© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Πετράλωνα: μια Μεσοποταμία στην Αθήνα

Κωδικός Ιστορίας
10228
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Βασίλειος Ζευγώλης (Β.Ζ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
21/03/2021
Ερευνητής/τρια
Αφροδίτη Ζευγώλη (Α.Ζ.)
Α.Ζ.:

[00:00:00]Καλησπέρα. Θα μας πεις τ’ όνομά σουꓼ

Β.Ζ.:

Καλησπέρα. T’ όνομά μου είναι Βασίλης.

Α.Ζ.:

Είμαι με το Βασίλη Ζευγώλη. Σήμερα είναι 21 Μαρτίου του 2021. Ο Βασίλης βρίσκεται στα Πετράλωνα. Εγώ βρίσκομαι στην Κυψέλη. Είμαι η Αφροδίτη Ζευγώλη και είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Και ξεκινάμε, λοιπόν, Βασίλη. Θα μας πεις λίγα λόγια για την καταγωγή σου και πώς ήρθε με την οικογένειά σου στα Πετράλωνα;

Β.Ζ.:

Εγώ γεννήθηκα στα Πετράλωνα. Δεν ήρθα στα Πετράλωνα. Η οικογένειά μου ήρθε από την Απείρανθο της Νάξου το 1959. Εγώ δεν είχα γεννηθεί ακόμα. Γεννήθηκα δύο χρόνια αργότερα και μεγάλωσα σε μια μονοκατοικία στα Κάτω Πετράλωνα πριν από ακριβώς εξήντα χρόνια. Μ’ αρέσει καμιά φορά να λέω ότι γεννήθηκα στη Μεσοποταμία. Είναι μια φράση που έλεγε ο Μιχάλης ο Κατσαρός, ο ποιητής, για τις γειτονιές που ήταν ανάμεσα στον Ιλισό και στον Κηφισό. Η οικογένειά μου στα πλαίσια της κινητικότητας της εποχής, δηλαδή της εσωτερικής μετανάστευσης, έφυγε από τη Νάξο το ‘59 και ήρθε και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Η επιλογή των Κάτω Πετραλώνων ήταν καθαρά θέμα συγγένειας. Δηλαδή, στη συγκεκριμένη περιοχή έμεναν αρκετοί που είχαν καταγωγή απ’ την Απείρανθο της Νάξου, αν και οι περισσότεροι συνήθως έπιαναν σπίτι στο Γαλάτσι. Το Γαλάτσι είναι η κατεξοχήν αξώτικη συνοικία της Αθήνας. Παρόλα αυτά, στα Πετράλωνα υπήρχε ένας μικρός πληθυσμός και στη συγκεκριμένη οδό στην οποία ο πατέρας μου αγόρασε ένα οικόπεδο τότε και έχτισε αυτή τη μονοκατοικία έμεναν, ας πούμε, και τα δύο του αδέρφια. Οπότε, ήταν λογικότερο να έρθει κοντά στους συγγενείς του για να έχει και την υποστήριξη, τον πρώτο καιρό τουλάχιστον που θα την χρειαζόταν κιόλας.

Α.Ζ.:

Εκτός από τα αδέλφια του πατέρα σας υπήρχανε κι άλλου συγγενείς, κι άλλοι συγχωριανοί; Τι θυμάστε απ’ την κοινότητα εκεί τριγύρω σας στα Πετράλωνα;

Β.Ζ.:

Ναι. Ο πατέρας μου είχε δύο αδερφές και δύο αδελφούς. Ο ένας αδελφός έμενε μερικά σπίτια πιο πάνω από μας, το ίδιο και η μία αδελφή. Δηλαδή, ήταν τρία αδέλφια. Ζούσαν Αθηνοδώρου 19, Αθηνοδώρου 23 κι Αθηνοδώρου 41. Υπήρχαν, όμως, άλλα δύο αδέρφια: μία κοπέλα που ζούσε σε μια άλλη συνοικία —νομίζω στα Κάτω Πατήσια—, ένας ακόμη αδερφός ο οποίος ζούσε στα Άνω Πετράλωνα κι ένας ακόμα αδερφός που ζούσε στην Καλογρέζα. Αυτός ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός του, και ο οποίος όμως, ήταν συχνός επισκέπτης στο σπίτι γιατί ήταν χασάπης εκείνης της εποχής. Δηλαδή, δεν είχε δικό του χασάπικο αλλά δούλευε στα Σφαγεία. Τα Σφαγεία ήτανε στο Ταύρο, μια συνοικία που είναι γειτονική ως προς τα Πετράλωνα και πολλές φορές σχολώντας απ’ την δουλειά του περπατούσε και έφθανε στο σπίτι και πέρναγε από μας συνήθως για να συζητήσει διάφορα με τον πατέρα μου και να πιει ένα ποτήρι κρασί. Ήταν ένας ιδιαίτερος άνθρωπος αυτός. Όταν ήμουν παιδί κι ερχόταν στο σπίτι συνήθως κατέληγα κάτω από κάποιο κρεβάτι, απ’ το φόβο μου βεβαίως, διότι ήταν ένας άνθρωπος πάρα πολύ σκληρός, με κάτι θεόρατα μουστάκια και φαίνονταν ακόμα και τα μαυρομάνικα μαχαίρια που είχε στο ζωνάρι του. Και ήταν, βέβαια, έτοιμος για καβγά και για οτιδήποτε άλλο. Στην κυριολεξία τον έτρεμα. Ήταν χαρακτηριστικός τύπος της εποχής, χασάπης, σκληρός. Τα παιδιά του έφυγαν και πήγαν στην Αμερική. Δεν τον άντεχαν άλλο στο τέλος! Αυτοί ήταν οι συγγενείς μας. Υπήρχαν, βέβαια, και πάρα πολλά ξαδέρφια. Στα Πετράλωνα υπήρχε μια μικρή κοινότητα. Με τους περισσότερους είμαστε συγγενείς. Μία πρώτη ξαδέρφη της μητέρας μου έμενε στο ακριβώς διπλανό σπίτι, μας χώριζε δηλαδή ένας μικρός τοίχος όπου είχαμε φροντίσει να βάλουμε και μία σκάλα ξύλινη απ’ τη μία πλευρά και μια σκάλα ξύλινη απ’ την άλλη έτσι ώστε να περνάμε απ’ το ένα σπίτι στο άλλο χωρίς να χρειαστεί να βγαίνουμε στο δρόμο και να μπαίνουμε από τις πόρτες. Ήμαστε πάρα πολύ αγαπημένοι. Ήμαστε συνέχεια μαζί. Περνάγαμε όλες τις γιορτές μαζί. Ήτανε μια θεία με τρία παιδιά, επίσης. Ο άντρας της πήγε καμιά δεκαριά χρόνια στην Αμερική να δουλέψει. Δεν έκανε μεγάλο καζάντι, αλλά κατάφερε να επιστρέψει και να ‘χει τα χρήματα να αγοράσει το ακριβώς διπλανό οικόπεδο από μας και να προσπαθήσει να βρει την τύχη του κι αυτός στην Αθήνα. Δέκα χρόνια στην Αμερική η μοναδική [00:05:00]λέξη που έμαθε ήταν «μπόσης», δηλαδή το boss με ελληνική, έτσι, προέκταση. Υπήρχαν και σε άλλους δρόμους κάποιοι ακόμα συγγενείς: ένας αδερφός της μητέρας μου, πολλά ξαδέρφια. Η κοινότητα γενικώς, αν και μικρή, ωστόσο ήταν αρκετά δραστήρια. Δηλαδή, ο ένας έβλεπε τον άλλο και γενικά η πόρτα άνοιγε πάντοτε χωρίς να χτυπάει —δηλαδή η εξώπορτα εννοώ της αυλής—, όπου εκείνη την εποχή δεν χρειαζότανε ούτε να επικοινωνήσεις ούτε να κλείσεις ραντεβού. Οι πόρτες ήτανε πάντα ανοιχτές κι έτσι οι επισκέψεις ήταν ένα φαινόμενο καθημερινό, έτσι όπως το θυμάμαι τουλάχιστον εγώ στα παιδικά μου χρόνια.

Α.Ζ.:

Ο πατέρας σας τι δουλειά έκανε; Με τι ασχολήθηκε στην Αθήνα;

Β.Ζ.:

Ο πατέρας μου ήτανε ένας άνθρωπος… Θα τον έλεγα πολυτεχνίτη, δηλαδή από τότε που ήτανε στην Νάξο ήτανε πολύ καλός μάστορας. Δηλαδή, ήτανε πετράς. Έχτιζε πέτρες, αλλά είχε πολύ καλή γνώση και από άλλα συναφή επαγγέλματα, δηλαδή ήξερε ακόμα κι από υδραυλικά κι από μπετά κι οτιδήποτε. Με το μόνο πράγμα που δεν ασχολιόταν ήταν τα ηλεκτρικά. Δεν τα συμπαθούσε τα ηλεκτρικά, δεν ασχολιόταν. Όλα τα υπόλοιπα τα ‘κανε. Ωστόσο, η βασική δουλειά ήτανε χτίστης. Αργότερα, δηλαδή από τα μέσα της δεκαετίας του ‘60 και πέρα, είχε καταφέρει στην Αθήνα να φτιάξει ένα μικρό συνεργείο και μπορούσε και έπαιρνε και κάποιες μικρές εργολαβίες χτισιμάτων. Όχι… Δηλαδή δεν ήταν εργολάβος μ’ αυτήν την έννοια που κάποιοι παίρνουνε την εργολαβία μιας ολόκληρης πολυκατοικίας, δηλαδή φροντίζουν αυτοί να έχουν όλα τα συνεργεία. Εκείνος έκανε μόνο χτισίματα. Εκείνη την εποχή στις οικοδομές αυτό ήταν πάρα πολύ συνηθισμένο, και μάλιστα είχε και μια εξάρτηση σε σχέση με την καταγωγή. Δηλαδή, επειδή εμείς όλα τα παιδιά δουλεύαμε όταν δεν πηγαίναμε σχολείο στις οικοδομές του πατέρα μας, δηλαδή όποτε ο πατέρας είχε δουλειά, εγώ είχα παρατηρήσει ότι οι καλύτεροι, ας πούμε σοβατζήδες ήταν οι Μυτιληνιοί, ενώ χτιστάδες ήτανε οι Ηπειρώτες, μπετατζήδες ήτανε οι Μακεδόνες. Δηλαδή, ακόμα και οι άνθρωποι που έρχονταν από τις διάφορες περιοχές της χώρας στην Αθήνα… γιατί τότε, εκείνη τη δεκαετία, έγινε και το μεγάλο φαινόμενο της αστυφιλίας και γύρω στο ‘70 ξεκίνησε και η τρομερή ανοικοδόμηση της Αθήνας. Απ’ το ‘60 είχε ξεκινήσει, δηλαδή, αλλά η μεγάλη έγινε το ‘70 εν μέσω Δικτατορίας, δηλαδή. Κι έτσι, ήταν μ’ αυτό. Γι’ αυτό και το σπίτι ήτανε κατά κάποιο τρόπο ταυτόχρονα… είχε και στο μπροστινό μέρος της αυλής έναν πολύ μεγάλο αποθηκευτικό χώρο που ήτανε η ξυλεία του πατέρα μου και τα διάφορα εργαλεία που είχε για την οικοδομή κλπ. Εκείνη την εποχή, βέβαια, δεν είχαμε αυτοκίνητο. Θυμάμαι σαν μικρό παιδί ότι υπήρχε ένα ποδήλατο που πήγαινε στην αρχή στην δουλειά. Αργότερα, μετά το ‘70, αγοράσαμε κι ένα αυτοκίνητο τύπου Datsun, ας πούμε, πίσω από το οποίο φόρτωνε και τα διάφορα εργαλεία του και τα ξύλα του και πήγαινε στην δουλειά, που ήταν κι απ’ τα πρώτα αυτοκίνητα στην γειτονιά, αν και φορτηγάκι, τέλος πάντων.

Α.Ζ.:

Η γειτονιά των Πετραλώνων πώς την θυμάστε σαν παιδί;

Β.Ζ.:

Η γειτονιά ήταν απ’ αυτές τις χαρακτηριστικές παραδοσιακές γειτονιές της Αθήνας που βλέπουμε πολλές φορές και στον ελληνικό κινηματογράφο. Τα περισσότερα σπίτια ήταν μονοκατοικίες. Τα Πετράλωνα πάντα είχαν αυτό το διαχωρισμό με τα Άνω Πετράλωνα και τα Κάτω Πετράλωνα. Τα Άνω Πετράλωνα θεωρούντο κάπως πιο εκλεπτυσμένη κατάσταση ενώ τα Κάτω Πετράλωνα ήταν πιο λαϊκά. Εξάλλου, η πρώτη ονομασία της περιοχής αυτής λεγόταν Κατσικάδικα, γιατί εκεί βόσκανε κατσίκια. Και αργότερα, βέβαια, εκεί φτιάχτηκαν και τα πρώτα εργοστάσια, για αυτό και θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα Πετράλωνα ήταν —δηλαδή, τέλη του 1800 και αρχές του 1900— μια μικρή βιομηχανική περιοχή η οποία συγκέντρωσε και πολύ εργατικό κόσμο που χρησιμοποιήθηκε, έτσι, για να δουλέψει αυτά τα εργοστάσια. Εγώ θυμάμαι σαν παιδί τη γειτονιά να είναι χωματόδρομο και τα σπίτια ήταν όλα χαμηλά, μονοκατοικίες, με την αυλή μπροστά ή πίσω. Όλα τα σπίτια είχαν αυλή και όλα τα σπίτια είχαν κήπο, άλλα με κάποια δέντρα μέσα στο κήπο, δηλαδή οπωροφόρα εννοώ, άλλα χωρίς δέντρα. Στη δική μας την αυλή ο πατέρας είχε φτιάξει μια κατασκευή με πέντε έξι κολώνες ψηλές, τέλος πάντων, και είχε φτιάξει μια κρεβατίνα, αυτό που λέμε για το αμπέλι, δηλαδή [00:10:00]είχαμε φυτέψει αμπέλι το οποίο είχε διακλαδωθεί πάνω σ’ αυτές τις κολώνες και δημιουργήσει ένα φυσικό στέγαστρο έτσι ώστε το καλοκαίρι να μπορούμε να καθόμαστε στην αυλή χωρίς να μας επηρεάζει ο ήλιος· αντιστοίχως και πάρα πολλές ζαρντινιέρες και πάρα πολλά γιασεμιά και λουλούδια που μοσχοβόλαγαν. Δηλαδή, η περιοχή μοσχοβόλαγε κατ’ ουσίαν όταν έμπαινες στα σπίτια με τους κήπους. Κι οι οικογένειες ήτανε φτωχικές σχετικά, αγωνιστές για την ζωή δηλαδή. Προσπαθούσαν όλοι να στεριώσουν και να μπορέσουν να πάνε τα παιδιά τους σχολείο και να σπουδάσουν όσο ήταν δυνατόν. Και υπήρχε απέναντί μας ένας φούρνος και ένα μπακάλικο. Κι ο φούρνος ήταν κι αυτός με τέσσερα παιδιά όπως εμείς. Το μπακάλικο ήταν απ’ αυτά τα παραδοσιακά που λειτουργούσανε και λίγο σαν μικρά ταβερνάκια. Δηλαδή, μπορούσες να πας, είχανε κάνα δυο βαρελάκια κομμένα στην μέση και ήταν σαν τραπέζια και εκεί πάνω σε λαδόκολλες σερβίρανε, ας πούμε, λίγη ρέγκα, λίγες ελιές ή κάτι τέτοιο. Στη μνήμη μου έχω τις μυρωδιές αυτού του μπακάλικου, όπου έμπαινες μέσα και μύριζε πάρα πολύ όμορφα και πολύ χαρακτηριστικά —αυτό έχει αξία—, δηλαδή μυρίζαν τα μπαχάρια, μυρίζαν οι παστές σαρδέλες και οι ρέγκες και οι μορταδέλες, τα σαλάμια δηλαδή μύριζαν. Τότε δεν υπήρχαν ζαμπόν. Υπήρχαν κλασικά σαλάμια, εν πάση περιπτώσει. Και θυμάμαι και τα πάρα πολλά βαρέλια που είχανε στα οποία φτιάχνανε κρασί. Και μια εποχή του χρόνου πριν τα ξαναγεμίσουνε με το μούστο, το καλοκαίρι δηλαδή, τα βγάζανε έξω στο δρόμο κι ερχόντουσαν κάτι πολύ ιδιαίτεροι τύποι, οι λεγόμενοι βαρελάδες, και οι οποίοι μπαίναν ολόκληροι μέσα στα βαρέλια και τα καθαρίζανε, τα τρίβανε, τα πλένανε. Θυμάμαι ότι αυτή η διαδικασία κρατούσε τρεις τέσσερις μέρες έτσι ώστε τα βαρέλια να μπορούν να ξαναδεχτούν, ας πούμε, μούστο και να προχωρήσουνε. Πιο κάτω στη γωνία ήταν το καφενείο του Θεάκου, ένα καφενείο που σύχναζε σχεδόν όλη η γειτονιά. Δηλαδή, πολλές φορές και η μάνα μου όταν ήμουνα παιδί μ’ έστελνε να φωνάξω τον πατέρα μου ή τον μεγάλο μου αδερφό. Πιο κάτω ήτανε μια ιδιαίτερη οικογένεια η οποία είχε ένα μεγάλο οικόπεδο —και θυμάμαι που είχανε και άλογο και κάρο— και ήταν ο άνθρωπος που πούλαγε πάγο, ο παγοπώλης, γιατί εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ακόμα… Υπήρχαν, δηλαδή, αλλά δεν είχαν οι άνθρωποι όλοι ηλεκτρικά ψυγεία. Είχαμε στην αρχή ψυγείο του πάγου. Και θυμάμαι κι ο αδερφός μου φοιτητής όντας πολλές φορές έκανε μεροκάματα στον παγοπώλη και κουβάλαγε πάγο, δηλαδή. Και τον κουβαλάγανε πάνω στο κάρο. Πηγαίνανε από κάποιο εργοστάσιο και τον παίρνανε και τον κόβαν, υποτίθεται, με κάτι γάντζους και στον φέρναν στο σπίτι και τον αγόραζες κομμάτι. Το έβαζες το κομμάτι αυτό μέσα σε εκείνα τα ξύλινα ψυγεία και μπορούσες να διατηρείς τα τρόφιμά σου για ένα διάστημα. Η άσφαλτος έγινε σχετικά σύντομα, δηλαδή νομίζω γύρω στο… Μετά το ’65, δηλαδή, νομίζω ότι έγινε και άσφαλτος. Εγώ, δηλαδή, θυμάμαι πολύ αδρά το χωματόδρομο. Μετά από λίγο νομίζω περάσαμε σε άσφαλτο, αλλά εντάξει, πάλι ήταν το πράγμα πάρα πολύ ήρεμο. Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα. Ήταν πολύ ήρεμη η κατάσταση.

Α.Ζ.:

Θυμάστε καθόλου τα παιχνίδια που παίζατε στη γειτονιά;

Β.Ζ.:

Εγώ είχα…Τα τρία μου αδέρφια ήταν πολύ μεγαλύτερα από μένα. Εγώ γεννήθηκα στην Αθήνα, όπως είπαμε. Εκείνοι είχαν έρθει απ’ τη Νάξο. Όταν εγώ γεννήθηκα ο μεγάλος μου αδερφός είχε μπει στο Πανεπιστήμιο. Δηλαδή, είχαμε δεκαοχτώ χρόνια διαφορά. Με τους άλλους δύο μικρότερη διαφορά, αλλά πάλι πολύ μεγάλη διαφορά. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μην με καταδέχονται. Έτσι, δεν μπορούσα να παίζω με τ’ αδέρφια μου, γιατί ήταν πολύ μεγαλύτερα από μένα. Οπότε, όλη μου η ζωή ήταν οι φίλοι μου. Και οι φίλοι τότε ήτανε οι φίλοι της . Όταν δεν ήμουν στο σχολείο, και επειδή τα πράγματα τότε ήταν πολύ ήρεμα, κανείς απ’ τους γονείς δεν ανησυχούσε για το πού είναι τα παιδιά του, διότι μπορεί να ‘μαστε στην αυλή του γείτονα, ας πούμε. Δεύτερον, όλοι ήξεραν όλους οπότε και κάπου να βρισκόσουνα μόνος σου θα σ’ έβλεπε κάποιος και αμέσως θα φρόντιζε να σε επαναφέρει στην τάξη. Έτσι, παίζαμε είτε στις αυλές μας είτε παίζαμε στις γειτονιές, τώρα, σε σχέση βεβαίως και με τις ηλικίες. Ε, στην αρχή παίζαμε τα κλασικά παιχνίδια εκείνης της εποχής, δηλαδή κρυφτό, κουτσό, κυνηγητό, ξυλίκι. Αν [00:15:00]είχαμε βόλους ή μπίλιες παίζαμε μ’ αυτούς. Παίζαμε καπιτώλι, δηλαδή παιχνίδια που δεν υπάρχουν σήμερα και όταν… Α, κι ένα παιχνίδι που παίζεται μ’ ένα κόκκαλο που λέγεται βεζίρης ή μπούκος. Κάπως έτσι το λέγαμε. Κι όταν μαζευόμαστε και πολλοί τότε παίζαμε κι ακόμα πιο ομαδικά παιχνίδια του τύπου μακριά γαϊδούρα, αμπάριζα, κόκκαλο. Και σιγά-σιγά μπήκε και η μπάλα στην ζωή μας, βεβαίως, όπου παίζαμε και ποδόσφαιρο, τα αγόρια τουλάχιστον, ακατάπαυστα. Όσο μεγαλώναμε, όμως, είχαμε ανάγκη μεγαλύτερης αλάνας για το ποδόσφαιρο, κι έτσι μετακινούμαστε σε περιοχές που να είχανε, υποτίθεται, μεγαλύτερες αλάνες. Δηλαδή, κάποια στιγμή τα διάφορα παιχνίδια γινόντουσαν και σε πιο απομακρυσμένα σημεία από το σπίτι. Ένας ενδιαφέρον προορισμός ήταν, ας πούμε, ένα ρέμα που είχαμε στη θέση που σήμερα είναι η οδός Χαμοστέρνας. Ήταν ένα πολύ μεγάλο ρέμα και το οποίο ήτανε καταπληκτική περιοχή για να παίξουμε πόλεμο, κρυφτά περίεργα και να σκαρφαλώνουμε, ας πούμε, γιατί ήταν, έτσι, βαθύ αρκετά. Ένας άλλος προορισμός ήτανε μια περιοχή που την λέγανε Πισσάδικα και στην οποία είχε ένα πολύ μεγάλο κενό οικόπεδο το οποίο ήτανε κάπως στρωμένο και εκεί μπορούσαμε να παίζουμε ποδόσφαιρο.

Β.Ζ.:

Και συνήθως εκεί απέναντι απ’ τα Πισσάδικα ήτανε το εργοστάσιο του Παυλίδη, το οποίο είναι ακόμα εκεί. Βέβαια, δεν λειτουργεί το παραγωγικό τμήμα. Λειτουργεί μόνο το εμπορικό τμήμα. Πλέον το εργοστάσιο του Παυλίδη το ‘χει πάρει μια μεγάλη Ελβετική εταιρία —νομίζω λέγεται Kraft, Kraft Foods ή κάτι τέτοιο, που ‘χει και την Jacob Suchard, μια Ελβετική μεγάλη εταιρεία. Και πηγαίναμε τότε και καθόμαστε στο πεζοδρόμιο απέναντι από το εργοστάσιο με περίλυπο ύφος έτσι ώστε να μας λυπηθούν οι εργάτες που δούλευαν και να μας πετάξουνε καμιά σοκολατίτσα απ’ τα παράθυρα. Οπότε, ξαφνικά πέρναγε λίγη ώρα και ξαφνικά ξεκινάγε μια βροχή από μικρές σοκολάτες. Τότε βγαίνανε κάτι σοκολάτες πάρα πολύ μικρούλες που κοστίζανε στο περίπτερο, ας πούμε, ένα πενηνταράκι ή μία δραχμή. Οπότε, ένα τέτοιο κουτί χώραγε καμιά τριανταριά και μας τις πετάγανε οι εργάτες, ας πούμε, και νόμιζες ότι έβρεχε σοκολατίτσες δηλαδή, και τις μαζεύαμε και τις παίρναμε. Ήταν μια ωραία σκήνη αυτή. Πολύ αργότερα διάβασα —επειδή το εργοστάσιο του Παυλίδη ξεκίνησε το 1860—, πολύ αργότερα, όταν μεγάλωσα πια, διάβασα κάποια στιγμή ότι στα τέλη του 1800 οι εργάτες πάλι πέταγαν σοκολάτες στα παιδιά. Από τότε, δηλαδή, υπήρχε αυτό το φαινόμενο. Αλλά, εκείνη την περιοχή πετάγανε σοκολατομάζες. Δηλαδή, δεν φτιαχνόντουσαν ακόμα, φαίνεται, οι σοκολάτες και πετάγανε μπάλες, δηλαδή, με σοκολάτα, ας πούμε, κάπως έτσι. Υπήρχε μια εξέλιξη στην διαδικασία έτσι όπως πέρασε ο καιρός.

Β.Ζ.:

Και βέβαια, πολύ μεγαλύτερη βόλτα ήταν η βόλτα στα Άνω Πετράλωνα, προς την πλευρά βέβαια του Φιλοπάππου, για την κατάκτηση του λόφου του Φιλοπάππου. Ε, αυτή ήταν κυρίως εξερευνητικός περίπατος και έπρεπε να γίνει όταν είχαμε μεγαλώσει πια, δηλαδή, είχαμε πάει στο Γυμνάσιο πλέον, και όχι όταν ήμαστε μικρά παιδιά. Για τα παιχνίδια να πω ότι τότε παίζαμε συνήθως με παιχνίδια που τα κατασκευάζαμε μόνοι μας. Δεν υπήρχαν, δηλαδή, παιχνίδια να τ’ αγοράζεις. Φτιάχναμε σπαθιά με ξύλα, φτιάχναμε τόξα όταν παίζαμε Ινδιάνους, φτιάχναμε τέτοια πράγματα. Και όταν καμιά φορά εμφανιζόταν κάνα παιχνίδι έτσι ωραίο στην γειτονιά τότε γινότανε, έτσι, το επίκεντρο της προσοχής. Το παιδί δε που είχε το παιχνίδι, έτσι, ξαφνικά αποκτούσε πολύ μεγάλη αξία και στα μάτια μας και οπουδήποτε. Δηλαδή, όποιος από μας είχε καλό νονό και του έφερνε συχνά παιχνίδια, έτσι, καθόριζε κατ’ ουσίαν και την κινητικότητα της παρέας. Ήτανε πολύ σημαντικό.

Α.Ζ.:

Θυμάστε τότε καθόλου τις καθημερινές συνήθειες στο σπίτι: το φαγητό, την καθημερινή ζωή; Κρατούσατε πράγματα απ’ την καταγωγή, απ’ τη Νάξο, στις συνήθειες;

Β.Ζ.:

Λοιπόν, οι γονείς μου ήταν και οι δύο απ’ την Απείρανθο της Νάξου και ήταν παραδοσιακοί νησιώτες με μεγάλη αγάπη στο [00:20:00]χωριό και τοπικιστές, θα έλεγα, έντονα. Και εκείνη την εποχή υπήρχε και μεγάλη ανάγκη επικοινωνίας με το νησί, γιατί στο νησί έμεναν πίσω αδέρφια, συγγενείς. Και κάτι έστελνε ο ένας στον άλλον πάντα. Δηλαδή, δεν υπήρχε βδομάδα που να μην ανεβούμε με το πατέρα μου ή με την μητέρα μου στου Ψυρρή, όπου υπήρχε εκεί ένα πρακτορείο από την Απείρανθο της Νάξου το οποίο κάθε βδομάδα έκανε ένα δρομολόγιο και μπορούσες να στείλεις σε κάποιον πράγματα από την Αθήνα ή μπορούσε εκείνος να σου στείλει πράγματα απ’ το χωριό. Εκείνοι, βέβαια, μας έστελναν συνήθως χόρτα, διάφορα σταφύλια, δηλαδή καρπούς υποτίθεται της γης, τέτοια πράγματα. Και καμιά φορά και κάνα υφαντό λόγω της παράδοσης που είχε η Απείρανθος με την παραγωγή των υφαντών. Και εμείς τους στέλναμε από δω διάφορα πράγματα: τσιγάρα πολλές φορές, γιατί φαίνεται ότι εκείνη την εποχή τα τσιγάρα ήταν πολύ μεγάλο δώρο, να σου κάνουνε μια κούτα τσιγάρα, και πολλές φορές ένα ζευγάρι παντόφλες ή διάφορα που θα βοηθούσανε, ας πούμε, να μεγαλώσουν σωστά και τα παιδιά των συγγενών και διάφορα άλλα τέτοια πράγματα.

Β.Ζ.:

Το φαγητό ήταν παραδοσιακό. Η μητέρα μαγείρευε καθημερινά για πέντε άτομα έξι, συν ότι πάντοτε το φαγητό έπρεπε να περισσεύει, γιατί όπως είπαμε και προηγουμένως οι πόρτες ήταν ανοιχτές και πάντα κάποιος θα ‘ρχόταν και θα στηνότανε πάντα κουβεντολόι και ρακί και κάποιος στοιχειώδες φαγητό χωρίς να είναι σπουδαία πράγματα. Δηλαδή, θα μπορούσε ένα βράδυ να φάμε, ξέρω ‘γώ, τηγανίτες που δεν ήταν τίποτα άλλο από αλεύρι με νερό. Αλλά, πάντα έπρεπε να υπάρχει κάτι το οποίο να μπορείς να τρατάρεις τους συγγενείς ή τους φίλους που θα πέρναγαν υποτίθεται από το σπίτι. Τώρα, εγώ επειδή ήμουνα το μικρότερο παιδί, ήμουνα κάπως καλομαθημένο. Δεν είχα ζήσει και στη Νάξο καθόλου ούτως ώστε να ‘χω συνήθειες που είχαν τα παιδιά που μεγάλωναν σ’ ένα τοπίο αγροτικό ή κάπως έτσι. Οπότε, ήμουνα λίγο μίζερος στο φαγητό και η μητέρα μου με πρόσεχε λίγο παραπάνω. Θυμάμαι τα κολατσιά εκείνης της εποχής. Δεν ήταν, ας πούμε, τυρόπιτες ή διάφορα τέτοια πράγματα που κατασκευάζονται με φύλλο ή οτιδήποτε άλλο. Ας πούμε, το κολατσιό του παιχνιδιού, το πρωινό, ήταν συνήθως μια φέτα ψωμί που κι αυτή είχε να κάνει κυρίως με την κάθε οικογένεια ξεχωριστά. Δηλαδή, κάποιοι τρώγανε ψωμί στο οποίο είχαν αλείψει πάνω τοματοπελτέ, κάποιοι άλλοι βρεγμένο ψωμί με ζάχαρη, κάποιοι ψωμί με λάδι και σπανίως έβλεπες πού και πού ψωμί με τυρί και σαλάμι, ας πούμε. Αυτό ήταν και το πιο καλό κατά μια έννοια. Αλλά μέχρι εκεί. Τα μεσημέρια και τα υπόλοιπα ήταν κανονικά. Γλυκά σχεδόν φτιάχνανε μόνο οι άνθρωποι μόνοι τους. Δεν ήτανε διαδεδομένα και τα ζαχαροπλαστεία. Δεν υπήρχαν ακόμα. Εκείνη την εποχή δημιουργήθηκε και η ανάγκη να γίνει κάτι τέτοιο, και συνήθως αυτά τα συνδύαζαν και με τις γιορτές. Κυρίως, βέβαια, το κρέας ήτανε φαγητό το οποίο το τρώγαμε μόνο κάθε Κυριακή. Τις υπόλοιπες μέρες της εβδομάδας τρώγαμε όσπρια, ζυμαρικά, πατάτες, τέτοια πράγματα, καμιά φορά ψάρι. Ψάρι εννοώ, δηλαδή, σαρδέλα, μικρά ψαράκια, αυτά τα φθηνά υποτίθεται ψάρια. Γενικά δεν υπήρχε πρόβλημα, ας πούμε, και νομίζω ότι τουλάχιστον την εποχή που έζησα εγώ δεν υπήρχε δηλαδή θέμα πείνας ή κάτι τέτοιο. Νομίζω ότι μπορεί να υπήρχε, έτσι, φτώχεια σχετικά, αλλά φτώχεια στο επίπεδο του ότι, ξέρω ‘γώ, το κάθε παιδί φορούσε τα ρούχα του προηγούμενου παιδιού. Τέτοιο επίπεδο. Δηλαδή, δεν έβγαινε κανείς έξω γυμνός. Όλοι είχαν ένα ζευγάρι παπούτσια. Δεν ήταν, δηλαδή, όπως παλιότερα. Θεωρώ ότι η δεκαετία του ’60… Νομίζω ήταν το όριο από το οποίο ξεκίνησε μια πιο φυσιολογική ζωή. Και αργότερα βεβαίως έγιναν τα πράγματα πολύ καλύτερα.

Β.Ζ.:

Ας πούμε, δεν είχαμε ξέρω ‘γώ ηλεκτρικές συσκευές. Θυμάμαι ότι είχαμε ξυλόσομπα για πάρα πολλά χρόνια. Δεν είχαμε, δηλαδή, ούτε σόμπα πετρελαίου ούτε κάτι τέτοιο. Αυτό, βέβαια, ήταν πιο πολύ ιδιοτροπία του πατέρα μου, ο οποίος πίστευε ότι η ξυλόσομπα ήταν ό,τι καλύτερο υπήρχε. Έτσι γενικώς, εκτός απ’ το δωμάτιο που ήταν η σόμπα, το [00:25:00]υπόλοιπο σπίτι είχε ένα κρύο. Κι αυτό ήταν κάτι που με ενοχλούσε. Δηλαδή, πάντα είχα στο μυαλό μου ότι πότε θα υπάρχει ένα μπάνιο που θα μπαίνω μέσα και θα ήταν ζεστό. Δηλαδή, μου ‘λειπε λίγο αυτό το χειμώνα. Αυτό είναι το μόνο που θυμάμαι.

Β.Ζ.:

Δεν είχαμε βέβαια, δεν υπήρχε τηλεόραση. Νομίζω ότι αγοράσαμε τηλεόραση —και ήταν και η πρώτη στη γειτονιά— στην αρχή της Δικτατορίας, δηλαδή αν δεν κάνω λάθος, το ‘69; Κάπου εκεί, ‘68-‘69, κάπου εκεί είχαμε μια τηλεόραση, όπου πολλά απογεύματα μαζευότανε κόσμος, διάφοροι γείτονες, για να παρακολουθήσουν κάποιος σίριαλ της εποχής. Μετά το ’70, αν δεν κάνω λάθος, υπήρχε εκείνο το σίριαλ Ο Άγνωστος Πόλεμος, όπου γινόταν μεγάλο πανηγύρι γιατί έρχονταν όλοι να το δούνε. Εγώ, βέβαια, μ’ άρεσε να βλέπω τα διάφορα, έτσι, πιο παιδικά που ήτανε, ας πούμε, Low Ranger, Zorro, ξέρω ‘γώ, εκείνα που ‘τανε εκείνη την εποχή δηλαδή· αυτό με τα διαστημόπλοια, τρεις τέσσερις τέτοιου τύπου σειρές που υπήρχαν εκείνη την εποχή. Είδες, μετά από τόσα χρόνια φτάσαμε πάλι στις σειρές. Τότε οι σειρές ήταν πολύ διαδεδομένες στην τηλεόραση. Για ένα διάστημα χάθηκαν κι ορίστε που ξαναγύρισαν και τώρα.

Α.Ζ.:

Από τα σχολικά χρόνια τι θυμάστε; Πώς ήταν η ζωή στο σχολείο;

Β.Ζ.:

Πάρα πολύ καλά. Πήγαινα σ’ ένα… Για κάποιον λόγο τον οποίο δεν θυμάμαι ακριβώς στην πρώτη τάξη Δημοτικού με έγραψαν σ’ ένα ιδιωτικό σχολείο. Κυρίως ήταν αυτό που λέγαμε. Ήμουνα το καλομαθημένο παιδί της οικογένειας και είπανε «Ρε παιδί μου, αυτόν ας τον προσέξουμε κάπως παραπάνω». Και μ’ έγραψαν σ’ ένα ιδιωτικό σχολείο που τότε είχε πρωτοανοίξει στα Πετράλωνα. Και πήγα εκεί για νομίζω λίγους μήνες, γιατί ήταν πολύ αυστηρό. Εγώ δεν ήμουν, δεν μπορούσα να ανταπεξέλθω στην αυστηρότητα και στην επιμέλεια που έπρεπε να δείχνω, με αποτέλεσμα να διακοπεί η σχέση μας και να πάω στο δημόσιο. Και πήγα πραγματικά στο Δημόσιο, στο 82ο Σχολείο. Υπάρχει ακόμα και σήμερα αυτό το σχολείο. Τότε ήταν πέτρινο, βεβαίως, έτσι, με τις τάξεις του. Θυμάμαι καλά πράγματα. Θυμάμαι κυρίως τις σχέσεις μας με τα παιδιά, με τους φίλους, τους συμμαθητές. Θυμάμαι τον τρόπο με τον οποίο γράφαμε τα πράγματα, τα τετράδια. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν και πολλά πράγματα. Υπήρχαν κάτι τετράδια που είχανε χάρτινα εξώφυλλα και πάνω στα οποία ήτανε κάποιες σκηνές είτε από την ελληνική Μυθολογία είτε απ’ την αρχαιότητα. Τα τετράδια με το πλαστικό εξώφυλλο αργήσανε, αυτά τα μπλε τα κλασικά που υπάρχουν και μέχρι σήμερα, αργήσανε να βγούνε. Όσον αφορά δε τις γραφικές ύλες, ήτανε πολύ φτωχές εκείνη την εποχή. Δηλαδή, υπήρχε μολύβι και στυλός, γόμα, ξύστρα. Τέλος. Δεν υπήρχανε πολλά πολλά. Και για αυτό το λόγο και οι περισσότεροι από μας είχαμε έτσι ένα… διατηρήσαμε στη ζωή μας μια καλή σχέση με τη γραφική ύλη. Δηλαδή, όταν βγήκαν πια τα υπέροχα μολύβια τα εκτιμούσαμε δεόντως, γιατί δεν τα είχαμε όταν ήμασταν μικροί. Γενικώς λείπαν τα πράγματα αυτά αλλά κανένα δεν ένοιαζε. Το σημαντικό ήτανε να είσαι με τους φίλους σου, να παίζεις, να περνάς καλά, να μαθαίνεις πράγματα. Ήταν, βέβαια, δύσκολη εποχή, γιατί δεν μάθαινες απ’ την τηλεόραση όπως μαθαίνεις σήμερα. Δηλαδή, όταν ακούγαμε για μία παράξενη πόλη ή μια παράξενη χώρα, μαθαίναμε κάτι στην Γεωγραφία, το φανταζόμαστε. Δεν είναι όπως σήμερα που μπορείς να το δεις στην τηλεόραση ή μπορείς να το γκουγκλάρεις και να δεις τι είναι, ας πούμε, τα Νησιά Γκαλαπάγκος. Μπορείς να δεις και εικόνες και βίντεο από τα Νησιά Γκαλαμπάγκος, άρα μπορείς να ‘χεις μια άμεση εικόνα. Τότε απλώς φανταζόσουν πώς μπορεί να είναι τα Νησιά Γκαλαπάγκος. Δεν υπήρχε ούτε φωτογραφία. Ήτανε μια κουκίδα στο χάρτη. Αυτό ήταν μία ιδιαίτερη περίπτωση κι η Γεωγραφία ήταν ένα απ’ τα αγαπημένα μαθήματα των περισσότερων παιδιών, γιατί ακριβώς τους άνοιγε τους ορίζοντες που δεν μπορούσαν να ανοίξουν από πουθενά αλλού. Άνοιγαν μόνο από τη Γεωγραφία κι από τα παραμύθια που μπορεί να σου έλεγαν ή μπορεί να μη σου έλεγαν οι γονείς σου γιατί αυτό εξαρτιόταν και πάρα πολύ. Τότε εκείνοι ήταν άνθρωποι που δούλευαν απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. [00:30:00]Δεν είχαν, έτσι, ούτε την όρεξη ούτε τη δυνατότητα να ασχοληθούν με τα παιδιά τους. Ήταν πολύ ιδιαίτερη η κατάσταση.

Β.Ζ.:

Ε, μετά ξεφύγαμε. Αλλάξαμε σχολεία μετά, δηλαδή, το Δημοτικό, οπότε στη συνέχεια περάσαμε σε άλλες διαδικασίες. Δεν νομίζω ότι αφορούν αυτή τη συνέντευξη. Εγώ, βέβαια, ως μαθητής είχα έναν πολλαπλό έλεγχο απ’ το σπίτι, γιατί ο πατέρας μου και η μητέρα μου ήτανε αγράμματοι, οπότε δεν μπορούσαν να με παρακολουθούν, αλλά είχα δύο αδέρφια που ο ένας ήταν στο Πολυτεχνείο και ο άλλος ήτανε στην Ιατρική, ας πούμε. Οπότε, αυτοί με διάβαζαν και ήταν και πολύ αυστηροί, ειδικά ο μεγάλος. Είχαμε στο σπίτι μας... Εκτός απ’ το κυρίως σπίτι που ζούσαμε ο μπαμπάς μου και τα αδέρφια μου είχανε με τα χέρια τους σκάψει ένα υπόγειο κάτω απ’ το σπίτι και το ‘χαν διαμορφώσει. Και εκεί ήταν τα δωμάτια των παιδιών που διάβαζαν και που κοιμόντουσαν τα μεγάλα. Εγώ κοιμόμουνα στην σάλα, ας πούμε, Δεν είχα δηλαδή δικό μου δωμάτιο. Κοιμόμουνα στη σάλα σ’ ένα μπαουλοντίβανο που υπήρχε εκεί. Κι εκεί κάτω, λοιπόν, ήταν και τα γραφεία των αδερφών μου και με διαβάζανε συνέχεια. Άρα, δεν μπορούσα να ξεφύγω με τίποτα. Δηλαδή, απ’ τη μια ήμουνα καλομαθημένος, γιατί είχα σαν να λέμε τρεις τέσσερις πατεράδες που ήταν όλοι μεγαλύτεροι και με προσέχανε, απ’ την άλλη όμως είχα και πάρα πολύ μεγάλο έλεγχο. Δηλαδή, με ελέγχανε τέσσερις αλλά και με χαρτζιλικώνανε τέσσερις. Οπότε, υπήρχε μια τέτοια κατάσταση, εν πάση περιπτώσει. Αλλά, εντάξει αυτό βοήθησε κιόλας πάρα πολύ στο να κατευθυνθώ κι εγώ προς τη θετική κατεύθυνση. Αν και ο πατέρας μπορεί να ήταν αγράμματος, με την έννοια δηλαδή ότι νομίζω είχε πάει κάνα δυο τρεις τάξεις στο σχολείο, αλλά ήταν ένας άνθρωπος πάρα πολύ έξυπνος και αυτό φαινόταν και πολύ στην πρακτική με την οποία έχτιζε και έκανε όλα αυτά τα μαστορικά που έκανε και τα οποία θαύμαζες παρότι μπορεί να ήσουνα μηχανικός στο Πολυτεχνείο, ας πούμε, έτσι; Οι άνθρωποι εκείνοι ήτανε διαφορετικοί κάπως. Είχαν μεγάλες δυνατότητες, απλά δεν μπορούσαν ταυτόχρονα να είναι και σπουδαγμένοι.

Α.Ζ.:

Θυμάστε καθόλου αν την εποχή που ήσασταν στο σχολείο και στην εφηβεία, που ακόμα ήταν Δικτατορία… Θυμάστε καθόλου γεγονότα να σας είχαν επηρεάσει ή με τη γειτονιά καταστάσεις σχετικές με το καθεστώς;

Β.Ζ.:

Θυμάμαι ότι υπήρχε μια αίσθηση τρομοκρατίας, όμως όχι τόσο έντονη. Στη γειτονιά δεν ήταν και κάποιοι δηλωμένοι, ας πούμε, Αριστεροί έτσι ώστε να παρακολουθούμε και κάποιες σκηνές, να ‘ρχεται η Ασφάλεια κλπ. Ότι ερχότανε η Ασφάλεια κατά καιρούς και έλεγχε κάποια πράγματα το βλέπαμε. Εμείς τότε είμαστε, όμως, 12 χρονώ, 11 χρονώ, 13 χρονώ το πολύ, δηλαδή, κάπως έτσι. Οπότε, αυτό δεν το κατανοούσαμε πάρα πολύ καλά. Θυμάμαι, βέβαια, έναν συμμαθητή μου που οι γονείς του ήτανε Αριστεροί κι ο οποίος πάντοτε μου έλεγε ότι «Φοβάμαι ότι θα γυρίσω στο σπίτι και δεν θα ‘ναι ο μπαμπάς μου». Φοβόταν πάντα ότι θα τον έπαιρναν και θα τον έκλειναν στην φυλακή κλπ. Οι άνθρωποι τότε κρύβανε τις πολιτικές τους πεποιθήσεις γιατί φοβόντουσαν πολύ έντονα. Εμένα ο νονός μου, που ήταν και άντρας της αδελφής του πατέρα μου, ήταν Αριστερός. Ήτανε… δηλαδή το γνώριζε ο κόσμος ότι ανήκε προς τη Δημοκρατική παράταξη. Και κατά καιρούς τον μάζευε η Ασφάλεια. Και θυμάμαι, λοιπόν, τη θεία την Μαρίνα κάπως να έρχεται στο σπίτι και να λέει «Πάλι τον έχουν το Βασίλη στο τμήμα» και «Τι θα γίνει;» και «Λες να του κάνουνε κάτι;» κλπ. Δηλαδή σαν παιδί ένιωσα ότι υπήρχε κάτι που δεν ήτανε, έτσι, πολύ καλό, όμως όχι τόσο έντονα ούτως ώστε να καθορίσει τη ζωή μου. Αργότερα, βέβαια, εμμέσως την καθόρισε. Αλλά, εκείνη την εποχή όχι. Δεν έχω κάτι τέτοιο έντονο. Παρότι που και τα Πετράλωνα ήταν εργατική συνοικία, υπήρχαν δηλαδή αρκετές οικογένειες στο προλεταριάτο και σίγουρα υπήρχαν τέτοιου είδους διενέξεις, ας πούμε, με τους ασφαλίτες κλπ., στο πολύ όμως κοντινό μου κύκλο δεν ήταν τόσο έντονα αυτά έτσι ώστε να κατοχυρώσουν την μνήμη μου σε κάτι, έτσι, πιο έντονο.

Α.Ζ.:

Απ’ αυτό που λέτε για τις εργατικές οικογένειες, υπήρχαν και πάρα πολλά εργοστάσια εκεί γύρω στην περιοχή των Πετραλώνων.

Β.Ζ.:

Ναι. Δεν δουλεύανε, βέβαια, εκείνη την εποχή όλα, αλλά ας πούμε πολλοί κάτοικοι των Πετραλώνων είχαν έρθει στα [00:35:00]Πετράλωνα γιατί υπήρχαν τα εργοστάσια και εύρισκαν δουλειά. Κάθε τέτοιο εργοστάσιο… Ας πούμε, ο Παυλίδης απασχολούσε πεντακόσια εξακόσια άτομα. Υπήρχε επίσης ένα εργοστάσιο που ‘χε πολύ ενδιαφέρον. Ήταν το εργοστάσιο της Καπελοποιίας του Πουλόπουλου, αυτό που βρίσκεται στη λεγόμενη γέφυρα του Πουλόπουλου σήμερα —είναι κλειστό, βεβαίως— και το οποίο έχει μετατραπεί σε πολιτιστικό κέντρο. Μάλιστα, λέγεται Πολιτιστικό Κέντρο Μελίνα Μερκούρη. Είναι του Δήμου Αθηναίων. Αυτό ήταν ένα πολύ μεγάλο και σπουδαίο πιλοποιείο, όμως έκλεισε. Δεν θυμάμαι πότε έκλεισε, αλλά κάποια στιγμή τα καπέλα δεν ήταν πια, έτσι, αξεσουάρ το οποίο φόραγαν οι Έλληνες. Και ο ιδιοκτήτης του εργοστασίου αυτού λέγεται ότι διέφυγε, ας πούμε, και έχει μείνει και η γνωστή φράση «Έγινε Πουλόπουλος», όπως κατ’ αντιστοιχία σήμερα έχει υπάρξει φράση που λέει «Έμεινε Παυλόπουλος» για το περιστατικό με την Κανέλλη. Συγνώμη για την παρένθεση. «Έγινε Πουλόπουλος», λοιπόν, που σήμαινε ότι έγινε λαγός, γιατί στα καπέλα χρησιμοποιούσανε τα λαγοτόμαρα και τρίχες από λαγούς. Οπότε, ταίριαξε πολύ ωραία το «Έγινε Πουλόπουλος», που σήμαινε ότι έγινε λαγός. Υπήρχε και μία δεύτερη πιλοποιία, που ήταν η Πιλοποιία του Άντζακα. Έτσι λεγότανε. Και μάλιστα νομίζω λόγω αυτού, λόγω της θέσης της δηλαδή, εκεί που ήτανε είχε φτιαχτεί και μία πεζογέφυρα σιδερένια που πέρναγε πάνω από τις γραμμές του τρένου και ένωνε τα Κάτω Πετράλωνα με τα Άνω Πετράλωνα. Ακόμα και σήμερα είναι στη θέση της και λέμε πάντα «στη Γέφυρα του Άντζακα». Ήτανε χαρακτηριστικό τοπίο. Υπήρχε και υπάρχει ακόμα μια μικρή φαρμακοβιομηχανία, η Κόπερ, η οποία μάλιστα είχε… Και μπροστά στη βιομηχανία υπήρχε και μια πάρα πολύ μεγάλη αλάνα κι εκεί παίζαμε και ποδόσφαιρο. Λεγόταν, ας πούμε, η αλάνα της Κόπερ, το λέγαμε. Λοιπόν, υπήρχε και μία φανελοποιία η Palco, η οποία απασχολούσε κι αυτή πολύ κόσμο. Έκλεισε. Κι εκεί υπάρχει ένα πολιτιστικό κέντρο σήμερα που λέγεται Hub, στην οδό Αλκμήνης, αν δεν κάνω λάθος. Λοιπόν, η φανελοποιία έφυγε από εκεί. Δεν ξέρω πού ακριβώς έχει πάει. Έχει μείνει ένα πρατήριο μόνο το οποίο εμπορεύεται φανελάκια και τέτοια. Υπήρχαν, δηλαδή, τρία τέσσερα πράγματα τα οποία κάποια έχουν παραμείνει μέχρι σήμερα και κάποια φυσικά τελειώσανε. Αυτήν ήταν κυρίως η βιομηχανική περιοχή, δηλαδή.

Α.Ζ.:

Εσείς ασχοληθήκατε καθόλου όπως έκαναν τα αδέλφια σας με την οικοδομή επαγγελματικά;

Β.Ζ.:

Όταν λέμε επαγγελματικά ούτε τα αδέρφια μου πλην του ενός, ο οποίος ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα μου. Ο ένας μου αδελφός ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα μου. Εκείνος δεν ήθελε να πάει στο σχολείο. Ήταν πάρα πολύ εργατικός. Του άρεσε πάρα πολύ. Έβγαλε το Δημοτικό μόνο —η μάνα μου λέει ότι «ο Μιχέλης έβγαλε το δημοτικό με 30», δηλαδή έπαιρνε κάθε χρόνο 5, οπότε 5x6=30—, και ο οποίος ασχολήθηκε βέβαια με την οικοδομή. Και θα μπορούσα να πω ότι ήταν πολύ επιτυχημένος στον τομέα του, διότι κατάφερε να φτιάξει, να επιτύχει δηλαδή σαν κατασκευαστής-εργολάβος και μπόρεσε να ζήσει την ζωή του, δουλεύοντας όμως ακατάπαυστα. Δούλευε από μικρό παιδί. Όταν ήρθαν στην Αθήνα νομίζω τον έχει βάλει κι η εφημερίδα, τον έχει σε φωτογραφία ως ο μικρότερος μάστορας στην Αθήνα. Δηλαδή, έχτιζε και έπαιρνε μαστορικό μεροκάματο όταν ήταν, ας πούμε, 13 χρονών, 14 χρονών. Και μάλιστα, ήταν τόσο εργατικός που μετά την οικοδομή πήγαινε στη λαχαναγορά και δούλευε και το βράδυ πούλαγε τσιπς, κωκ, σάμαλι στους σινεμάδες. Εμείς οι υπόλοιποι, επειδή ήμαστε των γραμμάτων υποτίθεται, ο πατέρας μου μας έπαιρνε στη δουλειά Χριστούγεννα-Πάσχα-Καλοκαίρι. Υπήρχε αυτή η λογική, ότι έπρεπε να συνεισφέρουμε μ’ αυτόν το τρόπο στα έξοδα της οικογένειας, ας πούμε. Γι’ αυτό και όταν… Τότε, εκείνη την εποχή, οι εργάτες και οι μαστόροι πληρωνόντουσαν κάθε Σάββατο. Τότε η εργασία ήταν εξαήμερη και ο αρχιμάστορας, ας πούμε, ο πατέρας μου, τέλος πάντων, πλήρωνε όλον τον κόσμο το Σαββάτο το μεσημέρι και τους έδινε τα μεροκάματα της εβδομάδας. Περιμέναμε και μεις να πάρουμε κάτι. Δεν παίρναμε τίποτα ποτέ γιατί μας έλεγε ότι «Εσείς έχετε σπίτι, έχετε φαγητό, έχετε ρούχα, οπότε δεν υπάρχει λόγος να [00:40:00]πληρωθείτε κιόλας»! Ήτανε μια κατάσταση λίγο περίεργη, για αυτό και εγώ και ο άλλος αδερφός μου είχαμε καταφέρει κατά καιρούς να κάνουμε την επανάστασή μας και να μην πηγαίνουμε να δουλεύουμε όταν μας έλεγε να πάμε και πηγαίναμε και κάναμε άλλες δουλειές. Εγώ είχα πάει σε διάφορα. Ένα καλοκαίρι πήγα στην Henninger και κουβάλαγα μπύρες και διάφορα τέτοια, ένα άλλο καλοκαίρι δούλεψα στη Βοκτάς και σφάζαμε κοτόπουλα, μεγάλος πια όμως, δηλαδή ήμουνα 17 χρονών, 18 χρονώ κλπ. Αλλά, αυτό συνεχίστηκε και με τον αδερφό μου στη συνέχεια. Δηλαδή, όποτε ερχόμουνα τα καλοκαίρια, κι απ’ τις σπουδές μου δηλαδή, δούλευα στην οικοδομή, γιατί μετά βέβαια με πλήρωνε ο αδελφός μου κανονικά, οπότε έβγαζα και το χαρτζιλίκι μου. Και ήταν σημαντικό, δηλαδή νομίζω ότι έχω και γύρω στα πεντακόσια ένσημα οικοδομικά, αυτό. Δεν ασχολήθηκα επαγγελματικά με την οικοδομή. Απλώς δουλεύαμε στην οικοδομή για να σκληρύνουμε, όπως έλεγε ο πατέρας, και να μπορούμε να καταλάβουμε τι σημαίνει, έτσι, μεροκάματο δηλαδή, γιατί ήταν αυτής της νοοτροπίας, ότι αν δεν δουλέψεις να δεις πώς βγαίνουν, ας πούμε, τα χρήματα δεν θα γίνεις σωστός άνθρωπος κλπ. Παραδοσιακές αξίες, αμφισβητούμενες σήμερα, αλλά τέλος πάντων, όμως οδήγησαν σε καλά αποτελέσματα.

Α.Ζ.:

Και για να κλείσουμε σιγά-σιγά, θα μας πείτε και από όλα αυτά τα χρόνια τα παιδικά-εφηβικά στα Πετράλωνα ποια στιγμή, ποιο γεγονός θυμάστε ως το πιο χαρούμενο, το πιο ευτυχισμένο στην οικογένεια; Ή ένα γεγονός πολύ δύσκολο, κάτι άσχημο που συνέβη και το θυμάστε. Κάποιο περιστατικό.

Β.Ζ.:

Εντάξει. Ένα δύσκολο... Ντάξει, όσο ήμουν παιδί, τέλος πάντων, δεν είχαν συμβεί άσχημα γεγονότα. Δηλαδή, πρώτα απ’ όλα δεν είχαμε θάνατο στην οικογένεια έτσι ώστε να υπάρχει κάτι. Τα αδέρφια μου σιγά-σιγά έφθασαν σε ηλικία που παντρεύτηκαν. Εγώ ήμουνα πολύ μικρότερος, οπότε παρακολουθούσα τις εξελίξεις των αδερφών μου. Γεννιόντουσαν, δηλαδή, παιδιά καινούργια, τα ανίψια μου. Αυτά ήταν χαρές σπουδαίες· γάμοι. Μια μεγάλη στενοχώρια περάσαμε, όπως κάθε οικογένεια διάφορες στενοχώριες: Ο μεγάλος μας αδερφός πέρασε ένα πολύ σοβαρό ατύχημα και διάφορα άλλα σοβαρά, έτσι, περιστατικά τα οποία ενόχλησαν την οικογένεια. Έντονα θυμάμαι την ημέρα που γκρεμίστηκε το σπίτι μας για να γίνει πολυκατοικία. Αυτή ήταν μια μέρα που έχω την αίσθηση ότι δεν θα την ξεχάσω. Δηλαδή, θυμάμαι ακόμα και τους εργάτες και πιο πολύ η φάση της κατεδάφισης δηλαδή όταν, ας πούμε, είχε έρθει το συνεργείο με τα κομπρεσέρ και γκρεμίζανε, ας πούμε, το σπίτι τελείως, τους τοίχους, τα παράθυρα, δηλαδή όλα αυτά. Υπήρχε κι ένα αστείο περιστατικό: Ένας απ’ τους εργάτες —διότι ακόμα και το συνεργείο αυτό με τα κομπρεσέρ ήταν απ’ την Απείρανθο της Νάξου, διότι υπήρχαν πάρα πολλά συνεργεία, οπότε όταν έφτιαχνες… Το σπίτι μας γκρεμίστηκε όταν ο μεγάλος μου αδερφός πια είχε γίνει μηχανικός και έβγαλε την άδεια να γκρεμίσουμε μόνοι μας το ίδιο μας το σπίτι, δηλαδή, για να το φτιάξουμε πολυκατοικία και να αποκτήσουμε, ας πούμε, ένα διαμέρισμα το κάθε παιδί. Είχε, δηλαδή, και έναν επενδυτικό ρόλο αυτή η διαδικασία. Εγώ σαν μικρό παιδί, εφόσον δεν με ένοιαζε κιόλας, δεν είχα βλέψεις, δηλαδή, για την οικονομική πραγματικότητα, στεναχωρήθηκα που γκρεμιζόταν το σπίτι μας. Ήρθε, λοιπόν, ένα συνεργείο το οποίο ήτανε κι απ’ την Απείρανθο. Στο συνεργείο αυτό υπήρχε κι ένας πολύ καλός άνθρωπος, εργάτης που δούλευε στα κομπρεσέρ, ο οποίος ήταν όμως κωφός. Και γι’ αυτό κιόλας δούλευε το κομπρεσέρ. Δεν το άκουγε όσο το δούλευε, οπότε δεν τον ενοχλούσε. Το κομπρεσέρ είναι κάτι που σε ενοχλεί όταν το δουλεύεις συνέχεια. Είναι τρομερός ο θόρυβος. Και θυμάμαι ότι ενώ σταμάταγαν όλοι ο Πέτρος συνέχιζε και του πετάγαμε πέτρες για να σταματήσει! Μας διέλυσε το σπίτι ο Πέτρος! Αυτό ήταν ένα πράγμα που το βλέπω ακόμα στον ύπνο μου, δηλαδή ότι γκρεμίζεται το υπόγειο εκείνο που είχαμε, το οποίο είχα στη συνέχεια κληρονομήσει, γιατί όταν τα παιδιά παντρεύτηκαν εγώ ήμουνα πλέον στο υπόγειο και εγώ είχα τα γραφεία τους, εγώ [00:45:00]είχα όλα αυτά τα σχετικά. Κι έτσι, αυτό ήταν μια δυσάρεστη ανάμνηση.

Α.Ζ.:

Ευχαριστούμε πάρα πολύ.

Β.Ζ.:

Παρακαλώ.

Α.Ζ.:

Καλό βράδυ.

Β.Ζ.:

Καλό βράδυ, επίσης.