© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Αναζητώντας δουλειά στα χρόνια της κρίσης: Συνεντεύξεις, συνθήκες εργασίας και καθημερινότητα

Κωδικός Ιστορίας
10257
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Αλέξανδρος Κωνσταντινίδης (Α.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
26/11/2019
Ερευνητής/τρια
Στάθης Κωνσταντινίδης (Σ.Κ.)
Σ.Κ.:

[00:00:00]Το όνομά σου;

Α.Κ.:

Αλέξανδρος Κωνσταντινίδης.

Σ.Κ.:

Έχουμε Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2019 και βρισκόμαστε στο σπίτι του Αλέξανδρου, όπου θα μας μιλήσει για τα παιδικά του χρόνια, για την Καλλιθέα, για την περίοδο που σπούδαζε και που αναζητούσε εργασία στην Ελλάδα της κρίσης. Αλέξανδρε, πόσο χρονών είσαι;

Α.Κ.:

Είμαι 28.

Σ.Κ.:

Και πού μεγάλωσες;

Α.Κ.:

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Καλλιθέα, δηλαδή από τα 2 μου μέχρι τώρα, 28, ζω στην Καλλιθέα.

Σ.Κ.:

Η καταγωγή σου;

Α.Κ.:

Είμαι από τον Πόντο. Η μητέρα μου ποντιακής καταγωγής και από τους δύο. Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη και ο πατέρας μου κι αυτός και από τους δύο γονείς Πόντιος, γεννήθηκε στον Ωρωπό και μεγάλωσε Αθήνα.

Σ.Κ.:

Και πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια, τι θυμάσαι έτσι έντονα;

Α.Κ.:

Τα παιδικά μου χρόνια ήτανε πολύ ευχάριστα. Παρόλο που έχασα τον πατέρα μου σε μικρή ηλικία, θυμάμαι αμέτρητες ώρες παιχνιδιού και με τον δίδυμο αδερφό μου και με τους φίλους μου. Δηλαδή από πολύ μικροί βγαίναμε στους δρόμους, είτε με το ποδήλατο έτσι και με τον θείο μας που μένει από κάτω, έμενε από κάτω, βγαίναμε με το ποδήλατο, εξερευνούσαμε έτσι το τετράγωνο, αργότερα στο σχολείο με τις παρέες κάναμε ποδήλατο και βγαίναμε λίγο πιο πέρα, στα στενά. Και κυρίως παίζαμε ποδόσφαιρο, μπάσκετ, στο σχολείο. Ήτανε πολύ γεμάτα χρόνια, γενικά κάναμε πολλές δραστηριότητες με τον αδερφό μου, αγγλικά, γερμανικά, ποδόσφαιρο, πιάνο, μπάσκετ, βόλεϊ, πινγκ πονγκ. Μας άρεσαν τα αθλήματα. Ακόμα και σε κατηχητικό είχαμε γραφτεί, για να πηγαίνουμε να παίζουμε ποδόσφαιρο έτσι με άλλα σχολεία. Κυρίως ποδόσφαιρο παίζαμε. Δηλαδή θυμάμαι τα καλοκαίρια, τα καλοκαίρια που δεν πηγαίναμε σε κατασκήνωση, να μαζευόμαστε με τους φίλους μας στο σχολείο, κλασικές παρέες, να παίζουμε ατελείωτες ώρες διπλό. Τα πρωινά μπορεί να παίζαμε άλλα παιχνίδια, όπως μονάκια, γερμανικό, ένα άλλο παιχνίδι το ζόπα. Και κυρίως παίζαμε διπλό είτε τα τμήματα, το δικό μου τμήμα εναντίον του τμήματος του αδερφού μου, είτε με εξωσχολικούς. Αυτά, έτσι, από το παιχνίδι. Α, και παιχνίδι μπορώ να θέσω και την άλλη πλευρά. Τότε, νομίζω, έμπαιναν έντονα, όχι με τη σημερινή μορφή, τα video games. Θυμάμαι πολλές ώρες να παίζουμε εκτός από ποδόσφαιρο και με τους φίλους μας σε κάποια σπίτια να μαζευόμαστε και να παίζουμε playstation με τις ώρες.

Σ.Κ.:

Άρα δεν σε επηρέασε το ότι έχασες τον πατέρα σου σε μικρή ηλικία, έτσι; Εκείνα τα χρόνια.

Α.Κ.:

Όχι. Έχω την τύχη να έχω μητέρα έναν πολύ άξιο άνθρωπο, θεωρώ, παρόλο που διαφωνούμε σε πολλές απόψεις, κατάφερε να μεγαλώσει δύο παιδιά μόνη της, ολομόναχη, και ειλικρινά δεν μας έλειψε τίποτα, τίποτα. Δηλαδή δεν νιώθαμε μειονεκτικά απέναντι σε άλλα παιδιά που ίσως δεν είχανε… άνεση να το πω; Δεν είχανε τα ίδια ερεθίσματα. Δηλαδή είναι ένα πράγμα που το δίνω ξεκάθαρα σ’ αυτόν τον άνθρωπο, ότι μπόρεσε και πέρασε ωραίες αξίες υπό μία έννοια και έδωσε πάρα πολλά ερεθίσματα σε δύο παιδιά. Οπότε πολύ ευχάριστη γενική εικόνα μου ’χει μείνει από τα παιδικά χρόνια. Εντάξει, η απουσία του πατέρα λογικό είναι να υπάρχει. Δηλαδή στο σχολείο ήταν κάτι που έφερνε, θυμάμαι, σε άβολη θέση και τους δασκάλους και τους μαθητές. Εν τω μεταξύ η μητέρα μου, από πρώτη δημοτικού, όχι από πρώτη δημοτικού, βασικά, από παιδικό σταθμό, μας είχε σε ξεχωριστά τμήματα, έτσι ώστε να μην υπάρξει μία κόντρα περισσότερη μεταξύ μας. Μας είχε να αναπτυχθούμε παράλληλα και είχε πολύ ενδιαφέρον και είναι πολύ ευχάριστο αυτό, γιατί είμαι ξεχωριστός από τον δίδυμο αδερφό μου. Πολύ ευχάριστο κι αυτό, δηλαδή μέσα στα παιδικά χρόνια είναι κάτι που με επηρέασε πολύ.

Σ.Κ.:

Μεγαλώνοντας έτσι και τα επόμενα χρόνια που ακολούθησαν είχατε κάποια μέρη στην Καλλιθέα που ουσιαστικά πηγαίνατε;

Α.Κ.:

Ναι, ναι, ναι, ναι.

Σ.Κ.:

Στο γυμνάσιο, στο λύκειο.

Α.Κ.:

Από τα παιδικά χρόνια πρέπει να αναφερθώ, νομίζω. Ήταν το σχολείο μας, το σημείο συνάντησης που μαζευόμασταν όλοι φίλοι. Πηδάγαμε τα κάγκελα, αυτός ήταν ο τρόπος που μπαίναμε. Οι φύλακες μας ξέρανε, τα πρώτα χρόνια του… όχι, όχι, ψέματα, στο δημοτικό δεν είχαμε φύλακες, δεν είχαμε φύλακες. Το σημείο συνάντησης ήτανε το σχολείο και η πόρτα μπροστά. Και στο γυμνάσιο, όπου αρχίσαμε να βγαίνουμε, ήτανε ένα πεζούλι κοντά στο σπίτι ενός φίλου μας, ένα άλλο πολιτιστικό κέντρο και πιο μετά εντάχθηκαν τα μπιλιαρδάδικα, λίγο έτσι ήτανε τα χρόνια γυμνασίου που πηγαίναμε σε μπιλιαρδάδικα και παίζαμε μπιλιάρδο και τα net καφέ. Αυτά δηλαδή ήταν τα σημεία συνάντησης πέρα από καφετέριες, που γενικά στις καφετέριες πηγαίναμε όλοι σαν βόλτα. Μαζευόμασταν στον ηλεκτρικό ή σε ένα σημείο και ξεκινούσαμε να εξερευνήσουμε παρέα, κάναμε όλοι μαζί την διαδρομή για να φτάσουμε, ενώ στα net καφέ ήσουνα εκεί και περίμενες τον άλλον και περνάγαμε αρκετές ώρες, αρκετές ώρες δηλαδή. Στα μπιλιαρδάδικα πηγαίναμε 5-6 άτομα, δεν ήτανε όλοι όσοι συμμετείχαμε στο ποδόσφαιρο, στα video clubs με τις ταινίες που νοικιάζαμε και φωνάζαμε ο ένας σπίτι του, πηγαίναμε κάποιες παρέες εκεί, παίζαμε αμερικάνικο μπιλιάρδο. Ήτανε πολύ πρωτόγνωρο για όλη την παρέα έτσι ο χώρος, από κοινωνικό ενδιαφέρον, γιατί ήτανε μεγαλύτερης ηλικίας άτομα, πρόσωπα που έτσι μας φαινόντουσαν περίεργα τι ιστορίες μπορεί να κρύβουν. Είχανε εν τω μεταξύ και κάποια pc που πηγαίναμε εκεί και μπαίναμε στο Internet – δεν είχαμε internet στο σπίτι μας, κανείς από τον πιο στενό κύκλο, ας πούμε… όχι, είχε ένα παιδί από τον πιο στενό κύκλο υπολογιστή. Οπότε πηγαίναμε εκεί, βλέπαμε smackdown, θυμάμαι, τότε, αυτό ήταν της μόδας. Έτσι βιντεάκια, ήτανε, νομίζω, η πρώτη περίοδος του youtube. Και έτσι περνάγαμε. Αργότερα μπήκανε τα online παιχνίδια και offline βασικά, το counterstrike ήτανε το πρώτο παιχνίδια που παίξαμε, μετά κάποια άλλα παιχνίδια, φίλοι μας παίζανε RPG παιχνίδια και περνάγανε χρόνο αποκλειστικά μόνοι τους στα net καφέ και έτσι, χωριζόντουσαν γενικά, ο καθένας έβρισκε τα ενδιαφέροντά του, είχες τις παρέες του και τέτοιο. Μετά… μετά ήτανε η περίοδος των ναργιλετζίδικων στην Καλλιθέα. Βγαίναμε με τους φίλους μας, πηγαίναμε σε μαγαζιά Αιγυπτίων και κάναμε ναργιλέ έτσι, σαν παρέα, το θεωρούσαμε σαν έξοδο κάτι ξεχωριστό, που, εντάξει, δεν μπορώ να πω ότι είναι ωφέλιμο αυτό που κάναμε, αλλά ήτανε ο τρόπος που περνάγαμε.

Σ.Κ.:

Ok. Και μετά ακολούθησε το λύκειο, πώς ήτανε;

Α.Κ.:

Αρκετά ωραίο, θα έλεγα, με την έννοια ότι πέρασα ωραία. Όχι ότι σαν λύκειο και με το εκπαιδευτικό σύστημα αυτό που όλοι σαν μαθητές κληθήκαμε ν[00:10:00]α βρούμε ουσιαστικά έναν επαγγελματικό προσανατολισμό, δεν θα το χαρακτηρίσω ωραίο. Αλλά ήτανε, νομίζω, μία περίοδος της εφηβείας που για κάθε αγόρι που έχει φίλους, έχει κάποιους στόχους, κάποια ενδιαφέροντα, είναι ωραία περίοδος. Από το σχολείο θυμάμαι τις παρέες, που το λύκειο ήτανε σχολείο που μάζευε από διαφορετικές περιοχές άτομα, δηλαδή από σχολεία που δεν γνωρίζαμε. Και ήταν ένα… σαν μία δοκιμασία να δεις τον εαυτό σου με πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους που δεν θα έχεις ξαναδεί, όπως στα γυμνάσια και στο δημοτικό που πάνω κάτω τους ξέρεις. Είχε απαιτήσεις το λύκειο. Δηλαδή από δευτέρα λυκείου ξεκίνησε το φροντιστήριο, πήγανε στην άκρη όλες οι δραστηριότητες και τα χόμπι, και μπήκε έντονα στο μυαλό μας το ότι τι θα κάνουμε με τη ζωή μας. Κάπου πρέπει να περάσουμε, κάπου πρέπει να σπουδάσουμε. Οπότε τι μας νοιάζει; Κάτι που ίσως μας ενδιαφέρει… Να γράψουμε καλά στις εξετάσεις, αυτό ήτανε ο στόχος όλων των μαθητών και όχι να δούμε κάτι που μας αρέσει, να δούμε σε τι είμαστε καλοί, πώς μπορούμε να βρούμε μία διέξοδο γενικά σε πράγματα που δεν ξέρουμε, να ανακαλύψουμε πράγματα. Αντί να ανακαλύπταμε πράγματα, μπαίναμε στα κουτάκια των πανελληνίων. Το ότι θα πάρουμε τα μαθήματα αυτά και θα πάμε στο φροντιστήριο για να διαβάσουμε και να δώσουμε καλά. Όλοι οι μαθητές που είχαμε στόχους, ας πούμε, να περάσουμε σε μία σχολή, τα μαθήματα γενικής παιδείας, ας πούμε, τα αντιμετωπίζαμε ότι «Εντάξει, άντε, να πάμε στο σχολείο να δούμε τον καθηγητή». Που κάποιοι καθηγητές ήτανε πολύ αξιόλογοι και μας μετέφεραν πράγματα και μας έκαναν μαθήματα που δεν έχουν τόσο ενδιαφέρον, ας πούμε, για όλους, κάτι να ταυτιστούμε, να πάρουμε κάτι. Πολλοί άλλοι καθηγητές συμβιβαζόντουσαν ότι «Α, εντάξει θα πάει φροντιστήριο να τα κάνει. Α, τα γενικής παιδείας δεν τον νοιάζουνε, να τελειώνει το μάθημα». Αλλά αυτό θυμάμαι κυρίως, τις πανελλήνιες, το άγχος που περάσαμε όλοι σαν παρέα και το «τι θα κάνω με τη ζωή μου», αυτό το ερώτημα ότι κάτι πρέπει να σπουδάσεις και μετά να πας να δουλέψεις, η μετάβαση δηλαδή και οι ευθύνες που σιγά σιγά καλείσαι να πάρεις, να προσφέρεις κάτι στην κοινωνία. Αυτά. Και ωραίες βόλτες θα έλεγα με φίλους, οι πρώτες βόλτες που πηγαίναμε σε άλλες περιοχές, που είχαμε τις πρώτες εμπειρίες έτσι με αλκοόλ, πηγαίναμε και πίναμε μπύρες, κρασί, μεθάγαμε, τέλος πάντων, και περνάγαμε ωραία, ανακαλύπταμε και το αλκοόλ, όχι σε ξέφρενα πλαίσια αλλά σε όμορφα, σε όμορφα, θα έλεγα.

Σ.Κ.:

Ok, έδωσες. Μετά;

Α.Κ.:

Λοιπόν. Μία ιστορία είναι ότι γιατί εγώ πήγα τεχνολογική; Έδωσα και πέρασα στο 5ο πεδίο, στόχος μου ήταν τα Ναυτιλιακά. Πέρασα στην Χίο και ήρθα με μεταγραφή στο ΠΑ.ΠΕΙ. Εγώ πήγα τεχνολογική, ενώ ήξερα ότι μου αρέσουνε πάρα πολύ τα φιλολογικά, όχι τόσο τα αρχαία, όχι, τα αρχαία δεν μου άρεσαν, η γλώσσα, η γλώσσα μου άρεσε πάντα, ήτανε από τα αγαπημένα μου μαθήματα και γενικά δεν ήμουν ο πολύ διαβαστερός, αλλά ήμουν ένας μαθητής που διάβαζα πάρα πολύ στο δημοτικό και στο γυμνάσιο, οπότε είχα βάσεις και με όχι τόσο πολύ διάβασμα μπορούσα έτσι να τα καταλάβω, είτε είναι αρχαία είτε είναι χημεία, δεν λέω να κάνω τη διαφορά, αλλά… Και ναι, ήθελα να πάω θεωρητική και δεν πήγα γιατί ο έρωτάς μου από το λύκειο πήγε τεχνολογική και σαν σκέψη με βασάνιζε ότι: «Α, θέλω να γίνω ηθοποιός, δε θέλω να κάνω…», πιο νωρίς: «Θέλω να γίνω ποδοσφαιριστής, δε θέλω να σπουδάσω κάτι». Και το σκεφτόμουνα αυτό και λέω, εντάξει, αφού κάτι πρέπει να σπουδάσω και εγώ και να βγάλω μια σχολή, να βρω μια δουλειά. Πήγα τεχνολογική όπου θα την βλέπω και βάσει αυτού μπορεί να βρω κάτι που να μ’ αρέσει. Τότε οφείλω να ομολογήσω ότι η μουσική δεν ήτανε μέσα στη ζωή μου, που το τελευταίο διάστημα ασχολούμαι λίγο με τη μουσική και βρίσκω κάτι που βιοποριστικά, άμα είσαι πιο νέος, χτίζεις τα εφόδια, όχι ότι κάποτε είναι αργά, αλλά, άμα είσαι πιο νέος, μπορείς να το δεις και πιο ρομαντικά και να συνειδητοποιήσεις πράγματα και να κάνεις κάποιες επιλογές. Δεν ήταν αυτό, οπότε δεν είχα κάτι. Ποδόσφαιρο δεν έπαιζα, έπαιξα στην αγαπημένη μου ομάδα, τον Πανιώνιο, για ένα χρόνο, αλλά δεν έπαιζε και δεν είχα βλέψεις ούτε ήμουν τόσο καλός στο ποδόσφαιρο ώστε να γίνω ποδοσφαιριστής. Οπότε δεν με ενδιέφερε κάτι να σπουδάσω και εν τέλει κατέληξα… κατέληξα, πήγα στην τεχνολογική και έδωσα οικονομικά, τα οποία τα είχα στο νου μου ότι θα μου αποφέρουν χρήματα, όχι κάτι ξεχωριστό, ναυτιλιακά. Πέρασα στη Χίο και ήρθα κατευθείαν στο ΠΑ.ΠΕΙ., μεταγραφή, όπου και έβγαλα τη σχολή μου.

Σ.Κ.:

Και πώς ήταν τα φοιτητικά σου χρόνια;

Α.Κ.:

Τα φοιτητικά μου χρόνια ήτανε αρκετά ωραία. Τον πρώτο ενάμιση χρόνο πάτησα στην σχολή 3-4 φορές, διότι δεν είχα και τόσο μεγάλο ενδιαφέρον για την σχολή. Είχα έναν έρωτα ο οποίος κράτησε για μία περίοδο ενάμιση χρόνου από απόσταση, οπότε είχα πολλά ταξίδια πέρα δώθε στα Γιάννενα. Δεν είχε σκάσει, δεν είχε κάνει το μπαμ η κρίση, οπότε με ένα επίδομα που έπαιρνε η μητέρα μου εκ μέρους μου, είχα ένα χαρτζιλίκι να κάνω, να έχω τα έξοδά μου, να κάνω μία έξοδο ή να κάνω ένα ταξιδάκι μικρής εμβέλειας, πήγαινα με την κοπέλα, κάναμε βόλτες, τον πρώτο ενάμιση χρόνο δεν ήταν η σχολή. Παράλληλα, τον πρώτο ενάμιση χρόνο, θυμάμαι, πήγαινα συνέχεια να βλέπω την ομάδα μου, τον Πανιώνιο. Πηγαίναμε όπου κι αν έπαιζε στην Ελλάδα. Ήτανε πάρα πολύ ξέγνοιαστα και μετά τον ενάμιση χρόνο, τα δύο χρόνια που άρχισα να ασχολούμαι πολύ ενεργά και σοβαρά με τη σχολή μου. Με τη σχολή μου, όταν άρχισα να ασχολούμαι έτσι πήγαινα, θυμάμαι, εντατικά, από μαθήματα πρώτου έτους μέχρι τετάρτου, όχι τετάρτου, τρίτου και αργότερα τετάρτου, ουσιαστικά την έβγαλα σε δυόμιση χρόνια. Αυτό που με κράτησε στη σχολή είναι ότι ίσως βγάλω κάποια χρήματα στη ζωή μου, ώστε να λέω: «Α, ok, είμαι άνετος». Τίποτα παραπάνω από μία δουλειά που θα μου προσφέρει χρήματα. Ασχολήθηκα ενεργά, μου άρεσαν κάποια μαθήματα, κάποια άλλα όχι. Οι καθηγητές οι περισσότεροι ήτανε αδιάφοροι, αδιάφοροι. Δηλαδή δεν μπορούσαν, όσο και να θες, να σε κάνουν να αγαπήσεις το μάθημα. Δυστυχώς είναι αρκετά βρώμικο, τόσο από καθηγητές όσο και φοιτητές. Δηλαδή υπάρχει μία σύνδεση μεταξύ των παρατάξεων, κάποιων καθηγητών και κάποιων βουλευτών. Και αυτό όλο το πλαίσιο δημιουργούσε πολύ άσχημες συμπεριφορές και από τους φοιτητές και από τους καθηγητές. Δηλαδή υπήρχανε λίστες, οι οποίες πηγαίνανε από την παράταξη στον καθηγητή για να περάσουνε κάποια ονόματα. Υπήρχανε καθηγητές που περνάγανε τους δικούς τους και μετά ήτανε σε… δεν εμφανιζόντουσαν στα μαθήμα[00:20:00]τα, δεν είχανε ενδιαφέρον. Πηγαίναν στις εξετάσεις, σου λέγαν: «Α, εντάξει, πώς είσαι; Έχεις γράψει; Ok, θα το δούμε». Υπήρχε μία αντιμετώπιση πολύ μπακάλικη στο «κάνω μάθημα» και ότι «σπουδάζουμε κάτι μαζί». Ήτανε αρκετά περίεργο. Οι παρατάξεις, νομίζω, με την έννοια που έχουνε, φθείρουνε τα πανεπιστήμια και… ναι, δεν μου άρεσε πάντως έτσι το αντικείμενο των σπουδών μου. Αυτό το λέω με σιγουριά. Την έβγαλα τη σχολή, πήρα κάποια εφόδια. Δηλαδή αργότερα αναζήτησα να βρω δουλειά, έκανα την πρακτική μου, μπορώ… ναι, μπορώ να θυμηθώ πράγματα από την πρακτική μου. Ήτανε μια εταιρεία η οποία την σύνδεση μας την έκανε ένας φορέας μέσα… «γραφείο διασύνδεσης» λέγεται, γραφείο διασύνδεσης. Είναι μία εταιρεία που μας πήρε για πρακτική άσκηση, εμένα και έναν συμφοιτητή μου. Θυμάμαι ότι πήγαμε να γνωριστούμε, συνέντευξη, και μας βάλαν να δουλέψουμε κατευθείαν. Δηλαδή, εντάξει, προφανώς είναι μεγάλο λάθος μας που δεν είχαμε την ωριμότητα να βάλουμε τα όρια, ότι «εδώ είναι η συνέντευξη, δεν θα έρθουμε να δουλέψουμε τώρα, και αύριο μέρα είναι ή μεθαύριο», να τηρήσουμε τις διαδικασίες και να ’ρθουμε... Κατευθείαν, πήγαμε εκείνη τη μέρα και καθίσαμε και μας κάναν μία εκπαίδευση και αναλάβαμε πόστα κανονικά. Δηλαδή από… «Καλημέρα, έλα κάτσε». Που κι αργότερα έχω συναντήσει αυτή την πρακτική από εργοδότες, θεωρητικά. Από την εμπειρία μου στην πρακτική άσκηση σχετικά με το αντικείμενο που σπούδασα, πήρα κάποια πράγματα, υπήρχανε ενδιαφέρουσες φυσιογνωμίες μέσα στην εταιρεία. Ήτανε μία εταιρεία που ήταν σε πολύ κακή οικονομική κατάσταση. Εγώ είχα ένα πόστο γραμματέα και παράλληλα έστελνα κάποια mails, ασχολιόμουν λίγο και με τα πιστοποιητικά των ναυτικών. Είχε κάποιο ενδιαφέρον, δεν μπορώ να πω ότι το ενδιαφέρον αυτό πάει σε επίπεδο του μέχρι να μάθω, να είμαι λειτουργικός σε αυτή τη δουλειά. Ανακάλυπτα τότε και γενικά μου άρεσε το κλίμα ότι «Α, μπορεί να βρω δουλειά». Δεν είχα θεωρητικά αυτήν την ωριμότητα να το πω, δεν είχα ανακαλύψει το τι πραγματικά μ’ αρέσει να κάνω και ήμουνα συμβιβασμένος, με την έννοια ότι «Α, ok, για να δούμε αυτή τη δουλειά», οπότε ανακάλυπτα πράγματα για το αντικείμενο, παρ’ όλα αυτά δεν εργάστηκα ποτέ ξανά σε ναυτιλιακή ή παραναυτιλιακή εταιρεία, παρόλο που έψαχνα πάρα πολύ για δουλειά σε ναυτιλιακή εταιρεία αργότερα. Με τη σχολή, αυτά πάνω κάτω. Νομίζω ότι σαν γενικές γνώσεις, ναι, μπορώ να σταθώ σαν Αλέξανδρος σε μία κουβέντα που θα μιλάνε άτομα των ναυτιλιακών και να κάνω κάποιες ερωτήσεις, να συζητήσουμε για τις αγορές με τα container, για τα routes άμα άλλαξαν, αλλά ως εκεί. Δεν έχει κάτι που να πω είναι μία επιστήμη με πολύ βάθος και ενδιαφέρον. Και σίγουρα μπορεί να αρέσει σε πάρα πολύ κόσμο, αλλά για εμένα δεν ήταν μία σωστή και συνειδητή επιλογή μεγαλώνοντας στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας μας.

Σ.Κ.:

Και τελειώνεις τη σχολή και τι κάνεις μετά;

Α.Κ.:

Τελειώνω τη σχολή και ξεκινάω να σκέφτομαι το τι θα κάνω με τη ζωή μου. Τι επάγγελμα θα ακολουθήσω, τι μου αρέσει να κάνω. Στο μυαλό μου κυρίως βρίσκεται... ναυτιλιακά. Αλλά παράλληλα, λόγω παρεών, βλέπω πράγματα που μ’ αρέσουνε και πράγματα που δε μ’ αρέσουν μ’ αυτήν την επιλογή. Μπήκε ξεκάθαρα το δίλημμα του στρατού. Δηλαδή τελείωσα τη σχολή το ’14 και ξεκίνησα να σκέφτομαι ότι αν θα πάω στρατό, τι θα κάνω μέχρι να πάω στρατό, αν πρέπει να κάνω κάποιο μεταπτυχιακό. Απ’ τη μητέρα μου υπήρχε η ώθηση να κάνω ένα μεταπτυχιακό στο να βρω καλύτερη δουλειά στο μέλλον. Εγώ συνειδητοποίησα ότι να κάνω ένα μεταπτυχιακό χωρίς να μ’ αρέσει κάτι, είναι εντελώς ανούσιο. Και άρχισα να σκέφτομαι ότι, ok, θα βρω μια δουλειά για να ζήσω. Δεν έψαξα δουλειά στα ναυτιλιακά και έτσι είχα μια περίοδο μικρή χάριτος από τότε που τελείωσα τη σχολή μου, να κάνω διακοπές και να βρω μία ευκαιριακή δουλειά, ας πούμε, για να μαζέψω κάποια χρήματα, τα οποία θα με συνοδεύσουν στις διακοπές και ίσως με το στρατό. Γιατί τελικά αποφάσισα να ακολουθήσω αυτό το δρόμο και να πάω στρατό, ενώ ήμουνα αντίθετος στις απόψεις μου. Ήξερα ότι η παραφιλολογία ότι δε θα βρεις δουλειά άμα δεν πας στρατό είναι κάτι που δεν ισχύει. Αλλά για να κάνω το χατίρι της μητέρας μου και γιατί δεν ήμουν ανεξάρτητος και αυτόνομος, δεν είχα και πολλές επιλογές. Έκανα την πρώτη μου δουλειά σε ένα παιχνιδάδικο, αν και δεν ήταν η πρώτη μου συνέντευξη. Θυμάμαι, η μητέρα μου εργαζότανε σε ένα σπίτι κοντά σε ένα παιχνιδάδικο, είδε μία αγγελία. Τότε δεν είχα… είχα βιογραφικό, αλλά δεν άρχισα να στέλνω δεξιά και αριστερά βιογραφικό, είτε σε ναυτιλιακές είτε σε δουλειές που δεν σχετίζονται με τα ναυτιλιακά. Και λέει: «Α, ο γιος σου ενδιαφέρεται; Ωραία, να μιλήσουμε». Πήγα από κει στο παιχνιδάδικο, το οποίο έχει πολλά καταστήματα, εν τέλει έκανα για το προφίλ του εργαζομένου που ήθελε ο άνθρωπος αυτός και εργάστηκα σε ένα παιχνιδάδικο στα σύνορα Μοσχάτου-Καλλιθέας για 2 μήνες. Ήταν πολύ καλά, μάζεψα κάποια χρήματα και έφυγα ουσιαστικά να κάνω τις διακοπές μου και να πάω τον Σεπτέμβρη στον στρατό.

Σ.Κ.:

Ωραία, μπαίνεις στρατό;

Α.Κ.:

Μπαίνω στρατό, ναι. Μπαίνω στρατό και αρχίζω και σκέφτομαι πιο έντονα ότι ok, τώρα κάνω αυτό. Στρατό δεν έκανα ουσιαστικά, να πω… Καλά, όχι ότι για όλους ο στρατός είναι δύσκολος, κάποιοι κάνουν μακριά από το σπίτι, κάποιοι που έχουνε μέσο κάνουν κοντά στο σπίτι τους, αλλά ο στρατός δεν είναι… τόσο ουσιαστικός, να το πω; Τόσο δύσκολος και απαιτητικός; Είναι εξουθενωτικός, θα έλεγα, γιατί ουσιαστικά οι περισσότεροι άνθρωποι που πάμε στρατό δεν εκπαιδευόμαστε ουσιαστικά για κάποιο… ασχέτως το ότι αν είναι καλό να υπάρχει αυτό. Δεν κάνουμε εκπαίδευση-εκπαίδευση, παρά συντηρούμε τις μονάδες, κάνουμε σκοπιά. Πήγα στρατό και καθ’ όλη τη διάρκεια, που ήμουνα στην Αθήνα εν τέλει, σκεφτόμουνα τι θα κάνω. Ωραία, τελειώνω τον στρατό και τι θα κάνω; Και τα ναυτιλιακά ήτανε πρώτη μου έτσι επιλογή. Παράλληλα άρχισα να ασχολούμαι με τη μουσική, ξαναέπιασα το πιάνο που παράτησα από γυμνάσιο μέχρι και λύκειο –στο λύκειο έπαιξα τελευταία φορά– και έβλεπα ότι κάτι μ’ αρέσει σ’ αυτό το πράγμα και άρχισα έτσι δειλά δειλά να μελετάω περισσότερο, να φτιάχνω ένα ρεπερτόριο που θεωρητικά θα μπορούσα να παρουσιάσω στο να βρω δουλειά και να αρχίσω να κάνω κάποια live. Αλλά ναι, ναυτιλιακά, ναυτιλιακά ήταν το πλάνο.[00:30:00] Και τελείωσε ο στρατός που πάντα την σκέψη μου κυρίευε το τι κάνουμε μετά τον στρατό, γιατί ήταν νεκρός χρόνος υπό μία έννοια και παράλληλα χρόνος ωφέλιμος για να σκεφτώ το τι θα κάνω με τη ζωή μου και άρχισα να ψάχνω για ναυτιλιακά. Γενικά δεν ήθελα και δεν είμαι υπέρ των γνωριμιών στις δουλειές, τουλάχιστον για κάθε άνθρωπο και για συγκεκριμένες δουλειές. Οπότε δεν ήθελα να ασχοληθώ με τον κοινωνικό κύκλο στην αρχή, δηλαδή να εμπλέξουμε γνωστούς της οικογενείας και των φίλων να πούνε κάτι σε κάποιον εργοδότη. Τα ναυτιλιακά οφείλω να ομολογήσω ότι είναι ένας κύκλος κάπως κλειστός και άρχισα θεωρητικά μόνος μου, χωρίς κάποια γνωριμία να ψάχνω δουλειά. Σαν δεξιότητες, δεν είχα ένα βιογραφικό πάρα πολύ ανταγωνιστικό, είχα ένα βαθμό 7, είχα 2 ξένες γλώσσες, αλλά δεν είχα το αβαντάζ, ας πούμε, του να είχα κάνει μία πρακτική ουσιαστική, που θα ήμουνα σε ένα τμήμα με επίβλεψη ατόμων και θα κάναμε συγκεκριμένες, θα είχαμε συγκεκριμένες αρμοδιότητες και συγκεκριμένα πεδία τα οποία θα εξερευνούσαμε σιγά σιγά και θα μαθαίναμε. Οπότε δεν είχα κάποιο τέτοιο εφόδιο και μέσα σε 6 μήνες, δηλαδή από το ’15, έκανα 8 μήνες στρατό, μέχρι και αρχές ’16 είχα στείλει σε πολλές εταιρείες, πάνω από 150 e-mail με το βιογραφικό μου, με cover-letter, ότι αναζητώ εργασία και θα ήθελα την ευκαιρία να με δείτε από κοντά. Ακολουθούσα όλες τις αγγελίες που βγαίνανε. Και δέχτηκα 5 τηλέφωνα για interviews γενικά. Δηλαδή στους 6 μήνες ήτανε τόσα τα τηλέφωνα. Πήγα στις συνεντεύξεις και δεν με προσέλαβαν. Γενικά ένιωθα ότι κάθε φορά που πήγαινα σε μία συνέντευξη, έπρεπε να μπαίνω σε ένα ρόλο, το ότι μπορεί να πείσω ότι κάνω για αυτή τη δουλειά, γιατί προφανώς και δεν το πίστευα, άρχισα να κάνω παράλληλα άλλες δουλειές, να εξερευνώ τα ενδιαφέροντά μου και αυτές οι συνεντεύξεις δεν είχανε κάποιο αποτέλεσμα. Παράλληλα, έκανα ευκαιριακές δουλειές και πήγαινα σε συνεντεύξεις να δω τι άλλο μπορώ να κάνω ίσως μέχρι να βρω μια δουλειά στα ναυτιλιακά.

Σ.Κ.:

Το διάστημα αυτό έψαχνες μόνο για ναυτιλιακά;

Α.Κ.:

Όχι, όχι, όπως είπα, έψαχνα για όλες τις δουλειές, οτιδήποτε μπορώ να κάνω. Θυμάμαι ότι η καθημερινότητά μου για μία περίοδο ήταν να ξυπνάω με τον αδερφό μου, να ανοίγουμε τους υπολογιστές μας, να φτιάχνουμε τον καφέ μας και να ανοίγουμε τους υπολογιστές μας και να βλέπουμε τι δουλειές υπάρχουνε, οτιδήποτε. Εγώ ήμουνα σε μία φάση που θα έκανα οποιαδήποτε, οποιαδήποτε δουλειά που να έχω τις δεξιότητες, ας πούμε, σερβιτόρος θα μπορούσα να πάω, άμα κάποιος δεχότανε ότι δεν ξέρω τον δίσκο, γραμματέας, φροντιστής, μεταφραστής, πωλητής, τα πάντα, τα πάντα… σε καφέ. Και έψαχνα γενικά μαζί με τον αδερφό μου, 3-4 συγκεκριμένα site. Εφημερίδα δεν χρησιμοποιούσαμε στο να βρούμε δουλειά. Αυτός ήταν ο ένας τρόπος και ο άλλος τρόπος να βρω δουλειά ήτανε να πάω με τα πόδια, ας πούμε, μια βόλτα και να ρωτήσω σε καταστήματα κυρίως εστίασης, καφέ, ότι αν ψάχνουν κάποιον ή σε αλυσίδες πολυεθνικές που έχουν έξω φόρμα, αγγελία ότι ψάχνουν υπάλληλο και μέσα συμπλήρωνες τα στοιχεία. Η καθημερινότητά μας ήτανε να ξυπνάμε, να πίνουμε τον καφέ και να βλέπουμε αγγελίες, να μιλάμε με τους φίλους μας όταν βγούμε για μια μπίρα, ας πούμε, κάπου έξω, σε περιοχή, ας πούμε, βγαίναμε συνήθως στο Θησείο, στα Πετράλωνα και στα Εξάρχεια. Έτσι παίρναμε την μπύρα μας από το περίπτερο και καθόμασταν και λέγαμε: «Τι γίνεται, ρε γαμώτο; Τι δουλειά θα βρούμε, τι θα κάνουμε;». Γύρω μας άτομα πιάναν και φεύγαν από δουλειές, λίγοι. Δηλαδή όντας πτυχιούχοι ξέραμε ότι έχουμε τη δουλειά μας και θα ακολουθήσουμε αυτόν το δρόμο και όλοι ήμασταν σε ένα περιβάλλον που δεν ξέραμε τι κάνουμε και πού βρισκόμαστε. Μιλάγαμε, ας πούμε, και στη βόλτα μας για τις δουλειές , για τις συνθήκες, για τις αγγελίες, για τις ευκαιρίες για το «αν, πού έστειλες, τι νέο είχες». Και αντί να ζούμε σε ένα περιβάλλον που εξελισσόμαστε και χαιρόμαστε που κερδίζουμε το ψωμί μας και προχωράμε, καθόμασταν και μας σκέπαζε μια μιζέρια, να το πω; Ότι πού θα πάει όλο αυτό; ΟΑΕΔ, συνεντεύξεις. Και κοιτάζαμε κάπως να δούμε πού, πώς προχωράει. Εγώ συγκεκριμένα έπιασα δουλειά μέσω γνωστού το ’16 σε έναν κρατικό φορέα ως υπεύθυνος κυλικείου-παύλα-καφέ-παύλα-ψήστης, τα πάντα, χωρίς κάποια σύμβαση. Ήτανε οι ώρες λειτουργίας από τις 6.30 μέχρι τις 16.00, τα χρήματα ήταν 400 ευρώ και αυτή ήτανε η δουλειά μετά το στρατό που έκανα πρώτα. Δεν ήμουνα ευχαριστημένος και ο φίλος μου ουσιαστικά που μου πρότεινε τη δουλειά, γιατί μέσω γνωστού τη βρήκα, έφυγε, γιατί βρήκε κάτι σ’ αυτό που σπούδασε –τοπογράφος είναι ο φίλος μου, και αργότερα, πλέον είναι μάγειρας, σπούδασε τοπογράφος και ασχολείται με τη μαγειρική– ήτανε μία δουλειά ευκαιριακή.

Α.Κ.:

Τώρα, από πλευράς συνεντεύξεων που έστελνα, πέρα από τις ναυτιλιακές, έχω πάει σε συνεντεύξεις σε τηλεφωνικές, που οι συνθήκες… μεταξύ φίλων το χαρακτηρίζουμε σαν «γαλέρα των ψυχών». Είναι εκεί άτομα που παίρνουν την κλήση τη μία μετά την άλλη. Κάνουν μία δουλειά που, καλώς ή κακώς, δεν είναι υπό νορμάλ συνθήκες. Το να προσπαθείς συνέχεια να πουλήσεις κάποιο πρόγραμμα, ενώ όλοι οι καταναλωτές και ουσιαστικά αυτοί που δέχονται την κλήση σου και εσύ δουλεύεις, και μιλάς σε ανθρώπους να τους πουλήσεις ένα πρόγραμμα και δέχεσαι συμπεριφορές πολύ άσχημες από τους εν δυνάμει πελάτες σου. Επίσης μέσα σε αυτές τις εταιρείες όλοι είναι υπό μία έννοια μετέωροι, γιατί δεν υπάρχουν συμβάσεις. Μετά το μνημόνιο, δεν υπάρχει το αορίστου, δεν έχω εργαστεί προμνημονιακά ώστε να ξέρω τι ισχύει με τις συμβάσεις, αλλά σημείο της εποχής μας είναι να είσαι σε μία εταιρεία τρίτη και μέσω αυτής να έχεις ένα συμβόλαιο για 6 μήνες; 1 χρόνο με τα πλέον νόμιμα. Δηλαδή να μη σου δίνουνε και κάποιο κίνητρο, να είσαι ένας αναλώσιμος. Και να είναι εκεί άτομα, να κάνουνε κλήσεις όλη μέρα και να έχουνε και μία πίεση από τους προϊστάμενους η οποία είναι πολύ... άσχημη, να το [00:40:00]πω; Δεν ξέρω. Πάντως σαν δουλειά, ας πούμε, εγώ σαν Αλέξανδρος είπα στον εαυτό μου, παρόλο τις συνεντεύξεις που είχα πάει, ότι αυτή τη δουλειά δεν την κάνω.

Σ.Κ.:

Είχες κάποια εμπειρία;

Α.Κ.:

Ναι, ναι, ναι, είχα πάει σε μία τηλεφωνική και παράλληλα είχα γυρίσει σε συνεντεύξεις, δηλαδή είχα δει το πώς είναι να κάνεις μία συνέντευξη σε μία «σοβαρή» σε εισαγωγικά ναυτιλιακή εταιρεία και σε μία εταιρεία που δεν θέλει καθόλου να επενδύσει πάνω σου, σε θεωρεί έναν υπάλληλο που θα ’ρθεις και θα φύγεις. Συγκεκριμένα, μαζευτήκαμε εκεί τώρα άτομα με διαφορετικά ενδιαφέροντα και διαφορετικά αντικείμενα σπουδών –κάποιοι είχαν εκπαίδευση λυκείου– στο ασανσέρ εκεί και συζητάγαμε λίγο για τα background του καθενός, όλοι δεν ξέραμε το πού πηγαίνουμε και για τι δουλειά θα συναντήσουμε. Και ήταν ο υπεύθυνος εκεί που μας εξηγούσε τα πράγματα –συγγνώμη–, μας έλεγε για τις συνθήκες που επικρατούν εκεί και, τέλος πάντων, δεν με ενέπνευσε, είχα ακούσει και τις ιστορίες από τους γύρω μου για τις συνθήκες και από φίλους κιόλας που δουλέψανε και είναι η μόνη δουλειά που δεν θα ’κανα.

Α.Κ.:

Παρόλα αυτά έχω πάει σε συνεντεύξεις που όχι απλά δεν υπάρχει αυτό το πρόσχημα, να το πω κι έτσι, ότι αυτή είναι η δουλειά, να σε αξιολογήσω, να δω αν κάνεις, αν δε κάνεις. Ήτανε δουλειά σε εταιρεία που στοχεύει στο να πάρεις τα προϊόντα, να πληρώσεις για το εμπόρευμα και να γίνεις ουσιαστικά πλασιέ, είτε να φέρεις φίλους σου στην εταιρεία ώστε μαζί να αυξήσετε τις πωλήσεις. Και σε αυτήν την εταιρεία πλάκα έχει που στη συνέντευξη εκεί, ο υπεύθυνος, το άτομο που θα με προσλάμβανε, μου διαφήμιζε έτσι και μου παρουσίαζε τα βιολογικά καθαριστικά προϊόντα της εταιρείας και, για να με κάνει να τα πιστέψω, μετά από έτσι μία μικρή εισαγωγή για το τι είναι marketing και πώς στοχεύει η εταιρεία να αξιοποιήσει τις βασικές αρχές, μου βγάζει μπροστά μου το καθαριστικό και μου λέει: «Είναι βιολογικό, το πιστεύεις ή όχι;» Και του λέω: «Ναι, το πιστεύω, είναι πολύ καλό το προϊόν». Και ο άνθρωπος αυτός βάζει το δάχτυλο μέσα στο προϊόν, παίρνει μία δαχτυλιά γεμάτη από το βιολογικό προϊόν, το βάζει στο στόμα του, αρχίζει και το πιπιλάει και μου κάνει: «Μμμ, έχει και μία πολύ ωραία, περίεργη υφή!». Του κάνω: «Μπορεί να μπει και στο σουβλάκι; Δηλαδή αντί για τζατζίκι;». Μου λέει: «Πολύ καλή ιδέα, αλλά όχι, να σου δείξω κάτι άλλο». Και αυτός ο άνθρωπος, για να μου προσφέρει δουλειά, μου έδειχνε το τι κάνει το προϊόν και έπαιρνε ένα νόμισμα σκουριασμένο και μου λέει: «Κοίτα πόσο καλά είναι. Τώρα πρέπει εσύ να βγεις να πουλήσεις το προϊόν και όλοι μαζί να ανέβουμε». Τώρα, με συνθήκες που ουσιαστικά σε βάζουνε μέσα, δεν είναι ότι δουλεύεις. Άλλες συνεντεύξεις, άλλες συνεντεύξεις… Ναι, είχα πάει –αυτό έγινε το ’17– είχα πάει σε έναν οργανισμό, σύλλογο, ο οποίος συνεργαζόταν με ομογενείς, είχε επαφές με το εξωτερικό και ήτανε ένας άνθρωπος ο οποίος ήτανε ο διευθυντής του συλλόγου, ο οποίος από την αρχή της συνέντευξης είχε πάρα πολύ περίεργη συμπεριφορά. Κάπνιζε, είχε αυτό το στυλ του φιλόσοφου-παύλα-πατέρα-παύλα-άγιου ανθρώπου, που προσπάθησε να με καταλάβει σαν άνθρωπο, κατευθείαν άρχισε να σκάβει μέσα μου και να μου λέει: «Καπνίζεις;». Του λέω: «Ναι». Μου λέει: «Άναψε τσιγάρο». Του λέω: «Όχι, ευχαριστώ, θα προτιμήσω να κρατήσω την συνέντευξη». Μου λέει: «Κοίταξε, πρέπει να νιώσεις άνετα εδώ, πρέπει να ανάψεις τσιγάρο». Του λέω: «Εντάξει, άμα μου έρθει, το πρωί αποφεύγω, δεν καπνίζω». Απέφυγα να δώσω αυτήν την οικειότητα. Και ξεκίνησε η συνέντευξη ότι: «Πες μου για τα παιδικά σου χρόνια, πες μου τέτοιο». Α, και: «Σου στοίχισε ο πατέρας σου; Και τι σχέση έχεις με την εκκλησία; Και πηγαίνεις στην εκκλησία; Και ποια η άποψη σου για αυτό; Τι ζώδιο είσαι;» Και πιάσαμε έτσι μια ανάλυση του ποιος είμαι και τι κάνω, όχι τόσο σχετική με τη δουλειά, αλλά πιο πολύ ήθελε να με σκιαγραφήσει και να δει έτσι το προφίλ μου, τι άνθρωπος είμαι. Και μετά από κάποια φάση άρχισε να μου λέει έντονα ότι: «Η δουλειά μας απαιτεί επικοινωνιακές δεξιότητες και εγώ θέλω έναν άνθρωπο να στηρίζομαι, έναν άνθρωπο να έχω πραγματικά κοντά μου». Και του έλεγα: «Δηλαδή στο πλαίσιο της δουλειάς σε τι αναφέρεστε συγκεκριμένα;». «Θα πηγαίνουμε μαζί ταξίδια, θα γνωρίσεις σημαντικούς ανθρώπους, θα με στηρίζεις όταν δεν είμαι καλά». Που τώρα για εμένα, που έχω πάει σε συνεντεύξεις, έχω και ένα σπίτι να μείνω, να το πω κι έτσι, δεν είμαι απελπισμένος για δουλειά, δεν ήμουν απελπισμένος και ούτε είμαι ευτυχώς, πλέον εργάζομαι, δεν ήμουνα απελπισμένος για δουλειά, λέω, ok, δεν το κάνω. Αλλά για κάποιον που ούτε έχει την εμπειρία των συνεντεύξεων της δουλειάς, το τι είναι δουλειά και δεν μπορεί να θέσει κάποια όρια, που αυτό είναι μία μεγάλη κουβέντα, τα όρια σήμερα με τις δουλειές και… τόσο τα προσωπικά, στη συμπεριφορά, όσο και με τα χρήματα, με την εκμετάλλευση που παίζει με τους εργαζόμενους. Ένας που δεν μπορούσε να θέσει τότε αυτά τα όρια νομίζω ότι βρισκόταν σε κίνδυνο, όπως και κάθε εργαζόμενος που έχει την ανάγκη να βγάζει χρήματα, μπαίνει σε πολύ άσχημες συμπεριφορές, είτε με την θέληση του είτε απλά παθητικά. Αφήνει το περιβάλλον να διαιωνίζεται. Δέχεται, ας πούμε, όπως κι εγώ δέχτηκα κάποτε, να δουλέψουμε ανασφάλιστοι, χωρίς τα νόμιμα χρήματα, που δυστυχώς εκεί είναι που πατάει αυτός ο άνθρωπος και με αυτήν την συμπεριφορά μπορεί να σου προσφέρει μία δουλειά η οποία να μην είναι ακριβώς δουλειά. Άλλη δουλειά που δεν είναι δουλειά και δεν την εκτιμώ καθόλου, είναι μία συνέντευξη που είχα πάει στο Αιγάλεω, σε ένα σπίτι, που ήταν εκεί μέσα μία κυρία, η οποία… κάναμε κάποιες ερωτήσεις, ότι «Α, ξέρεις κι αγγλικά. Α, φαίνεσαι νέος. Α, έχεις σπουδάσει κιόλας. Κοίταξε να δεις, εδώ η δουλειά είναι να πηγαίνεις στις καφετέριες, να λες ότι θέλεις να πας εκδρομή με τους συμμαθητές σου, πενταήμερη, οτιδήποτε –αυτό το άφηνε και στην ευχέρειά σου– και να πουλήσεις αυτά τα ημερολόγια, τα οποία πάνε για την προστασία των σπαστικών». Δυστυχώς ή ευτυχώς, με το που το άκουσα τρελάθηκα, σηκώθηκα κι έφυγα, αλλά δεν αντέδρασα κάπως, ώστε να της δώσω άμεσα εκείνη τη στιγμή να καταλάβει ότι η συμπεριφορά της και αυτό που επιλέγει να κάνει σαν βιοπορισμό είναι τόσο άσχημο για αυτήν τη κοινωνία. Ότι σε παιδιά που έχουν ανάγκη ένα χαρτζιλίκι, θα πάνε να πουλήσουν 10 ευρώ ένα ημερολόγιο και θα πάρουνε τα 5 ευρώ και θα της δώσουνε 5 ευρώ, βάζοντας μπροστά την ανάγκη και την ευαισθησία μίας ομάδας σαν τα σπαστικά παιδιά. Αυτά από άλλη συνέντευξη.

Α.Κ.:

Α! Τώρα… άλλη συνέντευξη, όχι με τέτοιο [00:50:00]ενδιαφέρον σε εργοδότες και σε περιβάλλον εργασίας, όσο στη διαδικασία που είχα πάει, έτσι το αναφέρω, θυμάμαι είχα πάει κάπου στον Ασπρόπυργο, για εταιρεία logistics, σχετική με τα ναυτιλιακά, αλλά πέρα από το πλαίσιο που έχουμε πιάσει, που για να πάω εκεί πήρα το λεωφορείο, πήγα στο Θησείο, πήρα το λεωφορείο του Ασπροπύργου και από κει πήρα ταξί για να πάω στην συνέντευξη, γιατί δεν πήγαινε ο προαστιακός. Δηλαδή ήμουνα διατεθειμένος ώστε να βρω μια δουλειά, να τραβήξω αυτή την ταλαιπωρία για ένα διάστημα προκειμένου να βρω μια δουλειά. Άλλη συνέντευξη έτσι σε πολύ... Α, όχι! Άλλη ιστορία, όχι συνέντευξη, από απομακρυσμένη περιοχή. Στα χρόνια, στην περίοδο, συγγνώμη, που ανέφερα προηγουμένως, με τη μαυρίλα που ξυπνάγαμε κάθε μέρα να κοιτάξουμε στα site για μία πιθανή έτσι δουλειά, μαζί με έναν πάρα πολύ στενό μου φίλο που πλέον εργάζεται κι αυτός. Έψαχνε δουλειά και μία εταιρεία κάπου… πού ήτανε τώρα; Στο Μαρκόπουλο ήτανε, ναι. Πήγαμε στο Μαρκόπουλο, κατεβήκαμε, πού κατεβήκαμε, δε θυμάμαι καν με ποιο μέσο πήγαμε εκεί, νομίζω, με ένα λεωφορείο από Γλυφάδα που μας άφησε κάπου στα Σπάτα; Περπατήσαμε τώρα μία τρελή απόσταση με βιογραφικά στο χέρι σε μέρη που δεν υπάρχουνε πεζοδρόμια προκειμένου να φτάσουμε στην εταιρεία και να αφήσουμε τα βιογραφικά μας. Εν τέλει δεν μας καλέσανε για συνέντευξη. Αυτά πάνω κάτω με τις συνεντεύξεις, αυτά.

Α.Κ.:

Παράλληλα έχω να πω για μία συνέντευξη που οδήγησε σε δουλειά. Ενδιαφέρουσα θα την χαρακτήριζα την συνέντευξη, γιατί αυτή η εργοδότης… Λοιπόν, το ’17 εργάστηκα το καλοκαίρι για μία κατασκήνωση ως γραμματέας για πάρα πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Τότε κοίταζα απλά για μία δουλειά για να βγάλω έτσι λίγα χρήματα, ώστε να περάσω 1-2 μήνες. Σ’ αυτή τη δουλειά πήγα στην συνέντευξη, ενθουσιασμένη η άλλη, η εργοδότης, επειδή είχα μελετήσει κάποιους κανονισμούς του ΟΑΕΔ για τα παιδιά που δικαιούνται κατασκήνωση. Και πήγα εκεί σε μία συνέντευξη που αρχίσαμε να συζητάμε για το αντικείμενο της εργασίας και ήμουνα κατατοπισμένος, ενώ πολλά παιδιά της ηλικίας μου που θα πήγαιναν, αν και όλοι οι εργαζόμενοι ήταν μικρότεροι σε ηλικία, πολλά παιδιά μπορεί να μην μπαίναν στη διαδικασία, επομένως είχα αβαντάζ. Πήγα στην συνέντευξη και με προσέλαβε κατευθείαν, μου λέει: «Κοίταξε, θα δω δύο άτομα, αλλά εσένα θα επιλέξω, περίμενε κάποιες ώρες και έλα μετά να κάτσουμε λίγο, να δούμε και επί του πρακτέου, τα γραφειοκρατικά, τέλος πάντων, ζητήματα της δουλειάς». Το δέχτηκα εγώ, γιατί θα εκπαιδευόμουν ουσιαστικά και θα ήμουν πιο λειτουργικός στην καθημερινότητα. Τα χρήματα που μου προσέφερε ήτανε ικανοποιητικά, ήτανε ικανοποιητικά για 6 ημέρες εργασίας, όχι, 5 μέρες και 1 ή 2 Σαββατοκύριακα. Αλλά μέσα το περιβάλλον και η αντιμετώπιση προς τους εργαζόμενους ήτανε τραγική έως άθλια. Πιάνω τη δουλειά και ξεκινάμε, ξεκινάω την επόμενη μέρα να εργάζομαι. Αυτή η κατασκήνωση ήταν οικογενειακή επιχείρηση, ουσιαστικά εμπλεκόταν πολύ έντονα η… κυρία; κοπέλα; που μου πήρε συνέντευξη και η μητέρα της. Αυτές οι δύο τρέχαν το μαγαζί και από κάτω ήμασταν κάποιοι υπάλληλοι. Τέλος πάντων, τη δεύτερη ημέρα της δουλειάς μου γίνεται ένα περιστατικό… Λοιπόν, την δεύτερη ημέρα που ήμουνα στη δουλειά απέλυσε αυτός ο άνθρωπος έναν συνάδελφο, όχι βασικά δεν απέλυσε, τον έκανε να παραιτηθεί. Ήμασταν οι νεαροί όλοι έτσι εργαζόμενοι της γραμματείας και για ένα λάθος που είχε κάνει σε μία φόρμα συμμετοχής από τις δεκάδες, όχι δεκάδες, εκατοντάδες φόρμες που συμπληρώναμε καθημερινά, είχε κάνει λάθος ο συνάδελφος και άρχισε τώρα ένα κράξιμο άνευ προηγουμένου. «Άσχετος» και «τον έχουμε επειδή περνάει δύσκολα και είναι μόνος του στη ζωή και τον ταΐζουμε και δεν μπορεί να κάνει. Και φταίω εγώ, Αλέξανδρε –δεύτερη ημέρα τώρα εγώ να είμαστε στο γραφείο– και φταίω εγώ που είμαι συναισθηματικός άνθρωπος και κρατάω αυτό το άτομο στην εταιρεία μου;» Το έβριζε και μετά μου έλεγε αυτά. Εν τέλει συνέχισε αυτή η επιθετική συμπεριφορά απέναντι στο παιδί, παραιτήθηκε εκείνη τη μέρα. Από τις επόμενες ημέρες κατάλαβα ότι του έκανε έτσι ένα κόλπο με τα χρήματα και δεν του έδωσε αυτά που του υποσχέθηκε. Εν τέλει και εγώ όταν παραιτήθηκα από αυτήν τη δουλειά, διαπίστωσα το ίδιο ακριβώς πράγμα, ότι άλλα χρήματα είχαμε συμφωνήσει και άλλα ήτανε στη σύμβαση. Λάθος μου μεγάλο, έκτοτε πάντοτε προσέχω κάθε σύμβαση που υπογράφω με εργοδότη. Παράλληλα, μέσα τώρα συμπεριφορές, αυτή και η μητέρα της να προσβάλουνε μία κοπέλα η οποία ήτανε από Αλβανία, να λένε μπροστά της κάτι απαράδεκτα πράγματα, ότι «οι Αλβανοί είναι στις τράπεζες πρώτοι πελάτες κι εγώ πηγαίνω κάθε μέρα στις τράπεζες και ξέρω». Και μπροστά στην κοπέλα τώρα να την προσβάλουν με τόσο άσχημο τρόπο. Σε μία άλλη κοπέλα θυμάμαι χαρακτηριστικά, πω πω, μία ημέρα είχαν έρθει στο γραφείο μας στην Ομόνοια, ήτανε – στα γραφεία τους– δύο κυρίες να γράψουνε τα παιδιά τους. Και κατά λάθος η μία κυρία, μαζί με όλη τη χαρτούρα που έπρεπε να έχει, πήρε κάποια έγγραφα της εταιρείας, που είχανε τα στοιχεία άλλων παιδιών, ας πούμε, άλλων γονέων και παιδιών. Τώρα, το βλέπει αυτό αυτός ο άνθρωπος, ενώ είναι οι κυρίες που κρατάνε τα χαρτιά στους φακέλους και είναι έτοιμες να φύγουνε με μερικά έγγραφα της κατασκήνωσης, τις σταματάει φωνάζοντας: «Κυρίες μου, πού πάτε;» Λες και μιλάει τώρα, δεν μίλαγε σε πελάτη. Και «Αυτά που κρατάτε, ξέρετε τι είναι;» Εν τέλει άρχισε να δημιουργεί μία σκηνή μπροστά στις κυρίες που θα έφερναν τα παιδάκια τους στην κατασκήνωση και στην υπάλληλο που έκανε το λάθος και δεν πήρε τα χαρτιά από τα χέρια των κυριών, να δημιουργεί μία σκηνή έντασης και φωνών και ότι «Δε ντρέπεσαι; Και σου εμπιστεύομαι;... Τι το έχεις περάσει εδώ; Καφενείο είμαστε;». Δυστυχώς έπρεπε να πάρω θέση. Ο χρόνος πίσω δεν γυρνάει, αλλά, υπό άλλες συνθήκες, άμα δεν ήμουνα σε μία θέση έτσι όπως ανέφερα και πριν, ανάγκης, να έχω ευθύνες, να συντηρήσω οικογένεια, παιδιά, και έμενα στο σπίτι με την οικογένεια μου, καλό είναι να μην ανεχόμαστε τέτοιες συμπεριφορές και να προσπαθούμε να λύνουμε την κατάσταση αυτή. Και, τέλος πάντων, το κορίτσι αυτό ακούει όλο αυτό το κράξιμο, κλαίει μπροστά στις πελάτισσες, οι πελάτισσες φεύγουν, η[01:00:00] κοπέλα αυτή σηκώνεται σε άθλια κατάσταση να βγει έξω να ηρεμήσει για να συνεχίσει να δουλεύει. Και μπαίνοντας μέσα, κάθεται, έχοντας συνέλθει κάπως, και βγαίνει έξω η εργοδότης και της κάνει: «Εγώ δεν σε πληρώνω εδώ για να κλαις, εγώ σε πληρώνω για να δουλεύεις και, άμα δεν μπορείς να δουλεύεις, η πόρτα είναι εκεί». Η κοπέλα έκλαιγε και μπαίνει αυτός ο άνθρωπος και της λέει αυτό το πράγμα. Παράλληλα, αυτή η γυναίκα ήλεγχε υπό μία έννοια τους εργαζομένους μέσω της ξαδέρφης της, η οποία είχε προνομιακή θέση ανάμεσα στους νέους. Κάποιοι από εμάς που ήμασταν στα γραφεία, δεν συνοδεύαμε την αποστολή στην κατασκήνωση. Η κοπέλα αυτή ήταν ξαδέρφη της και είχε άλλη θέση, άλλη αντιμετώπιση και επέβαλλε κι αυτή ένα άσχημο κλίμα. Τώρα που αναφέρομαι σε άσχημο κλίμα, το ’16…

Σ.Κ.:

Συγγνώμη, πόσο κάθισες στην κατασκήνωση;

Α.Κ.:

2 μήνες.

Σ.Κ.:

Ok.

Α.Κ.:

2 μήνες. Ούτε 2 μήνες. Και στο τέλος της συνεργασίας, που είδα και τη σύμβαση, πήρα λιγότερα χρήματα από αυτά που είχαμε συμφωνήσει.

Σ.Κ.:

Για το ’16 έλεγες.

Α.Κ.:

Ναι, ναι. Το ’16 σκόπευα να… ενώ με όλες τις δουλειές… και έβλεπα ότι τα ναυτιλιακά μάλλον δεν ήτανε για μένα, παράλληλα εξέλισσα και άλλα ενδιαφέροντα, όπως πήγαινα σε σεμινάρια υποκριτικής, σε σεμινάρια τραγουδιού, αποφάσισα, πρώτη φορά συνειδητά, έχοντας αφήσει το πλάνο του να βγάλω ένα ρεπερτόριο και να πάω στα μαγαζιά, αποφάσισα να δώσω σε δραματική σχολή. Ανέκαθεν μου άρεσαν οι τέχνες και η υποκριτική και οι ταινίες, με μάγευε το πώς μία τόσο ωραία ενασχόληση μπορεί να σου εξασφαλίσει τα προς το ζην. Αποφάσισα να δώσω για δραματική σχολή και παράλληλα ό,τι βρέξει ας κατεβάσει. Δηλαδή ό,τι δουλειά και να βρω, το μόνο που με νοιάζει είναι να μένω στο σπίτι, να σπουδάσω κάτι που πραγματικά μου αρέσει και να βρω μια δουλειά που θα μου αρέσει. Αποφάσισα να συγκεντρώσω κάποια χρήματα από το καλοκαίρι, ώστε τη νέα σεζόν είτε να είμαι στο Εθνικό –που εν τέλει δεν είχα την ηλικία την κατάλληλη για να δώσω, ήμουνα κατά ένα χρόνο μεγαλύτερος– να μπω σε μια δραματική σχολή και να κάνω μια δουλίτσα για να τη συντηρώ, συντηρώ τα έξοδά της. Βρήκα δουλειά τότε, έχοντας αυτό το πλάνο στο κεφάλι μου, σε ένα μικρό σούπερ μάρκετ στην Κυψέλη. Η συνέντευξη ήτανε νορμάλ, ήτανε εκεί το αφεντικό, ο εργοδότης του καταστήματος, με είδε, είδε ότι έχω σπουδάσει και ότι έχω κάποιες κοινωνικές δεξιότητες με τον λόγο και ότι θα ανταπεξέλθω, ας πούμε, στη δουλειά του σούπερ μάρκετ. Η δουλειά ήτανε τετράωρη με μία Κυριακή οχτάωρη, με αποτέλεσμα να αυξάνεται και ο μισθός, να μην είναι τόσο πενιχρός και να μπορεί να στηρίξει τη δουλειά, τη σχολή. Έπιασα δουλειά, με ενημέρωσε σχετικά νωρίς και ξεκίνησε η δουλειά. Οι συνθήκες ήταν, μπορώ να πω, μετά το παιχνιδάδικο, οι πιο σωστές. Δηλαδή τηρούνταν ένα ωράριο, υπήρχε πρόγραμμα, δεν υπήρχε το «θα κάτσεις παραπάνω γιατί έτσι πρέπει». Υπό μία έννοια στηριζόταν στο φιλότιμο, που αυτό είναι πολύ θεμιτό για μένα, το να μην μπαίνει ένα χρονόμετρο και να σου λέει «8 ώρες δουλεύεις» και μπορεί να κάτσει, ας πούμε, να δουλέψεις και 9 ώρες, όπως και 7 ώρες, όπως και 10 ώρες, άμα υπάρχει ανάγκη. Υπήρχε αυτό και καθημερινά, όντας σε ένα σούπερ μάρκετ, καταλαβαίνετε ότι υπάρχει έτσι μία κοινωνική διάδραση, μιλάς με τους πελάτες και αναπτύσσεις θέματα. Ένα θέμα που τέθηκε εκεί πέρα και ένιωσα πρώτη φορά το πώς πρέπει κανείς να διαχωρίζει τα πράγματα στο εργασιακό περιβάλλον και να βάζει κι αυτός όρια και στον εαυτό του, όχι μόνο στους εργοδότες, είναι οι κουβέντες οι πολιτικές που μπορεί να οδηγήσουνε πολύ άσχημα. Ας πούμε, από ένα χαζό περιστατικό, άρχισε να με αντιμετωπίζει με άλλο τρόπο αυτός ο άνθρωπος. Και εγώ προφανώς να ξέρω κάποια πράγματα, τα οποία δεν βοηθάνε καθόλου σε μία συνεργασία επαγγελματική. Μία πελάτισσα μπήκε μέσα και άρχισε να λέει, να βγάζει ένα μονόλογο για την Ελλάδα, που «οι νέοι ασχολούνται μόνο με τα κινητά και μιλάνε καλύτερα αγγλικά από ελληνικά και σε λίγο θα μάθουνε και τούρκικα και θα ξεχάσουν τα ελληνικά». Και εγώ χαριτολογώντας της κάνω ένα αστειάκι ότι: «Μακάρι να μιλάνε οι Έλληνες τέλεια ελληνικά και να μαθαίνουν και αγγλικά και τούρκικα και να έχουν και τα κινητά και να τα αφήνουν τα κινητά». Τέλος πάντων, αυτή η κυρία, δεν της άρεσε το χιούμορ μου, δεν το συνέχισα προφανώς, έδειξε ότι ενοχλήθηκε, σε πολύ ανθρώπινα πλαίσια δηλαδή, δεν είχε κάποια συμπεριφορά μη κανονική. Τέλος πάντων, φεύγει από το σούπερ μάρκετ και μου κάνει ο εργοδότης μου ότι: «Κοίταξε να δεις, η δουλειά είναι δουλειά. Και όταν μπαίνει ο πελάτης, λέει: “Πετάει ο γάιδαρος;” “Πετάει”. “Μπιπ ο τάδε ο πολιτικός;” “Ναι, μέσα”. “Έτσι η μάνα του τάδε πολιτικού;” “Ναι, ό,τι πει ο πελάτης”. Και “Δεν πρέπει ποτέ να μπαίνεις μέσα σε τέτοιες συζητήσεις, γιατί κάποιος μπορεί να ξανασκεφτεί να αγοράσει και δεν είναι σωστό. Και για να ξέρεις, εμένα οι απόψεις μου είναι ότι δεν γουστάρω τους ξένους που έρχονται εδώ –γιατί το σούπερ μάρκετ ήταν στην Κυψέλη– αλλά τι να κάνω, μου δίνουν λεφτά και αυτά τα λεφτά εγώ τα σέβομαι και τους βάζω εδώ πέρα και κανονικά όλοι αυτοί εδώ που έρχονται, θα έπρεπε να είναι στις χώρες τους». Και πιάσαμε λίγο αυτό το φάσμα. Εγώ δεν αντιμίλησα, απάντησα από την πλευρά μου ότι: «Εντάξει, να σκεφτόμαστε λίγο πιο σφαιρικά τον κόσμο και το ξένος-Έλληνας και τη διάκριση». Ως εκεί. Τελείωσε η κουβέντα. Μέσα σε αυτόν τον χώρο, ενδιαφέρον έχει, πέρα από αυτό το περιστατικό, και ένας συνάδελφός μου. Ένας συνάδελφός μου ήτανε… –και είναι, ελπίζω, τώρα θα είναι γύρω στα 60, εγώ ήμουνα 25, αυτός ήταν 50 κάτι– ήτανε ένας άνθρωπος ο οποίος ήταν από το πρωί μέχρι το βράδυ στο σούπερ μάρκετ, μίνι μάρκετ, δούλευε 12 ώρες, δεν είχε καμία ζωή και έπαιρνε χρήματα που δεν ήταν ικανοποιητικά. Δηλαδή το να παίρνεις, να δουλεύει και Σάββατο-Κυριακή, αυτό ήταν το τραγικό, 7 στα 7. Κάποιες από αυτές τις μέρες, τις περισσότερες δηλαδή, 10 και 12 ώρες και έπαιρνε γύρω στα 800, 900 ευρώ. Δεν είναι ικανοποιητικά τα χρήματα. Τέλος πάντων, ήταν αυτός ο άνθρωπος εκεί μέσα που είχαμε αναπτύξει κάποια σχέση, μοιραζόμασταν έτσι τις ιστορίες μας, τους προβληματισμούς μας. Και είχαμε ωραίες συζητήσεις δηλαδή κατά περιόδους που δεν υπήρχε πάρα πολλή δουλειά. Και ε[01:10:00]γώ έτσι, όντας κάπως συνεσταλμένος, βασικά έχοντας κληρονομήσει κάτι από τη μητέρα μου και τη συμπεριφορά της, το να θέλω να βοηθάω τους γύρω μου, να μου αρέσει, να με γεμίζει η προσφορά, πρότεινα σ’ αυτόν τον άνθρωπο να αναζητήσει κάτι καινούργιο. Ας πούμε, ήμασταν, θυμάμαι, στο σούπερ μάρκετ, στην αλυσίδα αυτή, κρατάει μέχρι τις 11:00 το βράδυ, δούλευε από τις 07:30 το πρωί μέχρι τις 11:00, εγώ ήμουνα συνήθως βραδινός, έτσι, το αναφέρω σαν στοιχείο. Και ήτανε η σύντροφος- φίλη του ανθρώπου αυτού και ερχότανε και του έκανε παράπονα, ότι: «Πότε θα έρθεις σπίτι; Τι θα γίνει; Πόσες ώρες θα κάτσεις εδώ πέρα;» Παράπονα; Αστεία; Αλλά περνούσε, η παρουσία της ήτανε έντονη. Και παίρνοντας κάποια έτσι στοιχεία από την κουβέντα που είχε, μου φάνηκε άνθρωπος και πολύ υπεύθυνος και πολύ εργατικός και θα μπορούσε κάλλιστα να βρει μία άλλη δουλειά. Ο Αλέξανδρος, συνονόματος κι αυτός, είχε εργαστεί ως κλητήρας και σε σούπερ μάρκετ, αλλά στα σούπερ μάρκετ είχε πάρα πολλή προϋπηρεσία, οπότε δεν θα ήτανε, θεώρησα εγώ ότι δεν θα είναι τόσο δύσκολο να βρει μια δουλειά. Εν ολίγοις, κοίταξα κάποιες αγγελίες στα γνωστά site, οι οποίες να κουμπώνουν, ας πούμε, με τις δεξιότητες του ανθρώπου και πήγα την επόμενη μέρα, ενώ είχαμε πιάσει κάποιες συζητήσεις, ότι «Τι κάνεις, ρε συ, ρε Αλέξανδρε, είναι ζωή αυτό το πράγμα; Είναι δουλειά αυτό το πράγμα, να είσαι σε ένα χώρο τόσες ώρες και ουσιαστικά να περνάει ο καιρός έτσι ανεκμετάλλευτος; Είναι κατάσταση αυτή, να μπαίνει και να παραπονείται η φίλη σου κάθε μέρα; Γιατί δεν κάνεις κάτι άλλο;». Αυτός με το επιχείρημα ότι «ναι, να κάνω κάτι άλλο, αλλά, ξέρεις, εγώ δεν μπορώ να ψάξω στο ίντερνετ και τώρα στην ηλικία μου τι θα μπορούσα να κάνω;» και εγώ του πέταξα, βλέποντας και λίγο τις αγγελίες, ότι: «Εντάξει, πάνω κάτω τα ίδια χρήματα θα παίρνεις, απλά θα δουλεύεις 5 ημέρες και 8 ώρες, δεν θα ζεις αυτό το πράγμα». Μου λέει: «Α, ρε Αλέξανδρε, σε ευχαριστώ πολύ. Δεν μπορώ να βρω στο ίντερνετ». Του λέω: «Εντάξει, θα σου βρω εγώ, δεν χρειάζεται να ψάξεις εσύ». Και μου λέει: «Σε ευχαριστώ πολύ και θα δούμε» και τέτοια. Την επόμενη μέρα, βασικά αυτό το βράδυ, θυμάμαι, που πιάσαμε την κουβέντα, βγαίνω με τους φίλους μου στα Εξάρχεια να πιούμε έτσι μία μπύρα καθιερωμένη και να βρεθούμε μετά τις δουλειές μας, άλλοι άνεργοι, άλλοι μετά τις σχολές τους. Θυμάμαι ότι είχαμε… βασικά, όχι, ψέματα, ψέματα, συγγνώμη. Την επόμενη μέρα του πηγαίνω τις αγγελίες… συγγνώμη, μένουμε στο ότι μου λέει τον προβληματισμό του ότι δεν μπορεί να ψάξει στο ίντερνετ και εγώ ψάχνω κάποιες αγγελίες που να ταιριάζουν. Γράφω αυτές τις αγγελίες σε ένα χαρτί και την επόμενη μέρα του παρουσιάζω το χαρτί με τις απαιτήσεις από τις θέσεις εργασίας και τον παροτρύνω ότι: «Εντάξει, τι έχεις να χάσεις; Ένα τηλέφωνο θα πάρεις». Του το ’πα την πρώτη φορά, του έδωσα το χαρτί, μου λέει: «Σε ευχαριστώ πολύ, θα πάρω». Του λέω: «Κοίταξε να δεις, Αλέξανδρε, γενικά, δουλειές τώρα... υπάρχουν πάρα, πάρα πολλοί άνεργοι, οπότε καλό θα ήταν άμα θέλεις μία αλλαγή, να βγεις έξω τώρα, να πάρεις ένα τηλέφωνο, δουλειά δεν έχει και να κάνεις μία επαφή, να δεις τι ζητάνε και πότε μπορείς να περάσεις για συνέντευξη». Εν ολίγοις βγαίνει, παίρνει και κλείνει μία συνέντευξη για την επόμενη ημέρα το πρωί στις 12:00. Εγώ βγαίνω, όπως είπα και πριν με τους φίλους μου, πίνουμε την μπύρα και χωριζόμαστε. Βασικά φτάνω σπίτι κατά τις 03:30, έχοντας δώσει ραντεβού με τον Αλέξανδρο στο μαγαζί, στο σούπερ μάρκετ, να έρθει σπίτι μου, να του ετοιμάσω το βιογραφικό του, να το επιμεληθώ λίγο, έτσι ώστε να φαίνεται πιο ωραίο και πιο έτοιμο, να κάνουμε μία προσομοίωση συνέντευξης, να τον κεράσω, ας πούμε, κέικ, θυμάμαι, είχε φτιάξει η μητέρα μου και καφέ και να τον βοηθήσω έτσι 1-2 ωρίτσες πριν πάει στη συνέντευξη, να πάει εκεί, για να πάρει τη δουλειά. Κάνουμε αυτή τη συμφωνία ότι θα μιλήσουμε το πρωί, βγαίνω εγώ με τους φίλους μου, γυρνάω 03:00, 03:00 και, 04:00 η ώρα σπίτι, βάζω το ξυπνητήρι 07:30 η ώρα το πρωί, 08:00, ξυπνάω και στέλνω το πρώτο μήνυμα στον Αλέξανδρο. «Γεια σου, Αλέξανδρε, τι κάνεις; Ξύπνησες; Πότε θα περάσεις;» Η ώρα πηγαίνει 10:00, του στέλνω: «Αλέξανδρε, για να προλάβεις τη συνέντευξη, θέλεις έστω να μιλήσουμε; Έγινε κάτι; Είσαι καλά;». Παίρνω τηλέφωνο, δεν το σηκώνει, παίρνω και δεύτερο τηλέφωνο, δεν το σηκώνει. Και λέω, εντάξει, κάτι θα έγινε. Και εν τέλει, με παίρνει στη 13:00, 13:00 και ο εργοδότης μου και μου λέει: «Ευχαριστώ πολύ, Αλέξανδρε, θέλω να λήξουμε τη συνεργασία μας». Αυτό δηλαδή εισέπραξα από αυτή την προσπάθεια να βοηθήσω σε έναν χώρο κάποιον έτσι που είχα σε εκτίμηση. Και εν τέλει βρέθηκα χωρίς δουλειά, έχοντας πλέον ένα στόχο, ότι θέλω να σπουδάσω σε δραματική σχολή. Και αυτό βρήκα έτσι ενδιαφέρον από την εμπειρία μου στο σούπερ μάρκετ και ξεκίνησα ξανά να ψάχνω για αγγελίες, για συνεντεύξεις, πλέον είχα και προϋπηρεσία σε σούπερ μάρκετ.

Α.Κ.:

Η επόμενή μου δουλειά δεν άργησε, αυτό συνέβη τον Ιούνιο, τελείωσε, με απέλυσε ο εργοδότης μου, ο πρώην εργοδότης, και μετά από... αρχές Ιουνίου ήταν αυτό, γύρω στα τέλη Ιουνίου του ’16, έχοντας πάει μόνο σε μία συνέντευξη με ηλεκτρονικά τσιγάρα κι αυτή έτσι περίεργη συνέντευξη, ήταν ένας τύπος, «γυμναστηριακό» θα τον χαρακτήριζα, από αυτούς που καταναλώνουνε ουσίες ώστε να είναι φουσκωμένοι οι μυς τους, ο οποίος χρησιμοποιούσε κι αυτός έναν περίεργο τρόπο με τον οποίο έκανε την συνέντευξη, λίγο επιθετικός και λίγο έτσι ψαρωτικός, ότι: «Θα σε πάρω εγώ σήμερα, αλλά τι; Αύριο θα μου ’ρθεις;». Είχε μία παραπάνω έτσι… μαγκιά να το πω; Δεν μου γέμισε το μάτι, δεν πήγα σ’ αυτόν. Και η αμέσως επόμενή μου δουλειά ήταν σε ένα σούπερ μάρκετ στη Βούλα. Και εκεί δεν κάθισα καθόλου πολύ, κάθισα για 2 εβδομάδες περίπου, γιατί βρήκα άλλη δουλειά. Η συνέντευξή μου στο σούπερ μάρκετ ήταν: «Ωραία, κάτσε να σε δούμε». Εγώ, έχοντας στον νου μου τον στόχο μου, λέω, ok, εντάξει, ας κάνω 1-2 ημέρες δοκιμαστικό χωρίς να πληρωθώ, απλά να μην πάω πίσω. Το σούπερ μάρκετ ήταν στη Βούλα, αυτό. Έκανα τα δοκιμαστικά, με πήρανε, καταλάβανε ότι μπορώ να μιλήσω με τους πελάτες και να κουβαλήσω και δεν... Δουλεύω, όταν δουλεύω. Καλή συμπεριφορά, νομίζω ότι οι περισσότεροι εργαζόμενοι εκεί πέρα ήταν ευχαριστημένοι όντως με τους εργοδότες, ότι, προς τιμήν τους, υπήρχε έτσι μία τακτικότητα στις πληρωμές. Ακόμα δεν είχαμε ξεπεράσει τα capital controls, ας πούμε, και υπήρχε και το θέμα των πληρωμών τότε και ήτανε... Όχι, όχι, ναι. Τέλος πάντων, ήταν καλοί εργοδότες και ήταν ευχαριστημένοι οι υπάλληλοι. [01:20:00]Εγώ επέλεξα μετά να πάω σε μία δουλειά που δε θα επιβαρύνω τόσο το σώμα μου, βρήκα κατευθείαν ένα πολυκατάστημα στο εμπορικό κέντρο στο Μαρούσι με παπούτσια.

Σ.Κ.:

Πόσον καιρό ήσουνα στο σούπερ μάρκετ;

Α.Κ.:

Στο πρώτο… Στη Βούλα, 2 βδομάδες, 2 βδομάδες. Γενικά δεν είχα βρει μία δουλειά που να λέω «Εδώ είμαι». Μετά έκατσα τις 2 βδομάδες και πήγα κατευθείαν στο παπουτσάδικο, έτσι το χαρακτηρίζω. Πολύ πιο σύντομη η καριέρα μου στο παπουτσάδικο, δεύτερη απόλυση για μένα. Πλάκα είχε και αυτή η ιστορία. Ήμασταν στο Mall, ο υπεύθυνος είχε τον δικό του χαρακτήρα, είχε μία συμπεριφορά κάπως χειριστική, αφ’ υψηλού, μιλούσε με ειρωνεία, εντάξει, κάτι που εμένα μου ήταν αδιάφορο, γιατί είχα τους στόχους μου και παράλληλα με αυτή τη δουλειά θα μπορούσα να συνεχίσω να… πιστεύω. Πρώτη ημέρα δουλειάς λίγα έτσι περιστατικά που μου δείχνουνε κάποια σημάδια για αυτόν τον άνθρωπο. Δεύτερη ημέρα δουλειάς, έχει απεργία στα μέσα, στάση εργασίας, όχι γενική απεργία. Ο ηλεκτρικός, θυμάμαι, δεν λειτουργούσε, η δουλειά ήτανε στο Μαρούσι, οπότε ο μόνος τρόπος για να πας θεωρητικά είναι ο ηλεκτρικός. Από τη στιγμή που δεν έχει ηλεκτρικό, εμένα με βόλευε από Καλλιθέα, να πάρω το λεωφορείο που κατευθύνεται προς Κηφισιά, να κατέβω κάπου και μετά να πάω με τα πόδια. Εν τέλει ξεκίνησα πολύ νωρίτερα για τη δουλειά, η κίνηση ήτανε αφόρητη στους δρόμους, μου είχε προτείνει, θυμάμαι, την προηγούμενη ημέρα να μοιραστούμε, ο υπεύθυνός μου, ταξί –έμενε κι αυτός Καλλιθέα– μου πρότεινε να πάρουμε ταξί, για και από τη δουλειά και να το μοιραστούμε, που εγώ εκείνη τη στιγμή ένιωσα πολύ άσχημα να δώσω κάποια χρήματα, τα οποία είναι πολλά παραπάνω από το μεροκάματο για να πάω και να έρθω από τη δουλειά, ενώ μπορώ κάπως αλλιώς να φτάσω. Εν τέλει, ξεκινάω, παίρνω το λεωφορείο, αφόρητη κίνηση, καταλήγω κάπου –τότε δεν είχα και smartphone ώστε να βλέπω ακριβώς πού πρέπει να κατέβω και πώς να κινηθώ και πώς συμφέρει– και κατεβαίνω στο… περίπου τέλος πάντων, κάπου μετά τον Παράδεισο Αμαρουσίου. Και αρχίζω και ρωτάω περαστικούς. Η ώρα είχε ήδη περάσει, ήταν 9 παρά τέταρτο, παρά 10; Εγώ έπιανα 9 δουλειά. Κι αρχίζω και ρωτάω τον κόσμο, ταξιτζήδες, περαστικούς: «Πώς πάω στο Mall, πώς πάω;». Όλοι μου λέγανε: «Πω πω! Στο Mall, από δω; Πώς θα πας στο Mall; Πού να σώσεις στο Mall; Είναι πολύ μακριά». Και πήρα τον δρόμο. «Ωραία» έλεγα «από πού να κατευθυνθώ ώστε να προσεγγίσω με τα πόδια όσο το δυνατόν περισσότερο». Και παράλληλα σκεφτόμουν εν τω μεταξύ εγώ, ρωτούσα, τέτοιο. Και πέτυχα έναν σταθμευμένο έτσι υπάλληλο οδηγό catering, ο οποίος θα παρέδιδε κάτι παραγγελίες και τον ρώτησα άμα πηγαίνει πιο κάτω να με πετάξει. Με πήρε στο αμάξι του, συζητήσαμε λίγο, κατέβηκα καθυστερημένος κοντά στο Mall, περπάτησα ούτε ένα λεπτό, με άφησε πολύ κοντά αυτός ο άνθρωπος. Έτσι λέγαμε για τα παιδιά του που ο ένας ήτανε δάσκαλος στη Ουγκάντα και η κόρη του δούλευε. Και με άφησε έξω από τη δουλειά. Εν τέλει έφτασα 10 παρά 10, 50 λεπτά καθυστερημένος. Μπαίνω μέσα, εκείνη τη στιγμή, μιλούσε ο υπεύθυνος του καταστήματος, αυτός ο άνθρωπος που ανέφερα και προηγουμένως, μιλούσε στο τηλέφωνο και κάνω ένα αθόρυβο «καλημέρα», τρέχοντας ουσιαστικά να αφήσω την τσάντα μου και να δικαιολογηθώ-παύλα-απολογηθώ, απολογηθώ, θα έλεγα, ότι άργησα δυστυχώς. Μιλάει στο τηλέφωνο, κλείνοντας το τηλέφωνο του λέω: «Καλημέρα» κανονικά. «Συγγνώμη που άργησα, αλλά η κίνηση και τα μέσα… δεν υπολόγισα καλά τον χρόνο, είμαι διατεθειμένος να το αναπληρώσω, είτε να κάτσω παραπάνω σήμερα είτε να έρθω αύριο νωρίτερα είτε να μην συνυπολογιστεί στον μισθό μου η μία ώρα». Και η απάντηση που έλαβα ήταν: «Καλημέρα, Αλέξανδρε», με έτσι πολύ έντονη δόση ειρωνείας. Σηκώνει το τηλέφωνο, παίρνει τηλέφωνο, εγώ κάθομαι και τον κοιτάζω χωρίς να έχω καταλάβει τέτοιο… τι συμβαίνει γύρω, το «καλημέρα» πού πηγαίνει. Αφήνει το τηλέφωνο γιατί με βλέπει ότι κάθομαι και τον κοιτάω αποσβολωμένος. Και του λέω: «Θέλετε να μου εξηγήσετε κάτι;» «Τι δεν κατάλαβες, Αλέξανδρε; Καλημέρα!» Και αρχίζουμε μία κουβέντα… Θυμάμαι, είναι από τις ελάχιστες φορές που βάζω τα κλάματα έχοντας φύγει από το μαγαζί από το θυμό μου, όχι λυγμούς, αλλά οργή, η οργή δηλαδή να με διακατέχει. Είμαστε εκεί μέσα και αρχίζουμε μία κουβέντα, έχοντας φύγει. «Θέλετε να μου εξηγήσετε ότι αυτή τη στιγμή με απολύετε και με αυτόν τον τρόπο;» «Επειδή συνεχίζεις να μην καταλαβαίνεις» και σε πλαίσια ειρωνείας, αρχίζει να μου δείχνει την ανωτερότητά του και το τι θέση έχει αυτός στο κατάστημα και το ότι δεν είναι αποδεκτό να αργείς και πόσο μάλλον δεύτερη μέρα εργασίας. Δεν το ανέφερε, αλλά εκεί λογικά, άμα συνεχίζαμε την κουβέντα. Εγώ άρχισα οργισμένος να του φωνάζω ότι «αυτή η συμπεριφορά δεν είναι από άνθρωπο και από εργαζόμενο» και ότι «αυτό το πράγμα που κάνεις θα το βρεις μπροστά σου και δεν ντρέπεσαι και δεν είσαι άνθρωπος και δεν καταλαβαίνεις» και, και, και… μες στα νεύρα. Και έτσι κατέληξα να βγαίνω από το κατάστημα θυμωμένος και να προσπαθώ να συνέλθω λίγο πηγαίνοντας σπίτι μου.

Α.Κ.:

Μετά από αυτό αποφάσισα ότι ίσως πρέπει να βγάλω χρήματα από τα ναυτιλιακά. Εν τέλει συνέχισαν οι ευκαιριακές δουλειές, αποφάσισα να επιστρατεύσω και γνωριμίες μήπως βρω μία δουλειά στα ναυτιλιακά, χωρίς να τη θέλω, αλλά για ένα διάστημα το οποίο θα δω τι θα κάνω, ενδεχομένως; Θα μπορέσω να ζω τα χόμπι μου από τα ναυτιλιακά; Συνέχισα να στέλνω με πυρετώδεις ρυθμούς και όχι μόνο σε ναυτιλιακές, γενικά για εργασίες, μην αναφέρω τις ευκαιριακές. Στα ναυτιλιακά δεν προχωράει ούτε από γνωστούς ούτε από τις αγγελίες. Μέσα στα 6 τηλεφωνήματα που ανέφερα προηγουμένως συγκαταλέγονται και μία κλήση που έλαβα –έχει ενδιαφέρον– για ναυτιλιακά, λίγο αργότερα. Αλλά αυτή τη διάρκεια δεν έβρισκα στα ναυτιλιακά και αποφάσισα να βγάλω ένα ναυτικό φυλλάδιο, έτσι ώστε να πάω σε ένα πλοίο, είτε σε ένα με επιβάτες κρουαζιερόπλοιο, είτε σε ένα με εμπορεύματα, να δουλέψω, έτσι ώστε να αποκτήσω μία μικρή προϋπηρεσία, για να έχω ένα θεωρητικά παραπάνω εφόδιο για την αγορά εργασίας. Γιατί ήμουν ακατάλληλος, δεν είχα την προϋπηρεσία που είχανε οι θεωρητικά ανταγωνιστές μου και συνάδελφοι και άνθρωποι του χώρου. Αποφάσισα να [01:30:00]τραβήξω αυτόν τον δρόμο, άρχισα τα σωστικά στον Ασπρόπυργο, έβγαλα το ναυτικό μου φυλλάδιο και, ευτυχώς, λίγο πριν μπει στην τελική προετοιμασία, έχοντας πάρει το ναυτικό φυλλάδιο, να μιλήσω με τον καπετάνιο ενός κρουαζιερόπλοιου, ο οποίος είναι φίλος της κουμπάρας της μητέρας μου και ο οποίος θα με έβαζε μέσα στην εταιρεία ως… σε μία θέση είτε σαν πλήρωμα για κάποια εργασία πολύ διεκπεραιωτική, είτε σαν ξεναγό, τέλος πάντων κάτι, πάντως μέσα σε ένα καράβι, ευτυχώς ο αδερφός μου βλέπει στο facebook μία αγγελία για κάποια σεμινάρια για κειμενογράφους, εκπαίδευση και πρακτική, και ο τίτλος της αγγελίας μου φάνηκε πάρα πολύ ενδιαφέρων και γενικά κάτι καινούργιο, το οποίο δεν ήξερα καν ότι υπάρχει αυτή η δυνατότητα, αυτό το επάγγελμα, ότι, ok, αυτό μου κάνει, μου αρέσει, πώς γίνεται; Μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρουσα η αγγελία και ότι θα σου έχουνε μετά πρακτική. Και έστειλα μία ιστορία με 7 λέξεις, και εγώ και ο αδερφός μου. Με πήραν σε αυτά τα σεμινάρια και από τότε έως τώρα εργάζομαι στο χώρο της διαφήμισης. Και όλα ξεκίνησαν από ένα πάρα, πάρα, πολύ τυχαίο που ο αδερφός μου έτυχε να δει μια αγγελία κάπου, να στείλει, να μου το μεταφέρει μετά ότι: «Α, έστειλα εκεί, μήπως σε ενδιαφέρει; Για δες». Και όλο αυτό οδήγησε εν τέλει στο σήμερα, που εργάζομαι. Βλέπω γύρω μου τους περισσότερους φίλους μου να εργάζονται. Δυστυχώς οι περισσότεροι από αυτούς δεν εργάζονται με καλές συνθήκες. Στην Ελλάδα επικρατεί η λύση της σεζόν, για επαγγέλματα… για διάφορα επαγγέλματα, όχι μόνο για τους μάγειρες και τους σερβιτόρους, ότι δουλεύεις 7 μήνες κάθε μέρα, απάνθρωπα, χωρίς ρεπό, 12ωρα, 14ωρα για τα χρήματα και μετά κάθεσαι για δύο, τρεις, τέσσερις μήνες και χαλαρώνεις. Άλλοι φίλοι μου παίρνουνε 500 ευρώ και δεν μπορούν καλώς ή κακώς να συντηρήσουν ένα σπίτι, του οποίου το νοίκι είναι 250 ευρώ, 300; Λιγότερα; Δεν ξέρω. Δεν μπορείς να ζήσεις με τα χρήματα που παίρνουνε. Γενικά υπάρχει το στοιχείο της εκμετάλλευσης, θα το πω, υπό μία έννοια, ότι: «Σε έχω, πρέπει να αποδώσεις. Αυτές είναι οι συνθήκες, θες; Ευχαριστώ, κάτσε. Δε θες; Θα βρούμε τον επόμενο, δεν είναι…» Σπάνια, ας πούμε, βρίσκεις καλό κλίμα στις επιχειρήσεις. Σπάνια.

Σ.Κ.:

Εσύ τώρα, σαν τι εργάζεσαι, τι ακριβώς κάνεις;

Α.Κ.:

Εγώ γράφω διαφημίσεις. Έχουμε… δουλεύω σε μία διαφημιστική εταιρεία, έχουμε κάποιες μάρκες, κάποιους πελάτες, κάποιους λογαριασμούς, όπως και να το θέσω είναι το ίδιο, και γράφουμε διαφημίσεις. Γράφουμε διαφημίσεις. Για τα προϊόντα αυτά, στην τηλεόραση, σε ραδιόφωνο, στο ίντερνετ. Αυτή είναι η δουλειά μου.

Σ.Κ.:

Από τις συνθήκες είσαι ευχαριστημένος;

Α.Κ.:

Είναι ένα μεγάλο θέμα. Εμένα μου αρέσει πάρα πολύ αυτή η δουλειά, τουλάχιστον πολλά από τα χαρακτηριστικά που έχει η φύση αυτού του επαγγέλματος, οπότε είμαι ευχαριστημένος με τις συνθήκες, δεν μου φαίνεται δηλαδή εκμετάλλευση ακριβώς το να δουλεύεις 10 ώρες την ημέρα, δεν μου φαίνεται εκμετάλλευση. Πόσο μάλλον που το κάνεις συνειδητά και αναγνωρίζεις ότι, καλώς ή κακώς, έτσι είναι, να το θέσω; Παράλληλα, δεν είναι 10 ώρες δουλειά, με την έννοια δουλειά, δουλειά, δουλειά. Είναι 10 ώρες τις οποίες μπορείς να μιλήσεις με κάποιον γύρω σου, να χάσεις λίγο χρόνο μέχρι να πάρεις έναν καφέ, να καπνίσεις, να δεις κάτι στο ίντερνετ, να δεις ένα ενδιαφέρον βίντεο το οποίο μπορεί να σε βοηθήσει με τη δουλειά, να μαζέψεις πληροφορίες. Οπότε, ναι μεν, είναι μέρος της δουλειάς, αλλά δεν είναι δουλειά την οποία την αισθάνεσαι στο πετσί σου και σε βαραίνει. Σαν συνθήκες γενικότερα είμαι ευχαριστημένος εγώ, πολλά άτομα γύρω μου όμως δεν είναι ευχαριστημένα. Δηλαδή, ναι μεν, άμα σου αρέσει πραγματικά κάτι, το κάνεις και δεν σκέφτεσαι το 10ωρο, αλλά από την άλλη και εγώ, που μου αρέσει αυτό το αντικείμενο, σκέφτομαι ώρες ώρες ότι, ok, ναι, δουλεύω. Άμα περνάω καλά, τη στιγμή που περνάω καλά βασικά, δουλεύω και 10 και 11 ώρες, ειδικά άμα έχω και άτομα γύρω μου με τα οποία συνεννοούμαι, δεν το σκέφτομαι. Την περίοδο που δεν δουλεύω, έξω από το γραφείο, κάθομαι και σκέφτομαι ότι είναι για έναν άνθρωπο να δουλεύει 10 και 12 ώρες την ημέρα; Είναι... Με την έννοια του χρόνου, άμα θέλουμε να δούμε ότι έχουμε 24 ώρες να διαχειριστούμε μέσα σε μία ημέρα και επιλέγουμε να αφιερώνουμε ένα τόσο μεγάλο κομμάτι στη δουλειά. Νομίζω ότι είναι πάρα πολύ κακό, συγγνώμη, πάρα πολύ καλό και αυτομάτως λίγο κακό, δηλαδή το να αφιερώνεις. Θα έλεγα ότι είμαι σε έναν κλάδο, ο οποίος επειδή είναι τόσο ανταγωνιστικός, κατά βάση έχει καλές συνθήκες και δίνει στους εργαζόμενους πράγματα, δεν τους βλέπει δηλαδή σαν τις άλλες δουλειές που έχω αναφέρει, σαν αναλώσιμους, αλλά προσπαθεί να έχει ένα ευχάριστο περιβάλλον, οπότε οι συνθήκες, για μένα τουλάχιστον σίγουρα, είναι καλές. Δηλαδή είμαι απόλυτα ευχαριστημένος από τα περισσότερα πράγματα που βλέπω στην εταιρεία που είμαι.

Σ.Κ.:

Ok. Κάτι άλλο που θα ήθελες να προσθέσεις;

Α.Κ.:

Σχετικά;

Σ.Κ.:

Ό,τι θες.

Α.Κ.:

Ναι, από τον κύκλο μου και τους πιο στενούς μου φίλους, περίπου από τα 20-25 άτομα, καλό εργασιακό περιβάλλον με όλη την έννοια, να σε βλέπουνε και σαν επαγγελματία και σαν άνθρωπο και να κοιτάνε να εξελιχθείς και να εξελιχθούνε μαζί σου, έχουνε δύο φίλοι μου. Δηλαδή οι περισσότεροι φίλοι είναι στην αστάθεια. Μεγαλώσαμε, βασικά μεγαλώσαμε, ψάξαμε δουλειά σε μία παρά πολύ δύσκολη περίοδο. Δεν ξέρω πώς ήταν οι συνθήκες παλιά και πόσο πολύ δουλεύανε και τι δυσκολίες αντιμετωπίζανε οι άνθρωποι των προηγούμενων δεκαετιών. Ας πούμε, μπορεί εμείς να μην ζήσαμε άσχημες συνθήκες, χούντας, ας πούμε, και εξαθλίωσης, φτώχειας, αλλά δεν ξέρω, αυτή η έννοια ότι οι νέοι δεν δουλεύουνε και ότι τα έχουνε όλα στο πιάτο τους και ότι είναι τεμπέληδες και ότι μένουν στις καφετέριες και στους υπολογιστές είναι κάτι το οποίο δεν είδα και δεν βίωσα ούτε εγώ, ούτε κανείς από τον κύκλο μου και από την γενιά μου. Δηλαδή από αυτούς που θέλανε να δουλέψουν, δεν είναι ότι ήθελες να δουλέψεις και δεν μπορούσες, είναι ότι απλά δεν μπορούσες να βρεις μία δουλειά, με την έννοια της δουλειάς, όχι της δουλείας. Αυτό, αυτό θα ήθελα να προσθέσ[01:40:00]ω. Σε γενικές γραμμές, ναι.

Σ.Κ.:

Ευχαριστούμε.

Α.Κ.:

Ευχαριστώ και εγώ, καλή συνέχεια.