© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Κάθε τατουάζ είναι μία καινούργια ιστορία»: ο πρώτος tattoo artist της Κέρκυρας

Κωδικός Ιστορίας
10306
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Σπυρίδων Αγάθος (Σ.Α.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
28/06/2021
Ερευνητής/τρια
Μαρία Μακρή (Μ.Μ.)
Σ.Α.:

[00:00:00]Ωραία!

Μ.Μ.:

Καλησπέρα!

Σ.Α.:

Καλησπέρα!

Μ.Μ.:

Θα μας πεις το όνομά σου;

Σ.Α.:

Λέγομαι Αγάθος Σπυρίδων.

Μ.Μ.:

Σήμερα λοιπόν είναι Τρίτη 29 Ιουνίου του 2021 και βρίσκομαι με τον κύριο… με τον Σπύρο.

Σ.Α.:

Με τον Σπύρο.

Μ.Μ.:

Τον Σπύρο τον Αγάθο, στην πόλη της Κέρκυρας. Εγώ είμαι η Μαρία Μακρή είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε.

Σ.Α.:

Ωραία!

Μ.Μ.:

Θα μου πεις λίγα πράγματα για σένα;

Σ.Α.:

Ήμουνα μικρός και μεγάλωσα! Ναι, βασικά να σου πω για πώς ξεκίνησα τα tattoο; Τι με…

Μ.Μ.:

Πες μου πού γεννήθηκες, πού μεγάλωσες.

Σ.Α.:

Μεγάλωσα στο χωριό Λιαπάδες. Βασικά μέσα σε ένα παντοπωλείο, με κόσμο, που είχε ο παππούς μου. Ήμουνα λίγο «κακό παιδί», με μαλώνανε συνέχεια! Και μάζευα χρήματα πετώντας τα καπέλα από τους γέρους στο χωριό. Τους έλεγα, αν δεν μου δώσουν μία δραχμή, θα τους πετάξω το καπέλο στα κεραμίδια! Και όταν με έβλεπαν μου έδιναν μία δραχμή από μόνοι τους. Φυσικά έτρωγα ξύλο κάθε μέρα. Είχα πάει και στην εκκλησία γραμματικούδι και με διώξανε κι από κει. Γιατί; Γιατί μασούσα χαρτοπετσέτα και βούλωνα τα καμπανάκια από το θυμιατό του παπά!

Μ.Μ.:

Και τι σου είπε ο παπάς;

Σ.Α.:

Να πάω να φύγω! Μου λέει, δεν μου τη χαρίζει άλλο, να πάω να φύγω!

Μ.Μ.:

Τι άλλες σκανδαλιές έκανες-

Σ.Α.:

Τα πάντα.

Μ.Μ.:

Που έτρωγες κάθε μέρα ξύλο;

Σ.Α.:

Αν ξεκινήσουμε από σκανταλιές τώρα, εντάξει, δεν θα τελειώσουμε ποτέ!

Μ.Μ.:

Πες μου μία, τη χειρότερη που θυμάσαι.

Σ.Α.:

Τη χειρότερη. Όταν δεν περνούσε το δικό μου, μπορούσα να σκεφτώ οτιδήποτε. Όταν ήμουνα μικρός είχα ρίξει σαπούνι, μία πλάκα σαπούνι πράσινο, μέσα στο φαγητό. Και τη βρήκε ο παππούς μου με την κουτάλα. Γιατί δεν μου κάνανε τη χάρη. Άλλη φορά ήτανε η αδερφή μου και μου είχε αγγίξει το μπουκάλι από την Coca-Cola, μου το άγγιξε μόνο το δάχτυλο και έκατσα τρεις μέρες και δεν είχα φάει τίποτα, αν δεν μου άνοιγαν άλλη Coca-Cola!

Μ.Μ.:

Και πέτυχε;

Σ.Α.:

Ναι, ναι! Πέτυχε, γιατί έπρεπε να φάω κάποια στιγμή. Εντάξει, ήμουνα καλό παιδί, με συμπαθούσαν όλοι βέβαια. Και μεγαλώνοντας, ήμουνα πολύ καλός μαθητής, αλλά δεν με ενδιέφερε το θέμα, δεν... Όπου ένιωθα όπου με πίεζαν, ένιωθα πίεση, το άφηνα, δεν ήθελα άλλο πλέον. Όπως είχα κάνει πίνακες ζωγραφικής, ας πούμε, και είχαν πάρει πρώτο βραβείο εδώ στην Κέρκυρα και τους είχα στείλει σε Αθήνα ανάμεσα σε επαγγελματίες ζωγράφους και πήραν πρώτο βραβείο! Και με πίεσαν με τον καθηγητή στο γυμνάσιο τότε, τον Δημητράτο: «Υποτροφία, το παιδί ταλέντο» και έτσι και, αφού με πίεσαν για αυτό το θέμα, τα παράτησα, δεν ξαναζωγράφισα ποτέ!

Μ.Μ.:

Τι σε άγχωσε;

Σ.Α.:

Τίποτα, δεν με άγχωνε κάτι, δεν μπορούσα την πίεση. Δεν ήθελα να με πιέζουν, δεν ήθελα να… Δηλαδή από μικρός μου άρεσαν τα αεροπλάνα, ας πούμε, ήξερα τα πάντα για τα αεροπλάνα. Ε, οι γονείς μου ήθελαν τώρα που ήταν τότε... τα παντοπωλεία στο χωριό και έτσι και πήγαινε καλά εκείνες τις εποχές, νομίζαν οπού το μέλλον, ας πούμε, είναι να μάθω παντοπώλης, να είμαι παντοπώλης, κάτι που εγώ δεν το ήθελα ποτέ, ας πούμε. Με έπαιρνε η μάνα μου στη λαϊκή να μάθω να αγοράζω τελάρο ντομάτες! Και εγώ έβλεπα αεροπλάνο και τρελαινόμουνα και τους έλεγα που θέλω να πάω πιλότος. «Όχι» μου λέγανε «εδώ, στο παντοπωλείο, να μάθεις εδώ» μου λέει «θα είναι η δουλειά. Έχει καλά λεφτά, εμείς έχουμε κάνει περιουσία από αυτό» και έτσι, κάτι που εγώ, αφού δεν με αφήνανε να πάω εκεί που ήθελα εγώ, δεν με ενδιέφερε τίποτα! Μου άρεσαν πάρα πολύ τα μηχανάκια, οι μηχανές. Από μικρό παιδί μου είχε πάρει ο παππούς μου, ας πούμε, 11, 12 χρονών ένα μηχανάκι, ένα σκουτεράκι μικρό τότε. Και δέθηκα πολύ με τα μηχανάκια.

Σ.Α.:

Μετά άλλαζα μηχανές όταν μπορούσα, άλλαζα συνέχεια μηχανές, μηχανές, μηχανές… Φαντάσου που έβλεπα στον ύπνο μου κάθε βράδυ που έτρεχα σε αγώνες μοτοκρός και έβγαινα όλο πρώτος! Ήτανε το μόνιμο όνειρό μου.

Μ.Μ.:

Και πώς εξελίχθηκε αυτή η αγάπη για τα μηχανάκια;

Σ.Α.:

Μου άρεσαν τα μηχανάκια πολύ. Δηλαδή είχα πάρει το πρώτο μου μηχανάκι, δοκίμαζα να κάνω καμιά σουζίτσα, κάνα αυτό και ήταν κάτι που με ενδιέφερε πάρα πολύ. Μετά εξελίχτηκα σε ταλέντο στο μηχανάκι, αλλά δεν υπήρχαν τα μέσα τότε για αγώνες και τέτοια. Πήγαινα ερασιτεχνικά τότε με τον Κουτά που έχει αντιπροσωπεία της Yamaha, ας πούμε, και έτρεχαν πάνω, Αχαράβη, και πήγαινα και εγώ και έτρεχα. Αλλά να σε προωθήσει ποιος πάνω σε αυτό; Κάτι που το ήθελα πάρα πολύ, μου άρεσε πολύ, ας πούμε.

Μ.Μ.:

Με τα μηχανάκια, αυτοί οι αγώνες πώς γίνονταν;

Σ.Α.:

Αυτοί ήταν ερασιτεχνικοί. Σε μία πίστα από άμμο, αμμόλοφους τότε, πάνω στην Αχαράβη, και πηγαίναμε με τα μηχανάκια εκεί και τρέχαμε μεταξύ μας, έτσι. Άλλοι τρέχαν για προπόνηση, γιατί ο Κουτάς τότε έτρεχε σε επαγγελματικούς αγώνες και πήγαινε για προπόνηση και πήγαιναν και ερασιτέχνες, ο καθένας με το μηχανάκι του, και μπορούσε να τρέχει τώρα, να κάνει κάτι σαν προπόνηση, ας πούμε, κάτι σαν... το χόμπι του.

Μ.Μ.:

Σε αυτούς τους αγώνες εσύ πώς τα πήγαινες;

Σ.Α.:

Εγώ τα πήγαινα πάρα πολύ καλά. Με θεωρούσαν ταλέντο. Κάτι που οι δικοί μου ούτε αυτό ήθελαν, μηχανάκια… Είχα μόνιμη γκρίνια: «Κάνεις σούζες, κανείς εκείνο, κάνεις το άλλο, αν φέρεις μηχανή στο σπίτι θα την κάψω» και έτσι κι αλλιώς. Κόντρα από παντού! Σε ό,τι ήθελα είχα αντιρρήσεις, είχα κόντρα, ρε παιδί μου. Μόνο να κάνω αυτό που ήθελαν αυτοί.

Μ.Μ.:

Και αυτό πώς εξελίχθηκε; Εσύ πώς αντιδρούσες;

Σ.Α.:

Εγώ αντιδρούσα παίρνοντας κάθε φορά που μπορούσα καινούργια μηχανή και πιο μεγάλη! Όπου μέχρι τώρα, ας πούμε, που είμαι 53 χρόνων έχω τη μηχανή μου, ας πούμε, και τη φτιάχνω ακόμη και... την έχω για το χόμπι μου, είναι το χόμπι μου η μηχανή.

Μ.Μ.:

Το χέρι σου πότε κατάλαβες ότι πιάνει;

Σ.Α.:

Ότι πιάνει στο θέμα;…

Μ.Μ.:

Του σχεδίου.

Σ.Α.:

Του σχεδίου. Είχα δει τον πατέρα μου, έβλεπα τον πατέρα μου πάντα μικρός που τον θυμάμαι, ας πούμε, που είχε πάνω του σχέδια τατουάζ, που ήταν ναυτικός και τα έκανε στην Ιαπωνία. Και μου άρεσαν πάρα πολύ. Δεν ξέρω αν μου άρεσαν πάρα πολύ ή μου άρεσαν ακόμη πιο πολύ επειδή δεν άρεσαν στη μάνα μου! Που μου πήγαινε πάντα κόντρα. Αλλά ήταν κάτι που με ενθουσίαζε, ρε παιδί μου, κάτι όπου ήθελα και εγώ να το δοκιμάσω, να έχω ένα πάνω μου και εγώ, όπως είχε ο πατέρας μου. Και είχα πάρει κάποια στιγμή ένα ξυλαράκι, είχα δέσει κάποια βελονάκια με κλωστή, τα βουτούσα στο χρώμα και έκανα το πρώτο τατουάζ 11 χρονών επάνω μου, αυτό στο χέρι, εδώ στον πήχη. Κάτι όπου έτρωγα για ένα μήνα ξύλο, που το έχει δει η μάνα μου, γιατί 11 χρονών τώρα, ξέρεις. Μέχρι που είχα απελπιστεί και της είπα: «Όσο και να με βαράς, αυτό δεν βγαίνει! Δεν φεύγει! Οπότε» λέω «και μέχρι 20 χρονών να πάω και να με βαράς, μέχρι 20 χρονών θα το έχω! Δεν υπάρχει περίπτωση να φύγει με κλωτσιές και με παντοφλιές».

Μ.Μ.:

Τι σχέδιο ήταν το πρώτο;

Σ.Α.:

Είχα κάνει ένα σκορπιό, με ένα λουλουδάκι, με μία καρδούλα, έτσι ό,τι μου ερχόταν, αρκεί να το έχω. Ξέρεις, ένιωθα πολύ περήφανος τώρα που το είχα κάνει μόνος μου και έτσι. Και μετά μου άρεσε η διαδικασία πολύ και ήμουνα μόνιμα και στην τσέπη μου είχα ένα μπουκαλάκι χρώμα, μία σινική μελάνη που είχα πάρει από ένα βιβλιοπωλείο, βελονάκια κι αυτά, και όποιον έβρισκα στην ντίσκο στην Παλαιοκαστρίτσα τότε και έτσι, του έλεγα: «Έλα να σου κάνω εγώ ένα τατουάζ». Δούλευα στην παραλία, ας πούμε, και όποιος ήταν εκεί του έλεγα: «Έλα να σου κάνω ένα τατουαζάκι, ένα αυτό». Και τότε δεν υπήρχαν τα μέσα, μαγαζιά και τέτοια, δεν υπήρχε τίποτα. Και καθόντουσαν, τους έκανα καρδούλες, τριανταφυλλάκια, τέτοια… Και μου άρεσε πάρα πολύ η διαδικασία.

Μ.Μ.:

Πώς είχες μάθει τι εξαρτήματα χρειάζονται για να γίνει το τατουάζ, 11 χρονών;

Σ.Α.:

Είχα μάθει που άκουγα που το κάνανε έτσι με ξυλαράκι και βελόνια, μετά είχα ακούσει και είχα μάθει, ας πούμε, που υπάρχουν μηχανάκια και μπορείς να φτιάξεις ένα μοτεράκι μόνος σου. Και δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς πώς ήταν και πώς το μάθαμε, άλλα ρωτούσα, ρε παιδί μου, και μου έλεγαν που τα φτιάχνουν από ένα μοτεράκι από κασετόφωνο, τα δυναμό που έχουν μέσα τους, βάζουν ένα γραναζάκι και έτσι. Και είχα φτιάξει και ένα τέτοιο. Είχα βγάλει ένα μοτεράκι από ένα κασετόφωνο, πήρα το γραναζάκι το πλαστικό, μία βάση που το κρατούσα σα στιλό κι έφτιαξα το πρώτο μηχανάκι, όταν ήμουν 14, 15. Και ενθουσιάστηκα πολύ με το μηχανάκι, γιατί ήταν πολύ πιο εύκολη η διαδικασία από το να έχω ένα ξυλάκι και να κεντάω τώρα με το ξυλαράκι.

Μ.Μ.:

Με το ξυλάκι πώς γινόταν ακριβώς; Τι έκανες;

Σ.Α.:

Βουτούσες τα βελόνια με το ξυλαράκι, τις μυτούλες, στο χρώμα [00:10:00]και το έπαιρνες λίγο λοξά στο δέρμα και το τσιμπούσες έτσι μέχρι να σηκώνει το δέρμα και να περνάει τη μελάνη μέσα. Αλλά αυτό τότε ήταν η σινική μελάνη, αυτή που ήταν για πένες και για τέτοια, δεν ήταν κάτι εξειδικευμένο, ας πούμε, δεν ήταν κάτι, ήταν αυτό.

Μ.Μ.:

Πες μου για τους πρώτους σου πελάτες, αυτούς στην παραλία.

Σ.Α.:

Πελάτες, εντάξει, φίλοι ήμαστε, που τους έκανα μετά, κάναμε μεταξύ μας, ας πούμε, και τους έκανα. Άλλος ήθελε τριανταφυλλάκι, άλλος ήθελε μία καρδούλα, άλλος ήθελε αρχικά. Και καθόμαστε εκεί στην παραλία, γιατί δούλευα στην παραλία, σε κάτι ενοικιαζόμενες βάρκες, ξαπλώστρες και τέτοια και τον ελεύθερο χρόνο, που είχαμε το απόγευμα που έπεφτε η δουλειά, καθόμαστε και κάναμε τατουάζ.

Μ.Μ.:

Το σχέδιο πώς το διαλέγατε; Σ' το λέγανε και μετά τι γινότανε;

Σ.Α.:

Μου το λέγανε και το έκανα απευθείας επάνω τους με ένα μαρκαδοράκι και το χτυπούσα μετά με το αυτοσχέδιο μηχάνημα, ας πούμε, και έτσι.

Μ.Μ.:

Μου έλεγες ότι έκανες και στη ντίσκο στον κόσμο.

Σ.Α.:

Ναι! Είχα τα σύνεργα πάντα πάνω μου. Είχα το μελάνι, λίγο χαρτί που τους σκούπιζα, τα χρώματα, τα βελόνια σε ένα κουτάκι μέσα. Τα καίγαμε με τον αναπτήρα, ας πούμε, για υποτιθέμενη τώρα απολύμανση κι έτσι. Και κάναμε έτσι. Μα έτσι γινόταν, ξέρεις, τα ερασιτεχνικά έτσι τα κάναν τότε, υπήρχαν δεν υπήρχαν κλίβανοι, δεν υπήρχαν… Λίγο κάψιμο με τον αναπτήρα τα βελόνια, λίγο οινόπνευμα και το κάναμε. Και ευτυχώς δεν έπαθε ποτέ κανείς τίποτα! Ευτυχώς!

Μ.Μ.:

Ήταν και τουρίστες πελάτες;

Σ.Α.:

Όχι, όχι τουρίστες, μεταξύ μας εμείς. Τώρα ο τουρίστας... οι τουρίστες είχαν ήδη, ξέρανε τότε από tattoo studio, ας πούμε και έτσι, στο εξωτερικό, γιατί εμείς δεν τα είχαμε ακόμη εδώ. Στο εξωτερικό υπήρχαν. Τώρα δεν θα εμπιστεύονταν να κάνουν σε έναν πιτσιρικά με βελόνια, με αυτοσχέδιο μηχανάκι και έτσι όπου να είναι.

Μ.Μ.:

Οι άνθρωποι τότε πώς αντιδρούσανε, το τατουάζ πώς το βλέπανε; Όχι οι φίλοι σου, που τους έκανες, άλλοι άνθρωποι.

Σ.Α.:

Εννοείται, όχι με καλό μάτι, όπως και η μάνα μου φυσικά έτσι και όλος ο κόσμος. Ήταν πολύ συγκρατημένα τα πράγματα τότε. Γιατί μετά, με την πάροδο του χρόνου, ας πούμε, όποιος έκανε tattoo, κάνανε πολύ λίγοι και σε σημεία που να μην είναι εμφανή, ας πούμε, να μην τα δει ο πατέρας, η μάνα και γίνει χαμός. Κάτω από το χέρι, πίσω στη μέση, στα πόδια χαμηλά, κάπου να μη φαίνεται. Εντάξει υπήρχε λίγο πρόβλημα τότε με τα tattoo, δεν ήταν και τόσο στη μόδα και ήταν λίγο δύσκολο οι γονείς να βλέπουν tattoo στο παιδί. Εγώ βασικά, ας πούμε, που είχα κάνει αυτό, είχα χτυπήσει στην μπάλα που παίζαμε ποδόσφαιρο εκεί στο χωριό, στο γήπεδο, είχα πάει στο νοσοκομείο για μερικές μέρες και μου είχε πει ένας γιατρός, ας πούμε: «Εσύ που έχεις το τατουάζ» και ήταν και η μάνα μου εκεί από πάνω, μου λέει: «Τι είσαι; Ναυτικός ή φυλακόβιος;». Εν τω μεταξύ εγώ ήμουνα 13 χρόνων τώρα και με ρώτησε, ας πούμε. Μου κακοφάνηκε που μου είπε αν είμαι φυλακόβιος ή ναυτικός και του απάντησα όχι με πολύ κομψό τρόπο, ας πούμε! Και εκεί έφαγα και λίγα χαστούκια από τη μάνα μου!

Μ.Μ.:

Τι σήμαινε τότε να έχεις πάνω σου ένα τατουάζ;

Σ.Α.:

Ότι είσαι ναυτικός ή φυλακόβιος! Είσαι από φυλακές ή ναυτικός; Ναυτικός… Το λέγανε με την κακή έννοια του ναυτικού. Όχι είσαι ναυτικός, είσαι... ναυτικός… Τους είχανε για παρείσακτους, ας πούμε, που φεύγανε και πήγαιναν, αλητεία, που βγαίνανε σε λιμάνια, ήταν… Δεν ήταν... Όταν σου λέγανε «είσαι ναυτικός» δεν ήταν όπως τώρα, ας πούμε, που σου λένε: «Εντάξει, είμαι ναυτικός», λες εντάξει, ένα επάγγελμα είναι. Τότε οι ναυτικοί ήτανε –σε εισαγωγικά, ας πούμε– η αλητεία. Ήταν ποτό, ξενύχτια, λιμάνια, γυναίκες… Δεν σ' το λέγανε κολακευτικά που είσαι ναυτικός, ας πούμε, σαν επάγγελμα. Γιατί το συγκρίνανε, ήτανε, το λέγανε κάτι παρεμφερές, ας πούμε, «είσαι ναυτικός ή φυλακόβιος». Το θεωρούσαν κάπως... κοντινά αυτά. Τι ναυτικός, τι φυλακόβιος, στην ίδια γκάμα.

Μ.Μ.:

Εσύ όμως δεν ένιωθες έτσι για το τατουάζ;

Σ.Α.:

Εννοείται όχι! Εγώ το χαιρόμουνα, μου άρεσε πάνω μου. Και για αυτό μέχρι τώρα, ας πούμε, που είμαι 53 χρόνων, έχω κάνει διάφορα πάνω μου και αυτό δεν το έχω καλύψει ποτέ. Να πω ότι θα κάνω ένα σχέδιο από πάνω, επειδή δεν είναι καλό, δεν έχει τέχνη πάνω του και έτσι να το καλύψω να μη φαίνεται. Αυτό υπάρχει εδώ και θα υπάρχει πάντα! Σαν πρώτο, ας πούμε, δεν υπάρχει περίπτωση να μην το έχω να το βλέπω.

Μ.Μ.:

Είσαι 11 χρονών και κάνεις το τατουάζ, οι φίλοι σου τι σου λένε;

Σ.Α.:

Τους άρεσε, θέλανε και αυτοί. Αλλά τους είχα κάνει λίγο αργότερα, ας πούμε, στα 13, 14 που θέλαν άλλος μία καρδούλα, αλλιώς κάτι άλλο, άλλος έναν κεραυνό μικρό και τα κάναμε λίγο αργότερα.

Μ.Μ.:

Επαγγελματικά πώς αποφάσισες να ασχοληθείς;

Σ.Α.:

Επαγγελματικά αποφάσισα να ασχοληθώ με την πάροδο των χρόνων. Είχα φτιάξει ερασιτεχνικά μηχανάκια, δούλευα λίγο στο στρατό, αν και απαγορευόταν στο στρατό, έφτιαχνα στο στρατό και έβγαζα κάποιο χαρτζιλίκι από κει. Εντάξει, τα κυνηγούσαν το tattoo γιατί απαγορευόταν πολύ στο στρατό. Το είχε ανακαλύψει τότε ένας λοχίας, ένας λοχίας όπου κάνω τατουάζ και μου είπε: «Θα το πω στον Διοικητή –ας πούμε– αν δεν μου κάνεις ένα τατουάζ μεγάλο στην πλάτη» και έτσι. «Κάνε μου το τατουάζ» μου λέει «για να μην το πω στο διοικητή». Όπου είχα ένα κουτάκι με τα σύνεργά μου, το μηχάνημα, αυτό το αυτοσχέδιο και έτσι. Και με πίεσε να το κάνω και δεν με άφησε για μέρες, γιατί παιδευόμουνα λίγο την ημέρα για να του το κάνω, ήθελε ένα μεγάλο στην πλάτη. Εντάξει δεν ήμουνα και ο τεχνίτης τότε, αν και το κατάφερα πάρα πολύ καλά. Και μετά μου είπε, όταν του το τελείωσα και ήταν ευχαριστημένος, μου είπε: «Θα μου δώσεις τα μηχανήματα, θα μου τα πουλήσεις, για να κάνω και εγώ να βγάλω λεφτά εδώ στους νέους που θα έρχονται». Λέω: «Δεν τα πουλάω». Μου λέει: «Θα το πω στον διοικητή να στα πάρει!». «Ωραία» λέω «σου τα πουλάω». Και του τα πούλησα, τότε θυμάμαι δέκα χιλιάρικα, το '87. Δέκα χιλιάρικα και, λίγο πριν μπούμε στο λεωφορείο, είπα στο διοικητή: «Ο λοχίας έχει τα μηχανήματα που κάνουν τατουάζ, γιατί θέλει να κάνει στους νέους που θα έρθουνε». Και μπήκα στο λεωφορείο μέσα. Και φυσικά του τα πήρε ο Διοικητής. Ήταν από κάτω από το λεωφορείο από το παράθυρο και με έβριζε! Λέω: «Δεν πειράζει, εσύ ήθελες έτσι. Δεν θα μου πάρεις την τέχνη. Δεν γίνονται αυτά».

Μ.Μ.:

Το πρώτο σου μαγαζί πώς το έφτιαξες;

Σ.Α.:

Έκανα παρέα με ένα παιδί από τους Κανακάδες όπου του άρεσαν και αυτού τα τατουάζ. Και συμφωνήσαμε, λέμε: «Δεν πάμε να κάνουμε ένα μαγαζάκι έτσι να έχουμε να ασχολούμαστε, να κάνουμε κανένα tattoo;» και έτσι. Και του είχα δώσει χρήματα, γιατί αυτός δεν είχε, και είχε πάει στη Γερμανία που έμενε και ο αδερφός του, έμενε στον αδερφό του, πήρε κάποια μηχανήματα και χρώματα, τα έφερε και ξεκινήσαμε και δουλεύαμε τα επαγγελματικά μηχανήματα, αυτά που υπήρχαν τότε, γιατί μόνο αυτά υπήρχαν. Και σιγά σιγά τα μάθαμε και κάναμε κάνα τατουαζάκι. Γιατί τότε, όταν το είχαμε κάνει μαζί, έκανες ένα τατουαζάκι μικρό το μήνα, δύο. Ήταν πολύ συγκρατημένα τα πράγματα. Και, όπως σου είπα, σε σημεία που δεν φαίνονται. Να μην είναι εμφανή τα τατουάζ. Και μετά το προχωρήσαμε, το προχώρησα εγώ, μετά είχε φύγει αυτός, είχαμε κλείσει το μαγαζί. Μετά έκανα... είχα εγώ ένα χώρο εκεί στο χωριό, είχα πάρει δικά μου μηχανήματα μετά κι άλλα πιο εξελιγμένα. Και μετά πήγαινα Ιταλία που έπαιρνα τα μηχανήματα και γινόνταν κάποια σεμινάρια από μία αμερικανική εταιρεία την Spiding, όπου πουλούσε και υλικά για τατουάζ και μηχανήματα και τέτοια. Παρακολουθούσα σεμινάρια και εξελίχθηκα βάση αυτού. Βέβαια, εξελίσσεσαι κάθε μέρα, τατουάζ δεν μαθαίνεις ποτέ! Κάθε τατουάζ είναι μία καινούργια ιστορία, ας πούμε, μία... κάτι. Δεν μπορείς να πεις: «Ξέρω τατουάζ». Δεν ξέρεις ποτέ, κάθε μέρα μαθαίνεις. Κάθε τατουάζ έχει τη δική του δουλειά, τη δική του ξεχωριστή δουλειά και εξελίσσεται συνεχώς.

Μ.Μ.:

Τα σχέδιά σου με τα χρόνια πώς έχουνε αλλάξει;

Σ.Α.:

Δεν αλλάζουν με τα χρόνια, αλλάζουν με το εξάμηνο, με τους μήνες, μπορώ να σου πω. Δηλαδή, αν κάνω τώρα ένα τατουάζ, του χρόνου δεν θα είμαι ευχαριστημένος που θα το δω. Τώρα που βλέπω ένα τατουάζ που έχω κάνει πέρυσι, δεν είμαι ευχαριστημένος, πάντα διαπιστώνω που κάτι λείπει. Κάτι λείπει, γιατί εξελίσσεσαι στη δουλειά και όταν βλέπεις κάποια τατουάζ από πέρυσι, πρόπερσι, πριν 3, 4, 5 χρόνια, εννοείται και από μακριά να το δεις, αντιλαμβάνεσαι αμέσως όπου λείπει κάτι, κάποιο στοιχείο, κάτι λείπει κάτι θέλει.

Μ.Μ.:

Εκείνο το πρώτο μαγαζί-

Σ.Α.:

Ναι-

Μ.Μ.:

Πότε ήταν περίπου;

Σ.Α.:

Ήταν περίπου το '92; '93;

Μ.Μ.:

Στην Κέρκυρα τότε τι γινόταν με τα τατουάζ;

Σ.Α.:

Τίποτα! Δεν υπήρχε. Εντάξει, ήταν λίγο γνώριμο, γιατί είχαμε τον τουρισμό, είχαμε τον τουρισμό και τα βλέπαν σε ξένους, που [00:20:00]αυτοί κάναν πάντα, οι Άγγλοι ήταν γεμάτοι, ας πούμε. Κι ήμαστε λίγο εξοικειωμένοι, αλλά από σχολεία που ερχόνταν τότε από απέναντι, από ήπειρο και έτσι, ήταν κάτι πρωτόγνωρο για αυτούς, όπου κάποια παιδιά ζηλεύανε να το κάνουν και το κάνανε σε κάποιο σημείο να μη φαίνεται καθόλου. Γιατί, λέει, αν το δουν στο χωριό, θα γίνει χαμός! Αν το δούνε όχι μόνο οι γονείς του, αν το δούνε και οι χωριανοί και έτσι. «Δεν υπάρχει περίπτωση» λέει «θα με ξεφτιλίσουνε τελείως».

Μ.Μ.:

Άρα ερχόντουσαν εδώ με τις διακοπές τους, με το σχολείο;

Σ.Α.:

Διακοπές… Οι σχολικές εκδρομές που γινόνταν τότε και κάναν κανένα μικρό, καμία καρδούλα, κανένα τριανταφυλλάκι, κάνα... κάτι... κάποιο ζώδιο, ας πούμε, κάτι τέτοιο. Που, ξέρεις, ήταν το άκουσμα γνωστό και έτσι και, αφού είδανε tattoo μπροστά, σου λέει, ένα μαγαζί με tattoo: «Θα κάνουμε έτσι ένα στα κρυφά!».

Μ.Μ.:

Εκείνα τα πρώτα χρόνια ποιες ήταν οι δυσκολίες που είχες να αντιμετωπίσεις;

Σ.Α.:

Καμία! Εννοείς δυσκολίες πάνω σε τι;

Μ.Μ.:

Ασχολούμενος με το τατουάζ, σαν επάγγελμα, ποιες ήταν οι δυσκολίες του; Στην καθημερινότητά σου, ας πούμε.

Σ.Α.:

Η μόνη δυσκολία που αντιμετώπισα ήταν όταν ήθελα να πάω στην Ιταλία να πάρω κάποια μηχανάκια και είχα τρακάρει στο δρόμο. Είχα τρακάρει με το αμάξι με ένα φορτηγό. Και είχα μπροστά στο ταμπλό όλα τα χρήματα τότε που είχα αλλάξει από ελληνικά σε λιρέτες ιταλικές. Και οι λιρέτες οι ιταλικές ήταν πακέτα, ήταν, φαινόντουσαν πολύ χρήμα. Και τράκαρα με το φορτηγό και γέμισε ο δρόμος χρήματα. Και πέτυχε ένας ξάδερφός μου εκεί και καθόμαστε και μαζεύαμε τα χρήματα από το δρόμο, ενώ είχαμε και τραυματίες, είχαμε και τέτοια. Ένα παιδί είχε πάει με ντακότα στην Αθήνα, ένας χωριανός, ο ξάδερφός μου ο Μάριος, είχε χτυπήσει και αυτούς λίγο. Είχα χτυπήσει και εγώ βέβαια λίγο και έφυγα από το νοσοκομείο, είχα φύγει από το νοσοκομείο και πήρα τα λεφτά και έφυγα να πάω στην Ιταλία την άλλη μέρα με το καράβι! Ήμουνα εκεί, εκεί! Ήτανε... πώς είναι το άλογο που του έχεις κλείσει τα μάτια και βλέπει μόνο μπροστά; Με αυτό το θέμα, το τατουάζ και έτσι ήμουνα εκεί!

Μ.Μ.:

Αφοσιωμένος!

Σ.Α.:

Αφοσιωμένος, ναι! Δεν κοιτούσα γύρω, δεν έβλεπα δυσκολία, δεν έβλεπα τίποτα πάνω στο να κάνω αυτό. Δεν έβλεπα τίποτα άλλο.

Μ.Μ.:

Τι σχέδια είχες τότε; Έλεγες θα κάνω αυτό και τι άλλο; Εννοώ-

Σ.Α.:

Σχέδια;

Μ.Μ.:

Σχέδια για τη δουλειά εννοώ.

Σ.Α.:

Ζωγράφιζα και εγώ και είχα δει, είχα και ένα προσπέκτ, ας πούμε, είχα ένα προσπέκτ όπου είχε διαφημιστικά, είχε διαφημιστικά σχέδια για να παραγγείλεις από κάποια εταιρεία. Και εμείς αυτά τότε τα... εγώ τα είχα κόψει σε τετραγωνάκια και τα είχα κάνει φωτοτυπίες σε μεγέθυνση για να τα έχω, για να τα έχω. Ενώ τότε δεν υπήρχαν ούτε φωτοτυπικά τότε, θυμάμαι, βασικά όπου υπήρχε ένα φωτοτυπικό έγχρωμο, είχαν πρωτοφέρει κάπου στην πλατεία, ένα μικρό βιβλιοπωλείο, που εντάξει, και το πληρώναμε χρυσό, ας πούμε, μία έγχρωμη φωτοτυπία! Ή αργότερα, ας πούμε, όταν ήθελα να κάνω κάποιο σχέδιο, να το μετατρέψω σε πιο μικρό, πιο μεγάλο. Κάθε φορά που ήθελε κάποιος πιο μικρό, έπαιρνα το χαρτί, πήγαινα στο Σαρόκο στο φωτοτυπικό, μου το έκανε λίγο πιο μεγάλο. Μετά μου έλεγε: «Πιο μικρό». Ξανάπαιρνα το χαρτί, ξαναπήγαινα στο Σαρόκο. «Το θέλω λίγο πιο μικρό». Και γινόταν αυτή η διαδικασία. Τότε δεν υπήρχαν ακόμη υπολογιστές και τα αυτά. Μέχρι που κάποια στιγμή είχε έρθει ένας ξάδερφός μου που είχε σπουδάσει στην Αγγλία υπολογιστές και έτσι και φτιάξαμε τον πρώτο υπολογιστή μου, για να μπορώ να τα κάνω εγώ αυτή τη διαδικασία. Και έκατσα, στρώθηκα, έμαθα – αφού έσπασα κάνα δύο υπολογιστές! Γιατί κολλούσαν τότε, ξέρεις, φαντάσου Pentium 1. Πατούσες το πλήκτρο τώρα και... ναι, το απόγευμα, να 'μαστε καλά, είχες κάνει τη δουλειά σου! Ναι, και μετά εξελίχθηκε και άρχισα και έμαθα και προγράμματα, έμαθα και το Photoshop και το αυτό και έκανα τη δουλειά μου τώρα... Και έπεσα και λίγο στην επεξεργασία εικόνων και έτσι και εκεί ασχολήθηκα καλά. Δηλαδή είχα αποτέλεσμα, ας πούμε. Δηλαδή, αν ήθελε κάποιος αλλαγές και έτσι, μου ήταν εύκολο να κάνω αλλαγές. Πιο μεγάλο σχέδιο, πιο μικρό, να αφαιρέσω αυτό, να προσθέσω κάτι άλλο. Ήταν διαδικασία που μου είχε ευκολύνει πολύ στη δουλειά μου.

Μ.Μ.:

Είπες πριν ότι ήσουνα, έτσι, πολύ αφοσιωμένος και παθιασμένος με το τατουάζ.

Σ.Α.:

Ναι.

Μ.Μ.:

Πώς έβλεπες τον εαυτό σου να εξελίσσεται; Δηλαδή τι σχεδίαζες ότι θα γίνει για σένα μέσα σε αυτή τη δουλειά; Πώς το 'βλεπες;

Σ.Α.:

Εγώ περίμενα το επόμενο τατουάζ πότε θα το κάνω για να το κάνω καλύτερο! Δηλαδή περιμένεις με αγωνία το επόμενο tattoo. Τι σχέδιο θα είναι για να κοιτάξεις να το δουλέψεις όσο πιο καλά γίνεται, να το δουλέψεις όπως το φαντάστηκες που πρέπει να γίνει. Μετά, που ήταν και το ίντερνετ και έτσι, βλέπαμε και φωτογραφίες από άλλα tattoo studio, ας πούμε, στο εξωτερικό, από δω και από κει και ψαχνόσουνα. Λες: «Πώς το κάνει αυτό; Αυτή τη σκιούλα πώς την κάνει; Αυτό το χρώμα πώς το κάνει; Πώς βάζει το ένα χρώμα μέσα στο άλλο;». Και ψαχνόσουνα μετά, εντάξει ήταν λίγο δύσκολη διαδικασία, γιατί μετά και με τα επαγγελματικά μηχανήματα, οι ρυθμίσεις ήταν πολλές, έπρεπε να προσέχεις. Να μην σκάβεις το δέρμα, να μην το τραυματίσεις, να... Υπήρχε κάποια διαδικασία μέχρι να κάνεις. Εντάξει, δεν ήταν μόνο αυτό που έβλεπες, «θα το κάνω έτσι», ήταν και η πριν διαδικασία, ας πούμε. Ναι, πώς θα το κάνω έτσι; Αλλά να μην πονέσει, να μην καταστρέψω το δέρμα, να μην το σκάψω. Που υπήρχε μία διαδικασία πριν ακόμη κάνεις το tattoo, να το ξεκινήσεις ήταν η διαδικασία στο να ρυθμίσεις το μηχάνημα, να ξέρεις να το ρυθμίσεις, να ελέγξεις τα βελόνια σου, να μην είναι στραβωμένα, να είναι ευθυγραμμισμένα, να είναι... να 'ναι όλα κομπλέ. Θέμα καθαριότητας, καινούργια βελόνια κάθε φορά, ας πούμε. Η μόνη δυσκολία τότε ήταν που δεν υπήρχαν τα βελόνια, οι μπάρες που είναι τώρα. Τότε είχαμε φακελάκια βελόνια που μου έστελνε από Γερμανία ένας φίλος μου, που έπρεπε να καθίσεις να κολλήσεις εσύ την κάθε διάταξη από βελόνια. Τέσσερα βελόνια μαζί, τα κολλούσες εσύ με το καλάι και με... προσεκτικά και με μία βασούλα και έτσι. Ήθελες, τα έξι flat, ας πούμε, ή τα... η διάταξη 12, 13 που είναι για σκιά, τα Raul Shader, όλα αυτά γίνονται με το χέρι, κολλούσαμε τα βελόνια μεταξύ μας. Αυτό ήταν δύσκολη διαδικασία. Μετά εξελίχθηκε, ας πούμε, που βγάλανε αποστειρωμένα βελόνια, σε πακέτα, έτοιμο, κολλημένα στην μπάρα τους και έτσι και αυτό ήταν το πιο, το πολύ εύκολο ακόμη. Μέχρι που εξελίχθηκε τώρα και υπάρχουν αυτά τα Κάντνιτς, ας πούμε, που το κουμπώνεις στο μηχάνημα, δούλεψες, το πέταξες και δεν υπάρχει αυτή η διαδικασία, το να κολλάω βελόνια, ελέγχου, κοιτάω και… Βάζεις τα βελόνια σου, εντάξει. Μία, μία προσοχή έναν έλεγχο, μήπως είναι στραβωμένες οι μύτες. Γιατί όσο να 'ναι, και εργοστασιακά που είναι, μία μυτούλα μπορεί να έχει στραβώσει. Και να κάνει ζημιά και εσύ να νομίζεις, ας πούμε, που, εντάξει, γιατί μου έκανε ζημιά, αφού είναι εργοστασιακό, τώρα το άνοιξα. Όπου και εκεί μπορεί να υπάρχει κάποιο πρόβλημα, αν δεν το ελέγξεις. Πρέπει να το δεις, να το βρεις.

Μ.Μ.:

Πώς φτιάχνεται ένα τατουάζ; Για περιέγραψε μου τη διαδικασία από την αρχή αρχή.

Σ.Α.:

Από την αρχή αρχή. Τώρα φυσικά δεν είναι η εποχή… έχουν αλλάξει οι εποχές. Πρώτα είχες επαφή με τον κόσμο, ερχόταν στο μαγαζί, έψαχνε σχέδιο, του έδειχνες εσύ τα σχέδια που είχες. Γιατί δεν είχε ο καθένας την ευκαιρία να έχει ίντερνετ, να μπει, να ψάχνει. Δεν είχε εξελιχτεί τόσο πολύ. Κάτι που δεν υπάρχει τώρα, δεν έχεις αυτή την επαφή με τον κόσμο, να του εξηγήσεις, να βρείτε σχέδιο, να το αλλάξει και έτσι. Τώρα κάθεται ο καθένας, ψάχνει στο ίντερνετ, βρίσκει ένα σχεδιάκι που του αρέσει και αυτό είναι πρόβλημα φυσικά, γιατί βρίσκουν όλοι σχεδόν τα ίδια, όταν μπαίνουν σε οτιδήποτε, ας πούμε. Και πολλές φορές τυχαίνει να κάνεις το ίδιο τατουάζ σε 10 άτομα! Γιατί το έχουν βρει και οι 10. Λογικό είναι, αν μπαίνει ας πούμε κάποιος σε καρδιογράφημα, που είναι στη μόδα, τα ίδια καρδιογραφήματα θα βρει και ο άλλος που θα μπει και θα έχουν όλοι το ίδιο. Δηλαδή τώρα πλέον δεν υπάρχει φαντασία, δεν... Πολύ σπάνια να καθίσει κάποιος να φανταστεί ένα σχέδιο: «Το θέλω έτσι». Θα μπει στο internet: «Βρήκα αυτό». Μπορεί να του αλλάξει λίγο κάποιο στοιχείο, κάτι άλλο, αλλά βασικά κάνουν όλοι σχεδόν τα ίδια, γιατί βρίσκουν όλοι τα ίδια σχέδια στο internet. Αυτά κυκλοφορούν αυτά βρίσκουν.

Μ.Μ.:

Και όταν βρεθεί ένα σχέδιο τι γίνεται;

Σ.Α.:

Καλά! Τι γίνεται… Διαλέγει κάποιος το σχέδιο ή μου το στέλνει, εγώ το εκτυπώνω, περνάει από δω, βλέπουμε το μέγεθος, γιατί κάθε σημείο στο σώμα έχει, προφανώς, θέλει και διαφορετικό μέγεθος για να φανεί σωστό το τατουάζ. Δηλαδή, αν κάνει κάποιος στην πλάτη ή κάτω από το σβέρκο, που είναι μεγάλη επιφάνεια η πλάτη, πρέπει να γίνει λιγάκι πιο μεγάλο, για να μη χάνεται, να φαίνεται καθαρό. Αλλά άμα είναι σε καρπό ή σε πιο στενό σημείο του σώματος, εντάξει, το κάνουμε πιο μικρό, αλλά όχι με τόσο λεπτομέρεια όπως θα γίνει στην πλάτη. Αφαιρούμε κάποια λεπτομέρεια για να μην μπερδευτεί, να μη γίνει μία μουντζούρα. Δηλαδή όσο πιο μικρό γίνεται, τόσο πιο απλό πρέπει να είναι το tattoo, να μην είναι φορτωμένο πολύ. [00:30:00] Το εκτυπώνω, το περνάω σε ένα μηχάνημα –αυτό που βλέπεις– είναι ένα φωτοτυπικό που χτυπάει θερμικά σε ένα καρμπόν το σχέδιο. Κι εκεί το αποτυπώνουμε πάνω στο δέρμα, με μία ειδική αλοιφή που αφήνει τη στάμπα επάνω στο δέρμα, το αφήνουμε 5 λεπτάκια, στεγνώνει και το δουλεύουμε ακριβώς όπως το έχουμε τυπώσει. Δουλεύουμε, βασικά δουλεύουμε το περίγραμμα, το περίγραμμα. Μέσα, η εσωτερική δουλειά, οι σκιές ή το πως θα το τονίσεις είναι καθαρά έμπνευση δικιά σου. Δηλαδή η προσωπική σου δουλειά, αυτό το... η προσωπική σου φαντασία. Πρέπει να το δουλέψεις έτσι. Ο καθένας που κάνει αυτή τη δουλειά μπορεί να το δουλέψει αλλιώς, διαφορετικά, αλλιώς, να το δουλέψει αλλιώς, κάποια σκιά, κάποιο… Το μέσα βάψιμο βασικά είναι θέμα δικό σου, προσωπική δουλειά: «Θα το κάνω έτσι». Και εσύ προσπαθείς πάντα να φανεί όσο πιο καλύτερο γίνεται, οσο... Δηλαδή το δουλεύεις, δηλαδή πριν το δουλέψεις πάνω στο δέρμα, ας πούμε, το τατουάζ, το δουλεύεις στο μυαλό σου πρώτα. Και εκεί σου το κάνει πιο εύκολο. Δηλαδή εγώ, αν έχω κάποιο σχέδιο σε ένα χαρτί, το δουλεύω στο μυαλό μου, πώς πρέπει να δουλευτεί και έτσι και από τη στιγμή που θα τυπωθεί στο δέρμα το έχω ήδη έτοιμο. Και απλά το εκτελώ εκεί.

Μ.Μ.:

Το μηχάνημα πώς δουλεύει;

Σ.Α.:

Το μηχάνημα δουλεύει με τροφοδοτικό. Τα Coil, τα μηχανήματα που είχαμε, ας πούμε, δουλεύανε με ελατηριάκια, με τέτοια, που έπρεπε να ρυθμίσεις την απόσταση, να μη βγαίνει πολύ το βελόνι, να μην τραυματίσεις το δέρμα. Με κάποια volt συγκεκριμένα, που θέλει γραμμή-γραμμή, θέλει κάποια άλλα volt, λίγο πιο δυνατό το μηχάνημα, λίγο πιο πολύστροφο για να κάνει τη γραμμή. Η σκιά ή το χρώμα μετά θέλει πιο απαλό χτύπημα, για να κάνεις... Αλλά τώρα υπάρχουν, έχουν βγει τα Rotary τα μηχανήματα, όπου και αυτά θέλουν, εντάξει, ειδικό δούλεμα, αλλιώς η γραμμή, αλλιώς η σκιά και έτσι, άλλα είναι πιο ευκολία στα βελόνια, είναι πιο αθόρυβα. Γιατί, μη φανταστείς, και ο θόρυβος, τότε που κάναν αυτά τα μηχανάκια τα Coil, τα Coil είναι ηλεκτρομαγνήτες. Θύμιζαν λίγο, οι περισσότεροι λέγαν που θυμίζουν οδοντιατρείο, τον τροχό για τα δόντια. Δηλαδή σχεδόν ίδιο θόρυβο έκανε. Και, ξέρεις, πιο πολύ σε τρόμαζε ο θόρυβος παρά ο πόνος από το τατουάζ. Αρχικά τρόμαζες με το θόρυβο και μετά, αφού... σου θύμιζε, όπως λέγαν πολλοί: «Μου θυμίζει τροχό από οδοντιατρείο». Μετά, αφού ξεκινάς με φόβο, μετά συνεχίζεις με φόβο, νομίζεις που πονάς. Ενώ τώρα δεν συμβαίνει αυτό, ξεκινάς το τατουάζ και σου λέει: «Αυτό είναι πολύ απαλό, δεν ακούγεται». Δεν ακούς τίποτα, δεν έχει κάτι να σε τρομάξει, είναι μόνο η αίσθηση που κάνεις το τατουάζ. Όπου εντάξει, υπάρχει λιγάκι πόνος, αλλά είναι εντελώς υποφερτός, δεν τρέχει κάτι. Δηλαδή στην αρχή είναι ένα τσιμπηματάκι και μετά το συνηθίζεις και απλά το κοιτάς που γίνεται.

Μ.Μ.:

Και όταν τελειώσει η διαδικασία τι κάνεις;

Σ.Α.:

Όταν τελειώσει η διαδικασία, του βάζουμε λιγάκι βαζελίνη, όπου λειτουργεί η βαζελίνη κάτι σαν αιμοστατικό, είναι στεγανό και κλείνει αμέσως το δέρμα. Ούτως ή άλλως το δέρμα δεν τραυματίζεται, κλείνει αμέσως, γιατί τα βελόνια που χρησιμοποιούνται δεν είναι μεταλλικά, δεν είναι καρφίτσες του εμπορίου, σιδερένια και τέτοια, είναι από χειρουργικό ατσάλι κομμένο με λέιζερ και είναι τόσο λεπτά όπου δεν καταστρέφουν το δέρμα. Δηλαδή όταν μπαίνει μέσα στο δέρμα και βγαίνει, το δέρμα αυτόματα κλείνει. Εκτός κι αν έχει κάποια πιο πολλή διαδικασία, σκιά ή βάψιμο και έτσι, που μπορεί να βγάλει λίγο αιματάκι, ελάχιστο, μην φανταστείς να τρέχει αίμα, που το σκουπίζεις και είναι εντάξει. Και μετά, αφού τελειώσει το καλύπτουμε με μία ζελατίνη για μία ώρα, μέχρι να κλείσει εντελώς το δέρμα, και μετά βγάζουμε τη βαζελίνη, το πλένουμε με νερό και σαπουνάκι, το στεγνώνουμε και του ξεκινάς τη διαδικασία με την Bepanthol. Που είναι επουλωτική, διαδικασία επούλωσης, μέχρι να φύγει το κουκουδάκι. Πρέπει να το προσέχεις μερικές μέρες, μπάνιο από θάλασσα ή πισίνα, γιατί η θάλασσα το ανοίγει. Είδες που, όταν έχεις μία γρατζουνιά, ας πούμε, και κάνεις μπάνιο, την ανοίγει, την καθαρίζει, έτσι συμβαίνει και με το τατουάζ. Οπότε αποφεύγεις θάλασσα ή πισίνα για τέσσερις, πέντε, έξι μέρες, ανάλογα, και μετά είναι έτοιμο. Και μετά, με γεια!

Μ.Μ.:

Σου έχει τύχει κάποιος που να μην αντέχει τον πόνο;

Σ.Α.:

Ναι, αρκετοί! Συνήθως άντρες. Οι γυναίκες δεν έχουνε σχεδόν καθόλου πρόβλημα. Δηλαδή έχει τύχει να κάνω το ίδιο τατουάζ σε ζευγάρι και το έκανε η γυναίκα, και η κοπέλα, ας πούμε, και μου έλεγε: «Γαργαλιέμαι». Και ο άντρας λιποθύμησε. Συμβαίνουν και αυτά φυσικά, ξέρουμε τη διαδικασία τι να κάνουμε, πώς να ξαπλώσει, πώς αυτό, μέχρι να συνέλθει. Εντάξει, δύσκολο, το παθαίνει δεύτερη φορά στη διαδικασία του τατουάζ, αλλά κατά 99,9% λιποθυμάνε μόνο άντρες. Οι γυναίκες το κάνουνε άνετα! Ναι, είναι πολύ πιο δυνατές, εννοείται, και το μόνο που… Εδώ, φαντάσου, είναι γυναίκες, ας πούμε, που μου έχει πει: «Όταν έχω περίοδο με πονάει πιο πολύ». Ή: «Με γαργαλάει, δεν...». Λέω: «Είσαι εντάξει;». «Ναι» μου λέει «με γαργαλάει». Κάτι που δε συμβαίνει στους άντρες. Ο άντρας θα σφιχτεί λίγο, θα γκρινιάξει, θα θέλει, μπορεί να θέλει να ξεκινήσει ένα τατουάζ πρώτη, δεύτερη, τρίτη γραμμή, ας πούμε, και να θέλει ένα διαλειμματάκι, για να μπορέσει να… Ναι, στους άντρες είναι πιο δύσκολο. Για να σε κάνω να καταλάβεις, τους άντρες ξεκινάω επιφυλακτικά. Αγγίζω λιγάκι, κάνω μια γραμμούλα σιγά, σε γυναίκες ξεκινάω κανονικά! Γιατί ξέρω, δεν θα μου κουνηθεί, δεν θα κάνει τίποτα, αντίδραση καμία.

Μ.Μ.:

Έχει τύχει να μείνει το τατουάζ στη μέση, να μην τελειώσει ποτέ λόγω του πόνου;

Σ.Α.:

Εντάξει, σε μεγάλα τατουάζ έχει τύχει, ας πούμε, που έχουν κάνει σε περίεργα σημεία, σε πλευρά, κάτι δράκους μεγάλους και έτσι. Εκεί πονάει λίγο, είναι λίγο πιο επίπονο. Και το έχουν αφήσει για κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά μετά σιγά σιγά το τελειώνουν, κομμάτι κομμάτι, και τελειώνει κάποια στιγμή.

Μ.Μ.:

Οπότε εκείνος που λιποθύμησε τι έγινε μετά;

Σ.Α.:

Εκείνος που λιποθύμησε ξαπλώνει, τα πόδια λίγο ψηλά, κουνάει τα δάχτυλα από τα πόδια, τρίβει καρπούς, πίνει λίγο νεράκι, πέντε-δέκα λεπτάκια, συνέρχεται και μετά συνεχίζουμε. Μετά δεν τρέχει τίποτα. Είναι πολύ σπάνιο να συμβεί δεύτερη φορά. Εντάξει, φυσικά, πρέπει να... αν είναι πρωί ή έτσι, επηρεάζει το να είσαι κουρασμένος, να μην έχεις κοιμηθεί καλά, να είσαι από ξενύχτι, να είσαι από ποτό. Επηρεάζει αν παίρνεις κάποια αντιβίωση, όλα αυτά επηρεάζουν το τατουάζ. Ειδικά αν είναι κάποιος κουρασμένος και είναι από κούραση ή νηστικός και έτσι, υπάρχει, υπάρχουν πολλές πιθανότητες να λιποθυμήσει.

Μ.Μ.:

Μου έλεγες πριν ότι υπάρχουν διαφορές στα δέρματα.

Σ.Α.:

Ναι.

Μ.Μ.:

Για ξαναπές μου το λίγο.

Σ.Α.:

Διαφορά στο δέρμα. Διαφορά στο δέρμα υπάρχει στο ότι άλλο δέρμα έχει ένας που έχει άσπρο δέρμα, άλλο δέρμα ένα μελαχρινό δέρμα. Το άσπρο, φαίνεται φυσικά ποιο έντονο το τατουάζ, επειδή είναι άσπρο, φαντάσου σε άσπρο φόντο. Και ένα μελαχρινό, ένα μελαχρινό, ας πούμε, δεν θα φανεί τόσο καθαρά όπως σε ένα άσπρο δέρμα, φαίνεται σε ένα πιο σκούρο φόντο. Και το μελαχρινό δέρμα είναι πιο σκληρό στο να τρυπηθεί, οπότε μπορεί και το μηχάνημα να το βάζω να λειτουργεί, ας πούμε, λίγο πιο δυνατά από ό,τι σε ένα άσπρο δέρμα. Το άσπρο δέρμα θα το αγγίξεις και θα γράψει αμέσως, ενώ το μελαχρινό θέλει λίγο πιο έντονο χτύπημα, λίγο πιο… Εντάξει, και φυσικά δεν θα φανεί το τατουάζ τόσο καθαρό όπως σε ένα άσπρο δέρμα και η λεπτομέρεια και έτσι. Σε μελαχρινό, σε ακόμα πιο μελαχρινό χάνουμε ακόμα πιο πολύ.

Μ.Μ.:

Και οι αλλαγές με τα χρόνια στο δέρμα;

Σ.Α.:

Οι αλλαγές με τα χρόνια πρέπει να προσέχουμε τις πολύ κοντινές γραμμές και το πολύ πνιγμένο σχέδιο, να μην το φορτώσεις. Γιατί με τα χρόνια μπορεί να σου γίνει μία μουτζούρα! Οπότε κοιτάς το tattoo σου να 'ναι καθαρό και μακρινές οι γραμμές του. Οι γραμμές να μην είναι πάρα πολύ κοντινές. Δηλαδή να μην έχει πολλαπλά σημεία από βάψιμο μέσα και να είναι δυσδιάκριτο, γιατί αυτό, λογικό είναι, μετά από 5, 10, 15 χρόνια που αλλάζει το δέρμα θα γίνει μία μουτζούρα. Οπότε φροντίζεις από όταν το κάνεις και κοιτάς και φαντάζεσαι μετά από 10 και 15 χρόνια πώς θα μείνει και τι θα γίνει. Αν αλλάξουνε οι γραμμές, αν σμίξουνε γραμμές, αν η σκιά που έκανες θα γίνει μουτζούρα ή θα παραμείνει σκιά. Οπότε αυτό το κοιτάς όταν το κάνεις.

Μ.Μ.:

Με τα χρόνια πόσο έχουν αλλάξει οι πελάτες; Το είδος του κόσμου που έρχεται;

Σ.Α.:

Έχουν αλλάξει πολύ! Ενώ πρώτα κάναν μόνο νέοι, παλιά, ας πούμε, όταν είχαμε ξεκινήσει κάνανε μόνο νέα παιδιά, οι νέοι. Μετά λίγο πιο μεγάλοι, ας πούμε, ηλικίες 28-30, με το πέρασμα του χρόνου από 35 και 40 και τώρα κάνει ο οποιοσδήποτε! Έχω κάνει σε πελάτη, ας πούμε, που ξεκίνησε το πρώτο του τατουάζ [00:40:00]74 χρόνων! Έκανε το πρώτο του τατουάζ. Και μου είχε πει: «Τους βλέπω μία ζωή στην πλατεία» – γιατί αυτός, το επάγγελμά του ήταν καροτσέρης, με άλογο, είχε άμαξα– μου λέει «και κουβαλάω ξένους και βλέπω τα χέρια τους, τα πόδια τους και έτσι και ζηλεύω! Και ζηλεύω! Και λέω μία ζωή θα κάνω και εγώ, θα κάνω και εγώ! Και ήρθα να κάνω το πρώτο». Και του έκανα το πρώτο τατουάζ 74 χρόνων. Φυσικά το δέρμα του ήταν, ξέρεις, πολύ ευαίσθητο, ήταν δηλαδή ήταν σαν ναϋλάκι πάνω. Το πρόσεξα πάρα πολύ, μελάνιασε σε κάποια σημεία. Ούτως ή άλλως του το χτυπούσα πολύ ελαφριά, ξέρεις, να μην το τραυματίσω πολύ. Και περίμενα, του είχα πει όταν στρώσει, όταν φτιάξει, να περάσει από δω να το δω. Γιατί είχα την απορία, ρε παιδί μου, δεν είχα ξανακάνει σε τέτοια ηλικία τατουάζ και είχα την απορία να δω πώς θα καθίσει. Είχε περάσει μετά από κάνα δυο βδομάδες από εδώ και έμεινα πολύ ευχαριστημένος όπως του είχε κάτσει. Και αυτός ακόμα πιο πολύ, αφού μου είπε που η γυναίκα του του το πιάνει και το φιλάει από τη χαρά της! Και είχε κάνει μετά, του είχα κάνει έναν πάνθηρα, θυμάμαι, και μετά είχε έρθει και είχε κάνει άλλα τέσσερα. Μέχρι που είχα μάθει μετά, που είχε πεθάνει μετά από πέντε, έξι χρόνια. Είχε έρθει ο γιος του να κάνει ένα τατουάζ, γιατί είχα κάνει και στο γιο του ένα τατουάζ και μου είπε που πέθανε. Αλλά μου λέει: «Ήτανε όλη μέρα» μου λέει «ο παππούς» μου λέει «ήταν όλη μέρα και τα κοίταγε στον καθρέφτη! Μαζί με τη μάνα μου» λέει «μαζί με τη μαμά μου και τα καμαρώνανε μαζί». Δηλαδή μου λέει: «Είναι εικόνα που θα τη θυμάμαι πάντα!». Ήτανε, πήγαινε πάντα μπροστά στον καθρέφτη και κοίταζε τα χέρια του που είχε τα τατουάζ. Φαντάσου πόσο μεράκι το είχε μία ζωή να το κάνει! Και είχα χαρεί πολύ, γιατί μου είχε πει: «Όταν πεθάνω θέλω να πεθάνω με τατουάζ! Θέλω να πεθάνω με τατουάζ». Και αλλιώς να σου το λέω τώρα με λόγια, αλλιώς να τον έβλεπες τι χαρά είχε που είχε το τατουάζ! Τώρα δεν μπορώ να σου το περιγράψω, δεν περιγράφεται με λόγια αυτό, αλλά, ξέρεις, νιώθεις και εσύ κάπως, γιατί λες: «Έκανα κάτι όπου, κοίταξε εκεί, θέλει να πεθάνει με αυτό που του έκανα». Και είναι βασικό. Γιατί, ξέρεις, κάθε τατουάζ… Εγώ όταν κάνω κάποια τατουάζ, σου κάνω εσένα, παραδείγματος χάρη, δεν είναι δικό σου, εγώ το θεωρώ και δικό μου! Εγώ θα σε μαλώσω αν δεν το προσέχεις. Θα τσαντιστώ, θα σου την πω. Εάν έρθεις για τατουάζ μπορεί να μη σου κάνω, εάν το πρώτο δεν το προσέχεις. Γιατί στο να μην το προσέξεις όπως πρέπει, εντάξει, έχει μία μικρή διαδικασία όπου πρέπει να την τηρήσεις, εάν δεν τηρήσεις αυτή τη διαδικασία το αποτέλεσμα μπορεί να μην είναι αυτό που περιμένουμε, αυτό που πρέπει. Δηλαδή να το αφήσεις χωρίς αλοιφή, αν ξεραθεί, κάνει ένα ξερό κουκούδι, όπως μία πληγή, ας πούμε, όπου για να διατηρηθεί αυτό το κουκούδι επάνω, τραβάει χρώμα, τραβάει, λογικό είναι. Σου τραβάει χρώμα και δεν θα μείνει ποσότητα από χρώμα που πρέπει. Θα είναι πιο αχνό, πιο μουτζουρωμένο, από αλλού μπορεί να λείπουν κομμάτια από χρώμα και έτσι. Και αυτό εγώ απαιτώ να το προσέχει ο κάθε πελάτης! Γιατί αυτό είμαι εγώ. Και αυτό είναι η δουλειά μου. Αυτό το έκανα εγώ και θέλω να είναι σωστό και έχεις και εσύ υποχρέωση να το προσέχεις. Γιατί, αν δεν το προσέχεις, έχει τύχει σε κάποιον που δεν το πρόσεχε, δεν του έβαζε αλοιφή και έτσι, και μου είπε να του ξανακάνω, λέω: «Όχι! Γιατί» λέω «εσύ για εμένα είσαι δυσφήμιση! Δεν είσαι διαφήμιση. Εγώ» λέω «το κάθε tattoo μου θέλω να είναι διαφήμιση, όχι δυσφήμηση. Αν θέλω να χαλάσω» λέω «τη δουλειά μου, δεν περίμενα εσένα, τη χαλάω και μόνος μου!» Ναι, το έχω πει!

Μ.Μ.:

Ποια σχέση αναπτύσσεται με τους πελάτες την ώρα που γίνεται ένα τατουάζ;

Σ.Α.:

Η σχέση του ψυχολόγου! Είμαι ψυχολόγος. Ξεκινάει το τατουάζ και μέχρι να τελειώσει έχω μάθει για όλη του τη ζωή! Αυτουνού και πολλές φορές και των δικών του. Ξέρεις, ξεκουμπώνονται, θεωρούν που… Δεν ξέρω πώς το βλέπουν, όπως σου έχω ξαναπεί, δεν ξέρω πώς τα βλέπουν σαν τον ψυχολόγο, σαν τον γιατρό τους, αυτή η δουλειά τους ξεκουμπώνει. Δηλαδή δεν ξέρω πώς ακριβώς το έχουν στο μυαλό τους, αλλά προφανώς, προφανώς, σου λέει: «Αυτός μου κάνει κάτι πάνω μου που θα το έχω για μία ζωή». Και δεν ξέρω, ίσως το βλέπουν κάπως. Ίσως... δηλαδή σου μιλάνε, μιλάνε. Και αν δεν σου μιλήσουν στην αρχή, δουλεύοντας, όπως περνάει η ώρα, ξεκουμπώνονται. Λένε, λένε, λένε… Θέλουν να μάθουν για σένα. Σου λένε τα δικά τους, σε ρωτάνε για σένα πράγματα, σε ρωτάνε διάφορα: «Πώς ξεκίνησες αυτή τη δουλειά; Πώς εκείνο πώς το άλλο…». Αλλά δεν πιστεύω που είναι αυτό, ξεκινάνε κάπως έτσι, για να σου πουν τα δικά τους, από ό,τι έχω καταλάβει. Δηλαδή αρχικά με ρωτάνε, ρε παιδί μου: «Πώς ξεκίνησες αυτή τη δουλειά; Πόσα χρόνια την κάνεις; Πώς αυτό;» αλλά δεν είναι αυτό, είναι πρόφαση να ξεκινήσει κουβέντα για να σου πει τα δικά του. Όπως μου τα λένε και άντρες και γυναίκες και τα οικογενειακά τους και τη στεναχώρια τους και το μαράζι τους! Δηλαδή τι να σου πω; Ξέρω… Δεν ξέρω, ακούς… Δηλαδή δεν υπάρχει να δω κόσμο και να μην ξέρω τι συμβαίνει, τι έχει, τι… Δηλαδή έχω μάθει τι έχει ο καθένας. Σου τα λένε, ρε παιδί μου, έτσι μόνα τους. Λες και είσαι ο παπάς, δεν ξέρω, εξομολόγηση, είσαι ο πάπας τους, ο παπάς της ενορίας, κάτι τέτοιο. 

Μ.Μ.:

Ποιο είναι το πιο περίεργο που σου έχουνε πει; Που δεν το πίστευες.

Σ.Α.:

Το πιο περίεργο, πολλά περίεργα! Μέχρι σεξουαλική σχέση με τον άντρα της. Πώς πάει, πώς είναι στο κρεβάτι, τι να κάνω; Και φυσικά δίνω και συμβουλές! Έχω ακούσει τόσα πολλά, όπου έχω μάθει και δίνω και συμβουλές. Όντως, έχω δώσει πολλές συμβουλές και έχουν έρθει από εδώ και μου έχουν πει: «Έκανα έτσι όπως μου είπες. Καλά μου είπες, έτσι πρέπει». Πάρα πολλά, λέμε! Όπως και από, εντάξει, υπάρχουν και περιπτώσεις που πρέπει να είσαι προσεκτικός πολύ, γιατί μπορεί να σου τύχει κάτι απρόσμενο, κάτι που δεν το περίμενες ποτέ, κάτι που δεν το περίμενες καν. Δηλαδή και εμφανισιακά, ας πούμε, από ζευγάρι που έχουν έρθει, ας πούμε, τη μία μέρα με τα παιδάκια τους, ξέρω γω, 6-7 χρόνων και το ζευγάρι εδώ για να δουν τατουάζ, να κάνουν και έτσι. Και την επόμενη να έρθουν χωρίς τα παιδιά και να καταλάβεις κάποια στιγμή όπου ο άντρας της κυρίας θέλει να γίνει κάτι και να είναι και μπροστά να βλέπει! Οπότε πρέπει να είσαι πάρα πολύ προσεκτικός σε πολλά θέματα τέτοια. Γιατί, ξέρεις, σου το δείχνει με τρόπο, κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις, γιατί αυτή είναι η δουλειά μου, να κάνω πως δεν καταλαβαίνω, αλλά όταν το τραβήξει, ας πούμε, και καταλάβεις όπου πάει αλλού, σηκώνεις λίγο μούτρο και το κόβεις. Λες: «Όπα, φίλε, καταλαβαίνω τι γίνεται, σε παρακαλώ, εδώ είμαι να κάνω τη δουλειά μου και τίποτα άλλο. Άμα θέλεις να βλέπεις, πηγαίνετε κάπου αλλού, δώσ' τηνα και κάτσε και βλέπε. Εγώ δεν χαλάω τη δουλειά μου για αυτό». Όπως φυσικά έχω πει πολλές φορές: «Δεν χαλάω τη δουλειά μου για τίποτα». Δηλαδή από τέτοια περιστατικά, ας πούμε, να σου την πέφτουν άντρες, γυναίκες και τέτοια συμβαίνει συχνά, πάρα πολύ συχνά! Εντάξει, και εγώ σαν δουλειά έχω κάνει σε γεννητικά όργανα από γυναίκα και δεν τα έχω δει καν! Δεν τα έχω δει, τι να δω; Τι να δω; Είναι η δουλειά μου, εδώ δουλειά μου, αλλού έχουμε άλλα. Εδώ μπαίνεις, κάνεις αυτό που θέλεις, σου κάνω αυτό που θέλω, αυτό που θέλεις εσύ. Είμαι κύριος στη δουλειά μου, γιατί ανά πάσα στιγμή μπορεί να σου χαλάσει τη δουλειά. Γιατί μου έχει τύχει και αυτό, μου έχει τύχει και πρέπει να είσαι πάρα πολύ προσεκτικός, όπως με μια κοπελιά κάποια στιγμή, ας πούμε, που μου την έπεσε πολύ άσχημα, μου την έπεσε πάρα πολύ άσχημα. Και πήγε και είπε σε μία φίλη της οπού ήρθε να κάνει τατουάζ και της την έπεσα! Ξέρεις, πρέπει να προσέχεις, γιατί μπορεί να σου κλείσει το μαγαζί, να σου χαλάσει τη δουλειά από μία στιγμή στην άλλη χωρίς να έχεις κάνει τίποτα. Γιατί λογικό είναι, δεν θα πεις στη φίλη της: «Του την έπεσα και με έγραψε κανονικά». Έχω σπρώξει γυναίκα και της είπα: «Σε παρακαλώ πήγαινε έξω! Έτσι» λέω «εγώ δεν μπορώ να δουλέψω». Και λογικό δεν είναι; Δεν θα πει στη φίλη της: «Του την έπεσα και με έγραψε και με έσπρωξε έξω από το μαγαζί». Θα πει: «Πήγα να μου κάνει tattoo και μου την έπεσε, ο λιγούρης». Οπότε σε αυτά πρέπει να ΄σαι και πολύ προσεκτικός και να τα χειριστείς ανάλογα. Με το καλό, να τα χειριστείς με το καλό, όχι με κόντρα και με τέτοια, γιατί θα βρεις τον μπελά σου.

Μ.Μ.:

Σου χει τύχει να ΄ρθει κάποιος και να σου πει: «Θέλω αυτό το σχέδιο» και να πεις: «Εγώ αυτό δεν το κάνω!»;

Σ.Α.:

Ναι, τώρα πλέον. Παλιά έκανα τα πάντα. Τώρα όχι. Δηλαδή μου έχουν τύχει περιπτώσεις, ας πούμε, όπου σαν θέμα δουλειάς ξέρω που δεν θα βγει σωστό, δηλαδή αν μου γυρέψει ένα μικρό σχεδιάκι, ένα μικρό σχεδιάκι όπου έχει μέσα μαύρο, έχει μπλε, [00:50:00]έχει πράσινο, έχει σκούρα χρώματα και ξέρω που με την πάροδο του χρόνου πολύ σύντομα θα χαθεί, θα γίνει μουντζούρα, δεν το κάνω. Ο άλλος μου έχει πει, ας πούμε: «Εγώ αυτό θέλω να κάνω, σε πληρώνω να μου το κάνεις». Λέω: «Κι εγώ δεν το κάνω». Προτιμάω να χάσω, ό,τι είναι να χάσω, παρά να το κάνω και να λένε: «Ποιος βλάκας σου το έκανε αυτό; Καλά, ανίδεος τελείως είναι;». Γιατί κάθε tattoo το βλέπει όλος ο κόσμος, μπορεί να το δει ένας επαγγελματίας, μπορεί να το δει ένας που ξέρει, που ασχολείται και έτσι. Αλλά επί το πλείστον δεν κάνω τατουάζ, όπου μου έχουν τύχει πολλές, έχει τύχει κάποιες φορές, ας πούμε, κακοί οιωνοί! Δεν κάνω που μου λένε ένα σταυρό με το όνομα του παιδιού μέσα. Λέω: «Σταυροί με ονόματα στο νεκροταφείο! Γιατί» λέω «έχει πεθάνει το παιδί σου;» Μου λέει: «Όχι». Ή μου λένε: «Κάνε μου ένα αγγελάκι να κρατάει μία κορδελίτσα με το όνομα του παιδιού μου». Λέω: «Όχι! Γιατί» λέω «το παιδί σου είναι αγγελάκι; Έχει φύγει;» «Όχι» μου λέει «ρε φίλε, ζει!» Λέω: «Και γιατί θες να το κάνεις αγγελάκι; Αγγελάκι, λένε αγγελούδια αυτά που φεύγουν, αυτά που πεθαίνουν». Και κάθονται με το που το είπα, το σκέφτονται και μου λένε: «Δίκιο έχεις». Λέω: «Το κάνουμε κάπως αλλιώς, ένα όνομα, με μία νεραϊδούλα, με ένα λουλουδάκι, με μία καρδούλα με ένα αυτό. Είναι ανάγκη» λέω «σε σταυρούς και αγγελάκια και τέτοια; Αυτά δεν τα κάνω». Δηλαδή δεν το κάνω και τους το εξηγώ, ρε παιδί μου, και το καταλαβαίνουν. Όπως μου 'χει τύχει, ας πούμε, και έχω γράψει σε παιδί «Θάνατος» και έτσι, το σήμα της Dainese, από μηχανή. Έχω κι άλλο παρόμοιο, πάλι τέτοιο. Ένας Ελληνοσκωτσέζος, καταγωγή εδώ από την Κέρκυρα, μισός Σκωτσέζος, ήρθε και του έγραψα σε όλη την πλάτη «Αθάνατος». Και του λέω: «Γιατί;». Ήθελε «Αθάνατος» στα ελληνικά, με αρχαία ελληνικά. Μου λέει: «Γιατί εγώ κάνω κόντρες με τη μηχανή» μου λέει «στη Σκωτία και έτσι και αλλιώς…» «Και θα γράψεις Αθάνατος;» Μου λέει: «Έχω γλιτώσει εγώ» λέει «δεν μπορεί να με πάρει μαζί του». Έτσι χαρακτηριστικά μου έχει πει. Του το έκανα. Και μετά από μία εβδομάδα ήρθε η αδερφή του και μου γύρευε τις φωτογραφίες από το τατουάζ που είχα κάνει γιατί σκοτώθηκε. Δηλαδή όσα τέτοια έχω κάνει έχει τύχει! Δηλαδή το άλλο παιδί που είχε γράψει «Θάνατος» με το σήμα της Dainese και έτσι, είχε σκοτωθεί στη Πόντε Ρόσα που έκανε κόντρες. Και λέω: «Όπα τι γίνεται;» Αυτό. Και μετά κάθομαι και το σκέφτομαι και εγώ. Και λέω: «Εντάξει, να γράψεις Θάνατος, Αθάνατος και έτσι… Εντάξει, ρε φίλε, δεν πιστεύουμε σε αυτά, αλλά είναι σα να το προκαλούμε, σα να του λέμε "έλα"». Μου έγραψε ο άλλος στην πλάτη «Αθάνατος» ας πούμε! Και ήρθε και πριν ένα μήνα να γράψει ένας κάτι τέτοιο, παρόμοιο για τη μηχανή. Λέω: «Δεν σου γράφω! Γιατί έτσι κι έτσι κι έτσι. Πήγαινε και κάν' το αλλού! Εγώ» λέω «με αυτά που έχω δει, δεν το κάνω αυτό πλέον! Δεν το κάνω δεν... Όχι» λέω «δεν θα σ' το κάνω εγώ, πήγαινε κάν' το αλλού!» Δηλαδή ξέρεις, θεωρείς κάποια σημεία, κάτι, από την πείρα μετά, που έχεις δει και έτσι. Και λες: «Τώρα τι γίνεται; Δεν είναι τυχαίο, μία, δύο, τρεις τέσσερις, πέντε φορές. Δεν μπορεί να συμβαίνει όλο τυχαία!». Ναι, και δεν τα κάνω.

Μ.Μ.:

Υπάρχει κάτι ιδεολογικό που μπορεί να μη θες να κάνεις;

Σ.Α.:

Όχι. Φαντάσου που το σήμα του Ολυμπιακού είναι το μόνο σήμα στη ζωή μου που μισώ από μικρό παιδί. Και το σήμα του Ολυμπιακού, όποιος έρθει να το κάνω, δίνω όλη μου την προσοχή εκεί. Για να μη νομίζει που επειδή είμαι Παναθηναϊκός δεν του έκανα καλό! Και το κάνω καλύτερα από του Παναθηναϊκού! Δηλαδή φαντάσου όλοι, οι περισσότεροι στην Κέρκυρα που είναι Ολυμπιακοί τους έχω κάνει εγώ το τατουάζ του... Λένε: «Πήγαινε εκεί, είναι βάζελος αλλά πήγαινε σε αυτόν να σ' το κάνει!» Και έρχονται και τους το κάνω εγώ.

Μ.Μ.:

Ποια είναι η πιο συνηθισμένη ερώτηση που σου κάνουνε;

Σ.Α.:

Πιο συνηθισμένη ερώτηση; Δεν ξέρω. Βασικά, πολλοί μου λένε αν είμαι Κερκυραίος.

Μ.Μ.:

Για τη δουλειά.

Σ.Α.:

Αν πονάει! Και πόσο πονάει. Λέω: «38». Μου λέει: «Τι 38;». «Σαν τον πυρετό» λέω. Πώς μπορούμε να μετρήσουμε τον πόνο; «Ξέρω εγώ» λέω «τι να σου πω; 38, 39». Και δεν καταλάβαινε, ξέρεις, σε κοιτάνε λίγο έτσι. Έλα. «Ρε φίλε» του λέω «με ρωτάς πόσο πονάει. Πόσο μπορώ να σου πω που πονάει; Πόσο; Δεν ξέρω, δεν έχω θερμόμετρο ακόμα» λέω «για τον πόνο! Δεν τον έχω μετρήσει!»

Μ.Μ.:

Τα αγαπημένα σου σχέδια ποια είναι; Που χαίρεσαι πολύ να τα φτιάχνεις.

Σ.Α.:

Χαίρομαι πολύ να τα φτιάχνω. Οτιδήποτε έχει λεπτομέρεια, κάτι, ξέρεις, όχι τα συνηθισμένα, οτιδήποτε έχει λεπτομέρεια. Δηλαδή κάποια που έχουν βγει στη μόδα, κάτι σε στιλ μαντάλα, που έχει λεπτομέρεια, έχει εναλλαγές, έχει γραμμές, σκιές και πρέπει να το τονίσεις. Ή κάποια τριαντάφυλλα, ας πούμε, όπου... υπάρχουν πολλά σχέδια από τριαντάφυλλα, άλλα είναι κάποια πιο ιδιαίτερα, που δίνεις πιο έμφαση, σαν να έχει σταγόνες νερό επάνω, κάτι τέτοια ή κάτι μακάβριο και σκοτεινά! Ξέρεις φτιάχνω κάτι μακάβρια και σκοτεινά κι αυτά μου αρέσουν πολύ, γιατί είναι… Ξέρεις, πρέπει να το κοιτάξεις για να καταλάβεις τι γίνεται, δεν είναι ξεκάθαρο, έχει ένα τατουάζ ψάρι, έχει έναν καρχαρία, έχει… Ξέρεις, πρέπει να καθίσεις να το προσέξεις να δεις τι είναι. Ή κάτι που άλλο δείχνουν κι άλλο είναι. Ξέρεις, είναι κάποια τατουάζ που είναι πολύ έξυπνα, είναι πολύ… Κάτι τέτοια περίεργα μου αρέσουν. Εννοείται, μπορεί να μου αρέσει και μία ευθεία γραμμή. Αναλόγως που θα την κάνω. Είχε τύχει να κάνω από τον ώμο, εδώ πίσω από το χέρι μία ευθεία γραμμή. Δεν μπορείς να φανταστείς τι ωραίο που είναι! Κι είναι μία γραμμή μόνο. Εντάξει μία γραμμή φυσικά δεν είναι... μην το θεωρείς εύκολο, έκανα μία γραμμή, είναι μία γραμμή, είναι ό,τι πιο δύσκολο τατουάζ, μία γραμμή. Είναι δύσκολο αυτό να το τυπώσεις επάνω μέχρι και να την εκτέλεσης. Γιατί μία γραμμή δεν πρέπει να σου φύγει ούτε κλάσμα χιλιοστού! Γιατί φαίνεται, θα φανεί, πρέπει να είναι ακριβώς ευθεία. Ναι. Και το αποτέλεσμα το βλέπεις και λες: «Μία γραμμή». Και πιο πολλή εντύπωση μπορεί να κάνει έξω μία γραμμή να έχεις πίσω στο χέρι, όλο το χέρι μία γραμμή ευθεία, παρά ένα άλλο σχέδιο.

Μ.Μ.:

Το πιο ωραίο που έχεις φτιάξει;

Σ.Α.:

Δεν υπάρχει το πιο ωραίο. Έχω φτιάξει μία πεταλούδα, ας πούμε, μ' άρεσε σε μια κοπέλα, που ήταν πάνω από τον ώμο, η μισή πλάτη μέχρι κάτω εδώ τον μηρό. Ένα κοριτσάκι στο στυλ το δικό σου περίπου και λίγο πιο κοντούλα, έτσι αδυνατούλα. Η κοπέλα ήταν ψυχολόγος, ασχολούνταν με γιόγκα και έτσι. Και είχε δουλειά πάνω που δεν πιστεύω να την αντέχανε πέντε άντρες μαζί! Και δεν κουνήθηκε, δεν κουνήθηκε καν! Για πολλή δουλειά και... δεν ξέρω, και σαν αποτέλεσμα μου άρεσε πάρα πολύ. Γιατί ήταν, ξέρεις, ήταν μία πεταλούδα, ρε παιδί μου, αλλά δεν ήταν μία πεταλούδα συνηθισμένη, ένα σχέδιο λες: «Είναι μία πεταλούδα». Είναι μία πεταλούδα που θα κάτσεις να τη χαζέψεις! Θα πεις: «Πώς είναι έτσι; Τι σχέδιο πεταλούδα είναι;». Θα σου τη δώσω και σα φωτογραφία αυτή άμα θες, είναι πολύ όμορφο.

Μ.Μ.:

Ναι, αμέ!

Σ.Α.:

Δεν ξέρω μου άρεσε πάρα πολύ αυτή.

Μ.Μ.:

Το πιο παράξενο που σου έχουνε ζητήσει να φτιάξεις;

Σ.Α.:

Πιο παράξενο. Ναι, πιο παράξενο που έχω φτιάξει είναι φλόγες σε έναν άντρα. Το πιο παράξενο. Κι επειδή μου φάνηκε παράξενο του ζήτησα την άδεια να το βάλω βίντεο. Μου λέει: «Βγάλε το, αλλά όχι το πρόσωπό μου». Λέω: «Εντάξει». Και το είχα βγάλει και βίντεο.

Μ.Μ.:

Φλόγες στα οπίσθια λοιπόν.

Σ.Α.:

Φλόγες στα οπίσθια, γύρω γύρω.

Μ.Μ.:

Ο πιο απαιτητικός, παράξενος πελάτης που σου είχε έρθει;

Σ.Α.:

Έχουν έρθει πολλοί απαιτητικοί. Αλλά βασικά θυμάμαι έναν που μου είχε φέρει μία φωτογραφία, ένα ντόπερμαν, το σκύλο του. Και το ντόπερμαν, ξέρεις, τα μουστάκια του είναι συγκεκριμένα, είναι αυτά. Και του έκανα το σχέδιο του ντόπερμαν με τα μουστάκια τα κανονικά και μου είπε: «Βάλε του μουστάκια κι άλλα, να φαίνονται έτσι». «Ρε φίλε» λέω «δεν είναι ντράχταρ» του λέω «ντόπερμαν είναι». «Όχι» μου λέει «βάλ' του, ακόμα, φαίνεται άδειο». Λέω: «Είναι όπως ακριβώς η φωτογραφία που μου έφερες». Ξέρεις γιατί το έχει βγάλει φωτογραφία, το πέρασα στον υπολογιστή και του το έκανα ακριβώς το ίδιο. «Όχι» μου λέει «βάλε του!». Λέω: «Θα χαλάσουμε το σχέδιο! Δεν φέρω καμία ευθύνη» λέω. «Όχι» μου λέει «βάλε του που σου λέω, έχει κι άλλα μουστάκια, να φαίνεται έτσι λίγο γεμάτο». Και μετά μου έρχεται μετά από μία εβδομάδα, μου λέει: «Κοίταξε εδώ» μου λέει «τα μουστάκια, κάναμε πολλά, μου το είπαν όλοι, πως τον έκαμα έτσι». Και μου λέει: «Γιατί μου έκανες τα μουστάκια;». Λέω: «Γιατί; Θέλεις να σου θυμίσω γιατί; Πόση ώρα σε παίδευα» λέω «να μην το κάνεις;» Λέει: «Και πώς θα τα σβήσουμε τώρα;». «Πήγαινε» λέω «σβήσ' τα με λέιζερ». Μου λέει: «Μπορείς να τα σβήσεις εσύ;». Λέω: «Όχι». «Και έτσι που μου τα 'καμες» μου λέει «τι να το κάνω εγώ;». «Εγώ» λέω «φταίω;». Ναι. Και από τότε είπα, ορκίστηκα να μην ξανακάνω ό,τι έχει ο καθένας στο μυαλό του, εάν δεν το κρίνω εγώ που είναι σωστό, τέρμα! Προτιμάω να μην το κάνω παρά να κάνω αυτό που είχε στο μυαλό του από τη στιγμή που ξέρω που δεν θα είναι σωστό. Εκεί το έκοψα, είπα δεν ξανακάνω, εάν θεωρήσω εγώ που δεν είναι σωστό αυτό που μου λέει. Γιατί, ξέρεις, ο καθένας μπορεί να έχει στο μυαλό του διάφορα τρελά. [01:00:00]Τρελό, ok, το κάνω! Τρελό υπάρχουν τρελά σχέδια, ας πούμε, και έτσι. Αλλά σαν δουλειά ή σαν οτιδήποτε, εάν κρίνω εγώ που δεν θα είναι σωστό και θα γελάνε με τη δουλειά μου, δεν το κάνω.

Μ.Μ.:

Άλλος περίεργος πολύ;

Σ.Α.:

Εντάξει, περίεργοι... τι να σου πω; Περίεργος, σε έναν που του είχα κάνει ένα σπαθί με δύο δράκους στην πλάτη και μου ήρθε εδώ κλαίγοντας, 40 χρονών, γιατί βγήκε η μητέρα του στο μπαλκόνι και του είπε: «Θα αυτοκτονήσω αν δεν πας να το βγάλεις». Και ήρθε σώνει και καλά ένα Σαββάτο να του το βγάλω. Λέω: «Ρε φίλε, πώς να το βγάλω; Να σε πάρω σε ένα ξυλουργείο να το περάσουμε στιμπλάνι! Δεν γίνεται» λέω «ξέρω εγώ, δεν βγαίνει! Δεν το ξέρεις; Δεν είναι εις γνώση σου; Με laser». Μου λέει: «Και πόσο κάνει το λέιζερ;». Λέω: «Το λέιζερ, από ό,τι ξέρω» λέω «σωστή δουλειά κάνουν τα Laserline line clinics στην Αθήνα και πληρώνονται ανά ένα τετραγωνικό εκατοστό». Μου λέει: «Και ποιος θα μου το πληρώσει αυτό;». Λέω: «Να σ' το πληρώσει η μάνα σου για να μην πέσει! Για να μην πέσει από το μπαλκόνι, να σου δώκει τα λεφτά να πας να το βάλεις! Εγώ» λέω «θα σ' το πληρώσω;» Και το κουβεντιάζαμε μισή μέρα! Ποιος θα πληρώσει να το βγάλει!

Μ.Μ.:

Το πιο αστείο περιστατικό που σου έχει τύχει;

Σ.Α.:

Το πιο αστείο περιστατικό. Αστεία συμβαίνουν, εντάξει, είναι κάποιες στιγμές που σου έρχονται αυθόρμητα και έτσι κάποια πράγματα. Μου είχε πει κάποια στιγμή, μπαίνει μέσα μία φουριόζα και έτσι και μου λέει: «Θέλω ένα πολύ μικρό τατουάζ και να κάνει μπαμ». Λέω: «Να σου κάνω μία χειροβομβίδα μικρή και να γράψουμε από πάνω «μπαμ!». Μου λέει: «Ναι». Και το έκανε! Εγώ το είπα... την κοιτούσα σα χαζός. Λέω: «Τι έγινε τώρα;». Ξέρεις, ήθελε κάτι μικρό και να κάνει «μπαμ», εννοούσε να… Δεν γίνεται μικρό και να κάνει μπαμ στο μάτι και ωραίο τατουάζ. Και εγώ της είπα: «Κάνε μια χειροβομβίδα και γράψε από πάνω "μπαμ"». Το έκανε! Ή η άλλη ήρθε και μου είπε, ας πούμε: «Θέλω να κάνω τατουάζ εδώ στο πλάι, στην κοιλιά. Και αν παχύνω και γίνω τόση» μου λέει «τι να κάνω να μη χαλάσει;» Λέω: «Ό,τι και να κάνεις, θα χαλάσει». Μου λέει: «Ναι, αλλά εντάξει» μου λέει «θέλω πολύ να το κάνω εδώ, αλλά να βρούμε ένα σχέδιο που να μην χαλάει άμα γίνω τόσο χοντρή». Λέω: «Τόσο χοντρή, άμα σκοπεύεις να γίνεις τόσο χοντρή, δυο τατουάζ υπάρχουν να κάνεις». Μου λέει: «Τι;». Λέω: « Ή ένα ακορντεόν ή ένα ελατήριο! Αν τεντώσεις να φαίνεται ή το ακορντεόν ανοιχτό ή το ελατήριο τεντωμένο! Και να είναι πάλι ελατήριο και πάλι ακορντεόν. Είτε αδυνατίζεις είτε παχαίνεις, να μείνει ακορντεόν. Τώρα δεν θα σε πειράζει αν είναι κλειστό το ακορντεόν ή ανοικτό». Και με κοίταγε. Λέω: «Τι με κοιτάς;». Λέει: «Κάτι άλλο;». Λέω: «Δυστυχώς κάτι άλλο εκτός από ακορντεόν και ελατήριο όχι».

Μ.Μ.:

Και την ώρα που κάνεις τατουάζ κάτι αστείο να έχει γίνει εκείνη την ώρα που το φτιάχνεις, κάποια αναποδιά.

Σ.Α.:

Αναποδιά; Εντάξει, αναποδιές συμβαίνουν... Ξέρω γω, να κάνω τατουάζ και να θυμηθεί ο άλλος κάτι και να γελάει μόνος του. Αλλά να μου γελάσει απότομα. Και, ξέρεις, ίσα που πρόλαβα να βγάλω το μηχάνημα. Και λέω: «Τι έγινε;». Μου λέει: «Κάτι θυμήθηκα, κάτι». Ή κάτι φταρνισιές που είναι…Ξέρεις να φτερνίζεται, αυτό το απότομο το φτάρνισμα, με το έτσι που κάνει να έχω προλάβει να βγάλω το μηχανάκι, ας πούμε, για να μην του κάνω ζημιά, να μην πάμε αλλού και μετά να γελάει μόνος του! Μου λέει: «Μου ήρθε έτσι» μου λέει «με έκαιγε τόση ώρα στη μύτη». Λέω: «Ρε φίλε, και δεν μπορούσες να μου το πεις; Να μου πεις: "Σταμάτα να φτερνιστώ"». Ξέρεις, αυτός τον γαργαλούσε η μύτη και το άφηνε, το άφηνε, το άφηνε, όπως δούλευα εγώ, και του έδωσε μία και μπαμ.

Σ.Α.:

Λέω... Και μετά το λέω: «Οτιδήποτε, θέλεις, να βήξεις ή να φτερνιστείς ή έτσι, μου λες "σταμάτα". Και το αφήνω λίγο» λέω «και βήχεις ή να βήξεις ή οτιδήποτε». Ή πάλι με ενοχλεί, ας πούμε, είχε έρθει ένας, μία κοπελιά με το φίλο της. Και αυτός μασούσε τσίχλα και ακουγόταν η τσίχλα που μασούσε. Και του λέω: «Φίλε, σε παρακαλώ» λέω «λίγο την τσίχλα». Μου λέει: «Γιατί;». Λέω: «Γιατί με ενοχλεί». «Εντάξει» μου λέει και μετά ξαναξεκίνησε. Του λέω: «Σε παρακαλώ, φίλε» λέω «ή πετάς την τσίχλα ή πήγαινε έξω» λέω «δεν μπορώ να το ακούω». Λέει: «Πελάτης είμαι, ό,τι γουστάρω κάνω». Και σηκώνομαι, βάζω το μηχάνημα κάτω, τον πιάνω από το χεράκι, τον βγάζω έξω, λέω: «Και το μαγαζί είναι δικό μου και κάνω ό,τι γουστάρω! Κάθεσαι απ’ έξω και όταν θα τελειώσουμε μπαίνεις μέσα. Ή σήκω» λέω «πάρε και τα λεφτά σου πάλι» μου είχε πληρώσει η κοπέλα το τατουάζ «και πήγαινε να το τελειώσεις αλλού. Φύγετε». «Όχι» μου λέει «εντάξει». Ξέρεις, είναι κάποιες περιπτώσεις, ας πούμε, που όταν δουλεύω εκεί και καθίσει κάποιος φίλος ή φίλη εκεί που κουνάνε τα πόδια, λέω: «Σε παρακαλώ, μην κουνάς τα πόδια». Λέει: «Γιατί;». «Γιατί» λέω «μου αποσπάει την προσοχή». Ξέρεις, είσαι αφοσιωμένος εκεί, αλλά την κίνηση από το πόδι τη βλέπεις και αυτό σου κουράζει το μάτι. Ξέρεις, να βλέπεις την κίνηση μπορεί να σε αποσυντονίσει από τη λεπτομέρεια από εκεί και θα κάνεις λάθος. Είναι κάποια που δεν φαίνονται βασικά, αλλά είναι.

Μ.Μ.:

Έχει τύχει να 'ρθουνε παρέα, ξέρω ΄γω, φίλοι, οτιδήποτε και να τσακωθούν για κάποιο λόγο; Για το σχέδιο; Για το τατουάζ; Να γίνει κανένα τέτοιο σκηνικό;

Σ.Α.:

Όχι μωρέ, εντάξει, δεν έχουνε τσακωθεί αλλά δεν παύει τώρα και ο ένας… να έχουνε έρθει φίλοι εδώ και ο ένας να επηρεάσει τον άλλον. Όπως δύο φίλες, είχαμε κλείσει ραντεβού με μία κοπελιά για ένα σχέδιο, ήρθε με μία φίλη της και η φίλη της: «Όχι, μην το κάνεις, δεν σου πάει, δεν είναι ωραίο, κάνε κάτι άλλο…». Και μετά από πολλή κουβέντα την έπεισε να κάνει κάτι άλλο. Εντάξει, νευρίασα λίγο εγώ, γιατί έπρεπε να ξαναβγάλω σχέδιο πάλι από την αρχή, να το εκτυπώσω, να το τυπώσω στο καρμπόν, να το βάλω. Τελικά λέω: «Εντάξει, δεν βαριέσαι, της κάνω το χατίρι». Ναι. Και έκανε αυτό που αποφάσισε με τη φίλη της, σε εισαγωγικά, που αποφάσισε η φίλη της. Και έκανε άλλο σχέδιο, καμία σχέση με το σχέδιο που είχε διαλέξει, που το είχε βρει όπου της άρεσε. Και μετά από μία εβδομάδα ήρθε η φίλη της και έκανε το σχέδιο που δεν έκανε η φίλη της! Λέω: «Έπρεπε να έχω και τη φίλη σου να της το πω ή να τη βρω να της το πω». «Ε» μου λέει «εντάξει, θα το δει κάποια στιγμή». Λέω: «Γιατί;». Την έπεισε να μην το κάνει. «Γιατί» λέω «για να το κάνεις εσύ; Πολύ έξυπνο» λέω «μπράβο». Λέω: «Εσύ θα προκόψεις».

Μ.Μ.:

Ποια είναι η πιο συγκινητική στιγμή που έχεις ζήσει εδώ στο μαγαζί;

Σ.Α.:

Συγκινητική στιγμή. Εντάξει, δεν έχω και πολλές συγκινητικές στιγμές. Απλά έχω δει περιπτώσεις, ας πούμε, που από συγκίνηση που είχα και τέτοια, ξέρεις, να σου έχουν ανατραπεί, να σου έχει ανατραπεί η όλη η εικόνα που είχες σε ζευγάρι και που τους έβλεπα αγαπημένους και όμορφα και ωραία και έτσι. Και κάποια στιγμή είχε έρθει η κοπέλα να κάνει ένα τατουάζ και μπήκε ο άντρας της μέσα, τα παιδιά τα ήξερα χρόνια πριν, ξέρεις, σε κάποιο βαθμό τους ζηλεύεις, γιατί είχαν το παιδάκι τους, είχαν τα... αυτό και συγκινήθηκα, όχι συγκινήθηκα, ξέρεις, στεναχωρήθηκα με τον τρόπο που της είπε: «Είσαι σαν…» δεν θυμάμαι, κάτι σαν... της είχε πει κάτι υποτιμητικό. Και κάθισα λίγο και, ξέρεις, τα έχασα για λίγο, λέω: «Δεν μπορεί εσείς… Αφού σας ξέρω αγαπημένο ζευγάρι και έτσι». Και μετά όταν έφυγε με το κοριτσάκι, μέχρι να τελειώσω στην κοπέλα το τατουάζ, μου έβγαλε η κοπέλα όλα τα εσώψυχά της, όλα! Με κλάμα, το πόσο χάλια είναι, πόσο καλά δεν περνάνε, πόσο άσχημα είναι. Και εγώ για αυτά τα παιδιά είχα, ας πούμε, μία άλλη εικόνα. Και συγκινήθηκα πολύ με την κοπέλα που την είδα σε αυτή την κατάσταση. Γιατί το τατουάζ έκανε… Είχαμε κάνει κάνα δύο ώρες και δύο ώρες δεν είχε σταματήσει να μου λέει τα άσχημα μεταξύ τους. Ενώ η εικόνα που είχα για αυτούς… Ερχότανε και η κοπέλα με το γέλιο της και αυτός, γεμάτοι χαρά και έτσι και… Ξέρεις, είχα μία διαφορετική εικόνα και συγκινήθηκα πολύ, όπου την θεώρησα μέσα σε δύο ώρες στην πιο δυστυχισμένη κοπέλα στον κόσμο! Δεν ξέρω, με είχε πειράξει, με είχε επηρεάσει πολύ. Γιατί ήτανε, τα συναισθήματά μου ήρθαν τούμπα από την εικόνα που είχα μέχρι που μου έδωσε να καταλάβω πόσο δυστυχισμένη είναι, κάτι που δεν φαινόντανε, ούτε στον πατέρα της που τον έχω σαν πελάτη ούτε στη μάνα της ούτε σε κανένα. Και μου τα είπε η κοπέλα όλα με μία. Δηλαδή δεν την ήξερα πέντε-έξι μήνες, ένα χρόνο, τα ήξερα από μικρά παιδιά που κάνανε τατουάζ.

Μ.Μ.:

Και πώς αντιδράς σε κάτι τέτοιο;

Σ.Α.:

Δεν ξέρω, δεν μπορώ να αντιδράσω όπως θέλω εγώ. Γιατί, εντάξει, λες: «Άσ' το μην πάει καλύτερα και έτσι». Γιατί αν αντιδράσω όπως θέλω εγώ…Εγώ, οι αντιδράσεις μου είναι λίγο απόλυτες. Δηλαδή εγώ στη ζωή μου είμαι λίγο απόλυτος και δεν θέλω να δίνω τέτοια ερεθίσματα σε άλλους. Γιατί εγώ όταν είναι τέτοιο, τελειώνει, ό,τι και να είναι. Δεν πα να έχω… Να κάτσω εγώ να ταλαιπωρούμαι όπως η κοπέλα; Ή με μία γυναίκα αν έχω πρόβλημα; Το τελειώνω τώρα χωρίς λόγο. Και δεν θέλω, ξέρεις, δεν θέλω να συνεχίσω να λέω ή σαν συμβουλές, γιατί οι συμβουλές μου θα είναι σκληρές κι άλλος θα μου πει: «Μα δεν μπορώ». Προφανώς εγώ θεωρώ, επειδή μπορώ εγώ, μπορεί ο καθένας και έχω καταλάβει που άλλος δεν μπορεί. Θα κάτσει να υποστεί, να φάει ό,τι είναι να φάει και κάτσε κλαίγε όταν είσαι μόνη σου όλη [01:10:00]μέρα. Και αυτό δεν μπορώ να το αποτρέψω εγώ, ας πούμε, να το αποτρέψει μόνη της, να το δουλέψει μόνη της, όχι από μένα.

Μ.Μ.:

Και από συγκινητικό σχέδιο, που να σου έχει φέρει μία ιστορία κάποιος που να έχει ένα τατουάζ, να έχει μία ιστορία που να είναι συγκινητική.

Σ.Α.:

Συγκινητική ιστορία έχω κάνει σε μανάδες που έχουν χάσει τα παιδιά τους, που δυστυχώς τα ήξερα και εγώ, ήταν και φίλοι μου. Να κάνουν τα ονόματά τους, να τους βγάζω κάποιο σχέδιο που να σημαίνει κάτι για τη ζωή τους και για το… Ξέρεις, μία μάνα, ρε παιδί μου, είχε σκοτωθεί το παιδί της με το μηχανάκι, και είχε κάνει το μηχανάκι που είχε σκοτωθεί τατουάζ πάνω της με το όνομα του, το μηχανάκι! Δηλαδή αυτό που τον σκότωσε. Και δεν μπορούσα τώρα να το ψυχολογήσω και εγώ, να καταλάβω τώρα την ψυχολογία της. Προφανώς το μηχανάκι θα 'τανε γιατί του άρεσε, ήτανε, ξέρεις, κάτι αγαπημένο στο παιδί του, αλλά, μην ξεχνάς ότι ήταν και αυτό που σκοτώθηκε. Και εκεί δεν κατάλαβα καθόλου να ψυχολογήσω, να καταλάβω το λόγο που το έκανε, εγώ δεν θα το έκανα πότε. Λέμε, χτύπα ξύλο! Ή ο καθένας, ας πούμε, δεν, τι θα κάνεις;

Μ.Μ.:

Μου είπες ότι κάνεις τατουάζ και σε ανθρώπους που έχουνε ουλές, που έχουνε περάσει προβλήματα που έχουνε γράψει πάνω στο σώμα τους. Ποια περίπτωση θυμάσαι πιο χαρακτηριστικά;

Σ.Α.:

Θυμάμαι μία κοπέλα που έχει μία εγχείρηση από το σβέρκο από πάνω έως κάτω στη μέση, που είχε πρόβλημα σπονδυλικής στήλης. Άλλα η εγχείρηση και τα ράμματα στο πλάι ήταν εμφανή, ήτανε... Και η κοπέλα, από ό,τι μου είχε πει, βασικά μου είχε πει η μητέρα της, που είχε έρθει με τη μητέρα της, είχε πρόβλημα στο να δείχνει την πλάτη της ή να είναι σε κάποια παραλία και να είναι με το μαγιό, φορούσε πάντα ένα ριχτάρι, ένα παρεό, ένα κάτι τέτοιο. Αισθανόταν άσχημα με λίγα λόγια. Και είχε έρθει και μου είχε πει η μητέρα της αν μπορώ να το κάνω να μη φαίνεται. Και είχα τυπώσει εγώ ένα σχέδιο, της είχα βγάλει εγώ ένα σχέδιο ακριβώς πάνω στα σημαδάκια από τα ραψίματα και στην ουλή. Βέβαια το τύπωσα πάνω, ήταν κάπως επιφυλακτική, γιατί όταν το τύπωσα επάνω, φαινόντουσαν ακόμη τα σημαδάκια, οι τρυπίτσες, η ουλή και έτσι. Και λέω: «Όχι, μη φοβάσαι, αυτό δε θα φανεί τίποτα με το βάψιμο, με τη σκιούλα και έτσι». Και όταν το τελειώσαμε, το αποτέλεσμα ήτανε φανταστικό! Δηλαδή χάρηκε και πολύ η μάνα της. Και φυσικά η μάνα της θα χάρηκε γιατί θα χάρηκε η κοπέλα. Και, εντάξει, ήταν λίγο συγκρατημένη κοπέλα στο πώς θα είναι, πώς θα φαίνεται και έτσι, αλλά μετά από κάνα δυο βδομάδες όπου κάθισε, έστρωσε το τατουάζ και προσπαθούσε να το δει ή το έβγαζε φωτογραφία κάποια φίλη της και το έβλεπε από κοντά και δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα, είχε έρθει στο μαζί και είχε δακρύσει και μου είπε που με ευχαριστεί πολύ. Μετά είχε έρθει και η μάνα της και μου λέει: «Σπύρο, τι να σου πω» μου λέει «σε ευχαριστώ πολύ». Λέω: «Εντάξει, τη δουλειά μου έκανα εγώ». Μου λέει: «Όχι, αυτό δεν είναι δουλειά» μου λέει «δεν μπορείς να φανταστείς για μας τι είναι. Τι περνούσα και έτσι που την έβλεπα με αυτό το ψυχολογικό που είχε». Λέω: «Εγώ έκανα τατουάζ τώρα, τι να το κάνω σε ένα καθαρό δέρμα, τι σε ένα σημαδάκι, για μένα δεν είναι κάτι ιδιαίτερο». Ξέρεις, για μένα, εγώ ήμουνα 1000% σίγουρος ότι δεν θα φαινόταν τίποτα. Γιατί σε ένα σημαδάκι, ήταν σημαδάκι δεν ήταν ουλές, ας πούμε, δεν ήταν ουλή να λείπει ιστός από δέρμα και έτσι και να φαίνεται ναι μεν βαμμένο, αλλά ουλή. Ήταν κάτι πιο επιφανειακό. Okay, σημάδι, αλλά ήξερα που μπορούσα να το δουλέψω. Και χάρηκα και εγώ με το αποτέλεσμα, αλλά ακόμα πιο πολύ χάρηκαν και μάνα και κόρη γιατί, εντάξει, εγώ το θεωρούσα κάτι φυσιολογικό, έκανα τη δουλειά μου, έκανα… που μπορώ να το καλύψω, δεν είναι τίποτα μπρος σε άλλες ουλές που έχω καλύψει, αλλά για αυτές ήταν κάτι, δεν ξέρω, το συγκλονιστικό, που δεν το είχαν άλλο να το βλέπουν ούτε η μία, ούτε η άλλη.

Μ.Μ.:

Πώς ένιωσες;

Σ.Α.:

Εγώ; Πολύ όμορφα! Πολύ όμορφα, γιατί το να δίνεις χαρά, ας πούμε, το να κάνεις τη δουλειά σου και να δίνεις χαρά… Όχι, να σου πω πώς ένιωσα, εγώ για τη δουλειά μου ένιωσα κανονικά, απλά ένιωσα καλύτερα με το σκεπτικό που ήξερα και είδα τη χαρά τους, δηλαδή την έκφραση από το πρόσωπό τους από τους λύθηκε ένα πρόβλημα, ρε παιδί μου. Που για μένα δεν ήταν πρόβλημα, ας πούμε, το να κάτσω να το κάνω, αλλά κατάλαβα από την έκφραση και μάνα και κόρη όπου λύσανε ένα μεγάλο πρόβλημα! Ένα πολύ μεγάλο. Δηλαδή και ψυχολογικό, είχε κόμπλεξ, δεν έβγαινε σε παραλία αν δεν φορούσε κάτι, δεν, δεν, δεν… Μέχρι και στο αγόρι της, ας πούμε, δεν... Πήγαινε πίσω απ' τη... γυρνούσε να τον κοιτάει για να μη βλέπει την πλάτη της. Εντάξει, θα ήταν κάπως, προφανώς, σε βαθμό που δεν μπορώ να το καταλάβω ούτε εγώ ούτε εσύ. Απλά το ότι χάρηκαν το χάρηκα και εγώ.

Μ.Μ.:

Ο κόσμος τώρα πώς αντιδρά όταν τους λες με τι ασχολείσαι;

Σ.Α.:

Πώς αντιδράει. Ο περισσότερος κόσμος, εντάξει, με ξέρουν τώρα που κάνω αυτή τη δουλειά, κάνω τατουάζ, οι περισσότεροι βασικά σου λένε: «Θέλω να κάνω και εγώ, θέλω να μάθω και εγώ». Κάποιοι, όταν τους το λες κατάμουτρα, ας πούμε, δεν τους αρέσει. Του λες: «Πόσο χρονών είσαι;» Λέει: «35, 40». Και του λες: «Φίλε μου, τώρα είναι αργά». «Γιατί; Τόσο δύσκολο είναι να μάθω;» «Τόσο δύσκολο να μάθεις. Γιατί εγώ κάνω 30 χρόνια και δεν το έχω μάθει ακόμα! Κάθε μέρα μαθαίνω. Εσύ προλαβαίνεις μέχρι πότε; Είσαι 40, θα πας μέχρι 50 για να μάθεις πώς πιάνουν το μηχάνημα και πώς το ρυθμίζουνε. Και μετά μέχρι τα 70, 80 σου» λέω «θα έχεις προχωρήσει. Ξέρω γω, αν το θεωρείς εύκολο ξεκίνησέ το» λέω. Αυτό ή το ξεκινάς από μεράκι από μικρός ή δεν το μαθαίνεις ποτέ. Να το ξεκινήσεις 40 χρονών και έτσι δεν υπάρχει περίπτωση. Γιατί τα πρώτα δέκα χρόνια είναι τα πρώτα βήματα, οπότε 50 μέχρι 60 έχεις κάνει τα πρώτα βήματα, αν σκοπεύεις από 60 μέχρι τα 150 σου να μάθεις να κάνεις τατουάζ, η Παναγιά κοντά σου! Να φτάνεις και τα 200! Έτσι είναι. Όχι, είναι η ωμή αλήθεια αυτή, αυτό πρέπει να το έχεις. Εγώ κάνω τόσα χρόνια και κάθομαι στα βιντεάκια και βλέπω τατουάζ, που ξέρω πώς τα κάνουν, δεν έχω την απορία τώρα πώς το κάνουν και έτσι. Κάθομαι και τα χαζεύω. Εάν δεν υπάρχει αυτό το «θέλω», τι; Ξέρεις πως τα τατουάζ είναι μόδα και θέλεις να το κάνεις κι εσύ γιατί είναι μόδα, πώς το βλέπουν οι άλλοι, γνωρίζεις κόσμο, γνωρίζεις γυναίκες, γνωρίζεις εκείνο… Δηλαδή δεν είναι μόνο το τατουάζ αυτοί βλέπουν άλλους παράγοντες. Σου λέει: «Έρχονται γυναίκες, ανακατεύεσαι με γυναίκες, με τέτοια, ωραία δουλειά και έτσι». Όχι, φίλε μου, δεν έχει. Άντρας ή γυναίκα είναι όλοι το ίδιο εδώ μέσα. Εδώ δεν εξαιρείται κανένας, ούτε τη γυναίκα τη βλέπω σα γυναίκα ούτε τον άντρα. Εδώ είναι αυτό που πρέπει να κάνω, αυτό κάνω. Αυτοί το βλέπουν κάτι άλλο, ας πούμε, δεν ξέρω, κάτι άλλο, πιο πονηρό, πιο έτσι, σου λέει, επικοινωνία με κόσμο, με έτσι. Οπότε, για να έχεις επικοινωνία με κόσμο και με γυναίκες, γίνε λίγο πιο έξυπνος. Μην κάνεις τατουάζ, ρε φίλε, γιατί δεν προλαβαίνεις. Ναι, έτσι είναι. Πρέπει να ασχοληθείς, θέλω να σου πω, πρέπει να ασχοληθείς, να ασχοληθείς πολύ, όχι λίγο! Θέλει να αφοσιωθείς εκεί. Εγώ είναι στιγμές που έχω καταλάβει, ας πούμε, που όταν δεν είμαι καλά ψυχολογικά, βγάζω τα καλύτερα αποτελέσματα. Ναι. Γιατί είναι σαν να με απορροφάει, σαν να με τραβάει σαν μαγνήτης, να ασχοληθώ εκεί. Να, ξέρεις, να βγάλω αυτό που έχω εκεί, ρε παιδί μου. Αλλά το βγάζεις καλά, το βγάζεις δημιουργικά. Δηλαδή σε ένα tattoo, ας πούμε, που κανονικά, θα το κάνω κανονικά σε μία ώρα, όταν δεν είμαι καλά ψυχολογικά, θα το κάνω μιάμιση, θα το κάνω δύο! Θα κάτσω να ασχοληθώ μέχρι και τη παραμικρή τρίχα, που λέμε. Είναι αυτό, που είναι, σαν να πας σε ένα βουνό μόνος σου κι έτσι και σε απορροφάει εκεί και κοιτάς πέρα, έτσι κάθεσαι και εδώ, έτσι κάνεις και όταν δεν είσαι καλά ψυχολογικά. Εγώ τουλάχιστον αυτό έχω δει σε μένα. Όταν δεν είμαι καλά ψυχολογικά, αν δεν έχω να κάνω κάποιο τατουάζ, κάνω πάνω μου! Κάνω πάνω μου, μου βγαίνει εκεί! Απλώνω το πόδι μου ή όπου φτάνω με το δεξί μου χέρι και κάνω πάνω μου.

Μ.Μ.:

Πόσα τατουάζ έχεις;

Σ.Α.:

Τώρα δεν ξέρω πώς μετριώνται, γιατί είναι κάποια που είναι σε συνέχεια. Φυσικά και αυτό εδώ, εντάξει, δεν είναι… Αυτό είναι... αυτό είναι ιστορία, δεν είναι τυχαίο, ας πούμε.

Μ.Μ.:

Τι ιστορία είναι;

Σ.Α.:

Αυτό είναι μία ιστορία. Αυτό είναι δύο διαφορετικοί δρόμοι, με αγκάθια φυσικά, γιατί… –να σου πω και εγώ τα ψυχολογικά μου τώρα– γιατί τώρα είμαι με μία κοπέλα, τη Γεωργία, την ξέρεις, με τη Γεωργία ήμαστε μαζί από 16 έως 20 χρονών. Αλλά λόγω του, όπως σου είπα και στην αρχή, ήμουνα λίγο ζωηρούλικο-τέτοιος, εντάξει, κάποια στιγμή δεν έδωσα συνέχεια, δεν είχαμε και τα μέσα, τηλέφωνο να βρεθούμε. Δηλαδή, φαντάσου, τότε για να επικοινωνήσουμε πήγαινε η Γεωργία από ένα χωριό στο άλλο για να πάει στο καρτοτηλέφωνο. Δεν είχαμε τα μέσα, δεν είχαμε τα internet, δεν είχαμε τίποτα. Μετά εγώ πήγα φαντάρος, τσαχπινογύριζα από δω και από κει, παντρεύτηκα και μικρός, έκανα και τα παιδιά, παντρεύτηκε και αυτή έκανε παιδιά, και μετά από 33 χρόνια βρεθήκαμε, μου λέει: «Σπύρο εσύ;». Λέω: «Γεωργία [01:20:00]εσύ;». «Ναι. Αύριο έχω ρεπό» μου λέει «πού είσαι;» Δεν ήξερε ούτε καν που κάνω αυτή τη δουλειά. Λέω: «Εκεί». Λέει: «Θα ΄ρθω να σε δω». Λέω: «Να έρθεις». Λέει: «Θα ΄ρθω την Πέμπτη, που έχω ρεπό». Λέω: «Να έρθεις». Και ήρθε την Πέμπτη που είχε ρεπό να με δει, αλλά όταν μπήκε μέσα, φιληθήκαμε, δεν είπαμε κουβέντα και το συνεχίσαμε από κει που είχε μείνει. Χωρίς καμία κουβέντα! Χωρίς τίποτα. Χωρίς κουβέντα! Δεν τη ρώτησα αν είναι με κάποιον, δεν με ρώτησε αν είμαι με κάποια. Είχε χωρίσει και η Γεωργία και τα παιδιά της μεγάλα σαν τα δικά μου. Και ήμαστε μαζί χωρίς να πούμε τίποτα. Και αυτό είναι αυτό. Οι δύο διαφορετικοί δρόμοι, με τα αγκάθια που έχουμε περάσει, έχει περάσει και αυτή, δύο διαφορετικά δέντρα που στο τέλος ενωθήκανε.

Μ.Μ.:

Καταπληκτικό!

Σ.Α.:

Ναι, αυτό έγινε!

Μ.Μ.:

Υπέροχο! Τι αγαπάς περισσότερο σε αυτή τη δουλειά;

Σ.Α.:

Σε αυτή τη δουλειά αγαπάω περισσότερο το ότι έχω την ευχέρεια –ευτυχώς, πολύ δύσκολο την έχει κάποιος– εάν δεν είμαι καλά ή δεν θέλω να δουλέψω ή θέλω ή οτιδήποτε, το κρίνω εγώ! Δηλαδή εάν έχω πονοκέφαλο ή δεν έχω διάθεση να σου κάνω tattoo, δεν θα το κάνω. Δεν θέλω να το κάνω. Όταν έχω τη διάθεση να το κάνω, θα το κάνω. Μου αρέσει που έχω την ευχέρεια, αν σε δω θετικό άνθρωπο, ευχαρίστως να το κάνουμε. Θετικό, να γελάς, να με κοιτάς και να ξέρω πως νιώθεις καλά. Εάν όχι, και έχεις σκοπό, όπως πολλοί άνθρωποι, να του σπάσεις τα νεύρα του άλλου και έτσι, το πρώτο πράγμα που μαθαίνεις σε σεμινάρια ή σε σχολές ή οτιδήποτε είναι ότι αν ο άλλος σου σπάσει τα νεύρα, μην του κάνεις τατουάζ σε καμία περίπτωση! Δεν θα έχεις, όσο καλά και να κάνεις, δεν θα έχεις το αποτέλεσμα που πρέπει. Και καλύτερα να χάσεις, ό,τι είναι να χάσεις, παρά να κάνεις τατουάζ, ενώ σου ΄χει γυρίσει το στομάχι τούμπα από τα νεύρα. Και το θεωρώ πολύ θετικό σε αυτή τη δουλειά στο ότι μπορώ να επιλέξω στο να δουλέψω αν είμαι καλά, να μη δουλέψω αν δεν είμαι καλά. Και να μη μου επιβάλλει κάποιος: «Πρέπει να δουλέψεις, είσαι δεν είσαι καλά!». Θεωρώ που είναι το πιο θετικό από όλα. Δηλαδή θεωρώ που, αν δεν είμαι καλά και πρέπει να πάω να φύγω από δω και να κλείσω την πόρτα γιατί πρέπει να πάω μία βόλτα να πάρω αέρα, πάω! Και δεν θα μου πει ο άλλος: «Απολύεσαι». Πιστεύω που είναι το πιο θετικό και θα ήταν το πιο θετικό για όλο τον κόσμο να μπορούσαν έτσι. Δηλαδή εκτός τη δουλειά και οτιδήποτε, το πιο θετικό θεωρώ που είναι αυτό. Το ότι αν θέλω να κοιμηθώ μια ώρα παραπάνω το πρωί, θα κοιμηθώ μία ώρα και θα κλείσω το ραντεβού μου μία ώρα μετά. Δεν θα μου επιβάλει κάποιος, πρέπει να είσαι standby, μπορείς δεν μπορείς, έχεις ξυπνήσει δεν έχεις ξυπνήσει, να το κάνεις. Τι άλλο πιο θετικό μπορεί να υπάρχει;

Μ.Μ.:

Όντως! Πώς βλέπεις το μέλλον σου σε αυτή τη δουλειά; Πώς σε φαντάζεσαι;

Σ.Α.:

Όσο μπορώ να την κάνω. Δεν υπάρχει μέλλον, δεν... όσο πιστεύεις όπου μπορεί να την κάνεις. Δηλαδή, δόξα τω Θεώ, μέχρι τώρα, ξέρεις, αν έχει πάρει το χέρι, είναι αυτό που έχει πάρει. Τώρα από κει και πέρα, προσπαθείς να μάθεις και κάποιον άλλονε, να του μεταφέρεις αυτό που μπορείς να του μεταφέρεις. Όπου πάνε και πληρώνουνε πέντε χιλιάρικα για να τους κοροϊδεύουν και δεν τους μαθαίνουν τελικά τίποτα, ούτε καν τα βασικά. Τουλάχιστον να το μεταφέρω σε δικούς μου ανθρώπους, όχι να πληρώνομαι, σε δικούς μου ανθρώπους. Να το μεταφέρω σε κάτι οπού είναι δικό μου αυτό, γιατί τώρα είναι μία τέχνη που εγώ για να τη μάθω παιδεύτηκα χρόνια, ενώ αυτά που παιδεύτηκα εγώ χρόνια μπορώ να σου τα μάθω τώρα σε μία βδομάδα. Δεν είναι κάτι εύκολο, δεν είναι κάτι που το κάνει ο καθένας εύκολα.

Μ.Μ.:

Από όσα μας αφηγήθηκες τι κρατάς; Τι ξεχωρίζεις;

Σ.Α.:

Τίποτα! Τι να ξεχωρίσω; Για μένα είναι, αυτά που σου είπα, είναι μία ρουτίνα, είναι μία... ξέρεις. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να σου συμβεί εδώ το πιο αστείο, το πιο περίεργο, το πιο εκνευριστικό, το πιο... Ξέρεις, γιατί ο καθένας που θα μπει εδώ… Δεν ξέρω, ο άλλος νομίζει που είσαι υποχρεωμένος να το κάνεις, γιατί μου έχουν πει: «Εγώ σε πληρώνω και γουστάρω να το κάνεις». Και εγώ λέω: «Και εγώ δεν θέλω να με πληρώσεις και δεν γουστάρω να σ' το κάνω». Μέχρι το να σηκωθώ με χαρά, να καταλάβω τι θέλει ο καθένας, να είναι ευχαριστημένος, δηλαδή μου ΄δωσε μία ιδέα. Το πιο ωραίο είναι που ο άλλος σου λέει το σκεπτικό του. Σου λέει: «Θέλω να έχει σχέση με αυτό, με αυτό, με αυτό...». Εσύ το δουλεύεις στο μυαλό σου και πάω στον υπολογιστή και του το βγάζω. Και μου λέει: «Δεν το περίμενα σε τίποτα, ούτε σαν ιδέα, ούτε σαν δουλειά, ούτε σαν εκτέλεση -μου λέει- σε ευχαριστώ πολύ!» δεν... Δηλαδή, είναι πολλοί, ρε παιδί μου, που σου λένε, εντάξει, δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο και σου λέει: «Θέλω το σκεπτικό μου να έχει βάση αυτό, να έχει στοιχεία από κει και έτσι». Και εσύ το δουλεύεις, ας πούμε, και λες: «Κάνω ένα από κείνο, ένα από αυτό, ένα από αυτό, τα δένω όλα μαζί και το καθένα σημαίνει κάτι. Πώς εσύ βλέπεις εδώ στο πόδι μου, ας πούμε τώρα, αυτό εδώ. Άλλος, εντάξει, θα πει: «Εντάξει, είναι ένα τατουάζ, ένα...» Και αυτό είναι κάτι, και αυτό είναι κάτι. Δηλαδή, δεν είναι τυχαίο, είναι μία ιστορία, είναι μία ιστορία εδώ. Δηλαδή αυτό εδώ δεν είναι τυχαίο, είναι μία ιστορία. Είναι, είναι! Δεν είναι ένα σχέδιο, ένα όπλο, ας πούμε. Είναι ένα όπλο που είχε ο πατέρας μου που ήταν ναυτικός.

Μ.Μ.:

Τι ήταν για σένα αυτό το όπλο;

Σ.Α.:

Για μένα ήταν κάποιες κουβέντες που μου λέει: «Όταν έχεις στο χέρι σου κάτι τέτοιο» μου λέει «αυτό δεν σε προδίδει ποτέ. Να φυλάγεσαι στη ζωή σου, γιατί εκτός από αυτό όλα τα άλλα μπορεί να σε προδώσουν, όλα! Όλα, από γυναίκα, από παιδιά, από συγγενείς, από φίλους, όλα. Αυτό» μου λέει «δεν θα σε προδώσει ποτέ. Και όταν το έχεις αυτό, σε προσέχουνε. Όχι να κάνεις κάτι, σε προσέχουνε. Και καλύτερα να σε προσέχουνε» μου λέει «παρά να σε περνάνε για τα… Να λένε καλό παιδί, καλό παιδί και από πίσω… Από πάνω να σε χαϊδεύει και από κάτω να…». Έτσι μου ΄λεγε. Και σήμαινε πολλά για μένα αυτό που μου είχε πει. Όχι για τίποτα άλλο, γιατί δεν τα είχα εφαρμόσει αυτά που μου είχε πει, αλλά τα βρήκα μπροστά μου. Τα βρήκα μπροστά μου. Και για αυτό σημαίνει... σημαίνει. Δηλαδή, αν δεις και το ποίημα εδώ, ας πούμε, αν το διαβάσεις, είναι… Δεν είναι τυχαίο, δεν είναι… Είναι το τραγούδι της Άντζελας Δημητρίου το Ουρανέ μου αλλά που έχω αλλάξει λέξεις. Εκεί που λέει «Βοήθα τον», «Βοήθα τους να 'ναι καλά», ας πούμε, λέει, ξέρεις. Για τους δικούς μου, για το… Και, ξέρεις, αποτυπώνεις αυτά που νιώθεις μέσα σου, τα έχεις πάνω σου. Και το έχω γράψει και ανάποδα, να το διαβάζω εγώ, να μην το διαβάζεις εσύ από κει. Ναι, τίποτα δεν είναι τυχαίο.

Μ.Μ.:

Τι είναι για σένα το τατουάζ;

Σ.Α.:

Τα πάντα! Είναι ο καθένας όπως θέλει να είναι και τι θέλει να έχει αποτυπωμένο πάνω του. Είναι τίποτα και τα πάντα. Για άλλον είναι μόδα για… Εντάξει, και πολλοί είναι όπου αυτά που έχουν στην ψυχή τους, που σου λένε όπως δουλεύεις εκεί τα αποτυπώνουν πάνω τους. Δηλαδή για κάποιους είναι τίποτα, είναι μόδα και για κάποιους είναι ό,τι πιο σημαντικό μπορεί να υπάρχει. Δηλαδή την προηγούμενη φορά, ρε παιδί μου, μου ήρθε ένας με τη γυναίκα του εδώ, γύρω στα 60-65 χρόνων. Δεν είχε τατουάζ ποτέ στη ζωή του κανένα. Και ήρθε με τη γυναίκα του, η γυναίκα του γεμάτη χαρά, κι έκανε δύο ονόματα τόσα, τα εγγόνια του. Για αυτόν τι μπορεί να είναι; Τατουάζ; Δεν είναι τατουάζ. Εννοείται, δεν είναι τατουάζ. Φαντάσου τώρα, κοντά 70 χρονών και έγραψε τα εγγόνια του. Και η γυναίκα του μόνο που δεν χόρευε εδώ από τη χαρά της που έγραψε τα εγγόνια του στο χέρι του. Οπότε αυτό δεν λέγεται τατουάζ, λέγεται, ξέρω γω; Οικογένειά μου, κατάθεση ψυχής, δεν ξέρω πώς το βλέπει ο καθένας. Απλά πώς το νιώθω εγώ. Εντάξει, έχει τύχει και μπαίνουν εδώ μέσα και μου λένε: «Θέλω ένα τατουάζ». Λέω: «Τι τατουάζ;». «Ό,τι να ’ναι, ό,τι θέλεις». Ή ο άλλος μου 'φερε κάτι σύμβολα, κινέζικα. Λέω: «Τι είναι αυτά;». Μου λέει: «Δεν ξέρω». «Κάτσε» λέω «να τα βρω εκεί». Και τα βρίσκω και το ένα ήτανε καράβι, το άλλο γουρούνι, το άλλο βόδι και το άλλο σκύλος! Λέω: «Ρε φίλε, αυτά σημαίνουνε». Μου λέει: «Δεν με ενδιαφέρει, τα σύμβολα μου αρέσουνε». Εντάξει, περί ορέξεως πίτα με κολοκύθι. Ή την προηγούμενη φορά, ας πούμε, μου ήρθαν κάποιοι και έγραψαν τι. Τι νομίζεις; Όπου δεν το πίστευα, να σου δείξω το χαρτάκι.

Μ.Μ.:

Μπορούμε να το πούμε δεν είναι κακό.

Σ.Α.:

Ναι. Και τους ρώτησα, τους ρώτησα, ας πούμε. Γιατί καμιά φορά σε ξένους μπορεί να συμβεί το να ρωτήσουνε κάτι πώς το λένε και να τους πειράζουν εδώ, εκεί που μένουν και να τους λένε... πώς λένε «μαλάκα», πώς λένε εκείνο, και να τους πουν μία άλλη λέξη. Και τους ρώτησα, λέω: «Ξέρεις ακριβώς τι σημαίνει αυτό;». Μου λέει: «Ναι». Λέω: «Τι σημαίνει;». Ήθελα να μου το πει. Μου λέει: «Αυτό». «Α, εντάξει» λέω «ξέρεις. Από πού είσαι;». Θεώρησα που είναι κάπου από δίπλα, πιο πέρα, κάτι που έχουν προστριβές, [01:30:00]έχουνε διαφορές. Λέει: «Βέλγιο». Του λέω: «Θέλεις να γράψεις αυτό;» «Ναι» μου λέει. Και τους ρώτησα γιατί και, αφού κουβεντιάζαμε, μου λέει γιατί η κατάσταση είναι ίδια. Όχι, εγώ του είπα που είναι ίδια όπως εδώ. Γιατί μου λέει: «Πρέπει να δουλεύουμε εμείς, να μας παίρνουν ό,τι δουλεύουμε εμείς, για να είναι αυτοί με τις κοιλιές τόσες και να τρώνε αυτοί και να περνάνε καλά».

Μ.Μ.:

Όποτε αυτό ήταν το «Άντε γαμήσου Βέλγιο».

Σ.Α.:

Ναι. Ναι. Και ήταν Βέλγοι. Και ήταν Βέλγοι. Δηλαδή, εντάξει, δεν το έχω ξανακάνει αυτό και μου φάνηκε κάπως. Δηλαδή είναι σαν να μου έρθει ένας Έλληνας εδώ και να μου γράψει «Άντε γαμήσου Ελλάδα». Εννοείται θα του πω: «Από πού είσαι; Τι είσαι; Είσαι Τούρκος είσαι… Τι σκατά είσαι;». Ναι, όχι, ήταν Βέλγοι. Δηλαδή, από περίεργα ουου, όσα θέλεις!

Μ.Μ.:

Τι σου έχει μάθει αυτή τη δουλειά για τη ζωή;

Σ.Α.:

Τίποτα! Τίποτα και όλα! Μου έχει μάθει να προσέχεις, να είσαι επιφυλακτικός, το ό,τι καλύτερο μπορεί να σου συμβεί είναι να είσαι με τον άνθρωπό σου, τους ανθρώπους σου και τα παιδιά σου και με κανέναν άλλον, ούτε για καφέ. Και για καφέ, έναν καφέ και τον καφέ μόνο και τέρμα, χωρίς παρτίδες, χωρίς τίποτα. Γιατί μου ΄χει μάθει που όποιος σε πλησιάζει δεν σε πλησιάζει καλό, όπως λέγανε και στα χωριά παλιά, δεν είναι για καλό. Αυτό μου έχει μάθει. Μπορώ να είμαι εδώ, στην ησυχία μου, να εμπνευστώ, να βγάλω τα σχεδιάκια μου, να χαζεύω τα σχέδιά μου, να 'μαι περήφανος για αυτό που κάνω, αλλά αυτούς που θέλω κοντά μου είναι η οικογένειά μου, τα παιδιά μου, οι δικοί μου και φτάνει! Χωρίς φιλίες, χωρίς συγγενολόγια, χωρίς τίποτα, γιατί καταλήγεις πάντα στο ότι όπου δίνεις εμπιστοσύνη από κει θα πληγωθείς. Και μου έτυχε και ένα περιστατικό τώρα τελευταία, όπου εκεί που έδωσα εμπιστοσύνη, που αγαπούσα πολύ, από κει πληγώθηκα και πολύ. Από... τώρα δεν ξέρω αν έχει σημασία, αλλά λέμε τώρα. Και τελικά σε μαθαίνει να είσαι δημιουργικός αλλά μόνος σου. Και για αυτό μας λένε και περίεργους ανθρώπους, αυτοί που κάνουν αυτή τη δουλειά τους αποκαλούνε… Εντάξει, λογικό είναι. Όπως αποκαλούν τους ζωγράφους κι έτσι αποκαλούν κι εμάς, που «αυτοί που κάνουν αυτή τη δουλειά είναι περίεργοι άνθρωποι». Όχι, δεν είναι περίεργοι, δεν είναι καθόλου περίεργοι, είναι οι πιο νορμάλ, επειδή είναι μόνοι τους. Επειδή τα έχουνε δει όλα, τα έχουν ζήσει όλα, δεν υπάρχει κάτι να μην το έχω ζήσει σε αυτή τη δουλειά, και επιλέγεις να είσαι μόνος σου, με πολλά λίγα παρέδωσε και για αυτό μας λένε και περίεργους.

Μ.Μ.:

Θες να προσθέσεις κάτι;

Σ.Α.:

Να προσθέσω… Ήθελα να προσθέσω δύο εκατομμύρια ευρώ στο λογαριασμό μου, αλλά που δεν μπορώ! Όταν τελειώσω θα πάω να παίξω κάνα τζόκερ, λέμε, μπας και... Τι να προσθέσω; Αυτό ήθελα να προσθέσω, αλλά δε γίνεται!

Μ.Μ.:

Να 'σαι καλά, σε ευχαριστούμε πάρα πολύ!

Σ.Α.:

Έγινε. Και εγώ ευχαριστώ πολύ. Εντάξει, έχουμε και πολλές ιστορίες ακόμα να πούμε, αλλά δεν θα τελειώσουμε ποτέ. Θα καθίσεις εδώ να γράφει μέχρι του χρόνου!

Μ.Μ.:

Άλλη φορά.

Σ.Α.:

Άλλη φορά. Εντάξει. Όποτε θέλεις, στη διάθεσή σου.

Μ.Μ.:

Να 'σαι καλά!