© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
«Δεν ήμουν απλά η εκπαιδευτικός. Ήμουν η Ελλάδα»: Η εμπειρία μιας φιλολόγου στο Περού
Κωδικός Ιστορίας
10265
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Φωτεινή Μωυσιάδου (Φ.Μ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
20/06/2021
Ερευνητής/τρια
Μαρία Μπατζιομήτρου (Μ.Μ.)
[00:00:00]Πώς ονομάζεστε;
Φωτεινή Μωυσιάδου.
Είναι Κυριακή 20 Ιουνίου του 2021. Βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη με την κυρία Φωτεινή Μωυσιάδου. Εγώ ονομάζομαι Μαρία Μπατζιομήτρου, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Κυρία Φωτεινή, πείτε μου λίγα πράγματα για εσάς.
Εγώ κατάγομαι από τη Σκύδρα Πέλλας, είμαι φιλόλογος εν ενεργεία στο 32ο ΓΕΛ Θεσσαλονίκης. Έχω υπηρεσία τριάντα και μισό χρόνια στην εκπαίδευση. Και… Τι άλλο να πω;
Θέλω να μου πείτε γιατί επιλέξατε να γίνετε φιλόλογος, να ασχοληθείτε με την εκπαίδευση.
Μάλιστα. Ήταν κάτι που το ήθελα από μικρή. Νομίζω ότι ήταν μονόδρομος για μένα. Ανέκαθεν ήθελα να γίνω φιλόλογος, κι έτσι και στο μηχανογραφικό είχα δηλώσει μόνο τη Φιλοσοφική Σχολή. Οπότε, δεν είχα ενδοιασμούς το τι θέλω να γίνω. Ήταν κάτι που αγαπούσα και το πραγματοποίησα.
Τι ήταν αυτό που σας άρεζε τόσο πολύ από μικρή και ήταν και μονόδρομος για εσάς;
Μου άρεσε η επαφή με τα παιδιά. Νομίζω από κει ξεκινάει η δική μας δουλειά, που όλοι ξέρουμε ότι είναι και ένα λειτούργημα. Πηγάζει από την αγάπη για τα παιδιά κι απ’ την αγάπη της προσφοράς. Αυτό νομίζω. Και για αυτό και δεν δυσκολεύτηκα καθόλου στην επιλογή μου, ήδη από τα γυμνασιακά μου χρόνια.
Μου είπατε ότι έχετε πολλά χρόνια υπηρεσίας στο επάγγελμα. Διδάσκατε όλα τα χρόνια στην Ελλάδα;
Ναι. Ξεκίνησα να δουλεύω πάρα πολύ μικρή. Δηλαδή, 23 χρονών μπήκα σε τάξη, γιατί δούλεψα ως αναπληρώτρια στις Κυκλάδες αρκετά χρόνια, όπου και διορίστηκα κάποια στιγμή. Έκανα 10 χρόνια στις Κυκλάδες. Μετά γύρισα στη Θεσσαλονίκη και κάποια στιγμή, το 2005, έφυγα με απόσπαση στη σχολική μονάδα της Λίμας του Περού για 3 χρόνια.
Πώς πήρατε την απόφαση να φύγετε στο Περού;
Πώς πήρα την απόφαση. Καταρχήν, η απόφαση δεν είχε να κάνει με το Περού. Ήταν, έτσι, κάποια στιγμή, όταν επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη το 1999. Κάποια στιγμή αποφάσισα να μάθω ισπανικά, όχι, όμως, με σκοπό να φύγω έξω και… Γιατί πάντοτε μ’ άρεσαν τα ισπανικά και κάποια στιγμή είχα κάνει και κάποια αίτηση για απόσπαση στο εξωτερικό, έχοντας, όμως, δηλώσει την Αργεντινή, την Χιλή και την Ισπανία. Το Περού δεν υπήρχε ως επιλογή, γιατί δεν προβλέπει, δεν υπάρχει θέση στο Περού για φιλόλογο. Υπήρχε θέση μόνο για κάποιον δάσκαλο και μάλιστα ιερέα-δάσκαλο. Οπότε, από κει και πέρα ήταν λίγο συγκυριακό. Εγώ, το 2003-’04, είχα δώσει, είχα κατέβει στην Αθήνα να δώσω τις εξετάσεις. Τότε γινόταν με εξετάσεις κι όχι τώρα που χρειάζεται απλά η πιστοποίηση του πτυχίου της γλώσσας στη χώρα υποδοχής. Και είχα μπει σε κάποια λίστα και μάλιστα δεν είχε βγει κάποια θέση. Μάλιστα είχε βγει μια θέση στο Σαντιάγκο στη Χιλή, αλλά προηγούταν μια άλλη συνάδελφος. Οπότε, το θέμα αυτό ατόνησε. Την επόμενη χρονιά, το σχολικό έτος 2004-2005, ανέκυψε το θέμα ως εξής. Εγώ έχω μία φίλη, η οποία έχει ένα ξάδελφο που δουλεύει, δούλευε μάλλον, στην Πρεσβεία μας, στη Λίμα του Περού. Και είχε πάει τα Χριστούγεννα να τον επισκεφθεί. Κι εκεί, σε κάποιο τραπέζι γιορτινό, γνωρίζοντας τον Πρόεδρο της Ελληνικής Κοινότητας κτλ., είχε ενημερωθεί ότι θέλανε απεγνωσμένα κάποιον εκπαιδευτικό από την Ελλάδα. Είχε 7 χρόνια να πάει κάποιος. Ο προηγούμενος ήταν ένας δάσκαλος. Και δεν υπήρχε κάποιος στη λίστα του υπουργείου για να σταλεί στο Περού. Κι όπως καταλαβαίνετε, είναι μια δύσκολη χώρα το Περού, με μεγάλο βαθμό επικινδυνότητας. Και φυσικά, με το χαμηλότερο επιμίσθιο στον κόσμο. Άρα, δεν υπήρχε και κανένα οικονομικό κίνητρο για να πάει κάποιος στη συγκεκριμένη χώρα. Οπότε, η Γιούλη σ’ αυτό το τραπέζι, ανέφερε ότι: «Εγώ έχω μια φίλη που είχε δηλώσει». Βέβαια, η Γιούλη δε θυμόταν ποιες χώρες της Λατινικής Αμερικής εγώ είχα δηλώσει. Ωστόσο, ο Πρόεδρος ζήτησε το τηλέφωνό μου και κάποια στιγμή με πήρε ο Πρόεδρος της Κοινότητας, να με ρωτήσει αν ενδιαφέρομαι κλπ. Του εξήγησα ότι εγώ δεν μπορώ να έρθω στο Περού, γιατί δεν το έχω δηλώσει καν. Ωστόσο, ο ίδιος άρχισε, έτσι, μια συχνή επαφή με το Υπουργείο, δίνοντας το όνομά μου κι ότι υπάρχει άτομο να ‘ρθει και τα λοιπά. Και μέσω Πρεσβείας και Κοινότητας, κάποια στιγμή έγινε μεγάλη πίεση και κάποια στιγμή δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από το Υπουργείο Παιδείας, κάποιο πρωί που πήγαινα στο σχολείο, και μου είπανε ότι αν ενδιαφέρομαι για αυτή τη θέση, θα είναι μια κατ’ εξαίρεση απόσπαση. Γιατί, όπως σας είπα, δεν είχα δηλώσει εγώ στο Περού. Ωστόσο, με ενημέρωσαν ότι δέχονται πιέσεις από το Περού και τα λοιπά, κι ενώ είχε αδειάσει για μένα η θέση στο Σαντιάγκο και ομολογώ ότι θα ήταν, ίσως, πιο ασφαλής επιλογή, με την έννοια ότι είναι πιο ασφαλής χώρα. Είχε και καλύτερο επιμίσθιο. Εμένα με συγκίνησε πάρα πολύ το ενδιαφέρον της Κοινότητας και της Πρεσβείας, να πάει κάποιος εκπαιδευτικός να τους μάθει την ελληνική γλώσσα και όχι μόνο. Και τελικά, έπρεπε μέσα σε μία μέρα να απαντήσω. Και έτσι πήρα, ίσως, μια από τις πιο δύσκολες αποφάσεις της ζωής μου αλλά και την πιο συγκλονιστική, θα έλεγα. Ήταν δύσκολη απόφαση, ομολογώ, γιατί έπρεπε να φύγω μεσούσης της σχολικής χρονιάς. Και βέβαια, μιλάμε για μια… Για ένα μέρος, έτσι, πολύ μακρινό. Ωστόσο, ήταν η πρόκληση, αυτό ήτανε. Πάντοτε με δελέαζε η Λατινική Αμερική, ο πολιτισμός των Ίνκας. Και ξαναλέω, ήταν αυτό το ενδιαφέρον της Ελληνικής Κοινότητας το βασικότερο κριτήριο, παρότι όλοι μου λέγανε να μην πάω. Μάλιστα, είχα ψάξει και είχα βρει τον τελευταίο δάσκαλο που είχε πάει εκεί πριν 7 χρόνια και μου είπε: «Γυναίκα μόνη στο Περού, ούτε να το σκεφτείτε». Παρόλα αυτά, πήγα και δεν το μετάνιωσα ποτέ.
Γιατί σας είπε ότι: «Γυναίκα μόνη στο Περού, ποτέ και για κανέναν λόγο»;
Γιατί; Γιατί πραγματικά, είναι μια πάρα πολύ επικίνδυνη χώρα. Και ειδικά, όταν έχεις φυσιογνωμία διαφορετική, έτσι, μιας Ευρωπαίας, είσαι, έτσι, ένα σημείο το οποίο «κινεί το ενδιαφέρον», σε εισαγωγικά. Δηλαδή, δεν μπορείς να κυκλοφορήσεις, εννοείται, το βράδυ, σε κλέβουν για το παραμικρό, σε σκοτώνουν για το παραμικρό. Το πιο απλό είναι να σε κλέψουν και να σε πάνε στις τράπεζες για να, έτσι, να αδειάσεις τον τραπεζικό σου λογαριασμό. Γενικά, έτσι, είναι πολύ δύσκολο. Για αυτό μου το είπε. Κι όντως έχει τέτοιες δυσκολίες. Είναι μία χώρα εξαιρετική, αλλά με πολύ μεγάλο βαθμό επικινδυνότητας.
Μάλιστα. Θα μιλήσουμε και για αυτό μετά. Θα ήθελα να σας ρωτήσω. Παίρνετε, προφανώς, το αεροπλάνο, φτάνετε στο Περού. Ποιες είναι οι πρώτες εντυπώσεις σας, μόλις φτάνετε εκεί;
Ναι, κοιτάξτε. Η αλήθεια είναι ότι το τηλεφώνημα το δέχτηκα, εκεί, αρχές Φεβρουαρίου κι έφυγα Μεγάλη Παρασκευή, νομίζω, γιατί έπρεπε να βγει διπλωματικό διαβατήριο, για λόγους ασφαλείας. Οπότε, υπήρξε μια καθυστέρηση. Ξέρετε και με το Υπουργείο Εξωτερικών. Εγώ εμφανιζόμουν εκεί ως υπάλληλος, δηλαδή, της Πρεσβείας μας. Για να έχω, ξαναλέω, έτσι; Για λόγους ασφαλείας. Οπότε… Και μάλιστα, επειδή εκεί είναι το σχολικό έτος, ξεκινάε[00:10:00]ι άνοιξη, οπότε έπρεπε να επισπευτεί και η διαδικασία να φύγω. Οπότε, δε μ’ αφήσανε να κάνω Πάσχα εδώ. Έφυγα και έφτασα στο Περού, ταξίδεψα μέσω Ισπανίας, κι όταν έφτασα ήτανε, με υποδέχτηκε αυτός ο ξάδελφος της φίλης μου, που δουλεύει στην Πρεσβεία. Με υποδέχτηκε στο αεροδρόμιο, με πήγε στο σπίτι του. Το πρώτο σοκ ήτανε ότι το παιδί αυτό έφυγε την άλλη μέρα για Πάσχα σε ένα νησί της Καραϊβικής, οπότε έμεινα μόνη μου, Πάσχα, στη Λίμα του Περού, που είναι μία πόλη που έχει γύρω στα 9 εκατομμύρια, 8,5-9 εκατομμύρια πληθυσμό. Οπότε, ήτανε πάρα πολύ δύσκολη η πρώτη αίσθηση, ομολογώ. Το θετικό είναι ότι την Κυριακή του Πάσχα, η Ελληνική Κοινότητα μαζεύονται σε ένα κλαμπ, γιατί εκεί όλα είναι ιδιωτικά. Οπότε, για να μπεις κάπου, σε κάποιο χώρο, ας πούμε… Έχει, βέβαια κλαμπ διαφόρων διαβαθμίσεων οικονομικών. Μαζεύονται σε ένα συγκεκριμένο μέρος, έξω από τη Λίμα, όλοι οι Έλληνες, οι περισσότεροι, δεν είμαστε, έτσι κι αλλιώς, μεγάλη κοινότητα εκεί, και γιορτάζουν το Πάσχα. Οπότε, ο πρόεδρος είχε στείλει τον ξάδερφό του, τον κύριο Λάζαρο, να με πάρει και να πάω κι εγώ μαζί τους να γιορτάσω το Πάσχα. Κι εκεί γνώρισα, έτσι, το μεγαλύτερο κομμάτι της Ελληνικής Κοινότητας. Και σ’ αυτό στάθηκα πάρα, πάρα πολύ τυχερή, γιατί αυτή η οικογένεια του κύριου Λάζαρου, η γυναίκα του η Νίκη, πραγματικά με αγκάλιασαν κι έκανα μια άλλη οικογένεια στο Περού. Να σκεφτείτε ότι κάποια στιγμή, στην πορεία, παρουσιαζόμουν σαν η άλλη κόρη των δύο, οι οποίοι είχανε και μία κόρη, την Κρίστυ, τη Χριστίνα, η οποία κι αυτή είχε επιστρέψει πρόσφατα από την Ιταλία όπου ζούσε και έγινε μία πραγματική φίλη. Αδερφή μάλλον, όχι φίλη, μια φίλη ζωής. Οπότε, για μένα, αυτό ήτανε… Πήρα τόση αγάπη και από την οικογένεια αλλά και από όλη την κοινότητα. Και νομίζω αυτό είναι το πιο χαρακτηριστικό. Το πόσο μ’ αγκάλιασε η κοινότητα, γιατί για αυτούς, σε πρώτη φάση δε με ξέρανε, εκπροσωπούσα την Ελλάδα. Κι αυτό ήταν το πιο σημαντικό στοιχείο. Από κει και πέρα, βέβαια, προφανώς ήταν και θέμα διαχείρισης από μένα και αποκτήσαμε μια πάρα, πάρα πολύ ιδιαίτερη σχέση και έκανα πάρα πολλούς φίλους, που έχουμε επαφές μέχρι και σήμερα.
Όταν πήγατε την πρώτη μέρα στο σχολείο, μετά το Πάσχα φαντάζομαι―
Να σας διακόψω λίγο―
Ναι―
Δεν υπάρχει σχολείο. Εδώ υπήρχαν πολλά ζητήματα. Δεν υπάρχει σχολείο στο Περού, για αυτό η επίσημη ονομασία είναι «Σχολική Μονάδα Λίμας Περού». Δεν είναι σαν τις άλλες χώρες, που έχουμε σχολείο που λειτουργεί κανονικά ή τα απογεύματα. Δεν υπήρχε τίποτα. Καμία υποδομή. Ούτε βιβλία, ούτε κτίριο, ούτε… Τίποτα. Τίποτα! Εγώ εμφανίστηκα την άλλη μέρα στην Πρεσβεία, οπότε μιλούσα απευθείας, σας είπα ότι εμφανιζόμουν ως υπάλληλος Πρεσβείας, με τον Πρέσβη. Και, βέβαια, ξεκίνησε το μεγάλο θέμα, πού θα γίνουν τα μαθήματα. Και βέβαια, να βρω τους... Γιατί σας είπα ότι δε γνωρίζονταν καν μεταξύ τους. Οι περισσότεροι είναι δεύτερης και τρίτης γενιάς. Ο ένας απ’ τους δύο είναι Έλληνες. Δηλαδή, είναι ελάχιστα, ούτε 10 άτομα, οι Έλληνες που μιλάνε ελληνικά εκεί πέρα. Οπότε, έπρεπε να βρούμε κτίριο. Αυτό ήταν το πιο βασικό. Ευτυχώς, σταθήκαμε τυχεροί, καθότι ένας από αυτούς τους λίγους Έλληνες, με την πολύ μεγάλη καρδιά, ήταν παντρεμένος με μία Περουάνα, η οποία ήταν μεγάλο-δικηγόρος αλλά ήταν και ιδιοκτήτρια ενός ιδιωτικού σχολείου. Οπότε, μου παραχώρησε μία αίθουσα σ’ αυτό το ιδιωτικό σχολείο που είχε. Οπότε, βρήκαμε το χώρο. Υλικό και βιβλία είχα φροντίσει να αγοράσω εγώ από εδώ. Και στάλθηκαν και κάποια κουβάλησα μαζί μου και άλλα στάλθηκαν με το ταχυδρομείο. Ο πρόεδρος της κοινότητας πήρε έναν υπολογιστή κι ένα, έτσι, κασετόφωνο για να ακούνε για τα ηχητικά. Και μετά, να βρω ποιοι είναι οι Έλληνες που ζουν στο Περού και να ξεκινήσουμε τα μαθήματα. Έκανα, σε πρώτη φάση― τα παιδιά, βέβαια, αυτά πηγαίνανε, εννοείται, σε σχολείο εκεί και τα μαθήματα σε μας γινότανε απογεύματα. Την πρώτη χρονιά, είχα κάνει ένα γκρουπ παιδιών από 6 ως 11 χρονών. Ένα δεύτερο από 12 ως 17. Και με δική μου πρωτοβουλία, έκανα και ένα τμήμα ενηλίκων, το οποίο, βέβαια, ήτανε και φοβερό γιατί γίναμε όλοι μια παρέα και κάναμε πάρα πολλά πράγματα. Οπότε, ξαφνικά, βρέθηκα να έχω μόνη μου 100 άτομα στο σχολείο, γιατί αυτό νομίζω ήταν η μεγάλη επιτυχία! Το ότι βρήκα, ούτε μεταξύ τους δε γνωρίζονταν πολύ, τους βρήκα και ήταν η χαρά να βρισκόμαστε στο σχολείο. Και δέθηκε η κοινότητα.
Πώς τους βρήκατε;
Τους βρήκα μέσω του Προέδρου της Ελληνικής Κοινότητας και μέσω της Πρεσβείας. Αυτοί ήταν οι δύο δίαυλοι επικοινωνίας. Και μετά, ο ένας το είπε στον άλλον και κάπως έτσι βρεθήκανε.
Πόσα παιδιά ήταν περίπου; Δηλαδή, οι ανήλικοι μαθητές, πόσοι ήταν περίπου; Θυμάστε;
Κοιτάξτε τώρα. Αυτό το όριο άλλαζε, γιατί την πρώτη χρονιά, ξέρω εγώ; Να ήταν γύρω στα 25-30 παιδιά. Αλλά, τη δεύτερη χρονιά, λειτουργούσαν δύο επίπεδα. Δηλαδή, το ένα επίπεδο ήταν τα παιδιά που ξεκίνησαν την πρώτη χρονιά, οπότε συνέχισαν τη δεύτερη και τα παιδιά που ήταν για πρώτη φορά. Οπότε, ο αριθμός αυξήθηκε. Για αυτό, σας είπα, ότι κάποια στιγμή, σύνολο, με τους ενήλικες, φτάσαμε τα 100 άτομα, που είναι απίστευτο νούμερο. Δηλαδή, δεν έχει πάνω από 300 άτομα η Ελληνική Κοινότητα. Και δε ζούνε όλοι στη Λίμα, φυσικά. Για αυτό, λέω, ήταν πολύ μεγάλη η προσέλευση και το ενδιαφέρον.
Πώς κάνατε τα μαθήματα; Δηλαδή, τι θυμάστε χαρακτηριστικά από τα μαθήματα που κάνατε;
Τι εννοείτε πώς τα έκανα;
Εννοώ ποια ήταν, δεν το διατύπωσα σωστά. Πώς ήταν η επαφή σας με τα παιδιά; Στην αρχή, ήταν παιδιά τα οποία δε μιλούσανε ελληνικά―
Όχι μόνο. Ναι, ούτε οι ενήλικες, ούτε… Αυτή ήταν η δυσκολία. Και σ’ αυτό βοήθησε, βέβαια, το ότι εγώ γνώριζα ισπανικά. Δηλαδή, ήταν πάρα, πάρα πολύ δύσκολο να διδάξεις την ελληνική. Κι εγώ, φυσικά, πρώτη φορά δίδασκα σε τέτοιο κοινό. Δεν μπορούσαν να καταλάβουνε τη δυσκολία της γλώσσας. Με ρωτούσαν: «Γιατί να έχετε τόσες πτώσεις;», ας πούμε. Ή στην ορθογραφία «τόσα ι;». Για αυτούς, ήτανε πάρα, πάρα πολύ δύσκολο. Και επειδή, τα παιδιά είχαν ήδη, έτσι, ένα επιβαρυμένο πρόγραμμα απ’ το δικό τους σχολείο. Καταλαβαίνετε ότι τους δυσκόλεψε, πάρα πολύ τους δυσκόλευε να μάθουν την ελληνική γλώσσα. Αλλά, απ’ την άλλη, τους άρεζε πάρα πολύ, γιατί εντάξει, δε μαθαίναμε μόνο γλώσσα, βέβαια. Εντάξει. Και πολιτισμό και γεωγραφία. Οποιεσδήποτε αναφορές. Και δημιουργήθηκε ένα πολύ ωραίο κλίμα. Αυτό, νομίζω, ήτανε το βασικό. Δηλαδή, ερχόντουσαν όλοι με πολλή, πολλή χαρά. Τώρα, βέβαια, για τους μεγάλους δεν το συζητάμε. Κάναμε και διάφορες βραδιές, με προβολή ταινιών. Λατρεύανε την ελληνική μουσική. Γενικά στο Περού, αγαπάνε πάρα πολύ την Ελλάδα. Δηλαδή, όπου έλεγα, από τον ταξιτζή, ας πούμε, ότι είμαι απ’ την Ελλάδα, υπήρχε, έτσι, πάρα πολύ ενδιαφέρον. Όπως και οι Περουάνοι που γνώριζα. Με προσέγγισαν πάρα πολλοί άνθρωποι Περουάνοι, που θέλανε να μάθουν ελληνικά. Και μάλιστα είχα δεχτεί και πρόταση κι απ’ το Πανεπιστήμιο της Λίμας να διδάξω ελληνικά. Αγαπούν πάρα πάρα πολύ την Ελλάδα. Γνωρίζουνε όλοι για Σωκράτη, Πλάτωνα, Αριστοτέλη. Υπάρχει και, έτσι, ένα κέντρο σπουδών Φιλοσοφίας[00:20:00]. Απίστευτο ενδιαφέρον. Το πιο απλό, με ρωτούσαν συνέχεια, ας πούμε. Περουάνοι, όχι Έλληνες, ελληνικά ονόματα για να βαφτίσουν τα παιδιά τους. Είναι απίστευτο. Πάρα πολλή αγάπη για την Ελλάδα. Και κυρίως για την ελληνική ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό. Δηλαδή, η εικόνα που έχουν δεν αφορά το τώρα της Ελλάδος αλλά το παρελθόν.
Αυτή η γνώση τους για την Ελλάδα και η αγάπη τους, από πού προκύπτει; Μαθαίνουν στο σχολείο κάτι;
Ναι. Ναι, ναι, ναι. Μαθαίνουν στο σχολείο. Ακριβώς. Μαθαίνουν στο σχολείο. Ναι. Μαθαίνουν στο σχολείο. Για αυτό λέω ότι μου έκανε εντύπωση ότι γνωρίζανε. Δηλαδή, ειδικά τους αρχαίους φιλοσόφους τους ξέρανε πάρα πολύ.
Είχατε διδάξει και πολλά χρόνια πριν και σε παιδιά εδώ, σε ελληνικά σχολεία. Τι διαφορές εντοπίσατε στη διδασκαλική σας εμπειρία, να το πω έτσι, στο Περού σε σχέση με την Ελλάδα;
Εντάξει, είναι πολύ διαφορετικό. Είναι πολύ διαφορετικό να διδάσκεις την ελληνική ως δεύτερη ξένη γλώσσα, παρά να τη διδάσκεις ως μητρική γλώσσα. Κι εκεί, συνειδητοποίησα ακριβώς και το πόσες δυσκολίες έχει. Βέβαια, η εμπειρία που είχα, τα χρόνια που είχα στην ελληνική εκπαίδευση, σίγουρα βοήθησαν πάρα πολύ. Ξαναλέω, όμως, ότι αν δεν υπήρχε και η γνώση των ισπανικών για να μπορέσω να εξηγήσω πράγματα, θα ήταν ακόμα πιο δύσκολο. Τουλάχιστον στην αρχή, έτσι; Στο αρχικό στάδιο. Αλλά, παρόλα αυτά, είναι, νομίζω ότι είναι η κινητήριος δύναμη. Είναι η αγάπη για αυτό που κάνεις. Τους δυσκόλευε αλλά τους άρεσε ταυτόχρονα. Εν τω μεταξύ, τα παιδιά είχαν και κάποιο κίνητρο, γιατί γίνονταν κάποια προγράμματα τα καλοκαίρια, που ερχόντουσαν κάποια παιδιά, που φοιτούσανε στο σχολείο, στην Ελλάδα για να περάσουν, έτσι, ένα διάστημα 10-12 ημερών. Ήταν κι αυτό ένα κίνητρο μεγάλο. Για αυτούς, η Ελλάδα ήταν κάποιο… ένα άπιαστο όνειρο. Έτσι; Δηλαδή, υπήρχαν παιδιά που δε ξέρανε και ακριβώς που βρίσκεται η Ελλάδα. Οπότε, αυτό τους έδινε μία άλλη υπόσταση. Και μάλιστα μετρούσε κιόλας στην περουάνικη κοινωνία, οποιαδήποτε επαφή είχε με το σχολείο, την Πρεσβεία και διάφορες εκδηλώσεις που γίνονταν. Υπό το πρίσμα της Πρεσβείας πάντοτε.
Εσάς την ίδια, προσωπικά, τι σας έκανε εντύπωση στα μαθήματά σας; Τι σας μένει; Τι θυμάστε χαρακτηριστικά;
Αυτό που θυμάμαι είναι αυτό το κλίμα. Το κλίμα. Γιατί γίναμε μία πολύ μεγάλη οικογένεια, που όλο αυτό λειτουργούσε και έξω απ’ το σχολείο. Δηλαδή, βρισκόμασταν συνέχεια. Δεχόμουν συνεχώς… Βρεθήκαμε… Ήτανε ότι ένωσε όλον αυτόν τον κόσμο και γίναμε μία πολύ μεγάλη παρέα, που σε πολύ τακτά διαστήματα ο ένας καλούσε τον άλλον. Βγαίναμε. Υπήρχαν, δηλαδή, ευκαιρίες να ανατροφοδοτηθεί αυτό, γιατί δεν έφταναν οι ώρες του σχολείου. Αυτό είναι που μου έμεινε. Και η πολλή αγάπη που πήρα. Πραγματικά, έγινε ένα μαγικό. Παρότι ήταν πολύ δύσκολο στην αρχή, να βρεθείς μόνη σου σε ένα τόσο μακρινό μέρος, ας πούμε. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Τώρα, ίσως εμφανίζονται κάπως ωραιοποιημένα, αλλά στην αρχή είχε πάρα πολλές δυσκολίες. Ακόμα, ας πούμε, και το να πάω στο σχολείο. Δηλαδή, έπρεπε να έχω καλέσει ιδιωτικό ταξί για να, τουλάχιστον στην επιστροφή, γιατί ήταν βράδυ. Και στο να πάω φυσικά. Υπήρχε αυτή η επικινδυνότητα, γιατί βράδιαζε. Γιατί γινόταν απογεύματα. Αλλά… Και κανένας δεν έφευγε. Δηλαδή, τελειώνανε τα μαθήματα και κανένας δεν ήθελε να φύγει. Για μένα, αυτή ήταν η μεγάλη επιτυχία κι αυτό φαίνεται μέχρι και τώρα, ότι έχει μείνει και το αποζητάνε. Κάναμε μετά και διάφορα πράγματα, εννοείται. Για αυτό λέω, δεν ήταν μόνο οι ώρες του σχολείου. Είναι το ότι κατορθώσανε να γίνει το σχολείο, ο χώρος που έσμιξε τους Έλληνες αυτής της κοινότητας.
Τι άλλες κοινές δραστηριότητες κάνατε με τους μαθητές σας εκτός της σχολικής τάξης, που μου αναφέρατε πριν;
Εκτός, ήταν διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις, που γινόταν είτε στα πλαίσια της κοινότητας. Ας πούμε για τον εορτασμό της 25ης. Γιατί αυτό γιορτάζεται εκεί πέρα, από όλες τις εθνικές επετείους. Και μάλιστα, γίνεται και μια μεγάλη δεξίωση που παρέχει ο Πρέσβης στο σπίτι. Αλλά και μέσω κοινότητας. Γιατί αυτοί ήταν οι δύο, έτσι, φορείς που λειτουργούσανε. Είχανε, βέβαια, κάποια θέματα στην κοινότητα. Αυτό είναι μία έτσι από τις, τέλος πάντων, από τις αρνητικές παραμέτρους που συναντάς συχνά στις κοινότητες του εξωτερικού. Μεταξύ τους, εννοώ. Αλλά, τέτοιου είδους εκδηλώσεις. Πολιτιστικές, από κάποια έκθεση φωτογραφίας για την ανάδειξη της εθνικής γιορτής και στο τελείωμα της σχολικής χρονιάς, πάντοτε γινότανε μια εκδήλωση. Υπήρχαν αφορμές για πολλά. Και τα άλλα ήταν πιο στα πλαίσια κοινωνικών εκδηλώσεων. Έτσι; Υπήρχαν πάντοτε, έτσι, ευκαιρίες για να βρισκόμαστε και να κάνουμε πράγματα.
Θα ήθελα να μου πείτε τι δυσκολίες αντιμετωπίσατε γενικά στο Περού. Δηλαδή, πώς είναι να ζει κάποιος στο Περού;
Καλή ερώτηση αυτή. Κοιτάξτε. Εγώ ήθελα να το ζήσω στην πραγματική του διάσταση. Κι ομολογώ ότι, έτσι, έκανα διάφορα παράτολμα πράγματα. Τι εννοώ; Αφού τον πρώτο καιρό, βέβαια, σας είπα ότι ήμουν πάρα πολύ τυχερή που γνώρισα την Χριστίνα. Και επειδή δέσαμε πάρα πολύ και ήξερε ότι εγώ ήθελα συνεχώς να μαθαίνω καινούρια πράγματα, οπότε πήγαμε παντού, σε πάρα πολλά μέρη. Όπως και ταξιδέψαμε κιόλας, γιατί είναι μια εξαιρετική χώρα το Περού κι έχει πολύ ενδιαφέροντα πράγματα και έξω από τη Λίμα. Έτσι; Όπως το να πας, ας πούμε, ήταν φοβερή εμπειρία το να πας στη ζούγκλα, στον Αμαζόνιο. Έχει διάφορα κομμάτια του Αμαζονίου. Εξαιρετική εμπειρία αυτή. Φυσικά, να πας στο Μάτσου Πίτσου. Έτσι; Δεν υπάρχει αυτό. Ή να πας στη λίμνη Τιτικάκα, που είναι η υψηλότερη λίμνη στον κόσμο. Είναι στα 4.000 μέτρα. Και να δεις τα νησιά Ούρος, που είναι μόνο, έτσι, με καλαμιές φτιαγμένα και οι άνθρωποι πώς ζουν εκεί. Για μένα, ήταν ένα πάρα, πάρα πολύ μεγάλο σχολείο. Έχει πάρα πολύ μεγάλη φτώχεια. Εκεί δεν υπάρχει μεσαία τάξη. Πάρα πολύ μεγάλη φτώχεια. Δηλαδή, βλέπεις χιλιάδες άτομα στους δρόμους να προσπαθούν να πουλήσουν το οτιδήποτε, για να μπορέσουν να ζήσουν. Βλέπεις μωρά να τα ‘χουνε στην πλάτη. Και μάλιστα τα δίνουν και διάφορα, έτσι, διάφορες ουσίες για να τα κοιμίζουνε, για να μπορούν να είναι όλη μέρα στο δρόμο. Για μένα, αυτό ήτανε, έτσι, ένα πολύ μεγάλο χτύπημα στο στομάχι, για τα προβλήματα που υπάρχουνε. Οπότε, μεγάλη φτώχεια. Εννοείται ότι υποδομές και τα λοιπά, τεράστιο κυκλοφοριακό. Η δημόσια παιδεία, η δημόσια υγεία. Δηλαδή… Και απ’ την άλλη, υπήρχε ένα κομμάτι στη Λίμα, δυο-τρεις συνοικίες, που ήτανε σαν να ζούσες σε άλλη χώρα. Όπου, βέβαια, εκεί έμενα κι εγώ φυσικά, γιατί ήταν οι ασφαλείς περιοχές που ζούσαν όλοι οι οικονομικοί παράγοντες, όλοι οι ξένοι που ζούσαν στο Περού. Όπου εκεί, ήταν σαν να ζούσες, ας πούμε, στην Αμερική. Έτσι; Με τα εμπορικά κέντρα, με τα καλά μαγαζιά. Αλλά αυτό δεν είναι το Περού. Έτσι; Αυτό αφορά ένα ποσοστό, ένα 2%, όπου εκεί υπήρχαν πολύ ακριβά ενοίκια, πολύ υψηλό επίπεδο ζωής. Κι επίσης, είδα και πολύ πλούτο. Επειδή, λόγω Πρεσβείας, συναναστράφηκα και μ’ αυτό το κομμάτι. Όχι, οι Έλληνες που ζουν στο Περού δεν είναι οι πλούσιοι Έλληνες αλλά, λόγω Πρεσβείας, ήρθα σε επαφή και με τέτοιον κόσμο. Είδα απίστευτο, απίστευτο πλούτ[00:30:00]ο. Όπως και απίστευτη φτώχεια. Τα δύο άκρα δηλαδή. Παρότι, είναι μία χώρα που δε θα ‘πρεπε να πεινάει ούτε ένας Περουάνος. Έχει αλιεία, έχει απίστευτη γεωργία, έχει τα αλπάκα, τα λάμα. Ωστόσο έχει απίστευτο χρυσό και ασήμι, όλα τα εκμεταλλεύονται πολυεθνικές ξένες. Κι αυτό, έτσι, το πιο αρνητικό, επίσης, έτσι, που μου έχει μείνει απ’ το Περού, πέρα απ’ τις ανισότητες, οικονομικές και κοινωνικές, είναι το πώς αντιμετωπίζουν οι ξένοι τους Περουάνους. Διέκρινα, δηλαδή, μια δουλοπρέπεια. Ξέρετε, οι Περουάνοι, υπήρχε κι ένα μικρό ποσοστό Περουάνων νεόπλουτων. Οι ξένοι, εννοείται ότι έχουν όλοι τους βοηθητικό προσωπικό. Σε όλα τα σπίτια υπάρχει αυτό. Και μάλιστα, άλλο άτομο να μαγειρεύει, νταντάδες για το κάθε παιδί. Αυτοί δεν κάνουν τίποτα. Δηλαδή, τους έκανε φοβερή εντύπωση το ότι εγώ καθάριζα το σπίτι μόνη μου, ας πούμε. Έτσι; Ή έκανε εντύπωση στη θυρωρό της πολυκατοικίας που της μιλούσα φυσιολογικά, γατί οι υπόλοιποι την αντιμετωπίζανε αφ’ υψηλού, ότι αυτή είναι κάτι υποδεέστερο. Και πραγματικά, ένιωσα πολύ, έτσι, ντροπή πάρα πολλές φορές για αυτόν τον ρατσισμό που βγάζανε απέναντι σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Οι οποίοι, το όνειρό τους, βέβαια, είναι να φύγουν από το Περού. Επίσης, αυτό είδα. Δηλαδή, κόσμο που με πλησίαζε για να μεσολαβήσω, μέσω Πρεσβείας, να πάρει μια βίζα και να φύγει. Γιατί, δυστυχώς, δεν έχει προοπτικές στο Περού. Ενώ για αυτούς που έχουν λεφτά, περνάνε πάρα, πάρα πολύ καλά. Έχεις τα πάντα στα χέρια σου. Δηλαδή, μπορείς να έχεις, πας να φας και έχεις ανθρώπους πάνω απ’ το κεφάλι σου, να μην προλαβαίνεις να αφήσεις το πιρούνι, να σου βάζουν νερό. Δυστυχώς, αυτή είναι η άσχημη πλευρά. Και πολλή διαφθορά βέβαια, έτσι; Πάρα πολλή διαφθορά. Δηλαδή, μπορεί να σε σταματήσει η αστυνομία και να δώσεις κάτι και να στο σβήσει, γιατί, ακριβώς, είναι πολύ χαμηλοί οι μισθοί και όταν υπάρχει, έτσι, χαμηλό επίπεδο διαβίωσης, προφανώς υπάρχει και μεγάλη διαφθορά. Είναι χώρα των αντιθέσεων. Ωστόσο, έχει μία εξαιρετική ιστορία, ένα εξαιρετικό φυσικό περιβάλλον. Πραγματικά, εγώ τη λάτρεψα. Δηλαδή, αυτά που είδα στο Περού, δεν μου τα έχει δώσει κανένα ταξίδι, σε καμιά ευρωπαϊκή χώρα. Είναι αυτό το διαφορετικό. Και όσο ταξιδεύεις δε και στην επαρχία, τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Θα πω μόνο μία, έτσι ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο. Κάποτε έκανα ένα ταξίδι με τον Πρέσβη στην επαρχία του, στο βόρειο Περού και είχαμε φτάσει σε ένα απομακρυσμένο χωριό. Μας δέχτηκε εκεί ο Δήμαρχος. Δίπλα σ’ αυτό το χωριό, υπήρχε το σχολείο το δημοτικό. Οπότε, όταν βγήκαμε έξω, εγώ πήγα, φυσικά, ως εκπαιδευτικός πλησίασα προς το σχολείο. Και μου ‘κανε εντύπωση ότι βγήκαν όλα τα παιδιά και μαζεύτηκαν γύρω μου και με κοιτούσανε, με πιάνανε. Ήτανε… Δεν καταλάβαινα το γιατί. Και μου λέει ο δάσκαλος: «Ξέρεις, είναι η πρώτη φορά που βλέπουνε μία γυναίκα ξανθιά, λευκή». Δεν είχαν ξαναδεί. Δεν το πίστευα. Η αίσθηση ήταν απίστευτη. Πώς είχαν πέσει πάνω μου και μ’ ακουμπούσανε, σαν να είχαν δει κάποιον, έτσι, εξωγήινο. Είναι απίστευτες. Δηλαδή, μπορώ να μιλάω, όχι ώρες, μέρες για το Περού, αυτά που έζησα, οι συγκινήσεις που έδωσε το Περού σε όλα τα επίπεδα, παρότι είχε αντικειμενικές, πάρα πολλές δυσκολίες.
Μου είπατε ότι όσα ταξίδια κι αν έχετε κάνει, το Περού σας έχει δώσει κάτι διαφορετικό. Θα ήθελα να μου πείτε περισσότερα πράγματα για αυτό. Τι εννοείτε, δηλαδή;
Εννοώ ότι αυτά που θα δεις στο Περού, είναι διαφορετικά από αυτά που θα δεις σε μία άλλη χώρα. Ας πούμε, η εμπειρία του να πας να μείνεις μέσα στη ζούγκλα, δεν τη ζεις κάπου αλλού. Θα μείνεις σε ένα ξενοδοχείο, έτσι; Το ότι έμεινα μέσα στη ζούγκλα, χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, με τα ιγκουάνα να περπατάνε δίπλα σου. Με το να προσπαθείς να περπατήσεις, θυμάμαι, και μέσα στη ζούγκλα και, ξέρω εγώ, να… Ξαφνικά πέφτει ο οδηγός πάνω μου, γιατί είχαμε πατήσει μια φωλιά από κάτι μυρμήγκια που ήταν επικίνδυνα. Αυτές οι εμπειρίες, αυτό λέω, δεν τις έχεις εύκολα. Ή να δεις… Ξυπνήσαμε 05:00 η ώρα το πρωί για να πάμε να δούμε πουλιά. Ή κάναμε ψάρεμα στον Αμαζόνιο. Ή να περιμένουμε ώρες και τελικά κατάφερα και είδα ροζ δελφίνι. Αυτό λέω, αυτές είναι εμπειρίες που δεν τις ζεις αλλού. Ή αυτό που είπα για τη λίμνη Τιτικάκα ή έχει τα νησιά Μπαγιέστας, που είναι μόνο, έτσι, με θαλάσσια ζώα και τα λοιπά. Έχει το κομμάτι, έχει απίστευτους αρχαιολογικούς χώρους εννοείται. Και φυσικά, ένα Μάτσου Πίτσου, που για μένα είναι δέος όταν το αντίκρισα, έτσι; Κι όλος αυτός ο πολιτισμός των Ίνκας κλπ. Για αυτό λέω ότι δε θα δεις συνηθισμένα πράγματα. Θα δεις διαφορετικά πράγματα. Απλά θέλει προσοχή, έτσι; Θέλει μεγάλη προσοχή. Δεν θα φοράς κοσμήματα, δε θα… Δηλαδή, δε θα κουβαλάς λεφτά πάνω σου. Θέλει, θέλει να προσέχεις πάρα πολύ. Αυτό. Εντάξει, δε θα πηγαίνεις και καλό είναι όταν θα κοιμηθείς εκτός, ας πούμε, να είσαι σε γκρουπ και τα λοιπά, έτσι; Όχι μόνος σου. Εγώ είχα μάθει τόσο πολύ να κινούμαι στο Περού, γιατί πήγα και σε περιοχές, όχι σε αυτές που ζούσαμε εμείς, στις άλλες περιοχές, που πήγαιναν μόνο Περουάνοι. Και παρότι, όλοι μ’ αποτρέπανε να πάω, αλλά εγώ ήθελα να δω πώς ζούνε πραγματικά οι Περουάνοι κι όχι εκεί που ζούσα εγώ, που είπα, θύμιζε λίγο Αμερική, έτσι; Αλλά δεν ήταν αυτό το Περού. Ήταν ένα πάρα πολύ μεγάλο μάθημα. Πάρα πολύ μεγάλο μάθημα το Περού. Κι ο κόσμος είναι πολύ, μοιάζει πολύ σε μας. Εννοώ ότι είναι πολύ κοινωνικός, εξωστρεφής. Πάρα, πάρα πολύ. Έχουμε, δηλαδή, κοινά στοιχεία στο ταπεραμέντο.
Θα ήθελα να μου πείτε λίγα περισσότερα πράγματα για την εμπειρία σας από τη ζούγκλα.
Σας έκανε εντύπωση;
Ναι, ναι.
Ομολογώ, κι εγώ στην αρχή δεν… Η φίλη μου που είχε πάει να φανταστείτε, είχε, στο παρελθόν, δεν άντεξε κι έφυγε. Ωστόσο, εγώ ήθελα να το ζήσω. Και καλά έκανα. Ήτανε πραγματικά πάρα πολύ δύσκολο, το να ζεις σε ένα μέρος… Εντάξει, έχει διαβαθμίσεις. Μπορείς να πας και πιο βαθειά, έτσι; Εγώ δεν πήγα τόσο βαθειά. Έτσι, ήταν ένα αλμπέργκε, όπως τα λένε, ένα οίκημα. Αυτό. Έτρωγες μόνο ό,τι έβγαζε αυτό, δηλαδή εκεί έχει αυτές τις μικρές τις μπανάνες, που τις τρώνε πάρα πολύ. Τηγανητές κυρίως τις κάνουνε. Δεν είχες επιλογή να φας και να διαλέξεις κλπ. Είχε δυο-τρία πράγματα, μόνο ό,τι υπήρχε εκεί. Είχε αυτό το τροπικό κλίμα. Ξαφνικά, οι απότομες καταιγίδες, που θυμάμαι η μία μας έπιασε και μέσα στον Αμαζόνιο. Εκεί, πραγματικά, φοβήθηκα λίγο, γιατί ξαφνικά ο Αμαζόνιος έγινε… Ήταν πολύ σκούρο το χρώμα, σαν να κατέβαζε λάσπες κλπ. Και φυσικά, ξέρουμε όλοι τι κυκλοφορούνε. Δηλαδή, κροκόδειλους κι αυτά, τους βλέπεις. Έτσι; Αλλά, αυτή η επαφή με τη φύση, τους ανθρώπους, γιατί οι άνθρωποι εκεί είναι άνθρωποι που… Συναντήσαμε και φυλή που ζει μέσα στη ζούγκλα. Δεν είναι αυτός που ζει στη Λίμα. Είναι άνθρωποι που ζούνε, με τις ενδυμασίες, με τις ημίγυμνες γυναίκες. Όλα αυτά που βλέπουμε στις ταινίες, υπάρχουνε. Οι οποίοι, πραγματικά, ζούνε τόσο απλά. Δηλαδή, θυμάμαι ότι πήγα σε μία περιοχή που πας για να, κι από κει ταξιδεύεις με αεροπλάνο στο βόρειο Περού κι από κει παίρνεις το πλωτό μέσο για να μπεις μέσα στον Αμαζόνιο. Εκεί, λοιπόν, είχε μία συνοικία, γιατί έτυχε να γνωρίσω ένα παιδί από κει και [00:40:00]με πήγε σε μία συνοικία, που οι άνθρωποι αυτοί ζούνε σε κάτι καλύβες που είναι μέσα στον Αμαζόνιο. Μου ‘κανε εντύπωση και μάλιστα μας πίεζαν να ανεβούμε σε ένα μονόκανο για να κάνουμε μία βόλτα, όπου εγώ, η αλήθεια, φοβόμουνα να ανέβω. Απ’ την άλλη, τα λεφτά που θα δίναμε, για αυτόν τον άνθρωπο, ήταν πάρα πολύ βασικό. Τώρα, σκέψου, τώρα να είναι ο ένας στη μία άκρη και ο άλλος στην άλλη και να είναι έτοιμο να πέσει αυτό. Δεν ήταν κάτι. Ένα μονόκανο ήτανε. Μου ‘κανε εντύπωση, λοιπόν, ότι είδα πολύ ευτυχισμένους ανθρώπους. Ήταν όλοι με το χαμόγελο. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν τις δικές μας έγνοιες. Πλένανε τα ρούχα τους μέσα στον Αμαζόνιο. Δεν έχουν το δικό μας το άγχος κλπ. Ούτε αυτές τις απαιτήσεις τις υλιστικές, έτσι, του δυτικού κόσμου. Μου ‘κανε φοβερή εντύπωση το χαμόγελό τους, ότι ήτανε ευτυχισμένοι. Για μας είναι σοκαριστικό το πώς ζούνε αυτοί οι άνθρωποι αλλά αυτοί είναι μια χαρά. Για μας είναι το δύσκολο. Εμείς δε θα μπορούσαμε να ζήσουμε. Ωστόσο, οι αντιθέσεις είναι τόσο έντονες, που εμένα άλλαξε η οπτική μου απέναντι στα πράγματα και στη ζωή. Ήταν ένα τεράστιο σχολείο για μένα. Τεράστιο σχολείο. Όλη αυτή η εμπειρία. Κατά τ’ άλλα, η ζούγκλα, βλέπεις ζώα, βλέπεις τα πάντα. Τα πάντα. Ό,τι να έχει να κάνει με πανίδα και χλωρίδα είτε μες στον Αμαζόνιο. Δηλαδή, κάνεις διάφορες τέτοιες εξερευνήσεις, όπως σου είπα. Να δεις πουλιά. Να ακούσεις, μάλλον, πουλιά ή να περπατήσεις σε μονοπάτια, εννοείται δύσκολα, έτσι; Με απίστευτα κουνούπια. Θέλει πολύ μεγάλη προσοχή. Εννοείται ότι πρέπει να έχεις κάνει το εμβόλιο, ειδικό εμβόλιο για να πας. Και είσαι καλυμμένος παντού, δηλαδή πρέπει να μην έχεις εκτεθειμένα ούτε χέρια ούτε πόδια για να μη σε τσιμπήσει κάτι. Είσαι συνέχεια με αντικουνουπικά. Αυτά είναι τα δύσκολα. Δηλαδή, κάποιος δύσκολα θα το ζούσε αυτό. Αλλά δεν το μετάνιωσα καθόλου, παρότι δεν είμαι και τόσο εξοικειωμένη, δεν είμαστε εμείς εξοικειωμένοι με όλα αυτά. Αλλά τα ιγκουάνα περπατούσαν από δίπλα μου, πραγματικά, έτσι. Ήταν φοβερό όλο αυτό.
Το πιο τρομακτικό ζώο που είδατε από κοντά;
Εντάξει, δεν είδα. Εγώ είδα πολλά, αλλά ναι. Εντάξει, για μένα, οι κροκόδειλοι ήτανε το πιο τρομακτικό. Κι εκείνο το σημείο, που είπα με αυτά τα μυρμήγκια, τα οποία είναι θανατηφόρα, όμως. Δηλαδή, πραγματικά μου ‘κανε εντύπωση το ότι περπατούσαμε και ξαφνικά βλέπω ένα παιδί που ήταν ο οδηγός του γκρουπ, ήμασταν πολύ λίγα άτομα βέβαια, να ‘χει πέσει πάνω στα πόδια μου και να σπρώχνει να μην… Παρότι είχα, ξέρεις το παντελόνι μέσα σε κάλτσες κλπ., μήπως κάποιο απ’ αυτά τα μυρμήγκια… Δηλαδή, δε φαντάστηκα, δεν ήξερα, μάλλον, ότι υπάρχουν τέτοια μυρμήγκια επικίνδυνα. Εμείς εδώ, τα ‘χουμε άφοβα. Οπότε, θέλει πολλή, θέλει πολλή προσοχή. Γενικώς, ο κόσμος παθαίνει διάφορα. Και ξέρεις, εμείς που είμαστε συνηθισμένοι σε έναν άλλον τρόπο ζωής, είμαστε και πιο ευάλωτοι σε μολύνσεις και τα λοιπά. Ας πούμε, εγώ αντιμετώπισα θέμα, ας πούμε δυο-τρεις φορές έπαθα μόλυνση στα μάτια μου. Και σοβαρή, όχι απλή μόλυνση. Και μου είχαν πει οι γιατροί ότι ζεις σε μια χώρα που είναι, η Λίμα είναι πάρα πολύ βρώμικη πόλη. Και μου είχαν πει συγκεκριμένα, θυμάμαι: «Ούτε το χέρι δε θα δίνεις για χειραψία». Έχει τόσα μικρόβια, τόσο μολυσμένη πόλη που, για μας, που έχουμε μάθει σε ένα άλλο, πιο καθαρό περιβάλλον, είμαστε πιο ευάλωτοι σε όλα αυτά. Όπως, επίσης, και τα θέματα με τη διατροφή και τα λοιπά. Πολύς κόσμος αντιμετωπίζει πρόβλημα, όπως κι εγώ. Δηλαδή, πρόσεχα πάρα, πάρα πολύ πού θα φάω, τι θα φάω, γιατί αυτοί έχουν πάθει ανοσία οι άνθρωποι, έτσι; Δεν τηρούνται οι συνθήκες καθαριότητος, όπως… Οπότε, δεν μπορούσες να φας όπου να ‘ναι κι ό,τι να ‘ ναι. Και βέβαια, για αυτό λέω, εγώ, επειδή, είχα, συναναστρεφόμουν με ανθρώπους Περουάνους – δεν πήγα, δηλαδή, ως απλή ταξιδιώτισσα. Οπότε, έμαθα πολλά πράγματα που έπρεπε να φροντίζω. Οπότε, πραγματικά, την τρίτη χρονιά ήτανε σαν να ζούσα χρόνια. Ήξερα πιο πολλά πράγματα απ’ ότι οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί. Οπότε, όποιος ερχόταν στην Πρεσβεία από την Ελλάδα, για οποιονδήποτε λόγο, είχα αναλάβει ανεπισήμως την ξενάγηση όλων, γιατί ήξερα καλύτερα από τον καθένα τη Λίμα, πού πρέπει να πάει, τι να δει, τι να κάνει. Και στο τέλος με λέγανε «τσολίτα», έτσι λένε τους Περουάνους, γιατί σαν να είχα ενσωματωθεί τόσο πολύ, που ήξερα να κινούμαι παντού. Κι οπότε, καταλαβαίναν κι απ’ τον τρόπο που μιλούσα, ότι: «Μπορεί να είμαι ξένη – δηλαδή, τους προετοίμαζα – αλλά ζω εδώ πέρα. Οπότε, φροντίστε να μη με δείτε διαφορετικά». Ήθελε προσοχή. Ρίσκαρα πολλά, η αλήθεια, αλλά, κι έτσι γνώρισα όλα αυτά. Γιατί, θα μπορούσα να μείνω στην ασφάλεια αυτών των, της συνοικίας που ζούσα και να μην δω άλλα πράγματα. Αλλά για μένα… κι αυτό ήταν το νόημα για μένα, το να ζήσεις στη χώρα στις πραγματικές τους συνοικίες και πώς ζει ο πραγματικός Περουάνος.
Στις πραγματικές συνοικίες, όχι τις ασφαλείς, τι είδατε;
Ακριβώς. Τι είδα, τι είδα. Τι να πω. Είναι ένα χάος. Πάρα πολύ. Είπα ότι έχει πολλά εκατομμύρια η Λίμα, χωρίς να έχει καμία πρόβλεψη για το κυκλοφοριακό. Δεν υπάρχει τίποτα. Ούτε μετρό, ούτε τραμ. Τίποτα, τίποτα. Έχει μόνο κάτι [Δ.Α.] κάτι μικρά λεωφορειάκια, που στοιβάζεται ο ένας πάνω στον άλλον. Εννοείται ότι εγώ δεν μπήκα ποτέ, γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να μπει κάποιος εκεί πέρα και να μη σε κλέψουνε. Το θετικό είναι ότι κυκλοφορούσα με ταξί, αλλά να διευκρινίσω ότι τα ταξί που κυκλοφορούν στο Περού, πλην ελαχίστων, είναι όλα παράνομα, είναι πειρατικά ταξί. Δηλαδή, τι εννοώ. Ότι ο καθένας στο Περού κάνει το αυτοκίνητό του ταξί. Ναι. Είναι ο τρόπος για να βγάλεις χρήματα. Και μάλιστα δεν υπάρχουν, εννοείται, ταξίμετρα. Τίποτα. Οπότε, τον σταματάς και του λες: «Θέλω να πάω εκεί». Εννοείται ότι κάνεις παζάρια τα πάντα, οπότε μπορεί και να σε κλέψει. Εγώ, βέβαια όμως, ήξερα τις διαδρομές. Και σου ‘λεγε αυτός, ξέρω εγώ: «20 σόλες», σόλες είναι το νόμισμα που έχουνε. Βέβαια, κυκλοφορείς και με δολάρια. Έτσι; Κι εννοείται ότι έχει παντού καμπίστες, ανθρώπους δηλαδή που αλλάζουνε δολάρια σε σόλες και τα λοιπά. Οπότε, σταματάς το ταξί, του λες: «Θέλω να πάω εκεί πέρα». Δηλαδή, μου ‘τυχε πάρα πολλές φορές. Και να έχει τόση κίνηση. Και συνεννοείσαι, ξέρω εγώ «20 σόλες». 20 σόλες, ξέρω εγώ, είναι 5 ευρώ. Και να χρειαστεί να κάνει μία ώρα για να φτάσεις εκεί. Θα πάρει αυτά που συμφώνησες εξαρχής. Οπότε, είναι πολύ φθηνό για μας να κυκλοφορούμε με ταξί. Απλά, θα ‘λεγα, μόνο για τη μέρα. Το βράδυ, το είπα και για το σχολείο, έπρεπε να καλέσεις από ειδική εταιρεία, έτσι; Μόνο αυτοκίνητα, έτσι, επαγγελματίες, όπου, βέβαια, οι τιμές ήτανε τριπλάσιες και τετραπλάσιες, εννοείται. Έτσι; Για αυτό λέω ότι, γενικώς, οι υπηρεσίες, οι καλές υπηρεσίες, τις πληρώνεις. Εκεί πληρώνεις τα πάντα. Δηλαδή, και οι ιατρικές παροχές, που θα πας μια επίσκεψη, σε έναν γιατρό και θα δώσεις 100 δολάρια. Αυτός είναι ένας μισθός για τον Περουάνο. Θα στείλεις το παιδί σου σε ιδιωτικά σχολεία, σε ιδιωτικά πανεπιστήμια. Όλα είναι έτσι. Βέβαια θα πω, τώρα κάνω μία παρένθεση, ότι σκέφτηκα κάποια στιγμή, πόσο δύσκολο είναι να έχεις πολλά λεφτά στο Περού και να ζεις. Γιατί, επειδή γνώρισα τέτοιους ανθρώπους, ζούσαν συνεχώς μες στην ανασφάλεια. Τι εννοώ ανασφάλεια; Δηλαδή, καθημερινά ακούγαμε για απαγωγές παιδιών έξω απ’ τα σχολεία. Εννοείται ότι όλα τα αυτοκίνητά τους ήτανε με φιμέ τζάμια. Ζεις με το φόβο ότι θα σε κλέψουνε. Δηλαδή, εκεί σε σκοτώνουν για ένα ζευγάρι αθλητικά. Όταν υπάρχει τόση φτώχεια, για αυτό εί[00:50:00]πα, υπάρχει και μεγάλη εγκληματικότητα. Οπότε, το να ζεις με αυτό το αίσθημα του φόβου… Για αυτό, ενώ είναι μια χώρα που, αν έχεις λεφτά, έχεις τους πάντες στα πόδια σου. Πραγματικά είναι πάρα πολύ δύσκολο να ζεις με αυτήν την αίσθηση. Εννοείται ότι οπλοφορούνε κλπ., κλπ. Οπότε, είναι δύσκολο. Είναι δύσκολο σ’ αυτή τη χώρα. Πάντα είσαι προσεκτικός. Πάντοτε. Αυτό λέω. Και αυτό ήταν που με, ίσως αυτό και το κλίμα, ήταν τα δύο πράγματα που με πείραζαν. Αυτή η αίσθηση της ανασφάλειας που είχες. Εδώ, ας πούμε, δε σκέφτηκα ποτέ, δε φοβήθηκα ποτέ να γυρίσω στο σπίτι μου βράδυ και τα λοιπά. Εκεί δεν μπορείς να είσαι ήσυχος. Μου ‘τυχε, ας πούμε, σε ένα ταξίδι, ας πούμε, οδικώς. Βάζουνε στους δρόμους, τώρα σου λέω στην Παναμερικάνα που είναι, σαν να λέμε η Εθνική Οδός, ξέρεις. Βάζουνε καδρόνια με καρφιά πάνω στην Εθνική, ας πούμε, για να το πατήσεις, να αναγκαστείς να σταματήσεις και στην καλύτερη περίπτωση να σε κλέψουν και να σου πάρουν και το αυτοκίνητο. Αυτό είναι, ότι ζεις συνεχώς, έχεις αυτήν την αίσθηση του κινδύνου. Απ’ την άλλη, αν ζήσεις καιρό και μαθαίνεις να ζεις με αυτό και πάντοτε ξέρεις πώς να προσέχεις. Αυτό.
Υπήρξε κάποια στιγμή που να φοβηθήκατε πάρα πολύ; Να σας έτυχε κάτι;
Όχι, ομολογώ πως όχι. Ομολογώ πως όχι. Στην αρχή, είχα και άγνοια κινδύνου. Μετά, όμως, ήμουνα πολύ, έτσι, καλά πληροφορημένη. Εντάξει, τώρα μια απώλεια, έτσι, κάποιο κινητό, ας πούμε, που κλέψανε αλλά αυτό συμβαίνει κι εδώ. Δηλαδή, δεν είναι κάτι, κάτι, έτσι, ιδιαίτερο να φοβηθώ, όχι. Ομολογώ πως όχι.
Για να αλλάξω εντελώς διαφορετικά, για να αλλάξω το κλίμα. Πώς διασκεδάζατε στο Περού; Πώς περνούσατε τον ελεύθερο χρόνο σας;
Τον ελεύθερο χρόνο. Υπήρχαν τα πάντα κι εκεί. Ειδικά, σου είπα, σ’ αυτές τις συνοικίες που εμείς κυκλοφορούσαμε, υπήρχαν τα πάντα. Εστιατόρια, κουζίνες ό,τι θέλεις. Ιταλική, έτσι γενικώς, ευρωπαϊκή. Όλες αυτές τις εταιρείες που έχουν, τις αμερικάνικες, από McDonald's και KFC κι όλα αυτά, κάνω και διαφήμιση. Είχε πολύ καλά εστιατόρια. Είχε πάρα πολλά κινέζικα. Δηλαδή, ένα απ’ τα πράγματα που μ’ άρεσε πάρα πολύ, γιατί έχει μια πολύ μεγάλη συνοικία Κινέζων, κάπου στο 1.000.000. Και τι έχουνε κάνει; Ομολογώ ότι το κινέζικο εκεί, δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτό που τρώμε εδώ. Ήταν εξαιρετικό, γιατί και η περουάνικη είναι πολύ καλή κουζίνα. Είναι απ’ τις πιο φημισμένες κουζίνες στον κόσμο. Για αυτούς που ξέρουνε. Εγώ δεν τη συμπαθούσα τόσο πολύ, γιατί χρησιμοποιούνε πολλή σάλτσα στα φαγητά τους και τα ανακατεύουνε. Δηλαδή, σ’ ένα πιάτο μέσα, μπορείς να έχεις διαφορετικά πράγματα. Κι αυτό είχε προκύψει, όταν πήγαν οι Κονκισταδόρες, οι Ισπανοί, και τους κατακτήσανε και τους δίνανε τα αποφάγια. Οπότε, υπήρχε ένα ανακάτεμα τροφών και κάπως έτσι έμεινε. Και σίγουρα δεν είναι, δεν έχει σχέση με τη δική μας κουζίνα. Δεν τρώνε ψωμί, ας πούμε. Χρησιμοποιούν πολύ την πατάτα και το ρύζι. Το ψάρι, βέβαια. Εξάλλου είναι κι ο ωκεανός. Και το εθνικό τους φαγητό είναι το «σεβίτσε». Κάτι σαν ωμό ψάρι με μια διαδικασία, που το κάνουν κι εδώ κάποιοι τώρα. Πάντως, είναι ενδιαφέρουσα η κουζίνα. Οπότε, έχουν πολύ καλά προϊόντα. Οπότε, τι κάνουν οι Κινέζοι. Χρησιμοποιούν τα περουάνικα προϊόντα, προσαρμοσμένα στις δικές τους συνταγές και είναι εκπληκτικά. Και είναι εκπληκτικά. Οπότε έχει όμως δηλαδή. Έχει καφέ, έχει μπαρ, έχει κλαμπ, έχει εστιατόρια. Δεν έκανα κάτι διαφορετικό, δηλαδή, απ’ ότι κάνω εδώ. Έχει τα πάντα. Πιτσαρίες, όλα. Ο τρόπος δεν έχει αλλάξει. Τώρα, οι Περουάνοι δεν πάνε πολύ σ’ αυτά. Δεν μπορούνε να πάνε. Οι Περουάνοι, ας πούμε, βγαίνουν πολύ την Κυριακή, που γενικώς μαζεύονται οι οικογένειες κλπ. Γιατί, εκεί δουλεύουν και πολύ. Αυτοί που δουλεύουν, δηλαδή, δουλεύουνε και, έτσι, πολύ περισσότερες ώρες από μας. Και βγαίνουν πολύ στα πάρκα. Είδα κι αυτό, επίσης. Πολύς κόσμος να κυκλοφορεί στα πάρκα. Και να κάθεται, όχι απλά να κάνει βόλτες. Γιατί, είναι ακριβό για αυτούς να κάτσουν στα μαγαζιά. Δεν υπάρχει οικονομική άνεση. Κι επίσης, και πίνουν και πολύ. Πίνουν πολλή μπύρα, βέβαια. Εκεί είδα, εκεί έχουν μπύρες του ενός λίτρου. Όχι σαν τις δικές μας. Έχουν τη δική τους μπύρα. Πολύ καλή. Και γενικώς, όταν πίνουνε, τις Κυριακές πίνουνε πάρα πολύ. Ένα απ’ τα στοιχεία που μου ‘κανε εντύπωση, ας πούμε, στο Περού, είναι ότι έχουν πάρα πολλές γεννήσεις αγνώστου πατρός. Δηλαδή, πίνουν τόσο πολύ που δε ξέρουνε με ποιον πάνε και με ποιον το κάνανε κλπ. Γιατί, όπως καταλαβαίνετε, δεν υπάρχει ενημέρωση περί, έτσι, προφυλάξεων κλπ. Το επίπεδο είναι χαμηλό, έτσι; Και υπάρχουν και τέτοια ζητήματα πολλά. Τώρα πηγαίνω απ’ το ένα θέμα στο άλλο αλλά είναι τόσες πολλές οι εμπειρίες. Επίσης, ένα από τα αρνητικά, ας πούμε, που μου έρχεται τώρα, είναι ότι είχα θυμώσει πάρα πολύ, είπα ότι έχουν γενικώς υπηρετικό προσωπικό όλοι τους. Ας πούμε, και τα σπίτια και το δικό μου είχε δωμάτιο υπηρέτριας. Όλα τα σπίτια έχουνε. Ήμουν η μοναδική που δεν είχα. Και οι παραλίες, πολλές παραλίες είναι ιδιωτικές. Είπαμε, εκεί ανήκει σε κάποιο κλαμπ και ανάλογα, που δεν είναι, δηλαδή, όλες δημόσιες για όλον τον κόσμο. Λίγες είναι αυτές. Οπότε, μου ‘κανε εντύπωση ότι είχε την Περουάνα, ας πούμε, για να του προσέχει το παιδί, έτσι; Ως νταντά. Και στην παραλία, δεν την άφηνε να μπει μέσα στην παραλία. Είχα σοκαριστεί από αυτό το πράγμα. Δηλαδή, την εμπιστεύεσαι για το παιδί σου, αλλά θα βρωμίσει την παραλία αν μπει η Περουάνα μέσα. Υπάρχει πολύ έντονο αυτό το στοιχείο. Δεν τους συμπεριφέρονται καλά. Όχι, αυτό είναι από τα πολύ αρνητικά που υπάρχουνε. Βέβαια, είπα τώρα τον κόσμο που έχει αυτήν την νεοπλουτίστικη συμπεριφορά ή που έχει πολλά λεφτά. Οπότε, ο άλλος νιώθει και άσχημα. Δηλαδή, επειδή εγώ γεννήθηκα στο Περού, εσύ τι διαφορετικό έχεις και εγώ πρέπει να σε υπηρετώ; ας πούμε. Και να τον αντιμετωπίζεις με τέτοιον άσχημο τρόπο. Αλλά, κατά τα’ άλλα, ο κόσμος κάνει ό,τι κάνεις κι εδώ. Δηλαδή, δεν διαφέρει. Επίσης, μου ‘χε κάνει εντύπωση ότι, τότε, υπήρχε ο αντικαπνιστικός νόμος στο Περού. Τώρα, εγώ ήμουν στο Περού απ’ το 2005 ως το ’08. Μου ‘χε κάνει φοβερή εντύπωση, που εμείς το κάναμε τώρα τελευταία, έτσι; Δηλαδή, δεν κάπνιζες πουθενά, σε κανένα μαγαζί στο Περού. Έπρεπε να βγεις έξω. Άσε που, για τους Περουάνους, ήταν πολύ, είναι πολύ ακριβό χόμπι το κάπνισμα. Εκεί είδα, για πρώτη φορά και το ότι μπορείς να αγοράσεις ένα τσιγάρο. Δεν αγόραζες πακέτο. Είναι πολύ ακριβό να αγοράσει πακέτο ο Περουάνος. Οπότε, αγόραζε ένα-δυο τσιγάρα. Όπως επίσης, συνειρμικά τώρα μου ήρθε, και στα φαρμακεία. Έπαιρνες, τα χάπια στα δίνουνε, δεν παίρνεις ολόκληρο κουτί. Παίρνεις όσα θα χρειαστείς, με βάση τη συνταγή σου. Ενώ εμείς εδώ, παίρνουμε τα κουτιά και γεμίζουμε κουτιά και λήγουν κλπ., κλπ. Εκεί, σου ‘δινε χύμα, τόσα χάπια όσα χρειάζεσαι. Όχι ολόκληρο κουτί. Δεν υπάρχει λόγος να το αγοράσεις. Απ’ την άλλη, βέβαια, στο Περού υπάρχει μια ολόκληρη βιομηχανία της αισθητικής ομορφιάς. Δεν υπήρξε Περουάνα που γνώρισα εγώ, και γνώρισα πολύ κόσμο, που δεν είχε κάνει αισθητική παρέμβαση. Είναι κάτι τόσο συνηθισμένο εκεί πέρα. Και μάλιστα, γνώρισα πολύ κόσμο που ταξίδευε από Αμερική, από Ευρώπη για να κάνει κάποια τέτοια επέμβαση στο Περού, γιατί είναι, προφανώς, πιο φθηνά. Βέβαια, δεν είναι για να εμπιστεύεσαι τους, έτσι, το όλο σύστημα εκεί, αλλά… Δηλαδή, σε κάθε τετράγωνο, έχει ένα-δύο κέντρα αισθητικής. Έτσι; Δηλαδή, μου ‘χε κάνει φοβερή εντύπωση αυτό, ότι είναι όλη μέρα «να κάνω νύχια, να κάνω…». Οτιδήποτε, οτιδήποτε. Είναι κι αυτό ένα απ’ τα παράδοξα μιας χώρας με τόσο μεγάλο ποσο[01:00:00]στό ανθρώπων κάτω απ’ το όριο της φτώχειας.
Αυτό το κάνανε, δηλαδή, και άτομα που δεν ήταν―
Ναι παιδί μου. Όλοι το κάνανε. Βέβαια, ήταν πολύ φθηνό. Έτσι; Αλλά το κάνανε όλοι. Δηλαδή, όλες είχανε το νύχι φτιαγμένο. Είναι ναι. Είναι φοβερό αυτό. Βέβαια, εντάξει, σε επίπεδο μόδας και τα λοιπά, είναι έτσι, είναι πάρα πολύ πίσω. Έτσι; Δεν μπορούμε να συζητάμε για κάτι τέτοιο. Είναι πολύ πίσω. Εντάξει, τώρα σ’ αυτές τις δύο συνοικίες που υπήρχανε ένα-δύο εμπορικά κέντρα, είχανε και ρούχα επώνυμα, εισαγόμενα κλπ. Αλλά ο κόσμος εκεί, η πλειοψηφία, δε δίνει αυτή τη σημασία που δίνουμε εμείς στο ντύσιμο, στην εμφάνιση κλπ., γιατί για αυτούς, υπάρχουν πιο σοβαρά θέματα επιβίωσης κι όχι, έτσι, καλλωπισμού κλπ. Με εξαίρεση αυτό που είπα, με τα νύχια και τις αισθητικές παρεμβάσεις.
Με ντόπιους Περουάνους αναπτύξατε κάποια σχέση; Δηλαδή, υπήρξε κάποιος άνθρωπος; Φίλοι που κάνατε, που δεθήκατε πολύ μαζί τους;
Ναι, ναι, ναι. Πάρα πολλούς. Πάρα πολλούς. Και εξάλλου, και η Ελληνική Κοινότητα και οι Έλληνες αυτοί, οι περισσότεροι, ο ένας απ’ τους δύο ήταν Περουάνος. Δεν ήτανε… Δηλαδή, δεν έχουνε οικογένειες που να είναι… Ξέρω εγώ, να είναι, να μόνο αυτή η οικογένεια της Κρίστυς, που σου είπα, που είναι και οι δύο γονείς Έλληνες. Ο ένας απ’ τους δύο ήταν Περουάνος. Μία, έτσι – δύο ήταν οι οικογένειες με τις οποίες είχα πολύ ιδιαίτερη σχέση. Μία ήτανε αυτή που προείπα και η άλλη ήτανε η Μαμίτα, έτσι τη λέω εγώ. Ήτανε η Λίλη, η οποία ήταν Περουάνα που είχε παντρευτεί, όμως, έναν Έλληνα από τη Χίο. Έκαναν 5 παιδιά. Όμως, δυστυχώς, έχασε τον άντρα της όταν ήταν έγκυος στον Πέτρο, στο τελευταίο παιδί. Και γιατί την αναφέρω τη Λίλη; Γιατί, παρότι ήταν Περουάνα μαμά, μεγάλωσε τα παιδιά της σαν Ελληνίδα μαμά. Δηλαδή, αγαπούσανε τόσο πολύ την Ελλάδα, μεγάλωσαν με τα πάντα, από φαγητό, από νοοτροπία, από μουσική. Μου ‘κανε φοβερή εντύπωση αυτό. Και παρότι είχε χάσει και τον άντρα της πολλά χρόνια και είχε πάντα μια μεγάλη αγκαλιά, μια εκπληκτική οικογένεια, η οποία, επίσης, βοήθησε πάρα πολύ. Μας παραχωρούσε το σπίτι της για να κάνουμε, ήταν έτσι μεγάλο σπίτι με κήπο, για να κάνουμε τις εκδηλώσεις του σχολείου στο τέλος της χρονιάς. Και μάλιστα, ήταν πάρα πολύ συγκινητική η τελευταία εκδήλωση, όταν θα έφευγα, γιατί εγώ έφυγα στα 3 χρόνια, έχοντας… Επειδή, πλέον, είχα μάθει το Περού, την τρίτη χρονιά για μένα δεν είχε κάτι άλλο να προσφέρει, επέστρεψα γιατί ήθελα να αφήσω τα άλλα δύο χρόνια της απόσπασης για να πάω κάπου αλλού. Και το κάπου αλλού ήταν, μάλλον, η Αργεντινή. Γιατί, όταν είχα κάνει τα χαρτιά μου, αυτό είχα στο μυαλό μου, τη Αργεντινή. Λοιπόν. Και σ’ αυτήν την τελευταία εκδήλωση ήταν πάρα, πάρα πολύ συγκινητική. Είναι, δηλαδή, απ’ τις τελευταίες στιγμές που θυμάμαι πολύ έντονα, όπου ο ένας της γιος είχε φτιάξει ένα τεράστιο πανό, τεράστιο: «Σε ευχαριστούμε Φωτεινή για όλα» κλπ. Είχαν ετοιμάσει τα παιδιά, χωρίς να το ξέρω, κάνανε πρόβες και μάθανε στα ελληνικά το τραγούδι, δε ξέρω ποιος είναι τώρα, δε θυμάμαι τον τίτλο αλλά σίγουρα είναι γνωστό, το Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία, σ’ αγαπώ γιατί είσαι εσύ. Και μου το τραγούδησαν όλο στα ελληνικά. Ήταν απίστευτο αυτό. Και μιλάμε, να κλαίνε όλοι, απ’ τον Πρέσβη μέχρι τον τελευταίο. Επί 2 μήνες, κάθε μέρα, υπήρχε γιορτή, σε διαφορετικό σπίτι, αποχαιρετιστήρια, γιατί θα φύγω. Δηλαδή, ήταν απίστευτο. Απίστευτο το πόσο πολύ ενσωματώθηκα και το πόσο δυνατές σχέσεις, που δεν τις αναπτύσσεις εδώ, έτσι; Δεν αναπτύσσεις εδώ με τις οικογένειες των μαθητών σου τέτοιες σχέσεις. Εκεί, όλα λειτουργούν διαφορετικά. Και κατάλαβα και πόσο πολύ αγαπούν οι Έλληνες του εξωτερικού την Ελλάδα αλλά και το πόσο σημαντικός ήταν ο δικός μου ο ρόλος. Δηλαδή, εδώ είμαι μία εκπαιδευτικός σ’ ένα Λύκειο. Εκεί, ήμουνα η Ελλάδα. Οπουδήποτε πήγαινα, είτε συναναστρεφόμουν με Περουάνους είτε σε υπηρεσίες μέσω Πρεσβείας, ό,τι έκανα, παντού, εκπροσωπούσα την Ελλάδα και, με κάθε τρόπο, πρόβαλλα την Ελλάδα. Ήταν απίστευτος αυτός ο ρόλος. Απίστευτος. Είναι απ’ τα πιο σημαντικά. Δεν ήμουν απλά η εκπαιδευτικός. Ήμουν η Ελλάδα. Και είχε τόσο μεγάλη ανταπόκριση όλο αυτό. Πολύ. Πολύ.
Κι έρχεται κάποια στιγμή η ώρα να φύγετε. Πώς αισθανθήκατε όταν φύγατε από το Περού;
Έκλαιγα. Αυτό θα πω μόνο. Με κλάματα έφυγα. Με κλάματα και πολύ γεμάτη. Και πραγματικά, δεν υπάρχει μέρα, παρότι έχουν περάσει… Γύρισα τα Χριστούγεννα του ’07 προς ’08. Άρα, τώρα μιλάμε για 12-13 χρόνια, δεν υπάρχει μέρα που δεν έχω σκεφτεί το Περού. Δεν υπάρχει μέρα. Δηλαδή, ο χρόνος δεν έχει ξεθωριάσει καθόλου. Και ούτε ξαναέζησα τόσο δυνατές εμπειρίες από τότε. Για μένα ήτανε, αφού μιλάω για προ Περού εποχή και μετά Περού εποχή. Ήταν τόσο έντονο. Μπορεί να μην είναι το τεράστιο χρονικό διάστημα, αλλά ήταν τόσο έντονα αυτά που έζησα, που ήταν σαν να έζησα μια άλλη ζωή εκεί. Και που έχει, παρότι ξαναλέω, ήταν πολύ δύσκολα το πρώτο… Γιατί αυτές οι σχέσεις χτίστηκαν, δεν ήρθαν ξαφνικά. Ήτανε, ήτανε μαγικό όλο αυτό που έγινε. Δηλαδή, έφυγα πολύ γεμάτη. Σίγουρα όχι από λεφτά, έτσι; Εμένα, η ιστορία του Περού, όχι απλά δεν… έβαλα κι απ’ την τσέπη μου. Δηλαδή, πήρα δάνειο για να μπορέσω να ανταπεξέλθω, να πάω να, ξέρεις. Ήταν όλα, όλα ακριβά. Πήγα και πληρώθηκα, πήγα Πάσχα και πληρώθηκα Οκτώβριο πρώτη φορά. Δηλαδή, δεν είχε καθόλου, έτσι… Και δεν το λέω… Είναι η πραγματικότητα. Δεν είχε κανένα, κανένα οικονομικό κίνητρο, όπως, συνήθως, έχει μία απόσπαση στο εξωτερικό για έναν εκπαιδευτικό. Το αντίθετο. Εγώ ξόδεψα επιπλέον λεφτά για αυτήν την ιστορία αλλά δεν το μετανιώνω καθόλου, γιατί γέμισα από εμπειρίες κι από αγάπη.
Μου είπατε και πριν ότι σας άλλαξε την οπτική σας γενικά. Οπότε, φτάνοντας σιγά-σιγά προς το τέλος, θα ήθελα να μου πείτε, τι άλλαξε στην οπτική σας μετά το Περού; Τι σας έμαθε το Περού; Και τι σας έχει μείνει στο μυαλό σας;
Άλλαξε αυτήν τη στάση του υπερκαταναλωτισμού. Δηλαδή, είδα πάρα πολλούς ανθρώπους να… Εγώ ακόμα και στο Περού, ας πούμε, να έχω, ξέρω εγώ, 4-5 ζευγάρια παπούτσια. Μπορεί να λέω και λίγα και οι άνθρωποι να έχουνε ένα και να είναι τρύπιο. Έτσι; Και μπήκα σ’ αυτή τη διαδικασία να δίνω, να βοηθάω. Και μου ‘λεγε η Κρίστυ: «Δε λύνεται το πρόβλημα έτσι. Είναι τεράστιο το ζήτημα». Οπότε, βοήθησε πάρα πολύ σ’ αυτό, το να καταλάβω ποια είναι τα πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή, γιατί είχα τάσεις υπερκαταναλωτισμού προ Περού. Οπότε, άλλαξα σ’ αυτό το κομμάτι. Επίσης, σε επίπεδο ανθρωπίνων σχέσεων. Είδα πιο αγνές, πιο άδολες σχέσεις. Σχέσεις διαφορετικές από αυτές, ίσως, τις δικές μας, που πάντοτε υπάρχει και μια δεύτερη σκέψη. Εκεί δεν το ένιωσα ποτέ ότι υπάρχει δεύτερη σκέψη. Είδα, από την άλλη, όμως, πώς υπάρχουνε… Η ανέχεια οδηγεί τους ανθρώπους σε συμπεριφορές, όπως παράδειγμα, υπήρχαν και άνθρωποι, για να μην το ωραιοποιώ, που με βλέπανε… Και όχι, όμως, απ’ τους μαθητές μου, έτσι; Εννοώ άλλους Περο[01:10:00]υάνους, που σε βλέπανε για να πάρεις κάτι. Δηλαδή, ότι τι μπορούσαν να κερδίσουν από μένα; Έτσι; Δηλαδή, δε σε προσέγγιζαν για αυτό που είσαι εσύ αλλά για το ότι εσύ με το να δουλεύεις στην Πρεσβεία, μπορείς να τους δώσεις κάτι. Οπότε, υπήρχε κι αυτή η παράμετρος. Και πολλές φορές, μάλιστα, έτσι, υπήρχε και μια έλλειψη αξιοπρέπειας, που εμείς, τουλάχιστον, την έχουμε. Επίσης, ήταν, έτσι, σοκαριστικό το ότι μπορεί να έρθουν στο σπίτι σου, ας πούμε, ξέρεις, εκεί οι άνθρωποι όταν γιορτάζεις, εκεί γιορτάζουν τα γενέθλια, τα θεωρούν πολύ σημαντικό. Δε γιορτάζουν ονομαστική γιορτή, όπως εμάς. Κι όταν έρχονται στο σπίτι, τους καλείς στο σπίτι, δεν ετοιμάζεις εσύ κάτι. Ή όταν έχεις γενέθλια, εμείς κερνάμε εμείς τους άλλους. Εκεί, οι άλλοι ετοιμάζουν γιορτή για σένα, που έχεις γενέθλια. Ή όταν θα πας σε σπίτια, θα φέρει ο καθένας κάτι. Δε θα κάνεις εσύ το τραπέζι, γιατί δεν έχουν αυτήν τη δυνατότητα. Και όταν, λοιπόν, κάποια στιγμή, είχα πάει μια χρονιά να μάθω ιταλικά, στο Ιταλικό Ινστιτούτο. Οπότε, όλοι οι συμμαθητές μου ήταν Περουάνοι. Όλοι. Κι εγώ ήμουν η Ελληνίδα, γριέγα, έτσι με λέγανε. Κάποια στιγμή, λοιπόν, είχαμε μία, ήτανε μία μοναχή, η οποία μάθαινε ιταλικά γιατί ήθελε να έρθει στο Βατικανό. Και ήρθε η ώρα να φύγει, ρε παιδί μου και της κάναμε ένα αποχαιρετιστήριο. Λοιπόν, μου ζητήσανε να γίνει στο σπίτι μου. «Ok- λέω- πολύ ευχαρίστως». Γιατί, τα δικά τους σπίτια, προφανώς, είναι, όπως καταλαβαίνεις, πολύ φτωχικά και τα λοιπά. Και φέρνουν, λοιπόν, από συνήθεια, ο καθένας κάτι. Εγώ, βέβαια, ως κλασική με νοοτροπία Ελληνίδας, είχα ετοιμάσει τραπέζι κι όλα αυτά. Αυτοί, βέβαια, δεν το ξέρανε, οπότε κάτι. Κι όταν φύγανε, τα πήραν πίσω. Κι όχι μόνο αυτά που φέρανε αλλά κι αυτά που μείνανε. Αυτό ήτανε… Σε κάνει να δεις ότι ο κόσμος πεινάει. Που εμείς, ας πούμε, πετάμε πολύ, πετάμε πάρα πολύ φαγητό. Δεν το έχουμε, αυτήν την κουλτούρα. Εκεί καταλαβαίνεις ότι ο κόσμος αυτός, για να φτάσεις στο σημείο να πάρεις πίσω αυτό που έφερες, έτσι; Για αυτό μίλησα ότι δεν μπορείς να είσαι περήφανος κι αξιοπρεπής όταν πεινάς. Οπότε, είναι από αυτά τα πράγματα που σε αλλάζουνε, γιατί είναι άλλο πράγμα να το βλέπεις στην τηλεόραση κι άλλο να το ζεις 3 χρόνια και να καταλάβεις πραγματικά τι σημαίνει φτώχεια. Και πώς όλο αυτό επηρεάζει τη ζωή. Οπότε, άλλαξε την οπτική μου στα πάντα. Στα πάντα, στα πάντα.
Και τι είναι αυτό που σας μένει έντονα, έτσι, για να κλείσουμε;
Τι μου μένει έντονα. Είμαι πολύ γεμάτη που το έζησα αυτό, που αξιώθηκα και το έζησα. Και είμαι πάντοτε γεμάτη, γεμάτη γλυκές αναμνήσεις. Και μακάρι, δυστυχώς είναι δύσκολο. Βέβαια, έρχονται κατά καιρούς κόσμος από κει και συναντιόμαστε αλλά είναι δύσκολα οικονομικά, εννοώ. Δεν έχω ξαναπάει από τότε. Είναι ένα ακριβό ταξίδι. Αλλά αυτό, το ότι ξέρω ότι έχω μια οικογένεια στο Περού και με περιμένει. Και εξακολουθεί αυτό, αυτό θέλω να πω, ότι, συνήθως, ο χρόνος, όταν δε βλέπεις κάποιον, ξέρεις πώς φθίνει τις σχέσεις. Εδώ, το αντίθετο συμβαίνει. Παρότι πέρασαν τόσα χρόνια, είναι σχέσεις ζωής, γιατί αυτό, γιατί ήταν πολύ διαφορετικές. Ήταν πιο ουσιαστικές. Όλα είχαν άλλη διάσταση στο Περού. Αυτό. Οπότε, μου έχει μείνει αυτή η πολύ, πολύ γλυκιά, που δεν είναι απλά ανάμνηση, όμως. Είναι βίωμα που το κουβαλάω συνέχεια μέσα μου.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την πολύ ωραία συνέντευξη.
Ίσως είπα περισσότερα απ’ όσα έπρεπε;
Όχι, ήτανε όλα όπως έπρεπε.