© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ένα εννιάχρονο κορίτσι στη φυλακή της Λαμίας: Η καταδίωξη στα βουνά και ο αφανισμός της οικογένειας κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο

Κωδικός Ιστορίας
10253
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Βασιλική Καώνη (Β.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
28/12/2021
Ερευνητής/τρια
Γιώργος Φρουξυλιάς (Γ.Φ.)

[00:00:00]

Γ.Φ.:

Καλησπέρα σας, ονομάζομαι Φρουξυλιάς Γεώργιος, είμαι απ’ την ομάδα του Istorima. Σήμερα βρισκόμαστε στη Λάρισα με την κυρία Βασιλική, έχουμε 28 Δεκεμβρίου 2021. Καλησπέρα σας.

Β.Κ.:

Καλησπέρα.

Γ.Φ.:

Πείτε μου λίγο το όνομά σας ξανά.

Β.Κ.:

Βασιλική Σιαφάκα.

Γ.Φ.:

Πόσο χρονών είστε;

Β.Κ.:

Είμαι 82.

Γ.Φ.:

Και από πού είστε;

Β.Κ.:

Από το Καρπενήσι. Από ένα χωριό απ’ το Καρπενήσι. Απ’ την Ευρυτανία.

Γ.Φ.:

Μπορείτε να μου πείτε λίγα πράγματα για την οικογένειά σας;

Β.Κ.:

Η οικογένειά ήμασταν — σου λέω — ήμαστανε οχτώ άτομα. Είχε ο πατέρας μου δυο παιδιά από άλλη γυναίκα και τέσσερα εμείς. Ο πρώτος ο αδερφός μου σκοτώθηκε, αυτός που σκοτώθηκε με το αεροπλάνο. Συμμαζεύτηκαμε ύστερα, πήραμε τα χωριά, ψάχνονταν πού θα βρούμε να μείνουμε. Κι από χωριό σε χωριό καταλήξαμε, πάλι ήρθαμε στο χωριό το δικό μας. Εκεί καθόμαστανε πολύ καιρό, καιρό μέσα στο δάσος. Από πέρα απέναντι έχουμε το βουνό και ήταν στρατός, φυλάκια, στρατός. Ούτε μας είχανε βρει ούτε μας είχανε ακόμα…Δεν είχαμε αναγνωριστεί για τίποτα ότι είμαστε στο… Εκεί ήμασταν, καθόμαστανε. Εκεί ζύμωναμε, εκεί τρώγαμε, εκεί καθόμαστανε. Δεν είχαμε βήμα πουθενά. Ύστερα απ’ τα πολλά, μπήκε ο Στρατός και έκανε…

Γ.Φ.:

Θέλετε να μου πείτε λίγο πρώτα για πριν ξεκινήσει ο Εμφύλιος; Πείτε για την ζωή στο Καρπενήσι, άμα μπορείτε.

Β.Κ.:

Στο Καρπενήσι δεν έζησα, εγώ 8 χρόνων έφυγα.

Γ.Φ.:

Πείτε μου λίγο τι θυμάστε από μικρή, παιδική ηλικία.

Β.Κ.:

Όχι, παιδική ηλικία πέρασα πολύ καλά. Ήμασταν πολύ καλή οικογένεια, εύπορη οικογένεια. Δεν ήμαστανε — πώς να σου πω — δεν είχαμε φτώχεια.

Γ.Φ.:

Οι γονείς τι δουλειές κάνανε;

Β.Κ.:

Η μάνα μου ήταν οικιακή, στα χωράφια μας. Ο πατέρας μου με το πριόνι. Ο πατέρας μου και τα δυο τ’ δέρφια μου. Ήταν ο μεγάλος αδερφός μου απ’ την πρώτη γυναίκα και ο δικός μου ο αδερφός, ο μεγάλος, αυτός που σκοτώθηκε. Έβγαλαν πριόνι όλη την ημέρα. Είχαμε δάσος πολύ εμείς στο Καρπενήσι, στο δικό μας το χωριό και έβγαλαν πριόνια όλη την ημέρα. Μαζεύαμε τις ξυλείες στοίβα με το πριόνι, δεν υπήρχε κορδέλα σου λέω. Και έτσι εζήσαμε. Πούλαγε ο πατέρας μου τα αυτά, έρχοταν μετά και δούλευε στα χωριά της Λαμίας και έτσι είχαμε καλά. Ύστερα, έφυγαμε όλοι απ’ το χωριό, βγήκαμε στο αυτό…

Γ.Φ.:

Είχατε και κάποια ζώα;

Β.Κ.:

Τα ζώα, πριν να φύγουμε, τα περατήσαμε όλα. Τα παρατήσαμε και φύγαμε. Τα παρατήσαμε, πού να τα πάμε; Μπορείς να πάρεις αγελάδα κοντά, να πάρεις πρόβατο να βελάζει; Δεν μπορείς να πάρεις τίποτα. Δεν πήραμε τίποτα από τα ζώα, τα αφήσαμε όπως ήταν μέσα στο μαντρί.

Γ.Φ.:

Τι κατάσταση επικρατούσε, πριν τον Εμφύλιο το χωριό;

Β.Κ.:

Στο χωριό ήτανε οι φαντάροι κάθε μέρα, έρχοντανε και άνοιγαν τα σπίτια κι έψαχνανε: «Και πού είναι ο τάδε και πού είναι ο τάδε;». Για τον πατέρα μου άνοιξαμε το σπίτι μας 50 φορές. Πάει να πει ο πατέρας μου είχε κι όνομα με τ’ αντάρτικο. Μπορεί να ’χει, κάτι να ’χει, δεν μπορώ να πω.

Γ.Φ.:

Ήταν κάπως συνδεδεμένος;

Β.Κ.:

Συνδεδεμένος κάπως, για να γνωρίσει όλους αυτούς που γνώρισε. Εκεί που δούλευε γνώρισε τον Διαμαντή, τον Καπετάν Διαμαντή, τον άλλονε, τον Αυδή. Πώς τον είπατε ψες;

Καλλιόπη Παναγιωτίδη: Τον Αυδή-
Β.Κ.:

Τσ' ήφερε ο πατέρας μου τραυματισμένους στο σπίτι. Ο Αυδής ήτανε πολύ, ήταν τραυματισμένος πολύ και τον έφερε ο Καπετάν Διαμαντής στο σπίτι μας και τον γιατρεύαμε. Κρυφά, όμως. Κρυμμένονε μες στο σπίτι. Και από κει έφυγαν αυτοί, δεν τους θυμάμαι από εκεί πέρα εγώ. Αυτούς θυμάμαι μόνο που…

Γ.Φ.:

Τους βοήθησε, δηλαδή, να γίνουν καλά ας πούμε.

Β.Κ.:

Ναι, τον Αυδή. Ο Αυδής ήτανε τραυματισμένος.

Γ.Φ.:

Και κάπως στιγματίστηκε από αυτό;

Β.Κ.:

Πάει να πει ότι το ’χε το στίγμα. Πάει να πει ότι το ’χε. Δεν μπορώ να πω, δεν ξέρω. Για να ’χε σχέσεις από τότε, κάτι θα ’χε.

Γ.Φ.:

Έδινε και κάποια ας πούμε εφόδια;

Β.Κ.:

Εφόδια έδινε η μάνα μου ψωμί κάθε μέρα. Ψωμί κουβάλαγε κάθε μέρα. Ζύμωνε από μια κουλούρα τέτοια, στο ταψί τότε — δεν είχαμε φούρνια και τέτοια εμείς — γάστρες, και πάγαινε το ψωμί. Και φαγάκι, ό,τι περίσσευε από εμάς. Μα ήμασταν κι εμείς οικογένεια. Και από κει συμμαζευτήκαμε και φύγαμε όλοι. Ήρθε ο πατέρας μου μας και μας πήρε και πήγαμε σε άλλο χωριό και [00:05:00]μείναμε.

Γ.Φ.:

Πότε φύγατε; Τι χρονολογία;

Β.Κ.:

Το ’48.

Γ.Φ.:

Ακούσατε, ας πούμε, ότι έρχεται ο στρατός; Γιατί;

Β.Κ.:

Ήταν ο στρατός. Ήτανε κάθε μέρα μες στα σπίτια μας. Έπαιρναν μια γιαγιά, που είχαμε εκεί δίπλα και της έλεγαν: «Θα σε κρεμάσουμε. Πες πού είναι τα παιδιά σου. Θα σε κρεμάσουμε». Ήτανε αντάρτες τα παιδιά. «Πες πού είναι τα παιδιά, θα σε κρεμάσουμε». «Δεν ξέρω, ρε παιδάκι μου» έλεγε η γριά. «Βουλγάρα σε γέννησε; Δεν σε γέννησε μάνα εσένα;». Της φέρονταν τόσο άσχημα. Πάνε να την χτυπήσουνε. Τόσηνια ήτανε. Κι από έτσι φύγαμε, απ’ τον φόβο μας. Είχε έρθει κι ο Βουρλάκης στο χωριό, χτύπησε κι εκείνος. Ο πατέρας μου ευτυχώς δεν ήτανε με τον Βουρλάκη, έλειπε απ’ το χωριό. Τον αδερφό μου εβρήκανε στον δρόμο, τον χτυπήσανε, τον ξυπολήσανε (=άφησαν ξυπόλυτο) και τον έστειλανε. Και ήρθε ο καημένος και γι’ αυτό έφυγε αντάρτης αυτός ύστερα, αυτός που σκοτώθηκε ο πρώτος. Από εκεί έφυγε, απ’ τον Βουρλάκη.

Γ.Φ.:

Δηλαδή τον πιάσανε τον αδερφό σας-

Β.Κ.:

Εδώ στην Πτελέα, εδώ στο χωριό.

Γ.Φ.:

Τον έπιασε ο Ελληνικός Στρατός και τον πήγε κάπου;

Β.Κ.:

Όχι, τον χτύπησε. Όχι ο στρατός, ο Βουρλάκης. Ήταν άλλοι αυτοί.

Γ.Φ.:

Άλλη οργάνωση.

Β.Κ.:

Άλλη οργάνωση. Αυτοί οι πολύ…

Γ.Φ.:

Τάγματα ασφαλείας.

Β.Κ.:

Τι να σου πω, χειρότερα. Και από εκεί τον χτύπησανε κι έφυγε για το αντάρτικο ο δόλιος και δεν ξαναγύρισε, δεν τον ξαναείδαμε αυτόνε. Ύστερα έφυγαν ο πατέρας μου, οι δυο αδερφές, η μία ήταν παντρεμένη, είχε — πώς να σου πω — φασίστα άνδρα. Τέλος πάντων, πάει αυτήν, την είχαμε αφήσει, δεν ήταν κοντά μας. Ήμασταν δυο αδερφές εμείς κι ένας αδερφός είχαμε απ’ το… Ο άλλος αδερφός ήταν αντάρτης, ο μεγάλος, ο πρώτος απ’ την πρώτη μάνα, ήταν αντάρτης. Εκεί ανταμωθήκαμε εμείς σ’ ένα χωριό με τον πατέρα μου, επιάσαμε ένα κρησφύγετο, κάθισαμε κανέναν-δυο μήνες, σε ξένο χωριό.

Γ.Φ.:

Πώς λεγότανε; Θυμάστε το χωριό;

Β.Κ.:

Ανιάδα. Συγκρέλλου-Ανιάδα. Ήτανε δυο χωριουδάκια μαζί αυτά. Εκεί κάθισαμε δύο μήνες και. Από εκεί ύστερα αρχίνιξαμε κι έφυγαμε. Μας είπαν ότι θα φύγουμε, θα μπορέσουμε να φύγουμε για έξω.

Γ.Φ.:

Από τη χώρα εννοείται;

Β.Κ.:

Για τη Ρωσία. Ξεκίνησαμε να φύγουμε, πήγαμε μέχρι το… Πέρασαμε το Καρπενήσι, τα χωριά όλα αυτά και πήγαμε και μας είπαν: «Έκλεισαν τα σύνορα». Και ξαναγυρίσαμε και ήρθαμε στο χωριό το δικό μας ύστερα. Ήρθαμε στο χωριό το δικό μας, έφτιαξαμε καλύβια, έφτιαξαμε τέτοια και μέναμε. Μα είχενε χειμώνα;. Ήρθενε χειμώνας. Καθίσαμε ενάμιση χρόνο και. Στα δυο χρόνια εγώ έξω. Έφτιαξαμε καλύβια, εκεί καθόμασταν και ύστερα εμάθαμε ότι θα περάσει ο στρατός. «Πού να πάμε να κρυφτούμε;». Πήγαμε σιμά σ’ αυτούς, κοντά στον στρατό να κρυφτούμε για περισσότερο…

Γ.Φ.:

Για να καλυφθείτε κάπως;

Β.Κ.:

Για να καλυφθούμε κάπως. Ήμαστανε μέχρι 13 άτομα, οικογένειες, δεν ήμαστανε μόνοι μας.

Γ.Φ.:

Πώς ήταν η ζωή εκεί πέρα; Πώς ήσασταν όλοι μαζί στο καταφύγιο;

Β.Κ.:

Εκεί καλά ήτανε. Γύριζε ο πατέρας μου, έφερνε τροφή, έφερνε. Είχαμε καταφύγιο με σίκαλη. Σίκαλη την άλεθαν με τον μύλο που αλέθαμε τον καφέ, να φτιάξουμε ψωμί. Έτσι εζήσαμε, αλλά δεν πεινάσαμε. Κι από κει γυρίσαμε κι ήρθαμε κοντά στα φυλάκια, μπήκε ο στρατός «σκούπα». Μας έπιασαν. Δεν θα ήτανε… Ήμασταν 4-5 γυναίκες. Η μάνα μου κι οι δυο αδερφές, η μία τραυματίστηκε και η άλλη σκοτώθηκε αυτού, που μας έπιασανε. Πυροβόλαγανε.

Γ.Φ.:

Θυμάστε εκείνη την ημέρα που ήρθε ο στρατός;

Β.Κ.:

Όχι, δεν το θυμάμαι. Πάει! Πού να θυμηθώ μέρα; Μέρα; Μέρα δεν θυμόμουνα εγώ, την χρονιά μόνο εκεί.

Γ.Φ.:

Δεν λέω την ημερομηνία. Πώς έγινε η κατάσταση; Δηλαδή πώς μπήκε ο στρατός; Πού σας έπιασε;

Β.Κ.:

Μας έπιασε στο χωριό απέναντι. Στο χωριό απέναντι μας έπιασε. Έπιασανε — σου λέω — τραυματίστηκαν αυτές οι τρεις, οι τρεις καθόντανε στην σειρά. Η μάνα μου τραυματίστηκε το γόνατο της, είχε σπάσει το γόνατο της κι η άλλη η κοπέλα κι η άλλη, που πήρε κι από κει πάει στον τόπο (=πέθανε). Οι υπόλοιποι σκορπίσαμε. Εγώ με τον πατέρα μου ήμουνα τρυπωμένη από κάτω σ’ έναν έλατο και λέει, πετάγεται ένας φαντάρος — τον κερατά, πού [00:10:00]βρέθηκε — και λέει: «Να εδώ. Εδώ μπροστά, δεν βλέπεις; Τι μαυρίζει;». Μας πήρανε, μας έβγαλανε. Μας παίρναν από κει, μας φέρναν στο χωριό. Τη μάνα μου και την τραυματισμένη την άλλη την έβαλαν καβάλα σε μουλάρια, μας ήφεραν στο χωριό όλους. Κάθισαμε το βράδυ εκεί και το πρωί μας πήρανε για ένα βουναλάκι στο Κρίκελλο. Μας πήγανε εκεί κι ο πατέρας μου… Ο πατέρας μου τον είχαν —σου λέω— ήρθαμε στο χωριό και βρήκανε έναν παλιόν αντάρτη, πολεμιστή αντάρτη δηλαδή. Ήτανε όπως είναι η ζακέτα μου απ’ το χτύπημα. Ρωτάνε τον πατέρα μου, λέει: «Τι ξέρεις για τον τάδε;». Τον Αλέξη τον Τσιάγκα τον έλεγαν αυτόνε, αν θες να γράψεις όνομα, τίποτα. Και λέει: «Έμαθα -λέει ο πατέρας μου- ότι πέθανε από τύφο». Έτσι είχαμε μάθει. Λέει: «Αυτός ποιος είναι;». Τα ’χασε ο πατέρας μου! Τι να πει; Αφού τον γνώρισε ποιος είναι. Λέει: «Ο Αλέξης ο Τσιάγκας». Λέει: «Πώς δεν πέθανε από τύφο;». «Δεν ξέρω -λέει- έτσι έμαθα, δεν τον είδα». Μας παίρναν από κει και — σου λέω — πάμε στο βουνό το Κρικελλιώτικο, μας έβαλαν το βράδυ εκεί και κοιμήθηκαμε. Ήρθαν το πρωί-πρωί δυο χωροφυλάκοι και πήραν τον πατέρα μου κι αυτόνε, τον αντάρτη. Τους ξαναείδες εσύ; Τόσο τους είδαμε κι εμείς. Τέλος πάντων, θα σου πω ύστερα για τον πατέρα μου.

Β.Κ.:

Εμάς μας πήρανε, μας πήγαν στη Λαμία, μας πήγανε σ’ ένα Δημοτικό Σχολείο. Μέσα ήτανε από σαν καρυδιάς καρύδια. Απ’ όλα τα μέρη αντάρτες πιασμένοι και αντάρτισσες. Ήμασταν μέσα σ’ ένα δωμάτιο απ’ το σχολείο. Εκεί κοιμόμαστανε, εκεί σηκωνόμαστανε. Εκεί γνωρίσαμε τρία άτομα, ήταν — πώς να στο πω; Σε απομόνωση. Κι εγώ με την αδερφή μου — εγώ ήμουνα 9 χρόνων, αυτήν ήτανε στα 13, τέσσερα χρόνια διαφορά είχαμε — πάγαιναμε και παίζαμε σ’ ένα παράθυρο, έτσι σε ένα τσιμεντάκι μ’ ένα κεραμίδι. Ηβρίσκαμε εκεί, τέτοιο και παίζαμε μικρά. Μας φωνάζαν από μέσα, απ’ την απομόνωση: «Από πού ήρθατε;». Ελέγαμε εμείς, ό,τι ξέραμε: «Από κει ήρθαμε». Αυτοί βρέθηκαν δικοί μας, απ’ το χωριό.

Γ.Φ.:

Αυτοί που ήταν στην απομόνωση, δηλαδή, ήταν από το χωριό;

Β.Κ.:

Την απομόνωση κάθε πρωί πάγαιναν και αμόλαγαν από δυο καζάνια νερό, για να μην έχουν πού να πατήσουν την ημέρα. Σ’ απομόνωση ντιπ αυτοί. Εμείς βγαίναμε έξω την ημέρα, δεν ήμασταν ας πούμε μέσα. Και συνεννοούμασταν μ’ αυτούς, που παίζαμε. Φτάνει ένας από πάνω, ένας χωροφύλακας απ’ τον τέταρτο όροφο, απ’ το σχολείο με κάτι καρπουζόφλουδες τέτοιες και μας τραβάει στο κεφάλι. Κατάλαβε ότι κουβέντιαζαμε μ’ αυτούς από μέσα. Φεύγουμε από εκεί, δεν ματαπάτησαμε. Πού να πατήσουμε εκεί; Αυτείνοι οι δόλιοι ρώταγαν, αλλά πού να μάθουνε; Τίποτας. Εκεί κάθισαμε έναν μήνα, στη φυλακή. Λίγο φαγητό, λίγο τόσο δα ψωμάκι. Ήτανε δυο χωροφυλάκοι καλοί, όμως. Ο ένας ήτανε γέρος, γέρος με ηλικία μεγάλη. Δεν ήταν πενηντάρης δηλαδή, φαίνονταν μεγαλύτερος και μας έλεγε: «Εδώ θα καθίσετε τη μέρα». Πέρναγαν και φώναζαν: «Πουτάνες αντάρτισσες». Από πάνω ήταν δημοσιά (=επαρχιακός δρόμος που ενώνει μεταξύ τους δύο οικισμούς), πέρναγε δρόμος στη Λαμία, στα σχολεία και φώναζαν. Και λέει: «Θα πάρετε, θα γεμίσετε τα κατσαρόλια νερό και θα τους καταβρέχετε κάθε μέρα. Να μην ματαπατήσει κανένας», λέει. Κι αυτό έκαναν. Ήτανε κι ένα παιδάκι καλό, ένας χωροφύλακας. Έρχοταν και μ’ έπαιρνε απ’ το χέρι την ημέρα — ήμουν το μικρότερο εκεί μέσα — και μου έλεγε: «Σήμερα θα βγω έξω. Τι θέλεις να σου φέρω; Τι θέλεις να σου φέρω; Να σου φέρω καραμέλες;» Άντε, ξέρω εγώ τι πάει να πει καραμέλα; Και μου ’φερνε κάθε μέρα. «Θέλεις να σου φέρω στεκάκια να βάλεις στο κεφάλι σου;». Και μου λέει μια άλλη — ήταν μια δεκαοχτάρα — δική μας, Λασπιώτισσα, γειτόνισσα, και λέει: «Μην του λες να μας φέρει καραμέλες και τέτοια. Πες να μας φέρει κανένα χτένι, να βγάλουμε καμία ψείρα». Όχι ψείρα! Οι κοτσίδες μου ήταν άσπρες απ’ την ψείρα. Τέτοια ψείρα! Να περπατάνε τα κακάδια σου. Τέλος πάντων, κάθισαμε εκεί ένα μήνα, ύστερα ήθελαν να μας πάνε για παιδούπολη. Έβανε η [00:15:00]βασίλισσα η Φρειδερίκη να μας πάρουνε, για να ζήσουμε αλλού, να φύγουμε απ’ τη φυλακή.

Γ.Φ.:

Ορφανοτροφεία, ας πούμε;

Β.Κ.:

Σαν ορφανοτροφείο. Κι εμείς δεν πήγαμε. Ήρθε μια θεια μου, μια πρώτη ξαδέρφη του πατέρα μου και μας πήρε. Είχε και τη γιαγιά μου.

Γ.Φ.:

Πώς σας βρήκε;

Β.Κ.:

Στην φυλακή.

Γ.Φ.:

Ήξερε ότι ήσασταν εκεί πέρα;

Β.Κ.:

Ήξερε, ήξερε, έμαθαν ότι ήρθαμε. Όλοι ηξέρανε ότι είμαστε εκεί κι έρχονταν όλοι απ’ το χωριό, αλλά δεν ’ρχοταν να μας δώσουνε τίποτα. Δεν μπόρεγαν να μας δώσουν το κάτι, να το πάρεις. Τέλος πάντων, έφυγαμε από κει, μας πήρε, πήγαμε στη γιαγιά, κάθισαμε σ’ ένα υπόγειο από κάτω. Δεν είχαν σπίτι, στο υπόγειο τους έβαλε και κάθοντανε απ’ το χωριό, όπως έφυγαν. Κι εκεί κάθισαμε — που να σου πω — 50 μέρες, δεν θα ’ταν περισσότερες. Ήρθανε και μας πήρανε για τα χωριά. Θα γυρίζαμε, θα γύριζε στα χωριά ο κόσμος.

Β.Κ.:

Πάμε να βρούμε τη μάνα μου. Η μάνα μου ήταν στο νοσοκομείο, την άλλη μέρα ήταν να ’βγαινε. Πήγαμε και μας λένε: «Αύριο θα βγει. Φέρτε της ρούχα, για να ντυθεί». Της πήγαμε ρούχα — η αδελφή μου η μεγαλύτερη με τη θεια μου — της πήγαμε ρούχα να ντυθεί, ν’ απολύσουν την άλλη την ημέρα. Την άλλη την μέρα δεν την βρήκαμε πουθενά. Όσο την είδες εσύ την είδαμε και εμείς. Την άλλη την ημέρα, μας το ’πε όμως μια νοσοκόμα: «Θα σας πω τι έγινε -λέει- να μην με βγάλετε πουθενά, θα με διώξουν απ’ τη δουλειά». Ρώτησε η θειά μου εκεί: «Τι έγινε;» λέει. Ήρθε μία εκεί που σκοτώθηκε το κορίτσι, εκεί που τους έπιασανε και είπε, λέει: «Τι φυλάτε εδώ μέσα; Καπετάνισσα στ’ αντάρτικο; Αυτήν ήταν Καπετάνισσα στ’ αντάρτικο», λέει για την μάνα μου. Της έκαναν ένεση 5:00 το βράδυ, πάει.

Γ.Φ.:

Την εκτέλεσαν;

Β.Κ.:

Την εκτέλεσανε. Βρέθηκε [Δ.Α.] της το πρωί. Πάμε: «Πού είναι;». Λέει: «Αυτό κι αυτό. Να μην πείτε τίποτα». Πού κότησαμε να μιλήσουμε; Σηκώθκαμε και φύγαμε κλαίγοντας και ξεκινήσαμε για το χωριό. Ήρθαμε στο χωριό, ούτε σπίτι ούτε… Ήμασταν 13 η Χρυσούλα, 15 ο αδερφός μου ο άλλος, ο μεγαλύτερος. Τρεις εφύγαμε από το αντάρτικο, που ξεκινήσαμε έξι. Οκτώ, όχι έξι. Κι εκεί την έβγαλα ύστερα, μέχρι που μας πήρανε για τα χωριά. Αλλά θα σου πω για τον πατέρα μου, όμως, τι έγινε.

Γ.Φ.:

Πριν μου πείτε λίγο για τον πατέρα σας-

Β.Κ.:

Τον πατέρα-

Γ.Φ.:

Πριν μου πείτε λίγο. Η μητέρα σας είχε, όντως, ρόλο στο αντάρτικο;

Β.Κ.:

Όχι, όχι. Οικογένεια ήμασταν στο αντάρτικο μέσα.

Γ.Φ.:

Άρα κατηγορήθηκε τζάμπα;

Β.Κ.:

Ούτε ο πατέρας μου είχε όπλο. Τόσο καιρό, χρόνια — δυο χρόνια — που ’μαστανε στο αντάρτικο όπλο δεν είχε ο πατέρας μου. Γιατί τώρα δεν σε βλέπω πώς είσαι, τι έχεις; Δεν είχε όπλο ο πατέρας μου ποτέ, δεν πολέμησαμε, δεν πολέμησε. Έκρυβε την οικογένεια ο πατέρας μου. Είχε την οικογένεια κρυμμένη κι από κει χωρίσαμε ύστερα, σου λέω. Από εκεί να σου πω τώρα για τον πατέρα μου;

Γ.Φ.:

Να μου πείτε. Απλά κατηγορήθηκαν από ό,τι κατάλαβα και έπρεπε να φύγετε μετά.

Β.Κ.:

Ναι, κατηγορηθήκαμε από δικούς μας κόσμος, απ’ τον γαμπρό του, από έναν πρώτο του ξάδερφο ο πατέρας μου κι από τον Πρόεδρο.

Γ.Φ.:

Γιατί, όμως;

Β.Κ.:

Γιατί ήταν αντάρτης. Ήταν αντάρτης και για να πάρουνε ό,τι είχαμε. Αυτοί ήρθαν και τα ’μασαν όλα. Κατάλαβες; Τα πήραν κοντά τους, αλλά τέλος πάντων. Τον πατέρα μου τον πήρανε και μας είπανε: «Θα πάμε να μας δείξει καταφύγια». Ποια καταφύγια; Ο πατέρας μου δεν ήξερε τίποτα, ήμασταν όλη την ημέρα μαζί. Τον πήραν τον πατέρα μου, εμάς μας πήραν για τη Λαμία, ο πατέρας μου δεν γύρισε. Τον πήρανε, τον πήγανε στο Καρπενήσι. Ήταν να περάσει σαν δικαστήριο στο Καρπενήσι. Δεν πέρασε κανείς από τους τρεις δικαστήριο. Τσι πήρανε και τσι δυο, τον πατέρα μου και τον άλλον τον Αλέξανδρο τον Τσιάγκα, που ’πα. Και τσι πήγανε στην Ράχη τη δική μας, πίσω, πίσω κατά τον Τυμφρηστό. Δεν ξέρω αν έχεις πάει κατά τα χωριά πάνω, δεν έχεις πάει. Και τους σκότωσανε. Ήρθαμε στο χωριό κι έμαθαμε ότι τους έκαψαν. Πήρα την γιαγιά που είχε το άλλο το παιδί, και πήγα και τσ’ ήβρηκαμε. Πήγα εγώ με τη γιαγιά εκείνη και τους βρήκαμε.

Γ.Φ.:

Βρήκατε τα πτώματα;

Β.Κ.:

Τα πτώματα ντιπ. Τα ρούχα του πατέρα μου ήταν όπως τα ’χε. Γνώρισα τα ρούχα του, γιατί ήμασταν όλη μέρα μαζί. Τον άλλον [00:20:00]δεν θα τον γνώριζα, αλλά οι δυο τους ήταν σκοτωμένοι. Ο άλλος είχε δυο σφαίρες στο κεφάλι — φαίνοντανε οι τρύπες — και μία ο πατέρας μου. Τα κόκκαλα εμάσαμε από εκεί εμείς.

Γ.Φ.:

Δεν τρομάξατε, μόλις είδατε τα κόκαλα και τα ρούχα;

Γ.Φ.:

Και τι να κάνουμε; Αφού πήγαμε, για να τσι μάσουμε. Τα πήραμε με την άλλη τη γιαγιά, ήταν η γιαγιά στέρεα εκείνη και λογάει καλύτερα από μένα. Εγώ σου λέω ήμουν 9 χρονών. Και τσι πήραμε και τσι πήγαμε στο χωριό και τσ’ έβαλαμε εκεί σε μια γουρνούλα μέσα. Και εν τέλει κι είπαν ότι τους έκαψανε. Δεν τσ’ έκαψανε. Εδώ ήταν σκοτωμένοι, ένας εδώ κι ένας εκεί, όπως είναι το κορίτσι από εκεί. Και είχανε βάλει φωτιά πάνω, λίγο πιο πάνω στα έλατα και φαίνονταν τα έλατα, που ήτανε καμένα. Αλλά είπαμε δεν τσ’ έκαψανε. Κι ύστερα ήρθα κι έμαθα ποιος τους σκότωσε και ποιος…

Γ.Φ.:

Τα τάγματα ασφαλείας;

Β.Κ.:

Όχι. Οι χωριανοί.

Γ.Φ.:

Χωριανοί ήτανε;

Β.Κ.:

Χωριανοί! Ο ένας ήτανε ο γαμπρός του, της αδερφής μου ο άντρας και ο άλλος ήταν ο πρώτος ξάδερφος του πατέρα μου και ο άλλος ήταν ο Πρόεδρος του χωριού. Και αυτείνοι οι τρεις τσ’ εκτέλεσανε. Δεν εμφανίστηκαν πουθενά.

Γ.Φ.:

Ακολουθούσαν εντολές, όμως;

Β.Κ.:

Αυτοί που τους πήρανε δεν ήξεραν τίποτα για τον πατέρα μου. Δεν μαθεύτηκε ο πατέρας μου ότι τον είχαν πιάσει στο Καρπενήσι και τσι πήρανε κρυφά αυτοί, που ξέρανε και τους πήρανε και τους σκότωσανε. Και μας ήρθε το χαρτί — λέω — ν’ απολυθεί ο πατέρας μου απ’ την φυλακή. Θα να ’μουνα 17-18 χρονών. Ήρθε το χαρτί ν’ απολυθεί ο πατέρας μου απ’ τη φυλακή. Ποια φυλακή;

Γ.Φ.:

Δηλαδή το δικαστήριο τον έβγαλε ότι ήτανε για φυλακή-

Β.Κ.:

Ναι-

Γ.Φ.:

Κι αυτοί τους εκτέλεσαν.

Β.Κ.:

Κι ας μην πέρασε πουθενά δικαστήριο. Φαντάσου. Φαντάσου τι ζωή έκαμαμε.

Γ.Φ.:

Κι εσείς μείνατε ορφανοί μετά;

Β.Κ.:

Ορφανοί; Σου λέω, πήγαμε… Ούτε σπίτι ούτε φλιτζάνι να πιείς νερό. Είχαμε, ηβρήκαμε ένα γαϊδουράκι και πάαινε ο αδερφός μου ξύλα στο Καρπενήσι. Φόρτωνε το γαϊδουράκι και πάαινε πούλαγε τα ξύλα 10 δραχμές κι έφερνε. Τη μια τη μέρα έφερνε δύο κούπες, την άλλη μέρα έφερνε δυο πιάτα, την άλλη την ημέρα έφερνε τέσσερα πιρούνια, την άλλη δυο κουτάλια. Έτσι τα ενώσαμε να φτιάξουμε νοικοκυριό, να μείνουμε. Και εχτίσαμενε ένα σπιτάκι στο παλιό το σπίτι που είχανε κάψει και εφτιάξαμε ένα σπιτάκι ισόγειο και μείναμε τα χρόνια αυτά, όσο που σκόρπισαμε.

Γ.Φ.:

Σας κάψανε και το σπίτι δηλαδή;

Β.Κ.:

Δεν άφησαν τίποτα, σου λέω. Τίποτα! Τίποτα. Το χωριό το είχανε κάψει όλο. Δυο σπίτια μονάχα είχανε μείνει στο χωριό. Τα έκαψαν οι Γερμανοί τα σπίτια ύστερα, όλα. Δεν άφησαν τίποτα.

Κ.Π.: Πριν.
Γ.Φ.:

Εσείς τι τρώγατε τότε; Τι είχατε να φάτε;

Β.Κ.:

Τίποτα. Δούλευα. Δούλευα όλη την ημέρα. Ό,τι εβγάναμε απ’ το χωράφι. Τίποτα. Και δεν έβρισκες και μεροκάματο τότε. Ποιος έπαιρνε μεροκάματο; Ποιος είχε να πληρώσει; Τίποτα, σου λέω. Αυτά, πάαινε στο Καρπενήσι με το γαϊδουράκι, ήφερνε ένα μισόκιλο ψωμί. Την άλλη ήφερνε πέντε πατάτες. Έτσι εζήσαμε, με το τίποτα δηλαδή. Κι έτσι πέρασαμε πολύ καιρό. Πολύ καιρό, ώσπου να φτιάξουμε, με αγωνία να μπούμε μέσα. Και πότε να φτιάξεις παράθυρα; Με τι να τα φτιάξεις, να μπεις μέσα; Περάσαμε πολύ άσχημη ζωή. Τι να σου πω άλλο, ρε παιδιά; Ξέρω εγώ τι άλλο;

Γ.Φ.:

Από δουλειές τι κάνατε; Τι μπορούσατε να κάνετε;

Β.Κ.:

Τίποτα, δεν ήμασταν κανένας ούτε γραμματισμένος. Σχεδόν αγράμματοι όλοι. Εγώ μοναχά επήγα μέχρι την Πέμπτη του Δημοτικού. Οι άλλοι Πρώτη Δημοτικού. Δεν έμαθε κανένας γράμματα. Κι έτσι έζησαν. Ο ένας έχει παντρευτεί και έχει έρθει εδώ στη Λαμία, η αδερφή μου η άλλη — εχθές πέθανε, προχθές. Όχι χθες. Προχθές πέθανε.

Γ.Φ.:

Συλλυπητήρια κιόλας.

Β.Κ.:

Ευχαριστώ. Και ούτε την είδαμε — ήταν στο Καρπενήσι αυτή, στην κόρη της — ούτε την είδαμε ούτε την άκουσαμε.

Γ.Φ.:

Χωριστήκατε τελείως;

Β.Κ.:

Χωριστήκαμε. Ύστερα, τώρα και με τον κορωνοϊό δεν κότουσαμε να πάμε κανένας. Γιατί κόλλησε τον κορονοϊό και δεν κότουγαμε να πάμε στην κηδεία.

Γ.Φ.:

Θα μου πείτε λίγο και για τον αδερφό σας;

Β.Κ.:

Ποιον τώρα αδερφό θέλεις;

Γ.Φ.:

Θα μου πείτε λίγο για τον αδερφό, που τον εκτέλεσαν κι αυτόν με το αεροπλάνο;

Β.Κ.:

Τον αδερφό μου — όχι δεν τον θυμήθηκα, τον θυμήθηκα — αλλά δεν ήμασταν μαζί για να ξέρω πότε. Πήγανε δυο κοπέλες και [00:25:00]βρήκαν τα ρούχα του. Τον είχε μάσει ένας. Ήταν απ’ το ίδιο το χωριό. Ήταν στο ίδιο μνήμα πεσμένοι μέσα, σαν μνήμα -λέει- ήταν ανοιχτό κι έπεσανε μέσα εκεί να κρυφτούνε κι ο άλλος από πάνω δεν τραυματίστηκε και ο δικός μας ο αδερφός πήγε από τραύμα, πάει στον τόπο. Και κατά εκεί τον έθαψαν, στον Δομνίστα. Με το αεροπλάνο αυτός.

Γ.Φ.:

Μπορείτε να μου πείτε λίγο το περιστατικό, πώς έγινε;

Β.Κ.:

Δεν ξέρω.

Γ.Φ.:

Δεν ξέρετε;

Β.Κ.:

Δεν το ξέρω το περιστατικό για να στο πω αυτό.

Γ.Φ.:

Αλλά αυτό ήτανε με τους Γερμανούς;

Β.Κ.:

Όχι! Με τ’ αντάρτικο!

Γ.Φ.:

Με το αντάρτικο;

Β.Κ.:

Με τ’ αντάρτικο. Τον άλλον τον αδερφό μου τον έπιασανε — αυτός έχει τρία χρόνια πέθανε, τώρα πέθανε. Αυτός ήτανε 15 χρόνια φυλακή. Πέρασε τις φυλακές όλες. Μακρόνησος και Μυτιλήνες κι εγώ δεν θυμάμαι. Πού να τις θυμάμαι όλες να τις πω, πού είχε πάει. Και εν τέλει, δεν δήλωνε μετάνοια και δεν τον έβγαλανε. Όλοι βγήκανε κι ήταν ο τελευταίος.

Γ.Φ.:

Δεκαπέντε χρόνια μέσα στη φυλακή;

Β.Κ.:

Δεκαεπτά ακριβώς, με τα δυο που ’μαστανε… Δεκαεπτά χρόνια.

Γ.Φ.:

Και τον ξαναείδατε μετά;

Β.Κ.:

Ναι, ήρθε στο χωριό, ξαναπαντρεύτηκε. Είχε αφήσει παιδί 40 ημερών αυτός και τον πήρε, τον είχε ο πατέρας μου με τη μάνα μου και τη νύφη κοντά και το μωράκι. Και εκεί το μεγάλωναμε και αυτός ήτανε αντάρτης, ο αδερφός μου. Κι ύστερα τον έπιασανε. Γράμμα μας έστελνε από την φυλακή, ότι τον έπιασαν. Και κάθισε — σου λέω — 17 χρόνια φυλακή και δεν έβγαινε, δεν πρόκειται να βγει. Δεν δήλωνε μετάνοια. Δήλωσε και την ανακάλεσε.

Γ.Φ.:

Στα γράμματα τι σας έλεγε, θυμάστε;

Β.Κ.:

Τι μας έλεγε; Να ψηφίσουμε τον Τραχανή. Δεν ξέρω ποιος ήταν ο Τραχανής, τότε αριστερός κάποιος ήτανε. Ο νους του ήταν εκεί, στο κόμμα. Στο κόμμα! «Θα γίνουν εκλογές και να πείτε χαιρετίσματα». Δεν έλεγε «να ψηφίσετε». «Να πείτε χαιρετίσματα στον φίλο μου τον Τραχανή». Ναι.

Γ.Φ.:

Στο χωριό ερχόντουσαν γενικά πολλοί πολιτικοί εκπρόσωποι; Ερχόντουσαν εκεί πέρα και ζητούσανε ψήφους;

Β.Κ.:

Έρχοντανε, έρχοντανε, έρχοντανε. Όλοι πέρασανε. Και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. πέρασε και της Νέας Δημοκρατίας πέρασανε και το Κ.Κ.Ε. πέρασανε. Απ’ όλα πέρασαν.

Γ.Φ.:

Γι’ αυτό υπήρχε έντονη διαμάχη εκεί πέρα;

Β.Κ.:

Ε, βέβαια υπήρχε. Δεν ήμασταν και ποτέ αγαπημένοι, όπως καταλάβατε. Τώρα άμα ξέρεις ότι προδίδει τον πατέρα σου ο άλλος, να τον σκοτώσει, τον πιάνεις φίλο εσύ; Έτσι ήταν, ρε παιδάκι μου. Δεν ξέρω τι άλλο θέλεις να σου πω.

Γ.Φ.:

Άμα μπορείτε να μου πείτε λίγο για την πρώτη την φυγή. Όταν φύγατε πρώτη φορά από το σπίτι, θυμάστε καθόλου την διαδρομή πώς ήτανε-

Β.Κ.:

Το θυμάμαι-

Γ.Φ.:

Το ταξίδι αυτό;

Β.Κ.:

Το θυμάμαι. Την διαδρομή. Έφυγαμε απ’ το χωριό και πήγαμε στο Κρίκελλο. Εκεί εμέναμε όλοι μαζί σ’ ένα δωμάτιο. Ήμαστανε πολλοί απ’ το χωριό το δικό μου, ήμαστανε πολλοί εκεί μέσα. Εκεί μάθαμε ότι σκοτώθηκε ο αδερφός μου και κλαίγανε δυο κοπέλες οι μεγάλες: Η νύφη μου, αυτή που είχε αυτόν που ήταν φυλακή, η νύφη μου και μια άλλη κοπέλα, γειτόνισσα. Έκλαιγαν τη νύχτα και δεν ήξεραμε γιατί. Γνώρισαν τα ρούχα που πήρε το πρωί, που πήγαν να πλύνουν τα ρούχα. Ήφεραν τα ρούχα των σκοτωμένωνε κι εκεί καταλάβαμε ότι… Κι ήρθε η μάνα μου το βράδυ και είπαμε στη μεγαλύτερη την αδερφή μου, λέει: «Να μην πεις τίποτα απόψε το βράδυ. Να φέξει η μέρα αύριο κι ύστερα να της το πούμε». Μόλις ήρθε κι επέσαμε ξάπλα, εμένα με βάλανε πιο μέσα. Κοιμήθηκε η άλλη η αδερφή μου, η μεγαλύτερη απ’ την μάνα και δεν βαστούσε να πέσει, τα ’πε. Άντε τι έφτιαξε. Σείστηκε το χωριό το βράδυ. Σου λέει: «Τώρα στα 18 χρονών και να μην τον ιδώ;». Και αυτά. Και ύστερα σκορπίσαμε σου λέω. Ύστερα πήραμε τα χωριά, ψάχνοντα όλα. Αφού — σου λέω — μέχρι που πήγαμε στο τέτοιο, να περάσουμε έξω.

Γ.Φ.:

Φτάσατε στα σύνορα;

Β.Κ.:

Όχι. Μας είπανε ότι τα έκλεισε ο Τίτο τα σύνορα, τότε που έφταναμε εμείς. Δεν έφτασαμε στα σύνορα.

Γ.Φ.:

Δεν προλάβατε…

Β.Κ.:

Δεν προλάβαμε να τα πατήσουμε τα σύνορα.

Γ.Φ.:

Είχατε κάποιον να σας περιμένει ή έτσι πηγαίνατε;

Β.Κ.:

Όχι. Έτσι πηγαίναμε. Έτσι πηγαίναμε, οικογενειακώς όπως [00:30:00]ήμασταν.

Γ.Φ.:

Μαζί τι είχατε πάρει;

Β.Κ.:

Τροφή, ψωμάκι και τέτοιο. Εκεί βρίσκαμε. Στα χωριά εκείνα βρίσκαμε από κει. Μας έδιναν φαΐ. Αλλά από εδώ δεν υπήρχε τίποτα. Δεν ήτανε άνθρωπος πουθενά σε χωριό να βρεις να ζητήξεις. Πουθενά! Ήρθαμε μέχρι τη Λαμία, απέναντι απ’ τη Λαμία σ’ ένα χωριό και βρήκαμε έναν τενεκέ με καλαμπόκι και το έβραζε η μάνα μου όλη νύχτα, για να μας δώσει το πρωί. Κάθισαμε 12 μέρες νηστικοί. Τη Γκιώνα την περπάτησαμε όλη νηστικοί. Γιατί πήγαμε από κει: Γκιώνα, Βαρδούσια, αυτά τα φέραμε όλα με τα πόδια. Χιόνια! Υστέρα, έλιωνε το χιόνι και δεν εβρίσκαμε νερό πουθενά. Και είχαμε από μια ποδιούλα και βάζαμε από λιγάκι χιόνι μέσα κι εβάναμε στο στόμα μας για νερό.

Γ.Φ.:

Θυμάστε ποια βουνά ήταν αυτά;

Β.Κ.:

Δεν κατάλαβα.

Γ.Φ.:

Σε ποια βουνά ήταν αυτά;

Β.Κ.:

Η Γκιώνα και τα Βαρδούσια.

Γ.Φ.:

Και ό,τι βρίσκατε να φάτε κι ό,τι-

Β.Κ.:

Κι ύστερα βρίσκαμε τις τσουκνίδες. Τις ξέρετε τις τσουκνίδες; Ε, οι τσουκνίδες ήταν τόσες δες. Και βρήκαμε από καταυλισμό— ήτανε στρατός κι είχε καταυλισμό — και βρήκαμε κουτιά με γάλα σκόνη. Μισά κουτιά. Ποιος τα κοιτάει αν ήταν μισά και άμα ήτανε ολόκληρα! Εκεί στάθηκαμε κι έφαγαμε για πρώτη μέρα, που ήμασταν 12 μέρες νηστικά.

Γ.Φ.:

Πώς αντέξατε;

Β.Κ.:

Ναι. Κι έλεγε ο πατέρας μου — Θεός σχωρέσ’ τον — λέει: «Μη φάτε πολύ». Σου λέει: «Θα μείνουνε». Σου λέει: «Άμα το φας όλο μαζί τώρα, πάει το στομάχι». Το θέμα ήταν άδειο το στομάχι ντιπ. Έφαγαμε τα τσουκνίδια μπροστά, τα τσουκνίδια μας έκοψαν ντιπ. Δεν μπορούσε να πάρει κανένας τα πόδια του. Με τα τσουκνίδια που φάγαμε εκόπηκαμε. Δεν ήταν τροφή, βλέπεις. Τι ήταν ναι, να μας κρατήσει, να περπατήσουμε; Αν δεν βρίσκαμε τα κουτιά από το γάλα κι αυτά, τις κονσέρβες μισοκομμένες κι αυτά… Τότε δεν πάθαινε κανένας δηλητηρίαση. Κι αυτά, ρε παιδιά. Δεν θυμάμαι. Δεν ξέρω τι άλλο να σας πω. Πες. Ρώτα.

Γ.Φ.:

 Δηλαδή μετά τις 12 μέρες, τις δύσκολες, γυρίσατε πίσω στο κατάλυμα;

Β.Κ.:

Όχι, γυρίσαμε τότε και ήρθαμε στη Λαμία απ’ έξω. Ήρθαμε μέχρι την Λαμία απ’ έξω, στην Γραμμένη Οξιά. Δεν ξέρω άμα ξέρετε χωριά απ’ αυτού. Ήρθαμε μέχρι εκεί. Εκεί βρήκαμε αλεύρι το βράδυ και πήραμε — ζύμωνε η μάνα μου όλη νύχτα — κι από πάνω ακούγαμε τραγούδια. Κι από πάνω που τραγούδαγανε λέγαμε: «Είναι αντάρτες». Γιατί ήταν τα χωριά με αντάρτες ακόμα, δεν ήτανε… Νόμιζαμε είναι αντάρτες κι αυτός ήταν στρατός. Μας κάνανε καρτέρι το πρωί και μας… Φτάνουμε, είχαμε κι ένα άλλο παιδάκι κοντά, ένα ξένο παιδάκι μαζί, μας ήβρηκε, σκοτώθηκε εκείνο. Μας πήρανε… Ήτανε ένα αυλάκι, ποτιστικό αυλάκι και πάαινε όλο ζινγκ-ζανγκ τ’ αυλάκι, ναι. Κι εκεί προφυλάσσομασταν κι έτρεχαμε. Πάμε και σταματάμε. Σταμάτησαν τα όπλα, νόμισαμε μας άφησανε. Σταματάμε, βρίσκουμε κάτι μελίσσια, πάει να βγάλει μέλι μια που ‘ξερε. Όσο να βγάλουμε το μέλι, πάμε να σηκωθούμε να φύγουμε, μετά αρχίζανε. Φτάνανε αεροπλάνα και στρατός και γένοτανε σαν να έχουμε πόλεμο.

Γ.Φ.:

Πέφτανε οι βόμβες; Θυμάστε;

Β.Κ.:

Α! Ήταν ένα ρέμα μεγάλο, δεν ξέρω, ούτε τ’ άκουσα ούτε το ξέρω ποτέ να σας το πω. Πού ήμασταν ξέρω, αλλά πώς το λέγαν δεν τα ξέρω, αυτά τα… Εμείς ήμασταν στο Γαρδίκι τότε. Φτάσαμε στο Γαρδίκι κι εκεί σταμάτησαμε την ημέρα και ήταν ένας από το χωριό εκεί και μας τάισε και μας πότισε.

Γ.Φ.:

Ο Στρατός πώς ήξερε ότι ήσασταν εκεί και σας κυνηγούσε;

Β.Κ.:

Μας έκαμε το βράδυ, που άναψαμε φωτιές και μαγείρευαμε. Μαγείρευαμε όλη τη νύχτα.

Γ.Φ.:

Είδε τις φωτιές;

Β.Κ.:

Τις φωτιές και τους καπνούς. Μας πήρε η μέρα, ώσπου να ξεκινήσουμε. Λέγαμε: «Είναι αντάρτες». Δεν βάναμε ποτέ στο νου μας για στρατό εκεί. Αλλά μπροστά μας κι εκεί.

Γ.Φ.:

Και σας κυνήγησε ο στρατός-

Β.Κ.:

Εκεί μας κυνήγησε πολύ. Πολύ δρόμο, αλλά δεν έφαγε κανέναν. Έφαγε το παιδάκι το ξένο μοναχά, το σκοτώσανε. Γύρισε ο πατέρας μου και το ’βρηκε. Τι να το κάνω;

Γ.Φ.:

Μετά από πόσο καιρό σας πιάσανε;

Β.Κ.:

Α, μας πιάσανε πολύ αργότερα. Ύστερα που πέρασαν αυτά εδώ. Ύστερα ήρθαμε στο δικό μας εδώ και μείναμε για πάντα.

 [00:35:00]

Γ.Φ.:

Πέρασαν κάποια χρόνια δηλαδή;

Β.Κ.:

Δυο χρόνια ήμαστανε. Δυο χρόνια. Δυο χρόνια ήταν το αντάρτικο.

Γ.Φ.:

Κι είχε κάθε μέρα κυνηγητό, όπως είπατε;

Β.Κ.:

Όχι. Όχι, εδώ στο δικό μας δεν μας ήξερανε. Ήμασταν κρυμμένοι. Είχαμε φτιάξει — σου λέω — τις καλύβες μας, τα κρεβάτια μας, τα τέτοιο και κοιμόμασταν, ήμαστανε άνετοι. Δεν είχαμε φόβο. Δεν είχε μπει ο στρατός μέσα για να ψάξει, για να βρει. Και δεν το… Κι ένα βράδυ έρχομασταν από ένα άλλο χωριό και είχαμε τον γάιδαρο φορτωμένο με γάστρες και κατσαρόλια. Και τι δεν είχαμε! Κι ό,τι είχαμε για να φάμε. Πάαιναμε πάλι σε καλύβια δικά μας, που είχαμε φτιασμένα. Μόλις φτάνουμε εκεί, ακούμε σαν ροχαλητό. Λέει ο πατέρας μου: «Είναι κόσμος μέσα στα καλύβια». Λέει: «Άει, που είναι κόσμος! Πού τσ’ άκουσες;», λέει η μάνα μου. Λέει: «Δεν το άκουσες το ρούχνισμα», λέει. «Άμα ήσαν εσύ — λέει, η μάνα μου ροχάλιζε πολύ — άμα ήσαν εσύ, θα μας έπιαναν. Θα μας έπιαναν ομαδικοί». Αλλά τσ’ έπιασαμε εμείς και παίρνουμε τον γάιδαρο, αλλάζουμε δρόμο και μετά κρύφτηκαμε αλλού. Όλο, όλο αυτά είχαμε.

Γ.Φ.:

Αυτοί στα καλύβια τι ήτανε;

Β.Κ.:

Ο στρατός.

Γ.Φ.:

Στρατός.

Β.Κ.:

Στρατός. Στρατός μέσα ξάπλα, κοιμόνταν. Φαίνονταν μέσα, λες και είχανε φώτα μέσα, ντιπ. Είχανε φωτιές αναμμένες και φαίνοντανε.

Γ.Φ.:

Και ευτυχώς δεν σας πιάσανε εκεί.

Β.Κ.:

Δεν μας πιάσανε εκεί. Καλύτερα να μας έπιαναν εκεί. Καλύτερα θα γλιτώναμε.

Γ.Φ.:

Γιατί το λέτε αυτό;

Β.Κ.:

Γιατί δεν θα να ’ταν οι δικοί μας, οι Λασπιώτες. Δεν θα να ’ταν χωριανοί, γι’ αυτό. Θα μας έκαναν κατά την Λαμία, δεν θα μας έκαναν κατά το Καρπενήσι. Αυτό ήταν το… Κι έμειναμε χωρίς κανένανε. Δεν ξέρω, ρε παιδάκι μου, τι άλλο να σου πω.

Γ.Φ.:

Πείτε μου λίγο ακόμη για εκείνη τη μέρα, που σας πιάσανε και μετά, πείτε μου λίγο για τη μετέπειτα ζωή και θα το κλείσουμε κάπου εδώ.

Β.Κ.:

Αυτού που μας έπιασαν — είπα —ξεκινήσαμε, κατάλαβαμε ότι ήταν εκεί κι ήρθαμε — σου λέω — κοντά στον στρατό. Και κρύφτηκαμε. Άλλος επάνω σε έλατο, άλλος τρυπωμένος από κάτω στα έλατα, άλλος… Όπου ο καθένας μπόραγε να τρυπώσει. Αυτού ήμασταν κι άλλοι. Τέσσερις…

Γ.Φ.:

Οικογένειες φαντάζομαι.

Β.Κ.:

Οικογένειες. Τρεις οικογένειες ήμαστανε και δυο γερόντια, αλλά κανένας δεν γλίτωσε. Ήταν το χωριό πολύ κατά.

Γ.Φ.:

Τους αφανίσαν όλους γενικά.

Β.Κ.:

Εμείς δεν έμεινε κανένας. Κανένας. Όσοι ήτανε τέτοιο… Όποιος έχει μέσον. Από μας δεν είχε κανένας μέσον για να ζήσει. Και ήρθαμε στο χωριό και έζησαμε στο χωριό ύστερα. Αλλά τέτοια ζωή…

Γ.Φ.:

Να προσπαθείτε από 10 χρονών να επιβιώσετε μόνη σας;

Β.Κ.:

Περπάτησαμε την Γκιώνα και τα Βαρδούσια χωρίς ποδεσιά (=παπούτσια). Εννιά χρόνων, σε λέω. Πότε μ’ έπαιρνε ζαλίκα (=στους ώμους) ο πατέρας μου, όπου έβλεπε το χιόνι και γλίστραγα. Είχαμε τα τσαρούχια στα ποδάρια μας κι έφευγαν τα τσαρούχια, γλίστραγαν απ’ το χιόνι κι έπεφτες χειρότερα. Και τα πέταξαμε ντιπ κι ήμασταν ντιπ ξυπόλυτοι. Ξυπόλητοι ντιπ. Κοιμήθηκαμε σε τόσο χιόνι επάνω το βράδυ και το πρωί βρέθηκαμε στη γης. Απ’ τη ζέστα το κορμί μας, δεν μπόρεγαμε ν’ ανεβούμε στο χιόνι το πρωί, ν’ ανεβούμε επάνω. Φαντάσου ζωή!

Γ.Φ.:

Είχατε ρούχα να είστε ντυμένοι;

Β.Κ.:

Τι ρούχα να έχεις; Δυο χρόνια να γυρεύεις και να μη βρίσκεις τίποτα πουθενά. Και περπάτησαμε και πάλι ανάμεσα σε στρατό. Έρχομαστανε πάλι σ’ ένα βουνό, «Κάλι» το λέγανε. Πού είναι δεν ξέρω. Πέρασαμε κι ήτανε χειμώνας κι ήτανε χιόνια. Κι όπως πάγαιναμε, ήταν ένα δρομάκι, από πέρα φαίνονταν φωτιές. Ήταν στρατός. Πέρασαμε, βρίσκουμε ένα μωράκι απαρατημένο, κοπανάκι — τόσο να ήτανε — με μια πιπίλα στο στόμα και το ’χαν αφήσει σ’ έναν ήλιο και το παράτησαν κι έφυγανε. Περνάει η νύφη μου, που είχε το παιδί και λέει: «Θα το πάρουμε». «Πού να το πάμε;», της λέει ο πατέρας της. «Με τι θα το βυζάξεις; Έχουμε γάλα; Τι θα του δώσεις αυτουνού; Τρώει;». Και δεν το πήραμε το μωράκι. Τ’ άφησαμε μ’ ένα γαλανό, το θυμάμαι, μια πάνα θαλασσιά ήτανε. Και τ’ άφησαμε κι έφυγαμε. Και λέει ο πατέρας μου: «Τώρα αυτού, που έχουν τις φωτιές δεν θα ’ναι Στρατός. Δεν θα κάθονται δίπλα στη φωτιά. Θα περάσουμε εμείς δίπλα στην [00:40:00]φωτιά». Πέρασαμε εμείς και δεν μας έπιασε κανένας. Δεν μας πήραν είδηση το βράδυ εκεί. Αλλά πέρασαμε ντιπ μέσα στον Στρατό.

Γ.Φ.:

Κοιμόντουσαν αυτοί;

Β.Κ.:

Κοιμόντουσαν. Είχανε τις φωτιές αναμμένες, έριχναν ξύλα — ξύλα μισοβρεγμένα, γιατί ήτανε χιόνι ακόμη — και πιάσανε την άκρη. Σου λέει: «Από κει που θα περάσετε» Αλλά ο πατέρας μου τα πονηρεύονταν αυτά, τα ’ξερε. Και λέει: «Θα περάσουμε δίπλα απ’ τις φωτιές». Και πέρασαμε και δεν έπιασαν κανέναν. Αλλά, τι το θέλεις…

Γ.Φ.:

Ο πατέρας πώς είχε τόσες γνώσεις;

Β.Κ.:

Κι ο πατέρας μου ήταν και μικρός, 43 χρονών. Δεν ξέρω. Δούλευε όλα του τα χρόνια στα ξένα. Ερχόταν ολοένα για δουλειά στσ’ Αχινούς, στι κάμπους εδώ, για ελιές, παντού. Είχε πολλή γνωριμία ο πατέρας μου, ήταν πολύ γνωστός. Τον έπαιρνανε, του στέλνανε γράμμα πού θα πάει να πιάσει δουλειά. Ήτανε πολύ. Αλλά — σου λέω — ήτανε τρία άτομα, που δούλευαν το πριόνι. Τα δυο τ’ αδέρφια μου κι ο πατέρας μου. Ξέρω γω, ρε παιδί μου. Δεν ξέρω αλλά να πω.

Γ.Φ.:

Μία τελευταία ερώτηση θα σας κάνω μόνο.

Β.Κ.:

Κάμε. Κάμε ό,τι θέλεις.

Γ.Φ.:

Μείνατε ορφανή, είχατε την αδερφή σας και τον αδερφό σας μόνο-

Β.Κ.:

Ναι.

Γ.Φ.:

Και προσπαθούσατε να βγάλετε πέρα.

Β.Κ.:

Τίποτα. Σε λέω, με το γαϊδουράκι στο Καρπενήσι.

Γ.Φ.:

Αυτό πώς επηρέασε όλη τη ζωή σας μετά; Χωρίς γονείς, χωρίς τίποτα.

Β.Κ.:

Όχι, ύστερα εζήσαμε. Μεγάλωσαμε, επιάσαμε δουλειά, ο καθένας στο μεροκάματό του. Έζησαμε ύστερα. Καλά έζησαμε. Δεν ήμασταν, δηλαδή, να πεινάμε για ψωμί. Μεγάλωσαμε κι οι τρεις ύστερα. Εγώ έφυγα απ’ το σχολείο και πήγα μεροκάματο κατευθείαν. Τίποτα άλλο.

Γ.Φ.:

Πότε φύγατε από το Καρπενήσι;

Β.Κ.:

Δεν κατάλαβα;

Γ.Φ.:

Απ’ το Καρπενήσι πότε φύγατε; Απ’ το χωριό, απ’ το χωριό!

Κ.Π.: Τώρα, πριν 2-3 χρόνια.
Γ.Φ.:

Α, τώρα φύγατε;

Κ.Π.: Ναι.
Β.Κ.:

Τώρα. Εγώ τώρα έρχομαι, τρίτο χρόνο έρχομαι εδώ. Στο χωριό κάθομαι. Καθόμουν, αλλά τώρα δεν κάθομαι. Ποιος θα καθίσει τώρα στο χωριό, εγώ κι ο γέρος; Τώρα δεν είμαστε για το χωριό. Είμαστε και οι δυο μισοί.

Γ.Φ.:

Ωραία, νομίζω είπαμε αρκετά. Ευχαριστούμε πάρα πολύ.

 Κ.Π.: Για το σχολείο δεν θες να πεις, τότε που έλεγες ότι δεν προλάβαινες, που δούλευες; Δεν τα θυμάσαι αυτά;
Β.Κ.:

Α, που δεν πάαινα κάθε μέρα σχολείο! Δεν πάαινα κάθε μέρα. Όχι. Είχα δάσκαλο καλόν, όμως. Με υποστήριζε πάντα ο δάσκαλος.

Γ.Φ.:

Σας άρεσε το σχολείο;

Β.Κ.:

Ναι, όχι όμως για να προχωρήσω. Όχι. Ήθελα να βγάλω το Δημοτικό, αλλά… Έφτασα 14 χρόνων, τι να βγάλω; Δυο χρόνια στο αντάρτικο. Στη Λαμία, στο τέτοιο, να γυρίσουμε…

Γ.Φ.:

Πότε να προλάβεις;

Β.Κ.:

Πότε να προλάβω. Πήγα στα 14, έφυγα ύστερα. Μόλις μπήκα στα 14, έφυγα απ’ το σχολείο. Πού να πάω; Μέχρι την Έκτη τάξη. Δεν την έβγαλα κι αυτήν. Μου ’φτασαν, δεν ήθελα περισσότερα. Μου ’φτασαν τα γράμματα που έμαθα, μου ’φτασανε.

Γ.Φ.:

Και συνεχίσατε την ζωή εκεί πέρα;

Β.Κ.:

Ναι. Όχι, τώρα ήμασταν καλά. Είμαστε συνταξιούχοι κι οι δυο, καλά έζησαμε. Τα χρόνια μας που παντρεύτηκαμε καλά έζησαμε. Δεν περάσαμε φτώχεια.

Γ.Φ.:

Αλλά αυτές οι παιδικές αναμνήσεις ήταν λίγο δύσκολες.

Β.Κ.:

Τα παιδικά τα χρόνια ήτανε πολύ άσχημα. Πολύ.

Γ.Φ.:

Θυμάστε κάποια μέρα, κάποιο περιστατικό να μου πείτε από αυτές τις άσχημες συνθήκες σαν παιδάκι;

Β.Κ.:

Το άλλο χειρότερο ήταν που μας είχαν στο αυλάκι, που έριχναν τα αεροπλάνα από πάνω. Δεν ήξερες από που να φυλαχτείς. Πίσω να φυλαχτείς, που έφευγαν οι σφαίρες; Οι σφαίρες τις άκουγες κι έκαναν «βζινγκ» στ’ αυτιά μας, «βζινγκ»! Από πού να φυλαχτείς; Από πού να ξέρεις να φυλαχτείς; Αλλά δεν ήταν μοναχά οι δικοί μας. Αυτήν ήταν η χειρότερη μέρα και θυμάμαι το παιδάκι που το κλαίγαμε.

Γ.Φ.:

Το πιο δύσκολο ήταν ότι ήταν δικοί σας άνθρωποι.

Β.Κ.:

Ναι, ναι. Τι να κάνουμε, παιδάκι μου! Πέρασανε. Πέρασαν κι αυτά. Δεν ξέρω τίποτα άλλο να σου πω, δεν θυμάμαι τίποτα άλλο.

Γ.Φ.:

Για το τέλος του Εμφυλίου τι έχετε να πείτε;

Β.Κ.:

Τίποτα. Τίποτα δεν θέλω να πω. Τι να πω; Τι να πω; Τι ψήφιζα;

Γ.Φ.:

Όχι, όχι, όχι.

Β.Κ.:

Τι έκανα; Αυτά φαίνονται.

Γ.Φ.:

Δεν λέω αυτά. Δεν λέω αυτά.

Β.Κ.:

Όχι, και να τα πεις, δεν με ενδιαφέρουν τώρα. Δεν με ενδιαφέρουνε.

Κ.Π.: Εννοεί για το τέλος της κατάστασης.
Γ.Φ.:

Για το τέλος ότι-

Β.Κ.:

Τώρα — σου λέω — τα πέρασα καλά, δεν τα… Πώς θέλεις να σου πω; Ήμουνα παντρεμένη και τα πέρασα καλά τότε τα χρόνια. Δεν πέρασα άσχημα.

Γ.Φ.:

Ηρέμησε λίγο η κατάσταση.

Β.Κ.:

Ηρέμησε πολύ. Ηρέμησε, όχι ηρέμησε. Ε, ύστερα δεν μ’ ένοιαζε. Ό,τι και να ’λεγαν δεν με ένοιαζε. Τ’ άκουγα και τα καλά τ’ άκουγα και τ’ άσχημα.

Γ.Φ.:

Δηλαδή υπήρχαν σχόλια αρνητικά;

Β.Κ.:

[00:45:00]Α, καλά! Να μην μας δώσει κανένας ψωμί. Φαντάσου.

Γ.Φ.:

Ενώ ήσασταν παιδάκια.

Β.Κ.:

Ας ήμασταν παιδάκια. Ας ήμασταν παιδάκια. Πάαινα στο σχολείο και έδινα με 50 λεπτά, 50 λεπτά για να γραφτείς, να πάρεις γάλα. Δεν είχα να δώσω ποτέ 50 λεπτά. Πόσα ήταν τα 50 λεπτά για πρωινό; Δεν το είχα ποτέ κι έτσι δεν…

Γ.Φ.:

Τι σας λέγανε, ας πούμε;

Β.Κ.:

Τι να μου πούνε; Ποιος θα μου τα δώσει; Αφού καταλάβαιναν ότι δεν είχαμε. Δεν είχαμε να μας δώσει κανένας. Ύστερα, δεν ήταν κανένας. Ποιος; Ο άλλος που έκαμε 17 χρόνια φυλακή; Ποιος θα μας τα δώσει; Αυτός ήταν ο μεγαλύτερος στο χωριό. Η άλλη ήταν παντρεμένη.

Γ.Φ.:

Είχατε πει ότι μένατε με μια θεία.

Β.Κ.:

Ναι, τα πρώτα χρόνια. Κάθισαμε δυο χρόνια με τη θεια στο ίδιο καλυβάκι. Είχε κι αυτή ένα παιδί και πάαιναμε μαζί σχολείο, γι’ αυτό πάαινα εγώ σχολείο. Αλλιώς δεν μ’ έγραφαν σε σχολείο εμένα. Αλλά πάαινε το παιδάκι αυτηνής σχολείο και πάαινα κι εγώ. Ήταν ένα χρόνο μικρότερος από μένα.

Γ.Φ.:

Ωραία, μην σας κουράσω άλλο.

Β.Κ.:

Δεν ξέρω, ρε παιδάκι μου, άμα θες να ρωτήσεις τίποτα άλλο. Ξέρεις τίποτα άλλο, ρώτα. Εμένα δεν με κουράζεις, αυτά τα ’χω περασμένα, τα ξέρω.

Γ.Φ.:

Δεν ξέρω, άμα θέλετε να μου πείτε κάτι άλλο για την κατάσταση στο χωριό κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου; Ποιοι ερχόντουσαν εκεί πέρα, ποιοι μιλούσανε;

Β.Κ.:

Α, να σου πω την αλήθεια, εγώ δεν πολύ-

Γ.Φ.:

Ήσασταν και μικρή-

Β.Κ.:

Όχι, ούτε και πάαινα. Δεν πάαινα. Τώρα μίλαγε το ΠΑ.ΣΟ.Κ, μίλαγε η Νέα Δημοκρατία, μίλαγε αυτά, δεν πλησίαζα.

 Κ.Π.: Το ΠΑ.ΣΟ.Κ δεν υπήρχε, ρε γιαγιά, τότε.
Β.Κ.:

Ήτανε το…

Κ.Π.: Το αντίστοιχο.
Β.Κ.:

Το αντίστοιχο. Δεν ήταν το ΠΑΣΟΚ, ήταν τ’ άλλο. Πώς το…

Κ.Π.: Μα τότε είχατε φύγει δύο χρόνια.
Β.Κ.:

Καλά…

Κ.Π.: Άρα δεν μπορούσες να είσαι στο χωριό, να ξέρεις τι γίνεται.
Β.Κ.:

Όχι, δεν ήμασταν 2 χρόνια.

Κ.Π.: Πιο πριν ήσουνα μικρή.
Β.Κ.:

Ναι, άιντε.

Κ.Π.: 5-6.
Β.Κ.:

Και αυτά τα νέα μας. Σας κούρασα πολύ αλλά…

Γ.Φ.:

Όχι, όχι. Ήταν πολύ καλά κι αυτά ήταν αρκετά και καλό είναι να τα ξέρει και ο κόσμος.

Β.Κ.:

Ας τα ξέρει. Δεν με νοιάζει. Όχι, γι’ αυτό δεν με νοιάζει.

Γ.Φ.:

Καλό είναι για να μαθαίνουμε τι γινόταν εκείνη την εποχή.

Β.Κ.:

Μακάρι να τα ξέρει ο κόσμος.

Γ.Φ.:

Όπως και να έχει, ευχαριστούμε πάρα πολύ.

Β.Κ.:

Τίποτα κι εγώ σε ευχαριστώ πολύ για την επίσκεψη.

Γ.Φ.:

Θα μου πείτε και κάποια τελευταία πράγματα λίγο για τις μέρες στη φυλακή, άμα μπορείτε. Τι άλλο συνέβη τότε;

Β.Κ.:

Όχι, εγώ στην φυλακή είπα ότι πέρναγα καλά, γιατί με γνώρισε ο χωροφύλακας. Ήτανε… Το είχε γεννήσει μάνα και γάλα κάθε μέρα το παιδί αυτό, αλλά…

Γ.Φ.:

Πείτε μου λίγο τι έγινε ακριβώς. Ήταν μία έγκυος…

Β.Κ.:

Μέσα στον θάλαμο που ήμασταν ήτανε μια έγκυος. Μια έγκυος, μια τραυματισμένη πολύ, σκουλήκιασε το πόδι της όλο εδώ και αυτή γέννησε τη νύχτα και δεν κατάλαβαν κανένας.

Γ.Φ.:

Μόνη της γέννησε;

Β.Κ.:

Μόνη της μέσα στον θάλαμο, όλες μέσα. Και σηκώνοτανε κάθε πρωί και έκοβε από λίγο και το πάαινει στο «μέρος», να μην πάρουν είδηση. Δεν ήθελε. Σου λέει: «Τι να μαθευτεί; Γκαστρωμένες;» και το είχε σε ντροπή η δόλια.

Γ.Φ.:

Θα την σκότωναν, άμα μάθαιναν ότι γέννησε;

Β.Κ.:

Ποιος ξέρει τι θα την έκαναν; Ποιος ξέρει; Ποιος ξέρει; Σου λέω ήταν ένα παιδί από δω απ’ το Μαυρίλο και η μάνα του δεν γέννησε χειρότερο παιδί. Αφού σου λέω, μας πλάκωσε με τις πεπονόφλουδες στο κεφάλι να μη μιλάμε. Να πει: «Τι λένε αυτά τώρα; Μικρά είναι». Τόσο τέρας ήτανε.

Γ.Φ.:

Σας είχανε άσχημη αντιμετώπιση;

Β.Κ.:

Α, σου λέω πολύ. Μας ελέγχαν πού θα πάμε την ημέρα. Σου λέει: «Τι λένε;». Ε, μίλαγαμε τώρα εμείς.

Γ.Φ.:

Θυμάστε τι άλλο σας έκαναν;

Β.Κ.:

Όχι, δεν μας έκαμαν εμάς. Δεν μας έκαμαν τίποτα. Ούτε μας πείραξαν, δεν μπορώ να πω.

Γ.Φ.:

Υπήρχε κάποιος άλλος που τον πείραξαν;

Β.Κ.:

Για να κόβουν ξύλο, έκοβανε. Ξύλο. Το βράδυ φώναζανε πολύ, αλλά ήταν νύχτα, δεν εβλέπαμε εμείς. Δεν χτύπαγαν ποτέ την ημέρα. Όλο τη νύχτα.

Γ.Φ.:

Για να μη βλέπουν οι υπόλοιποι;

Β.Κ.:

Για να μη βλέπουν οι υπόλοιποι και ποιονε να χτυπάνε. Αλλά — σου λέω — αυτός σηκώθηκε 01:00, νύχτα και βγήκε στο μπαλκονάκι, στα σκαλιά στο σχολείο  — σχολείο ήταν εκεί που μας είχαν — και άρχισε. Κι έλεγα: «Τι να λέει;». Πέρασε απ’ το μυαλό μου ότι είναι άσχημα αυτά που περνάγαμε και λέω: «Τι λέει αυτός; Θα τον σκοτώσουνε». Πού ήξερε ο δόλιος ότι τον είχανε για [Δ.Α.] το πρωί. Είχανε φτιαγμένο τάφο και τους πετάγανε [00:50:00]όλους μέσα.

Γ.Φ.:

Αυτός ποιος ήτανε που έβριζε;

Β.Κ.:

Σκιαδόπουλο τον έλεγανε. Βαγγέλη Σκιαδόπουλο.

Γ.Φ.:

Και γιατί τον είχανε για εκτέλεση;

Β.Κ.:

Α, αυτόν που είχαν για εκτέλεση; Αυτόν δεν το ξέρω. Δεν το θυμάμαι να στο πω. Είπα ο άλλος που μας χτύπαγε. Το παιδί αυτό όχι. Αυτό ήτανε καπετάνιος. Κάτι ήτανε με θέση στο αντάρτικο. Αλλά δεν ρώτησα ποτέ ποιος ήτανε. Τώρα άμα ρώταγα τη γειτόνισσα, που ήταν 18 χρονών, ήξερε. Αλλά δεν πήγε ποτέ στον νου μου.

Γ.Φ.:

Πείτε μου λίγο τι έγινε εκείνη την ημέρα πριν την εκτέλεση.

Β.Κ.:

Τίποτα. Όπως ήτανε, μίλησε, δεν τον άφησαν άμα θα μπει μέσα. Απ’ τα σκαλιά τον έβγαλαν έξω και τον έχασαμε, δεν ματαεμφανίστηκε. Και ύστερα μου είπε η άλλη — που σου λέω ήταν 18 χρονών — μου είπε: «Ξέρεις γιατί τα είπε αυτός αυτά;», λέει. «Όχι -λέω- γιατί τα ’πε; Τώρα τι θα τον κάνουνε;». «Τώρα -λέει- δεν ξέρεις; Τον σκότωσαν αυτόν τώρα». Αυτήν μου ’πε. Εγώ δεν ήξερα γιατί τα λέει αυτά.

Γ.Φ.:

Τι έλεγε ακριβώς;

Β.Κ.:

Δεν θυμάμαι, παιδάκι να σου πω. Όλο κατηγορίες. Πολλές κατηγορίες. Όλο κατηγόραγε για τον στρατό, αλλά δεν τα έδεσα στο μυαλό μου. Δεν νόγαγα, μωρέ. Άντε, 9 χρόνων τώρα, βάλε το παιδάκι να σου πει τι να αυτό…

Γ.Φ.:

Σας έδιναν τουλάχιστον να φάτε κάτι;

Β.Κ.:

Ναι, μας είχανε συσσίτιο κάθε μέρα. Μας είχανε καλοβράσει και μας είχανε συσσίτιο κάθε μέρα. Πάγαινες με το καραβάκι σου, το κατσαρόλι σου και σου έδινε μερίδα.

Γ.Φ.:

Τι φαγητό σας δίνανε;

Β.Κ.:

Φασόλια, φακές, ρεβίθια, τέτοια θα να ’τανε. Τέτοια ήτανε.

Γ.Φ.:

Για να επιβιώσετε μόνο.

Β.Κ.:

Σου λέει: «Θα τους ταΐζουμε κιόλα; Τσ’ έχουμε εδώ που τσ’ έχουμε, θα τους ταΐζουμε κιόλας;».

Γ.Φ.:

Και να έχετε και απ’ έξω να περνάνε και να βρίζουνε;

Β.Κ.:

Απ’ έξω όλοι. Όλοι. Μοναχά οι δικοί μας που γνώρίζαμε. Οι δικοί μας. Όποιος γνώριζε γνωστό μέσα δεν μίλαγε. Περνάγανε, έδειχναν με το νόημα: «Τι κάνετε; Πώς είστε;». Μιλιά κανένας. Αλλά εκείνοι, που ήτανε οι φασίστες δεν ξέρεις τι κουβέντες. Πολύ άσχημα.

Γ.Φ.:

Και σαν παιδάκι δεν σας πλήγωνε αυτό;

Β.Κ.:

Ας σε πλήγωνε! Κόταγες να μιλήσεις; Και τίνος να το πεις; Τίνος να το πεις; Σάματι είχαμε κανένα μεγαλύτερο, δικόνε μας να πεις, να μιλήσεις; Δεν είχαμε. Εμείς, βλέπεις, ήμασταν τα δυο μας μέσα στη φυλακή.

Γ.Φ.:

Και μετά βρήκατε τον αδερφό σας.

Β.Κ.:

Μετά βγήκε από τη φυλακή και αυτός. Αυτός ήταν σε άλλη φυλακή, ήταν στο Τρίκερι και τον άφησαν αυτόνε και ανταμωθήκαμε ύστερα όλοι μαζί στη Λαμία. Και ύστερα φύγαμε για το χωριό.

Γ.Φ.:

Εκεί στη φυλακή σας άφηναν να παίζετε, να κάνετε οτιδήποτε ή δεν μπορούσατε;

Β.Κ.:

Ναι, ναι. Εμάς δεν μας εμπόδιζανε. Σαν μικρά που ήμασταν, που είχαμε ανάπτυξη τότε; Τόσο δα ήμασταν, μας αφήνανε. Αφού σου λέω, έπαιζαμε την ημέρα με την αδερφή μου. Πότε τις τριόδες κάτω και πότε τα πεντόβολα. Σάματι ήξερα κι εμείς τι; Αλλά ύστερα μας είπανε, για να μας πάνε σε κατασκήνωση, μας ήρθε άσχημα.

Γ.Φ.:

Τι σκεφτήκατε όταν σας είπαν για-

Β.Κ.:

Πού θα πάμε σε ξένο τόπο; Ποιος θα μας εδεί εκεί; «Ξένο σπίτι, πουθενά, κανένας», έλεγανε. Ποιος θα μας δει; Εκεί είχαμε τον ξάδερφο, αυτόν που σου λέω τώρα, που έζησαμε μαζί ύστερα με τη μάνα του. Ήταν αυτό, έρχοτανε την ημέρα.

Γ.Φ.:

Θα σας χωρίζανε κιόλας;

Β.Κ.:

Ποιος ξέρει; Ομάδες μας έπαιρνανε. Τα έπαιρναν τα παιδιά για να φύγουνε, όσοι ήταν έτσι ηλικία μικρότερη.

Γ.Φ.:

Θυμάστε πού τους πηγαίνανε;

Β.Κ.:

Όχι, όχι. Σαν ποιος μας το ’λεγε; Ποιος μας το ’λεγε; Μας έλεγαν ότι τα παίρνει η βασίλισσα, η Φρειδερίκη.

Γ.Φ.:

Ευχαριστούμε και γι’ αυτό, να το κλείσουμε λίγο.