«Όνειρο είχα να κάνω ένα ταξίδι ακόμα, ένα τελευταίο ταξίδι», οι αναμνήσεις ενός ναυτικού από την Αλεξανδρούπολη
Ενότητα 1
Τα πρώτα ταξίδια με το πλοίο σε όλο τον κόσμο
00:00:00 - 00:08:21
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θα θέλατε να μου πείτε το όνομά σας; Με λένε Γιώργο Ζουμόπουλο από την Αλεξανδρούπολη, γεννηθείς 21/4 του 1954. Είναι Σάββατο 18 Δεκεμβ…τια της ήταν, ήταν μελαχρινή, και τα μάτια της ήταν καταγάλανα. Και σωματότυπο τέλειο. Ενώ ήμουν ξυρισμένος, πήγαινα κάθε μέρα για ξύρισμα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η περιπέτεια στον κόλπο του Μπέι και η επιστροφή στην Αλεξανδρούπολη
00:08:21 - 00:13:41
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πολλή φτήνια, τέλος πάντων φεύγουμε από κει, φορτωμένοι, ξεφορτώσαμε αυτά και φορτώσαμε κορμούς, ξυλεία teak για την για την τέτοια για την…την τεχνική υπηρεσία και από εκεί πήρα σύνταξη. Good μέχρι εδώ. Αυτό ήταν. Τι θες να πούμε; Να πούμε για τα ταβερνάκια της Αλεξανδρούπολης;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Από το δυστύχημα στη Γένοβα μέχρι τις Κανάριες Νήσους
00:13:41 - 00:19:03
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θα φτάσουμε κι εκεί, αλλά μιας και καλύψαμε το κομμάτι των ταξιδιών, να ρωτήσω μερικά πράγματα έτσι για τα πλοία; Πώς ήταν η πρώτη εμπειρία…εν ξέρω. Έμπαινα, έβγαινα στα αεροδρόμια, έβρισκα την άκρη, έβρισκα την άκρη. Κι αν μπορούσα τώρα να κάνω κάνα ταξίδι τέτοιο, θα το 'καμνα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Άλλα ταξίδια και η Αργεντινή
00:19:03 - 00:28:03
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Γιατί βέβαια είδα πάρα πολλά, πάρα πολύ κόσμο έτσι, πολλές χώρες. Πάρα πολλά πολλές Αλλά χώρα σαν την Ελλάδα, κορίτσι μου, δεν έχει. Πήγα σ…ς. Τους ξένους, τους Έλληνες, δεν καταλαβαίναν τίποτα. Ναι αλλά άμα τους τα έχωνες, άμα τους βαρούσες καμιά πενηνταριά πέσος, πέρνα, φύγε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Η Ρωσία
00:28:03 - 00:34:06
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και την κατάντια της Ρωσίας είδα. Πήγαμε στη Ρωσία πήγα σιτάρια πηγαίναμε. Φορτώναμε σιτάρι από την Ιταλία και την Τουρκία και το πηγαίναμε …ύσα, τώρα πούμε είμαι και συνταξιούχος, αν μπορούσα να σπρώξω για να πάω ένα ταξίδι, αλλά δεν γίνεται. Έχουμε τα παιδιά, έχουμε τα εγγόνια.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Ο ύφαλος στη Μαδαγασκάρη και οι πλοιοκτήτες
00:34:06 - 00:36:36
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πέρα από τα… Κινδυνέψετε κάποια άλλη φορά ή ήταν εκείνη; Μία φορά που κολλήσαμε σε έναν ύφαλο στη Μαδαγασκάρη, έξω από τη Μαδαγασκάρη ανοι…χι σαν τους Χιώτες ή σαν τους Ανδριώτες. Και πάντα νωπά, στο λιμάνι δεν είχε κατεψυγμένο, πάντα νωπά. Πολύ ωραία, πολύ ωραία, ωραία χρόνια!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Η καθημερινή ζωή στο πλοίο
00:36:36 - 00:42:30
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πώς ήταν η ζωή πάνω στο πλοίο; Αυτό δεν μπορώ να φανταστώ, πώς είναι να περνάς τόσο καιρό σε ένα τέτοιο χώρο; Κοίταξε ρουτίνα αλλά τη συνή…ο, στους εννιά μήνες μπορείς να βγεις. Τώρα είναι εξάμηνο, τώρα σε υποχρεώνουν να φύγεις για να γίνεται τζουρ τζουρ για να υπάρχει δουλειά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 8
Ο μεγάλος έρωτας και η ευκαιρία στην Αμερική
00:42:30 - 00:47:55
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Προέκυψε ποτέ κάποιος έρωτας μέσα σε αυτά τα ταξίδια; Τι; Προέκυψε ποτέ κάποιος έρωτας μέσα σε αυτά τα ταξίδια; Βέβαια αλίμονο, γιατί σο…γκούνης πολλά λεφτά αλλά τσιγκούνης. Λέω μαζί με αυτόν δεν μπορούμε να κάνουμε χαΐρι λέω θα πάω στα ταβερνάκια μου εγώ στην Αλεξανδρούπολη.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 9
Τα στέκια και η νυχτερινή ζωή της Αλεξανδρούπολης
00:47:55 - 01:06:18
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και ήρθατε στην Αλεξανδρούπολη. Ήρθα στην Αλεξανδρούπολη, δόξα τω Θεώ. Και από μικρός που ήμουνα στην Αλεξανδρούπολη ή τις διακοπές που ερ…αλάτι και πιπέρι και την ξεψαχνίζαν και τρώγαν. Ωραία χρόνια, τώρα ούτε να τις δω θέλω. Τι να πω ρε Κατερίνα. Αυτά είναι. Ώπα με συγχωρείς.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 10
Ο στρατός και η επιστράτευση του ‘74
01:06:18 - 01:10:06
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ωραία, θέλω να κάνω μία ερώτηση για κάτι που αναφέραμε νωρίτερα και να ολοκληρώσουμε. Ό,τι θέλεις. Θέλω να μου πείτε πώς ήτανε στο στρατό…ανσέτες και τρώγαμε καλά. Καθόμαστε 4 μήνες στα σκηνάκια, 4 μήνες εντάξει μετά πήραμε οπλισμό, 4 μήνες στα σκηνάκια, έληξε το επεισόδιο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 11
Η εμπειρία στο φυλάκιο της Νυμφαίας
01:10:06 - 01:24:21
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Γυρνάω και πάω στα ΛΥΒ της Καβάλας, της Σάντας της Νέας Σάντας. Τελειώνω την εκπαίδευση και με στέλνουν εκπαιδευτή σε ΛΥΒ της Καβάλας, στο Λ…νσημα βαρέα. Και εδώ η δουλειά ήταν βαριά και εδώ βαρέα κολλούσα. Δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ δεν πεινάσαμε ποτέ, πείνα δεν νιώσαμε ποτέ. Αυτά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]
Θα θέλατε να μου πείτε το όνομά σας;
Με λένε Γιώργο Ζουμόπουλο από την Αλεξανδρούπολη, γεννηθείς 21/4 του 1954.
Είναι Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2021. Είμαι με τον κύριο Γιώργο Ζουμόπουλο και βρισκόμαστε στην Αλεξανδρούπολη. Εγώ είμαι η Κατερίνα Μανούση, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε.
Τι θες να σου πω;
Από πού να ξεκινήσουμε; Γεννηθήκατε εδώ;
Να το πάμε έτσι. Γεννήθηκα στην Αλεξανδρούπολη, πήγα δημοτικό και μέχρι την τρίτη Γυμνασίου και μετά κατέβηκα στην Αθήνα. Νεαρός πολύ, ο πατέρας μου ήταν ψαράς κατέβηκα στην Αθήνα με σκοπό να πάω σε μία Σχολή Μηχανικών του Εμπορικού Ναυτικού. Τελικά δεν πήγα αλλά μπαρκάρισα. Έβαλε υπογραφή ο πατέρας μου ενώ έπρεπε να μπαρκάρω από τα 16, εγώ μπαρκάρισα από τα 15. Γιατί είχε ένας ξάδερφός μου είχε γνωστή μία εταιρεία και έφυγα με αυτούς. Το πρώτο καράβι λεγόταν «Μήνως», αυτό το είχε μία εταιρεία ελληνικών συμφερόντων, ήτανε γκαζάδικο, κουβαλούσε πετρέλαια, μαζούτ βασικά και πετρέλαιο αλλά ενίοτε γινότανε και σταράδικο, κουβαλούσε στάρια. Τα ταξίδια που έκανε ήτανε Περσικό, στο Κουβέιτ, στη Λιβύη και Αμερική. Φόρτωνε πετρέλαια και τα πήγαινε στην Αμερική. Εκεί έκατσα 6 μήνες, δεν μου άρεσε το καράβι αυτό, δεν μου άρεσε γιατί δεν καθόταν στο λιμάνι. Φόρτωνε ξεφόρτωνε σε πολύ γρήγορο ρυθμό, ήταν 45.000 τόνοι και φόρτωνε σε 18 ώρες. Γυρνάω στην Ελλάδα κάθομαι κάνα δυο μήνες και φεύγω με την ίδια εταιρεία, που αντιπροσώπευε άλλους πλοιοκτήτες και βρήκα την υγειά μου. Το πρώτο καράβι το είχανε λεγόταν «Ειρήνη ΙΙ», «Αγία Ειρήνη ΙΙ», οι εφοπλιστές, οι ιδιοκτήτες ήταν ένας Ελληνοεβραίος και ένας Έλληνας, ο Τσαρνάς και ο Ταβουλάριος. Εξαιρετικοί εργοδότες, εξαιρετικό το πλοίο, καινούργιο. 25.000 τόνοι και ταξίδευε κουβαλούσε για την εταιρεία τους, είχαν μία εταιρεία αυτή στην Αργεντινή την Contra Larsson-πού τα θυμάμαι-την Contra Larsson και κουβαλούσε μεταλλεύματα μινεράλι από την Αργεντινή στην Αμερική. Γινόταν η εξόρυξη στην Αργεντινή και το πηγαίναμε στην Αμερική. Με αυτούς έκατσα ακριβώς ένα χρόνο. Γυρνάω στην Ελλάδα. Ταξίδια φανταστικά ήτανε, καθόσουνα στο λιμάνι δηλαδή και 10 μέρες και 15. Γυρνάω, κάνω διακοπές στην Ελλάδα ένα τρίμηνο και ξαναφεύγω με την ίδια εταιρεία πάλι στο ίδιο πλοίο στο «Αγία Ειρήνη ΙΙ». Αυτό πάλι ξεκίνησε έτσι αλλά επειδή ήταν πολύ γρήγορο πλοίο, πολύ γρήγορο το γυρίσανε σε τζενεραλάδικο κουβαλούσε διάφορα μετά. Και πήγαινε όχι μόνο Αργεντινή, Νότιο Αμερική, Αμερική ερχόταν και Ευρώπη. Πολλά ταξίδια, πάρα πολύ ωραίες οι καταστάσεις μέσα. Τα λεφτά πάρα πολύ καλά ήτανε, γιατί εγώ είχα μπαρκάρει μετά την κρίση του’ 63, που το ‘63 είχε δέσει όλος ο ναυτικός στόλος της Ελλάδας. Δεν είχε δουλειά. Και έπεσα πάνω στην ανάκαμψη, για να φανταστείς ότι κάθε μήνα είχαν αναπροσαρμογή σύμβασης. Το πρώτο μου μπάρκο με το «Μήνως» έπαιρνα 11 λίρες Αγγλίας το μήνα. Η λίρα τότε 56 δραχμές και με αυτούς που πήγα με το «Αγία Ειρήνη» έφτασα να παίρνω γύρω στις 60.000 το μήνα. Βέβαια αναβαθμίστηκα κιόλας μες στο βαπόρι. Ενώ μπήκα σαν λαδάς, μπήκα θερμαστής μετά έγινα λαδάς και μετά μετακόμισα στην κουβέρτα και έγινα μαραγκός. Ήμουνα δηλαδή ο μαραγκός δεν έχει καμία σχέση με ξύλα και τέτοια, ο μαραγκός έχει σχέση με τα βίντσια που ανοιγοκλείνουν τα αμπάρια. Και η ζωή προχωρούσε πάρα πολύ ωραία. Γυρνάω ξανά στην Ελλάδα. Φτάνει η στιγμή να πάω στρατιώτης. Πάω στρατιώτης ήταν η Χούντα, ήταν η Χούντα του ’67, εγώ πήγα το ‘74 στρατιώτης. Άλλαξα τρεις κυβερνήσεις, άλλαξα την ανατροπή της Χούντας, την κατάστασή του Ιωαννίδη. Εκεί που φωνάζαμε «Ζήτω, Ζήτω η επανάσταση» αρχίζαμε να φωνάζουμε «Να τος, να τος ο Πρωθυπουργός», που ήρθε ο Καραμανλής. Γίνεται, το ‘76 απολυόμουνα αλλά έγινε το επεισόδιο με τους Τούρκους, με το «Σισμίκ» και ο Υπουργός Άμυνας ήτανε ο συγχωρεμένος ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ενώ ήθελα πέντε μέρες για να απολυθώ, ανέβαλε την απόλυση επ’ αόριστον. Και αντί να απολυθώ στους 24 μήνες υπηρέτησα 30. Απολύομαι, κάθομαι 10 μέρες στην Αλεξανδρούπολη και ξαναφεύγω. Πάλι, αυτοί εν τω μεταξύ βγάλαν άλλα τρία «Αγία Ειρήνη II», «Αγία Ειρήνη III», «Αγία Ειρήνη IV». Εγώ πήγα στο 3, το οποίο ήταν ολόιδιο και έκανε ταξίδια Ευρώπη, από Λατινική Αμερική Ευρώπη. Έχουμε φορτωμένα από την Μιανμάρ, με πρωτεύουσα τη Ρανγκούν, φορτωμένοι ξυλεία αλλά καθίσαμε εκεί τους πήγαμε διάφορα μηχανήματα, τρακτεράκια και τέτοια πράγματα εκεί για αγροτικές δουλειές, φορτωμένοι ήμασταν με αυτά και δεν μπορούσαμε να τα ξεφορτώσουμε, δεν είχαν χώρο και καθίσαμε 3 μήνες αποθήκη, καθίσαμε αρόδου 3 μήνες και βγαίναμε έξω με τη λάντζα. Εκεί η ωραιότερη γυναίκα της ζωής μου. Αυτοί έχουνε, επειδή είχαν αγγλική κατοχή και μοιάζουνε και με τους Ινδούς και λίγο με σχιστομάτηδες. Εκεί έγιναν προσμίξεις από την αγγλική κατοχή. Ήταν μία κοπέλα που είχε κομμωτήριο και πηγαίναμε να κουρευτούμε. Αυτή ήταν η ωραιότερη γυναίκα που είδα στη ζωή μου. Είχε μαύρο μαλλί μακρύ κορακίσιο, γυαλιστερό όπως έχουν οι Ινδές, τα ζυγωματικά της ήταν πεταγμένα, λίγο φουσκωμένα και τα μάτια της ήταν, ήταν μελαχρινή, και τα μάτια της ήταν καταγάλανα. Και σωματότυπο τέλειο. Ενώ ήμουν ξυρισμένος, πήγαινα κάθε μέρα για ξύρισμα.
Πολλή φτήνια, τέλος πάντων φεύγουμε από κει, φορτωμένοι, ξεφορτώσαμε αυτά και φορτώσαμε κορμούς, ξυλεία teak για την για την τέτοια για την Αγγλία για το Λίβερπουλ. Πάμε στο Λίβερπουλ ξεφορτώνουμε κα το βαπόρι πρέπει να πάει στο Μπρέμεν για επισκευή, για καθαρισμούς και τέτοια, να γίνει μια επισκευή στο Μπρέμεν. Εγώ είχα κλείσει το χρόνο μου, τότε ο χρόνος ήταν ενιάμηνο πλέον, μπορούσες να φύγεις και σκέφτηκα να φύγω, από την Αγγλία το Λίβερπουλ. Και με λέει ο καπετάνιος: «Ρε Γιώργο κάτσε, θα πάμε για επισκευή ένα μήνα θα κάτσουμε εκεί, δουλειά δε θα έχει, τουλάχιστον να πάρεις ακόμα ένα μισθό, γιατί να μην τον πάρεις χαβαλέ», «Εντάξει». Ξεκινάμε από Αγγλία για Γερμανία για το Μπρέμεν. Ενδιάμεσα υπάρχει ο Κόλπος του Μπέι έτσι λέγεται ο Κόλπος του Μπέι. Αυτό το σημείο είναι όπως είναι το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδος, δεν είναι ποτέ μπουνάτσα, ποτέ. Βγάζει φίδια η θάλασσα. Πηγαίνοντας για το Μπρέμεν μας πιάνει ένας καιρός μέσα στο Μπέι σπάει ένας σωλήνας που τροφοδοτούσε με λάδι τον άξονα του τιμονιού, για να μην υπερθερμανθεί και μένουμε ακυβέρνητοι. Δίπλα μας ένα ελληνικό βαπόρι, ένα μοτ[00:10:00]ορσιπ λεγόταν το βαπόρι «Ιλισσός» εξέπεμψε SOS. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα, ακυβέρνητοι εμείς, μας πήγαινε θάλασσα εδώ και εκεί. Καταρρακτώδη παγωμένη βροχή έξω τουλάχιστον 4-5 βαθμούς υπό το μηδέν και έπρεπε να διασχίσεις την κουβέρτα για να πας στην πρύμη, γιατί το κομοδέσιο ήταν στη μέση, να πας να κάνεις επισκευή το σωλήνα. Δεμένοι πήγαμε 4, δεμένοι από τα ρέλια για να μη μας πάρει θάλασσα. Πήγαμε, το φτιάξαμε, εν τω μεταξύ από τα 32 άτομα πλήρωμα 25 ήτανε ψάθα, ψάθα εμετό και τέτοια, τους έπιασε η θάλασσα. Το φτιάχνουμε. Κίνδυνος μεγάλος. Γεμίζουμε λάδι, κουβαλάμε βαρέλια πίσω, πάλι δεμένοι με τα χέρια τα βαρέλια, γεμίσαμε το καζάνι, δούλεψε και μπαίνουμε για το Μπρέμεν. Φτάνουμε στη Γερμανία, ήτανε κοντά την άλλη μέρα δηλαδή κατά το απόγευμα ήμασταν μέσα. Διασχίσαμε ένα ποτάμι, έχει ποτάμι για να μπεις στη βιομηχανική ζώνη, εκεί που είναι και τα ναυπηγεία τους. Και έβλεπες μέσα αυτοκίνητα μες στο ποτάμι, είχε δηλαδή γίνει ένας τυφώνας τι είχε γίνει εκεί δεν ξέρω. Αυτός ο καιρός ήταν ο ίδιος. Και μόλις φτάσαμε το λέω: «Ρε καπετάνιε, τι με έκανες;» λέω, λέει: «Τώρα κάτσε». Έκατσα όλη την επισκευή και από κει αεροπλανάκι και στην Αλεξανδρούπολη για διακοπές. Πολύ ωραία, πάρα πολύ ωραία. Μετά ξανά ‘φυγα με ένα ακόμα και το ‘76 απολύθηκα ήταν το τελευταίο ταξίδι, τελευταίο ταξίδι το ’76. Έρχομαι το ‘77 για να παντρέψω ένα φίλο μου καλό, το Γιάννη το Τσάνταλη τον κουμπάρο μου. Τον είχα υποσχεθεί ότι θα αν τον παντρέψω, γιατί μαζί πήγαμε ζητήσαμε τη γυναίκα του και έφυγα από την Αργεντινή αεροπορικώς για να 'ρθω στην Ελλάδα. Γυρίσαμε Αργεντινή, έκατσα στην επισκευή παίρνω αεροπλάνο από κει και έρχομαι για να παντρέψω αυτόν. Και εκεί γνώρισα την Καίτη. Όταν γύρισα να παντρέψω τον κουμπάρο μου η νύφη ήταν ξαδέρφη της Καίτης και υπήρξε ένα ειδύλλιο και την παντρεύτηκα την Καίτη. Και έμεινα εδώ και ασχολήθηκα, γιατί πιάναν και τα χέρια μου, ασχολήθηκα με τη φανοποιία, δούλεψα λαμαρίνας κάμποσα χρόνια, 16 χρόνια. Και μετά πήγα σε μία πιο καλή δουλειά σε ένα λατομείο και από κει στο νοσοκομείο υπάλληλος στην τεχνική υπηρεσία και από εκεί πήρα σύνταξη. Good μέχρι εδώ. Αυτό ήταν. Τι θες να πούμε; Να πούμε για τα ταβερνάκια της Αλεξανδρούπολης;
Θα φτάσουμε κι εκεί, αλλά μιας και καλύψαμε το κομμάτι των ταξιδιών, να ρωτήσω μερικά πράγματα έτσι για τα πλοία; Πώς ήταν η πρώτη εμπειρία; Μόλις μπήκαμε μέσα στο πλοίο ξέρατε τι θα δείτε; Τι είναι αυτή η δουλειά;
Τι θα δω δεν ήξερα αλλά επειδή σου είπα αρχή ότι ο πατέρας μου ήταν ψαράς, εγώ από παιδάκια που 6-7 χρόνων ήμουνα απάνω στα καΐκια και είχα λατρεία για τη θάλασσα, πάθος, το οποίο έχω ακόμα. Και είμαι 67 και ακόμα βουτάω και χειμώνα και καλοκαίρι και όταν δε επιτρέπει το βούτηγμα, ψαρεύω με το χέρι. Την έχω πάθος τη θάλασσα. Α ξέχασα να σου πω ότι σε ένα ταξίδι βγήκανε, ήμασταν στη Γένοβα στην Ιταλία και θα φόρτωναμε σερβίτσια, ποτήρια, κρασιά δεν ξέρουμε τι είναι, τζένεραλ αυτά είναι σε κάσες μέσα και υπήρχε και συνοδός φορτίο, υπήρχε και σύνοδος φορτίου, Ιταλός. Και στη σκάλα ήτανε, μπαίναμε, βγαίναμε, κοιτούσε μήπως κλαπεί τίποτα. Βγαίνουμε με ένα φίλο έξω στη Γένοβα και τελευταία μέρα δηλαδή, το πρωί σαλπάριζε το καράβι. Εγώ γυρνάω, αυτός έμεινε λίγο παραπάνω του λέω, πήγαμε ψωνίσαμε ξυριστικά, ρούχα, παντελόνια γιατί η Ιταλία και είχε πάρα πολύ ωραία και γυρνάω, αυτός άργησε να γυρίσει. Πέρασε η ώρα, ήρθε η ώρα για τη βάρδια του και δεν εμφανίστηκε. Γιατί δεν εμφανίστηκε, κάπου θα έμπλεξε ως συνήθως οι ναυτικοί γυρνάν και σε κανα μπαρ, κάπου θα έμπλεξε. Ναι αλλά περνάει η ώρα. Κατά τις 4:00 το πρωί έρχεται η αστυνομία και λέει: «Αυτός, αυτό το άτομο είναι εργαζόμενος στο καράβι;» ρώτησε αυτόν τον Ιταλό που ήταν στη σκάλα, ρωτά αυτόν «Ναι εδώ δουλεύει», λέει: «Είναι νεκρός», «Γιατί ρε παιδιά είναι νεκρός;» ελληνικός μάθαμε ότι τον χτύπησε ένα αυτοκίνητο όπως ερχόταν με τα πόδια μέσα στο χώρο του λιμανιού, μέσα στο χώρο του λιμανιού φορτηγά αυτά κάποιος δεν τον είδε, τον χτύπησε και έφυγε στο χαντάκι και σκοτώθηκε. Μας το λένε το πρωί, τι θα γίνει τώρα παίρνουν καταθέσεις, ο νεκρός θα πάει στην Ελλάδα. Πήγε ο καπετάνιος, ήρθε το Προξενείο, ο Έλληνας πρόξενος κανονίσαν να τον πάνε τον άνθρωπο. Φεύγοντας το καράβι μετά από κάποιες μέρες πηγαίναμε Αμερική. Φεύγοντας ένας παππούς στην ηλικία τη δικιά μου τώρα ας πούμε, στην κουβέντα που κάναμε στο καπνιστήριο λέει: «Καλά να πάθει το κωλόπαιδο που γυρνάει τις νύχτες στα μπαρ», εμένα ήταν πολύ φίλος μου και για να μην αντέδρασα χτυπώντας το χέρι μου στο τραπέζι με αποτέλεσμα να σπάσω αυτά τα 4 δάχτυλα από το από τη τσαντίλα μου που είχα δεν κατάλαβα πόνο. Ναι αλλά τα χέρια μετά από μία μέρα άρχισαν πρηζότανε, μαυρίζανε. Πάω πάνω στο γραμματικό του λέω, το καράβι εν πλω, λέω έτσι κι έτσι μου λέει: «Τα έσπασες» μου λέει και με πάει, έρχεται ελικόπτερο από τους Κανάριους Νήσους και με παίρνει το ελικόπτερο και με πάει στο νοσοκομείο. Και μου τα βάλανε κάτι ξυλάκια από αυτά που έχουν τα παγωτά, το παγωτό ξυλάκι, ένα πάνω ένα κάτω, ένα πάνω ένα κάτω στα τέσσερα δάχτυλα με γαζούλα και το κράτησα το χέρι έτσι, πάρα λίγο δηλαδή μαύρισαν, πρήστηκαν πολύ. Ναι αλλά το κράτησε στο νοσοκομείο καμιά δεκαριά μέρες ή 11. Πώς θα φύγω εγώ τώρα; Κανονίστηκε από την εταιρεία πήγα και τους βρήκα στη Βαλτιμόρη. Αγγλικά 15 λέξεις πώς τα κατάφερνα και εγώ δεν ξέρω. Έμπαινα, έβγαινα στα αεροδρόμια, έβρισκα την άκρη, έβρισκα την άκρη. Κι αν μπορούσα τώρα να κάνω κάνα ταξίδι τέτοιο, θα το 'καμνα.
Γιατί βέβαια είδα πάρα πολλά, πάρα πολύ κόσμο έτσι, πολλές χώρες. Πάρα πολλά πολλές Αλλά χώρα σαν την Ελλάδα, κορίτσι μου, δεν έχει. Πήγα στα Virgins Islands, στα νησιά της Παρθένου, νησάκια πολλά, ομορφιά πολλή, σαν την Ελλάδα δεν έχει πουθενά, πουθενά. Χώρες μαγικές στο Μεξικό στο Corpus Christi πάρα πολύ ωραίο, τίποτα. Πήγα Ρίο ντε Τζανέιρο τίποτα. Εκεί είδα τι σημαίνει φτώχεια και τι πλούτος. Μία οδός τους χωρίζει, μία οδός. Από τη μία είναι τα παραπήγματα, οι φαβέλες και από την άλλη μεριά ο πολιτισμός και δεν τους αφήναν να περάσουν. Είναι και έν[00:20:00]α άλλο ακόμα. Eίχαν κατοχή στη Νότιο Αφρική, στο Cape Town είχαν κατοχή οι λευκοί και έτυχα μία διαδήλωση των μαύρων, που τους κάνανε τους καημένους τους μαύρους οι αστυνομικοί ακόμα πιο μαύρος. Και τους βάζανε άνοιγαν τα καπάκια από τα φρεάτια και τους ρίχναν εκεί μέσα για να τους κρατήσουν και μόλις έβγαζαν τα χέρια με ταα γκλομπ. Τρελά πράγματα. Τα λεωφορεία έμπαινες είχε μαύρους γεμάτο το λεωφορείο, καθόταν ένας μαύρος μόλις έμπαινε λευκός σηκωνόταν να καθίσει ο λευκός. Ρατσισμός φουλ.
Πότε περίπου;
’73, ’72-’73.
Λοιπόν άλλο.
Από όλα αυτά τα μέρη ποιο σας έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση;
Η Αργεντινή, Buenos Aires. Έμεινα πάρα πολύ καιρό εκεί, αφού ξεμπαρκάριζα και έμενα εκεί, πήγαινα, γυρνούσα πίσω. Πάρα πολλούς Έλληνες, είχε ελληνική συνοικία στο San Martin, το οποίο San Martin είναι 7 εκατομμύρια. Το Buenos Aires ήταν 11 εκατομμύρια, όλο γεμάτο μπουζουκάδικα αβέρτα πάντα. Και οι Αργεντίνοι μιλάνε καθαρά ισπανικά, τη καστελιάνικα που λένε είναι και πολύ ωραίος λαός, πολύ ωραίος λαός. Αλλά κι αυτοί είχανε τότε χούντα. Βέβαια υπήρχαν Έλληνες που είχανε προκόψει πάρα πολύ, πάρα πολύ αλλά η χούντα, όπως είχε και η Χιλή δίπλα. Έχει μία πόλη που λέγεται San Nikolas, Άγιος Νικόλαος εκεί είχε τις εγκαταστάσεις του Ωνάσης. Όταν πηγαίναμε εκεί στο San Nikolas γιατί είναι μεγάλο λιμάνι εκτός από το Buenos Aires, οι φίρμες, οι ταμπέλες του Ωνάση ήταν ακόμα εκεί, εκεί ήταν ακόμα ανενεργές έτσι. Τα εργοστάσια που έχει τσιγάρων και αυτά που έκαμνε και μετά ασχολήθηκε με τα πετρέλαια. Για αυτό έχουνε και μία αγάπη προς τους Έλληνες όλοι οι λαοί εκτός από τους βόρειους εδώ. Οι βόρειοι δεν μας πολυχωνεύουν, γιατί είμαστε άλλη ράτσα εμείς, είμαστε γλετζέδες, είμαστε χουβαρντάδες, είμαστε έτσι είμαστε αλλιώς, δεν μας χωνεύουν. Αυτοί είναι δουλειά-σπίτι, δουλειά-σπίτι. Εμείς θέλουμε και τα κορίτσια μας, θέλουμε και τα έτσι μας, θέλουμε και τα αλλιώς μας. Εντάξει τι να κάνουμε τώρα, η ζωή είναι αυτή.
Και όταν σταματούσατε να μείνετε σε ένα καινούργιο μέρος κατεβαίνατε από το πλοίο;
Το φυλλάδιο λειτουργούσε σαν διαβατήριο, ήταν υποκατάστατο του διαβατηρίου. Μη φανταστείς ότι θα καθίσεις χρόνια, 10-15 μέρες. Γιατί κάτι υπήρχε και κατέβαινα. Σίγουρα πάντα υπήρχε η γυναίκα, πάντα υπήρχε η γυναίκα. Ήταν πολύ ωραία, πολύ ωραία ήταν. Πολλές αναμνήσεις και η συνολική μου υπηρεσία ήτανε, αν τη μαζέψουμε όλη, ήταν 4,5 χρόνια, γύρω στα 5. Λεφτά πολλά, καλά λεφτά, καλά λεφτά. Βέβαια, εντάξει, βοήθησα κάναμε το σπίτι το πατρικό μου. Αλλά έφαγα και πολλά, να λέμε την αλήθεια. Καλή ζωή.
Θέλετε να μου περιγράψετε έτσι μία από τις αναμνήσεις σας σε ένα λιμάνι; Πώς περνούσαν οι μέρες, οι ώρες, δραστηριότητες που κάνατε.
Όσο ήμουνα στο βαπόρι ή όταν κατέβαινα και έμενα;
Ό,τι θέλετε; Και τα δύο.
Στο βαπόρι, ειδικά σε όποιο κράτος της Νοτίου Αμερικής και αν πηγαίναμε αλλά ειδικά στην Αργεντινή εκείνο το Μπουένος Άιρες είναι στην ψυχή μου, πώς το λένε. Περίμενα πότε θα 'ρθει η ώρα-άστο να χτυπάει-πότε θα 'ρθει η ώρα να βγω έξω. Λεφτά με τη σέσουλα, τα τρώγαμε, γινόμασταν ταπί, ταπί όταν έφευγε το βαπόρι λογαριασμός χρεωμένος, όχι μηδέν, χρεωμένος. Γιατί είχε πάρα πολύ διασκέδαση, διασκέδαση πάρα πολύ.
Ελληνικά μαγαζιά πιο πολύ;
Ελληνικά ελληνικά μαγαζιά, ελληνικά μαγαζιά, μπουζούκια κανονικά. Και που δεν είχε μπουζούκια ελληνικά, που δεν είχε, παντού.
Ποιο είναι το πιο απίστευτο μέρος που συναντήσατε μπουζούκια;
Παναμά!
Αλήθεια;
Παναμά. Ήτανε πολύ ωραία. Α είναι ένα νησί λέγεται Αγουάτσο είναι στη Νότιο Αμερική κοντά κοντά στο- δεν μπορώ να το θυμηθώ-τέλος πάντων. Εκεί πηγαίνουν διακοπές φραγκάτοι Αμερικάνοι, οι κάτοικοι είναι μαύροι, οι κάτοικοι είναι μαύροι και έχει πολύ ωραίες πλαζ, μπανγκαλόουζ και τέτοια πράγματα και πηγαίνουν οι φραγκάτοι Αμερικανοί. Κάτι κοιλαράδες με τα πούρα και είναι οι γκαρσόνες όλες και αυτές που σερβίρουνε φοράνε αυτό το παρεό δηλαδή φανταστικές. Αλλά πανάκριβο, για να φανταστείς ότι μία coca-cola, ας πούμε, ή ένα χάμπουργκερ 15-20 δολάρια, μία coca-cola ή ένα χάμπουργκερ. Εκεί δεν χορεύεται η μαϊμού μας, δεν προλαβαίναμε. Απίθανο μέρος όμως, απίθανο. Όπως είναι και τα νησιά της Παρθένου, από νησί σε νησί πήγαινες είχε ξύλινη γεφυρούλα, πήγαινες από νησί σε νησί. Πολύ ωραία μέρη, πάρα πολύ ωραία μέρη αλλά σαν την Ελλάδα σου λέω δεν είναι, δεν είναι. Και οι Έλληνες της Αμερικής, γιατί σε όλη την όλοι Αμερική υπάρχουν Έλληνες. Αμερική πήγα Νέα Υόρκη, Λος Άντζελες, Βαλτιμόρη και πού αλλού δεν θυμάμαι. Βαλτιμόρη πήγαμε μέσω ποταμιού, όπως και στην Αργεντινή το Μπουένος Άιρες έχει ποτάμι το Ριο ντελ Πλάτα, ο οποίος διασχίζει κατά μήκος όλη την Αργεντινή για αυτό είναι πολύ εύφορο μέρος. Βλέπεις, δεν βλέπεις βουνά, βλέπεις μία παράλληλα με το ποτάμι που πηγαίναμε βλέπεις πεδιάδες και ζώα, εύφορο μέρος, χρυσό είχε, πετρέλαιο αλλά η χούντα τους κατέστρεψε. Τους κατέστρεψες μέχρι τελευταία ήταν μέσα στο ΔΝΤ χάλια χάλια χάλια. Ήτανε πολύ στρατικοποιημένη η κατάσταση. Σταματούσαν τους ξένους μέσα στο ταξί, σταματούσαν το ταξί και γινόταν έλεγχος. Τους ξένους, τους Έλληνες, δεν καταλαβαίναν τίποτα. Ναι αλλά άμα τους τα έχωνες, άμα τους βαρούσες καμιά πενηνταριά πέσος, πέρνα, φύγε.
Και την κατάντια της Ρωσίας είδα. Πήγαμε στη Ρωσία πήγα σιτάρια πηγαίναμε. Φορτώναμε σιτάρι από την Ιταλία και την Τουρκία και το πηγαίναμε στη Ρωσία, στο Νοβοροσίσκι, στην Τουάψε και στην Οδησσό και τελευταία φορά πήγαμε στη Γεωργία επί Σοβιετικής Ένωσης όμως. Καθίσαμε 65 μέρες στο Μπατούμι στη Γεωργία. Εκεί γνώρισα έναν Έλληνα. Βέβαια εκεί στο Μπατούμι έχει πάρα πολλούς Έλληνες, Κούρδους και οι Γεωργιανοί αλλά είχε τότε η Σοβιετική Ένωση, υπό Σοβιετικής Ένωσης δεν τολμούσαν οι Έλληνες να σου μιλήσουν. Γινόταν και δεν μπορούσες να μιλήσεις με Έλληνα. Τέλος πάντων, βρήκαμε έναν Έλληνα, ο οποίος έτσι στα μουλωχτά λέει θα πηγαίνω, μιλήσαμε λίγο και λέει: «Ρε παιδιά-λέει-έχω την ανάγκη να σας κάνω τραπέζι». Ήμασταν 3 άτομα εμείς «Να σας κάνω τραπέζι στο σπίτι, θα πηγαίνω εγώ μπροστά εσείς από πίσω» πάμε. Είχε ένα σπίτι, το σπίτι είχε μία κουζίνα και δύο δωμάτια, τίποτα άλλο. Έμενε αυτός, η γυναίκα του, αυτός ήταν δάσκαλος και η γυναίκα του δασκάλα, το ένα το δωμάτιο, και ένα παιδί μία κόρη. Το ένα το δωμάτιο ήτανε εκεί πο[00:30:00]υ κοιμόντουσαν το ζευγάρι στο δωμάτιο και η κοπέλα στην κουζίνα και το άλλο το δωμάτιο ήταν μία τεράστια βιβλιοθήκη με ένα πιάνο. Πολύ και διαβασμένος πολύ. Όλα τα βιβλία που είχε μέσα ήταν ελληνικά, ο Όμηρος, η Ιλιάδα αυτά όλα τα είχε αλλά μας λέει: «Ρε παιδιά σφιγμένα τα πράγματα εδώ» και δεν τολμούσε να κυκλοφορήσει μαζί, γιατί φοβόταν μην τον βγάλουν φωτογραφία. Και του λέω: «Ρε συ περπατάμε και βλέπουμε περιβόλια, περιβόλια με πορτοκάλια, μανταρίνια» «Ναι-λέει- έχει πάρα πολλά». Και όταν πάμε, υπήρχε ένα κλαμπ για ναυτικούς, σιμερς κλαμπ, και πηγαίναμε εκεί, στο οποίο είχε κοπέλες του κόμματος για προπαγάνδα, οι οποίες χόρευαν μαζί σου, καθότανε, δεν πίνανε ούτε εσύ, έπινες καμία βότκα αυτές χόρευαν μόνο. Είχε πινγκ πονγκ, μπιλιάρδο, εστιατόριο από πάνω και στο εστιατόριο που πηγαίναμε σου έφερναν σουβλάκι και του έλεγες σαλάτα και σου έλεγε δεν έχει, ένα κομματάκι ντομάτα στο σουβλάκι. «Ρε συ τόσα περιβόλια έχετε, τέτοια» μου λέει: «Στη Μόσχα πάνε όλα, όλα πάνε στη Μόσχα».
Και είπατε οι Έλληνες απαγορευόταν να μιλάνε με Έλληνες.
Απαγορευόταν οι κάτοικοι εκεί οι Έλληνες να μιλάμε με ξένους.
Με ξένους.
Ναι. Και δεν μπορούσες να… Τότε η ισοτιμία ένα ρούβλι ισοδυναμούσε με ένα δολάριο. Εμείς τι κάναμε, από την Ιταλία από ένα ανταλλακτήριο περνάμε χρυσή λίρα Ιταλίας, η χρυσή λίρα Ιταλίας έκανε 350 δραχμές 7.000 λιρέτες. Σκάβαμε το τακούνι από το παπούτσι και βάζαμε μία λίρα. Η μία λίρα έκανε 100 ρούβλια ισοδυναμούσαν με 100 δολάρια, το δολάριο τότε ισοδυναμούσε με 28 δραχμές. Ναι αλλά τι να τα κάνεις τα λεφτά αφού κατά την έξοδο σε ψάχναν και κατά την είσοδο πάλι σε ψάχναν. Είχες λεφτά, είχες τα ρούβλια τι να τα κάνεις. Δεν μπορείς να αγοράσεις κάτι, γιατί δήλωνες στο καράβι πόσα ρούβλια θες να σηκώσεις από το καράβι. Δεν συνέφερε το 1 ρούβλι ένα δολάριο. Και κάναμε αυτή τη δουλειά, λαθρεμπόριο δηλαδή. Και είχες 100 ρούβλια, ήθελες να πάρεις μία φωτογραφική μηχανή, η οποία έκανε 30-40 ρούβλια, μία ζόρικη. Ναι αλλά πώς θα την πας μέσα κι αν την πήγαινες πώς την αγόρασες ρε φίλε εσύ; Οπότε φεύγαν τα λεφτά έτσι, πάρτε τα! Ωραία πράγματα, ωραία πράγματα Κατερίνα. Τυράννια, δηλαδή-πώς να σου πω-αυτό το καθεστώς ενώ ξεκίνησα επαναστάτης κατάλαβα ότι αυτά τα καθεστώτα δεν είναι για μας, δεν είναι για μας. Κατάντια δηλαδή, κατάντια. Δεν είχαν, έβλεπες ολόκληρα οικοδομικά μπλοκ εργατικές κατοικίες, βέβαια δεν πλήρωναν ενοίκιο εντάξει ναι αλλά κουρτίνα δεν υπήρχε κόλλα γλασέ βαζαν, αυτή που τυλίγαμε τα τετράδια. Είχαν όμως φυσικό αέριο όλες οι οικοδομές είχαν θέρμανση, είχαν τηλεόραση. Τηλεόραση, βέβαια, του κόμματος έτσι έδειχνε μόνο του κόμματος, δεν έδειχνε τίποτα άλλο. Αυτά είναι. Ωραία χρόνια πάντως. Και σου είπα ότι άμα μπορούσα, τώρα πούμε είμαι και συνταξιούχος, αν μπορούσα να σπρώξω για να πάω ένα ταξίδι, αλλά δεν γίνεται. Έχουμε τα παιδιά, έχουμε τα εγγόνια.
Πέρα από τα… Κινδυνέψετε κάποια άλλη φορά ή ήταν εκείνη;
Μία φορά που κολλήσαμε σε έναν ύφαλο στη Μαδαγασκάρη, έξω από τη Μαδαγασκάρη ανοιχτά δηλαδή. Είχε έναν ύφαλο, δεν ξέρω τι έγινε, τότε δεν υπήρχαν GPS είχε άλλα μέσα πλοήγησης. Με τα ρεύματα κάτι έγινε, τι έγινε και κολλήσαμε στον ύφαλο, μείναμε κολλημένοι. Και ζητούσαν υπέρογκα πόσα για να μας ξεκολλήσουν. Τελικά ξεκόλλησαμε μετά από 4-5 μέρες, γιατί είχαμε έναν πολύ καλό υποπλοίαρχο και ένα λοστρόμο, ο οποίος με την μπίγα, η μπίγα είναι αυτό που σηκώνει εμπορεύματα, με την μπίγα πιάνουμε την άγκυρα του καραβιού, λασκάρει το βίντσι η αλυσίδα, σπρώχνει την μπίγα μπροστά ανοίγει όλο το μπαστούνι, ρίχνει την άγκυρα, σκαλώνει η άγκυρα μπρος οι μηχανές ωπ ξεκολλήσαμε. Για αυτό πήραμε και δώρα, πήραμε από ένα μηνιάτικο έτσι από την εταιρεία, από τους πλοιοκτήτες, οι οποίοι ήταν καταπληκτικοί, καταπληκτικοί. Όταν δε το βαπόρι έπιανε Αμερική ερχότανε, γιατί η έδρα τους ήταν στην Αμερική, δεν ήταν στην Αργεντινή, δεν ήταν στο Μπουένος Άιρες, η έδρα του ήταν στην Αμερική. Ερχόταν μέσα ή ο ένας ή ο άλλος, ειδικά ο Τσαρνάς ένας παλίκαρος και διοργάνωνε πάρτι. Έλεγε τον τροφοδότη, τον Στιούαρντ: «Θα ψωνίσεις νωπά, ωραία πράγματα θα κάνουμε πάρτι» και έφερνε και γυναίκες. Στολίζαμε την πρύμνη φωτάκια αυτά μουσικές και γινόταν πάρτι, της κακομοίρας. Κι ερχόταν ο άνθρωπος έβλεπε πάνω από τη μηχανή, καθαρή η μηχανή αυτά: «Βάλε από 500 δολάρια στο προσωπικό κάτω», ερχόταν στην κουβέρτα: «Βάλε 500 δολάρια». Δηλαδή κουβαρντάδες, αυτοί ήτανε πλοιοκτήτες. Όχι σαν τους Χιώτες ή σαν τους Ανδριώτες. Και πάντα νωπά, στο λιμάνι δεν είχε κατεψυγμένο, πάντα νωπά. Πολύ ωραία, πολύ ωραία, ωραία χρόνια!
Πώς ήταν η ζωή πάνω στο πλοίο; Αυτό δεν μπορώ να φανταστώ, πώς είναι να περνάς τόσο καιρό σε ένα τέτοιο χώρο;
Κοίταξε ρουτίνα αλλά τη συνήθιζες. Αυτοί που δουλεύαν στη μηχανή είχανε τρεις βάρδιες. Ήταν η πρωινή 8:00 με 12:00, σηκωνόσουν στις 7:00 πήγαινες έτρωγες πρωινό, πλήρη πρωινό, το οποίο ήταν αυγά το ένα ήταν αυγά με μπέικον, με λουκάνικο, με συκώτι έτρωγες πρωινό και έπινες ένα τσάι ξέρω γω, ένα γάλα ό,τι γουστάριζες. Κατέβαινες για δουλειά στις 8:00, 10 η ώρα σταματούσες, ανέβαινες πάνω λεγόταν Coffee Time, η ώρα του καφέ έπινες καφέ ή αναψυκτικό. Κατέβαινες 10:20 καθόσουν μέχρι τις 12:00, 12:00 η ώρα είχε γεύμα μέχρι τις 1:00, δύο φαγητά πάντα, δύο φαγητά αν ήθελες έτρωγες και τα δύο, το ένα ήταν πάντα κρέας, αν ήθελες ένα εκ των δύο. Πήγαινες για ύπνο, εάν είχε υπερωρία κατέβαινες και δούλευες ένα δίωρο 1:00 με 3:00 και 3:00 η ώρα πήγαινες την άραζες. Και κατέβαινες στις 8:00, 7:45 κατέβαινες ερχόταν σκατζάριζε η βάρδια και καθόσουν μέχρι τις 12:00 το βράδυ μία βάρδια ήταν αυτή, η άλλη ήταν η 12:00-4:00 και η τρίτη ήταν η 4:00 τέσσερις χαράματα ή απόγευμα μέχρι τις 4:00-8:00. Κυλιόμενο δηλαδή κάθε 8 ώρες κατέβαινες για δουλειά. Οι ναύτες δεν είχαν αυτό, είχαν αυτοί που το δουλεύανε οι ναύτες τη κουβέρτα είχανε τιμόνι απάνω τις ίδιες βάρδιες, την ίδια βάρδια και αυτοί 8:00-12:00, 12:00-4:00, 4:00-8:00. Τις υπόλοιπες ώρες του χαβαλέ καθόσουνα στο καπνιστήριο κάνα τάβλι, κάνα χαρτί, κάνα ποτό, μουσικούλα. Στην καμπίνα σου άμα ήθελες πήγαινες διάβαζες, άκουγες μουσική. Ωραία, ωραία είχες και δουλειές να κάνεις να πλύνεις τα ρούχα σου να δείξεις, να κάνεις, να ράνεις μπανάκι και χαβαλέ, χαβαλέ.
Πάντα με Έλληνες συνεργαζόσασταν;
Τότε ναι, τότε ναι. Εγώ ήμουν από τους τυχερούς που δεν υπήρξαν ξένοι στην ελληνική ναυτιλία, εμπορική ναυτιλία. Ήταν όλοι Έλληνες. Μόνο είχαμε μία φορά έναν, ο οποίος ήταν κολλητός με τους πλοιοκτήτες, έναν Αργεντίνο, έναν Αργεντίνο μάγειρα και έναν Εγγλέζο ασυρματιστή, μαρκόνι πολύ ωραίος. Ήταν 32 χρόνων και είχε 5 παιδιά, 5 παιδιά.
Στην αρχή μου είπατε ότι ήσασταν θερμαστής.
Στην αρχή θερμαστής, μετά έγινα λαδάς και μετά πήρα ευεργετικό του τρίτου μηχανικού.
Και οι πρώτες ειδικότητες τι ήταν;
Θερμαστής, στο πρώτο ήταν εκείνο δούλευε με καζάνια, με ατμό ε[00:40:00]κεί ήμουνα θερμαστής μετά στο ίδιο έγινε λαδάς και στο ίδιο πήρα ευεργετικό του τρίτου μηχανικού γιατί πιάναν τα χέρια μου και μετά έγινα μαραγκός, χαβαλετζής. Δικαιολογούσαν τότε ήταν τα πληρώματα ήταν από 32 μέχρι 36 άτομα ήταν τα πληρώματα, πολλά άτομα και ήταν όλοι Έλληνες, όλοι Έλληνες.
Κρατήσατε φιλίες; Δημιουργήσατε φιλίες;
Ε;
Δημιουργήσατε φιλίες δυνατές;
Πως βέβαια, βέβαια, βέβαια φιλίες πάρα πολλές, γιατί έκανα με την ίδια εταιρεία και επειδή ήταν πολύ καλή εταιρεία τα πληρώματα δεν πήγαιναν αλλού, στην ίδια εταιρεία. Αφού έφευγε ένας και σε έπαιρνε τηλέφωνο: «Γιώργο έλα θα φύγει ο άλλος» δηλαδή διακοπές εδώ προλάβαινες δεν προλάβαινες να κάνεις ένα μήνα, άντε δύο να μείνεις στη στεριά. Και που έμενες στη στεριά γινόταν ένα τσίρκο, καθάριζες από φράγκα και άντε γρήγορα να φύγουμε πάλι.
Πάνω στο καράβι τι σας έλειπε πιο πολύ; Σας έλειπε κάτι;
Ε Κοίταξε η οικογένεια, δηλαδή οι γονείς σου. Άλλο τίποτα τι να σου πει, τα είχες όλα, τα είχες όλα ρε παιδί μου απλά την έξοδο, την έξοδο…Το μεγαλύτερο ταξίδι να τανε επειδή δουλεύαμε εκεί 7 μέρες, 8 μέρες, 10 μέρες το μεγαλύτερο ταξίδι παραπάνω δεν είχε. Μόνο που ήρθαμε, ένα ταξίδι που ήρθαμε στην Κωνστάντζα από Βραζιλία Κωνστάντζα, στη Ρουμανία που κάναμε 24 μέρες με δύο σταθμούς ανάμεσα, ένα σταθμό στον Νταγκάρ στο Νταγκάρ για πόσιμο νερό και τρόφιμα και ακόμα ένα σταθμό δεν θυμάμαι πού. Και θυμάμαι ότι έφυγα από την Κωστάντζα ξεμπαρκάρισα.
Γινόταν αυτό; Μπορούσατε να σταματήσετε το ταξίδι;
Ναι άμα έκλεινες τον χρόνο σύμβασης. Παλιά ήταν ένας χρόνος 12 μήνες μετά έγινε ενιάμηνο, στους εννιά μήνες μπορείς να βγεις. Τώρα είναι εξάμηνο, τώρα σε υποχρεώνουν να φύγεις για να γίνεται τζουρ τζουρ για να υπάρχει δουλειά.
Προέκυψε ποτέ κάποιος έρωτας μέσα σε αυτά τα ταξίδια;
Τι;
Προέκυψε ποτέ κάποιος έρωτας μέσα σε αυτά τα ταξίδια;
Βέβαια αλίμονο, γιατί σου λέω για την Αργεντινή, γιατί σου λέω για την Αργεντινή; Μεγάλος έρωτας, μεγάλος. Ήμουνα και νεαρός τότε.
Ρωτάω, γιατί είναι δύσκολο να σου συμβεί κάτι τέτοιο και να ξέρεις ότι πρέπει να φύγεις.
Για αυτό καθόμουνα, ξεμπαρκάριζα και καθόμουνα. Πολύ ωραία, πολύ ωραία. Κοίταξε έρωτες παντού, κάθε λιμάνι και καημός αλλά εκεί ήτανε διαφορετικά, εκεί υπήρξε πραγματικός έρωτας. Και παρόλο που είχε χουντικό καθεστώς, βέβαια έπειτα το ξέραν και οι γονείς της έτσι, ο αδερφός της ήταν φορτηγατζής μες στο λιμάνι. Το λιμάνι του Μπουένος Άιρες ήταν αν όχι το δεύτερο, αν όχι το πρώτο, το δεύτερο λιμάνι σε χωρητικότητα καραβιών και δουλεύουν μέσα εκεί τα φορτηγά. Και την έβαζε ο αδερφός της μες στο φορτηγό και την έφερνε, όταν ήμουν μέσα εγώ. Όταν ήμουν έξω εντάξει αλλά δυνατός έρωτας, πολύ δυνατός. Για να φανταστείς ότι ξεμπαρκάριζα, ας πούμε, και πάλι ένας λόγος που πήγαινα με την ίδια εταιρεία ήταν αυτός, για να ξαναπάω στο Μπουένος Άιρες. Πολύ ωραίο, πολύ πολύ ωραία.
Και δεν σκεφτήκατε να μείνετε εκεί;
Κοίταξε όχι όχι, εγώ έχω ένα πρώτο ξάδερφο στο Λος Άντζελες, ο οποίος είναι σκηνοθέτης, είναι καμιά δεκαπενταριά χρόνια πιο μεγάλος από μένα ακόμα ζει. Αυτός έφυγε από την Ελλάδα, η γυναίκα του ήταν ηθοποιός και είναι από δω Χατζηβασιλείου λέγεται και με μεγάλωσε πιο πολύ η μάνα του, με τη μάνα του είχα πολύ με τη μάνα μου αλλά ήταν με τη μάνα μου ήταν αδερφές η μάνα του. Και επειδή ήμουν το πιο μικρό ανίψι, γιατί είμαστε 4, 5 πρώτα ξαδέρφια από τη από τη μεριά της μάνας μου. Οι τρεις, η κοπέλα η Αφροδίτη πέθανε πρόσφατα, ήταν στην Αθήνα ο ένας ήταν πολιτικός μηχανικός ο Μπέντιας και αυτός ο Μιχάλης ο Στυλιανού ήταν σκηνοθέτης και η γυναίκα του δούλευε σε θέατρο, ήταν ηθοποιός. Κουμπάρος του ήταν ο Γρηγόρης Γρηγορίου ο σκηνοθέτης ο γέρος και επειδή εδώ δεν ξέρω γιατί δεν του φτάνανε, ξέρω γω, αποφάσισε με τον Ανδρέα Ντούζο, του Στιβ Ντούζου τον μπαμπά να φύγουν στην Αμερική λαθραίοι, πήγαν στην Αμερική για ταξίδι και έμειναν εκεί. Η πρώτη του δουλειά μαζί με τον Ντούζο ήταν παρκαδόροι σε ένα υπόγειο πάρκινγκ, παρκάραν αυτοκίνητα. Περνάει λίγο ο καιρός γίνεται ένας διαγωνισμός για ταινίες μικρού μήκους, σκηνοθετεί αυτός μία ταινία και παίρνει πρώτο βραβείο και τον παίρνει ένας Εβραίος και τον έκανε μάγκα. Άρχισε κάνει δικό του στούντιο διαφημίσεων, πρόβαλε διαφημίσεις σκηνοθετούσε αυτά έκανε πολλά λεφτά. Δύο φορές που πήγα στο Λος Άντζελες, πήγα και τον βρήκα, τον πήρα τηλέφωνο ήρθε στο βαπόρι με βρήκε, με λέει: «Γιωργάκη-με λέει- θα καθίσεις εδώ; Μη ξαναπάς στην Ελλάδα». Στην αρχή το σκέφτηκα να καθίσω: «Ρε άσε με-λέω-άσε με ρε που θα καθίσω εγώ στην Αμερική. Ελλάδα ρε πάω στα ταβερνάκια μου, πάω στα φιλαράκια μου, τι να κάνω εδώ ρε στην Αμερική». Εντάξει τώρα θα μου πεις καλώς ή κακώς έφυγα. Πάντως δεν μετάνιωσα που έφυγα. Εκεί ήταν ευκαιρία για να κρατήσω γιατί ήταν όλα τακτοποιημένα όλα και έκατσε χρόνια στην Αμερική και ήρθε το ’85, το ‘85 ήρθε στην Ελλάδα και έκανε το αντίστοιχο studio διαφημίσεων και έβαλε τα παιδιά του μέσα, την κόρη του την Κική και το γιο του τον Λεωνίδα τον Βασίλη, τον Βασίλη δεν τον έβγαλε στου μπαμπά του το όνομα, τον έβγαλε στης μάνας του πεθερού το όνομα αλλά καρμίρης, τσιγκούνης πολλά λεφτά αλλά τσιγκούνης. Λέω μαζί με αυτόν δεν μπορούμε να κάνουμε χαΐρι λέω θα πάω στα ταβερνάκια μου εγώ στην Αλεξανδρούπολη.
Και ήρθατε στην Αλεξανδρούπολη.
Ήρθα στην Αλεξανδρούπολη, δόξα τω Θεώ. Και από μικρός που ήμουνα στην Αλεξανδρούπολη ή τις διακοπές που ερχόμουνα και αυτά μου άρεζε. Η παρέα μου όλη είχαμε το ρεμπέτικο μέσα μας, ήμασταν μικροί ρεμπέτες. Βέβαια ακούγαμε και ξένη μουσική αλλά το ρεμπέτικο ήταν μες στην ψυχούλα μας και είμαστε του ποτηριού, της παρέας. Εδώ είχε καταπληκτικά ταβερνάκια τα οποία, να φανταστείς ότι εγώ όταν πήγαινα σχολείο η Αλεξανδρούπολη ήταν 10.000, 10.000 ήταν η Αλεξανδρούπολη και τώρα είναι 90 και. Τώρα αλλάξαν τα πράγματα δεν βλέπεις ούτε ένα γνωστό. Είμαστε η πόλη που έχει σύλλογο Αλεξανδρουπολιτών, μες στην ίδια μας την πόλη έχουμε κάνει σύλλογο Αλεξανδρουπολιτών, οι υπόλοιποι είναι πάνω από τα χωριά από αυτά, γιατί ερήμωσε. Η Αλεξανδρούπολη ήταν φανταστική πόλη, Κατερίνα. Την Αλεξανδρούπολη την είχαν σχεδιάσει οι Ρώσοι και επειδή είναι επίπεδη πόλη είχε μία ρυμοτομία καταπληκτική, όποιον δρόμο και να έπαιρνες σε έβγαζε στην παραλία όποιον δρόμο, τώρα τα πράγματα αλλάξαν, μεγάλωσε η Αλεξανδρούπολη. Είχε πολύ καλά ταβερνάκια. Εντωμεταξύ επειδή είχα και σχέση με τους ψαράδες, με ξέραν όλοι οι ψαράδες, στα ταβερνάκια τα μεσημέρια, τα βραδάκια είχε πολύ ωραία ταβερνάκια χωρίς μουσική, χωρίς μουσική ερχόταν κάνα μπουζούκι κάποιος που έπαιζε μπουζούκι. Είχαμε πολύ καλούς οργανοπαίκτες εδώ, ένας λεγότανε Άγγελος Ξύκης, αυτός είχε ένα τρίκυκλο και μοίραζε πάγο και έπαιζε πολύ ωραίο μπουζούκι στο [00:50:00]ταβερνάκι του Ταμπούρα. Εμείς ήμασταν νεαρά παιδιά τότε και ο Ταμπούρας ήταν ναυτικός και συνταξιοδοτήθηκε και έγινε αυτό το ταβερνάκι. Το μενού που είχε ήταν γαρίδες πλακί, χοντρές γαρίδες τότε και της έκανε πλακί κι η γυναίκα του η Μυρσίνα και πηγαίναμε εκεί και τα ούζα αγάντα, τα έπινε και εκείνος και στο τέλος τραβούσε μολυβιές και μπερδευόταν «Φέρε μία ρετσίνα ακόμα, φέρε μία ρετσίνα ακόμα, φέρε μια ρετσίνα ακόμα» μετά μπερδευόταν η δουλειά «Δώστε ό,τι θέλετε» γιατί τα έπινε και ο ίδιος. Ερχόταν δυο καραγωγείς, είχαν κάρα αυτοί και ο Χρήστος ο Κολλάρας, ο οποίος είχε ένα εμφανιζόταν με ένα παντελόνι τσάκα, έκοβε ξύριζε ξυράφι, λουστρίνι παπούτσι, λουστρίνι παπούτσι τριζάτο, περπατούσε κι έκανε ζικ ζακ ζικ, πουκάμισο άσπρο αναποδογυρισμένο το μανίκι και οδηγούσε καρό, καραγωγέας. Και μόλις έπινε κάνα δυο ούζα έβγαζε και μία κορώνα. Πολύ ωραίοι τύποι πολύ. Αυτός ο Άγγελος ο Ξύκης έπαιζε μπουζούκι, ήταν πολύ καλός στο μπουζούκι και μία μέρα όπως καθόμαστε έρχεται ο Ξύκη κάθεται και πάει να παίξει μπουζούκι και ακουμπάει το μπουζούκι του στη μέση τη δική μου. Και γυρνάει και με λέει: «Ρε καρτάλι, τράβα τη πρύμνη σου λίγο γιαλό, γιατί εμποδίζεις λίγο το όργανο». Αυτός είχε ένα βιολί το οποίο υποστήριζαν ότι είναι Στραντιβάριους, ένα από τα Στραντιβάριους. Τελικά δεν ήταν αλλά πήγαν να το κλέψουνε, τον βγάλανε πιστόλι. Τελικά δεν ήταν Στραντιβάριους αλλά ήταν μία πολύ καλή απομίμηση το είχε αυτός ο Ξύκης. Ερχότανε εκεί ένας Γιάννης Μόσχος αυτός ήταν μπογιατζής, πολύ καλός τύπος, πολύ καλός τύπος και ερχόταν, επίσης, ένα πολύ καλό μπουζούκι ο Αλέκος ο Μπατίρης, ο οποίος πέθανε το ’18. Ο Αλέκος ο Μπατίρης πολύ καλός μπουζουξής, ρεμπέτες όμως έτσι ρεμπέτες, καβγάς δεν υπήρχε εκεί μέσα. Και δεν έμπαινε όποιος να ναι, μέσα σε αυτά τα μαγαζιά δεν έμπαινε όποιος να ναι. Έπρεπε να είσαι αποδεκτός για να μπεις.
Και πώς το καθόριζε;
Πήγαινε ένας ξένος, τον έκοβε: «Δεν σερβίρω, φύγε. Δεν σερβίρω, φύγε». Αυτός ο μπαρμπα-Κώστας ο Ταμπούρας ήταν πολύ ζόρικος, πολύ ζόρικος. Μπαίνει μία μέρα μέσα ένας με μία κοπέλα και λέει: «Μια μπύρα-λέει-με καλαμάκι» τον κοιτάει: «Πάρε δρόμο από εδώ που θες και μπύρα με καλαμάκι, εδώ μπαίνουν άντρες άιντε» Πωπωπω. Καυγάς όμως δεν υπήρξε ποτέ. Ένας ήταν αυτός. Ένα στενό πιο πάνω ήτανε ο Βαλαβάνης και εκεί στο ίδιο στυλ, λίγο δεξιά ήταν ένας κουφός σιδηροδρομικός συνταξιούχος ο Βασίλης, ο οποίος αυτός έκανε μενού είχε μενού μόνο αυτό έκανε έτσι γλώσσα μοσχαρίσια βραστή πανέ και μυαλά και κεφτεδάκια. Πήγα την Καίτη μια φορά εκεί και με το συγχωρεμένο τον πεθερό μου πηγαίναμε κάθε Κυριακή λίγο πριν το φαγητό πηγαίναμε να χτυπήσουμε ένα πενηνταράκι και μετά πηγαίναμε για φαγητό. Ερχότανε κλασικές φιγούρες. Εν τω μεταξύ εγώ επειδή ήμουνα τις γύρας πολύ με ξέραν οι ψαράδες, με ξέρανε πολύς κόσμος και εγώ ήξερα πάρα πολύ κόσμο και ξέρω πολύ κόσμο. Δηλαδή ό,τι γινόταν στην Αλεξανδρούπολη και που δεν ήμουνα, το ήξερα, το μάθαινα. Καταπληκτική πόλη, δεν την αλλάζω με τίποτα, δεν την αλλάζω. Αυτός ο ξάδερφός μου ο μηχανικός ήθελε να με κρατήσει την Αθήνα, γιατί είχαμε πάρα πολύ δυνατή σχέση, πάρα πολύ δυνατή σχέση και με τη γυναίκα του, η γυναίκα του ήταν Ελληνοαιγύπτια, η κόρη του είναι τώρα καμιά πενηνταριά χρονών την μεγάλωσα εγώ και με έλεγε: «Κάτσε ρε εδώ, κάτσε ρε σηκώνω τόσες οικοδομές, δεν έχω έναν άνθρωπο εμπιστοσύνης. Κάτσε ρε θα παίρνεις χοντρά», «Γιάννη, με συγχωρείς αλλά εγώ την Αθήνα δεν την μπορώ ρε φίλε, δεν την μπορώ. Εγώ θέλω επαρχία, επαρχία» και δεν ευδοκίμησε αυτή αλλά πήγαινα όμως συνέχεια, πήγαινα στην Αθήνα και με την Καίτη και αυτά μπουζουκόβιος κάργα, πολλά λεφτά, πολλά λεφτά αλλά πέθανε και αυτός. Ήρθε μία χρονιά εδώ τα ‘κανε σαλάτα, τα έκανε σαλάτα. Ένα καλοκαίρι έχω την κόρη του εδώ, γιατί είχε μπλέξει με έναν μαγκάκο από κει και την έφερα εδώ και έμενε στο σπίτι όλο το καλοκαίρι. Και ερχότανε κάθε μία εβδομάδα ερχόταν από κεί και η Σοφία και ο Γιάννης ερχόταν και η Καίτη εκείνο το καλοκαίρι βαρέθηκε να πηγαίνει στα μπουζούκια, βαρέθηκε, βαρέθηκε. ο Κολλητός με τον Βοσκόπουλο πήγαμε μαζί στην καμπάνα του στον Αστέρα, χλιδή. Όταν αυτός ήταν λάτρης της της Alfa Romeo, έτρεξε και σε αγώνες με την Τζούλια την Alfa Romeo Τζούλια και μετά πήρε την Τζουλιέτα τη μεγάλη 2.500 κυβικά, 2000 κυβικά ταυτόχρονα με μία Jaguar. Τρέλα μεγάλη αλλά έδινε, έδινε. Εντάξει δεν έμεινε κι από λεφτά αλλά εντάξει θα μπορούσε να βγάλει πάρα πολλά. ‘Ηταν καταπληκτικός στις συμφωνίες, στις συμφωνίες καταπληκτικός παπ παπ έκλεινε. Εκείνος που ήταν καρμίρης σε λέω ήταν ο σκηνοθέτης, τσιγκούνης. Όταν ήρθε μία δόση από την Αμερική για διακοπές, ας πούμε, βρεθήκαμε στο σπίτι της πεθεράς του. Εγώ, ο Μπέτιας και του ‘φερε ένα πακετάκι τόσο με πούρα, γιατί ο Μπέτιας κάπνιζε πούρα, του φέρε ένα πακετάκι τέτοιο 5 είχε μέσα πόσα είχε. Και τον λέει: «Γιάννη, σου ‘φερα πούρα». «Τι είναι αυτά-τον λέει- δεν ντρέπεσαι;». Και πάμε το βράδυ βγαίνουμε και πάμε στον Πανταζή, Πανταζής Άντζελα και μόλις μπαίνει τον Γιάννη τον λέει: «Σπάσε, σπάσε ρε μη φοβάσαι εγώ θα πληρώσω, σπάσε ρε». Κααρμίρης, καλός, καλό παιδί αλλά καρμίρης τσιγκούνης.
Ποια ήταν η καλύτερη περίοδος για τη νύχτα από την πορεία σας; Πότε ήταν τα πιο δυνατά χρόνια τα πιο τα πιο δυνατά χρόνια;
Κοίταξε, τα πιο δυνατά χρόνια ήταν η εποχή, η εποχή της ανοικοδόμησης δηλαδή από το ’75 μέχρι και το ΄90 η καλύτερη περίοδος για την Αλεξανδρούπολη. Υπήρχε πάρα πολύ ανοικοδόμηση και τα μαγαζιά ήταν τίγκα, για να φανταστείς η Αλεξανδρούπολη είχε 3 μπουζούκια, 3 μπουζουκάδικα, 4-5 ντίσκο χώρια τις ταβέρνες, χώρια τις ταβέρνες, παντού μουσική, παντού μουσική. Τα κλασικότερα μπουζούκια λεγόταν «τα Κόκκινα βράχια» ήταν εδώ στη Χιλή «Κόκκινα βράχια» και από αυτή τη μεριά εκεί που είναι η γέφυρα της Μαΐστρου δεξιά ήταν το «Στορκ», το οποίο το είχε ο Χάιλας. Φέρναν όμως ο Καρράς από δω ξεκίνησε, ο Βασίλης ο Καρράς ξεκίνησε από δω και έχει έρωτα με την Αλεξανδρούπολη έρωτα. Πολύ ωραία χρόνια, πάρα πολύ ωραία χρόνια. Πρώτα πρώτα υπήρχε χρήμα, ήμασταν κα πολύ πιο νέοι δεν καθόσουνα μέσα, μέσα δεν υπήρχε να καθίσεις περίπτωση. Θα βγεις κάθε βράδυ, κάθε βράδυ δεν πα να ‘ναι καθημερινή μπουζούκια φουλ. Εκεί που καθόσουν και έτρωγε στην ταβέρνα «Πάμε για ένα;» «Πάμε» τι για ένα, τι ένα; Ένα ποτό δεν υπάρχει ένα ποτ[01:00:00]ό. Ερχόταν ο λογαριασμός «Πόσα είναι τα μπουκάλια;» «3» «Κάντα 1» γινότανε, «Πόσα πλακάκια;». «500», «Κάντα 100». «Έγινε». «Πάρτε κι από 1000». Και να σου πω ότι ωραία χρόνια ρε παιδί μου, ο κόσμος είχε λεφτά, τα έδινε. Τώρα τώρα η νεολαία πάει στο μπαράκι κάθονται τι θα πει ρε πάω να διασκεδάσω όρθιος; Τι θα πει να διασκεδάσω όρθιος; Κάθονται όλη τη νύχτα όρθιοι και κουνιούνται σαν τις αρκούδες. Το πρωί που πάω στο κυνήγι ξεκινάω από δω κατά τις 5:45, έχει ένα μπαράκι εδώ πιο κάτω χαλβαδοποιείο και ένα δω στο βαρελάδικο. Τα βλέπω βγαίνουν έξω σουρωμένα πίτα άλλο από δω τραβάει, κορίτσια παρέες άλλο από εκεί, δεν είναι διασκέδαση αυτή ρε φίλε. Πώς διασκεδάζει η νεολαία να μην βάζεις τον κώλο σου κάτω να καθίσεις και ντάπα ντούπα πώς θα συνεννοηθείς, τι θα πεις. Έτσι δεν είναι ρε Κατερίνα; Εγώ σου λέω είμαι της ταβέρνας παιδί, της ταβέρνας μου αρέσει μυαλό δεν βάζω. Και τις ζεϊμπεκιές μου θα τις ρίξω και μου αρέσει, μου αρέσει.
Υπάρχει ακόμη αυτό το πνεύμα στην Αλεξανδρούπολη έτσι αυτή η παλιά η αύρα; Υπάρχουν ακόμη αυτά τα μαγαζιά;
Έχει, έχει λίγα όχι με αυτούς τους παλιούς, όχι με αυτούς τους παλιούς. Υπήρχε ένα στο Πάρκο Ανατολικής Θράκης δεξιά ήτανε του Σιναχίρη, έτσι λεγόταν αυτός Σιναχίτης. Αυτός έκανε μόνο ψάρια, το μενού ήταν μόνο ψάρια και πιο πολλές φορές έβαζε και σουπιές. Ε πάμε μια μέρα, αλλά τα πινε κι αυτός. Πάμε παρεούλα καθόμαστε: «Φέρε Συναχίρη ένα μεζέ» «Παιδιά, σουπιές έχει» «Σουπιές φέρε, φέρε σουπιές τηγανητές. Φέρε και ούζα». Τότε δεν υπήρχε τσίπουρο, τότε πίναμε ούζα μετά γυρίσαμε στο τσίπουρο. Φέρνει «Ξαναφέρε. Άντε φέρε και λίγες σουπιές ακόμα». Αυτός τι έκανε μόλις τηγάνιζε τις σουπιές, είχε ένα στουπί και σκούπιζε το τηγάνι. Επειδή τα πινε όμως μικρό το στουπί και λίγο μαύρο από το τηγάνι, έβαζε τις σουπιές, βάζει και το στουπί μέσα «Έλα εδώ ρε Σιναχιρη, τι είναι αυτό;» «Τι είναι αυτό ρε παιδιά;» «Το στουπί ρε που καθάριζες το τηγάνι» «Εντάξει ρε-λέει-μην το φάτε» «Αυτό έλειπε να το φάμε». Έχει τέτοια, φιγούρες έχει πολλές. Τώρα έχει κάνα 2-3 μαγαζάκια έτσι που μπαίνει μπουζουκάκι μέσα. Αλλά τότε αυτά τα μαγαζιά ήταν πριβέ, ήταν δεν έμπαινε όποιος να ναι, δεν έμπαινε όποιος να ναι. Ήθελες διαβατήριο για να περάσεις.
Και ποιο ήταν αυτό το διαβατήριο;
Τίποτα, να σε γνωρίζει καλά, να ξέρει ποιος είσαι. Σου λέω σε αυτά τα μαγαζιά καβγάς δεν έγινε ποτέ, ποτέ σε αυτά τα ταβερνάκια. Αυτός ο κυρ Βασίλης που σου λέω που έκανε γλώσσα πάνε και μυαλά πάνε, λαδάκι, αλατάκι, λεμονάκι και την έκοβε τη γλώσσα ψιλοκομμένη, κεφτέδες πήγα μία μέρα την Καίτη. Λέω πάμε μεσημέρι να πιούμε ένα ούζο και μετά θα πάμε να φάμε. Πάμε καθόμαστε την άρεσε ας πούμε, ήπιε και λίγο ούζο με λέει: «Δεν μπορώ να περπατήσω» «Άντε-λέω-θα σε πάω αγκαλίτσα, μη στεναχωριέσαι». Εκεί πήγαινα με τον πεθερό μου πολύ και με τον γέρο μου πηγαίναμε στα ταβερνάκια, με τον μπαμπά μου. Όλοι οι ψαράδες είναι μερακλήδες. Εκεί στο στο καΐκι κάτω κάναμε είχαμε μαγκάλι και γινόταν τσίρκο, τσίρκο, αλλά μαζευόταν πολλοί εκεί εντάξει.
Έχετε αναμνήσεις με τον μπαμπά ψαρά και εσείς εκεί μικρός να ψαρεύεται μαζί; Είχε ψαράδες πολλούς;
Είχε ψαράδες πολλούς, η Αλεξανδρούπολη βασικά ήταν ψαρουπολη, ψαρουπολη ήταν. Από εδώ ερχόταν και τροφοδοτούσε την Καβάλα, την Κομοτηνή, την Ξάνθη. Από εδώ ερχόταν και παίρναν γιατί είχε τη σκάλα. Τα πηγαίναν στη σκάλα τα ψάρια. Ο μπαμπάς μου δραστηριοποιήθηκε πολύ μέσα στο Δέλτα, στις καλύβες ψαράς εκεί και εκεί πήγαινα. Εκεί πήγα και του πήρα την υπογραφή για να φύγω έξω. Και με πήγε ένας λεγόταν Μπαμπούνας, αυτός ήταν η ψαροπούλα αυτός έφευγε από το λιμάνι και πήγαινε στο Δέλτα, έπαιρνε τα ψάρια, τα άφηνε στην ιχθυόσκαλα, ζύγιζαν και γράφανε το λογαριασμό. Ο μπουμπούνας τους πήγαινε και εφόδια ψωμιά, νερά και πήγα με αυτόν. Αυτός είχε ξύλινο πόδι, όταν μπαίναμε στη βάρκα το έβγαζε το ξύλινο το πόδι το άφηνε δίπλα άντε. Ωραία, ωραία ήταν. Εγώ πήγαινα εκεί μάζευα αυγά από τις πάπιες την άνοιξη. Και επειδή είχα και ψώρα με το κυνήγι κυνηγούσα και κανένας δεν ήτανε, βαρούσα κάνα δυο πάπιες για να φάμε και αυγά από τις πάπιες, παπίσια. Έβρισκα τις φωλιές, τι ψάρια ψάρια, ψάρια, ψάρια να φάμε και λίγο κρέας. Και την πάπια την τρώγανε αυτοί νερόβραστη, μόνο νερόβραστη τη βάζαν αλάτι και πιπέρι και την ξεψαχνίζαν και τρώγαν. Ωραία χρόνια, τώρα ούτε να τις δω θέλω. Τι να πω ρε Κατερίνα. Αυτά είναι. Ώπα με συγχωρείς.
Ωραία, θέλω να κάνω μία ερώτηση για κάτι που αναφέραμε νωρίτερα και να ολοκληρώσουμε.
Ό,τι θέλεις.
Θέλω να μου πείτε πώς ήτανε στο στρατό αυτές οι αλλαγές οι κυβερνητικές-
Να σου πω.
Δηλαδή εσείς πώς το βιώσατε;
Θα σου πω, σου είπα πήγα 21/4 του ’74, 20 του Απρίλη του ‘74 παρουσιάστηκα στο Μεσολόγγι. Τότε η βασική εκπαίδευση του κέντρου ήταν 3 μήνες, 3 μήνες διαρκούσε. Πήγαμε στο Μεσολόγγι, οι περισσότεροι που ήμασταν ήμασταν μισοί από τον Έβρο και οι άλλοι μισοί-μεγάλο κέντρο-οι άλλοι μισοί Αιτωλοακαρνανία. Υπήρχε ο στρατιωτικός νόμος, η Χούντα. Κάθε μέρα είχαμε εκπαιδεύσεις, μαθαίνουμε τα τραγουδάκια μας «21η Απριλίου ‘67» ναι διάφορα τραγουδάκια και πίσω-μπρος, πίσω-μπρος. Εγώ τότε ήμουνα αριστέριζα λόγω καραβιών, αριστέριζα. Και εντάξει παίρνω την πρώτη μετάθεση, κάνουμε το τρίμηνο και φεύγουμε, εγώ είμαι υποψήφιος λοχίας, υποψήφιος λοχίας πάω για τα ΛΥΒ στη Νέα Σάντα, Κιλκίς, στο ΛΥΒ του Κιλκίς. Με το που φτάνουμε στο ΛΥΒ του Κιλκίς για να εκπαιδευτούμε δεν καθόμαστε 15-20 μέρες γίνεται η επιστράτευση της Κύπρου. Μας παίρνουν από κει χωρίς όπλα, δεν μας δώσανε όπλα, μας φορτώνουν σε ένα τρένο και τραβάμε για το Σουφλί. Κάνουμε μία στάση στην Αλεξανδρούπολη το τρένο για 4-5 ώρες πάω βλέπω τους γονείς μου, κάτι φίλους ξέρω γω πάμε για πόλεμο χωρίς όπλα μες στο τρένο. Εντωμεταξύ από όπου περνούσαμε μας δίνανε τσιγάρα, ψωμιά, γάλατα πάνε για πόλεμο τα παιδιά, κονσέρβες. Φτάνουμε στο Σουφλί διανυκτερεύουμε το πρωί μας παίρνουν μας πάνε σε ένα χωριό πάνω από το Σουφλί που λέγεται Μαυροκκλήσι και πιο κάτω είναι το Πρωτοκκλήσι, ενδιάμεσα στα χωριά στήνουμε σκηνές και μένουμε εκεί. Είμαστε 10 μέρες χωρίς όπλα, χωρίς όπλα δεν υπάρχει οπλισμός και μας έλεγε ένας Συνταγματάρχης ονόματι Σίμογλου: «Με το κορμί σας θα σταματήστε τις σφαίρες». Σώπα ρε μεγάλε, σώπα ρε μεγάλε. Τέλος πάντων 10 μέρες πατάτα βραστή μπλουμ, πατάτα μπλουμ τίποτα άλλο και κουραμάνα. Ε μετά λίγο ξεθαρρέψαμε κατεβαίνουμε στο χωριό, το οποίο έγινε μαυραγορίτικο, η κονσέρβα από 5 δραχμές πήγε 15. Τέλος πάντων, ο μπαμπάς μου είχε φίλο τον αγροφύλακα του χωριού αυτουνού και ήρθε ο μπαμπάς μου για να μου δώσει και λεφτά ας πούμε και με γνώρισε με τον αγροφύλακα, με λέει ο αγροφύλακας: «Μη στεναχωριέσαι από θέμα φαγητό εγώ» και δώστου λουκάνικα και δώστου πανσέτες και τρώγαμε καλά. Καθόμαστε 4 μήνες[01:10:00] στα σκηνάκια, 4 μήνες εντάξει μετά πήραμε οπλισμό, 4 μήνες στα σκηνάκια, έληξε το επεισόδιο.
Γυρνάω και πάω στα ΛΥΒ της Καβάλας, της Σάντας της Νέας Σάντας. Τελειώνω την εκπαίδευση και με στέλνουν εκπαιδευτή σε ΛΥΒ της Καβάλας, στο ΛΥΒ της Καβάλας σαν εκπαιδευτή. Κάθομαι εκεί 8 μήνες, πλακώνομαι με το διοικητή γιατί δεν έκανα καψόνια, δεν έκανα καψόνια και κοντραριστήκαμε άσχημα, με πέταξε ένα γυάλινο τασάκι καλά που δε με βρήκε στο κεφάλι, τον άρπαξα και εγώ, τέλος πάντων. Δυσμενή μετάθεση στη Νυμφαία, στην Κομοτηνή στην προκάλυψη, η οποία ήτανε το καλύτερο σημείο που έκανα φαντάρος, το καλύτερο. Το μόνο που υπηρέτησα 30 μήνες λόγω του επεισοδίου με τους Τούρκους πάλι. Εκεί στην Νυμφαία ήτανε μία χαρά, μία χαρά. Ήμουν αρχιφύλακας σε ένα φυλάκιο, ήμασταν 6 άτομα. Πάντα ποτέ δεν ήμασταν 6, πάντα ένας ήταν σε άδεια, πάντα ένας ήταν σε άδεια. Φαγητό πολύ ωραίο μαγειρεύαμε μόνοι μας, κυνηγούσαμε μόνοι μας κυνήγια, θηλιές, λαγούς, αυτά κατσίκια από τον πομάκο αγοράζαμε κατσίκι, μας έφερνε τυριά. Τη περνούσαμε πολύ ωραία. Αφού τα σκυλιά δεν φάγανε τα σκυλιά μας τρώγανε μακαρόνι αυτές τις κρέμες που μας δίνανε τις κορν φλάουρ τις κάναμε για τα σκυλιά, δεν τρώγαμε τέτοια. Εμείς τρώγαμε μόνο ψητά. Και είχαμε έναν πομάκο, είχαμε τον πομάκο μου πήγαινε κάθε μέρα στην Κομοτηνή για να ψωνίσει του δίνω μία νταμιτζάνα εφτάρα μία άδεια πήγαινε, μία γεμάτη έφερνε ρετσίνα. Κάθε βράδυ τρώγαμε για να φανταστείς ότι τρώγαμε πρωινό κατά τις 3:00 το μεσημέρι. Όλη τη νύχτα παραμύθι μπάρα μπάρα, κρασιά και πέφταμε για ύπνο. Ξυπνούσαμε αργά το μεσημέρι. Μέχρι που μας έπιασε ο Ντάβος ο Αρχηγός Στρατού. Αυτός είχε έρθει εκεί που αυτό το φυλάκιο που ήμουνα εγώ λεγόταν «Ζωή» δασύλλιο έτσι λεγόταν «Ζωή» ήταν μες στις οξείες καλοκαιρινό, το απέναντι φυλάκιο φρουρός είχε ελικοδρόμιο και θα ερχόταν ο Ντάβος ο Αρχηγός Στρατού να δει τα φυλάκια, ελικοδρόμιο είχε μόνο εκείνο θα πήγαινε μόνο εκεί. Οπότε λέμε εδώ δεν πρόκειται να ρθει, που να ρθει εδώ. Όλοι ήμασταν αξύριστοί, με γένια, με μαλλιά, παντελόνια ό,τι να ‘ναι. Από ‘κει πήγε στο φρουρό, φαίνεται εμείς είχαμε και μια αλάνα που δέναμε τον γάιδαρο, είχαμε ένα γάιδαρο για να κουβαλάμε νερό και τα τρόφιμα που κάναμε συνάντηση και δέναμε στην αλάνα τον γάιδαρο. Ήταν σαν γηπεδάκι μικρό. Φαίνεται αυτός όπως ανέβηκε το ελικόπτερο ρώτησε: «Ποιο είναι εκείνο;», «Φυλάκιο δικό μας», «Πώς λέγεται;» έτσι έτσι ανεβαίνοντας με το ελικόπτερο φαίνεται θα είπε τον χειριστή «Μπορείς να το κατεβάσεις εκεί;» αυτά που σου λέω γίνονται 11:00 η ώρα το πρωί. Εντάξει εκεί που κοιμόμαστε τώρα ο πρώτος που το άκουσε ήταν ένας Σερραίος, ακούει το γκουπ γκουπ που κατεβαίνει το ελικόπτερο, έρχεται με ξυπνάει: «Σήκω λοχία, σήκω», «Τι έγινε ρε;» «Ελικόπτερο είναι-λέει- από έξω», «Άντε ρε βλάκα που είναι ένα ελικόπτερο από έξω». «Βγες να δεις ακούω το ντούκου ντούκου» «Ξυπνήστε ρε». Ξυπνάμε, βγαίνω έξω ένα φανελάκι αμάνικο και ένα παντελόνι και εγώ δεν ξέρω τι παντελόνι ήτανε εκείνο, ούτε χιτώνιο, ούτε καπέλο. Βγαίνω, εντωμεταξύ, δεν μπορούσαν να κατεβούν, πήγαν τα σκυλιά γάβαγούβα δεν μπορούσαν να κατέβουν κάτω, πώς θα κατέβουν, θα τους φάνε, είχαμε 4-5 αρκούδες. Πάω εκεί μαλώνω τα σκυλιά, τραβιούνται. Κατεβαίνει πρώτος ο Ντάβος τι να κάνω τώρα δεν φοράω ούτε καπέλο ούτε τίποτα. Κάνω και εγώ μία έτσι το χέρι μου, με κοιτάει. Κατεβαίνει κάτω, κατεβαίνουν και δύο επιτελείς του Συνταγματαρχαίοι. Οι άλλοι βγήκαν το φυλάκιο είχε σκαλάκια, είχε βεραντούλα και μέσα ήταν ο θάλαμος και η κουζίνα και είχε και ντουζ αλλά νερό δεν είχαμε. Με κοιτάει με λέει, εγώ τώρα τρέμω έτσι δεν πρόκειται να απολυθώ καμιά φορά όχι μόνο εγώ και οι άλλοι, το γένι εδώ, τα γένια εδώ. Τι θα κάνουμε τώρα με αυτόν. Με το που έρχεται στη πόρτα λέει, κοιτάει μέσα: «Έχετε και μπάνια», λέω: «Μπάνια έχουμε, νερό δεν έχουμε», λέει: «Και πώς;» λέω: «Με τον γάιδαρο με κάνιστρα κατεβαίνουμε στη πηγή και παίρνουμε». «Και μπάνιο πού κάνετε;», «Στη πηγή, ανάβουμε φωτιά, κάνουμε μπάνιο». «Καφέ-λέει-δεν κερνάτε εδώ;» ώπα λέω το κλίμα άρχισε να γίνεται όμορφο. Τον κάνουμε ένα καφέ σε μαστραπά, παίρνει τον μαστραπά: «Αυτός είναι καφές-λέει-ρε παιδί μου, στο μαστραπά». Γυρνάει στους επιτελείς και λέει: «Πάτε φέρτε τα δώρα για τα παιδιά», όχι τον επιτελή τον Συνταγματάρχη: «Πάνε φέρε τα δώρα-λέει-για τα παιδιά». Και αρχίζει τώρα στον πρόλογο: «Καταλαβαίνω-λέει-είστε απομονωμένοι. Ένα βασικό που σας λείπει είναι η έξοδος, τα κορίτσια αλλά πού και πού να ξυρίζεστε». «Ξυριζόμαστε, ξυριζόμαστε», «Φυλάτε;» «Να για αυτό αργούμε, όλη τη νύχτα είμαστε στο πόδι, τη μέρα δεν έχει κίνδυνο τη νύχτα αλλά- λέω- και τα σκυλιά δεν αφήνουν κανέναν να πατήσει από κοντά» η μεθόριος ήταν δίπλα, το οργωμένο δηλαδή το σημείο, αλλά δεν έρχεται κανείς «Εντάξει-λέει- σας καταλαβαίνω εντάξει αρκεί να φυλάτε το βράδυ». Λέω: «Φυλάμε». Έρχονται οι επιτελείς είχανε 6 κούτες ΑΣΣΟ φίλτρο, οδοντόκρεμες, οδοντόπαστες και μπισκότα ήταν τα δώρα. Είπαμε, είπαμε, είπαμε, είπαμε πώς περνάμε, πώς δε περνάμε, πώς γίνονται οι συναντήσεις, πώς κάνουμε αυτά πώς συνεννοούμαστε με γραμμή τηλεφωνική κόβετε αυτά, πάμε τη φτιάχνουμε «Ε θα στείλω». Αλλά ύστερα είχε μία δροσιά πάρα πολύ ωραία μέσα στις οξείες «Είναι-λέει-για να φέρω την οικογένεια για να κάνω διακοπές εδώ». Με το που σηκώνεται να φύγει, με το που φεύγει το ελικόπτερο ειδοποιούν από το φρουρό στο λόχο στη Νυμφαία, στο Οχυρό Αβτζόγλου διοικητής παίρνει τηλέφωνο: «Με έκαψες!» λέω: «Τι;» «Πόσες μέρες έφαγες;», λέω: «Με είπε θα με δώσει και άδεια», «Πώς ήσασταν;» «Όπως μας ξέρεις», «Αξύριστοι;» «Όχι μόνο», «Και τι σας είπε;» «Θα στείλει την οικογένειά του για διακοπές». Αβτζόγλου, θεός σχωρέστον, πολύ ωραίος, πολύ ωραίος Κομοτηναίος ήτανε. Διοικητής του Οχυρού Νυμφαίας λοχαγός, ειδικότητα ημιονηγός αλλά πήρε βαθμό γιατί πήγε στην Κορέα αλλά καλός άνθρωπος, καλός άνθρωπος «Με έκαψες-λέει-με έκαψες» λέω: «Δεν σε έκαψα καθόλου».
Και μετά άλλαξε το πολιτικό σκηνικό.
Και μετά…Σε όλη αυτή τις μεταθέσεις και αυτά έρχεται γίνεται το πραξικόπημα του Ιωαννίδη. Άντε ξανά επιφυλακές και τέτοια. Καταστέλλεται και αυτό και έρχεται ο Καραμανλής, έρχεται ο Καραμανλής λέμε: «Αμάν εντάξει σωθήκαμε». Έρχεται ο Καραμανλής κάνει Υπουργό τον Ευάγγελο Αβέρωφ γίνεται το επεισόδιο ξανά με το «Σισμίκ» και μετά μετά έγινε με το «Χώρα» και σε εκείνο πήγα σαν αποστρατευμένος και εκεί με πήραν επιστράτευση, σαν πολίτη δηλαδή. Και έρχεται ο Καραμανλής και κάνει τον Αβέρωφ και ο Αβέρωφ έγινε το επεισόδιο 3 μήνες επιπλέον. Έπρεπε να απολυθώ, ήταν 24 έγινε 28 και εγώ υπηρέτησα 30, είχα και ένα μήνα φυλακή 31 λέω άλλο δεν τραβάω καίγομαι. Δεν τραβάω άλλο, καίγομαι. Βέβαια ναι μπράβο εκείνο το διάστημα που αναβλήθηκαν οι απολύσεις ήμασταν ρεμπέτ ασκέρι, ήμασταν 6-7 άτομα στο Οχυρό με δεκάρηδες, 10 σειρά που ήμασταν γιατί υπηρέτησαν 30, η 6 σειρά και η 10, αυτές οι δύο σειρές οι άλλοι όλοι βγάλαν 28μήνα. Και ήμασταν καμιά 6 άτομα και είχαμε κάνει δικό μας παράπη[01:20:00]γμα. Είχαμε κοιμόμασταν στο φούρνο όχι σε θάλαμο στο φούρνο και ότι κουνέλια, κότες και τέτοια είχαμε κάνει στο Οχυρό εκεί, εκείνα όλα φαγώθηκαν στο φούρνο μέσα ρεμπέτ ασκέρι.
Φοβηθήκατε ποτέ κάτι πολύ σε αυτά τα σκηνικά που ζήσατε στον στρατό ;
Τι να κάνω;
Να φοβηθήκατε κάποια στιγμή πολύ;
Στο στρατό; Καμιά φορά. Μόνο τότε με την επιστράτευση και χωρίς όπλα τουλάχιστον δέκα μέρες ήμασταν χωρίς όπλα. Ήτανε δύσκολα τα πράγματα. Ακούγαμε, ακόμα ήμασταν στα ΛΥΒ, ακούγαμε έπεσε το αεροπλάνο, έκανε το αεροπλάνο βομβαρδίστηκε. Δύσκολα, πολύ δύσκολα. Εν πάση περιπτώσει όλα πήγαν καλά.
Πώς θέλετε να τελειώσουμε;
Πώς θες; Πώς θέλεις;
Είναι κάτι άλλο που θέλετε να αναφέρετε;
Ε τίποτα τώρα ήσυχη ζωή, εγγόνια, τα παιδιά, τα εγγόνια, σύνταξη και πάλι να στα τσιπούρα. Τι να κάνουμε, έτσι αυτή είναι η ζωή μας. Θεραπεία είναι, θεραπεία.
Και θάλασσα.
Θάλασσα, θάλασσα και βουνό, κυνήγι και ψάρεμα. Αυτό είναι το καλό, έχουμε επαφή με τη φύση. Αυτά είναι Κατερίνα μου.
Ευχαριστώ πάρα πολύ για το χρόνο σας, για αυτή τη συνέντευξη.
Τίποτα δεν κάνει. Ίσα-ίσα με θυμήθηκα πολλά πράγματα που δεν τα ξέχασα ποτέ αλλά καλό είναι να τα ξανά θυμάσαι. Σε είπα όνειρο είχα να κάνω ένα ταξίδι ακόμα, ένα τελευταίο ταξίδι, ρε παιδί μου, όχι πολύ κανά τετράμηνο πεντάμηνο αλλά πώς να τους αφήσεις, πώς να τους αφήσεις. Την πείρα την είχαμε, την έχουμε δηλαδή. Βέβαια τώρα έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα αλλά τώρα τα πληρώματα είναι 5 άνθρωποι 10, παραπάνω δεν είναι. Φύγαν πολλές ειδικότητες από μέσα όλα είναι ηλεκτροκίνητα, GPS MPS, ασύρματοι δεν υπάρχουν. Δεν υπάρχει ειδικότητα ασυρματιστής τώρα μαρκονης που λέγανε, δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει, ξέρω γω, από τους αξιωματικούς πληρώματα, αξιωματικοί πάλι είναι 3, τα πληρώματα αποδεκατίστηκαν. Δεν χρειάζεται δηλαδή όλα αφού γίνονται με το κομπιούτερ, με το τηλεκοντρόλ, με τηλεκοντρόλ ανοίγεις τα αμπάρια, με τηλεκοντρόλ κλείνεις. Τότε δούλευε βίντσι, δούλευε τροχαλία, δούλευε βίντσι για να τα κλείσει και να τα ανοίξει. Τώρα είναι όλα αυτόματα, δεν έχει κόσμο δηλαδή το καράβι μέσα. Άσε που δουλεύουν και πολλοί ξένοι. Τότε ήταν μόνο Έλληνες. Οι διαφημίσεις τότε για το φυλλάδιο υπήρχαν «Βγάλε φυλλάδιο, βγάλε φυλλάδιο» το ‘χω ακόμα εντάξει. Και δόξα τω Θεώ εκείνα όλες οι υπηρεσίες που έκανα εκεί Όλα τα χρόνια δηλαδή αυτά δεν υπολογίζονται όπως σε ένσημα σε συντάξιμα όπως είναι της στεριάς, της στεριάς είναι 300 ένσημα το χρόνο, εκεί είναι 365 και όλα βαρέα για αυτό βγήκα με πολλά ένσημα βαρέα. Και εδώ η δουλειά ήταν βαριά και εδώ βαρέα κολλούσα. Δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ δεν πεινάσαμε ποτέ, πείνα δεν νιώσαμε ποτέ. Αυτά.
Περίληψη
Ο κύριος Γιώργος Ζουμόπουλος γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη και με πατέρα ψαρά μεγάλωσε μέσα στη θάλασσα. Πριν από την ενηλικίωσή του, με υπογραφή του πατέρα του, αποφάσισε να μπαρκάρει στα καράβια. Αφηγείται περιπέτειες από όλο τον κόσμο και δεν κρύβει την ιδιαίτερη αγάπη του για την Αργεντινή. Γνώρισε πολλούς πολιτισμούς και επισκέφτηκε τα μεγαλύτερα λιμάνια, απολαμβάνοντας τη διασκέδαση και τις συγκινήσεις κάθε τόπου. Μετά από πολλές περιπέτειες και κινδύνους στη θάλασσα, αποφασίζει να επιστρέψει στην αγαπημένη του πόλη, την Αλεξανδρούπολη. Εκεί η αγάπη του για τη θάλασσα συναντά την νυχτερινή διασκέδαση στα στέκια της πόλης, που η είσοδος σε αυτά ήταν για λίγους και εκλεκτούς. Αναφέρεται, επίσης, και στα χρόνια του στρατού, στην εναλλαγή των καθεστώτων και την επιστράτευση και πως επηρέασαν τη δική του ζωή.
Αφηγητές/τριες
Γεώργιος Ζουμόπουλος
Ερευνητές/τριες
Κατερίνα Μανούση
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
17/12/2021
Διάρκεια
83'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Αρόδου (Ναυτικός Όρος): αγκυροβολημένος έξω από το λιμάνι ή μακριά από το αγκυροβόλιο
Κομοδέσιο / ακομοδέσιο (από το αγγλικό accommodation): κατά λέξη ενδιαίτημα. Στα βαπορίσια: ο στεγασμένος χώρος, η υπερκατασκευή του πλοίου που προορίζεται για τη διαμονή πληρώματος και επιβατών, π.χ. καμπίνες, τραπεζαρίες κλπ.
Περίληψη
Ο κύριος Γιώργος Ζουμόπουλος γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη και με πατέρα ψαρά μεγάλωσε μέσα στη θάλασσα. Πριν από την ενηλικίωσή του, με υπογραφή του πατέρα του, αποφάσισε να μπαρκάρει στα καράβια. Αφηγείται περιπέτειες από όλο τον κόσμο και δεν κρύβει την ιδιαίτερη αγάπη του για την Αργεντινή. Γνώρισε πολλούς πολιτισμούς και επισκέφτηκε τα μεγαλύτερα λιμάνια, απολαμβάνοντας τη διασκέδαση και τις συγκινήσεις κάθε τόπου. Μετά από πολλές περιπέτειες και κινδύνους στη θάλασσα, αποφασίζει να επιστρέψει στην αγαπημένη του πόλη, την Αλεξανδρούπολη. Εκεί η αγάπη του για τη θάλασσα συναντά την νυχτερινή διασκέδαση στα στέκια της πόλης, που η είσοδος σε αυτά ήταν για λίγους και εκλεκτούς. Αναφέρεται, επίσης, και στα χρόνια του στρατού, στην εναλλαγή των καθεστώτων και την επιστράτευση και πως επηρέασαν τη δική του ζωή.
Αφηγητές/τριες
Γεώργιος Ζουμόπουλος
Ερευνητές/τριες
Κατερίνα Μανούση
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
17/12/2021
Διάρκεια
83'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Αρόδου (Ναυτικός Όρος): αγκυροβολημένος έξω από το λιμάνι ή μακριά από το αγκυροβόλιο
Κομοδέσιο / ακομοδέσιο (από το αγγλικό accommodation): κατά λέξη ενδιαίτημα. Στα βαπορίσια: ο στεγασμένος χώρος, η υπερκατασκευή του πλοίου που προορίζεται για τη διαμονή πληρώματος και επιβατών, π.χ. καμπίνες, τραπεζαρίες κλπ.