© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Έφαγα 180 ενέσεις στα πισινά για να γλιτώσω από τη φυματίωση»: παιδικές αναμνήσεις από τα Σανατόρια και τις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης

Κωδικός Ιστορίας
10267
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Απόστολος Μιντιούρης (Α.Μ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
20/08/2021
Ερευνητής/τρια
Κατερίνα Πιστόλα (Κ.Π.)
Κ.Π.:

[00:00:00]Καλησπέρα. Πώς ονομάζεστε;

Α.Μ.:

Ονομάζομαι Μιντιούρης Απόστολος του Στεργίου.

Κ.Π.:

Είναι Παρασκευή 20 Αυγούστου 2021. Είμαι με τον Μιντιούρη Απόστολο στο Σουφλί. Εγώ είμαι η Κατερίνα Πιστόλα, ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε με την ιστορία του κυρίου Αποστόλη. 

Α.Μ.:

Λοιπόν, όπως σας είπα και πριν, ονομάζομαι Μιντιούρης Απόστολος του Στεργίου. Είμαι γέννημα και θρέμμα στην πόλη του μεταξιού, στο ευλογημένο το Σουφλί, που δεν πρόκειται να το λησμονήσω ποτέ. Τ' αγαπώ, τ' αγκαλιάζω και προσφέρω οτιδήποτε μου ζητηθεί από τους συνανθρώπους. Λοιπόν, εγώ είμαι γεννηθείς 07/03 του 1938. Πήγα σαν μαθητής του Δημοτικού σχολείου, στο 2ο Δημοτικό Σχολείο Σουφλίου. Εκεί έμεινα μέχρι στις αρχές στην Τέταρτη Τάξη του δημοτικού σχολείου. Τα απογεύματα κατέβαινα στο σιδηροδρομικό σταθμό και έβλεπα που ερχότανε τρένα και κουβαλούσανε παιδιά. Παιδιά στην ηλικία τη δικιά μου, λίγο μικρότερα και λίγο μεγαλύτερα. Πραγματικά, είδα αυτά τα παιδιά και είπα: «Πού τα πηγαίνουνε; Πού τα πηγαίνουνε;». Ρώτησα να μάθω, κανείς δεν μου 'δωσε καμία πληροφορία. Έλεγε ο καθένας ό,τι του ερχόταν στο μυαλό του. Μία μέρα, επειδή τότε πηγαίναμε στο σχολείο και πρωί και απόγευμα, το απόγευμα σχολάσαμε από το σχολείο, πήγα πέταξα την τσάντα στο σπίτι. Το σπίτι μεγάλο, 7 με 22, ήταν γεμάτο με κουκούλια. Όλοι οι δικοί μου μέσα ταΐζαν και ποτίζαν τα κουκούλια και εγώ έφυγα από κει σκαστός και κατέβηκα και πήγα στο σιδηροδρομικό σταθμό. Ήρθε το τρένο πάλι γεμάτα από παιδιά. Αυτά τα παιδιά, που έμαθα μετά φυσικά στην πορεία, ήταν όλα περιοχή Ορεστιάδος και Διδυμοτείχου. Λοιπόν και πάρα πολλά παιδιά ήτανε Θυρέα, Μάνη και Ασπρονέρι. Και τελικά πήγα να ανέβω και εγώ σε ένα βαγόνι, δεν με άφηναν τα παιδιά να ανέβω με τίποτα, διότι αυτά ήταν από ένα χωριό. Ήταν συγγενικά πρόσωπα, ήταν αδέρφια, ήταν ξαδέρφια, ήταν φίλοι που εμένα δεν με δεχότανε. Πήγα σε άλλο βαγόνι και εκεί βρήκα αυτό το πράμα. Το τρένο σφυρίζει να φύγει και αναγκάστηκα να πάω να ανέβω και να χωθώ μέσα σε μία καρότσα επιβατών. Ήρθε κάποιος σιδηροδρομικός και μου είπε: «Εισιτήριο». Εγώ εισιτήριο δεν ήξερα τι θα πει το εισιτήριο και πώς γίνεται το εισιτήριο και άρχισα να κλαίω. Και με ρωτάει αυτός: «Πού θες να πας ρε παιδί μου;». «Εκεί που θα πάνε όλα αυτά τα παιδιά». Έφυγε από κοντά μου και πήγε οπωσδήποτε και μίλησε με κάποιον ανώτερο του και ο ανώτερος έδωσε την απάντηση την πρέπουσα και του λέει: «Τώρα πού να το κατεβάσουμε; Θα το κατεβάσουμε στην Κορνοφωλιά; Δεν ξέρουμε τι μπορεί να προκύψει. Θα το πάρουμε, θα το κατεβάσουμε Αλεξανδρούπολη. Μεγάλη πόλις, και από κει και πέρα όπου πάνε όλα τα άλλα τα παιδιά ας πάει κι αυτό». Φτάσαμε με το καλό στην Αλεξανδρούπολη. Ήρθε ο συνάδελφος, μετέπειτα φυσικά έμαθα ότι είναι και συνάδελφός μου. Λοιπόν και μου είπε: «Να χωθείς κάτω, εκεί που βάζουμε τις βαλίτσες, τα κουτιά και δεν θα βγεις καθόλου από κει. Θα βγεις όταν θα σου πω εγώ!» και ήρθε στη Αλεξανδρούπολη και μου λέει: «Κατέβα». Κατέβηκα και εγώ. Στην Αλεξανδρούπολη, στο λιμάνι, στο σιδηροδρομικό σταθμό υπήρχαν αυτοκίνητα του στρατού και της αεροπορίας, που παραλάμβαναν τα παιδιά και θα τα πηγαίναν κάπου και που, δεν ξέρω. Μέσα εκεί πραγματικά δεν βρήκα καμία ενόχληση. Ανέβηκα και εγώ μέσα σε ένα αυτοκίνητο και μας πήγαν στην Ακαδημία εκεί που βγαίναν οι δάσκαλοι και δασκάλες. Μας κλείσανε εκεί μέσα τρεις μέρες. Τρία ημερόνυχτα. Την πρώτη μέρα όμως, πριν να μας βάλουν μέσα, μία γυναίκα φώναζε ονομαστική κατάσταση και έλεγε: «Τα αγόρια θα λένε παρών και τα κορίτσια θα λένε παρούσα». «Μήπως δεν άκουσε κάνεις το όνομά του;» «Εγώ» «Έλα εδώ κοντά». Πήγα κοντά, λέει: «Πώς λέγεσαι;» «Μιντιούρης Απόστολος». «Από που είσαι;» «Από το Σουφλί» «Όχι -λέει- το Σουφλί θεωρείται κωμόπολη και θα σε γυρίσουμε πίσω». Να 'ναι καλά κάποιος, μάλλον συνάδελφος της ήτανε, «Άντε ρε παιδί μου, ποή να το γυρίσουμε πίσω το παιδί, πού ξέρουμε από πού είναι, που θα πατήσει καμία νάρκη, ξέρω [00:05:00]γω τι...». Και εγώ αυτό σκεφτόμουνα το ότι υπήρχε ο συμμοριτοπόλεμος, όλα ήταν μες στις νάρκες. Λέω: «Αν πάω με τα πόδια», νόμιζα θα με στείλουν με τα πόδια να γυρίσω πίσω, «και πατήσω καμία νάρκη θα σκοτωθώ!». Άρχισα να κλαίω εκεί πέρα. «Γράψ’ το -λέει- να πάει και αυτό εκεί που είναι να πάνε τα άλλα» «Μιντιούρης Απόστολος του Στεργίου». Την άλλη μέρα το πρωί ξαναφωνάζει ονομαστική κατάσταση. Εγώ τα αυτιά μου στηλωμένα να ακούσω το όνομά μου. «Μιντιούρης Απόστολος του Στεργίου» «Παρών». Αυτό πήγε τρία μερόνυχτα. Μετά από τα τρία μερόνυχτα, μας κατέβασαν στο προαύλιο της Ακαδημίας και περνούσανε κοπέλες και αγόρια και βάζανε σε όλα τα παιδιά από μία κονκάρδα. Οι κονκάρδες όμως είχαν διαφορετικό χρωματισμό. Εμένα μου βάλανε μία κονκάρδα την μπλε, όπως ‘βάλαν και σε άλλα παιδιά και μας είπανε: «Φεύγουμε τώρα, πηγαίνουμε στο λιμάνι, περιμένει ένα καράβι “Ο Αλιάκμονας”». Έτσι λεγότανε. «Θα προσέξετε εκεί που θα κοιμηθείτε, κουβέρτες υπάρχουν άφθονες, αλλά να μη χαθούν τα καρτελάκια, οι κονκάρδες». Ανεβήκαμε στο καράβι, πριν από μέσα δύο τσολιάδες στο καράβι στην πύλη, στην είσοδο και έψαχναν στις τσέπες μας, τους κόρφους από δω και από κει, να μην έχουμε κανένα ψαλίδι, κανένα μαχαίρι. Σου λέει μη σφαχτούν τα παιδιά μέσα και ξέρω γω τι. Τώρα μπήκα μέσα, μεγάλο το καράβι και αυτό πήγε τρία μερόνυχτα να δούμε κάποιο αποτέλεσμα. Μετά από τα τρία μερόνυχτα, φτάσαμε σε ένα μεγάλο χωριό και είπαν ότι: «Εδώ θα κατεβείτε. Δεν θα απομακρυνθείτε. Όλα θα είσαστε κοντά στους υπεύθυνους που σας συνοδεύουνε».

Α.Μ.:

Ήταν ο Πειραιάς. Στον Πειραιά, βρήκαμε κάτι ηλεκτρονικά jukebox που παίζανε τότε με δισκάκια μουσική, ωραιότατη μέρα, είχαν και κάτι τραπέζια αραδιασμένα που ήταν γεμάτα με σταφιδόψωμο. Και κάθε παιδί περνούσε από κει του δίνανε ένα ποτήρι γάλα και από ένα σταφιδόψωμο. Εκείνο το σταφιδόψωμο το θυμάμαι. Και τι ήμουνα; 8,5 στα 9 μου χρόνια. Μου φαίνεται ότι η ουσία του είναι ακόμα στα χείλη μου. Φάγαμε εκεί πέρα το σταφιδόψωμο, το γάλα, και παίρνανε τα παιδιά με την μπλε την κονκάρδα σε ειδικά αυτοκίνητα πάλι του στρατού και της αεροπορίας και πηγαίναν στο καλό της Παναγίας, πού δεν ξέραμε. Φτάσαμε σε ένα σημείο και μας είπανε: «Παιδιά φτάσαμε». Ένα προαύλιο γύρω γύρω με κάγκελο, μεγάλο προαύλιο και απάνω είχαν βάλει και σύρματα και μέσα είναι γεμάτο από κτίρια. Μας κατέβασαν και μας βάλανε μέσα στο χώρο αυτόν. Μέσα είχε ένα σιντριβάνι, χωρίς νερό φυσικά, και μας μιλούσανε άνθρωποι, γυναίκες, άντρες των γραμμάτων. Και εκεί μας δώσανε πάλι από ένα ποτήρι γάλα και από ένα σταφιδόψωμο. Δεν μας βάζουνε μες στα κτίρια καθόλου. Μας πήραν από κει σε εξάδες αγόρια, κορίτσια. Όλα ήμαστε περίπου στην ίδια ηλικία. Δηλαδή από 8 μέχρι και 11 χρόνων το μεγαλύτερο. Μας πήρανε και μας πήγαν στην Καισαριανή. Ο Βύρωνας με την Καισαριανή είναι πάρα πολύ κοντά. Με τα πόδια πήγαμε και με τα πόδια γυρίζαμε. Τότε δεν υπήρχαν πολυκατοικίες, δεν υπήρχαν λεωφορεία, δεν υπήρχαν πολλά μέσα. Με τα πόδια πήγαμε και με τα πόδια γυρίσαμε. Και από κει και πέρα αρχίζει ο καλός ο Γολγοθάς. Μας πήγαν εκεί, ήταν ένα κτίριο έτσι το θυμάμαι για λίγο. Εκεί ήταν άνθρωποι που κούρευαν. Υπήρχαν άνθρωποι που μας πήρανε και μας πήγαν μέσα μας κάνανε λουτρά, το μπάνιο με ντουζ, με γκαλέτσια. Λοιπόν και μόλις βγαίναμε έξω, χωριστά στον κόσμο. Τα κοριτσάκια τα παίρναν από κει, τα αγορούδια τα παίρναν από δω. Υπήρχανε γυναίκες του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και έρχεται η Βασίλισσα τότε, τη Φρειδερίκη― διότι τα μάθαμε όλα αυτά στην πορεία. Ποιος έκανε όλο αυτό το κίνημα, θα σας πω. Λοιπόν και μας ντύσανε. Παπούτσι, κάλτσες, εσώρουχα, [00:10:00]εξωτερικά ρούχα. Τα αγοράκια τα είχανε σε μπουφανάκι με παντελόνι με ρεβέρ κοντό και τα κοριτσάκια μπουφανάκι με φούστα. Λοιπόν, αυτά έγιναν. Όμως πριν προηγήθηκε το κούρεμα με ψιλή μηχανή και περνούσαμε από ένα μηχάνημα και μας κάναν απολύμανση και μετά στο ντύσιμο. Έγιναν όλα αυτά τα πράγματα. Η παιδούπολη η δικιά μας δέχτηκε τότε 189 παιδιά, 190 περίπου. Για μένα όλα τα παιδιά άγνωστα. Όλα τα άλλα τα παιδιά είχαν τους φίλους και αδέρφια ήτανε ξέρω γω. Εν πάση περιπτώσει, με την πάροδο του χρόνου αρχίσαμε πλέον να συμβιβαζόμαστε και να γίνουμε μία μεγάλη οικογένεια. Εκεί υπήρχαν μέσα και εστιατόρια για φαγητό και μπάνιο και κατηχητικά σχολεία και κάθε λιγάκι ερχόταν και κουκλοθέατρα και σινεμά. Ερχόταν η Βασίλισσα με τον Κωνσταντίνο, με την Ειρήνη, τη Σοφία τότε μικρά ήτανε και παίζαν μαζί μας. Λοιπόν, εκεί αρχίσαμε πλέον να προσαρμοζόμαστε, να μπαίνουμε σε κάποιο καλό πρόγραμμα. Τι καλό πρόγραμμα, έπρεπε το πρωί να πάμε για πρωινό στην τραπεζαρία, χωρίς δεν κάνουμε την προσευχή μας, δεν θα πάρουμε πρωινό. Τελειώνουμε το φαγητό, πάλι προσευχή και από κει και πέρα τις τσάντες και στο σχολείο. Και σχολείο εκεί μέσα. Μεγάλη κατανόηση, πολύ μεγάλος συγχρονισμός. Άρχισαν όμως να ‘ρχονται μέσα φωτογράφοι και να παίρνουν φωτογραφίες τα παιδιά, τα αγόρια, τα κοριτσάκια και ρώτησα εγώ λέω: «Γιατί τα βγάζουν φωτογραφία;», λέω. Από το ό,τι είπαν τα πιο μεγάλα φυσικά: «Αυτά -λέει- τα βγάζουν φωτογραφία για να τα στείλουν στους γονείς τους, για να δουν οι γονείς τους πώς είναι τα παιδιά τους». Εγώ με αγαπούσε πάρα πολύ ο Διευθυντής της παιδουπόλεως, ένας Λεβεντίδης Λεβέντης και λεβέντης ήταν. Ένας πανύψηλος άνθρωπος. Πήγα, χτυπάω την πόρτα. «Εμπρός. Έλα, Αποστολάκο. Τι κάνεις; Κάθισε. Έλα να σε δω». Με αγκάλιασε εκεί πέρα. Λέω: «Γιατί δεν με βγάζετε και εμένα φωτογραφία να στείλετε στους γονείς μου;». Λέει: «Είναι με τη σειρά. Είναι με την κατάσταση. Όταν θα 'ρθει η σειρά σου -λέει- θα σε βγάλουμε και σένα φωτογραφία», μου είπε αυτός. Με αγκάλιασε κι έφυγα.

Α.Μ.:

Από τότε που κάναμε αυτή τη συζήτηση, πέρασαν τρεις μέρες, ήρθε ένα τζιπάκι με μία νοσηλεύτρια τότε του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Μία κυρία Μπαλάσκα, ο οδηγός και φόρτωσαν απάνω στο αυτοκίνητο ένα τσουβαλάκι με ρούχα και εμένα και υπέθεσα εγώ ότι θα με γυρίσουν πίσω στο Σουφλί. Άρχισα να κλαίω. Με είδε στον καθρέφτη η κυρία Μπαλάσκα, είπε στον οδηγό: «Τράβα δεξιά και σταμάτησε -λέει- γιατί; -λέει- το παιδί κλαίει, να δούμε τι συμβαίνει». Λέω: «Πού θα με γυρίσετε πίσω; Πού θα πάω; Έχει νάρκες πολλές…», λέει: «Δε θα σε γυρίσουμε. Θα πάμε σε ένα μέρος. Μη στεναχωριέσαι, δεν πάμε στο χωριό σου...» λέει. Και μπήκε το αυτοκίνητο κάποια στιγμή σε μία δασώδη περιοχή. Πάρκαρε το αυτοκίνητο εκεί πέρα, με πήρε η κυρία Μπαλάσκα και τα ρούχα μου μαζί και με παρέδωσε σε μία κυρία Κατερίνα φερ' ειπείν. Με πήρε αυτή η γυναίκα εκεί, παρέλαβε, το τζιπάκι έφυγε. Με αγκάλιασε, με φίλησε και έφυγε. Με πήρε αυτή η γυναίκα και με πήγε μέσα σε μία αίθουσα που μπορεί να είχε και 100 παιδιά, περίπου στην ηλικία τη δικιά μου. Μέσα όμως κούρα, ησυχία. Δεν ακουγόταν το παραμικρό, ψίθυρος. Πέρασα εκεί πέρα καμιά εβδομάδα, εγώ σκεπτικός, κοιτούσα δεξιά αριστερά, πηγαίναμε να φάμε και κατευθείαν πάλι στον ύπνο, χωρίς τίποτα, τίποτα άλλο να κάνουμε. Λοιπόν μία μέρα ήρθε μία γυναίκα, που έμαθα ότι ήταν η Διευθύντρια των εγκαταστάσεων. Μία Μαίρη Τσακίρη και ψιθυριστά για να μην ακουγόμαστε, δεν έπρεπε να γίνεται συνωστισμός, όπως καλή ώρα και τώρα που δίνω τη συνέντευξη. Λοιπόν και μου λέει: «Αποστολάκο, με χάιδευε στο κεφάλι, μήπως ξέρεις, θυμάσαι από πού είσαι;» «Πώς δεν θυμάμαι. Εγώ είμαι [00:15:00]από το Σουφλί, από το νομό Έβρου». Λέει: «Το Σουφλί είναι πιο πάνω από την Αλεξανδρούπολη;». «Είναι λίγο πιο πάνω από Αλεξανδρούπολη. Έχεις εκεί πέρα γονείς;». «Έχω και πατέρα, έχουν και μητέρα, αλλά η μητέρα μου είναι μητριά. Έχω μία παραδερφή, έχω μία αδερφή και έναν αδερφό». Λέει «Από τότε που ήρθες εδώ στην παιδούπολη, επικοινωνείτε με τηλέφωνο;». «Ούτε τηλέφωνο, τίποτα και δεν ξέρει κανένας ότι εγώ βρίσκομαι εδώ, γιατί εγώ έφυγα κατά αυτό τον τρόπο». Λοιπόν «Μήπως θυμάσαι -λέει- εκεί που κάθεστε στο Σουφλί, έχει τίποτα καμία διεύθυνση;». «Οδός Κυρίλλου Πέμπτου και αριθμός 43». Αυτή δεν έγραφε τίποτα, τα κράτησε όλα στη μνήμη της. Εγώ δεν ξέρω τίποτα. Σηκώθηκε η γυναίκα, βρήκε τον τρόπο και βρέθηκε στο Σουφλί και βρήκε κάποιον στο δρόμο και λέει: «Θέλω αν είναι δυνατόν να μου πείτε, πού μπορώ να βρω τον Μιντιούρη τον Στέργιο τον καροποιό». Πήραν αυτή η γυναίκα, ήταν άντρας, δεν ξέρω, δεν το είδα, την πήραν τη γυναίκα και την πήγαν στον πατέρα. Ο πατέρας μου έφτιαχνε ένα τροχό εκείνη τη στιγμή, λέει: «Καλημέρα» «Καλημέρα». Σας είπα εγώ δεν μου είπε τίποτα ότι θα 'ρθει ότι θα κάνει. Λοιπόν «Είσαστε ο κύριος Μιντιούρης ο Στέργιος;» «Μάλιστα» λέει: «Μπορείτε να σταματήσετε λίγο την εργασία σας;» «Βέβαια», λέει. «Εγώ, λέει, λέγομαι Μαίρη Τσακίρη και είμαι από την Αθήνα. Θέλω όμως πριν να κάνουμε τη γνωριμία, την πολύ καλή γνωριμία, αν ήταν το δυνατόν να με πάρετε και να με πάτε στο σπίτι που κάθεστε με τα μέλη της οικογένειάς σας». Την πήρε ο πατέρας μου, εδώ πιο κάτω ήτανε. Όλα αυτά ήτανε, γιούρτια ήτανε χωράφια, την πήρε και την πήγε 50 μέτρα πιο πάνω από δω που καθόμαστε. Λοιπόν, «Τώρα -λέει- θέλω να μου γνωρίσεις τα μέλη της οικογένειας». «Από δω είναι η Εριφύλλη είναι η στερνή μου γυναίκα, η στερνή γυναίκα είναι η δεύτερη γυναίκα. Από δω είναι η Θεοδώρα είναι παρακόρη μου, δεν είναι από μένα. Τώρα από δω είναι η Αντιγόνη, είναι γνήσια κόρη μου. Από δω είναι ο Τάκης, ο Παναγιώτης, γνήσιον παιδί και ένα έχουμε αγνοούμενο και χαμένο». «Πώς το λένε το αγνοούμενο;» «Απόστολο» «Τι ηλικία τώρα να είναι», λέει: «Τώρα αυτό -λέει- μπορεί να είναι και 10 χρονών» «Ο Απόστολος δεν είναι αγνοούμενος δεν είναι χαμένος, τον έχω εγώ στα χέρια μου» και εκεί διαπιστώθηκε γιατί δεν με βγάζουν φωτογραφία. «Έχει το παιδί μία ασθένεια της φυματίωσης, αλλά με τη βοήθειά μας και με τη βοήθεια του Θεού θα το κάνουμε καλά». Ακούγοντας η αδερφή μου, οι άλλοι ούτε ο πατέρας μου δάκρυσε το αυτί του, άρχισε να κλαίει η αδερφή μου. Και τελικά όταν θα έφευγε η Μαίρη Τσακίρη ζήτησε να της δώσουν μία πληροφορία αν μπορέσει και επικοινωνήσει μαζί μου με ένα γράμμα. Κι έγραψε ένα γραμματάκι και το 'δωσε στα χέρια της Μαίρης Τσακίρης και δεν μου το ‘φερε η ίδια. Μου το ‘φερε μία άλλη υπάλληλος για να μη φανεί ότι ήρθε η Μαίρη εδώ πέρα ξέρω γω. Τα έμαθα αυτά στην πορεία και τα έμαθα από την αδελφή μου. Λοιπόν τους χαιρέτησε, ήρθε αυτή κάτω, συνεχίζουμε την ανάρρωση, συνεχίζουμε τα πάντα. Κάποια στιγμή ήρθε, «Είμαι η Μαίρη Τσακίρη», με πήγε μέσα, με έπλυνε, με έντυσε, λέει: «Θα φύγεις από δω και θα πας σε ένα πιο μεγάλο νοσοκομείο». Ήρθε το τζιπάκι το ίδιο με την κυρία Μπαλάσκα πάλι. Με πήρανε και υπέθεσα εγώ ότι με γυρίζουνε και με πηγαίνουν στην παιδούπολη. Με πήγαν… Όσο πηγαίναμε το δάσος μεγάλωνε και ομόρφαινε και τελικά φτάσαμε σε άλλες εγκαταστάσεις και μάθαμε, μετά από την άλλη μέρα, ότι είναι σανατόριο στην Πάρνηθα. Έξι μήνες και εκεί στο συγκεκριμένο νοσοκομείο και 180 ενέσεις στα πισινά μου και μπόρεσα να κρατήσω το κεφάλι μου όρθιο από αδενοπάθεια. Εάν δεν [00:20:00]γινόταν αυτό το θαύμα για να βρεθώ εκείνη τη στιγμή στην Αθήνα, μου φαίνεται από 8,5 και 9 χρόνων θα είχα πεθάνει. Και δοξάζω το Θεό, πήγαμε εκεί πέρα. Κατά κάποιον τρόπο, μάθαμε καλή συμπεριφορά, μάθαμε ορισμένα πράγματα και τα τηρούμε σήμερα και στον εαυτό μας και στα παιδιά μας. Και το 1951. Πήγαμε το 1947 και γυρίσαμε το 1951, τέσσερα χρόνια γεμάτα, περάσαμε πολύ καλά με μεγάλη προσεκτικότητα σε όλα τα παιδιά. Και η Αθήνα είχε τότε παιδουπόλεις πάρα πολλές, δεν ήταν μόνο η δικιά μας. Μπορεί να ‘τανε και 7 και 8 ακόμα, διότι το καράβι που φτάσαμε όταν πήγαμε στον Πειραιά, είχε 4.000 παιδιά! Λοιπόν, όλα αυτά τακτοποιηθήκαμε σε παιδουπόλεις και τα μεγαλύτερα τα παιδιά τα οποία θέλησαν να γίνουν άνθρωποι γίνανε με πτυχία και με γνώσεις. Αυτή ήταν όλη η περιήγηση, είτε τα καλά είτε τα κακά. Αυτά που πέρασα, αυτά θυμάμαι και αυτά είχα να σας πω.

Κ.Π.:

Τι σας έκανε αρχικά να φύγετε από δω σκαστός; Είχατε…

Α.Μ.:

Εδώ εκείνο το οποίο με ανάγκασε εμένα προσωπικά τέτοια ώρα που μιλάμε 18:00-19:00 η ώρα καλοκαιρινή περίοδο, έπρεπε να φύγουμε από το σπίτι μας και να πάμε να κάνουμε διανυκτέρευση σε ένα συγγενικό μας πρόσωπο, που ήτανε περίπου 1 χιλιόμετρο πιο μέσα στο Σουφλί. Γιατί γινόταν αυτό το πράγμα; Διότι υπήρχε ο συμμοριτοπόλεμος, υπήρχαν οι αντάρτες που αυτοί οι αντάρτες που υπήρχανε ήταν άνθρωποι που γνωρίζανε τα πάντα μέσα στο Σουφλί. Διότι ήταν και Σουφλιώτες και έκαιγαν και σπίτια και σκοτώνανε και κάνανε και ράνανε και δείχνανε… Και αυτό το πράγμα μας προβλημάτισε διότι κάθε βράδυ λέγαμε: «Θα ξημερωθούμε με το καλό ή θα βρούμε το σπίτι καμένο και τους ανθρώπους;» Τότε έγιναν πολλά τέτοια πράγματα. Ένα ήταν αυτό που με έκανε να φύγω από κοντά από τους γονείς μου και από το σπίτι μου. Ο φόβος. Και το άλλο ήταν η αδικία που προέκυψε η μητριά στη μέση.

Κ.Π.:

Και πώς αισθανόσασταν που ήσασταν ολομόναχος σε όλο αυτό το ταξίδι; Δεν νιώσατε την ανάγκη να επιστρέψετε κάποια στιγμή; 

Α.Μ.:

Λοιπόν στην αρχή πραγματικά υπήρχε κάποια δυσκολία. Με την πάροδο του χρόνου όμως τη χρονιά στη χρονολογική περίοδο που είχαμε τα χρόνια 8,5 με 9 χρόνων, το παιδί προσαρμόζεται πολύ εύκολα. Δηλαδή προσαρμόζεται με το περιβάλλον που υπάρχει. Μέσα, όλα τα παιδιά ξέραμε ότι αυτή τη στιγμή δεν είναι κανείς με τους γονείς του. Και να ήθελε να τους δει δεν υπήρχε τρόπος. Και γίναμε μία οικογένεια και περάσαμε πάρα πολύ όμορφα και πάρα πολύ καλά, διότι δεν μας άφησαν και να στεναχωρηθούμε. Με τα ταξίδια μας να πάμε στην Άνω Βούλα, να πάμε στο Φάληρο, να πάμε από δω, να πάμε από κει, να πάμε στην Ακρόπολη, να πάμε Λυκαβηττό. Όλο μας γυρίζανε. Και είχαμε προσαρμοστεί πλέον και στα 4 χρόνια πλέον ξεχάσαμε το περιβάλλον εδώ και προσαρμοστήκαμε το περιβάλλον της παιδουπόλεως.

Κ.Π.:

Και πότε διαγνωστήκατε με τη φυματίωση; Ήταν από την δεύτερη χρονιά;

Α.Μ.:

Λοιπόν, αυτό το πράγμα όταν εγώ πήγα στην παιδούπολη, πήγα με τη φυματίωση. Το άλλο παιδί δεν άκουσα που να έχει αυτή την ασθένεια. Εμένα με βλέπανε μαραζιάρικο το παιδί, πάντα σκεπτικό, πάντα στενάχωρο, και αρχίσαν να μου κάνουν εξετάσεις στην Αθήνα, μες στην παιδούπολη, χωρίς να πάρω είδηση εγώ. Και διαπιστώθηκε ότι υπήρχε αυτή η περίπτωση και πρέπει να πάω οπωσδήποτε στην Πεντέλη και μετέπειτα, αν θα χρειαζόταν να πήγαινα και στην Πάρνηθα και όπως πήγαμε και στην Πάρνηθα. Και όλο αυτό διήρκεσε ένα χρόνο. Είχαν πέσει τα μαλλιά μου, ξαναέβγαλα καινούργια μαλλιά, διαφορετικό μαλλί από ό,τι είχα και πιο καλά μπορώ να σου πω. Αλλά καταλάβαινα και εγώ τον εαυτό μου ότι είχα αποκτήσει δύναμη.

Κ.Π.:

Και μπορείτε να μας περιγράψετε τι περιελάμβανε η θεραπεία, πιο αναλυτικά;

Α.Μ.:

Φυσικά, θεραπεία με τον καλύτερο τρόπο. Με τον καλύτερο τρόπο. Υπήρχανε γιατροί που περνούσες. Ερχόταν τη βδομάδα [00:25:00]μία φορά και δύο φορές με εξετάσεις και σε εξετάζαν όλοι. Σε κοσκινίζανε, που λέει ο λόγος. Δηλαδή όλα αυτά ήτανε, σας είπα και πριν, δάκτυλος της Βασίλισσας. «Τα παιδιά να μην στεναχωρηθούν από καμία άποψη». Αλλά ένα το οποίο θυμάμαι, δεν θυμήθηκα δηλαδή κάποιος γονέας να 'ρθει να δει τα παιδιά του. Όλα τα παιδιά ήτανε εκεί. Λησμόνησα να σας πω εκείνο που με ωφέλησε πάρα πολύ. Ήταν ότι εκεί στα κρεβάτια που κοιμόμασταν, κοιμόμασταν παιδιά από την Κορνοφωλιά, τα οποία είναι γειτονοπαίδια. Λοιπόν, πάρα πολλά αγόρια και αρκετά κορίτσια και τα υπόλοιπα τα παιδιά ήταν Θυρέα, Μάνη και Ασπρονέρι από πάνω. Γίναμε μία οικογένεια, ένα αίμα, μία ψυχή. Όλα ήμασταν στην ίδια ηλικία. Εκεί, σας είπα, το δημοτικό σχολείο υπήρχε, υπήρχαν τα κατηχητικά σχολεία, υπήρχε ο σινεμάς, κουκλοθέατρα υπήρχαν, ερχόταν μέσα άνθρωποι να μας κάνουν να γελάσουμε, να μας ευχαριστήσουν και δόξα τω Θεώ πήγαν όλα καλά.

Κ.Π.:

Και οι 180 ενέσεις ήτανε μέσα στη διάρκεια όλης αυτής της...

Α.Μ.:

Οι 180 ενέσεις γίνανε όλες στην Πάρνηθα, στο εξάμηνο. Στην Πεντέλη δεν μου βάλανε μία ένεση. Εκεί όμως βάλανε 180 ενέσεις, αφού άρχισαν να με πονούν τα πισινά από πίσω, αλλά, Δόξα τω Θεώ. Σας είπα συμπεραίνω και λέω το εξής. Εάν δεν πήγαινα στην παιδούπολη, θα είχα πεθάνει, όπως πέθανε και πάρα πολύς κόσμος και πάρα πολλά παιδιά. Ήτανε μία ασθένεια ύπουλη, που δεν την καταλάβαινες, αλλά κιτρίνιζες, μαράζωνες και κάποια στιγμή τελείωνες. 

Κ.Π.:

Και πώς βιώσατε την επιστροφή σας πίσω; 

Α.Μ.:

Όταν ήρθαμε εδώ, η επιστροφή μας ήταν η εξής. Ήρθαμε σιδηροδρομικώς και πάλι, αλλά μας συνόδεψαν άνθρωποι και μας παραδώσαν κάθε παιδί στην οικογένεια. Δηλαδή τέτοιο έργο, τέτοια τυπικότητα δεν μπορώ να την περιγράψω. Ήρθα εδώ, η πρώτη μου δουλειά ήτανε να σμίξω με τους φίλους μου, με τα κοριτσάκια, τα αγόρια τότε, κάθε οικογένεια είχε 6-7 παιδιά και μαζευόμασταν τα απογεύματα και παίζαμε. Και συνέχισε και όταν γύρισα να υπάρχει αυτό το πράγμα. Όταν εγώ όμως ήρθα, επειδή στα τέσσερα χρόνια είχα αποκτήσει άλλη συμπεριφορά και μιλούσα και διαφορετικά και τα παιδιά άρχισαν να με κοροϊδεύουνε: «Φτου σου Αθηναίε» και ξέρω γω τι και δεν με πλησίαζαν. Πέρασε πολύς καιρός, δυσκολεύτηκα για να σμίξουμε τα παιδιά. Ύστερα σιγά σιγά, σιγά σιγά, σιγά σιγά άρχισα να προσαρμόζομαι. Γυρίσαμε το ‘51 και το ‘59 έπρεπε να πάω φαντάρος και να παρουσιαστώ στο Μεσολόγγι. Φύγαμε από δω, με το τρένο και άλλα παιδιά ήτανε παρέα που πηγαίναμε για το Μεσολόγγι και φτάσαμε με το καλό στον σιδηροδρομικό σταθμό, στο Σταθμό Λαρίσης στην Αθήνα και μας είπαν ότι: «Εδώ, αυτές είναι εγκαταστάσεις του στρατού». Αυτά λεγόταν τότε Κέντρο Διερχομένων και πήγαμε και διανυκτερεύσαμε εκεί γιατί μας είπαν: «Θα φύγετε μετά από τρεις μέρες από δω για το Μεσολόγγι. Δεν είχε τρένο». Και είπα εγώ στα παιδιά, τους φίλους μου, που ήταν 3 - 4 παιδιά, λέω: «Ρε δεν πάμε καμιά βόλτα, να δούμε και πιο μέσα κατά κει;» «Να πάμε, καλά, αλλά μη χαθούμε». Λοιπόν, ρώτα από δω, ρώτα από κει και βρεθήκαμε στην Ομόνοια. Στην Ομόνοια που βρεθήκαμε, τι με θύμισε; Ότι εδώ στην Ομόνοια, έτσι το έκανα και το κάνω με το μυαλό μου, είναι ένα δρομάκι και μετά αριστερά... Ήτανε μία γυναίκα κυρία Ράμμου, Βερόνικα Ράμμου, τρεις αδερφές και οι τρεις αδερφές ήταν μες στο Πατριωτικό Ίδρυμα. Αυτή ερχόταν και με έπαιρνε Σαββατοκύριακο στο σπίτι σαν παιδί της και με έντυνε και με τάιζαν και με πότιζαν κα ξέρω γω τι. Και ήθελα να πάω να δω τι κάνουν, είναι, δεν είναι, ξέρω γω τι. Ένας τροχονόμος, ένας χωροφύλακας, λέω: «Μήπως είναι εύκολο να μου πείτε αν υπάρχει εδώ κοντά η Βατατζή 25;». Θυμόμουνα και τη θυμάμαι τη διεύθυνση. «Ναι -μου λέει- αυτό το δρομάκι». Στρίβουμε αριστερά, όπως το είχα περιγράψει είναι η Βατάτζη 25. Παίρνουμε 23, 24, φτάσαμε 25. Χτυπήσαμε την πόρτα λίγο, δεν [00:30:00]άκουσαν, είχε το στριφτό το κουδούνι. Το έστριψα εγώ, βγήκε μία από τις τρεις αδερφές, λέω: «Καλημέρα» «Καλημέρα». Δεν μας άνοιξε την πόρτα όμως, άνοιξε μόνο της πόρτας το παραθυράκι. Λέω: «Ο Απόστολος είμαι» «Ποιος Απόστολος;» λέω: «Η κυρία Βερόνικα δεν είναι εδώ;» «Δεν είναι καμία» «Ποιος Απόστολος;» «Ο Αποστολάκος που ερχόμουν από την παιδόπολη εδώ πέρα στο σπίτι». Άνοιξε την πόρτα, με αγκάλιασε, πατάει κάτι κλάματα, μας πήρε 4-5 παιδούδια ήμαστε εκεί πέρα, μας έβαλε, καθίσαμε μέσα, μας κέρασε κατιτίς και πήρε τηλέφωνο αυτή και ήρθαν και οι δύο αδερφές της με ένα υπηρεσιακό αυτοκίνητο. Με είδανε, ήτανε τι να σου πω δηλαδή, η χάρη που δέχτηκα και τη στιγμή... Ήρθαν με αγκάλιασαν «Θα είσαι γενναίος φαντάρος -λένε- όπως σε ξέρουμε!» Και μου έβαλαν και στην τσέπη και κάτι λεφτά. Όταν εγώ κάποια στιγμή πήγα να δω τι μου βάλανε, τρεις φορές παραπάνω από τότε μου έδωσε ο πατέρας μου. Δηλαδή αν μου έδωσε ο πατέρας μου τότε 100 δραχμές, αυτοί μου δώσαν 300 δραχμές. Λοιπόν έκτοτε, από τότε λησμόνησα και εγώ που δεν επιδίωξα και με τι θα πάμε στην Αθήνα και πώς θα πάμε ξέρω γω τι, οι γυναίκες αυτές οπωσδήποτε πεθάνανε. Αυτή ήταν όλη η ανάμνηση της παιδουπόλεως. Αν θέλεις κάτι να με ρωτήσεις άλλο, στη διάθεσή σου.

Κ.Π.:

Ποια ήταν η σχέση σας όταν επιστρέψατε με τον πατέρα σας και τη μητριά σας; Σας είχανε κρατήσει κακία που φύγατε;

Α.Μ.:

Όταν γύρισα από την παιδούπολη και ήρθα στο συγκεκριμένο μέρος, στο Σουφλί... Λησμόνησα να σας πω, ήταν σημαντικό αυτό που λησμόνησα. Την ώρα που θα φεύγαμε από τις παιδουπόλεις περνούσαμε από κάποιους κοινωνικούς λειτουργούς και ρωτούσαν δύο πράγματα «Έχεις μάνα;» «Έχω» «Έχεις πατέρα;» «Έχω» «Πέρασε εκεί». Ήρθε η σειρά μου, λέει: «Έχεις πατέρα;» «Έχω» «Μητέρα έχεις;» «Έχω, αλλά είναι μητριά μου». «Ίσον ορφανός». «Ίσον ορφανός. Εσύ θα πας από κει». Και πήγαν δύο κοριτσάκια από κει και τρία αγόρια που είχαν το ίδιο πρόβλημα. Και μας είπαν μεγαλοφώνως ότι: «Όλα τα παιδιά θα πάνε στους γονείς τους. Εσάς θα σας κρατήσουμε εδώ, θα σας σπουδάσουμε. Θα σας δώσουμε ένα πτυχίο και θα πάτε μορφωμένοι στα σπίτια σας». Εμείς τώρα μικρά, δεν μας έκοβε το μυαλό, θα φύγουν όλα τα παιδιά, εμείς θα μείνουμε εδώ; Αρχίσαμε να κλαίμε εκεί πέρα και είπε κάποιος: «Θα τα αφήσουμε να πάνε και αυτά να δουν τους γονείς και θα τα πάρουμε με ατομικές προσκλήσεις». Πράγματι, ήρθε ο πατέρας μου από το καροποιείο και η Αντιγόνη η αδερφή μου, του λέει: «Μπαμπά, ήρθε ένα γράμμα. Άνοιξέ το να δούμε από πού είναι και τι είναι». Και ήταν μέσα ατομική πρόσκληση που είχε σχέση με μένα και έπρεπε ο πατέρας μου μία ειδικότητα για ηλεκτρολόγος και η άλλη ήταν στη σχολή μονίμων υπαξιωματικών στρατού ξηράς. Αυτά τα δύο τα επαγγέλματα θα επιλέξει το ένα και θα υπογράψει στην αστυνομία ότι δέχεται για αυτή την περίπτωση. Διαβάζοντας αυτός και ήταν αγράμματος δεν υπογράφει. Του λέει η αδερφή μου: «Γιατί, λέει, μπαμπά, δεν υπογράφεις;». «Εμείς θέλουμε ανθρώπους να θερίζουν. Ας τα αφήσουμε αυτά». Και τελικά δεν πήγα ούτε στο ένα, ούτε στο άλλο και συνεχίζουμε και δουλεύουμε στα χωράφια και από δω και από κει. Και μετά κάποια στιγμή μεγάλωσα λίγο πιο πολύ, άνοιξε εκείνο το καφενεδάκι, δούλευα στην αγορά σερβιτόρος δεξιά και αριστερά. Λοιπόν, αλλά η γεωργική ήτανε το πρωί με την ανατολή του ηλίου και μέχρι τη δύση. Αλλά σας είπα ότι έτσι ήταν η τύχη μου, έτσι ήταν η εξυπνάδα μου, έτσι με αγάπησε ο κόσμος, ήμουνα μέσ’ τον κόσμο. Και μέχρι τη στιγμή που σας είπα που [00:35:00]κατέληξα να πάω στο Σ.Ε.Κ.

Κ.Π.:

Νιώσατε ότι αδικηθήκατε από τον πατέρα σας, που σας έστειλε να ασχοληθείτε με τις καλλιέργειες και αργότερα με το καφενείο; 

Α.Μ.:

Λοιπόν, κοίταξε να δεις τότε, ιδίως τα αγόρια τα θέλανε οι γονείς γιατί ήταν σκλάβοι. Οι σκλάβοι. Και αν σε περίπτωση, μακριά από δω, για τον άλφα βήτα λόγο πεθάναν οι γονείς και υπήρχε ένα αγόρι και τέσσερις αδερφές, το αγόρι δεν είχε το δικαίωμα να παντρευτεί, αν δεν παντρευόταν οι τέσσερις αδερφές. Δεν παντρευόταν; Δεν θα παντρευτεί και το παιδί. Αυτός ήταν ο κανόνας και ο νόμος και το τηρούσαν και τα είδαμε τα πράγματα πως είναι. Γιατί το λέω αυτό το πράγμα; Διότι η αδερφή μου είχε σχέση με ένα πάρα πολύ καλό παιδί και της το έλεγε και το μάθαμε και από τον κόσμο, ότι δεν μπορεί να την παντρευτεί την αδερφή μου επειδή είχε τρεις αδερφές. «Αύριο να παντρευτούν έστω και οι δύο -λέει- θα παντρευτώ και εγώ». Λοιπόν και τα αγόρια τα είχαν ήταν οι σκλάβοι. Λέγανε: «Να γίνει αγόρι, να γίνει αγόρι να πάρει τη σκυτάλη να αναλάβει τα χωράφια». Δηλαδή δύσκολα χρόνια, ήταν πολύ δύσκολα χρόνια, πάρα πολύ δύσκολα. Τέλος πάντων.

Κ.Π.:

Τι καλλιέργειες είχατε τότε;

Α.Μ.:

Οι καλλιέργειες ήτανε οτιδήποτε μπορείς να φανταστείς οι γονείς μας σπέρνανε. Εκείνο που ήτανε μία παραγωγή, δυναμική παραγωγή, ήτανε το σιτάρι. Όχι να πάρουμε λεφτά, όχι να πάρουμε λεφτά, όχι να πάρουμε λεφτά για να βγάλουμε το ψωμί της χρονιάς. Δεν μπορούσαμε όμως ό,τι και να κάναμε. Ο πατέρας μου είχε αρκετά χωράφια, το σιτάρι που βγάζαμε ήταν για έξι μήνες. Μετά από έξι μήνες από το φούρνο εφτά ψωμιά κάθε μέρα. Ήτανε μία πολύ καλή παραγωγή στο Σουφλί όταν ήρθαν οι Εβραίοι και δημιούργησαν το Εργοστάσιο Μετάξης τον «Τζίβρη». Αυτοί οι άνθρωποι ήρθαν με πολύ καλές προδιαγραφές, Κατερίνα. Πήρανε, αφού κάνανε τις εγκαταστάσεις, πήρανε εργάτριες από το Σουφλί και από την Κορνοφωλιλα 400 γυναίκες και δουλεύανε μέσα και περίπου στους 50 άντρες. Τι γινόταν με το μεταξοσκώληκα; Ο μεταξοσκώληκας δεν είχε και πολύ διάρκεια για να γίνει η παραγωγή του. Από 28 μέχρι 30 μέρες να τα πας στον έμπορα και να πάρεις και τα λεφτά σου. Για μερικά χρόνια ευνοούμενα χρόνια και για αυτό το Σουφλί φυσικά είχε γεμίσει από μουρεόδεντρα. Διότι το κουκούλι δεν τρώει τίποτα άλλο, τρώει μόνο το μουρεόφυλλο. Και άφησαν ορισμένες παραγωγές και επιδόθηκαν μόνο με το κουκούλι. Ήρθε όμως κάποια στιγμή που το κουκούλι άρχισε να μην πηγαίνει καλά, να μην υπάρχουν αγοραστές, να μη δέχεται πολλά κουκούλα ο «Τζίβρης», και υπήρχε μία κατάχρηση. Τι γινότανε; Για να σου πάρει τα κουκούλια αυτός, έπρεπε, από τότε είχα καταλάβει, να είχε λαδωθεί. Δηλαδή κάτι να του έδινες και αυτού. Εγώ θυμάμαι πήγα μία δόση με τον αδερφό μου τα κουκούλια. Τα κουκούλια εξαιρετικά, κουδουνίζανε, ήτανε πρώτη κατηγορία. «Τι είναι ρε Μιντιρούδια;» μας λέει κάποιος υπεύθυνος εδώ πέρα Σουφλιώτης, «Τι λένε τα κουκούλια;» «Τα κουκούλια, κύριε Βαγγέλη, είναι φέτος πάρα πολύ ωραία!» «Λύστε ένα τσουβάλι». Λύναμε ένα τσουβάλι με το σκοινί, έχωνε αυτός το χέρι του μέσα βαθιά και με τον τρόπο του τα πίεζε και έλεγε: «Αυτά είναι τα κουκούλια; Αυτά τρέχουν από τώρα, ρε παιδί μου. Πάρτε δρόμο. Δρόμο!». Δέναμε το τσουβάλι, πηγαίναμε στο σπίτι ή στο μαγαζί στον πατέρα μου. «Τα κουκούλια δεν τα πήρε». «Γιατί;». «Έτσι και έτσι και έτσι…». «Τώρα να πάμε να τα ψήσουμε». Υπήρχαν ιδιόκτητοι φούρνοι που τα ψήνανε για να κρατηθεί μέσα το σκουλήκι νεκρό. Διότι το σκουλήκι εάν δεν ψηνόταν κάποια στιγμή, αυτό δούλευε εσωτερικά, τρυπούσε τη φούσκα, έβγαινε [00:40:00]έξω κάμπια και γινόταν πεταλούδα. Έχανε όμως το μετάξι. Λοιπόν, ναυάγησε η περίπτωση και έμεινε και μία ιστορία. Πήγαινες σε έναν παντοπώλη να ψωνίσεις, σε έναν αρτοποιό να πάρεις ψωμί και έλεγε: «Καλά ρε, από πού θα με πληρώσεις;» «Από τα κουκούλια!» Ήταν μία παραγωγή, η πρώτη που έπαιρνε λεφτά. Από τις άλλες δεν είχαμε λεφτά. Μαζεύαμε κάτι για προσωπική εξυπηρέτηση. Αλλά τότε, όσα χρόνια κράτησε ο Τζίβρης εδώ πέρα, οι Εβραίοι πανέξυπνοι, δεν άφησε καμία γυναίκα απλήρωτη ποτέ. Αλλά ήταν όμως χρονομετρούσαν τη δουλειά που κάνει κάθε μία γυναίκα. Ξέρανε δηλαδή, την Κατερίνα τι απόδοση έχει. Πήγαινε αυτού, από πίσω κρυφά, ενώ η εργάτρια δούλευε στο αναπηνιστήριο που κάνει την αναπήνιση που τραβούσε το μετάξι και κρατούσε ώρα σου λέει: «Αυτά τα μασούρια πόσο θα πάει να γεμίσουν; Για να δούμε». Έκανε μία μέτρηση: 10 λεπτά. Πήγαινε στη διπλανή. Το έκανε 18 λεπτά. Άρα αυτή είναι η καλύτερη και την έδωσαν προαγωγή και λέγανε αυτές λεγόταν «Περαστικάμενες». Αυτές ελέγχαν δηλαδή κατά κάποιο τρόπο τα υπόλοιπα μέλη. Όλες οι άλλες οι παραγωγές ήταν σκοτωμένα από τη δουλειά. Σας είπα ότι θερίζαμε όλα με το χέρι και αγόρια και κορίτσια και μπαμπάδες και μάνες στο θέρο. Μαζεύαμε τα δεμάτια, τα φορτώναμε στα κάρα, τα πηγαίναμε κάτω στον κάμπο, τα συγκεντρώναμε να ‘ρθουν κάτι μηχανήματα, πατόζες τα λέγανε. Να στο αλωνίσει να βγει άχυρο, τροφή για τα ζώα για το χειμώνα και εσύ να πάρεις το σιτάρι για όσο σε φτάσει για την χειμερινή περίοδο. Ο κόσμος ήτανε νοικοκυρεμένος, έπρεπε κάθε οικογένεια να μεγαλώσει 1-2 χοιρίδια. Από κει έβγαζε λίγο καβουρμά που λέμε. Το φτιάχνανε με τα χέρια τους. Όλες οι νοικοκυρές τα γνωρίζαν αυτά τα πράγματα, πώς θα τα φτιάξει και πόσο θα αντέξει και για την καλοκαιρινή περίοδο. Έβγαζε το λίπος. Τότε δεν υπήρχαν χοληστερίνες, τίποτα. Έβγαζε το λίπος, τη λίγδα που λέμε την άσπρη σου έλεγε: «Φάε όσο θέλεις». Έβγαινε μεγάλη ποσότητα. Η κίτρινη λίγδα όμως ήταν δυσεύρετη και ήταν το μαγειρικό λίπος. Το χρησιμοποιούνε μόνο στα φαγητά. Είχαν τα χοιρίδια τους, είχαν τις κότες τους, είχαν κανένα μοσχαράκι μεγάλωναν ξέρω γω ότι. Δηλαδή βιοπάλη η ζωή. Τέλος πάντων, ωραία.

Κ.Π.:

Και εσείς, όμως, λέτε ότι στο εργοστάσιο και στα κουκούλια που δίνατε υπήρχε μία αδικία. Ήθελε λάδωμα μόνο αυτός που ήταν υπάλληλος.

Α.Μ.:

Αυτός πολύ κρυφά. Τι γινότανε; Αυτός ο υπάλληλος που δούλευε στου Τζίβρη τα χρόνια εκείνα, είχε ανοίξει εδώ πού είναι η Εθνική Τράπεζα στο Σουφλί, είχε ανοίξει ένα μαγαζί. Ένωση λεγόταν και είχε μέσα δύο παιδιά δικά του, τα οποία δούλευαν το συγκεκριμένο μαγαζί. Εάν σε περίπτωση μάθαινε και έβλεπε ότι πήγε η Κατερίνα και πήρε ένα κομμάτι ύφασμα από το διπλανό μαγαζί και δεν μπήκε στο συγκεκριμένο, την άλλη μέρα δουλειά δεν υπήρχε. Σε έδιωχνε. Είχε τέτοιες αρμοδιότητες. 

Κ.Π.:

Εξουσία. 

Α.Μ.:

Δεν ξέρω αν πήγατε στην Κούλα την Τσιαντούκα. Η Κούλα εκεί μεγάλωσε, μικρό κοριτσάκι δούλευε σε μία οικογένεια του Τζίβρη στο Δαβίδ, δούλευε παραδουλεύτρα. Μπράβο, λοιπόν και για αυτό σας υπόδειξα, και με τη Σούλα που μίλησα με την Κούλα, είπα θα σας πει και ορισμένα πράγματα μέσα από την καρδιά. Εγώ προσωπικά και επειδή ήμουνα μικρός τους ανθρώπους τους συμπάθησα. Άλλοι ήταν που κάναν τη ζημιά. Όχι δηλαδή σαν Τζίβρης και σαν Εβραίος. Άλλοι ήταν που χαλούσαν τη δουλειά. Τους είχαν δώσει τόσα κίνητρα και τόση μεγάλη εμπιστοσύνη, αλλά εκμεταλλεύτηκαν πολλά πράγματα. Ήρθε η στιγμή πλέον οι Τζίβριδες έφυγαν από δω. Ούτε τους πήραν μυρωδιά το πότε φύγανε. Πήγαν, μου φαίνεται, στη Γουμένισσα και άνοιξαν εκεί [00:45:00]πέρα άλλο εργοστάσιο και από κει μετά έφυγαν και πήγαν στην πραγματική τους χώρα. 

Κ.Π.:

Και πώς οι υπόλοιποι υπάλληλοι ή όσοι αδικήθηκαν από αυτούς τους υπαλλήλους, πώς αντιμετωπίσανε όταν έφυγαν οι Τζίβρε; 

Α.Μ.:

Όλοι κλαίγαμε. Όλοι κλαίγαμε για αυτή την απώλεια. Διότι σας είπα και η μάνα μου, όχι η δικιά μου, κάποια άλλη γυναίκα έφερνε κάθε Σάββατο λεφτά στο σπίτι και φεύγοντας από αυτούς κόπηκε αυτή η βοήθεια. Και μπορώ να σας πω ότι πάρα πολλές γυναίκες πάθανε από αρρώστιες από το περιβάλλον του Τζίβρη. Γιατί μες στην υγρασία όλοι δουλεύανε πηγαίνανε ξεντυνόταν και βάζανε κάτι πατούμενα από κάτω, γκαλέτσια που τα λέμε εμείς, για να μην τραβάνε υγρασία μες στα κρύα. Και ζητούσαν αυτοί δουλειά. Δεν είχε παραγωγή σταματούσε. Το πρωί, 07:00 η ώρα, αυτός ο καπνοδόχος που υπάρχει, μέσα είχε ένα μηχανισμό που όχι μόνο ακουγόταν εδώ, δεν ξέρω μπορεί να ακουγόταν και στο Μαυροκκλήσι! Τέτοια δύναμη είχε! Λοιπόν 07:00 η ώρα χτυπούσε η ντούρα, που λέμε, έτσι το λέγανε. 07:05 η πόρτα κλείδωνε. Έπρεπε δηλαδή οι 400 γυναίκες να πάνε από τις 06:30 και κάθε μία να πάει εκεί που της ανήκει. Αλλά, σας είπα, ότι όσο για το οικονομικό, εάν πήγαινε μία γυναίκα και έλεγε στο Δαβίδ ή στον Ελιέζερ ότι: «Ξέρεις, έχω το παιδί άρρωστο», ξέρω γω τι, τους έδινε και έναντι. Υπήρχε και αυτή η ευκολία, για αυτό σας είπα μετά έκλαψε ο κόσμος. Διότι δεν ήταν κάτι άλλο πιο καλύτερο. Η καλύτερη παραγωγή και η πρώτη παραγωγή ήτανε το κουκούλι. Άσε τώρα αν βρέθηκαν άνθρωποι που σαμποτέραν την περίπτωση. Μετά βγήκαν έξω εκεί στο Σουφλί, πού είναι το Δασαρχείο εκεί, εκείνη πλατειούλα εκεί πέρα. Πήγαινες τα κουκούλια εκεί, τα πήγαινες δεν στα έπαιρνε, ούτε γυρνούσε να στα δει. Τα πήγαινες εκεί, ερχόταν αυτοί οι έμποροι, από δω Σουφλιώτες τα κοιτούσε τα κουκούλια και έλεγε: «Απόστολε, τα κουκούλια στα παίρνω σήμερα με τόσο. Αν θέλεις όμως τα κλείνουμε με ανώτερα. Η ανωτέρα ξεκινάει από αυτή τη στιγμή, αν έχει σήμερα 38 -λέμε- ευρώ το κιλό και πάει 40 θα πληρώσουμε 40. Εσύ θα κόψεις πότε θέλεις την τιμή. Αλλά κι αν κατεβεί όμως κάτω από 38, θα πληρωθείς λιγότερα. Ή αν θέλεις τώρα αυτή τη στιγμή στα παίρνω με αυτή την τιμή». Και ήτανε ένα ρίσκο δηλαδή, ένα παιχνίδι στη μέση και όλοι αυτοί ήταν συνεννοημένοι. Κατερίνα, το χωριό, το Σουφλί επειδή τόσα χρόνια μεγάλωσα στις χορωδίες του Σουφλίου, μεγάλωσα μέσα στα χορευτικά του Σουφλίου και έχω πάρει μια γεύση και στα χορευτικά χορεύουμε και το τραγουδάμε: Είναι το Σουφλί τρανό χωριό, τρανό και παινεμένο και βρεθήκανε άνθρωπου που το κάνανε μικρό και ταπεινομένο. Ποιοι; Ας ψάξουν να βρούνε. Το Σουφλί εγώ, όταν ήμουνα σε έφηβη ηλικία και δούλευα σερβιτόρος μες στην αγορά σε ζαχαροπλαστεία και εξοχικά κέντρα, είχε 13.500 και 14.000 κόσμο και σήμερα είμαστε με το ζόρι 3.000 κόσμος. Από αυτό να καταλάβουμε την απώλεια. Για να μηδενιστεί αυτό το πράγμα, κάτι δεν πάει καλά και αυτή τη στιγμή, λυπάμαι πάρα πολύ που το λέω, οι πατεράδες μας μπορεί οι παππούδες μας, να δυστυχήσανε αρκετά να αποκτήσουν υπηρεσίες και τις απόκτησαν. Και σήμερα δεν υπάρχει μία υπηρεσία εκτός από το ΕΛΤΑ στο Σουφλί. Λυπηρό πάρα πολύ. Κάποιοι φταίνε. Κάποιοι φταίνε. Τι να πω άλλο δεν ξέρω. Τι να πω δεν ξέρω.

Κ.Π.:

Θα θέλατε να προσθέσετε κάτι άλλο προτού το κλείσουμε; Μία σκέψη;

Α.Μ.:

Κοίταξε να δεις, η σκέψη μου ήταν, όπως σας είπα και [00:50:00]προηγουμένως, εγώ τουλάχιστον πέρασα πολλά στη ζωή μου προσωπικά, αλλά δεν άφησα να δυστυχήσει άμεσα η οικογένειά μου. Κι αν ο πατέρας μου και η μητριά μου κάνανε ένα σφάλμα, εγώ τους συγχωρώ. Ας τους αναπαύει ο Θεός εκεί που είναι. Διότι και αυτοί οι άνθρωποι συνάντησαν πάρα πολλά ζόρια. Διότι ήρθε η στιγμή που πήγε ο αδερφός μου και πλησίασε τον πατέρα μου τον συχωρεμένο και του είπε. Λέει: «Δεν βλέπεις -λέει- τι γίνεται;» «Τι είναι ρε Τάκη;» λέει: «Αυτή ζυμώνει -λέει- εφτά ψωμιά». Σουμούνια τα λέγανε τότε «και πέντε πεταλιές, και τα μισά τα παίρνει και τα πηγαίνει στην κόρη της!» «Τάκη. Τάκη, είμαι τόσο πολύ στεναχωρημένος. Η ευχή μου είναι να σταδιοδρομήσετε με τους ανθρώπους που παρθήκατε από την αρχή. Να μη γίνετε και να μη φτάσετε στο σημείο το δικό μου. Εγώ τώρα τι να κάνω; Να μην πάω με το μέρος που κοιμάμαι με αυτή τη γυναίκα και να πάρω το δικό σου; Κάντε υπομονή, κάντε υπομονή». Δηλαδή από ένα μέρος ήταν και οι συμβουλές του, οι οποίες ήταν καρποφόρες. Λοιπόν τον βλέπαμε τον άνθρωπο. Έβλεπε και αυτός την αδικία. «Τι να κάνω όμως τώρα;» σου λέει. «Μπλεχτήκαμε, μπλεχτήκαμε...». Αυτά είχα να πω, Κατερίνα.

Κ.Π.:

Ευχαριστώ πολύ. Να είστε καλά.

Α.Μ.:

Και εγώ σε ευχαριστώ. Και κάποια στιγμή, αν θέλεις κάτι από τον Απόστολο Μιντιούρη και είμαστε υγιείς και είμαστε στη ζωή και πάλι θα σας εξυπηρετήσουμε με τον ίδιο τρόπο και θα προσπαθήσουμε και καλύτερα. Σε ευχαριστώ.

Κ.Π.:

Ευχαριστώ εγώ.