© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Γενικώς η νύχτα είναι δύσκολη. Επιβίωσα μιας απαγωγής υπό την απειλή μαχαιριού, όταν ένας ψυχοπαθής απειλούσε να με βιάσει και να με σκοτώσει.

Κωδικός Ιστορίας
10325
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ρένα Μπιστακτσή (Ρ.Μ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
01/12/2019
Ερευνητής/τρια
Σπύρος Μαντζαβίνος (Σ.Μ.)
Σ.Μ.:

[00:00:00]Καλησπέρα.

Ρ.Μ.:

Καλησπέρα.

Σ.Μ.:

Πώς ονομάζεσαι;

Ρ.Μ.:

Ρένα Μπιστακτσή.

Σ.Μ.:

Και με τι ασχολείσαι;

Ρ.Μ.:

Δούλευα υπεύθυνη σε μία καφετέρια πολλά χρόνια. Τα ωράριά μου ήτανε βραδινά, νύχτα. Τα περισσότερα χρόνια.

Σ.Μ.:

Ωραία. Και έχεις μια ιστορία να μου πεις...

Ρ.Μ.:

Ναι.

Σ.Μ.:

Απ' τη δουλειά.

Ρ.Μ.:

Ναι. Είχανε γίνει πολλά, αλλά αυτή είναι η πιο σημαντική, πιο-. Ναι. Δούλευα πολλά χρόνια νύχτα, είχανε γίνει διάφορα, εντάξει, γιατί το βράδυ ο κόσμος πίνει, είναι κάπως δύσκολη η νύχτα και το νυχτερινό ωράριο, δεν έχει καμία σχέση με το πρωί. Ήτανε ένας τύπος που ερχότανε κάνα δύο βδομάδες, δεν ήτανε γνωστός πελάτης. Γιατί το μαγαζί, το καλό είχε ότι ερχόντουσαν συνήθως πελάτες που είναι τακτικοί, ξέρουν το μαγαζί και ερχόντουσαν συνέχεια. Αυτός ερχόταν συνήθως μόνος του. Έπινε, καθόταν κάνα δίωρο-τρίωρο, παρακολουθούσε τι παίζει, εγώ δε σέρβιρα, ήμουνα στο μπαρ. Τον είχα δει, κάνα δυο βδομάδες τον έβλεπα. Ε, κάποια στιγμή, το είχα συζητήσει κιόλας με το αφεντικό γιατί τους ξέραμε τους πελάτες, πάνε έρχονται άτομα που δεν τα γνωρίζουμε ή παρέες. Και είχε κάνει εντύπωση κιόλας γιατί ερχότανε μόνος του και δεν καθόταν με κανέναν. Κάποια στιγμή ένα βράδυ σχολάω 5 η ώρα το πρωί -συνήθως σχόλαγα 6-6μιση-, έφυγα νωρίτερα από το μαγαζί. Τέλος πάντων είχε πληρώσει αυτός νωρίτερα, δεν είχε φύγει, καθότανε, τον έκοβα εγώ ότι τις τελευταίες, δύο-τρία βράδια με κοίταγε πιο έντονα, εγώ δεν έδινα σημασία γιατί συνέχεια συνέβαινε αυτό. Ε, βγαίνω από το μαγαζί, είχα παρκάρει ένα στενό πιο κάτω. Τέλος πάντων, φθάνω στο αμάξι και την ώρα που πάω να ανοίξω την πόρτα, νιώθω κάτι κοφτερό τέλος πάντων στην μέση εδώ πέρα, γυρνάει και μου κάνει: «Μη μιλάς, μπες όπως είσαι μέσα!». Δεν κάνω τίποτα, ανοίγω την πόρτα, μπαίνω μέσα, από τη θέση του οδηγού μπήκα, απλά κάθισα στη θέση του συνοδηγού, βάζει τα κλειδιά, βάζει μπροστά το αμάξι, δεν μίλαγε καθόλου, και κατευθύνεται προς Πάρνηθα, Πεντέλη. Από εκεί πέρα. Σε όλη τη διαδρομή δεν μίλαγε. Σταματάει κάποια στιγμή και γυρνάει και μου λέει: «Δεν έχεις καταλάβει» μου λέει: «κάτι. Δεν θα σε σκοτώσω μόνο, δεν θα σε μμμ, θα σε σκοτώσω! Το έχεις καταλάβει» μου λέει: «αυτό;» Εντάξει, εγώ είχα τρελαθεί, δεν ήξερα πώς να αντιδράσω, προσπαθούσα να είμαι ήρεμη, σκεφτόμουνα, και δεν ξέρω κι εγώ τι σκεφτόμουνα εκείνη την ώρα. Τα πάντα σκεφτόμουν, λέω: «Εντάξει» απλά λέω: «θα με σκοτώσει, αυτό θα γίνει, τέλος». Σκεφτόμουνα γονείς, τα πάντα. Αυτός τί γίνεται τώρα; Δεν ήτανε καλά ψυχολογικά, από εκεί που έλεγε αυτά, σταμάταγε, δεν μίλαγε καθόλου, αυτό έγινε, ήτανε για πολλές ώρες. Περάσαν πολλές ώρες. Μία τρελαινότανε, έβριζε, εγώ προσπαθούσα να τον ηρεμήσω, του έλεγα: «Ηρέμησε» και «Όλοι έχουμε προβλήματα και μου φαίνεσαι καλό παιδί». Προσπαθούσα να τον πάρω με το καλό, γιατί φοβόμουνα απλά. Εκεί πέρα που ήτανε ήρεμος και όντως δηλαδή ηρεμούσε, ξαφνικά τον έπιανε τρέλα και μου έλεγε: «Έχεις καταλάβει; Θα σε σκοτώσω, δεν θα σε -ήσω μόνο!» Το ίδιο γινότανε πόση ώρα∙ με τα πολλά τον πήρα στο καλό εγώ και «Μου φαίνεσαι καλό παιδί και πρέπει να έχεις περάσει πολλά» και «δεν γίνεται να το κάνεις αυτό έτσι, σου έχουνε σίγουρα συμβεί πολλά». Και αρχίζω εγώ τώρα, πάω και πατάω πάνω στο ψυχολογικό του, να τον κάνω να ευαισθητοποιηθεί. Κάποια στιγμή έβαλε και τα κλάματα κιόλας. «Έχω περάσει πολλά» μου έλεγε, ναι, «και δεν ξέρεις τίποτα για μένα, αλλά είμαι τρελός». Δηλαδή εκεί που πήγαινε να ηρεμήσει, τον ξαναέπιανε. Αυτό γινότανε πολλές ώρες, εγώ είχα φθάσει σε ένα σημείο δηλαδή που από τη μία άκουγα την καρδιά μου να χτυπάει απίστευτα, να λέω: «Θα με σκοτώσει» και από την άλλη έλεγα: «Όχι, θα τα καταφέρω». Αλλά το περισσότερο ήταν αρνητικό, οι σκέψεις μου ήτανε αρνητικές τελείως. Κάποια στιγμή κατεβαίνει από το αμάξι, έκανε βόλτες γύρω γύρω, ξαναμπαίνει [00:05:00]μέσα. «Πού μένεις;» μου λέει. Του λέω: «Κοντά». Βάζει μπροστά, εν τω μεταξύ οι δικοί μου επειδή ξέρανε και τι ώρα σχολάω και αυτό γινότανε ώρες, πήρε η αδελφή και είχε ειδοποιήσει αστυνομίες, τα πάντα. Βάζει μπροστά, εν τω μεταξύ εγώ του έλεγα: «Μην ανησυχείς» και «Δεν πάω στην αστυνομία και δεν κάνω τίποτα, μόνον να πάω σπίτι μου σε παρακαλώ οι δικοί μου θα ανησυχούνε», αρχίζω και του έλεγα: «είναι άρρωστος ο πατέρας μου» και τι δεν του είπα. Του είπα χίλια δύο πράγματα για να τον κάνω να νιώσει κάπως, ας πούμε. Και βάζει μπροστά το αμάξι, δεν μίλαγε καθόλου. Εν τω μεταξύ ήτανε και το βλέμμα του πολύ... Πιο πολύ σε αυτό είχα φοβηθεί εγώ πέρα από όλα, ότι ήτανε το βλέμμα του πολύ κενό, πολύ τρελαμένος. Ήτανε τρελαμένος ο άνθρωπος.

Σ.Μ.:

Πώς έμοιαζε αυτός;

Ρ.Μ.:

Αυτός ήτανε ψηλός, λίγο πιο ψηλός από μένα ήτανε, μελαχρινός ήτανε, δεν ήτανε κάτι συγκεκριμένο πώς έμοιαζε. Φαινότανε, αλλά το μάτι του φαινότανε, ήτανε κάπως, ήτανε περίεργο το μάτι του, από βλέμμα που λες: «Ώπα!». Μπαίνουμε στο αμάξι, γυρνάμε, μου λέει: «Θα σε πάω στο σπίτι σου». Η αδερφή μου είχε ειδοποιήσει τα πάντα, με ψάχνανε η αστυνομία πόσες ώρες, τον πιάσανε τον τύπο την ώρα που γυρίσαμε και ήτανε και πολύ ήρεμος, μια χαρά, σαν να μην συνέβη τίποτα. Ο άνθρωπος αυτός είχε ψυχολογικά προβλήματα, αφότου μάθαμε μετά, δεν ήτανε στα καλά του, είχε... Ε κι αυτό μου είπανε οι αστυνομικοί «Είσαι πολύ τυχερή που δεν... όχι μόνο ότι δεν σε βίασε, δεν σε σκότωσε κιόλας». Γιατί έπαιρνε φάρμακα, έπαιρνε, δεν ήτανε στα καλά του και δεν ήτανε και θαμώνας. Ερχότανε κοντά δύο βδομάδες στο μαγαζί, δεν είχε ξαναέρθει, γιατί το μαγαζί είχαμε θαμώνες, είχαμε άτομα που τα ήξερε το αφεντικό και ερχότανε μόνος του. Μου είχε κάνει εντύπωση, αλλά δεν το είχα πολύ... Γιατί ερχόντουσαν γενικώς πολλοί στο μαγαζί, πολύς κόσμος, απλά μου είχε κάνει εντύπωση που καθότανε μόνος του και κοίταζε. Πολλές ώρες. Έπινε το ποτό του, δεν μίλαγε, ήσυχος και έφευγε. Μέχρι που έγινε αυτό το περιστατικό.

Σ.Μ.:

Δηλαδή εκεί που πηγαίνατε, ξαφνικά σταμάτησε και γύρισε πίσω;

Ρ.Μ.:

Την ώρα που είμαστε στο βουνό, φθάνουμε στο βουνό, πάνω από τέσσερις, τέσσερις-πέντε ώρες ήμασταν εκεί;

Σ.Μ.:

Στο βουνό;

Ρ.Μ.:

Ναι, στο βουνό. Σταματημένο το αμάξι.

Σ.Μ.:

Α, για πες μου λίγο.

Ρ.Μ.:

Και μου 'βάζε, έβαζε εκεί που καθόταν ήρεμος στη θέση του οδηγού, εγώ ήμουνα στη θέση του συνοδηγού, και εκεί που καθότανε ήρεμος, δεν μίλαγε. Αφού καμία φορά μου έκανε «Σσσς μη μιλάς!» κι εγώ δε μίλαγα καθόλου. «Μη μιλάς» μου λέει: «μην ακούω τη φωνή σου». Και εγώ δε μίλαγα, δεν έλεγα τίποτα, ξαφνικά έπαιρνε το μαχαίρι το έβαζε εδώ πέρα και μου έλεγε: «Θα σε σκοτώσω, έχεις καταλάβει, έχεις καταλάβει τι συμβαίνει; Δεν έχεις καταλάβει, δεν θα σε πηδήσω μόνο και-, θα σε σκοτώσω κιόλας!». Ε εγώ προσπαθούσα να τον ηρεμήσω και «Δεν είσαι έτσι...» «Και πού ξέρεις εσύ πώς είμαι; Όχι, δεν είμαι καλός άνθρωπος». Μετά μου έλεγε: «Έχω περάσει πολλά» και του έλεγα εγώ «Το καταλαβαίνω και φαίνεται... και φαίνεσαι από τα μάτια ότι είσαι καλό παιδί». Προσπαθούσα εγώ λίγο, κατάλαβες. «Και σε παρακαλώ» να του λέω: «και έχω οικογένεια και οι δικοί μου στηρίζονται σε μένα και εγώ βοηθάω στο σπίτι, και θα τρελαθούνε και θα καταστρέψεις μια οικογένεια ολόκληρη». Αλλά ήτανε άνθρωπος που δεν μπορούσες ούτε να τον ψυχολογήσεις ούτε... Δεν μου είχε τύχει εμένα, πολλά χρόνια δούλευα. Δεν μου είχε τύχει τέτοιος χαρακτήρας, ποτέ. Δηλαδή ήτανε... Εκεί που ήτανε ήρεμος, καθόταν, δεν μίλαγε, ξαφνικά τον έπαινε μούρλα. Αγχωνότανε, ανέπνεε πολύ έντονα, άνοιγε την πόρτα. Εν τω μεταξύ εγώ δεν είχα και το κουράγιο π.χ. να ανοίξω την πόρτα, να αρχίσω να τρέχω. Πού να πάω; Μέσα στη νύχτα; Δεν μπορούσε να με πιάσει; Οπότε λέω: «Θα κάτσεις ήρεμα». Τώρα πώς έπεισα κι εγώ τον εαυτό μου, δεν ξέρω, πού βρήκα τόσο κουράγιο, τόση υπομονή, να σου πω την αλήθεια. Λέω: «Θα κάτσεις ήρεμα, ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει». Είχα στο μυαλό μου ότι άμα κάνει κίνηση να μου επιτεθεί, οτιδήποτε, εντάξει δεν θα καθόμουνα, κάτι θα έκανα. Αλλά από την στιγμή λέω που δεν έχει κάνει την κίνηση, δεν έχει απλώσει το χέρι του, δεν έχει κάνει οτιδήποτε... Εντάξει το χέρι του το άπλωνε, έβαζε το μαχαίρι και το έβαζε εδώ και μου [00:10:00]έλεγε αυτό το πράγμα, ότι-. Αυτό μου το έλεγε συνέχεια, ότι: «Έχεις καταλάβει ότι δεν θα σε τέτοιο μόνο, αλλά θα σε σκοτώσω; Δεν το έχεις καταλάβει αυτό». Αυτό μου έλεγε συνέχεια. Απλά σκεφτόμουνα ότι άμα κάνω την κίνηση να τρέξω ή οτιδήποτε, να τον χτυπήσω, το πρώτο πράγμα που μπορούσε να κάνει ήτανε με το μαχαίρι και λέω: «Δεν κουνιέσαι, δεν κάνεις τίποτα, προσπαθείς λίγο να παίξεις με τη ψυχολογία του», ασχέτως αν εγώ ήμουνα εκείνη την ώρα, έτρεμα. Και ό,τι γίνει, θα γίνει. Και δόξα τω Θεώ, δεν έγινε τίποτα. Αλλά ήτανε άνθρωπος που εκεί που καθόταν ήρεμος και δεν μίλαγε και έλεγε: «Μην ακούω τίποτα, μη μιλάς», εκεί τον έπιανε και η τρέλα του. Κάποια στιγμή έβαλε τα κλάματα, κάποια στιγμή έλεγε: «Έχω περάσει πολλά», από την άλλη έλεγε: «Δεν είμαι καλά, δεν είμαι καλά», ούτε αυτός ήξερε τι έλεγε. Ναι...

Σ.Μ.:

Και ξαφνικά δηλαδή [Δ.Α.];

Ρ.Μ.:

Ναι, γυρνάει και μου λέει: «Πες μου λίγο...» Άρχισα εγώ να του λέω για την οικογένειά μου, και του λέω: «Σε παρακαλώ, μη μου κάνεις κακό, η οικογένειά μου στηρίζεται σε μένα, και έχω περάσει κι εγώ πολλά και δεν είμαι κακό παιδί» και να μου λέει: «Όχι, όλες είσαστε, όλες, όλες δεν...» Λέω: «Καταλαβαίνω ότι μπορεί να σου έχει τύχει». «Δεν ξέρεις τι μου έχει τύχει, μη μιλάς» και έλεγε συνέχεια: «Μη μιλάς». Προσπαθούσα εγώ να του μιλήσω, ότι με λίγα λόγια δεν είναι όλες οι γυναίκες ίδιες και ότι ούτε όλοι οι άνθρωποι είναι το ίδιο. Και αυτός «Όχι, δεν ξέρεις, και όλες ίδιες είσαστε, και όλες...» και έβριζε τέλος πάντων. Και όταν αρχίζω και του λέω σιγά-σιγά τί συμβαίνει με μένα, μάλλον αυτός από ό,τι κατάλαβα είχε τις γυναίκες άχτι και τις γυναίκες μάλλον που δουλεύουνε και νύχτα από ό,τι κατάλαβα, ε σε τέτοια μαγαζιά, σε καφέ, σε μπαρ, οτιδήποτε, τέτοια μαγαζιά πιο πολύ από ό,τι κατάλαβα. Άλλα όταν άρχισε να ακούει και γυρνάω και του λέω κιόλας ότι: «Γιατί εγώ λέω δουλεύω τόσα χρόνια νύχτα, δεν είμαι έτσι και στο μαγαζί που έρχεσαι με έχεις δει εμένα, εντάξει δεν είμαι; Είμαι εντάξει παιδί, το ένα το άλλο...» Εκεί δεν μίλαγε όντως καθόλου, ούτε έβρισε. Και κάποια στιγμή αφού προσπαθούσα να τον πείσω ότι δεν είμαι έτσι και ότι είμαι εντάξει, καλό παιδί και το ένα και το άλλο, γυρνάει και μου λέει πού μένεις; Λέω: «Κοντά στο μαγαζί λέω που-, κοντά στο μαγαζί τέλος πάντων».

Σ.Μ.:

Που με πήρες.

Ρ.Μ.:

Ναι που με-, κοντά στο μαγαζί. «Εντάξει» μου λέει: «μη μιλάς καθόλου». Το κλείνω εγώ. Εγώ εκείνη την ώρα έλεγα από μέσα μου όλες τις προσευχές που υπήρχανε, λέω: «Θεέ μου να πάω στο σπίτι μου, τίποτα άλλο μόνο να φθάσω στο σπίτι μου». Και βάζει μπροστά και φθάνουμε σπίτι.

Σ.Μ.:

Εκεί είπες όταν έβαζε μπροστά, είπες: «Εντάξει σώθηκα»; Ή είχες και πάλι αμφιβολίες;

Ρ.Μ.:

Εκεί από τη μία έλεγα: «Πω, πω Χριστέ μου να φθάσω σπίτι» και από την άλλη... Επειδή τί γινότανε τώρα; Αυτός κάθε δύο λεπτά, κάθε-, άλλαζε όλο του το μέσα του. Δηλαδή εκεί που ήτανε ήρεμος, κάποια στιγμή έβαλε και τα κλάματα, εκεί, εκεί έβγαζε το μαχαίρι, εκεί που το έκρυβε, εκεί το 'βγαζε. Δεν ήμουνα εκατό τοις εκατό σίγουρη, αλλά είναι αυτό που σου είπα, έκανα εκατό προσευχές από μέσα μου, κανονικά λαμπάδα έταξα, ό,τι μπορείς να φανταστείς και κάποια στιγμή δηλαδή όταν, αφού κάποια στιγμή την ώρα που γυρνάμε και έχουμε φθάσει κεντρικό δρόμο δεν είχε βάλει-, δεν είχε κλειδώσει το αμάξι. Και λέω: «Άμα δω ότι πάει να στρίψει, οτιδήποτε, ανοίγω πόρτα, δεν πάει να είναι λέω με 200 να είναι με 100, έπεσα και ό,τι γίνει». Λέω: «Θα ανοίξω την πόρτα του συνοδηγού, πηδάω από το αμάξι και ό,τι έγινε» λέω: «το πολύ-πολύ να πάω στο νοσοκομείο, θα έχω χτυπήσει, από το να με σκοτώσει ή οτιδήποτε» και τελικά γύρισα αλλά...

Σ.Μ.:

Πού σε γύρισε;

Ρ.Μ.:

Στο σπίτι!

Σ.Μ.:

Του είπες την οδό και σε πήγε;

Ρ.Μ.:

Ακριβώς! Κάτω από το σπίτι μου, κάτω από το σπίτι! Κάτω από το σπίτι. Ναι. Η αδελφή μου όμως επειδή είχε μιλήσει και ήξερε ότι σχολάω εγώ και λείπω πολλές ώρες, κατάλαβε ότι κάτι συνέβη και είχε ειδοποιήσει αστυνομία, είχε ειδοποιήσει τα πάντα, με ψάχνανε πόσες ώρες.

Σ.Μ.:

Και σε αφήνει σπίτι και τι σου είπε; Σου είπε: «Βγες»; Τι σου είπε;

Ρ.Μ.:

Μου είπε στον δρόμο: «Δεν θα πεις» μου λέει «τίποτα». Μου λέει: «Μου δίνεις τον λόγο σου!» Λέω: «Σ' το ορκίζομαι, δεν πρόκειται ούτε στην αστυνομία να πάω, ούτε τίποτα, μόνο να πάω σπίτι μου» του λέω και συγκεκριμένα «να αγκαλιάσω τους δικούς μου θέλω, τίποτα άλλο» του λέω. «Σε παρακαλώ, σε ευχαριστώ πολύ που δε μου έκανες κακό», και άρχιζα εγώ «είσαι πολύ καλός [00:15:00]άνθρωπος και δεν το έχεις καταλάβει». Και ό,τι μου ερχόταν καλό, του έλεγα εγώ εκείνη την ώρα, προσπαθούσα να τον κάνω να νιώσει άνετα μαζί μου και ότι δεν θα του κάνω κακό. Αυτό. Τώρα πώς βρήκα την δύναμη αυτή, δεν ξέρω να σου πω την αλήθεια, δεν ξέρω. Αλλά... ναι.

Σ.Μ.:

Σε αφήνει στο σπίτι σου...

Ρ.Μ.:

Με αφήνει στο σπίτι μου...

Σ.Μ.:

Ανοίγεις την πόρτα...

Ρ.Μ.:

Ανοίγω την πόρτα και εκείνη την ώρα σκάει η αστυνομία. Ήταν η αστυνομία στο σπίτι. Ήτανε δύο περιπολικά. Κατευθείαν. Και δεν κουνήθηκε, δεν έκανε τίποτα. Ούτε έφερε αντίσταση. Κατέβηκε κανονικά από το αμάξι, χειροπέδες, κανονικά του περάσανε και εγώ έτρεμα. Εν τω μεταξύ θυμάμαι που ενώ σε όλη την διαδρομή σε πληροφορώ το μόνο που με είχε πιάσει ήτανε ταχυκαρδία, πολλή, έντονη, ένιωθα ότι θα σπάσει η καρδιά μου. Όταν κατέβηκα και έβαλα το πόδι μου, θυμάμαι τρέμανε τα χέρια μου, έτσι πήγαιναν, δεν το πιστεύω λέω: «Χριστέ μου» λέω «δεν το πιστεύω!» λέω «τι συνέβη». Με ψάχνανε, πήρε η αδερφή μου. Τι γίνεται τώρα; Πήρε η αδερφή μου στο μαγαζί και ευτυχώς εγώ, επειδή με τα αφεντικά είχα καλές σχέσεις με όλα, παίρναν τηλέφωνα γιατί είχα καθυστερήσει, επειδή εγώ πάντα κατευθείαν σπίτι, δεν έπαιζε τόσες ώρες. Ή σου λέει έχει τρακάρει κάπου ή κάτι συνέβη. Και για καλή τύχη τι γίνεται; Επειδή και τα αφεντικά πάντα προσέχανε, κοζάρανε για τον κόσμο, τα πάντα, παίρνει τηλέφωνο και της λέει το αφεντικό, εκεί την ψυλλιάστηκε η αδερφή μου ότι κάτι συνέβη, λέει «Έχει φύγει από τι ώρα και δεν μου αρέσει κάτι». Λέει η αδερφή μου: «Τι;» «Έφυγε...» Τον κόζαρε το αφεντικό ο τύπος. Ότι... Που βγήκε. «Δεν μου αρέσει αυτό και έχω ανησυχήσει πολύ». Εκεί η αδερφή μου κατάλαβε ότι κάτι συμβαίνει.

Σ.Μ.:

Τρελάθηκε, έτσι;

Ρ.Μ.:

Ναι, ναι, εντάξει. Τρελάθηκε, άσ' το. Χαμός. Αλλά το καλό είναι ότι είχα πολύ έξυπνο αφεντικό. Δηλαδή βγήκε αυτός έξω, αλλά δεν πρόλαβε. Και επειδή το συζητάγαμε κιόλας εκείνες τις μέρες, του το είχα πει, του λέω: «Αυτός ο τύπος» του λέω «τον ξέρεις;» «Περίεργος, έρχεται» του λέω «δύο βδομάδες». Μου λέει: «Δεν τον ξέρω». Μου λέει: «Όντως» μου λέει «ούτε με παρέα, κάθεται, έρχεται, πίνει, κάθεται ήρεμος, δεν μιλάει σε κανέναν και εκεί το κατάλαβα ότι κάτι...» Και μου είπε συγκεκριμένα ο αστυνομικός: «Είσαι πολύ τυχερή, γιατί αυτός ο άνθρωπος πίνει ψυχοφάρμακα και θα μπορούσε» μου λέει «να σου έχει κάνει μεγάλο κακό». Του εξήγησα εγώ τι έκανε, μου λέει: «Φέρθηκες πάρα πολύ έξυπνα. Απορώ» μου λέει «πώς βρήκες το κουράγιο». Του λέω: «Δεν ξέρω». Αφού κατέβηκα και έτρεμα, έτρεμε όλο το σώμα μου, ενώ σε όλη την διαδρομή δεν έτρεμα. Μόνο είχα πολλή ταχυκαρδία. Πολλή. Και παρόλο που εμπειρία πολλά χρόνια στην νύχτα, ποτέ δεν μου είχε τύχει τέτοιο πράγμα. Μου έχουνε τύχει διάφορα, εντάξει με μεθυσμένους με, με, με... Αλλά τέτοιο πράγμα ποτέ. Ποτέ. Ποτέ. Ήτανε απίστευτο. Απίστευτο.

Σ.Μ.:

Μετά τι έγινε; Έκανες κάποιο τάμα; Πήγες κάπου;

Ρ.Μ.:

Ναι, έκανα. Στον Άγιο Σπυρίδωνα.

Σ.Μ.:

Σπυρίδωνα; Γιατί;

Ρ.Μ.:

Από τον φόβο μου εκείνο το βράδυ το 'χα πει, λέω: «Λαμπάδα θα ανάψω», πήγα και άναψα.

Σ.Μ.:

Γιατί στον Άγιο Σπυρίδωνα;

Ρ.Μ.:

Γιατί στον Άγιο Σπυρίδωνα, είναι δίπλα στο σπίτι μου, γιατί έχω βαπτιστεί εκεί, έχουνε παντρευτεί οι γονείς μου.

Σ.Μ.:

Κι εγώ εκεί έχω βαπτιστεί. Στο Παγκράτι.

Ρ.Μ.:

Όχι. Ναι, ναι, ναι, ναι. Δίπλα ακριβώς απ' το σπίτι. Και έχω βαπτιστεί και οι γονείς μου εκεί. Πήγα κατευθείαν κεράκι, κατευθείαν, λαμπάδα κατευθείαν, ναι, ναι, ναι, ναι. Και τους φαινότανε απίστευτο ότι και στους δικούς μου, στη μητέρα μου, το πόσο ήρεμη ήμουνα. Δηλαδή πώς; Δεν ξέρω. Ούτε ακόμα. Δηλαδή έχει περάσει τόσος καιρός, δεν ξέρω τώρα πώς θα αντιδρούσα. Ίσως επειδή εκείνο το διάστημα δούλευα και νύχτα, είχαν δει και πολλά τα μάτια μου, δεν ξέρω. Από τη μία λέω: «Εντάξει, θα με σκοτώσει, δεν υπάρχει περίπτωση». Και από την άλλη έλεγα: «Ηρέμησε, ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει». Αυτό. Το είχα πάρει... μετά φοβόμουνα στο μαγαζί απίστευτα.

Σ.Μ.:

Ξαναδούλεψες στο μαγαζί; Ξαναπήγες;

Ρ.Μ.:

Ναι, ναι, ξαναπήγα. Ξαναπήγα και μετά δεν υπήρχε περίπτωση να φύγω και να μην έρθει κάποιος μαζί μου να κλείσει η πόρτα, να μπω, δεν! Μετά δεν υπήρχε περίπτωση. Φοβόμουνα για πάρα πολύ καιρό. Για πάρα πολύ καιρό. Ναι. Γενικώς άμα ερχότανε κάποιος στο μαγαζί, που δεν τον ήξερα, κατευθείαν «Ποιος είναι αυτός;» Και γιατί το είχα [00:20:00]συζητήσει και με το αφεντικό μου, μού λέει: «Τέτοια άτομα, να ξέρεις, δεν παίζουνε μόνο τη νύχτα, μπορεί να σου συμβεί και μέρα τέτοιο περιστατικό». Αλλά συνήθως ξέρεις μαγαζιά που πίνουνε, και αλκοόλ το βράδυ, είναι πιο πολλές πιθανότητες. Εντάξει. Το καλό είναι αυτός ότι δεν έκανε κίνηση δηλαδή το 'λεγε, το 'λεγε, το 'λεγε το 'λεγε, αφού κάποια στιγμή λέω: «Εντάξει, αν ήτανε τόσες ώρες, δεν θα είχε κάνει κάτι;» Κάποια στιγμή άρχισα να σκέφτομαι έτσι. Και μετά λέω: «Και πού ξέρω;», μετά άρχισα να σκέφτομαι «Μπα» λέω «αυτός το καθυστερεί, μπορεί να του αρέσει που βλέπει τον φόβο π.χ. στα μάτια μου, που βλέπει αυτό το άγχος, μπορεί να...» Πολλά σκεφτόμουν, σκεφτόμουν χίλια δύο εκείνη την ώρα, σκεφτόμουν «Δεν θα προλάβω». Κάποια στιγμή έφθασα σε τέτοια απελπισία που λέω: «Δεν θα προλάβω να δω τους γονείς μου, να τους αγκαλιάσω, να τους φιλήσω, δεν έχω πει αυτό». Με είχε πάρει από κάτω απίστευτα. Και μετά λέω: «Ό,τι είναι να γίνει ας γίνει, το πολύ πολύ...» Όταν αρχίζαμε και γυρνάγαμε λέω: «Δόξα τω Θεώ ωχ, Θεέ μου λέω γυρνάω σπίτι μου». Και λέω, «Άμα κάνει» λέω «την κίνηση, δεν είχε κλειδώσει τίποτα, ανοίγω» λέω «πόρτα, πηδάω και ό,τι είναι να γίνει ας γίνει». Αλλά ναι. Δύσκολο. Πολύ.

Σ.Μ.:

Και το αφεντικό σου μετά τι έκανε όταν γύρισες πίσω την άλλη μέρα;

Ρ.Μ.:

Το αφεντικό...

Σ.Μ.:

Πήρες τηλέφωνο...

Ρ.Μ.:

Τα πάντα, τα πάντα, τα πάντα. Μιλήσαμε, πήγα από το μαγαζί, δεν πήγα καν το βράδυ, πήγα νωρίς στο μαγαζί. Απόγευμα ήτανε; Τρελάθηκε, γιατί όλο τον κόσμο τον ήξερε, αυτός ήξερε τους πάντες στο μαγαζί, όποιος ερχότανε, ερχόντουσαν. Και ήξερε κιόλας πάρα πολύ κόσμο γιατί είχε κι άλλα μαγαζιά αυτός, τρία τέσσερα, αλλού. Είχε βάλει βέβαια έναν άλλον άνθρωπο και το δούλευε, αλλά ήτανε κόσμος που τον ήξερε. Ερχόντουσαν παρέες, και μόνοι τους που ερχόντουσαν, και ήταν το μόνο άτομο και όντως δηλαδή το συζητάγαμε, και μου έλεγε: «Κοίτα και το συζητάγαμε», μου λέει. Και την προηγούμενη μέρα εγώ γύρισα και του είπα: «Κάτι δεν μου κολλάει σε αυτόν, τον βλέπω πολύ...» Και γυρνάει κιόλας και μου λέει «Εντάξει» μου λέει «μην ασχολείσαι, αφού είναι ήρεμος και δεν ενοχλεί» και του λέω: «Θυμάσαι που μου έλεγες είναι ήρεμος και δε ενοχλεί;» Λέει: «Πού να πάει το μυαλό μου τώρα εμένα;» «Ε, ναι» λέω «εντάξει. Καλά». Και μετά συγκεκριμένα ήθελα να γυρίσω πρωί, γιατί φοβόμουνα, δε με γύρισαν, γύρισα μετά από πάρα πολύ καιρό, αλλά ναι. Δύσκολη η νύχτα γενικώς. Και όχι μόνο από τέτοια περιστατικά, από πολλά.

Σ.Μ.:

Κάτι άλλο που να έχει τύχει και έχει ενδιαφέρον στο μαγαζί;

Ρ.Μ.:

Ενδιαφέρον που να έχει τύχει... Ε, πελάτες. Έχω δει πολλά πράματα στην εργασία. Πέρα από τους πελάτες, θέλεις να σου πω σκηνικά που έχω δει; Δούλευα σε ένα μαγαζί, όχι στο τελευταίο που δούλευα, σε αυτό δεν ίσχυε κάτι τέτοιο, ήτανε ήρεμο μπορώ να πω σχετικά αυτό το μαγαζί. Ναι, ήρεμο. Σε ένα άλλο μαγαζί που δούλεψα, έτσι έφυγα κιόλας, τι γινότανε εκεί πέρα; Ένα βράδυ ανοίγουν οι πόρτες και μπαίνουνε είκοσι αστυνομικοί με τα όπλα και full face. Εγώ έβαζα ποτά, θυμάμαι. «Σταματήστε» λέει «τη μουσική». Σταματάει η μουσική κατευθείαν, εγώ τρόμαξα, δεν είχα πάρει είδηση τι γινότανε γενικώς σ' εκείνο το μαγαζί. Σταματάει η μουσική. «Μην κουνηθεί κανένας, και πελάτες και προσωπικό». Εν τω μεταξύ τότε είχα αφεντικίνα εγώ, ήτανε γυναίκα το αφεντικό. Και λέω: «Τι έγινε εδώ;». Λέει: «Μην αγχώνεσαι». Εν τω μεταξύ εγώ είμαι και Ελληνίδα, υπήρχανε κάνα δυο κοπέλες που δεν ήτανε Ελληνίδες μέσα στο μαγαζί, ζούνε στην Ελλάδα, αλλά είχανε γεννηθεί στο εξωτερικό τέλος πάντων. «Δεν είναι τίποτα» λέει «έχουνε έρθει» λέει «για έναν έλεγχο απλό». Εγώ είχα και την άδεια εργασίας, είχα και τα χαρτιά μου, δεν υπήρχε θέμα, τίποτα. Αυτοί δεν ήτανε όμως για έλεγχο, αυτοί ήταν για έλεγχο για ναρκωτικά και παρανομίες που γίνονται σε αυτά τα μαγαζιά. Κατεβαίνουν κατευθείαν κάτω στις τουαλέτες, ανεβάσανε πάνω γύρω στα πέντε-έξι άτομα. Το μαγαζί αυτό έκανε με λίγα λόγια διακίνηση. Ναι, ναι, κανονικά. Εγώ δεν είχα πάρει είδηση τίποτα, είχα δει πράγματα μέσα στο μαγαζί. Και τι γίνεται τώρα; Και να έβλεπες [00:25:00]μέσα είναι σαν να μη βλέπεις, δεν μίλαγες, ρε παιδί μου. Δεν έλεγες τίποτα, απλά δεν ήξερα ότι είναι από το μαγαζί. Κατάλαβες; Σου είχε πει το αφεντικό: «Ό,τι και να δεις ή άμα κατέβεις κάτω τουαλέτες ή οτιδήποτε και να δεις, δεν σου πέφτει λόγος, εσένα η δουλειά σου είναι εκεί».

Σ.Μ.:

[Δ.Α.] Και τι είχες δει;

Ρ.Μ.:

Ε, όταν είχα κατέβει-. Και να σου πω την αλήθεια δεν κατέβαινα καθόλου τουαλέτες και να ήθελα, δεν κατέβαινα. Ήταν και πολύ μεγάλο το μαγαζί αυτό, γιατί είχε τύχει να κατέβω και να δω να κάνουν χρήση ναρκωτικών κάτω.

Σ.Μ.:

Κοκαΐνη π.χ.;

Ρ.Μ.:

Ναι, ναι, αυτό. Ναι, ναι, ναι, ναι. Ναι, ναι, κανονικά. Κανονικά. Και δεν πήγαινα ούτε τουαλέτα. Και «Δε σου πέφτει λόγος. Εσένα είναι η δουλειά σου αυτή, αυτό κάνεις, από εκεί και πέρα τί γίνεται εδώ, δεν σε ενδιαφέρει, τέλος». Και συγκεκριμένα από αυτό το μαγαζί έφυγα και πολύ γρήγορα, κάθισα... Ούτε ένα μήνα δεν κάθισα, ένα μήνα; Κάπου εκεί. Δεν γινότανε, ήτανε άθλια η κατάσταση, άθλια. Τέτοιες καταστάσεις.

Σ.Μ.:

Τί έγινε; Τους πήρανε τα ναρκωτικά; Τους πήρανε...;

Ρ.Μ.:

Ναι, ναι, τους πήρανε, τους μαζέψανε όλους.

Σ.Μ.:

Και του μαγαζιού;

Ρ.Μ.:

Όλους, όλους! Εκείνη τη νύχτα, μείναμε στο μαγαζί, οι μόνοι που μείναμε στο μαγαζί ήτανε το παιδί που έπαιζε μουσική, εγώ και άλλη μία κοπέλα. Όλους τους πήρανε. Όλους, όλους, όλους. Και θες να σου πω και κάτι; Για να καταλάβεις ότι οι αστυνομικοί τα ξέρουν όλα, τι γίνεται. Όταν έμεινα εγώ έτσι βλάκας και κοίταζα δεξιά αριστερά και έλεγα τι γίνεται; Τί γίνεται; Δεξιά αριστερά, έρχεται ένας αστυνομικός κατεβάζει τη..., το, -και αυτό μου έχει ξανατύχει, πάλι με αστυνομικό που ερχόταν πελάτης στο μαγαζί, σε άλλο μαγαζί-, κατεβάζει το full face, λέει: «Ρένα». Είχε έρθει αυτός πριν λίγες μέρες, είχε πιει ποτό και μου είχε ξανατύχει αυτό το πράγμα πάλι δύο φορές. Μένω έτσι. Μου λέει «Ρένα;» Τον κοιτάω «Μην ανησυχείς» μου λέει, «εσύ δεν έχεις καμία σχέση με αυτά, μη μιλάς καθόλου». Λέω: «Τι συμβαίνει;» Μου λέει: «Δεν μπορώ να σου πω» μου λέει «μείνε ήρεμη δεν, δεν, δεν έχεις τέτοιο πρόβλημα εσύ, μην ανησυχείς». Και όντως μένω εγώ, ο dj και άλλη μία κοπέλα και όλους τους άλλους τους μαζέψανε, όλους, πέρασε και η αφεντικίνα και όλοι δικαστήριο κανονικά, αυτόφωρα όλοι.

Σ.Μ.:

Και κλείδωσες και έφυγες, τι έκανες;

Ρ.Μ.:

Εγώ; Εγώ δεν κρατούσα κλειδιά.

Σ.Μ.:

Και τι έκανες;

Ρ.Μ.:

Δεν ήμουνα… Έφυγα. Το παιδί που είχε, που έβαζε μουσική και άλλη μία κοπέλα. Αυτοί καθίσανε, εγώ τσαντούλα και έφυγα μετά, κανονικά.

Σ.Μ.:

Και ήξερε το όνομά σου ο αστυνομικός;

Ρ.Μ.:

Ναι, είχε έρθει ο αστυνομικός όπως έχει τύχει και άλλες φορές σε μαγαζί. Και είχε έρθει, είχε καθίσει, εγώ ήμουνα πίσω από το μπαρ και έβαζα ποτά. Και έχει έρθει τώρα αστυνομικός και κάθεται απ' έξω και μου ζητάει με παρέα, με φίλους να βάλω ποτά. Ξέρουνε, μιλάμε, «Ρένα» φωνάζουν, τα ξέρουν τα ονόματα. Άσε που θα ήξερε τα πάντα αυτός ο αστυνομικός, δεν θα ξέρει τι παίζει, ποιοι ακριβώς είναι σε αυτά ή όχι; Και μένω έτσι και τον θυμάμαι εγώ ότι είχε έρθει στο μαγαζί και λέω: «Δεν το πιστεύω». Και είναι «Και μην ανησυχείς» μου λέει, «εσύ δεν έχεις καμία δουλειά». Και μου έχει ξανατύχει και τέτοιο πάλι περιστατικό, που είχαν έρθει πάλι για έλεγχο, πάλι αστυνομικοί. Είχαν έρθει για έλεγχο στο μαγαζί και εκείνο το βράδυ, πήγαμε όλοι στο αστυνομικό τμήμα και συγκεκριμένα ήταν πολύ καλός ο διοικητής, πάρα πολύ καλός. Μας πήγανε, είχε έλεγχο και με φωνάζει αστυνομικός, ο διοικητής μέσα και γυρνάει και μου λέει: «Μην σε ξαναδώ, δεν είσαι για να δουλεύεις νύχτα» μου λέει, «το σταματάς!». Κοιτάω, μου λέει: «Δεν είσαι τέτοια κοπέλα» χωρίς να με ξέρει καν, χωρίς να με ξέρει καν. «Δεν θα σε ξαναδώ» μου λέει «να δουλεύεις νύχτα, σταματάς, γιατί άμα σε πετύχω» μου λέει «σε μαγαζί και σε δω νύχτα» μου λέει «να ξέρεις, αυτόφωρο κατευθείαν!». Είχα ψιλοφοβηθεί κιόλας. «Εντάξει;» «Εντάξει». «Ωραία, μπορείς να φύγεις, κορίτσι μου». «Ευχαριστώ πολύ». Ήταν πολύ καλός. Ναι...

Σ.Μ.:

Και δούλεψες ξανά εσύ ή όχι;

Ρ.Μ.:

Μετά έπιασα δουλειά εγώ σε ένα καφέ, το οποίο έγινα υπεύθυνη, πήγα για ημιαπασποχόληση στην αρχή, τετράωρα. Ξεκινάω τετραωράκια, αυτουνού του άρεσε το πώς δουλεύω, γιατί δούλευα πάρα πολύ, έπεσα με τα μούτρα, από τετραωράκια μου [00:30:00]το κάνει οχτάωρο, με κάνει υπεύθυνη στο μαγαζί, εγώ ήθελα να δουλεύω πρωί, μου λέει: «Πρωί δεν γίνεται, θα σε βάλω υπεύθυνη στο μαγαζί». Αλλά ήτανε μαγαζί πολύ καλό και ήτανε πιο πολύ καφέ, δεν ήτανε κλαμπάκι τεράστιο που είχα συνηθίσει και δούλευα. Ήταν ένα μικρό μαγαζάκι που υποτίθεται ότι ερχόντουσαν κιόλας όλοι οι γνωστοί και ήταν όντως καλό μαγαζί σε σχέση με τα άλλα. Και δούλεψα εκεί, τέσσερα χρόνια και κάτι, τεσσεράμισι. Και δούλεψα νύχτα και τον τελευταίο καιρό δούλεψα πρωί. Ναι. Και με είχε υπεύθυνη, αλλά δούλευα 12ωρα εκεί. Ναι, δεκατρείς ώρες... Ασταμάτητα, χωρίς διακοπές, χωρίς τίποτα. Αυτό.

Σ.Μ.:

Μπορείς αν θες, να μου πεις καμιά άλλη ιστορία; Μπορούμε και να σταματήσουμε.

Ρ.Μ.:

Δε νομίζω κάτι άλλο. Όχι, όχι. Πάντα ήξερα και αντιμετώπιζα και μέσα στο μαγαζί, δεν είχα προβλήματα τέτοια εγώ, ήξερα δηλαδή, και μεθυσμένος να είναι ο άλλος και οτιδήποτε, ούτε έβριζα, ούτε μίλαγα άσχημα. Αλλά δεν είχα και προβλήματα στο να έρθει ο άλλος και να μου πει το ένα και το άλλο, κατάλαβες; Κράταγα αποστάσεις, είχα τον τρόπο μου. Δεν είχα τέτοια θέματα ποτέ. Αλλά όχι, άλλο όχι.

Σ.Μ.:

Εκεί πέρα σ’ την πέφτουνε, μιλάνε, τι κάνουνε;

Ρ.Μ.:

Ναι, ναι. Μιλάνε, μιλάνε, μιλάνε. Κοίταξε, εγώ δεν έδινα σημασία. Π.χ. αυτό το πράγμα είναι ό,τι χειρότερο, πονοκέφαλος, επειδή έχεις τη μουσική τέρμα, έχεις τώρα τους ανθρώπους που κάθονται στη μπάρα που συνήθως έρχονται άνδρες όταν βλέπουνε γυναίκα. Σπάνια θα δεις τώρα να κάθονται στη μπάρα άνδρες με γυναίκες, δεν παίζει αυτό. Ζευγάρι. Βάζεις, του βάζεις το ποτό, τι θέλει. Και άμα έχει και πολλή δουλειά, βάζεις, είσαι όλη την ώρα στο έτσι, εγώ πήγαινα και αποθήκη. Να φέρω ποτά, να-. Ήμουν όλη την ώρα πέρα δώθε. Θα μιλήσει ο άλλος, θα αρχίσει να λέει π.χ. τα δικά του. Εμένα τύχαινε βράδυ να κάθομαι να βάζω πόσα ποτά. Εν τω μεταξύ τι γίνεται; Να μιλάνε πέντε, έξι, εφτά άτομα, να μην δίνω σημασία σε κανέναν. Γιατί ποια ήταν η δουλειά μου; Δεν ήταν ότι καθόμουνα στη μπάρα και άκουγα, ήμουνα πέρα δώθε και έβαζα ποτά. Γιατί; Γιατί ήτανε τέσσερις, πέντε σερβιτόροι, ειδικά τα σαββατοκύριακα, και ερχόντουσαν οι σερβιτόροι με το μηχάνημα αυτό ή με τα χαρτάκια, την παραγγελία, την κολλάγανε, εγώ έβλεπα παραγγελία, έφτιαχνα. Δεν μπορούσα δευτερόλεπτο να κάτσω, κατάλαβες; Ήμουνα μέσα από τη μπάρα, φέρνανε το χαρτάκι, ήτανε ένα πράγμα σαν-, ψηλό, το πέρναγες, έφτιαχνα ποτά, έπρεπε να σημειώνω τιμές γιατί κράταγα και ταμείο. Κατάλαβες τί γινότανε; Δεν μπορούσα να κάτσω εγώ να βάλω στον άλλον ποτό ή στον άλλον ή στην άλλη την κοπέλα και να κάτσω να ακούσω τι μου λέει. Δεν υπήρχε αυτό, ήμουνα όλη την ώρα... ε;

Σ.Μ.:

Δεν τους θύμωνε αυτό;

Ρ.Μ.:

Όχι. Όχι, όχι, όχι. Μπορεί να-. Μα δεν πιάνανε και κουβέντα, «Γεια σου κοριτσάρα μου» ή π.χ. «Τι κάνεις, καλά είσαι, πώς περνάς;» «Δουλειά». «Ε, ναι». Αυτό, δεν λέγανε τίποτα.

Σ.Μ.:

Εξομολογούνταν πράγματα;

Ρ.Μ.:

Δεν μπορούσε να γίνει αυτό. Δεν γινόταν αυτό, ήμουνα μόνη μου, δεν ήτανε δύο-τρία άτομα. Ήμουνα μόνη μου και ναι, ναι. Ποτό από τον έναν σερβιτόρο, τον άλλον, τον άλλον. Οπότε καθόντουσαν χαλαροί, πίνανε το ποτό, δεν υπήρχανε φορές που μπορεί να ψιλομιλάγαν ή «Βάλε μου ένα ποτό ακόμα, πώς τα περνάς, τι κάνεις» ή... Δεν έπαιζε αυτό, ήταν τόσο δυνατά η μουσική, δεν υπήρχε αυτό. Εγώ πήγαινα σπίτι και έπινα ντεπόν κατευθείαν, περνάγανε τέσσερις-πέντε ώρες για να κοιμηθώ, δεν μπορούσα να κοιμηθώ από την υπερένταση. Δεν υπήρχε αυτό, σε τέτοιες δουλειές δεν υπάρχει αυτό. Δηλαδή θες να τελειώσει η βάρδια, να πας σπίτι, να μην ακούς τίποτα, τίποτα. Δεν μπορείς να κοιμηθείς με τίποτα, θες να περάσουν ώρες λόγω του ήχου, της φασαρίας όλων αυτών. Και εγώ είχα φθάσει σε κατάσταση να σχολάω 7 η ώρα, να πηγαίνω σπίτι 8, να κοιμάμαι 1 το μεσημέρι, να ξυπνάω απόγευμα και ξανά να ετοιμάζομαι για να πάω μαγαζί. Κατάλαβες;

Σ.Μ.:

Καλύτερα να δουλεύεις σε καφέ το μεσημέρι, απόγευμα.

Ρ.Μ.:

Ναι, καλύτερα, αλλά γενικώς σε τέτοια μαγαζιά καθόλου δεν είναι καλύτερο, είναι δύσκολο και το πρωί είναι δύσκολη δουλειά πολύ. Είναι πολύ δύσκολη δουλειά. Ναι, άμα πεις τώρα βράδυ ή πρωί, χίλιες φορές πρωί. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το πρωί δεν έχεις δουλειά και δεν είσαι σε-. Απλά τη νύχτα είναι βαβούρα, πολλή [00:35:00]μουσική έντονη που δεν αντέχεται και είναι νύχτα τώρα, ξενύχτι, αλλάζουνε, αλλάζουν όλα τη νύχτα.

Σ.Μ.:

Είναι παραπάνω τα χρήματα;

Ρ.Μ.:

Ναι, ναι, πάρα πολύ. Τώρα αυτή-. Κοίτα λίγο. Εγώ όταν ξεκίνησα να δουλεύω νύχτα, τα χρήματα ήταν πάρα πολλά, πάρα πολλά. Τώρα δεν είναι έτσι. Τελευταία δουλειά που δούλευα νύχτα, τα χρήματα είναι πολύ λίγα σε σχέση με το βράδυ τώρα, τίποτα. Όταν ξεκίνησα τα πρώτα χρόνια ήτανε πολλά τα λεφτά, ναι, πολλά. Καμία διαφορά με το πρωί, καμία σχέση με το πρωί. Ναι, τα διπλάσια.

Σ.Μ.:

Δεν έχουνε διαφορά;

Ρ.Μ.:

Και τώρα έχουνε διαφορά, αλλά η διαφορά είναι τώρα στα 10-15 ευρώ, δεν έχει... Ναι, ναι, ναι. Ναι, ναι, ναι, πολλά λεφτά σε σχέση με τώρα. Και συνήθως να ξέρεις τα πρωινά βάζουνε άτομα που είναι φοιτητές. Που δεν μπορούν να δουλέψουν νύχτα. Δηλαδή εμένα μου είχε τύχει σε μαγαζί, να πω: «Παιδιά, θέλω να δουλέψω πρωί, δεν μπορώ βράδυ, έφυγα από μαγαζί για αυτό το λόγο γιατί δεν μπορώ...» Να με ξεκινήσει, με ξεκίνησε πρωί, με βάζει μεσημέρι σιγά-σιγά και με γυρνάει βράδυ. Και λέω μετά «Αν είναι να κάτσω βράδυ, καθόμουνα και στο άλλο μαγαζί, δεν θέλω». «Δεν γίνεται γιατί έχουμε πολλούς φοιτητές και δεν πάνε να δουλέψουνε νύχτα». Κατάλαβες τί γινότανε εκεί; Ε και σηκώθηκα και έφυγα.

Σ.Μ.:

Γινόντουσαν τσαμπουκάδες στο μαγαζί και τα λοιπά;

Ρ.Μ.:

Ναι υπήρχανε, ουουου! Είχανε γίνει. Εδώ είχα φάει μπουκέτο! Που μπήκα... Είναι μεσημέρι κιόλας, είναι μεσημέρι, γίνεται ένας καβγάς στο μαγαζί, ένας πανικός, πάω εγώ να σηκωθώ για να..., γιατί ήταν το αφεντικό, μου κάνει το αφεντικό νόημα να βγω έξω για να βοηθήσω, γιατί ήτανε γνωστοί του τέλος πάντων.

Σ.Μ.:

Εκείνος πήγε;

Ρ.Μ.:

Ναι, πήγε, αλλά όπως πήγε αυτός, πήγα να τραβήξω εγώ το αφεντικό, γιατί πήγε να τις φάει κι αυτός και για να βοηθήσω το αφεντικό, φεύγει η μπουνιά του... Αυτωνών που τσακωνόντουσαν και μου μου έρχεται εδώ. Πάρε!

Σ.Μ.:

Τι έκανες; Τι έκανε αυτός;

Ρ.Μ.:

Από μέσα, σκίσιμο εγώ. Ούλων.

Σ.Μ.:

Αυτός;

Ρ.Μ.:

Α, πήραν αστυνομία. Ήρθε αστυνομία κατευθείαν, γιατί έγινε καβγάς νωρίς κιόλας, πρωί, τί ώρα ήτανε 12, 1, 11μιση; Το πρωί.

Σ.Μ.:

Ξέρεις γιατί έγινε;

Ρ.Μ.:

Όχι, δεν έδωσα σημασία.

Σ.Μ.:

Αυτός όταν κατάλαβε ότι σε χτύπησε τι έκανε;

Ρ.Μ.:

Τίποτα. Δεν με χτύπησε, πάει να χώσει μπουκέτο και όπως είμαι εγώ από πίσω από τον άλλον, φεύγει το χέρι και χτυπάει τον άλλον, όμως μου σκάει εμένα εδώ.

Σ.Μ.:

Κατάλαβε αυτός ότι σε χτύπησε;

Ρ.Μ.:

Πάνω στη φασαρία δεν κατάλαβε τίποτα. Αλλά, ναι, ναι. Αλλά ήρθε αστυνομία, για βλακεία είχανε τσακωθεί αυτοί. Και το 'πα και στο αφεντικό, του λέω: «Που μου έκανες και νόημα» του λέω «να βγω, δεν ξαναβγαίνω» του λέω «σε φασαρία, ό,τι και να γίνει. Τέλος!» Ναι. Και ήθελε να βγω για να βοηθήσω, να βοηθήσω εγώ! Ναι, ναι. Αλλά όχι, δεν έχει ξαναγίνει. Άλλο. Ε πιο παλιά, πιο παλιά το ίδιο, βράδυ, πάλι.

Σ.Μ.:

Τι έγινε;

Ρ.Μ.:

Πάλι, έτσι καβγάς, τότε είχε γίνει μεγάλος καβγάς. Ναι. Είχε πολύ ξύλο, πολλά άτομα, είχανε βγει και έξω από το μαγαζί κιόλας και παίζανε ξύλο. Ε και τι γίνεται τώρα; Επειδή σε εκείνο το μαγαζί ήταν πολύ μεγάλο και ήτανε και διώροφο, είχανε άτομα που όταν γινόταν φασαρία και οτιδήποτε, έπαιρνε το αφεντικό τηλέφωνο και ερχόντουσαν δύο-τρεις. Κατευθείαν.

Σ.Μ.:

Προστασία.

Ρ.Μ.:

Ναι. Και ήρθανε αυτοί και έτσι σταμάτησε. Αλλά έγινε όλο έξω από το μαγαζί. Ναι. Ξεκίνησε στο μαγαζί και συνεχίστηκε έξω.

Σ.Μ.:

Για ποιο λόγο;

Ρ.Μ.:

Α, δεν ξέρω γιατί. Ούτε καν!

Σ.Μ.:

Εσύ αμέτοχη.

Ρ.Μ.:

Ε;

Σ.Μ.:

Εσύ αμέτοχη.

Ρ.Μ.:

Α όχι, ναι, δεν βγήκα εγώ, τίποτα. Απλά είδα ότι πήρε το αφεντικό τηλέφωνο και κατευθείαν ήρθανε τρεις. Και όλα μια χαρά. Ναι, άμα είναι μεγάλα τα μαγαζιά συνήθως έτσι γίνεται. Πολύ μεγάλα ή διώροφα ή... Ναι. Είναι ανάλογα και το μαγαζί. Εντάξει υπάρχουν και σωστά μαγαζιά, καλά, ωραία που είναι πιο ήρεμα και με κόσμο που είναι τακτικός και είναι παρεΐτσες, εντάξει, υπάρχουν και αυτά που δεν είναι τόσο έτσι, που γίνεται ένας χαμός. Εγώ όσες φορές δούλεψα σε τέτοιο μαγαζί ούτε μήνα δεν έκατσα, έφυγα, δεν μπορούσα. Δεν γινότανε. Έχει διάφορα, ναι. [00:40:00]Είναι γενικώς, η νύχτα είναι δύσκολη, είναι δύσκολη. Και ξέρεις τι γίνεται; Όταν ξεκινάς να δουλεύεις -τώρα δεν είναι έτσι, γιατί δεν είναι και καλά τα λεφτά- εγώ ξεκίνησα γιατί ήταν καλά τα λεφτά, υποτίθεται εύκολα, τι κάνω; Σιγά. Νέο παιδί, βράδυ, σιγά το δύσκολο! Ε από κάποια στιγμή και μετά κουράζεσαι πολύ, πάρα πολύ και βλέπεις ότι δεν μπορεί να γίνεται αυτό, ρε παιδί μου, τώρα. Να κοιμάσαι πρωί 10 η ώρα, να ξυπνάς απόγευμα. Εγώ είχα να δω ήλιο δεν ξέρω κι εγώ πότε. Δεν έβλεπα ήλιο καθόλου. Τίποτα. Πρωί που σχόλαγα νύχτα π.χ. το χειμώνα και νύχτα ξύπναγα. Έφθασα σε σημείο δηλαδή που κοιμόμουνα και ξύπναγα για να πάω δουλειά. Λόγω της υπερέντασης, στο ξαναλέω, γύρναγα σπίτι, έκλεινα παντζούρια, μπάνιο, πέρναγαν 4 ώρες να κοιμηθώ; Δεν μπορούσα. Κοιμόμουνα και ξύπναγα, πάλι σκοτάδι. 6-7. Να σηκωθώ, να κάνω ένα μπάνιο, να φάω κάτι, να χαζέψω έτσι καμιά ώρα λίγο τηλεόραση και να αρχίσω να ετοιμάζομαι για τη δουλειά.

Σ.Μ.:

Άκουγες στο αυτί σου τον βόμβο αυτόν;

Ρ.Μ.:

Τα αυτιά μου από αυτήν την δουλειά έχουν πάθει τέτοιο, έχουν πρόβλημα, έχω πρόβλημα στις υψηλές συχνότητες, έχω ένα συνεχόμενο βουητό.

Σ.Μ.:

Όντως;

Ρ.Μ.:

Συνεχόμενο βουητό, το οποίο ξεκίνησε πριν δύο χρόνια και όταν πήγα, έχω πάει σε πόσους γιατρούς, «Αυτό δεν μπορεί να φτιάξει». Μου είπε ότι γενικώς ό,τι ζημιά υπάρχει στα αυτιά δεν φτιάχνεται, αν δεν την προλάβεις να πάρεις κορτιζόνη τις πρώτες μέρες. Μου είχε γράψει κάτι νευροπιόν που είναι για το νευρικό σύστημα, δεν με βοήθησαν σε τίποτα και πάθανε λόγω της δυνατής μουσικής.

Σ.Μ.:

Το βουητό;

Ρ.Μ.:

Ναι, τόσα χρόνια και πιο έντονα από το αριστερό αυτί. Συνεχόμενο. Τον πρώτο καιρό ήταν τόσο αφόρητο που δεν μπορούσα να κοιμηθώ και πήγαινα στους γιατρούς και έλεγα: «Κάντε κάτι να σταματήσει αυτό, δεν αντέχω». Δεν αντέχεται. Και έλεγε: «Θα πρέπει να το συνηθίσεις. Θα ζεις με αυτό από εδώ και πέρα». Και έλεγα: «Δεν μπορώ!». «Θα μπορέσεις!» Και όντως έφθασε, μετά από καιρό και το έχω συνηθίσει. Αλλά δημιουργήθηκε λόγω της δυνατής μουσικής. Τη νύχτα. Γιατί με ρωτάει ο γιατρός, όλοι: «Δουλεύεις βράδυ; Ακούς μουσική;» «Νύχτα». «Από αυτό είναι». Ένα κακό που μου άφησε. Το μαγαζί. Ναι, είναι πολύ δυνατή η μουσική σε κάποια μαγαζιά, τα μεγάλα. Δεν είναι όπως είναι στα καφέ που είναι χαμηλή. Είναι τέρμα.

Σ.Μ.:

Ευχαριστώ.

Ρ.Μ.:

Εγώ ευχαριστώ.