© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Η χαμένη τέχνη της χειροποίητης υποδηματοποιίας από έναν υποδηματοποιό τρίτης γενιάς

Κωδικός Ιστορίας
10259
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Σπυρίδων Καζάνης (Σ.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
07/06/2020
Ερευνητής/τρια
Ελευθερία-Φρειδερίκη (Έρικα) Καζάνη (Ε.Κ.)

[00:00:00]

Ε.Κ.:

Καλησπέρα σας!

Σ.Κ.:

Καλησπέρα σας!

Ε.Κ.:

Θα μας πείτε το όνομά σας;

Σ.Κ.:

Καζάνης Σπύρος λέγομαι και είμαι υποδηματοπιός.

Ε.Κ.:

Ευχαριστώ πολύ. Σήμερα είναι Κυριακή 7 Ιουνίου του 2020, βρίσκομαι στην Πεύκη Αττικής με τον Σπύρο Καζάνη. Εγώ ονομάζoμαι Έρικα Καζάνη και είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Είπατε αμέσως με το όνομά σας ότι είστε υποδηματοποιός.

Σ.Κ.:

Ναι.

Ε.Κ.:

Το θεωρείτε, λοιπόν, ότι αυτό το επάγγελμα που έχετε ακολουθήσει, σας έχει καθορίσει;

Σ.Κ.:

Κατά πολύ μεγάλο βαθμό. Είναι κι ένας τρόπος ζωής, ως ένα βαθμό. Ένα μοντέλο σκέψης, ένα… Είναι ένας τρόπος ζωής, είναι ένα επάγγελμα το οποίο έχει σχέση και με τον βιοπορισμό, αλλά και με κάποιες καλλιτεχνικές αναζητήσεις, που ανακαλύπτεις στην πορεία που ασχολείσαι με το επάγγελμα αυτό. Έχεις και τις καλλιτεχνικές, έχεις και τις ιστορικές αναζητήσεις, που αναρωτιέσαι από πού προέρχεται το προϊόν. Γενικώς ασχολείται… Είναι ένα επάγγελμα που έχει σχέση με τη μόδα. Το προϊόν, δηλαδή, το παπούτσι, έχει σχέση με τη μόδα, που η μόδα είναι κατ' εμένα η ζωντανή ιστορία, η τρέχουσα ιστορία που ζούμε. Καθορίζει συνήθειες, διαμορφώνει χαρακτήρες, πάρα πολλά πράγματα, και το παπούτσι είναι ένα μέρος και όλης αυτής της διαδικασίας.

Ε.Κ.:

Πολύ σημαντικό νομίζω θα έλεγα κιόλας και ιδιαίτερα το γυναικείο παπούτσι που εσείς ασχολείστε.

Σ.Κ.:

Το γυναικείο παπούτσι έχει μία πολύ μεγάλη ευρύτητα, σίγουρα και υψηλότερη κατανάλωση απ' ότι ένα ανδρικό παπούτσι. Έχει πάρα πολλή φαντασία, πολλά πράγματα μπορούν, πολλές εφαρμογές, πολλές καλλιτεχνικές εφαρμογές μπορούν να γίνουν επάνω στο γυναικείο παπούτσι, πράγμα που το αντρικό δεν σου το επιτρέπει ή μάλλον το αντρικό στο επιτρέπει, αλλά σε πολύ μικρή κλίμακα και σε πολύ μικρό εύρος πελατείας. Ξέχωρα, υπάρχει και το σόου. Μπορεί στο αντρικό παπούτσι να πέσει φαντασία, αλλά είναι το παπούτσι των σόου, των rockstars, των ανθρώπων του θεάτρου. Εκεί ναι, υπάρχει, αλλά στην καθημερινότητα και στη χρηστικότητα το αντρικό παπούτσι είναι ένα πάρα πολύ περιορισμένο προϊόν, που πρέπει να εξυπηρετεί κάποιες αυστηρές… πρέπει να έχει μία αυστηρή αισθητική, μέχρι εκεί. Το γυναικείο παπούτσι έχει μία πολύ μεγάλη διαδρομή, και να είναι και σοβαρό να μην ξεφεύγει από τη σοβαρότητα και την ανάγκη και τις απαιτήσεις της κάθε στιγμής. Συν το ότι όλα αυτά τα επιβάλλει και η ανάγκη της γυναίκας της διαρκούς ανανέωσης.

Ε.Κ.:

Πώς το εννοείτε αυτό;

Σ.Κ.:

Θεωρώ ότι μία γυναίκα έχει πολύ περισσότερη -από μέσα της- ανάγκη του να ανανεώνεται, του να αλλάζει την εμφάνισή της, απ' ότι ο άντρας. Σε αυτή τη βάση το λέω. Έχει πολλές εμφανίσεις η γυναίκα. Έχει την καθημερινή εμφάνιση, έχει τη βραδινή εμφάνιση, έχει την πρωινή. Δηλαδή, η μόδα πάνω στη γυναίκα πιστεύω ότι έχει πολύ μεγάλο πεδίο. Το οποίο όλα αυτά επιφέρουν αλλαγές. Δεν είναι κάτι σταθερό.

Ε.Κ.:

Θα μπορούσαμε, δηλαδή, να πούμε ότι αυτές οι αλλαγές, ότι εσείς με έναν τρόπο, και ως σχεδιαστής και ως κατασκευαστής, και όλοι μας ότι καθορίζουμε τη μόδα, και ότι καθορίζεται και από τους καταναλωτές, αντίστροφα; Είναι, δηλαδή, μία σχέση δυναμική και αμφίδρομη ή είναι μία σχέση…;

Σ.Κ.:

Είναι αμφίδρομη η σχέση αυτή, γιατί πολλές μόδες προκύπτουν από λαϊκά στρώματα και πάρα πολλές μόδες προκύπτουν από υψηλότερα στρώματα. Δηλαδή, στον Μεσαίωνα για παράδειγμα ή στα χρόνια του μπαρόκ, η μόδα δεν αντλώτανε από τα λαϊκά στρώματα. Ήταν τι φόραγε ο άρχοντας, τι φόραγε ο βασιλιάς, πώς ήταν στολισμένος, αυτός ήτανε δηλαδή στο ζουμ της εικόνας όλης. Στα χρόνια της Pop Art, τα δικά μας, η μόδα έρχεται από τα λαϊκά στρώματ[00:05:00]α. Δηλαδή, όπως τα μούσια, τα σκισμένα παντελόνια, όλες αυτές οι μόδες που βλέπουμε, δεν είναι οι μόδες της αριστοκρατίας.

Ε.Κ.:

Σωστό.

Σ.Κ.:

Αυτό. Βέβαια, όλα αυτά τα στοιχεία τα αξιοποιεί η βιομηχανία, αυτοί δηλαδή που τα δρομολογούν και που τα δείχνουν, μέσω της διαφήμισης. Οπότε δημιουργείται έτσι ένα στυλ και αυτό είναι που καθορίζει τη μόδα. Μέσα στη μόδα, βέβαια, πάντα προκύπτουν και διαχρονικά προϊόντα, τα οποία επικρατούν και συνεχίζουν. Δεν είναι η μόδα απαραίτητα πάντα κάτι το παροδικό, κάτι της στιγμής. Δίνει πράγματα που έχουν συνέχεια και καταργεί και πράγματα που είχαν μέχρι τώρα συνέχεια.  

Ε.Κ.:

Άρα, φαίνεται ότι ασχολείστε χρόνια και ξέρετε σε βάθος το αντικείμενο του υποδήματος.

Σ.Κ.:

Πέραν από τα χρόνια που ασχολούμαι, επειδή συμβαίνει να ήταν για μένα μία δουλειά από την οποία έπρεπε να ζήσω και θεωρούσα ότι έπρεπε να τη μάθω όσο καλύτερα γινόταν, πέραν από το τεχνικό στοιχείο και η ενασχόλησή μου με το τεχνικό, ήθελα να διαβάσω και λίγο την ιστορία της. Όπως πολλά προϊόντα έχουν κάποιο υπόβαθρο ιστορικό στο πώς εξελίχθηκαν, όπως τα αυτοκίνητα, όπως τόσα και τόσα βιομηχανικά προϊόντα που ξεκίνησαν από ατμομηχανές και έχουν καταλήξει σε ένα επίπεδο άπιαστο αυτή τη στιγμή, έτσι θεωρώ και το παπούτσι δεν ήταν, δεν είχε μία στάσιμη πορεία. Αλλιώς θα φοράγαμε όλοι τσαρούχια ακόμα, αν ήταν κάτι τέτοιο.

Ε.Κ.:

Πώς το εξασκήσατε; Πώς ήταν η πρώτη σας επαφή με αυτό το αντικείμενο; Το σπουδάσατε; Ήταν η πρακτική;

Σ.Κ.:

Προέρχομαι από ένα οικογενειακό περιβάλλον το οποίο, θα έλεγα, είμαστε -και εγώ και ο αδερφός μου- τρίτης γενιάς υποδηματοποιοί, θα μπορούσαμε να πούμε. Ο παππούς μου ο ένας ήτανε υποδηματοποιός, εξολοκλήρου με την παλιά έννοια του όρου «τεχνίτης», σε επαρχία που επισκεύαζε και κατασκεύαζε παπούτσια βάσει παραγγελίας και βάσει των αναγκών του πελάτη, σύμφωνα με την τεχνολογία της εποχής και τις δυνατότητες της περιοχής στην οποία απευθυνόταν-

Ε.Κ.:

Για ποια εποχή, συγγνώμη, περίπου μιλάμε;

Σ.Κ.:

Η εποχή αυτή θα πρέπει να 'τανε, ενεργή επαγγελματικά, από τη δεκαετία του '30 έως τα μέσα του '60. Mέσα σε… εκεί περίπου χρονικά. Ο άλλος μου ο παππούς ήταν και αυτός είχε σχέση με το δέρμα, μόνο που δεν ήτανε υποδηματοποιός. Είχε όλο τον εξοπλισμό των ζώων αλόγων, μουλαριών, γαϊδουριών, δηλαδή σέλες, σαμάρια, χαλινάρια, όλα αυτά τα προϊόντα που έχουν σχέση με το δέρμα. Ο πατέρας μου έμαθε την τέχνη της υποδηματοποιίας, την οποία την ανέπτυξε επιχειρηματικά σαν βιοτεχνία, σαν ο ίδιος δηλαδή να παράγει τα δικά του παπούτσια από τις αρχές της δεκαετίας του '60. Και προκύψαμε κι εμείς μέσα στην οικογένεια. Και η μητέρα μου μαζί με τον πατέρα μου ασχολιόντουσαν με αυτό το επάγγελμα. Οπότε, είχαν και μία σχέση επαγγελματική πέραν του ζευγαριού και εμείς το είδαμε ως την οικογενειακή συνέχεια αυτής της δουλειάς. Όταν ζεις σε μία οικογένεια που έχει κοινό στοιχείο το επάγγελμα, θεωρείς κι εσύ ότι είσαι -σύμφωνα πάντα με την εποχή που ήμασταν- θεωρείς κι εσύ πολύ φυσιολογικό να έχεις τη συνέχεια προς ανάπτυξη αυτής της δουλειάς. Όπως συνέβαινε στην παλιά εποχή, ας πούμε, τα επαγγέλματα να έχουνε μία συνέχεια.

Ε.Κ.:

Θα λέγατε, δηλαδή, ότι η επιλογή σας αυτή, ν’ ασχοληθείτε στην ουσία με το επάγγελμα των γονέων σας, και ειδικά του πατέρα σας, ήταν αβίαστη; Ή ήταν κάτι που πέρασε από κόσκινο ή που σκεφτήκατε να τροποποιήσετε, δηλαδή να το κάνετε μεν αλλά να…

Σ.Κ.:

Όταν βρίσκεσαι σε ένα περιβάλλον επαγγελματικ[00:10:00]ό τέτοιου τύπου, δεν ξέρω πόσο εύκολη είναι η επιλογή να πεις ότι εγώ θα κάνω κάτι άλλο. Και ειδικά πάντα αναφερόμενος σ' εκείνη την εποχή. Σίγουρα ξεκινάς με μία προίκα. Το ότι ήταν ο παππούς σου, ήταν ο πατέρας σου, ο παππούς ήταν σε εκείνο το επίπεδο, ο πατέρας ήταν στο άλλο επίπεδο, εσύ πας για το επόμενο επίπεδο. Το ζήτημα είναι αν στην πορεία βρεις ένα ενδιαφέρον, για να υποστηρίξεις αυτό που αποφάσισες είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα. Γιατί όταν βρίσκεσαι μέσα σ’ ένα περιβάλλον επαγγελματικό και οικογενειακό, δεν νομίζω να έχεις τη δυνατότητα να είσαι ανεπηρέαστος στην επιλογή σου στο να ασχοληθείς με αυτό το επάγγελμα. Σου είναι τόσο γνώριμο, σου είναι τόσο οικείο, που θεωρείς και τον εαυτό σου μέρος αυτής της κατάστασης. Μπορεί στην πορεία, βέβαια, να μην σου βγει και να επιχειρήσεις να το αλλάξεις. Μπορεί να δυσκολευτείς, μπορεί να ζοριστείς πάρα πολύ, έως και να αντιμετωπίσεις πολύ σοβαρά προβλήματα. Το θέμα είναι, όμως, ότι όταν συμβούν όλα αυτά εκείνη τη στιγμή, εκεί θα κριθεί αν θες να συνεχίσεις αυτή τη δουλειά ή όχι.

Ε.Κ.:

Και με βάση αυτή τη θεωρία, λοιπόν, εσείς πώς κρίνετε τον εαυτό σας; Ότι το θέλατε πάρα πολύ, όταν ήρθαν δύσκολες στιγμές;

Σ.Κ.:

Κοίταξε, σε αυτή τη δουλειά βρήκα, ως ένα βαθμό, κάτι από μένα, μαζί με την οικογενειακή συνέχεια, που είναι ίσως πολλές φορές μία βαριά προίκα. Βρήκα κάποιες καλλιτεχνικές αναζητήσεις, οι οποίες με ικανοποιούσαν. Κατάφερα μέσα σ’ αυτή τη δουλειά να ικανοποιείται ο κόσμος από την εργασία μου και να την υποστηρίζει και γενικά θεωρώ ότι, πλέον, αυτό είναι το επάγγελμά μου. Αυτή είναι η δουλειά μου. Δεν μπορώ να πω κάτι άλλο… Πολλές φορές φτάνεις σε σημείο να μετανιώνεις για κάποιες επιλογές είτε να σκέφτεσαι ότι αν ήτανε αλλιώς τα πράγματα, τι άλλο θα μπορούσα να 'χα κάνει, αλλά πάντα σκέφτεσαι εκ των υστέρων για λάθος εποχές.

Ε.Κ.:

Με άλλα μυαλά.

Σ.Κ.:

Με άλλα μυαλά! Αυτό που λέγανε, δηλαδή, οι αρχαίοι το «στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα» δεν ισχύει που λέγανε, που είναι σαν παροιμία μάλλον, δεν το ‘λεγαν οι αρχαίοι. Απλώς, δεν ισχύει. Πάντα σκέφτεσαι με το σημερινό μυαλό για την τότε εποχή. Οπότε είναι άδικο λίγο για τις επιλογές αυτών.

Ε.Κ.:

Και για τον εαυτό μας να ‘μαστε τόσο αυστηροί.-

Σ.Κ.:

Και για τον εαυτό μας. Και για τον εαυτό μας. Στην εποχή που βρισκόμαστε, το οικονομικό αποτέλεσμα της δραστηριότητάς μας παίζει έναν πάρα πολύ… παίζει πρωταρχικό ρόλο, όχι απλά ένα σοβαρό. Δεν ξέρω αν αυτό πρέπει να είναι πρωταρχικό. Χωρίς να θέλω να συγχωρήσω τυχόν δικές μου αποτυχίες ή λάθος επιλογές.

Ε.Κ.:

Είχατε από όσο καταλαβαίνω, λοιπόν, μία μακρά διαδρομή και πολύ αναστοχασμό επάνω στο τι κάνατε, το-

Σ.Κ.:

Είναι η φύση του επαγγέλματος. Δύο φορές τον χρόνο πρέπει να ανακαλύπτεις την Αμερική, δύο φορές τον χρόνο.-

Ε.Κ.:

Δηλαδή;-

Σ.Κ.:

Δηλαδή, ποτέ ελάχιστα είδα τα προϊόντα που μπορούνε να συνεχίζουνε διαχρονικά. Ειδικά όταν το προϊόν σου έχει να κάνει με τη μόδα, έχει να κάνει όχι απαραίτητα τόσο με τη μόδα, αλλά όσο με την ανανέωση, πάντα προκύπτουν καινούργια δεδομένα. Τα οποία, αυτά τα δεδομένα, πρέπει να τα εφαρμόσεις, πρέπει να είναι λειτουργικά και αυτό είναι ένα αρκετό κόστος και χρονικό και οικονομικό, για να τα ανανεώνεις και να τα ανανεώνεις διαρκώς. Λοιπόν, οπότε εκ των πραγμάτων δεν μπορείς να πλήξεις. Να πεις δεν είναι παράγω ας πούμε ένα μεντεσέ ή μία βίδα, που και αυτά, και εκεί αλλάζουν τα πράγματα, αλλά δεν είναι ένα σταθερό προϊόν. Αλλάζουν τα υλικά, αλλάζουν οι τεχνολογίες, αλλάζουν οι εφαρμογές, οι οπτικές. Πολλά πράγματα είναι τα οποία όλα αυτά πρέπει να τα ακολουθείς[00:15:00], άμα θες να αναβαθμίζεις διαρκώς το προϊόν σου. Δεν είναι το ζητούμενο να πουλήσεις περισσότερα πράγματα. Το ζητούμενο είναι πάντα να έχεις μία πιο ανανεωμένη και πιο φρέσκια πρόταση πάνω σ' αυτό που κάνεις.

Ε.Κ.:

Είστε κυρίως επικεντρωμένος στο σχεδιαστικό κομμάτι-

Σ.Κ.:

Ναι-

Ε.Κ.:

Νομίζω είναι το βασικό-

Σ.Κ.:

Για μένα είναι το κυριότερο σημείο, αν αυτό το σημείο είναι σωστό και μελετημένο, όλα τα άλλα γίνονται αρκετά εύκολα και το αποτέλεσμα τόσο καλύτερο είναι. Όπως και σε όλα τα προϊόντα. Άμα δεν υπάρξει σωστή δρομολόγηση εξαρχής, δεν υπάρχει περίπτωση. Βγαίνουν ατελή τα προϊόντα.

Ε.Κ.:

Πώς μάθατε, πώς καταλάβατε την κλίση σας για το σχέδιο; Σχέδιο υποδήματος ήταν εξαρχής; Ήταν σχέδιο-

Σ.Κ.:

Κοιτάξτε, το σχέδιο του υποδήματος μού συμπλήρωσε κάτι. Αυτό που μου συμπλήρωσε ήταν το ότι εγώ είχα μία έφεση στο σκίτσο επάνω, το οποίο δεν το ανέπτυξα σαν ικανότητα. Το σχέδιο του παπουτσιού ήταν κάτι το οποίο μου ικανοποίησε αυτό το μέρος, δηλαδή τον σχεδιασμό. Και περισσότερη ικανοποίηση είναι στο να σχεδιάζεις κάτι το οποίο να είναι και στο πόδι, αυτό ακριβώς που σχεδίασες, που φαντάστηκες. Λοιπόν, στο μέρος αυτό, ας πούμε, ότι ταίριαξε αυτό που είχα, μία καλλιτεχνική -τέλος πάντων- αναζήτηση, που βρήκε εκτόνωση στο σχέδιο του παπουτσιού.

Ε.Κ.:

Την ενθαρρύνατε κάπως αυτή την κλίση; Με κάποιες σπουδές; Με εκπαίδευση; Δεν ξέρω ή ήταν μόνο-

Σ.Κ.:

Επειδή η προοπτική του συνεχιστή της οικογενειακής παράδοσης θα έπρεπε να πάμε ένα βήμα παραπάνω, επέλεξα να κάνω κάποιες σπουδές πάνω στο παπούτσι επάνω, τεχνικής φύσεως. Οι οποίες σπουδές, όντως, μου προσφέρανε πάρα πολλά πράγματα, γιατί πράγματα που τα ανακαλύψανε ο πατέρας μου και οι προηγούμενοι πάνω στην ενασχόληση με τη δουλειά τους, εγώ απλά τα είχα έτοιμα από τη σχολή, αυτά τα πράγματα.

Ε.Κ.:

Σε ποια σχολή ήσασταν;

Σ.Κ.:

Έβγαλα μία ελληνική σχολή -τότε του ΟΑΕΔ- υποδηματοποιίας που απευθυνόταν σε τεχνικές μετεκπαιδεύσεις ανθρώπων που ασχολιόντουσαν με τεχνικά χειρωνακτικά επαγγέλματα, που δεν ήταν μόνο υποδηματοποιία. Ήτανε ρούχα, τορναδόροι, μηχανικοί ψυκτικοί, ήτανε μεγάλο φάσμα σχολών αυτό τότε. Μόλις τελείωσα… Πήγα πολύ καλά σε αυτή τη σχολή, πήρα μία καλή βαθμολογία, με δεδομένο ότι ήμουνα ήδη μέσα σε αυτή τη δουλειά.

Ε.Κ.:

Από πόσο χρονών είστε σ΄ αυτή τη δουλειά;

Σ.Κ.:

Ήμουνα… τελειώνοντας το γυμνάσιο μπήκα σε αυτή τη δουλειά, αλλά δεν έχει σημασία για μένα τόσο το πότε μπήκα σε αυτή τη δουλειά, είναι ότι γεννήθηκα μέσα σε αυτή τη δουλειά. Αυτό για μένα έχει πολύ μεγάλη σημασία. Δηλαδή, το να είσαι εξοικειωμένος εκ των προτέρων μέσα σε ένα περιβάλλον εργασιακό και όλα αυτά. Ε και τη δεύτερη χρονιά, πήγα σε ταχύρρυθμα τμήματα ιταλικών, γιατί εκείνη την εποχή είθισται να σπουδάζεις ένα αντικείμενο στη γλώσσα την επαγγελματική του. Υπήρχε αυτή η συνήθεια, δεν ήταν τα αγγλικά δηλαδή η γλώσσα για όλα και για τα πάντα. Έμαθα, λοιπόν, ιταλικά σε ταχύρρυθμα τμήματα και την τρίτη χρόνια πήγα σε μία σχολή υποδηματοποιίας πάρα πολύ καλή στο Μιλάνο.

Ε.Κ.:

Πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία ακούγεται.

Σ.Κ.:

Για την εποχή ήταν μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία, όσον αφορά για μένα, γιατί η σχολή είχε ένα πάρα πολύ βαρύ πρόγραμμα. Δηλαδή, καμία σχέση σαν σχολή με την όποια φοιτητική ζωή μπορούμε να φανταζόμαστε αυτή την εποχή, που δεν ήταν-

Ε.Κ.:

Σας δυσκόλεψε;

Σ.Κ.:

Όχι, δεν με δυσκόλεψε απ' την άποψη του ότι δεν μπορούσα να τα καταφέρω, γιατί η σχολή σε ήθελε ήδη να [00:20:00]είσαι μέσα στον χώρο τον επαγγελματικό. Άρα, λοιπόν, είχες μία εξοικείωση με το τι πρόκειται να δεις και το τι πρόκειται να μάθεις. Η αλήθεια είναι, ναι, ότι η δυσκολία σε πρώτο στάδιο ήτανε ότι βρέθηκες σε μία πολύ διαφορετική νοοτροπία, πολύ πιο φιλική όμως από αυτήν που ζούσαμε μέχρι στιγμής.

Ε.Κ.:

Γιατί;

Σ.Κ.:

Γιατί εδώ τα πράγματα, ας το πούμε, ήταν λίγο άγρια, με την έννοια ότι είχες να αντιμετωπίσεις ανθρώπους που ήτανε μόνο τεχνίτες και τίποτα περισσότερο. Εκεί τα πράγματα ήτανε πιο προχωρημένα, είχανε πιο καλό επίπεδο στην επικοινωνία. Μπορούσες, δηλαδή, να μάθεις πολύ δύσκολα τα πράγματα με πολύ καλύτερο τρόπο. Μία άλλη ζωή, πολύ πιο παραγωγική. Θα έλεγα ότι ήταν μια σύγχρονη κοσμοπολίτικη ζωή και όχι τόσο επαρχιώτικη ζωή, όπως ήταν εδώ στην Ελλάδα. Μπορώ να πω ότι το Μιλάνο με επηρέασε πολύ περισσότερο σε άλλα πράγματα απ' ότι τόσο με τις σπουδές, τόσο με το αντικείμενο, δηλαδή, του παπουτσιού. Γιατί σε αυτή τη δουλειά, όσο δουλεύεις, ολοένα και καινούργια πράγματα μαθαίνεις. Ποτέ δεν μπορείς να πεις ότι τα ξέρεις όλα. Επειδή αλλάζει και τόσο συχνά και τόσα πολλά πράγματα, πάντα είσαι προ εκπλήξεων πάνω σε καινούργια δεδομένα. Απλώς έχει σημασία και ο τρόπος, το επίπεδο της σχολής, και όχι μόνο τόσο της σχολής. Ήταν μία σχολή, δηλαδή, που δεν ήτανε, να το πούμε έτσι, σε ένα πανεπιστημιακό πάρκο κλεισμένη με ανθρώπους του ίδιου αντικειμένου. Μην ξεχνάτε ας πούμε ότι -μάλλον όχι μην ξεχνάτε, να το αναφέρουμε και αυτό- ότι ήταν μία σχολή που είχε από πολλά κράτη μαθητές, που ήμασταν λίγο-πολύ στην ίδια κατάσταση. Όλοι στο ίδιο λίγο-πολύ περιβάλλον. Αλλιώς φτιάχνανε τα παπούτσια στη Δανία, αλλιώς τα φτιάχνανε στη Γιουγκοσλαβία την τότε, αλλιώς τα κάνανε στην Ισπανία, αλλιώς τα κάνανε στην Ελλάδα. Και όλοι αυτοί είχαμε το κοινό σημείο, το τεχνικό, δεν είχε να κάνει με μία φοιτητικού τύπου ζωή, όπως είναι, όπως μπορούμε να φανταστούμε. Βρεθήκαμε όλοι άγνωστοι μεταξύ αγνώστων πάνω σε ένα γνωστικό αντικείμενο και ο καθένας έπρεπε να βάλει και τη φαντασία του, γιατί υπήρχε χώρος για φαντασία. Δεν ήτανε, δηλαδή, μία σχολή με δεδομένα και στάνταρ. Το κυριότερο μάθημα για μένα ήταν -και αυτό που έχω κρατήσει από όλα αυτά- ήταν η πρωινή κίνηση, οι συνθήκες, η υπευθυνότητα και το επίπεδο που έπρεπε να επικοινωνείς με τους άλλους, η κρίση, αν σ’ αρέσει κάτι ή δεν σ’ αρέσει, η αλήθεια των πραγμάτων, όλα αυτά. Ήταν μία πάρα πολύ καλή εμπειρία για μένα αυτό το εξάμηνο εκεί, το οποίο, πραγματικά, πολλές φορές ανατρέχω και τώρα εκεί.

Ε.Κ.:

Ναι. Κανένα ευτράπελο είχατε εκεί στο Μιλάνο;

Σ.Κ.:

Τόσο πολύ μας φόρτωνε η σχολή, που αν ασχολιόμασταν και με τα ευτράπελα, δεν θα τη βγάζαμε. Πιστεύω ότι ήταν η μόνη φορά στη ζωή μου, που δούλεψα σαν αυτό που λέμε “σαν Γερμανός”, “σαν Γερμανός” ή “σαν σκύλος”, δεν ξέρω τι. Ήταν απίστευτο το φόρτωμα, γιατί ήταν μικρό το διάστημα-

Ε.Κ.:

Nαι-

Σ.Κ.:

Της σχολής και πραγματικά δεν είδα και σπουδαία πράγματα πέραν από τα κλασικά. Τώρα τι ευτράπελο εννοείτε;

Ε.Κ.:

Όχι, το ταξίδι της επιστροφής, ας πούμε, και η προσαρμογή ξανά, έπειτα.

Σ.Κ.:

Η αλήθεια είναι ότι ενώ πάντα όταν βρίσκεσαι σε ένα ξένο μέρος, σου λείπει η οικογένειά σου, σου λείπουν οι συνήθειές σου, οι φίλοι σου, ας μην το παίξω ξενομανής, ξέρεις με ανθρώπους που πάνε ένα διάστημα κάπου έξω και δήθεν αλλάζουν τις συνήθειες τους, όπως είθισται τότε ορισμένοι να το παίζουνε, ότι άλλαξε κι η προφορά τους! Αλλά θα έλεγα ότι κάποια πράγματα ειλικρινά μετά, αναρωτιόμουν πώς τα ‘κανα, ειλικρινά. Ήταν κάποια πράγματα που, πλέον, μου βρωμάγανε, δεν μ[00:25:00]ου αρέσανε. Γιατί είδα την αλήθεια, ότι μπορούν τα πράγματα να είναι πολύ διαφορετικά και πολύ καλύτερα από ότι ήτανε.

Ε.Κ.:

Στην Αθήνα εννοείτε;

Σ.Κ.:

Όχι, στο Μιλάνο. Δηλαδή, πράγματα που αντιμετώπιζα εδώ, όχι ότι εκεί ήτανε τέλεια, προς Θεού. Εντάξει και εκεί στρεβλώσεις υπήρχαν σε πολλά θέματα και ασχήμιες που δεν τις είχαμε συνηθίσει να τις βλέπουμε στην Ελλάδα, όπως άστεγους, όπως κοινωνικά προβλήματα να αναφερθώ που ήτανε για τα δικά μου μάτια ξένα, εντελώς. Και όπως και σύγχρονη φτώχεια. Ήταν κάτι που δεν το ήξερα, τι σημαίνει σύγχρονη φτώχεια. Σύγχρονη φτώχεια, δηλαδή, εννοώ να είναι ο κόσμος να μην δείχνει φτωχός, αλλά να είναι πάμφτωχος. Κάτι που εδώ, σαν επαρχιώτες, δεν το είχαμε. Τα ρούχα μας δεν ήταν τόσο μοδάτα, δεν ήταν τόσο τρέχουσας μόδας, αλλά αν ήσουνα φτωχός, ήσουνα φτωχός, πραγματικά φτωχός. Πολλή λάμψη, βέβαια, το Μιλάνο, μην ξεχνάτε ότι είναι ένα κέντρο μόδας και αυτό! Χώρια το ότι είναι κι ένας συγκοινωνιακός κόμβος της Νοτίου Ευρώπης, που σημαίνει ότι μετακινιόταν ακόμα και τότε που οι μεταφορές δεν ήταν τόσο φθηνές, όπως είναι τώρα, μετακινιόταν εκατομμύρια κόσμου, αυτό. Η Αθήνα μου φάνηκε, για τον πρώτο καιρό, σαν μία επαρχία παραδοσιακή. Όταν γύρισα. Όταν γύρισα. Και βέβαια, επειδή είχα επικεντρωθεί πάρα πολύ σ’ αυτό που έκανα εκεί πέρα και θεώρησα κάποια πράγματα ότι πρέπει να γίνουνε, που είδα κι εκεί, να γίνουνε και στη δουλειά, αυτά είδα ότι δύσκολα μπορεί ο άνθρωπος να αλλάξει νοοτροπίες και συνήθεια. Με αποτέλεσμα, δηλαδή, προσαρμόστηκα με το ζόρι πάλι στην πραγματικότητα την εδώ.

Ε.Κ.:

Σε αυτή την πραγματικότητα δουλέψατε μόνος σας με την επιστροφή;

Σ.Κ.:

Όχι. Όχι, δεν δούλεψα μόνος μου. Συνέχισα την οικογενειακή επιχείρηση με τον αδερφό μου μαζί και με τον πατέρα μου που ήτανε μέσα στη δουλειά. Όσο περνάγανε τα χρόνια, οι ανάγκες προσαρμογών και νέων τεχνολογιών ήταν επιβεβλημένες. Δεν μπορέσαμε να τις ακολουθήσουμε όλες αυτές τις αλλαγές και η δουλειά σταμάτησε να λειτουργεί το 1998. Έκτοτε ασχολήθηκα σε άλλες υποδηματοποιίες ως σχεδιαστής, ως υπεύθυνος παραγωγής, σε άλλα εργοστάσια. Aπέκτησα μεγάλη εμπειρία μέσα σε όλη αυτή τη διαδρομή.

Ε.Κ.:

Και βέβαια. Kαι βέβαια. Όταν έκλεισε-

Σ.Κ.:

Ναι.-

Ε.Κ.:

Το εργοστάσιο, φαντάζομαι ότι ήταν μία πολύ κομβική στιγμή, ας πούμε, της όλης-

Σ.Κ.:

Ναι, με πολλά γεγονότα παράλληλα που είχανε... Ήτανε μία πολύ δύσκολη περίοδος αυτή. Αλλά αυτά συμβαίνουν στη ζωή. Τίποτα δεν είναι δεδομένο και δρομολογημένο. Το θέμα είναι να προχωρήσεις σύμφωνα με τις δυνατότητες που έχεις, σύμφωνα με την πρόταση που έχεις. Έτσι κι αλλιώς, είμαστε ταγμένοι στην υποδηματοποιία. Οπότε είτε στο δικό μας είτε στο άλλο, εμείς παπούτσια υπηρετούμε.

Ε.Κ.:

Μάλιστα. Και τώρα συνεχίζετε με το ίδιο πάθος, με την ίδια ζέση;

Σ.Κ.:

Κοιτάξτε, απλά τώρα έχουμε δει το έργο πάρα πολλές φορές, έχουμε αποκτήσει και τη δέουσα εμπειρία. Συνεχίζω να είναι αυτή η δουλειά μου, δεν μου αρέσει ο όρος να χρησιμοποιώ πολύ το "αγαπάω τη δουλειά μου". Δηλαδή, τις δουλειές καλό είναι να μην τις αγαπάμε, ας αγαπήσουμε άλλα πράγματα. Επιμένω σε αυτή τη δουλειά, είμαι για αυτή τη δουλειά, γνωρίζω αυτή τη δουλειά, είναι αυτή η δουλειά.[00:30:00] Δεν ξέρω αν... Θεωρώ ότι ανήκω στην υποδηματοποιία. Δεν ξέρω αν μου ανήκει η υποδηματοποιία, αλλά εγώ προσωπικά θεωρώ ότι ανήκω σ΄ αυτή.

Ε.Κ.:

Πάρα πολύ όμορφα! Έχετε κάποια έτσι στιγμή που σκέφτεστε σε όλη αυτή την πορεία που να σας έχει εντυπωθεί; Που μπορεί να αναφέρεται σε ένα σχέδιο και στην αφορμή της έμπνευσής του, ας πούμε, που μπορεί να αναφέρεται σε μία θύμησή σας ή συνεργάτες σας;

Σ.Κ.:

Τα τελευταία χρόνια, τα λίγα τελευταία χρόνια, η κύρια πηγή έμπνευσής μου στο οτιδήποτε φτιάχνω είναι στο παρελθόν μου, έρχεται απ' το παρελθόν. Από πολλά πετυχημένα πράγματα, και εμπορικά και σχεδιαστικά, που έχουνε περάσει, τα οποία απλά τα αναπροσαρμόζουμε σύμφωνα με τα τωρινά δεδομένα. Υπάρχουνε πολλές επιτυχίες από το παρελθόν μου, πολλά πράγματα. Πάντα θα υπάρχει βέβαια και η καινούργια έμπνευση, αλλά το παρελθόν θεωρώ ότι είχε μία περίοδος είχε πάρα πολύ ωραίες γραμμές.

Ε.Κ.:

Ποια περίοδος;

Σ.Κ.:

Σύμφωνα με τα χρόνια που ασχολήθηκα, που μπήκα σε αυτή τη δουλειά, για μένα οι καλές σχεδιαστικές γραμμές ήταν η δεκαετία του '80 και του '90. Από την ώρα που το προϊόν μας άρχισε να γίνεται άκρως βιομηχανικό και να μπαίνουν πολλά αυτόματα ρομποτικά μηχανήματα μέσα στη διαδικασία παραγωγής και στον σχεδιασμό, κάπου ο σχεδιασμός έχασε τη μαγεία του. Χάθηκαν λίγο οι γραμμές.

Ε.Κ.:

Μάλιστα.

Σ.Κ.:

Βγαίνουν πολλά προϊόντα, ευχάριστα προϊόντα που μπορούν να φορεθούν ανά πάσα ώρα και στιγμή και για την οποιαδήποτε περίσταση, αλλά θεωρώ ότι έχει λείψει η φαντασία από τα προϊόντα. Η φαντασία, δηλαδή, αυτή την εποχή τη βρίσκω λίγο γκροτέσκα. Δεν τη βρίσκω ότι η φαντασία... Δηλαδή, περισσότερο εξυπηρετεί την πρόκληση η φαντασία, παρά τον θαυμασμό.

Ε.Κ.:

Μάλιστα.

Σ.Κ.:

Αυτό.

Ε.Κ.:

Την πρόκληση, λοιπόν, παρά τον θαυμασμό.

Σ.Κ.:

Ναι, κοιτάξτε, άμα δείτε τη μόδα σε γενικές γραμμές, το παπούτσι καταρχάς είναι μέρος της μόδας. Εξαρτάται και η έμπνευσή του και από το όλο σύνολο. Δεν είναι κάτι αυτονομημένο και μόνο του, και δεν μπορείς να το αντιμετωπίσεις και έτσι για μένα. Δεν έχει επιτυχία, αν το αντιμετωπίσεις μόνο και μόνο σαν παπούτσι. Πρέπει να το δεις ως σύνολο. Λοιπόν, έχω πολύ καιρό να δω γραμμές και πράγματα που να μην με σοκάρουνε και να μου βγάζουνε θαυμασμό, και να μου δημιουργούν έμπνευση. Τα περισσότερα πράγματα μού φαίνονται προκλητικά, υβριστικά σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό. Δεν πά’ να κουβαλάνε το όποιο μεγάλο όνομα της μόδας ή επώνυμο, πανάκριβο, οτιδήποτε. Δεν υπάρχει καλλιτεχνία σε πάρα πολλά πράγματα. Τώρα αυτό πιστεύω ότι οφείλεται… τι να πω, δεν μ’ αρέσει. Ξέρετε, ο κάθε άνθρωπος ζει και επηρεάζεται από την εποχή του. Δεν μου αρέσει στη φάση που βρίσκομαι να υποβαθμίζω αυτό που ζούνε άλλοι νέοι άνθρωποι τώρα και να το λέω ότι: «Που εμείς στην εποχή μας... και τότε...» και τέτοια πράγματα και να παίρνουμε ένα... Αλλά πραγματικά θεωρώ ότι πάσχουμε από φαντασία, καλώς εννοούμενη εννοώ.

Ε.Κ.:

Ναι.

Σ.Κ.:

Υπάρχει μία υπερπληθώρα σε ιδέες, σε σχέδια, ακόμα και στη μουσική. Άμα καθίσετε κι ακούσετε μία σειρά, εννοώ βγαίνουνε -πλέον ακούω πάρα πολλή μουσική- υπάρχουν αξιόλογα πραγματικά τραγούδια που φαίνονται με τη μία, μόνο που χάνονται μέσα στον σωρό της υπερπροσφοράς. Το ίδιο αντιστοίχως συμβαίνει και με τα παπούτσια, το ίδιο αντιστοίχως συμβαίνει και με τα ρούχα. Η κουλτούρα, δηλαδή, κάπου η καλώς εννοούμενη κουλτούρα, η γνώση εννοώ και η ενασχόληση, έχει λίγο χαθεί. Πολλές σχολές, ας πούμε, που υπόσχ[00:35:00]ονται εύκολα: «Ελάτε να σας μάθουμε να σχεδιάζετε, να φτιάχνετε το δικό σας». Εντάξει, θα ήταν όλα πολύ ωραία αυτά τα πράγματα σε επίπεδο μιας προσωπικής ενασχόλησης του καθενός που ενδιαφέρεται, αλλά όχι το να βγαίνει ο άλλος και να διεκδικεί μία θέση πάνω... Βέβαια, εντάξει, σε ελεύθερη οικονομία ζούμε. Άμα αυτό που βγάλει, το ψηφίσει ο κόσμος και το αγοράσει,-

Ε.Κ.:

Ναι.-

Σ.Κ.:

Οκέι, γιατί όχι; Υπάρχουνε και τέτοια προϊόντα. Aν σκεφτείτε, ας πούμε, ότι η Chanel,-

Ε.Κ.:

Ναι.-

Σ.Κ.:

Που είναι ένα τεράστιο όνομα στη μόδα και διαχρονικό, την εποχή που έβγαλε τους συνδυασμούς αυτούς στο άσπρο-μαύρο, που ήτανε το μισό πόδι γυμνό με τη φτέρνα κλειστή και το μπροστά μόνο κλειστό, αυτό ήταν ανήθικο για την εποχή. Ήταν υβριστικό για την παλαιά εκείνη εποχή της γαλλικής αστικής τάξης, ας πούμε, που είχαν τα κατάλοιπα του μπαρόκ και που έπρεπε έτσι να είναι ντυμένες. Και η Chanel ήτανε μία υπηρέτρια και εξού και ο ασπρόμαυρος συνδυασμός που λανσάρει ήταν η ποδιά η άσπρη με το μαύρο φόρεμα που φόραγε, από εκεί πηγάζει. Για εκείνη την εποχή ήτανε... Άλλοι το είπανε πρόστυχο, άλλοι το είπανε υβριστικό, άλλοι το είπανε κακό, αλλά όπως βλέπετε επικράτησε. Και είναι η επιτομή της κομψότητας-

Ε.Κ.:

Ναι.-

Σ.Κ.:

Στο γυναικείο παπούτσι. Χωρίς να υποβαθμίζει τη γυναίκα, χωρίς όλα αυτά. Δηλαδή, δεν μπορούμε να λέμε ότι κάποιοι ξέρουνε και κάποιοι δεν ξέρουνε. Εγώ προσωπικά, πάντως, βλέπω ότι η φαντασία ή εκλείπει ή καλύπτεται από κάποια πράγματα, που δεν έχουν φαντασία, να το πω έτσι.

Ε.Κ.:

Εσείς θεωρείτε ότι έχετε φαντασία; Στη δουλειά σας;

Σ.Κ.:

Η φαντασία, να σας πω κάτι δεν είναι κάτι που το έχεις και δεν το χάνεις ποτέ. Η φαντασία έχει να κάνει και με το πόσο πάθος αναζητάς κάποια πράγματα. Ε λογικό είναι μεγαλώνοντας η φαντασία να φθίνει σιγά-σιγά. Δεν βρίσκω ότι ένας άνθρωπος μπορεί να έχει... Σίγουρα νιώθω τον εαυτό μου ότι δεν έχει τον δείκτη φαντασίας, που είχε στα είκοσι με τώρα.

Ε.Κ.:

Ίσως είναι απλώς πιο ώριμος αυτός ο δείκτης και δεν-

Σ.Κ.:

Ναι, την ωριμότητα να πω; Nαι, το ότι μπορείς να αξιοποιήσεις κάποια πράγματα ή μία φαντασία σου να τη φέρεις σε χρηστικά; Ξέρετε, σημασία έχει στην υποδηματοποιία, αυτό που θα φανταστείς, να έχει και χρηστικότητα. Δηλαδή, να μην δείξεις ένα προϊόν το οποίο θα φορεθεί μόνο για μία φωτογράφιση ή για μία πόζα, που λέμε. Να είναι και χρηστικό. Κατά την άποψή μου αυτό είναι η επιτυχία: το να κάνεις κάτι καινούργιο σε χρηστική έκδοση. Οποιοσδήποτε μπορεί να κάνει κάτι για μία πόζα, μία ακίνητη κατάσταση και μία… Ο οποιοσδήποτε.

Ε.Κ.:

Εμένα από τη δική μου πλευρά, μου φαίνεται αυτό το επάγγελμα, ακριβώς αυτό, ότι μας λείπει κιόλας μερικές φορές, ότι εμένα μου φαίνεται μαγικό η ιδέα του ότι μπορείς να έχεις μία ιδέα, μία σύλληψη στο μυαλό σου και τα πολλά και διαφορετικά στάδια μέχρι την τελική υλική της αποτύπωση. Θέλω να πω, δηλαδή, ότι αυτό έχει μέσα του σχεδόν και μία κοινωνική έρευνα, ότι αντιμετωπίζεις τους εν δυνάμει αγοραστές και αγοράστριες και παρατηρείς για παράδειγμα μία γυναίκα η οποία πηγαίνει πάρα πολύ στη δουλειά της, μετακινείται πολύ, ότι πιθανότατα θέλει ένα ίσιο παπούτσι, σε σχέση με το τακούνι το οποίο μπορεί να είναι για πιο περιορισμένες μετακινήσεις, ότι όλα αυτά μου φαίνεται πάρα πολύ ενδιαφέρον το πώς μπορούν να επηρεάζουν εν τέλη.

Σ.Κ.:

Είναι ενδιαφέροντα, αν συνειδητοποιήσεις πόσο άβυσσος είναι η ψυχή της γυναίκας, και δεν θέλω να ακουστεί αυτό υποτιμητικά ή δεν ξέρω για όποιον το ακούσει. Έχω δει γυναίκες που έχουν πολύ ελαφρύ πρόγραμμα εργασίας, όπως εργαζόμενες σε γραφεία που έχουν αυτοκίνητο και που πηγαίνουνε, να φοράνε ίσια παπούτσια, για να είναι άνετες ευκίνητες, και γυναίκες που έχουν δεκάωρη ορθοστασία σε εργο[00:40:00]στάσιο και να φοράν τακούνια.

Ε.Κ.:

Αλήθεια;

Σ.Κ.:

Ναι, γι’ αυτό λέω: «Άβυσσος η ψυχή της γυναίκας». Δηλαδή, ο καθένας... Μία πελάτισσά μου μού είχε πει μια φορά κάτι σοφό. Δηλαδή, όντως ήτανε σοφό έτσι όπως το επεξεργάστηκα μετά, ότι: «Mια γυναίκα τα τακούνια τα φοράει, είναι ένας δείκτης μέχρι εκεί που θέλει να φτάσει». Δηλαδή, όσο πιο ψηλό είναι το τακούνι που φοράει είναι η διάθεσή της πόσο ψηλά θέλει να φτάσει. Όχι σαν σώμα…

Ε.Κ.:

Ναι, ναι.

Σ.Κ.:

Σαν ύψος, σαν όλα αυτά. Είναι στην ψυχολογία της ότι: «Εγώ είμαι για πολύ ψηλά». Και το τακούνι είναι αυτό που δείχνει αυτό το στοιχείο. Λοιπόν, το παπούτσι έχει πολλά γνωρίσματα ψυχολογικά. Δηλαδή, εκφράζει ψυχισμό, εκφράζει διάθεση, σεξουαλικότητα, εκφράζει -δεν μπορείτε να φανταστείτε- πόσα πράγματα. Και η επιλογή των υλικών, και πολλές φορές βλέπεις ότι κάποια υλικά τα παίρνει μία συγκεκριμένη συνομοταξία πελατών, να μην πω γυναικών, έτσι; Να μην το χαρακτηρίσω έτσι. Όπως, ας πούμε, τα τιγρέ υφάσματα, τα τιγρέ δέρματα. Δεν τα φοράνε όλες οι γυναίκες. Υπάρχουν γυναίκες που τους αρέσει, το υποστηρίζουνε και το αγαπάνε, και γυναίκες που το σιχαίνονται.

Ε.Κ.:

Ναι.

Σ.Κ.:

Αυτό. Όπως τα λουστρίνια, τα υλικά, όπως το κόκκινο το χρώμα, όπως το μωβ το χρώμα. Δεν το φοράνε όλες οι γυναίκες το μωβ το χρώμα.

Ε.Κ.:

Αυτή, ας πούμε, η παρατήρηση που έχετε κάνει μετά από χρόνια, καθορίζει την επιλογή σας; Δηλαδή, εσείς το σιχαίνεστε το τιγρέ ή όχι;

Σ.Κ.:

Όχι όχι! Δεν είμαι εγώ αυτός που θα καθορίσει το τι θα φορέσει. Κοιτάξτε, σας είπα προηγουμένως ότι η δουλειά μου κατ' εμένα έχει σχέση και με τον βιοπορισμό. Eίναι πρώτα βιοπορισμός, έτσι; Οπότε λοιπόν, δεν μπορώ να αποκλείσω κάποιο υλικό. Αν αυτό, δηλαδή για παράδειγμα, το τιγρέ εμένα δεν θα μου άρεσε να το φοράει η γυναίκα μου, να το πω έτσι. Αλλά μπορώ να βγάλω ένα ωραίο παπούτσι πάνω σε τιγρέ. Γιατί να μην το βγάλω;

Ε.Κ.:

Νομίζω αυτή είναι και η διάκριση…

Σ.Κ.:

Και άμα της αρέσει να το φορέσει και αυτή, άμα είναι ωραίο. Δηλαδή, αρκεί να ‘ναι κάτι ωραίο, να δένει, να έχει αρμονία, να μην είναι κραυγαλέο, να μην είναι άσχημο. Δηλαδή, να προκαλεί θαυμασμό και όχι πρόκληση. Οπότε, λοιπόν, όλα τα υλικά είναι ωραία σε αυτή την περίπτωση.

Ε.Κ.:

Και να σας ρωτήσω κάτι. Τα παπούτσια που βγάζατε όταν εργαζόσασταν στο εργοστάσιο με τον πατέρα σας, τα γυναικεία. Πρώτον, τότε σας φαίνονταν εύκολα σαν κατασκευή; Kαι θεωρείτε ότι έχει αλλάξει η τότε μόδα σε σχέση με την τωρινή και οι ανάγκες;

Σ.Κ.:

Η διαφορά της τωρινής εποχής με την τότε ήταν ότι υπήρχε ένα ταμπού σε μία κατηγορία παπουτσιών. Είχαμε να αντιμετωπίσουμε περισσότερο το ταμπού. Δηλαδή, μία δωδεκάποντη γόβα για παράδειγμα ήταν ένα παπούτσι που θα φοριόταν μόνο σε κάποια βραδινή τελετή είτε αυτό λεγόταν μπουζούκια είτε θα λεγότανε -θέατρο δεν θα το ‘λεγα, δεν τα φοράγανε τότε αυτά στα θέατρα- ας πούμε ότι ήταν ένα παπούτσι φθηνής χρήσεως, να το πω έτσι. Για μπουζούκια και ό,τι άλλο φαντάζεστε, ένα δωδεκάποντο. Αυτή τη στιγμή ένα δωδεκάποντο παπούτσι είναι κάτι καθιερωμένο, είναι ένα στάνταρ παπούτσι που πρέπει να υπάρχει στην οποιαδήποτε γυναικεία ντουλάπα για τα παπούτσια. Όπως εκείνη την εποχή φοριόταν πάρα πολύ το μοκασίνι, σαν σχέδιο παπουτσιού, που δεν φοριέται τώρα, αυτή τη στιγμή.

Ε.Κ.:

Ναι.

Σ.Κ.:

Μία γυναίκα αυτή την εποχή, άμα θέλει ένα παπουτσάκι έτσι καθημερινό που να ταιριάζει με το κομψό ντύσιμό της και όλα αυτά[00:45:00], θα επιλέξει ένα φλατ γοβάκι ή τη λεγόμενη μπαλαρίνα που λέμε, που εκείνη την εποχή τη μπαλαρίνα τη φόραγε αυστηρά και μόνο η μαθήτρια του λυκείου. Και όχι μία κυρία που θα πήγαινε στο γραφείο.

Ε.Κ.:

Μάλιστα.

Σ.Κ.:

Αλλάζουνε, κάποια πράγματα, όπως σας προείπα, φεύγουνε και επικρατούνε κάποια άλλα, και κάποια πράγματα παραμένουνε διαχρονικά.

Ε.Κ.:

Και αλλάζετε φαντάζομαι και εσείς μέσα σε αυτό.

Σ.Κ.:

Ναι! Εντάξει, η διάρκεια των αλλαγών δεν είναι από τη μία μέρα στην άλλη. Κρατάει κάποιος χρόνος. Βλέπεις, ας πούμε, μέσα σε ένα διάστημα ότι οι πωλήσεις αυτού του προϊόντος είναι τόσες. Την επόμενη χρονιά είναι λιγότερες, είναι λιγότερες, είναι λιγότερες, κάποια στιγμή ατονεί εντελώς ας πούμε. Φεύγει από μόνο του μέσα και έχει πάρει τη θέση του κάτι άλλο. Δηλαδή, αυτές τις αλλαγές τις βλέπεις, αφού απομακρυνθείς από την εποχή τους. Λες κάποια στιγμή, αναρωτιέσαι: «Μα που πήγαν τα μοκασίνια;». Αναρωτιέσαι. Και βλέπεις, ας πούμε, ότι τα φοράνε ακόμα μόνο οι γυναίκες που ήτανε νέες τότε. Όπως κι εγώ,-

Ε.Κ.:

Ναι.-

Σ.Κ.:

Προσωπικά, τα πράγματα που επιλέγω να φορέσω κι όλα αυτά, ήταν τα πράγματα που ήταν στη μόδα τότε. Δεν μπορώ να φορέσω τώρα αυτή τη στιγμή πράγματα: σκισμένο παντελόνι, ας πούμε, σκισμένα τζιν και sneakers παπούτσια, ας πούμε. Mε θεωρώ αστείο, άμα φορέσω τέτοια. Με τα ρούχα που φοράω, μπορεί για τα μάτια ενός πολύ νεότερου να πει: « Ο κύριος είναι σε άλλη εποχή». Αυτό.

Ε.Κ.:

Και αν βγάζετε έτσι στο σήμερα το στοιχείο του βιοπορισμού, το οποίο νομίζω σε όλες τις εργασίες είναι ένα σχεδόν δεσμευτικό στοιχείο, θα κάνατε την ίδια επιλογή; Ξανά από την αρχή; Nα γίνετε υποδηματοποιός;

Σ.Κ.:

Δεν το 'χω σκεφτεί! Δεν το 'χω σκεφτεί. Που σημαίνει δηλαδή ότι μάλλον τα ίδια θα 'κανα! Δεν το ΄χω σκεφτεί καθόλου. Κοιτάξτε, ίσως έκανα διαφορετικά πράγματα, αλλά ποιος μου εγγυάται ότι θα 'χα το μυαλό το σημερινό, αν θα ξανάκανα ένα ξεκίνημα; Ποιος;

Ε.Κ.:

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ!

Σ.Κ.:

Να 'στε καλά! Εγώ!

Ε.Κ.:

Σας χαιρετώ.

Σ.Κ.:

Γεια σας!