© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Δεκαπέντε χρόνια θερινό σινεμά

Κωδικός Ιστορίας
10343
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Φωτεινή Τσατσαράγκου (Φ.Τ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
23/01/2021
Ερευνητής/τρια
Ζωή Αγγελακοπούλου (Ζ.Α.)
Ζ.Α.:

[00:00:00]Καλησπέρα. Θα μας πεις το όνομά σου;

Φ.Τ.:

Φωτεινή Τσατσαράγκου.

Ζ.Α.:

Είναι Κυριακή, 24 Ιανουαρίου του 2021. Βρισκόμαστε στη Λαμία με τη Φωτεινή Τσατσαράγκου. Εγώ ονομάζομαι Αγγελακοπούλου Ζωή και είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Λοιπόν, ξεκινάμε. Ποια είναι η ιστορία που θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας σήμερα;

Φ.Τ.:

Δεκαπέντε χρόνια σινεμά, θερινό σινεμά, στην Αθήνα. Ξεκινήσαμε με τον άντρα μου το 1990. Πήραμε τον κινηματογράφο, ένα παλιό θερινό σινεμά στην παραλιακή, στο Καλαμάκι. Λειτουργούσε σαν θερινό σινεμά και χειμερινό. Ο χειμερινός, όμως, χρόνια πριν είχε σταματήσει. Το είχαν ενοικιάσει σε νυχτερινό κέντρο. Το είχανε γυρίσει νυχτερινό κέντρο. Ο θερινός, όμως, λειτουργούσε. Το λειτουργούσε ο ίδιος ο ιδιοκτήτης. Αυτός έβγαινε στη σύνταξη και αποφάσισε να το δώσει να το δουλέψουν κάποιοι, να το ενοικιάσει. Έτσι πήραμε τη μεγάλη απόφαση χωρίς να ξέρουμε καθόλου, εγώ προσωπικά, και η μόνη σχέση που είχα με το σινεμά είναι να πηγαίνω σινεμά και να βλέπω ταινίες. Τότε στην Αθήνα, στη δεκαετία του ’80, λειτουργούσαν πάρα πολλά θερινά σινεμά. Προς το τέλος της δεκαετίας του ‘80 άρχισαν σιγά-σιγά πάρα πολλά να κλείνουν. Και ο λόγος, βέβαια, ήτανε φανερός: Ήταν η ιδιωτική τηλεόραση. Και το σινεμά δεν ήταν ένας τρόπος όπως ήταν παλαιότερα που βγαίναν έξω για να… Αποφασίσαμε, λοιπόν, να πάρουμε τον κινηματογράφο. Ξεκινήσαμε χωρίς να έχουμε ιδέα τι μας γίνεται. Σαν θεατές ήμασταν πάρα πολύ καλοί. Σαν επιχειρηματίες, όμως, δεν ξέραμε τίποτα! Βέβαια, ο Αντώνης ήτανε σχετικός με τον κινηματογράφο. Η δουλειά του ήταν κινηματογραφικές διαφημίσεις, οπότε είχε σχέση με το σινεμά, και με χειμερινό και με θερινό. Ο πατέρας του ήταν από τους ζωγράφους των πανό που αναρτούνταν στα θέατρα, στους κινηματογράφους, που έγραφαν τον τίτλο της ταινίας, τους ηθοποιούς. Οπότε, ήτανε από πολύ μικρός μέσα σε αυτό το επάγγελμα. Η δουλειά του ήταν κινηματογραφικές διαφημίσεις, δηλαδή ήταν κάτι σαν μεσάζοντες μεταξύ κινηματογραφιστών και κινηματογραφικών διαφημίσεων, κινηματογραφιστών των επιχειρηματιών, δηλαδή. Ξεκινήσαμε, λοιπόν, το σινεμά. Το πήραμε με… Αυτός μας είπες ότι τριάμισι χιλιάδες εισιτήρια έκανε το καλοκαίρι, τη θερινή περίοδο. Όταν πρωτοξεκίνησαμε θυμάμαι… Εκείνο το καλοκαίρι έβαψα όλες τις καρέκλες του σινεμά με μαύρο χρώμα και αντικαταστήσαμε τα πανιά με τα καινούργια υλικά που με τη βροχή δεν κρατάει νερό και πλαστικοποιημένο. Οπότε, κάναμε μία ανανέωση. Το βάψαμε, το φτιάξαμε. Βάλαμε λουλούδια, γιασεμιά, τριαντάφυλλα γύρω-γύρω στο σινεμά.

Φ.Τ.:

Ξεκινάμε, λοιπόν, την πρώτη χρονιά. Εγώ θυμάμαι ήμουνα 27 χρόνων, δηλαδή πολύ μικρή θεωρώ για κάτι τέτοιο. Ήτανε απογοήτευση ο πρώτος μήνας. Ο δεύτερος μήνας λίγο καλύτερα, ο τρίτος μήνας ακόμα καλύτερα… Πηγαίναμε από το μεσημέρι, απόγευμα μέχρι το βράδυ. Σιγά-σιγά άρχισε να γίνεται γνωστό. [00:05:00]Κάναμε διαφήμιση και στο ραδιόφωνο. Είχα εγώ έναν φίλο, ο γνωστός, ο Γρηγόρης ο Ψαριανός, ο οποίος τότε ήταν ραδιοφωνικός παραγωγός στον 9,84, στον Flash. Όπου πήγαινε, σε όποιο ραδιόφωνο πήγαινε όλα τα χρόνια έβαζε και διαφήμιση το Αχίλλειο και έλεγε: «Προσφορά την εβδομάδα»... Έδινε αρκετά εισιτήρια. Και ερχόταν. Έτσι, σιγά-σιγά άρχισε να γίνεται γνωστό, οπότε ερχόταν από πολλά σημεία και όχι μόνο από τη γειτονιά. Δηλαδή, δεν ήταν μόνο από το Φάληρο. Δεν ήταν μόνο από το Καλαμάκι. Απ’ το Άνω Καλαμάκι ερχόταν, από Γλυφάδα, από Κηφισιά, από Πειραιά. Χρόνο με το χρόνο όλο και κάτι φτιάχναμε, όλο και κάτι φτιάχναμε.

Φ.Τ.:

Θυμάμαι κάτι πολύ αστείο. Την πρώτη χρονιά παίζαμε με τα ηχεία… Τότε ήταν ακριβώς κάτω από την οθόνη. Ένα βράδυ θυμάμαι παίζαμε την ταινία το Good Morning Vietnam. Και κει αυτός φώναζε: «Good morning, Vietnam». Και θυμάμαι απ’ την πίσω πολυκατοικία ήρθε μία κυρία αλαφιασμένη και λέει: «Τι θα γίνει ρε παιδιά; Θα κοιμηθούμε σήμερα;» Είχαμε και τέτοια. Οπότε, αποφασίσαμε και κάναμε Dolby Surround, δηλαδή κυκλικό, περιμετρικό μάλλον, ήχο και σταματήσανε πια τα προβλήματα αυτού του τύπου. Εκείνα τα χρόνια, λοιπόν, το αεροδρόμιο το Ελληνικό… Αεροδρόμιο το μεγάλο ήταν στο Ελληνικό! Κάθε φορά που έφευγε αεροπλάνο χάναμε για αρκετά δευτερόλεπτα, να μην σου πω λεπτά, τον ήχο, τα πάντα από την ταινία που παίζαμε, γιατί πέρναγε ακριβώς από πάνω το αεροπλάνο. Και συνήθως ήταν τα αεροπλάνα που φεύγανε για Ευρώπη. Μιλάμε τα Boeing τεράστια, να τα βλέπεις και να λες… Με το που ξεκίναγε και σηκωνόταν το αεροπλάνο και πέρναγε από πάνω, σείονταν όλη η πολυκατοικία, όλο το σινεμά. Θυμάμαι τότε έλεγα: «Καλά, πως κοιμούνται αυτοί οι άνθρωποι εδώ;». Κάθε τρία λεπτά το καλοκαίρι πέρναγε αεροπλάνο. Έφευγε. Δεν ερχόταν το αεροπλάνο. Έφευγε. Ερχόταν από τη μεριά της Γλυφάδας αλλά έφευγε από τη μεριά της Αθήνας. Έφευγε από κει. Ήτανε ο αεροδιάδρομος. Αχ, Χριστέ μου! Λοιπόν, αυτό ήταν πολύ… Δηλαδή, για μένα θεωρούσα ότι ήταν πολύ ανησυχητικό το να κάθεσαι να βλέπεις ταινία μέσα στην ησυχία, να είσαι προσανατολισμένος εκεί και ξαφνικά να ακούς αυτό το «βββββ», να φεύγει το αεροπλάνο και να περνάει από πάνω. Όμως, οι άνθρωποι εκεί το είχανε συνηθίσει. Δεν τους φαινόταν τόσο… Πώς να το πω; Δεν ήταν τραγικό για αυτούς, γιατί ήταν καθημερινό. Όταν έφευγα από κει —εμείς μέναμε Νίκαια, το σπίτι μας ήταν εκεί—, όταν πηγαίναμε σπίτι, ξαφνικά μετά από δύο χρόνια, τρία χρόνια άρχισα να νιώθω την απουσία της βουής των αεροπλάνων. Τραγικό! Πόσο μπορεί ο ανθρώπινος νους να συνηθίσει έναν ήχο, τόσο δυνατό ήχο! Συνεχίζουμε, λοιπόν, με τον κινηματογράφο… Οι ταινίες τότε που παιζόταν στα σινεμά ήταν επαναλήψεις πρώτων προβολών του χειμώνα. Περνώντας, όμως, τα χρόνια, επειδή άρχισε να φθίνει [00:10:00]πάλι ο κινηματογράφος, δίνανε και πρώτες προβολές το καλοκαίρι, πρώτες προβολές που ήταν πραγματικά πολύ δυνατές ταινίες. Και ευτυχώς, γιατί έτσι γεμίζανε τα σινεμά. Θα πω ένα αστείο πάλι. Τότε τις ταινίες που φτιάχναμε τα πανό, που ανεβάζαμε στην είσοδο του κινηματογράφου, τα έφτιαχνε ο πεθερός μου, ο πατέρας του Αντώνη. Όταν έφευγε, όμως, με άδεια το καλοκαίρι, τα δίναμε σε έναν από τους ζωγράφους και μας τα έφτιαχναν αυτοί. Κάποια στιγμή ο Αντώνης έλειπε. Είχε πάει στο Ψαροπούλι για να δει την Ελένη ένα Σαββατοκύριακο. Και κάνουνε λάθος μία ταινία. Ενώ είχαμε άλλη στο πρόγραμμα μάς στέλνει άλλη ταινία και δεν υπήρχε πανό. Τι θα βάζαμε, λοιπόν, στην πρόσοψη του κινηματογράφου; Ποια ταινία παίζαμε; Άλλη ταινία θα είχαν οι φωτογραφίες, το σταντ, άλλη ταινία θα ήταν πάνω ή δεν θα υπήρχε τίποτα; Και εφόσον βρεθήκαμε σε αυτή την κατάσταση και ήμουνα και μόνη μου… Αλλά, είχα φίλους όμως. Είχα το φίλο μου τον Τόνυ που με βοήθησε πάρα πολύ σε όλο αυτό. Πήγα στην δουλειά, που υπήρχαν όλα εκεί τα χαρτόνια, οι μπογιές, και έφτιαξα μόνη μου τον τίτλο της ταινίας από το πουθενά! Έφτιαξα τον τίτλο της ταινίας και πήγαμε και τον βάλαμε, τον κρεμάσαμε. Δηλαδή, εντάξει… Μετά θυμάμαι… Τότε δεν υπήρχαν κινητά που να βγάζουν φωτογραφίες και όλα αυτά. Απλά λέγαμε: «Θα έπρεπε με κάποιο τρόπο αυτό να το κρατήσουμε μουσειακό ιστορικό»! Στον κινηματογράφο η σχέση μας με τους πελάτες δεν ήταν σχέσεις —με τους περισσότερους πελάτες— τυπικές, «Γεια σας. Το εισιτήριό σας. Περάστε». Ήτανε πολύ ανθρώπινες, δηλαδή, οι σχέσεις που… Κάθε φορά που ξεκινούσαμε το καλοκαίρι, με την έναρξη της σεζόν, ερχόταν κόσμος που έλεγε «Τι κάνετε; Πώς περάσατε το χειμώνα;», αν ήτανε δύσκολα, αν ήταν εύκολα, «Τι ταινίες θα μας φέρετε; Τι παίζεται;»… Υπήρχε το έργο στο τηλέφωνο. Κάθε φορά που άλλαζε είχαμε τηλεφωνητή και έλεγα εγώ το έργο που παίζαμε, τους ηθοποιούς, σκηνοθεσία και όλα αυτά. Όταν ξεκίναγε, όμως, κατά τις 20:30, 20:00 το βγάζαμε και σήκωνα εγώ τα τηλέφωνα. Κάποια στιγμή παίρνει μία πελάτισσα και λέει: «Ποιο έργο παίζετε;». Λέω: «Παίζουμε…». Νομίζω πρέπει να παίζαμε το Βράχο, αν θυμάμαι καλά, μία αμερικάνικη ταινία με πολύ σασπένς, πολύ… Επειδή ήξερα, όμως, ότι δεν ήτανε του στυλ της αυτή η ταινία —αυτό το ζευγάρι ερχότανε συνέχεια σινεμά, δηλαδή δύο και τρεις φορές την εβδομάδα— και τους είπα την πραγματικότητα, ότι η ταινία είναι έτσι: «Νομίζω ότι δεν θα σας αρέσει, αλλά και πάλι αν θέλετε μπορείτε να ‘ρθείτε να κρίνετε και μόνοι σας». Με ακούει ο Αντώνης και λέει: «Πολύ ωραία τα είπες... Δεν θα έρθει κανένας άμα μιλάς έτσι για τις ταινίες που παίζουμε»! «Μα δεν μπορεί να μην λέω την αλήθεια» του λέω. «Δεν γίνεται. Αν πεις ψέματα θα γυρίσει και θα σου πει: ‘‘Μα τι μου είπες;’’. Άλλα περίμενα και άλλο είδα». Τελικά, ήρθαν, είδαν την ταινία και φεύγοντας μου είπε: «Ευχαριστούμε πάρα πολύ. Ήσουνα περιεκτικότατη σε αυτό που είπες. Ό,τι είπες έτσι ήταν η ταινία». [00:15:00] Το καλό με το σινεμά ήταν ότι γνωρίσαμε πολλούς ανθρώπους. Κάναμε φίλους. Τους καλύτερούς μας φίλους τους είχαμε εκεί. Παραμένουν εκεί. Είχαμε πολλούς πελάτες που ήτανε και είναι, βέβαια, πολύ καταξιωμένοι στο χώρο τους, καλλιτεχνικοί, όπου κι αν είναι σαν καλλιτέχνες. Πελάτες ήτανε η Χαρούλα η Αλεξίου, ήταν οι αδερφοί Κατσιμίχα, ο Χάρης και ο Πάνος —αυτοί ήτανε πολύ συχνοί πελάτες—, ήταν ο Λουκιανός Κηλαηδόνης που ερχόταν μαζί με τον Ψαριανό και πολλοί άλλοι που δεν τους θυμάμαι. Και πολιτικοί που ερχότανε.

Φ.Τ.:

Αυτό που παίζαμε κάθε Δεκαπενταύγουστο που δεν είχε κόσμο στην Αθήνα και μέναν οι πιο επιλεκτικοί, έτσι, αυτοί που ήμασταν στην Αθήνα… Παίζαμε πάντα την Καζαμπλάνκα, μία ασπρόμαυρη ταινία. Εκεί ερχόταν από όλη την Αθήνα, από Κηφισιά, από Πειραιά. Υπάρχει ένας κινηματογράφος, ο Ζέφυρος, ο οποίος λειτουργεί ακόμη. Αυτός βάζει μόνο τέτοιες ταινίες κάθε καλοκαίρι και όλοι οι υπόλοιποι, ξέρεις, παίζαμε τις ταινίες που παιζόντουσαν το χειμώνα, νέες ταινίες, και όλα αυτά. Υπήρχε ένα κομμάτι, όμως, εκεί που είχαμε παίξει και το Όσα Παίρνει ο Άνεμος. Είχαμε παίξει καλά, και το Woodstock, που μετά είχαμε κάνει και αφιέρωμα και είχαμε και μουσικούς που παίξανε μετά και συζήτηση.

Ζ.Α.:

Πώς και την Καζαμπλάνκα, όμως, συγκεκριμένα;

Φ.Τ.:

Θεωρώ ότι είναι από τα πιο… Πώς να το πω; Είναι ταινία-σταθμός η Καζαμπλάνκα σαν ασπρόμαυρη ταινία. Και οι ηθοποιοί καταπληκτικοί και το έργο απίστευτο, πάρα πολύ ωραίο. Δηλαδή, ξέρεις, είναι κάποιες ταινίες, όπως παράδειγμα —πιο πρόσφατη— το Αποκάλυψη Τώρα του Κόπολα… Αυτές οι ταινίες δεν είναι μόνο για την περίοδο που παίζονται. Πρέπει να τα βλέπουνε και οι επόμενες γενιές. Πολλές ταινίες είναι έτσι, τέτοιου τύπου. Τι να θυμηθώ και τι να ξεχάσω; Δηλαδή, τώρα βλέπω κάποιες ταινίες εδώ στην τηλεόραση ή στη Nova και τρελαίνομαι. Λέω: «Ναι. Αυτή την παίξαμε. Αυτή την παίξαμε τότε, τότε».

Ζ.Α.:

Και για τα αφιερώματα αυτό που ανέφερες; Τι κάνατε με τα αφιερώματα; Πώς λειτουργούσε αυτό;

Φ.Τ.:

Κάναμε αφιερώματα σε σκηνοθέτες, κάναμε αφιερώματα σε ηθοποιούς. Δημιουργήθηκε Κινηματογραφική Λέσχη Αλίμου μέσα από παιδιά και φίλους του κινηματογράφου και είχαμε συμφωνήσει σε κάποια από τις ταινίες που είχαμε προγραμματίσει για το μήνα Ιούλιο και Αύγουστο και ερχόταν. Είχανε βγάλει και αυτοί το πρόγραμμά τους και εμείς το δικό μας. Και ερχόταν, το μοιράσανε στους φίλους τους, στα μέλη τους, και ερχόταν και παρακολουθούσαν τις ταινίες και λέγανε ότι είμαστε από τη Λέσχη εκεί. Τα παιδιά κάθε φορά που υπήρχε η ταινία, που κάναμε το αφιέρωμα, ερχόταν και ήτανε κάτω παρόντες. Και συμμετείχαμε, βέβαια, πάρα πολύ… Κάναμε αφιερώματα, αφιερώματα μουσικά περισσότερο, ποιητικά αφιερώματα.

[00:20:00]

Ζ.Α.:

Οπότε, μετά οι ταινίες συνοδευόντουσαν και από μουσική και τέτοια;

Φ.Τ.:

Και από μουσική και από λόγο. Κάναμε αφιέρωμα στον Κισλόφσκι, όπου εκεί η Ελένη ήταν πολύ μικρή. Ήταν… 3-4 χρονών πρέπει να ήταν. Και σε μία ερωτική σκηνή γυρίζει και μου λέει: «Μαμά, αυτός την αγαπάει αυτή, ε;». Τι άλλο; Είναι τόσα πολλά που… Το μυαλό μου έχει…

Φ.Τ.:

Θα πω κάτι πολύ αστείο. Ήτανε μία περίοδος… Ένα καλοκαίρι η Αθήνα είχε γεμίσει ψύλλους. Ναι. Μην γελάς, είχε γεμίσει ψύλλους. Και εμείς αναπόφευκτα σαν εξωτερικός χώρος που ήμασταν από την πίσω μεριά του κινηματογράφου, κάτω, υπήρχε χώμα. Και κάποια στιγμή εκεί που καθόμουνα εγώ στο σκαμπό, στην καρέκλα που ήταν πιο ψηλή στο ταμείο, έφευγα κάθε φορά και έλεγα: «Με τσιμπούν κουνούπια». Φυσικά υπήρχαν κουνούπια, αλλά είχα γεμίσει σπυριά παντού. Και θυμάμαι πήγα στο χωριό για να δω τη μικρή και λέω στη μαμά μου: «Κοίτα, ρε μαμά, έχω γεμίσει». Και γυρίζει και μου λέει: «Αυτά δεν είναι τσιμπήματα από κουνούπια. Αυτά είναι τσιμπήματα από ψύλλους». Ορίστε; Και παθαίνω κοκομπλόκο, δεν το συζητώ. Και κατεβαίνω, πάω στο σινεμά. Μιλάμε με τον Αντώνη. Παίρνουμε τηλέφωνο τα παιδιά που ερχόταν κάθε χρόνο και μας έκαναν απολύμανση. Κάθε φορά πριν ξεκινήσουμε κάναμε απολύμανση όλο το χώρο. Έρχονται τα παιδιά και τους λέμε: «Παιδιά, αυτό και αυτό». Στην καρέκλα, λοιπόν, εκεί που καθόμουν, υπήρχε ένα μαξιλάρι. Εκεί στο μαξιλάρι καθόταν μία γάτα και από τη γάτα κόλλησα ψύλλους. Οι ψύλλοι, όμως, ήταν παντού! Ήταν παντού! Φέραμε τρεις φορές επί μία εβδομάδα και έκαναν ψεκασμούς παντού σε όλο το χώρο. Φεύγαμε από κει και πηγαίναμε στο Skippers στο μπαράκι. Μετά το σινεμά κλείναμε και πηγαίναμε για ποτάκι. Και θυμάμαι μία φορά όπως καθόμουνα ένιωθα κάτι να με τσιμπάει στη μέση. Και λέω: «Δεν μπορεί. Πρέπει να έχω οπωσδήποτε ψύλλο». Και πάω στο σπίτι. Μας είχανε πει τα παιδιά που κάναν την απολύμανση: «Όταν θα πηγαίνετε σπίτι θα βγάζετε όλα σας τα ρούχα έξω απ’ την πόρτα, θα τα τινάζετε και θα μπαίνετε στο μπάνιο κατευθείαν και αυτά κατευθείαν σε βραστό νερό, σε ζεστό νερό». Κάναμε αυτό. Βέβαια, μετά από δέκα μέρες δεν υπήρχε τίποτα, αλλά το αστείο είναι το ξέραμε λίγοι άνθρωποι. Και είμαι στο ταμείο. Έρχεται ένας πελάτης ο οποίος ήτανε και ναυτικός και φορούσε άσπρα. Και ξαφνικά καθότανε στην καρέκλα και περίμενε να τελειώσει η ταινία για να μπει στην παράσταση των 23:00. Και βλέπουμε με το φίλο μου τον Τόνυ —καθόμασταν πιο κάτω εμείς— και βλέπω ένα άσπρο να ανεβαίνει προς τα πάνω στα πόδια του και παθαίνουμε…. Να κοιταζόμαστε. Και δεν μπορούσαμε. Ξεσπάσαμε σε γέλια! Δηλαδή, μας φάνηκε τόσο πολύ αστείο γιατί δεν μπορούσαμε να του πούμε: «Καλέ κυριούλη, κουνηθείτε λίγο!». Δεν γινόταν. Αυτό ήταν όμως… Ταλαιπωρηθήκαμε πραγματικά πάρα πολύ, γιατί φαντάσου ότι όλο [00:25:00]αυτό το διάστημα δεν ξέραμε τι ήτανε αυτό που τσίμπησε εμένα, γιατί ήμουνα κάτω στο ταμείο. Τον Αντώνη δεν τον πείραζε τίποτα, γιατί δεν καθόταν κάτω στο ταμείο. Ήτανε πάνω. Στο κυλικείο είχαμε την ωραία μηχανή που έφτιαχνε ποπ κορν. Μόλις τα έφτιαχνε μοσχοβολούσε ο τόπος. Και επίσης αυτό που φτιάχναμε ήτανε και hot dog. Και τη σάλτσα την έφτιαχνα μόνη μου. Ερχόταν για τα hot dog από τη γειτονιά και παίρνανε χωρίς να βλέπουνε ταινία. Περιμένανε πότε θα γίνει διάλειμμα να ανέβουνε επάνω για να πάρουν hot dog για το σπίτι! Δηλαδή, ΟΚ, όλα γύρω από τον κινηματογράφο, αλλά, ξέρεις ότι είχαμε εξοικειωθεί με όλη τη γειτονιά, που… Τι να σου πω τώρα; Η κυρα-Σόφια απέναντι στην πολυκατοικία, που όταν μαγείρευε γεμιστά, ας πούμε, φώναζε: «Αντώνη, έλα. Έχω γεμιστά!». Ή διπλά που ένα διάστημα είχαν έρθει… Μάλλον όταν πήγαμε εκεί ήταν Αλή-Μπαμπά, εστιατόριο, που σημαίνει, δηλαδή, τι; Έφτιαχνε ασιατική κουζίνα, αλλά λιβανέζικη, συριακή, τέτοια κουζίνα. Τότε ερχόντουσαν πάρα πολύ… Το Καλαμάκι και το Φάληρο είχε πολλούς Άραβες. Ενοικιάζαν σπίτια και κάνανε διακοπές οι οικογένειές τους στην Ελλάδα. Ερχόντουσαν και κάνανε διακοπές εκεί. Είχαμε πελάτες που… Ένας Άραβας, ο οποίος είχε έρθει με τα παιδιά του —δύο κόρες και έναν γιο— και κάθε βράδυ, κάθε φορά που αλλάζαμε ταινία, ερχόταν δίπλα, τρώγανε και έφερνε τα παιδιά του επάνω για να δούνε την ταινία στο σινεμά. Εκεί γνώρισα και μία από τις καλύτερες φίλες που είχα στην Αθήνα τότε, τη Ντενίς, η οποία ήταν Αγγλίδα ξεναγός και ήμασταν κάθε βράδυ μαζί. Οπότε, όταν την πρωτογνώρισα εγώ ήξερα τυπικά αγγλικά. Είχα τελειώσει Proficiency, αλλά δεν το πήρα ποτέ και έλεγα: «ΟΚ. Τι καλά. Ναι. Ξέρω να μιλάω Αγγλικά». Μόλις ξεκίνησε η Ντενίς να μιλάει εγώ δεν ξέρω τίποτα και μου λέει —παρένθεση τώρα όλα αυτά για το σινεμά, έτσι;—: «Μην στεναχωριέσαι. Μην σκέφτεσαι ελληνικά μετάφραση αγγλικά. Άσ’ το». Ε, μετά αυτό ήτανε, αφού κάθε βράδυ μιλάγαμε αγγλικά… Ερχόταν να ξεκουραστεί, να πιει τη μπύρα της. Και καθόμασταν κάτω και κάναμε παρέα και μιλάγαμε. Στο Αλή-Μπαμπά είχαμε γνωρίσει το μάγειρα το Ρασούλ, ο οποίος ήτανε Σύριος και μαγείρευε καταπληκτικά φαγητά. Και φυσικά, εμείς ήμασταν οι πρώτοι δοκιμαστές του. Μας έφερνε πάντα να μας καλοπιάσει. Γίναμε φίλοι. Ήτανε πολύ καλός άνθρωπος. Και εκεί δοκίμασα και γεύτηκα, έτσι, καινούργια κουζίνα. Και κάτι που μου άρεσε πάρα πολύ και μετά το υιοθέτησα… Γιατί μου είπε αρκετές συνταγές, μου είπε αρκετά απ’ αυτά που έκανε. Ας πούμε, έφτιαχνα το πιλάφι και το φτιάχνω με κουκουνάρια και φιστίκια Αιγίνης, που το ‘φτιαχνε πάρα πολύ ωραίο. Επίσης, το μαριναρισμένο κοτόπουλο, που είναι πάρα πολύ ωραίο και αυτό. Παρένθεση, λοιπόν, με το σινεμά. Είναι όλα αυτά τα γύρω-γύρω, αυτά που σε κάνουν πραγματικά να νιώθεις την απώλεια των ανθρώπων. Εκεί γνώρισα και τη φίλη μου την Άννα. Εκεί γνωρίσαμε και το Palette, το καταπληκτικό ζαχαροπλαστείο στο [00:30:00]Καλαμάκι, μέσα από την Άννα. Ένα διάστημα ήτανε δίπλα μας ένα εστιατόριο —το είχανε κορίτσια— που το λέγαν Καγκουρό, γιατί ήταν από την Αυστραλία. Φτιάχνανε χάμπουργκερ απίστευτα. Και μετά έγινε Δωδώνη, παγωτά με καφέ… και ναι, πολύ. Ο κινηματογράφος, λοιπόν… Τον πήραμε, υποτίθεται, με τρεισήμισι χιλιάδες εισιτήρια και φτάσαμε κοντά στα τριάντα χιλιάδες εισιτήρια. Δεν το περίμενε κανένας. Κι όλο αυτό γιατί η σχέση μας ήτανε τέτοια με το σινεμά και με τους ανθρώπους που μάλλον τελικά αυτό είναι. Δηλαδή, ερχόταν όχι μόνο για να δούνε σινεμά. Ερχόταν για να δούνε και εμάς. Α, το απίστευτο! Θα σου πω, θα γελάσεις! Εκεί βέβαια δεν ήξεραν ότι εγώ είμαι παντρεμένη με τον Αντώνη κι ότι έχουμε και ένα παιδί. Είχα φάει τα απίστευτα καμάκια, όπως και ο Αντώνης βέβαια, γιατί ήταν και ομορφόπαιδο. Το πιο ωραίο, το πιο αστείο καμάκι: «Τι ώρα σχολάς; Να σε κεράσω ένα σουβλάκι;»! Πες μου, σε παρακαλώ, δηλαδή μιλάμε… Εντάξει… Τι να θυμηθώ, τι να ξεχάσω…

Φ.Τ.:

Κινηματογράφος Αχίλλειο μαζί με Skippers. Είναι... Το Skippers παραμένει ακόμα. Είναι ένα από τα μπαράκια που είναι κάτω στο Καλαμάκι, εκεί που έχουνε τη μαρίνα Αλίμου. Το Skippers όταν πήγαμε εμείς ήταν ένας πολύ μικρός χώρος και εξωτερικά ένας χώρος που είχε γαρμπιλάκι κάτω με καρεκλίτσες τύπου σκηνοθέτη. Και μετά σιγά-σιγά το χτίσαμε, γιατί εκεί πηγαίναμε κάθε βράδυ. Κάθε βράδυ μαζευόμασταν. Και μόνοι μας να ήμαστε παρέα θα βρίσκαμε. Περάσαμε τα πιο ωραία βραδιά. Ειδικά αυγουστιάτικα βράδια, στα πεφταστέρια. Να κοιτάμε τα αστέρια να πέφτουν και φυσικά να περνάνε και κάτι αρουραίοι δίπλα μας τεράστιοι!

Ζ.Α.:

Όχι και τόσο ρομαντικό!

Φ.Τ.:

Όχι και τόσο ρομαντικό. Εντάξει, τώρα, βέβαια, δεν έχει καμία σχέση έτσι όπως το έχουνε φτιάξει. Είναι πάρα πολύ ωραίο. Και κάποια στιγμή ήταν ένα βράδυ που για δεύτερη φορά είχε κάνει ο Λουκιανός Κηλαηδόνης στην περίφημη πλαζ της Βουλιαγμένης... Και είχε πάει ο Αλέξης, ένας από τους ιδιοκτήτες, ο Μελίτας, στην παράσταση αυτή του Κηλαηδόνη. Είχε πάει με ένα καράβι που το έχει εκεί αραγμένο στο Skippers, σαν πειρατικό, στυλ πειρατικού. Η Ελένη έχει ξεναγηθεί σε αυτό το καράβι. Την έχουνε ξεναγήσει μέσα. Την πήραν να της δείξουν το καράβι, γιατί μετά, αφού πήγαν εκεί, μετά το έφερε και το άραξε εκεί και παραμένει εκεί. Αξίζει να πας να το δεις. Έχεις πάει. Τι άλλο; Αυτά… Δύσκολα…

Ζ.Α.:

Και ο Αύγουστος στην Αθήνα πώς ήταν;

Φ.Τ.:

Απίθανος. Απίθανος! Καταρχήν, τότε, τα πρώτα χρόνια, το [00:35:00]γραφείο ήταν στην Ακαδημίας. Μπορούσες να περάσεις απέναντι χωρίς να κοιτάξεις αν θα περάσει αυτοκίνητο. Επίσης, τον Αύγουστο ήμασταν εμείς και εκεί καταλάβαινες πόσοι ξένοι δουλεύουν στην Αθήνα. Οι Πακιστανοί δίπλα, στο γήπεδο του Ολυμπιακού, στο Καραϊσκάκη… Δίπλα ήταν —και είναι, νομίζω, ακόμη— μία αλάνα. Εκεί παίζανε κρίκετ, γιατί είναι από τα εθνικά τους σπορ. Ινδοί και Πακιστανοί παίζανε κρίκετ εκεί. Καταλάβαινες πόσο πραγματικά… Έτσι, έβλεπες τη διαφορά, το πόσοι πολλοί ξένοι… Φαντάσου, από τότε ήταν αυτοί στην Αθήνα. Τον Ιούλιο δε ήτανε φριχτά. Δηλαδή, για να κατέβεις να πας παραλιακή, να κατέβεις Γλυφάδα, ήθελες δύο ώρες. Τέτοια κίνηση! Να μην σταματά πότε η κίνηση κατεβαίνοντας προς Γλυφάδα και φυσικά ανεβαίνοντας. Αλλά, παρόλα αυτά όμως, θεωρώ ότι ο Αύγουστος είναι ο καλύτερος μήνας για να κάνεις διακοπές στην Αθήνα. Πραγματικά. Παντού βρίσκεις τα πάντα. Όπου θες πας με μεγάλη ευκολία. Δεν έχει κίνηση. Πιστεύω να παραμένει το ίδιο ακόμα και τώρα. Αλλά, τότε το Καλαμάκι ήτανε μετά το Φάληρο —Καλαμάκι και μετά πήγαινες Γλυφάδα—, δηλαδή ήταν ο ενδιάμεσος σταθμός. Υπήρχε η παραλία του Αλίμου που πληρώνεις για να πας. Και εμείς εκεί πηγαίναμε και κάναμε μπάνιο. Και είναι και πριν από αυτή την παραλία μία άλλη παραλία, η οποία είναι κοινή για όλο τον κόσμο. Και γινότανε της κακομοίρας από τότε! Δηλαδή, ήταν η μόνη προσιτή παραλία που μπορούσες να πας μέσα στην Αθήνα, στην Αττική, ας πούμε, κοντά στην πόλη. Όταν είχε βοριά ήταν απίστευτα καθαρά. Όταν είχε νοτιά όλα τα σκουπίδια της Αίγινας, σακούλες και δεν συμμαζεύεται…. Πριν λειτουργήσει η Ψυττάλεια υπήρχαν μέρες που πηγαίναμε στην παραλία και βλέπαμε μία μπλε γραμμή. Και δεν μπαίναμε μέσα, βέβαια. Μετά, όταν λειτούργησε η Ψυττάλεια, σιγά-σιγά άρχισε να καλυτερεύει και όλη η παράκτια περιοχή της Αττικής. Απ’ το σινεμά πώς πήγαμε στην παραλία δε μπορώ να καταλάβω! Αλλά, επειδή ήταν παραλιακός ο κινηματογράφος… Δεν νομίζω ότι… Συνταρακτικά χρόνια, απίστευτα χρόνια, πανέμορφα.

Ζ.Α.:

Και πώς τελειώνει η ιστορία των δεκαπέντε χρόνων;

Φ.Τ.:

Η ιστορία τελειώνει άδοξα, γιατί αρρώστησε ο Αντώνης και αναγκαστήκαμε να τον δώσουμε τον κινηματογράφο, παρόλο που δεν θέλαμε. Αλλά, έπρεπε να γίνει. Αυτό.

Ζ.Α.:

Εξακολουθεί να λειτουργεί σήμερα;

Φ.Τ.:

Όχι, όχι, γιατί αυτός που τον πήρε δεν τον δούλεψε. Δεν νομίζω να δούλεψε. Κάνα δυο χρόνια, μετά σταμάτησε. Δεν… Δυστυχώς ένας-ένας κινηματογράφος θερινός… Πολύ λίγοι έχουνε μείνει στην Αθήνα, πολύ λίγοι, πραγματικά. Κι ήταν κινηματογράφος ταράτσας, δεν ήτανε κάτω. Ήταν όμορφα. Αυτά.

Ζ.Α.:

Μάλιστα. Ωραία ήτανε. Έτσι, μας μετέφερες λίγο στο κλίμα της εποχής…

Φ.Τ.:

Στο κλίμα της εποχής που τότε άλλαζαν πάρα πολλά, γιατί άρχισε να πέφτει το χρήμα, να ρέει άφθονο που λέγαμε· ο κόσμος να αποκτά πολύ γρήγορα αυτοκίνητα, να μπορεί να παίρνει αυτοκίνητο, να αγοράζει· μηχανές πολλές, κυκλοφορούσαν πάρα πολλές τότε.

Φ.Τ.:

Κοίτα να δεις τώρα… Για μας τα πρώτα χρόνια ήτανε και αγχωτικά, [00:40:00]πώς θα τα βγάλουμε πέρα, γιατί είναι μία δουλειά που σε θέλει κάθε μέρα εκεί. Δεν μπορείς να λείψεις ούτε μία μέρα. Όταν άρχισε να μεγαλώνει λίγο η Ελένη, το πρώτο μας παιδί, δεν μπορούσε να είναι στην Αθήνα όλο το καλοκαίρι. Οπότε, την χάναμε για δύο μήνες, να μην σου πω και παραπάνω. Μέχρι να πάει σχολείο ερχότανε Λαμία στη γιαγιά. Πήγαινε στο χωριό… Ερχόταν το Πάσχα και την παίρναμε τον Οκτώβρη, όταν κλείναμε το σινεμά, τέλος Σεπτέμβρη που κλείναμε το σινεμά. Όταν πήγε στο σχολείο, ενδιάμεσα, όμως, πήγαινε και στην Εύβοια, στο Ψαροπούλι, για μπάνια και μετά στο χωριό. Το ίδιο έγινε και μετά που ξεκίνησαν το σχολεία… Ένα μήνα στη θάλασσα, ένα μήνα στο χωριό και μετά ξεκίναγε το σχολείο, οπότε ερχότανε. Και τις πρώτες μέρες το Σεπτέμβρη και τον Ιούνιο μέχρι να κλείσουν τα σχολεία, ερχόταν μαζί μου το βράδυ. Και τελειώνοντας η πρώτη παράσταση, είχαμε κόψει τα εισιτήρια για τη δεύτερη παράσταση και με το που ξεκίναγε η δεύτερη φεύγαμε και πηγαίναμε σπίτι για να μπορεί να κοιμηθεί, να σηκωθεί την άλλη μέρα για να πάει σχολείο. Και όταν γεννήθηκε η Έφη γινόταν και αυτό με την Έφη. Καρότσι, σινεμά… Η Έφη έχει μεγαλώσει στο σινεμά με το καροτσάκι της, με το μπιμπερό της, να φάει… Είχαμε τη Σοφία, θυμάμαι, μία κοπελίτσα η οποία ερχόταν και μοίραζε… Πήγαινε Λύκειο. Ήτανε η κόρη μιας φίλης και έκοβε τα εισιτήρια και μοίραζε το πρόγραμμα και έβγαζε το χαρτζιλίκι της απ’ αυτό. Λοιπόν, και την είχε αναλάβει η Σοφία. Μέχρι να κόψουμε τα εισιτήρια και να φύγουν. Μετά την αναλάμβανε η Σοφία. Την έβαζε στο καρότσι και πήγαινε βόλτα, την τάιζε την έκανε… Και μόλις τελείωνε η πρώτη παράσταση και μπαίνανε μέσα τις έπαιρνα και τις δύο και πηγαίναμε σπίτι. Αυτό. Ήτανε λίγο κουραστικό, αλλά ήταν για μικρό διάστημα, δηλαδή περίπου ένας μήνας ήταν αυτός που γινόταν αυτό. Όλο τον άλλο καιρό ήταν εκτός.

Ζ.Α.:

Και πώς ήταν να δουλεύεις με τον άνδρα που ήσουν παντρεμένη στο ίδιο χώρο;

Φ.Τ.:

Καταρχήν, δεν ήμασταν στον ίδιο χώρο! Ο καθένας είχε το πόστο του και ήμασταν και μακριά. Ήταν πάρα πολύ καλά, γιατί ο ένας βοηθούσε τον άλλον, ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον. Πραγματικά δεν είχαμε καμία σχέση. Εγώ ήμουνα κάτω, ο Αντώνης ήτανε πάνω. Ο Αντώνης ήτανε υπεύθυνος για το τι γινόταν μέσα στην αίθουσα. Εγώ ήμουνα κάτω, στο ταμείο, στην είσοδο, να βάζω σε σειρά πώς όταν θα φύγει ο κόσμος να περιμένουν να περάσουν οι επόμενοι. Εντάξει, υπήρχε… Είχαμε μοιράσει τις δουλειές μας και έτσι δεν είχαμε… Και ήταν πάρα πολύ ωραία και πολύ ευχάριστα μπορώ να πω. Περνάγαμε πανέμορφα! Υπήρχαν στιγμές απίστευτες!

Φ.Τ.:

Γέλιο, χιούμορ και φυσικά πολύ καλή παρέα και καλούς φίλους. Αυτό μας κράτησε. Πολύ καλούς φίλους. Από τα τρία χρόνια, τέσσερα και μετά, ο κινηματογράφος είχε γίνει ένα στέκι για πολύ κόσμο. Κάτω πέρναγαν όλοι. Και δεν πέρναγαν να μας πούνε ένα «Γεια». Πέρναγαν και κάθονταν και μιλάγαμε και λέγαμε τα πάντα! Αναλύαμε, φιλοσοφικές κουβέντες, πολιτικά, ό,τι μπορείς να [00:45:00]φανταστείς. Δεν υπήρχε! Ίσως και αυτό ήταν κάτι που μας έδενε με όλο τον κόσμο εκεί. Δηλαδή, ας πούμε ή η κυρα-Τασία που φώναξε το δεύτερο χρόνο, τον πρώτο χρόνο με τη φασαρία, πέρναγε να μας πει ένα «Γεια, καλές δουλειές» κάθε φορά που ξεκίναγε ο κινηματογράφος. Όλη η γειτονιά γύρω-γύρω. Ήτανε άνθρωποι οι περισσότεροι εκεί πρόσφυγες από την Πόλη. Και οι περισσότεροι ήτανε και πολύ ευκατάστατοι. Αρμένιοι πολλοί. Και είχανε στην Πόλη αφήσει περιουσία, που την έφεραν, βέβαια, κάποιοι από αυτούς. Κατάφεραν και έφεραν την περιουσία πίσω στην Ελλάδα. Κάποιοι άλλοι, όμως, τα άφησαν εκεί. Επίσης, δεν θα ξεχάσω ποτέ την κυρία Κατίνα. Λοιπόν, η κυρία Κατίνα ήταν μία Ελληνοαμερικάνα η οποία είχε αγοράσει ένα διαμέρισμα λίγο πιο πέρα από το σινεμά. Και η κυρία Κατίνα τα καλοκαίρια ερχόταν διακοπές στην Ελλάδα. Και φυσικά, κάθε μέρα ήταν στο σινεμά. Ερχόταν να δει την ταινία και τις επόμενες μέρες ερχόταν να δει εμάς. Δηλαδή, θα πήγαινε τη βόλτα της και γυρνώντας θα καθόμασταν να πούμε ιστορίες. Απίστευτη η κυρα-Κατίνα, με οικογένεια στην Νέα Υόρκη, στο Long Island. Πόσες φορές με έχει καλέσει να πάω μαζί με τον Αντώνη. Πόσες φορές μας είχε πει να πάμε! Ο άντρας της Κύπριος. Πολύ ευκατάστατοι. Και Ευβοιώτισσα, από την Κύμη η καταγωγή της. Η κυρα-Κατίνα θα μου μείνει αξέχαστη! Επίσης, ήτανε ο Ρόμπι, ο οποίος έγραφε κιόλας κριτική για κινηματογράφους και θέατρο και έμενε λίγο πιο πέρα. Και αυτός ερχόταν και κάναμε και παρέα, κιόλας. Μιλάγαμε πολύ. Το Αθηνόραμα που μας έκανε αφιερώσεις.

Ζ.Α.:

Όλοι περνούσαν, λοιπόν…

Φ.Τ.:

Ήταν ένα στέκι, ένα στέκι που, ξέρεις, είναι απ’ αυτά που λες: «Τι κρίμα που χάνονται σιγά-σιγά». Δίπλα, στη λεωφόρο Αμφιθέας κατεβαίνοντας προς τα κάτω, στην παραλιακή, υπήρχε το Booze. Δεν ξέρω αν έχεις ακούσει για αυτό το περίφημο μπαράκι που ήτανε και το χειμώνα. Λειτουργούσε κάπου στο Μετς, νομίζω, αν δεν κάνω λάθος. Και το καλοκαίρι κατέβαινε εκεί. Εκεί πάλι… Δηλαδή, για μένα κινηματογράφος ήτανε και διασκέδαση ταυτόχρονα μετά τον κινηματογράφο σε όλα εκείνα τα μπαράκια γύρω-γύρω, που ήταν πανέμορφα τότε και πολύ ζεστά. Σε εκείνο το μπαρ είχαμε γνωρίσει ένα βράδυ έναν Αμερικανό που είχε έρθει, τζαζίστα. Έπαιζε σαξόφωνο και είχε έρθει στην Ελλάδα για κάποιο αφιέρωμα, δεν ξέρω. Και είχε έρθει εκεί, έτσι, για να πιει, να διασκεδάσει. Και επειδή ξέραμε εμείς, ήμασταν γνωστοί με την ιδιοκτήτρια, και ο Τόνυ μαζί και όλοι εκεί περάσαμε ένα απίστευτο βράδυ. Η γνωριμία μας μαζί του ήτανε το κάτι άλλο.

Φ.Τ.:

Τι να πρωτοθυμηθώ; Τώρα σπασμωδικά θυμάμαι φάσεις, σκηνές. Δεκαπέντε χρόνια ήταν αυτά. Μία ζωή ολόκληρη! Τα καλύτερα μου χρόνια! Πραγματικά τα καλύτερα μου χρόνια, γιατί είναι τα [00:50:00]χρόνια που ωριμάζεις, αρχίζεις να ωριμάζεις και ταυτόχρονα γίνεσαι κιόλας μέσα απ’ αυτό. Δημιουργείσαι. Έχεις ήδη τις απόψεις σου, ήδη ξέρεις τι θέλεις, απλά μετά ρουφάς. Ρουφάς ό,τι καινούργιο βλέπεις, ό,τι καινούργιο γνωρίζεις, ό,τι ιδέες καινούργιες έχεις να δεις μπροστά σου και βλέπεις.

Ζ.Α.:

Οπότε, αυτό το σοκ που στα 27 βρέθηκες με έναν κινηματογράφο, τελικά κατέληξε σε πολύ καλό.

Φ.Τ.:

Ναι. Θεωρώ ότι ήτανε τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου αυτά. Και ήταν και τα χρόνια της δημιουργίας —έτσι;—, γιατί μέσα από τον κινηματογράφο δημιούργησα και την οικογένειά μου. Δηλαδή, αυτό ήτανε ταυτόχρονα.

Ζ.Α.:

Πάρα πολύ ωραίο και περιεκτικό. Θα ήθελες να μας πεις, έτσι, κάτι αστείο, ωραίο σαν ανάμνηση προκειμένου να κλείσουμε; 

Φ.Τ.:

Αστείο; Αστεία έγιναν πάρα πολλά. Νομίζω… Θα σου τι θεώρησα και πολύ γελοίο. Βασικά, το θεωρούσα εγώ τότε, αλλά δεν νομίζω ότι ήτανε γελοίο για αυτούς. Ένα βράδυ παίζαμε μία ταινία και ήρθε να παρακολουθήσει την ταινία ο Κοντομηνάς, ο Κοντομηνάς μαζί με την κόρη του και δύο μπράβους. Δεν εννοώ μπράβους. Ήταν αστυνομικοί οι οποίοι με πολιτικά, περίστροφα κανονικά στις τσέπες τους. Και ήταν η φρουρά του, η οποία, βέβαια, δεν παρακολουθούσε την ταινία. Απλά είχε κάτσει κάτω και πήγαινε το κουτσομπολιό… Έμαθα όλα για τον Κοντομηνά απ’ αυτούς τους δύο! Επίσης, κάτι άλλο που έχει πολύ μεγάλη σημασία, όπου την πρώτη φορά τρόμαξα. Βλέπω να σταματάει μπροστά στην είσοδο του κινηματογράφου ένα αυτοκινητάκι της Αστυνομίας. «Μπα», λέω, «Τι είναι αυτό;». Περίεργο μου φάνηκε την πρώτη φορά. Κατεβαίνουνε κάτω δύο τύποι και λένε: «Ξέρετε, πρέπει να δηλώσουμε ότι προβάλλεται μία ταινία για την προστασία των πολιτών σε περίπτωση που γίνει κάτι». Αυτό είναι δεδομένο ότι παρουσιάζουν τέτοιες ταινίες. Ποτέ δεν τις παρουσιάζουν μεν, αλλά περνάνε, όμως, και καταγράφεται ότι: «Ναι. Πήγαμε στον τάδε κινηματογράφο και….». Και κατεβαίνουμε κάτω, όπου γνωρίζω τον Παναγιώτη. Συστηθήκαν οι άνθρωποι. Συστηθήκαμε και εμείς. «Α, καινούργιοι είστε;» κι όλα αυτά. «Από πού είστε;» λέει ο Παναγιώτης. Του λέω: «Εγώ είμαι από τη Λαμία». «Από τη Λαμία! Από πού;». «Από το Παλιόκαστρο». «Ξέρεις από πού είμαι εγώ;». Λέω: «Όχι δεν ξέρω». «Απ’ τον Αϊ-Γιώργη». Εντάξει, μετά γίναμε πάρα πολύ καλοί φίλοι, οικογενειακοί φίλοι. Κρατάμε φιλία ακόμα. Και το ωραίο ήταν κάθε φορά το καλοκαίρι, κάθε φορά που ερχόταν, ξέραμε θα έρθει ο Παναγιώτης. Ερχόταν μετά σινεμά με τα παιδιά του, τη γυναίκα του. Τι να σου πω… Δηλαδή, από το πουθενά γνωρίζεις έναν άνθρωπο που ξέρεις ότι… εδώ εσύ από πού κι ως πού να βρεθείς; Οι καλύτερες φάσεις ήταν με τον Τόνυ και το Σωτήρη, όπου ο Αντώνης τούς είχε βγάλει «τα Λυκόπουλα». Ήταν οι φίλοι μας, ο Τόνυ και ο Σωτήρης, που ασχολούνται ακόμη με παλιά αυτοκίνητα, με βέσπες. Και κάθε [00:55:00]φορά ερχόταν με τη βέσπα. Και τους είχαμε βγάλει Λυκόπουλα γιατί φοράγανε κοντά παντελονάκια. Τους πειράζαμε, βασικά! Ο Τόνυ είχε ένα αυτοκίνητο —το είχε ακόμη— Pontiac του ‘50, το ξεσκέπαστο, convertible που λέγεται. Μας μάζευε όλους και μας πήγαινε βόλτα στην παραλιακή. Απίστευτα χρόνια… Τι να σου πω τώρα. Αυτά. Έληξαν.

Ζ.Α.:

Τέλεια. 

Φ.Τ.:

Τέλεια. Θα μπορούσε να ήταν και καλύτερα. Θα μπορούσε να διαρκέσει ακόμη περισσότερο. Δεν πειράζει.

Ζ.Α.:

Ήταν πολύ ωραίο που το έζησες όλο αυτό!

Φ.Τ.:

Ναι πραγματικά! Δεν θα το άλλαζα με τίποτα, σου λέω. Ήτανε… Θεωρώ ότι ήταν τα καλύτερά μου χρόνια αυτό το κομμάτι. Δεκαπέντε χρόνια της ζωής μου, τα καλύτερα μου χρόνια. Δυστυχώς, όμως, ξέρεις, είναι αυτό που λένε ότι όταν περνάς καλά, κάποιος… Κι έτσι τελείωσε. Άδοξα, πολύ άδοξα. Σινεμά, λοιπόν, θερινό σινεμά.

Ζ.Α.:

Δεκαπέντε χρόνια…

Φ.Τ.:

Δεκαπέντε χρόνια θερινό σινεμά.

Ζ.Α.:

Ωραία, λοιπόν…

Φ.Τ.:

Είχα πει κάποτε ότι θα γράψω βιβλίο για αυτό.

Ζ.Α.:

Ποτέ δεν είναι αργά.

Φ.Τ.:

Ποτέ δεν είναι αργά!

Ζ.Α.:

Γιατί όχι;

Φ.Τ.:

Ναι, πραγματικά. Και ίσως γράφοντάς το να δω και με διαφορετικό μάτι και τη ζωή μου… Αυτά.

Ζ.Α.:

Ευχαριστούμε πάρα πολύ γι’ αυτά που μοιράστηκες μαζί μας.

Φ.Τ.:

Και εγώ ευχαριστώ. Ελπίζω να άξιζαν τον κόπο.

Ζ.Α.:

Φυσικά και άξιζαν!

Φ.Τ.:

Ευχαριστώ.