. Αλλά ήτανε τα πόδια μας μικρά και... οι μεγάλοι πήγαιναν και με τα ζώα όταν είχανε κι ό,τι μπόραγαν. Αυτός ο άνθρωπος ηθελε να ομορφύνει το χωριό. Και τι έκανε; Πήρε, λέει... έρχονταν απ' το πηγάδι και επήρε τον κασμά και το φτυάρι και πήγε στον Αϊ-Γιάννη, εδώ στο... κάτω, που πάμε στο... στις καστανιές, και πήγε και διάλεξε τα πλατάνια. Ήρθε εδώ και τα ακούμπησε, κουρασμένος, φορτωμένος και τον κασμά και το φτυάρι και τα πλατάνια όλα αυτά, 7 πλατάνια που έχει βάλει. Και αμέσως τα έριξε κάτου, ιδρωμένος, κουρασμένος, γιατί είναι ανηφόρα για να τα φέρει, και τα πέταξε κάτου και οι Κοσμίτες, μόλις τον είδανε, γέλαγαν. Τους λέει, ας πούμε, στη λαϊκή τους γλώσσα: «Τι γελάτε, βρε ζωντανά;» τους λέει. Λέει: «Τι τα θες τα πλατάνια, μπαρμπα-Κωστή;» ναι, του λένε. «Αυτά θα ομορφύνουνε, βρε, το χωριό» τους λέει «ζωντανά! Λοιπόν, φέρτε μου ένα ποτήρι κρασί να πιω, να ξεκουραστώ, να αρχίσω να κάνω τη δουλειά μου». Αμέσως, λέει, του πήγανε το κρασάκι, το ήπιε και σηκώθηκε, λέει, και εμέτραγε με τα πόδια του πού θα βάλει το καθένα. Αν θα τα προσέξεις, τα πλατάνια αυτά δεν εμποδίζουνε ούτε μαγαζιά ούτε [00:10:00]αυτοκίνητα σήμερα ούτε τίποτα, είναι η ομορφιά του χωριού, που αυτό είναι σπάνια η πλατεία η κοσμίτικη, μπορεί να έχουν και όλα τα χωριά, αλλά είναι τα πλατάνια, η ομορφιά τους. Και τα μέτρησε με τα πόδια πού θα το βάλει το καθένα. Μετά άρχισε και έπαιρνε πέτρες και τις έβανε σωρούς. Τον κοίταγαν τώρα όλοι, τον κοίταζαν όλοι και λέει: «Τι τα θες τις πέτρες;» «Κοιτάτε τη δουλειά σας, μη με απασχολείτε» τους είπε. Άρχισε, λέει, και αφού εμάζεψε 7 σωρούς πέτρες, άρχισε και έσκαβε να κάνει τον λάκκο. Έκανε τον λάκκο, λέει, και μετά έβαλε το δέντρο, έριξε λίγο χώμα και απάνω έβαλε πέτρες. Τον κοίταζαν τώρα όλοι, πήγανε, λέει, και τον κοίταζαν, αλλά δεν τους επέτρεπε να μιλάνε, γιατί τον απασχολούσανε. Και, λέει, το έβαλε, λέει, εκεί έριχνε χώμα και έβανε πέτρες κι έριχνε χώμα και έβανε πέτρες, ώσπου να φτάσει στο ύψος που ήθελε αυτός, για να καλύψει, ας πούμε, το μέγεθος, πού θα μείνει επάνω, πόσο θα χωθεί κάτω. Όταν τελείωσε όλη αυτή την κατάσταση, του λένε: «Μπαρμπα-Κωσταντή, δε μου λες, γιατί τους βάνεις πέτρες;» «Βρε ζωντανά, τους λέει, που δεν ξέρετε από τίποτα...» – όχι μηχανικός, όχι άνθρωπος μορφωμένος, όχι άνθρωπος δηλαδή σημερινός, να προχωρήσει, δεν ξέρω, δεν προσβάλλω τους τεχνικούς και τους επιστήμονες, εύγε σε όλους λέω που προχωρούν για το κάθε καλό. Και τους λέει: «Δε θα βγουν ποτέ οι ρίζες επάνω». Και όπως δεν έχουνε βγει. Αυτό ήτανε το καλύτερο δώρο αυτού του ανθρώπου. Και εβρέθηκε ένας ευεργέτης, πολύ καλός άνθρωπος, η μάνα του είναι Κοσμίτισσα  έχει παντρευτεί στο Γεράκι, εβρέθηκε αυτός ο άνθρωπος να του κάνουνε ένα αγαλματάκι μέσα εκεί στην πλατεία ή εκεί κάτω που είναι το τηλέφωνο να του το βάλουνε. Αγνόησαν οι ιθύνοντες της εποχής σαν προέδροι και το ένα και το άλλο και δεν του το φτιάξανε αυτό το πράγμα, μονάχα βάλανε μια ταμπέλα εκεί και όλα αυτά, που εγώ δεν συμφωνώ με αυτά τα πράγματα, διότι ο καθένας πρέπει να εκτιμεί και τον ευεργέτη και αυτόν που προσφέρει, μονάχα, όχι χρήμα και αυτά, έναν καλό λόγο, μια καλή πράξη για το σύνολο. Δε λέμε ατομικά, ούτε για να παινεύουμε τον άλλονε ούτε για να λέμε ότι τάχα αυτός ήτανε και άλλος δεν ήτανε, καθένας με την χάρη του, με τον τρόπο του.  Τελειώνοντας αυτός, άρχισαν, ας πούμε, να φτιάξουν το πλυσταριό. Άρχισαν να φτιάξουν το πλυσταριό, που εγώ ήμουνα πολύ μικρό, αλλά το πλυσταριό έβγαζε πάρα πολύ νερό και έπρεπε να το εκμεταλλευτούνε. Και εσκέφτηκαν βέβαια με βοήθεια της Αμερικής. Οι Αμερικάνοι μπορεί να πείναγαν, μπορεί να έκαναν εδώ λεφτά, Αγγελική μου, έστελναν εδώ πολλών ειδών χρήματα, και ασημένια και δολάρια και άλλα χρήματα από τις πόλεις τους που ζούσανε τα έστελναν στον Κοσμά. Όταν ήμουνα μικρή, επήγαινα πολλές φορές και έβλεπα τον μύλο, που είχε στους... από κάτω από τον Μπασαράμ ήταν ένας μύλος, που αυτός έκανε, το στάρι το έκανε αλεύρι και έπαιρνε από τη βρύση, από το πλυσταριό, έπαιρνε νερό καθαρό, όχι βρόμικο που πλένανε οι γυναίκες και έκανε, ας πούμε, το στάρι και ήτανε εδώ χάμω. Και ήτανε και άλλοι μύλοι στον Αϊ-Γιώργη, όπως είναι ακόμα τα κτίσματά τους. Στον Αϊ-Γιώργη ήρθαν πάλι άνθρωποι από την Κωνσταντινούπολη και πήγανε και πρωτοκάθισανε... κάθισαν στον Αϊ-Γιώργη. Αυτοί οι άνθρωποι, το όνομά τους ήταν Σαρρέοι, από την  Κωνσταντινούπολη, και η γιαγιά μου ήταν Σαρρίτσα. Ο προππάπους μου, ο πατέρας της γιαγιάς μου, ήτανε από την [00:15:00]Κωνσταντινούπολη, ένας άνθρωπος έμπορας με πολλές γνώσεις και συναντήσεις, και με φωτιές τότε συνονογιόντουσαν πώς θα βρεθούνε ο ένας με τον άλλον, αλλά και με τα καΐκια τότε που υπήρχαν, γιατί δεν υπήρχαν μεγάλα καράβια για να κάνουνε τις διαδρομές αυτές, διαμέσου των νησιών και τις Σπέτσες και τα λοιπά. Ε, και συνονογιόντουσαν, ας πούμε, και φτιάχνανε ό,τι μπορούσανε αυτοί οι άνθρωποι.

Γ.Σ.:

Επήρε άνοδο το χωριό πολύ καλή, καλούς ανθρώπους, αγαπημένοι το χωριό όλο, τα παιδιά τα μικρά, κι αυτά είχαν αγάπη σαν να ήταν αδέρφια, όχι γειτόνοι. Και είχαμε ένα, ήμασταν, το σχολείο μας είχε 6 δασκάλους, είχε τη δασκάλα που θα μας εμάθαινε τους χορούς, είχε τον μαθηματικό, είχε τον φυσικό, είχε τον ιστορικό, είχε τους πάντες. Πέρασαν… είχαμε μια δασκάλα, αυτή ήτανε Τριπολιτσιότισσα η καταγωγή της και είχε πάρει από τον Βρονταμά, τον δάσκαλο τον… αυτή τη στιγμή δεν τον θυμάμαι, αλλά θα τον θυμηθώ σιγά σιγά, αυτός ήταν θείος του πρώην προέδρου, του Δημήτρη και του Παναγιώτη του Τζοβάνη, θείος ήτανε αυτός από τον Βρονταμά, και Κοσμίτες πάαιναν και έρχονταν αυτοί στον Κοσμά  και στον Βρονταμά. Η δασκάλα, η γυναίκα του, Πιπίτσα την λέγανε, κάθε Τετάρτη έπρεπε να μας κάνει μουσική. Έπρεπε να βγούμε να καθίσουμε όλοι να μας παίξει το μαντολίνο, είχε μαντολίνο και έπαιζε και μετά μας έβανε και τραγουδάγαμε, να πούμε και εμείς διάφορα τραγούδια, του χωριού ή αυτά που ήτανε της εποχής. Είχαμε τη δασκάλα που μας εμάθαινε τους χορούς. Όταν εφτιάχτηκε η στέρνα γιατί ήθέλαν... δεν ήτανε τότε οι  βρύσες δεν είχε, μόνο, ας πούμε, είχε εδώ του Καρβέλη, που ερχόμασταν όταν διψάγαμε από το σχολείο, ερχόμασταν και πίναμε εδώ στα διαλείμματα νερό τα παιδιά. Και φτιάξανε τη στέρνα να έχουνε, να πλένεται και το σχολείο, να τακτοποιείται εκεί, μας έβγανε και μαθαίναμε όλους τους χορούς, τα νησιώτικα, τα κρητικά, το ένα το άλλο. Όταν τέλειωνε η σχολική περίοδος, έπρεπε να κάνουμε στην πλατεία, έπρεπε να κάνουμε γιορτή να δείξουμε, ας πούμε, τους χορούς μας, να δείξουμε τα μαθήματά μας, άλλοι, ας πούμε, να δείξουνε τον καραγκιόζη, τα αγόρια. Είχαμε τα αγόρια, έκαναν γυμναστική, επέταγαν το… αυτό το στρογγυλό που πετάνε οι αθλητές, έκαναν διάφορα γυμνάσματα, ήταν γυμνασμένοι. Δεν ήταν άνθρωποι, ας πούμε, που τους άφηναν έτσι έρμαιους. Όταν θέλαμε να κάνουμε μάθημα φυσικής, τι κάνανε οι δασκάλοι; Μας έβγαναν και μας πήγαιναν στα δέντρα και μας έδειχναν πώς αρχίζει το δέντρο να ανθίσει, πώς αρχίζει να δέσει, πώς διατηρείται η τροφή του, πώς... ας πούμε, η παραγωγή του, για τα φρούτα, όλα αυτά, τα κεράσια, τα ροδάκινα, το ένα το άλλο. Γιατί εδώ είναι ένας τόπος που τα παράγει όλα αυτά τα πράγματα, και κήπους είχανε... Εδώ απέναντι ήταν εκεί... Έβλεπες εδώ, συγγνώμη, έβλεπες απέναντι, που δεν ήταν οι καρυδιές, όλο κήπους χτισμένους με πέτρες. Μια ομορφιά, υπάρχει φωτογραφία. Αυτή άμα θα την δεις θα ιδείς πόσο ωραία είναι. 

Γ.Σ.:

Εν τω μεταξύ κάποτε... Εδώ τώρα θα αρχίσω για την Έλωνα. Η Έλωνα είναι ένα μοναστήρι που εχτίστηκε, ας πούμε, επί Τουρκοκρατίας, εβρέθηκε η εικόνα... Αυτή ήτανε, όπως μου έλεγε ο παππούς μου –αυτά τα ξέρω από τον παππού μου– μου έλεγε: «Η εικόνα ήταν απέναντι», απέναντι από το μοναστήρι της... που είναι χτισμένο τώρα, ήταν απέναντι. Και εκεί, λέει, άναβε ένα [00:20:00]φαναράκι από τη δώθε μεριά που είναι τώρα η εκκλησία. Την είχανε εκεί, αλλά δεν είναι τόπος εκεί για να γινόταν το μοναστήρι και κατάντησαν, παιδί μου, να το φτιάξουνε εδώ και δεν είχε ούτε  δρόμο ούτε τίποτα, μέσα στα βράχια. Μέσα στα βράχια και ανέβαιναν και κατέβαιναν με σχοινένιες σκάλες. Τις μαζεύανε το βράδυ και, όταν θέλανε να κατέβουνε, κάνανε τις  σχοινένιες σκάλες και κατεβαίνανε. Εν τω μεταξύ εδώ έγινε η Παναγία, είναι πολύ, πολύ θαυματουργή, άλλοι το παραδέχονται άλλοι όχι, αλλά εγώ, με το πιστεύω που είχα και την ιστορία του παππού μου, διότι αυτοί οι άνθρωποι ήτανε με άλλες ιδέες, με άλλα μυαλά, με άλλα παθήματα, δεν ήταν σαν κι εμάς τώρα, που μας απασχολούν τα μηχανήματα, το ένα το άλλο... Και είναι η εποχή τέτοια, δεν μπορούμε να καθόμαστε μια ζωή στην ίδια εποχή. Και, λέει, ήρθαν οι Τούρκοι και επήγαν και το κάψανε το μοναστήρι. Πήγανε την εκκλησούλα, ήταν μια μικρή εκκλησούλα, όπως και τώρα είναι μικρούλα, και το κάψανε, αλλά μετά δεν μπόραγε, λέει, να κατέβουνε να φύγουνε από εκεί. Τι έκανε, λέει, ο αρχηγός του στρατού των... και αυτοί που ήτανε κάτω και αυτοί που ήτανε πάνω; Άρχισαν να δημιουργούν προβλήματα, για να μπορέσουν να χτίσουνε πάλι το εκκλησάκι και να ανοίξουνε ένα δρομάκι, που να μπορούν κολλητά στο βράχο, για να φύγουν αυτοί που ήταν κλεισμένοι μέσα. Έφυγαν, τέλος πάντων, τα φτιάξανε, φύγανε. Όπως υπάρχει και το δωμάτιο που πρωτομπαίνουμε στη... όπως πάμε κάτω στο αριστερό χέρι, που είναι το κελί, άμα το έχετε προσέξει, εκεί λέει: «Σήμερα εγώ, αύριο εσύ και στο τέλος κανενού». Λοιπόν, όλα αυτά γίνανε με σοφία. Έκανε πολλά θαύματα η Παναγία σε ανθρώπους που είχαν ανάγκες, άρρωστοι, άνθρωποι με... ακόμα και από τις Σπέτσες και όλα αυτοί ήρθανε και βάλανε τότε το σταυρό, εβάλανε το νερό, εβάλανε όλα αυτά, διότι είχαν ένα παιδί άρρωστο και το είδε στον ύπνο του, το 'τρεχε και στο εξωτερικό και δώθε κείθε και δεν μπόραγε να το κάνει καλά, και το είδε στον ύπνο του και του είπε ότι «θα πας εκεί και εκεί θα γιατρευτεί το παιδί σου». Και ήρθε εδώ και έκατσε μια βδομάδα, το λειτούργησαν, το προστάτεψαν, ήταν και οι καλόγριες, ωραία, ήταν και πρώτα οι καλόγεροι, ήταν πάρα πολύ ωραία, όλα τα πράγματα ήταν απλά, δεν ήταν με πονηριές ούτε με κλεψιές ούτε τότε υπήρχαν τότε τέτοια πράγματα. Θέλω να σου πω, έχει ιστορία. Ήρθε εδώ, όπως μου έλεγε ο πατέρας μου, επέρασε ένας άνθρωπος, αυτός ήτανε στο Άγιο Όρος, ήτανε εκεί, επέρασε εδώ και, όταν ήτανε η Ηγουμένη και ήταν και η ξαδέρφη μου εδώ, η Κατερίνα του Πήλιουρα εδώ, μετά Ηγουμένη, ήμασταν πάρα πολύ φίλες και της είπα την ιστορία. Της λέω: «Άκουσε να ιδείς...», γιατί τότε οι Λεωνιδείς εκμεταλλεύονταν την περίπτωση ότι είναι στα μέρη τα δικά τους, αλλά της λέω μία φορά, της λέω, διότι το παιδί μου είχε πέσει από 17 μέτρα και ήρθα να του κάνω μπάνια στο Λεωνίδιον, γιατί το πόδι του για να γιατρευτεί. Και πώς γιατρεύτηκε; Ξέρεις πώς γιατρέυτηκε; Με του παλιού… αυτό που είχαμε για να φέγγουμε στο δρόμο, ένα πλακέ που βάναμε μέσα μπαταρία και έφεγγε, αυτό που καίγαν και τα καράβια στην Αθήνα, που έγινε η Ναυμαχία της Σαλαμίνας, τους Τρώες, οι αρχαίοι ημών Έλληνες. Και αυτό το πράγμα. Καθόμασταν, στο Θησείο καθίσαμε 33 χρόνια, γιατί ήθελα κοντά να είμαι, γιατί τα παιδιά μου δουλεύανε από μικρά παιδάκια και πήγαιναν τη νύχτα στο σχολείο. Και την ημέρα εδουλεύανε. Και ήθελα να είμαι κοντά τους, εγώ δούλευα στη ΔΕΗ, αλλά τα παιδιά μου έπρεπε να έβρουν το φαγητό τους. Είχα πάρα πολύ καλή θέση στη ΔΕΗ και καλή πληρωμή και καλή μετά σύνταξη και [00:25:00]ταμεία, γιατί  πήγα επί Εγγλέζων και έβαλα μετά και τα παιδιά μου, το ένα στην ΔΕΗ, το άλλο το έβαλα στον ΟΤΕ, και έχουμε το ψωμί μας σήμερα και δοξάζω τον Θεό και την Παναγία. Και, όπως όλοι μας σαν άνθρωποι, πρέπει να έχουμε μια…. που λένε μερικοί «Αν υπάρχει Θεός». Θεός υπάρχει, Θεός υπάρχει! Όταν έφυγα από εδώ, έκανα ένα πράγμα, Αγγελική, και αυτό σε εσάς τους νεότερους, θα το προσέχετε! Εκτιμούσα πάρα πολύ τα πεθερικά μου, ήμουνα μικρό παιδί, άλλο ότι εχάθηκε ο άνθρωπός μου, με διάφορα πράγματα, που αυτά είναι και οικογενειακά και πράγματα που και να τα συζητάς, ας πούμε, δεν... δε χρειάζεται, γιατί είναι… πράγματα που δεν… για μένα. Και αποφάσισα όμως, επήρα οικόπεδο στην Αθήνα. Επήγα και έκανα, ήταν εκτός σχεδίου στην Πετρούπολη πιο κάτω, στον Ιερόθεο αν έχεις υπόψη σου, λοιπόν, επήγα εκεί, έκανα ένα δωμάτιο και κουζίνα και ένα μικρό μπανάκι, νερό δεν υπήρχε, σχέδιο δεν υπήρχε, και όλα αυτά, έπρεπε όμως να προετοιμάσω το έδαφος, διότι τα παιδιά μου, ετέλειωνε το μεγάλο το σχολείο στο Γεράκι, γιατί εδώ δεν είχαμε δασκάλους, και όταν ήρθαν οι στρατιώτες εκάναν στα παιδάκια, εκάνανε στου Αλεξάνδρου το σπίτι εδώ, κοντά στα αλώνια το λέμε εδώ η περιοχή, που είναι το σπίτι του Αλεξάνδρου. Τζοβάνης λέγεται. Και αυτός είναι πεθερός του Γιώργη, που σου είπαμε να πας να τον ρωτήσεις, του Μέρμηγκα. Λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος επαρουσιάστηκε και ήρθε από το Πηγάδι, ήρθε από τα... εβγήκε στο Κυπαρρίσι και ήρθε με 50 ανθρώπους, ήρθε στο Πηγάδι και πήγε στον παππού μου τον Σαρρή. Αυτός είχε τρεις γιους παντρεμένους, ήταν τρεις νύφες και ζούσαν μαζί. Και μόλις τους είδαν που έρχονταν τους λέει ο πεθερός: «Κορίτσια, μαγερεύτε, γιατί έρχονται ανθρώποι». Είχανε ζυμώσει και είχανε ρίξει το ψωμί στο φούρνο και λέει: «Το ψωμί θα το κοιτάξετε και μόλις θα ‘ρθουνε οι άνθρωποι θα το μοιράσετε». Ήρθανε οι άνθρωποι, τους  καλοδέχτηκε, με τα δικά του λόγια ο προπάππους μου ο Κωνσταντινοπουλίτης, Σμυρνιός ήταν κιόλας, και αυτοί οι άνθρωποι ήταν και άνθρωποι με πολλές… διότι ο τόπος που ζούσανε ήτανε εμπορικό και όλοι γίνονταν πλούσιοι, δεν ήξεραν τι έχουν και τι δεν έχουν, αλλά με την καταστροφή και το διωγμό και την καταστροφή όλη αυτή της Κωνσταντινουπόλεως και όλα, τους έδιωξαν τους ανθρώπους, υπόφεραν και ήρθε ο καθένας και όπου έβρισκε να κατοικήσει. Ήρθανε οι ξένοι και τους λέει: «Μοιράστε το ψωμί. Και βγάλτε ρούχα και δώστε τους και νερό», γιατί είχε στέρνα, γιατί δεν είχε το Πηγάδι βρύση και νερά, μόνο μια πηγή είχε. Και τους έδωκαν, λέει, και μαγειρέψανε... Είχανε την ημέρα εκείνη, γιατί είχανε το συνήθειο, παιδιά μου, για να δείτε πώς έζουνε και πόσο απλά οι άνθρωποι σήμερα, που τρώμε ό,τι να 'ναι και όπως να 'ναι και λέμε ή παχαίνουμε ή δεν μπορούμε, όχι ότι θέλω να πω ότι πρέπει να στερείται ο άνθρωπος,  αλλά πρέπει να έχει και στο φυσικό... στη φυσική τροφή. Να φάει τα όσπρια, να φάει το ένα, να φάει το άλλο και όλα αυτά. Και τότε ήταν καθαρά όλα, γιατί δεν είχανε φάρμακα, ούτε τα ζώα ούτε οι ανθρώποι. Και είχανε βράσει να μαγειρέψουνε στάρι, γιατί ρίχνανε λίγο λάδι, δεν υπήρχαν και τα λάδια, ακόμα και η Λακωνία είχε και αυτή στέρηση, γιατί τότε δεν υπήρχαν μηχανήματα για να φυτέψουν όσα υπάρχουν σήμερα, και, λέει, το κρύψανε, γιατί πάντα το φτιάχνατε –και εδώ, άμα κοιτάξεις, το σπίτι το παλιό έχει ντουλάπι μέσα στον τοίχο και το [00:30:00]έχει φτιάξει ο γιος μου, ντουλαπάκι με τζαμαλίκια– και το έκρυψαν εκεί. Εμαγείρεψαν άλλο φαγητό –μην τα πολυλογώ– και είπανε στον αρχηγό που ερχόταν, στον Παπουλάκη, όπως τον ονόμασαν, να ‘ρθει να φάνε. Έδωκαν και στους έξω φαγητό, ό,τι είχανε, ελιές, ψωμί, ό,τι είχανε φαγητό, τους μοίρασαν και απ’ το φούρνο όλο το ψωμί. Και λέει ότι: «Φέρτε και το άλλο φαγητό» λέει «που έχετε, κορίτσια». Κοιτάχτηκαν, λέει, και οι τρεις. «Το μαρτύρησες;» της λέει η μια της άλλης. «Όχι, μωρή, δεν το είπα» είπανε κρυφά η μία με την άλλη. Λέει: «Φέρτε το, το ξέρω εγώ τι φαΐ είχατε». Το εβγάλανε και το πήγανε, το επήρε με τα τρία δαχτυλάκια και εσυγχώρεσε και τους λέει: «Άστε το εκεί, όποιος θέλει να φάει ας φάει». Εκείνος έφαγε από εκείνο και δεν έφαγε απ’ το άλλο φαΐ. Και μετά ξεκίνησε με τη συνοδεία του και πέρασε από το Πηγάδι, είναι μια περιοχή που το λένε στου «Κόντη», εδώ πιο ψηλά, για να έρθουμε εδώ, να κατηφορήσουμε στον Αϊ-Γιάννη και να προχωρήσουμε να ανέβουμε στον Κοσμά, είναι διαδρομή μεγάλη. Ήρθαν όμως. Στο δρόμο, τους περίμεναν, έλεγε ο παππούς μου, γιατί πήγε ο πατέρας του, ήρθε και το είδε και δεν μπορεί να είναι ούτε παραμύθι ούτε ψέμα, Αγγελική, αυτό το πράγμα, λέει ότι τον περίμεναν, λέει, οι κτηνοτρόφοι στο δρόμο και είχανε και τα ζωντανά τους. Ήτανε άνοιξη και, λέει, πήγανε να τον χαιρετήσουν, να τον προσκυνήσουν, γιατί τους ειδοποίησε ο προπάππους μου ότι θα περάσει, έτσι και έτσι, όποιος θέλει ας πάει να του δώσει την ευλογία του. Βγήκαν όλοι έξω, λέει, και πήγανε διάφοροι και τον εχαιρέτησαν, λέει, τους έδωκε τις ευχές και όλα και λέει ενού –τώρα θα σου φανεί παράξενο, είναι μικροπρέπεια να το ειπώ, δεν ξέρω– του λέει ενού: «Εσύ» του λέει «άκουσε να σου πω» του λέει «άνθρωπέ μου, καλός άνθρωπος είσαι, αλλά παρουσιάστηκε μια κατσίκα στη στάνη σου και ξέρεις τίνος είναι, άλλα δεν την έδωσες, ήρθε με ένα κόκκινο σχοινί» του λέει «και αυτή η κατσίκα, δε θα την σφάξεις, δε θα την πουλήσεις, δε θα την κάνεις, θα την αφήσεις να πεθάνει, γιατί μεγάλωσε ορφανό παιδί». Του λέει... έπεσε αμέσως κάτω, τον γονάτισε και του είπε: «Συγχώρεσέ με, το 'κανα». Μην τα πολυλογώ, ήρθε εδώ στον Κοσμά και είπε ότι «θα έρθει μια εποχή που το μοναστήρι...» Η Έλωνα ήταν πλούσια σε κτήματα στο Έλος, ήταν στο Γεράκι, στις περιοχές όλες αυτές, είχε 7 στάνες, είχε 70 κοπέλια, δηλαδή πήγαιναν άνθρωποι για να εργάζονται, είχε στου Βασιλέισι κήπους, είχε αμπέλια, είχε αμπέλια στα Πελετά, θα σου πω και αυτό γιατί αξίζει να το ακούνε οι άνθρωποι σήμερα, όποιος νομίζει... δεν είμαι παραμυθάς, είμαι ιστορικά από τον παππού μου. Θα αφήκω για μια στιγμή το τι είπε εδώ και θα πάω στην Έλωνα. Ήτανε ένας καλόγηρας που είχε πάει από μικρό παιδάκι, 7 χρονών, τον είχε η μάνα του τότε, γιατί κοίταζαν, αν ήταν ορφανά και όλα αυτά, κάπου να τα ακουμπήσουνε, για να μπορούνε να ζήσουνε, ήταν δύσκολη η ζωή πολύ. Γιατί μπορεί να σπέρνανε, μπορεί να κάνανε, αλλά δεν υπήρχαν λιπάσματα, δεν υπήρχαν τότε βοήθειες και έκαναν και πολλά παιδιά, τότε έπρεπε να έχεις μεγάλη οικογένεια, δε διάλεγες πόσα παιδιά θα έχεις. Και, λέει, εδώρησε ένας απ’ τα Πελετά το αμπέλι του. Στα Πελετά δεν είχε αρχίσει ακόμα το πιστεύω της θρησκείας κανονικά, όπως και στο Λεωνίδιον, έκανε 30 χρόνια; Περισσότερα θα σου πω; Διότι δεν πίστευαν, λόγω ότι ήταν ο Πάνας και όλα αυτά, διότι ήταν άγρια εδώ, ήτανε δάση, ήταν, έλεγε ο παππούς μου, ήτανε απ’ όλα τα ζώα, και αρκούδες [00:35:00]και ελάφια και όλα και έπιναν νερό στα... στα... στις λίμνες που έκανε το ποτάμι, γιατί τα βρήκανε αυτοί οι άνθρωποι όλα. Και επήγε, λέει, έπαιρνε το φαναράκι, έπαιρνε την εικόνα, την έβανε σε ένα ταγαράκι και το φαναράκι έπαιρνε και πάαινε, λέει, να παραλάβει το κτήμα αυτό, το αμπέλι. Μόλις επήγε, λέει, έβαλε την εικόνα επάνω σε ένα κλίμα και το... αυτό, και άρχισε και έψελνε τα ιερά λόγια που ήθελε αυτός. Εγέλαγαν. Τους λέει: «Τι γελάτε; Που θα είναι εις βάρος σας. Μηδέν προ του τέλους μακάριζε» τους λέει. Πράγματις, Αγγελική, όταν ήρθε το τέλος του τρύγου, διότι ήταν, πάρα πολύ πλούσια αμπέλια είχε το Πελετά και πάαιναν από εδώ και ήφερναν με τα αγώγια κρασιά και ήφερναν, γιατί εδώ γινόταν μεγάλο πράγμα, έτρωγαν, έρχονταν από παντού, όποιος... και ποιος δεν πέρασε εδώ, ήταν τα μαγαζιά πλούσια και, όταν ήταν να μαζέψουν τα σταφύλια, έριξε ένα... αυτό, σαν προχθές που έριξε, χαλάζι και τους τα έκανε όλα… εκτός από αυτό το αμπέλι. Και η βέργα, λέει, που έβγαινε και πάαινε στου γείτονα, δεν την πείραξε. Και από τότε, λέει, άρχισαν οι Πελετιώτες να πιστεύουν και να μην βλαστημάνε και να μην γελάνε. Ήρθε εδώ ο Παπουλάκης και πήγε στο σπίτι αυτό που έχει ο Αρβάλης και έβαλε λόγο. Το νεκροταφείο εδώ ήταν στον Αϊ-Γιώργη από πάνω, εκεί ήταν το νεκροταφείο, εκεί που είναι τώρα, που έχουν φτιάξει για τα αυτοκίνητα και όλα αυτά, ήτανε το νεκροταφείο του Κοσμά. Και ελειτούργαγαν και στον Αϊ-Γιώργη, ελειτούργαγαν και στο… εφτιάχτηκε, είχε μια μικρή εκκλησούλα εδώ κάτω, γιατί ήτανε σπίτια, αλλά τα σπίτια όλοι όσοι είχανε μέσα εκεί στην πλατεία τα δωρίσανε για να γίνει η εκκλησία.  Η εκκλησία έγινε με χρήματα Αμερικάνων, με χρήματα Κωνσταντινοπολίτων, με όλα αυτά, και είναι μία ιερή εκκλησία με πολλή τέχνη και πολύ καλή, έχουνε έρθει τα μάρμαρα από την Αθήνα, από την Πεντέλη, τα μάρμαρα που είναι το ιερό, όλα αυτά, και οι εικόνες όλες αυτές. Και ακόμα, ας πουμε, δεν μπόρεσε να τακτοποιηθεί μέσα, γιατί δεν ενδιαφέρθηκαν ορισμένα άτομα. Πέρασαν καλοί και άσχημοι και παπάδες και δεσποτάδες και προέδροι και δημάρχοι και γραμματικοί και πολλοί άνθρωποι. Ό,τι μπόρεσαν έκαναν. Δεν κατηγορώ κανέναν. Κατά δυνάμεις και κατά τη θέληση που έχει ο καθένας μας.

Γ.Σ.:

Όμως αυτό το χωριό, χωρίς να θέλω να μου πεις τώρα, διότι είσαι από το Λεωνίδιον έχεις γεννηθεί, αλλά κατοικείς και μπράβο σου και σε ευχαριστούμε πάρα πολύ για το ενδιαφέρον που κάνεις και στο σχολείο που έκανες τόσα βιβλία και αναγνώρισες, μου το είπε ο γιος μου, και έβαλε λόγο εκεί, αλλά ήτανε ένας στην πέρα γειτονιά που τον έπιανε πάθος. Και τότε είχαν, έσφαζαν από κάτω, από την κάτω βρύση, είχανε από κάτω, έχει βράχια και εκεί τα είχανε, κάποτε τα είχανε καμπινέδες και μετά τα κλείσανε. Εκεί ήταν σφαγείο και κατέβαινε με μια σκαλίτσα από κάτω, που αυτοί δεν θέλανε να την μαρτυρήσουνε, για να φτιάξουνε την κάτω πλατεία ετούτοι, γιατί θα ερχόταν η αρχαιολογία και δε θα τους άφηνε. Και το φτιάξανε την πλατεία κάτω και έγινε, ας πούμε, η βρύση, αλλά εκείνο που ήταν άσχημο, που χαλάσανε τη βρύση, οι ιθύνοντες, αυτοί οι υπεύθυνοι, αυτοί, ό,τι κάνανε, αυτό ας το σκεφτούνε μόνοι τους, εγώ δεν έχω με κανέναν ούτε θυμό, μια νοσταλγία της νεανικής μου ζωής όμως, με ενοχλεί πολλές φορές και στον ύπνο μου και στις σκέψεις μου και κλαίω πολλές φορές για το σχολείο, κλαίω για τη βρύση, κλαίω για το πλυσταριό, κλαίω για τους δρόμους, κλαίω πολλά πράγματα. Μπορεί να με παρεξηγήσεις, αλλά εγώ αυτό πιστεύω, αυτό κάνω. Αγγελικούλα μου, τόσο μπορώ, τόσο έκανα και αν θυμηθώ κάτι και μπορώ, θα έρθω να σε βρω εγώ να σου πω και άλλα. Αλλά ήταν αγαπημένοι, δούλευαν όλοι μαζί. Και στον δρόμο των 100 ημερών, μια ανάσα, μια πνοή! Μια ανάσα, μια πνοή. Τα παιδιά μου επήγανε, τούτος ήταν 9 χρονών, όχι, 7-8 ήτανε, επήγανε και πέταγαν πέτρες, να καθαρίσουν, ας πούμε, έστω αυτά τα μικρά τα… γιατί εφτιάχτηκε ο δρόμος αυτός σε 100 ημέρες, για να επικοινωνήσουνε, να μην είναι κλεισμένο μόνο από το Λεωνίδιον και να ανοίξουνε, για να έχουν επαφές με την Λακωνία. Και όταν χωρίστηκαν τα σύνορα, ας πούμε, χωρίστηκαν από κάτω, από το κάστρο, από εκεί χωρίστηκαν και έμειναν, ας πούμε, τα σύνορά μας, του ρήγα η σπηλιά, ήταν ένας ονομαζότανε Ρήγας και τα είχε αυτά και αυτή τα... τον τόπο εκεί, τα χωράφια, ό,τι ήταν της εποχής εκείνης, μετά αυτοί οι άνθρωποι δεν ξέρω από πού ήταν, αλλά λεγόταν Ρήγας και έχει μείνει «του  Ρήγα η σπηλιά». Και μετά εφτιάχτηκε ο δρόμος τώρα με τα αυτοκίνητα και τα λοιπά. Καλά είναι, δόξα Σοι ο Θεός. Το παιδί μου τέλειωσε τις υποχρεώσεις του και ό,τι μπόραγε, διότι δεν τελειώνουν οι υποχρεώσεις του οικογενειάρχη, αλλά έφυγε και ήρθε εδώ να προσφέρει στο χωριό. Και του λέω, καλά. Μου λέει: «Μάνα, άκουσε να ιδείς, εγώ για συμφέροντα δεν ήρθα, εγώ ήρθα ό,τι μπορώ να προσφέρω». Βέβαια με πολλά και διάφορα, είναι όλα ακατάστατα. Τώρα κάθεται πολλές μέρες και φτιάχνει χαρτιά και τέτοια και όλα τα πράγματα και ό,τι μπορεί κάνει. Δεν του λέμε για παινέματα και τέτοια, ας προσφέρει ό,τι μπορεί. Και ό,τι μπορεί ο καθένας. Και εσύ, που προσφέρεις τόσα,  ευχαριστώ πάρα πολύ και εσένα, την οικογένειά σου, τα παιδιά σου, τον σύζυγό σου, και εύχομαι καλή επιτυχία στη ζωή και τη δική σου και των παιδιών σου. Σε ευχαριστώ πάρα πολύ. 

Α.Κ.:

Σας ευχαριστούμε πολύ, κυρία Γεωργία.

Γ.Σ.:

Δεν ξέρω αν εμπόρεσα να σου πω ορισμένα πράγματα και αν είναι χρήσιμα ή αν είναι πολυλογία.

Α.Κ.:

Είναι πολύ ωραία όλα τα πράγματα που μας λέτε, απλά θα ήθελα κάποιες ερωτήσεις να κάνω.

Γ.Σ.:

Ό,τι μπορείς και ό,τι μπορώ.

Α.Κ.:

Ωραία. Πρώτα απ’ όλα πόσο χρονών είσαστε;

Γ.Σ.:

Είμαι 96 χρονών.

Α.Κ.:

96 χρονών. Πολύ ωραία. Θυμάστε πώς ήταν το σχολείο όταν ήσασταν μικρή;

Γ.Σ.:

Το σχολείο ήταν αυτό που είναι. Γιατί πρώτα δεν είχε σχολείο και τα παιδιά δεν επήγαιναν για γράμματα, παρά τα μάζευαν οι παπάδες και ό,τι μπόραγαν επρόσφεραν. Και τα περισσότερα κορίτσια δεν επήγαιναν σχολείο, γιατί δεν τα στέλνανε οι γονείς και μόνο τα αγόρια. Αλλά όταν στήθηκε το Λεωνίδιον και ήρθε στα πόδια του, γιατί και αυτό υπόφερε πολλά, άνοιξε το σχολαρχείο. Άνοιξε το σχολαρχείο και πολλοί άνθρωποι από εδώ επήγαιναν τα παιδιά τους στο Λεωνίδιον στο σχολαρχείο. Ήτανε μια γυναίκα που είχε δυο ορφανά παιδιά και τα…. Ήταν ο ένας αγροφύλακας εδώ, ελέγεταν Τσολομύτης και του είχαν και άλλο όνομα, αλλά δεν με πειράζει, ήταν πολύ καλός, αλλά ήταν του σχολαρχείου. Είχε άλλον έναν αδερφό και σκοτώθηκε τότε στον πόλεμο, το '40. Και θέλω να σου πω, κοίταζαν, ας πούμε, να ανέβουν τα παιδιά τους, να μπορέσουνε να ανέβουν παραπάνω, και πάαιναν πολλά παιδιά, σπούδασαν από εδώ και στο Λεωνίδιον, μετά στην Σπάρτη δεν τα πήγαιναν γιατί ήταν μακριά τότε, δεν υπήρχαν συγκοινωνίες και τα λοιπά και τα πάαιναν εδώ που ήταν πιο κοντά. Και από το Γεράκι πήγαιναν στο Λεωνίδιον, διότι ήταν ένα σχολείο αυστηρό. Τότε τα παιδιά και οι καθηγητές τα παιδιά τα ορίζανε και οι γονείς. Τώρα ίσως, ας πούμε, η αλλαγή της [00:45:00]τεχνολογίας, των χρόνων, που δεν μπορεί, είπαμε, να κάθεται πάντα η ίδια ζωή, πρέπει να αλλάζει και φυσικά και επαγγελματικά και τεχνικά και επιστημονικά, όλα αυτά πρέπει να προσφέρονται. Και αναλόγως τους ανθρώπους που ζούνε στην κάθε εποχή. Τι άλλο θέλεις;

Α.Κ.:

Πώς πήγαιναν στο σχολαρχείο αυτά τα παιδιά;

Γ.Σ.:

Αυτά επήγαιναν και καθόντουσαν σε σπίτια που ήταν άνθρωποι, ας πούμε, φτωχικοί, που περίμεναν από δω, διότι εδώ είχανε τυριά, είχανε μαλλιά, είχανε βούτυρα, είχανε τραχανάδες, είχανε όλα αυτά τα πράγματα και κουβάλαγαν για τα παιδιά τους και πρόσφεραν και σε αυτούς, τους μαγείρευαν δηλαδή οι γιαγιάδες και σπούδαζαν τα παιδιά επάνω στο σχολαρχείο. Και έτσι βοηθήθηκαν οι άνθρωποι. Οι Λεωνιδείς είχαν ανάγκες, γιατί και αυτοί δεν είχανε νερό, υποφέρανε  πάρα πολύ και αυτοί για να στηθούν, να γίνουν αυτοί που είναι σήμερα και ακόμα δεν μπορούνε, όπως όλοι μας.

Α.Κ.:

Ο κύριος Χοντζόπουλος, που μας είπατε στην αρχή, ποια ιδιότητα είχε;

Γ.Σ.:

Ο κύριος Χοντζόπουλος ήτανε γιατρός και εδώ ήτανε δήμαρχος πολλά χρόνια και αυτός είχε... όταν έκλεισε το μοναστήρι εδώ πέρα, ο Αϊ-Γιώργης ο περιπατητής, πώς τον λέμε, εδώ πέρα, που πάμε στο Παλιοχώρι, με την συμφωνία τότε του κάστρου της Μονεμβάσιας και όλα αυτά, γιατί εξυπηρετήσανε, ας πούμε, τότε τους πολέμους που κάνανε με τη Σπάρτη, με το ένα με το άλλο, έκλεισαν αυτό το μοναστήρι. Ο άνθρωπος αυτός, αφού έκλεισε, το ανάλαβε αυτός. Το είχε αυτός και έβαλε κήπους, γιατί έχει πλούσια νερά, και άνοιξαν μύλους, είχανε έρθει οι Κωνσταντινοπουλίτες και είχανε ανοίξει μύλους και μετά ήρθαν εδώ και αυτοί, και μετά τα πήραν όλα οι Απαλοδημαίοι. Οι Απαλοδημαίοι… ο Χοντζόπουλος έχει χτίσει και ένα σπίτι στον Βρονταμά, που αυτό είναι... το έχει χτίσει άνθρωπος... α, ναι, το έχει χτίσει άνθρωπος... το έχει χτίσει άνθρωπος, πώς τον λένε, γράφ' τον να τον θυμηθείς, γράφ' τον να τον θυμηθείς. Λοιπόν, αυτός, αυτό το σπίτι... ναι, ναι, Χόντζας. Λοιπόν, αυτό το σπίτι το έχει χτίσει... ναι, ναι, ναι, Χατζής, και το διέθεσε για γηροκομείο. Αλλά τώρα είναι πολύ χάλια και πρέπει να διορθωθεί αυτό το καημένο. Τώρα τι θα κάνουν οι ιθύνοντες, αυτό είναι στο δικό τους πρόβλημα.

Α.Κ.:

Την ιστορία με τα πλατάνια που μας είπατε την έχετε ακούσει;

Γ.Σ.:

Ο παππούς μου το είπε, βεβαίως, είναι σωστό, δεν είναι παραμύθι. Ναι.

Α.Κ.:

Θυμάστε τα πλατάνια όταν ήσασταν μικρή;

Γ.Σ.:

Ναι, τα θυμάμαι. Άρχισαν να μεγαλώνουνε και φτάσανε εκεί και μία χρονιά ήτανε ένας πρόεδρος  εδώ, Λαμπράκο τον λέγανε, και επειδής είχανε θεριέψει πολύ, ανέβηκε και τα έκοψε και είχανε τώρα 40 χρόνια, 70, να καθαριστούν, γιατί είχανε μεγαλώσει. Εφυτεύτηκαν μικρά και γίνανε αυτά που γίνανε σήμερα.

Α.Κ.:

Ποια είναι η κατάσταση τώρα στα πλατάνια;

Γ.Σ.:

Η κατάσταση αυτή… πρέπει να συντηρείται και να καθαρίζονται, να έρχονται ειδικοί άνθρωποι  για να τα βλέπουνε, διότι περνώντας τα χρόνια όλοι γερνάμε, και τα δέντρα και οι άνθρωποι και η φύση, και πρέπει να ξανανεωθούν, δηλαδή σε περιποίηση και, αν χρειάζονται συντήρηση φαρμάκων, και όλα αυτά πρέπει να δοθούνε με μεγάλο ενδιαφέρον από τους ιθύνοντες... Λοιπόν, τα πλατάνια πρέπει να συντηρηθούν, για να μπορέσουμε να τα έχουμε και εμείς και τα παιδιάς σας και τα εγγόνια σας και όλοι οι άνθρωποι, διότι είναι μια ομορφιά και τίποτα άλλο. Είναι τρία [00:50:00]πράγματα, είναι το σχολείο, τα πλατάνια, η εκκλησία και ο δρόμος των 100 ημερών, αυτά είναι τα τέσσερα κειμήλια. Αλλά δε σου είπα ένα, ότι εδώ είχε προσφέρει, ο βασιλιάς ο Παύλος είχε προσφέρει ένα στέμμα. Και χάθηκε αυτό το στέμμα, δεν ξέρω πώς εχάθηκε. Εγώ όταν πήγαινα για ανάγκες και ήταν πρώτα οι άνθρωποι οι χθεσινοί, έβλεπα χρήματα ειδών ειδών, απάνω στο τραπέζι, όλα αυτά λυπάμαι που δεν τα βλέπω, ό,τι και να έγινε, έπρεπε κάπου να συντηρούνται αυτά, γιατί είναι κειμήλια. Είναι αυτά τα τέσσερα πράγματα, τα πλατάνια και όλα αυτά. Λοιπόν.

Α.Κ.:

Έχει ωφεληθεί το χωριό από τα πλατάνια;

Γ.Σ.:

Πολύ, πάρα πολύ, διότι έρχεται κόσμος όχι μόνο από τα χωριά, κι από τις πόλεις και από το εξωτερικό. Είναι καλοδεχούμενο σαν χωριό και ό,τι μπορούν προσφέρουν, και ας είναι πάντα υγιείς και με αγάπη και θέληση ο ένας αγαπάει τον άλλον και να προσφέρουμε την καλοσύνη και τις ενέργειές μας. Και εσύ, σε ευχαριστώ εγώ προσωπικά πολλές πολλές φορές. Να έχεις την ευχή μου και υγεία στην οικογένειά σου και καλή πρόοδο.

Α.Κ.:

Πώς λεγόταν αυτός που φύτεψε τα πλατάνια; 

Γ.Σ.:

Λεγόταν Κώστας... Κώστας... Κώστας... Κωνσταντής Ρε... όχι, Μαγγουριάς.

Α.Κ.:

Επιβεβαιώθηκε τελικά ο κύριος Μαγγουριάς που φύτευε τόσο πολύ τα πλατάνια; 

Γ.Σ.:

Βεβαίως και επιβεβαιώθηκε, βεβαίως. Επιβεβαιώθηκε και πολύ. Ναι.

Α.Κ.:

Πώς είναι τοποθετημένα αυτά τα πλατάνια στην πλατεία; 

Γ.Σ.:

Τα πλατάνια, σου είπα, εκάθισε αυτός και μέτρησε με τα πόδια του, πού δε θα εμποδίζουν. Και τα εμέτρησε, έβαλε πέτρες, άνοιξε γούβες, έριχνε χώμα, έβανε πέτρες, έβανε ετούτα και γελάγανε οι άλλοι. Και τους είπε ότι: «Είσαστε τελείως ανόητοι, δε θα βγουν ρίζες απάνω». Και δεν έχουνε βγει ποτέ, ποτέ. Γιατί ήτανε σαν σημερινός επιστήμονας, ίσως και αυριανός. Θεός σχωρέσ' τον, διότι έκανε ένα ωραίο πράγμα, που όποιος και ξένος να 'ρθει και επαρχιώτης και από το εξωτερικό, όποιος και να 'ρθει, υπάρχουν άνθρωποι και στην Αθήνα που έχουν έρθει για λίγο και λένε ότι σαν το Κοσμά… Έχω μια... φαρμακοποιός εκεί, φίλη, στην Αθήνα, και λέει: «Ήρθα στην Έλωνα και βαφτίσαμε ένα παιδί και ανέβηκα για λίγο» λέει «στον Κοσμά και κοιτάω να δω πού θα πασάρω το... στα παιδιά μου» λέει «το φαρμακείο, να πάω να ιδώ» λέει... «Θα κάτσω» λέει «10 μέρες να το ευχαριστηθώ». Της λέω: «Θα είναι χαρά μας. Και εγώ θα σε βρω».

Α.Κ.:

Για το πλυσταριό θα θέλατε να μας πείτε λίγα πράγματα; 

Γ.Σ.:

Ω… το πλυσταριό εφτιάξανε όλοι μαζί. Ήτανε οι άνθρωποι αυτοί που είχανε βάλει και 3 ημέρες υποχρεωτική εργασία χωρίς πληρωμή. Δεν πληρωνόταν κανείς. Επήγαιναν με τα ζώα τους και κουβάλαγανε τα πάντα. Όσο για τα υλικά των αυτά, τσιμέντα και τέτοια, όλα αυτά τα πλήρωσαν όλα οι Αμερικάνοι. Ήτανε συλλόγοι στην Αμερική, και από γυναίκες και από άντρες, και έκαναν πάρα πολλά. Όπως έχει κάνει ο δωρητής μας, που έχει όλα αυτά την περιουσία και στην Αθήνα και εδώ τα κτίριά του και όλα αυτά τα πράγματα.

Α.Κ.:

Μας είπατε ότι χάσατε τον άντρα σας σε μικρή ηλικία.

Γ.Σ.:

Ναι.

Α.Κ.:

Πόσο χρονών ήσασταν εσείς;

Γ.Σ.:

Εγώ ήμουνα 27. 

Α.Κ.:

Και είχατε παιδιά; 

Γ.Σ.:

Δύο αγόρια, τον Δημήτρη και τον Παναγιώτη.  

Α.Κ.:

Πώς διαμορφώθηκε μετά η ζωή σας;

Γ.Σ.:

Η ζωή μου μεταμορφώθηκε εδώ, που πήγαινα στο Γεράκι, γιατί οι γονείς μου, η μάνα μου ήταν από το Γεράκι και είχε σπίτι εκεί, και τα παιδιά μου τα πήγαινα στο σχολείο εκεί. Ο μικρός ήταν εδώ όταν σκοτώθηκε ο πατέρας του, ήταν 1,5 χρονών. Και θέλω να σου πω, επήγα εκεί. Όταν ήθελα να φύγω, ας πούμε, ετοίμασα το περιβάλλον μου εκεί πέρα, πήγα, όπως σου είπα, στον πεθερό μου και του είπα ότι θα φύγω κτλ., μου έδωσε την ευχή του, αυτό [00:55:00]ήθελα να σου πω σαν μεγαλύτερη, ότι τις ευχές απ' το γονέα αγόραζε και στο βουνό ανέβα. Μη σε πειράζει αν είναι παράξενος ο ηλικιωμένος, άσ' τονε, είπε καμία κουβέντα, μην το λαβαίνεις υπόψη σου, γιατί εσύ έχεις την δύναμη σαν νέος, και το λέω πολλές φορές και λέω και στους άντρες, παιδί μου, ποτέ δε θα μαλώσεις με γιο και με γαμπρό. Αυτό το πράγμα από διάφορα πράγματα, στις εμπειρίες της  ζωής μου, γιατί όσο κάθομαι και μαθαίνω και έχω περάσει. Όταν μαλώσουν οι άντρες, μπορεί να μη μιληθούν ποτέ, ενώ όταν μαλώσουν οι γυναίκες, πάλι τα βρίσκουν. Γιατί εμείς, μας παραφεύγουνε κιόλας μερικές κουβέντες, ας το παραδεχτούμε, και έχουμε και υποχρεώσεις και πολλά και στο κεφάλι μας και εμείς σαν γυναίκες,  και του άντρα το χατήρι να κάνουμε και των παιδιών και της μάνας και της πεθεράς και του πεθερού και όλα. Αλλά, όταν ο μικρός μου, ο μεσαίος, τώρα περιμένω τα δίδυμα εγγονάκια μου –δισεγγονάκια μου– όταν μου είπε ότι θα φύγει να πάει να ζήσει με την κοπέλα του –είναι μια πολύ καλή κοπέλα η εγγονή μου και όλες οι άλλες– του λέω, ήρθε επάνω, γιατί μου έχει ξεχωριστό σπίτι ο γιος μου και κάθομαι πάνω και η οικογένειά μου κάθεται κάτω, και του λέω: «Καμάρι μου, με την ευχή μου, αλλά ένα πράγμα θέλω από σένα, δε θα ξεχωρίσεις ποιος είναι ο πατέρας, ποια είναι η μάνα, ποια είναι η πεθερά, ποιος είναι ο πεθερός, ποιος είναι ο κουνιάδος, ποια είναι η κουνιάδα. Αυτά έληξαν, όλοι με την θέση τους. Θα σεβαστείς την μάνα σου, τον πατέρα σου, τον πεθερό σου, την πεθερά σου, διότι και η γυναίκα που έρχεται ή ο άντρας που έρχεται στο σπίτι σου θέλει και αυτός συμπαράσταση. Θέλει ζεστασιά, θέλει να καταλάβει ότι, δηλαδή, τον πονάει κι ο άλλος. Τα λέω τώρα ατομικά. Δε θα κάνετε εσείς οι νέοι, και αύριο των παιδιών σου έτσι θα τους πεις, για να εξακολουθεί να υπάρχει αυτή ή συγγένεια, αυτός ο πόνος. Γιατί μου παραπονέθηκε που ήμουνα στην Αθήνα προχθές, ένας που ήρθε για τις τέντες, ότι δεν ξέρει από πού κρατάει η γενιά του, γιατί δεν του το είπε κανείς. Και του λέω: «Έχεις δίκιο, Γιώργο. Έχεις δίκιο». Και εγώ προσπαθώ και όταν κουβεντιάζω και με άλλους και όταν κουβεντιάζω και με τα εγγόνια μου με τα όλα, έχω το θάρρος να τους πω το καθετί. Τα εγγόνια μου, δόξα Σοι ο Θεός, με εκτιμούν, τα παιδιά μου, οι νύφες μου, δεν είναι ανθρώποι που έχω δυσκολίες, αλλά θα κουβεντιάσω και εγώ, θα κάνω και εγώ τα δικά μου, γιατί παρακολουθώ πάντα και το διάβασμα και το ράδιο. Όχι την τηλεόραση όσο το ράδιο.

Α.Κ.:

Πώς κατάφερε μια γυναίκα στη δική σας ηλικία να τα φέρει πέρα με δύο μικρά παιδιά, τόσο νέα, με όλες αυτές τις δυσκολίες;

Γ.Σ.:

Αυτές, κοριτσάκι μου, οι δυσκολίες ήταν μεγάλες, πάρα πολύ μεγάλες. Πρώτα και κύρια, όταν έπιασα δουλειά, γιατί κάποιος μου συμπαραστάθηκε και έπιασα δουλειά στη σοκολατοποιία του... πες τις σοκολάτες... του Παυλίδη. Εκάθισα εκεί 1,5 χρόνο. Εκεί είχα μια γυναίκα που... Τότε δεν είχαν μηχανήματα, αυτά είναι ατομικά, δεν είχαν μηχανήματα και η μία εδίπλωνε τις σοκολάτες και η άλλη έβανε τις ετικέτες. Εγώ εδίπλωνα τις σοκολάτες και η... μια Σμυρνιά, αυτή ήτανε γεροντοκόρη, αλλά, μπορεί να την πείραζαν όλοι, εμένα με αγάπαγε, διότι εγώ δεν πειράζω άνθρωπο, δεν μ’ αρέσει, δε μ' αρέσει. Κοριτσάκι μου, δεν υποτιμώ κανέναν άνθρωπο, όχι, είναι άνθρωπος, είναι μαύρος, είναι κόκκινος, είναι κίτρινος, είναι, τι είναι, αυτό δε με ενδιαφέρει εμένα. Η φύση τον δημιούργησε, εγώ τον σέβομαι. Γιατί; Γιατί, όταν ήμουνα μικρή και αν μπορέσεις βρες το, «Η καλύβα του μπαρμπα-Θωμά». Αν θα διαβάσεις την «Καλύβα του μπαρμπα-[01:00:00]Θωμά», τελείωσαν οι εξαιρέσεις του χρώματος και των ανθρώπων. Και, αν καταλάβεις, ας πούμε, πώς φέρονται. Εγώ κλαίω. Κλαίω. Δεν είμαι τόσο ευαίσθητη, αλλά είμαι ταλαιπωρημένη. Γι’ αυτό πονάω και τον άλλο τον πόνεσα και ό,τι μπόρεσα πρόσφερα. Είχα το μέσον; Εμπόρεσα και βόηθησα ανθρώπους να πάνε για δουλειά, αυτό είναι καλοσύνη και πρέπει να την προσφέρεις. Όταν έχεις το μέσον, γιατί είναι καλό να δώσεις των αλλωνώνε μια εργασία να έχει και αυτός το ψωμί του. Εγώ έτσι έζησα, με αυτές τις γνώσεις, δεν ασχολήθηκα ούτε με γειτονιές, δεν μου έμεινε χρόνος, Αγγελική, καθόλου, διότι επήγαινα στη μια δουλειά, πήγαινα και στην άλλη. Και έβρισκα, ας πούμε, να εργαστώ και σε άλλα γραφεία; Θα πήγαινα και εκεί. Έβρισκα να καθαρίσω μια σκάλα; Θα πήγαινα να την καθαρίσω, δεν είναι ντροπής η δουλειά, όχι. Το να κλέβεις και να είσαι πρόστυχος και τέτοια πράγματα. Αυτά, βλάπτεις και τον εαυτό σου βλάπτεις και τον άλλο. Θα πεις, εσύ είσαι θεά; Πολέμησα, Αγγελική, πολέμησα και είπα: «Όχι, πρέπει να κρατηθώ, για να κοιτάω τα παιδιά μου στα μάτια». Δεν ήτανε μικρό πράγμα ένας άνθρωπος να αρχίσει από τόσο μικρή ηλικία να αναλάβει υποχρεώσεις μεγάλες, αλλά και τα παιδιά μου, όταν ήταν ώρα, και τα ορμήνευα, αλλά και τους έλεγα ότι, σκεφτείτε το, αν μου έφερναν μετά δυσκολίες, ας πούμε, και για την δουλειά ή για το τίποτα, τα μάζευα, γιατί εγώ είχα και πολλοί συγγενείς. Τα αδέρφια μου δεν τα άφησα εδώ, τα πήρα στην Αθήνα. Ό,τι μπόρεσα τους έκανα. Και τον αδερφό μου και τις αδερφες μου, δύο, τρεις, όλες, ό,τι μπόρεσα έκανα. Ήμουν ένας άνθρωπος που δεν ενδιαφερόμουν από τον άλλον ή να τον εκμεταλλευτώ, το έχω αυτό, είναι ελάττωμά μου, θέλεις βλακεία μου, θέλεις λάθος μου, όπως θες πάρ' το, αλλά συμπονώ τον άλλον, γιατί ξέρω πώς κουράζεται ο κάθε άνθρωπος και πώς κοιμάται και πώς ξυπνάει. Και εμπόρεσα και έκανα ως τώρα, δόξα Σοι ο Θεός. Αλλά τα παιδιά μου τα έβαλα να γίνουν άνθρωποι, με σέβονται, τα σέβομαι και θα κουβεντιάσω άνετα και θα τα κοιτάξω στα μάτια. Και ένα πράγμα θα σου πω ακόμα σαν μάνα, και θα μάθεις και τα παιδιά σου. Το είπα και σε μαθητή αυτό και έμεινε άναυδος. Όταν κουβεντιάζεις για μια δουλειά που σε αφορά, για το παιδί σου αύριο, που θέλεις να το τοποθετήσεις και τι θα κάνεις, άσε τον εαυτό σου, και τον εαυτό σου... θα τον κοιτάς στα μάτια. Τα μάτια είναι η ψυχή του ανθρώπου, εκεί θα ιδείς την εξυπνάδα, την καλοσύνη, την ψυχρότητα, όλα, δεν μπορεί να το κρύψει, είναι ο καθρέφτης της ψυχής τα μάτια. Δύο πράγματα είναι: Τα μάτια να κοιτάς για τη δουλειά σου σαν μάνα αύριο και σαν γυναίκα και με τον σύζυγό σου, να ζήσετε να γεράσετε μαζί και τακτοποιήσετε τα παιδιά σας και τον εαυτό σας, αλλά αυτά τα δύο... Όταν θα μπει γαμπρός, θα τον έχεις σαν γιο σου. Κι όταν μπει νύφη θα την έχεις σαν κόρη σου. Αυτά τα πράγματα τα λέω σαν γιαγιά. Δε θέλω να σου κάνω ούτε τον έξυπνο ούτε τον πολύξερο ούτε τίποτα. Μιλάω αυτή τη στιγμή άνετα, με αυτό που έχω στην ψυχή μου. Έχω και τις ιδιοτροπίες μου, έχω και τη θέλησή μου ή καμιά ώρα και τον θυμό μου, έχω... Α, δεν με ξεσυνερίζονται και τα παιδιά μου. «Ε» σου λέει «άσ' την τη μάνα κι ας λέει». Οι νύφες μου; Κι αυτές δεν κάθονται να σκάσουν. Και τι έγινε, τους λέω, και τι έγινε; Αυτά γίνονται μέσα στην οικογένεια. Θα πούμε, δε θέλεις αυτή την κουβέντα, ξινίλα μου πικρίλα μου! Έτσι είναι, Αγγελική. Και εσύ το ίδιο θα κάνεις και στους δικούς σου και στους μεν και στους δε. Γιατί; Γιατί αυτά τα πράγματα, αν δε θέλεις να γράφονται βγάλ' το, αυτά τα πράγματα είναι που έρχονται κάτι [01:05:00]ώρες στον ίδιο τον άνθρωπο και το μετανιώνει για τα πάντα. Γι’ αυτό, κοριτσάκι μου, τα λέω αυτά. Να είστε γεροί και ευτυχισμένοι. 

Α.Κ.:

Κυρία Γεωργία, τι θα συμβουλεύατε τα δισέγγονά σας που θα έρθουν στη ζωή;

Γ.Σ.:

Αχ, τα δισέγγονά μου; Τα δισέγγονά μου τα πιστεύω και τα περιμένω να τα ιδώ μετά από τόσους αγώνες, για να ιδώ και τα δισεγγονάκια μου, είμαι ευτυχισμένη και καλομοιραμένη για να είμαι και γιαγιά, αλλά να έχω και δισέγγονα. Τα εγγονάκια μου θα τους λέω διάφορα παραμύθια, όπως έλεγα και στα εγγόνια μου, που, όταν τους έλεγα τα παραμύθια, έλεγαν το ένα, έλεγαν το άλλο και εχαιρόμουνα. Ήθελα να τους πω παραμύθια, να τους πω ιστορία και τους έλεγα. Και αυτά, ο μεγάλος ο εγγονός είναι τόσο καλός, αλλά αυθόρμητος. Και: «Εγώ θα έκανα εκείνο, εγώ θα έκανα το άλλο. Ναι, ναι. Όταν θα ήταν η αλεπού που της έκοψε την ουρά ο σκύλος, θα τον σκότωνα εγώ τον σκύλο». Και τον λέω: «Δε θα τον σκότωνες, γιατί θα τον λυπόσουνα». Και τα λένε τώρα καμιά φορά και λέει: «Α ρε γιαγιά». Τους λέω: «Αν σας απασχολώ τώρα που έχετε τις ευθύνες με όλα αυτά τα μηχανήματα, συγγνώμη, παιδιά, αλλά εγώ θα ειπώ την κουβέντα μου».

Α.Κ.:

Σας ευχαριστούμε πολύ, κυρία Γεωργία!

Γ.Σ.:

Κι εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ και συγγνώμη αν πολυλόγησα και είπα και παραπανίσια, αλλά έτσι μου έφεξε η γνώση μου, έτσι το έκανα. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ και εύχομαι ο σύλλογός σας να πάει μπροστά. Είναι ευχής έργο και συγχαρητήρια και σε όποια κυρία είναι ανακατωμένη εκ μέρους μου, τα συγχαρητήριά μου που ακολουθεί αυτό το δρόμο του χθες, για να μείνει για αύριο.