© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ένας πειρατικός ραδιοφωνικός σταθμός σε χωριό της Τήνου τη δεκαετία του '70

Κωδικός Ιστορίας
10389
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Χαρίλαος Κουτσούρης (Χ.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
11/12/2021
Ερευνητής/τρια
Αλεξάνδρα Ανωγιαννάκη (Α.Α.)
Α.Α.:

[00:00:00]Καλησπέρα.

Χ.Κ.:

Καλησπέρα σου.

Α.Α.:

Θα μου πεις το όνομά σου;

Χ.Κ.:

Ποιο από όλα; Χάρης με φωνάζουν εδώ, στην Τήνο. Χαρίλαος είναι το κανονικό.

Α.Α.:

Χαρίλαος;

Χ.Κ.:

Το κανονικό μου. Χαρίλαος είναι. Χάρης είναι το... υποκοριστικό.

Α.Α.:

Το επώνυμό σου; 

Χ.Κ.:

Κουτσούρης. Με ήτα.

Α.Α.:

Ωραία. Είναι Κυριακή 12 Δεκεμβρίου του 2021, είμαι με το Χάρη Κουτσούρη στον Πύργο της Τήνου, εγώ είμαι η Αλεξάνδρα Ανωγιαννάκη και είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Χάρη, θες να μου πεις λίγα λόγια για σένα;

Χ.Κ.:

Ναι. Είμαι 58 χρονών. Κάτοικος, τώρα πλέον, της Τήνου. Πύργο, Τήνου. Όχι Τήνου. Απ’ το ‘12. Δουλεύω εδώ. Περνάω πολύ καλά. Αυτά. Τι να σου πω άλλο; Πες μου. Ρώτα με, να σου πω. 

Α.Α.:

Τι δουλειά κάνεις;

Χ.Κ.:

Γλύπτης είμαι. Τι δουλειά κάνω; Τι θα μπορούσα να κάνω εδώ; Λοιπόν, γλύπτης είμαι. Ήρθα εδώ το ‘71. Στον Πύργο της Τήνου. Σε μία σχολή, που είναι εδώ, όντως. Ακόμα υπάρχει και θα υπάρχει. Έκατσα τρία χρονάκια. Τελείωσα, πήρα μία υποτροφία, πήγα στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, Αθηνών. Έτσι; Ανωτάτη, να τα λέμε αυτά. Άλλα πέντε χρονάκια εκεί. Ταυτόχρονα, είχα δραστηριότητα, ήμουνα... είχα εργαστήριο. Έκανα πολλά γλυπτά και κάνω και τώρα. Πολλά, όμως, λέμε. Έτσι; Όχι… Άλλο.

Α.Α.:

Πού ήταν το εργαστήριο;

Χ.Κ.:

Στη Φιλοθέη Στο δρόμο, στον πεζόδρομο, για Ολυμπιακό Στάδιο. Αποστόλου Παύλου, οδός. Υπάρχει ακόμα. Το ‘χω. Εκεί, έχω ακόμα πολλά γλυπτάκια μισοτελειωμένα, ξέρω γω, τελειωμένα. Τα παράτησα όλα. Έριξα μαύρη πέτρα, που λένε, και ήρθα εδώ στο νησί, που ήθελα από τότε, που ήμουνα το ‘71 φοιτητής. Μου άρεσε πάρα πολύ. Για την ηρεμία, την ησυχία. Όλο αυτό. Την κουλτούρα που έχει. Μία αύρα βγάζει αυτό το χωριό, το νησί, ξέρω γω; Τώρα έχουν αλλάξει λίγο τα πράγματα, μετά από χρόνια. Γεμίσανε το χωριό μας καφετέριες, καφενεία, εστιατόρια, ξέρω γω, διάφορα περίεργα πράγματα. Κοντεύει να γίνει Μοναστηράκι, ρούχα, δακτυλιδάκια. Ενώ δεν ήταν έτσι. Εγώ θυμάμαι τότε, είχε ένα καφενείο, που έκλεινε 07:00 ή ώρα το απόγευμα. Οπότε είχε μια ηρεμία, μια... Αυτό μου άρεσε και για αυτό επέλεξα και πήρα σπίτι –γιατί πήγαινε καλά η δουλειά μου κάποτε– για να ‘ρθω εδώ. Αυτός ήταν ο σκοπός μου. Οπότε το έκανα αυτό. Λοιπόν, έχω και ένα εργαστήριο. Δουλεύω ακόμα. Όταν ήρθα εδώ, αν με ρωτάς... Με ρώτησες; Δεν με ρώτησες, θα σ' το... ναι, υπήρχε μία... τόση ηρεμία, δεν έπιανε –ούτε τώρα πιάνει– ραδιόφωνο, τίποτα. Με το ζόρι πιάνω και τηλεόραση. Και άμα υπάρχει καιρικές συνθήκες καλές, βλέπουμε και καμιά ταινία. Αλλιώς δεν θα τη δούμε πότε ολόκληρη. Φαντάσου εκείνα τα χρόνια, δεν υπήρχε τίποτα. Ερημιά. Νέκρα. Και αποφάσισα, γιατί ασχολούμαι ερασιτεχνικά και με ηλεκτρικά, ηλεκτρονικά και τέτοια, κι έκανα ένα ραδιοφωνικό σταθμό, τον οποίο, το ονόμασα «Άγνωστο Χ». Το «Άγνωστος Χ», με ξέραν όλοι, εν πάση περιπτώσει, όλες οι Κυκλάδες μέχρι τη Ραφήνα και λίγο βάλε παραπάνω. Και ακούγανε ο κόσμος τουλάχιστον μουσική. Προγράμματα, αφιερώσεις. Ωραία προγράμματα. Πάντρευα, χώριζα. Όλα αυτά. Εντάξει, ναι. Κάθε Σάββατο, είχα και ζωντανή μουσική. Έφερνα, ναι, έφερνα εδώ, ήτανε 5-6 άτομα, που ο ένας έπαιζε βιολί, ο άλλος, ξέρω γω, μπουζούκι, τέτοια, και κάναμε και ζωντανή εκπομπή, κάνα δυο ώρες, κάθε Σάββατο. Αυτά ήταν επί Χούντας. Όταν έγινε το Πολυτεχνείο, εννοείται ότι έβαζα τα τραγούδια της εποχής, όλα τα αντάρτικα, όλα αυτά. Φιλοξένησα πολλά παιδιά από το Πολυτεχνείο. Ναι. Βρήκαν εδώ καταφύγιο Ευτυχώς, οι κάτοικοι, οι Τηνιακοί και όχι μόνο, το αγαπήσαν όλο αυτό το πράγμα, ακούγαν τη μουσική τους, αυτά που θέλανε, τις αφιερώσεις τους. Δεν σου κρύβω, ξεκίνησα, είχα δύο κασέτες και πέντε δίσκους. Και μετά από δύο χρόνια, κατέληξα να έχω γύρω στους 2.000 και δίσκους, από δώρα, και κασέτες αμέτρητες, δεν θυμάμαι. Εκείνη την εποχή, δεν είχαμε cd και τέτοια, έτσι; Κασετούλα και δισκάκια μικρά. Πιο πολλά ήταν τα μικρά, ας πούμε, μετά και οι μεγάλοι. Αυτά περί σταθμό. Α, ο σταθμός μου, ο «Άγνωστος Χ» –υπήρχαν κι άλλοι, ας πούμε, τώρα δεν μπορώ να πω ονόματα, εντάξει– ήταν απ’ τους δυνατούς τότες της εποχής. Ξέρεις, αυτή... ο ενθουσιασμός σε κάνει να κάνεις... να μεγαλώνεις τα πράγματα, ας πούμε. Ξεκίνησα με κάτι, δυο τρεις λαμπούλες –λάμπες ήταν οι σταθμοί– στα μεσαία κύματα, έτσι; Δεν υπήρχε FM εκείνη την εποχή. Μεγάλωσα. Έφτασα μέχρι 9 λαμπούλες. Αν θυμάμαι, 807 το νούμερό τους. Όλο το χωριό είχε –δεν το ήξερα κιόλας– ραδιενέργεια. Ανάβανε καμένες λάμπες φθορίου, κατσαβίδια ηλεκτρικά, τέτοια. Τουλάχιστον στο χωριό, ανάβαν όλα. Σπίτι μου, όλα. Δηλαδή, δεν είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα, φωτιστικό. Μάζευα καμένες λάμπες φθορίου, τις αμόλαγα δεξιά αριστερά κι ήτανε... ανάβανε μόνες τους. Λοιπόν, τι άλλο με ρωτάς; Nαι, τώρα το θυμήθηκα. Όπως είπα, δεν υπήρχε τίποτα, μπαράκι, καφενείο, τέτοια. Οπότε όλα τα παιδιά του χωριού, που τώρα είναι μεγάλα, είναι στην ηλικία μου, και της σχολής ήτανε στο σπίτι μου. Εκεί ήταν. Εκεί ακούγαμε μουσική, εκεί κάναμε κάνα μεζέ, εκεί κάναμε... όλα, συνάξεις και όλα αυτά. Και σε πληροφορώ ότι ήταν 24 ώρες, λειτουργούσε ο σταθμός. Άλλος πήγαινε για ύπνο, άλλος έβαζε κασέτες, δίσκους, αφιερώσεις, όλα αυτά. Με όλα τα περιστατικά, έτσι; Να σου πω κι ένα περιστατικό; Μία δόση, ήρθε ένας –12:00 η ώρα– ένας τύπος με μια σανίδα. Μπαμ μπουμ. «Ποιος είναι ο Χάρης;» Λέω: «Εγώ, ναι». Να σπάσει το σταθμό. Γιατί έμαθε από το σταθμό μου ότι η γυναίκα του τον κεράτωνε. Ναι, αλλά ταυτόχρονα, έκανε αφιέρωση αυτός, στη δικιά του, ας πούμε. Είχαμε και τέτοια, ας πούμε, ψιλογεγονότα. Τελικά, έγινε φίλος, ας πούμε, και έκανε αφιέρωση… Η γυναίκα του έκανε αφιέρωση στον άλλον, αυτός έκανε στην άλλη. Μια χαρά. Ωραία. Λοιπόν.

Α.Α.:

Θέλω να πάμε λίγο στην αρχή. Και να μου πεις λίγα πράγματα περισσότερα για τη σχολή εδώ. Όταν έφτασες για πρώτη φορά. 

Χ.Κ.:

Α, κάτσε, ναι. Άντε, βάλε να γράφει.

Α.Α.:

Γράφει. 

Χ.Κ.:

Ωραία. Όταν έφυγα από την Αθήνα, τσακώθηκα. Ήμουνα μηχανικός στα κότερα και σε αυτοκίνητα και τέτοια. Έχω τελειώσει και μια νυχτερινή σχολή, εργοδηγός. 4 χρόνια. Ταυτόχρονα, είχα και το ταλέντο του καλλιτέχνη. Και ευτυχώς τσακώθηκα με το αφεντικό μου για μικρολεπτομέρειες. Βρήκα την ευκαιρία και έφυγα. Πού να πάω τώρα; Πάω σπίτι μου. Επειδής το αφεντικό μου ήταν και ξάδελφος του πατέρα μου, τα άκουσα και από τον πατέρα μου. Τσακώθηκα και με αυτόνα. Οπότε πήρα τα 250 χιλιάρικα τότες –τίποτα– πού να πάω; Είχα ακούσει για αυτή τη σχολή. Η μόνη ευκαιρία μου ήταν αυτή. Να 'ρθω στο… Πού να πάω, να σπουδάσω αλλού; Μπαίνω σε ένα καράβι που το λέγανε «Ναϊάς». Λοιπόν, αυτό το καράβι –και κάτι Μεγαλόχαρη, κάτι τέτοια– δεν παίρνει αυτοκίνητα, τέτοια, ήτανε με πλαϊνή σκάλα κατεβαίναμε. Επιβατικά. Μόνο. Ναι. Παλιοκάραβα. Τέλος πάντων. Και κατεβαίνω στο λιμάνι... μιλάμε για ερημιές τώρα και τέτοια. Παίρνω ένα λεωφορείο, εν πάση περιπτώσει, μετά από ταλαιπωρία –από αυτά, που έχει και μία μούρη μπροστά– και πάμε για τον Πύργο, που είχα ακούσει, που είναι η σχολή. Λοιπόν, η διαδρομή ήταν τόσο τρομακτική. Δεν υπήρχε δρόμος τότες. Ήτανε μονόδρομος. Περνούσε από κάτι χωριά, κάτι χαράδρες. Και αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν τα κοράκια. Μαύρη μαυρίλα, να πούμε. Ναι. Θυμήθηκα εκείνα τα άσματα: «Μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά» που τα άκουγα. Λέω, αμάν, πού πάω τώρα; Τέλος πάντων, καταλήγει στο χωριό. Ο μόνος επιβάτης ήμουνα εγώ, ας [00:10:00]πούμε, στον Πύργο, μπροστά σε μία πλατεία, που υπάρχει ακόμα, στη στάση. Ρωτάω: «Που είναι εδώ;». Μου είπανε, ο οδηγός δηλαδή –δεν υπήρχε άνθρωπος, άνθρωπος δεν υπήρχε– ότι: «Θα μπεις από αυτό το δρόμο και θα πας, θα βρεις έναν πλάτανο». Ήτανε γύρω στις 2 η ώρα, το μεσημέρι, όταν έφτασα εδώ; Είμαι μόνος μου, ένας πλάτανος, δυο τραπεζάκια και δεν υπάρχει ψυχή, άνθρωπος. Δεν ξέρω πού να κοιμηθώ, πού να φάω. Τίποτα. Μιλάμε για νέκρα. Και εκεί που καθόμουνα, ας πούμε, περνάει μια κυρία, μεγάλη, και μου λέει: «Τι κάνεις εδώ, παλικάρι;» ξέρω γω, με τη γλώσσα την τηνιακιά, πώς μου το 'πε, δεν θυμάμαι τώρα. Λέω: «Μαθητής. Για τη σχολή ήρθα» αλλά ήρθα ένα μήνα πιο μπροστά εγώ. Μου λέει: «Ακόμα δεν αρχίσαν οι εγγραφές» τέτοια. Λέω: «Πού να πάω;» και τέτοια. Μου λέει: «Πού θα μείνεις;». Ούτε ξενοδοχείο, ούτε φαγητό. Τίποτα, ε; Να μη σ' τα πολυλογώ, μου λέει: «Εδώ, μία κυρία Σταμάτα, που έχει ένα σπίτι άδειο». Με πάει η γυναίκα –καλή η ώρα της, ακόμα είναι ζωντανή, τη βλέπω– στην κυρία Σταμάτα. Τώρα είναι μεγάλη γυναίκα, τότες ήταν νεαρή. Όπως και εγώ ήμουνα νεαρός και τώρα μεγάλωσα. Μου δίνει ένα σπίτι. Ευτυχώς, είχε ξύλινο πάτωμα, ας πούμε. Ναι. Γιατί δεν είχε κρεβάτι. Δεν είχε τίποτα. Δεν είχε ούτε μπρίκι, τίποτα, ας πούμε. Τέλος πάντων. Και έμεινα εκεί νηστικός. Λέω: «Μία μέρα, αντέχω σε αυτά». Τέλος πάντων. Ξημερώνει. Άκουσα, ας πούμε, ότι υπάρχει και μία παραλία, ο Πάνορμος. Ξέρω ΄γω, που να ξέρω εγώ; Το χωριό μας είναι ορεινό. Και πώς κατεβαίνω την κατηφόρα έτσι –και να που λέει τώρα ο ποιητής παλιός: «Μάθε τέχνη κι άστηνε κι αν πεινάσεις πιάστηνε»– βλέπω έναν πενηντάρη, ας πούμε –τότες ηλικιωμένοι ήταν αυτοί– που είχε ένα τρίκυκλο μηχανάκι, Zundapp μάρκα, ο οποίος έβριζε, το χτυπούσε εκεί, δεν έπαιρνε μπροστά. Αυτά εγώ τα ΄χα… πώς να σου πω… Λέω: «Καλημέρα». «Τι καλημέρα» γρουσούζης, ούτε καλημέρα δεν είπε. Λέω: «Έχεις κάνα κατσαβίδι, ρε άνθρωπε;» Μου λέει… έβριζε εκεί, έκανε. Τέλος πάντων. Του το φτιάχνω, εκεί. Δεν είχε τίποτα, κάτι. Τώρα, τι να σου πω; Ηλεκτρονικά για μηχανάκια; Πλατίνες και τέτοια, τα φτιάχνω. Το βάζω μπροστά, του το ρυθμίζω κιόλας. Γιατί αυτοί οι γέροι –τότες δεν είχε αυτοκίνητα, είχε κάτι τρίκυκλα, ας πούμε, ναι– πηγαίνανε με πρώτη ταχύτητα και μπουκώνανε, τα χαλάγανε. Δεν ξέρανε. Φοβόντουσαν. Πηγαίνανε έτσι… μη σ' τα πω και κάνω και παράσταση το αθόρυβο. Τον βάζω δίπλα στο κάθισμα, γιατί είχανε και κάθισμα διπλό, το τρίκυκλο, και πάμε στον Πάνορμο. Εκεί, με πάει… Το μοναδικό καφενείο ήταν ένας μπάρμπα-Σταμάτης, ας πούμε. Τώρα, εσύ που ξέρεις, δεν υπήρχε ο μόλος, ο καινούργιος. Σταμάταγε στον παλιό. Τον πρώτο. Εκεί, μετά από εκεί ήταν βουνό, βράχια. Δεν υπήρχε τίποτα. Δεν πήγαινε στο Ρόχαρη, ας πούμε. Τέλος. Και ήταν ένα καφενείο εκεί. Και μία ταβέρνα, πιο μπροστά. Με πήγε στο καφενείο αυτό, «Ο μπαρμπα-Σταμάτης», και ενθουσιάστηκε ο –σε παρένθεση– παππούς, ενώ ήταν πενηντάρης. Εγώ είμαι 68 και είμαι νέος. Αυτός ήταν γέρος τότες. Και μετά έμαθα ότι ήτανε και καλός μάστορας, καλλιτέχνης. βυζαντινά και τέτοια. Μαρμαροτεχνίτης. Ναι. Και με κερνάει ένα... το πρώτο τσίπουρο της ζωής μου, που ήπια. Ναι, αλλά τότες ο μπρμπα-Σταμάτης έβαζε και ένα πιατάκι με καμιά εικοσαριά στραγάλια άσπρα. Η πείνα που ‘χα… Έφαγα τα στραγάλια, ας πούμε. Το τσίπουρο ήταν ένα δηλητήριο. Τώρα, το πίνω και είναι νέκταρ. Τότες, πρώτη φορά στη ζωή μου, μιλάμε για δηλητήριο. Δε... Λέω, τι είναι αυτό; Πετρέλαιο; Τι πίνω; Βενζίνα; Τέλος πάντων, το 'πια, αλλά παρήγγειλα άλλο ένα, για να φάω τα στραγάλια. Για να τη βγάλω. Αυτό το γεγονός, όμως –χωριά, τέτοια– ακούγεται γρήγορα. Δηλαδή, την άλλη μέρα, άρχισα να φτιάχνω τρανζίστορ που δεν δουλεύανε –τηλεόραση δεν είχε ακόμα–, ναι, ραδιοφωνάκια, σίδερα, σόμπες. Και μέσα σε τρεις μέρες έκανα σπίτι, κρεβάτι, μαξιλάρια, σεντόνια καθαρά, φαγητό, τέτοια. Μιλάμε, εξοπλίστηκα. Φαγητό. Ναι, αλλά δούλευα όλη την ημέρα, δεν είχε ανοίξει ακόμα η σχολή, εγώ έκανα τέτοιες δουλειές, ας πούμε, όλες. Γέροι, γριές της εποχής εκείνης, όλοι είχανε κάτι. Δηλαδή, είχες τώρα, ας πούμε, τον γιο σου ναυτικό, σου ‘στελνε ένα τρανζίστορ. Εδώ με την υγρασία και την τέτοια κολλάγανε οι μπαταρίες… Τα ‘φτιαχνα. Με το που δούλευε, μου ‘δινε ένα πιάτο φαγητό, ας πούμε, 10 αυγά, ξέρω ΄γω, ο Χάρης. Και με βαφτίσανε Χάρη. Χαρίλαος ήρθα. Και έτσι βγήκε ο Χάρης, ας πούμε. Ήτανε και τεμπέληδες οι Τηνιακοί, σου λέει, τι Χαρίλαος… βγάλ' τον Χάρη τώρα, να τελειώνουμε. Και έμεινα Χάρης.

Χ.Κ.:

Τι άλλο να σου πω; Μετά έκανα το σταθμό. Α, να σου πω, έκανα και βλακείες σαν παιδί. Παιδί τώρα, ήμουνα πόσο; 22-1; Κάπου εκεί. Τότες οι ηλικίες αυτές, ήμουνα... παιδιά, έτσι; Αθηναίος. Τώρα να το πω αυτό; Να το πω. Ήτανε μπροστά, το μοναδικό καφενείο είχε μία τηλεόραση, η οποία… τότες νόμιζαν ότι είχαν κάτι το, ξέρω ‘γω, το εξαιρετικό, ρε παιδί μου. Τη θυμάμαι, ήταν υπερυψωμένη και είχε πορτάκια, τζαμάκια. Την κλείνανε, μην ακουμπάει κανένας τίποτα. Είναι, ξέρεις, κάτι πανάκριβο, ξέρω 'γω. Η μοναδική τηλεόραση. Και κάπου κάπου έβαζε κανένα ποδόσφαιρο, ξέρω 'γω; Και μαζευόντουσαν όλοι αυτοί οι σε παρένθεση παππούδες, πενηντάρηδες, σαραντάρηδες, τέτοια, οι οποίοι βλέπαν εκεί πράμα, την τηλεόραση, ρε παιδί μου. Όχι πάνω από 5-6 άτομα. Δεν χωρούσε και παραπάνω το καφενείο. Ο μεγάλος καφενές, αυτός. Αλλά ήτανε κάπως. Και εγώ, επειδής ήμουνα μαμούνι και, ξέρεις, φτιάχνω διάφορα τέτοια, είχα φτιάξει ένα μικρό πομπάκι. Πομπό. Ναι. Ο όποιος, τι έκανε αυτός; Βούλωνε όλες τις τηλεοράσεις. Μαύρη μαυρίλα πλάκωσε, να πούμε. Εντάξει, τώρα το που το σκέφτομαι, είναι λίγο βλακεία. Αλλά το ‘κανα. Πήγαινα απ’ έξω, αυτοί ήταν γυρισμένη τη πλάτη, και έκανα εγώ τα τέτοια μου, με άλλους φίλους, παιδιά από δω. Και Τηνιακοί, δηλαδή. Οπότε έβαζε την καρέκλα ο συγχωρεμένος ο μαγαζάτορας, ανέβαινε, ξεκλείδωνε το ντουλαπάκι, να ανοίξει το τζάμι. Τι να φτιάξει δηλαδή; Μόλις το άνοιγα εγώ, δούλευε. Έκανα και αυτές τις βλακείες, ας πούμε. Σαν παιδί. Σε παρένθεση και αυτό βάλ' το. Σε εισαγωγικά, ξέρω ΄γω. Κατά τα άλλα, δεν με ήμουνα παιδί όμως. Έτσι; Με τα κορίτσια ήμουνα εντάξει. Με τις τηλεοράσεις ήμουνα… Αυτά, ρε κορίτσι μου. Τι να σου πω άλλο; 

Α.Α.:

Και όταν άρχισε η σχολή και πήγες για πρώτη φορά εκεί; 

Χ.Κ.:

Α, ναι. Α, ναι. Η σχολή καμία σχέση με αυτό που είσαι ‘συ μαθήτρια. Μπορώ να το πω αυτό, έτσι; Η σχολή ήταν μαζεμένη πάνω εκεί, στο βουνό. Δεν υπήρχε δρόμος, δεν υπήρχε τίποτα. Δηλαδή, για να πάρεις ένα μάρμαρο υπήρχε, τότες το λέγαμε γαϊδούρα. Είναι το μονοπάτι δίπλα απ’ το νεκροταφείο, είναι δύο ξύλα, σαν έλκηθρο. Το φόρτωνες το μάρμαρο πάνω και τα παιδιά της σχολής, καμιά δεκαριά, το τραβάμε με ένα σκηνή, τα σκαλάκια, να πούμε, να πάμε εκεί πάνω. Ταλαιπωρία. Δηλαδή, ένα μαρμαράκι τόσο, μια μέρα, να πάμε το μάρμαρο πάνω. Λοιπόν, το μαρμαράδικο ήταν μία παράγκα. Είναι, τώρα, η θέση που κάνετε τα σχέδια και τα τέτοια, ξέρω ‘γω, τα αρχιτεκτονικά. Μες στη λάσπη, μες στο τέτοιο, κεραμίδια έτοιμα να πέσουνε. Η σχολή μέσα, το κυρίως κτίριο, έσταζε παντού. Εννοείται θέρμανση… α, δεν θυμάμαι εγώ θέρμανση πουθενά, α, έλα ντε; Ναι, ένα τέτοιο. Αναρωτιέμαι, δηλαδή, πώς την έβγαλα εγώ εδώ τρία χρόνια και. Δεν υπήρχε θέρμανση. Δεν είχαμε ψυγείο, που έχετε εσείς όλα αυτά τα κομφόρ. Όλο. Τίποτα. Εγώ, θυμάμαι, είχα ένα καμινέτο οινοπνεύματος για τον καφέ. Μετά πήρα ένα πετρογκάζ, γιατί μαγείρευα για τα παιδιά της σχολής. Αυτά. Τίποτα. Ταλαιπωρία. Αλλά δεν μου ‘μεινε κακή εικόνα. Τι ζεστασιά και τέτοια… υγρασία, στάζανε… Έμπαινες στο κρεβάτι μέσα και ήταν όλα μούσκεμα. Δηλαδή, λες και τα έχεις πλύνει, ας πούμε. Τώρα, εντάξει, αν δεν είχες σύντροφο/συντρόφισσα δεν την έβγαζες. Ξέρεις, λίγο πόδι από δω, λίγο από κει, μπας και βγει τίποτα… Αυτά τα γράφουμε; Λοιπόν, να λέμε αλήθειες. Τι; Πώς θα γίνει; Θες να σου πω και τα μακάβρια; Άντε να κάνεις μπάνιο τώρα. Με τι θα κάνεις μπάνιο; Με το μπρίκι; Να ζεσταίνεις το μπρίκι και να [00:20:00]σου ρίχνει η άλλη στο κεφάλι να λουστείς; Τέλος πάντων. Με 20 μπρίκια την έβγαζες. Αυτά. Ταλαιπωρία. Μαύρη μαυρίλα πλάκωσε. Αλλά εμένα μου άρεσε, γιατί ήρθα από Αθήνα, μαθημένος αλλιώς. Και το επέλεξα. Και ήταν τα καλύτερά μου χρόνια, πώς να σου πω. Δεν βαριέσαι, και τα μπρίκια και τα τέτοια. Όλα μια χαρά ήταν. Άλλο. Αφού με ρωτάς, πες μου, τι να σου πω.

Α.Α.:

Τι μαθήματα κάνατε στη σχολή τότε;

Χ.Κ.:

Ό,τι κάνετε και εσείς.

Α.Α.:

Δηλαδή;

Χ.Κ.:

Δηλαδή γλυπτική, ζωγραφική, αρχιτεκτονική. Είχαμε μια καθηγήτρια εκεί για θεωρητικά. Του γυμνασίου δηλαδή, μη νομίζεις… Αυτά. Τι άλλο; Τίποτα. Εγώ δεν πήγα ποτέ στα θεωρητικά. Εγώ πήγα μόνο στα καλλιτεχνικά και βγήκα πρώτος.

Α.Α.:

Βγήκες πρώτος, δηλαδή;

Χ.Κ.:

Πρώτος, εννοείται. Πώς θα πάω στην Καλών Τεχνών; Α, υπόψιν, δεν είναι σαν και εσάς σήμερα, που κάθε χρόνο βάζουν ένα δύο και στέλνουνε. Την εποχή εκείνη, αν δεν ήσουνα κάτι, δεν σε στέλνανε στην Καλών Τεχνών. Δηλαδή, πριν από μένα, ήταν τέσσερα χρόνια πάει, ο προηγούμενος. Όχι με το ζόρι. «Πρέπει να στείλουμε δύο άτομα, τρία». Όχι. Για αυτό έγινε λίγο… Δεν μου αρέσει αυτό. Ή είσαι ή δεν είσαι. Αφού έχω δει παιδιά –που είναι και φίλοι μου εδώ κι έχουμε φάει– αλλά δεν κάνεις, ρε φίλε. Πώς θα γίνει, να πούμε; Κάνε κάτι άλλο. Με το ζόρι θα σε κάνουμε και καλλιτέχνη; Τέλος πάντων. Συμβαίνουν και αυτά. Αλλάζουν οι καιροί. Εκείνη την εποχή δεν πήγαινε κανένας. Είχαμε ένα… τον Μανιατάκο. Καλός δάσκαλος και τέτοια, όλα αυτά και αυστηρός. «Δεν κάνεις, ρε φίλε, να πούμε». Αν έκανες, όμως, έβλεπε ότι έχεις ταλέντο… Θα σου πω το δικό μου παράδειγμα. Εγώ δεν πήγα ποτέ στη φιλόλογο, ας πούμε. Τι να πάω να κάνω; Τα ίδια και τα ίδια, ας πούμε, 100 χρόνια; Της επέβαλε ότι ναι: «Ο Χάρης πρέπει να πάει στη Καλών Τεχνών». «Ρίχ' του το άριστα και τελειώνουμε τώρα. Τι; Θα παίζουμε, να πούμε; Για γλύπτης πάει. Δεν πάει να γίνει φιλόλογος». Κατάλαβες; Ενώ εδώ, μπορεί, ας πούμε… δεν ξέρω τι γίνεται, δεν… Τι άλλο με ρώτησες και δεν απάντησα;

Α.Α.:

Μου είπες ότι μαζευόσασταν όλοι στο σπίτι. 

Χ.Κ.:

Α, ναι. Όλα παιδιά της σχολής, δηλαδή βάλε 30 παιδιά και καμιά 5-6 από –γιατί δεν με χωνεύανε κι όλα– τα παιδιά, τα ντόπια – μετά γίναν κολλητοί μου φίλοι, όταν μεγαλώσανε, γιατί ερχόντουσαν οι ξαδέρφες, οι αδερφές τους, οι τέτοιες, και λέγανε: «Όλοι στο Χάρη πάνε; Τι είναι αυτός;». Εντάξει. Μόνο που δεν με δείρανε, αλλά δεν… Είχα ανακαλύψει και έκανα, ρε παιδί μου, κάναμε ένα φαγητό. Ενώ τρώγαμε. Είχε ένα συσσίτιο, μια πολύ καλή μαγείρισσα, εκεί. Αλλά τα παιδιά πεινάνε. Πώς θα γίνει; Και είχα ανακαλύψει να κάνω το χαλβά τον πολιτικό. Αυτό. Σιμιγδάλι. Έπαιρνα δυο… αυτό, έβαζα μια καζάνα χαλβά. Όχι της πλάκας. Πολίτικο. Και κουκουνάρια και σταφίδες και… Και να σου πω ένα περιστατικό. Υπήρχε ένα μπακάλικο, κάπου εδώ, στο χωριό, δεν θέλω να σου πω όνομα. Πάω μία δόση – φίλοι όλοι αυτοί, οι φουρνιάροι… Α, το χωριό είχε τρεις φούρνους, υπόψιν, τρεις φούρνους. Και καμιά 8 μπακάλικα; Ναι. Είχε ένα ράφτη, είχε έναν κουρέα. Ήταν μία μικρή πόλη, ας πούμε. Ναι. Πάμε πάλι πίσω, με το χαλβά, το σιμιγδάλι, γιατί είναι... έχει φάση. Παίρνω, που λες, τα σιμιγδάλια. Τα φτιάχνω εκεί, κατσαρόλες. Λοιπόν, είχα ανακαλύψει, όταν ρίξεις και λίγο νερό παραπάνω, φουσκώνει αυτό. Και γίνεται πιο πολύ, γιατί είχαν μαζευτεί πολλοί, ας πούμε. Πού να τους ταΐσω. Εντωμεταξύ, απ’ ό,τι σου ‘πα, απόκτησα πιατάκια, κουταλάκια, ποτήρια, τέτοια. Μιλάμε για πολύ πράμα. Και κάποια δόση, εκεί που ήταν τα παιδιά –κανελίτσες, ξέρεις, όλα αυτά– λέω, θα τα φάμε σε στυλ –γιατί δεν έχει πολλά πιατάκια τώρα– σε ποτήρι, μέσα, ας πούμε. Τους έβαλα στο ποτήρι, το γυάλινο, το νεροπότηρο, κουταλάκι, κανελίτσα, όλα κανονικά. Κάποια δόση, όταν ήρθε η σειρά μου, βλέπω κάτι περίεργο πράγμα, στο σιμιγδάλι μέσα. Όπως ήταν το γυαλί –γιατί, αν τρώγαμε στο πιατάκι, δεν θα παίρναμε είδηση– κάτι έτσι, ελικοειδή, ας πούμε, είχαν και λίγο μαύρο στην άκρη, μερικά, αν δεν είχαν κοπεί. Ήτανε σκουλήκια, τα οποία είχαν πρηστεί από το νερό και είχανε γίνει φίδια. Τρώγανε τα παιδιά. Μόλις το ανακάλυψα, λέω: «Επ, στοπ!» λέω «έτσι και έτσι ρε». Το είχανε φάει. Τέλος πάντων. Και πάω στην κυρία μπακάλισσα, που ήταν και φίλη μου, λέω: «Ρε συ, μας έδωσες χαλασμένο σιμιγδάλι;» «Α» λέει «αυτό δεν είναι τίποτα. Αυτό είναι από το σιμιγδάλι, δεν είναι κακό, μπορεί να το φάτε». Τέτοια πράγματα, για να καταλάβεις, εκείνη την εποχή. «Φάτε φίδια, φάτε κατσαρίδες, δεν είναι τίποτα. Άμα βγει μέσα από το φασόλι, από τη φακή δεν είναι κακό, τρώγεται». Λοιπόν, αυτά τα περίεργα. Τι άλλο με ρώτησες;

Α.Α.:

Τι άλλο κάνατε.

Χ.Κ.:

Τι να κάναμε;

Α.Α.:

Εκτός σχολής.

Χ.Κ.:

Στη σχολή ήμασταν πάρα πολύ. Εγώ δούλευα… Παρόλα αυτά που έκανα –σταθμοί, όλα αυτά, παιδιά και τέτοια– έκανα τουλάχιστον τρεις εκθέσεις το χρόνο, ζωγραφικής. Σε καλές γκαλερί, Αθήνα. Και μάλιστα... α, ταυτόχρονα η Πινακοθήκη μού αγόρασε, από μία γκαλερί, δύο πίνακες. Η Εθνική Πινακοθήκη. Το 'παιζα ζωγράφος τότες. Δεν είχα ακόμα γίνει γλύπτης. Δεν ήξερα τι μου γίνεται. Εδώ ανακάλυψα τι είναι πηλός, τι είναι… Εγώ ήρθα για ζωγράφος, αλλά κατέληξα γλύπτης. Ζωγραφίζω ακόμα, αλλά εντάξει. Λοιπόν, και σε μια καλή περίπτωση –έχω πάρει βραβεία, έχω πάρει τέτοια από εκθέσεις ζωγραφικής– είναι μία Ιταλίδα, η οποία θέλει να κάνει μέσω γκαλερί, ας πούμε, μια συνεργασία, να της κάνω 60 πίνακες το μήνα, τοπία τηνιακά, τέτοια. Λέω, τι είναι αυτά, σιγά τα λάχανα. Η συμφωνία ήταν να μου στέλνει… Το μεταφορικό μέσο τότες ήταν κάτι τρίκυκλες μηχανές. Δεν είχε φορτηγά. Τρίκυκλη μηχανή, που είχε πίσω καλάθι και φόρτωνε, πήγαινε και ερχότανε. Ο οποίος, είχαμε έναν τύπο, αυτά που πήγαινε τα έργα, εκεί, μου έστελνε… συνεργασία. Θα μου ‘στελνε αυτή τα τελάρα, ένα μέγεθος, αν θυμάμαι, 70 επί 50, κάτι τέτοιο, και εγώ τα τοπία, τηνιακά, ας πούμε, κυκλαδίτικα και τέτοια. Να σου πω την αλήθεια, στην αρχή, πήγαινα και έκανα εκεί. Μετά έγινε κατ’ οίκον οι εικόνες. Μετά ό,τι φανταζόμουνα, ας πούμε, τηνιακά, ό,τι θες, αυτά. Όλα εντάξει. Για ένα χρόνο. Ένα χιλιάρικο τον πίνακα. Κάτσε να δεις, 60 χιλιάρικα, το μήνα. Το Volkswagen, ο σκαραβαίος, έκανε 80. Καινούργιος, για να καταλάβεις, εκείνη την εποχή. Οπότε σε ένα χρόνο πήρα ένα Volkswagen, εδώ, κίτρινο κιόλας. Εντωμεταξύ, στην αρχή είχα, ξέρεις, το... ζωηράδα. Μετά άρχισε να πέφτει, ας πούμε. Και, τι ήταν; Τελευταίες δέκα μέρες, έπρεπε να καλύψω, ας πούμε, από τους 60, να καλύψω τους 40. Και χάλασε η συνταγή, δηλαδή. Όχι ότι μου είπε η κυρία ότι… αυτή τα ‘θελε. Εγώ δεν… Τελείωσε. Έγινε και καλοκαιράκι τώρα. Πήρα και το Volkswagen, κίτρινο, καναρίνι. Είχε και σκεπή, άνοιγε. Κάτσε ρε, φοιτητής τώρα, μια χαρά.

Α.Α.:

Αυτό πότε έγινε; Ενώ ήσουνα εδώ και σπούδαζες;

Χ.Κ.:

Εδώ, πάντα εδώ. Όλα εδώ. Πριν τελειώσω. Αυτό έγινε το ‘73. Όταν έγινε το Πολυτεχνείο; Ναι, εκεί. Μετά. Μη νομίζεις, εντάξει, και Πολυτεχνείο και τέτοια, οι γκαλερί δουλεύανε. Και εγώ πήγαινα σε γκαλερί που ήτανε και… τις κυνηγάγανε, τότε. Και έκανα κάτι έργα, που ήταν αντιστασιακά. Ναι. Για το καθεστώς. Πολλά έχω κάνει. Δύο από αυτά είναι στη Πινακοθήκη. 

Α.Α.:

Τα έχεις ονομάσει;

Χ.Κ.:

Θα σε γελάσω τώρα. Έβαζα κάτι τίτλους, αλλά αυτά είναι της στιγμής, ας πούμε. Όταν θα έρθεις σπίτι, θα σου δείξω. Και τα έργα και τους τίτλους και όλα αυτά. Τώρα τι; Εδώ που είμαστε, δεν θυμάμαι. Τέλος πάντων. Νομίζω ότι, έκανα κάτι πράγματα κι εγώ. Λίγο, ας πούμε, βοήθησα το… 

Χ.Κ.:

Δεν σου είπα το αυτό. Φεύγω από δω, που λες, με την υποτροφία, που πήρα και πάω στην Καλών Τεχνών. Είχε να πατήσει εκεί, τουλάχιστον πέντε χρόνια… Οι φοιτητές της Καλών Τεχνών, αν δεν κάνουνε 2-3 χρόνια φροντιστήριο, δεν περνάει κανένας. Έτσι; [00:30:00]Γιατί θέλει προεργασία. Δεν ξέρω, το κύκλωμα, τι είναι αυτό. Οπότε όταν εμφανίζεται κάποιος, ας πούμε, π.χ. εγώ, ο Χάρης, είμαι ο τσαμπατζής, ο έτσι, ξέρω ‘γω, κάπως. Ναι. Εγώ, όμως, πήγα... ήξερα γλυπτική, από το δάσκαλο, τον Μανιατάκο, ήξερα αυτά, ήξερα να βγάζω τα καλούπια μου, ήξερα τα σχέδιά μου. Εντωμεταξύ, με το που κατεβαίνω Αθήνα, εγώ ανοίγω και εργαστήριο γλυπτικής. Και ποντάρω έργα άλλων γλυπτών. Φέρνεις εσύ την προτομή σου, στο πρόπλασμα και την κάνω εγώ στο μάρμαρο. Φέρνεις τον ανδριάντα σου. Και είχα από 2-3 καθηγητές, από την Καλών Τεχνών, που τους έκανα, ήδη ξεκίνησα να κάνω έργα. Δηλαδή αυτό που σου λέω, θα σ' τα δείξω σε φωτό, έτσι; Οι συμμαθητές, οι συμφοιτητές, ας πούμε, τίποτα. Ούτε κορίτσι πλησίαζε… Εδώ ήμουνα ο άρχοντας, με τα κορίτσια μου, με τα τέτοια… Ξαφνικά ήμουνα μπακούρι, να πούμε. Ούτε φίλους, ούτε τίποτα. Να μη μου μιλάει κανένας. Να μην σ' τα πολυλογώ, στήνω εγώ… Α, οι πρωτοετείς, ας πούμε και τέτοια, το... –γυμνό κάναμε τότες, φυσικό μοντέλο– ήταν το μισό μέγεθος. Οι τελειόφοιτοι, κάνανε ολόκληρη τη φιγούρα. Για μένα, δεν ήτανε τίποτα. Στήνω την αρματούρα –τώρα, δεν ξέρουν αυτοί που ακούνε τι είναι αρματούρα– το σκελετό, εν πάση περιπτώσει, βάζω τον πηλό μου, μπουμ μπουμ. Εκείνη την ώρα είχα και δουλειά, όμως, εγώ. Κι ήμουνα ο πρώτος που πήγαινα, 07:30-08:00 η ώρα ήμουν εκεί, αλλά 11:00 η ώρα έπρεπε να φύγω, να πάω να δουλέψω. Περίμενα αυτό τον περιβόητο δάσκαλό μας, που ήταν και Πρύτανης, να έρθει. Δεν ερχόταν ποτέ. Πέρασε ένας μήνας, πέρασε ενάμισι. Είχα τη φιγούρα, δεν ήξερα τι να κάνω, ας πούμε. Α, στην Καλών Τεχνών –δεν ξέρω τι κάνετε εκεί– πίναμε τον καφέ μας, είχε και μουσική, όλα αυτά. Κανονικά. Τσιγάρο μέσα. Οι άλλοι συμφοιτητές μου –οι οποίοι αργότερα γίνανε κολλητοί μου, όλοι, φίλοι και τέτοια και τα κορίτσια– ούτε μιλάγανε. Ακόμα ήταν να βάζουν, πώς να δέσουν το σύρμα, πώς να κάνουν… αηδίες. Τέλος πάντων. Τα παιδιά τι να ξέρουν; Από το φροντιστήριο, με το καρβουνάκι τους εκεί, τι να... ξαφνικά γλυπτική; Να μη σ' τα πολυλογώ, εγώ είχα τελειώσει. Το σκέπαζα, το ανέβαζα, το έβρεχα, το πήγαινα… Κάποια δόση πάω, και να, εμφανίζεται ο περιβόητος καθηγητής. Και πρύτανης. Με το που έρχεται, ας πούμε, μου 'κανε εντύπωση. Μπαίνει μέσα με ένα ύφος, ας πούμε, λες και είναι ο καρδινάλιος, ξέρω ‘γω ποιος είναι. Κάθεται εκεί σε μία πολυθρόνα, πάει μια μαθήτρια, κάθεται στα πόδια του, μην πω και όνομα, αυτοί που θα ακούσουν θα καταλάβουνε, λέω, τι γίνεται, ας πούμε; Και αφού όλοι δεν είχαν τίποτα, μόνο εγώ είχα μία φιγούρα και οι τελειόφοιτοι που είχανε τις μεγάλες. Δεν ήταν και πολλοί. Τέσσερα-πέντε άτομα, οι τελειόφοιτοι. Έρχεται σε μένα. Μου λέει: «Είσαι εσύ από την Τήνο;». Λέω: «Ναι, δάσκαλε». «Και τι κάνεις εδώ;» Λέω: «Περιμένω να έρθετε εδώ και ενάμιση μήνα, να μου πείτε τι να κάνω. Δεν ξέρω. Εγώ έκανα αυτό, δεν ξέρω τι άλλο να κάνω. Αυτά έμαθα από την Τήνο που 'ρθα. Και περιμένω, τώρα ήρθα στην Ανωτάτη Σχολή, να μου πείτε και εσείς, να κάνω κάτι πιο…». Μου λέει: «Σε βλέπω πολύ βαρύ, πολύ έτσι…». Λέω: «Ναι. Είμαι εδώ 2 ώρες και περιμένω, πότε θα ‘ρθει αυτός ο περιβόητος δάσκαλος και δόξα τω Θεώ ήρθατε, να μου πείτε κάτι». Γυρίζει –η φιγούρα, ξέρεις, είναι στο αυτό που γυρίζει– γυρίζει, δεν μου λέει τίποτα για το έργο. Και μου λέει: «Κύριε Κουτσούρη… Κουτσούρη δεν σε λένε;» Λέω: «Ναι». «Και βγήκατε πρώτος;» Λέω: «Ναι και με έστειλαν εδώ να συνεχίσω». Και μου λέει: «Ξέρεις κάτι; Εγώ στην ηλικία σου και όλοι οι άλλοι οι συνάδελφοί μου, οι γλύπτες, τότες, τη γλυπτική εμείς χορεύαμε» λέει «είχαμε μία έπαρση, ένα τέτοιο». Έπαθα πλάκα όταν μου λέει… «Τι χορεύατε, δάσκαλε; Δηλαδή κάνεις πηλό και χορεύατε; Τι χορεύατε; Τσάμικο; Δεν κατάλαβα». «Εννοώ» μου λέει «ότι είχαμε έπαρση. Αυτό. Ενέργεια. Ενώ εσένα, σε βλέπω, εδώ, κάπως. Με το τσιγάρο, με έναν καφέ…». Λέω: «Ναι». Δεν είχα φέρει τσίπουρο, είχα ένα καφεδάκι, για να περάσει η ώρα, να πάω να δουλέψω. «Γιατί εγώ, 11:00 η ώρα» του λέω «και τώρα πρέπει να φύγω. Πάω να δουλέψω». «Τι να δουλέψεις;» Λέω: «Ποντάρω άλλων καθηγητών και συναδέλφων σας τις προτομές σας και τα έργα σας, στο μάρμαρο». Μου λέει: «Τι το πέρασες εδώ; Φιλανθρωπικό ίδρυμα; Αν δεν έχεις την τέτοια, την ικανότητα; Τι θα πει δουλεύω;» ακριβώς έτσι μου είπε. Και τα παίρνω στο κρανίο, ενώ είμαι ήρεμος, άτομο, από ό,τι βλέπεις. Α, εντωμεταξύ όλους αυτούς που δούλευα, οι γλύπτες, μου είχανε πει τα χειρότερα για αυτόν. Είχα ακούσει, μου είχαν κάνει έναν εγκέφαλο λάσπη. Και του λέω: «Κοίτα εδώ, κύριε Πρύτανη…» ας πούμε. «Εδώ» μου λέει «δεν είναι φιλανθρωπικό ίδρυμα. Έρχεται όποιος μπορεί να ‘ρθει». «Α» του λέω «όποιος έχει το μπικικίνι, δουλεύει... ο μπαμπάς του… έρχεται εδώ, στην Καλών Τεχνών. Οι άλλοι είμαστε…» Και δεν μπορεί να μου απαντήσει. Του λέω: «Άκου, κύριε Πρύτανη, δάσκαλέ μου, εγώ την ελιά, είμαι από τη Νέα Ιωνία» του λέω «πρόσφυγες, την τρώμε για να χορτάσουμε. Εσύ την έφαγες για ορντέφ. Εντάξει;». Και δεν πρόλαβα να τελειώσω και με αποβάλλει. Πωπω, λέω, με σκότωσε. «Έξω!». Α, πρόλαβα να του πω, γιατί μου είχανε πει οι άλλοι. Είχε πάρει την κόρη του Παπάγου, ας πούμε, ο οποίος ήταν και αυτός πρωθυπουργός. Την κόρη του. Και του δώσανε προίκα την Καλών Τεχνών. Αυτός ήταν απ’ το Κάιρο, από κει, ο οποίος δεν έχει τελειώσει καμιά Καλών Τεχνών. Απλώς ήταν γλύπτης. Και... α, είπα ονόματα τώρα. Πεθάναν όλοι. Χέστηκα κιόλας. Να, είπα και τη λέξη. Όχι, να το γράψουνε. Και με αποβάλλει. Και κάθομαι εκεί, μπροστά στις κολώνες, εκεί που... στο Πολυτεχνείο –το Πολυτεχνείο, εκεί ήταν η Καλών Τεχνών– και τώρα σκέφτομαι: «Με απέβαλε, τελείωσε». «Έξω!» Κάθομαι εκεί, που λες, τσιγάρα και μαλακίες, ούτε τον καφέ μου δεν πήρα. Τον πούστη, λέω. Και τώρα; Σκεφτόμουν τι να πω στους γονείς μου, ρε παιδί μου. Ότι έκανα τόσο κόπο να μπω στην Καλών Τεχνών και ξαφνικά, σε 5 λεπτά, τα έκανε σκατά, να πούμε, τον μαλάκα; «Δάσκαλέ μου…» Όχι, δεν μπορώ να το κάνω εγώ αυτό. Τέλος πάντων, περιμένω εκεί, έγινε το διάλειμμα και ξαφνικά, ήμασταν 55 άτομα το τμήμα, όλοι γίνανε κολλητοί. Έβγαλα και γκόμενα. Όχι μία, δυο. Δεν κατάλαβες… Που: «Καλά του τα πες…» και έτσι και γιουβέτσι. Ναι. Και φίλους, έχω ακόμα. Κολλητοί φίλοι μου, αιωνόβιοι. Από τότες. Και λέω: «Εντάξει, ρε παιδιά, τώρα…» Ούτε ήξερα τα ονόματά τους. Ο Χρήστος, η Μαριάννα; Είχα σταμπάρει και μια κοπελίτσα, η οποία το έπαιζε μούρλα. Ναι, δεν κατάλαβες. Μετά από 20 χρόνια, εμφανίστηκε… Ο έρωτας. Από τότε… Λοιπόν, έρχεται ο βοηθός του, ο Παπαγιάννης –μετά καθηγητής και αυτός– γλύπτης, γνωστός και τέτοια και μου λέει… Α, κατά σύμπτωση, του Παπαγιάννη του ποντάριζα δύο προτομές, τον Βενιζέλο και τον... ξέρω ‘γω ποιον. Προκειμένου να χάσουμε και τον Χάρη, τώρα τι είναι, πάει και πείθει τον πρύτανη –και αυτό, που βριστήκαμε– ότι ο Χάρης είναι σπουδαίος καλλιτέχνης και τέτοια. Και δουλεύει το μάρμαρο πολύ καλά. Κι όλα αυτά. Και... τι έτυχε; Ότι εκείνο τον καιρό είχα χωρίσει με την πρώτη μου γυναίκα. Το ‘ξερε αυτός. Ενώ εγώ δεν είχα κανένα πρόβλημα που χώρισα. Έβαλε αυτός ότι: «Χώρισε και έχει και ένα παιδάκι…» κι όλα αυτά. Και με φωνάζει μέσα. Λέει: «Σε θέλει ο πρύτανης εδώ». Όλοι οι μαθητές τώρα, έτσι; Πενήντα τόσα άτομα, χειροκροτήματα. Πάω μέσα, μου λέει: «Κύριε Κουτσούρη» ας πούμε «λυπάμαι για αυτό που έχει συμβεί. Είπα εγώ, είπες εσύ. Αλλά εσύ είσαι μαθητής, εγώ είμαι ο…». «Ωραία» του λέω «δάσκαλε, εγώ σε περίμενα ενάμιση μήνα και. Που ξαφνικά, ήρθες και μου τα πες». Μου λέει: «Κοίτα να δεις, εγώ θα σου ζητήσω... θα μου ζητήσεις εσύ συγγνώμη και μετά εγώ. Και [00:40:00]τελείωσε το θέμα». Λέω: «Δεν γίνεται αυτό. Γιατί να ζητήσω συγγνώμη; Με προκαλέσατε…». Τελικά, ζήτησε αυτός συγγνώμη. Μου λέει: «Έληξε το θέμα. Σου δίνω και δύο μήνες άδεια και στο σχόλασμα περίμενέ με». Κάτσε να δεις. Και πάμε στο εργαστήριό του και μου δίνει δύο προτομές. Με πήγε σε ένα εστιατόριο, με τάισε και μου έδωσε και δυο γύψινα να τις ποντάρω στο μάρμαρο. Για αυτό ήταν η άδεια δύο μήνες, για να κάνω τις προτομές του. Λοιπόν, αυτά συμβαίνουνε, κορίτσι μου. Τα ‘κανα. Μια χαρά όλα. Εντάξει.

Χ.Κ.:

Πιανίστρια. Έχει δώσει 2-3 ρεσιτάλ στη Κωνσταντινούπολη –από κει είναι– και είχε τέσσερα παιδιά, είμαστε εμείς. Για να κοιμηθούμε, μας έπαιζε κλασική μουσική. Οπότε με τα «μπαμ μπουμ» της εκεί, έλεγε δυο ιστορίες, νεκροί όλοι. Κόκαλο. 

Α.Α.:

Θυμάσαι ιστορίες; 

Χ.Κ.:

Εννοείται. Μας έλεγε μία ιστορία. «Καβαλερί –πως τη λένε;– Ρουστιάνα;» κάπως έτσι. Για μετάφρασέ το. Δεν το θυμάμαι τώρα, ήμουν πιτσιρικάς. Ναι. Η οποία είναι… Λέει: «Τώρα ο βασιλιάς πάει… τώρα κάνει…» Δεν προλάβαινα να ακούσουμε το τέλος. Ποιο τέλος, ας πούμε; Ούτε την αρχή, τέζα όλοι. Κλασική μουσική, τώρα, μπαμ μπουμ η μάνα μου στο πιάνο. Εγώ πήρα απ’ τη μάνα μου. Η μάνα μου ζωγράφιζε. Αλλά ήμουνα τόσο κωλόπαιδο. Μικρός τώρα, έτσι; 2-3 χρονών. Και αφού όλοι κοιμόντουσαν, οι κάφροι, μεταξύ αυτών και ο Κοσμάς, γομάρια…

Α.Α.:

Ο Κοσμάς ποιος είναι;

Χ.Κ.:

Ο αδερφός μου ρε. Αυτός που σου έκανε το φαγητό. Έχει άλλους δύο. Η μάνα μου ζωγράφιζε, που λες. Καθόταν εκεί, μόνη της, έκανε τέμπερες, ξέρω ‘γω τι έκανε, και έβλεπα εγώ και ζήλευα. Όταν λέμε ζηλιάρης… έβαζα τα κλάματα. Γιατί μου ‘δινε εκεί μπογιές και μαλακίες, αλλά... σκατά. Δεν έκανα τίποτα. Οπότε σταμάτησε η μάνα μου να ζωγραφίζει, για να πάρω εγώ μπροστά. Δεν κατάλαβες… Ναι. 8 χρονών, σταμάτησε η μάνα μου. Ναι, έκανα εγώ τις αηδίες. Και ένας από τα αδέρφια μου περνάει από ένα... γκαλερί, τι, ένα ζωγράφο, εν πάση περιπτώσει, στη Νέα Ιωνία, κοιτούσε εκεί και λέει: «Τι είναι αυτά;». Του λέει: «Σου αρέσουν τα έργα μου;» ο ζωγράφος. Του λέει: «Τι είναι; Αηδίες. Μπροστά στον αδερφό μου, αυτά είναι βλακείες». «Και ποιος είναι ο αδερφός σου;» «Ο αδερφός μου, ο Χαρίλαος. Ποιος είναι ο αδερφός μου… Τι είναι αυτά; Ο αδερφός μου κάνει καλύτερα». Και πάει αυτός ο –Βαγενά τον λέγανε, τον καλλιτέχνη– ζωγράφος, βρίσκει τον πατέρα μου, λέει: «Ποιος είναι; Ήρθε…» έτσι και έτσι… Λέει: «Έχουμε έναν καλλιτέχνη και εμείς εδώ». Και από τότες, πήγα εκεί μαθητής του. Ναι, κορίτσι μου. Λοιπόν, μέχρι τα… Ακόμα και που δούλευα συνεργεία, σχολές και τέτοια, νυχτερινά, όποτε είχα χρόνο, πήγαινα εκεί. Και με είχε βάλει ο τύπος, μπροστά απ’ το... είχε βιτρίνα το εργαστήριό του και γινότανε λαϊκή αγορά, στη Νέα Ιωνία. Και μ' είχε βάλει εμένα παιδάκι, με ένα καβαλέτο, στη τζαμαρία. Και ζωγράφιζα τριαντάφυλλα, κάτι Παναγίες, Χριστούς, έτσι, σταυρωμένους. Έχω να σου δείξω φωτογραφία. Και πουλούσε ο τύπος. Το παιδάκι που ζωγραφίζει. Τι; Λαϊκή αγορά… Τα έδινε και φτηνά, δεν ξέρω τι έκανε… Τριανταφυλλάκια σε μαύρο φόντο, Παναγία, έτσι, Χριστό, μετά ένα καλάμι… Αυτό. Τα είχα μάθει απ’ έξω. Εντάξει. Μέχρι που έγινα 16-17 χρονών. Πήγαινα όμως, έτσι; Ελεύθερες ώρες, πήγαινα εκεί. Τον βοηθούσα, τον έκανα… Έγινα και εγώ… Έκανα δικές μου εκθέσεις μετά, στο δήμο. Α, έκανα εκθέσεις, που... ούτε θυμάμαι τώρα, τα πουλούσα όλα. Τώρα, επειδής ήμουνα μικρός, δεν ξέρω, τα πουλούσα τα έργα μου. Μη νομίζεις… Τοπία και αηδίες. Τέτοια. Τι να κάνω τότε; Μετά έκανα και λίγο περίεργα, έτσι; Ας πούμε, θυμάμαι ένα έργο που είχα βάλει ένα γερό στο κέντρο, σε έναν πίνακα, έχει μία μορφή γέρικη και δίπλα ήταν ένας κύκλος από γυμνές, κοριτσάκια, που χορεύαν. Α, έτσι, ο τύπος, ονειροπόλος. Τώρα πώς μου ΄ρθε… Ενώ τώρα μπορεί να μου ‘ρθει, τότες απορώ πώς μου ‘ρθε, 15 χρονών, ένα τέτοιο πράγμα. Έχω κάνει και τέτοια. Εντάξει. Είχα επιρροές από Μικρά Ασία, αυτά, μάνες, αυτά, παιδάκια. Τα πουλούσα όλα όμως. Και το χειμώνα τώρα, που πέρασε, τώρα, πριν έξι μήνες, ξέρω 'γω, πόσο, με χαιρέταγε μόνος του... πέρσι, μπαίνει ένας τύπος, μου λέει: «Ο κύριος Κουτσούρης;». Λέω: «Ναι». Μου λέει: «Ο μπαμπάς μου αγόρασε πέντε πίνακές σας και επειδής έχω πρόβλημα οικονομικό. Θέλω να τα εκτιμήσετε, να τα πουλήσω». Λέω: «Και πότε πήρε ο μπαμπάς σου πέντε πίνακες;». Μου λέει: «Όταν ήσουνα... ξέρω 'γω, πιτσιρικάς, από μια έκθεση». Μου κάνανε στο δήμο Νέας Ιωνίας εκθέσεις. Του λέω: «Ρε φίλε, δεν ξέρω τι έκανα τότε, εκεί. Θυμάμαι εγώ τι ζωγράφιζα;». Μου τα στέλνει στο Viber. Θα σ' τα δείξω κιόλας. Τα έχω, μου φαίνεται. Του λέω: «Τι να σου πω τώρα πόσο κάνουν αυτά; Δεν ξέρω, δεν μπορώ να τα εκτιμήσω. Εγώ…». Μου λέει: «Η μαμά μου θέλει λεφτά…» κάτι μαλακίες, τέτοια. Λέω: «Ρε φίλε…». Τον στέλνω, εν πάση περιπτώσει, σε δύο γκαλερί και τέτοια, λέω: «Πήγαινε εκεί. Αυτοί ξέρουν. Ξέρουν και μένα, ξέρουν και αυτά και θα τα εκτιμήσουνε». Με πήρε μετά από 10 μέρες, μου λέει: «Κύριε Κουτσούρη, ευχαριστώ πάρα πολύ. Κάλυψα το…». Τώρα τι πούλησε, τι έκανε, δεν ξέρω. Το πήραν. Τα 'δα εγώ και γελάω. Έκανα τέχνη. Όχι. Αναρωτιόμουνα κιόλας: «Έκανα τέτοια πράγματα» λέω «τότε;» Ήτανε... πώς να σ' το πω, βρε κορίτσι μου, μπορούσε να το κρεμάσει ο άλλος σπίτι του, στο σαλόνι του. Κάτι τέτοιο. Δεν ήτανε κάτι περίεργο, ας πούμε. Δηλαδή, αυτό δεν το κρεμάς εύκολα στο σαλόνι σου. Ούτε τα δικά μου. Ήταν τοπία, εκκλησάκια, ξέρω 'γω τι μαλακίες, καραβάκια, ξέρω εγώ τι έκανα. Αυτά. Τι άλλο με ρωτάς; Για ρώτα.

Α.Α.:

Θέλω να πούμε για αυτή την τρομερή εμπειρία, εδώ στην Τήνο, με το ραδιοφωνικό σταθμό, τον πειρατικό.

Χ.Κ.:

Ο «Άγνωστος Χ», ναι. Ο οποίος ήτανε γνωστός, ο «Άγνωστος Χ», μέχρι την Αθήνα.

Α.Α.:

Πώς προέκυψε αυτή η ιδέα;  

Χ.Κ.:

Από ανάγκη. Σου ‘πα προηγουμένως. Δεν υπήρχε τίποτα, ίχνος, να ακούσουμε μουσική. Και λέω: «Γιατί να ακούω εγώ μόνο μουσική;» ενώ είχα τη γνώση από φίλους. Τέτοια. Μη νομίζεις ότι ήμασταν και υπεράνθρωποι. Την πάθαμε. Φάγαμε ραδιενέργεια κάργα. Kαι μπορούσαν αυτά που άκουγα εγώ, να τα ακούνε και οι άλλοι. Οι άλλοι από το χωριό, πρώτη φάση. Μετά φτάσαμε όλη την Τήνο. Μετά ακούγανε λίγο θαμπά Σύρο, Μύκονο, τέτοια. Λέω: «Κάτσε –Άνδρο και τέτοια– να το δυναμώσω». Γνωστοί, φίλοι. Τι να κάνω; «Άλλαξε λάμπες, βάλε, κάνε, δείξε» ξέρω 'γω, εκείνη την εποχή. Έφτασα στη Ραφήνα. Διαπιστωμένο αυτό. Με το τρανζίστορ τώρα, ξέρεις, στο καράβι. Ραφήνα. «Ακούω. Ναι, Χάρη». Εντάξει. Μετά πήγαμε λίγο πιο κάτω. Μετά ήταν οι Αθηναίοι, που είχανε και αυτού. Ήταν πολλοί σταθμοί τότες. Και μπούκωνε εκεί και τελείωνε. Αλλά Ραφήνα με ακούγανε. Κυκλάδες όλες. Μου ‘έχουν στείλει. Έχω γράμματα και τέτοια απ’ όλες τις Κυκλάδες. Σύρο, Μύκονο, ξέρω 'γω, Άνδρο, όλα τα τέτοια. Αυτά, ρε κορίτσι μου. 

Α.Α.:

Τα εξαρτήματα πού τα έβρισκες;

Χ.Κ.:

Υπήρχαν τότες μαγαζιά εξειδικευμένα εκεί κοντά στο Μοναστηράκι, που είχανε τέτοια πράγματα. Πηγαίναμε και παίρναμε αυτό που θέλαμε. Λαμπούλες. Διάφορα. Τι να σου πω τώρα, εξαρτήματα, ονομασίες; Πυκνωτές. Τέτοια διάφορα, ναι. 

Α.Α.:

Οπότε… Μου είπες, στο Μοναστηράκι. 

Χ.Κ.:

Ναι, κάπου εκεί ήτανε. Μπορεί να έχει ακόμα, δεν ξέρω. Τώρα αυτή η τεχνολογία, είπαμε, ήταν στα μεσαία. Τότες δεν υπήρχε FM, συχνότητα FM. Μετά που άλλαξε… Δηλαδή τώρα, αν κάνω ένα σταθμό, μπορεί να φτάσω Αφρική, να πούμε, με έναν πολύ μικρό σταθμό ή καμιά άλλη... Τότες ήταν δύσκολα, ας πούμε. Οι συχνότητες και τέτοια.

Α.Α.:

Και ποιος σου έμαθε πώς να το κάνεις;

Χ.Κ.:

[00:50:00]Τίποτα. Αυτό από φίλους, ας πούμε. Από κάτι ραδιοτεχνίτες, κάτι αυτά. «Αυτή η λάμπα κάνει έτσι, αν τη βάλουμε έτσι, θα γίνει έτσι». Έχω φάει κάτι ηλεκτροπληξίες. Τα 'χα δει... Τουλάχιστον πάνω από πέντε, ας πούμε. Εντάξει, ναι. Αλλά δεν το ‘βαλα κάτω. Συνέχισα. Έμαθα όμως ότι εκεί δεν το ακουμπάμε. Θα τα λέμε κι αυτά. Δεν είναι εύκολα. Δεν ήταν εύκολα. Το μόνο που θέλω να σου πω, ότι στο χωριό εδώ, στον Πύργο, αν περπατούσες, ας πούμε, στο δρόμο τον κεντρικό, όπου υπήρχε πηνίο –πηνίο σημαίνει σύρμα τυλιγμένο, δηλαδή τα ρολόγια της ΔΕΗ έχουνε πηνίο, ψυγεία έχουνε πηνίο, όλα αυτά, μοτέρια έχουνε πηνίο– όλα αυτά τραγουδάγανε. Περνούσες και άρχιζε το ρολόι της ΔΕΗ και άκουγες… Γιατί δεν είχε ενισχυτή για να… Άκουγες όμως το σταθμό. Παντού. Μόνο αυτό άκουγες. Τίποτα άλλο.

Α.Α.:

Δηλαδή, για να καταλάβω, μπορεί να προχωρούσες στο χωριό και να ακουγόταν ο σταθμός;

Χ.Κ.:

Εννοείται. Παντού. Ό,τι, σου λέω, υπάρχει πηνίο. Σου εξήγησα τι είναι το πηνίο. Δηλαδή, ρολόγια της ΔΕΗ. Στο δρόμο δεν έχει ρολόγια; Ε, περνούσες, αλλά ήταν σε χαμηλό… Δηλαδή, όταν πέρναγες δίπλα, άκουγες το σταθμό. Πήγαινες απέναντι… Το ψυγείο σου; Ξέρω ‘γω. Μετά έμαθα πώς θα το κάνω και βρήκα κάτι, μου είπανε κάτι άλλοι φίλοι, που ήταν πιο μάγκες, τι να κάνω. Γιατί η συχνότητά μου ήτανε διάχυτη παντού. Να τη συγκεντρώσω σε ένα… αυτό. Και να λέμε, θα πάμε στο 88 κόμμα τόσο, μεσαία, να ακούς μόνο αυτό. Όταν ξεκίνησα, δεν ήξερα. Τα χάλια μου. Τραγουδάγαν τα πάντα, ας πούμε. Μετά έβαλα κάτι, αν θυμάμαι, μπάφερ, μπούφερ; Κάτι λάμπες εκεί, ξέρω ΄γω, τα έφτιαξα, από ό,τι μου δώσανε, σχέδια. Απλά ήταν, έτσι; Μη νομίζεις ότι… Με 2-3 τινάγματα, συνήλθα και το 'φτιαξα, ας πούμε, και είχα συχνότητα δικιά μου. 

Α.Α.:

Και ποια ήταν η συχνότητά σου;

Χ.Κ.:

Πού να θυμάμαι, κορίτσι μου, τώρα, ας πούμε; 

Α.Α.:

Και τον σταθμό...

Χ.Κ.:

Γύρναγες έτσι και έπιανες.

Α.Α.:

Πού τον είχες στήσει;

Χ.Κ.:

Στο σπίτι μου. Τι; Πού; Το οποίο... μερικά παιδιά απ’ τη σχολή είχανε μάθει –ακουστικά, όλα αυτά, τα τέτοια– κάνανε αφιερώσεις, βάζαν τους δίσκους, τις κασέτες, τα... όλο αυτό. Ξέρεις, οι αλλαγές, να μην είναι παράσιτα και κενά και τέτοια. Τα είχαμε μάθει όλα. Μόλις τα μάθαμε, τα κλείσαμε. Μετά από δύο χρόνια.

Α.Α.:

Οπότε... οπότε είχες... 

Χ.Κ.:

Δεν είχαμε κερδοσκοπικό… τέτοιο. Να διαφημίσουμε ούτε... Ενώ θα μπορούσαμε. Ταβέρνες και μαλακίες. Όλα αυτά. Δεν κάναμε ποτέ τέτοια πράγματα. Μόνο αφιερώσεις. Θα μπορούσαμε να βγάλουμε διαφήμιση, ρε παιδί μου. Ότι: «Στη Χώρα, ταβέρνα τάδε». Ναι. Δεν το ‘κανα ποτέ. Μας είχανε πει. Εννοείται. Ότι το μπαρ αυτό… Δεν κάναμε ποτέ τέτοια. Δεν πήραμε ποτέ cents, δραχμές εκείνη την εποχή. Έβαζα από τη τσέπη μου. Αλλά γιατί πούλαγα τους πίνακες, που σου 'λεγα, τους τσάμπα. Χιλιάρικο τα τετοια. Τοπία. Και τη βγάζαμε μια χαρά. 

Α.Α.:

Έλεγες κάποια ατάκα; Καλησπέριζες με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο τον κόσμο;

Χ.Κ.:

Όχι. Τα κλασικά. «Καλημέρα». «Καλησπέρα». «Ακούτε τον Άγνωστο Χ». Τον γνωστό Χ. Αυτό, ναι. «Εκπέμπουμε από τον Πύργο της Τήνου». Αυτά τα λέγαμε. Εντάξει. «Περιμένουμε αφιερώσεις σας, τα γράμματά σας» και τέτοια. Αυτά. Αλλά έπαιζε πολύ… Εκτός απ’ αυτά, που έβαζα εγώ, τα... ξέρεις, τα αντάρτικα και όλα αυτά, έπαιζε πολύ λαϊκό. Καζαντζίδης; Μιλάμε για φούρλα εκείνη την εποχή. Ήταν στα φόρτε του. Όλα αυτά τα λαϊκά. Εκεί γινόντουσαν οι αφιερώσεις οι πολλές, ας πούμε. Κάτι…Περπινιάδης κάτι, ξέρω ‘γω, «Με αγαπάς, σ’ αγαπώ, χωρίζουμε» κάτι τέτοια. Τα άλλα ήτανε η κλασική μουσική –κλασική την λέω εγώ, τη... το ρεπερτόριο αυτό, που είναι πιο ποιοτικό– ήταν άλλες ώρες, ας πούμε. Τα ακούγανε όμως, μέχρι το πρωί. Σου είπα, έβαζα ζωντανή μουσική, κάθε Σάββατο, ερχόνταν τα παιδιά εκεί, μεζέ… Ξέρεις, εδώ. Ζωντανό. Και έχω κασέτα κιόλας. Μου έχει μείνει μία κασέτα –θα την ακούσεις εσύ– από συγχωρεμένους. Όλοι πάνε. Τι άλλο; 

Α.Α.:

Μου είπες ότι έπαιζες πιο ποιοτικό ρεπερτόριο. Δηλαδή;

Χ.Κ.:

Θεοδωράκηδες και τέτοια. Πιο… Τώρα τι να… Χατζιδάκι, Θεοδωράκη. Πολύ τέτοιο. Αλλά κάποια ώρα της ημέρας και οι απαιτήσεις που είχε το κοινό, θέλανε… Ο Καζαντζίδης ήταν το αφάν γκατέ. Εντάξει. Υπόψιν ότι ήταν πολλοί ναυτικοί και τέτοια. Ξέρεις. Πολλοί από Γερμανία. Ναι, οι συγγενείς. Τους λέγαν: «Ακούμε το σταθμό» ξέρω ‘γω. Μου ‘χουνε στείλει δισκάκια και από, ξέρω ‘γω, Αυστραλία. Εντωμεταξύ, οι πιο πολλοί οι ναυτικοί φέρνανε, αγοράζαν αυτοί, ήταν τραγούδια τέτοια, Λατινική Αμερική και ταγκό και τέτοια πράγματα, ας πούμε. Και ναι, είχε γίνει στοίβα. Μιλάμε, εκατοντάδες, μη σου πω παραπάνω. Πού να τα βάλω εγώ τώρα; Έβαζα κάποια ώρα, αλλά το κοινό δεν τα ‘θελε, ας πούμε, και πολύ. Τώρα μπορεί να τα ακούνε, δεν ξέρω, αλλά τότες δεν... Οι άλλοι για να τα ξεφορτωθούν, και καλά δώρο στο σταθμό, πάρ' τα εκεί. Μάζευα εγώ όλη την ώρα τέτοια. Αυτά, ρε κορίτσι μου.

Α.Α.:

Μου είπες ότι υπήρχαν και αφιερώσεις. Ποια ήταν η διαδικασία;

Χ.Κ.:

Οι αφιερώσεις… ήταν η διαδικασία… Υπήρχε, τώρα, σαν σταθμός ΟΤΕ, ναι, και ταχυδρομείο μαζί. Αυτός που ήθελε να κάνει ή έπρεπε να στείλει γράμμα ή έπρεπε να πάρει τηλέφωνο. Τα τηλέφωνα τότες ήταν με κάτι βύσματα αρχαία. Είχε μέσα εδώ, στο κατάστημα, ένα θάλαμο ξύλινο, θυμάμαι, μπορώ να κλείσω ραντεβού ότι, ναι, 07:00 η ώρα, 06:00 η ώρα το απόγευμα, ξέρω ‘γω, έχεις τηλέφωνο. Έβαζε αυτός τα βύσματα και μιλούσες. Έτσι γινόταν η επαφή. Ταχυδρομικώς. Βάλε… Η αφιέρωση ήταν μετά από τρεις-τέσσερις μέρες, πότε ερχόταν εδώ το γράμμα, ξέρω ‘γω, του ‘καναν αφιέρωση. Τώρα, το προλαβαίναμε, ζωντανό, χωρισμένο, δεν ξέρω. Τι να σου πω λεπτομέρειες; Πάντως ο σταθμός δούλεψε και έτσι. Είχε και συναίσθημα. Δεν ήτανε τελείως… Ανακαλύψαμε εκεί ποιος έχει φιλενάδα, ποιος αυτό, ποιος έχει διάφορες σχέσεις διαφορετικές. Εντάξει. Αλλά η εχεμύθεια είναι εχεμύθεια. Δεν τα λέμε. Έτσι; Μη με ρωτάς, δεν θα σου πω. 

Α.Α.:

Κι εσένα ο ταχυδρόμος, πώς σε ειδοποιούσε ότι έχεις ραντεβού;

Χ.Κ.:

Ήξερα εγώ. Αφού ήμασταν εδώ. Κολλητοί. Το πρώτο σπίτι μου ήταν απέναντι από το ταχυδρομείο. Μετά γίναμε φίλοι βέβαια, πώς να σου πω, δηλαδή... Και ερχόταν και αυτός στο σταθμό, έκανε και αυτός τα δικά του. Τι ενημέρωση, ρε κορίτσι μου; Αφού είπαμε, άμα θέλει μία, δυο, τρεις μέρες, σου λέει: «Χάρη, έλα μεθαύριο, έχεις τηλέφωνα. 5 τηλέφωνα» ξέρω ΄γω. 

Α.Α.:

Επίσης, μου είπες ότι κάθε Σάββατο είχατε...

Χ.Κ.:

Ναι, ναι, ναι.

Α.Α.:

...ζωντανή μουσική. Εκτός από αυτό;

Χ.Κ.:

Θα σου πω και το άλλο όμως. Πώς να σ' το πω. Επειδής μερικές Κυριακές γινόμασταν πτώματα από ποτά και τέτοια, Σάββατα και αυτά, το πρωί έβαζα εκκλησία. Αμέ. Για να γλιτώσω κάνα δυο ώρες ύπνο, κοτσάριζα εκεί την εκκλησία απ’ την Αθήνα, ξέρω ‘γω, και είχα μεγάλη ακροαστική... θέαση, τηλεθέαση... Όλες οι γριές ακούγανε. Και όχι μόνο. Και μου λέγανε: «Χάρη, άγιε άνθρωπε, τι έκανες». Έβαζα τη Μητρόπολη εγώ, ξέρεις, και έπαιζε. Έγινε και αυτό. Εντάξει. Δεν ξέρω αν έκανα λάθος, αλλά μερικοί άνθρωποι το θέλανε. 

Α.Α.:

Οπότε, αν σε ρωτούσα τι ύφος είχε ο σταθμός, ποια θα ήταν η απάντηση;

Χ.Κ.:

Είχε για όλο τον κόσμο. Δεν είχε ύφος ιδιαίτερο. Εγώ, το προσωπικό μου ήτανε ποιοτική μουσική, ας πούμε. Αλλά έπρεπε να καλύψω και τους υπόλοιπους, οπότε το ύφος του ήτανε όλη η [01:00:00]μπάντα, ας πούμε, μουσικά ακούσματα. Από λαϊκά, τους έβαζα, είχαμε και νησιώτικα. Τετάρτη, νησιώτικα μόνο. Ναι. Το ξέχασα να σ' το πω. Τα έπαιζαν και το Σάββατο οι μουσικοί μας. Τι θα έπαιζαν; Νησιώτικα, ας πούμε, τα ίδια πράγματα. Τέλος πάντων. Αυτά είναι... Να τα ακούσεις σε κάποια φάση. Θύμισέ μου, όταν ανέβουμε πάνω, πες: «Βάλε μου τα...» ή να σ' το... Δεν έχεις κασετόφωνο; Να σου δώσω να τα ακούσεις, ας πούμε. Εκεί να δεις πλάκα. Α, κάναμε και καντάδες στο χωριό. Ναι, τι; Έτσι; Έχουμε φάει χυλόπιτα… Εντωμεταξύ –τώρα για την πλάκα– και πηγαίναμε... πού να πάμε; Κάτι γιαγιάδες… έχουμε φάει, αυτά που βλέπεις στις ελληνικές ταινίες, νερά και τέτοια. Όντως. Εγώ έχω ένα ακορντεόν. Το έπαιζα, και καλά ακορντεόν. Ο άλλος βιολί, ο άλλος ένα μπουζούκι, μία κιθάρα και κάναμε βόλτα, ας πούμε, να περάσει… Μέσα σε όλα και αυτό. Όχι κάθε μέρα, αλλά εντάξει, μία φορά το μήνα, δύο. Έτσι, για πλάκα. Έχουμε φάει και από κει κάτι... δεν ξέρω τι μας ρίξανε, κάτι υγρά.

Α.Α.:

Θυμάσαι τραγούδια που λέγατε στις καντάδες;

Χ.Κ.:

Ο μαέστρος ήταν ο βιολιστής. Τα ‘χει γραμμένα. Τα έχουμε στην κασέτα. Αυτά που λένε οι καντάδες. «Ξύπνα» ξέρω ‘γω, κάτι τέτοια «μωρό μου» και κάτι τέτοια. Πού να θυμάμαι, ρε κορίτσι μου; 50 χρόνια πέρασαν. 

Α.Α.:

Αν πάμε πάλι πίσω, στο σταθμό...

Χ.Κ.:

Πάλι στο σταθμό.

Α.Α.:

Ναι.

Χ.Κ.:

Έλα, τι;

Α.Α.:

Πιστεύεις ότι έκανες λειτούργημα;

Χ.Κ.:

Ναι, ναι, όντως. Δεν χρειάζεται η ερώτηση. Όντως έκανα. Και αν ρωτήσεις και πιο μικρούς από μένα, θα σου πούνε. Γύρνα, απ’ τον Πάνορμο μέχρι πάνω, ρώτα: «Υπήρχε κανένας Χάρης, σταθμός, εδώ, μουσική, τέτοια;» Από εκεί. Τι να σου πω εγώ; Εννοείται, έκανα λειτούργημα. Οι άνθρωποι δεν ξέραν τι να κάνουν, τι να ακούσουν. Αφού δεν υπήρχε ήχος. Τίποτα δεν υπήρχε. Και τους έδωσα αυτό και πώς να σου πω, να είναι εκεί και να ακούνε. Πιάνω, δε πιάνω. Αλλά πιάναν όλοι εδώ. Θέλουν, δεν θέλουν, όπου και να το γυρίζαν… 

Α.Α.:

Και τι άποψη είχαν για αυτό;

Χ.Κ.:

Τα καλύτερα: «Ο Χάρης, ο…» α, «ο γαμπρός». Όποιος είχε κοπέλα… Ο Χάρης… Εντάξει. Αλλά εγώ τότε είχα αλλού το μυαλό μου. Ελεύθερος σκοπευτής. Αν τα έβλεπα… προίκες και τι έχει, τέτοια, θα ήμουνα τώρα… τον μισό Πύργο και όχι μόνο. Είχα καλές... Καλός ήμουνα. Με έχεις δει νεαρό; Μην κοιτάς τώρα. Ήμουνα κούκλος. Έτσι λένε.

Α.Α.:

Επίσης θα μπορούσες να πεις ότι ήταν... ότι ήσουνα μια προξενήτρα, με τον τρόπο σου;

Χ.Κ.:

Ναι, αμέ...

Α.Α.:

Μέσω του σταθμού.

Χ.Κ.:

Ναι, αμέ. Αφού σ' το ‘πα. Και πάντρευα και χώριζα, όμως. Χωρίς να το θέλω. Πού να ξέρω ‘γω; Ο χωρισμός... το πάντρεμα το ‘κανα, γιατί αφιέρωνε, ας πούμε, η κοπελιά, αφιέρωνε αυτός. Εντάξει. Το σμίγαμε κάπως. Το άλλο, ήταν το παράξενο ότι ήτανε στο κρυφό. Αφιέρωνε τώρα, η κυρία, ας πούμε, στο φίλο της. Ο άλλος άκουγε, ας πούμε, ότι… απ’ το Μαρλά π.χ. – π.χ. έτσι; δεν... Ποιοι είναι στο Μαρλά; Πέντε άτομα, ας πούμε. Ποια αφιερώνει; Ποια είναι; Από τις 5, οι 4 είναι γριές. Άρα, η γυναίκα μου είναι. Πού αφιερώνει; Ναι, αλλά και ο άλλος ήταν άτακτος. Και ο άλλος είχε. Μετά αφιέρωνε κι αυτός. Και γινότανε μύλος. Μη σου πω άλλη λέξη. Και έπρεπε εγώ να καθαρίσω τώρα.

Α.Α.:

Α, έμπαινες στη μέση.

Χ.Κ.:

Ναι. Πώς θα γίνει; Εδώ ο σταθμός… Μου λες εσύ ότι: «Στη Μαργαρίτα με αγάπη και λουλούδια» ας πούμε. Καζαντζίδηδες, θα σε χωρίσω… θα σε κάνω, ας πούμε… Απαντούσε η άλλη από κει, μετά από δύο μέρες μέχρι να έρθει… Ναι, αλλά είχαν καταγραφεί, ας πούμε, πώς να σου πω, δεν ήμαστε και… Και γινόταν μπάχαλο, ας πούμε. Δεν σου είπα ότι ήρθε ένας τύπος με μια σανίδα εκεί, να μου σπάει; «Τι να σπάσεις ρε» του λέω, να πούμε. «Ποια είναι η γυναίκα σου και ποιος είσαι εσύ;» Ναι. «Κάτσε ρε. Έχεις για να κάνεις καμία αφιέρωση;» «Ναι» μου λέει «στην κούκλα μου». «Άσε τώρα. Τι σε πειράζει η γυναίκα σου, που και αυτή κάνει μία αφιέρωση; Κάνε αφιέρωση στην κούκλα σου». Και γίναμε φίλοι. Μη σου πω, ότι ερχόταν τρεις φορές τη βδομάδα και έκανε αυτός αφιέρωση, με το μικρόφωνο. Πώς να σου πω, όχι να λέμε εμείς, αυτός ο ίδιος. Πήραν διαζύγιο, εντάξει. Φταίω εγώ; Ίσα-ίσα βρήκαν τον δρόμο τους. 

Α.Α.:

Υπήρχε περίπτωση που δίστασες να πεις αυτή τη;... Να σου έχει έρθει μία αφιέρωση και να δίστασες να την πεις στην εκπομπή;

Χ.Κ.:

Όχι, δεν μου ήρθε ποτέ κάτι τέτοιο.

Α.Α.:

Για να αποφύγεις, εννοώ, κάποιο μπάχαλο.

Χ.Κ.:

Όχι, δεν έγινε αυτό. Ξέρεις γιατί; Αν είχαμε, ας πούμε, την επιλογή, τα κινητά, μπορεί να είχε συμβεί. Επειδής όμως μεσολαβούσε ο χρόνος, να στείλει, να κάνει, τέτοια, υπήρχε ή λογική… Σήμερα θα μπορούσε να έχει γίνει χαμός με τα κινητά. Αλλά δεν έχω σταθμό, όμως. Τώρα λέω να κάνω ένα σταθμό τηλεοπτικό.

Α.Α.:

Μίλησέ μου για αυτό.

Χ.Κ.:

Τώρα μου ήρθε ή ιδέα. Τελευταία μου ήρθε. Ναι, γιατί εδώ, με αυτά τα κανάλια που βάλαν τα... πώς τα λένε, τα ψηφιακά – εσύ δεν έχεις τηλεόραση. Εκεί που πας να δεις ένα έργο, ξαφνικά τελειώνει, δεν βλέπεις τίποτα. Όποτε τους έρθει η όρεξη, ανοίγουνε πάλι και βλέπεις και νομίζω ότι είναι κάποια πουστιά, κομπίνα, να βάλουν όλοι επί πληρωμή. Και λέω εγώ, έχω τον τρόπο και κατεβάζω κανάλια, όλα αυτά που θέλω να δούμε. Ναι. Ούτως ή άλλως, αν έρθεις σπίτι μου, θα δεις κεραίες και δορυφόρους. Και λέω, γιατί δεν κάνω ένα αυτό, να εκπέμπω τουλάχιστον εδώ στο χωριό, να βλέπουν οι άνθρωποι όποτε θέλουν και όπως θέλουνε, χωρίς διακοπές και χωρίς τίποτα. Ούτε συνδρομές. Τώρα δεν ξέρω αν είναι, το σκέφτομαι, παράνομο, τι είναι αυτό και τέτοια. Αλλά παράνομο είναι και αυτό που πληρώνουμε και δεν βλέπεις, ας πούμε. Θες να δεις κάτι, ρε παιδί μου, ειδήσεις και εκεί που είσαι μια χαρά, ξαφνικά μαύρο. Άσε, ρε φίλε, να πούμε, ποιος είσαι εσύ τώρα; Υπάρχει κι ο θείος Χάρης, που άμα ξυπνήσω, σιγά τα τέτοια… Με λίγα λεφτουδάκια κάνω μία... αυτό και τους στέλνω σήμα και βλέπετε όλοι, μέχρι και απ’ το παράθυρό σου θα βλέπεις.

Α.Α.:

Σταθμό, δηλαδή, ραδιοφωνικό, δεν σκέφτεσαι.

Χ.Κ.:

Δεν έχω τώρα χρόνο εγώ, να κάτσω να… εκπομπές και τέτοια. Δηλαδή δεν έχει νόημα... Να φτιάξω ένα σταθμό, αυτό είναι εύκολο. Σήμερα δεν είναι στα μεσαία, είναι στα fm. Εντάξει. Το οποίο, μπορώ να κάνω ένα μικρό σταθμό και να πιάνει σε όλη την Ελλάδα. Τι να κάνω; Αφιερώσεις τώρα και τέτοια; Να βάζω τώρα ένα CD και να παίζει και να βάλω μία μπομπίνα εκεί, 24 ώρες, να γυρίζει τραγούδια και αυτά; Δεν λέει, να πούμε. Δεν έχει νόημα. Δηλαδή, άλλο ήταν ο σταθμός, που είχες το μικρόφωνο και έλεγες: «Εδώ Άγνωστος Χ, με ακούτε;». «Ναι, ναι». «Αφιερώνουμε…» κάτι. Ήταν άλλο. Καμία σχέση τώρα. Τώρα πατάς το κουμπί και βγαίνει η χοντρή. Βάζεις στο ηχείο ένα αυτό και παίζει. Βάζεις στον υπολογιστή σου, κατεβάζεις ό,τι τραγούδια εκεί, ξέρω ‘γω, 50 ώρες. Δεν έχει αυτό το... πώς να σ' το πω, ρε κορίτσι μου... Άσ' το δεν θα το πω, γιατί δεν μου ‘ρχεται. 

Α.Α.:

Θέλω να μου πεις λίγο για το τώρα. Γιατί κάποια στιγμή... 

Χ.Κ.:

Το τώρα.

Α.Α.:

Ναι.

Χ.Κ.:

Λοιπόν, καμία σχέση το τώρα με το αυτό που σου είπα τόση ώρα, ας πούμε. Το τώρα είναι γνωστοί-άγνωστοι, ας πούμε, πώς να σου πω; Και η καλημέρα, που λέμε, υποβόσκει κάτι από πίσω. Δεν μου αρέσει καθόλου το τώρα, γι’ αυτό δεν κυκλοφορώ κιόλας. Από ό,τι βλέπεις, σπάνια βγαίνω έξω. Λοιπόν, δεν μου αρέσει καθόλου. Όλα φύγαν. Πρώτα-πρώτα είμαστε ξένοι στον ίδιο τόπο, πώς να σου πω; Το λέει κάποιος, στο ίδιο χωριό ξένοι. Ένα μουγκρητό ακούς, εντάξει, ναι, για να την προσπεράσουμε, ας πούμε, τίποτα άλλο. Εγώ θα ‘θελα να επαναφέρω, ας πούμε, το παλιό. Να έρχονται τα παιδιά πάλι στο σπίτι, να ακούμε τη μουσική, να φάμε, να πιούμε. Εντάξει, δεν είναι και εύκολο. Ναι. Αυτά, ρε κορίτσι μου. Τι το τώρα; Δεν μου αρέσει καθόλου. Τελεία και…

Α.Α.:

Η Τήνος; 

[01:10:00]

Χ.Κ.:

Γενικά, η Τήνος, σαν νησί, είναι πανέμορφο νησί κι έχει... το ανακαλύπτω συνέχεια. Δηλαδή, δεν είναι αυτό που φαίνεται, ας πούμε. Ή αυτό που περιγράφουν ή μόνο η Μεγαλόχαρη και τέτοια. Η Μεγαλόχαρη μια χαρά είναι και βοηθάει και κάνει. Η Τήνος είναι ένα πανέμορφο νησί, αλλά πολύ φοβάμαι. Βλέπω πολλή οικοδομή. Έχει πανέμορφα μέρη, χωριά και τέτοια. Αλλά έχει χαλάσει. Και το φαγητό της… Ξέρω ‘γω, κάτι δεν πάει καλά, μου φαίνεται. Και φοβάμαι ότι δεν θα πάει καλά. Πολλές βίλες βλέπω, πολλά τέτοια. Από ό,τι είδες και εδώ στο χωριό μας, ξαφνικά γέμισε χρυσοχοεία, ρούχα. Καλά, πού είμαστε, να πούμε; Δηλαδή, σε ένα δρόμο 200 μέτρα, ένα στενάκι, αν έχεις 5 μαγαζιά με ρούχα, 3 χρυσοχοεία, ούτε η Μύκονο δεν έχει. Σε ένα στενάκι. Φαντάσου αύριο, τι θα γίνει, ας πούμε. 

Α.Α.:

Γιατί πιστεύεις ότι συμβαίνει αυτό; 

Χ.Κ.:

Τι σημαίνει; Ότι χαλάει και η κουλτούρα μας. Εμείς στο... τουλάχιστον στο χωριό μας, ήμασταν για την μαρμαροτεχνία και για την κουλτούρα μας και τέτοια. Δεν ήμαστε για να πουλάμε φουστανάκια και ομπρέλες και, ξέρω ‘γω τι πουλάνε, μπουφανάκια. Ούτε δαχτυλιδάκια. Κι αυτά είναι απαραίτητα, αλλά, εντάξει, ένα μαγαζί κάλυπτε το χωριό. Τα πέντε; Κάτσε, να πούμε. Τι θυμίζει αυτό; Ξέρω 'γω; Μύκονο; Ερμού; Να κάνουμε, δηλαδή, στην Τήνο ένα δρομάκι Ερμού; Κάτι τέτοιο. 

Α.Α.:

Τώρα, όσες φορές το έχεις αναφέρει, λες: «Το χωριό μας».

Χ.Κ.:

Ναι.

Α.Α.:

Αλλά δεν είσαι από δω.

Χ.Κ.:

Όχι, καμία σχέση. Ναι, είμαι μόνιμος κάτοικος, με βούλα. Εδώ ψηφίζω, εδώ είμαι. Το χωριό μας, γιατί… Εμείς οι... εγώ είμαι γέννημα-θρέμμα Νέα Ιωνία. Πρόσφυγες, Κωνσταντινούπολη και τέτοια. δεν έμαθα ποτέ χωριό. Και όταν ήμασταν πιτσιρικάδες, Χριστούγεννα, Πάσχα και τέτοια, όλοι οι άλλοι την κάναν στο χωριό τους. Και μέναμε εμείς μπουκάλα, χωρίς χωριό. Και επιτέλους, αποκτήσαμε και εμείς ένα χωριό. Πώς θα γίνει; Πάμε στο τέτοιο. Πριν απ’ αυτό, αγόρασα κι άλλο χωριό όμως. Ναι, αμέ. Ταυτόχρονα με την Τήνο, πήρα κι ένα Ορεινής Κορινθίας, Στυμφαλία. Την έχεις ακούσει; Μια λίμνη Στυμφαλία; Ναι. Πήρα και εκεί ένα σπίτι, πάνω σε ένα βουνό. Το οποίο, το πήρα για να πηγαίνω να ηρεμήσω, να ζωγραφίζω και τέτοια. Αλλά, δεν έγινε ποτέ. Δεν ζωγράφισα ποτέ. Έφτιαχνα, έφτιαχνα, έφτιαχνα… Μετά προτίμησα…Οι δύο επιλογές, ή εκεί ή εδώ. Λέω, εδώ. Εκεί τι να κάνω; Μόνο πρόβατα είχε και, ξέρω ‘γω, πουλιά. Εδώ είχε δουλειά, μάρμαρα να δουλέψω. Και ήρθα εδώ. Τα παιδιά μου πάνε εκεί, γιατί είναι κοντά στην Αθήνα. Μιάμιση ωρίτσα. Βουνό, χιόνια. Τώρα έχει χιόνια εκεί. Μια χαρά. Άλλο. Δεν το πουλάω, αν με ρωτάς. Το 'χω δώσει στα παιδιά μου.

Α.Α.:

Τώρα τελευταία τι έχεις ανακαλύψει; Από εδώ στην Τήνο, τι σε εμπνέει;

Χ.Κ.:

Τίποτα. Ησυχία. Η έμπνευση, την έχω. Δεν χωράει άλλη στον εγκέφαλό μου πια. Τελείωσε. Αυτά που είναι να κάνω, τα κάνω, ας πούμε. Βαριέμαι τους ανθρώπους, οι ίδιοι κι οι ίδιοι, που είναι μοχθηροί και κάπως είναι, που σου λένε αυτό το μισό «καλημέρα», «καλησπέρα» και μόλις γυρίσεις την πλάτη, σου τα χώνουν από πίσω. Γιατί οι ίδιοι... ο οποίος όταν σ' τα χώνει, ενώ δεν του έχεις κάνει τίποτα, ο άλλος που τα ακούει, σου έρχεται και τα λέει την άλλη μέρα, ότι «μαλάκα, σ' τα 'πε...». Οπότε πλέον δε δίνω... το έχω ξεπεράσει αυτό το πράγμα. Άνευ αξίας. Είναι ταπεινοί άνθρωποι. Ας ζήσουν όπως θέλουνε. Εγώ κάνω αυτό που γουστάρω. Είμαι ανεξάρτητος. Τελεία και παύλα. 

Α.Α.:

Είναι κάτι άλλο που θέλεις να πεις, να προσθέσεις;

Χ.Κ.:

Ναι, ότι είσαι πολύ αξιαγάπητη και πολύ καλή στη δουλειά που κάνεις.