© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ήθη και έθιμα στο Αιγίνιο Πιερίας, προερχόμενα από την Ανατολική Ρωμυλία

Κωδικός Ιστορίας
10208
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ιωάννης Μοσχίδης (Ι.Μ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
15/12/2020
Ερευνητής/τρια
Καλλιόπη Τσακπουνίδου (Κ.Τ.)
Κ.Τ.:

[00:00:00]Καλημέρα.

Ι.Μ.:

Καλημέρα.

Κ.Τ.:

Θα μπορούσες να μας πεις το ονοματεπώνυμό σου;

Ι.Μ.:

Βεβαίως, ονομάζομαι Μοσχίδης Γιάννης.

Κ.Τ.:

Ωραία, Γιάννη εγώ είμαι η Καλλιόπη Τσακπουνίδου. Είμαι η ερευνήτρια του Istorima, σήμερα έχουμε 15 Δεκεμβρίου 2020. Βρισκόμαστε στην Κατερίνη Πιερίας και ξεκινάμε. Γιάννη θα μπορούσες να μας πεις λίγα πράγματα για εσένα; Πότε και που γεννήθηκες;

Ι.Μ.:

Βεβαίως, γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, κατοικώ στο Αιγίνιο Πιερίας, είμαι 33 χρονών.

Κ.Τ.:

Ωραία, θα μπορούσες να μας πεις λίγα πράγματα για την καταγωγή σου;

Ι.Μ.:

Βεβαίως, η καταγωγή μου και των δύο γονιών μου είναι από το Καβακλί της Ανατολικής Ρωμυλίας, βόρεια Θράκη σημερινή, όπου ανήκει στη Βουλγαρία. Ήρθαν το 1926 με την ανταλλαγή των πληθυσμών μετά τη συνθήκη του Νεϊγύ και ήρθαν έμειναν στο Αιγίνιο, τοποθετήθηκαν στο Αιγίνιο. Η καταγωγή μου, Ανατολικορωμυλιώτης στην ουσία. Στο Αιγίνιο έχουμε τα δύο τρίτα του χωριού που είναι πρόσφυγες από τη Βόρεια Θράκη από εκεί που είμαι και εγώ και το ένα τρίτο μοιράζεται σε πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, ένα χωριό που λέγεται Σκόπελο, και το άλλο μισό είναι ντόπιοι από την περιοχή του ρουμλουκιού που λέμε, Αλεξάνδρεια-Γιδάς και όλη εκείνη η περιοχή.

Κ.Τ.:

Ωραία. Σου έχουν πει κάτι οι παππούδες σου, οι γονείς σου σχετικά με αυτή την ανταλλαγή των πληθυσμών;

Ι.Μ.:

Σίγουρα κάποιες ιστορίες έχω ακούσει, πώς ήρθαν. Οι πρώτοι, βέβαια, η πρώτη κάθοδος δεν ήταν το 1926, ήταν το 1906 είχαν έρθει. Ήρθαν, έφτασαν μέχρι το Κιάτο κάτω Πελοποννήσου, όπου στην ουσία κατέβηκαν να ψάξουν χώρο, όπου έμοιαζε με αυτό που κατοικούσαν, δηλαδή δεν μπορούν να φύγουν από το βουνό και να πάνε να μείνουν στη θάλασσα, ήταν κάτι το αλλοπρόσαλλο. Βρήκαν το Αιγίνιο, ανέβηκαν ξανά πάνω ελπίζοντας ότι τελικά δε θα φύγουνε, αλλά μετά -όπως είπαμε το 1926- με την εθελούσια ανταλλαγή κατέβηκαν και είχαν βρει ήδη τον τόπο του Αιγινίου που τότε το Αιγίνιο λεγόταν Λιμπάνοβο, δεν υπήρχε ονομασία Αιγίνιο και ήρθαν και εγκαταστάθηκαν εδώ. Επειδή έχω πάει και στο Καβακλί της Βουλγαρίας, είναι ακριβώς σαν να είναι το ίδιο χωριό, ακριβώς αυτό. Δηλαδή έψαχναν να βρουν, σαν να μην έφυγαν ποτέ στην ουσία ή έτσι, ξέρεις, αυτό το τέτοιο. Ιστορίες πολλές, το πόσο δύσκολα ήταν, το να ξεκινάς πόσα χιλιόμετρα μακριά με τα πόδια και με τα κάρα και παίρνοντας μόνο απλά κάποια ρούχα, αφήνοντας τα σπίτια εκεί, είναι μία κατάσταση δύσκολη. Όπως το ίδιο ήταν και με τη μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή του, τη Συνθήκη του Νεϊγύ που έφυγαν οι δικοί μας. Ο ξεριζωμός είναι πάντα δύσκολος, δεν μπορείς να πεις ότι είναι «Α, εντάξει», είτε έχει σκοτωμούς, είτε δεν έχει. Αυτά είναι τα δύσκολα.

Κ.Τ.:

Έρχονται εδώ οι πρόγονοί σου. Φέρνουν και κάποια έθιμα μαζί;

Ι.Μ.:

Ναι, αυτό είναι που τους κράτησε τους πρόσφυγες -γενικά θα πω πρώτα και μετά πιο ειδικά- όλους τους πρόσφυγες, όσοι ήρθαν πρόσφυγες. Πόντιοι, Μικρασιάτες, Θρακιώτες. Είναι αυτό που τους κράτησε, γιατί έφεραν μαζί τα ήθη και τα έθιμα και τους χορούς εννοείται, γιατί ένας πολιτισμός φαίνεται από κει. Έφεραν-. Κατευθείαν με το που ήρθανε ίδρυσαν -το 1927 θυμάμαι, ‘30 δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς ημερομηνία- ίδρυσαν ένα σύλλογο εδώ στο Αιγίνιο για να μπορέσουν να τα κρατήσουν ακόμα καλύτερα. Πέρα από αυτό, όμως, κάθε σπίτι είχε αυτό, την ψώρα, άλλωστε το ζούσανε. Κράτησαν αρκετά και έθιμα και χοροί και μέχρι που γίνονται και σήμερα στο Αιγίνιο αρκετά έθιμα. Σίγουρα κάποια χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου, αλλά έχουμε κρατήσει ακόμα κάποια τα οποία προσπαθούμε -βέβαια, τώρα έχει αλλάξει μορφή καθώς τα έθιμα τα κρατάνε οι πολιτιστικοί σύλλογοι και πάλι καλά, γιατί ο κόσμος, οι περισσότεροι παλιοί έχουν φύγει από τη ζωή, δεν υπάρχουν. Οι νέοι είναι λίγο ακόμα πιο μαγκωμένοι, πιο τέτοιο. Οπότε, ναι, υπάρχουν έθιμα, υπάρχουν χοροί και αν θέλεις μπορούμε να τα πούμε κάποια από αυτά.

Κ.Τ.:

Εννοείται θα ήθελα. Μπορούμε να ξεκινήσουμε αν θέλεις με τους χορούς που είναι λίγο και το αντικείμενο σου, αν θέλεις να μας πεις και με τι ασχολείσαι κιόλας.

Ι.Μ.:

Ναι, ναι. Εγώ έχω τελειώσει γυμναστική ακαδημία στην Κομοτηνή, στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο, με ειδικότητα στους παραδοσιακούς χορούς. Η δουλειά μου, το χόμπι μου μάλλον έγινε δουλειά μου, διδάσκω χορούς από όλη την Ελλάδα, σίγουρα με πιο πολλή έμφαση στους χορούς της Θράκης. Τώρα οι χοροί είναι αρκετά ζωντανοί θα έλεγα -ειδικά σε όλη τη Θράκη συναντάμε ζωντανούς χορούς. Είναι οι χοροί-. Οι κατηγορίες που χωρίζονται: οι χοροί των εθίμων και οι χοροί οι ελεύθεροι στην πλατεία γενικά που γίνεται το γλέντι, γιατί είναι κάποιοι χοροί που είναι αναπόσπαστα κομμάτια ενός εθίμου που χορεύεται ας πούμε μόνο αυτός ο χορός στο έθιμο και δεν χορεύονται όλοι οι υπόλοιποι. Αυτό είναι ένα τέτοιο. Οι χοροί είναι αρκετοί μπορώ να πω, χωρίζονται σε ελεύθερους και σε χορούς σε κύκλο. Εδώ στη Θράκη έχουμε το εξής, ότι χορεύει πάντα όλος ο κύκλος. Δε θα δούμε όπως άλλες περιοχές, μπορεί να ξεχωρίζει ο πρώτος, μπορεί να… Βλέπουμε χορούς ομαδικούς κυκλικούς. Δηλαδή δε θα συναντήσουμε όπως στην Ήπειρο, μπορεί να χορεύει πρωτοχορευτής ένα Πωγωνίσιο και να κάνει φιγούρες και αυτά. Εδώ στη Θράκη σχεδόν ποτέ δεν το συναντάμε αυτό, σχεδόν, γιατί πάντα υπάρχουν εξαιρέσεις. Τώρα για τους χορούς δεν ξέρω, να αναφερθούμε αναλυτικά.

Κ.Τ.:

Μόνο αν θέλεις να μας πεις δυο-τρία χαρακτηριστικά έτσι, ονόματα των χορών.

Ι.Μ.:

Λοιπόν, αυτό που είπαμε ότι είναι έτσι δυναμικοί, ανεβαστικοί. Ένας από τους πιο δυναμικούς και αυτός που χαρακτηρίζει αρκετά όλους εμάς τους Θρακιώτες γενικά -γιατί τη Θράκη τη βλέπουμε ενιαία και όχι χωρισμένη όπως είναι σήμερα- είναι ο ζωναράδικος. Ένας χορός, ο οποίος είναι ανεβαστικός, είναι δυναμικός -απεριόριστα τα τραγούδια, αν με ρωτήσεις ποια τραγούδια, είναι απεριόριστα δεν μπορούμε να μετρήσουμε-, ο όποιος εμείς οι Βορειοθρακιώτες, όπως το ζωναράδικο το γυρνάμε σε έναν χορό, ο οποίος στην ουσία είναι η συνέχεια αυτού του χορού που σε κάποιες περιοχές έχουμε διάφορες ονομασίες. Λέγεται ή στον τόπο ή «Τσέστο» ή ορθό, το οποίο είναι… Χορεύουν περισσότερο οι άντρες, μικρές παρέες με αρκετές φιγούρες. Τσαλίμια στα πόδια στην ουσία, αλλά και πάλι και αυτό γίνεται ομαδικά, δε γίνεται μεμονωμένα. Μετά να πάμε στο χορό το συγκαθιστό όπου είναι καθαρά χορός δρομικός και χορός του γάμου. Με αυτό το χορό πήγαιναν την προίκα από το ένα σπίτι στο άλλο, στην ουσία χόρευαν την προίκα. Συγκαθιστός σημαίνει συν και καθίζω, συγχορεύω, δηλαδή χορεύω με τον άλλον ή χορεύω με κάτι. Πολλοί είναι είτε πηγαίνοντας την προίκα, είτε πηγαίνοντας τη μέρα του γάμου τη νύφη ή το γαμπρό αναλόγως, στην εκκλησία. Πάντα έπαιζε αυτός ο σκοπός του συγκαθιστού, δηλαδή ένας χορός του γάμου καθαρά. Μετά υπάρχουν πάρα πολλοί χοροί, όμως άμα ανοίξουμε αυτή την κουβέντα θα τελειώσουμε αύριο, γιατί είναι… Πρέπει... Ξέρεις ο κάθε χορός έχει τη σημασιολογία του πολλές φορές και κάποιος όχι, αλλά υπάρχουν αρκετοί χοροί οι οποίοι συνδυάζονται και με έθιμο, οπότε θα το πλατιάσω, οπότε ας μένουμε εδώ, σε αυτό.

Κ.Τ.:

Ωραία, οπότε είπαμε λίγο για τους χορούς. Να πάμε λίγο και στα έθιμα;

Ι.Μ.:

Ναι, βεβαίως. Τα έθιμα που συναντάμε θα σου πω στην Ανατολική Ρωμυλία, γιατί υπάρχουνε-. Όλη η Θράκη έχει πάρα πολλά έθιμα, απεριόριστα. Αυτά τα έθιμα που συναντάμε στην Ανατολική Ρωμυλία είναι-. Θα σου πω τα πιο σημαντικά, γιατί δεν μπορώ να σου λέω τώρα, γιατί είναι πολλά τα έθιμα και σκέψου ότι η Θράκη είναι μία τεράστια περιοχή. Και μην ξεχνάμε προ αρχαιοτήτων χρόνων ήταν η... Πώς το λένε; Η χώρα, ας το πω έτσι, του Διόνυσου, του Ορφέα, της μουσικής. Ήταν δηλαδή από τα αρχαία χρόνια σημαντική η Θράκη, το οποίο παραμένει ως και σήμερα, παρόλο που την έχω λίγο ψιλοξεχάσει. Έτσι, μία παρένθεση αυτό. [00:10:00]Λοιπόν, τα έθιμα, τα πιο σημαντικά έθιμα, είναι τα τραγούδια. Τα τραγούδια εννοούμε τα κόλιαντα, τα κάλαντα δηλαδή, που λέμε την παραμονή των Χριστουγέννων το βράδυ. Είναι του Αγίου Τρύφωνα, προστάτη του αμπελιού, που γίνεται 1 Φεβρουαρίου. Είναι οι Λαζαρίνες, που γίνεται του Λαζάρου. Είναι της Μπάμπως, αφιερωμένη στις γυναίκες. Τα αναστενάρια, οι αναστενάρηδες, οι οποίοι αυτοί είναι από το Κωστί της Ανατολικής Ρωμυλίας και ο Καλόγερος που το ίδιο και αυτό, το Κωστί της Ανατολικής Ρωμυλίας. Και το πιο διαδεδομένο σήμερα έθιμο των Ανατολικορωμυλιωτών, όμως πού το συναντάμε και σε άλλες περιοχές και στα Βαλκάνια, είναι οι καμήλες. Καμήλες και ντιβιτζήδες. Ένα έθιμο που γίνεται ακόμα και σήμερα σε αρκετά χωριά της Ανατολικής Ρωμυλίας, στο Αιγίνιο, στο Ακ Μπουνάρ, στο Νέο Μοναστήρι υπάρχουν δηλαδή που το έχουν κρατήσει. Δεν ξέρω αν-

Κ.Τ.:

Θα μπορούσαμε να πάμε λίγο πιο συγκεκριμένα, ας πούμε σε κάθε-

Ι.Μ.:

Ναι-

Κ.Τ.:

Ή σε κάποια από-

Ι.Μ.:

Κοίτα, μπορούμε να πούμε, να σου πω κάποια. Ναι, βέβαια. Να ξεκινήσουμε καταρχήν με τις Καμήλες που είναι και το πιο διαδεδομένο και ξέρει και ο κόσμος. Λοιπόν το έθιμο της Καμήλας, θα σου πω τώρα από την περιοχή του Ακ Μπουνάρ, ένα χωριό το οποίο ήταν κοντά στο Καβακλί, χωριό της Ανατολικής Ρωμυλίας και αυτό, σήμερα πρόσφυγες είναι στο Αιγίνιο, μόνο στο Αιγίνιο συναντάμε από αυτό το χωριό τους Ακ Μπουναριώτες, γιατί αρκετοί έμειναν πάνω στη Βουλγαρία, δεν ήρθανε. Δηλαδή ήταν από τα χωριά που έφυγαν λίγοι. Ενώ το δικό μου το χωριό, το Καβακλί ας πούμε, αυτό που ήμασταν οι πρόγονοί μου έφυγαν στο Νέο Μοναστήρι, έφυγαν όλοι. Εκεί, οι μισές σχεδόν οικογένειες έμειναν. Δηλαδή αν πάμε ακόμα και σήμερα, πριν 3 χρόνια πήγα, κανονικά είναι οι Έλληνες. Δηλαδή τα επίθετα που συναντάμε και εδώ πολλοί συγγενείς που είναι στο Αιγίνιο και μου έκανε εντύπωση, γιατί ήρθε και μία γιαγιά γνωστή εκεί, εντύπωση. Με δημιούργησε ένα συναίσθημα, λέγοντας -αφού μας καλωσόρισε και αυτά- τι ακριβώς στη διάλεκτο: «Τι φτιάν' τα φκα μας τα χωριά;», τι κάνουν δηλαδή τα δικά μας τα χωριά κάτω στην Ελλάδα. Σκέψου, αυτοί οι άνθρωποι δεν έφυγαν ποτέ. Και βέβαια και τι πόλεμο και τι πίεση έχουν φάει αυτοί οι άνθρωποι. Λοιπόν, ας πάμε τώρα δηλαδή στην Καμήλα που τη συναντάμε στο χωριό το Ακ Μπουνάρ, το είχαν και οι Καβακλιώτες. Βέβαια, εμείς σαν χωριό το ξεχάσαμε πιο γρήγορα ερχόμενοι εδώ, κρατήσαμε άλλα εθίματα, το είχαμε και αυτό, θα το ξεχάσαμε πιο γρήγορα, αυτοί το κράτησαν. Λοιπόν, η Καμήλα. Ο θίασος αποτελείται από την καμήλα, από δύο καμήλες, η μία την κρατούσε ο ντιβιτζής. Ο ντιβιτζής στην ουσία είναι ο καμηλιέρης. Ακολουθούνταν από δύο παππούκες και η δεύτερη καμήλα ήταν ελεύθερη στο χώρο και πάντα υπήρχε συνοδεία από γκάιντα και νταούλι. Λοιπόν, τώρα ως προς τον ντιβιτζή. Ο ντιβιτζής φορούσε την κουζιούφκα, μακρύ παλτό επενδυμένο εσωτερικά με προβιά από την ανάποδη ώστε η προβιά να είναι προς τα έξω. Στο κεφάλι φορούσε ένα κωνοειδές καπέλο, επενδυμένο με μαλλί, με μαλλί – πανί. Και ήτανε βαμμένος με μαύρα -φούμο ας το πούμε έτσι- καρβουνιά μάλλον για την αλήθεια, καρβουνιά στο πρόσωπο. Στα πόδια φορούσε τσαρούχια και μπιάλια. Μπιάλια είναι τα γουρουνοτσάρουχα που λέμε, από δέρμα γουρουνιού. Λοιπόν, τώρα στη μέση του είχε δεμένο ένα άλσο, μεταλλική βέργα με γάντζο που τη χρησιμοποιούσαν στο τζάκι για να κρεμάνε τα μπακίρια. Τα μπακίρια είναι τα σκεύη στην ουσία που έβγαζαν το νερό και αυτά. Κρατούσε ένα ξύλινο σπαθί και στο χέρι ένα τοπούζι. Το τοπούζι είναι μία βέργα που στο τέλος καταλήγει κωνοειδές για να μπορέσει να χτυπάει τη γη. Λοιπόν, οι καμήλες κατασκευάζονταν με ξύλα, που επενδύονταν με παλιά στρωσίδια υφαντά και ο λαιμός και το κεφάλι με ξύλο επίσης. Το σαγόνι της καμήλας ήταν ξεχωριστά δεμένο, ώστε να μπορέσει να το τραβάει με ένα σκοινί για να μπορέσει να ανοιγοκλείνει, δηλαδή στην ουσία το ομοίωμά της ήταν σχεδόν αληθινό, ήταν τόσο λεπτομερής. Την καμήλα την κουβαλούσε πάντα άντρας και γενικά το έθιμο ήταν καθαρά ανδρικό, δεν υπήρχε η συμμετοχή γυναικών. Τι άλλο; Να πούμε και για τους παππούκες. Οι παππούκες φορούσαν παλιόρουχα στο κεφάλι, προσωπίδα από δέρμα, με γένια, κέρατα και στο ένα χέρι κρατούσαν μία βέργα. Λοιπόν, μία βέργα και κρατούσαν και σπαθί και αυτοί. Αυτό είναι ο θίασος. Τώρα ξεκινούσε πάντα παραμονή Πρωτοχρονιάς, πήγαιναν να πάρουνε τον ντιβιτζή από το σπίτι. Αφού τον καλούσαν, αυτός και καλά προέβαλε μια αντίσταση, ξέρεις, να μην συμμετέχει και αφού μετά από ένα ολόκληρο έργο και αφού τον έταζαν κάτι, κατέβαινε και ξεκινούσαν. Πάντα -όπως θα το συναντήσουμε και σε άλλες περιοχές και ειδικά στη Θράκη- ο θίασος ξεκινούσε από το σπίτι του παπά. Πάντα. Παρόλο που βλέπουμε ότι είναι ένα έθιμο διονυσιακό, υπάρχει και ακόμα και τώρα η εκκλησία δεν τα έχει -είναι τα μοναδικά- είναι τα έθιμα αυτά που δεν τα έχει απορρίψει. Λοιπόν, και αυτή είναι η γοητεία, βλέπεις ότι υπάρχει κάτι παραπάνω από όλο αυτό, μπορούμε να δούμε εμείς τι επικρατεί. Αφού ξεκινούσαν από το σπίτι του παπά, έπαιρναν από άκρη-άκρη όλο το χωριό, στην πορεία τραγουδούσανε, καθώς πήγαιναν στο δρόμο ένα τραγούδι, το «Μωρ Λένου-Λένου», σε συνοδεία πάντα με την γκάιντα. Πήγαιναν σε όλο το χωριό από σπίτι σε σπίτι, έμπαιναν σε κάθε σπίτι μέσα. Υπήρχε ένα ολόκληρο έργο, δηλαδή έμπαιναν στο σπίτι και δημιουργούνταν μες στο σπίτι μία ταινία μικρού μήκους ας πούμε. Δηλαδή υπήρχε συμμετοχή του νοικοκύρη, ολόκληρου του τέτοιου. Τους κερνούσαν και έφευγαν και συνέχισαν στο εκάστοτε σπίτι. Κατέληγαν προς τα ξημερώματα, αφού βρισκόντουσαν με τα άλλα παλικάρια, τα οποία έλεγαν τα σούρβα. Παραμονή Πρωτοχρονιάς -μάλλον Πρωτοχρονιά βράδυ- λένε τα σούρβα. Τα κόλιαντα που σου ανέφερα πριν ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Τα σούρβα τα έλεγαν τα παλικάρια ανήμερα ξημερώματα της Πρωτοχρονιάς. Λοιπόν, αφού βρισκόντουσαν αυτοί οι δύο θίασοι, κατέληγαν στην πλατεία του χωριού μετά την εκκλησία, περίπου 10-11, αφού σχολούσε και ο κόσμος, ξεκινούσε το γλέντι. Ένα γλέντι όπου πλέον συμμετείχε όλος ο κόσμος και οι γυναίκες και όλοι. Χορός μέχρι τελικής πτώσεως. Ξεκινούσε το γλέντι πάντα. Μ’ ένα τραγούδι, ρυθμό ας το πούμε έτσι, καμηλιέρικος, καμηλτζίδικος λέγεται. Είναι μία συγκεκριμένη μελωδία σε ρυθμό ζωναράδικου, όπου ξεκινούσε. Πρώτα πιανόταν ο ντιβιτζής, η καμήλα, οι παππούκες, τα παλικάρια που έλεγαν τα σούρβα και όλος ο κόσμος. Αφού χόρευαν, χόρευαν, χόρευαν κάποια στιγμή ο καμηλιέρης με τη καμήλα, αποχωρούσαν, συνεχιζόταν το γλέντι, ώσπου αφού βράδιαζε σιγά-σιγά, μεταφέρονταν οι άνδρες πλέον, -οι γυναίκες ξανά σταματάνε-, οι άντρες στα καφενεία. Όπου εκεί έστηναν ξανά γλέντι και με αυτά που μάζευε, τα κεράσματα που μάζευε ο θίασος της καμήλας λοιπόν, τα έδιναν ή για να βοηθήσουν κάπου το χωριό να χτιστεί κάποια εκκλησία και αυτά και κάποια γλεντούσαν και κερνούσαν τον κόσμο. Αυτό είναι περιληπτικά το έθιμο της Καμήλας. Έχει πάρα πολλά άμα τα αναλύσουμε και το πώς γίνεται και θα μας πάρει μόνο το χρόνο αυτό. Δηλαδή είναι -γιατί έχει και πολλές στιχομυθίες, έχει και πάρα πολλά, αν μπούμε σε λεπτομέρειες. Νομίζω ότι μία περίληψη του τι επικρατεί στο έθιμο, το οποίο είπαμε, εντάξει, φέτος λόγω και της κατάστασης δεν θα πραγματοποιηθεί, αλλά πραγματοποιείται ανελλιπώς είτε έχει καλό καιρό, είτε έχει χιόνι, είτε έχει βροχή. Δηλαδή είναι ένα έθιμο ζωντανό που δε θα σταματήσει. Λοιπόν-

Κ.Τ.:

Γιάννη, εσύ το έχεις ζήσει όπως καταλαβαίνω-

Ι.Μ.:

Ναι, ναι-

Κ.Τ.:

Τι συναισθήματα προκαλεί;

Ι.Μ.:

Τι συναισθήματα; Είναι... Κοίτα, για μας που έχουμε βιώματα, τα συναισθήματα είναι πολλά. Για έναν... Θα σου πω, για έναν ας πούμε ξένο που έρθει να το δει, θα του συναντήσει... Πραγματικά, όπως και σε άλλα έθιμα για να μην… Απλά γι' αυτό λέμε... [00:20:00]Διονυσιακά αισθήματα θα του δημιουργήσει. Δηλαδή να βλέπεις τώρα την Καμήλα, να βλέπεις ένα θίασο που παίζουν μεταξύ τους, δηλαδή θα βλέπεις ένα παίξιμο της καμήλας, σα να είναι αληθινά πράγματα που λες… Σε παραπέμπουν αλλού. Δηλαδή μπαίνεις για λίγο σε εκείνη τη μαγεία του εθίμου και τα συναισθήματα είναι τόσα πολλά. Εντάξει για μας είναι ακόμα περισσότερο, γιατί οι ιστορίες που ακούγαμε για αυτά είναι σαν να περνάνε από μπροστά από τα μάτια μας βλέποντας αυτά. Εγώ πιστεύω σε κάποιον ξένο θα τον δημιουργήσει αυτά τα αισθήματα διονυσιακά. Δηλαδή να θέλει να μπει να χορέψει, να συμμετέχει, είναι κάτι το τρομερό. Βέβαια, συμβαίνουν και σε άλλα εθίματα της Ελλάδος, αυτό, που υπάρχουν αυτά τα έθιμα. Αλλά εμείς λέμε τώρα για την Καμήλα.

Κ.Τ.:

Ναι, ωραία. Είπαμε, λοιπόν, για τις καμήλες και τους ντιβιτζήδες. Μου ανέφερες και κάποια άλλα έθιμα προηγουμένως. Αν θέλεις να σταθούμε σε κάποιο. Μου ανέφερες για τα κόλιαντα, ας πούμε, για τα Τρύφωνα, τις Λαζαρίνες.

Ι.Μ.:

Τον Τρύφωνα, Αγίου Τρύφωνα. Είναι ο Άγιος Τρύφωνας, είναι προστάτης των αμπελιών. Κοίτα, λοιπόν, τα τραγούδια -μια που είναι και οι μέρες τώρα- τα κόλιαντα είναι παραμονή Χριστουγέννων, το βράδυ, μετά το τραπέζι που γίνεται. Παραμονή. Που εμείς έχουμε, οι Θρακιώτες έχουν, και το έθιμο, στην ουσία το τραπέζι των 9 Φαγητών, των 9 νηστίσιμων φαγητών. Αφού γίνει το τραπέζι, ξεκινά πάλι μόνο τα παλικάρια, δηλαδή οι άντρες, δεν συμμετείχαν οι γυναίκες, και ξεκινάνε να βγουν έξω και να πούμε τα τραγούδια.

Ι.Μ.:

Υπάρχουν πάρα πολλά τραγούδια για την κάθε περίσταση. Υπάρχουν τα δρομικά, δηλαδή που τα έλεγαν στο δρόμο πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι. Σκέψου ξεκινούσαν το βράδυ μετά, ας πούμε, μετά τις 9-10, πότε, 9 η ώρα που έτρωγαν και τελείωναν. Για να σου δώσω πόσες ώρες το έκαναν. Και ο κόσμος τότε λαχταρούσε και άνοιγε τα σπίτια, γιατί έμπαιναν σε κάθε σπίτι ξεχωριστά και τελείωναν λίγο πριν, μάλλον με το που χτυπήσει η καμπάνα για τη λειτουργία τη Χριστουγεννιάτικη που είναι και νομίζω γύρω στις 5:30 η ώρα. Λοιπόν, πήγαιναν από κάθε σπίτι. Στο δρόμο έλεγαν κάποια δρομικά τραγούδια, δηλαδή ένα παραδείγματος χάρη που λέει: «Αρχοντικό και αν βγήκαμε σε αρχοντικό θα πάμε», που λέει από σπίτι και αν βγήκαμε σε άλλο σπίτι θα πάμε. Λοιπόν, αφού έμπαιναν στο σπίτι, αναλόγως τους ανθρώπους που είχε το σπίτι. Τι εννοώ τους ανθρώπους. Δηλαδή είχε χήρα; Θα τραγουδούσαν για τη χήρα, συγκεκριμένο τραγούδι που αναφέρεται η χήρα. Υπήρχαν μικρά παιδιά; Για τα μικρά παιδιά. Υπήρχε νεογέννητο; Για το νεογέννητο. Υπήρχε κόρη όμορφη; Για την κόρη. Υπήρχε καμία που ήταν λίγο ζωηρούλα; Για τη ζωηρούλα. Δηλαδή υπήρχαν για όλους τραγούδια, για όλες τις περιστάσεις και σταματούσαν με το που χτυπούσε η καμπάνα της εκκλησίας, όπου καλεί τον κόσμο για να πάει, αφού πήγαιναν εκκλησία, εκεί σταματούσε αυτό το πράγμα. Εδώ δε συναντάμε χορό. Δεν υπάρχει χορός εδώ. Εδώ είναι καθαρά τραγούδια, δρομικά, χωρίς συνοδεία οργάνων.

Ι.Μ.:

Του Αγίου Τρύφωνα. Λοιπόν, του Αγίου Τρύφωνα, όπως είπαμε, στην ουσία εδώ είναι καθαρά χορός, πλην όμως του θρησκευτικού χαρακτήρα. Δηλαδή παλιά είχαν όλοι αμπέλια, έστω ένα μικρό για να κάνουν το δικό τους τσίπουρο, κρασί. Πήγαιναν στην εκκλησία, γινόταν η λειτουργία και γινόταν αγιασμός. Ο πάπας έκανε αγιασμό, το έδινε στους ανθρώπους και πήγαιναν στα αμπέλια τους, ράντιζαν στις τέσσερις γωνιές του αμπελιού, κλάδευαν, έκοβαν κάποια τέτοια από κάθε αμπέλι και φώναζαν «Πού είσαι, πού είσαι Τρύφανε από τα άσπρα και τα μαύρα τα σταφύλια;» Είπαμε ο Άγιος Τρύφωνας είναι προστάτης των αμπελιών. Λοιπόν, αφού έκαναν αυτό, κατέληγαν όλοι στην πλατεία του χωριού φέρνοντας ο καθένας το κρασί του, το οτιδήποτε και γινόταν ένα γλέντι με τα όργανα εκεί, μέχρι να βραδιάσει και μετά μεταφέρονταν, συνήθως, στα καφενεία. Αυτό το πρόλαβα περίπου όταν ήμουνα... Γιατί εμείς είχαμε και καφενείο, οπότε υπάρχουν πολλές... Και έχω ακούσει ιστορίες από τον πατέρα μου, καθώς... Αλλά πρόλαβα στα τελευταία, πιτσιρίκος ήμουνα, αλλά έχω έτσι αμυδρά κάποιες εικόνες που όντως στο καφενείο μέσα που γινόντουσαν τα γλέντια μετά που μεταφέρονταν από την πλατεία και πήγαιναν στα καφενεία. Που ήταν κάτι το ανεπανάληπτο νομίζω. Δεν ξέρω αν εμείς, η γενιά μας, μπορεί να γλεντήσει έτσι. Εμείς... Είναι το ανεπανάληπτο, οι άνθρωποι με τα λίγα περνούσαν τέλεια και αυτό είναι η μαγεία, αυτή είναι η μαγεία.

Ι.Μ.:

Άλλο έθιμο που μπορούμε έτσι να αναφέρουμε είναι το κουρμπάνι που γίνεται της Αναλήψεως. Τη μέρα της Αναλήψεως, εδώ δε συναντάμε καθόλου χορό, καθόλου τραγούδι. Είναι μία στην ουσία θυσία, κουρμπάνι σημαίνει θυσία. Αποβραδίς στα καζάνια τα μεγάλα, αυτά τα μαύρα τα καζάνια, έβραζαν πρόβατο, σφαγμένο πρόβατο, στην ουσία θυσία λέμε άλλωστε, με διάφορα. Με κρεμμύδια, με τέτοια στην ουσία. Και το έβραζαν, το πήγαιναν στην εκκλησία, το άγιαζε ας το πούμε ο παπάς και μετά μοιραζόταν στον κόσμο. Αυτό γίνεται ακόμα και σήμερα κανονικά. Εδώ δεν συναντάμε όπως είπα ούτε μουσική, ούτε χορό, ούτε… Είναι ένα έθιμο το οποίο το έφεραν από τα πάτρια εδάφη πάνω και μέχρι και σήμερα το πραγματοποιούν. Δηλαδή εδώ βλέπουμε περισσότερο, εδώ συναντάμε πολύ τη θρησκεία με την παράδοση, εδώ συναντάται πάρα πολύ. Τι άλλο μπορούμε να πούμε; Μπορούμε να πούμε για τον Καλόγερο. Λοιπόν, ο Καλόγερος που το συναντάμε στους πρόσφυγες από το Κωστί της  Ανατολικής Ρωμυλίας, σήμερα υπάρχουν στην Αγία Ελένη Σερρών, υπάρχουν εδώ κοντά μας στη Μελίκη και στο Λαγκαδά νομίζω, χωρίς να είμαι 100% σίγουρος, νομίζω και στο Λαγκαδά. Λοιπόν, ο Καλόγερος. Ο Καλόγερος πραγματοποιείται τη Δευτέρα της Τυρινής. Λοιπόν, έχει μία απόκρυφη μυσταγωγία και συμμετέχουν μίμοι πάντα. Και εδώ καθαρά ανδρικό, ανδρικό έθιμο. Δηλαδή να δεις ότι δεν θα συναντήσουμε σχεδόν -εκτός από συγκεκριμένα εθίματα- μόνο άνδρες. Λοιπόν, μίμοι οι οποίοι συγκροτούσαν ένα θίασο. Πάντα φανταστικά πρόσωπα άλλωστε. Λοιπόν, ο θίασος αποτελούνταν από τον βασιλιά, το βασιλόπουλο, τον καπιστρά, τον καλόγερο, τη νύφη, που ήταν άντρας εννοείται, τη μπάμπω, κρατώντας στο χέρι ένα εφταμηνίτικο μωρό -ψεύτικο βέβαια δε το συζητάμε-, γύφτους, μια αρκούδα και στο τέλος τους κουρουτζήδες που ήταν οι φύλακες στην ουσία που φυλούσαν το θίασο. Εδώ μιλάμε για ένα τεράστιο θίασο. Λοιπόν, αφού εδώ ο θίασος επισκεφτεί όλα τα σπίτια ξανά του χωριού, από σπίτι σε σπίτι, συγκεντρώνονται στην πλατεία. Εκεί γίνεται μία εικονική σπορά. Στην ουσία σπέρνει ο Καλόγερος και αυτά. Βλέπουμε όλα έχουνε γονιμότητα, όλα αυτά τα έθιμα απευθύνονται εκεί. Τα περισσότερα τουλάχιστον. Λοιπόν, και αφού γίνει η σπορά και αυτά, γίνεται η πιο σημαντική στιγμή του εθίμου, δηλαδή ο θάνατος και η ανάσταση του Καλόγερου. Αυτό είναι και έχει να κάνει και με την φύση που ξυπνάει και ξανά κοιμάται και ξανά. Δηλαδή έχει να κάνει με αυτό το πράγμα. Λοιπόν, μόλις γίνει η ανάσταση ξεκινάει, βέβαια, και εκεί ο χορός, όπου χορεύουνε όλο το χωριό πλέον. Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε; Αφού δίνουνε τις ευχές μεταξύ τους, ο χορός διαλύεται και λένε: «Και του χρόνου». Να στο πω ακριβώς πώς το λένε. Εύχονται και «Από του χρόνου». Δηλαδή θα είμαστε και του χρόνου. Αυτό είναι το πιο περιληπτικό.

Κ.Τ.:

Να ρωτήσω κάτι; Στα χωράφια οι γυναίκες βοηθούσαν;

Ι.Μ.:

Μη σου πω ήταν και παραπάνω οι γυναίκες. Ναι, ναι. Δε συναντάμε όμως, και από την αρχαιότητα αν το πάρουμε, δε συναντούσαμε ποτέ στο θέατρο ας πούμε γυναίκες. Καθαρά ας πούμε οι «παραστάσεις», σε εισαγωγικά, όλα αυτά που βλέπουμε και στην αρχαιότητα ήταν καθαρά άνδρες που μεταμφιέζονται σε [00:30:00]γυναίκες-

Κ.Τ.:

Ναι-

Ι.Μ.:

Τις γυναίκες θα τις συναντήσουμε σε συγκεκριμένα -σίγουρα στο χορό όταν ήταν για όλους- και σε συγκεκριμένα έθιμα όπως οι Λαζαρίνες ας πούμε του Λάζαρου. Που είναι καθαρά έτσι ένα γυναικείο έθιμο στην ουσία. Δεν τη συναντάμε γενικά σε όλη την Ελλάδα σχεδόν σε έθιμα. Δηλαδή ακόμα και στους Πόντιους, να πάμε και εκεί, θα συναντήσουμε άντρες που μεταμφιέζονται. Γενικά οι γυναίκες, παρόλο που κρατούσαν το σπιτικό, δε συμμετείχαν σε αυτά, ήταν καθαρά ανδρική υπόθεση.

Κ.Τ.:

Ναι, ναι. Για να κάνουμε λίγο έτσι ένα φόρο τιμής και στις γυναίκες, ανέφερες ήδη κάποια έθιμα που συμμετείχαν. Ας πούμε το έθιμο της Μπάμπως που είπες.

Ι.Μ.:

Ναι, αυτό είναι καθαρά έτσι ένα έθιμο το οποίο συμμετείχαν μόνο οι γυναίκες. Αφιερωμένο στη γυναίκα. Όπου υπήρχε χορός, απαγορευόταν να πάει άντρας, καθαρά απαγορευόταν, άμα πήγαινε των αλεύρωναν ή τον... Ναι, ναι, απαγορευόταν να πάει άντρας. Στη Μπάμπω-. Αυτό το συναντάμε στους πρόσφυγες από τη Μαύρη Θάλασσα της Ανατολικής Ρωμυλίας. Αυτοί είναι πιο κοντά στα παράλια και εκεί βλέπουμε κάποιες διαφορές, γιατί όσο πιο κοντά στη θάλασσα υπάρχουν άλλες επιρροές. Όπως και οι Λαζαρίνες που είναι στην ουσία τα κάλαντα του Λαζάρου στην παραδοσιακή έκδοση ας πούμε, στην παραδοσιακή μορφή, όπου και εκεί είναι καθαρά μόνο γυναίκες, μάλλον κορίτσια, που συναντάμε. Τώρα κάποιο άλλο έθιμο, εντάξει είπαμε τα πιο έτσι σημαντικά-

Κ.Τ.:

Ωραία-

Ι.Μ.:

Υπάρχουν βέβαια κι άλλα πολλά έθιμα που γίνονται στην… Απλά αναφέραμε ξέρεις τα πιο σημαντικά, γιατί αν κάτσουμε, και σου είπα, αν κάτσουμε και δε θα μας φτάσουνε μία εβδομάδα να αναλύουμε το καθένα ξεχωριστά, γιατί πάρα πολλά είναι, πάρα πολλά. Πάρα πολλά.

Κ.Τ.:

Ωραία Γιάννη. Πάρα πολύ ενδιαφέροντα τα έθιμά σας που μου ανέφερες. Θέλω να πάμε λίγο στο σήμερα και να μου πεις καταρχάς λίγο για το επάγγελμά σου – χόμπι που μου ανέφερες. Καταρχάς πώς ονομάζεται ο σύλλογος που έχεις;

Ι.Μ.:

Ο σύλλογος ονομάζεται «Παιδεία Παράδοσης». Πολιτιστικός λαογραφικός σύλλογος Κατερίνης «Παιδεία Παράδοσης». Βέβαια είμαι και δάσκαλος και στο σύλλογο του Αιγινίου, του χωριού μου εννοείται, μαζί με τον κουμπάρο μου που είμαστε μαζί εκεί και στο μορφωτικό σύλλογο Νέων Κορινού. Αλλά η έδρα που είναι πλέον και παιδί - παιδί μου είναι ο σύλλογος της «Παιδείας Παράδοσης».

Κ.Τ.:

Ωραία, μου το είχες αναφέρει λίγο, αλλά θα ήθελα να το πούμε λίγο πάλι, για το logo-

Ι.Μ.:

Ναι-

Κ.Τ.:

Τι συμβολίζει;

Ι.Μ.:

Το σύμβολο.

Κ.Τ.:

Ναι-

Ι.Μ.:

Λοιπόν, το σύμβολο απαρτίζεται από έναν μεγάλο κύκλο που αγκαλιάζει μέσα ένα μικρό κύκλο. Στην ουσία ο έξω κύκλος είναι ένα ανθρωπάκι που κάνει αγκαλιά τον μέσα κύκλο που είναι πιασμένοι όλοι. Και αυτό που έμαθα, έμαθα πρώτα από όλα από την παραδοσιακή ζωή και ευτυχώς έζησα κάποια -όχι πολλά δεν μπορώ να πω, άλλωστε 33, αν ήμουν 70 θα σου ‘λεγα ότι έζησα πολλά-, αλλά έζησα έστω ένα μικρό κομμάτι. Υπάρχει σεβασμός, δηλαδή μέσα στον κύκλο... Τι εννοεί αυτό το σύμβολο; Ότι το ανθρωπάκι έξω αγκαλιάζει ένα κύκλο. Η παραδοσιακή κοινωνία είχε ένα κύκλο. Δε θα πάω σε κάποιες... Γιατί μπορεί να ακούσει κάποιος και να πει στην Ήπειρο… Ναι υπάρχουν και κάποιες περιοχές που έχουν διπλούς κύκλους. Αλλά και εκεί υπάρχει μία ιεροτελεστία, δηλαδή ο διπλός κύκλος δεν μπαίνω όπου θέλω, όπου μπαίνω, ότι άντε μπαίνω, μπροστά χορεύω ό,τι θέλω. Υπάρχει μια τάξη. Αγκαλιάζει, που λες τον έναν κύκλο. Δηλαδή όλοι εκεί μέσα είναι ίσοι. Ο κύκλος είναι πολύ σημαντικό, γιατί δε μπορεί να δουλέψει από έναν. Δουλεύει η συλλογικότητα. Οπότε αυτό συμβολίζει, αυτό πρεσβεύουμε εδώ, όλοι μαζί, σε έναν κύκλο. Αυτό!

Κ.Τ.:

Ωραία. Σαν σύλλογος, λοιπόν, πόσα χρόνια είστε;

Ι.Μ.:

3. Θα πάμε στα 3, νομίζω ναι. 3, θα κλείσουμε τα 3 τώρα.

Κ.Τ.:

Τώρα διαμεσολάβησε λίγο-

Ι.Μ.:

Ναι, τώρα εντάξει, με τις καταστάσεις αυτές, έχουμε σταματήσει. Η αλήθεια είναι ότι σε αυτή την περίπτωση, δυστυχώς, πολλοί σύλλογοι θα κλείσουνε. Θα κλείσουν, γιατί δεν μπορούν να ανταπεξέλθουνε. Είναι δύσκολα τα πράγματα και όταν δεν υπάρχει βοήθεια από κάπου, γιατί οι σύλλογοι σκέψου, δεν επιδοτούνται, δεν κάνουμε... Το μόνο τους εισόδημα ας πούμε, τα δίδακτρα που πληρώνουν οι μαθητές και άντε να κάνουν και κάποιο χορό. Αυτά είναι τα έσοδά τους. Δεν υπάρχουνε... Έχουν να γίνουν από πέρυσι το Μάρτιο αυτά. Καταλαβαίνεις τι επικρατεί. Εδώ, δυστυχώς, ήδη κάποιοι σύλλογοι έχουν κλείσει και οδεύουν να κλείσουν και άλλοι πολλοί ακόμα, γιατί αυτό θα πάει, δε φαίνεται να τελειώσει. Και εμείς όσο προσπαθούμε, με νύχια και με δόντια, με προσωπική τέτοια, κρατιόμαστε.

Κ.Τ.:

Η ερώτηση που ήθελα να σου κάνω, πέρα από το-

Ι.Μ.:

Ναι-

Κ.Τ.:

Άσχημο περιεχόμενο τώρα που είπαμε, ήτανε αν έχετε συμμετάσχει σε κάποιο έθιμο στην Κατερίνη, πλέον-

Ι.Μ.:

Βεβαίως-

Κ.Τ.:

Πιο σύγχρονο ίσως;

Ι.Μ.:

Κοίτα, σίγουρα τώρα όταν τα έθιμα τα βγάζεις, τα παίρνεις, από την κοιτίδα τους και προσπαθείς να τα πας κάπου αλλού, σε τύπου παράσταση, σίγουρα αλλάζει. Προσπαθείς να κάνεις μια αντιγραφή του εθίμου, αλλά όχι στον πραγματικό του χώρο. Από τη στιγμή που φεύγει από τον πραγματικό του χώρο, είναι θέατρο. Αυτή είναι η αλήθεια. Σίγουρα προσπαθείς, όμως, από τη στιγμή που θα το παρουσιάσεις, προσπαθείς να είσαι όσο γίνεται πιο πιστός σε αυτό το πράγμα χωρίς να αλλοιώνεις -εσύ τουλάχιστον- πράγματα. Βεβαίως και κάναμε. Εντάξει σε 2 χρόνια προλάβαμε κάναμε αρκετά πράγματα και εδώ στην Κατερίνη. Ειδικά αυτές τις μέρες που υπήρχανε, έτσι Χριστουγεννιάτικες, όπου ο Δήμος είχε κάποιες εκδηλώσεις, παρουσιάσαμε το έθιμο της Καμήλας από το Ακ μπουνάρ, όπως είπαμε και το Καβακλί, το παρουσιάσαμε πέρυσι, 13 του μηνός, σαν προχθές. Όπου κάναμε μια αναπαράσταση του εθίμου και την πρώτη χρονιά παρουσιάσαμε ένα έθιμο από την ανατολική Θράκη, του Πουρπούρη. Αυτό είναι από την ανατολική Θράκη, από την περιοχή της Μακράς Γέφυρας, πρόσφυγες που ζουν στη δυτική Θράκη σήμερα, στις Φέρες, στο Ισαάκιο κατά κύριο λόγο ζουν και μετά διασκορπισμένοι σε άλλα χωριά. Κάναμε, και σε εκδηλώσεις πήγαμε και χορέψαμε σε αρκετές εκδηλώσεις. Εντάξει, δόξα τω Θεώ προλάβαμε αρκετά τα 3 χρόνια, αλλά είχαμε και άλλα πολλά προγραμματισμένα και για μεγάλες παραστάσεις και τέτοια, αλλά δυστυχώς κοπήκαν όλα.

Κ.Τ.:

Ακυρώθηκαν-

Ι.Μ.:

Ναι-

Κ.Τ.:

Μου ανέφερες το Πουρπούρη;

Ι.Μ.:

Ναι. Ο Πουρπούρης και η Κορτοπούλα.

Κ.Τ.:

Ναι, θα ήθελες να μας πεις λίγα παραπάνω πράγματα;

Ι.Μ.:

Βεβαίως. Λοιπόν, ο Πουρπούρης. Προέρχονται από την περιοχή της Ανατολικής Θράκης και πιο συγκεκριμένα από τα χωριά της Μακράς Γέφυρας. Λοιπόν, το έθιμο του Πουρπούρη. Αναβιώνει από την παραμονή των Χριστουγέννων-. Μάλλον να το πάμε διαφορετικά. Είναι ένα έθιμο του δωδεκαημέρου. Δωδεκαήμερο είναι η παραμονή των Χριστουγέννων έως και τα Φώτα. Λοιπόν, σε αυτή την περίοδο, βέβαια, στη Θράκη και γενικά στις άλλες περιοχές, τηρούνται αρκετά έθιμα, δρώμενα τελετουργικής μορφής και αρχαϊκής προέλευσης που συνυπήρχαν ειρηνικά με τα χριστιανικά μας έθιμα. Αυτό που λέγαμε και προηγουμένως. Λοιπόν, σύμφωνα με την ιστορία αυτές οι 12 μέρες είναι οι μέρες που ανεβαίνουν τα κακά πνεύματα, οι καλικαντζαραίοι, όπου είναι σε πολλές περιοχές, και γενικά επικρατεί ένας αναβρασμός πάνω στη γη. Λοιπόν, τώρα το έθιμο του Πουρπούρη πραγματοποιείται τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων λοιπόν, όπου ήταν ο Πουρπούρης, η Κορτοπούλα και ο θίασος από πίσω, που ήτανε οι άντρες, τα αγόρια που ακολουθούσαν. Λοιπόν, ο Πουρπούρης μπορούμε να το συναντήσουμε και σε άλλες ονομασίες, όπως Μπαμπούσιαρης ή Μπαμπουσάρια. Στο Ρήγιο ας πούμε του Νομού Έβρου, υπάρχουν και εκεί πάλι πρόσφυγες που το λένε Μπαμπούσιαρη. Η Κορτοπούλα. Άνδρας -και εδώ καθαρά ανδρικό, το ξαναλέω για να το τονίσω-, η Κορτόπουλα, άνδρας ντυμένος γυναίκα με μία ατημέλητη φορεσιά και το όνομα της, Κορτοπούλα, [00:40:00]είναι από το χωριό Κουρτάκι της Μακράς Γέφυρας, για να δώσει ας πούμε και την τέτοια. Λοιπόν, η αμφίεση του Πουρπούρη ξεκινούσε νωρίς το πρωί, αμέσως μετά το τέλος της εκκλησίας. Μαζευόντουσαν όλοι στο σπίτι του Πουρπούρη, όπου ξεκινούσαν το ντύσιμο. Ο Πουρπούρης φορούσε πάνω την ανδρική φορεσιά, μία γούνα από δέρμα προβάτου, η οποία μεταγενέστερα αντικαταστάθηκε με το γιαμπουρλούκι, που είναι ένα σαν γούνα πάλι και αυτό, στη μέση φορούσε μία ζώνη από την οποία κρεμόντουσαν κουδούνια για να κάνουν φασαρία και μικρές... Και γκαρτσoύνα. Γκαρτσούνα είναι οι μικρές νεροκολοκύθες. Λοιπόν, στο πρόσωπο φορούσε -εδώ είναι και το ιδιαίτερο- φορούσε μία μάσκα φτιαγμένη από γκαρτσούνα, δηλαδή μία κολοκύθα μεγάλη, η οποία την έκοβαν, την άφηναν να στεγνώσει, να κάνει, την έκοβαν. Σκέψου η κολοκύθα όπως έχει το κοτσάνι, αυτό το κοτσάνι το είχαν σκέψου για μύτη, δηλαδή είναι μία ιδιόμορφη μάσκα ας το πούμε έτσι. Λοιπόν. Και στο κεφάλι ένα ζευγάρι κέρατα από βόδι. Η τρομακτική αμφίεση του Πουρπούρη ολοκληρωνόταν με ένα μεταλλικό ξίφος που το κρατούσε πάντα στο χέρι. Οι άντρες, τα παλικάρια, που συναντάμε με τον Πουρπούρη κρατούσαν βέργες μακριές ξύλινες, είτε για να απομακρύνουν τα σκυλιά στην πορεία που πήγαιναν στο δρόμο σε όλο το χωριό, είτε για να χτυπάνε ρυθμικά στο τραγούδι, όπου τραγουδούσαν δρομικά. Αφού τελείωνε η διαδικασία του ντυσίματος και ήταν όλοι έτοιμοι ξεκινούσαν να γυρίσουν όλο το χωριό, όπου και εδώ ερχόμαστε και συναντάμε, ξεκινούσαν και αυτοί από το σπίτι του παπά. Βλέπουμε αυτή η ιδιομορφία. Δηλαδή ξεκινούσαν και αυτοί, πάντα ξεκινάς από το σπίτι του παπά και μετά ξεκινάς για το υπόλοιπο χωριό. Σε κάθε σπίτι που πήγαιναν, τραγουδούσαν το τραγούδι: «Σαράντα μέρες έχουμε Χριστό που καρτεράμε». Στην ουσία είναι τα κάλαντα, ας το πούμε έτσι, όπου και εδώ για τον κάθε νοικοκύρη υπήρχε ξεχωριστό τραγούδι. Αφού τους κερνούσαν, τους έδιναν φιλοδωρήματα, φαγητά, ιστορίες, τι έδιναν. Σκέψου τα παλικάρια είχαν μαζί-. Τώρα αυτά τα λένε... Σαν σάκους σκέψου. Αλλά τα λένε κάπως... Χιμπέδες τα λένε. Όπου έβαζαν μέσα ό,τι τους κερνούσαν, δεν τα τρώγαν, τα έβαζαν μέσα και τα κρατούσανε. Θα σου πω για που τα κρατούσανε στην πορεία. Λοιπόν, αφού γινόταν όλο αυτό, ο Πουρπούρης καθ’ όλη τη διάρκεια του δρόμου, ακολουθούσαν -εδώ μπορούσε να ακολουθήσει και κόσμος από πίσω, χωρίς να υπάρχει-, πείραζε τον κόσμο σαν να τους... Αχ τώρα κόλλησα, είδες;

Κ.Τ.:

Επιτίθονταν-

Ι.Μ.:

Τους επιτίθονταν ας πούμε, γιατί είχε μια μορφή, ξέρεις, άγρια και ο κόσμος φοβόταν. Μέσα σε όλο αυτό το θίασο, κάποια στιγμή, τα παλικάρια με τις βέργες πείραζαν την Κορτοπούλα, υπήρχε δηλαδή μία έτσι σχέση. Ο Πουρπούρης την προστάτευε με το σπαθί και υπήρχε ένας έτσι θίασος, όπου συνέχεια έπαιζε. Λοιπόν, αφού τελείωναν όλο το χωριό, κατέληγαν στην πλατεία του χωριού, όπου με αυτά που σου είπα προηγουμένως, που τους είχαν κεράσει, τα έβγαζαν και έκαναν ένα γλέντι που διαρκούσε μέχρι το βράδυ. Αυτό είναι το έθιμο. Βέβαια, το έθιμο έχει ξεχαστεί κάποια στιγμή. Το έφεραν οι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, είχε ξεχαστεί για αρκετά χρόνια και ξανάρχισε τα τελευταία 7-8-10 χρόνια να είναι πιο ενεργό και να πραγματοποιείται κανονικά και σήμερα. Και σημαντικό το ότι, ό,τι καιρό και αν κάνει, το έθιμο βγαίνει. Όπου αυτό δείχνει τη δύναμη ξανά. Αυτό είναι.

Κ.Τ.:

Και μου είπες Γιάννη, εσείς το πραγματοποιήσατε-

Ι.Μ.:

Ναι-

Κ.Τ.:

Σαν σύλλογος-

Ι.Μ.:

Ναι-

Κ.Τ.:

Στην Κατερίνη-

Ι.Μ.:

Ναι, πραγματοποιήσαμε στην ουσία -εμείς αυτό μπορέσαμε να πραγματοποιήσουμε, γιατί από σπίτι σε σπίτι δε μπορείς να πας εδώ-, πραγματοποιήσαμε το δρομικό κομμάτι του εθίμου και το γλέντι. Αυτό πραγματοποιήσαμε, δεν πραγματοποιήσαμε το σπίτι σε σπίτι, το τραγούδι. Δε μπορείς άλλωστε, είπαμε όταν το βγάζεις από την κοιτίδα του, αλλάζει κάπως. Αλλά πραγματοποιήσαμε το ένα κομμάτι το δρομικό και φτάνοντας ας πούμε στην ουσία στην πλατεία, κάναμε το γλέντι. Αυτό ήταν το έθιμο, όπως και στην Καμήλα το ίδιο έγινε. Το δρομικό, και φτάνοντας στην πλατεία κάναμε το γλέντι.

Κ.Τ.:

Στην πλατεία της Κατερίνης λες;

Ι.Μ.:

Ναι, ναι. Στην πλατεία της Κατερίνης, ναι.

Κ.Τ.:

Ο κόσμος πώς ανταποκρίνονταν; Δηλαδή-

Ι.Μ.:

Πολύ θετικά, ενθουσιάστηκε ο κόσμος, εντάξει. Βέβαια, υπήρχε μια προεργασία από πριν, ειδικά εδώ και στο σύλλογο, τους χορευτές μας, όλους και είχε κόσμο. Δηλαδή στον κόσμο τον άρεσε πολύ, τον άρεσε, γιατί και στις πόλεις δύσκολα τα βλέπουν αυτά, πολύ δύσκολα. Οι περισσότεροι, σκέψου, ότι μπορεί να μην είναι από χωριό, μπορεί να μην έχουν καν έθιμο. Δύσκολο είναι αυτό, να μπορέσει να το βιώσει ο άλλος. Οπότε τους φέρνουμε μία μικρή γεύση, πολύ μικρή γεύση, πάρα πολύ μικρή γεύση. Δηλαδή μιλάμε για ένα κόκκο σταριού, τόσο μικρή γεύση, γιατί αν δεν πας να το δεις από κοντά, από εκεί που γίνεται είναι τελείως διαφορετικό.

Κ.Τ.:

Συμμετείχαν άλλοι έξω από το σύλλογο;

Ι.Μ.:

Ναι, βεβαίως, πολύς κόσμος. Ειδικά στο γλέντι, όταν γίνεται και μετά το γλέντι. Γιατί πριν δεν μπορεί να συμμετέχει, γιατί υπάρχει συγκεκριμένος θίασος. Αλλά ειδικά στην ώρα του γλεντιού, ναι, χαμός, χαμός, χαμός έγινε! Πολύς κόσμος η αλήθεια είναι. Το αγκάλιασε, εντάξει, αυτό είναι θετικό.

Κ.Τ.:

Ναι, μάλιστα. Ωραία, νομίζω έχουμε καλύψει μία ευρεία γκάμα και από προγενέστερα έθιμα-

Ι.Μ.:

Ναι-

Κ.Τ.:

Έθιμα που αναβίωσαν σιγά – σιγά και τα φέρατε έτσι πιο κοντά μας. Θέλεις να προσθέσεις κάτι άλλο εσύ;

Ι.Μ.:

Δεν ξέρω, δεν… Μήπως θες εδώ για την περιοχή κάτι; Είχαμε αναφερθεί για ένα έθιμο της Ρόκας.

Κ.Τ.:

Το κάψιμο της Ρόκας-

Ι.Μ.:

Το κάψιμο της Ρόκας, ναι.

Κ.Τ.:

Ναι-

Ι.Μ.:

Θέλεις να σου πω-

Κ.Τ.:

Φυσικά-

Ι.Μ.:

Κάποια έτσι στοιχεία, δεν είμαι ειδικός, υπάρχουν πιο ειδικοί άνθρωποι, αλλά κάποια στοιχεία που έτσι που γνωρίζω και εγώ και έχω ψάξει. Το έθιμο του καψίματος Ρόκας. Ένα έθιμο που συναντάμε στα ορεινά χωριά των Πιερίων, δηλαδή εδώ το συναντάμε Λαγόραχη, Μοσχοπόταμο, Μελιάδι, Ελατοχώρι, όλα αυτά τα χωριά. Το οποίο έχει... Οι αναφορές του είναι διάφορες, δηλαδή μία αναφορά λένε οι λαογράφοι ότι παραπέμπει σε πανάρχαιες προβολές με κεντρικό πρόσωπο τη θεά Ήρα. Υπάρχουν αναφορές στη θεά Ήρα, η οποία παρουσιάζει να κρατά τη ρόκα και η θεά Αθηνά να βαστάει ένα αδράχτι και να το χαρίζει στα πιο φρόνιμα κορίτσια. Υπάρχει άλλη αναφορά ότι το έθιμο είναι προς τιμήν της Μπηίνας, όπου ακούμε και το τραγούδι αυτό πάρα πολύ εκείνη τη μέρα, τη Μπηίνα. Η οποία Μπηίνα, άλλωστε κι άμα αναλύσουμε και τη λέξη, είναι η Μπηίνα, η Μπέινα δηλαδή. Μία αρχόντισσα του χωριού, όπως η σουλτάνα ας το πούμε έτσι, αρκετές τουρκικές λέξεις υπάρχουνε. Λοιπόν, η οποία λέει η ιστορία ότι είχαν έρθει οι Τούρκοι και έψαχναν να βρουν τους άντρες, οι οποίοι άνδρες ήταν στα βουνά πάνω, καθώς πολεμούσαν, και βρήκαν τρεις. Τους αιχμαλώτισαν και τους πήγαν στην κεντρική πλατεία, όπου θα τους εκτελούσανε. Τότε με προτροπή της Μπηίνας, προέτρεψε όλες τις γυναίκες να πάρουν τις ρόκες, να τις βάλουν φωτιά και να κυνηγήσουν τους Τούρκους. Και έτσι τους έσωσαν. Και προς τιμήν αυτής ας πούμε ακούγεται και το τραγούδι και γίνεται το έθιμο. Βέβαια, υπάρχει και ακόμα, πλέον και με τη θρησκεία τη σημερινή, δηλαδή εξέλιξη της θρησκείας από το δωδεκάθεο στο χριστιανισμό, ότι η ρόκα συμβολίζει, παραπέμπει στο σταυρό που σήκωσε ο Σωτήρας όλου του κόσμου και με αυτό τον τρόπο ευλογούνται τα νήματα. Που έχουν, βέβαια, συμβολικό νόημα. Όπως το νήμα της ζωής. Πολλά μπορούμε να δούμε εδώ. Τώρα αν με ρωτήσεις τι επικρατεί; Ό,τι πιστεύει ο κόσμος. Δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για τίποτα. Άλλωστε και βάσει των λαογράφων, αυτό το έθιμο το κατατάσσουν ως στοιχείο γονιμότητας και ταυτόχρονα προστασίας. Λοιπόν, τώρα για το έθιμο. Ξεκινάει, το έθιμο γίνεται την τρίτη μέρα του Πάσχα, υπό τους ήχους της γκάιντας κατά κύριο λόγο και μεταγενέστερα του κλαρινιού. Γιατί γκάιντα ήταν το παλιό όργανο. Μαζεύονταν στην κεντρική πλατεία, όπου στην αρχή οι πιο νεαροί άρχισαν να χορεύουν, σιγά-σιγά μαζεύονταν, έρχονταν-. Μάλλον συγνώμη, μία τέτοια... Αφού έμπαιναν στο [00:50:00]χώρο οι πιο νεαροί, υπήρχε και ένας πάντα μεγαλύτερης ηλικίας που έσερνε το χορό. Εδώ συναντάμε διπλό κύκλο. Δηλαδή αυτό που λέγαμε πριν για το σύμβολο, θα συναντήσουμε διπλό κύκλο, μέσα οι άντρες, έξω οι γυναίκες. Ξεχωριστοί κύκλοι. Λοιπόν, κάποια στιγμή αφού μαζεύονταν, ερχόντουσαν και οι παλαιότεροι και μαζεύονταν, σε κάποιο σημείο του γλεντιού, σταματούσε η γκάιντα και πλέον το γλέντι μεταφερόταν μόνο με το στόμα. Υπήρχε μία άλλη έκσταση πλέον και βέβαια χαμήλωνε ο χορός σαν χορός, σαν βήματα. Γιατί όταν τραγουδάς, εννοείται, δεν μπορείς να είσαι πηδηχτά και τέτοια. Και υπάρχει μία πολύ ωραία σχέση εδώ που τη συναντάμε πάρα πολύ εδώ στα χωριά των Πιερίων. Τα σχεδόν αντιφωνικά τραγούδια, πατώντας πάντα στο τελευταίο, όμως, μέρος της στροφής χωρίς να αφήνεται κενό. Δηλαδή τραγουδούσαν οι άντρες, επαναλάμβαναν οι γυναίκες ή έλεγαν το παρακάτω, αναλόγως. Αλλά την ώρα που τελείωναν οι άντρες την τελευταία λέξη, έμπαιναν οι γυναίκες και οπότε υπήρχε πάντα μία σχέση. Αφού γινόταν αυτό, μπροστά... Αφού χόρευαν και τραγουδούσαν... Κάποια στιγμή αυτό άλλαζε. Οι γυναίκες έπαιρναν το δυναμισμό. Ξεκινούσαν οι γυναίκες και επαναλάμβαναν οι άντρες. Λοιπόν, κάποια στιγμή, η γηραιότερη του χωριού, καθώς πήρε τη ρόκα και την κρατούσε στο χέρι άρχισε να τραγουδάει με έναν ήρεμο σκοπό ένα τραγούδι με τους στίχους: «Γέμισαν τα κλαριά δροσιά και τα λακούβια αίμα». Με το που είπε αυτό, οι άντρες έφυγαν από τον κύκλο και πλέον ήταν μόνο γυναίκες. Με το που άκουσαν αυτό το στίχο, οι άντρες αποχώρησαν και έμειναν μόνο οι γυναίκες, όπου χόρευαν σε διπλό κύκλο πλέον, γιατί ήταν και αρκετές. Σχηματίζουν 2 δίπλες δηλαδή, με μία επικεφαλής να κρατά τις 2 πρώτες της κάθε δίπλας, του κάθε κύκλου δηλαδή, συγχρόνως, με σταυρωτά τα χέρια της και τραγουδώντας όλες μαζί τη Μπηίνα, αυτό που αναφέραμε πριν. Λοιπόν και άρχιζαν το χορό, τον διπλιαστό, τον καγκελιστό. Πλάι, όμως, σε αυτές που χόρευαν, υπήρχε πάντα αυτή η ηλικιωμένη που κρατούσε τη ρόκα και το αδράχτι. Και την έγνεφε στην ουσία. Λοιπόν, στην ουσία αυτή ήταν, η ηλικιωμένη ήταν αυτή που έδωσε και το σύνθημα να αποχωρήσουν οι άντρες και αυτή ήταν που κρατούσε στον κύκλο, ας το πούμε έτσι. Η ίδια αυτή γυναίκα τραγούδησε τους παρακάτω στίχους, επαναλαμβάνοντάς τους αρκετές φορές -θα στο πω και στο λίγο στην τέτοια: «Μη βλέπετε παιδάκια μου πώς κάνω εγώ τη ρόκα. Σε βλέπουμε μανούλα μου πώς μας πονάς και γνέφεις». Η γυναίκα αυτή, κάποια στιγμή, καλεί έναν άντρα να ανάψει τη ρόκα, αφού την είχε λούσει με πετρέλαιο και εκεί ξεκινάει το μπαμ -ας πούμε- του εθίμου, ξεκινάει η γυναίκα να κυνηγάει όλους τους άντρες, είτε ήταν μακριά, είτε ήταν κοντά, να τους χτυπάει με την αναμμένη ρόκα. Παρόλα αυτά ο χορός των γυναικών δεν σταματούσε. Στην ουσία, ας το πούμε, προστάτευε με αυτό τον τρόπο, δηλαδή οι γυναίκες ό,τι και να γινόταν συνέχιζαν το τραγούδι και το χορό. Αυτή, όμως, η ηλικιωμένη κυνηγούσε όλους τους άντρες, δεν άφηνε άντρα για άντρα, όπου κάποια στιγμή σταματούσε, αφού την κυνηγούσε μία άλλη γυναίκα για να της πάρει τη ρόκα. Αυτό, βέβαια, μπορούσε να επαναληφθεί πολλές φορές ή να το κάνουν και άλλες, ας πούμε. Έτσι, αποκαθιστά -ας πούμε- το ρόλο της, με το που την πήρε η άλλη γυναίκα και σταμάτησε. Είπαμε η ρόκα μπορεί να αλλάξει, να γίνει αρκετές φορές, να επαναληφθεί, παίρνοντας από άλλες γυναίκες, κυνηγάνε κλπ. Όλη αυτή τη διαδικασία, όμως, ο χορός συνεχίζεται, δεν σταματάει, δηλαδή να σταματήσει ο χορός και να σταματήσουν εκεί οι γυναίκες. Οι γυναίκες συνεχίζουν καθ’ όλη τη διάρκεια που κυνηγάνε τους άντρες χορεύουν κανονικά, δεν σταματάει και το τραγούδι και ο χορός. Λοιπόν, αφού σβήσει, αφού τελειώσει όλο αυτό και γίνει 2-3, 5-6 φορές το κυνηγητό, η γυναίκα η ηλικιωμένη σβήνει τη ρόκα, αποχαιρετά τους παρισταμένους και ήσυχα βαδίζουν για το δρόμο του γυρισμού και έτσι τελειώνει το έθιμο. Περιληπτικά. Αυτό είναι το έθιμο της ρόκας, το οποίο, πλέον, παύει να γίνει είδος προς εξαφάνιση, ειδικά εδώ στα χωριά. Νομίζω 1 με 2 χωριά να το κρατάμε και αυτό με πολύ ζόρι στην περιοχή μας.   Παλιότερα όλα τα χωριά τρίτη μέρα ήταν σίγουρο ότι θα γίνει το έθιμο. Τώρα, βέβαια, οι παλιοί έχω φύγει -όπως είπαμε και προηγουμένως- οι παλιοί έχουν φύγει. Οι νέοι δεν ασχολούνται τόσο και ξέρεις όσο δεν περνάει από γενιά σε γενιά, δύσκολα κρατιούνται και έχουν αλλάξει ήδη πολλά. Εδώ εμπλέκονται, πλέον, οι σύλλογοι, οι οποίοι το μεγαλύτερο ποσοστό κάνει μία καταπληκτική δουλειά και μπορεί και κρατάει έτσι κάποια πράγματα ζωντανά, γιατί αν δεν υπήρχαν οι σύλλογοι και με αυτό είναι και επί της ευκαιρίας, λόγω όλης αυτής της κρίσης που έχει γίνει με τον Covid και με όλα αυτά, αν οι σύλλογοι σταματήσουν, νομίζω ότι θα σταματήσουμε αυτό το που μας ξεχωρίζει πιστεύω από όλους του κόσμου, αυτή την παράδοση που έχουμε, την μία τόσο μικρή χώρα να έχει μία τόσο τεράστια, ένα τόσο τεράστιο θησαυρό παράδοσης. Από τραγούδια θες; Από χορούς θες; Από εθίματα θες; Από ρυθμούς θες; Υπάρχουν αριθμοί που προσπαθείς να τους βρεις άλλες χώρες και άλλες: «Μα τι; Που υπάρχουν αυτοί;» και αυτό βέβαια είναι πιο κατάλληλη δουλειά των μουσικών. Για αυτό και πρέπει οι σύλλογοι να στηριχθούν πάρα πολύ αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή, γιατί κάνουν ένα έργο τρομερό. Αυτά είναι τα έτσι -εντάξει τώρα άμα κάτσουμε και μιλήσουμε, υπάρχουν πάρα πολλά έθιμα. Υπάρχουν κατάλληλοι άνθρωποι για το κάθε έθιμο να μιλήσουνε κατάλληλα, εμείς κάναμε μία αναφορά. Εμένα η δικιά μου η κύρια τέτοια είναι η Θράκη. Τώρα το έθιμο απλά της ρόκας το αναφέραμε, γιατί είναι η περιοχή εδώ που κατοικούμε για αυτά, έτυχε να πάω και δυο-τρεις φορές. Σίγουρα υπάρχουν πιο ειδικοί άνθρωποι από εμένα να αναλύσουνε. Εμείς είπαμε έτσι, εν τάχει πώς είναι το έθιμο, γιατί σίγουρα υπάρχουν κι άλλα.

Κ.Τ.:

Ναι. Πριν κλείσουμε ήθελα να σε ρωτήσω -τελειώνοντας, βέβαια, τη συνέντευξη- για κάποιο παραδοσιακό φαγητό, για κάποιο παραδοσιακό ποτό που έχει επιβιώσει από παππούδες – γιαγιάδες;

Ι.Μ.:

Ναι, κοίτα παραδοσιακό ποτό ποτό δεν έχουμε παραδοσιακό ποτό, σίγουρα είναι το κρασί το κόκκινο. Λευκό δεν είχαμε, λευκό δε συναντάμε στις δικές μας περιοχές, Θράκης. Καθώς, ξέρεις, όσο και πιο βόρεια πάνω, τόσο πιο κρύο, τόσο πιο θες πιο δυνατά πράγματα. Λοιπόν, το κρασί και για μας θα είναι η ρετσίνα. Η ρετσίνα, όχι αυτή η μαλαματίνα που λέμε σήμερα, ρετσίνα που έφτιαχναν οι ίδιοι με ρετσίνι, κανονικό ρετσίνι από το δέντρο. Λοιπόν, αυτό είναι -ας πούμε- άμα μπορέσουμε να το βάλουμε σαν ποτό τέτοιο. Τώρα φαγητά είναι πάρα πολλά τα φαγητά τα παραδοσιακά που κρατάμε ακόμα και σήμερα. Ας πούμε, τώρα είναι τις ημέρες, η καρβαβίτσα που λέμε εμείς, αλλού την μπάμπω σε άλλα χωριά της Θράκης, εδώ τη λέμε καρβαβίτσα, είναι το παχύ έντερο του γουρουνιού, το οποίο πλένεται ιστορίες από δω από κει και γεμίζει σα λουκάνικο με διάφορα μέσα, ρυζάκι, συκωτάκια, διάφορα τέτοια, πράσο ιστορίες, αυτά ανακατεύονται και τα γεμίζουν μέσα και ή τα τρως ψητά, είτε το τρως σούπα. Αυτό είναι το παραδοσιακό φαγητό, το οποίο σε βλέπω λίγο έτσι ότι κάνεις λίγο περίεργα, αλλά άμα το δοκιμάσεις θα πεις «Πω, πω». Η αλήθεια είναι όταν ένα φαγητό το εξηγείς, λες «Μπλιαχ», αλλά αν το δοκιμάσεις απέχει από την πραγματικότητα αυτή που… Δηλαδή είναι... Δεν υπάρχει. Εντάξει υπάρχουν πολλά φαγητά. Καλά οι πίτες, ιστορίες που έχω κι άλλη, εμείς που έχουμε πάρα πολύ είναι η αρνιά με χοιρινό ή με κόκορα. Η αρνιά τι είναι; Είναι το λάχανο στην ουσία, το οποίο το έχουν μέσα στην άλμη, μένει αρκετά για να πάρει και να αλμυρίσει πολύ το ξινό λάχανο -ας το πούμε έτσι- και το κάνουν φαγητό. Εντάξει, έχουμε ένα μεζέ -μεζέ μετά που είναι έτσι, το συναντάμε νομίζω μόνο στις δικές μας περιοχές- εμείς το λέμε μερντινιασμένο λουκάνικο. Μερντίνιασμα είναι η τεχνική, είναι το λουκάνικο, το οποίο στην ουσία αν το δεις είναι ωμό, αλλά δεν είναι ωμό. Το πατάς με ένα κύλινδρο -είναι οι συνταγές ας πούμε- το πατάς με ένα κύλινδρο και το αφήνεις να στεγνώσει. Στην ουσία έγινε σαν -ας το πω σε εισαγωγικά, αλλά δεν έχει καμία σχέση- σαν σαλάμι, το οποίο είναι ο πιο ωραίος μεζές για κόκκινο κρασί. Όσες το έχω φέρει εδώ στην Κατερίνη που δεν το έχουν δει και δεν το ήξερα και το ‘φαγαν, μου ζητάνε κάθε φορά να τους φέρνω σακούλες, δηλαδή είναι κάτι το πολύ ωραίο. Αυτά. Τώρα, μετά εντάξει, είναι πολλά που, εντάξει, εγώ δεν μπορώ τώρα να θυμηθώ τα φαγητά όλα. Περισσότερο μία νοικοκυρά μπορεί να τα πει, αυτή που ασχολείται μία παλιά.

Κ.Τ.:

Όχι, ήταν πολύ κατατοπιστικά έτσι αυτά τα 2-3 που-

Ι.Μ.:

[01:00:00]Ένα άλλο έτσι που είναι ιδιαίτερο -αυτό θα ήθελα τώρα που το θυμήθηκα- είναι καλοκαιρινό φαγητό, το ταρατόρ. Ταρατόρ τι είναι; Είναι νερό, ξύδι, σκόρδο, μπορείς να βάλεις και λίγο γιαούρτι και αγγούρι ψιλοκομμένο, το οποίο το τρως σαν σούπα στην ουσία, αλλά είναι τόσο δροσιστικό όταν το τρως, δηλαδή το καλοκαίρι που λες «Πω, πω Παναγία μου», αυτά είναι κάποια έτσι περίεργα. Εντάξει, αυτά, δεν…

Κ.Τ.:

Ωραία. Αν θέλεις να προσθέσεις κάτι άλλο αλλιώς-

Ι.Μ.:

Δεν έχω να προσθέσω. Το μόνο που έχω να προσθέσω έτσι, αυτό που αξίζει και ήθελα να το πω στην αρχή, μας πήρε βέβαια η τέτοια, είναι ότι είμαι τυχερός, μιλάμε είμαι τυχερός, γιατί μεγάλωσα μέσα σε μία οικογένεια που ασχολείται με αυτά, καθώς ο πατέρας μου, ο πατέρας του ήρθαν μεγάλοι από πάνω, είχαν καφενείο που έζησαν πολλά πράγματα. Ήταν μέσα στα πράγματα, είχαν δει, είχαν ζήσει. Η οικογένειά μου δηλαδή με προώθησε πάρα πολύ. Και ένα πολύ ακόμα πιο σημαντικό πράγμα είναι ότι μεγάλωσα δίπλα από έναν άνθρωπο, ο οποίος έχει προσφέρει τα πάντα στην παράδοση και ειδικά στην περιοχή της Θράκης, το Γιάννη τον Πραντσίδη, ο οποίος μεγάλωσα δίπλα του, με γαλούχησε από μικρό, ο οποίος είναι καθηγητής του πανεπιστημίου του Αριστοτελείου στη Θεσσαλονίκη, του ΤΕΦΑΑ, στην ειδικότητα των παραδοσιακών χορών. Ένας άνθρωπος ο οποίος έχει δώσει τα πάντα για αυτό το πράγμα και το δίνει στους διπλανούς του απλόχερα, χωρίς να ζητήσει τίποτα, χωρίς να κάνει. Αυτό με σημάδεψε και με έκανε να δω διαφορετικά την παράδοση και διαφορετικά τα πράγματα, όπου για αυτό και νιώθω τυχερός που μεγάλωσα έτσι και μπόρεσα και έζησα, είδα πράγματα και έμαθα πράγματα. Και έμαθα καταρχήν πάνω από όλα να σέβομαι όταν μπαίνω στο χορό, να σέβομαι τους ανθρώπους που είναι μέσα, να σέβομαι τους ανθρώπους που κατοικούν εκεί, δηλαδή δεν πάω και άιντε να δείξω εγώ. Δεν έχουμε να αποδείξουμε κάτι. Η παράδοση δεν έχει να αποδείξει τίποτα και αυτό ήθελα να το αναφέρω έτσι σαν παρένθεση-

Κ.Τ.:

Σαν κατακλείδα-

Ι.Μ.:

Ναι, σαν κατακλείδα, ναι-

Κ.Τ.:

Πολύ σημαντικό, ναι-

Ι.Μ.:

Πάρα πολύ. Είναι... πολλές φορές ποιοι άνθρωποι βρίσκονται μπροστά σου. Είναι πολύ σημαντικό αυτό και εγώ σε αυτό νιώθω πολύ τυχερός. Σου είπα η οικογένεια και μετά με τον Γιάννη τον Πραντσίδη, όπου ήταν... Ξέρεις τι; Ειδικά με αυτό τον άνθρωπο ήταν σαν... Να σου δώσω, να πω ένα παράδειγμα, να δίνει του τύπου να ψάχνεις για λίρες σε όλο το βουνό και να έχεις στον μπαούλο δίπλα σου, χωρίς να κάνεις τίποτα. Είναι καταπληκτικό.

Κ.Τ.:

Έχετε επαφές σήμερα;

Ι.Μ.:

Βεβαίως. Καταρχήν ζούμε στο ίδιο χωριό, πρώτον. Έχουμε σχέσεις και οικογενειακές τέτοιο, αλλά και εγώ έχω παντρέψει το γιο του, το Δήμο, που και αυτός είναι συνάδελφος, εξαιρετικός και έχω βαφτίσει και την εγγονή του, την κόρη του Δήμου. Έχουμε σχέσεις πλέον, και από παλιά, αλλά τώρα ακόμα περισσότερο, ναι, βεβαίως. Ένας άνθρωπος, ο οποίος και τώρα στην ηλικία που είναι, άμα θες κάτι είναι πάντα πρόθυμος, πάντα ανοιχτός, πάντα να συμβουλέψει, πάντα, πάντα, πάντα, πάντα! Και σημαντικό ένας άνθρωπος ασχολείται 50 χρόνια έχει αναδείξει την παράδοση ολόκληρης της Θράκης και δεν έχω ακούσει να πει: «Εγώ τα ξέρω», πολύ σημαντικό πράγμα. Ακόμα και τώρα -ας πούμε- πόσες φορές μας λέει «Πάμε πάνω να δούμε, να ψάξουμε ξανά, να ξαναδούμε ανθρώπους, να ξαναδούμε». Πολύ σημαντικό πράγμα, πάρα πολύ σημαντικό πράγμα. Να το βλέπουν οι νέοι και να παίρνουν παράδειγμα να μην τους σνομπάρουν αυτούς ανθρώπους, γιατί αν ασχολούμαστε όλοι με την παράδοση είναι χάρη σε αυτούς τους ανθρώπους, γιατί εμείς δεν ξυπνήσαμε και τα φτιάξαμε. Εμείς ξυπνήσαμε και τα πήραμε, από κάπου το πήραμε. Αυτά.

Κ.Τ.:

Σε ευχαριστώ πάρα πολύ-

Ι.Μ.:

Εγώ ευχαριστώ, να σε ευχαριστήσω πραγματικά τιμή μου και χαρά μου και για οτιδήποτε άλλο θέλεις, πάντα ανοιχτός.

Κ.Τ.:

Ωραία, ευχαριστώ πάρα πολύ.

Ι.Μ.:

Να 'σαι καλά.