© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ο Γιώργος Μητσικώστας μιλάει για τη ζωή του σχετικά με τη μίμηση, το γέλιο και τα (social) Media.

Κωδικός Ιστορίας
10323
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Γιώργος Μητσικώστας (Γ.Μ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
07/03/2020
Ερευνητής/τρια
Μάρθα Μητσικώστα (Μ.Μ.)
Μ.Μ.:

[00:00:00]Καλησπέρα.

Γ.Μ.:

Καλησπέρα.

Μ.Μ.:

Πώς ονομάζεσαι;

Γ.Μ.:

Γιώργος Μητσικώστας.

Μ.Μ.:

Πολύ ωραία. Είναι 7 Μαρτίου του 2020. Είμαστε στην Πεύκη με τον αφηγητή. Είμαι η Μάρθα Μητσικώστα, ερευνήτρια για το Istorima, και ξεκινάμε. Με τι ασχολείσαι επαγγελματικά;

Γ.Μ.:

Είμαι γνωστός για τις μιμήσεις που κάνω. Η ιδιότητά μου είναι δημοσιογράφος και είμαι μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών και αυτό γιατί αυτό που κάνω είναι σαν ευθυμογράφημα. Εύθυμος. Τώρα δεν υπάρχει εύθυμη γραφή. Εμένα είναι ο λόγος μου. Οπότε στην ουσία και επειδή το ευθυμογράφημα είναι σαν να γράφει κάποιος εύθυμα, έτσι; Άρα, εγώ επειδή χρησιμοποιώ τον λόγο, η μίμηση είναι λόγος, είναι έκφραση και επειδή δεν υπάρχει δημοσιολόγος ή ευθυμολόγος, εντάσσομαι στους ευθυμογράφους και δημοσιογράφους. Άρα, η ιδιότητά μου λοιπόν είναι σαν ευθυμογράφος, δημοσιογράφος, αυτά.

Μ.Μ.:

Να το πάρουμε από πιο παλιά. Είπες ότι κάνεις μιμήσεις. Πώς ξεκίνησες να κάνεις μιμήσεις;  

Γ.Μ.:

Ναι. Κοίτα, εάν το δούμε ανθρωπολογικά, έτσι; Aπό το παιδί, από τότε που μεγαλώνει, από βρέφος-νήπιο, στην ουσία αναπαράγει αυτά που ακούει και βλέπει και εικόνες. Άρα λοιπόν είμαστε, γεννιόμαστε μίμοι και είμαστε εν δυνάμει μίμοι. Τι εννοώ: Δηλαδή κάποιος θέλει να κοροϊδέψει, να σατιρίσει, θέλει να στηλιτεύσει ρε παιδί μου κάπως μία ομιλία ή μία συμπεριφορά κάποιου, το κάνει με τη μίμηση. Εγώ το συνειδητοποίησα αυτό, από ότι μπορώ να θυμηθώ, πρέπει να ήταν στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού, πέμπτη ή έκτη δημοτικού. Αυτό με βοήθησε πάρα πολύ, το ότι η τηλεόραση που βάλαμε στο σπίτι μας στα μέσα της δεκαετίας του ‘70, πρέπει να πήγαινα τετάρτη, πέμπτη δημοτικού και θυμάμαι ένα Σάββατο μεσημέρι, έφερε ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου την τηλεόραση στο σπίτι, όπου εκεί συνήθως εγώ έβλεπα εκπομπές, αθλητικές εκπομπές, αθλητικές μεταδόσεις, και ξεκίνησε ως εξής να καταλαβαίνω ότι μπορώ να μιμούμαι: Την άλλη μέρα όταν υπήρχε ένα αθλητικό γεγονός, μία αθλητική μετάδοση, η Αθλητική Κυριακή, Κυριακή βράδυ με τον Διακογιάννη τότε, όταν την άλλη μέρα πηγαίναμε στο σχολείο και εμείς τα αγοράκια στο διάλειμμα παίζαμε μπάλα, άρχισα εγώ παίζοντας μπάλα να κάνω και περιγραφή του speaker που μετέδιδε τον αγώνα την προηγούμενη μέρα ή του παρουσιαστή. Οπότε… Που ήταν και πολύ δύσκολo, γιατί τι έγινε; Επειδή έπαιζα κιόλας, έκανα και περιγραφή και έπαιζα, όπου τα πνευμόνια, εντάξει, αρχίζουν λίγο και σκάνε γιατί δεν μπορώ να... Φαντάσου τώρα είναι σαν ένας χορευτής να τραγουδάει ταυτόχρονα και να... Εντάξει, καταλαβαίνεις είναι πολύ δύσκολο. Εκεί, λοιπόν, συνειδητοποίησα ότι μπορώ να κάνω μία αναπαραγωγή πιστή. "Πιστή"... Ήμουν ένα παιδί δέκα χρονών όπου έκανα φωνές κάποιου που ήταν σαράντα χρόνων. Δεν γίνεται, γιατί οι φωνητικές χορδές ακόμη δεν έχουν ωριμάσει, δεν έχουν μεγεθυνθεί και δεν έχουν γίνει μπάσες ή να έχουν το ηχόχρωμα. Κι έτσι, λοιπόν, ξεκίνησα να μιμούμαι τους επώνυμους που -επαναλαμβάνω πάλι- για μένα η πηγή έμπνευσης ήταν η τηλεόραση. Βέβαια, μεγάλωσα σε ένα σπίτι, δεν ξέρω αν πρέπει να το πω τώρα, που η μητέρα μου -δεν ξέρω αν είναι κληρονομικό- ερχόμενος ο πατέρας μου από τη δουλειά, η μητέρα μου δεν δούλευε, ήταν πάντα νοικοκυρά, ερχόμενος ο πατέρας μου από τη δουλειά, θυμάμαι κι εγώ όταν ήμουνα από το σχολείο, την ώρα που του μαγείρευε του άφηνε το φαγητό και του μίλαγε, του έκανε τι συνέβη η μέρα στη γειτονιά. Και έλεγε ξέρω 'γω: «Ο κυρ Χρήστος απέναντι έλεγε “Κυρία Φωτούλα”» και έκανε αναπαραγωγή των φωνών η μητέρα μου στον πατέρα μου για να του πει πώς πήγε η καθημερινότητα της γειτονιάς. Δηλαδή τι συνέβη, τα νέα της γειτονιάς ας πούμε τότε. Πολύ μετά, θυμάμαι ήμουνα γυμνάσιο, στις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου, άρχισα και μιμούμουν καθηγητές στο σχολείο, κάποιους που ενδεχομένως τους είχαμε βάλει στο μάτι γιατί ήταν πολύ αυστηροί. Μου λέγαν όλοι: «Ρε Γιώργο, αυτόν μπορείς να μας τον κάνεις;» και στα διαλείμματα μαζευόμασταν κάναμε [00:05:00]πηγαδάκια και εγώ έκανα τον καθηγητή, επαναλαμβάνω, πάλι με τη φωνή που ακόμη δεν είχε ωριμάσει στη μίμηση, αλλά αυτά τα οποία έπιανα τα στοιχεία. Και αυτό αν θέλεις ήταν και το clue, δηλαδή λέγαν όλοι: «Ρε μαλάκα ο Μητσικώστας! Να γίνει ένα πάρτυ να φωνάξουμε τον Μητσικώστα να μας κάνει κάτι. Γιατί ήτανε τότε η ατραξιόν και το clue κάποιου ή στις εκδρομές που πηγαίναμε στο σχολείο, ήταν αυτοί που τραγουδάνε και παίζανε κιθάρα. Δηλαδή, ο Βασίλης θα φέρει την κιθάρα, οπότε μαζεύονται όλα τα κοριτσάκια, όλα τα αγοράκια γιατί ο Βασίλης θα μας κάνει να τραγουδήσουμε και θα τραγουδήσει και αυτός γιατί έχει την κιθάρα "ντραν, ντραν" και ο Γιώργος που κάνει τις μιμήσεις και ο τρίτος μετά άρχισαν και έβγαιναν τα φορητά ραδιοκασετόφωνα, «Ο Γιώργος, ξέρω 'γω, που θα μας φέρει και το κασετόφωνο, που θα βάλει τα τραγούδια της Eurovision», που τότε ήταν αγαπημένα τα τραγούδια της Eurovision, τα οποία τα ηχογραφούσαμε, βάζαμε το ραδιοκασετόφωνο -καλή ώρα σαν και αυτό που γράφει τώρα- στην τηλεόραση, στο ηχείο, είχαμε τραγούδια της Eurovision. Και την άλλη μέρα στην εκδρομή όταν πηγαίναμε, πώς είθισται τώρα, μας πηγαίνανε μετά τον διαγωνισμό της Eurovision, ήταν Μάιος, την άλλη μέρα είχαμε εκδρομή. Ήταν σαν έθιμο στο σχολείο τότε στη Φιλαδέλφεια. Πάντα θυμάμαι τα τελευταία χρόνια στο σχολείο, από γυμνάσιο, τελευταίες τάξεις του δημοτικού μέχρι και το γυμνάσιο, η εκδρομή ήταν μετά τη Eurovision. Οπότε, ήμασταν όλοι εφοδιασμένοι, αυτοί που είχαν το ραδιοκασετόφωνο και εγώ έκανα τις μιμήσεις. Βέβαια, δεν είχα μιμηθεί, δεν θυμάμαι, τραγουδιστές τότε της Eurovision. Όχι, δεν είχα. Ήμουνα μόνο αυτά τα οποία μου άρεσαν, έκανα πράγματα τα οποία μου άρεσαν, να μιμούμαι δηλαδή τους αθλητικούς broadcasters στην τηλεόραση και βέβαια λειτουργούσα κατά παραγγελία, να μιμηθώ τον καθηγητή που είχαμε βάλει στο μάτι. Παρακάτω.

Μ.Μ.:

Φάρσες κάνατε, έτσι σαν παιδάκια μεταξύ σας, σε άλλα παιδάκια;

Γ.Μ.:

Φάρσες έχω κάνει. Έχω κάνει μία φάρσα η οποία ήταν και λίγο, κόντευε να... Έχω κάνει, έχω κάνει φάρσες. Η μία ήταν ότι είχα κάνει μία φάρσα που είχα πάρει την κοπέλα ενός φίλου που του έκανε "κορδελάκια" και πήρα τηλέφωνο εγώ στο σπίτι και να κάνω έναν άλλο φίλο που υποτίθεται τα είχε αυτή και να πω τον έχει συλλάβει η αστυνομία για κάτι υποθέσεις στα Εξάρχεια. Τότε τα Εξάρχεια ήτανε, αρχές δεκαετίας του... Μόλις είχα τελειώσει το... Πρέπει να πήγαινα λύκειο, τρίτη λυκείου, αρχές δεκαετίας του ‘80, τότε ξεκίναγε λίγο να...

Μ.Μ.:

Έκανες κάποιον αστυνομικό;

Γ.Μ.:

Όχι. Έκανα έναν αστυνομικό ρεπόρτερ, τον Σόμπολο, ότι: «Ναι, γεια σας. Είναι εκεί αυτή;», «Ναι», «Έχουμε συλλάβει τον φίλο της, κάτι στα Εξάρχεια παίζει και η κόρη σας τον γνωρίζει. Να έρθει στο αστυνομικό τμήμα». Και η μάνα της είχε καρδιά εντωμεταξύ και το σηκώνει μετά, παίρνει τηλέφωνο αυτή, δεν ξέρω το είχε μάθει η κόρη και λέει: «Άμα -μου λέει- πάθει κάτι η μητέρα μου να ξέρετε ότι με τη φάρσα που κάνατε εσείς». Και από τότε είχα πάθει και ένα σοκ, γιατί πρέπει να ξέρεις ότι η φάρσα πρέπει να είναι εκ του ασφαλούς, ή την κάνεις δηλαδή σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ή και πάλι αυτό το πρόσωπο να ξέρεις ότι η ψυχολογία του είναι τόσο όσο, μην πάθει κάτι ας πούμε και... Αυτά θυμάμαι, φάρσες, δηλαδή να... Αυτές ήταν τηλεφωνικές φάρσες. Και μιλάμε τώρα, όπως καλή ώρα έχεις το κασετοφωνάκι και το μικρόφωνο, είχαμε… Πώς τις ηχογραφούσαμε αυτές τις φάρσες, εδώ έχει φάση: Eίχαμε βάλει αυτά τα ραδιοκασετόφωνα που είχανε και ένα μικρό μικροφωνάκι, όπως έπαιρνα τηλέφωνο εγώ, το ακουμπάγαμε εδώ -ποιος τις είχε κρατήσει αυτές;- και υπήρχε, τις ηχογραφούσαμε τις φάρσες και τις ακούγαμε μετά και γελάγαμε. Αυτά. Δεν θυμάμαι αν είχα κάνει μετά κάτι φάρσες. Μετά παίρναμε κάτι ηθοποιούς τηλέφωνο που υπήρχαν τα τηλέφωνα στον τηλεφωνικό κατάλογο, αλλά όχι δεν ήταν, εντάξει... Πιο πολύ για να ακούσουμε τη φωνή τους, ξέρεις. Αυτά με τις φάρσες. Αυτή μου έχει μείνει δηλαδή από τις φάρσες, και δεν θυμάμαι να έχω κάνει κάποια άλλη έτσι... Α! Έχω κάνει και μία φάρσα σε μία κοπέλα, η οποία -βέβαια αυτό ήτανε, ήμουνα ήδη φοιτητής- η οποία αυτή είχε μία μεγαλομανία, ήθελε να γνωρίσει με κάποιον, είχαμε μάθει ότι είχε ψώνιο να γνωρίζει, να κάνει σχέση με κάποιο κυβερνήτη, πιλότο. Και πήρα εγώ τηλέφωνο σπίτι και λέω: «Γεια σας, είμαι ο πιλότος». Είχα δει μία ταινία του Πρέκα, λέγεται Σάρκα και ψυχή, που κάνει ο Πρέκας -υπάρχει αυτή στο διαδίκτυο άμα τη γκουγκλάρεις, στο GreekMovies, Σάρκα και αίμα, Σάρκα και ψυχή, κάπως λέγεται- που κάνει ο Πρέκας, με την Τσοπέη είναι, που κάνει ο Πρέκας τον κυβερνήτη ενός αεροπλάνου που λέγεται Ράλλης. [00:10:00]Οπότε είχα πάρει εγώ το επίθετο και λέω: «Ναι γεια σας, είμαι ο κάπτεν Ράλλης θέλω να μιλήσω στην...» και το σήκωσε η μάνα της ξέρω 'γω και λέει η κόρη μου δεν είναι εδώ, να σας πάρει τηλέφωνο και μπερδέματα. Αυτά.

Μ.Μ.:

Αργότερα, τελειώνοντας το σχολείο, είχες αποφασίσει ότι θα ασχοληθείς με αυτό ή σπούδασες κάτι άλλο; Τι ήρθε; Ήρθε ο στρατός; Ήρθαν σπουδές;

Γ.Μ.:

Κοίταξε, εγώ είμαι και μίας γενιάς που έπρεπε με το που τελειώσεις το σχολείο, έπρεπε να σπουδάσεις, να τελειώσεις γρήγορα τη σχολή, για να ψάξεις να βρεις μία δουλειά. Βέβαια, η επιλογή μου εμένα, μπήκα στην ΑΣΟΕΕ, ήταν τρίτη. Είχα δηλώσει Παιδαγωγικές Ακαδημίες και Στρατιωτική Σχολή που δεν μπήκα και αυτό γιατί υπήρχε άμεση επαγγελματική αποκατάσταση. Η Παιδαγωγική Ακαδημία, δάσκαλος δηλαδή που λένε, ήταν τότε δύο χρόνια και συνήθως οι διορισμοί γινόντουσαν και για τους άντρες αμέσως μετά από μία διετία, οπότε... Και μάλιστα, νομίζω υπήρχε ένας νόμος ότι και χωρίς να πάει ο άντρας στρατό μπορούσε να έχει διοριστεί ή εν πάση περιπτώσει με το που τελείωνες δηλαδή τις σπουδές, αμέσως είχες δουλειά, διοριζόσουν δάσκαλος. Πολύ μετά αυτό άλλαξε και διοριζόσουν μετά από δέκα χρόνια και για αυτό οι δάσκαλοι έκαναν άλλες δουλειές μέχρι να μπουν. Δεύτερη είχα δηλώσει Στρατιωτική Σχολή, όπου και πάλι σαν στρατιωτική σχολή, εγώ θα έβγαινα Στρατιωτική Σχολή Οικονομικών Σωμάτων, γιατί τότε εμείς που δίναμε με δέσμες, στην τέταρτη δέσμη είχανε βάλει στρατιωτικές σχολές που ασχολούνται με οικονομικά. Οπότε με το που θα τελείωνα Στρατιωτική Σχολή τέσσερα χρόνια, μετά θα διοριζόμουν στο στρατό σαν στρατιωτικός. Παπ!... Τα λεφτά, επαγγελματική αποκατάσταση. Τρίτη δήλωσα την ΑΣΟΕΕ. Θα σου εξηγήσω. Όταν μπήκα λοιπόν στην ΑΣΟΕΕ, παράλληλα δούλευα για να βγάλω χαρτζιλίκι σαν φοιτητής, όπως καλή ώρα πολλοί τώρα, νέα παιδιά, είχα ένα μάθημα που μου έλεγε ο καθηγητής, ότι λέει: «Παιδιά, όταν βγείτε στον επαγγελματικό στίβο να κοιτάτε να έχετε κέρδος ρε παιδί μου, κάτι να είναι προς όφελος, οικονομικό όφελος, κέρδος». Υπήρχε και ένα μάθημα, «Μεγιστοποίηση του κέρδους» που λεγόταν. Εντάξει, ήταν λίγο του καπιταλισμού αυτό, αλλά... Εμένα αυτό όμως με είχε προβληματίσει, γιατί λέω: «Ωραία!». Τότε δούλευα εγώ σαν επάγγελμα, σαν φοιτητής, όπως πολλά παιδιά τότε, ήμασταν στη μεταφορά τηλεφωνικών καταλόγων. Τώρα μην κοιτάς τα βρίσκεις όλο στο διαδίκτυο, αλλά τότε πήγαινες στον ΟΤΕ, στο υποκατάστημα και έπαιρνες τηλεφωνικό κατάλογο από το Α έως το Κ, από το Κ έως το Λ, και πηγαίναμε σε ένα εργοστάσιο στην Κηφισιά, φορτώναμε και πηγαίναμε σε διάφορα υποκαταστήματα του ΟΤΕ και κάναμε διανομή τηλεφωνικών καταλόγων. Ε και έλεγα κάποια στιγμή να πάρω το πτυχίο, να έχω κάποια γνωριμία εδώ στον ΟΤΕ, να μπω και εγώ στον ΟΤΕ σαν υπάλληλος και να κάνω...

Γ.Μ.:

Περνάγανε τα χρόνια, κάποια στιγμή, το ταλέντο υπήρχε έτσι, εκεί πριν το Eurobasket, το ΄87, μαζί με το ταλέντο της μίμησης ήθελα να γίνω και δημοσιογράφος, αθλητικός συντάκτης, αφού ούτως ή άλλως είχα μιμηθεί που είχα μιμηθεί τους αθλητικούς συντάκτες και ρεπόρτερ και αυτούς που κάνουν τις περιγραφές. Ε και έπαιρνα τηλέφωνο σε διάφορες ραδιοφωνικές εκπομπές τότε στο Δεύτερο Πρόγραμμα και σε μια τέτοια εκπομπή με καλέσανε και λέω: «Γεια σας, θέλω να γίνω δημοσιογράφος». «Καλά. -μου λέει- Έλα από εδώ να δούμε». Μπαίνω εκεί και μου λέει: «Κάνουμε ραδιοφωνική εκπομπή εμείς μέσα, αθλητικού περιεχομένου». Λέω: «Να έρθω να παρακολουθήσω;» και εκεί παρακολουθούσα. Κάποια στιγμή του είπα, δεν ήξερε κανείς εκεί στην ΕΡΤ ότι… Και λέω: «Κάνω και μιμήσεις». Λέει: «Ποιον κάνεις;». Λέω: «Τον Διακογιάννη, τον Μαυρομάτη». Λέει: «Α θα μας κάνεις;». Ήμουν δευτεροετής τότε στην ΑΣΟΕΕ. Κάνω εκεί, χαμός! «Έλα και στην άλλη εκπομπή!». Λέω: «Ρε παιδιά, εγώ θέλω να γίνω αθλητικογράφος-δημοσιογράφος». Μου λέει: «Εδώ δεν έχει λεφτά. -λέει- Θα είσαι άμισθος για δύο-τρία χρόνια». Τότε, λοιπόν, ήμουν τυχερός, διότι πάντα παίζει ρόλο το timing που λένε. Το ΄87, τότε άνοιξε ο 9.84, η Ελεύθερη Δημοτική Ραδιοφωνία του δήμου της Αθήνας. Τότε, κάποιοι λοιπόν δημοσιογράφοι από την ΕΡΤ ή κάποιοι έτσι παίρναν εκπομπές στον 9.84. Υπήρχε μία εκπομπή τότε που μερικά αποσπάσματα υπάρχουν τώρα στο YouTube, Οι συνωμότες της νύχτας στη συνωμοσία του πατσά λέγεται αυτή η εκπομπή. Ιστορικά να πω ότι σε αυτή την εκπομπή έκανε το πρώτο ξεκίνημά του, ραδιοφωνικό, ο Νίκος Ευαγγελάτος, οι δύο συγχωρεμένοι συνεργάτες μου που δεν είναι τώρα στη ζωή, ο Λάκης ο Μπέλλος και ο Γιάννης ο Μακρής, και ο Νίκος ο Λυμπερόπουλος που έκανε μουσική επιμέλεια. Ήμασταν μία ομάδα λοιπόν εκεί. Εμένα με είχε πάρει τηλέφωνο ο Μπέλλος τότε που είχε μάθει στην ΕΡΤ ότι κάνω μιμήσεις και μου λέει: «Κάνω μία εκπομπή που είναι αργά τη νύχτα. Θες να κάνεις εσύ εδώ;». Τότε να σου θυμίσω, το ‘87-‘88 δεν υπήρχαν κανάλια, υπήρχαν μόνο ραδιόφωνο. Οπότε τι σημαίνει: ότι όλοι ήταν σε [00:15:00]ένα ραδιοφωνάκι, 12:00 η ώρα το βράδυ, Παρασκευή που έβγαιναν Οι συνωμότες της νύχτας, να ακούσουν αυτή την εκπομπή. Έγινε χαμός! Eρχόντουσαν κόσμος στο στούντιο, ζούσαμε δηλαδή μέρες ραδιοφώνου. «Ποιος είναι αυτός που κάνει τις μιμήσεις;». Εγώ ήμουν είκοσι χρονών τότε, νόμιζαν ότι είναι κάποιος πιο μεγαλύτερος, γιατί δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι κάνει φωνές. Και να πάμε τώρα στο τι γινότανε. Εγώ παράλληλα ήμουν φοιτητής. Πήγαινα σε αυτές τις εκπομπές, δεν πληρωνόμουν. Κάποια στιγμή τότε, ένας διευθυντής εκεί λέει: «Να σου πω, τώρα εσύ είσαι φοιτητής εδώ, θες να σου δίνουμε κάποια λεφτάκια;». «Α -λέω- γιατί στην ΕΡΤ πήγαινα και μου λέγανε “εδώ θα είσαι τσάμπα”». «Όχι» μου λέει «Εδώ πέρα μπορούμε να σου βγάλουμε ένα ποσό». Πολύ λίγο ήτανε. Σταμάτησα κι εγώ τη δουλειά τότε που δούλευα στον ΟΤΕ, αφού έκανα κάτι που με ευχαριστούσε με μιμήσεις. Είχε και την αποδοχή του κόσμου και αναγνωρισιμότητα κι έτσι, και έπαιρνα και κάποιες μικρές απολαβές. Μετά αυτές οι μικρές απολαβές, όταν έφυγα από τον 9.84 και πήγα στο ΣΚΑΪ, διπλασιαστήκανε και εν πάση περιπτώσει ωφελήθηκα οικονομικά και σε μία -για να το δούμε λίγο με μικρο-οικονομικούς όρους- ήτανε σε μία αγορά που αυτό που έκανα εγώ ήτανε μονοπώλιο. Δηλαδή δεν υπήρχε άλλος να κάνει τόσες πολλές μιμήσεις στον χώρο. Τότε εγώ έκανα πολιτικούς, έκανα δημοσιογράφους, έκανα... Ο Χάρρυ Κλυνν τότε που υπήρχε δεν έκανε τόσες πολλές μιμήσεις και εγώ ήμουνα καινούργιο πράγμα που έκανα αυτούς τους άντρες και αυτό είχε και αναγνωρισιμότητα και είχε και οικονομικό όφελος και μετά ήρθε η τηλεόραση μπλα, μπλα, μπλα. Και αυτό βέβαια εγώ το έκανα δουλειά, που σημαίνει ότι -μην κοιτάς τώρα που υπάρχει το YouTube- εγώ καθόμουνα ας πούμε σε ένα σπίτι, τότε που ήμουνα στο πατρικό, στη Φιλαδέλφεια και μου φέρνανε κασέτες, κασέτες να ακούω με ακουστικά, να ακούω φωνές, να μπορώ να τις κάνω, που φαντάσου δεν έβλεπα και το πρόσωπο. Και πολύ μετά μου φέρνανε και κασέτες μεγάλες VHS που είχαν βίντεο για να βλέπω, να παρακολουθώ από τώρα ότι είναι συνεντεύξεις, ενώ τώρα στο YouTube, θες να μιμηθείς κάποιον και υπάρχουν εκατό άπειρα βίντεο, από την προσωπική του ζωή, από συνεντεύξεις, από ταινίες, από... Οπότε, είναι ο άλλος πιο εύκολο να έχει πολλές παραστάσεις σε εικόνα και ήχο, για να μιμηθεί ένα πρόσωπο. Και έτσι λοιπόν εγώ όλα αυτά τα χρόνια. Παράλληλα όμως για να μπορώ να κάνω κάτι, γιατί έβλεπα ότι δεν έπρεπε να επαναπαυτώ στα ίδια πρόσωπα, προσπάθησα να μιμηθώ νέα πρόσωπα, κάθε φορά από το χώρο της τηλεόρασης, της κοινωνίας είτε είναι celebrities είτε είναι οτιδήποτε. Και αυτό, βέβαια, σε συνδυασμό με ένα καλό κείμενο που είχα και μία καλή ομάδα που έγραφε κείμενα, έγραφα κι εγώ κείμενα και με τον δικό μου αυτοσχεδιασμό. Αυτό το πράγμα άρεσε. Άρεσε και στην τηλεόραση στους διευθυντές, μου δίνανε εκπομπές και όλο αυτό το πράγμα εξελίχθηκε όλα αυτά τα σχεδόν τριάντα χρόνια που είμαι σε αυτό το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, ας το πούμε έτσι, το οποίο τώρα έχει αλλάξει, γιατί έχει μπει τώρα και το διαδίκτυο, το YouTube, το WebTV και τέτοια και τα λοιπά. Αυτά. Τι άλλο;

Μ.Μ.:

Από τη στιγμή που άρχισε να γίνεται επάγγελμα, όπως είπες, ραδιοτηλεοπτικά, μίλησες για μία διαδικασία προετοιμασίας, δηλαδή ότι: «Πρέπει να παρακολουθήσω κάποιον, να ακούσω τη φωνή του και μετά να τον μιμηθώ». Μπορείς να περιγράψεις μία διαδικασία; Διότι φαντάζομαι ότι δεν βλέπω κάτι και το κάνω κατευθείαν-

Γ.Μ.:

Όχι, όχι, όχι.-

Μ.Μ.:

Φαντάζομαι δεν είναι τόσο εύκολο.

Γ.Μ.:

Όχι, όχι. Κοίτα, εδώ έχει να κάνει, η διαδικασία έχει να κάνει και με αυτό που λένε σε όλους τους καλλιτέχνες, είναι με την έμπνευση. Δηλαδή, ένας που θέλει να ζωγραφίσει και δεν του έρχεται η έμπνευση και ξαφνικά εκεί που πάει να κοιμηθεί, εκεί που πάει να ξυριστεί, ξέρω ΄γω, ή οτιδήποτε, ή πάει τουαλέτα, του έρχεται η έμπνευση και... Έτσι κι εμένα. Καμιά φωνή όταν την άκουγα, την άκουγα ώρες με τα ακουστικά ή έβλεπα στο βίντεο που έβαζα τότε, δεν μου ερχόταν. Και κάποια στιγμή εκεί που ήμουν στο λεωφορείο, ακούω μία φωνή κάποιου μέσα εκεί στο λεωφορείο και λέω: «Ωχ! Ρε αυτή η φωνή μου θυμίζει αυτή τη φωνή που έπρεπε να κάνω» και εκεί μου ήρθε η έμπνευση. Άρα, λοιπόν, είναι το στοιχείο της έμπνευσης. Μετά από την έμπνευση είναι η τεχνική. Δηλαδή, εγώ μετά από τόσα χρόνια, τόσες φορές που έχω κάνει, είναι το εξής, ότι μπορεί να -και το κάνω καμιά φορά αυτό και για δοκιμασία, για τεστ, για practice- μπορεί να μου πεις: «Γιώργο, εδώ αυτός, κοίτα ένας που πέρασε. Μπορείς να τον μιμηθείς;». Θα προσπαθήσω εγώ να πάρω το ηχόχρωμα της φωνής του και να το βάλω σε ποιες φωνές που έχω μιμηθεί είτε είναι επώνυμοι είτε μη επώνυμοι. Δηλαδή, μπορεί να μοιάζει το ηχόχρωμα με τον πεθερό μου, ας πούμε, τον συγχωρεμένο ή να μοιάζει με κάποιο θείο μου. [00:20:00]Κι οπότε, θα πατήσω σε αυτή τη φωνή που την έχω ήδη δικιά μου και την έχω ήδη, την έχω, όχι κατοχυρώσει, την έχω κάνει, που σημαίνει είναι κτήμα μου, είναι δικιά μου και πάνω σε αυτή θα πατήσω για να βγάλω τη νέα φωνή. Άρα, λοιπόν, δεν υπάρχει νέα φωνή που να μην μπορώ να κάνω, υπάρχει τεχνική από δω και πέρα. Θα σου θυμίσω, είναι πολλοί, όπως πολλοί μουσικοσυνθέτες είναι κλασικοί έτσι που ακούει κάποιος, αυτοί που είναι γνώστες και της μουσικής, λέει: «Αυτό το κομμάτι είναι Μπετόβεν», γιατί ο Μπετόβεν πάντα όλα τα κομμάτια έχουν μία τεχνική συγκεκριμένη. Δηλαδή, θα ήταν λίγο πιο πάνω το τσέλο, πιο πάνω το βιολί, ξέρεις. Οπότε, έδειχνε ένα ηχόχρωμα το οποίο χαρακτήριζαν όπως μερικά κομμάτια του Ζαμπέτα. Εγώ άμα μου βάλεις ένα κομμάτι εισαγωγής, θα πω: «Αυτό είναι Ζαμπέτα» ή κάποια θα πω «Aυτό είναι Θεοδωράκη». Στην ουσία δεν αντιγράφουν τους εαυτούς τους, απλώς ακολουθούν ένα συγκεκριμένο ηχόχρωμα, ένα δικό τους ηχητικό μοτίβο και βγάζουν το αποτέλεσμα που είναι τραγούδι ή όσον αφορά εμένα είναι μίμηση, γιατί είναι ήχος. Τώρα να σου πω καμιά φορά, επίσης, μία άλλη τεχνική που χρησιμοποιείται, όταν έγινε η τηλεόραση, όταν δεν μπορείς να μιμηθείς καλά μία φωνή, κάνοντας βοηθάει η εικόνα. Δηλαδή, η γλώσσα του σώματος, κάνοντας δηλαδή κάποιες μιμήσεις, κάποιες κινήσεις με τα χέρια, γκριμάτσες με το πρόσωπο και τα λοιπά και να μην μπορεί να πιάσεις τη φωνή, περνάει στον κόσμο. Το δύσκολο με μένα, και κάποιος το είχε πει, ότι ήμουν τριάντα χρόνια σχεδόν μονοπώλιο ραδιοφωνικά, στο ραδιόφωνο, όμως, που είναι μόνο ήχος, αν δεν κάνεις τέλεια τη φωνή, δεν θα πει ο άλλος: «Τώρα ποιον κάνει;», ενώ στην τηλεόραση, δηλαδή αν κάποιος έχει τέλεια το μαλλί του Τσίπρα, τέλεια τα αυτιά του, τέλεια τις εκφράσεις του, αν δεν κάνει και τον Τσίπρα: «Νομίζω» (μιμείται τον Τσίπρα) και τον κάνει: «Νομίζω» (μιμείται τον Τσίπρα με πιο μπάσα φωνή), θα περάσει στον κόσμο. Στο ραδιόφωνο, όμως, αν δεν κάνεις τέλεια τη φωνή θα πει το ‘χασες, γιατί ο άλλος θα πει: «Ποιον κάνει τώρα; Κάτι μου θυμίζει. Είναι ο Τσίπρας; Δεν είναι;». Το ‘χασες! Γι’ αυτό, θεωρώ ότι μετά από τόσα χρόνια το ραδιόφωνο που το αγαπώ, είναι ακόμη πιο δύσκολο από την τηλεόραση. Πρώτα από όλα και στις εκπομπές που έχω κάνει, τις ραδιοφωνικές, για να κάνεις την ατμόσφαιρα, το κλίμα, για να βάλεις τα εφέ, για να βάλεις τα… θέλεις να κάνεις ας πούμε τώρα, πώς να στο πω; Θέλεις να κάνεις ότι μαζεύονται όλοι ηγέτες του κόσμου και ότι κάνουν ένα εικονικό πόλεμο, για να βρουν τον κορωνοιό να τον πολεμήσουν. Πρέπει να βάλεις μουσικές, εφέ, ήχοι από όπλα, ήχοι, αυτό και τα λοιπά. Πρέπει να φτιάξεις ατμόσφαιρα. Είναι πιο δύσκολο το ραδιόφωνο. Στην τηλεόραση, βέβαια εντάξει, και τώρα με τα εφέ κι έτσι, εντάξει, κερδίζει η εικόνα. Αλλά εγώ εξακολουθώ να πιστεύω ότι ο ήχος είναι πιο δυνατός. Όπως βλέποντας, ας πούμε, μία ταινία, αυτό που με συνεπαίρνει είναι το μουσικό θέμα, το soundtrack, δηλαδή αν ο ήχος είναι τόσο δυνατός και το μουσικό θέμα μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και την ερμηνεία και την εικόνα κάποιων ηθοποιών, που μπορεί να είναι ατελής, ας πούμε, στην έκφρασή τους.

Μ.Μ.:

Στην τηλεόραση, που είπες ότι η μεταμφίεση -γιατί πέρα από μίμηση φωνής υπάρχει και μία μεταμφίεση- είπες ότι είναι διευκολυντική-

Γ.Μ.:

Ναι.-

Μ.Μ.:

Πολλές φορές για το αποτέλεσμα. Πέρα από διευκόλυνση, σου έχει δημιουργήσει πολλές φορές πρόβλημα; Δηλαδή, κάποια στιγμή να σε δυσκόλεψε αρκετά.

Γ.Μ.:

Α, να μεταμφιεστώ;

Μ.Μ.:

Ναι.

Γ.Μ.:

Όχι. Αυτό είναι και κομμάτι αυτών που σε μεταμφιέζουν, των make-up artist, γιατί εγώ έχω κάνει special make-up artist. Όχι, δεν με έχει δυσκολέψει. Ούτως ή άλλως, πάντα, το ‘χω και σε μια… Όταν μου έλεγε η μακιγιέζ μου ότι: «Γιώργο δεν μπορώ να φτάσω το αποτέλεσμα». Λέω: «Θα το κλέψω ρε παιδί μου, θα κάνω εγώ λίγο παραπάνω τη γκριμάτσα». Δηλαδή αν δεν μπορείς να κάνεις τα μάτια μου πολύ στρογγυλά, θα προσπαθήσω εγώ να τα γουρλώσω τα μάτια, να τα κάνω πιο έτσι, και λίγο με τη μίμηση, λίγο έτσι, θα το κλέψουμε ρε παιδί μου. Αυτό που λέμε “θα το κλέψουμε”, δηλαδή, να περάσει στον κόσμο ότι αυτό που κάνω εγώ είναι αυτό το πρόσωπο. Και εν αρχή ην ο λόγος και όταν είναι πολύ δυνατό το κείμενο και η ατάκα, θα έχεις δει και σε γυρίσματα, όταν είναι πολύ δυνατή η ατάκα και το κείμενο, και να υστερεί λίγο αυτό που έλεγα πάντα όπως σε ταινίες, όχι υποκριτικά, το εκφραστικό μέρος, αν η ατάκα είναι τόσο δυνατή και το κείμενο, περνάει στον κόσμο. Aυτό που λένε, είναι πολύ [00:25:00]μυστικό, αυτό που λένε καμιά φορά και οι ηθοποιοί "μανιέρα" και το: «Κλέφ’ το λίγο από κει, πάρε λίγο από κει, κλέφ’ το ρε παιδί μου, κάνε λίγο αυτό, με μία καλή ατάκα, με λίγο έτσι, με λίγο αυτό, κλέφ’το». Είναι αυτό που έχω πει και ότι η υποκριτική, όπως και η ηθοποιία, ένας ηθοποιός, δηλαδή σαν να είσαι σε ένα θέατρο και να πει: «Παιδιά τι έχουμε; Διακοπή ρεύματος». Πρέπει ο ηθοποιός να πει: «Ωραία, μείνετε στις θέσεις σας εδώ οι θεατές. Θα βάλουμε τέσσερα κεριά στη σκηνή. Θα μείνει η φωνή και με τον φωτισμό που έχουν αυτά τα τέσσερα κεριά, εγώ θα βγάλω το αποτέλεσμα». Πρέπει να είσαι πάντα παντός καιρού και παντών καταστάσεων και να περάσεις αυτό στον κόσμο, το επικοινωνιακό, αυτό που έλεγα. Δηλαδή, αν δεν έχεις και εσύ τα εφόδια, μου έλεγε μία φορά η μακιγιέζ: «Δεν έχουμε αυτό, δεν έχουμε και αυτό το πολύ συγκεκριμένο κουστούμι, το πολύ τέτοιο». Δεν πειράζει παιδιά, ας έχουμε το 30%. Εντάξει, να μην είμαστε τελείως λειψοί, αλλά να έχουμε ένα 20-30% σαν βάση. Να το περάσουμε στον κόσμο το ζητούμενο είναι, γιατί ο κόσμος θέλει να διασκεδάσει και έχει προσδοκίες αυτό το πράγμα να… Έχει προσδοκίες από σένα, αλλά να σου πω κάτι; Καμιά φορά αυτό προσπαθώ να... Η μεγαλύτερη δοκιμασία για κάποιον καλλιτέχνη είναι αυτό που λένε να μην είσαι τελειομανής. Γιατί αυτό που λέγανε οι πιο σοφοί καλλιτέχνες και παλιότερα: «Tο καλύτερο εχθρός του καλού». Τι σημαίνει το καλύτερο; Λέγανε: «Λοιπόν πάμε άλλη μία πρόβα», «Ναι», «Πάμε μια δεύτερη. Πάμε μία τρίτη. Πάμε μία τέταρτη. Πάμε μία Πέμπτη». Μετά αρχίζεις και κουράζεσαι, εκνευρίζεσαι. Για αυτό, πάντα λένε ότι η καλύτερη βερσιόν και σε ταινία και σε τραγούδι είναι η πρώτη, η δεύτερη, η τρίτη. Μετά το ‘χασες. Πας να κάνεις κάτι πιο τέλειο και χάνεσαι. Για αυτό, καμιά φορά και σε μία παράσταση λένε: «Δεν πρέπει να το δεις: "Να βάλουμε και αυτό, να βάλουμε και αυτό το φως, να βάλουμε”». Είναι αυτό που λένε όπως όταν μαγειρεύεις, δεν μπορεί να βάλεις ούτε εκατό καρυκεύματα, να βάλεις τόσο όσο. Δεν προσπαθείς να το κάνεις, να το φορτώσεις και να το κάνεις...

Μ.Μ.:

Είπες για παραστάσεις και ηθοποιούς τώρα.

Γ.Μ.:

Ναι.

Μ.Μ.:

Οι ηθοποιοί όταν παίζουν ένα ρόλο, πολλές φορές λένε ότι έχουν κοινά στοιχεία με τον ρόλο που υποδύομαι. Εσύ το έχεις νιώσει ποτέ αυτό για κάποιο άτομο που μιμήθηκες; Και αν ναι, γιατί;

Γ.Μ.:

Όχι, όχι. Απλούστατα, κοίταξε να σου πω, όταν μιμείσαι ένα πρόσωπο, στην ουσία πρέπει να ξέρεις, να του έχεις κάνει αυτό που λέω εγώ το ψυχογράφημά του. Δηλαδή, να ξέρεις τι κουβαλάει αυτό το πρόσωπο, γιατί όταν κάνεις ένα πρόσωπο το όποιο... Τι είναι αυτός; Πολιτικός. Πού μεγάλωσε; Σε μία φτωχική γειτονιά. Φαίνεται κι εξάλλου και από τη γλώσσα του σώματος, έτσι; Kαμπουριάζει λίγο. Ο άλλος; Ο άλλος είναι γόνος και έχει τελειώσει το Κολέγιο και είναι στητή η πλάτη και είναι σαν το παγώνι και πάει έτσι και... Οπότε αυτό, κάνεις το ψυχογράφημα και δεν έχω μπει εγώ όμως στον ρόλο και να έχω ταυτιστεί με αυτούς. Βέβαια, σαν υποκριτική τώρα να σου πω, κάνοντας και στην ταινία του Μπουλμέτη, το 1968, κάνοντας έναν ιδιοκτήτη πρακτορείων ΠΡΟΠΟ, για να κάνω αυτόν τον ρόλο θυμήθηκα κάποιους γείτονές μου, τότε παιδάκι εγώ στη Φιλαδέλφεια, που είχαν αυτά τα λαϊκά χαρακτηριστικά. Έπρεπε να μπω, να θυμηθώ και να ψυχογραφήσω αυτούς και να θυμηθώ πώς συμπεριφερόντουσαν τότε που ήταν πιο αυθεντικοί. Γιατί όσο πάμε προς τα πίσω ήταν πιο αυθεντικές οι κοινωνίες, πιο αυθεντικοί οι χαρακτήρες και ήξερες, δεν υπήρχαν διπρόσωποι και τριπρόσωποι. Αυτό, ήξερες: «Αυτός είναι καθίκι. Αυτός είναι καλός άνθρωπος. Αυτός είναι σπιούνος. Αυτός είναι ρουφιάνος. Αυτός είναι λαμόγιο. Αυτός είναι σκατάνθρωπος». Τώρα, μπορεί κάποιος να είναι τόσο, όχι διπρόσωπος, να είναι πενταπρόσωπος που να τα έχει όλα μαζί, να είναι και λαμόγιο, να είναι και καλός, να είναι και κακός, να είναι και σκατάς και να ‘ναι όλα. Αλλά όχι, εγώ δεν ξέρω, σε μένα τουλάχιστον δεν έχω μπει να ταυτιστώ ή να πω ότι έχω κοινά στοιχεία. Όχι. Αυτό να το ξεκαθαρίσω και είναι τελείως... Αλλά είναι καλό, ότι όσο πιο πολύ ψυχογράφημα κάνεις σε ένα πρόσωπο, και καλό είναι τώρα με την πληροφόρηση να ξέρεις και πράγματα του χαρακτήρα του, δηλαδή να ξέρεις ότι αυτός είναι μεγάλος έτσι ας πούμε, είναι λίγο περίεργος, είναι κυκλοθυμικός. Με έχει βοηθήσει σε κάποιον που λένε: «Αυτός είναι και λίγο αλκοολικός» και παλιότερα, και αυτό είναι, όταν είχα μιμηθεί έναν πολιτικό, είχα ξεφύγει, δηλαδή τον έκανα παραπάνω από ό,τι έπρεπε. Και αυτό μπορεί να καταγραφεί! Όταν τον συνάντησα αυτόν τον πολιτικό, μου λέει: «Θέλω να σε γνωρίσω. Ναι, εντάξει με κάνατε λίγο παραπάνω. Δεν είμαι αλκοολικός». Είχα [00:30:00]στεναχωρηθεί γιατί μου λέει: «Ξέρετε κάτι; Εγώ δεν έπινα τόσο, άρχισα να πίνω όταν έχασα τη γυναίκα μου από καρκίνο πριν από τρία χρόνια» και αυτό μου είχε κοστίσει, γιατί λέω όντως δεν πίνει ο άλλος έτσι γιατί πίνει, μπορεί να έχει κάποιο πρόβλημα και εγώ δεν έπρεπε να το σατιρίσω αυτό τόσο. Έπρεπε να ήμουν λίγο πιο προσεκτικός, δηλαδή γι' αυτό παίζει καμιά φορά ρόλο δηλαδή. Κι εμένα, ναι, αν και που λένε η σάτιρα δεν πρέπει να έχει τόσο πληροφόρηση, δεν γίνεται. Δηλαδή, δεν μπορώ εγώ να μιμούμαι κάποιον και να σατιρίζω και να ξέρω ότι πριν από δύο χρόνια αυτός έχει χάσει το παιδί του. Πολύ λεπτές ισορροπίες πρέπει να κάνω.

Μ.Μ.:

Το κοινό τι θέση έχει στη ζωή σου; Δηλαδή, σου μιλάνε στον δρόμο; Σταματάνε να σου πούνε: «Ξέρεις κάτι, μας αρέσει αυτό που κάνεις;». Θαυμαστές, ας πούμε.

Γ.Μ.:

Ναι. Το κοινό υπάρχει. Είναι οι γκρούπις, πώς το λένε; Πλάκα τώρα, αυτό είναι για τους τραγουδιστές. Κοίτα, είναι το κοινό, είναι οι θαυμαστές, το fan club, πώς το λένε, είναι το εκδηλωτικό κοινό, είναι το κοινό-θαυμαστές, σε θαυμάζει, είναι το κοινό το περίεργο, είναι το κοινό που θέλει να μαθαίνει για τη ζωή σου: «Τι κάνεις; Γιατί δεν κάνεις τώρα; Πώς έκανες; Τι γίνεται; Πώς τα φέρνεις βόλτα; Πώς τα ‘κανες;». Εντάξει, υπάρχει ένας σεβασμός, αλλά πάντα δεν είναι το κοινό μόνο αυτό που σε θαυμάζει. Κάποτε μου είχε πει κάποιος ότι, επειδή εγώ έκανα κάθε μέρα ραδιόφωνο τότε και τηλεόραση σχεδόν και κάθε μέρα έκανα τότε ένα τηλεπαιχνίδι πριν δέκα χρόνια, αλλά επειδή η τηλεόραση και το ραδιόφωνο εμάς μας φέρνουν τους άλλους μέσα στο σπίτι και ιδίως τους καλλιτέχνες που φέρνουν το γέλιο, ο άλλος σε θεωρεί μέλος της οικογένειάς του και μπορεί να σε δει -επαναλαμβάνω μόνο αυτούς που κάνουν το γέλιο έτσι, δηλαδή τους κωμικούς, είτε κάνουν μιμήσεις είτε φέρνουν το γέλιο- και ο άλλος μπορεί σε δει στον δρόμο, μπορεί να σε αγκαλιάσει, μπορεί να μάθει: «Τι κάνεις ρε Γιώργο; Tι έγινε; Είσαι μόνος τώρα; Περνάς καλά; Θες να σου φέρω φαγητό;». Έχουν γίνει αυτές οι σκηνές λατρείας και επειδή είμαστε και σαν μεσογειακός λαός και πάντα οι Έλληνες είμαστε εντάξει, όπου σε βρει... Σε αυτό βέβαια έχω να σου πω το εξής: Δεν θυμάμαι ποια ήταν η Μαρίκα Νέζερ ή αυτό το είχε κάνει και η Μάρλεν Ντίτριχ έτσι, που μάθαμε όταν πέθανε ενενήντα χρόνων στο Παρίσι, μάθανε ότι τριάντα χρόνια έμενε αυτή σε ένα διαμέρισμα. Λέγανε λοιπόν και η Ντίτριχ και η Νέζερ -η Νέζερ είναι Ελληνίδα ηθοποιός- δεν ξέρω αν το κάνανε κάτι άλλοι, ότι ο καλλιτέχνης, αυτή είναι η άλλη πλευρά του καλλιτέχνη, δεν πρέπει να βγαίνει λέει από το σπίτι του, αν βγαίνει πρέπει να βγαίνει το βράδυ, για να μην τον βλέπει πολύς κόσμος. Στο σούπερ μάρκετ να έχει πάντα βοηθούς να του κάνουν τα ψώνια, για να δημιουργηθεί ένας μύθος. Δηλαδή: «Δεν τον βλέπουμε. Εδώ πέρα μένει ο...;». Αυτό καμιά φορά θυμάμαι κι εγώ πιτσιρίκι στη Φιλαδέλφεια που λέγανε: «Εδώ μένει η Λαμπέτη. Έμενε ή μένει; Ναι, πότε θα τη δούμε ρε παιδιά;», «Δεν ξέρω, το βράδυ έρχεται και δεν τη βλέπουμε ποτέ!». Τώρα βλέπουν κάποιον που ψωνίζει στο σούπερ μάρκετ, όπως πάω εγώ και που σε αγκαλιάζει, σε θεωρεί ότι είσαι κομμάτι δικό του, αλλά όμως πρέπει να δημιουργείται ένας μύθος. Κοντολογίς, φαντάσου τώρα να ήσουν ας πούμε στην Αμερική και να έβλεπες, δεν θα υπήρχε μύθος, να έβλεπες κάθε μέρα στο σούπερ μάρκετ ή στον δρόμο τον Al Pacino, τον Robert De Niro, τη Whitney Paltrow. Εντάξει, μόνο καρπαζιές δεν θα παίζατε! Λες τώρα ποιος είναι τώρα, αυτή, ποιος είναι ο.... και οι άλλοι ηθοποιοί, ο Ryan Gosling, «Εντάξει μωρέ εδώ τον βλέπω κάθε μέρα στο σούπερ μάρκετ, τον βλέπω στο μανάβη». Πρέπει να δημιουργείται ένας μύθος. Εγώ βέβαια κατά αυτού του πράγματος, αλλά το star system λειτουργεί και σε αυτό. Κάποτε η Βουγιουκλάκη -παρένθεση σε αυτό- που λέγανε ότι έκανε πολύ καλές μιμήσεις στη Δραματική Σχολή, τότε που έδινε εξετάσεις το είχε πει ο Χορν αυτό που την εξέταζε, έκανε μιμήσεις, έλεγε ότι: «Ναι, -λέει- εγώ και στην παραλία θέλω να έχω δέκα τετραγωνικά να είναι δικά μου, δεν θέλω να με βλέπει ο κόσμος». Ήθελε αυτόν τον μύθο και τα λοιπά.

Μ.Μ.:

Εσύ παρόλο που είσαι κατά, έχεις πιάσει ποτέ τον εαυτό σου να κινείται στην καθημερινότητα με σκοπό να διατηρήσει ή να δημιουργήσει αυτόν τον μύθο;

Γ.Μ.:

Όχι. Αλλά να σου πω κάτι; Εμένα μου αρέσουν όμως, δεν είμαι τόσο... Ίσως είμαι και πιο προσγειωμένος και δεν μου αρέσουν ούτε οι εκδηλώσεις λατρείας ούτε οι εκδηλώσεις κολακείας. Μ’ αρέσει ρε παιδί μου να μου πει ένας, να μου κάνει παρατήρηση, να μου πει: «Γιώργο δεν μου άρεσε αυτό που έκανες και μου άρεσε αυτό που έκανες». Όμως τεκμηριωμένα, όχι, γιατί έχει συμβεί και το ανάποδο: Γίνεται κάποιος που είναι πολιτικά προσκείμενος στη Νέα Δημοκρατία, τα έχω ζήσει εγώ αυτά, ή στο [00:35:00]ΠΑΣΟΚ ή τώρα στο ΣΥΡΙΖΑ, ότι κάνω και είναι του κόμματος του, «Δεν κάνεις καλά τον Τσίπρα». Συριζαίος! Της Νέας Δημοκρατίας: «Δεν κάνεις καλά τον Άδωνη και τον Μητσοτάκη, δεν τους κάνεις καλά». Είναι Νέα Δημοκρατία, κατάλαβες. Με ενοχλεί αυτό. Πες μου εποικοδομητικά. Μ’ αρέσει ο κόσμος που σε πλησιάζει. Κάποτε είχα πει σε μια συνέντευξη για ένα βιβλίο που διάβαζα. Με σταματάει ένας στον δρόμο με ένα μηχανάκι και μου λέει: «Είσαι ο Μητσικώστας;», «Ναι», «Ρε φίλε, αυτό το βιβλίο που είχες πει σε μία συνέντευξη, τρομερό, πήγα και το πήρα την άλλη μέρα». Αυτός μου αρέσει, διότι και εμείς διαπαιδαγωγούμε, δηλαδή μέσα από μία συνέντευξη ή αυτό το οποίο θα πω, του τύπου και τώρα καμιά φορά, είμαστε και πρότυπα ζωής και πρέπει και στη νεολαία, δηλαδή πώς να στο πω; Κάθομαι και μου λένε όλοι: «Γιώργο διαβάζεις;», «Ναι», «Βλέπεις τηλεόραση;», «Δεν βλέπω τηλεόραση», «Μα εσύ είσαι της τηλεόρασης». Δεν βλέπω τηλεόραση. Κάθομαι και διαβάζω, κάθομαι και κάνω γυμναστική, κάθομαι γράφω τώρα που δεν κάνω τηλεόραση, κάνω, βλέπω λίγο, έχω τους φίλους μου, παρέες. «Μα διαβάζεις;», «Ναι», «Τι βιβλίο διαβάζεις;», «Αυτό». Είναι ωραίο αυτό, γιατί μας έχουν θεωρήσει εμάς και ίσως είναι και κάποιοι έχουν δώσει λάθος πρότυπα του χώρου μας: Μύκονο, ποτά, ξενύχτια, κλαμπάκια, ακριβά αυτοκίνητα, μοντέλα και ιστορίες. Δεν είναι έτσι όμως. Πάντα πρέπει να κάνεις, να είσαι αυτό που λέω, να είσαι πάντα εκλεκτός και ξεχωριστός. Κι εγώ το κάνω γιατί έτσι μου βγαίνει, δεν το κάνω επειδή έχω κάποιους επικοινωνιολόγους, image makers από πίσω ή ατζέντηδες να μου λένε: «Γιώργο, σήμερα πρέπει να πας λίγο στο Θιβέτ να το παίξεις λίγο Βούδας, να το παίξεις λίγο -πες το- Δαλάι Λάμα, ότι είσαι ρε παιδί μου “ζεν” και “ωμ” και τέτοια. Την άλλη βδομάδα πρέπει να κάνουμε ένα τέτοιο, ότι πήγες ξέρω ΄γω και συνάντησες τη Renee Zellweger και παίζει ένα ερωτικό μαζί της». Γιατί αυτό θα το φτιάξουνε οι image makers και οι... Εγώ κάνω τη ζωή μου όπως μου βγαίνει και καμιά φορά, εντάξει δεν είμαι... Έχω και τις κλειστές μου. Και θα βγω, και δεν θα βγω, και θα κάτσω να διαβάσω, ό,τι βγει.

Μ.Μ.:

Είπες πριν και μου φάνηκε πολύ συγκινητικό, ότι οι άνθρωποι οι οποίοι είναι στην τηλεόραση και έτσι δίνουν το γέλιο στον κόσμο, το κοινό πολλές φορές τους νιώθει μέρος της οικογένειάς τους. Υπήρχε κάποια εκδήλωση αγάπης, θαυμασμού, το οτιδήποτε που να σε άγγιξε, που να το θυμάσαι πολύ έντονα; Κάποιο άτομο;

Γ.Μ.:

Όχι, θα σου πω. Είχα πάει στο Πήλιο, το 1992, μόλις είχα ξεκινήσει στο Mega το Πίτσι πίτσι με το Μήτσι, Πάσχα. Και ήμουν τότε με τη μετέπειτα σύζυγό μου και όπως σταματώ το αυτοκίνητο κάπου να πάρουμε κάνα καφέ, δεν ξέρω κάτι, ξαφνικά βλέπω ένα πούλμαν μπροστά, να μου κλείνει τον δρόμο, να σταματάει. Προφανώς με είχαν αναγνωρίσει εμένα σαν οδηγό, ότι εγώ είμαι ο Μητσικώστας και να κατεβαίνουν από μέσα κάτι γεροντάκια, κάτι ΚΑΠΗ που είχαν πάει εκδρομή στο Πήλιο, να θέλουν να με αγκαλιάσουν, δεν υπήρχαν τότε ούτε κινητά ούτε selfie και έτσι μόνο κάποιες είχαν κάτι μηχανές φωτογραφικές, λένε: «Να σας βγάλουμε μια φωτογραφία κύριε Μητσικώστα; Σας βλέπουμε στην τηλεόραση!». Ήταν πολύ συγκινητικό, δηλαδή, αυτό που κατέβηκαν κάποια άτομα τρίτης ηλικίας που προφανώς η τηλεόρασή τους ήταν η παρηγοριά τους στη μοναξιά τους ας πούμε, δεν ξέρω αν ήταν από ΚΑΠΗ κι έτσι, να με αγκαλιάσουμε και αισθάνθηκα έτσι μία απέραντη αγάπη και άδολη αγάπη και ωραία αγάπη που νόμιζα ότι ήταν η αγκαλιά και η αγάπη των γονιών σου, των παππούδων σου. Όλο αυτό ήτανε... Και μία φορά θυμάμαι, τώρα άσχετο αυτό, από ένα club που γύριζα, κάπου στην Κηφισίας, ήταν ένα κάμπριο αυτοκίνητο με δύο αγόρια, τρία κορίτσια, δεν θυμάμαι, πάλι με αναγνώρισαν: «Μητσικώστα!» και πάλι μου κλείσανε τον δρόμο, «Κάνε δεξιά εδώ. Ένα αυτόγραφο υπέγραψέ μας εδώ στα μπλουζάκια. Έχουμε ένα μαρκαδόρο εδώ. Λέω: «Ποιος είμαι ρε παιδιά; Ο Ρουβάς ή ό Κούρκουλος; Τί είμαι εγώ; Eγώ είμαι...». Απλώς επειδή τους έδινα στιγμές γέλιου και ξεχνιόντουσαν. Θυμάμαι ένα περιστατικό, όταν ήμουν στον 9.84: Ήρθε μία κυρία μαυροφορεμένη, με έπαιρνε τηλέφωνο και έλεγε: «Κύριε Μητσικώστα σας παίρνω από Πολιτεία» και μάλιστα την είδα μετά από χρόνια, πριν από δύο-τρία χρόνια, σε ένα σούπερ μάρκετ στη Νέα Ερυθραία. Και μου λέει: «Θέλω να σας γνωρίσω, να σας φέρω και μία τούρτα». «Α, τούρτα» λέω «Φέρτε, εντάξει θα τη φάμε». Τότε είχαμε άλλο μεταβολισμό δεν μας ένοιαζε. Φέρνει την τούρτα, βλέπω μαύρα ρούχα, λέω: «Γεια σας». Λέει: «Κύριε Μητσικώστα, ξαναβρήκα το γέλιο στη ζωή μου». Λέω: «Πλάκα μου κάνετε;», «Όχι, -μου λέει- αλήθεια. Ξέρετε, -λέει- πριν από ένα χρόνο έχασα τον άντρα μου. Έχω -λέει- δύο παιδιά που [00:40:00]μεγαλώνουν και περιμένω να σας ακούσω το βράδυ στους συνωμότες της νύχτας στον 9.84, για να μπορώ να γελάσω λίγο» και έπαθα σοκ! Ναι, τρομερό. Εντάξει, μετά από αυτά αισθάνεσαι ρε παιδί μου λίγο, όχι αποστολή σου έχει ένα ιεραποστολικό έργο, όχι δεν θα πω τέτοιο, αλλά πραγματικά το γέλιο είναι το μεγαλύτερο φάρμακο όντως. Οτιδήποτε απασχολεί είτε είναι κορονοϊός τώρα είτε είναι κάποιο πρόβλημα, το γέλιο και οι επιθεωρήσεις παλιά, όπως ήταν και στην κατοχή, όπως ήταν και τα ευθυμογραφήματα, έχουν μία απήχηση. Γιατί το γέλιο είναι ο εξαγνισμός ρε παιδί μου, ξέρεις, είναι αυτό που λένε εξοστρακίζεις το κακό, έτσι; Eξαγνίζεσαι και γενικά εξιλεώνεσαι. Είναι ένα πράγμα το οποίο είναι φάρμακο το γέλιο. Όποιος λοιπόν το υπηρετεί και το δίνει, ο χοντρός και ο λιγνός, ο Stan Laurel και Oliver Hardy, αυτό το φοβερό δίδυμο, κάποτε τους είχαν ρωτήσει, λέει: «Τι άλλη δουλειά θέλετε να κάνετε;». Λέει: «Σοβαρολογείτε; Κάνουμε τη δυσκολότερη δουλειά του κόσμου!», «Τι;», «Να δίνουμε γέλιο στον κόσμο». Και μου είχε πει κάποιος και είχε δίκιο για αυτό, μου λέει: «Ξέρεις κάτι; Tο δυσκολότερο πράγμα είναι να κάνεις τον κόσμο να γελάσει». Είναι πολύ πιο εύκολο να τον κάνεις να κλάψει. Δεν έχω κάνει εγώ, δεν έχω περάσει στην άλλη πλευρά, αλλά για να το λένε αυτό κάποιοι σοφοί της τέχνης, της υποκριτικής, θα έχει κάποια δόση αλήθειας. Τι να πω, δεν ξέρω. Ίσως το να κάνεις τον κόσμο να γελάσει θεωρούντο πολύ δύσκολο και για αυτό καμιά φορά, θυμάμαι πολλές από τη δουλειά που έκανα εκεί με τον κόσμο αυτό, ερχόμουν στο σπίτι μου τόσο κουρασμένος, σαν ένα σφουγγάρι που το νερό είναι το γέλιο που δίνεις και η χαρά και το έχουνε στραγγίξει όλοι είτε είναι συνεργάτες στη δουλειά είτε είναι ο κόσμος που σε αγκαλιάζει και τελικά δεν μένει τίποτα. Είναι ένα σφουγγάρι εσύ μετά τελείως στεγνό και μένεις μόνος σου και λες: «Τώρα τι γίνεται; Εμένα ποιος θα με κάνει να γελάσω ή ποιος θα με φροντίσει εμένα στη δικιά μου ψυχαγωγία και διασκέδαση;». Οπότε...

Μ.Μ.:

Επειδή ξεκινήσαμε τώρα από μία ηλικία που ήσουνα παιδάκι-

Γ.Μ.:

Ναι-

Μ.Μ.:

Και φτάσαμε στο επάγγελμα.

Γ.Μ.:

Ναι.

Μ.Μ.:

Aπό τη στιγμή που αρχίζει, δηλαδή, να υπάρχει το κοινό και όλο αυτό φεύγει από την έννοια του παιχνιδιού, από όπου ξεκίνησε.

Γ.Μ.:

Ναι.

Μ.Μ.:

Μπορεί να ξαναγυρίσει εκεί; Θέλω να πω: οι μιμήσεις, οι φάρσες, να γίνονται σε μία παρέα για πλάκα ή πλέον είναι αποκλειστικά και μόνο δουλειά;

Γ.Μ.:

Όχι, όχι. Κοίτα. Πετυχαίνει κάποιος, για μένα, όταν κρατάει την παιδικότητα του σε όλες τις φάσεις της ηλικίας του και όταν λοιπόν βρίσκει τη δουλειά του σαν παιχνίδι. Βέβαια, το παιχνίδι έχει άλλους όρους και άλλες νόρμες και άλλη ωριμότητα όταν το κάνεις δέκα χρονών, πέντε, και άλλο όταν το κάνεις είκοσι, τριάντα, σαράντα ή πενήντα. Εγώ λοιπόν, εξακολουθώ να το κάνω αυτό και σαν παιχνίδι ακόμη και όταν είμαστε και σε παρέα ακόμη, προσπαθώ να μιμηθώ κάποιον από την παρέα, όχι τον επώνυμο, θα σου πει κάποιος: «Ρε μπορεί να κάνεις τώρα τον πρωθυπουργό, τον πλανητάρχη, τον τέτοιον;». Όχι, μπορώ να σου πω μπορώ να κάνω αυτόν ας πούμε εκεί στη γωνία, τον τύπο, ή αυτόν τον ταμεία ρε παιδί μου, ή αυτόν που είναι στο γκισέ του ΙΚΑ, εκεί που δεν σου πάει... και είναι ωραία αυτή η άσκηση. Έτσι όπως παλιότερα είχα μιμηθεί ας πούμε τον πεθερό μου. Είναι ωραία αυτή η άσκηση, το να μιμείσαι κάποιον του οικείου σου περιβάλλοντος, είτε είναι της παρέας σου της φιλικής, είτε είναι συγγενής, είτε είναι οποιοσδήποτε και είναι ωραία αυτή η άσκηση και εγώ το κάνω πάλι σαν παιχνίδι. Επαναλαμβάνω όμως, με άλλες νόρμες και άλλη ωριμότητα πλέον σε αυτή τη φάση που είμαι τώρα. Δηλαδή, δεν έχει σταματήσει το παιχνίδι, πάντα το έβλεπα εγώ σαν παιχνίδι. Και κάποτε είχε πει κάποιος και εντάξει ίσως και σε αυτό, δόξα τω Θεώ πάντα και είμαι τυχερός, το χόμπι μου το ‘κανα επάγγελμα. Τι εννοώ: το παιχνίδι μου, το παιδικό, το έκανα επάγγελμα που σημαίνει ότι πληρωνόμουν καλά, που μου έδωσε και οικονομικές απολαβές και μία αναγνωρισιμότητα και μία δόξα και μία έτσι, το οποίο βέβαια και αυτό είναι παγίδα, διότι αν δεν μπορείς να το διαχειριστείς σωστά ή θα επαναπαύεσαι, θα μένεις στα ίδια και στα ίδια ή στο έτσι. Τώρα, λοιπόν, το παιχνίδι το κάνω και τώρα βλέπω καμιά φορά στο YouTube και λέω: «Αυτός τι τύπος είναι; Mπορώ να τον κάνω; A, μπορώ να τον κάνω» και κάνω μόνος μου, που δεν έχω τώρα εκπομπή, αλλά το κάνω γιατί πάντα το παιχνίδι δεν σταματάει. Και πάντα πιστεύω οι άνθρωποι ανεξαρτήτου ηλικίας, πρέπει πάντα να βρίσκουνε [00:45:00]παιχνίδια ή για την ηλικία τους ή έτσι, γιατί αυτός που παίζει, για μένα δεν γερνάει ποτέ, είτε παίζει με το μυαλό του, είτε παίζει με το ταλέντο του, είτε παίζει οτιδήποτε. Μέχρι ακόμα και να παίζεις με το σώμα σου που σημαίνει να κινείσαι και να γυμνάζεσαι, δεν γερνάς ποτέ. Δηλαδή, πώς να σ’ το πω, να παίζεις με το σώμα σου. Βλέπω τώρα καμιά φορά, παλιμπαιδισμός, βλέπω ένα πατίνι, αυτό το πατίνι, βλέπω ένα-

Μ.Μ.:

Τα lime.

Γ.Μ.:

Ένα πιτσιρίκι. Ναι, ένα πατίνι να κάνει και λέω: «Ρε συ θα πάρω ένα πατίνι!». Έχω ένα ποδήλατο το κάνω, αλλά λέω εντάξει ένα πατίνι είναι πιο, εννοώ το πατίνι είναι πιο εύχρηστο, ξέρεις γιατί; Γιατί έχω δει μερικά σπαστά που είναι και σαν βαλιτσάκι, το βάζεις και στην πλάτη, backpack. Οπότε, όποτε θέλεις κάνεις πατίνι, ενώ το ποδήλατο πρέπει πάντα να το παρκάρεις, πάντα να το μεταφέρεις, πάντα να το κάνεις. Πατίνι, ναι, που είχε ο Βέγγος σε μερικές ταινίες! Βέβαια!

Μ.Μ.:

Αν γυρνούσες πίσω, θα άλλαζες κάτι ή θα έκανες κάτι διαφορετικά;

Γ.Μ.:

Όχι, δεν θέλω. Αυτή η παγίδα του θα άλλαζες… Όχι, δεν θα άλλαζα κάτι. Πιστεύω έτσι έπρεπε να γίνει και έτσι έγινε.

Μ.Μ.:

Είναι παγίδα ε;

Γ.Μ.:

Ναι, είναι παγίδα. Δεν πιστεύω... Αυτή η παρελθοντολαγνεία και παρελθοντολατρεία και η μοιρολατρία και «Τι θα κάνεις αύριο;» και το… Ούτε κάνω σχέδια αύριο ούτε κάνω έτσι. Απλούστατα, αυτό που λέω, ότι πάντα πρέπει να παίζεις και να βρίσκεις άλλες παραλλαγές και μορφές παιχνιδιού ή με το μυαλό σου, ή με το σώμα σου, ή οτιδήποτε, μπορεί να κάνεις. Τώρα ας πούμε είμαι σε μία φάση που κάθομαι και γράφω. Τι γράφω; Mπορεί να μην είναι μόνο κωμικά πράγματα, μπορεί να γράφω ένα θεατρικό να το παίξω εγώ, να το παίξουνε κάποιοι άλλοι. Έχω πάντα σχέση, πάντα το μυαλό μου, όσον αφορά και με τις μεταμφιέσεις που τώρα είμαστε και σε μία ψηφιακή εποχή, οι μεταμφιέσεις γίνονται λίγο -πώς το λένε;- visual animation. Δηλαδή, υπάρχουν ψηφιακά, πώς να σ’ το πω; Υπάρχουν κάποια application, το morph-it ας πούμε που διαβάζει το πρόσωπό μου ένας υπολογιστής και αμέσως το μεταμφιέζει χωρίς να βάλω περούκες και να πάμε στο τέτοιο. Αν και εγώ είμαι της παλιάς σχολής, ας πούμε, όπως και στο αρχαίο θέατρο που φοράγανε τις μάσκες και κάνανε τις παραστάσεις έτσι ή το μαύρο θέατρο της Πράγας που είναι με τις σκιές ή που είναι με τέτοιο, είναι η έκφραση. Για εμένα πάντα η έκφραση και η υποκριτική θα είναι στο νούμερο ένα του ανθρώπου και σαν καταφύγιο, αλλά και σαν διέξοδο. Νομίζω ότι κάνει και μία πολύ καλή ψυχανάλυση κάποιος που μπορεί να εκφραστεί. Για μένα η υποκριτική, και δεν ξέρω οι μιμήσεις, θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία. Το να μπορείς να εκφράζεσαι, να ξέρεις τη γλώσσα του σώματός σου και την έκφραση του σώματός σου, σε βοηθάει πάρα πολύ οτιδήποτε δουλειά και να κάνεις αύριο. Εντάξει, σε βοηθάει πάρα πολύ. Όπως πρέπει να εφαρμοστεί με υποχρεωτικό νόμο αυτό που γινόταν στην Αρχαία Ελλάδα: στην Αρχαία Ελλάδα δίνανε ξέρω ΄γω, εκατό ευρώ ας πούμε τον χρόνο σε μία οικογένεια το κράτος, πριμοδότηση, να πάει να βλέπει παραστάσεις που θα έπρεπε να το εξαντλήσεις. Αν δεν το εξαντλούσες, έτρωγες πρόστιμο. Δηλαδή, έλεγες: «Εντάξει μωρέ πήγα και έδωσα μόνο ογδόντα ευρώ, μου έμειναν τα είκοσι». Όχι, να τα εξαντλήσεις και τα εκατό ευρώ και για να δουλεύουν τα θέατρα, αλλά σε βοηθάει και εσένα σαν έκφραση, γιατί κάποιος που παρακολουθεί πολύ θέατρο, και να μην είναι ηθοποιός, στήνει καλύτερα το σώμα του και μιλάει και καλύτερα και ρυθμίζει και καλύτερα τις ανάσες του, τις παύσεις του, την εκφραστικότητά του σαν οντότητα, σαν σώμα και σαν λόγο.

Μ.Μ.:

Κλείνοντας, μένω σε αυτό που είπες, ότι γυρνάς ας πούμε σπίτι σου και λες: «Εμένα ποιος θα με κάνει να γελάσω;». Εγώ πιστεύω ότι μπορούμε να γελάσουμε και με τον εαυτό μας πολλές φορές και για αυτό θέλω να σε ρωτήσω, όταν σου λένε κάνε μας μία μίμηση, ποια σου έρχεται στο μυαλό να κάνεις; Να πεις ότι τη μίμηση αυτή την έχω απολαύσει πάρα πολύ και έχω γελάσει μαζί μου κάνοντάς την. Σου έρχεται κάτι στο μυαλό;

Γ.Μ.:

Αν μου πει ποια μίμηση να κάνω;

Μ.Μ.:

Nαι.

Γ.Μ.:

Όχι, δεν ξέρω.

Μ.Μ.:

Είτε μπορεί να ήταν μία ωραία στιγμή στο γύρισμα, κάτι που να-

Γ.Μ.:

Είναι πολλά τα ευτράπελα.-

Μ.Μ.:

Θυμάσαι ευχάριστα-

Γ.Μ.:

Ναι. Στο γύρισμα τώρα εγώ έχω μιμηθεί τόσο πολύ. Το έχω απαντήσει παλιότερα μου λένε, είναι σαν να πεις τώρα στη Δήμητρα Γαλάνη, ή στην Αλεξίου ή σε κάποιον τραγουδιστή που [00:50:00]έχει πει δέκα χιλιάδες τραγούδια: «Ποιο τραγούδι αγαπάς;». Το κάθε ένα έχει βγάλει την ψυχή του. Εγώ, κλείνοντας, θέλω να πω κάτι άλλο, ότι δυστυχώς έχουν γίνει τα πράγματα, λέει: «Κύριε Μητσικώστα δεν σας βλέπω στην τηλεόραση. Δεν σας βλέπουμε κάπου». Μα λέω: «Τώρα εδώ ζωντανά. Δεν είναι ωραίο να με βλέπετε κάπου έξω;». Ζούμε σε μία εποχή τώρα, ψεύτικη, της εικόνας και των οθονών, που και λίγο με κορονοϊό έτσι που θα λέμε όλοι: «Ρε συ δεν σε είδα στο Skype σήμερα, είσαι καλά; Δεν σε είδα στο Facebook». Γιατί να μην βγεις να με δεις έξω; Είναι προτιμότερο να πεις: «Ρε Γιώργο δεν σε είδα έξω που τρέχαμε». Παλιά λέγαμε, τρέχαμε σε ένα παρκάκι στην Φιλαδέλφεια και λέμε Γιώργο, κάθε Τετάρτη πήγαινα, μετά βαριόμουν και μου λέγανε: «Γιώργο δε σε βλέπουμε τις Τετάρτες να τρέχεις». Τι ωραία αυτό. «Δεν σε βλέπουμε να τρέχεις. Τι έγινε, τεμπελίτιδα; Κάθεται το σώμα σου;». Τώρα: «Δεν σε βλέπουμε στο Skype, δεν σε βλέπουμε στο Instagram, δεν σε βλέπουμε στο Facebook, δεν σε βλέπουμε στο Twitter, δεν γράφεις κάτι. Είσαι καλά;», «Ναι είμαι καλά, γιατί διαβάζω και δεν θέλω να γράφω στο Twitter, γιατί πάω έξω και τρέχω και κινούμαι και γυμνάζομαι, γιατί γράφω», «Τι γράφεις;», «Γράφω σε ένα χαρτί και σε έναν υπολογιστή κάτι». Είναι το ημερολόγιό μου; Είναι τα απομνημονεύματά μου; Είναι ένα μυθιστόρημά μου; Είναι ένα φιλοσοφικό μου υπόμνημα; Είναι μία νουβέλα μου; Είναι οτιδήποτε; Δυστυχώς όμως, προσπαθούν όλοι το να υπάρχεις digital, δηλαδή ζούμε στην εποχή του... Αυτό είναι το πιο ανησυχητικό και για εμάς του χώρου και της... «Δεν σε βλέπουμε κάπου».

Μ.Μ.:

Είναι ένα άγχος αυτό που...

Γ.Μ.:

Ναι, εντάξει. «Δεν σε ακούμε στο ραδιόφωνο, ναι. Δεν σε βλέπουμε στα media, στην εικόνα και έτσι». Και εντάξει, βέβαια, είναι καλό ότι γίνονται παραστάσεις και πάει πολύς κόσμος και βλέπει stand-up comedy. Βγαίνει ο κόσμος και η νεολαία, βγαίνει και βλέπει παραστάσεις. Eίναι ωραίο αυτό και νομίζω ότι αυτό θα το ξεπεράσουμε κάποια στιγμή, το κλεισμένοι σε ένα σπίτι και σε μία οθόνη είτε είναι στο κινητό η προέκταση του χεριού μας είτε είναι σε ένα tablet, τα πάντα να ελέγχονται όλα, να είμαστε, υπάρχουμε γιατί είμαστε σε μία οθόνη και εμφανιζόμαστε ή σε live streaming.

Μ.Μ.:

Εντάξει.

Γ.Μ.:

Tελειώσαμε;

Μ.Μ.:

Eυχαριστώ πάρα πολύ.

Γ.Μ.:

Ευχαριστώ πάρα πολύ δεσποινίς, για τον χρόνο και εσείς να είστε καλά.