© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Μη σταματάς να τραγουδάς!»: μνήμες Παγκρατίου από την Κατοχή, τον Εμφύλιο και έπειτα

Κωδικός Ιστορίας
10199
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Μαρία Χαλά (Μ.Χ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
25/10/2020
Ερευνητής/τρια
Γεωργία Αναγνωστάκη (Γ.Α.)
Γ.Α.:

[00:00:00]Θα μου πείτε, λοιπόν, το όνομά σας;

Μ.Χ.:

Μαρία Χαλά του Μιχαήλ.

Γ.Α.:

Πολύ ωραία. Βρισκόμαστε, λοιπόν, με την κυρία Μαρία Χαλά στο Παγκράτι. Σήμερα είναι 25 Οκτωβρίου του 2020. Εγώ είμαι η Γεωργία Αναγνωστάκη, ερευνήτρια στο Istorima, και ξεκινάμε. Από πού θέλετε να ξεκινήσουμε, κυρία Μαίρη;

Μ.Χ.:

Λίγο από τα παιδικά χρόνια, αν σας ενδιαφέρει να μάθετε. 

Γ.Α.:

Τα πάντα με ενδιαφέρουνε.

Μ.Χ.:

Θυμάμαι γεγονότα από 2 χρονών παιδί, αλλά νομίζω ότι αυτά δεν έχουν πολύ μεγάλη σημασία. Κάποτε, εκείνη την εποχή, όταν ήμουν 3 χρονών εγώ κι 7 ο αδερφός μου, που με περνούσε τέσσερα χρόνια, δούλευε η μαμά μου, γιατί ήταν δύσκολα χρόνια. Ας μην είχαμε ακόμη την Κατοχή. Πάλι υπήρχε φτώχεια! Πολλές φορές αργούσε η μαμά μου να ‘ρθει. Μ’ έπαιρνε ο αδερφός μου απ’ το χεράκι και μου ‘λεγε «Πάμε στην πλατεία», και εννοούσε πλατεία Παγκρατίου, γιατί μέναμε στην πλατεία Μεσολογγίου, πολύ κοντά στο τέρμα Παγκρατίου. Με έπαιρνε απ’ το χεράκι και πηγαίναμε και βάζαμε το αυτί μας στην κολόνα την πράσινη του τρόλεϊ που ήταν σιδερένια και ακούγαμε από κει αν έρχεται το τραμ. Συγγνώμη, έκανα λάθος. Δεν υπήρχε τότε τρόλεϊ, υπήρχε το τραμ. Και ακούγαμε αν έρχεται το τραμ ή όχι. Ακουγόταν ο θόρυβος μέσα στην κολώνα. Όταν, λοιπόν, ακούγαμε το θόρυβο πετάγαμε απ’ τη χαρά μας γιατί λέμε: «Το τραμ θα φέρει τη μαμά». Όταν δεν την έφερνε, περιμέναμε το επόμενο. Κάτι τέτοια περιστατικά θυμάμαι από την παιδική μου ηλικία. Μετά να σας πω για τον πόλεμο. Μπορεί να πετάγομαι από τη μικρή ηλικία ξαφνικά στα 9, αλλά εκείνα είναι που θυμάμαι περισσότερο. Ξυπνήσαμε ένα πρωινό από το θόρυβο των σειρήνων. Υπάρχει μία σειρήνα —λέω υπάρχει γιατί υπάρχει και σήμερα— κοντά στο Άλσος Παγκρατίου σε ένα διώροφο σπίτι και ακόμη και σήμερα —όχι σήμερα, το σήμερα εννοώ το χθες— ακούγεται αυτή η σειρήνα, γιατί κατά καιρούς κάνουν δοκιμή. Ξυπνήσαμε ένα πρωινό από αυτόν τον ήχο, για πρώτη φορά που την ακούσαμε, δεν ξέραμε τι είναι. Βγήκε ο κόσμος στους δρόμους. Θυμάμαι το στενό μας, που ήταν πολύ μικρό στενό, γιατί κατέληγε στην Υμηττού, στον κεντρικό δρόμο του Παγκρατίου, και θυμάμαι ότι είχε βγει ο κόσμος στο δρόμο. Ρωτάγανε άλλοι «Τι έγινε;», άλλοι που είχανε ραδιόφωνο στο σπίτι —γιατί και το ραδιόφωνο ήταν πολυτέλεια, δεν το έχουνε πολλοί— και λέγανε: «Μας κήρυξαν οι Ιταλοί τον πόλεμο». Εννοείται άρχισε επιστράτευση. Αυτά δεν τα ξέρω. Αλλά, μέχρι που μπήκε η Γερμανία στον πόλεμο δεν τον κατάλαβα εγώ τον πόλεμο. Η ζωή συνεχίστηκε κανονικά. Μόνο που έβλεπα την αδερφή μου και μία κοπελίτσα συνομήλικη με την αδερφή μου, η οποία τότε ήταν 15 ετών, να πλέκουνε κάλτσες. Οι πιο πολλές γυναίκες και κοπέλες πλέκανε φανέλες και κάλτσες για τους στρατιώτες που πολεμάγαν στα βουνά, γιατί ήταν ένας πολύ δύσκολος χειμώνας. Είχε πάρα πολύ χιόνι. Στρατιώτες παθαίναν κρυοπαγήματα, πληγιάζαν τα πόδια τους, λιώνανε οι αρβύλες τους… Και από κει και πέρα θυμάμαι την ημέρα που η Γερμανία μάς κήρυξε τον πόλεμο. Τότε όλοι αρχίσαν να λένε ότι «Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα». Ο ελληνικός στρατός ήταν εξουθενωμένος, κουρασμένος. Άρχισε οπισθοχώρηση. Και θυμάμαι ένα παλικάρι, γείτονας, ο οποίος ήρθε με τα πόδια από το μέτωπο —δεν μπορώ να θυμάμαι από ποιο μέρος, αλλά ήρθε με τα πόδια από το μέτωπο— και μας χτύπησε την πόρτα, αν ζουν οι δικοί του για να μπορέσει να πάει σιγά-σιγά, γιατί δεν είχε επαφή. Μέχρι την ημέρα που μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα. Γιατί η ηλικία μου ήταν μια ανεμελιά. Μπορεί να υπήρχε φτώχεια, αλλά σαν παιδί δεν σκεφτόμαστε αυτά τα γεγονότα. Θυμάμαι, λοιπόν, ανήμερα του Θωμά. Νομίζω ήταν 27 Απριλίου. Κλειστά όλα. Το ραδιόφωνο είχε πει ότι είναι η τελευταία μέρα —η προηγουμένη— που ακούγεται στα ελληνικά ο ραδιοφωνικός σταθμός. Από κει και πέρα θα είναι γερμανικός. Αυτό δεν το άκουσα εγώ. Το άκουσα εκ των υστέρων, μετά από χρόνια, από την τηλεόραση τις ημέρες αυτές που ακούγεται. Το μόνο που έκανα: Ανέβηκα στην ταράτσα του διώροφου σπιτιού που ήταν απέναντί μας να δω τι γίνεται. Όλα τα παράθυρα, αυτά που είχα οπτική εικόνα απ’ την αρχή του σπιτιού μας, της ταράτσας, μέχρι την Υμηττού —γιατί τα σπίτια ήταν χαμηλά, δεν υπήρχαν πολυκατοικίες, το πολύ διώροφα, οπότε είχα έναν ορίζοντα να δω—, δεν υπήρχε κανένα παράθυρο στην οπτική εικόνα τη δική μου ανοιχτό ή μπαλκονόπορτα. Δηλαδή, μπήκαν πράγματι —αυτό που λέει η τηλεόραση— σε μια πόλη νεκρή! Κλειστά όλα, τα πάντα, καφενεία… Δεν κυκλοφορούσε άνθρωπος! Εκείνο που μου ‘κανε εντύπωση ήτανε τα τανκς που είδα και κάνανε βόλτες στην οδό Υμηττού. Πήγα σπίτι μου. Ο πατέρας μου, νέος σχετικά σε ηλικία τότε, μου είπε ότι «Πρέπει να προσέχεις. Μη μιλάς, Μαιρούλα, γιατί αυτοί οι άνθρωποι είναι κακοί και δεν ξέρουμε τι μπορεί να μας κάνουν». Κύλησε η ζωή με μία αγωνία, με έναν φόβο. Είχαμε βάλει στα παράθυρα μας μπλε κόλλες, αυτές που ντύναμε τα τετράδιά μας, γιατί τα τετράδια ήτανε απλώς χαρτί χοντρό. Δεν ήτανε πλαστικό όπως είναι σήμερα και τα ντύναμε με κόλλες και βάζαμε μία ετικέτα που πουλούσανε και γράφαμε απάνω το όνομά μας. Με τέτοιες μπλε κόλλες, λοιπόν, κολλήσαμε στα παράθυρα —μας το επιβάλανε— για να μη φαίνεται ο φωτισμός από τ’ αεροπλάνα. Γιατί άρχισε ο βομβαρδισμός των Άγγλων. Μπήκαν μετά η Αγγλία στον πόλεμο. Έτσι, λοιπόν, και κολλάγαμε με χιαστί κόλλα χάρτινη για να μην ξεκολλήσει. Καταλαβαίνετε, λοιπόν… Φως δεν υπήρχε στο σπίτι. Άλλα διαμερίσματα είχανε φώτα, άλλοι με λάμπες. Ήτανε η Ελλάδα τότε πολύ καθυστερημένη, πολύ πίσω, γιατί είχαν προηγηθεί η δικτατορία του Μεταξά. Είχαν άλλα… και δεν ήταν η ζωή εύκολη. Από κει και πέρα, θυμάμαι γεγονότα των Γερμανών που δεν θα ‘θελα. Και σήμερα που λέω «Γερμανία» με ενοχλεί κι ούτε τη γλώσσα τους δεν θέλω. Δηλαδή, σπούδασε ο αδερφός μου στη Γερμανία και δεν με ενθουσίασε αυτό το πράμα. Έχω μέσα μου μια πληγή που μου ‘χουν ανοίξει αυτοί οι άνθρωποι και δεν σβήνει αυτή η πληγή. Θυμάμαι ότι υπήρχε στη γειτονιά μας, στη γωνία μεταξύ Άκρωνος που έμενα και Υμηττού, μία ταβέρνα. Η κυρίως ταβέρνα έβλεπε στην Υμηττού και οι κουζίνες της βλέπαν στην Άκρωνος. Ήταν γεμάτη από τρόφιμα και κουβέρτες. Κάποιος ειδοποίησε τους Γερμανούς, κάποιος πρόδωσε την αποθήκη κι ήρθαν γερμανικά αυτοκίνητα, φορτηγά, είχαν κλείσει σχεδόν όλη την Άκρωνος και παίρνανε το υλικό που υπήρχε μέσα στην ταβέρνα. Κάποια στιγμή κάθισε στην πόρτα η αδερφή μου με την κοπελίτσα που συγκατοικούσαμε και κορόιδεψαν το Γερμανό τον οδηγό, που ήταν σταματημένο το φορτηγό έξω από την πόρτα της αυλής. Έβγαλαν τη γλώσσα τους και τον κορόιδεψαν. Νευριασμένος ο Γερμανός κατεβαίνει κάτω. [00:10:00]Πρόλαβε η αδερφή μου και κλείδωσαν την πόρτα της αυλής. Ο Γερμανός ήρθε και τράνταζε την πόρτα. Προσπάθησε να την ανοίξει. Ήθελε να καβαλήσει την καγκελόπορτα να μπει μέσα, αλλά μας έσωσε το ότι είχανε φύγει τα δύο φορτηγά τα μπροστινά και έπρεπε να ξεκινήσουνε τα άλλα, οπότε κορνάρανε και αναγκάστηκε να φύγει. Κατάλαβε, λοιπόν, και η αδερφή μου ότι δεν σηκώνει αστεία μ’ αυτούς. Από κει και πέρα δεν ξέρω πώς έγινε —γιατί υπάρχουνε οι πατριώτες, υπάρχουν κι οι «Εφιάλτες». Κάποιοι, λοιπόν, απ’ αυτούς οργανώθηκαν μαζί και συμπορεύτηκαν με τους Γερμανούς. Το όφελός τους ήταν κέρδος; Δεν μπορώ να ξέρω εκείνη την εποχή ούτε και σήμερα μπορώ να το εξηγήσω. Υπήρχε, λοιπόν, στο Παγκράτι, στην οδό Κρησίλα, ένας που λεγότανε Παπαγεωργίου. Δεν θυμάμαι το όνομά του, γιατί είχε κι έναν αδερφό Γιώργο Παπαγεωργίου, ο οποίος ήταν αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού και υπηρετούσε στη Μέση Ανατολή. Ο ένας αδελφός, δηλαδή, υπηρετούσε την πατρίδα από έξω και ο άλλος αδελφός υπηρετούσε τους Γερμανούς και είχε αναλάβει την περιοχή Παγκράτι, Κυψέλη, Βύρωνα —συγγνώμη όχι Κυψέλη, λόγω ηλικίας— Παγκράτι, Βύρωνα, Καισαριανή, Γούβα. Αυτός είχε ένα υπόγειο στο σπίτι του. Ήταν διώροφο. Μέσα στο υπόγειό του έχει οργανώσει βασανιστήρια. Η αδελφή μου είχε συνδεθεί με μία κοπέλα που ήταν οργανωμένη σε μία από τις οργανώσεις ΕΛΑΣ, ΕΑΜ, ΕΠΟΝ. Δεν θυμάμαι σε ποια απ’ όλες ήταν η κοπέλα. Η αδερφή μου δεν ήτανε. Και τη συνέλαβαν οπαδοί του Παπαγεωργίου. Απ’ αυτήν μάθαμε τι βασανιστήρια έκανε ο Παπαγεωργίου στο υπόγειό του. Αυτή η κοπέλα κατόρθωσε —δεν ξέρω με ποιον τρόπο— να φύγει, να δραπετεύσει από κει και μας αφηγήθηκε —συγγνώμη— ότι οι Γερμανοί τής ξύρισαν το κεφάλι σε σχήμα σταυρού —όχι όλα τα μαλλιά, σχήμα σταυρού— και της ξύρισαν το δέρμα και της βάλαν αλάτι!

Γ.Α.:

Αμάν!

Μ.Χ.:

Μάλιστα! Καταλαβαίνετε τι πόνο ένιωθε αυτή η κοπέλα, η οποία θα ‘τανε 18 χρονών, 19, κοριτσάκι! Πώς διέφυγε δεν ξέρω, αλλά αυτά είναι λόγια που τα ‘χω ακούσει η ίδια, γιατί μπορεί να ήμουνα μικρή —προχωρούσε η Κατοχή, προχωρούσε κι η ηλικία μου, επομένως πρέπει να ήμουνα τότε 12 χρόνων περίπου. Και επειδή είναι τόσο σκληρά γεγονότα, μένουνε στο μυαλό. Το μυαλό τα καταγράφει και δεν τα σβήνει.

Γ.Α.:

Φυσικά!

Μ.Χ.:

Θυμάμαι μια φορά που ήρθε ο μπαμπάς μου αναστατωμένος. Είχαν κάνει ένα μπλόκο Γερμανοί στο Παγκράτι, είχαν πιάσει τους παράλληλους δρόμους ώστε να μη μπορεί να ξεφύγει κανείς απ’ το καφενείο ή από κάπου αλλού και το μπλόκο μαζευότανε, στένευε. Κάποια στιγμή που ο μπαμπάς μου ήταν στο καφενείο και προσπάθησε να φύγει, τον πιάσαν οι Γερμανοί. Τον βάλανε στη σειρά στην οδό Ευτυχίδου —κεντρικός δρόμος Παγκρατίου— κι ήταν φορτηγά και φορτώνανε αυτούς που είχανε πιάσει. Υπήρχε, λοιπόν, ένας Γερμανός που έκανε βόλτα δεξιά και ένας άλλος αριστερά. Απ’ το πρόσωπο κρίνοντας; Κάποιους τους διώξανε. Μεταξύ αυτών ήταν και ο πατέρας μου, ο οποίος γλίτωσε πιθανόν ή τη Γερμανία ή κάποια φυλακή εδώ. Θυμάμαι, επίσης, ότι κυνηγάγανε ένα βράδυ ένα παλικάρι οι οπαδοί του Παπαγεωργίου και θυμάμαι ότι ρίχνανε φωτοβολίδες γιατί έφεγγε όλο το σπίτι μέσα και μας είχε βάλει η μαμά μου να καθίσουμε, να κρυφτούμε, να κάτσουμε στη γωνία να μη φαίνεται η σκιά μας απ’ έξω μέσα. Κατόρθωσε, όμως, το παλικάρι να τους ξεφύγει. Θυμάμαι άλλη μία φορά ένα γειτονόπουλο —λέω γειτονόπουλο γιατί έμενε στο Βύρωνα, αλλά επειδή ο Βύρωνας ήτανε το κόκκινο πανί για τους Γερμανούς έμενε σε μια θεία του στη γειτονιά μας— αποφάσισε μία μέρα να πάει να επισκεφτεί τους δικούς του. Και εκείνη την ημέρα κάναν μπλόκο οι Γερμανοί λίγο μετά την πλατεία Δεληολάνη —θα ‘ναι γνωστή σε όλους. Μεταξύ αυτών πιάσανε και αυτό το παλικάρι. Λεγόταν Ιάκωβος. Σε αυτό το σημείο σκοτώσαν δεκαεφτά ανθρώπους. Ή δώδεκα και ήταν 17 χρονών το παιδί ή δεκαεφτά ανθρώπους. Δεν το θυμάμαι. Και έχουνε βάλει μία πλάκα μαρμάρινη σ’ αυτό το σημείο με τα ονόματα. Όποιος θέλει μπορεί να πάει να τα διαβάσει. Θυμάμαι την πείνα τη μεγάλη στην Κατοχή. Δεν είχαμε να φάμε! Μπορούσε να κάναμε —και όταν λέω στην Κατοχή, μετά το ‘41, γιατί οι Γερμανοί μπήκανε το ‘41, του Θωμά. Αυτούς τους λίγους μήνες δεν είχαν χαθεί ακόμη τα τρόφιμα, αλλά σιγά-σιγά τα ‘παιρναν οι Γερμανοί για το στρατό, οπότε άρχισαν να χάνονται. Από τον Οκτώβριο-Νοέμβριο άρχισε η πείνα η μεγάλη. Ήρθε εποχή που μπορεί να κάναμε μία εβδομάδα να φάμε! Άρχισαν οι μεγάλοι οργανισμοί, όπως είναι ΔΕΗ, ΟΤΕ και άλλοι που δεν τους θυμάμαι λόγω ηλικίας, που οργανώσανε συσσίτια για το προσωπικό. Έτσι, λοιπόν, μέσα στην αυλή μας υπήρχε μία κυρία που εργαζότανε στον ΟΤΕ κι είχε έναν πρώτο ξάδερφο που εργαζόταν εκεί στο συσσίτιο. Αυτός, λοιπόν, πολλές φορές που μπορούσε της έβαζε σε ένα μεγάλο δοχείο —με χέρι, θυμάμαι, ένα μακρόστενο στρογγυλό—, της έβαζε λάδι και από πάνω φαγητό. Όταν, λοιπόν, της περίσσευε, μας έφερνε και εμάς ένα πιάτο. Έτσι, όταν ακούγαμε την παντόφλα της στην αυλή, λέγαμε: «Έρχεται η κύρια Ευθαλία και μας φέρνει φαΐ». Και τρώγαμε —καταλάβατε τώρα— πέντε άτομα. Δεν έτρωγε η μητέρα μου για να φάμε εμείς. Ήταν η μητέρα μου τρεις μήνες στο κρεβάτι από ασιτία. Δεν μπορούσε να περπατήσει! Τι να θυμηθώ! Κάποια στιγμή… Μας θεωρούσαν οι Γερμανοί ζώα; Τότε που ήμουν παιδί δεν μπορούσα να το πω έτσι. Σήμερα, όμως, το λέω. Μας θεωρούσαν ζώα, γιατί μας δίναν το φαΐ σε συσσίτια στα σχολεία, ό,τι τους περίσσευε, αλλά όχι το φαΐ που τους περίσσευε να μας το δώσουν την επομένη. Το φαΐ που μας δίνανε —επίτηδες; Δεν ξέρω για ποιον τρόπο— ήταν ξινισμένο. Θυμάμαι μία φορά —γιατί δεν μπορώ να θυμηθώ όλα τα συσσίτια, ήμουνα παιδί— είχα πάει σε ένα σχολείο στην Αγία Τριάδα, στο Βύρωνα. Εκεί δίνανε φασολάδα. Η φασολάδα που μου βάλανε στο δοχείο ήταν ένα δάχτυλο —ή έναν πόντο να το εξηγήσω καλύτερα— ο αφρός που είχε απ’ την ξινίλα. Κι όμως, το φάγαμε! Κι άλλη μια φορά θυμάμαι ότι δεν είχαν να μας δώσουν τίποτα και μας δώσανε ένα φλιτζανάκι του καφέ —καφενείου φλιτζανάκι— σταφίδες μαύρες. Πέντε άτομα. Πήρα πέντε φλιτζανάκια. Όταν τα πήγα στη μαμά μου, «Πέντε φλιτζανάκια τι να τα κάνω;». Έβαλε, λοιπόν, μπόλικο νερό στην κατσαρόλα, έβαλε τα πέντε φλιτζανάκια τη σταφίδα και τα ‘βρασε κι έτσι φάγαμε ζουμί γλυκό που είχε βγάλει η σταφίδα με λίγη σταφίδα μέσα. Αυτό ήταν για το μεσημέρι. Το βράδυ τίποτα. Τι να θυμηθώ! Συγνώμη που δεν υπάρχει συνοχή στα λόγια μου, γιατί μου έρχονται τα γεγονότα—

Γ.Α.:

Δεν πειράζει κυρία Μαίρη. Μην αγχώνεστε καθόλου.

Μ.Χ.:

έρχονται τα γεγονότα ξαφνικά στο μυαλό μου.

Γ.Α.:

Θέλετε να μου πείτε για εκείνο το γεύμα των Χριστουγέννων που σας είχε φτιάξει—

Μ.Χ.:

Ναι.

Γ.Α.:

η μαμά σας;

Μ.Χ.:

Για τα Χριστούγεννα. 

 [00:20:00]

Γ.Α.:

Ναι, ναι!

Μ.Χ.:

Θυμάμαι, λοιπόν, ότι το ‘41 τα Χριστούγεννα δεν είχαμε τίποτα. Υπάρχει μία περιοχή που λέγεται Ασύρματος. Όλοι θα την ξέρετε. Είναι κοντά στον Άγιο Γιάννη, που είναι Βουλιαγμένης, από πίσω. Εκεί γινότανε μία αγορά μαύρη σε υπόγεια, σε διάφορα κλειστά μαγαζιά. Άνοιγε κρυφά η πόρτα… Πήγε ο μπαμπάς μου εκεί, λοιπόν, μήπως βρει κάτι. Βρήκε —εγώ σαν παιδί θυμάμαι— μία χούφτα φασόλια. Σήμερα, την ηλικία που έχω, λέω μπορεί να ήταν 100 γραμμάρια, 150; Βρήκε λίγες ελιές και μισό λάχανο. Όταν τα ‘φερε σπίτι λέει στη μαμά μου: «Αυτά βρήκα!». Έπιασε, λοιπόν, η μαμά μου πάλι, έκοψε το λάχανο κομματάκια, έβαλε τα φασόλια μέσα στο νερό με το λάχανο και έβαλε και τις ελιές για να βγάλουν λάδι, γιατί λάδι δεν υπήρχε πουθενά! Έτσι, λοιπόν, φάγαμε για Χριστούγεννα το λάχανο με τις ελιές και τα φασόλια, και για τον αδερφό μου, ο οποίος ήταν τότε 14 χρόνων, ήταν το πιο ωραίο φαγητό που ‘φαγε ποτέ του. Αν είναι δυνατόν! Θυμάμαι τα λόγια που είπε στη μαμά μου: «Μαμά, όταν τελειώσει ο πόλεμος, θα το κάνεις αυτό το φαγητό ξανά;». Καταλαβαίνετε πόσο καιρό έχει να φάει ένα αγόρι 14 ετών για να του αρέσει ένα φαγητό χωρίς λάδι, χωρίς αλάτι, με ελιές, φασόλια και λάχανο; Δημιουργήθηκε μετά ένας οργανισμός που λεγότανε «Πατριωτικό Ίδρυμα». Αυτός ο οργανισμός ήτανε ή Χαριλάου Τρικούπη ή Ιπποκράτους. Δεν θυμάμαι ακριβώς πού. Επειδή πεθαίνανε πολλά παιδιά απ’ την πείνα και τα άλλα που ζούσαν ήτανε σκελετωμένα, αυτός ο οργανισμός γύρισε στην επαρχία, βρήκε ανθρώπους που μπορούσανε να αναθρέψουν ένα παιδί απ’ την Αθήνα, γιατί η Αθηνά πείνασε πολύ. Η επαρχία είχε λίγο γη, λίγο χώμα και φύτευε κάτι. Αλλά, απ’ την επαρχία δεν ερχόταν τίποτα στην Αθήνα, οπότε η Αθηνά δεν είχε τίποτα. Σε αυτό το ίδρυμα, λοιπόν, η μητέρα μου έγραψε τον αδερφό μου. Και έτσι, ο αδερφός μου το ‘42 ή το ‘41 —όχι. Το ‘42. Το ‘42 έφυγε για τη Σπάρτη. Απ’ τη Σπάρτη έγινε ο διαχωρισμός πού θα πάει κάθε παιδί στις γύρω επαρχίες. Ο αδερφός μου κληρώθηκε, λοιπόν, σε μία οικογένεια που δεν είχαν παιδιά, ονόματι Αγαθάκος, Γεώργιος και Αμαλία. Ήτανε παπαδοπαίδια κι οι δύο κι ήταν πάρα πολύ καλοί άνθρωποι. Μόνο θείους τούς λέω. Δεν μπορώ να τους πω αλλιώς, δεν μπορώ να τον πω «κύριος Αγαθάκος». Στο διάστημα, λοιπόν, από το ‘42 ως το ‘44 δεν είχαμε καμία επαφή με τον αδελφό μου. Δεν θυμάμαι γιατί. Δεν ερχόντουσαν γράμματα; Δεν υπήρχε ταχυδρομείο; Δεν το ξέρω. Ξέρω, όμως, ότι δεν είχαμε καμία επαφή. Όταν φύγανε οι Γερμανοί το ‘44 12 Οκτωβρίου, κατά τις 15, 17 Οκτωβρίου ήρθε ο αδερφός μου, ο οποίος δεν ήξερε αν ζούμε ή αν έχουμε πεθάνει. Πήγε, λοιπόν, δίπλα στο σπίτι μας, που ήταν ένας φούρνος, και ρώτησε αν ζούμε. Όταν του είπαν, λοιπόν, ότι ζούμε, τότε ήρθε στο σπίτι. Άνοιξε την πόρτα και καταλαβαίνετε τη συγκίνηση μας! Έφυγε ένα παιδάκι 14 χρόνων και ήρθε ένας έφηβος 16 και φορτωμένος, μπορώ να πω, μ’ έναν τενεκέ λάδι, με ένα τσουβάλι καρύδια, με χυλοπίτες, με τραχανά, με πάρα πολλά πράγματα. Και κάποια στιγμή ο αδερφός μου τους είπε ότι «Θα επιστρέψω». Λέει η μαμά μου: «Ακόμα δεν ήρθες, δεν σε είδαμε». «Όχι. Θέλω να κρατήσω την υπόσχεσή μου, γιατί μ’ αγαπάνε πάρα πολύ αυτοί οι άνθρωποι, Μου είπαν να με υιοθετήσουν αλλά δεν το δέχτηκα, παρόλο που είχαν μεγάλη περιουσία. Θέλω να πάω». Του λέει «Παιδί μου», η μαμά μου, «αφού σε περιποιήθηκαν, σε πρόσεξαν, έζησες κοντά τους, πήγαινε». Στο διάστημα αυτό οι Γερμανοί το 1944 —δεν θυμάμαι αν ήταν αρχές ή και τέλος του 1943, γιατί, σας είπα και πάλι, είναι και πράγματα που δεν μπορώ να θυμηθώ, χρονολογίες— άρχισαν και μας δίνανε με δελτίο ρεβίθια, μπιζέλια και φουντούκια. Σακούλες τα φουντούκια, που πια δεν μπορούσαμε να τα φάμε. Μένανε, περισσεύανε. Έτσι, λοιπόν, μας είχανε μείνει μπιζέλια και ρεβίθια. Όταν είπε ο αδελφός μου ότι θα φύγει για την επαρχία ξανά, λέει η μαμά μου «Πάρε και τα μπιζέλια, πάρε και τα ρεβίθια», γιατί —μετά, αφού τελείωσε ο πόλεμος— άρχισε η αγορά να κινείται. Βρίσκαμε να πάρουμε να φάμε κάτι άλλο. «Παρ’ τα», του λέει, «και δωσ’ τα για τα ζωντανά που έχει ο θείος σου». Πήρε, όμως, ο αδερφός μου τα μπιζέλια και ξέχασε τα ρεβίθια.

Μ.Χ.:

Και θα σας πω γιατί το λέω τώρα για τα ρεβίθια. Γιατί γίνανε τα Δεκεμβριανά το 1944 και μας μείναν τα ρεβίθια. Στα Δεκεμβριανά κλειστήκαμε έναν μήνα μέσα. Δεν μπορούσαμε να βγούμε έξω να ψωνίσουμε, γιατί τα Δεκεμβριανά ξεκίνησαν από το Σύνταγμα και γίνανε στο κέντρο με τα γύρω περίχωρα: Βύρωνα, Καισαριανή Παγκράτι, Γούβα, Μεταξουργείο, ό,τι ήταν γύρω από την πλατεία Συντάγματος και της Ομόνοιας, όχι πιο μακριά. Σε σημείο που βαράγαν τα αεροπλάνα με πολυβόλα, μάζευαν από το δρόμο παιδάκια κάλυκες περίπου… 5 πόντους, 6; Ρίχναν απ’ τον «Αράπη», απ’ το βουνό «Αράπη», που είναι πάνω από το σκοπευτήριο, ρίχναν οι ΕΛΑΣίτες όλμους, οπότε το Παγκράτι ήταν στο κέντρο. Δεν μπορούσαμε να μείνουμε στο σπίτι μας. Ήταν αυλή κι ήταν επικίνδυνα. Στο μήνα, λοιπόν, αυτό μέναμε, κοιμόμασταν δίπλα στο φούρνο, πάνω στον πάγκο το μεγάλο, τον τσιμεντένιο, που ακούμπαγε τις λαμαρίνες όταν έβγαζε από το φούρνο μέσα τα προϊόντα. Δεν έβγαζε ψωμί αυτός ο φούρνος. Έβγαζε φρυγανιές, παστέλι, κουλουράκια και κουλούρι Θεσσαλονίκης. Οπότε, μας μείναν τα ρεβίθια. Τα πήραμε στο φούρνο. Έκανε η μαμά μου αλατόνερο, τα έβρεχε και μετά τα ‘βαζε μέσα στο φούρνο, σε ένα ταψί, και τα ‘ψηνε. Τρώγαμε, λοιπόν. Δεν τα μαγειρεύαμε, γιατί αν τα μαγειρεύαμε στο φούρνο θα τελειώναν γρήγορα τα ρεβίθια. Έτσι, λοιπόν, έβαζε μία χούφτα ρεβίθια, δύο χούφτες περίπου, τα ‘κανε αλατόνερο, τα ‘ψηνε και τα τρώγαμε σαν στραγάλια, για να μπορούμε να πιούμε και νερό. Έτσι, μ’ αυτά τα ρεβίθια περάσαμε αυτόν το μήνα. Κάποια στιγμή οι ΕΛΑΣίτες βρήκανε σε κάποια αποθήκη αλεύρι. Ήταν ο μόνος φούρνος που δούλευε. Και του φέρνουν τα σακιά τ’ αλεύρι να βγάλει ψωμί. Πήραν ό,τι πήρανε —δεν θυμάμαι, θυμάμαι μόνο ότι παίρνανε πολλά πανέρια ψωμί— και αφήσανε και καμιά πενηνταριά καρβέλια. «Μοίρασε τα», λέει, «στον κόσμο». Πήρε είδηση ο κόσμος το ψωμί και έγινε ουρά έξω απ’ το φούρνο για να πάρουνε ψωμί. Οπότε, τα αεροπλάνα βαράγαν το στενό μας. Η απέναντι πολυκατοικία —θα πάω μία μέρα τον εγγονό μου, τον Κωνσταντίνο, να του τη δείξω— είναι ακόμη διάτρητη από τους όλμους, είναι ακόμη διάτρητη από τα πολυβόλα των αεροπλάνων. Δεν την έχουνε επισκευάσει. Είναι γεγονότα που υπάρχουν και δυστυχώς υπάρχουν ακόμη και στα θυμίζουνε.

Μ.Χ.:

[00:30:00]Θυμάμαι το 1944, ανήμερα την Πρωτομαγιά, σαν παιδάκι άκουσα ότι σήμερα Γερμανοί θα σκοτώσουν κάποια παιδιά στο σκοπευτήριο. Δεν είχα την αίσθηση ακόμη —ήμουν 14 χρόνων το 1944— τι πάει να πει αυτό, παρόλο ότι είχα δει τη δολοφονία ενός Αυστριακού στρατιώτη απ’ τους Γερμανούς στο σκοπευτήριο της Καισαριανής όταν έπαιζα σαν παιδάκι με άλλα παιδάκια εκεί και είδα ένα φορτηγό με μπόλικους, με αρκετούς στρατιώτες. Δεν θυμάμαι πόσοι ήτανε. Και κατέβασαν έναν πάλι στρατιωτικά ντυμένο —γερμανικά ντυμένος. Νόμιζα ότι ήταν Γερμανός. Και, σαν παιδιά που ήμαστε, από περιέργεια σκαρφαλώσαμε σε κάτι βράχους, σε κάτι πέτρες και κοιτάξαμε από τη μάντρα απ’ έξω απ’ το κυρίως σκοπευτήριο. Το ‘δεσαν το παλικάρι σε έναν στυλό, του ‘δεσαν τα μάτια κι άκουσα τους πυροβολισμούς και είδα που έγειρε το κεφάλι του. Αλλά, δεν μπόρεσα να φανταστώ ότι διακόσια παιδιά θα είχαν αυτή την τύχη. Ήμουνα, λοιπόν, στη γωνία σε ένα πεζούλι, Άκρωνος και Υμηττού —σήμερα είναι το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο εκεί, στο Παγκράτι— και είδα με τα μάτια μου τα φορτηγά των Γερμανών, ανοιχτά από πάνω, τα παλικάρια που τα πηγαίνανε —γιατί τότε η Υμηττού ήτανε διπλής κατευθύνσεως, οπότε ανέβαινε για την Καισαριανή—, τα πηγαίναν για το σκοπευτήριο και τραγουδάγανε: «Έχε γεια, καημένε κόσμε». Κάποτε… Είχα πολλά χρόνια να ακούσω ότι αυτή την ημέρα τη γιορτάζουν. Τώρα τελευταία την έχω ακούσει, δυο τρία χρόνια, ότι αυτή η μέρα είναι ημέρα μνήμης και πάνε και κάνουν τρισάγιο. Δεν το ‘χα ακούσει πριν είκοσι χρόνια, ας πούμε, γιατί από το 1944 μέχρι σήμερα έχουνε περάσει πενήντα χρόνια, εξήντα-πόσα, εξήντα και, γιατί σήμερα εγώ είμαι 89, άρα έχουν περάσει πολλά χρόνια. Τώρα, τι άλλο να σας πω απ’ τη ζωή μου; 

Γ.Α.:

Θέλετε να μου πείτε…

Μ.Χ.:

Άρχισε ο Εμφύλιος.

Γ.Α.:

Ναι.

Μ.Χ.:

Ο Εμφύλιος ξεκίνησε απ’ τα Δεκεμβριανά. Επειδή έτυχε να ‘μαι την ημέρα της συμφιλίωσης, της υποτιθέμενης συμφιλίωσης, έτυχε να ‘μαι στη Διεύθυνση της Γενικής Ασφάλειας, που ήταν τότε απέναντι απ’ τη «Μεγάλη Βρετανία», μεταξύ Πανεπιστημίου και Βασιλίσσης Σοφίας, από αυτήν την πλευρά, και ήμουνα στο παράθυρο και έβλεπα τον κόσμο γονατισμένο σε όλη την πλατεία Συντάγματος, Βασιλίσσης Αμαλίας, Βασιλίσσης Σοφίας και τραγούδαγε τον ύμνο του ΕΛΑΣ. Θυμάμαι λίγα λόγια. Χρειάζεται να τα πω;

Γ.Α.:

Ό,τι θέλετε εσείς. Δεν έχει «Χρειάζεται».

Μ.Χ.:

Ας μην τα πω.

Γ.Α.:

Εντάξει.

Μ.Χ.:

Και ακούω ξαφνικά, ενώ κυλούσαν όλα ήρεμα, ακούω ξαφνικά δύο πυροβολισμούς. Δεν ξέρω από πού πέσανε. Μετά από χρόνια, που διάβασα ένα μέρος από το βιβλίο των Δεκεμβριανών, έμαθα ότι οι πυροβολισμοί πέσαν από Άγγλους αξιωματικούς απ’ τη Γενική Ασφάλεια, απ’ το κτίριο που ήμαστε εμείς, οπότε ο κόσμος πανικοβλήθηκε. Είχε κάποιους νεκρούς, τραυματίες και ο κόσμος έτρεχε να πάει να κρυφτεί. Έτσι, λοιπόν, οι οργανώσεις που είχανε συμφωνήσει να παραδώσουν τα όπλα, να αρχίσει η ζωή να κυλά κάπως διαφορετικά, ορισμένες είχαν προλάβει και τα είχαν παραδώσει, άλλες όχι. Οπότε, από κει ξεχύθηκαν στα βουνά οι οργανώσεις αυτές. Κι ενώ το ΕΛΑΣ, το ΕΑΜ, η ΕΠΟΝ ήταν οργανώσεις —για εμάς τότε, επί Γερμανών— καλές, γιατί κάναν αντίσταση, κάναν σαμποτάζ και όλα αυτά επιβραδύνανε τους Γερμανούς, μετά εξελίχθησαν σε εφιάλτη πάλι, γιατί έγινε ένας εμφύλιος που κράτησε επτά χρόνια. Ο νέος τότε πήγαινε τρία χρόνια στρατιώτης. Δεν ήταν όπως είναι σήμερα. Και είναι πολύ δύσκολο να ‘σαι τρία χρόνια στρατιώτης και να πολεμάς και να πολεμάς τον αδερφό σου, τον ξάδερφό σου, τον δικό σου άνθρωπο. Όταν τελείωσε ο πόλεμος, ο Εμφύλιος Πόλεμος, έτσι φύγανε πολλοί και πήγανε στα Σκόπια, Βουλγαρία, Αλβανία και σήμερα κάναν οικογένειες εκεί, κάναν τα παιδιά τους εκεί. Και απ’ ό,τι έχω ακούσει, μάλιστα, ο Δημητρώφ —πώς τον λένε;—, ο Υπουργός Εξωτερικών, μέχρι τον περασμένο χρόνο, των Σκοπίων είναι Έλληνας. Το επίθετό του είναι ελληνικό, κατάγεται από ελληνική οικογένεια η οποία πήγε εκεί, έκανε το παιδί εκεί, μεγάλωσε και έγινε βέβαια Σκοπιανός. 

Γ.Α.:

Εσείς πώς νιώσατε όταν ακούσατε τους πυροβολισμούς να πέφτουνε την ημέρα των Δεκεμβριανών;

Μ.Χ.:

Φοβήθηκα! Δεν φύγαμε αμέσως. Περιμέναμε να διαλυθεί ο κόσμος, να φύγει. Αλλά, τότε δεν υπήρχε συγκοινωνία. Ξεκινήσαμε με τα πόδια στο Παγκράτι. Αλλά, δεν μπορούσα να ξέρω τα επακόλουθα. Τα επακόλουθα τα βλέπανε οι πιο μεγάλοι που ξέρανε, είχαν ζήσει στη ζωή τους γεγονότα άλλα, πολέμους, και ξέρανε πού μπορεί να εξελιχθεί αυτή η κατάσταση.

Μ.Χ.:

Στον Εμφύλιο Πόλεμο πάρα πολλές κοπέλες αλληλογραφούσανε με στρατιώτες. Υπήρχε ένα περιοδικό που λεγόταν Θησαυρός. Σ’ αυτό το περιοδικό βάζανε οι στρατιώτες τα στοιχεία τους και ζητάγανε αλληλογραφία για να ‘χουνε ένα είδος διασκέδασης, μία επαφή κάπως με τον άλλο κόσμο, εκτός πολέμου. Κάποια φίλη μου, λοιπόν, που ήταν αρραβωνιασμένη —ήτανε δυο χρόνια πιο μεγάλη από μένα. Εγώ πήγαινα στην όγδοη τότε—, μου λέει: «Ο αρραβωνιαστικός μου έχει έναν φίλο που είναι στον πόλεμο. Θέλεις να αλληλογραφείς μαζί του;». Εγώ… Εκείνη την εποχή ήτανε πολύ δύσκολο να κάνεις δεσμό. Και τη γειτονιά σου σκεπτόσουνα, τον κόσμο, το γονιό σου. Σήμερα η κοπέλα φέρνει το αγόρι της στο σπίτι και λέει: «Είναι ο φίλος μου». Δεν λέω ότι είναι κακό. Δεν το κρίνω. Τότε δεν τολμούσες να το κάνεις αυτό. Τότε, αν έβγαινες ραντεβού, φοβόσουν μη σε δει η γειτόνισσα και πάει και το πει στους δικούς σου. Απ’ ό,τι θυμάμαι, και η αστυνομία ακόμη έκανε βόλτες για να δει μήπως δει ραντεβουδάκια, νέες ηλικίες, μαθήτριες με μαθητές. Ήταν, λοιπόν, μια αυστηρή εποχή. Και εγώ της λέω: «Εγώ δεν αλληλογραφώ, γιατί δεν μπορώ να δέχομαι στο σπίτι μου γράμματα. Θα μου πει η μαμά μου: “Ποιος είναι αυτός που αλληλογραφείς; Τι συμβαίνει;”. Και δεν ξέρω, δεν τον ξέρω. Δεν μπορώ να γράψω». Μου λέει η φίλη μου: «Θα του γράφω εγώ για σένα και θα τα λαβαίνω τα γράμματα στο σπίτι». Δεν ξέρω τι έγραφε η φίλη μου. Δεν μου τα διάβαζε τα γράμματα. Αυτός, λοιπόν, μ’ αγαπούσε από πριν; Μ’ αγάπησε απ’ την αλληλογραφία; Δεν το ξέρω. Κάποια στιγμή μού το ξεφούρνισε. Εγώ έγραφα σαν Μαίρη, αλλά υποτίθεται ότι δεν τον ήξερα —γιατί δεν τον ήξερα!—, εκείνος όμως με ήξερε. Σαν φίλος του αρραβωνιαστικού της φίλης μου —ένα στενό πιο κάτω από το σπίτι μας ο αρραβωνιαστικός είχε μεσιτικό γραφείο— πήγαινε εκεί, με έβλεπε με τη φίλη μου. Εκείνος με ήξερε, εγώ δεν τον ήξερα. Κάποια στιγμή, λοιπόν, μου λέει σ’ ένα γράμμα —[00:40:00]αυτό δεν το ξέρει ούτε η κόρη μου, είναι γεγονότα που τα ξεχνάς—, μου γράφει σ’ ένα γράμμα «Ξέρω πολύ καλά με ποια αλληλογραφώ. Σε λένε Μαίρη. Σ’ αγαπώ. Και σήμερα που είναι Πρωτομαγιά έχω κάνει ένα μεγάλο στεφάνι» —το θυμάμαι και γελάω— «με λουλούδια και έχω γράψει στο κέντρο του στεφανιού: “Μαίρη, σ’ αγαπώ!”. Και το κρέμασα σε ένα κλαδί ενός δέντρου, στον κεντρικό δρόμο στο τάδε μέρος που υπηρετώ» —δεν το θυμάμαι— «να περνάνε τα αυτοκίνητα, να το βλέπουνε, να θυμούνται και εκείνοι τις κοπέλες τους». Και μέσα στο φάκελο μού ‘χε ένα στεφανάκι —τόσο— με λουλούδια. Δεν το ‘χω κρατήσει, δεν θυμάμαι τι έχει γίνει αυτό. Όταν, λοιπόν, έληξε ο πόλεμος, απολύθηκε —δεν θυμάμαι— εδώ, ήρθε. Μου λέει η μαμά της φίλης μου: «Μαίρη, ήρθε ο Γιάννης. Απολύθηκε κι ήρθε ο Γιάννης». Και ήρθανε με τον Πέτρο το φίλο του και είπε ότι: «Εγώ τη Μαίρη την αγαπώ και θα πάω να τη ζητήσω». Έτσι, λοιπόν, μια μέρα με συναντάει στο σπίτι της φίλης μου και μου λέει: «Θέλω να σε δω ιδιαιτέρως, γιατί εγώ σ’ έχω αγαπήσει και θέλω να ‘ρθώ σπίτι σου να σε ζητήσω». Σήμερα λέω ότι ήμουν βλάκας τότε, γιατί εγώ του λέω: «Εγώ δεν σ’ αγαπώ και δεν σε θέλω». Και εκείνος ήταν δικηγόρος, είχε σπίτι δικό του, ήταν πολύ ευκατάστατος και ίσως η ζωή μου να ‘ταν διαφορετική. Και θυμάμαι τα λόγια του: «Η πολλή ειλικρίνεια βλάπτει. Άλλη φορά στη ζωή σου να μην είσαι τόσο ειλικρινής». Είναι ένα περιστατικό. Δεν μετάνιωσα, απλώς μετά, επειδή είχα περάσει πολλά απ’ το γάμο μου… Τυχερά είναι; Δεν ξέρω, γιατί και τον άντρα μου τον συνάντησα τελείως τυχαία. Η ουσία είναι μία, ότι… θα ‘μουνα καλύτερα; Δεν ξέρω. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι θα συνέβαινε, από τότε να ξέρεις τι θα συμβεί στο μέλλον, σήμερα. Τώρα δεν ξέρω τι άλλο να πω.

Γ.Α.:

Θέλετε να κάνουμε ένα διάλειμμα; Είστε εντάξει να συνεχίσετε ή…

Μ.Χ.:

Δεν κουράστηκα, αλλά να θυμηθώ μερικά ακόμη. Δεν ξέρω…

Γ.Α.:

Μερικά πράγματα. Εγώ θέλω να σας ρωτήσω για το σχολείο και τι κάνατε μετά για την εκπαίδευσή σας.

Μ.Χ.:

Ναι, για πέστε μου. Τι θέλετε να ρωτήσετε;

Γ.Α.:

Τελειώσατε την ογδόη.

Μ.Χ.:

Ναι.

Γ.Α.:

Μετά πώς συνεχίσατε;

Μ.Χ.:

Δεν τα γράφει τώρα αυτά.

Γ.Α.:

Τα γράφει. Δεν το έχω σταματήσει ακόμα.

Μ.Χ.:

Οπότε, μπορώ να τα λέω και…

Γ.Α.:

Ναι.

Μ.Χ.:

Όταν τελείωσε ο πόλεμος, ήταν δύσκολα τα πράγματα. Η αδελφή μου αγαπούσε ένα παλικάρι από το ‘44, πριν τελειώσει ο πόλεμος. Μάλιστα, κάποια στιγμή —κυκλοφορούσαν τότε πολλά τραγούδια του ΕΛΑΣ και οι κοπέλες τα τραγουδούσαν και οι νέοι. Εγώ ήμουνα πιο μικρή, δεν τα τραγουδούσα. Και συλλάβαν την αδελφή μου με μια διπλανή κοπέλα σε μια διπλανή αυλή και τις πήγαν στο αστυνομικό τμήμα γιατί, λέει, τραγουδούσε τραγούδια του ΕΛΑΣ. Ο πατέρας του γαμπρού μου ήταν αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού. Είχε τρία παιδιά: δύο αγόρια και ένα κορίτσι. Το ένα αγόρι το λέγανε Σταμάτη, το άλλο το αγόρι το λέγαν Δημήτρη και το άλλο Γιάννη —τρία αγόρια είχε και ένα κορίτσι— και το κορίτσι το λέγαν Μαργαρίτα. Επειδή τα δύο τα αγόρια, ο Σταμάτης κι ο Δημήτρης, ήτανε ευφυίες και ο Σταμάτης ήταν μεγαλύτερος απ’ το Δημήτρη, ο Σταμάτης είχε μπει στο Πολυτεχνείο. Και σε ένα μπλόκο που κάναν οι Γερμανοί τον σκότωσαν. Ήταν τότε 22 χρονών. Στο διάστημα αυτό, μετά από λίγο καιρό, γνωρίστηκε η αδερφή μου με τον αδελφό, το Δημήτρη. Κάνανε δεσμό. Ήταν πολύ καλό παιδί, ευφυέστατος! Τελείωσαν το Γυμνάσιο. Είχαν σχεδόν την ίδια ηλικία με την αδερφή μου, αν είχαν ένα χρόνο διαφορά ή κάποιους μήνες. Όταν τελείωσε ο γαμπρός μου το σχολείο, έδωσε στο Πολυτεχνείο. Μπήκε απ’ τους πρώτους. Αλλά, τότε οι σπουδές στα πανεπιστήμια ήταν επί πληρωμή. Δωρεάν τα έκανε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Οπότε, δεν είχε τα χρήματα να πληρώσει για να φοιτήσει. Έτσι, δεν φοίτησε. Έκανε το δεσμό με την αδερφή μου και το ‘45 παντρεύτηκαν. Η αδελφή μου είχε μείνει έγκυος πριν παντρευτεί. Είχαν αρραβωνιαστεί, δέχτηκαν οι γονείς του. Όταν, όμως, τους είπε ότι θα παντρευτεί την αδερφή μου χάλασαν τον κόσμο, γιατί ήταν κι εκείνος 18-19 χρονών. Σου λέει: «Είσαι 19 χρονών. Δουλειά δεν έχεις, σπουδές δεν έχεις κάνει γιατί δεν μπορούμε να σπουδάσεις οικονομικά, ο πόλεμος τώρα τελείωσε. Πώς θα παντρευτείς;». Λογικά κι εκείνοι σκέφτηκαν. Όμως, επειδή είχε μείνει έγκυος η αδερφή μου, έπρεπε να παντρευτεί. Κι έτσι, παντρεύτηκαν κρυφά. Η αδελφή μου έραψε ένα ωραίο φουστανάκι, ο γαμπρός μου ένα παντελόνι-πουκάμισο, γιατί ήταν καλοκαίρι —αν δεν κάνω λάθος πρέπει να ‘ταν Ιούλιος του 1945— και σ’ ένα ταξί μέσα βάλαμε σε μία βαλίτσα τις μπομπονιέρες για να μη φαίνονται —γελάμε— και πήγαμε στους Αγίους Θεοδώρους, που είναι στην πλατεία Κλαυθμώνος, και έγινε ο γάμος. Όταν το ‘μαθε η πεθερά της χάλασε τον κόσμο! Και όταν χρειάστηκε ληξιαρχική πράξη γάμου να πάρει η αδερφή μου απ’ τους Αγίους Θεοδώρους —την παρακολουθούσε; Δεν ξέρω. Μόλις βγήκε από την εκκλησία, πάντως, την έπιασε στο ξύλο! Η αδελφή μου ήτανε 19 χρόνων, μικρή. Μαζεύτηκε κόσμος, ήρθε η αστυνομία, πήγε αυτόφωρο. Δεν της έκανε τίποτα η αδερφή μου. Λέει: «Δεν μπορώ να τη μηνύσω. Είναι πεθερά μου». Προηγουμένως, όμως, πριν γίνει το περιστατικό, της είπε της μαμάς του ότι: «Εγώ θα φύγω στην Κρήτη και θα έρθει να με χαιρετήσει στο πλοίο η Ξένη, που είναι η γυναίκα μου». Έτσι μάλλον το ‘μαθε και έκανε μετά την ιστορία. Επειδή ήταν η εποχή που είχαν φύγει οι Γερμανοί και τα σχολεία δεν είχανε καλοανοίξει —το Γυμνάσιο Παγκρατίου ήτανε νοσοκομείο, το είχαν κάνει οι Γερμανοί, οπότε ήθελε επισκευές, αλλαγές. Ήταν νοσοκομείο πιο πολύ με Ιταλούς τραυματίες—, και η επαρχία δεν είχε καθηγητές, δεν είχε δασκάλους. Επειδή ο γαμπρός μου ήταν Κρητικός και η μητέρα του, ο πατέρας του, του πρότειναν θείοι του απ’ το χωριό αν θέλει να πάει να διδάξει μαθηματικά στο γυμνάσιο εκεί. Επειδή ήταν ευφυέστατος και στα μαθηματικά ήτανε κορφή, πήγε. Έτσι, άφησε την αδελφή μου ένα μικρό χρονικό διάστημα. Διορίστηκε, λοιπόν, αυτοδιορίστηκε —τον αυτοδιόρισε το χωριό— στο Καστέλι Κισσάμου, σαν καθηγητής στο γυμνάσιο και τον πληρώνανε με είδος. «Θα διδάσκεις και θα σου δώσουμε εγώ λάδι, ο άλλος θα σου δώσει πορτοκάλια, ο άλλος θα σου δώσει τυρί…». Έμεινε σ’ αυτό το διάστημα σε μία θεία του, αδελφή της μαμάς του, που εκείνη δέχτηκε και την αδελφή μου. Εκεί γεννήθηκε ο γιος του, τον οποίον δεν έβγαλε το όνομα του πατέρα του αλλά το όνομα του αδελφού που σκοτώθηκε. Τον έβγαλε Σταμάτη. Σήμερα έχει διαπρέψει στον Καναδά, είναι και αυτός κορφή. Λοιπόν… Συγγνώμη τώρα, γιατί και λόγω ηλικίας σταματάει λίγο το μυαλό.

Γ.Α.:

Δεν πειράζει, πάρτε το χρόνο σας. Μπορείτε να μου επαναλάβετε…

Μ.Χ.:

Έτσι, λοιπόν, πήγα στο νυχτερινό και μετά από τέσσερις πέντε μήνες, που γέννησε η αδελφή μου το πρώτο της παιδί, πήγε ο [00:50:00]γαμπρός μου στρατιώτης και η αδελφή μου έμεινε στο σπίτι μας. Αναγκάστηκε η αδελφή μου να δουλέψει. Δούλεψε στην ΕΒΟΠ, Ελληνική Βιομηχανία Όπλων, και είχα εγώ το μωρό. Η μαμά μου δούλευε στο φούρνο που ήταν δίπλα στο σπίτι μας. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, ότι το σχολείο μου το ‘βγαλα πολύ δύσκολα, γιατί μέναμε σε αυλή, σε ένα μικρό σχετικά σπίτι με εκείνη την εποχή. Είχα ένα μωρό που έπρεπε να το πλύνω, να τ’ αλλάξω, να το ταΐσω το γάλα του κλπ., να μαγειρέψω, γιατί δούλευε η μαμά μου, και το απόγευμα πήγαινα σχολείο. Το σχολείο του Παγκρατίου δεν δούλευε ακόμη το γυμνάσιο —‘45, ‘46— και πηγαίναμε στο σχολείο της πλατείας Βαρνάβα, το πρωί Δημοτικό, το απόγευμα Γυμνάσιο. Και διάβαζα μέσα στο τραμ και το μάθημα της επόμενης ώρας το διάβαζα στο διάλειμμα. Έβγαλα το Γυμνάσιο με το ζόρι. Παρόλο ότι ήθελα να σπουδάσω, μπορούσα, οι συνθήκες της ζωής δεν το επέτρεψαν. Και μάλιστα, όταν κάποτε είπα στην αδελφή μου όλα τα γεγονότα και της λέω «Με αφήσατε μόνη μου σε μία δύσκολη περίοδο και δεν μπόρεσα να κάνω για τον εαυτό μου τίποτα. Παντρεύτηκες και εσύ και ο αδελφός μας, έμεινα εγώ να κοιτάξω τους γονείς μου, τους γονείς μας!» και η απάντηση ήτανε: «Στην οικογένεια ένας πληρώνει τα σπασμένα». Και λέω: «Εσείς τι κάνατε για να μην πληρώσω εγώ τα σπασμένα;». Τίποτα! Γιατί σήμερα και εγώ θα ‘χα εκπληρώσει το όνειρό μου να σπουδάσω! Ήθελα να σπουδάσω παιδαγωγός. Δεν τα κατάφερα. Έμεινε η αδελφή μου στο σπίτι, ο γαμπρός μου στρατιώτης. Ο στρατός διαρκούσε τρία χρόνια. Στο διάστημα των δύο ετών —του ενάμιση έτους περίπου— μου λέει η αδερφή μου, το καλοκαίρι που έκλεισε το σχολείο, αυτούς τους δυόμιση μήνες: «Κρατάς το μωρό να πάω στη Λάρισα έναν μήνα κοντά στο Δημήτρη;». Τάκη τον λέγαμε το γαμπρό μου. Της λέω: «Το κρατάω». Επειδή το μωρό γεννήθηκε σχεδόν σπίτι μας, όταν ήρθε τριών μηνών, τεσσάρων, το σπίτι μας άρχισε να καταλαβαίνει. Όταν έλειπε η αδελφή μου με έλεγε «μαμά», γιατί μεγάλωσε μαζί μου σχεδόν. Πήγε η αδερφή μου στη Λάρισα. Είχε νοικιάσει ο γαμπρός μου ένα δωμάτιο εκεί. Και εκεί μένει έγκυος στην κόρη της. Έτσι, λοιπόν, 28 Οκτωβρίου, στις 11:00 το πρωί, το 1948, που πέφταν οι κανονιοβολισμοί απ’ το Λυκαβηττό, γεννούσε η αδερφή μου την κόρη της. 28 Οκτωβρίου στις 11:00 το πρωί. Έτσι, λοιπόν, ήτανε δυο μωρά στο σπίτι και ο γαμπρός μου στρατιώτης και εγώ σχολείο.

Γ.Α.:

Σε ποια τάξη ήσασταν τότε; Είχατε μπει στην ογδόη;

Μ.Χ.:

Ήμουνα τότε 17 χρονών, αλλά δεν είχα χρόνο να διαβάσω. Δούλευα το πρωί, πήγαινα στο νυχτερινό, δεν είχα τόπο να διαβάσω, δεν είχα ηρεμία να διαβάσω. Σηκωνόμουν, λοιπόν, απ’ το πρωί στις 05:00 να βγω να διαβάσω στην αυλή ή με άλλη μου συμμαθήτρια, που είχε κι αυτή το ίδιο πρόβλημα με μένα, πηγαίναμε στο Deere, στο αμερικάνικο κολέγιο, πάνω στο δάσος, και καθόμασταν και διαβάζαμε.

Γ.Α.:

Ήτανε το σπίτι—

Μ.Χ.:

Και τότε…

Γ.Α.:

γεμάτο κόσμο, δηλαδή η αδελφή σας με τα παιδιά της έμεινε μαζί σας;

Μ.Χ.:

Έμενε μαζί μας. Ήμαστε επτά άτομα. Απολύθηκε ο γαμπρός μου και έμεινε μαζί μας ένα χρονικό διάστημα, οχτώ άτομα. Και ένα διάστημα δούλεψε. Να κάνω μια παρένθεση. Μετά τις σαράντα μέρες της ορκωμοσίας τον ρώτησε ο διοικητής του, επειδή τον είδε ότι ήταν πολύ σοβαρός και ότι είναι οικογενειάρχης σ’ αυτή την ηλικία, του λέει: «Θέλω να σε ρωτήσω πού θέλεις να πας να καταταγείς. Πού θέλεις να σε βάλω;». Και του λέει ο γαμπρός μου: «Θα ‘θελα να με βάλετε στις διαβιβάσεις, για να μπορέσω βγαίνοντας απ’ το στρατό να έχω μια τέχνη στα χέρια μου, να ζήσω την οικογένειά μου». Έτσι, λοιπόν, στο στρατό ήταν στις διαβιβάσεις, στον ασύρματο και στο ραδιόφωνο. Είχε, λοιπόν, πρακτικές γνώσεις. Όταν απολύθηκε, δούλευε σ’ ένα εργαστήριο που διόρθωνε ραδιόφωνα. Τηλεόραση δεν υπήρχε. Έπαιρνε, θυμάμαι, 20 δραχμές τη βδομάδα, 80 δραχμές το μήνα. Δεν ήταν τίποτα εκείνη την εποχή! Και ξαφνικά η Ραδιοφωνία, η Ελληνική Ραδιοφωνία προκηρύσσει διαγωνισμό για τεχνικούς. Και του κάνει την πρόταση η αδελφή μου να πάει να κάνει δήλωση, αίτηση. Ο γαμπρός μου, όμως, δεν είχε κανένα πτυχίο στα χέρια του. Μια πρακτική γνώση απ’ το στρατό. Και της λέει: «Πώς θα πάω να δώσω εξετάσεις; Θα μου πούνε: ‘‘Ποια σχολή έχεις τελειώσει;”. Τι θα γράψω στην αίτηση;». Και δεν πήγε. Και κάνει την αίτηση η αδελφή μου και του λέει: «Σε καλούν να πας. Την τάδε μέρα γίνεται ο διαγωνισμός. Εγώ έκανα την αίτηση και ήρθε ημερομηνία να διαγωνιστείς και θα πας να γράψεις!». Πήγε, λοιπόν, ο γαμπρός μου, έγραψε. Δεν πήγε να δει τα αποτελέσματα. Τον ρώταγε η αδερφή μου, «Δεν πάω», λέει, «Δεν έχω περάσει! Μ’ έβαλες να πάω να γράψω, έγραψα, δεν πάω!». Και περνάει μία μέρα τυχαία ο μπαμπάς μου από τη Μουρούζη —εκεί ήταν τότε τα κεντρικά της Ραδιοφωνίας— και δεν βλέπει κανένα χαρτί απ’ έξω. Το είχαν αποσύρει, βέβαια. Είχε περάσει ο καιρός. Και μπαίνει μέσα, λέει «Συμβαίνει αυτό κι αυτό… κάποιο διαγώνισμα κι ήρθα να δω», λέει, «αν πέρασε ο γαμπρός μου». «Πώς λέγεται ο γαμπρός σας; Τι σχολή έχει τελειώσει;». Λέει «Δεν έχει τελειώσει καμιά σχολή. Είναι», λέει, «στις διαβιβάσεις στο στρατό». Κοίταγε αυτή απ’ τους τελευταίους και ο γαμπρός μου είχε περάσει πρώτος!

Γ.Α.:

Κοίτα να δεις!

Μ.Χ.:

Τον πρόσλαβε, λοιπόν, η Ραδιοφωνία! Και επειδή εκτίμησε και το χαρακτήρα του, την εργατικότητα και την εξυπνάδα του, και τον έστειλε η ραδιοφωνία σε δική της σχολή δύο χρόνια, του πλήρωνε το μισθό του. Και αυτά τα δύο χρόνια, βέβαια, ήταν λίγο δύσκολα, αλλά μπορέσαν έτσι και φύγαν απ’ το σπίτι και πιάσαν ένα μικρό διαμερίσματα κάπου στο Μαρούσι, μέσα, θυμάμαι, σ’ ένα δάσος. Ήταν ένα κτήμα και είχε πάρα πολλά πεύκα. Ήταν πολύ όμορφα! Έτσι, λοιπόν, φύγαν απ’ το σπίτι από κει και πέρα. Όταν τελείωσε ο γαμπρός μου τη σχολή της Ραδιοφωνίας, έγινε ο πρώτος ο τεχνικός της Ραδιοφωνίας. Δηλαδή, και στα ανάκτορα αν γινότανε κάτι κι έπρεπε να ηχογραφηθεί τον καλούσαν. Από κει και πέρα, ήτανε στο Εθνικό Θέατρο. Έκανε τις ηχογραφήσεις της Επιδαύρου όταν το Εθνικό Θέατρο έπαιζε αρχαίες τραγωδίες στην Επίδαυρο. Άνοιξε πολλές τέτοιες δουλίτσες. Έκανε ένα εργαστήριο ηχογραφήσεων. Από κει και πέρα η ζωή τους πήγε πάρα πολύ καλά. Δεν σπούδασε, αλλά είχε μεγάλο μυαλό και ήταν πολύ εργατικός και πήγε πάρα πολύ μπροστά η οικογένειά του.

Γ.Α.:

Έτσι φαίνεται! Πάρα πολύ ωραία τα έχουμε πει μέχρι εδώ, κυρία Μαίρη, θα ήθελα να επιστρέψουμε λίγο όμως. Εσείς τι κάνατε; Δηλαδή, τελειώσατε το Γυμνάσιο—

Μ.Χ.:

Ναι.

Γ.Α.:

μου είπατε δεν καταφέρατε να σπουδάσετε παιδαγωγός που θέλατε—

Μ.Χ.:

Ναι.

Γ.Α.:

οπότε μετά τι κάνατε εσείς για τη ζωή σας, στη ζωή σας, για εσάς;

Μ.Χ.:

Εγώ στη ζωή μου μετά… δεν πέρασα ευχάριστα, γιατί δεν έβρισκα δουλειά. Όταν τελείωσα το Γυμνάσιο είχα έναν συμμαθητή και πολύ φίλο και δούλευε στου Μαλτσινιώτη, στο καλυκοποιείο —τώρα είναι ΠΥΡΑΚΛ; Δεν ξέρω τι είναι—, και μου λέει: «Θέλεις να σε βάλω στο καλυκοποιείο εργάτρια μέχρι να [01:00:00]βρεις δουλειά;». Λέω: «Αρκεί να δουλέψω, να μπω». Έτσι, λοιπόν, έπιασα δουλειά στο καλυκοποιείο. Πιάναμε δουλειά στις 7:00, οκτάωρο —δεν θυμάμαι— και σχολάγαμε 13:00, 14:00, τι ώρα είναι οκτώ ώρες; Εκεί γέμιζα στην αρχή φυσίγγια του στρατού με σκάγια. Μπορώ να σας πω ότι μ’ άρεσε αυτή η δουλειά. Τα φυσίγγια τα γεμίζαμε —δεν έπρεπε να υπάρχει ούτε ένα σκάγι παραπάνω. Τα ζυγίζαμε με απόλυτη ακρίβεια. Αν υπήρχε ένα σκάγι παραπάνω, έσκαγε μέσα στην στο κουβούκλιο που έμπαινε, που ήταν πιεστήριο και πίεζε το υλικό. Εκεί πέρασα ωραία, γιατί είχα καλές συναδέλφους και δουλεύαμε τραγουδώντας. Είχα πολύ ωραία φωνή και τραγουδάγαμε πάρα πολύ. Ο προϊστάμενός μας δεν μας έλεγε τίποτα, γιατί έβλεπε ότι δουλεύαμε, δεν σταματάγαμε. Μετά έκλεισε το γεμιστήριο αυτό και μετατέθηκα σε ένα άλλο που γέμιζε σφαίρες. Η σφαίρα, λοιπόν, του όπλου, του μικρού όπλου, γεμιζόταν με τρία υλικά. Μπορείτε να φανταστείτε, λοιπόν, μία σφαίρα που είναι δύο πόντους —πόσο είναι δεν θυμάμαι. Ενάμιση πόντο, δύο;—, το περίβλημά της αρκετά χοντρό, το κενό μέσα μικρό, με τρία υλικά. Αυτό, λοιπόν, είχε κάτι κουταλάκια τα οποία ήταν απειροελάχιστα μικρά. Ούτε το μισό μου νύχι στο μικρό μου δαχτυλάκι! Έμπαινε το πρώτο υλικό, έμπαινε το δεύτερο υλικό, το ζυγίζαμε με το κουταλάκι μαζί, γιατί το κουταλάκι είναι ακριβείας, και μετά έμπαινε σ’ ένα πιεστήριο μέσα, πιεζόταν το υλικό και ερχότανε σ’ εμάς ξανά να βάλουμε το τρίτο υλικό. Αν τυχόν έμπαινε λίγο παραπάνω, γεμίζαμε λίγο παραπάνω το κουταλάκι, το υλικό μέσα στο πιεστήριο αυτό έσκαγε. Αλλά, δεν ήταν επικίνδυνο, γιατί ήτανε σιδερένιο συμπαγές το μηχάνημα και είχε δύο μικρές τρύπες. Ίσα-ίσα που χωρούσε η θήκη αυτή που βάζαμε μέσα τις σφαίρες και γεμίζαμε. Ήταν δώδεκα σφαίρες που μπαίνουν σε μια θηκούλα σιδερένια. Έτσι, λοιπόν, έμπαινε από μια μικρή τρύπα, που χώραγε μόνο αυτή η θήκη, και έβγαινε από την άλλη πιεσμένο. Αν ήταν παραπάνω, έσκαγε μέσα κει. Φοράγαμε, βέβαια, φόρμες από υλικό που δεν έπαιρνε φωτιά. Μέχρι και τα μαλλιά μας ήταν μέσα σε σκούφο, γιατί υπήρχε κάποιος κίνδυνος. Κάποια φορά, λοιπόν, επειδή δεν ήτανε τόσο πολύ καλά εκεί όπως ήτανε στο άλλο τμήμα που ήμαστε, έψαχνα να βρω για δουλειά. Δεν μπορούσα να ‘μαι… Όχι ότι ήταν υποτιμητικό να ‘μαι εργάτρια, αλλά ήθελα να βρω μία καλύτερη δουλειά. Και λέω στο γαμπρό μου: «Τόσο κόσμο γνωρίζεις, τόσους δημοσιογράφους, τόσους… Έχε το νου σου, ας πούμε». Κι είχε έναν δημοσιογράφο που ήτανε πολύ στενά χωμένος στο Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας. Και του λέει: «Έχε υπόψη σου. Έχω την κουνιάδα μου. Είναι πολύ καλός άνθρωπος, καλή κοπέλα, είναι έξυπνη και μπορεί να εργαστεί, ας πούμε, στο γραφείο. Έχει τελειώσει Γυμνάσιο οκτατάξιο». Τότε, για να είμαι ειλικρινής, μπορεί να μην είχες άλλες γνώσεις, αλλά εκείνη την εποχή, το ‘52, που τελείωσα το Γυμνάσιο, το Γυμνάσιο ήταν σαν μικρό πανεπιστήμιο το οκτατάξιο. Μάθαινες πάρα πολλά. Έτσι, λοιπόν, του λέει κάποια στιγμή: «Δεν υπάρχει καμία θέση στο υπουργείο, αλλά έφυγε η ιδιαίτερα του υπουργού. Έχω μιλήσει. Θα τη βάλω στο υπουργείο σαν ιδιαιτέρα του υπουργού, αλλά μετά από καμιά δεκαριά μέρες υπάρχει μία περίπτωση να αδειάσει κάποια θέση και θα τη μεταφέρω εκεί που πρέπει», γιατί ιδιαίτερα του υπουργού θέλει και περισσότερες γνώσεις. Τότε ήταν πρωθυπουργός ο Παπάγος. Και πεθαίνει το βράδυ ο Παπάγος και ακυρώνεται η θέση. Είχα βγάλει τα χαρτιά μου, είχα βγάλει τη φωτογραφία για να κάνω την αίτηση κλπ. και ακυρώνεται η θέση. Και εγώ είχα σταματήσει απ’ το Μαλτσινιώτη γιατί η θέση ήταν σίγουρη, ότι την άλλη μέρα θα πήγαινα στη δουλειά. Έμεινα, λοιπόν, πάλι χωρίς δουλειά. Μετά βρήκα δουλειά αποθηκάριος σε μία βιοτεχνία πλεκτών. Εκεί ήμουνα πάρα πολύ καλά, γιατί ήτανε τα αφεντικά πάρα πολύ καλοί. Δεν θέλω να παινευτώ, αλλά ήμουνα πάρα πολύ καλή στη δουλειά μου. Ήξερα απ’ έξω όλα τα σχέδια, γιατί τα σχέδια τα είχαμε με νούμερα: 1,2, 45, το 48… Όταν έλεγες το 45 ήξερες ότι είναι ένα V με κέντημα, με… Όταν έλεγες… Λοιπόν, ήξερα απ’ έξω και ανακατωτά όλα τα νούμερα που αντιπροσωπεύανε τα σχέδια. Ήξερα με κλειστά μάτια αν ζητούσε η γυναίκα του αφεντικού μία μπλούζα, την Α μπλούζα. Της έλεγα: «Θα κατεβείτε κάτω στο τάδε ράφι, στο κέντρο. Τρεις μπλούζες κάτω από ‘κείνη είναι η τάδε, η τάδε». Ήξερα, λοιπόν… Καθοδηγούσα τα πάντα. Ερχόντουσαν οι παραγγελίες από όλη την Ελλάδα, γιατί ήταν μεγαλούτσικη βιοτεχνία και έστελνε παραγγελίες Κρήτη, Μακεδονία, νησιά, παντού! Μου δίναν το κλειδί την Κυριακή της βιοτεχνίας και πήγαινα, όταν ήταν βιαστική να φύγει μια δουλειά, και ήμουνα μόνη μου στο εργοστάσιο και χώριζα παραγγελίες kαι μετά τους πήγαινα το κλειδί. Mου λέγανε: «Κράτα το και έρχεσαι και ανοίγεις εσύ». Μ’ είχαν εμπιστευτεί πάρα πολύ. Κει, λοιπόν, πέρασα καλά, γιατί δεν είχα έλεγχο, δεν μ’ ελέγχανε. Αλλά, και εγώ για να πάρω ένα κομματάκι που μπορεί να χρειαζόμουνα, το ρώταγα. Κάποια στιγμή άνοιξαν ένα μαγαζί και μου είπαν να πάω πωλήτρια, γιατί είχε μία αδελφή παντρεμένη η οποία έπαιζε στα χαρτιά —είχε χάσει περιουσία—, ο άντρας της ναυτικός, και το αφεντικό μου είχε μείνει εγγυητής σε έναν επιχειρηματία που έβγαζε πλεκτά υφάσματα και δυστυχώς πτώχευσε το εργοστάσιο και την πλήρωσε ο εγγυητής, το αφεντικό μου. Όταν, λοιπόν, πήγε δικαστήριο, γιατί ο άλλος εξαφανίστηκε, τους είπε ότι: «Αφήστε με να δουλέψω, γιατί αν μπω φυλακή δεν θα πάρετε τίποτα. Αν δουλέψω, θα τα ξεχρεώσω λίγο-λίγο. Δεν τ’ αρνούμαι». Και έτσι έγινε. Δεν μπήκε φυλακή αλλά έφυγε και πήγε στη Θεσσαλονίκη η επιχείρηση. Και ανοίξαν και ένα μαγαζί στην πλατεία Κλαυθμώνος με το όνομα της αδελφής του και με βάλαν εμένα να επιβλέπω την αδελφή του. Μου λέει: «Μαίρη, ξέρεις! Σε παρακαλώ, θα είσαι εσύ αφεντικό εκεί. Εγώ θα ‘ρχομαι πότε-πότε στα κλεφτά». Έτσι πάλι, δηλαδή, δούλευα άνετα, αλλά ήταν ημίμετρα. Είχα μία παιδική φίλη που ήμαστε από 2 χρονών παιδιά και ο γαμπρός της δούλευε στα διυλιστήρια πετρελαίων ΕΛΒΙΝ στο Μοσχάτο. Αυτή η εταιρεία δεν υπάρχει σήμερα, αλλά υπάρχει το κτίριο εγκαταλελειμμένο. Ήταν, λοιπόν, ο σύζυγός της στο λογιστήριο αρχιλογιστής και μου λέει: «Ζητούν βοηθό χημικού στο χημείο. Έρχεσαι;». Λέω: «Έρχομαι». Πήγα, λοιπόν, 13:30 η ώρα, που σταματούσα για φαγητό —σταματούσα 13:30 με 15:00—, να τον συναντήσω, να με συστήσει στον προσωπάρχη. Και μου είπε: «Αν μπορείς, να πιάσεις δουλειά από αυτή τη στιγμή». Έτσι, έμεινα εκεί. Δούλεψα μέχρι που παντρεύτηκα, μέχρι που γέννησα την κόρη μου και μετά σταμάτησα, γιατί δεν είχα κάποιον να την κρατήσει. Πάλι και εκεί ήμουν άνετα. Είχα έναν προϊστάμενο πάρα πολύ [01:10:00]νευρικό αλλά πάρα πολύ καλό. Την πρώτη μέρα που πήγα είχε γίνει μία ζημιά στο εργοστάσιο και τον είδα που είχε πατήσει με το τακούνι του ποδιού του στο πάτωμα και έφερνε σβούρες και φώναζε. Δεν βλαστήμαγε, φώναζε όμως και έβριζε, «Ανίκανοι, ηλίθιοι», διάφορα. Και λέω: «Πω πω, Χριστέ μου, πού θα δουλέψω!». Μετά αυτός ο άνθρωπος απεδείχθη τόσο καλός! Μ’ αγάπαγε τόσο πολύ και μου ‘λεγε: «Έχω δυο γιους. Δεν ήθελα κόρη, γιατί είμαι πολύ αυστηρός, πολύ νευρικός. Δεν θα την άφηνα να βγει έξω. Αλλά, αν είχα κόρη σαν και σένα, την ήθελα». Πολλές φορές, λοιπόν, που έκανα αναλύσεις με φώναζε, «Έλα λίγο να κάτσεις εδώ να τα πούμε», και μου ‘λεγε: «Είμαι πολύ νευρικός, αλλά έχω μία αδυναμία». Λέω: «Κύριε Σαράντη, ποια είναι η αδυναμία σας;». Λέει: «Οι καραμέλες». Έτσι, λοιπόν, είχε ένα συρτάρι πάντα με καραμέλες. Όταν νευρίαζε, άνοιγα το συρτάρι, καθάριζα την καραμέλα και του την έδινα στο στόμα σαν να ‘ταν ο πατέρας μου. «Αχ, τι μου κάνεις», έλεγε, «τι μου κάνεις! Έχεις βρει το κουμπί μου». Για αυτό σου λέω ότι και σ’ αυτή τη δουλειά δούλεψα ευχάριστα, γιατί δούλευα άνετα. Μου ‘χαν δώσει ευθύνες, πρωτοβουλίες. Έκανα αναλύσεις που στέλνανε λάδια αυτοκινήτων απ’ την Αμερική με προδιαγραφές και είθε να τα βγάλουμε και εμείς αυτά τα λάδια για τα αυτοκίνητα με τις ίδιες προδιαγραφές. Και μου λεγε: «Μαίρη, κάνε την ανάλυση και πες μας τι υλικά πρέπει να βάλουμε και πώς για να βγάλουμε τα ίδια νούμερα με τους Αμερικανούς». Και τα ‘βγαζα ακριβώς τα ίδια!

Γ.Α.:

Ήσασταν πολύ καλή!

Μ.Χ.:

Αλλά, μετά σταμάτησα.

Γ.Α.:

Ναι. Λόγω της κόρης σας, είπατε.

Μ.Χ.:

Λόγω των παιδιών, λόγω της κόρης μου.

Γ.Α.:

Θέλετε να μου πείτε για το σύζυγό σας; Πώς γνωριστήκατε, πώς παντρευτήκατε;

Μ.Χ.:

Με το σύζυγό μου ήμαστε συμμαθητές στο Γυμνάσιο. Ήμαστε μικτό το νυχτερινό, γιατί δούλευα την ημέρα και τα δύο χρόνια τα τελευταία, εβδόμη, ογδόη, πήγα νυχτερινό. Πήγαινα Γυμνάσιο. Τελείωσα το Γυμνάσιο, χαθήκαμε με τα πιο πολλά παιδιά. Η παρέα που κράτησα ήταν η συμμαθήτριά μου, παιδική μου φίλη, και μία άλλη συμμαθήτρια που ήταν φίλη του συζύγου μου. Με αυτήν κρατήσαμε φιλία μέχρι και πριν πέντε χρόνια που πέθανε. Πηγαίναμε εκδρομές μαζί, κάναμε επισκέψεις στα σπίτια… Με τον άντρα μου δεν είχαμε τίποτα στο Γυμνάσιο. Έμπαινε στην τάξη μέσα, «Γεια σας, παιδιά» —δεν λέγαμε όλοι μαζί «Γεια σας» —, ορισμένοι στα θρανία εκεί κοντά που γύριζε: «Γεια σου». Τελειώσαμε το Γυμνάσιο, χωρίσαμε. Έκανα χρόνια, δεν είχα δει συμμαθητάς μου. Και μια μέρα ύστερα από δεκατέσσερα χρόνια, περπατώντας στην Πανεπιστημίου, πηγαίνοντας για να συναντήσω μία ξαδέρφη να πάμε σινεμά, με φωνάζει κάποιος νεαρός με το όνομά μου, «Μαίρη», και γυρίζω και βλέπω έναν κύριο. Τον ρωτάω: «Εμένα μιλήσατε;». Μου λέει: «Ναι. Δεν είσαι η Μαίρη η Γελανταλή;». Λέω: «Δεν σας ξέρω». Όταν, όμως, άρχισε να μου εξιστορεί γεγονότα, λέω: «Εντάξει. Δεν είναι ένας τυχαίος. Όντως με ξέρει και όντως ήμασταν συμμαθηταί, αφού μου ανέφερε ονόματα καθηγητών». Με ρώτησε αν παντρεύτηκα, αν αρραβωνιάστηκα. «Όχι», του λέω, «αλλά ετοιμάζομαι να φύγω στην Αμερική. Με παίρνει η φίλη μου η Μαρία», γιατί την ήξερε. Μου λέει: «Δεν θα πας στην Αμερική, γιατί θα σε παντρευτώ εγώ». Του λέω «Με συγχωρείς, αλλά πρέπει να ‘σαστε», λέω, «τρελός! Βλέπετε μια συμμαθήτρια στο δρόμο ύστερα από δεκατέσσερα χρόνια, που δεν ξέρετε στα δεκατέσσερα χρόνια τι είναι. Μπορεί να ‘χει αλλάξει». «Δεν με ενδιαφέρει, λέει, «εμένα. Εγώ σ’ αγαπούσα» —εκείνη την ώρα μού το ‘πε— «Σ’ αγαπούσα απ’ το σχολείο, αλλά δεν τολμούσα να στο πω γιατί φοβόμουνα τον αδερφό σου». Έτυχε να ‘χω και τον αδελφό μου συμμαθητή. Του λέω: «Εγώ ετοιμάζομαι να φύγω στην Αμερική». Μου λέει: «Δεν θα πας πουθενά. Δεν θα σ’ αφήσω να φύγεις. Θα σε σκοτώσω!». Και καταλαβαίνετε ότι έμεινα… Εξεπλάγην! Είναι δυνατόν μετά από δεκατέσσερα χρόνια βλέπεις έναν άνθρωπο και να σου λέει «Δεν με ενδιαφέρει αν δεν μ’ αγαπάς, αλλά θα σε σκοτώσω αν δεν με πάρεις;». Τέλος πάντων, μου όρισε ένα ραντεβού. Πήγα στην ξαδέρφη μου και της το διηγήθηκα το περιστατικό και μου λέει: «Πρέπει να έχει τις φρένες του ξεβιδωμένες. Πρέπει να μην είναι καλά αυτός ο άνθρωπος». Γελάσαμε. Το ραντεβού που μου όρισε πήγε αλλά δεν πήγα. Και με πήρε τηλέφωνο μετά από τρεις μήνες περίπου, παραμονή Πρωτοχρονιάς, στη δουλειά μου, γιατί όταν συναντηθήκαμε ρώτησε πού δουλεύω και δούλευε σε παρεμφερή εταιρεία, οπότε δεν χρειάστηκε να του δώσω τηλέφωνο, το είχε. Και μου ‘κανε μία πρόταση πολύ φιλική, αν θέλω αύριο, ανήμερα Πρωτοχρονιάς, να πάμε ένα θέατρο γιατί ήταν μόνος και ήμουν και εγώ μόνη. Και σαν συμμαθηταί δέχτηκα και πήγα. Δεν ήμουνα και μικρή, ήμουνα 35 χρονών. Πήγαμε θέατρο, τον καληνύχτισα, ευχηθήκαμε «Χρόνια πολλά», δεν συνέβη τίποτα. Μετά από έναν δυο μήνες με ξαναπαίρνει τηλέφωνο, αν έχω τη διάθεση να πάμε σινεμά. Του είπα: «Εγώ έχω σκοπό να φύγω Αμερική. Σχέσεις δεν δημιουργώ». «Φιλικά, σαν συμμαθηταί, πάμε ένα σινεμά». Πήγαμε σινεμά. Και έτσι, τον έβλεπα μία φορά στο μήνα, στους δύο μήνες. Οπότε, κάποια στιγμή μού λέει: «Θα σε ζητήσω στον αδελφό σου». Το λέω στον αδελφό μου και του λέω: «Εγώ θέλω να φύγω». Αλλά, ο αδελφός μου είπε «Τον ξέρουμε. Δεν είναι ένας που γνώρισες στο δρόμο. Είναι ένας συμμαθητής. Δουλεύει εκεί, ξέρεις πού δουλεύει, δεν είναι αλήτης» —τον ήξερε και ο αδερφός μου. Και έδωσα λόγο. Κάποια στιγμή αρραβωνιαζόμαστε, περνάμε βέρες. Ήξερε ότι δεν τον αγαπάω, αλλά ήταν απέναντί μου εντάξει, τυπικός. Κάποια στιγμή μού κάνει έναν καυγά, σκηνές ζήλιας, που δεν τη δεχόμουνα. Να βρίζει, να φωνάζει… Και πετάω τη βέρα και χωρίζω και φεύγω. Και μένω στο σπίτι του αδελφού μου για να τον αποφύγω, γιατί δούλευα ακόμη. Κάποια στιγμή με συναντάει στο δρόμο, γιατί ήμαστε σχεδόν γειτόνοι. Δώσαμε ένα ραντεβού να συναντηθούμε σ’ ένα σημείο. Εκεί έκλαιγε και μου λέει: «Αν δεν σε πάρω, θα σε σκοτώσω. Ξέρω ότι ετοιμάζεσαι να φύγεις, ξέρω τη δουλειά σου, ξέρω ανθρώπους από κει μέσα επομένως και θα μου πουν πότε σταματάς. Ακόμη και στο αεροδρόμιο όταν φτάσεις θα σε σκοτώσω!». Πάω στον αδερφό μου και τα λέω. Την άλλη μέρα, Πέμπτη, δεν πήγα στη δουλειά γιατί ήμουνα σε σύγχυση. Δεν ήξερα τι να κάνω. Απ’ τη μια, δεν τον αγαπούσα, δεν τον ήθελα, απ’ την άλλη φοβόμουνα μήπως πραγματοποιήσει την απειλή του. Και κάποια στιγμή το απόγευμα με παίρνει τηλέφωνο η φίλη μου και μου λέει: «Δεν πήγες στη δουλειά σήμερα;». Λέω: «Όχι». Λέει: «Ήρθε ο Αμερικάνος, ο άνθρωπος που θα σε πάρει, και πήρε τηλέφωνο στη δουλειά σου και δεν σε βρήκε. Και με πήρε ο Νίκος» —ο γαμπρός της, αυτός που με έβαλε στη δουλειά— «και λέει: ‘‘Βρες τη Μαίρη και δώσ’ της το τηλέφωνο του τάδε ανθρώπου, που μένει στο Χίλτον”». Αυτός είχε έρθει την Τετάρτη το βράδυ απ’ την Αμερική και έμενε στο Χίλτον. Και πάω στον αδελφό μου και του λέω: «Δεν ξέρω τι να κάνω. Μου λέει θα με σκοτώσει ακόμη και στο αεροδρόμιο. Κι ήρθε ο άνθρωπος απ’ την Αμερική. Την Κυριακή κάνει τη βάφτιση και την Τετάρτη φεύγουμε ή φεύγει. Και δεν ξέρω τι να κάνω. Δεν έχω [01:20:00]περιθώριο. Δεν μπορώ». Και με πείθει ο αδερφός μου να μείνω. Γιατί φοβήθηκε; Γιατί μου είπε ότι «Πας σ’ ένα ξένο μέρος και δεν ξες τι θα συναντήσεις»; Πάντως, μ’ έπεισε κι έμεινα. Και παίρνω τον άνθρωπο τηλέφωνο στο Χίλτον και του λέω: «Λυπάμαι, δεν θα ‘ρθω γιατί αρραβωνιάστηκα». Και ξαναβάζω τη βέρα και δεύτερη μέρα Χριστουγέννων, 26 Δεκεμβρίου του ‘67, παντρευτήκαμε. Δεν μπορώ να πω ότι πέρασα καλά τα πρώτα χρόνια.

Γ.Α.:

Αυτό γιατί;

Μ.Χ.:

Όχι.

Γ.Α.:

Τι συνέβαινε τα πρώτα χρόνια, δηλαδή;

Μ.Χ.:

Γιατί η μητέρα του του ‘βαζε λόγια, γιατί την έβλεπε πολύ συχνά, γιατί φοβότανε τη μητέρα του μην ξανααρρωστήσει, γιατί σαν παιδί είχε περάσει πολλές αρρώστιες της μητέρας του καταθλιπτικές. Έτσι, λοιπόν, έκανε ό,τι του ‘λεγε η μητέρα του, κάθε επιθυμία της, κάθε χατίρι. Δεν θέλω να αναφερθώ τώρα σε λόγια που μου ‘λεγε, δεν θέλω! Αλλά… Σ’ αυτό το σπίτι που μένουμε ήταν το πατρικό του, παλιό. Εδώ, λοιπόν, είχε κι ένα εργαστήριο. Και όταν ερχότανε στο σπίτι —δεν ξέρω τι του ‘λεγε η μητέρα του— ερχόταν πάντα νευριασμένος. Μέχρι που κάποια στιγμή ο πατέρας μου σηκώθηκε απ’ το τραπέζι και λέει: «Πρέπει να χωρίσετε! Δεν γίνεται, δεν πάει άλλο!». Κάποια στιγμή πήγα και τα ‘πα στον αδελφό μου. Μου ‘πε λόγια πολύ σκληρά που δεν θέλω να τα πω στον κόσμο.

Γ.Α.:

Δεν υπάρχει λόγος!

Μ.Χ.:

Και τον καλεί ο αδερφός μου και του λέει: «Αν ξαναμιλήσεις στην αδελφή μου έτσι, θα την πάρω. Είναι η τελευταία διορία που σου δίνω να της φέρεσαι!». Δεν μ’ έβριζε έτσι, αλλά τώρα τον δικαιολογώ. Δεν ζει. Τον δικαιολογώ γιατί πέρασε πολλά απ’ τη μητέρα του και δεν μπορούσε να ελέγξει τα νεύρα του. Όταν πέθανε η μητέρα του, άρχισαν να ηρεμούν τα πράγματα, γιατί μπορεί να ερχόταν απ’ τη δουλειά του στεναχωρημένος, νευριασμένος, αλλά δεν μίλαγα, οπότε δεν υπήρχε συνέχεια. Είναι αρκετά χρόνια που μπορώ να πω ήταν πολύ ήρεμος. Και η κόρη μου και τα εγγόνια μου τον βλέπανε ότι είναι ήρεμος. Και δεν το λέω επειδή ήτανε ο παππούς τους. Πράγματι ήτανε. Δεν είμαι… Κάποια χρόνια πέρασα δύσκολα και άσχημα. Μέχρι που έφτασα στο σημείο να χωρίσω. Μετά ήταν καλά. Αλλά, σαν άτομο ήταν πονόψυχος. Δεν μου είπε ποτέ γιατί πρόσφερα —γιατί ήξερε ότι προσφέρω—, δεν μου είπε ποτέ γιατί έδωσα κάτι ή πού πήγαν τα λεφτά. Μου ‘δινε τα λεφτά μέχρι και την τελευταία δραχμή κι έκανε και δεύτερη δουλειά, γιατί ήταν ζωγράφος και αγιογράφος και κέρδιζε και από κει. Και μου ‘δινε όλα τα λεφτά στο χέρι. Δεν μου είπε ποτέ: «Πού πήγανε; Γιατί ξόδεψες; Τι αγόρασες;». Δεν μου ‘κανε έλεγχο. Απ’ αυτή την πλευρά ήτανε σπάνιος. Απεναντίας, πολλές φορές έβλεπε κάτι στην τηλεόραση που διαφημίζουν και μου ‘λεγε: «Παρ’ το. Θα σου κάνει, είναι ωραίο». Λέω: «Κουμάντο κάνω εγώ. Ξέρω αν το χρειάζομαι. Δεν το χρειάζομαι. Δεν το παίρνω». Άμα είναι… Δηλαδή, είχα ελεύθερο να διαχειριστώ τα χρήματα. Αλλά, επειδή έβλεπε ότι κι εγώ δεν ήμουνα σπατάλη, γιατί όσα σπούδαζε η κόρη μου, η οποία σπούδασε στη σχολή «Βακαλό» γραφίστας, είχαμε κάποια έξοδα, γιατί η γραφιστική τον έλεγχο που κάνανε τον κάναν με έναν φακό μεγάλο μεγεθυντικό και αν βλέπαν λίγο το μελάνι να έχει λιγάκι ξεφύγει από κάποια γραμμή το σκίζανε. Αυτό το σκίσιμο, όμως, μπορεί να ‘ταν 20 δραχμές, 20.000, μπορεί να ‘τανε 50. Θυμάμαι μια φορά πήγα και πλήρωσα 9.000 για ένα σχέδιο που έπρεπε να το βγάλει σ’ ένα μηχάνημα ειδικό, κοντά στο Χίλτον, και δεν έκανε. Πέταμα! 9.000 στα σκουπίδια! Και το ξαναβγάλαμε απ’ την αρχή. Ήταν και τα δίδακτρα ακριβά. Ήταν 250.000 το χρόνο.

Γ.Α.:

Δραχμές τότε, έτσι;

Μ.Χ.:

Ναι, δραχμές. Ήταν λεφτά, δεν ήτανε λίγα. Μετά, λοιπόν, όταν τελείωσε η κόρη μας, μπόρεσα να φτιάξω κάποια πράγματα στο σπίτι. Έβαλα τις αλουμινόπορτες, γιατί ήτανε παλιά τα τζάμια, έφτιαξα την κουζίνα μου, γιατί ήταν μωσαϊκό και μόνο με δύο ντουλάπια, έφτιαξα το μπάνιο μου, έβαλα τον ηλιακό, βάλαμε το air-condition. Έφτιαξα πράγματα απ’ τη σύνταξη μετά. Ίσως γι’ αυτό που έβλεπε ότι… Χρειάστηκε εργαλεία που νόμιζε ότι δεν υπάρχουν λεφτά και εγώ του ‘δινα λεφτά να τα πάρει και μου λέει: «Πού τα βρήκες;». Λέω: «Έκανα οικονομίες απ’ αυτά τα λίγα που ‘παιρνες». Πάντα είχα κάτι στην άκρη. Έτσι, λοιπόν, δεν μου ‘κανε ποτέ έλεγχο στα χρήματα. Δεν είχα αυτή την αγωνία κι αυτό το φόβο ότι μπορεί να με ελέγξει.

Γ.Α.:

Ναι. Εσείς από την τελευταία σας δουλειά, που είπατε την αφήσατε όταν γεννήθηκε το παιδί σας…

Μ.Χ.:

Εγώ παίρνω μία σύνταξη τώρα η οποία είναι μικρή. Τώρα, επειδή ο σύζυγος έχει φύγει απ’ τη ζωή εδώ και τέσσερις μήνες, μου κόψανε κάτι ακόμα από τη σύνταξή μου. Ήταν 475, παίρνω 432. Μου είπανε «Αυξήθηκε ο φόρος μου», λόγω της σύνταξης του συζύγου που παίρνω. Δεν μπορείς να τα ελέγξεις αυτά.

Γ.Α.:

Όχι, όχι.

Μ.Χ.:

Γιατί μου κόψαν κάτι επιπλέον. Ενώ πληρώθηκα κανονικά τη σύνταξη του συζύγου τους τρεις μήνες, τους δύο αναδρομικά και τον έναν τρέχοντα, στον τέταρτο μήνα μού κόψαν 50 ευρώ. Παίρνω τηλέφωνο και ρωτάω και μου λένε: «Είναι φόρος». Λέω: «Καλά, ο φόρος είναι κυμαινόμενος; Πότε κόβετε 50, πότε 10, πότε 30;». Λέει: «Ναι». Παίρνω τα κεντρικά, Νικηφόρου, που είναι ένας υπάλληλος πολύ εξυπηρετικός —με εξυπηρέτησε και άλλες φορές με ευγένεια και υπομονή— και μου λέει «Κυρία μου, ξέρετε ότι κι εγώ δεν ξέρω πόσα παίρνω, που είμαι εδώ στο ΙΚΑ, βγάζω συντάξεις και πότε πληρώνομαι με 10 ευρώ παραπάνω και πότε πληρώνομαι 30 ευρώ λιγότερα, και δεν μπορώ να το ελέγξω; Οπότε», μου λέει, «δεχτείτε το έτσι. Δεν ξέρω. Τι να σας πω!».

Γ.Α.:

Μάλιστα. Αλλά, δεν δουλέψατε ξανά μέσα στο γάμο σας;

Μ.Χ.:

Ορίστε;

Γ.Α.:

Δεν είχατε άλλη εργασία παράλληλα;

Μ.Χ.:

Όχι. Δεν μ’ άφησε ποτέ να εργαστώ. Θέλησα να εργαστώ, να κάνω την ντίλερ σε κάποια πράγματα, δεν μ’ άφησε ποτέ να βγω απ’ το σπίτι.

Γ.Α.:

Και αν θέλετε μου απαντάτε σε αυτή την ερώτηση: Αναφέρατε προ ολίγου ότι παραλίγο να χωρίσετε κάποια στιγμή. Αυτό γιατί συνέβη;

Μ.Χ.:

Γιατί ήταν η μητέρα του εννέα μήνες στο νοσοκομείο, σε νευρολογική κλινική, κι ήθελε να τη φέρουμε σπίτι. Ήταν κάπως επικίνδυνο να ‘ρθεί στο σπίτι. Του ‘χα κάνει, λοιπόν, μία πρόταση να νοικιάσουμε μία γκαρσονιέρα που ενοικιαζόταν κάτω απ’ το διαμέρισμά μας και ήταν γκαρσονιέρα θείας του, αδελφή του πατέρα του, δικαιούχος κι αυτή σαν οικοπεδούχος. Δεν ξέρω για ποιον λόγο δεν ήθελε. «Όχι», λέει, «Θα τη φέρουμε μέσα στο σπίτι». Και του λέω: «Όταν τη φέρεις μέσα στο σπίτι εγώ θα ‘χω φύγει». Κι επειδή ξέρει ότι ο λόγος μου είναι συμβόλαιο και πείστηκε ότι αυτό θα το κάνω που λέω, δέχτηκε να πιάσουμε να νοικιάσουμε τη γκαρσονιέρα. Έτσι, η πεθερά μου ήταν όλη μέρα σχεδόν εδώ, αλλά σηκωνόταν το πρωί στις 9:00, έπινε το γάλα της… Ήταν 70 χρόνων γυναίκα. Δεν ήτανε πολύ μεγάλη για να πω: «Δεν μπορεί μόνη της να αυτοεξυπηρετηθεί». Αλλά, κι ένα διάστημα, μάλιστα, πέρασα και πολύ άσχημα, γιατί ερχόντουσαν όλες οι φίλες της να τη δουν εδώ. Ερχόταν η φίλη της η μία που μου ‘λεγε «Αν ήταν μάνα μου, θα την έφερνα σπίτι», ερχόταν η κουνιάδα της, που έμενε στην γκαρσονιέρα, ερχόταν ο πατέρας μου, ερχότανε η άλλη φίλη της. Τέσσερα άτομα και η πεθερά μου πέντε. Το παιδί ήταν 8 χρονών, θέλει να βγει να παίξει. Παίρνω μία μέρα την αδερφή μου απ’ έξω τηλέφωνο και της λέω: «Κοντεύω να τρελαθώ! Κάθε απόγευμα μού ‘ρχονται επισκέψεις. Κάθε απόγευμα! Δεν μπορώ να βγάλω την Κάλλια έξω για παιχνίδι». Και μου λέει η αδελφή μου: «Άσ’ τες και φύγε!». Λέω: «Αυτό θα κάνω άλλη φορά». Και τις άφηνα κι έφευγα.

Γ.Α.:

Μάλιστα! Από μένα… Εγώ είμαι πάρα πολύ καλυμμένη. Ήταν πολύ [01:30:00]όμορφη η αφήγησή σας και το μόνο που έχω να ρωτήσω είναι αν έχετε εσείς να προσθέσετε κάτι, έτσι, για το τέλος.

Μ.Χ.:

Να προσθέσω… Τώρα το κενό το καλύπτει;

Γ.Α.:

Τα γράφει όλα, ναι. Μπορείτε να πάρετε χρόνο να το σκεφτείτε. Δεν υπάρχει θέμα.

Μ.Χ.:

Γι’ αυτό ρωτάω.

Γ.Α.:

Μπορείτε και να μου τραγουδήσετε άμα θέλετε, που λέγατε ότι έχετε καλή φωνή!

Μ.Χ.:

Δεν μπορώ τώρα. Είμαι βραχνιασμένη και δεν βγαίνει η φωνή μου να τραγουδήσω τώρα.

Γ.Α.:

Ποιο ήταν το αγαπημένο σας τραγούδι;

Μ.Χ.:

Ορίστε;

Γ.Α.:

Ποιο ήταν το αγαπημένο σας τραγούδι;

Μ.Χ.:

Δεν… Ξέρετε τι γίνεται; Έχω πάθει μια φαρυγγίτιδα που δυστυχώς δεν περνάει. Απ’ το χημείο που έκανα αναλύσεις, έκανα σημείο καύσεως του λαδιού αυτοκινήτων. Οπότε, έπαιρνα σημείο θέρμανσης, σε ποιο σημείο, σε ποια θερμοκρασία ζεσταίνεται το λάδι, που μπορεί να κάνει ζημιά, και σε ποια θερμοκρασία φλέγεται το λάδι, να ξέρει ο οδηγός ότι δεν μπορεί να το υπερθερμάνει τη μηχανή, γιατί μπορεί να πάρει φωτιά. Αυτή η αναθυμίαση που έβγαινε από την καύση την εισέπνεα, όποτε είχα κάνει εγχείρηση αμυγδαλές πριν λίγο καιρό και έπαθα φαρυγγίτιδα. Όταν πήγα στο γιατρό γι’ αυτόν τον ξερόβηχα, που τον έχω από το 1969, μου λέει: «Πόσα τσιγάρα καπνίζεις την ημέρα;». Λέω: «Κανένα. Ούτε το ‘χω βάλει στο στόμα μου!». Λέει: «Πού δουλεύεις; Σε βιοτεχνία με χνούδια;». Λέω: «Όχι. Δουλεύω στα διυλιστήρια, βοηθός χημικού». Μου λέει «Έχεις πάθει φαρυγγίτιδα. Θα σου κάνω», λέει, «μία καυτηρίαση και θα ‘ρθεις να κάνουμε άλλες τρεις». Έκανα μία και πήρα δρόμο! Πόνεσα τόσο πολύ που έλεγα να κάνω άλλες τρεις εγχειρήσεις αμυγδαλές πάρα την άλλη καυτηρίαση. Και δεν έκανα τις άλλες τρεις που έπρεπε και μου ‘χει μείνει φαρυγγίτιδα. Μέσα, λοιπόν, στο λαιμό μου γίνεται ένα φλεματάκι σαν το νύχι μου το μικρό, που αν δεν βγει μου δημιουργεί αυτό το βράχνιασμα. Δεν βγαίνει, όμως, εύκολα! Καμιά φορά βγαίνει και που μιλάω μόνο του, οπότε ελαφραίνει ο λαιμός. Προσπαθώ, αλλά ακούγομαι και από πάνω δεν μπορώ να κάνω —να μην το λέω και γράφεται—, δεν μπορώ να κάνω αυτό, σαν να πω ότι κάνω εμετό και βγαίνει. Έτσι, μένει αυτό το βράχνιασμα. Και μπορεί να ‘ναι και νευρικό, γιατί τελευταία, πριν δύο χρόνια, επειδή πέρασα πολλά απ’ τον άντρα μου από αρρώστιες —είχε κατάθλιψη, είχε πάρκινσον προχωρημένο. Δεν είχε τρέμουλο, αλλά τον είχε πειράξει σε αδυναμία στα πόδια. Έπεφτε. Μου ‘πεφτε πάρα πολλές φορές χάμω. Έπεφτε βράδυ που δεν είχα ποιος να τον σηκώσει. Ήτανε παχύς, δεν μπορούσα. Φώναζα κάποια παιδιά, συγκάτοικοι, που ‘χαν όλη την καλή διάθεση και ακόμη μου λέει: «Κυρία Μαίρη, ό,τι θέλεις είμαστε εδώ». Φώναζα πολλές φορές το 100, τη ΔΙ.ΑΣ., και ερχόντουσαν τα παλικάρια και τον σηκώνανε 2:00 τη νύχτα, 5:00 η ώρα ξημερώματα… κι άλλα πολλά που δεν είναι ευχάριστο να τα πω. Και είχα εκνευριστεί πάρα πολύ! Έπαθα και ένα πνίξιμο πριν τρία χρόνια. Έβγαλα τα ρούχα μου έξω να πάρουν αέρα και πήγα να σφουγγαρίσω μετά. Αφού σφουγγάρισα το μπαλκόνι, πριν βγάλω τα ρούχα, είπα να σφουγγαρίσω και το σκαλάκι που κάνει η κρεβατοκάμαρα. Και με πιάνει ένα πνίξιμο εκείνη την ώρα σαν να κρεμόμουνα απ’ το ταβάνι μ’ ένα σχοινί και στο στομάχι μου σαν να είχα τόνους σίδερο. Όχι εσωτερικά, εξωτερικά. Προλαβαίνω και έρχομαι και κάθομαι στην πολυθρόνα, στον καναπέ, γιατί εδώ καθόταν ο σύζυγος, και παίρνω την κόρη μου. Της λέω: «Δεν είμαι καλά. Αυτό κι αυτό συμβαίνει και έλα». Ήρθε η κόρη μου το πρωί, έφυγε το μεσημέρι, βάζει τα παιδιά της να φάνε, ξανάρθε το απόγευμα. Δεκαεφτά μέρες ήμουνα στο κρεβάτι. Με το ζόρι σηκωνόμουνα να πάω τουαλέτα. Μόλις σηκωνόμουνα απ’ το κάθισμα με έπιανε το πνίξιμο, ένα πνίξιμο που δεν μπορούσα να ανασάνω! Ένιωθα σαν να είχα δύο χέρια μ’ ένα λάστιχο και να μου σφίγγαν το λαιμό, όπως είναι άνθρωπος που πνίγεται και πεθαίνει. Αυτό το πνίξιμο ένιωθα. Και δεν μπορούσα να σηκωθώ. Είχα να βγω τρεις μήνες έξω. Βγήκα μετά από τρεις μήνες και πήγα στο φούρνο που είναι δίπλα και έκανα ένα τέταρτο από την πόρτα του φούρνου ως τη δική μας. Σερνόμουνα απ’ το πνίξιμο. Αυτό το πνίξιμο είναι λίγος καιρός που μου 'χει περάσει, κανας χρόνος. Αυτό το πνίξιμο με έκανε να κάνω αξονική στο λαιμό, σε ωριλά απλή εξέταση. Μου λέει: «Οι φωνητικές σου χορδές δεν έχουν τίποτα». Συγχρόνως με το πνίξιμο βράχνιαζα. Αυτόν τον ξερόβηχα τον είχα όταν γινόταν το φλέμα. Όταν έφευγε ήμουνα εντάξει. Τώρα το έχω μόνιμα το βράχνιασμα. Δεν με έχει αφήσει τρία χρόνια καθόλου. Μ’ έκανε να κάνω με κάμερα φωτογράφιση στο λαιμό… Δεν έμεινε τίποτα που να μην το κάνω! Δεν είχα τίποτα! Άρα, ήταν νευρικό. Και μου ‘χει μείνει. Από τότε έπαψα να τραγουδάω. Όλες μου τις δουλειές στο σπίτι τις έκανα με το τραγούδι. Περπάταγα στο δρόμο και τραγούδαγα! Καμιά φορά ξεχνιόμουν και κοίταγα να δω περνάει κανένας, μη με περάσει για τρελή που τραγουδάω στο δρόμο!

Γ.Α.:

Και το αγαπημένο σας τραγούδι, λοιπόν, ποιο ήτανε;

Μ.Χ.:

Συνήθως παλιά τραγούδια. Εσείς δεν τα ‘χετε προλάβει. Μπορεί να τα ‘χετε ακούσει. Το Σκληρή Καρδιά… Δεν το ξέρετε;

Γ.Α.:

Όχι.

Μ.Χ.:

«Σκληρή καρδιά, γιατί να σ’ αγαπήσω; Ψεύτρα, με γέλασες, το ξέρεις και πονώ. Δε σου αξίζει ακόμα και να σε μισήσω και μετανιώνω. Γιατί να σ’ αγαπώ; Γιατί δεν με λυπάσαι, αναίσθητη καρδιά; Γιατί πια δεν θυμάσαι μια αξέχαστη βραδιά, που μες στην αγκαλιά μου μου είπες με καημό πως δεν θα νιώσεις άλλον αγάπης στεναγμό;».

Γ.Α.:

Ακόμα τραγουδάτε πολύ ωραία! Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, κυρία Μαίρη, για όλα όσα μου είπατε και για το τραγούδι και σας εύχομαι ό,τι καλύτερο από δω και πέρα!

Μ.Χ.:

Εγώ δεν την έχω ακούσει τη φωνή μου ποτέ.

Γ.Α.:

Θα την ακούσετε όταν βγει η ιστορία!

Μ.Χ.:

Μία φορά με πήρε ένας τηλέφωνο, νεαρός. Ήταν η κόρη μου 16 χρονών, 15. Ήταν 21:00. Ο άντρας μου ήταν απογευματινός στη δουλειά του. Λέω: «Λέγετε». Λέει: «Γεια σου». Λέω: «Γεια σου». «Τι κάνεις;». Λέω: «Καλά, αλλά ποιος είναι στο τηλέφωνο;». Λέει: «Δεν με ξέρεις». Η φωνή μου ήταν πολύ νεανική. Λέει «Δεν με ξέρεις. Είμαι», λέει, φοιτητής, διαβάζω κι είπα να κάνω», λέει, «ένα διάλειμμα και πήρα ένα τηλέφωνο στην τύχη». Λέω: «Άκου να σου πω, παλικάρι μου, εγώ όμως, αν εσύ είσαι φοιτητής, θα ‘σαι 22, 23, 20. Εγώ», του λέω, «είμαι 55. Είμαι», λέω, «μαμά σου!». «Αποκλείεται!» μου λέει. «Η φωνή σου μοιάζει να ‘σαι 20!». «Η φωνή μου», λέω, «μπορεί να μοιάζει 20 αλλά είμαι 55 κι έχω κόρη 16 χρονών». «Αποκλείεται», λέει, «μου λες ψέματα». Λέω: «Άκου να σου πω, παλικάρι μου, κλείσε το τηλέφωνο» —γιατί δεν μπορούσα να του μιλήσω άσχημα, ήταν ευγενής— «και σχημάτισε έναν άλλον αριθμό στην τύχη. Μπορεί να πετύχεις μια κοπέλα να πιάσεις την κουβέντα. Μ’ εμένα δεν έχεις να πεις τίποτα» του λέω.

Γ.Α.:

Πανέμορφα! Είστε δυναμική γυναίκα και γερή ακόμα και χαίρομαι πάρα πολύ γι’ αυτό!

Μ.Χ.:

Ευτυχώς έχω το μυαλό μου!

Γ.Α.:

Και την καρδιά σας! Αυτά. Σας ευχαριστώ πολύ, κυρία Μαίρη, λοιπόν. Και…

Μ.Χ.:

Και εγώ. Να ‘στε καλά.

Γ.Α.:

Καλή συνέχεια.

Μ.Χ.:

[01:40:00]Να πάρετε και κουλουράκια, γιατί είναι δικά μου σπιτικά και να τα δοκιμάσετε.

Γ.Α.:

Πολύ ευχαρίστως! Θα πάω και μερικά στους ανθρώπους στο Istorima.

Γ.Α.:

Και ξεκινάτε να μου πείτε.

Μ.Χ.:

Θέλω να συμπληρώσω κάτι, που λόγω ηλικίας και λόγω των χρόνων της ζωής δεν μπορεί να σου ‘ρχονται όλα στο μυαλό αμέσως. Θέλω, λοιπόν, να συμπληρώσω κάτι ακόμα απ’ τη ζωή μου. Όταν ήμουν στην ογδόη τάξη, ο αδελφός μου είχε δυο φίλους αδελφικούς. Ήταν σαν να ήτανε τ’ αδέρφια μου. Έτσι, λοιπόν, ένα βράδυ ο φίλος του αδελφού μου έρχεται μ’ έναν φίλο του μ’ ένα αυτοκίνητο και ζητάγανε δύο κοπέλες που κάνανε κάποτε παρέα. Του είπα ότι έχουν φύγει απ’ αυτό το σχολείο και κάναν μεταγραφή κάπου αλλού. Και φύγανε. Μετά από λίγη ώρα τούς βλέπω μπροστά μου. Ήταν η ώρα 23:00 βράδυ, γιατί σχολάγαμε στις 23:00 απ’ το νυχτερινό. «Πώς βρεθήκατε εδώ; Πώς βρέθηκες», του λέω, «Απόστολε, εδώ;». Λέει «Ήρθαμε να σε πάρουμε, να πάρουμε και την Ευτυχία τη φίλη σου, να πάμε στο σκοπευτήριο να χορέψουμε», γιατί στο σκοπευτήριο μετά την Κατοχή δημιουργήθηκαν κάποια κέντρα διασκεδάσεως και χόρευε η νεολαία. Άφησα την τσάντα στο σπίτι μου, γιατί οι γονείς μου τον Αποστόλη τον υπολογίζαν σαν παιδί τους, πήγαμε και πήραμε τη φίλη μου την Ευτυχία και πήγαμε και χορέψαμε. Την επόμενη Κυριακή έρχεται πάλι ο Αποστόλης στο σπίτι μου. Ο αδελφός μου ήταν στρατιώτης και δεν είχε πάντα εξόδους και είχε πει στον Αποστόλη ότι «Θα βγάζεις την αδερφή μου έξω». Έτσι, λοιπόν, βγήκα ξανά την επομένη με τον Αποστόλη και με το φίλο του το Χάρη και με τη φίλη μου την Ευτυχία. Μετά από πέντ’ έξι τέτοιες εξόδους μία μέρα ο αδερφός μου μου λέει: «Ξέρεις, σε ζήτησε ο Χάρης. Μου είπε ο Χάρης ότι σ’ αγαπάει και θέλει να σε παντρευτεί». Λέω: «Από πού κι ως πού; Με το Χάρη… Δεν τον ξέρω. Κάνουμε παρέα, χορεύουμε, αλλά δεν τον ξέρω». Μου λέει ότι «Είναι φουλ ερωτευμένος μαζί σου». Επειδή δεν είχα δεσμό και επειδή ήταν καλό παιδί —ήταν μεγαλύτερος από μένα, όμως, περίπου δέκα χρόνια—, δέχτηκα. Δώσαμε λόγο. Αρραβωνιαστήκαμε, αλλά μου ‘κανε μία σκηνή και ο αρραβώνας αυτός διέλυσε. Μετά από χρόνια συνάντησα το Χάρη να ‘χει αγοράσει το ρετιρέ στην πολυκατοικία που έμενε η αδελφή μου. Και φυσικά, είπε στην αδελφή μου να μην αναφέρει στη γυναίκα του για τον αρραβώνα του με μένα για να μην δημιουργήσει πρόβλημα στην οικογένειά του. Και φυσικά, ήταν παντρεμένος και εκείνος, παντρεμένη κι εγώ με παιδί. Αλλά, εκείνο που μου κάνει εντύπωση και το θυμάμαι, ότι ο Χάρης εκείνο το βράδυ που με είδε να σχολάω του ήρθε κατακέφαλα! Μ’ ερωτεύτηκε παράφορα! Και γι’ αυτό έλεγε στον Αποστόλη να με βγάζουν έξω, για να με βλέπει. Και μόνη μου, σε μένα δεν το ‘λεγε ποτέ.

Μ.Χ.:

Τι άλλο είπαμε… Α! Να σας πω κάτι που θα ήθελα να το πω. Και για τη σημερινή εποχή είναι σημαντικό. Θέλω να αναφέρω για τη Χούντα, που λένε πάρα πολλοί —και δεν το λέει ο κόσμος, το λένε οι κυβερνήσεις. Γιατί αν ρωτήσετε τον κόσμο θα σας πούνε ότι την εποχή της Χούντας περνούσαμε καλύτερα. Δεν υπήρξα ποτέ των άκρων! Ο πατέρας μου ήταν πάντα του κέντρου άνθρωπος. Κι όταν λες του κέντρου είσαι ανάμεσα στα δύο κόμματα κι είσαι μέσα στη λογική. Δεν κρίνεις με την ιδεολογία, κρίνεις με τη δική σου λογική ποιο είναι συμφέρον για την πατρίδα. Έγινε η Δικτατορία για διαφόρους λόγους, τους οποίους έχω διαβάσει, αλλά δεν μπορώ τώρα να επεκταθώ. Συλλάβανε κόσμο, Αριστερούς, όμως τότε το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν παράνομο. Δεν ήτανε νόμιμο. Και σαν παράνομο τους συνέλαβαν, όπως σήμερα τη Χρυσή Αυγή. Δεν τη συγκρίνω, δεν κάνω αυτή τη σύγκριση. Άλλο το ένα κόμμα, άλλο το άλλο. Αλλά, θέλω να πω ότι ήταν παράνομο. Δεν είναι λόγια δικά μου, είναι λόγια και του Μίκη Θεοδωράκη, που πριν τρία χρόνια τέσσερα βγήκε δύο φορές ο ίδιος στην τηλεόραση, που είναι Αριστερός, που συνελήφθη στη Δικτατορία, που πήγε στη Μακρόνησο και υπέφερε βασανιστήρια και μαρτύρια, και δημόσια στην τηλεόραση είπε: «Καλύτερα σήμερα να είχαμε Χούντα». Λόγια του Μίκη Θεοδωράκη σάς λέω! Πολλοί από σας που με ακούτε ίσως να τα ‘χετε ακούσει, αν είστε σε μία ηλικία και δεν είστε 20 χρόνων. Λοιπόν. Γιατί μπορεί να μην μπορούσες να μιλήσεις, να εκφραστείς ενάντιά τους, αλλά λειτουργούσαν όλα ρολόι. Η Αθήνα έλαμπε! Ειλικρινά μιλάω! Εάν τολμούσε κάποιος να πετάξει κάτω αποτσίγαρα ή ένα χαρτί απ’ το πακέτο τσιγάρων, πλήρωνε επί τόπου 5.000 πρόστιμο —δραχμές. Δεν υπήρχανε κλέφτες, δεν υπήρχε εγκληματικότητα. Τραβάγαμε την πόρτα μας και δεν την κλειδώναμε. Την τραβάγαμε και φεύγαμε και ξέραμε ότι δεν θα μπει μέσα ο κλέφτης. Ο κλέφτης θα ‘μπαινε και θα ‘παιρνε ό,τι έβλεπε στην αυλή ή αν έβλεπε ένα παράθυρο ανοιχτό σε μονοκατοικία μπορεί να ‘μπαινε. Δεν παραβίαζε το σπίτι. Δεν σκότωνε. Λοιπόν, η Χούντα, απ’ ό,τι ξέρω, γιατί δεν είμαι αγρότισσα, αλλά από ανθρώπους που ξέρω αγρότες μού λένε ότι χάρισε όλα τα δάνεια που είχαν πάρει οι αγρότες, γιατί κάποτε η επαρχία ήταν πάμφτωχη. Τα σπίτια τους ήτανε καλύβια. Σήμερα η επαρχία έχει βίλες. Όποιος ταξιδεύει —δεν χρειάζεται να το πω— το βλέπει με τα μάτια του. Αν γυρίσετε όλη την Ελλάδα, βλέπετε βίλες, καλύτερα απ’ ό,τι υπάρχει στην Αθήνα, άρα θα πει ότι είχανε λεφτά οι άνθρωποι. Δεν μιλάω για τις συνθήκες σήμερα, τις καταστροφές που γίνονται και υπάρχει οικονομική δυσχέρεια κλπ. Μιλάω πριν την οικονομική δυσχέρεια, πριν την οικονομική καταστροφή που υπέστη η Ελλάδα. Μιλάω για την εποχή εκείνη. Χάρισε τα δάνεια, ανασάνανε οι άνθρωποι. Τι να το κάνω εγώ να βρίζω την Α ή Β κυβέρνηση που δεν κάνει το Α ή Β σωστό και να μου λείπουν όλα τα άλλα; Να μου κόβεις το μισθό ή τη σύνταξη χωρίς να με ρωτάς, να μου κόβεις ορισμένα πράγματα που τα στερούμαι με το έτσι θέλω; Αυτό δεν είναι δικτατορία σήμερα; Για μένα είναι. Είναι οικονομική δικτατορία. Απ’ ό,τι έχω ακούσει απ’ την τηλεόραση, στην Ελβετία πριν δύο χρόνια —ίσως και τρία— κάνανε δημοψήφισμα αν θέλει ο ελβετικός λαός να τους μειώσουν τους μισθούς. Δεν δεχτήκανε και δεν τους μειώσανε. Εμάς ποιος μας ρώτησε; Μου λέτε ότι πουλήθηκε η Ελλάδα για εκατό χρόνια. Έχετε πουλήσει τα πάντα, όλοι σας, κάθε κυβέρνηση. Η μια πούλαγε, η άλλη εκτελεί, συμφωνεί. Με ποιο κέρδος; Όταν πουλάς τα υπάρχοντά σου μετά τι έχεις; Για μένα τίποτα, μηδέν. Εγώ παραλληλίζω αυτή την περίπτωση μ’ έναν κήπο που μπορεί να ‘χω και να τον φυτεύω. Τον μισό τον κρατάω για τον εαυτό μου, να μπορώ να ζω, και τον άλλον μισό πουλάω τα προϊόντα για να μπορέσω να ξεχρεώνω αυτούς που χρωστάω. Εσείς τι κρατήσατε για την πατρίδα για να μπορέσετε να ξεχρεώσετε; Πουλήσατε και σήμερα είμαστε στον ίδιο παρονομαστή. Χρεωμένοι και ξεπουλημένοι! Τι έχουμε σήμερα; Έλεγε η κυρία Βαγενά: «Τι είναι ενενήντα εννέα χρόνια που έχουμε δεσμεύσει την Ελλάδα; Εδώ ήμαστε και τετρακόσια χρόνια!». Είναι δυνατόν αυτή η γυναίκα να είναι βουλευτής και να παραλληλίζει τετρακόσια χρόνια με τα ενενήντα εννιά; [01:50:00]Τετρακόσια χρόνια σκλαβιά ξεσηκωθήκαμε! Τώρα με σκλαβώνετε εσείς σε ποιους; Σ’ αυτούς που μας είχανε σκλαβώσει. Για μένα δεν υπάρχει ούτε περηφάνια ούτε τίποτα. Τελείωσε! Αν ήταν η Χούντα δεν θα το ‘κανε. Η Χούντα —δεν μιλάμε για οποιαδήποτε χούντα. Μιλάμε τη χούντα του Παπαδόπουλου, όχι για τη χούντα του Ιωαννίδη, γιατί ο Ιωαννίδης έκανε πολλά, έκανε το Κυπριακό, ο Παπαδόπουλος όχι. Μιλάμε, λοιπόν, για τη χούντα του Παπαδόπουλου, που δεν δανείστηκε από κανένα ξένο κράτος, δεν χρώσταγε η Ελλάδα πουθενά και σε κανέναν και περνούσαν όλοι μία χαρά και είχαν σχεδόν όλοι εργασίες. Απ’ ό,τι έχω ακούσει, η ανεργία θα ‘ταν στο 5%; Γιατί να μην σήμερα να είχαμε μια τέτοια χούντα; Τι να το κάνω εγώ να μπορώ να μιλάω; Μου επιτρέπεις και μιλάω και σε θίγω και δεν με συλλαμβάνεις γιατί έχουμε δημοκρατία. Ποια δημοκρατία; Που μου κόβεις το μισθό μου με το έτσι θέλω; Που μου κόβεις τη σύνταξη; Έπαιρνε κάποιος φίλος 5.000 μισθό και του ‘κοψες τις 2 και του δίνεις 3. Πώς; Αυτά είχα να πω. Και στα 89 μου χρόνια που έχω ζήσει, τουλάχιστον από τα δέκα και ύστερα, που μπορώ να πω ότι άρχισα να αντιλαμβάνομαι, έχω πολλά μέσα μου, αλλά δεν μπορείς να θυμάσαι μια ζωή μέσα σε δύο ώρες. Σου έρχονται σιγά-σιγά όλα. Θα ‘θελα να ‘χω πολύ χρόνο, μέρες πολλές, βδομάδες για να πω ό,τι έχω ζήσει και μ’ αυτό να πω αυτά που έχω μέσα μου για όλους αυτούς που μας κυβερνούν σήμερα. Ευχαριστώ που με ακούσατε.

Γ.Α.:

Εγώ σας ευχαριστώ που μου τ’ αφηγηθείτε και που μας τα ‘πατε, γιατί όντως έχετε ζήσει πολλά, όλα όσα έχουν περάσει από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κι ύστερα, που είπατε για ό,τι θυμάστε, και σας ευχαριστώ πάρα πολύ για οποιαδήποτε στιγμή.

Μ.Χ.:

Και μακάρι αυτά που είπα για τη Χούντα να τα ακούσουνε.

Γ.Α.:

Θα δείξει. Σας ευχαριστώ πολύ, κυρία Μαίρη.