«Τα τρακτέρια τα ’χω σαν παιδιά μου»: Τα παιδικά χρόνια στο Πεδινό Καρδίτσας, η βαμβακοκαλλιέργεια και η επένδυση σε αγροτικά μηχανήματα.
Ενότητα 1
Εισαγωγή και παιδικές μνήμες
00:00:00 - 00:04:16
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μάλιστα. Είναι Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2021, είμαι με τον Δημήτριο Αλεξανδρή στη Καρδίτσα, στο Πεδινό. Eγώ ονομάζομαι Αντιγόνη Μαρέ, είμαι ερευ…τέσσερις που φυλάγαμε την αγέλη του Πεδινού. Λέω: «Την αγέλη να φυλάξω, δω δεν μπορώ να ζήσω, στην Αθήνα» και φύγαμε μαζί ξανά, επιστροφή.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η αγορά του τρακτέρ και η ενοικίαση των στρεμμάτων στη Μαράθεα
00:04:16 - 00:11:54
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ερχόμενοι εδώ πέρα, φυλάξαμε την αγέλη του Πεδινού 6 μήνες. Μετά, τσοπάνος και στα δικά μας — είχαμε κανά πενηνταριά πρόβατα — τα φυλάγαμε, …ρα πώς έριχνε νερό το μικρό μέσα στο κανάλι, το γέμιζε και το μεγάλο απορροφούσε και ποτίζαμε το κτήμα, το βαμπάκι. Το έσπειρα με βαμπάκι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η στρατιωτική θητεία του αφηγητή και ο γάμος
00:11:54 - 00:14:20
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Αυτά θυμάμαι πως συνέβη στη ζωή. Μετά ύστερα, εγώ το ’68 φεύγω για στρατιώτης. Φεύγω για στρατιώτης. Λοιπόν, πήγα στο μηχανικό το σώμα. Από …ι ένα υιοθετημένο από τον πατέρα σας; Ναι- Αυτό το υιοθετημένο το παιδί γνωρίζουμε πού βρίσκεται; Ναι, ήρθε. Ναι, για πείτε μου.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Υιοθεσία και οικογενειακές απώλειες
00:14:20 - 00:20:32
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Γνωριστήκαμε. Πήγαμε πολλές φορές, όταν σπούδαζε η κόρη μου η Φωτεινή, κοιμόνταν εκεί στην αδερφή μου. Λοιπόν. Και η αδερφή μου ήρθε εδώ. Κι… εκεί τότε παλιά ο κόσμος .Τότε από το ’60 και μετά ήρθαν σιγά-σιγά να έρχονται τα μηχανήματα, εδώ στα χωριά και να καλλιεργούν τα χωράφια.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Η δετική μηχανή του '50 και ο φαύλος κύκλος των υιοθεσιών
00:20:32 - 00:26:30
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Α! Θυμάμαι πάλι είχα μια δετική μηχανή, απού δένανε χορτάρια και άχυρα. Το ’καναν μπάλα. Δυο άτομα πατούσαν τη μανιβέλα, γιατί πιέζονταν όσο…ρόνια εδώ στην Καρδίτσα υπηρετεί. Αλλά αυτός μια ώρα θα μείνει εδώ, θα μείνει εδώ στο χωριό. Δεν τον αρέσει η πολιτεία αυτόν. Αυτά τα νέα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Μνήμες από τη Γερμανική Κατοχή και τον Εμφύλιο
00:26:30 - 00:40:27
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ήθελα να σας ρωτήσω, από τους Γερμανούς θυμάστε; Πέρασαν από το χωριό. Απ’ τους Γερμανούς, όπως άκουσα απ’ τα γονείδια μου κι απ’ τους παπ…. Καλύτερα να πολεμάς με Τουρκία, με Γερμανία, με, με παρά ο εμφύλιος. Ποτέ, ποτέ. Σκοτωθήκαν πάρα πολλοί τότε με τον εμφύλιο, πάρα πολλοί.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Η επιστράτευση του '74 και οι επιπτώσεις στη σοδειά
00:40:27 - 00:42:47
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Το ’74 σας είχαν έρθει χαρτιά Επιστράτευσης για τη Κύπρο; Πώς; Για τη Κύπρο σας έστειλαν χαρτιά Επιστράτευσης; Εμένα όχι. Εγώ πήγα, ν… η χρονιά. Τέλειωσαν, ξηράθηκαν. Το βαμβάκι θέλει νερό. Είναι 24 Ιούλη και μέχρι 15-20 Αυγούστου θέλει νερό. Πάει και η χρονιά, τη χάσαμε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 8
Τραυματικές εμπειρίες από φυσικές καταστροφές
00:42:47 - 00:47:00
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Περίεργα χρόνια όντως. Μην το συζητάς. Και μια φοβία που πέρασα φέτο. Πότε έγινε ο σεισμός, τον Μάρτιο; Είχα τη μηχανή, τη συλλεκτική. Την…ες θα φτάσουν τους 50 βαθμούς. Έφτασε 43-45 φέτο. Του χρόνου θα ’χουμε πιο πολύ. Το χαλάσαν την ατμόσφαιρα, δεν υπάρχει τίποτα τώρα. Αυτά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 9
Μια ζωή πάνω στο τρακτέρ
00:47:00 - 00:55:08
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Έχετε κάνει ένα είδος μουσείου, όπως μου δείξατε προηγουμένως. Έχετε κρατήσει πολλά γεωργικά- Μηχανήματα. Μηχανήματα και κειμήλια. Ναι…κορίτσι μου. Ταλαιπωρία μεγάλη. Τί να κάνουμε; Έτσι είναι η ζωή. Ωραία, σας ευχαριστούμε πάρα πολύ για την συνέντευξη. Τίποτε, παρακαλώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Μάλιστα. Είναι Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2021, είμαι με τον Δημήτριο Αλεξανδρή στη Καρδίτσα, στο Πεδινό. Eγώ ονομάζομαι Αντιγόνη Μαρέ, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Πώς ονομάζεστε;
Ονομάζομαι Δημήτριος Αλεξανδρής του Κων/νου. Γεννήθηκα το ’48 στο Πεδινό Καρδίτσης.
Για πείτε μας λίγα λόγια για την παιδική σας ηλικία. Πόσα αδέρφια ήσασταν;
Ήμασταν έντεκα αδέρφια. Ζωντανά οχτώ κι ένα ο πατέρας μου το έχει δώσει, είναι υιοθετημένο στα Τρίκαλα. Τα υπόλοιπα εδώ. Παντρευτήκαμε όλα τα παιδιά. Απ’ τη ζωή που θυμάμαι - καταλάβαινα τον εαυτό μου, ο αδερφός ο μεγαλύτερος, ο Αποστόλης και η Κικίτσα… Ο πατέρας μου — υπάρχει μεγάλη φτώχεια και αγόρασε γαλλιά (=γαλοπούλες). Εκατό γαλλιά και τα φυλάγανε έξω απ’ το Πεδινό το χωριό, σε ένα εξωκλήσι. Εκεί ήταν ένα αντίσκηνο, όπως ήταν οι τσιγγάνοι κάποτε, λοιπόν εκεί τα βάζαμε τα γαλλιά. Τα φυλάγαμε από λύκους, αλυπές (=αλεπούδες), να μην τα φάνε. Δεύτερον, μετά άρχισα μεγάλωσα, έγινα 7-8 ετών. Έξω σ’ ένα κτήμα εκεί είχαμε πρόβατα, κάμποσα πρόβατα, κανά πενηνταριά πρόβατα. Εκεί είχε φτιάξει ένα τσαρδάκι, το καλοκαίρι μιλάμε τώρα, ο πατέρας μου και τα φύλαγα εγώ με τον αδερφό μου τον Γιάννη. Ήταν ένα χρόνο μικρότερος ο Γιάννης από μένα. Και νερό παίρναμε, για να τα ποτίσουμε για να πιουν νερό, από το ποτάμι, απ’ τον Μέγα. Και στον δρόμο, εκεί που βαδίζαμε πάντα, κατά τις 11:30 η ώρα με 1-2 το μεσημέρι, έβγαινε ένα φίδι μπροστά, ένα αλαφιάτης. Ερχόνται ο πατέρας μου την άλλη την ημέρα και λέω: «Πατέρα, φοβάμαστε να πάμε να πάρουμε νερό», «Γιατί;» λέει. Λέω: «Γιατί, όταν πάμε να πάρουμε νερό, μπροστά στη μέση στη διαδρομή, βγαίνει ένας αλαφιάτης». «Θα μείνω εδώ κι εγώ» λέει ο πατέρας μου αύριο. Ήρθε το βράδυ, μας ήφερε ψωμί κι έμεινε εκεί την ημέρα. Λοιπόν, πάμε εκεί να πάρουμε νερό, δεν ημφανίστηκε ο αλαφιάτης καθόλου. Έκατσε μια μέρα-δύο εκεί πέρα, τίποτα. Λοιπόν, ξανασυνεχίζαμε εμείς. Εμείναμε με τον αδερφό μου τον μικρό, τον Γιάννη. Λοιπόν, ξανά πάλι ο αλαφιάτης μπροστά, ξανά. Ερχόνταν πάλι ξανά το άλλο βράδυ ο πατέρας μου εκεί πέρα, μου λέει: «Τί έγινε τώρα με το φίδι;», «Βγήκε ξανά πάλι μπροστά. Τέλος πάντων, επήγαμε σιγά-σιγά -λέω- κι έφυγε». Και παίρναμε — πώς τα λένε — τα γκιούμια (=αλουμινένιες οινοχόες) τα λέμε εμείς τώρα, αυτά που άρμεγαν τα πρόβατα κι έβαζαν το γάλα μέσα. Λοιπόν, και το πρωί το δινάμε στου γαλατά, να το πάει για το εργοστάσιο. Αυτά θυμάμαι. Μετά, ύστερα μεγάλωσα, ο πατέρας μου ήθελε να με στείλει στην Αθήνα, σ’ ένα ζαχαροπλαστείο. Λοιπόν, εγώ δεν ήθελα να πάω και μου λέει ο πατέρας μου: «Είναι καλά, θα πηγαίνεις». Πάμε εκεί πέρα, λέει το αφεντικό εκεί πέρα: «Έχω και μια κόρη. Άμα το παιδί βγει καλό, κύριε Αλεξανδρή -λέει τον πατέρα μου- να τον κάνω και γαμπρό», λέει. Εγώ ήμουν πιτσιρικάς, δεν είχα συμπαθήσει την πόλη ποτέ στη ζωή μου. Λοιπόν, μου λέει: «Αν θα φύγεις από δω, θα πάρουμε την αγέλη του Πεδινού». Όχι μόνος μου, ήμασταν τέσσερις που φυλάγαμε την αγέλη του Πεδινού. Λέω: «Την αγέλη να φυλάξω, δω δεν μπορώ να ζήσω, στην Αθήνα» και φύγαμε μαζί ξανά, επιστροφή.
Ερχόμενοι εδώ πέρα, φυλάξαμε την αγέλη του Πεδινού 6 μήνες. Μετά, τσοπάνος και στα δικά μας — είχαμε κανά πενηνταριά πρόβατα — τα φυλάγαμε, πότε εγώ, πότε ο αδερφός μου ο μικρός. Μετά πιάστηκα σε αφεντικό, σε άλλον τσοπάνος, άλλες 6 μήνες. Μεγάλωσα σιγά-σιγά, αρχίσαμε να καλλιεργούμε τα χωράφια. Σπέρναμε σιτάρια, βίκο (=τριφύλλι) — ο βίκος ήταν για τα ζώα, για να φάνε. Πρόβατα, αγελάδια, άλογα. Λοιπόν, μετά μπήκαμε στο θέρο, το καλοκαίρι. Κι εγώ ήμαν παιδάκι 10 ετών-11 και θέριζα κι εγώ με το δρεπάνι, που θέριζαν τα αδέρφια μου τα [00:05:00]μεγάλα. Από εκεί αρχίσαμε μετά τις καλλιέργειες τα βαμβάκια. Μπήκαν τα βαμβάκια, να σπέρνουμε βαμβάκια. Και σπέρναμε, τότε, με το άλογο, με μια γραμμή με ένα μάτι που λέμε του σπορέα. Μετά λίγα χρόνια, μπήκαν τα μηχανήματα ύστερα, από το ’60 και μετά, που κυκλοφόρησαν εδώ στο τόπο μας. Λοιπόν και αγοράσαμε ένα τρακτεράκι μικρό, το ’63. Ήμασταν 4 αδέρφια. Δεν μας έφτανε. Ηθέλαμε να κάνουμε και ξένη δουλειά, για να βγάλουμε κανένα μεροκάματο, να καλλιεργούμε για να οργώνουμε. Λοιπόν, πάω στη Καρδίτσα εκεί στον αντιπρόσωπο που το πήραμε, βλέπω ένα 65 ίππων, πολύ μεγάλο. Αυτό ανήκε στις πατόζες που λέγανε τότες, στις μηχανές τις αλωνιστικές που αλωνίζαν τα σιτάρια. Λοιπόν, πάω εκεί, το βλέπω εκεί στην αντιπροσωπεία, το είχε ο αντιπρόσωπος, λέω τ’ αδέρφια μου: «Θα το πάρουμε». «Μα, δεν θα μπορέσουμε». Είχε πολλά λεπτά, το 65 είχε 230.000. Ήμασταν φτωχοί, δεν μπορούσαμε. Εν τέλει, το παίρνουμε. Είχαμε λίγο βαμβάκι εισόδημα. Λοιπόν, λέμε τον αντιπρόσωπο: «Δεν έχουμε την προκαταβολή σήμερα, να τα δώσουμε τα λεπτά. Μέσα σε 15-20 μέρες, θα πουλήσουμε το βαμβάκι, θα πάρουμε τα λεπτά και θα τα φέρουμε». Και παίρνει ο αντιπρόσωπος στην εταιρεία: «Λοιπόν, κάποιος Αλεξανδρής από το Πεδινό ζητάει το τρακτέρ το εξηνταπεντάρι. Να το πάρει, να το δώσουμε, ναι ή όχι;. Μετά από 15-20 μέρες, θα μου δώσει την προκαταβολή». Και λέει η εταιρεία: «Να το δώσετε» και το πήραμε. Και καλλιεργούσαμε όχι τα δικά μας — εμείς λίγα κτήματα, 50-60 στρέμματα, είχαμε. Καλλιεργούσαμε ξένα, να οργώνουμε χωράφια. Μετά ύστερα, ένα γεωπόνος απ’ την Καρδίτσα είχε στη Μαραθέα στην Καρδίτσα 250 στρέμματα κτήμα, ένα μονοκόμματο, και έψαχνε για να τα καλλιεργήσει. Λοιπόν, βρίσκει το πατέρα μου στην Καρδίτσα και συστήθηκε από τον διευθυντή της Αγροτικής τράπεζας. Λέει: «Κάποιος Αλεξανδρής από το Πεδινό στην Καρδίτσα έχει πάρει πολύ μεγάλο τρακτέρ -τότε δεν υπήρχε άλλο στον δήμο Σελλάνων, τότε τέτοιο μεγάλο- λοιπόν, αυτόν θα πεις και θα στα καλλιεργήσει τα κτήματα». Βρίσκει τον πατέρα μου εκεί πέρα, λέει: «Έμαθα έχεις τρακτέρ μεγάλο», «Ναι». Λέει: «Έχω 250 στρέμματα στη Μαραθέα, για να τα καλλιεργήσω». Ναι, κανονίσαν εκεί, δεν θυμάμαι πόσο παίρναν το στρέμμα, 25 δραχμές-40 το στρέμμα, πόσο έπαιρναν. Λοιπόν και το καλλιεργήσαμε το κτήμα δω. Μετά λέει: «Αλεξανδρή, αν θα βρίσκετε κάποιον που ενδιαφέρεται, τα νοικιάζω». Ερχόνται ο πατέρας μου σπίτι: «Μου είπε ο Έξαρχος έτσι κι έτσι. Αν θα βρεθεί κανένας, να τον ειδοποιήσουμε τον άνθρωπο να τα νοικιάσει». Και τρώγαμε ψωμί -θυμάμαι- στην κουζίνα, κάτω στο παλιό το σπίτι. Παλιά. Αυτό ήταν το ’65, το ’66. Καθίσαμε όλοι οικογενειακώς εκεί, τα αδέρφια μου, τα γονείδια μου εκεί, λέω τον πατέρα μου: «Τα νοικιάζει, θα τα πάρουμε εμείς». Μόλις άκουσε ο αδερφός μου ο μεγαλύτερος, απογοητεύτηκε. Λέει: «Πώς θα τα πάρουμε εμείς;», «Γιατί; -λέω- Θα τα πάρουμε εμείς» λέω. «Δεν ξέρω -λέει- εγώ φοβάμαι». «Τί “φοβάμαι”; Είμαστε τόσο άτομα -λέω- εδώ πέρα. Γιατί; Τέσσερα αδέρφια, δυο αδερφές, τα γονείδια». Εν τέλει, σηκώνεται την άλλη την ημέρα, πάει στη Καρδίτσα, τον βρίσκει εκεί πέρα τον Έξαρχο και λέει: «Κύριε Έξαρχε, θα πάρω εγώ τα κτήματα», «Θα τα πάρεις, κύριε Αλεξανδρή; Μπράβο, συγχαρητήρια έχεις έμαθα και μεγάλη οικογένεια, με πολλά παιδιά, να τα πάρεις». Και λοιπόν τα πήραμε τα κτήματα. Αλλά από νερό δεν είχε. Είχε ένα αρτεσιανό, που λέμε, εβαζάμε μια μηχανή ποτιστική 16 ίππων. Πού να τα εξυπηρετήσεις αυτά τα κτήματα, 200 στρέμματα χωράφι; Εν τω μεταξύ, σκέπτεται ο γέρος — εκεί τα κτήματα αυτά έβγαιναν στο ποτάμι, στον Μέγα — λέει: «Σκέπτηκα, θα πάρουμε [00:10:00]5-6 σωλήνες το τρακτέρ το μικρό…». Εν τω μεταξύ, στην άκρη… Στη μέση είχε ένα κανάλι, διαμελισμένα τα κτήματα. Μισά από δω και μισά από κει και στη μέση δρόμος και το κανάλι. Παίρνει κάτι σανίδια εκεί, πόρτα! Bάζουμε το ένα με το άλλο τα σανίδια εκεί πέρα. Λοιπόν, βάζουμε το τρακτέρ το μικρό, με την κεντρόφυγκα, τις σωλήνες, πιάνουμε το νερό και πάμε. Ότι είχαμε… Βασίλευσε, 2 ώρες μέρα στο κτήμα. Λοιπόν, και αρχισάμε τώρα να πετάμε νερό μέσα στο κανάλι. Λοιπόν, γεμίζει. Ως το πρωί το κανάλι γέμισε, ωραία! «Τί να κάνουμε τώρα; Πώς θα ποτίσουμε;». Λέω: «Θα πας στη Καρδίτσα, σε κάποιον Φιλίππου εκεί πέρα — πουλούσε γεωργικά μηχανήματα. Θα πάρεις μια αντλία, να βάλουμε στο μεγάλο, για να ποτίσουμε». Σηκώνεται, την άλλη μέρα, με τον αδερφό μου. Πηγαίνουν, παίρνουν την αντλία, πάμε σε ένα συνεργείο εδώ πέρα, που ήταν εδώ στο Πεδινό, στο χωριό. Λοιπόν, τη βάζουμε απάνω. Πάμε την άλλη την ημέρα, πιάνουμε το νερό, συνδέουμε τον αγωγό με 20 μπεκ. Τότε 20 μπεκ νερό — το ’66 — πού να βρεθεί τόσο νερό, τόση ποσότητα; Λοιπόν, κι απ’ τη Μαραθέα κάτι γέροι, παππούδες ερχόνταν εκεί πέρα για να δουν. Τσ’ ήρθε… Παράξενο τους ήρθε πού βρήκε τόσο νερό να ποτίσει με 20 μπεκ. Το ’66! Eρχόνται και κοιτάνε εκεί πέρα πώς έριχνε νερό το μικρό μέσα στο κανάλι, το γέμιζε και το μεγάλο απορροφούσε και ποτίζαμε το κτήμα, το βαμπάκι. Το έσπειρα με βαμπάκι.
Αυτά θυμάμαι πως συνέβη στη ζωή. Μετά ύστερα, εγώ το ’68 φεύγω για στρατιώτης. Φεύγω για στρατιώτης. Λοιπόν, πήγα στο μηχανικό το σώμα. Από κει μας πήγαν στη Θεσσαλονίκη και από εκεί… Δυο-τρεις μήνες έκανα στη Θεσσαλονίκη και από κει μας στέλνουν στο Διδυμότειχο. Απ’ το Διδυμότειχο — κάθομαι εκεί πέρα 4-5 μήνες — και με στέλνουν σ’ ένα φυλάκιο, στα Μαράσια. Εκεί περνούσε η αμαξοστοιχία, ερχόνταν από Γερμανία, περνούσε απ’ το ελληνικό έδαφος — ήταν το ποτάμι του Έβρου — λο ιπόν, και πήγαινε στη Τουρκία. Λοιπόν, έκατσα εκεί 4-5 μήνες και από κει σηκώνομαι και φεύγω και κάθομαι πάλι κάνα μήνα στο Πύθιο. Εκεί είχα βγάλει και μια φωτογραφία. Εκεί φορούσα τη στολή που φοράνε οι τσολιάδες, εκεί στη γέφυρα. Σκοπός εκεί να πας να φυλάξεις με τη στολή αυτήν, στη γέφυρα. Μετά… Τότε ήταν η κυβέρνηση του κυρίου Γεωργίου Παπαδοπούλου. Χούντα. Μετά μας χαρίζει και 10 μέρες το ’70. Στσι 24 Ιουλίου έφυγα στρατιώτης το ’68. Μας χάρισε… Έπρεπε να απολυθούμε στσι 24 του ’70, 2 χρόνια υπηρετούσαμε. Λοιπόν, μας χαρίζει ο Παπαδόπουλος και 10 μέρες τότε. Χαρήκαμε εμείς, όλοι οι στρατιώτες που απολυθήκαμε, μας χάρισε και 10 μέρες. Αυτά ως εδώ θυμάμαι.
Πότε παντρευτήκατε;
Το ’76 παντρευτήκαμε. Κάναμε τρία παιδιά, δύο κόρες κι ένα γιο. Και ο γιος μου τώρα είναι αστυνομικός.
Ήθελα να σας ρωτήσω. Είπατε, προηγουμένως, στις αρχές ότι ήσασταν 8 αδέρφια και ένα υιοθετημένο από τον πατέρα σας;
Ναι-
Αυτό το υιοθετημένο το παιδί γνωρίζουμε πού βρίσκεται;
Ναι, ήρθε.
Ναι, για πείτε μου.
Γνωριστήκαμε. Πήγαμε πολλές φορές, όταν σπούδαζε η κόρη μου η Φωτεινή, κοιμόνταν εκεί στην αδερφή μου. Λοιπόν. Και η αδερφή μου ήρθε εδώ. Κι αυτή κοιμήθηκε εδώ πέρα. Πάμε, τώρα ερχόνται. Δεν έχουμε πρόβλημα. Έχουμε γνωριστεί. Εντάξει, ζορίστηκε στην αρχή τότε, γιατί την έδωσε ο πατέρας μου. Ήταν φτωχός. Ήμασταν πολλά αδέρφια. Την έδωσε για να ζήσει καλύτερα κι όπως έζησε καλύτερα από μας, απ’ την αγροτική εδώ. Έζησε πολύ καλύτερα. Εμείς υποφέραμε μια ζωή με τα χωράφια, κι ακόμα. Είμαι τώρα 73 ετών και καλλιεργώ ακόμα τα [00:15:00]χωράφια. Αυτήν τη ζωή δεν την έκανε η αδερφή μου. Έζησε καλύτερα από εμάς. Εντάξει, στεναχωρήθηκε, επειδή την έδωσε ο πατέρας μου. Αλλά πέρασε καλύτερα από μας. Εμείς ταλαιπωρηθήκαμε πολύ εδώ, όλα τα αδέρφια μου. Έχασα και τα αδέρφια όλα τώρα. Τώρα έμεινα εγώ και οι δύο αδερφές. Η μεγαλύτερη πέθανε η αδερφή μου, χρόνια. Το ’13 έχασα δύο αδέρφια από καρδιά, σε 4 μέρες. Και τώρα έμεινα εγώ και δύο αδερφές μεγαλύτερες από μένα, η μία 78 κι η άλλη 75. Εγώ πήρα το όνομα του αδερφού μου. Ο πρώτος ο αδερφός μου τον λέγαν Δημήτρη. Και ο Γιάννης. Ο Γιάννης πήρε το όνομα του αδερφού μου πάλι. Γιατί τότε είχαν άλογα, πριν να πάρουν τα μηχανήματα, χρόνια. Αυτό πρέπει να ’ταν… Το ‘49 ο αδερφός μου, πρέπει να ’ταν το ’48. Τότε γεννήθηκα εγώ. Ήταν δυο γείτονες εδώ πέρα, μεγάλοι αυτοί, το παιδάκι ήταν μικρό. Και το ’βαλαν στο άλογο πάνω. Και «Να τρέξουμε», λένε αυτοί οι μεγάλοι, οι θείοι. Και τσι λέει ο αδερφός μου, ο Δημήτρης, λέει: «Όχι, ρε θείοι, το παιδί είναι μικρό -ο Γιάννης- θα πέσει και θα το σκοτώσει απ’ το άλογο. Είναι μικρό το παιδί». Εκείνο το άλογο ήταν περήφανο. Εκείνο εκεί δεν άφηνε στο τρέξιμο άλλο άλογο να βγει μπροστά, πάντα. Έτρεξε τόσο πολύ. Το πετάει το παιδί κάτω. Πέθανε, άνοιξε το κεφάλι, σκίστηκε το κεφάλι όξω στην περιφέρεια. Ο πατέρας μου δούλευε, μάζευε φασόλια μες στον Πηνειό — ένα κτήμα που είχαν εκεί 4-5 στρέμματα με τη μάνα μου — μάζευαν φασόλια. Κι όταν είδε το Δημήτρη, πάει εκεί πέρα, κατάλαβε: «Κάτι έγινε», λέει. Ευθυμία έλεγαν την μάνα μου. «Ευθυμία, κάτι έγινε, δεν βλέπω καλά απ’ τη μεζούρα. Κάτι έγινε με τον Γιάννη». Πααίνει: «Τί έγινε, παιδί μου;» του λέει. «Πατέρα -λέει- πάει ο Γιάννης». Τέλος πάντων, σηκώθηκε ο πατέρας μου, ζεύει το κάρο. Στο Σερβωτά, πιο πάνω απ’ το δικό μας το χωριό ήταν ένας Τσιακάρας, παθολόγος. Το πάει το παιδί εκεί πέρα νεκρό. Λέει: «Κύριε Κώστα, γι’ άσ’ τα να πάει αυτό, τελείωσε -λέει- πάει αυτό». 10 χρονών σκοτώθηκε ο αδερφός μου ο Γιάννης. Και τώρα, έμεινα εγώ κι οι δύο αδερφές από τα οκτώ αδέρφια. Αυτά επιπλέον.
Όντως, δύσκολα χρόνια.
Δύσκολα πάρα πολύ. Πάρα πολύ. Το ’87 έπεσε το σπίτι το παλιό κι ήρθαμε εδώ μέσα, μ’ ένα μέτρο χιόνι. Νταβανισμένο από πάνω — με βόηθησαν και τ’ αδέρφια μου πιο μπροστά, εδώ στην αποθήκη. Είχε τα ματέρια μόνο κι ήρθαν τα αδέρφια μου τα μεγαλύτερα και περάσαμε νάιλον. Και στα παράθυρα νάιλον. Δεν προκάναμε να περάσουμε τα τζάμια, δεν προκάναμε. Περάσαμε φτώχεια με το τσουβάλι, φτώχεια. Το φαγητό τότε μας έφτιαχνε η μακαρίτισσα η μάνα μου, τον τραχανά που λέμε. Μια κατσαρόλα μεγάλη — ήμασταν 6-7 παιδιά. Λοιπόν, τον επαίρναμε απ’ το καπάκι που σκεπάζαμε την κατσαρόλα, για να είναι πιο ανοιχτό να κρυώσει. Αυτό γίνοταν κάθε πρωί, πρωινές ώρες μας τον [00:20:00]έφτιαχνε. Φάγαν και πολλά παιδιά κι εδώ, οι γειτόνοι με τα μικρά τα παιδάκια ερχόνταν εδώ και έτρωγαν. Μιλάμε φτώχεια. Φτώχεια. Ζούσαμε τότε με πρόβατα, με αγελάδια, με άλογα, γαϊδούρια, αυτά εκεί τότε παλιά ο κόσμος .Τότε από το ’60 και μετά ήρθαν σιγά-σιγά να έρχονται τα μηχανήματα, εδώ στα χωριά και να καλλιεργούν τα χωράφια.
Α! Θυμάμαι πάλι είχα μια δετική μηχανή, απού δένανε χορτάρια και άχυρα. Το ’καναν μπάλα. Δυο άτομα πατούσαν τη μανιβέλα, γιατί πιέζονταν όσο μαζευόταν η μπάλα, πιέζονταν. Κι εγώ… Είχε δυο πόρτες. Την άλλη, στη μία τότε από πίσω — εγώ περνούσα τα σύρματα — ν’απλώσουμε δυο σύρματα, να δέσουμε τη μπάλα και μόλις τα ’δενα, τα ’λεγα: «Παιδιά, είναι έτοιμα. Ανοίξτε την πόρτα». Άνοιγα τη πόρτα, ξαναταΐζαν τη μηχανή αυτή — την έχω ακόμα, αυτή είναι απ’ το ’50. Τί ήμουνα εγώ; ’50-’55, αν δεν κάνω λάθος. Λοιπόν, την τάιζα, έδενα τα σύρματα και τα μεγάλα πατούσα, να πιέσουνε για να γίνει μπάλα. Είχε 2 πόρτες, έφυγε η μία, πήγαινε πίσω η άλλη. Μετά, στο τέλος, έπιανα και την άλλη, όταν ήταν έτοιμη η μπάλα για να δεθεί και περνούσα 2 σύρματα. Μιλάμε για ιστορίες. Ιστορία, φτώχεια! Τί να κάνουμε; Αυτά έχει η ζωή! Τί να κάνουμε! Εσείς, κορίτσι μου, δεν περνάτε τέτοια πράγματα τώρα. Εσείς έχετε όλες τις ανέσεις τώρα. Έχετε τα πάντα. Εμείς, τότε, δεν τα 'χαμε αυτά. Τώρα έρχονται τα εγγόνια μου εδώ: «Παππού, παγωτό. Παππού, λεμονάδα. Παππού, κόκα –κόλα», δεν τα λείπει τίποτε. Τίποτε. Ερχόνται εδώ, γεμίζουν το ψυγείο, ερχόνται, παίρνουν, πίνουν, παίρνουν παγωτό. Άλλα χρόνια τώρα. Είναι άλλα χρόνια τώρα, δυστυχώς. Οι παππούδες μας, οι πατεράδες μας, οι γονείς μας πέρασαν πιο χειρότερα ακόμα. Τον πατέρα μου ήρθε από το Μεγαλοχώρι των Τρικάλων. Τον φέραν υιοθετημένο εδώ. Τον είχαν για πέταμα, για τα σκουπίδια, για το χαντάκι που λένε. Φτώχεια! Εδώ η Πλιάτσικα, εδώ, η γιαγιά μου, δεν εγέννησε και τον πήρε η γιαγιά μου και το έχει αναθρέψει, το μεγάλωσε. Τον παππού δεν τον γνώρισα. Ο παππούς, δεν ξέρω, απ’ τη Μικρά Ασία πρέπει να ’τανε. Κοιμάταν σε μια εκκλησία, έξω στο Μεγαλοχώρι. Δεν υπάρχει ούτε σπίτι ούτε τίποτα πια. Ξεκίνησε πούθε ήρθε τώρα εκεί, έμεινε εκεί πέρα. Εκεί γνώρισε μια γυναικούλα κι έκανε τέσσερα παιδιά. Φτώχεια. Τον πατέρα μου τον ήφεραν υιοθετημένο, εδώ στο Πεδινό, τον υιοθέτησαν, η γιαγιά μου. Τί άλλο να πω; Τί άλλο να πω; Περάσαμε φτώχεια, μεγάλη φτώχεια. Κτήματα δεν είχαμε πολλά. Να, όταν πέθανε ο πατέρας μου, τί μ’ έδωσε; 10 στρέμματα. Επειδή έκατσα εγώ εδώ πέρα και τα φύλαξα τα γερόντια. Και μια αδερφή δεν τηνε ξέρεις, δεν παντρεύτηκε κι αυτή. Εγώ τη φύλαξα. Περάσαμε δύσκολα χρόνια. Το ’πε κι ο Στέλιος Καζαντζίδης: «Έρχονται χρόνια δύσκολα», το προέβλεψε εδώ και 30 χρόνια πιο μπροστά. Κι όμως, έπεσε μέσα. Ήρθαν δύσκολα χρόνια τώρα, πάρα πολύ. Δεν μπορούμε να ζήσουμε. Πώς να ζήσεις; ΕΝΦΙΑ εκεί, ΔΕΗ, ΟΤΕ, να φας δεν θες; Πού; Πού να βρεθούν αυτά; Παίρνω εγώ 380 ευρώ. Θέλω κι εγώ σαν άνθρωπος να πάρω το τσιπουράκι μου, να πάρω το τσιγαράκι μου, για να καπνίσω, να περάσει η ώρα το βράδυ. Κι όμως, τα βγάζουμε τόσο δύσκολα που δεν το φαντάζεσαι. Τότε ήμαστε οικογένεια μεγάλη, ζούσαμε… Ζούσαν τα γονείδια μου, η [00:25:00]αδερφή μου, τ’ αδέρφια μου όλα εδώ πέρα. Και θέλησα, κιόλα, να φτιάξω σπίτι μεγάλο. Πως τα ’μασα τα λεφτά εκεί πέρα, νόμιζα εγώ ότι θα ζήσουμε όλοι δω. Εντάξει. Τα γονείδια φύγαν, μεγάλη ηλικία. Τα παιδιά φύγαν κι αυτά. Τώρα τι; Ερχόνται τα Χριστούγεννα 1-2 μέρες, αν πάρουν, άντε το Πάσχα 2-3 μέρες και μια βδομάδα το καλοκαίρι στσι 20 Αυγούστου. Θα αγόραζα κάμποσα στρεμματάκια τότε. Εάν δεν έκανα το επιχείρημα αυτό με το σπίτι, εδώ που είμαι. Δόξα τω Θεώ, καλά είμαι κι εδώ. Δεν ζητάω μεγαλεία. Κάνουμε λάθη. Σαν άνθρωποι κάνουμε μεγάλα λάθη, τεράστια. Τί να κάνουμε; Τί να κάνουμε; Αλλά, ευτυχώς, ο γιός μου έχει την όρεξη για να μείνει εδώ στο χωριό. Ήτανε… Υπηρετούσε Αθήνα. Τώρα έχει για 2 χρόνια εδώ στην Καρδίτσα υπηρετεί. Αλλά αυτός μια ώρα θα μείνει εδώ, θα μείνει εδώ στο χωριό. Δεν τον αρέσει η πολιτεία αυτόν. Αυτά τα νέα.
Ήθελα να σας ρωτήσω, από τους Γερμανούς θυμάστε; Πέρασαν από το χωριό.
Απ’ τους Γερμανούς, όπως άκουσα απ’ τα γονείδια μου κι απ’ τους παππούδες τους παλιούς σκότωσαν πέντε άτομα στη μέση, στην πλατεία. Πέντε άτομα στην πλατεία. Έναν τον πήρε ένα γείτονας εδώ πέρα και τον πήγε στον ώμο και τον πάει, πιο κάτω απ’ το δικό μου το σπίτι έμενε. Πέρασε εδώ μπροστά απ’ τον δρόμο. Χρόνια. Τί να πω;
Για ποιο λόγο τους εκτέλεσαν; Δεν γνωρίζει κανένας;
Τί να γνωρίζει; Αυτοί οι Γερμανοί ερχόταν, λιούσαν (=έλυναν) κι έδεναν εδώ πέρα. Λένε τον πρόεδρο: «Ποιον να βγάλω εδώ; Θέλω 5 άτομα για να εκτελέσω». Ο πρόεδρος ποιον να φτιάξει, ποιον να χαλάσει. Τέλος πάντων. Εγώ, άμα ήμουν πρόεδρος, θα έλεγα: «Σκοτώστε εμένα». Ονόμασε κι αυτός αυτόν, αυτόν, αυτόν, αυτόν. Πέντε άτομα. Τους έβαλε εκεί εν ριπή, πάνε. Εγώ δεν το έκανα. Εγώ δεν θα το κανα. Θα έλεγα: «Σκοτώστε εμένα, δεν βάζω κανένα. Είναι όλοι αδέρφια. Κα-νέ-ναν. Σκοτώστε εμένα», τέλος πάντων. Πάνε ανθρώποι αθώοι, οι πιο αθώοι, ψυχούλες. Οι πιο φτωχοί, οι πιο... Τί να πω; Οι πιο φτωχοί ανθρώποι. Φύγαν οι γονείς που σκότωσαν και τα παιδιά σήμερα φτωχά κι αυτά. Χωρίς περιουσία, χωρίς, ορφανά, έμειναν. Δουλεύουν. Πώς να δουλέψουν; «Άμα δεν βρεις -εδώ λέει η παροιμία- άμα δεν βρεις και δεν κλέψεις, δε φτιάχνεις χρήμα σήμερα».
Οπότε, συνεπώς, δεν έχουν αποζημιωθεί τα θύματα, αυτά τα θύματα του χωριού;
Ποια αποζημίωση; Δεν υπάρχει τίποτα, ντιπ. Ποια αποζημίωση, ποια αποζημίωση; Τίποτα, δεν υπάρχει τίποτα. Πάνε ανθρώποι τζάμπα, τζάμπα.
Υπήρξαν θύματα και την περίοδο του Εμφυλίου στο χωριό;
Πώς;
Την περίοδο του Εμφυλίου, με το που φύγαν οι Γερμανοί το ’45, την περίοδο ’47-’49 υπήρξαν θύματα απ’ τον Εμφύλιο; Να σκοτώνονται αναμεταξύ τους στο χωριό;
Δεν έγινε και αυτό; Ο αδερφός μου που πέθανε, ήταν και αγιογράφος, πέθανε 19 ετών. Ερχόνταν στο σπίτι και απειλούσαν: «Θα σε σκοτώσω, πήγαινε να με φυλάξεις τα άλογα έξω. Πήγαινε να με φυλάξεις τα άλογα έξω, όλη τη νύχτα». Και πήγαινε κι έπαιρνε τ’ άλογα τα δικά μας, εδώ ο αδερφός μου, πάενε και κοιμάνταν όξω στη περιφέρεια, μακριά. Να μην υπάρχει μέσα στο χωριό. Πήρε πνευμονία και πέθανε. Απ’ αυτούς. Η τελευταία φορά που έρχονταν ήταν στα τελευταία. Ήταν δύο εδώ πέρα [00:30:00]άτομα, λένε: «Πάμε στον Αλεξανδρή στον Κωνσταντίνο -λέει- πρέπει να έχει τον καπετάνιο, κάποιον Κουγιούτα στο σπίτι». «Ποιον καπετάνιο, ρε -του λέει ο πατέρας μου- έχει, είδες;». Λέει ο παππούς, αυτός ο Βάσκος: «Ο άνθρωπος έχει το παιδί, πεθαίνει». Και τί είχαμε τότε; Είχαμε κουρτίνες τότε; Μικρά σπιτάκια τότε με τσουβάλια και τα έβαζαν και φαίνονταν λίγο φως. Τί φως; Με τα… Καντήλες, καμιά λάμπα, αν είχες. Παλιά τότε, πού υπήρχαν φώτα τότε; «Όχι θα πάμε -λέει-, πρέπει να έχει τον καπετάνιο μέσα, λέει,κάποιον Κουγιούτα». Λέει: «Ξέρω ο άνθρωπος έχει το παιδί άρρωστο, είναι στα τελευταία, πεθαίνει». «Όχι -λένε αυτοί, αμετανόητοι- θα πάμε». «Πάμε» λέει. Ερχόνται εδώ, ερχόνται εδώ ο γείτονας, ο παππούς ο Βάσκος. Χτυπάει τη πόρτα: «Κώστα, εδώ είσαι;», «Έλα Μήτσο, τι κάνεις;», «Καλά. Τί να κάνω! Το παιδί...» Μόλις άνοιξε την πόρτα, μπήκαν αυτοί κοντά, είδαν το παιδί. Ψάθα μιλάμε τότε. Δεν υπήρχαν κρεβάτια. Κάτω, στα τσιμέντα. Σηκώθηκαν και έφυγαν. Ήρθαν να δουν επι τούτου, μόνοι τσι, να εμπιστευτούν. Πάει το παιδί, έφυγε. Άσε που πέρασε ο πατέρας μου… Φτώχεια και θάνατοι, μην το συζητάς. Κι άλλο παιδί έχασε, Σπύρο, 2 ετών. Κι εκείνο πέθανε και το έθαψε μόνος του σ’ ένα εξωκλήσι, έξω από το χωριό. Τέτοια πράγματα, κορίτσι μου, να μην τα ζήσετε. Να μην τα ζήσετε.
Υπήρξαν άλλα θύματα από τον Εμφύλιο εδώ στο χωριό, εκτός από τον αδερφό;
Σκότωσαν και πολλοί, απ’ τον Εμφύλιο, σκοτώνονταν πολλοί. Κάποιον Στέφο Καλλιά εδώ τον σκότωσε κάποιος Παγούρας λένε. Τί να πω! Τα παιδιά του, απ’ αυτόν τον καπετάνιο τον Παγούρα που λέν', λέει: «Δεν τον σκότωσε ο πατέρας μας…ο αδερφός μας». Ενώ ο γιος του θύματος λέει: «Ο αδερφός σας τον σκότωσε τον πατέρα μου». Γινόταν. Τότε γινότανε ένα γάμος στον Κοσκινά Καρδίτσας. Ένα καπετάνιος ήταν με την Δεξιά, τέλος πάντων. Εντάξει, τα κόμματα, άλλος ήταν αριστερός, άλλος δεξιός, άλλος έτσι. Εκεί που γινόταν ο γάμος είχε το όπλο, πήρε το όπλο, εκεί να ρίξει του γάμου όλου για να το σκοτώσει. Πάει άλλος, δεξιός πάλι, με το ίδιο κόμμα, τον τραβάει πριν να κάνει τη ριπή, τον έριξε με το όπλο και τον άφησε εκεί στο τόπο. Κι όταν πήγα στην Καρδίτσα… Ο γιος αυτού του, τον σκότωσε. Είχε ένα μαγαζί στην Καρδίτσα ο γιος του. Πήγα να πάρω ένα ρουλεμάν τότε — τώρα μες στο ’70 να 'τανε — απ' τον γιο του. Τον ρωτάμε εκεί πέρα: «Αυτό το ρουλεμάν», «Ναι, δεν το ’χω -λέει- αλλά θα το παραγγείλουμε». Λέει: «Πώς λέγεσαι;», του λέει ο πατέρας μου. Λέει: «Λέγομαι [...]» Όταν ακούσαμε [...], όπου πάενε σκότωνε. Καπετάνιος. Λέει: «Δε νομίζω να έχεις τα μυαλά του πατέρα σου;». «Άσε, ρε μπάρμπα, να χαρείς», του λέει. Ντράπηκε ν’ ακούει το όνομα του πατέρα του. Άλλος αδερφός του κι αυτός άλλο μαγαζί, πάει στα Τρίκαλα. Αλλά εκείνος στα Τρίκαλα άλλαξε όνομα. Ήταν σταμπαρισμένο το όνομα εδώ γύρω, στο δήμο Σελλάνων που λέμε. Άλλαξε όνομα εκείνο το παιδί. Κι ήταν καλό παιδί αυτό. Καμιά σχέση με τον πατέρα του. Άσε τί γινόταν τότε, μην το συζητάς. Μην το συζητάς. Γινόταν… Εμφύλιος είναι χειρότερος. Καλύτερα να πολεμάς με Τούρκοι και παρά με τον δικό σου. Να σκοτώνεται αδερφός με τον αδερφό. Πάρα πολλά πράγματα έγιναν. Τί να πω! Να μην ζήσουν τέτοια χρόνια ποτέ. Εγώ δεν τα 'ζησα. Όπως τα λέν' οι πιο μεγάλοι. Κρύβοσαν τότε μέσα, μην βγεις έξω και να κλειδώνεσαι και πέτρωναν τότε... Είχανε πλίθινα σπίτια τότε, παλιά, τα χαμηλά. Κι είχαν ένα μαδέρι, τόσο χοντρό, 2 μέτρα. [00:35:00]Σύρτη, ήταν συρταρωτό, σύρτη να το βάζεις στη μέση, στην πόρτα, να μην μπει άλλος μέσα στο σπίτι σου. Και μόλις, όταν αθώος… Σκότωναν πολλοί κι από το Προάστιο. Και πήγαν σε μια γυναίκα εδώ, την έβγαλαν 4-5 άτομα όξω. Λοιπόν και να πέφτουν πάνω, ένας να σηκώνεται, άλλος ν’ ανεβαίνει. Τί φταίει η γυναίκα; «Δεν σιχαίνεστε, δεν ντρέπεσαι εσύ, δεν σιχαίνεστε;». Τίποτα, ντιπ αυτοί. Αυτά ήταν τότε, έτσι ομολογούσαν. Να ‘ρχόνται, άλλος απ’ τσι καπεταναίοι, να παίρνουν την κόρη σου, να σε παίρνουν τη γυναίκα σου έξω. Τί έχεις; Αν έχεις με εμένα, κάνε εμένα. Τί δουλειά έχει η γυναίκα μου και το παιδί μου; Δεν καταλάβαινε τίποτα, τί να πεις, τί να πεις! Μακριά. Σ’ είπα καλύτερα να πολεμάς με Γερμανούς, με Τούρκους και παρά με Εμφύλιο πόλεμο. Σκοτωθήκαν πάρα πολλοί έτσι. Τί να πω, ρε κορίτσι μου, τί να πω!
Οπότε τα παιδιά των θυμάτων ή των θυτών ζούνε κοντά στη περιοχή ή στην Καρδίτσα ή στα Τρίκαλα;
Ναι, ναι, ναι, ναι. Φευγάτα. Φύγαν από δω. Αλλά κι αυτό το παιδί που σ' είπα, αυτός απ' τον Κοσκινά. Το παιδί, όταν το είπε: «Δεν φαντάζομαι να έχεις του πατέρα σου τα μυαλά;», δεν μπορεί να ακούει το όνομα του πατέρα του, το επίθετό του. Ντρεπόταν το παιδί. Ντρεπόταν. Ήπιες τσίπουρο, ξέρω γω, πήρες το όπλο, να σκοτώσεις τον γάμο όλον; Κάποιος άλλος, πάλι από δω, απ' το Μεγαλοχώρι των Τρικάλων. Πετάγεται τώρα ο γιος του, απού τον σκότωσε τον πάτερα του — ήταν φίλοι, δεξιοί, λέμε και οι δυο τώρα αυτοί, φίλοι. Η ένας λεγόνταν [...], καπετάνιος κι ένας απ’ το Μεγαλοχώρι των Τρικάλων. Δεν θέλω να ’ρθεις, να πειράξεις το χωριό μου. Πρόσεχε. Δεν έρχομαι στο χωριό σου να το πειράξω, δεν θα 'ρθεις στο Πεδινό, στο χωριό μου να το πειράξεις», «Καλά». Γινόταν ένας γάμος στη γειτονιά, στο σπίτι, τον γάμο. Και μια γειτόνισσα εκεί ήταν στον γάμο. Σκώθηκε αυτός. «Θέλω να χορέψω εγώ». Χορεύει ένα τραγούδι, δυο, πέντε, δέκα. Σταμάτα! Είναι τόσο κόσμος και να ρίχνει και με το όπλο, να τουφεκάει στον αέρα. Καμιά φορά μπαίνει μες στο σπίτι απ’ το παράθυρο για να σκοτώσει, όπως έκανε ο άλλος στον Κοσκινά. Σκώνεται αυτή η γειτόνισσα εκεί: «Σήκω -αυτός, ήταν ξαπλωμένος, ήταν έτσι καλοκαιράκι- σήκω, αφέντη -“αφέντη” έλεγαν τότε, “αφέντη”- σήκω, αφέντη. Θα σκοτώσει τον γάμο όλο, τον κόσμο όλο». Σκώνεται και πηγαίνει εκεί δίπλα, κοντά τα σπίτια, αρπάζει το όπλο: Λέει «Κάναμε μια συμφωνία. Σ' είπα δεν θα πειράξεις το χωριό μου. Δεν θα το πειράξω το χωριό σου ούτε εσύ το δικό μου». Εν τέλει: «Άντε, ρε», τον λέει «αυτό που μου έκανες θα το πληρώσεις». Και τί έκανε; Απ’ τη Νομή πήγε στα Τρίκαλα. Μεγαλοχώρι δεξιά, όπως πάμε κοντά απ' τη Νομή, περνάμε το ποταμάκι, ένα ποταμάκι από κει. Εκεί ήταν μια γούρνα, δεν ξέρω τί. Πλίθες έβαζαν τότε κι έχτιζαν σπίτια. Και περνούσε αυτός με τ' άλογο. Τί έκανε; Έβαλε άλλους και τον σκότωσαν. Στον δρόμο περνούσε με τ’ άλογο νύχτα. Ήταν φίλοι κι όμως. Κι όμως. Αυτά γινόνταν τότε. Τί θα πει Δεξιά και Αριστερά και ΚΚΕ; Τί είναι αυτά; Εσύ ανήκεις αυτού, εγώ ανήκω εδώ, τί έγινε; Έγινε τίποτα; Κι όμως, έγινε. Αυτά γινόνταν τότε. Ο εμφύλιος είναι χειρότερος, [00:40:00]είπα και άλλη φορά. Καλύτερα να πολεμάς με Τουρκία, με Γερμανία, με, με παρά ο εμφύλιος. Ποτέ, ποτέ. Σκοτωθήκαν πάρα πολλοί τότε με τον εμφύλιο, πάρα πολλοί.
Το ’74 σας είχαν έρθει χαρτιά Επιστράτευσης για τη Κύπρο;
Πώς;
Για τη Κύπρο σας έστειλαν χαρτιά Επιστράτευσης;
Εμένα όχι. Εγώ πήγα, ναι, στην Επιστράτευση. Έχω πάει… Πήγαμε στην Καρδίτσα. Λοιπόν, από κει πήγαμε στον Πρόδρομο, στην εκκλησία εκεί πάνω, στο υψόμετρο. Ξαπλώσαμε, κοιμηθήκαμε εκεί. Το πρωί μας παίρνουν και μας πάνε στις Σέρρες, σ’ ένα χωριό Σταυρό. Εκεί, έξω στην περιφέρεια. Κουνούπι, καλοκαίρι 23 Ιουλίου. Κουνούπι… Μας έφαγε. Τέλος πάντων. Από κει πέρασαν… Έκανα 20 μέρες, σιγά-σιγά, μαθαίνουμε ο Καραμανλής — πρέπει να ήταν στη Γαλλία, ο παππούς ο Καραμανλής — ότι ερχόνται ο Καραμανλής στην Ελλάδα. Μετά από 2 μέρες, μόλις ήρθε μέσα, έληξε. Αλλά άλλα παιδιά από δω γύρω πήγαν στην Κύπρο.
Απ’ το Πεδινό, απ’ το Προάστιο;
Απ’ το Πεδινό όχι. Από το Προάστιο. Πήγαν πολλά παιδιά εκεί. Ένα πρέπει να έμεινε κει και σκοτώθηκε στη Κύπρο, βέβαια. Εκείνη τη χρονιά πάει η σοδειά εγώ. Η σοδειά. Είχα 100 στρέμματα βαμβάκι, νοικιασμένα όχι δικά μου. Μακάρι να ’χα 100 στρέμματα δικά μου. Πάν’ όλα, απότιστα. Ιούλιο μήνα. Τότε θέλαν νερό μέχρι 15-20 Αυγούστου. Την καλύτερη εποχή μας πήρε. Αγωνιούσε ο πατέρας μου εδώ, μεγάλος τότε εβδομηντάρης κι αυτός τότε, τί να σε κάνει ένα άτομο! Λοιπόν, πάει και η χρονιά. Τέλειωσαν, ξηράθηκαν. Το βαμβάκι θέλει νερό. Είναι 24 Ιούλη και μέχρι 15-20 Αυγούστου θέλει νερό. Πάει και η χρονιά, τη χάσαμε.
Περίεργα χρόνια όντως.
Μην το συζητάς. Και μια φοβία που πέρασα φέτο. Πότε έγινε ο σεισμός, τον Μάρτιο; Είχα τη μηχανή, τη συλλεκτική. Την κοσκίνιζε, την πήγαινε, είπα: «Πάει». Θα την αναποδογυρίσει. Μιλάμε το κάτι άλλο. Μετά τώρα με το χαλάζι και την πλημμύρα που έριξε… Το χαλάζι, τον τυφώνα αυτόν. Τί ήταν αυτό πάλι; Είμαι 73 ετών. Τέτοιο πράγμα δεν το ’χω ζήσει. Έχω περάσει μπόρες με το τρακτεράκι έξω, το μικρό. Χαλάζια, βροχή, αέρα. Εντάξει. Αστραπές, βροντές. Τέτοιο πράγμα δεν το ’χω ζήσει. Βγαίνει η πρώτη καρουλιά στον δρόμο, δύο γίνεται, 24 -25 στρέμματα το χωράφι. Λοιπόν, λέω: «Θα περιμένω». Από κάτω απ’ τη Μαραθέα ήταν μια μαυρίλα. Μια μαυρίλα. Λέω: «Να περιμένω, να περάσει η μπόρα και μετά θα τ’ απλώσω». Δεν πρόκαμα να μπω στο τρακτεράκι πάνω, σαν άρχισε η βροχή. Ανεμοστρόβιλος, χαλάζι, αέρας. Να το κοσκινάει (=κουνάει) το τρακτεράκι το μικρό. Αν δεν το ’χα δεμένο, κοτσαρισμένο που λέμε και σηκωμένη τη βέργα μαζί, θα μου το τουμπάριζε. Έλεγα: «Θεέ μου, να ζήσω. Τίποτα άλλο. Φτάνει το κακό, να ζήσω». Μόνος. Σε μια στιγμή σκοτείνιασε 2-3 λεπτά, να μην βλέπεις το δάχτυλό σου και λεω: «Θεέ μου, νύχτωσε; Τί έγινε, τί είναι αυτό;». Δεν το ’χω ξαναζήσει. [00:45:00]Τέτοιο πράγμα δεν το ’χω ξαναζήσει ποτέ.
Από την πλημμύρα του Ιανού πάθατε ζημιές;
Ναι, πάθαμε. Ήρθαν, με αποζημίωσαν τώρα εκεί πέρα. Η ζημιά, κορίτσι μου, δεν πληρώνεται. Αν δεν πάρεις το εισόδημά σου, η ζημιά δεν πληρώνεται. Πάνε τώρα 25 στρέμματα εκεί έμεινε τσιμέντο, δεν έμεινε τίποτα, ντιπ. Και διάρκεια είχε 15-20 λεπτά. Τυφώνας. Εάν ήσουν έξω, ήσουν τελειωμένος. Σβούρα! Να φέρνει γύρω χαλάζι, αέρας, να κοσκινάει το τρακτεράκι δω-εκεί, δω-εκεί να με τουμπάρει. Λέω: «Θα με τουμπάρει σίγουρα, θα με σκοτώσει». Και μόνος, δεν υπάρχει τίποτα εκεί πέρα, κανείς. Κι από εδώ και πέρα θα ’χουμε τέτοια φαινόμενα. Από εδώ και πέρα θα ’χουμε τέτοια φαινόμενα. Τώρα, άμα θα βλέπω μαύρο σύννεφο, βαρύ στο χωράφι, θα σηκώνομαι και θα φεύγω. Θα σβήνω τη μηχάνημα και θα έρχομαι σπίτι με αυτό που έχω ζήσει. Δεν έχω ξαναζήσει τέτοιο πράγμα. Πέρασα μπόρες, πάρα πολλές. Τέτοιο φαινόμενο ποτέ. Μακριά. Και καύσωνες θα ’χουμε, θα φτάσει στα 50 του χρόνου το καλοκαίρι. Οι καύσωνες θα φτάσουν τους 50 βαθμούς. Έφτασε 43-45 φέτο. Του χρόνου θα ’χουμε πιο πολύ. Το χαλάσαν την ατμόσφαιρα, δεν υπάρχει τίποτα τώρα. Αυτά.
Έχετε κάνει ένα είδος μουσείου, όπως μου δείξατε προηγουμένως. Έχετε κρατήσει πολλά γεωργικά-
Μηχανήματα.
Μηχανήματα και κειμήλια.
Ναι.
Για ποιον λόγο τα κρατήσατε;
Πώς;
Ποιος ήταν ο λόγος που τα κρατήσατε;
Μου αρέσανε από μικρό παιδί. Μηχανάκια… Έχω τέσσερις φλορέτες και οι δυο ζουν.
Τις έχετε συντηρήσει, τις έχετε διατηρήσει.
Θέλουν επισκευή, θέλουν βάψιμο, θέλουν. Η μηχανή δουλεύει, η μοτοσικλέτα. Αυτή είναι του ’40 - ’45. Τη μηχανή την πήρα απ’ την Καρδίτσα. Είχα μια φλορέτα και πήγα σ’ ένα μάστορα εκεί πέρα να την επισκευάσω. Την επισκευάζω, δε θυμάμαι 5 - 6.000 πλήρωσα. Πότε να ’ταν τότε; Να ’ταν το ’70 - ’71, ’70 κάπου εκεί μέσα. Αυτήν την είχε μέσα στο συνεργείο ο… τη μηχανή. Αυτός ήθελε να βρει άτομο, για να την πουλήσει. Μου λέει ο μάστορας: «Δημήτρη, έτσι και έτσι. Κάνουμε αλλαγή, θα πάρεις τη μηχανή, θα κάνετε μια μεταβίβαση και θ’ αφήσεις το μηχανάκι να το πάρει ο Άγγελος». Σκέπτομαι, σκέπτομαι: «Δουλεύει καλά -λέω- ρε Κώστα;». «Δουλεύει -μου λέει- βάλε την μπροστά». Βάζω διακόπτη, πήρε η μηχανή, δούλευε. Και την έχω από τότε. Έχω περπατήσει μ’ αυτή και πού δεν την έχω πάει! Στις 3 ν’ ανεβαίνουν απάνω, 3 άτομα σ’ αυτή τη μηχανή καβάλα. Παίρνει μπροστά. Τώρα άμα του βάλω βενζίνα και μπαταρία, παίρνει. Δουλεύει ακόμη. Ο Κώστας, ο γιός μου την έβαλε δυο φορές-τρεις την έχει βάλει μπροστά. Δουλεύει. Πολύ παλιό μηχάνημα. Αυτό πότε ήμαν λίγο παντρεμένος, στα Τρίκαλα πήγα στον γύρο του θανάτου.Και είχαν τέτοια ίδια μηχανή σαν τη δική μου. Ίδια ακριβώς για τον γύρο του θανάτου. Ναι, ήμουν πολύ μερακλής στα μηχανήματα, πολύ. Εκεί στα παλιά. Το Volkswagen το έχω και κρεβάτι μέσα, το ’χω και κρεβάτι. Πότε πήγαμε, δεν θυμάμαι ποια χρονιά επήγαμε, στη Σαμαρίνα… Ο Μπιζινάκος είναι από κει ο πατέρας του, Σαμαρινιώτης. Κρύο το βράδυ. Είχαμε πάει τον Δεκαπενταύγουστο. Τα παιδιά ήταν μικρά, [00:50:00]τα στρώσαμε και κοιμηθήκανε μέσα στο αυτοκίνητο. Εμείς ξαπλώσαμε, κάτω όλοι κοιμηθήκαμε. Και τα κρατάω. Πόσες φορές το Volkswagen ζήτησαν να με το πάρουν. Λέω: «Δεν πουλάω», λέει: «Έχεις κι άλλο κι άλλο», «Δεν πουλάω κανένα». Εδώ μαλώνω με τη γυναίκα μου: «Δώσ’ τα -μου λέει- δώσ’ τα». «Δεν δίνω κανένα», λέω εγώ. Τα θέλω, τ’ αγαπάω. Τα τρακτέρια τα ’χω σαν παιδιά μου. Αφού μεγάλωσα μ’ αυτά. Τα λύνω μόνος μου, τα επισκευάζω μόνος μου. Δεν τα πάω στον μάστορα. Κατάλαβες; Τ’ αγαπάω. Τέλος πάντων, άμα πεθάνω εγώ, ο γιος και η σύζυγος θα τα διώξουν όλα. Δεν είναι μερακλήδες. Κατάλαβες; Εδώ πρέπει να είσαι μερακλής. Τη μηχανή την συλλεκτική, όταν την πήρα με τον παππού σου, με τ’ αδέρφια μου, μ’ άλλα δυο αδέρφια… Ο παππούς σου δούλευε σε ένα του οργανισμού, πριν της ομάδας. Τότε είχαμε ομάδες, παλιά. Μετά βγήκε ο συνεταιρισμός και λέω: «Κίμων, δεν την πουλάμε να την πάρουμε;», «Δεν κάνει», μου λέει. «Γιατί; — λέω. Θα πάρουμε καινούρια;», «Ξέρω γω», μου λέει. «Να πάρουμε, γιατί; — λέω. Θα την πάρουμε». Η προκαταβολή ήταν 700.000. 4.000.000 την πήραμε το ’79. Δεν υπήρχαν τότε. Να’ταν 5-6 μηχανές εδώ γύρω, στον δήμο Σελλάνων, στα χωριά. Δεν υπήρχαν. Άσε τώρα, γέμισε ο τόπος. Τότε δεν υπήρχαν. Λέω την κυρά, λέω τον πατέρα μου, λέω: «Ν’ αφήσω το τρακτέρ, να πάρω μια μηχανή καινούρια». Τον Κίμωνα, τον παππού σου και τον Θεόφιλο. «Δεν πουλάμε κανένα τρακτέρ — λέει. Βρες -λέει ο μπάρμπας μου- λεφτά». Λέω την κυρά: «Στο Βαλτινό πήρα προίκα 10 στρέμματα — λέω. Θα πουλήσουμε το χωράφι, θα πάρουμε τη μηχανή». «Είσαι καλά;», μου λέει. «Γιατί, ρε; Κακό είναι; Είναι κακό να πουλήσω το χωράφι; Εκεί που είναι δεν το φτάνω πρώτα-πρώτα». Και το πουλάμε το χωράφι, το μισό το χωράφι, τα 5 στρέμματα από τα 10. Έβαλε και ο αδερφός μου ο Θεόφιλος. Ο παππούς σου ο Κίμωνας τότε δεν είχε… Κάτι μανάρια (=προβατα) ήθελε να τα πουλήσει ο άνθρωπος, να πάρει τα λεπτά.Τα παίρνουμε και την πήραμε. Και δουλέψαμε πόσο! Ποια χωριά δεν έχουμε πάει; Όλα τα χωριά εδώ γύρω έχουμε δουλέψει. Και ξεχρεώθηκε! Έκαψε η μηχανή μόνη της. Εμείς ό,τι εβάλαμε την προκαταβολή κι ύστερα οι επισκευές που πηγαίναμε στα συνεργεία. Ξεχρεώθηκε μόνη της. Τώρα γέμισε μηχανές, τώρα. Δεν δουλεύω. Δουλεύω τα δικά μου κάνα τριανταριά στρέμματα. Λοιπόν και μετά άραγμα, αρκετά. Να ξημερώνομαι να πατάω πλατοφόρμα — είχαμε οδηγοί πάνω στη μηχανή — να πατάω πλατοφόρμα μέρα νύχτα. Να πάω στο Μεγαλοχώρι… Είδες, πας στη γραμμή, ένας κοντά τον άλλον, για να πάρουμε σειρά. Αφού ήμουν αύπνωτος (=άυπνος) όλη τη νύχτα, κατά τις 10 η ώρα την ημέρα με έπαιρνε ο ύπνος. Κοιμόμουν στο τιμόνι, στο τρακτέρ πάνω, να προλάβουμε. «Ξύπνα, κοιμάσαι όρθιος» να φωνάζουν. Όρθιος κοιμάμαι, τί να κάνω; Με ρωτάς αν κοιμήθηκα χθες καθόλου; Άμα σου λέω περάσαμε ταλαιπωρία. Άσε, κορίτσι μου. Ταλαιπωρία μεγάλη. Τί να κάνουμε; Έτσι είναι η ζωή.
Ωραία, σας ευχαριστούμε πάρα πολύ για την συνέντευξη.
Τίποτε, παρακαλώ.
Φωτογραφίες

Χειρόγραφη λίστα ονομάτω ...
Τα ονόματα της οικογένειας και το όνομα τ ...

Έγγραφο οικογενειακής κα ...
Πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του ...

Οικογενειακά κειμήλια
Tα οικογενειακά κειμήλια με τα εργαλεία οι ...

Δετική μηχανή.
Δετική μηχανή του 1950.

Σκαλιστήρια
Σκαλιστήρια, τα οποία εφάπτονταν σε άλογα.

Δημήτριος Αλεξανδρής
Ο αφηγητής κύριος Δημήτριος Αλεξανδρής.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Ο κύριος Δημήτρης κατάγεται από το χωριό Πεδινό Καρδίτσης και είναι αγρότης βαμβακοκαλλιέργειας. Η ενασχόλησή του με τις αγροτικές εργασίες στο πέρασμα των χρόνων καταλαμβάνει το κυριότερο μέρος της ιστορίας του. Ωστόσο, στην αφήγησή του ξεχωρίζουν οι μνήμες από τα παιδικά του χρόνια, ενώ ιδιαίτερο συγκινησιακό φορτίο φέρουν οι οικογενειακές δυσκολίες και απώλειες. Ανακαλεί, επιπλέον, ιστορίες από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως τις άκουσε από τους παλαιότερους, ενώ παράλληλα αδρομερώς αναφέρει ορισμένα γεγονότα που συνέβησαν στο χωριό του κατά την περίοδο του Εμφυλίου. Στην αφήγηση, τέλος, διαφαίνεται έκδηλη η αγάπη του για τα αγροτικά μηχανήματα, τα οποία έως σήμερα έχει στην κατοχή του ως συλλέκτης.
Αφηγητές/τριες
Δημήτριος Αλεξανδρής
Ερευνητές/τριες
Αντιγόνη Μαρέ
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
03/11/2021
Διάρκεια
54'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Ο αφηγητής είναι ο αδερφός του παππού της ερευνήτριας.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Ο κύριος Δημήτρης κατάγεται από το χωριό Πεδινό Καρδίτσης και είναι αγρότης βαμβακοκαλλιέργειας. Η ενασχόλησή του με τις αγροτικές εργασίες στο πέρασμα των χρόνων καταλαμβάνει το κυριότερο μέρος της ιστορίας του. Ωστόσο, στην αφήγησή του ξεχωρίζουν οι μνήμες από τα παιδικά του χρόνια, ενώ ιδιαίτερο συγκινησιακό φορτίο φέρουν οι οικογενειακές δυσκολίες και απώλειες. Ανακαλεί, επιπλέον, ιστορίες από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως τις άκουσε από τους παλαιότερους, ενώ παράλληλα αδρομερώς αναφέρει ορισμένα γεγονότα που συνέβησαν στο χωριό του κατά την περίοδο του Εμφυλίου. Στην αφήγηση, τέλος, διαφαίνεται έκδηλη η αγάπη του για τα αγροτικά μηχανήματα, τα οποία έως σήμερα έχει στην κατοχή του ως συλλέκτης.
Αφηγητές/τριες
Δημήτριος Αλεξανδρής
Ερευνητές/τριες
Αντιγόνη Μαρέ
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
03/11/2021
Διάρκεια
54'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Ο αφηγητής είναι ο αδερφός του παππού της ερευνήτριας.