© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Η ιστορία μιας γυναίκας καραβομαραγκού από τη Σύρο
Κωδικός Ιστορίας
10320
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Γεωργία Καραμολέγκου (Γ.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
02/11/2021
Ερευνητής/τρια
Παρασκευή Γεωργίου (Π.Γ.)
[00:00:00]
Καλησπέρα!
Καλησπέρα!
Θα ήθελες να μας πεις το όνομά σου;
Λέγομαι Καραμολέγκου Γεωργία.
Ωραία, λοιπόν είναι Τετάρτη 3 Νοεμβρίου του 2021. Βρισκόμαστε στη Σύρο στον Δανακό. Εγώ είμαι η Παρασκευή Γεωργίου, ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε! Ωραία, λοιπόν, Γεωργία μου θα ήθελες να μας πεις κάποια βιογραφικά στοιχεία; Δηλαδή, πού γεννήθηκες; Πού μεγάλωσες;
Γεννήθηκα στη Σύρο, στον Δανακό, όπου μας βρίσκεις. Εδώ μεγάλωσα, από μικρή ήμουνα με τον πατέρα μου… Σαν παιχνίδι βασικά στην αρχή, πιτσιρίκια τώρα, με τον αδερφό μου να κατεβούμε να παίξουμε, να μας άρεσε το ξύλο, τι να σου πω, να σκαλίζουμε, να κοπανάμε, όπως όλα τα παιδιά. Και όσο μεγάλωνα μου μπήκε το μικρόβιο του ξύλου κι έτσι ξεκίνησα, στην αρχή καλοκαίρια, γιατί το καλοκαίρι άμα δεν είχαμε τι να κάνουμε, βοηθούσαμε τον πατέρα μου και όσο μεγάλωνα, το άρχισα πιο σαν κανονική δουλειά. Και από τότε, τώρα από δεκαπέντε χρονών που έβγαλα το γυμνάσιο, έμεινα μαζί του στη δουλειά μέχρι σήμερα. Τώρα έχει εκείνος έχει βγει στη σύνταξη και συνεχίζω εγώ το μαγαζί με λίγα λόγια, τώρα…
Ωραία! Οπότε εσύ τελείωσες το σχολείο στη Σύρο.
Ναι.
Και μετά, για πες μας ακριβώς το επάγγελμά σου ποιο είναι;
Είμαι ναυπηγοξυλουργός. Δηλαδή, η κύρια δουλειά είναι να κατασκευάζουμε ξύλινα σκάφη. Κατασκευάζουμε από ένα μέτρο να σου πω μέχρι δέκα εδώ στο μαγαζί, γιατί δεν έχουμε και, εντάξει, άλλες δυνατότητες. Είναι μικρός ο χώρος.
Οπότε, πώς προέκυψε η ασχολία με το επάγγελμα; Είπες σου έδειξε κάποια πράγματα ο πατέρας σου;
O πατέρας μου είχε το μαγαζί και σαν παιδιά κατεβαίναμε να παίξουμε, να τον βοηθήσουμε, γιατί η δουλειά μπορεί να ‘θελε να του πιάσουμε ένα ξύλο να το καρφώσει, να πω έτσι, και έτσι ξεκίνησα από παιδάκι να -σαν παιχνίδι στην αρχή- να μείνω στο μαγαζί.
Και θυμάσαι, έτσι, κάποια βιώματά σου, αν μπορείς να μας περιγράψεις την παιδική σου ηλικία, πώς ήταν δηλαδή ακριβώς να κατεβαίνεις και να βοηθάς;
Κοίτα θα σου πω μια ιστορία, που δεν τη θυμάμαι εγώ, αλλά μου την έχει πει ο πατέρας μου. Η πρώτη δουλειά που κάναμε στο μαγαζί εγώ και ο αδερφός μου, γιατί τα κάναμε πάντα μαζί πιτσιρίκια, μπορεί να είμαστε και τεσσάρων χρονών, δεν ξέρω ηλικία, ήταν ο πατέρας μου έβαφε μια βάρκα, ξέρεις τι είναι το βάψιμο; Και εμείς σαν παιδιά θέλαμε να τον βοηθήσουμε. Το σκάφος στην αρχή είναι οι σκαρμοί, δηλαδή είναι ξύλα που είναι κενά -είναι δεξιά-αριστερά τα ξύλα- και είναι κενά ανάμεσα και έπρεπε να βαφτούνε. Πήραμε εμείς το πινέλο, βάψαμε δεξιά-αριστερά και μετά μπήκαμε ανάμεσα και βάφαμε τα εσωτερικά και όπως καταλαβαίνεις βαφτήκαμε και εμείς από πάνω μέχρι κάτω. Είναι ιστορία που μας την έχουνε πει. Δεν τη θυμόμαστε, γιατί είμαστε μικρά, αλλά είναι η πρώτη βασικά δουλειά που κάναμε στου μπαμπά μας, σαν παιχνίδι. Μετά από κει τα καλοκαίρια όταν τελειώναμε το σχολείο, επειδή εντάξει η δουλειά αυτή συνήθως θέλει χέρια, όταν ο πατέρας μου ήθελε μία βοήθεια κατεβαίναμε, γιατί ως παιδιά το βλέπαμε και σαν παιχνίδι, και τον βοηθούσαμε. Έτσι ξεκίνησα να δουλεύω μαζί του, στην αρχή τα καλοκαίρια και μετά μόνιμα, εδώ και εικοσιπέντε χρόνια, κάπου εκεί.
Πόσο χρονών ήσουν όταν-
Όταν άρχισα να δουλεύω κανονικά μαζί του, ήμουν γύρω στα δεκαπέντε και τώρα είμαι στα σαράντα δύο.
Kαι θυμάσαι έτσι κάποια άλλα βιώματα, κάτι που να σου έχει μείνει από όταν ήσουν μικρή;
Όχι, να σου πω την αλήθεια, κάτι συγκεκριμένο όχι. Απλά κατεβαίναμε και τον βοηθήσουμε και μου ‘κανε εντύπωση η μυρωδιά του ξύλου, όπως λες εσύ, το πώς -πιτσιρίκια τώρα- ένα ίσιο ξύλο να το στραβώνει ο πατέρας μου, το βλέπαμε κάτι το παράξενο. Εντάξει, αυτό θυμάμαι, τώρα τι να σου πω;
Και σου έκανε εντύπωση, όμως, αυτή η δουλειά και σου άρεσε-
Ναι, ναι. Μ’ άρεσε το ξύλο, ας πούμε, τώρα στον ελεύθερό μου χρόνο μ’ αρέσει να σκαλίζω ξύλα, οτιδήποτε, έτσι να κάνω καλλιτεχνίες, ας το πω. Εγώ το λέω καλλιτεχνίες, δεν είναι, αλλά εντάξει. Μ’ αρέσει, δηλαδή, να κατασκευάζω πράγματα με ξύλο, γυαλί, οτιδήποτε.
Ο μπαμπάς σου τι σου έμαθε;
Μου ‘μαθε τα πάντα πάνω στη δουλειά: πώς να ξεκινάς, να παίρνεις ένα κορμό ξύλου απ’ το μηδέν και να το κάνεις μία βάρκα, που έχει πολλή δουλειά. Δηλαδή, πώς να σημαδέψεις, πώς θα ξεκινήσεις από όλα αυτά. Αυτά που βλέπεις, τα λένε μονόκλαρα. Είναι ο βασικός σκελετός της βάρκας. Ξεκινάς από τρία κομμάτια ξύλου, το μονόκλαρο, και βγάζεις μία βάρκα, που ο ίδιος τρόπος είναι από ένα βαρκάκι μικρό μέχρι δέκα μέτρα που πολεμάμε εμείς. Γιατί μετά όσο μεγαλώνει το σκάφος, μετά θέλεις άλλα… Μετά είναι άλλος τρόπος, όχι άλλος τρόπος κατασκευής, βγάζεις αλλιώς τα σχέδια απλώς. Αυτή είναι η διαφορά. Και μετά εντάξει, είναι άλλες γνώσ[00:05:00]εις. Θέλει άλλη εμπειρία που εμείς, εντάξει, εμείς ασχολούμαστε με αυτά. Να, βλέπεις γύρω-γύρω; Αυτά είναι το κάθε ξύλο είναι και άλλη βάρκα, άλλος τύπος βάρκας. Γιατί υπάρχουν πάρα πολλοί τύποι βάρκας: γούνδουλα, τρεχαντήρια, υπάρχουν τα ψαράδικα, υπάρχουν τα liber που τα ‘χουνε για να κάνουνε βόλτα. Υπάρχουν δηλαδή χιλιάδες, -χιλιάδες εντάξει-εκατοντάδες τύποι σκαφών. Και μεγέθη φυσικά, γιατί κάθε σκάφος θέλει κι άλλο χνάρι. Και μετά βάσει αυτών των τριών ξύλων χτίζεις ολόκληρη τη βάρκα.
Όταν άρχισε ο μπαμπάς σου να σου δείχνε-
Ναι-
Σαν μικρό παιδί, πώς ξεκίνησε; Θυμάσαι τις πρώτες σου εργασίες ποιες ήταν;
Κοίτα, στην αρχή απλά βαστούσαμε, να στο πω έτσι, το ξύλο. Γιατί ήμασταν και παιδιά, δεν μας εμπιστευόταν με εργαλεία, λογικό. Eμείς το είχαμε και για παιχνίδι και σιγά-σιγά μας έδειχνε να σημαδεύουμε, ώσπου μετά που έμεινα στη δουλειά και μεγάλωσα, χρησιμοποιούσαμε τα εργαλεία, να καρφώσουμε, να ζουμπάρουμε. Όσο αποκτούσα εμπειρία, εντάξει, κάναμε και άλλη δουλειά. Mάθαινα σταδιακά. Αλλά ως αρχή ήταν να μας μάθει, να μας δείξει, να σημαδεύουμε, πώς σημαδεύουν ένα σκάφος, τα βασικά. Και αργότερα, όσο μάθαινα, μ’ έβαζε και τα σχεδίαζα κι εγώ. Δηλαδή, να βγάζεις το σχήμα του σκαρμού, πάντα βέβαια επί επίβλεψη, αλλά εντάξει. Τώρα ξέρω να τα κάνω, αλλά εντάξει, τώρα δεν υπάρχουν καινούργια. Τα ξέρεις.
Όταν ήσουνα μικρή, πώς σου φάνηκε για να ασχοληθείς με τη δουλειά σου; Σου φάνηκε δύσκολη;
Βασικά στην αρχή το έβλεπα σαν παιχνίδι. Εντάξει, ότι έχει τις δυσκολίες της, τις έχει. Όταν είναι επισκευή, γιατί ασχολούμαστε και με επισκευές, είναι ας το πω: «Bρώμικη δουλειά»! Μπορεί να είναι και πολύ κουραστική καμιά φορά. Aλλά εντάξει, όπως όλες οι δουλειές έχει και τα καλά της, έχει και τα δύσκολα. Αλλά οι δουλειές έτσι είναι, δεν μπορείς να τα ‘χεις όλα. Αλλά άμα σ’ αρέσει, τα καταφέρνεις. Κι εμένα μ’ αρέσει, γι’ αυτό έμεινα. Λίγο δύσκολη, αλλά εντάξει. Δύσκολη εντάξει, ανάλογα τη δουλειά. Εντάξει, το καινούργιο είναι βέβαια πιο ωραίο να πω την αλήθεια, γιατί πιάνεις κάτι και το φτιάχνεις όπως θες. Η επισκευή θα πιάσεις να βγάλεις ένα ξύλο, να βάλεις ένα καινούργιο όταν είναι ζημιά, αλλά υπάρχουν και δουλειές που είναι μετασκευές. Δηλαδή ποια… Αλλάζεις το σκάφος από πάνω βασικά, γιατί το κάτω, τον σκελετό, το κουφάρι, μένει συνήθως ίδιο, μόνο επισκευή γίνεται. Και μπορεί, ας πούμε, να κάνεις άλλο ταμπούκιο, να κάνεις κουπαστές, παραπέτα, δεν ξέρω αν γνωρίζεις τι είναι αυτά; Δεν τα ξέρεις. Δεν ξέρω κατά πόσο γνωρίζεις το αντικείμενο. Κουπαστή, ας πούμε, είναι το πάνω μέρος του σκάφους που είναι στα δεξιά-αριστερά εκτός απ’ τα βρεχάμενα. Μπορώ να σου δείξω μετά φωτογραφίες, να σου εξηγήσω τι παίζει-
Ωραία, τέλεια-
Να έχεις μια ιδέα, εικόνα. Γιατί πού να τα θυμάσαι; Για αυτό σου λέω, ρώτα εσύ, γιατί εγώ τι να σου πω;
Όχι, όχι! Έτσι θέλουμε να μας πεις την ιστορία σου. Δηλαδή, από τις πρώτες μνήμες που είχες σαν παιδί, τις συμβουλές που σου έδινε ο μπαμπάς σου; Πώς σου φάνηκε-
«Πρόσεχε!»-
Να εισέρχεσαι σε αυτό τον χώρο; Να ξεκινήσουμε, έτσι, από εκεί.
Πάντα έλεγε: «Πρόσεχε! Πάντα να προσέχεις τα εργαλεία, μην χτυπήσεις!». Και εντάξει, παιδιά… Μετά εντάξει, στην αρχή ίσως εντάξει, και μπορεί να τον βοηθούσαμε να καθαρίσει το μαγαζί και τέτοια κάναμε. Εκείνος είχε δουλειά, εμείς πιάναμε ένα φτυάρι, να το καθαρίσουμε. Παιχνίδι! Εντάξει, έτσι ξεκινήσαμε. Μετά σου λέω, να του βάψουμε, να του βαστήξουμε, δεν ήταν… Δηλαδή, έτσι ξεκίνησε. Αλλά εντάξει, μ’ άρεσε, μ’ άρεσε. Δηλαδή, έλεγα άντε να μην έχω διάβασμα, να κατέβω στο μαγαζί, σε τέτοιο σημείο.
Nαι, ε;
Γι’ αυτό σου λέω, μ’ άρεσε πολύ το ξύλο.
Και πιστεύεις ότι ήταν μία κλίση που την είχες ή κάτι που καλλιεργήθηκε;
Κοίτα, δεν ξέρω αν είχα κλίση. Απλά μ’ άρεσε και αφού μ’ άρεσε και ασχολήθηκα, γιατί αν δεν ασχοληθείς, είναι δύσκολο. Είναι, δηλαδή, πολλά πράγματα που πρέπει να μάθεις και ακόμα δεν τα ‘χω μάθει κι όλα, έτσι; Η αλήθεια είναι δεν σταματάς να μαθαίνεις ποτέ σ’ αυτή τη δουλειά. Δηλαδή, το κάθε ξύλο πώς θα πάει σε μία βάρκα, έχει και τον τρόπο του. Οπότε υπάρχουν πολλά που πρέπει να θυμάσαι, αλλά εντάξει, ακόμα ο μπαμπάς κατά διαστήματα εντάξει βοηθάει. Έχει βγει στη σύνταξη αλλά, εντάξει ακόμα, γιατί και μόνη μου εντάξει είναι δύσκολη, βαριά δουλειά. Εντάξει, τώρα, ας πούμε, δουλεύουμε Ερμούπολη σε επισκευή. Άμα είναι πολλά, μεγάλα τα ξύλα, δεν μπορώ να τα κάνω καλά μόνη μου και άτομα δεν πολύ υπάρχουνε, να ξέρουνε έτσι; Οπότε, αναγκαστικά, βοηθάει και εκείνος πότε-πότε.
Άρα, είναι μία οικογενειακή επιχείρηση.
Ναι.
Μπορείς να μας πεις λίγα λόγια για την επιχείρηση; Πώς ξεκίνησε;
Ναι. Ο πατέρας μου βασικά έμαθε τη δουλειά στον Ταρσανά, στον Μαυρίκο τον Μάκη,[00:10:00] στους πατέρες του. Ξεκίνησε ο παππούς του, ήταν οι θείοι του και ο πατέρας του, και ο πατέρας μου πήγε σαν πιτσιρίκι έντεκα χρονών, γιατί τ’ άρεσε κι εκείνου. Είχε τρέλα με το ξύλο κι έλεγε από…. Μας έχει πει ότι: «Πριν πάω στη δουλειά, μου λέγανε “Τι θα γίνεις;”» και έλεγε καραβομαραγκός. Φαντάσου τρέλα! Και ήτανε του βουνού, βουνίσιος! Και ξεκίνησε έντεκα χρονών ως παραγιουδάκια, έτσι τους λέγανε. Κάποιος από τη δουλειά τού έδειξε πώς να σχεδιάζει βαρκάκια, αλλά επειδή είχε τέτοιο μεράκι, στον δεύτερο, τρίτο χρόνο που ήταν στη δουλειά, άρχισε να κάνει μικρούλια δικά του. Γιατί στον Ταρσανά κάνανε πολύ μεγάλα και έτυχε να θέλουνε βαρκάκια και ξέρεις έπιανε εκείνος, στον ελεύθερο χρόνο του, όποτε μπορούσε. Ε τώρα, μετά τον στρατό, άνοιξε μου φαίνεται ένα μαγαζί στο πατρικό του και δούλευε ταυτόχρονα και στον Ταρσανά και όταν πια παντρεύτηκε, τέλη του ’79-’80, άνοιξε τούτο το μαγαζί, που είμαστε κι εμείς τώρα. Και από τότε δουλεύει, τώρα απ’ το ‘80 ας πούμε, είναι αυτό το μαγαζί. Πιο παλιά δεν δούλευε τόσο συστηματικά εδώ. Κι έκανε στην αρχή μόνο καινούργια και δούλευε επισκευές μόνος σε δικά του. Ξέρεις, γιατί όταν έχεις πελατεία και έχεις κάνα καινούργιο, πας και επισκευές. Γιατί είχε πολλά ξύλινα τότε. Σταδιακά, όσο βγήκε το πλαστικό, έπεσε η δουλειά και τώρα έχουμε να κάνουμε πέντε χρόνια καινούργια. Κάναμε ένα που ήτανε για σπίτι, για κρεβάτι. Έχουμε και τέτοια. Δεν ξέρω αν πρόσεξες, είναι και σκοτεινά, έχουμε στη στέρνα ένα βαρκάκι. Είναι σκάρτο, δύο μέτρα. Αυτό είχε ξεκινήσει για τραπέζι, για σαλονιού και έμεινε -ήταν πέντε-έξι- έμεινε το ένα μου φαίνεται και το έχω βάλει εγώ στη στέρνα. Αλλά τώρα για καινούργια δεν έχει πια. Θέλουνε μεγάλα που εμείς εντάξει. Για τουριστικά, ξέρεις, Σαντορίνη, Μύκονο, εκεί δουλεύουν πολύ τα τουριστικά. Ξέρεις, που κάνουνε κρουαζιέρες, τέτοια. Εντάξει, αυτή είναι βασικά η ιστορία. O πατέρας μου πριν κάνα χρόνο βγήκε στη σύνταξη και αυτά. Και έχω αναλάβει εγώ.
Και τώρα έχεις αναλάβει εσύ, δηλαδή, όλη την επιχείρηση.
Ναι, ναι.
Και ποιες θα έλεγες ότι είναι οι διαφορές; Γιατί σίγουρα κι εσύ ήσουν από πολύ μικρή-
Στην ουσία εδώ μεγάλωσα, από παιδί.
Ναι.
Όλα μου τα χρόνια αυτό θυμάμαι: Δεν υπήρχε μέρα που να μην κατέβουμε στο μαγαζί, γιατί το σπίτι είναι από πάνω ακριβώς. Οπότε -και για παιχνίδι είμαστε στην αυλή απέξω και παίζαμε- οπότε κάθε μέρα είχαμε επαφή με το ξύλο, το ροκανίδι, το πριονίδι, ό,τι θες.
Και μπορείς να μας πεις κάποια βιώματα, κάποια περιστατικά, σε όλη τη διάρκεια της δουλειάς σου;
Κοίτα, κάτι δυσάρεστο δεν υπάρχει. Απλά, ξέρεις, σαν πιτσιρίκια τότε που… Στην αρχή, ξέρεις, όταν κάναν ένα σκάφος καινούργιο, το ωραίο ήταν όταν το “ρίχνανε”. Πολλοί, ας πούμε, τότε το ‘χανε να τ’ αγιάζουνε, παπάδες, κεράσματα, αυτά ήτανε τα αγαπημένα μας, ξέρεις. Εντάξει, τώρα όσο περνούσε ο καιρός, οι περισσότεροι εντάξει κάνανε μόνο, ξέρεις, κάνα κέρασμα. Αυτά που θυμάμαι ήταν, ξέρεις, τα κεράσματα. Τώρα, όσοι είχανε παλιά ορισμένοι, έτσι, στην αρχή όταν ξεκινούσε το σκάφος, να φέρουνε τον παπά να το ευλογήσει. Αυτά τότε μας φαινόταν κάπως παράξενα. Εντάξει, μην νομίζεις ότι γίνονταν συνέχεια, μία-δύο φορές. Εντάξει, φαινόταν παράξενα. Κάτι άλλο βίωμα δεν θυμάμαι να σου πω την αλήθεια. Τώρα από τη δουλειά…
Είχανε γίνει ποτέ ατυχήματα, κάτι που να γνώριζες;
Όχι εδώ, όχι, όχι. O πατέρας μου πρόσεχε και πάντα, αυτό που σου είπα, μας έλεγε: «Πρόσεχε!». Γιατί στην αρχή βοηθούσε, βοηθούσε… Τα καλοκαίρια ήταν και ο αδερφός μου, αλλά μετά ο αδερφός μου πήγε για σπουδές. Eκείνος συνέχισε στο σχολείο και είναι τώρα ναυπηγός εκείνος στο επάγγελμα. Αλλά είναι “στα χαρτιά”, είναι στο Νεώριο μέσα. Εντάξει, άμα θέλω κάτι και δεν ξέρω εγώ, ξέρεις τώρα, να βγάλεις ένα, να κυβίσεις έτσι, να στο πω στο σκάφος. Λέω: «Θοδωρή πώς το κυβίζουνε;», γιατί από το γυμνάσιο πού να ξέρεις; Eίναι ορισμένα πράγματα που θέλει, ας πούμε, ναυπηγό κάποια πάνω στη δουλειά, οπότε… Όχι στο θέμα κατασκευής, ξέρεις, θέμα να σου πει να του δίνεις GT, η χωρητικότητα του σκάφους σε GT. Και του λέω εγώ, ας πούμε: «Θοδωρή, πώς θα βγάλουμε τη χωρητικότητα του σκάφους;». Και μου λέει: «Σε αυτά τα GT, σου βγαίνει τόσο μάκρος, τόσο φάρδος, τόσο βάθος», που κάτι τέτοια, εντάξει, εγώ δεν τα ξέρω. Θέλει να έχεις άλλη εμπειρία, άλλες γνώσεις. Εγώ είμαι, πώς το λένε; Έχω μάθει πάνω στη δουλειά, δεν το έχω σπουδάσει το επάγγελμα. Αυτή είναι η διαφορά με τον αδερφό μου. Εντάξει, εκείνος δεν μπορεί να πιάσει να κάνει τη δουλειά που κάνω εγώ. Είναι άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Εκείνος ξέρει απλά τη θεωρία.
Πιστεύεις για τη δουλειά σου, για αυτό που κάνεις εσύ, είναι -θα έλεγες- κυρίως το σημ[00:15:00]αντικό να το μάθεις στην πράξη; Περισσότερο απ’ το-
Ναι, ναι. Η δουλειά αυτή δεν μαθαίνεται, δεν σπουδάζεται. Αν δεν δουλέψεις, δεν μαθαίνεται, αλλά έχει ξέρεις πολύ… Όλα περνάνε απ’ το χέρι, δεν υπάρχει μηχάνημα που να σ’ τα κόβει τα ξύλα, όπως, ας πούμε, οι ξυλουργοί όταν κάνεις κουφώματα. Έχει, ας πούμε, ίσια ξύλα κυρίως. Ενώ ένα σκάφος δεν υπάρχει ίσιο ξύλο, έχουν τα πάντα κλίσεις. Οι γωνίες, οι κλίσεις αλλάζουν τα πάντα. Δηλαδή, από εκατοστό σε εκατοστό, μπορεί να έχει άλλη κλίση και πρέπει να ξέρεις, για να το κόψεις, οτιδήποτε. Δεν υπάρχει μηχάνημα να του πεις: «Κάνε μου το έτσι». Δεν υπάρχει, εντάξει, εμείς δεν έχουμε. Άμα ψάξεις κάπου άλλοι μπορεί να ‘χουνε. Δηλαδή, υπάρχουν τώρα μηχανήματα. Απλά, εντάξει, είναι τεχνολογία που ακόμα εδώ δεν χρησιμοποιείται στη δουλειά μας.
Άρα, είναι πολύ σημαντικό να το-
Nαι, ναι, να δουλέψεις. Γι’ αυτό δυστυχώς και δεν υπάρχουν και άτομα, γιατί είναι δύσκολη να τη μάθεις τη δουλειά. Γιατί για να τη μάθεις τη δουλειά, πρέπει να υπάρχει κι ένα καινούργιο σκάφος, για να σου δείξει ο άλλος πάνω στο σκάφος πώς να το φτιάξεις. Ε, δεν υπάρχουν τώρα καινούρια! Και να έρθει ένα παιδί, ας πούμε, να μάθει τη δουλειά, πώς θα τη μάθει; Αφού δεν έχει να του δείξει του αλλουνού να εργαστείς πάνω στο αντικείμενο. Ε τώρα, εδώ στη Σύρο, μόνο τώρα τελευταία μόνο ο Θανάσης είχε κάνει, ο Βλάμης. Δεν ξέρω αν τον γνωρίζεις. Εκείνος είχε κάνει ένα καινούριο, αλλά εντάξει, και εκείνοι μεγάλα ζητάνε. Αλλά οι περισσότεροι εδώ τώρα στο νησί είναι επισκευές. Αυτό τώρα το κάνω, γιατί το ‘κανε ο πατέρας μου, για να περνάει η ώρα του το καλοκαίρι. Δεν είναι, δηλαδή, για δουλειά. Εντάξει, γιατί όλη μέρα τι να κάνει; Άμα έχεις μάθει και τη δουλειά, να δουλεύει συνέχεια, να περνάει η ώρα του πολεμούσε.
Και τι ικανότητες πρέπει να έχει κάποιος, για να κάνει αυτό το επάγγελμα;
Καταρχήν, πρέπει υπομονή και να του αρέσει. Ικανότητες… Το μαθαίνεις, δεν είναι κάτι, ας πούμε, που πρέπει να έχεις κάποια γνώση, για να το κάνεις. Πρέπει να ασχοληθείς, για να μάθεις. Αν δεν ασχοληθείς, δεν την έχεις από πριν την ικανότητα. Και θέλει, όπως είπα, υπομονή και κουράγιο.
Είναι, όμως, κατά βάση μια χειρωνακτική δουλειά-
Ναι, ναι, ναι.
Εσύ που είσαι γυναίκα, πώς σου φάνηκε; Αντιμετώπισες κάποιες δυσκολίες ενδεχομένως παραπάνω;
Ναι, όταν η δουλειά είναι σε μεγάλα σκάφη, έχει ας το πω ζόρια σε θέμα βάρους ξύλων. Αυτό είναι ένα πρόβλημα. Αλλά εντάξει, ευτυχώς, σε ορισμένα, όταν η μεγάλη επισκευή συνήθως είναι και άτομα από το πλήρωμα και εκεί κάτι γίνεται. Αλλά εδώ στο μαγαζί, εντάξει, όσο μπορείς, αυτό… Έχουμε παλάγκα, να σηκώνει τα ξύλα. Αλλά κοίτα, κατά κύριο λόγο, το ζόρι είναι στα ξύλα, το σκίσιμο των ξύλων, όταν είναι μεγάλα. Γιατί μπορεί να θες ένα μαδεράκι, τρεις πόντοι, αλλά να πρέπει να βγει από μεγάλο κορμό κι εκεί πάνω, εντάξει, εκεί είναι το βασικό ζόρι, το βάρος. Εντάξει, μετά πρέπει να ξέρεις κάποια μυστικά, ένα ίσιο ξύλο πώς θα το στρίψεις. Εκεί είναι που είναι τεχνική εργασία, δεν είναι ας πούμε ζόρι. Πρέπει να έχει να σου δείξει κάποιος, να σου μάθει τα μυστικά. Εκεί είναι το θέμα μετά. Γι’ αυτό θέλει και εμπειρία και να κάτσεις να μάθεις.
Ξέρεις και άλλες γυναίκες που να είναι στον χώρο;
Εδώ στη Σύρο, όχι. Δεν έχουν ασχοληθεί. Αλλά κάποια στιγμή είχα ακούσει ότι στη Θεσσαλονίκη ασχολούνταν, αλλά κυρίως βαψίματα, όχι για κατασκευή καινούργιο. Αλλά δεν ξέρω τώρα τα τελευταία χρόνια τι γίνεται, γιατί παλιά ήταν και λίγο αντρική δουλειά, ενώ τώρα όλες οι δουλειές έχουν γίνει... Δεν υπάρχει αντρική - γυναικεία, όποιο, ό,τι γουστάρεις, κάνεις. Φτάνει να σ’ αρέσει! Γιατί παλιά το ‘χανε: «Α αυτή είναι αντρική δουλειά, εσύ θα την κάνεις;».-
Ναι-
Tο βλέπανε πολλοί έτσι και όχι μόνο τη δουλειά μου, γενικά σε όλες τις δουλειές, και γυναίκα οικοδόμο τώρα θα δεις. Η ανάγκη κάνει πολλά. Εντάξει, εγώ δεν το ‘κανα από ανάγκη, εγώ το γούσταρα, αλλά εντάξει. Πολλές φορές όταν η δουλειά τώρα δεν υπάρχει, εκεί βρήκα να δουλέψω, εκεί πάω. Το μεροκάματο πρέπει να βγει. Γιατί παλιά, τα ξέρεις, η γυναίκα ήταν, ας πούμε, πιο πολύ στο σπίτι. Πόσα χρόνια που αρχίσαμε και…
Κι εσύ πώς το αντιμετώπισες αυτό; Είδες κάποια διαφορετική, ενδεχομένως, αντιμετώπιση απέναντί σου;
Από άτομα της δουλειάς, όχι, δεν είχα ποτέ θέμα, γιατί λόγω του πατέρα μου από πιτσιρίκια μας ξέρανε. Γιατί τότε είχαν και τα συνάφια, συναντιόμαστε, δεν υπήρχε. Εντάξει, πολλοί το βλέπουνε παράξενο, αλλά εντάξει, τώρα πια -στην αρχή- τώρα πια έχουν συνηθίσει οι περισσότεροι, με ξέρουν. Και όπως σου είπα, τώρα δεν υπάρχει αντρική-γυναικεία δουλειά. Εκεί έχει… δεν υπάρχει πια αυτό το όριο, που εντάξει πριν είκοσι χρόνια ήταν αλλά μυαλά. Εντάξει,[00:20:00] λίγοι βέβαια, αλλά εντάξει, υπήρχαν, το βλέπανε παράξενο. Τώρα εντάξει, κανείς δεν έχει τύχει να μου πει: «Αλήθεια;». Δεν έχει τύχει.
Οι δυσκολίες εσύ που αντιμετώπισες ποιες ήταν;
Eντάξει, στην αρχή ήτανε λίγο δύσκολο, ξέρεις, μέχρι να… Eντάξει, όταν είσαι παιδί, το βλέπεις σαν παιχνίδι. Όταν πας ν’ ασχοληθείς με τη δουλειά, εντάξει, αρχίζεις το βλέπεις με άλλο μάτι. Στην αρχή το βλέπεις παιχνίδι, μετά θες να μαθαίνεις σωστά, γιατί το σκάφος είναι επικίνδυνο. Πρέπει να γίνει σωστά, για να μην πνίξεις και κάνα χριστιανό. Εκεί εντάξει, στην αρχή δεν ήταν δυσκολία, πιο πολύ άγχος, να το πω έτσι. Αγχωνόμουν να το κάνω σωστά αλλά εντάξει, όταν μάθεις κάτι, βλέπεις ότι -και προχωράει η δουλειά- όλα μαθαίνονται. Στην αρχή, εντάξει, είναι μέχρι να μάθεις, ας πούμε. Στην αρχή φοβόμουν πολύ τα εργαλεία, άμα είναι να σχίσω στην «κορδέλα», δεν ξέρω αυτό… Εντάξει. Κάποια βαριά εργαλεία, πιο δυνατά τα φοβόμουνα, αλλά κάτι σοβαρό ήταν ας πούμε που όσο δουλεύεις το συνηθίζεις. Τέλος πάντων, δεν έχω και πολλά βιώματα! Τι να σου πω, είναι… Εντάξει, εγώ το βλέπω κάτι απλό, είναι η δουλειά εντάξει και… Ναι.
Δεν έχεις σκεφτεί, όμως, ποτέ σου να αλλάξεις επάγγελμα ή-
Όχι, όχι, όχι.
Σου άρεσε από πάντα.
Μ’ άρεσε. Απλά ας πούμε, εγώ καμιά φορά ας πούμε λέω: «Tι να ‘κανα, αν δεν ήμουνα ξυλουργός;». Kαταλήγω ότι θα ‘κανα κάτι που να ‘ταν σε σχέση με το ξύλο.
Ναι.
Δεν ξέρω, αυτό μ’ άρεσε πάντα και δεν έχω ασχοληθεί με κάτι άλλο. Και δεν μου περνάει από το μυαλό ότι θα μπορούσα να κάνω και κάτι διαφορετικό. Γιατί δεν έχω σκεφτεί ποτέ να αλλάξω και δουλειά, να σου πω την αλήθεια, έτσι; Δεν έχω σκεφτεί: «Α δεν μ’ αρέσει, την παρατάω». Εντάξει, μπορεί να πεις καμιά φορά ότι στην κούραση: «Ω καλά είναι να κάτσω και μία μέρα!» σε στυλ έτσι της κούρασης, αυτά όλες οι δουλειές τα ‘χουν. Αλλά να πω σοβαρά ότι: «Τέρμα δεν ξαναδουλεύω» δεν το έχω σκεφτεί ποτέ. Ακόμα ας πούμε και άμα δεν έχουμε δουλειά, κάτι θα ψάξω να βρω, να κάνω, να περάσει η ώρα και πάλι εκεί καταλήγω στο ξύλο.
Τη ζωή σου, κατά τα άλλα, δηλαδή τον χρόνο που έχεις, την προσωπική σου ζωή, την έχει επηρεάσει το επάγγελμα; Δεν ξέρω τα ωράρια, ας πούμε, πώς είναι;
Eντάξει είναι… Κοίτα, η δουλειά αυτή που τώρα είναι βασικά Οκτώβρη, πολλή δουλειά, μέχρι περίπου το Πάσχα, που είναι κυρίως επαγγελματικά σκάφη, τουριστικά, που πρέπει να κάνουν τις επισκευές τους, για να είναι έτοιμα -καλά τώρα με τον κορονοϊό ξέχνα το- να είναι έτοιμα, ας πούμε, την εποχή που αρχίζει ο τουρισμός, να δουλέψουν. Οπότε, όλες οι δουλειές πρέπει -γιατί κυρίως αυτά τα σκάφη είναι τώρα- πρέπει να τα κανονίσεις, να τα στριμώξεις, -γιατί δεν είμαστε και πολλά άτομα που να κάνουν αυτή τη δουλειά- ώστε να χωρέσουν σε αυτό το χρονικό διάστημα. Οπότε, τον χειμώνα είσαι πάντα πιεσμένος. Το καλοκαίρι είναι άλλη δουλειά. Θα είναι καμιά επισκευή, καμιά ζημιά, κάτι δηλαδή πιο έκτακτο. Γιατί όλοι τα θέλουν στη θάλασσα το καλοκαίρι και είναι κυρίως ψαράδικα, γιατί είναι οι τράτες, οι ανεμότρατες, -αυτά τα ξέρεις- που το καλοκαίρι σταματάνε ένα διάστημα και ξαναβγαίνουν Σεπτέμβρη-Οκτώβρη στη δουλειά. Οπότε, αυτά έρχονται καλοκαίρι να κάνουν την επισκευή, αλλά και καλοκαίρι πάντα είμαστε χαλαρά. Δεν υπάρχει, ας πούμε, η πρέσα που υπάρχει τον χειμώνα. Αλλά εντάξει, υπάρχει και χρονιά που είναι και πολύ πιο χαλαρά έτσι; Αλλά εντάξει, τα τελευταία χρόνια είναι πιο γεμάτα οι χειμώνες. Εντάξει.
Οπότε, οι δουλειές εσείς που κάνετε πλέον είναι περισσότερο επισκευές;
Ναι, βασικά επισκευές, μόνο επισκευές. Τα τελευταία, δηλαδή, πέντε χρόνια είναι μόνο επισκευές, γιατί σου είπα, ήταν το τελευταίο που κάναμε σαν ψαράδικο ήταν πριν δέκα χρόνια καινούργιο και άλλο ήταν μία βάρκα που ήτανε για σπίτι, για κρεβάτι, σαλόνι σπιτιού. Δεν έχουμε ξανακάνει καινούργιο από τότε. Γιατί συνήθως ρωτάνε, αλλά μεγάλα και εμείς δεν μπορούμε. Εντάξει, τώρα αν σου πουν είκοσι μέτρα, δεν έχεις φέρει και χέρια και χώρο, που εντάξει εμείς δεν το ‘χουμε. Και δεν κατεβαίνει κάτω, τους ξέρεις τους δρόμους της Σύρου. Οπότε κάνα μικρό, αλλά και συνήθως ρωτάνε, αλλά δεν τα κάνουνε, γιατί είναι το πλαστικό, που το πλαστικό δεν θέλει τη συντήρηση του ξύλινου, πιο οικονομικό. Εντάξει, μπορεί να δώσει στην αρχή ένα ξύλινο ή πλαστικό να σου ‘ρθουν τα ίδια λεφτά ως καινούργια κατασκευή, αλλά μετά το ξύλινο έχει κάθε χρόνο θέλει να το βγάλεις έξω, να το βάψεις, ενώ το πλαστικό και να μην το βγάλεις, δεν παθαίνει τίποτα. Οπότε όλοι πάνε στο πλαστικό. Ναι, εντάξει. Οι μερακλήδες, όμως, ασχολούνται ακόμα με τα ξύλινα. Και λόγω κρίσης ο καθένας ό,τι μπορεί, το κάνει και μόνος του, στα μικρά. Ενώ τα επαγγελματικά, τα μεγάλα, έχουν το νηογνώμονα. Οπότε, αναγκαστικά, κάποια πράγματα και να μην θέλουν, ας πούμε, γερή επισκευή, πρέπει να τα κάνουν λόγω των κανονισμών, να στο πω έτσι. Μπ[00:25:00]ορεί ο κανονισμός να αλλάξει και εκεί, ας πούμε, που έχει μία τουαλέτα, να του πουν: «Κάνε και δεύτερη και τρίτη στο ίδιο σκάφος». Οπότε εκεί υπάρχει δουλειά και για μας. Έτσι δουλεύουμε τώρα.
Οι τεχνικές που χρησιμοποιείτε γενικά ,και για το βάψιμο και για τις επισκευές κλπ., έχουν αλλάξει σε σχέση με το παρελθόν;
Δεν έχουν αλλάξει βασικά, απλά τα προϊόντα έχουν γίνει πιο καλά, πιο ισχυρά. Έχουν αλλάξει, δηλαδή, η σύνθεση του ίδιου του υλικού, που κι αυτό πάλι παίζει ρόλο τι θέλει ο πελάτης. Μπορεί να σου πει ένας: «Βάλε μία απλή μπογιά», που είναι πιο εύκολη, πιο εύκολος ο χειρισμός του και υπάρχουν μπογιές που μπορεί να μην θέλουν υγρασία, να μην θέλουνε… Καλά σκόνη κανένα δεν θέλει. Δηλαδή, έρχεται μετά στο υλικό, ο χρόνος στεγνώματος, αυτά παίζουν ρόλο. Αλλά, γενικά, τα υλικά εντάξει, δεν υπάρχει… ως τεχνικό δεν έχει αλλάξει κάτι. Σε βάψιμο έτσι; Εντάξει, σε μηχανήματα όλο και κάποιο εργαλείο θα βγει πιο σύγχρονο και πάει λέγοντας. Δηλαδή, τώρα έχουνε βγει τα γερανάκια, όλα αυτά με τηλεχειριστήρια, που σε εξυπηρετούν πάρα πολύ, όταν είναι βαριά δουλειά, να σηκώσεις ένα ξύλο και τα παλάγκα γενικά. Ναι εντάξει, εμείς έχουμε ακόμη βέβαια τα κλασικά, αλλά κάνουν τη δουλειά τους. Σε αυτό τον τομέα, ας πούμε, σ’ εξυπηρετούν στο να σου “λύνουν τα χέρια”, να γίνεται πιο ελαφριά η δουλειά, αλλά και πάλι σε ορισμένα σημεία, αν δεν μπουν χέρια, δεν… Είναι σημεία που δεν μπαίνει τίποτα. Αλλά οι βασικοί κανόνες της δουλειάς έχουν παραμείνει ίδιοι, δεν έχει αλλάξει κάτι.
Και η σημασία του ναυπηγείου για τη Σύρο και ίσως και το αντίστροφο, δηλαδή η Σύρος, που είναι ένα νησί, πώς βοήθησε στην ανάπτυξη του ναυπηγείου;
Κοίτα, εδώ στις Κυκλάδες δεν υπήρχε άλλο να κάνουμε έτσι μεγάλα σκάφη, όπως στον Ταρσανά. Άρχισε, δεν θυμάμαι, 1800 και άνοιξε πρώτα ο Ταρσανάς; Και πέρασαν πάρα πολλοί μαστόροι και γι’ αυτό είχε και παλιά πολλά μαγαζιά καραβομαραγκών στη Σύρο. Τώρα αν είναι τέσσερα και αυτά δεν είμαι σίγουρη. Και γι’ αυτό και η Σύρος ήτανε, κάνανε μεγάλα, κάναν δηλαδή σαράντα πέντε μέτρα. Δεν ξέρω αν ξέρεις την ιστορία του Ταρσανά. Ο Ταρσανάς έκανε μεγάλα σκάφη και πέρασαν πάρα πολλά άτομα που μάθανε τη δουλειά. Δηλαδή, απ’ όσους ξέρω από εκεί περάσανε και τη μάθανε. Και ο Βλάμης, ο Θανάσης, ο πατέρας του βασικά και ο θείος του, μάθανε στον ταρσανά τη δουλειά και μετά συνεχίσανε. Και άλλα μαγαζιά της Σύρου ξεκινήσανε από εκεί, όπως και ο πατέρας μου, ως βοηθοί μάθανε, «κλέβανε και τέχνη» λίγο, γιατί οι παλιοί δεν δείχναν εύκολα. Οπότε μαθαίναν τα μυστικά, γιατί εντάξει τότε θεωρούσαν: «A θα μου πάρεις τη δουλειά». Αλλά εντάξει, εγώ ευτυχώς δεν είχα τέτοιο πρόβλημα, μου τα ‘μαθε τα μυστικά χωρίς να ζοριστεί πολύ, να ζοριστώ μάλλον πολύ. Εντάξει.
Ωραία!
Αλλά και στη Σύρο λόγω του Tαρσανά, είχε πολλή ανάπτυξη. Σε όλες τις Κυκλάδες γινότανε σκάφη από δω, και όχι μόνο Κυκλάδες και Αθήνα και από Πειραιά. Τότε κάνανε τα Κουντουριώτικα που κάνανε στη Σαλαμίνα από εκεί δρομολόγια. Πάρα πολλά είχαν φτιαχτεί και υπάρχουν ακόμα ορισμένα που τα έχουν κάνει τουριστικά.
Εσένα τι είναι αυτό που σου δίνει κίνητρο και συνεχίζεις και είσαι στη δουλειά; Eίναι καλά οικονομικά, ας πούμε, από απολαβές;
Απολαβές εντάξει, όχι κάθε χρόνο ανάλογα -εντάξει- το οικονομικό, όπως έχουν γίνει τα πράγματα δεν μπορείς και να πάρεις ό,τι θες, όλες οι δουλειές. Ας πούμε ό,τι δουλέψεις… Εμείς, σου ‘πα, το καλοκαίρι είναι πιο λάσκα, οπότε δουλεύεις πολύ τον χειμώνα, κάθεσαι το καλοκαίρι. Αλλά εντάεξει τα έξοδα τρέχουν, αλλά εντάξει δεν λέμε ότι δεν βγάζουμε, αλλά εντάξει καλά πάμε. Το μεροκάματο βγαίνει, δεν είμαστε… Δεν παραπονιόμαστε, αυτό. Όλες οι δουλειές έχουν τα πάνω τους και τα κάτω τους. Υπάρχει χρονιά που θα δουλέψεις παραπάνω, θα πληρωθείς. Αλλά υπάρχουν και δουλειές που θα παιδευτείς πολύ, αλλά δεν αφήνουνε και εισόδημα. Είναι ανάλογα, δηλαδή, τη δουλειά. Μπορεί να παιδεύει… Να μια δουλειά τώρα… Καλά ευτυχώς τα τελευταία χρόνια δεν έχουμε πολλές βροχές, ευτυχώς αυτό παίζει. Ο καιρός ας πούμε, άμα είναι μεγάλα τα σκάφη, δεν μπορείς να τα βάλεις σε κλειστό χώρο. Οπότε, αναγκαστικά, άμα βρέχει, δεν δουλεύεις και στον Ταρσανά -όχι μόνο εμείς, όλοι της δουλειάς- δεν μπορούμε ούτε να βάψουμε, τίποτα, αναγκαστικά κάθεσαι. Εντάξει, αυτό είναι λίγο… Τι να κάνεις; Δεν έχεις κι επιλογή. Εντάξει, δεν παραπονιόμαστε. Καλά ζούμε. Δεν κάνεις την πλ[00:30:00]ούσια ζωή.
Ωραία, νομίζω εγώ σε ρώτησα όλα αυτά που ήθελα.
Ναι.
Έχεις κάτι, έτσι, να προσθέσεις εσύ για να κλείσουμε;
Κοίτα, μακάρι να βρεθούν άτομα που να ‘χουνε την όρεξη, να ασχοληθούνε, αλλά για τη Σύρο λίγο δύσκολο, γιατί δεν υπάρχουν καινούργια για να μάθουνε. Αυτό είναι το κακό, πως και να θες να μάθεις, δεν μαθαίνεις. Δεν έχει αντικείμενο να ασχοληθείς, έτσι; Με αυτή την έννοια. Τώρα πάνε να -δεν ξέρω- πάνε ν’ ανοίξουν λέει σχολή, όχι εδώ στη Σύρο, έγινε… Παλιά δεν είχαμε, ας πούμε. Οι καραβομαραγκοί είμαστε τόσο λίγα άτομα που δεν έχουμε καν σύλλογο και τώρα μαζευτήκανε πανελλαδικά και έχουν κάνει σύλλογο και πολεμάνε να ανοίξουν σχολή, να κάνω κάτι σαν μουσείο, να μαζέψουν, για να διαφυλάξουμε την ιστορία αυτό, που κάνετε βασικά και εσείς. Αυτά ναι, δεν νομίζω κάτι άλλο να προσθέσω.
Λοιπόν, Γεωργία μου, ευχαριστώ πάρα πολύ-
Δεν κάνει τίποτα-
Που μοιράστηκες την ιστορία σου μαζί μας!
Ελπίζω να βρήκες αυτό που ήθελες!