© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Λευκά Χριστούγεννα

Κωδικός Ιστορίας
10192
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ζαφείρης Τρόμπακας (Ζ.Τ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
13/10/2020
Ερευνητής/τρια
Νικολέτα Μπάκα (Ν.Μ.)
Ν.Μ.:

[00:00:00]Καλημέρα.

Ζ.Τ.:

Καλημέρα.

Ν.Μ.:

Θα μας πείτε το όνομά σας;

Ζ.Τ.:

Τρόμπακας Ζαφείρης.

Ν.Μ.:

Είναι λοιπόν, Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2020, είμαι με τον κύριο Ζαφείρη Τρόμπακα. Βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη, και συγκεκριμένα βρισκόμαστε στα γραφεία της Ελληνικής Ομάδας Διάσωσης. Εγώ ονομάζομαι Νικολέτα Μπάκα, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Κύριε Ζαφείρη πείτε μου, για αρχή, πότε γεννηθήκατε; Πού γεννηθήκατε―

Ζ.Τ.:

27 Μαρτίου του ’62, στη Θεσσαλονίκη.

Ν.Μ.:

Και μεγαλώσατε εδώ στη Θεσσαλονίκη;

Ζ.Τ.:

Και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη, στο κέντρο της πόλης, Αγίας Σοφίας. Εκεί είναι το πατρικό μου.

Ν.Μ.:

Πέρα από αυτά, πείτε μου λίγα λόγια για εσάς, για τη ζωή σας. Μια εισαγωγή κάντε μας.

Ζ.Τ.:

Από μικρός καταρχήν έβλεπα, το σπίτι μου ήταν στην παραλιακή οδό και είχα την ικανότητα να βλέπω τον Όλυμπο, όταν είχε καλό καιρό, από Θεσσαλονίκη. Οπότε, πραγματικά, θυμάμαι ακόμη και Πρώτη Δημοτικού και Δευτέρα που είχαμε ακούσει για τους θεούς του Ολύμπου και βλέπαμε χιονισμένο το βουνό. Μιλούσα με κάποιους φίλους εκείνη την εποχή, με τους οποίους στο μέλλον ασχοληθήκαμε με το βουνό κιόλας, έτσι; Πολύ σημαντικό αυτό. Βλέποντας το βουνό και ταξιδεύοντας νοερά, πραγματικά ότι εκεί υπάρχει κάτι μυστήριο κλπ. Τώρα, όταν ήμουν σε μικρή ηλικία είχα μία θεία η οποία ήτανε έτσι ψιλοανάπηρη, δεν περπατούσε καλά, είχε προβλήματα κιναισθητικά, η αδελφή του πατέρα μου. Η οποία μ’ έλεγε κάποιες ιστορίες για το βουνό, και συγκεκριμένα για το Βέρμιο, για την Υπαπαντή. Προφανώς κάποια στιγμή είχαν κάνει κάποια ορειβασία, ορεινή πεζοπορία στην Υπαπαντή, σ’ ένα μέρος πραγματικά το οποίο με μάγεψε με τον τρόπο που μου το περιέγραφε. Ότι ήτανε ένα δύσκολο μονοπάτι, ότι είχε χαράδρες πολύ απότομες, ότι είχε γκρεμούς και βράχια θεόρατα. Ότι φώναζες και άκουγες τη φωνή σου, έναν αντίλαλο, 7 φορές. Και κάποια στιγμή είχαν χαθεί κιόλας και φωνάξαν βοήθεια, και ήρθαν κάποιοι ξυλοκόποι, εκείνη την εποχή, και τους βοηθήσανε να ξαναμπούν στο μονοπάτι. Και κάπου εκεί πέρα στα 1.000 μέτρα υψόμετρο έμενε μια κυρία, η οποία είχε βρει κάποια εικόνα της Παναγίας. Ήταν προφανώς και κάποιος αρχαίος ναός εκεί πέρα, δεν ξέρω τι άλλο ήτανε, κάποιο μοναστήρι. Και στη συνέχεια, αυτή έμενε για πάρα πολλά χρόνια εκεί, μαζί με κάποιους Ναουσαίους που είχαν σκάψει και είχαν βρει κάποια εικονίσματα. Και όταν ζούσε εκεί, σ’ ένα καταφύγιο που είχανε φτιάξει, πραγματικά πέρασε δύσκολα. Με την έννοια ότι τα βράδια, απ’ ό,τι μου λέγανε, τα ζώα χτυπούσαν την πόρτα, ξύνανε. Κι όλα αυτά πραγματικά με δελεάσαν για να πάω να επισκεφτώ το μέρος. Έτσι, λοιπόν, το 1976 τον Οκτώβρη ξεκινήσαμε μία προσπάθεια με άλλους, δεκατέσσερα χρονών εγώ τότε κι η παρέα μου, να πάμε να δούμε εκείνα τα μέρη. Τα μέρη τα οποία είχανε τους φανταστικούς γκρεμούς, τις χαοτικές χαράδρες, τους αντίλαλους και το καταφύγιο αυτό το οποίο ήταν πάρα πολύ, έτσι, όμορφο, όπως το ακούσαμε απ’ τις ιστορίες της θείας μου. Φυσικά, όταν ανέβηκα δεν είδα τόσο μεγάλους γκρεμούς, όπως τους περιέγραφε. Ίσως για τα μάτια της ήτανε αυτοί οι μεγάλοι γκρεμοί. Παρόλα αυτά εντυπωσιάστηκα με το τοπίο. Είχε χαράδρες, αλλά όχι τέτοιας εμβέλειας και τέτοιου μεγέθους. Βρήκα και τον αντίλαλο, πραγματικά πολύ εντυπωσιακό. Και το καταφύγιο, που πραγματικά μετά από δυο ώρες πορεία το φτάσαμε. Από ‘κείνη τη στιγμή ξεκινάω πλέον να είμαι συνειδητά ορεινός πεζοπόρος. Αγαπώ το βουνό. Έχω μαγευτεί μ’ αυτό, με όλη την εικόνα, και σιγά-σιγά ξεκινάω να κάνω ορεινές πεζοπορίες και να επισκέπτομαι και εκείνο το σημείο και τον Χορτιάτη, που είναι κοντινό μέρος σε εμάς. Οπότε έτσι ξεκίνησα. Και για να πω τα ερεθίσματα που ξεκίνησα να κάνω βουνό, θυμάμαι λίγο πριν τα Χριστούγεννα του ’75, είχε πέσει χιόνι στον Χορτιάτη και πήγαμε να παίξουμε χιονοπόλεμο. Την ώρα που φτάσαμε στην πλατεία, είχε χιόνι, είδα τρεις τύπους να κατεβαίνουν απ’ το βουνό, χιονισμένοι, με άρβυλα, με σακίδια. Και είχαν και φανάρια θυέλλης. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν φακοί τόσο καλοί και όταν περπατούσες μπορούσες να περπατήσεις με φανάρι θυέλλης, με πετρέλαιο. Λοιπόν, με εντυπωσίασε αυτή η εικόνα και λέω: «Μ’ αρέσει πάρα πολύ αυτή η ζωή» ας πούμε. Άλλες δυο εικόνες είδα, στο κέντρο της πόλης κάποιοι που ‘χαν κατεβεί από μία κυριακάτικη ανάβαση, με τα σακίδια, με τις κουβέρτες. Γιατί δεν υπήρχαν υπνόσακοι τη δεκαετία του ’70. Μετά το ’76 ήρθαν οι υπνόσακοι στην Ελλάδα, στη Βόρεια Ελλάδα τουλάχιστον. Κι είδα αυτούς τους τύπους, παρέα, που κατεβήκαν απ’ τον Χορτιάτη, με τα σακίδια και τον εξοπλισμό τους. Μου άρεσε κι αυτή η εικόνα. Και αυτό ήτανε, πλέον ξεκίνησα να ασχολούμαι με το βουνό και να πηγαίνω κι εγώ στο βουνό.

Ν.Μ.:

Οπότε θα λέγατε ότι ίσως και η ίδρυση της ΕΟΔ ήτανε, κατά κάποιον τρόπο, αποτέλεσμα αυτών των παραστάσεων;

Ζ.Τ.:

Πραγματικά, άμα γυρίσω πίσω στον χρόνο και αφαιρέσω τρεις παραστάσεις, δεν θα ήμουν ορειβάτης. Και προφανώς, δεν θα υπήρξε και η ΕΟΔ. Και μέσα στην ΕΟΔ, όπως είπαμε και τις προάλλες ότι, έχουν γνωριστεί άτομα, έχουν παντρευτεί, έχουν γεννηθεί παιδιά μέσα στην ομάδα. Είναι εντυπωσιακό αυτό. Άλλωστε 2.500 άτομα. Οπότε, αν αφαιρέσουμε τέσσερις κρίκους από μία ζωή ενός ανθρώπου, πραγματικά διαλύονται τα πάντα στο μέλλον, στη συνέχεια. Θα ήτανε διαφορετικές οι ζωές ολονών, ας πούμε.

Ν.Μ.:

Κύριε Ζαφείρη, θα ήθελα να μου πείτε κάποια πράγματα για την Ελληνική Ομάδα Διάσωσης, δηλαδή―

Ζ.Τ.:

Η Ελληνική Ομάδα Διάσωσης, η πρώτη ιδέα. Καταρχήν γεννήθηκε το 1976, τον Δεκέμβριο του ’76, με μία ομάδα ορειβατών οι οποίοι χαθήκαν στον Όλυμπο. Τότε, για πρώτη φορά, μέσα απ’ τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, πυροδοτήθηκα στο να συμμετάσχω σε μια επιχείρηση. Ήμουν δεκατέσσερα χρονών, κάλεσα αυτούς που πηγαίναμε στο βουνό, με σκοπό να πάμε πάνω και να βοηθήσουμε, για να κατεβάσουμε, απ’ ό,τι είχα αντιληφθεί, τις σορούς από ένα υψόμετρο χαμηλότερο, γιατί εμείς ψηλά δεν θα μπορούσαμε ν’ ανεβούμε. Απ’ ό,τι λέγαν, θα κατεβάζαν τις σορούς στα 1.800, κι από ‘κεί θα χρειαζόταν κι άλλοι εθελοντές για να τους κατεβάσουν στο Λιτόχωρο. Τους έξι χαμένους ορειβάτες. Αυτό με συγκίνησε πολύ, όλη αυτή η κατάσταση. Πέρασε. Στη συνέχεια, απ’ το ’77 και μετά, ασχολούμαι έντονα με την ορειβασία και με την αναρρίχηση, οπότε μπλέκομαι με τις κορυφές της ορειβασίες εδώ στη βόρεια Ελλάδα. Τον Δημήτρη τον Μπουντόλα, τον Σάκη τον Σπανούδη, κι άλλους, τον Κινατίδη. Κι άλλους ορειβάτες, τώρα, τον Βασίλη τον Γεωργιάδη, δεν μου έρχονται όλοι στη θύμηση. Και στη συνέχεια ασχολούμαι μ’ αυτούς, οι οποίοι κάνουν υψηλό βουνό. Έτσι, λοιπόν, το ’78 κάνω την πρώτη μου χειμερινή ανάβαση στον Όλυμπο, στις κορυφές του Ολύμπου. Και το ’79, για την ακρίβεια, πλέον κάναμε συναντήσεις οι ορειβάτες απ’ όλη την Ελλάδα που κάνουμε έντονο βουνό. Νομίζω Πρωτομαγιά του ’79 ήμασταν στα Μετέωρα, όπου εκεί πέρα Αθηναίοι, Θεσσαλονικείς και Καβαλιώτες ορειβάτες στοχεύσαμε μια κοινή ανάβαση για τα Χριστούγεννα του ’79. Έτσι, λοιπόν, τα Χριστούγεννα του ’79 ετοιμάζεται αυτή η ανάβαση, η οποία θα υλοποιηθεί και θα ξεκινήσει στις 23 Δεκεμβρίου του ’79, αποτελούμενοι από Θεσσαλονικείς, Καβαλιώτες και Αθηναίους ορειβάτες. Να ξεκινήσω τώρα την―

Ν.Μ.:

Ναι. Μόνο θα ήθελα να σας ρωτήσω πριν ξεκινήσουμε αυτή την ιστορία, θα ήθελα να μου πείτε ποια είναι τώρα η θέση σας μέσα στην ΕΟΔ. Δηλαδή ποιες είναι οι αρμοδιότητές σας, με τι ασχολείστε εσείς;

Ζ.Τ.:

Είμαι ο Διευθυντής εκπαίδευσης της Ελληνικής Ομάδας Διάσωσης. Είμαι μέλος της διεύθυνσης επιχειρήσεων της ΕΟΔ. Κι ασχολούμαι με προγράμματα εκπαιδευτικά και διαλέξεις πάνω στο κομμάτι της διάσωσης, της επιβίωσης, των ατυχημάτων, το πώς θα αντιμετωπίσεις ένα περιστατικό, μια δύσκολη κατάσταση, μετεωρολογία, πώς [Δ.Α.] τους κεραυνούς, επικοινωνίες στο βουνό κλπ. Είναι μια μεγάλη γκάμα και―

Ν.Μ.:

Ωραία, και κατά τ’ άλλα, πριν την ίδρυση της ΕΟΔ, υπήρχε κάποια ομάδα που λειτουργούσε άτυπα, απ’ ό,τι καταλαβαίνω.

Ζ.Τ.:

Άτυπα, σωστά, ναι. Οι πρωτοπόροι μπορώ να πω, ήτανε ο Δημήτρης ο Μπουντόλας, ο Σάκης ο Σπανούδης, κι άλλοι εκείνη την εποχή. Από το Λιτόχωρο κι άλλοι ορειβάτες φυσικά. Που ήταν στη Θεσσαλονίκη, πάντα μιλάω για τη Θεσσαλονίκη. Οπότε, απ’ αυτούς κινητοποιούμασταν στις αρχές, και μάλιστα πηγαίναμε σε οποιοδήποτε βουνό υπήρχε πρόβλημα. Θυμάμαι και στον Κίσσαβο. Ήτανε το ’85, την Πρωτοχρονιά που φύγαμε, πρωτοχρονιάτικο τραπέζι αφήσαμε και για να βρούμε δύο ορειβάτες στον Κίσσαβο, οι οποίοι είχαν χαθεί. Φυσικά, πολλές φορές σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις, ειδικά όταν είναι γιορτινές μέρες, έχεις τα μούτρα των δικών σου. Γιατί οι γονείς σου θέλουν να περάσουν μαζί σου τις γιορτινές μέρες. Κι εσύ φεύγεις, κι εκείνη την ώρα είσαι σ’ ένα δίλημμα, λες: «Τώρα κάνω καλά ή δεν κάνω καλά;» Αλλά όταν περάσουν τα χρόνια και αναπολήσει κάποιος τις στιγμές, αυτές τις έντονες που ζεις αυτές τις καταστάσεις, μπορώ να πω ότι δεν θυμάμαι καμία Πρωτοχρονιά. Δεν θυμάμαι την Πρωτοχρονιά του ’90, του ’95, του 2000, του 2005, του 2015. Δεν τις θυμάμαι αυτές τις Πρωτοχρονιές. Θυμάμαι όμως την Πρωτοχρονιά του 1985. ’84 προς ’85. Γιατί εκεί επιχειρούσα. Κι αν κάνουμε ένα ερώτημα στον εαυτό μας: «Τι σημαίνει υπάρχω;». Το υπάρχω θα μπορούσαμε να πούμε είναι τα αλλεπάλληλα δυνατά τώρα, που έχουμε ζήσει. Με ποια έννοια; Αν παραδείγματος χάρη πω τη λέξη «Τώρα», και προφέρω το «ρα», το «τω», είναι παρελθόν. Οπότε, χωρίς το «Υπήρξα» το «Υπάρχω» δεν μετράει, γιατί είναι 1/10 του δευτερολέπτου. Οπότε, θεμελιώδους σημασίας είναι το «Υπήρξα». Σ’ αυτές τις έντονες καταστάσεις έχεις τη δυνατότητα το «Υπήρξα» που έζησες έντονα να το κάνεις ένα μελλοντικό παρόν στη ζωή σου. Να μπορείς να το θυμάσαι ανά πάσα στιγμή και πολύ έντονα. Άρα, λοιπόν, πολλές φορές, κάνοντας μια αναδρομή στη ζωή μας θυμόμαστε τις στιγμές που επιχειρήσαμε πιο πολύ, παρά οποιαδήποτε άλλη στιγμή μη έντονη. Αυτό νομίζω είναι το όφελος που μπορεί να ‘χει ένας εθελοντής ή κι ένας επαγγελματίας πάνω στο κομμάτι αυτό που λέγεται δάσωση. Οι έντονες στιγμές.

Ν.Μ.:

Θέλετε να μου μιλήσετε τώρα για το ’79;

Ζ.Τ.:

Λοιπόν. 23 Δεκεμβρίου του ’79 ξεκινάμε την ανάβασή μας από τη θέση Γκορτσιά, διασταύρωση, απ’ το Λιτόχωρο, απ’ τη μεριά του Λιτοχώρου. Περίπου σε μια ώρα και κάτι, με βαριά σακίδια έχουμε φτάσει στη θέση Μπάρμπα, 1.500 μέτρα υψόμετρο, ο καιρός είναι καλός. Συνεχίζουμε με πολύ δυνατό σθένος, φτάνουμε στη θέση [00:10:00]Κόκα, περίπου 1.750 μέτρα υψόμετρο. Συνεχίζουμε. Πηγαίνουμε στη δεξαμενή τη σημερινή και μετά κάνουμε μια μεγάλη στάση, μετά από δυόμιση ώρες πορεία περίπου, στη θέση Σπηλιά Ιθακησίου. Ακόμα ο καιρός είναι καλός, έχει λιακάδα. Τούφες το χιόνι δεξιά αριστερά. Τραβερσάρουμε πίσω απ’ τη σπηλιά, και λίγο αναρριχητικά. Θα πάμε στη βρύση του Αποστολίδη, πίσω και αριστερά, το ξέρουν λίγοι αυτό το μονοπάτι, είναι λίγο απαιτητικό. Και θα βρεθούμε 14 άτομα, λοιπόν, στη βρύση του Αποστολίδη. Εκεί πέρα θα πάρουμε το τελευταίο μας νερό. Πριν βγούμε πάνω. Το τελευταίο νερό, το οποίο είναι καλής ποιότητος, γιατί πάνω στο βουνό από ‘κεί και πέρα θα πίναμε χιονόνερο, που δεν ξεδιψάς εύκολα. Συνεχίζουμε απ’ τη βρύση του Αποστολίδη ευθεία πάνω σ’ ένα πολύ απότομο λούκι, βγαίνουμε περίπου στα 1.900 υψόμετρο κι είμαστε πλέον στη θέση Ανάθεμα. Υπάρχουν ελαφρές ομίχλες στη θέση Ανάθεμα. Που βλέπουμε και τις φωτογραφίες. Περπατάμε το Οροπέδιο Σκούρτας, ο καιρός ακόμα είναι έτσι αμφί, είμαστε 14 άτομα, δεν έχουμε καμιά φοβία, κάποιον φόβο για τον καιρό. Ό,τι είναι θα το αντιμετωπίσουμε. Φτάνουμε στην κορυφή Σκούρτα, 2.422 μέτρα, και κατεβαίνοντας την κορφή Σκούρτα, που πλέον απέχουμε μιάμιση ώρα απ’ το καταφύγιο του Κάκκαλου. Κατεβαίνοντας τον Λαιμό αρχίζει και επιδεινώνεται ο καιρός. Ήδη σουρουπώνει, και φτάνουμε στο Πέρασμα του Γιώσου, που δεν είχε συρματόσχοινο τότε, λίγο πριν σουρουπώσει. Θα σκαρφαλώσει πρώτος, αν θυμάμαι καλά, ο Νικηφορίδης ο Δημήτρης, θα ακολουθήσει ο Μπουντόλας, και θα μας ασφαλίσουνε με το σώμα τους, για να σκαρφαλώσουμε τα 6-7 μέτρα, πόσα είναι αυτά εκεί πέρα, τα αναρριχητικά, στο Πέρασμα του Γιώσου. Πραγματικά εκεί πέρα αρχίζουν και επιδεινώνονται εξαιρετικά οι συνθήκες. Θυμάμαι κάποιον, τον Τηλέμαχο συγκεκριμένα, τον παρέσυρε ο αέρας. Ήταν κρεμασμένος σε σχοινί κι έκανε εκκρεμές πάνω στο σχοινί. Δηλαδή μία ταλάντωση. Κι απ’ τη μία μεριά, όσο φεύγουμε δεξιά, είναι χαοτική, αρκετά χαοτική, φώναζε εκεί το παιδί, μες στον αέρα. Τελικά βγήκαμε και οι δεκατέσσερις πάνω. Όταν βγήκαμε πλέον είχε νυκτώσει, ήταν εξαιρετικά σούρουπο, λες και κάποιος έκλεισε έναν διακόπτη. Με σφοδρότατο αέρα, με χιονόπτωση, να ρίχνει σπυρωτό σαν [Δ.Α.] το χιόνι. Και βλέπω να σηκώνεται ο Δημήτρης ο Νικηφορίδης, ο οποίος, εκείνη την εποχή δεν ξέραμε τόσο καλά περί των συμπτωμάτων της υποθερμίας. Ήταν βραδύγλωσσος, ήταν ελαφρά βραδυκίνητος και δεν ξέρω για ποιον λόγο, δεν είχε γάντια; Τα ‘χε βάλει κάπου αλλού; Φόρεσε μια κάλτσα στο χέρι του. Μια κάλτσα μάλλινη, Makalu, εκείνης της εποχής, τον τύπο κιόλας λέω. Γιατί μπορεί ο αέρας να του πήρε το γάντι. Και αρχίζουμε να περπατάμε. Το λάθος μας εδώ πέρα ήταν ότι, ήμασταν 14 άτομα, ο Μπουντόλας ήξερε πάρα πολύ καλά το μέρος κι ακολουθούσαμε τον Μπουντόλα μια ομάδα, σύριζα με τον γκρεμό, για να βγούμε στο καταφύγιο του Κάκκαλου. Δηλαδή απείχαμε 45 λεπτά από τον Κάκκαλο. Αν κατεβεί κάποιος τρέχοντας από τον Κάκκαλο στο Πέρασμα του Γιώσου, καλοκαίρι, τρέχοντας θα κάνει 8-9 λεπτά, άρα. Βάλε ανηφόρα τώρα, οπωσδήποτε υπολογίζουμε διαφορετικά τα πράγματα, και το χιόνι. Είναι νύχτα. Μάλιστα, σ΄ ένα σημείο, θα γλιστρήσω στο Πέρασμα του Γιώσου σε πολύ μικρή κλίση, λόγω του πάγου. Δεν φορέσαμε κραμπόν, γιατί λέμε θα βγούμε τώρα και θα συνεχίσουμε να περπατάμε. Και ο Μπουντόλας θα με σταματήσει με το πόδι του, θα με φρενάρει, πραγματικά, γιατί δεν ξέρω την κατάληξη που θα είχα, δηλαδή μπορούσα να έφευγα το Πέρασμα κάτω και να έφευγα κανένα χιλιόμετρο κάτω στην πλαγιά. Στη συνέχεια καθώς κάνουμε την πορεία. Μάλιστα είχα δύο αστοχίες υλικών. Το ένα από την πτώση που έκανα στο γλίστρημα μου κόπηκε ο ιμάντας απ’ το σακίδιο. Τα σακίδια ήταν χειρίστης ποιότητος εκείνη την εποχή, αν τα έπαιρνες απ’ την Ελλάδα. Λίγοι είχαν την ικανότητα να ταξιδέψουν στο εξωτερικό και να ψωνίσουν πιστοποιημένο εξοπλισμό. Και κόπηκε και το σακίδιό μου και το γυαλί θυέλλης μου και ο φακός κεφαλής, ο ιμάντας. Δηλαδή είχα σκορπίσει όλα τα πράγματά μου λόγω κακής ποιότητας εξοπλισμού που είχα εκείνη την εποχή. Στη συνέχεια ακολουθούμε επτά άτομα, τον Μπουντόλα σύριζα με τον γκρεμό. Οι άλλοι θα κινηθούν πάνω στο Οροπέδιο των Μουσών αλλά θα κινηθούν δεξιά, με τελικό αποτέλεσμα μετά από λίγη ώρα να φωνάξουν βοήθεια, χαθήκαμε. Εμείς, ενώ πηγαίνουμε καλά, πηγαίνουμε σύριζα με τον γκρεμό, πηγαίνουμε προς τη μεριά που ακούμε τις φωνές και συναντούμε την υπόλοιπη ομάδα, η οποία πλέον είχε διασπαστεί. Ο Μπουντόλας λέει: «Εντάξει, ακολουθείστε μας τώρα να ξαναμπούμε κοντά στον γκρεμό για να πάρουμε την πορεία για το Καταφύγιο».

Ζ.Τ.:

Απ’ τη στιγμή, όμως, που φύγαμε από τον γκρεμό και περπατήσαμε λίγα μέτρα, και περπατήσαμε διάσπαρτα διάφοροι, έριξε και χιόνι, θάφτηκαν τα βήματά μας, και το τελικό αποτέλεσμα ήτανε να μην μπορούμε να βρούμε το σημείο αναφοράς στον γκρεμό, για να πάμε προς το Καταφύγιο. Κι αρχίσαμε να περπατάμε κουτουρού. Όπου να ‘ναι στο Οροπέδιο, χύμα. Περπατήσαμε ίσως μια δυο ώρες. Ήμασταν εξαντλημένοι, γιατί από το πρωί, όλη τη μέρα περπατούσαμε, οπότε ήρθε το βράδυ να συνεχίσουμε να περπατάμε. Ο Γαληνός κι ο Μπουντόλας είπαν: «Θα κάνουμε έξω διανυκτέρευση τελικά». Ήταν σοκαριστική αυτή η στιγμή, περιμέναμε μπας και το βρουν, αλλά πού να το βρουν μέσα νύχτα, χιονοθύελλα. Ο ορίζοντας των γεγονότων ήταν οι μύτες απ’ τις μπότες σου. Λεν: «Θα διανυκτερεύσουμε έξω». Οπότε είναι σοκαριστικό, πραγματικά, οι εικόνες που περάσανε μόλις άκουσα αυτό. Λέω ότι: «Από εδώ και πέρα η ζωή μου θα είμαι ανάπηρος, θα κινούμαι με ένα καροτσάκι αναπηρικό, θα μου κόψουν τα πόδια απ’ τα κρυοπαγήματα, δεν τη βγάζω καθαρή όσον αφορά τα κρυοπαγήματα». Τα παπούτσια που είχανε ήτανε, ελληνικής κατασκευής ένα παπούτσι νομίζω, αν δεν κάνω λάθος. Το είχα πάρει απ’ τον Βλαχοδήμο, ήταν ένα μαγαζί το οποίο ήταν ανεβαίνοντας τη Βενιζέλου, γωνία με Βασιλέως Ηρακλείου, ένα μαγαζί που έτυχε να έχει ένα παπούτσι σαν ορειβατικό, έτσι; Ένα δέρμα της πλάκας, το οποίο μάλιστα στην ανάβαση κάπου είχα πατήσει νερό και είχε πάρει και νερό, πάγωσε μετά το παπούτσι και απ’ το πάγωμα ήμουν καλά. Καθώς πάγωσε έκανε κρούστα, με τελικό αποτέλεσμα να σε θωρακίζει ο πάγος. Οπότε λέω: «Δεν γλιτώνω τα πόδια μου, δεν τη γλιτώνω». Οπότε, πολλές φορές σκεφτόμουν κατά τη διάρκεια της νύχτας πώς θα είναι η ζωή μου από εκεί και πέρα. Λέω: «Εντάξει, ok, θα είμαι ανάπηρος, τελείωσε. Θα είμαι 17 χρονών χωρίς πόδια, ας πούμε, λέω αλλά παρόλα αυτά δεν μετανιώνω γι’ αυτό που έκανα, άρα και χωρίς πόδια θα μπορώ μια φορά το χρόνο να νοικιάζω ένα αεροπλάνο και να πετάω πάνω από τις κορυφές του Ολύμπου», ας πούμε. Έτσι, διάφορες ιδέες που περνούσαν εκείνη την ώρα. Δεν πίστευα σε καμία περίπτωση ότι θα πεθάνω. Τουλάχιστον για την πρώτη μέρα, οπότε είχαμε ηθικό. Τελικά αποφασίζουμε να διανυκτερεύσουμε σε ένα μέρος, πίσω από τον Προφήτη Ηλία, στη δυτική μεριά, κι ο βορειοδυτικός άνεμος καναλοποιούταν εκεί πέρα και πολλαπλασιάζοταν σε ισχύ και σε δύναμη. Το σημείο που επιλέξαμε ήταν απ’ τα χειρότερα μέρη που θα μπορούσαμε να επιλέξουμε. Εντελώς τυχαία το επιλέξαμε, χωρίς να βλέπουμε τίποτα, λέμε εδώ την πέφτουμε και. Σ’ ένα τεράστιο Οροπέδιο που δεν έχεις δυνατότητα επιστροφής. Ξεκινάμε τώρα, καταρχήν εμφανίζεται ένα tente de paroi, μία τέντα δύο ατόμων, και λέει: «Να μπουν αυτοί που έχουν πρόβλημα». Πραγματικά, βάζουμε πρώτο τον Νικηφορίδη μέσα, ο οποίος ήταν βραδυκίνητος, βραδύγλωσσος. Μπαίνει μέσα, λέει κι ένας: «Παιδιά, να μπω κι εγώ να τον ζεστάνω», μπαίνει ακόμα ένας. Λέει ακόμα ένας, ο Τηλέμαχος: «Κι εγώ δεν είμαι καλά, να μπω κι εγώ, παιδιά, μέσα». Φανταστείτε μια τέντα δύο ατόμων. Μπαίνει και κάποιος άλλος για να ζεστάνει τον Τηλέμαχο, μπαίνω κι εγώ τελικά. Μπαίνουμε 6-7 άτομα σε μία τέντα η οποία ήταν, σαν να λέμε ένα μπαλόνι, όπου, στο μπαλόνι τα πρόσωπά μας ήταν ακουμπιστά κι αυτοκόλλητα ο ένας με τον άλλον, το οποίο ακουμπούσαμε και τα τοιχώματα απ’ το μπαλόνι, το οποίο μας χτυπούσε και μας σφυροκοπούσε τα χαστούκια που έδινε ο αέρας επάνω στο μπαλόνι. Δηλαδή σαν να λέμε φοράς μια σακούλα, σε χτυπάει ο αέρας και δέχεσαι αυτό το πράγμα. Συνεχόμενα. Ανάλογα με την ταλάντωση που κάνει ο αέρας, είχες αυτό το πράγμα. Παρόλα αυτά δεν κρυώναμε μέσα. Έτσι, το χιουμοριστικό στην τραγική κατάσταση ήταν ο Τηλέμαχος, θυμάμαι πολύ καλά, επί λέξει, λέει: «Πονάν τα πόδια μου, παιδιά, να βγάλω λίγο το παπούτσι μου». Τώρα εμείς ήμασταν μια ομάδα αγκαλιασμένων ανθρώπων, μέσα σε μια τέντα δύο ατόμων. Δεν μπήκαν όλοι μέσα, ο Γαληνός νομίζω και κάποιοι άλλοι είχαν μείνει απέξω. Την ώρα που κάνει ο Τηλέμαχος να βγάλει το παπούτσι του σκίζει η τέντα, κι όπως ήμασταν αγκαλιασμένοι μια ομάδα, μια μπάλα από ομάδα ανθρώπων, πέφτουμε στο χιόνι και την τέντα την εξαϋλώνει, την παίρνει ο αέρας και την εξαφανίζει. Οπότε είμαστε πεσμένοι στο χιόνι. Τι να κάνουμε, τι να κάνουμε. Έχουμε τέσσερεις υπνόσακους. Θα βάλουμε τον Νικηφορίδη στον έναν υπνόσακο, δεν θυμάμαι κι αν του βάλαμε υπόστρωμα, αν υπήρχε ένα υπόστρωμα. Θα μπουν, για να μην τα πολυλογώ, τέσσερα, το πολύ πέντε άτομα μέσα σε υπνόσακους. Όλο το βράδυ θα χιονίζει ασταμάτητα. Κάποια στιγμή θα τους θάψει το χιόνι. Θα τους πατάμε εμείς από πάνω. Θα φωνάζουν: «Ε, με πατάς, ρε, πρόσεχε», ξέρω ‘γώ. Μια φανταστική εικόνα ήταν ότι, αυτοί που ξαπλώσαν μες τους υπνόσακους, και πριν τους θάψει οριστικά το χιόνι, είχαν ξεχάσει τους φακούς κεφαλής ανοιχτούς. Οπότε ήταν μια φανταστική εικόνα όπου έβλεπες χλωμά πρόσωπα, θαμμένα στον πάγο, όταν ακόμα αυτά ήτανε στους δυο, τρείς, πέντε πόντους. Γιατί είχε παγώσει, είχε γίνει και γυαλί. Αυτό, φυσικά, τους προστάτευε. Γιατί ο πάγος δεν μειώνει τη θερμοκρασία πολύ. [00:20:00]Έχει μηδέν μέσα στον πάγο. Έξω έχεις τον αέρα, έχεις το κρύο, που είναι πολύ περισσότερο. Ο συντελεστής κρύου έξω ήτανε, πρέπει να ‘χαμε ένα 8 με 10 υπό το 0 τουλάχιστον, κι ο άνεμος έφτανε τα 100 χιλιόμετρα, επιεικώς. Οπότε, ο συντελεστής κρύου ήταν πάνω από 20-25 υπό το 0, και στην κατάσταση που ήμασταν. Κατά τη διάρκεια της νύχτας τους ρωτούσαμε αυτούς αν είναι καλά, και απαντούσαν ναι. Τώρα κοιμόνταν, λαγοκοιμόντουσαν, θαμμένοι στο χιόνι. Το χιόνι τους έθαβε. Κάποια στιγμή αρχίσανε να πέφτουν κεραυνοί. Όταν πέφταν, λοιπόν, οι κεραυνοί, λέγαμε: «Κάποια ακτινογραφία του βουνού θα φανεί από το φλας, και θα μπορέσουμε να δούμε τι γίνεται. Κάπου, πού είμαστε. Να προσανατολιστούμε». Στήναμε πλάτη-πλάτη και περιμέναμε τον επόμενο κεραυνό, την επόμενη αστραπή που θα πέσει, για να μπορέσουμε να δούμε κάτι στον χώρο. Αλλά όταν έπεφτε η αστραπή, πραγματικά τυφλωνόμασταν για μερικά λεπτά, δεν βλέπαμε τίποτα απολύτως. Οπότε, το να περιμένουμε με ορθάνοιχτα μάτια να δούμε κάτι από μία αστραπή, δεν έπαιζε αυτό. Το χάσαμε. Προσπαθήσαμε να κάνουμε, με τις ορειβατικές σκαπάνες που είχαμε, να κάνουμε τρύπα στο χιόνι να μπούμε μέσα. Ή να κάνουμε λαγούμια. Αλλά κι αυτά που τα κάναμε, που ήτανε πολύ, έτσι, σε μικρό βάθος, καθίσαμε, σαν να λέμε καρέκλες κάναμε, πολυθρόνες, για να καθίσουμε στο χιόνι, παγωμένοι κιόλας. Ήταν εκνευριστικό, γιατί ακόμα και σ’ αυτήν την περίπτωση όταν καθόσουνα το χιόνι έμπαινε στα πιο απόκρυφα σημεία, με τους ρότορες που έκανε που περνούσε από πάνω σου η χιονοθύελλα. Με αποτέλεσμα, σε κάλυπτε το πρόσωπο, όσο κενό άφηνε η μπαλακλάβα, το full face σκουφί. Οπότε, κάποια στιγμή, όταν το πρόσωπό σου γέμιζε από χιόνι και πάγο, σε εκνεύριζε, το πετούσες, σηκωνόσουν πάνω, και προσπαθούσαμε να παίξουμε μποξ μεταξύ μας. Κάναμε συνεχώς περιστροφές των χεριών, για να κρατήσουμε τα δάχτυλά μας. Σαν να λέμε ελικοπτεράκια, γυρνούσαμε συνεχώς με μεγάλη φόρα τα χέρια. Κλοτσούσαμε συνεχώς στον αέρα, και αγκαλιαζόμασταν όλοι μαζί και χορεύαμε φωνάζοντας, ξέρω ‘γώ, ό,τι ναι ‘ναι ας πούμε. Για να κρατήσουμε ηθικό. Αυτούς που κρυώναν τους βάζαμε στο κέντρο του κύκλου. Οι υπόλοιποι δε, ήτανε θαμμένοι στο χιόνι. Το βράδυ πέρασε έτσι, ατελείωτη νύχτα, πραγματικά. Στη συνέχεια, λοιπόν, άρχισε να ξημερώνει. Όταν άρχισε να ξημερώνει λέμε: «Εντάξει, σωθήκαμε». Τι είχε όμως συμβεί, αυτοί που είχαν θαφτεί στο χιόνι, κι είχε ρίξει ενάμιση μέτρο, κι ό,τι υλικά είχαμε αφήσει κάτω θαφτήκαν και δεν ψάξαμε να τα βρούμε. Μάλιστα κάποιοι κατουρούσαν και πάνω τους, γιατί θεωρούσαν περιττό να το βγάλουν να κατουρήσουν, που ένας άντρας είναι πολύ εύκολο να το κάνει. Θεωρούσαν ότι έτσι ζεσταίνονται, αλλά δεν ήταν σωστό αυτό το πράγμα. Δηλαδή, φαντάσου τι εικόνα, ας πούμε, έτσι; Μια παρένθεση, ότι την ώρα που είχαν θαφτεί στο χιόνι και φαινόταν τα χλωμά πρόσωπα στον πάγο από τους φακούς κεφαλής που φέγγανε, έκανα μία προσπάθεια να βγάλω μια φωτογραφία αυτή την εικόνα. Έβγαλα, λοιπόν, τη φωτογραφική μου μηχανή, ήταν μια ρωσική f4, μεταλλική φουλ, μ’ ένα φωτόμετρο έξτρα που είχε. Αλλά την ώρα που πήγα να βγάλω τη μηχανή, η μηχανή είχε μαζί με τη θήκη, είχε δημιουργήσει από πάνω της μια γυάλινη σφαίρα από πάγο. Με αποτέλεσμα, πήρα το πιολέ, κι άρχισα να χτυπάω τον πάγο σιγά-σιγά, να ξεχιονίσω το παγωμένο κομμάτι της μηχανής. Κουράστηκα, το θεώρησα περιττό, και εγκατέλειψα την προσπάθεια. Και πραγματικά από τότε αναθεματίζω τη στιγμή που δεν έκανα μια προσπάθεια παραπάνω, πέντε-έξι κινήσεις για να καθαρίσω τη μηχανή να βγάλω φωτογραφία. Φυσικά, δεν σήκωνες ούτε τις μασχάλες σου, ούτε τα χέρια σου σήκωνες, γιατί ακόμα κι αυτό το θεωρούσες περιττή κίνηση. Όλα ήταν περιττά, με το ρίγος που άρχισε να πιάνει όλους μας. Οι άλλοι τώρα που είχαν θαφτεί. Επανέρχομαι σ’ αυτούς που είχαν θαφτεί στο χιόνι, άρχισαν να φωνάζουν βοήθεια. «Βοήθεια, σκάμε». Γιατί; Όλο το βράδυ, θαμμένοι στο χιόνι, σε έναν υπνόσακο μούμια, που είχαμε εμείς πατήσει το χιόνι και το ‘χαμε κάνει συμπαγές από πάγο, από σφιχτό χιόνι τέλος πάντων. Κι αυτοί ήταν με τα χέρια σφιχτά, κολλητά στα πόδια. Το βράδυ δεν χρειαζόντουσαν τόσο πολύ οξυγόνο, γιατί είχε πέσει ο μεταβολισμός, οπότε ήταν πιο χαλαρά. Τη μέρα όμως είδαν ότι, ήταν θαμμένοι στο χιόνι, απόλυτο σκοτάδι, και δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Οπότε εκεί τους έπιασε πανικός. Κι όταν σε πιάνει πανικός αυξάνεται ο μεταβολισμός, θέλεις περισσότερο οξυγόνο, έχεις στρες. Κι αρχίσαν να φωνάζουν: «Βοήθεια, βγάλτε μας, βοήθεια, βγάλτε μας». Η φωνή δεν ερχόταν απόλυτα καθαρή, γιατί αυτοί ήταν θαμμένοι στο χιόνι, οπότε αντιλαμβάνεσαι ότι το χιόνι λειτουργεί και σαν φίλτρο. Μια χαμηλή φωνή να ακούγεται από κάτω «Βοήθεια, βγάλτε μας». Οπότε, αρχίζουμε και σκάβουμε εμείς με τις ορειβατικές σκαπάνες, και ψάχνουμε να βρούμε, μόλις βρίσκουμε ξέρω ‘γώ κοιλιά του υπνόσακου, ψάχνουμε να βρούμε γρήγορα το κεφάλι, για να τους βγάλουμε έξω, γιατί αυτοί θέλαν να αναπνεύσουν. Πραγματικά, καταφέραμε και τους βγάλαμε έξω, δεν ξέρω τι θα γινόταν αν τυχόν δεν ήμασταν εμείς απ’ έξω και ήταν όλοι θαμμένοι στο χιόνι, κι είχε ρίξει τόσο πολύ χιόνι. Φυσικά, φταίγαμε που το πατήσαμε το χιόνι. Αλλά ήμασταν σε μία περίμετρο δέκα-δεκαπέντε μέτρων, αναγκαστικά πατούσαμε και πάνω σ’ αυτούς και το σφίξαμε πολύ καλά το χιόνι. Όταν σηκώθηκε ο Νικηφορίδης είχε χάσει το κέντρο ισορροπίας. Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά. Έτσι, λοιπόν, με το που σηκώθηκε έπρεπε κάποιος να τον κρατάει γιατί θα έπεφτε ή δεξιά ή αριστερά. Οπότε, πάντα ήταν ένας δίπλα στον Νικηφορίδη να τον κρατάει όρθιο. Είμαστε στα 2.700 μέτρα. Είχαμε περπατήσει 10 ώρες την πρώτη μέρα για να φτάσουμε στο Οροπέδιο, όλο το βράδυ χοροπηδούσαμε.

Ζ.Τ.:

Και ξημερώνει τώρα η επόμενη μέρα, που έχουμε έναν άνθρωπο ο οποίος δεν είναι καλά. Θα κινηθούμε έχοντας υποβασταζόμενο τον Νικηφορίδη. Συνήθως τον έχει, αν θυμάμαι καλά, ο Γαληνός κι ο Αβραμόπουλος, κι ο Ξυνογιαννακόπουλος, νομίζω. Τον είχαν αγκαλιά δυο άτομα, για να περπατάει στο Οροπέδιο αυτό, μες στη χιονοθύελλα. Καθώς περπατάμε στο Οροπέδιο στα κουτουρού με σκοπό κάτι να βρούμε αναγνωριστικό, κάποια στιγμή θα δω το καταφύγιο του Κάκκαλου. Θα το δει και ο Αυγουστίνος, αν θυμάμαι καλά, ο φίλος μου. Μόλις το βλέπουμε το φοκάρω, μπαπ εδώ, στα 500 μέτρα μπροστά μου. Το είδα. Και ξανακλείνει ο καιρός. Αλλά έχω κρατήσει προσανατολισμό, είναι προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση που έχω το βλέμμα μου, δεν το χάνω με τίποτα. Μάλιστα υπάρχει η σκέψη να φύγω τρέχοντας στο Καταφύγιο και να περιμένω τους άλλους, ή Οk, να περιμένω τους άλλους. Μάλιστα, εκείνη την ώρα γυρνάω το πρόσωπό μου και βλέπω πως έρχονται. Είναι δεκατρία άτομα σε μία κλήση σαράντα πέντε μοιρών, περπατάνε, υποβασταζόμενος ο Νικηφορίδης, μες τη χιονοθύελλα, που τους βλέπεις θολά. Όταν το ανθρώπινο σώμα ισορροπεί σε 45 μοίρες κλήση και δεν πέφτει, η ταχύτητα του ανέμου είναι 140 χιλιόμετρα άνεμος. Μάλιστα, με πιάνει εκείνη την ώρα, έτσι, το καλλιτεχνικό μου θα μπορούσα να πω, έχω την κάμερα στην κοιλιά μου. Να την βγάλω, την κουρδιστή κάμερα, και να τραβήξω αυτήν την εικόνα που ήτανε φανταστική. Που περπατούσαμε σε 45 μοίρες γωνία μέσα στη θύελλα και ακόμη ένας υποβασταζόμενος. Τώρα πού να τη βγάζω, ήταν περιττή η κίνηση, λέω: «Να τη βγάζω, να την κουρδίσω τη μηχανή για να τραβήξω… ‘Ντάξει, φτάσαμε στο καταφύγιο τώρα, θα ξεχιονιστούμε και θα βγούμε έξω να τραβήξουμε ξανά την εικόνα». Έρχεται ο Μπουντόλας, του λέω: «Το καταφύγιο είναι σ’ αυτήν την κατεύθυνση. Το είδα». Ξέρει ο Μπουντόλας πού είμαστε. Είναι λίγο λάκκα και κάνει ανηφόρα. Ο Μπουντόλας τι έκανε; Συνήθως έβαζε κάποιους ανθρώπους μπροστά νέους, ν’ ανοίγουν βήματα στο χιόνι, κι αυτός έδινε τον προσανατολισμό. Από ‘κείνη τη στιγμή και μετά εγώ δεν θα είμαι μπροστά. Μπαίνει κάποιος άλλος, δεν θυμάμαι ποιος, γιατί. Έτσι έτυχε. Αλλά λέει ο Μπουντόλας να μην πάμε απ’ την λάκκα μέσα, για να μην κατεβούμε κι ανεβούμε. Να πάμε πλάι-πλάι και να βγούμε στο καταφύγιο. Το πλάι-πλάι φυσικά χωρίς σημείο αναφοράς, σ’ ένα αχανές Οροπέδιο που το μόνο πράγμα που έβλεπες είναι οι μύτες απ’ τις μπότες σου. Τίποτ’ άλλο. Και κινούμαστε, λοιπόν, πλάι-πλάι. Και περπατάμε 1 ώρα. Περπατάμε 2 ώρες. Ίσως και παραπάνω. Κάποια στιγμή, βλέπουμε κάποιους άλλους ορειβάτες. Τους λέμε: «Παιδιά, ε, πού είστε; Ψάχνουμε το καταφύγιο». Μας λεν κι αυτοί: «Κι εμείς το ψάχνουμε». «Παιδιά -τους λέμε- εμείς διανυκτερεύσαμε έξω». Μας λένε κι αυτοί διανυκτερεύσαν έξω, «Κι εμείς», λέει. «Είμαστε χάλια», λέω. «Κι εμείς είμαστε χάλια», λέει. Και κοίταξε τώρα λέμε σύμπτωση μεταξύ μας, να είναι δύο ομάδες χαμένες στον Όλυμπο, να ψάχνουν το καταφύγιο και να συναντηθεί η μία με την άλλη, σ’ ένα πλατό. Και τελικά ανακαλύψαμε τι; Οι πρώτοι συναντήσαν τους τελευταίους. Κάναμε κύκλο γύρω απ’ τον εαυτό μας, οι δεκατέσσερις. Κι εκεί, έπεσε κλάμα, πραγματικά. Χαθήκαμε. Χαθήκαμε για μια ακόμη φορά. Ήτανε μεσημέρι, και υπήρχε κίνδυνος να έχουμε δεύτερη διανυκτέρευση έξω. Πάνω στο πλατό. Δεν θα ζούσαμε. Η απόγνωση, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, σε κάνει τολμηρό. Έχουμε πυξίδα. Θα ακολουθήσουμε μια συγκεκριμένη πορεία, βορρά, νότο, δύση, ανατολή, συνεχόμενα, μέχρι να φτάσουμε σε μία περίμετρο βράχων, θα δέσουμε σχοινιά, θα κάνουμε rappel, καταρρίχηση, κάποια στιγμή τα σχοινιά μας θα τελειώσουνε, κι εκεί θα πηδήξουμε όπου να ‘ναι, για να γλιτώσουμε. Ειδάλλως σωτηρία δεν έχει. Μας είχε σοκάρει πραγματικά το ανελέητο σφυροκόπημα του χαλαζιού στο κεφάλι μας. Και το ψύχος και το κρύο και το τουρτούρισμα, ήταν εκνευριστικό. Ακολουθούμε μια πορεία, ο Νικηφορίδης πλέον δεν είναι καλά, δηλαδή, δεν καταλαβαίνουμε λέει βλακείες, λέμε: «Δεν ξέρουμε τι ακριβώς συμβαίνει, αλλά αυτός βρίσκετε σε ένα άλλο περιβάλλον, σ’ ένα καφενείο και λέει αρλουμπολογίες». Αυτά είναι συμπτώματα υποθερμίας πολύ σοβαρά τώρα, όταν ο άλλος χάσει την επαφή με το περιβάλλον. Έχει χάσει την επαφή. Περπατάει, αλλά είναι [00:30:00]χαμένη η επαφή με το περιβάλλον. Καθώς περπατάμε βρίσκουμε ένα γκρεμό πολύ απότομο, και πάμε να κατεβούμε από ‘κεί πέρα. Οι πρώτοι που κατεβαίνουν μετά από 200 μέτρα, γυρνάνε πίσω, λένε: «Θα σκοτωθούμε, δεν γίνεται». Μάλιστα, γυρίσαμε μεταξύ μας κάποιοι και λέμε: «Γιατί, εδώ θα ζήσουμε;». Άρα δεν υπάρχει περιθώριο επιβίωσης, δηλαδή, τουλάχιστον εκεί θα γλιτώσουμε απ’ τη θύελλα. Όποιος κατεβεί να φωνάξει βοήθεια. Αν καταφέρει να κατεβεί. Την ώρα που ανεβαίνουμε στη ανηφόρα, ο Νικηφορίδης καταρρέει. Και πεθαίνει. Σε εκείνη την ανηφόρα. Ήτανε, ανεβαίνοντας, διακόσια μέτρα δεξιά απ’ το Πέρασμα του Γιώσου. Ακούγονται κάτι χαζομάρες, κάποιος να μείνει να τον συντροφεύει, αλλά ποιος θα συντροφεύει έναν νεκρό; Κάποιος λέει: «Εγώ θα τον εξετάσω». Πηγαίνει ο Σούλας και του δίνει το φιλί της ζωής. Μάλιστα, δεν μας άρεσε πάρα πολύ αυτή η εικόνα [Δ.Α.], λίγο έτσι μας φάνηκε απόκοσμη να φιλήσει ένα άντρας έναν άλλον άντρα. Το φιλί της ζωής φυσικά. Κι αν ακόμα, με κάποιον τρόπο μαγικό, θεϊκό, κατάφερνε να τον ξαναγυρίσει πίσω τον Νικηφορίδη, τι θα μπορούσε να γίνει; Θα μπορούσε να περπατήσει καλά ο Νικηφορίδης; Θα ζούσε μετά από δέκα λεπτά; Αφού ήτανε παγωμένος ο άνθρωπος και τελείωσε εκεί πέρα. Πόσο θα μπορούσαμε ακόμα να τον διατηρήσουμε, σ’ αυτή την κατάσταση; Τον αφήνουμε τον Νικηφορίδη, τον δένουμε κι ένα σχοινί και τον εγκαταλείπουμε εκεί πέρα.

Ζ.Τ.:

Και αρχίζουμε την πορεία, σύριζα πάντα μ’ έναν γκρεμό, με σκοπό κάτι να προσανατολιστούμε, να δούμε πού είμαστε, είχε ρίξει άπειρες ποσότητες χιονιού στο βουνό. Ο Σούλας, παρατήρησε ο Σούλας ότι είχε εγκαταλειφθεί. Τι σημαίνει εγκαταλείπομαι; Σημαίνει ότι άφησε το πρόσωπό του να κτιστεί από πάγο κι από χιόνι. Και έβλεπες τις τρυπούλες απ’ τις κόγχες απ’ τα μάτια του, που πραγματικά, δεν υπήρχε πρόσωπο. Ήταν το πρόσωπο καλυμμένο από πάγο. Αυτό είναι εγκατάλειψη, σημαίνει ότι δεν πονάς απ’ τον πάγο που κάθεται στο πρόσωπό σου, σημαίνει ότι είσαι ήδη μουδιασμένος σ’ όλο σου το δέρμα. Άρα δεν πονάς και δεν αισθάνεσαι πουθενά πράγματα, δεν έχεις την αίσθηση, όπως έχεις σε μια λογική κατάσταση. Άρα έχεις μπει σε μια πολύ βαθιά υποθερμία. Και πιο πολύ ήτανε το ψυχολογικό κομμάτι, γιατί ήταν και δεμένος με τον Νικηφορίδη ίσως πιο πολύ. Κάποια στιγμή, ήδη αρχίζουν κάποιοι να φωνάζουν, να βρίσουνε πολύ έντονα. Φτάνουμε, λοιπόν, στο Πέρασμα του Γιώσου. Βρίσκουμε το Πέρασμα του Γιώσου. Κι έχουμε δύο επιλογές. Η μία είναι, εφόσον ξέρουμε τώρα πού είμαστε, να τραβήξουμε μες στη χιονοθύελλα σύριζα με τον γκρεμό για το καταφύγιο, που δεν απέχει πάνω από 45 λεπτά. Ή να δοκιμάσουμε 10, 15 ώρες πίσω να γυρίσουμε. Πόσο θα κάναμε; Και τελικά, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, έχω βιώσει κι άλλες τέτοιες καταστάσεις, φοβάσαι, δεν εμπιστεύεσαι τον εαυτό σου ότι μπορείς να τα καταφέρεις. Με αποτέλεσμα, ο στόχος είναι να χάσεις γρήγορα υψόμετρο. Κι αποφασίζουμε να κατεβούμε πάλι με τα σχοινιά το Πέρασμα του Γιώσου και να κάνουμε υποχώρηση. Άσχετα αν ήμασταν πολύ κοντά στο καταφύγιο. Αλλά δεν αποκλείεται να μην το βρίσκαμε. Αν δεν το βρίσκαμε, ζήτημα να ζούσαν άλλοι 2-3 από την ομάδα. Όλοι οι άλλοι θα πεθαίναμε. Ξέραμε λοιπόν, περίπου, λίγες ώρες μετά, τη σειρά που θα καταρρεύσει ο καθένας. Δεν ξέρω ποιος μας την είχε πει. Μετά απ’ εδώ, γενικά δεν υπάρχει φόβος. Ο φόβος έχει εξαλειφθεί. Τα συναισθήματα του φόβου, της ζωής και του θανάτου δεν υπάρχουνε. Υπάρχει το ένστικτο της επιβίωσης, είσαι μουδιασμένος στο σώμα, στο δέρμα και στο μυαλό. Δεν σκέφτεσαι όπως θα έπρεπε να σκέφτεσαι κανονικά. Μας ασφαλίζει ο Μπουντόλας. Θυμάμαι, ο Σούλας με προσπερνάει στη σειρά, μπαίνει μπροστά, λίγο έτσι εκνευρίστηκα που με προσπέρασε, αλλά δεν ήταν καλά ο άνθρωπος. Κατεβαίνουμε στο πλατό, με τα σχοινιά, κι ο τελευταίος, ο Μπουντόλας νομίζω, θα μαζέψει σχοινιά και θα κατεβεί κάτω. Με το που κατεβήκαμε κάτω, έβγαλα την τελευταία φωτογραφία και αρχίσαμε να παίρνουμε την κατηφόρα. Είχαμε σωθεί ουσιαστικά, έτσι; Γιατί, πέφτοντας σε υψόμετρο κερδίζεις και θερμοκρασία. Μετά από λίγη ώρα διαδραματίζεται ένα σκηνικό, δεν θα ‘μαστε παρόντες, θα ‘ναι ο Μπουντόλας κι ο Γαληνός. Όπου ο Σούλας εγκαταλείπεται σε δυνάμεις, λέει: «Εγώ θα μείνω εδώ». Που ήταν κατηφόρα για να κατεβεί. Επί λέξει είπε: «Έχω πάθει χειρότερα απ’ τον Δημητρό». Τον Νικηφορίδη. «Σε χειρότερη κατάσταση είμαι». Νομίζω ο Μπουντόλας θα τον βάλουν στον υπνόσακο και θα τον αφήσουν εκεί πέρα. Περπατάνε στον Λαιμό τώρα, για να συναντήσουν και τους υπόλοιπους, εμάς. Ο Μπαλτόπουλος, που ήτανε ο μικρότερος της παρέας, δεκαπέντε χρονών, δεκαέξι, θα κάνει μ’ ένα άλμα απ’ τη δεξιά μεριά του Λαιμού, είναι μια κόψη, κορυφογραμμή, με σκοπό, αν κατάλαβα καλά, είχε πει να κάνει την ανάγκη του. Ήταν εντελώς βλακεία αυτό, αν θέλεις να κάνεις, θα το κάνεις εκεί επί τόπου, δεν πηδάς, κάνεις άλμα 3-4 μέτρα στο χιόνι. Πώς θα τ’ ανεβείς αυτό το πράγμα, την κόψη που πήδηξες; Και τον βρίσκουν οι άλλοι, ο Μπουντόλας κι ο Γαληνός που είχαν αφήσει ήδη τον Σούλα, με κατεβασμένα παντελόνια, πεσμένο στο χιόνι και να τρέμει, να σπαρταράει. Τελικά αποφασίζουν να τον βοηθήσουν. Τον βοηθάν, του ανεβάζουν τα παντελόνια, και θα συνεχίσουν την πορεία προς τον Λαιμό.

Ζ.Τ.:

Ήδη καθώς περνάω εγώ μπροστά στον Λαιμό κι ανοίγω βήματα, νομίζω ότι έχω μεταφερθεί σ’ έναν άλλον κόσμο. Αρχίζω να πιστεύω ότι αυτό που έχω ζήσει είναι αιώνιο, κι από ‘δώ και πέρα για εκατοντάδες αιώνες θα ζω έτσι, μες στη χιονοθύελλα, μέσα σ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση. Ότι ζω έναν εφιάλτη. Είναι εφιάλτης, πρέπει να βρω τρόπο, κάτι, είναι εφιάλτης, ζω ένα όνειρο, δεν μπορεί, δεν μπορεί αυτή η κόλαση να υπάρχει. Συνεχώς με περνάν αυτές οι ιδέες στο μυαλό μου. Φτάνω στην κορυφή Σκούρτα, στα 2.422. Είμαι μόνος, έχω ανοίξει βήματα και περιμένω τους άλλους. Έχει μειωθεί η χιονοθύελλα, έχουμε μια μικρή χιονόπτωση, δεν φυσάει ο αέρας, κι εκεί πραγματικά θα χαλαρώσω και θα ηρεμήσω. Ίσως να ήταν και ιδανικό μέρος για να πεθάνει κάποιος, γιατί πάνω στο Οροπέδιο προσωπικά, κι άλλους που είχαμε μιλήσει, δεν μπορούσαμε ν’ αφεθούμε, να χαλαρώσουμε. Γιατί μας εκνεύριζε πάρα πολύ το ανελέητο σφυροκόπημα του χαλαζιού στο κεφάλι μας. Δηλαδή, δεν μπορούσαμε να ησυχάσουμε, για να πεθάνουμε, που λέει ο λόγος. Εκεί ήταν μέρος που, πραγματικά, μπορούσες να ξαπλώσεις να κοιμηθείς. Και τώρα έχω δύο επιλογές. Φτάνω μόνος. Να φύγω τρέχοντας κάτω, και δεν έχω φακό, ακόμα είναι σούρουπο, και να φτάσω στα δέντρα, που τα δέντρα είναι σωτηρία; Δεν έχω τίποτα όμως. Ή να περιμένω εδώ πέρα και τους άλλους. Αλλά θα παγώσω. Θα περιμένω και τους άλλους. Πραγματικά, περιμένω, ξαπλώνω και κοιμάμαι πεσμένος στο χιόνι. Θα ‘ρθουν να με ξυπνήσουν οι υπόλοιποι. Από πλευράς εξοπλισμού είναι σημαντικό να πούμε ότι φορούσα ένα θερμοεσώρουχο, ένα μάλλινο παντελόνι, τσόχα, εξαιρετικής ποιότητος. Δεν υπάρχουν τώρα τέτοια παντελόνια, βαρύ φυσικά. Ήταν αυτά που φορούσανε οι τσομπαναραίοι, τις κάπες. Αδιαπέραστο. Και μάλλινες μπλούζες, μπουφάν, μια βέστα πουπουλένια τερέ, της δεκαετίας του ’70, η οποία είχε πιάσει πάγο. Κι αυτός ο πάγος μου είχε δημιουργήσει έναν θώρακα, μαζί με τα μάλλινα που φορούσε και κάτι αδιάβροχα. Αν έβγαζα τα ρούχα μου και τ’ άφηνα στο έδαφος, θα μπορούσα να το κάνω αυτό, τα ρούχα θα διατηρούσαν το σχήμα του σώματός μου, παγωμένα, κοκαλιασμένα, όρθια κανονικά, θα στεκόταν όρθια τα ρούχα. Αυτή όμως, αυτό το παγωτό που είχα από πάνω μου, με μόνωνε απ’ το κρύο. Δεν το διαπερνούσε ο αέρας. Οπότε είχα μόνωση, είχα θερμοκρασία μηδέν, με τα μάλλινα που φορούσα ήμουνα εγώ καλά. Καλά, δηλαδή τραγικά, αλλά καλά, ζούσα.

Ν.Μ.:

Είχε δημιουργηθεί σαν θώρακας.

Ζ.Τ.:

Ναι, έγινε θώρακας. Οπότε έρχονται και με ξυπνάνε. Απ’ τη στιγμή που θα με ξυπνήσουν και μου περιγράφουν τι έγινε πίσω, εγώ θα ξυπνήσω, πηγαίνω μπροστά πάλι, ανοίγω βήματα, περπατάω εντελώς στα τυφλά, και μπαίνω σε οραματικό κόσμο. Είμαι κάτω απ’ την κορυφή Σκούρτα, πηγαίνω σύριζα με τον γκρεμό, με σκοπό να βρούμε το Ανάθεμα. Πραγματικά εκεί πέρα υπάρχουν κάτι γκρεμοί με μεγάλα βράχια, κι εμείς ακολουθούμε αυτό για να μπορέσουμε να προσανατολιστούμε, να μην χάσουμε τον προσανατολισμό μας. Μπαίνω σ’ έναν οραματικό κόσμο, ο οποίος είναι φανταστικός πλέον. Βλέπω αυτά που μου λείπουνε. Τι μου έλειπε λοιπόν; Ζέστη. Τζάκια, φλοκάτες κόκκινες. Καθόμουν σ’ ένα πολύ ωραίο, πέτρινο σπίτι μέσα, με τζάκια, φλοκάτες κόκκινες. Διψούσα. Έπινα νερό και ξεδιψούσα από φοβερές πηγές, φοβερές πηγές. Κι είχα φαγητό μπροστά μου κι έτρωγα πατάτες τηγανητές και [Δ.Α.] λουκάνικα, τα θυμάμαι πολύ καλά. Έτσι, δηλαδή, πραγματικά αυτό που σου έλειπε το έβλεπες μπροστά σου χειροπιαστό. Ξυπνούσα, ενώ περπατούσα τώρα όλα αυτά, και ήμουν μες στη χιονοθύελλα κι έτρεμα πάλι. Ξανά αυτό το πράγμα, ξανά, αλλεπάλληλα. Λέω: «Τώρα τι γίνεται; Ανοίγω τα μάτια μου, τα ‘χω ανοιχτά; Τα ‘χω κλειστά; Δεν ξέρω τι γίνεται τώρα». Δηλαδή, έβλεπα συνεχώς παραστάσεις. Δεν ξέρω αν την ώρα που περπατούσα έκλεινα τα μάτια ή τα ‘χα ανοιχτά και τα ΄βλεπα. Λέω: «Εντάξει, θα τσιμπηθώ, για να καταλάβω πότε είναι η πραγματικότητα». Γιατί άρχισα να μπερδεύω, πιστεύοντας ότι το όνειρο είναι η χιονοθύελλα και η πραγματικότητα είναι το όμορφο περιβάλλον που ζω. Οπότε, θα τσιμπηθώ να καταλάβω εφόσον πονέσω πού είμαι. Τσιμπιέμαι, θυμάμαι πολύ καλά. Φυσικά, το δέρμα μου είχε μουδιάσει, δεν καταλάβαινα και πολλά. «Ωραία, τσιμπήθηκα, άρα η πραγματικότητα είναι η χιονοθύελλα» ας πούμε. Συνεχίζω να περπατάω και βλέπω ξανά τα έντονα, αυτά τα οράματα. Λέω: «Εντάξει, είναι όνειρο. Τσιμπήθηκα, ένιωσα δήθεν την αίσθηση ότι πονάω. Δεν πονάω. Στην πραγματικότητα είναι όνειρο η χιονοθύελλα». Πηγαίνω στην άκρη του γκρεμού και λέω: «Κοίταξε…» Πώς ξυπνάς τα πρώτα 4-5 λεπτά όταν κοιμάσαι; Δεν πηδάς, κατεβαίνεις ένα σκαλοπάτι, και σε 2-3 λεπτά, αν έχεις κοιμηθεί κάνεις μια κίνηση ότι πέφτεις. Λέω: «Πολύ ωραία. Θα ξυπνήσω συνειδητά». Πηγαίνω στην άκρη του γκρεμού, και μάλιστα το κουφό ήταν ότι είναι νύχτα, έχει χιονοθύελλα και βλέπω το βουνό, στο ίδιο σημείο που είμαι, όπως είναι το καλοκαίρι. Να το λούζει ο ήλιος, να [00:40:00]βλέπω τα βράχια κάτω, την πρασινάδα, το γρασίδι, μια φανταστική μέρα. Και λέω: «Τι, εντάξει, όνειρο είναι, θα το διακόψω το όνειρο. Θα πηδήξω, θα αλματήσω, θα σκάσω σε ‘κείνα τα βράχια και μόλις κάνω μπαμ θα ξυπνήσω, και θα ξυπνήσω στο τζάκι, στη φλοκάτη, στα δροσερά νερά, στις πατάτες, σ’ όλα αυτά». Βγάζω το σακίδιο, και πηδάω στον αέρα. Με το που πηδάω στον αέρα αισθάνομαι αυτή την αίσθηση της πτώσης, όπου λες, κενό. Ξυπνάω κατευθείαν και εκείνη την ώρα κινητοποιούνται τα πάντα μέσα μου, όλα τα τελευταία πακέτα ενέργειας, που με ξυπνάνε και καταλαβαίνω τι γίνεται. Θυμάμαι πολύ καλά την πρώτη επιγραφή που είδα στο μέτωπό μου, έτσι, την αισθάνθηκα, «Σκοτώνομαι σαν μαλάκας». Κάνω, προσπαθώ, ενώ αιωρούμαι στο κενό και προσπαθώ να γυρίσω ν’ ακουμπήσω τα βράχια να φρενάρω, γιατί περνάω στον αέρα τα βράχια, και προλαβαίνω και κάνω νοερή απεικόνιση το crash μου στα βράχια εκείνα που είδα που θα κατέληγα σε λίγο. Καθώς πηδάς στο κενό ξέρεις τι σε περιμένει από κάτω. Και λέω: «Σε μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου θα ακουμπήσουν οι πατούσες μου στα βράχια, και θα ‘ρθουν οι πατούσες μου στα πηγούνια και εκεί θα διαλυθώ». Και περιμένω αυτό το χτύπημα της πατούσας για να με σκορπίσει εντελώς, να με κάνει. Θυμάμαι Σαρδανάπαλος, θα γινόταν ένα, ένα κουκλάκι που είχανε κάτι μικρά συγγενικά μας πρόσωπα, κάτι ανιψάκια, τα οποία, ήτανε μια κούκλα που γυρνούσε όπως θέλεις, ας πούμε, ο σαρδανάπαλος. Και λέω: «Θα γίνω σαν σαρδανάπαλος, θα διαλυθώ εντελώς». Αλλά για καλή μου τύχη, πέφτω σε χιόνι τρομερής ποιότητος, αφράτο, πούδρα, μέτρα, και με μεγάλη κλίση. Με αποτέλεσμα, το crash δεν έγινε στον βράχο, αλλά προσγειώθηκα σε χιόνι με πολύ μεγάλη κλίση και εκεί επιβραδύνθηκα αργά-αργά. Οπότε τα 10-15 μέτρα που πέρασα στον αέρα ήταν μια βουτιά την οποία έπεσα πολύ ωραία, έπεσα με τα πόδια, οπότε ήταν μια χαρά. Φωνάζω βοήθεια. Φωνάζουνε κι από πάνω οι άλλοι μ’ ακούσανε. Με πετάν σκοινί, δεν με φτάνει, μες στην νύχτα απ’ όσο μπορούσα να το δω. Απ’ τ’ αστέρια, δεν είχε φεγγάρι. Με πετάν δεύτερη φορά σχοινί, το δένω στο χέρι μου όπως να ‘ναι, στο χέρι μου. Και θυμάμαι ακούω το «Έι, οπ. Έι, οπ». Άλλα οχτώ άτομα τραβούσαν εμένα από την χαράδρα να μ’ ανεβάσουν πάνω. Μ’ ανεβάζουν πάνω, μου λεν: «Τι έγινε», μου δίνουν και μία καραμέλα, δεν ξέρω πού βρέθηκε αυτή η καραμέλα, και κατηφορίζουμε προς τα κάτω, πάλι σύριζα με τον γκρεμό.

Ζ.Τ.:

Καθώς κατηφορίζουμε, λοιπόν, σύριζα με τον γκρεμό, κάποιος μας λέει: «Μας κυκλώσαν οι λύκοι». «Μας κυκλώσαν οι λύκοι». Κατευθείαν κάνουμε έναν κύκλο γύρω απ’ τον εαυτό μας, λυγίζουμε τα πόδια μας και προτείνουμε τις μύτες απ’ τις ορειβατικές σκαπάνες. Κατευθείαν σε θέση άμυνας, άμεσα. Ξυπνήσαμε όλοι. Περιμένουμε, λοιπόν, μια επίθεση λύκων. Τίποτα. Ξαναπερπατάμε πιο κάτω. Ξανά μετά από λίγη ώρα: «Μας κυκλώσαν οι λύκοι». Ξανά το ίδιο πράγμα, κάνουμε κύκλο, άμεσα δηλαδή, χωρίς να έχουμε μια ιδέα τι θα κάνουμε, αλλά έβαλε ο ένας πλάτη με τον άλλον, και πρότεινε μπροστά τις μύτες απ’ τις σκαπάνες, λυγισμένα πόδια, αν μας επιτεθούν λύκοι. Το ‘πε τρεις φορές. Τελικά σταματήσαμε να τον πιστεύουμε. Γιατί αυτός τι έβλεπε; Έβλεπε να παραμορφώνεται ο θάμνος, η νανώδης βλάστηση που έχει τα δέντρα, και να παίρνουν μορφή λύκου. Αυτό είναι παραίσθηση φυσικά. Οπότε σταματήσαμε να πιστεύουμε αυτά που λέει, σταμάτησε να τα λέει κι αυτός, γιατί δεν μας έπειθε. Αλλά ήδη ο Μπαλτόπουλος δεν ήταν καλά. Άρχισε κι αυτός να κάνει χαζομάρες. Κι εγώ αισθανόμουν κάτι παράξενες αισθήσεις. Δηλαδή έβλεπα τους άλλους να περπατάν και έλεγα θυμάμαι: «Α, αυτοί θέλουν ν’ ανεβούμε στο βουνό. Εγώ θέλω να κατεβώ». Και είχα τάσεις απομόνωσης, να φύγω απ’ αυτούς. Την ίδια τάση είχε κι ο Μπαλτόπουλος. Αναγκαστήκαμε να τον δέσουμε τον Μπαλτόπουλο. Έτσι, λοιπόν, έχουμε αφήσει δύο, είμαστε έντεκα, κι έχουμε κι έναν αιχμάλωτο. Δεμένο απ’ τα χέρια. Και τον περπατάμε δεμένο απ’ τα χέρια. Κάποια στιγμή ο Μπαλτόπουλος θα πέσει κάτω στο χιόνι. Ο στόχος είναι γρήγορα να χάσουμε υψόμετρο, να κατεβούμε χαμηλότερα. Πλησιάζουμε το Ανάθεμα, μια απότομη κατηφόρα που έχει, για να συνεχίσουμε την πορεία προς τα κάτω. Οπότε, κάτω από ‘κεί μετά ανεβαίνει η θερμοκρασία και δεν έχεις τις θύελλες. Ο Μπαλτόπουλος θα πέσει κάτω, και θα τον σέρνουμε σαν ένα πτώμα στο χιόνι. Θα φωνάζει, θα βρίζει. Θα βάζει τα πόδια του στα δέντρα, στα αραιά δέντρα που υπάρχουν και στην θαμνώδη βλάστηση, για να μας δυσκολέψει όλο το σκηνικό. Εκεί θα τον χτυπήσουμε. Με σκοπό να τον, με κλοτσιές να μην βάζει τα πόδια του και να μας σκαλώνει, γιατί μας δυσκολεύει στην κατάβαση. Μπορώ να πω ότι ανακουφιστήκαμε, δηλαδή, μας ανακούφισε κιόλας, γιατί. Λοιπόν, κάποια στιγμή ο Μπαλτόπουλος δεν μπορούσε να συνεχίσει. Θα τον αφήσουμε κι αυτόν, περίπου στα 2.300 τουλάχιστον τουλάχιστον, στη θέση Ανάθεμα, ψηλά στο Ανάθεμα. Θα κάνουμε μια ύστατη προσπάθεια να τον ταΐσουμε. Δεν ξέρω, εμφανίστηκε ένα φανταστικό βάζο με μέλι παγωμένο. Αλλά πώς θα πιάσουμε τον Μπαλτόπουλο τώρα. Τώρα ο Μπαλτόπουλος ήταν επιθετικός. Έβριζε κι έκανε. Ορμάμε πέντε άτομα, έχουμε πει: «Εσύ θα πιάσεις αριστερό χέρι, εγώ δεξί χέρι, αριστερό πόδι, δεξί πόδι, κι ένας θα πιάσει τα μαλλιά για να μην μπορεί να μας δαγκάσει». Και τον σταυρώνουμε σ’ ένα δένδρο. Κυριολεκτικά, όλοι μαζί, πέντε άτομα. Κι εμφανίζεται ένας με το βάζο με το μέλι. Το ανοίγει, παγωμένο, θυμάμαι πολύ καλά τη σκηνή, βουτάει την ορειβατική σκαπάνη μέσα, τη γλώσσα της ορειβατικής σκαπάνης, και τώρα έπρεπε να ανοίξουμε το στόμα του. Του πατάμε τα μάγουλα με πίεση, με αποτέλεσμα απ’ τον πόνο που δημιουργούμε απ’ τα μάγουλα, ανοίγει το στόμα του αναγκαστικά αυτός. Με το που ανοίγει το στόμα, βουτάμε την ορειβατική σκαπάνη με το μέλι μέσα στο στόμα. Πατάμε από πάνω τα σαγόνια, του κλείνουμε το στόμα και βγάζουμε τη γλώσσα της ορειβατικής σκαπάνης έξω. Άρα, λοιπόν, αυτός έχει φάει κατευθείαν άθελά του μια παγωμένη κουταλιά μέλι. Την ώρα που κάνουμε την ύστατη προσπάθεια αυτήν, ο Μπαλτόπουλος νόμιζε ότι εμείς ασελγούσαμε πάνω του. «Είστε ανώμαλοι» λέει, «θα το πω στον πατέρα μου» κλπ., εντελώς κουφά πράγματα. Ενώ, άλλα 4-5 άτομα ήταν λίγο πιο κάτω από ‘μας, την ώρα που ταΐζαμε τον Μπαλτόπουλο, το τελευταίο τάισμα, που ήταν πολύ σημαντικό, πιστεύω τον κράτησε αυτό, λένε οι από κάτω: «αποφασίστε με ποιους είστε». Αρχίζει να κυκλοφοράει μια αίσθηση συνομωσίας μες στην ομάδα. Από παραίσθηση. «Είστε μαζί μας -λέει- ή με τους άλλους;». Και ρωτάμε εμείς, που ταΐζαμε τον Μπαλτόπουλο: «Ποιους άλλους εννοείτε;» «Τους νεκρούς» λέει. Ότι κάνετε μία προσπάθεια να καθυστερήσετε την πορεία προς τα κάτω, για να μας οδηγήσετε όλους στον κόσμο των νεκρών. Δηλαδή, τελείως, το τεντώσαμε από πλευράς επικοινωνίας μεταξύ μας. Είχαμε φτάσει σ’ αυτό το επίπεδο το φοβερό πλέον, συνωμοσία. Υπάρχει συνωμοσία. Τελικά, ο Μπαλτόπουλος μετά από είκοσι λεπτά συνέρχεται. Ξέρει ότι δεν μπορεί να κατεβεί, και ότι θα μείνει εκεί πέρα. Του αφήνουμε και μια νάιλον κουβέρτα, την οποία θα εκμεταλλευτεί τα μέγιστα την επόμενη μέρα. Ο Μπουντόλας θα κάνει μια ύστατη προσπάθεια φοβερή. Θα κατεβεί απ’ τα 2.300, θα φτάσει στα 1.900. Θα πάρει νερό απ’ τη βρύση του Αποστολίδη, θα ξανανεβεί πάλι αυτή την ανηφόρα, και θα μας φέρει λίγο νερό. Δυο παγούρια νερό. Τα οποία θα πιούμε, γιατί ήμασταν στραγγισμένοι. Ορμήξαμε σαν τα σκυλάκια τα πεινασμένα δίπλα του όταν έφερε το νερό, να πιούμε. Κι ο Γαληνός μας είπε να πειθαρχήσουμε. Και πραγματικά πειθαρχήσαμε. Ο καθένας ήπιε από δυο γουλιές νερό, τίποτ’ άλλο, αυτή ήταν η πειθαρχία. Κι εκεί θα δώσουμε τον Μπαλτόπουλο νερό και θα φύγουμε. Τον εγκαταλείπουμε. Ζωντανό. Συνεχίζουμε την πορεία προς τα κάτω, η ομάδα είχε διαλυθεί από καταπόνηση. Περπατάμε στο χιόνι, τσαλαβουτάμε. Βλέπουμε τα φώτα στο Λιτόχωρο. Εμείς κατεβαίνουμε το βουνό, είμαστε μισοπεθαμένοι, και παρόλα αυτά δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Να φωνάξουμε, δεν θα μας ακούσουν. Ούτε να ανάψουμε μια φωτιά μπορούμε, είμαστε διαλυμένοι εντελώς. 

Ζ.Τ.:

Πραγματικά, για να γυρίσω λίγο στο παρελθόν, επειδή θεωρούσα τις επικοινωνίες πολύ σημαντικό στο κομμάτι του βουνού, λίγο πριν ανεβούμε σ’ αυτή την ανάβαση, είχα προμηθευτεί μια συσκευή CB. Αν την έχεις ακουστά. CB. Είχα πάρει και μία μπαταρία μοτοποδηλάτου, εκείνης της εποχής, για να τροφοδοτήσω το CB, και μία κεραία. Ασύρματο, λοιπόν, CB, λίγο μεγαλούτσικο. Και θα το είχα μαζί στην ανάβαση, αν χρειαστεί κάτι να επικοινωνήσουμε. Μια μέρα πριν ξεκινήσουμε, έπιασα την κεραία του ασυρμάτου, πάτησα το press, και κάηκε ο ασύρματος. Οπότε, δεν είχαμε τον ασύρματο. Αλλά παρόλα αυτά είπα, από ‘δώ και πέρα, πραγματικά, κατάλαβα πόσο θεμελιώδους σημασίας είναι ο ασύρματος στο βουνό. Δεν αποκλείεται ότι σήμερα έχουμε ένα τεράστιο δίκτυο με πάνω από πενήντα αναμεταδότες, και να οφείλεται σ’ αυτά τα δύο τραγικά βράδια που περάσαμε. Γιατί πραγματικά το βίωμα είναι αυτό που κατευθύνει τις αντιλήψεις, στον άνθρωπο. Βλέπαμε το Λιτόχωρο και δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Μετά από λίγη ώρα που περπατούσαμε, ο Μπουντόλας έλεγε: «Σηκωνόμαστε, περπατάμε» ή «ξεκουραζόμαστε, πέφτουμε όλοι κάτω στο χιόνι». Ή ξανά άλλα εκατό μέτρα, ξανά «Σηκωνόμαστε, περπατάμε», σαν ζόμπι. Σαν ζόμπι. Και ξαναπέφτουμε στο χιόνι, και ούτω καθεξής συνεχίζεται αυτή η πορεία. Παρεμπιπτόντως, όταν ήμουνα ακόμα πάνω στ’ Οροπέδιο, τη δεύτερη μέρα, και αντιλαμβανόμουν ότι αν κοιμηθούμε εδώ πέρα θα πεθάνουν πολλά άτομα, είχα διαβάσει την ιστορία του Σκοτ. Όπου είχε πάει το ταξίδι του στον Πόλο, κι εκεί πέθανε. Αλλά έγραψε τα τελευταία του λόγια λίγο πριν πεθάνει. Και λέω: «Για φαντάσου», γιατί εγώ ήμουν μανιώδης καταγραφέας των μετεωρολογικών συνθηκών, οπότε είχα ένα τεφτεράκι κι ένα μολυβάκι κι έγραφα συνεχώς τη θερμοκρασία. Και λέω: «Κοίταξε, τώρα, που θα φτάσω σε σημείο να γράψω μια περιγραφή πριν πεθάνω, τι ακριβώς συνέβη». Ότι «Θα βρείτε 8-10 πτώματα διάσπαρτα, αλλά αυτά είναι γιατί χαθήκαμε. Και δεν βρήκαμε το καταφύγιο». Και θα το [00:50:00]‘γραφα με μολύβι, γιατί το μολύβι κρατάει και στο χιόνι και στον πάγο. Και λέω: «Θα το βάλω στο πουκάμισό μου», είχα ένα μάλλινο πουκάμισο, «ούτως ώστε όταν θα μας βρουν να ξέρουνε το πώς φύγαμε, τι έγινε και έγινε το σκηνικό». Και λέω: «κοίταξε, θα ζήσω την ιστορία του Σκοτ», που ήταν ο κατακτητής των Πόλων. Ξαναγυρνάω τώρα πίσω. Κάποια στιγμή καθώς κατεβαίνουμε, που δεν μπορούμε να συνεχίσουμε, δεν μπορώ να συνεχίσω εγώ, λέει ο Μπουντόλας «Σηκωνόμαστε, περπατάμε», κι εγώ δεν σηκώνομαι. Και μ’ αφήνουν κι εμένα. Και φεύγουν προς τα κάτω. Αυτοί έχουν φτάσει πλέον, κατεβαίνουν, κατεβαίνουν. Εγώ είμαι ψηλά πάνω απ’ το ύψος της Πετρόστρουγκας. Κατεβαίνουν και φτάνουν στη θέση Κόκα. Και κάνουν ένα μεγάλο διάλειμμα στη θέση Κόκα. Εγώ ξυπνάω, είμαι πεσμένος στο χιόνι, απ’ τα γόνατα και κάτω τα πόδια δεν τα αισθάνομαι. Είμαι παγωμένος. Έχω ένα σακίδιο, δεν είν’ το δικό μου. Δεν ξέρω ποιανού είναι. Είναι γεμάτο το σακίδιο, προφανώς μπορεί να έχει φαγητό, μπορεί να έχει κι άλλα ρούχα. Κι έχω 3 επιλογές. Βλέπω το Λιτόχωρο κάτω, θυμάμαι, ήμουν στα 2.000 μέτρα. Έχω τρεις επιλογές. Η μία είναι ν’ ανοίξω το σακίδιο και να πάρω τροφή, έχω να φάω δυο μέρες, κάτι να πάρω. Δεν έχω φακό όμως. Θα τα βρω. Η άλλη περίπτωση είναι να μην κάνω τίποτα, να καθίσω εκεί που είμαι, θα παγώσω πιο πολύ. Η τρίτη περίπτωση είναι να κατεβώ χαμηλότερα. Αν κατεβώ χαμηλότερα, ασχέτως αν βρω ή δεν βρω τους άλλους, θα είναι πιο ήπιες οι συνθήκες, πιο υψηλές οι θερμοκρασίες. Η περίπτωση η πρώτη κι η δεύτερη είναι να αναμένω τις ομάδες διάσωσης που θ’ ανεβαίναν την επόμενη μέρα. Γι’ αυτό. Η τρίτη είναι να κατεβώ χαμηλότερα, και να κερδίσω υψόμετρο και θερμοκρασία, για να επιβιώσω καλύτερα. Και μες στο σκοτάδι, με το φως των αστεριών, ούτε καν του φεγγαριού, προσπαθώ ν’ ακολουθήσω τα χνάρια που αφήσαν οι άλλοι στο χιόνι. Και ακολουθώ τα χνάρια μέσα στο δάσος. Πραγματικά, προσανατολιζόμουν, ήξερα πού ήμουνα, και προσανατολιζόμουν και σιγά-σιγά κατέβαινα προς τα κάτω. Και τελικά φτάνω στη θέση Κόκα, όπου θα συναντήσω και τους άλλους. Που με είχανε για εγκαταλειμμένο, και δεν ήξεραν πού βρισκόμουνα. Υποψιάζονταν, φυσικά, ξέραν, ότι είμαι κάτω απ’ τον Μπαλτόπουλο μεταξύ Αναθέματος και Κόκας. Δηλαδή μεταξύ 2.300 μέτρων και 1.800 μέτρων υψόμετρο. Όλα ωραία, ξεκινάμε, λοιπόν, τώρα την κατάβαση προς τα κάτω. Από την Κόκα προς τα κάτω. Ήδη αρχίζει και ξημερώνει. Βγαίνει μια πολύ, έτσι, ηλιόλουστη μέρα και καθώς ο ήλιος χτυπάει στα βράχια πάνω, χιόνι, λιώνει το χιόνι στα βράχια, και γίνονται μικρά ρυάκια. Και εκεί, θα τρέχουμε και θα βάζουμε τις γλώσσες μας, σαν τα ζώα, για να ανακουφιστούμε από δροσιά νερού, όχι χιονόνερου. Γιατί, ξέχασα να πω ότι τρώγαμε χιόνι συνεχώς, αλλά το χιόνι δεν μας ξεδιψούσε, και μας πάγωνε. Και για βδομάδες μετά ήτανε παγωμένα τα σαγόνια. Επίσης παρεμπιπτόντως, καθώς κατεβαίναμε στη θέση Ανάθεμα, δηλαδή εκεί που αφήναμε τον Μπαλτόπουλο, ο ένας με τον άλλον είχαμε επικοινωνία ακουστική με κροτάλισμα, των δοντιών. Δηλαδή σ’ όλο το δάσος αντηχούσε αυτό το κροτάλισμα των δοντιών, απ’ όλους μας εμάς τους υποθερμικούς. Δηλαδή ξέραμε ο ένας τον άλλον πού είναι απ’ αυτό το πράγμα, τακ-τακ-τακ, πήγαινε συνεχώς ασταμάτητα, η μασέλα δηλαδή, πήγαινε πάνω-κάτω. Μάλιστα θυμάμαι έναν κολλητό μου φίλο, ο οποίος, είμαστε μαζί και Θεσσαλονίκη, τον Αυγουστίνο, είχε σακίδιο με εξοπλισμό και δεν το ‘χε ανοίξει καθόλου. Ήτανε υποθερμικός κι αυτός. Περιμένοντας εκεί στη θέση του Μπαλτόπουλου, στα 2.300 μέτρα, τον πλησιάζω και τον λέω: «Ρε, Αυγουστίνε, βγάλε κάτι να φάμε απ’ το σακίδιό σου, θα πεθάνουμε απ’ την πείνα, πρέπει κάτι να κάνουμε». Κι αυτός ήταν πώς ήταν σε τρέμουλο, σε ρίγος, μου είπε: «Μην με πλησιάζεις, θα σε κλοτσήσω». Άρα, λοιπόν, μπορούμε να φανταστούμε πώς λειτουργεί ένας άνθρωπος, ο οποίος είναι σε υποθερμία. «Μην με πλησιάζεις, θα σε κλοτσήσω.» Γιατί, εάν τον πλησίαζα και τον ακουμπούσα, θα διατάραζα το ρίγος που είχε πάνω του, και το ρίγος αυτό τον ικανοποιούσε, κρατούσε μια θερμοκρασία, δεν ήθελε τίποτα άλλο, δεν ήθελε καν άγγιγμα. Συνεχίζουμε να περπατάμε, να κατεβαίνουμε προς την Κόκα, πίνουμε νερό κατά διαστήματα, εξαντλημένοι, και ξαναχαλάει ο καιρός και βλέπουμε κάτι το οποίο θα μπορούσες να πεις, ήταν, έτσι, μαγικό. Σ’ όλο τον Όλυμπο χαλάει ο καιρός, έχει συννεφιά πλέον πάλι, εμείς περπατάμε, δεν χανόμαστε. Και βλέπουμε μια τρύπα στον ουρανό που περνάει ο ήλιος, οι ακτίνες του ήλιου απ’ τα σύννεφα, και φωτίζει 3 δένδρα. Ήταν σ’ ένα απ’ τα 3 δένδρα που αφήσαμε τον Μπαλτόπουλο. Σ’ όλο τον Όλυμπο να συμβεί αυτό. Και λέμε: «Εντάξει, θαύμα, δεν μπορεί. Σ’ όλο τον Όλυμπο να ‘χει συννεφιά, και να ‘χει μια τρύπα και να πέφτει ο ήλιος εκεί πέρα πάνω. Άρα, ‘ντάξει, θα ζήσει» λέμε. Είναι το γραπτό του τέλος πάντων, δηλαδή, μπήκανε και τα μεταφυσικά στις ιδέες μέσα. Αυτός το εκμεταλλεύτηκε αυτό και καθώς έλιωνε το χιόνι από τα δένδρα, έπεφτε στη νάιλον κουβέρτα κι έπινε νερό από ‘κεί, για να ξεδιψάσει γιατί ήταν πάρα πολύ αφυδατωμένος.

Ζ.Τ.:

Φτάνουμε στη θέση Μπάρμπα, εκεί κάνουμε μια τελευταία μεγάλη στάση, όπου έχω τραβήξει κάποιες φωτογραφίες, και καταλήγουμε λίγο πριν φτάσουμε στη Γκορτσιά, εκεί πέρα που είναι τ’ αυτοκίνητα. Εκεί πέρα θα καταρρεύσουν άλλα 2 άτομα. Θα τους πάρουμε στα χέρια, θα τους βάλουμε στ’ αμάξι. Ήταν 2 αυτοκίνητα, το ένα δούλευε, το άλλο δεν δούλευε, δεν μπορούσε να πάρει μπρος. Αλλά είχε χιόνι 20 ποντών και δεν μπορούσαμε να φύγουμε. Θυμάμαι του Δημήτρη του Μπουντόλα το αμάξι, το οποίο ήταν μια κλούβα μικρή, ένα Citroen, μπήκαμε μέσα και βγάλαμε να δούμε λίγο τα πόδια μας, τα παπούτσια κλπ. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που είχα δει τότε πράσινα πόδια. Πράσινα, καταπράσινα. Μετά γίνεται μαύρο. Είναι τα κρυοπαγήματα. Οπότε, αυτούς που δεν ήταν καλά, τους μεταφέραμε, τους βάλαμε στ’ αμάξι, τους ξαπλώσαμε, και τους αφήσαμε εκεί πέρα. Και συνεχίζουμε τώρα την πορεία προς τα κάτω. Απ’ την Γκορτσιά, προς το καταφύγιο του Μπουντόλα, το σημερινό Σταυρού, Σταυρού-Μπουντόλα τέλος πάντων, που έχει και το όνομα του Τάκη. Και συνεχίζουμε την πορεία που είναι άλλα 4 χιλιόμετρα σε χιονισμένο δρόμο. Εκεί θα συναντήσουμε μία οικογένεια, ήτανε Χριστούγεννα, 25 Δεκεμβρίου, θα συναντήσουμε μία οικογένεια η οποία ανέβαινε προς τα πάνω εκδρομή, πεζοπορώντας στον δρόμο τον χιονισμένο. Θα μας προσπεράσει ο πατέρας, μάλιστα θυμάμαι λέω τον Γαληνό: «Να πούμε κάτι τον πατέρα, θα ‘χει κάποιο αυτοκίνητο πιο κάτω», λέει: «Ναι, ναι, ok». Και τον λέμε τον άνθρωπο, ο οποίος προσφέρθηκε άμεσα με πολύ ενθουσιασμό να μας βοηθήσει, κι ευαισθησία. Και ξεκινάμε, λοιπόν τώρα, την κατάβασή μας προς τα κάτω. Έρχονται αυτοκίνητα και μας παίρνουν σε ελάχιστο χρόνο. Κατεβήκαν κάτω, ενημερώσαν για το τι ακριβώς γίνεται. Πηγαίνουν 6-7 άτομα στο νοσοκομείο, εξεταζόμαστε κάτω από γιατρούς, πηγαίνουν 6-7 άτομα στο νοσοκομείο με σκοπό, όχι με σκοπό, είχαν πολύ σοβαρά κρυοπαγήματα. Και πηγαίναν για ακρωτηριασμό. Μάλιστα, απ’ ό,τι είχαμε μάθει, οι γιατροί του Νοσοκομείου Κατερίνης ζητήσαν και τη συμβουλή και τις γνώμες των γιατρών που πολεμήσαν στο αλβανικό μέτωπο για να ξέρουνε τις μεθόδους που εφαρμόστηκαν τότε, για το πώς να αντιμετωπίσουν κρυοπαγήματα. Γιατί κλήθηκαν να ακρωτηριάσουν από 6-7 άτομα, νέα παιδιά, τα πόδια. Ήταν φοβερό. Ένας που δεν πήγε στο νοσοκομείο, ακρωτηριάστηκε, πήγε Αθήνα, έχασε το μεγάλο του το δάχτυλο. Στη συνέχεια, λοιπόν, φτάνουμε στο Λιτόχωρο και πηγαίνουμε και κοιμόμαστε στον Ξενώνα Νεότητος, εκείνη την εποχή. Πριν πάμε, είμαι στην πλατεία, και λέω: «Κάπου να πάω να φάω, σε μια ταβέρνα, έχω να φάω 3 μέρες». Τώρα, δεν ξέρω, θα προλάβω να πάω στην ταβέρνα ή θα πεθάνω ενδιάμεσα; Δηλαδή, είχα κι αυτόν τον ενδοιασμό, λέω έχω να φάω 3 μέρες. Πρώτη φορά μου ‘χε συμβεί αυτό το πράγμα, και με καταπόνησε. Πηγαίνω με έναν φίλο μου εκεί πέρα να φάμε, την ώρα που πάμε να φάμε αυτός κάθεται κοντά στη σόμπα και λιποθυμάει. Πέφτει κι αυτός ξερός, έρχεται το ασθενοφόρο τον παίρνει, τον μεταφέρει, τον πάει στο Νοσοκομείο Κατερίνης. Έμεινα μόνος να φάω εκεί πέρα. Πηγαίνω μετά στον ξενώνα, ο Μπουντόλας το απόγευμα ετοιμάζεται ν’ ανεβεί πάνω ξανά. Θυμάμαι, ζέσταινε τις μπότες του της δερμάτινες τις διπλές στη σόμπα στον Ξενώνα Νεότητος, στο Λιτόχωρο με σκοπό να ξανανεβεί. Έρχεται ένα ελικόπτερο της πολεμικής αεροπορίας, θα τον πάρει, θα τον προωθήσει προς τα πάνω, αλλά ξαναχαλάει ο καιρός. Και πραγματικά εντυπωσιαστήκαμε. Αφού ο καιρός έδειχνε σημάδια κι ήταν θέλημα Θεού, φύσης, ο καθένας όπως θέλει μπορεί να το ερμηνεύσει, τυχαίο γεγονός, να σωθεί ο Μπαλτόπουλος, γιατί άνοιξε ο καιρός. Τώρα γιατί ξανακλείνει κι όταν πάνε οι ομάδες διάσωσης να μην μπορούν αν τον πάρουν; Τελικά, θα ξεκινήσουν ομάδες και από το Λιτόχωρο, και Θεσσαλονικιών ορειβατών, οι οποίοι θα προσεγγίσουν και θα κατεβάσουν τον Μπαλτόπουλο 24 ώρες μετά από εμάς. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι είχαμε 2 νεκρούς, και ο Μπαλτόπουλος που κατέβηκε καλά. Τέλος πάντων καλά, αφού τον ενισχύσαν, τροφοδοτήσαν κλπ. Αυτό είναι το περιστατικό γενικά, του ’79. Η κατάβαση των σορών διήρκησε 1 μήνα, που είχε πολύ μεγάλη προσπάθεια. Γιατί είχαν εγκλωβιστεί εκεί πέρα πάνω λόγω των καιρικών συνθηκών, σφραγίστηκαν κυριολεκτικά. Και υπήρχαν αυτά τα προβλήματα. Άρα ήτανε μια, θα μπορούσαμε να πούμε, μια τραγωδία που διαδραματίστηκε το ’79, και θα μείνει για πάντα στα χρονικά και στα ιστορικά αρχεία της ορειβασίας. Καθότι έδωσε πολλά συμπεράσματα για το πώς πρέπει να κινούνται οι ομάδες, τι πρέπει να προσέχουμε. Γιατί κι εμείς δεν είχαμε πάρει μετεωρολογικές συνθήκες, δεν μας ενδιέφεραν οι μετεωρολογικές συνθήκες. Λέγαμε: «Εντάξει, θα τα καταφέρουμε». Είχαμε δίπλα μας ανθρώπους οι οποίοι ήτανε γίγαντες. Τον Μπουντόλα, τον Γαληνό. Κι ο Μυστακίδης φυσικά, κι άλλοι πολλοί ήτανε πολύ δυνατοί, πάρα πολύ δυνατοί ορειβάτες. Και μπορώ να πω ότι ξέραμε τη σειρά μας. Εγώ κάπου στο 5ος ήμουνα. Ήξερα ότι αυτοί οι δύο θα επιβιώσουνε, ο Μπουντόλας κι ο Μυστακίδης, για τους άλλους δεν ξέρω! Εμείς θα ‘μασταν τελευταίοι.

 [01:00:00]

Ν.Μ.:

Κύριε Ζαφείρη, για εσάς ποια θα λέγατε ότι ήτανε η πιο δύσκολη στιγμή σε αυτές τις μέρες;

Ζ.Τ.:

Καταρχήν, φόβος δεν υπήρχε τη δεύτερη νύχτα. Ήμουν αλλού, δεν υπήρχε φόβος. Φόβος ήταν η πρώτη νύχτα. Όπου εκεί πέρα συνειδητοποίησα ότι θα μείνω ανάπηρος. Έβλεπα την εικόνα, πώς θα ταξιδεύω με αναπηρικό καροτσάκι ας πούμε. Ότι προφανώς μάλλον δεν θα παντρευτώ κι ότι δεν θα κάνω παιδιά, αφού θα είμαι ανάπηρος. Όλα πέρασαν απ’ τη ζωή μου εκείνη την ώρα, έτσι; Είναι φοβερό το σκηνικό που βιώνεις, λες: «Ω, ρε γαμώτο, τώρα γιατί; Πώς; Τι μας έτυχε τώρα; Πώς γίνεται;» Αυτό. Περνούσαν όλες αυτές οι ιδέες το βράδυ ας πούμε, για να λες «τώρα πρέπει να κρατηθώ». Φυσικά, μπορώ να πω ότι το ’79, κι όπως κατεβήκαμε, ήμασταν καλύτερα απ’ ό,τι το ’99 σε επιχείρηση διάσωσης. Όπου εκεί είχαμε υψηλότερες θερμοκρασίες, λιγότερο άνεμο, αλλά σε χειρότερη κατάσταση. Γιατί δεν είχαμε τα μάλλινα. Και φτάσαμε σε χειρότερη κατάσταση κάτω, με σκοπό να απεγκλωβίσουμε τις σορούς τρίτων ορειβατών. Πραγματικά εκεί είχα φτάσει πολύ κοντά στα όρια απ’ ό,τι είχα φτάσει εδώ πέρα που είχα μπει σε οραματικούς κόσμους κλπ. Σε πολύ χειρότερη κατάσταση. Τον Μάρτιο του ’99 συγκεκριμένα.

Ν.Μ.:

Εκεί συμμετείχατε ως διασώστης―

Ζ.Τ.:

Ναι―

Ν.Μ.:

Στην επιχείρηση. Θα ήθελα να μου πείτε λίγο πώς ήτανε το ’79 οι πρώτες μέρες μετά την επιστροφή.

Ζ.Τ.:

Δεν μπορούσα να φορέσω παπούτσια. ‘Ντάξει ήτανε και μέρες γιορτινές, ήταν πολύ ωραία μετά, πάρα πολύ ωραία. Αυτό, δεν. Οι δικοί μου δεν κατάλαβαν και πολλά πράγματα, γιατί μόλις κατέβηκα τους πήρα τηλέφωνο, και λέω: «Θα ακούσετε για ένα ατύχημα, μην ανησυχήσετε, εγώ είμαι μια χαρά. Δεν με περιλαμβάνει εμένα το ατύχημα». Αλλά κάποιοι δεν ειδοποιήσανε, και οι γονείς τους, τους είδανε γυμνούς, ξαπλωμένους σε κρεβάτια όπως μπήκαν στον Ξενώνα Νεότητος, που ο Ξενώνας Νεότητος είχε μια ξυλόσομπα, που είχε μέσα θερμοκρασία 40 βαθμούς, οπότε ήσουν γυμνός για να κυκλοφοράς μέσα. Οπότε, φαντάσου, κάποιες μάνες, χωρίς να καταλάβουν, εκείνη των ώρα καήκανε ο εγκέφαλός τους, τα είδαν ξαπλωμένα σ’ ένα κρεβάτι, κι να ακούνε ειδήσεις να μιλάνε για νεκρούς. Οπότε, πραγματικά ήταν σοκ για τις μάνες.

Ν.Μ.:

Με τα άλλα μέλη της ομάδας εσείς τι σχέσεις είχατε;

Ζ.Τ.:

Με τα άλλα μέλη εγώ έκανα πριν 6-7 χρόνια μία συνάντηση, όλους μαζί, τους ξαναμάζεψα εδώ, στον Χορτιάτη κιόλας. Τα ξαναείπαμε, όλες τις ιστορίες. Θυμηθήκαμε γεγονότα. Και μου λέει ένας μάλιστα, Καβαλιώτης. Από τις βλακείες που έλεγα εγώ, που δεν τις θυμάμαι, δεν τις συγκράτησα, «Είδα κάτι εκεί» λέω το βράδυ εκείνο. «Πάω να δω τι είναι». Ποιος ο λόγος να πάω να δω κάτι, τι είναι. Δηλαδή, μου είπε ότι είπα σ’ αυτόν, ότι είδα κάτι εκεί πέρα μέσα στο βουνό, «Πάω να δω τι είναι». Τι σε νοιάζει τι είναι, εδώ δεν καταφέρνουμε να επιβιώσουμε, πας εσύ να δεις τι είναι. Βλακεία, κατάλαβες; Δηλαδή, λέγαμε βλακείες, αλλά είχε πλάκα ας πούμε, «Πάω να δω τι είναι». Τι να είναι; Μες στη νύχτα τι σ’ ενδιαφέρει τι να ‘ναι. Εσύ θα ζήσεις ή δεν θα ζήσεις τώρα;

Ν.Μ.:

Οπότε αυτή η τραγωδία και ένα άλλο περιστατικό που μου είπατε από 2 χρόνια πιο πριν, πυροδότησαν κατά κάποιον τρόπο―

Ζ.Τ.:

Σημάδεψε, ναι, σημάδεψε, από τότε πλέον συμμετέχουμε, κι έτσι, λοιπόν, η πρώτη μου επιχείρηση ήτανε το Πάσχα του ’80, σε 2 χαμένους ορειβάτες στον Όλυμπο. Όπου ξεκινάω συνειδητά πλέον, απ’ το Πάσχα του ’80 να συμμετέχω, άτυπα, σε μια ομάδα ορειβατών που συμμετέχουν με σκοπό την διάσωση.

Ν.Μ.:

Ποια είναι η διαδικασία, πώς μπορεί να ξεκινήσει μια επιχείρηση διάσωσης;

Ζ.Τ.:

Από μία υπέρβαση, πολλές φορές. Γιατί όλα οφείλονται, τις περισσότερες φορές, σε μία ανθρώπινη υπέρβαση. Όπου ο άνθρωπος την έχει φύσει από μέσα του, ιδιαίτερα ο άντρας. Και θα πάει να την κάνει, τολμώντας και τα πιο ακραία πράγματα. Αλλά, συνήθως όχι τόσο ένας αρχάριος, αλλά ένας πιο προχωρημένος, θα κάνει τέτοια, δηλαδή, υπερβατικά πράγματα. Ίσως κι εμείς είμαστε λίγο υπερβατικοί, αλλά δεν το υποπτευόμαστε. Πάνω σ’ αυτό το πράγμα που κάνουμε. Ακόμη και στο επιχειρείν, στη διάσωση, είναι περιβάλλον απαιτητικό. Είναι περιβάλλον αυξημένης επικινδυνότατος που πας. Και είναι πολλά τα θέματα που θα μπορούσαμε να εμβαθύνουμε και στο κομμάτι και της βιολογίας, και της φυσιολογίας, και της κοινωνιολογίας. Και στο κομμάτι ακόμα και της συγκριτικής βιολογίας, με όλα τα πλάσματα που υπάρχουν ας πούμε. Αυτή η τάση για αλτρουιστική συμπεριφορά υπάρχει σε πάρα πολλά πλάσματα. Πάντα όμως είναι επ’ αμοιβαία ωφελεία. Ακόμα κι οι νυχτερίδες έχουν μια αλτρουιστική συμπεριφορά. Όπου σ’ αυτή την αλτρουιστική συμπεριφορά τι κάνουν; Όταν η μία απομυζήσει το αίμα που παίρνει ας πούμε, και κάποιες άλλες μείνουν νηστικές στην κοινωνία μέσα, αυτή θα δώσει μ’ έναν παράξενο τρόπο, θα μοιράσει το αίμα και σε άλλες που θα μείνουν νηστικές. Άρα, λοιπόν, προσφέρει. Αυτή, όμως, η προσφορά είναι αναγνωρίσιμη κοινωνικά. Με αποτέλεσμα, αυτές οι οποίες έχουνε πάρει στο παρελθόν, θα δώσουν και σ’ αυτές που μείναν νηστικές. Δεν δίνουν όμως σ’ αυτές που δεν δίνουν. Άρα, λοιπόν, ακόμη και στο κομμάτι της νυχτερίδος, η αλτρουιστική συμπεριφορά υπάρχει επ’ αμοιβαία ωφελεία. Αλλά ακόμη και στα δένδρα. Ένα είδος ακακίας έχει την ικανότητα να παράγει τροφή στα μυρμήγκια. Αυτό είναι πραγματικά «Προσφέρω, δίνω», είναι αλτρουιστική η ακακία. Το δίνει όμως με ποιο σκοπό; Με σκοπό τα μυρμήγκια, αν πλησιάσει κάποιος, να του επιτεθούνε, γιατί έχουν φωλιές εκεί. Δηλαδή, με δικά της έξοδα, ένα είδος ακακίας, παρέχει χυμούς στα μυρμήγκια και τα ταΐζει, κι αυτά κάνουν φωλιές. Αλλά όταν πλησιάσει κάποιος εχθρός, θα του την πέσουν όλα τα μυρμήγκια μαζί. Ένα αυτό. Δεύτερο, τα μυρμήγκια καθαρίζουνε την ακακία απ’ τα σπορόφυτα. Οπότε, [Δ.Α.] και ζωή. Άρα, λοιπόν, ακόμα και η ακακία, ένα δένδρο, το κάνει αυτό, την αλτρουιστική συμπεριφορά, επ’ αμοιβαία ωφελεία. Για να πούμε και σε κυτταρικό επίπεδο, ότι υπάρχει και σε κυτταρικό επίπεδο ή γενικότερα να αναλύσουμε το κομμάτι της βιολογίας που είναι πολύ σημαντικό για κατανοήσουμε την ανθρώπινη φύση, και τις αιτίες που γίνονται αυτά τα γεγονότα και αυτές οι καταστάσεις.

Ν.Μ.:

Θέλετε να μου μιλήσετε για κάποιες από τις επιχειρήσεις διάσωσης που συμμετείχατε;

Ζ.Τ.:

Απ’ το 1980. Οτιδήποτε συνέβη στη βόρεια Ελλάδα είχα εμπλοκή, είτε άμεση είτε έμμεση. Ποιο απ’ όλα; Αυτό είναι. Το καθένα που λέμε είναι μια ιστορία άλλη μια ώρα. Οπότε ας το αφήσουμε για το μέλλον. Βέβαια. Υπάρχουν ιστορίες, με εικόνες περισσότερες. Μπορούμε να αναλύσουμε τα συναισθήματα που βγαίνουν, είναι πολύ σημαντικό. Το συναίσθημα του ορειβάτη, το συναίσθημα του θύματος. Πώς επηρεάζει τη ζωή σου στη συνέχεια αυτό. Είναι ερωτήματα που πραγματικά αξίζει να εμβαθύνουμε ας πούμε. Και να έχουμε ακόμη και τη βοήθεια ενός ψυχολόγου, να το εμβαθύνει από την επιστημονική μεριά ένα θέμα. Που εμείς λίγο-πολύ αγγίζουμε τέλος πάντων την επιστήμη της ψυχολογίας με όλα αυτά.

Ν.Μ.:

Εσείς κρατάτε και κάποιο αρχείο, σωστά; Από τις διασώσεις.

Ζ.Τ.:

Και φωτογραφικό και ιστορικό. Όλα αυτά τα ‘χω γραμμένα, που τα ‘γραψα τότε. Δηλαδή, έχω 400-500 σελίδες περίπου αρχείο, κείμενο, που γράφω απ’ το 1976. Που γράφω τον καιρό, τις διανυκτερεύσεις, τις μέρες, τα ζώα, τα συναισθήματα. Τις δυσκολίες που αισθάνθηκα. Δηλαδή, αν δω ένα ζώο, το σημειώνω. Είδα ένα ζώο το ’78. Πού το είδα; Εκεί. Ή είχε τόση θερμοκρασία. Δηλαδή το 1978, στις 23 Δεκεμβρίου είχαμε εφτά υπό το μηδέν το πρωί και είχαμε πέντε υπό το μηδέν το μεσημέρι. 23 Δεκεμβρίου του ’78, πάνω στον Όλυμπο. Γιατί κατέγραφα τις θερμοκρασίες και τις καταγράφω. Και μου έμειναν αυτές οι θερμοκρασίες, ήταν οι πρώτες φορές που συνάντησα τέτοιες, έτσι, πολικές θερμοκρασίες. Εφτά υπό το μηδέν. Εκείνη την εποχή, στη δεκαετία του ’70 κιόλας.

Ν.Μ.:

Κατάλαβα. Έχει πολύ ενδιαφέρον αυτό, το ότι κρατάτε αυτό το αρχείο. Κατά τα άλλα, θα θέλατε να μου μιλήσετε για κάποια πράγματα που έχετε ζήσει στο βουνό, πράγματα που σας έχουνε μείνει πιο έντονα; Ίσως ένα περιστατικό, μια σκηνή, μια εικόνα. Οτιδήποτε.

Ζ.Τ.:

Πολλές φορές μπαίνεις στο κομμάτι της διάσωσης σε περίπτωση ρίσκου. Και εκεί είναι η διαχείριση του ρίσκου, που είναι θεμελιώδους σημασίας. Είναι Πρωτομαγιά του 2001, όπου ένας πατέρας με τα τέσσερα παιδιά θα χαθεί στον Όλυμπο. Και θα στείλει ένα μήνυμα «Βοήθεια, σώστε μας. Καίμε τον εξοπλισμό μας για να επιβιώσουμε». Και μιλάμε τα παιδιά μικρά. Είναι στα 2.700 μέτρα. Οι πιθανότητες επιβίωσης είναι μικρές. Και ξεκινάει η επιχείρηση. Φοβερά τα συναισθήματα, γιατί μπαίνεις σε μία φάση ρίσκου όπου κινδυνεύεις εσύ ο ίδιος. Και αναρωτιέσαι, κάνοντας εσωτερικές ερωτήσεις: «Για ποιον λόγο; Επειδή ήτανε χαζός ο πατέρας, εγώ να μπω σε κίνδυνο; Τα παιδιά. Οk, τα παιδιά, είναι πολύ σημαντικό, πώς θα είναι τώρα τα παιδιά;» Πώς, πώς, όλα αυτά, σε συγκινούν και σε πυροδοτούν στο να επιχειρήσεις. Να επιχειρήσεις με ρίσκο ζωής. Που ξέρεις ότι αν απομακρυνθείς 200 μέτρα απ’ το καταφύγιο, πιθανόν αν αλλάξεις γνώμη, να μην μπορείς να βρεις, πίσω να γυρίσεις. Και να πεις τώρα: «Δεν πάει, ρε παιδιά. Κόλαση γίνεται εδώ πέρα, δεν πάει. Πήγα 400 μέτρα». Και τώρα; Τώρα δεν μπορώ να το βρω πίσω, άρα κι εγώ είμαι χαμένος. Άρα, λοιπόν, πόσο σημαντικά είναι αυτά τα ερωτήματα, και πόσο έτσι δύσκολα να απαντηθούν πολλές φορές.

Ν.Μ.:

Οι πιο δύσκολες επιχειρήσεις ποιες θα λέγατε ότι ήταν;

Ζ.Τ.:

Τον Μάρτιο του 1999. Μία άλλη που, εικονικά τουλάχιστον στο μυαλό μας, το 2013 αν θυμάμαι καλά, στον Λάπατο στην Πίνδο, είχε υψηλό ρίσκο, αν θα επιχειρούσαμε. Δηλαδή ήτανε 60%, 60-40, 40-60, να επιβιώσουμε από μία τέτοια επιχείρηση. Πραγματικά μας προβλημάτισε πολύ. Δεν την εκτελέσαμε. Τελικά τελείωσε με happy end. Happy end, νεκρός ο άλλος, αλλά ζήσαμε εμείς, που λέει ο λόγος. Αυτές οι επιχειρήσεις γενικά που έχουνε στο Άγιον Όρος, το 1991. Όπου στη βόρεια ορθοπλαγιά του Άθου, είναι κι [01:10:00]αυτό μια ιστορία που πρέπει να την πούμε ξέχωρα. Είναι μια μεγάλη ιστορία, πρέπει να γυριστεί ταινία αυτό. Οι τύποι κατεβαίναν, να κάνουμε έτσι μια περίληψη, κατεβαίναν τη βόρεια ορθοπλαγιά του Άθου. Που είναι χίλια μέτρα βράχια. Πηδώντας από βράχο σε βράχο. Και εγκλωβίστηκαν, να πεθάνουν από ασιτία. Γιατί, δεν μπορούσαν να γυρίσουν πίσω αυτά που πηδήξανε. Γιατί λέγαν: «Ωχ, κάναμε λάθος. Τώρα δεν μπορούμε να κατεβούμε απ’ εδώ. Τώρα;» Και τώρα τι κάνεις; Ε, γυρνάω πίσω. Ναι, αλλά το ντουβάρι που πήδηξες το γλειμμένο, δεν μπορείς να το σκαρφαλώσεις τώρα. Γιατί, το πήδηξες, κρεμάστηκες και πήδηξες. Και περιμένεις να πεθάνεις από ασιτία. Ο θάνατος από ασιτία είναι καλός θάνατος. Έρχεται σε αρκετές μέρες. Από δίψα θα ‘ρθει νωρίτερα. Δηλαδή, σε ασιτία έρχεται σε 50-60 μέρες. Οι πρώτες 10 μέρες είναι δύσκολες, μετά είσαι στα high. Είναι πολύ καλό, πολύ καλό σαν συναίσθημα, είσαι καλά.

Ν.Μ.:

Κατάλαβα. Θέλετε να μου πείτε λίγα λόγια για κάποιες άλλες επιχειρήσεις; Ή θέλετε να―

Ζ.Τ.:

Νομίζω ότι θα. Καλά, το ’91 πρέπει να το πούμε, είναι ιστορία φοβερή. Έχω πολύ υλικό φωτογραφικό, πάρα πολύ. Είναι φοβερή ιστορία. Πηδήξανε, κάνανε. Ο ένας τελικά έζησε, αλλά κι αυτός ήταν υπερβατικός. Σκοτώθηκε το 2003 στην Κάλυμνο. Τον βρήκαν νεκρό, ενώ έζησε τότε, και τον κουβαλούσε σε κάθε επιχείρηση, σε κάθε μάθημα που έκανα τότε, για να τον δείχνω. Να πω: «Κοιτάξτε, αυτός έζησε, κατέβηκε χίλια μέτρα χαοτική ορθοπλαγιά». Και σκοτώθηκε μετά από χρόνια σε άλλη ταρζανιά. Άρα, λοιπόν, η φύση παραμένει αναλλοίωτη στον χρόνο, άσχετα αν τράβηξε μάθημα, πώς το λένε, μυαλό δεν έβαλε.

Ν.Μ.:

Τι είναι αυτό που ωθεί κάποιον να ανέβει στην κορυφή, ας πούμε, ή να κάνει μία διαδρομή που είναι δύσκολη και είναι γνωστό ότι είναι επικίνδυνη; Γιατί το κάνει;

Ζ.Τ.:

Η υπέρβαση. Η υπέρβαση. Και για να το πούμε, που δεν πρέπει να σχολιαστεί εδώ πέρα, εν πάση περιπτώσει, το λέμε ξανά. Ο λόγος που γίνεται είναι με σκοπό να κερδίσει πόντους κοινωνικής χρησιμότητας, να φτάσει στην κορύφωση την κοινωνική, κάνοντας μια υπέρβαση. Ακόμα και οι άθλοι, του Ηρακλή, και γενικά οι άθλοι των ανθρώπων, που μετά την κοσμογένεση, έρχεται η οντογένεση, εμφανίζεται ένας άνθρωπος. Σ’ όλους τους θρύλους, σ΄ όλες τις παραδόσεις, σε όλες τις θεολογίες, ένας άνθρωπος πρωταγωνιστής που κάνει διάφορα πράγματα με σκοπό να βοηθήσει την ανθρωπότητα. Που σ’ αυτά τα πράγματα μπορεί να χάνει και τη ζωή του, δυσκολεύεται κλπ., περνάει δυσκολίες. Άλλωστε και τα γενέθλια, η λέξη γενέθλια προέρχεται από δύο λέξεις, τη γένεση και τον άθλον. Άρα, λοιπόν, γενέθλια είναι η γέννηση των δυσκολιών που θα περάσεις. Είναι η γέννηση της αθλιότητας που θα περάσεις στη ζωή, άρα, το να εμβαθύνουμε πολλές φορές πάνω στις λέξεις είναι θεμελιώδους σημασίας. «Η αρχή της σοφίας, η των ονομάτων επίσκεψις» έλεγε ένας προσωκρατικός, ο Αντισθένης, πάνω σ’ αυτό το κομμάτι. Οπότε η ανθρώπινη υπέρβαση, μέσω της ανθρώπινης φύσης, για να κερδίσει την κοινωνική αναγνωσιμότητα. Αν δεν το ξέρει, δεν το υποπτεύεται. Και αυτό το πράγμα ισχύει από τα μυγόπτερα, και φτάνει μέχρι τα πρωτεύοντα θηλαστικά. Και το ‘χει κι ο άνθρωπος. Κι αυτό ισχύει και στον μικρόκοσμο, αλλά και στον μακρόκοσμο. Η ανταγωνιστικότητα και η επιθετικότητα πάνω σ’ αυτό το πράγμα. Και λειτουργούν πάρα πολλοί άνθρωποι επιθετικά.

Ν.Μ.:

Άρα, ξεκινάει από τη βιολογία.

Ζ.Τ.:

Οπωσδήποτε. Κι απ’ τη βιολογία, για να εμβαθύνουμε στη βιολογία, πρέπει να πάμε στη χημεία. Και για να εμβαθύνουμε στη χημεία πρέπει να πάμε στη φυσική. Αλλά, αν μπούμε βαθιά στη φυσική, στο κομμάτι της κβαντομηχανικής, περί μη πραγματικού κόσμου, τότε πρέπει να πάμε στη φιλοσοφία. Άρα, λοιπόν, είναι ολιστικά, πολλά πράγματα στο κομμάτι της προσέγγισης για να εξηγήσουμε συμπεριφορές και τρόπους. Κι είμαστε διατεθειμένοι να πεθάνουμε, να ρισκάρουμε για να πεθάνουμε ή αν ζήσουμε, να μπορέσουμε να επιβληθούμε. Κι αυτό συμβαίνει σε πάρα πολλά πλάσματα στον κόσμο, και ανθρώπους. Απλώς οι άνθρωποι δεν το υποπτεύονται.

Ν.Μ.:

Κύριε Ζαφείρη, εγώ κάτι ακόμα που θα ήθελα να σας ρωτήσω ήταν, αν θέλετε να μου πείτε ποιες θα λέγατε ότι είναι, έτσι, κάποιες από τις πιο όμορφες στιγμές που έχετε ζήσει είτε στο βουνό, είτε γενικά μέσω της ΕΟΔ.

Ζ.Τ.:

Όταν άκουσα τη φωνή των παιδιών το 2001. Που ήταν ζωντανοί, μες στη χιονοθύελλα, στα 2.700 μέτρα. Γιατί ουσιαστικά ο κόπος μας, το ρίσκο μας, ανταμείφθηκε. Ήταν φοβερή στιγμή. Να εισπράττεις μια φωνή μες τη χιονοθύελλα, και να λες: «Ρε, τους βρήκαμε. Είναι δυνατόν, μες στη χιονοθύελλα;» Εμείς δεν ξέραμε αν είμαστε χαμένοι! Και βρήκαμε τους χαμένους. Καλά τους βρήκαμε, τώρα υπάρχει κι άλλο μες το μυαλό μας. Τώρα τι θα κάνουμε; Είμαστε χαμένοι κι εμείς όμως. Άρα θα είμαστε αγκαλιά με τα παιδιά και θα χοροπηδάμε όλο το βράδυ, το ξέρουμε. Τους λέω τους δικούς μου: «Το ‘χουμε ξαναζήσει το ‘79» λέω, «θα πρέπει να χοροπηδάμε όλο το βράδυ, είστε έτοιμοι; 48 ώρες θα κρατήσει η κακοκαιρία. Ήδη οι 24 περάσαν. Ένα βράδυ ακόμα και μετά φτιάχνει ο καιρός και θα δούμε πού είμαστε». Άρα, είναι σημαντικό και να έχεις μια εμπειρία, γιατί το βίωμα είναι αυτό που κατευθύνει τις αντιλήψεις στο τέλος. Για το πώς θα κινηθείς, τι θα πρέπει να… Να ενεργήσεις. ‘Ντάξει, οι στιγμές είναι πανέμορφες στο βουνό. Κάποιες εικόνες που μου μείναν ήταν, κατεβαίνοντας σούρουπο από τα 2.800 με τα ορειβατικά σκι. Πάνω στην κόψη του Αγιαντώνη. Και πήγαινα δεξιά και ξεχιόνιζα την κόψη πετώντας το χιόνι, το οποίο το έπαιρνε ο αέρας και τις νιφάδες και έτσι χόρευαν δίπλα μου σαν αστέρια που αστράφτουν. Καθώς περνούσαν οι ακτίνες του ηλίου μέσα απ’ τις νιφάδες. Δηλαδή, χρώμα έντονο σκούρο γαλάζιο στον ουρανό, πορτοκαλί από κάτω, και να χορεύουν οι νιφάδες δίπλα σου, κι εσύ να χορεύεις και να βλέπεις τη σκιά σου και να κατεβαίνεις χορευτικά. Πραγματικά είναι στιγμές που μένουνε, που δεν είναι επιχειρησιακές, είναι στιγμές δράσης στο βουνό, που πραγματικά το βουνό είναι υπέροχο. Σε γεμίζει συναισθήματα, χρώματα κλπ.

Ν.Μ.:

Όλες αυτές οι εμπειρίες πώς θα λέγατε ότι σας έχουν επηρεάσει, σας έχουν αλλάξει ίσως με κάποιον τρόπο;

Ζ.Τ.:

Μ’ έχουν κάνει πιο συνειδητό νομίζω, και να αγαπήσω πιο πολύ αυτό που κάνω. Και να ξέρεις, όταν αγαπάς κάτι, ειδικά στο βουνό, θέλεις να το αγαπήσουν κι άλλοι. Το περιγράφω και μερικές φορές το περιγράφω νομίζω τόσο γλαφυρά, που θέλω να πείσω και τους άλλους. «Παιδιά, κάντε το, αξίζει, γουστάρουμε, θα περάσουμε καλά».

Ν.Μ.:

Κατάλαβα. Κύριε Ζαφείρη, υπάρχει κάτι άλλο που θα θέλατε να προσθέσετε πριν κλείσουμε;

Ζ.Τ.:

Όχι, όχι.

Ν.Μ.:

Εντάξει. Ευχαριστώ πάρα πολύ για τον χρόνο σας.

Ζ.Τ.:

Να ‘σαι καλά.

Ν.Μ.:

Ευχαριστώ.

Ζ.Τ.:

Κάτι που θα ήθελα να προσθέσω, μόλις βρήκαμε την έξοδο για το Οροπέδιο των Μουσών, έχουμε αφήσει ήδη τον Νικηφορίδη και κατεβαίνουμε το Πέρασμα του Γιώσου με σχοινιά, θα μας κατεβάσει ο Μπουντόλας με σχοινιά απ’ το Πέρασμα του Γιώσου. Είναι 7-8 μέτρα καταρριχητικά. Εκείνη την ώρα, περιμένοντας να κατεβούν κι οι άλλοι δεκατρείς σιγά-σιγά, παρατηρούσα μες τη θύελλα τα πρόσωπά τους. Έτσι, λοιπόν, η χιονοθύελλα είχε την ικανότητα να σου δημιουργεί ένα εκμαγείο προσώπου από πάγο στο πρόσωπο. Που καθώς έκανες μια έκφραση προσώπου, αυτό το εκμαγείο έπεφτε κάτω και μέσα σε 2-3 λεπτά με τον βομβαρδισμό του χιονιού και του πάγου κτιζόταν εκμαγείο προσώπου. Δηλαδή, ζωγραφιζόταν ένα πρόσωπο, στο πρόσωπό σου πάνω, το οποίο αν έκανες μια σύσπαση μυϊκή, και έπεφτε παγωμένο το πρόσωπο κάτω. Ήταν φοβερή εικόνα αυτή, και τα 10-15 λεπτά, πόσο χρειάστηκε για να κατεβούν οι άλλοι απ’ το Πέρασμα με τα σχοινιά, παρατηρούσα τα πρόσωπα και πώς σχηματίζονταν αυτό το εκμαγείο πάγου, το οποίο στη συνέχεια με μία σύσπαση έπεφτε κάτω. Δηλαδή, για τέτοιες συνθήκες. Στα 44 χρόνια που κάνω ορειβασία, αυτή την εικόνα, που έχει να κάνει και με το μετεωρολογικό φαινόμενο, την παρατήρησα 3 φορές. Να δημιουργείται απ’ τον πάγο εκμαγείο προσώπου, το οποίο να πέφτει μετά και να ξανασυνθέτεται να πούμε, και ξανά πάλι να πέφτει στη μεριά. Αυτό.

Περιγραφή φωτογραφίας: 1979. Ανάβαση θέση Μπάρμπα.

Ζ.Τ.:

Ήταν 23 Δεκεμβρίου του 1979. Ξεκινήσαμε από τη θέση Γκορτσιά διασταύρωση. Και περίπου σε μία ώρα φτάσαμε στη θέση Μπάρμπα. Εδώ η φωτογραφία είναι στη θέση Μπάρμπα, σε υψόμετρο περίπου 1.500 μέτρα. Ο καιρός ακόμα είναι καλός, έχει λιακάδα, έχουμε λίγα σύννεφα. Οι φωτογραφίες που βλέπουμε είναι τραβηγμένες από την ταινία που τράβηξα, με μία μηχανή η οποία ήτανε ρωσική, μεταλλική, αρκετά βαριά, και κουρδιστή. Έπαιρνε μία κασέτα, η οποία είχες τη δυνατότητα να τραβήξεις, στη δεκαετία του ’70, 3 λεπτά. Που σημαίνει, έπρεπε να είχες 2-3 κασέτες μαζί σου, αρκετά ογκώδεις, για να τραβήξεις 6-8 λεπτά ταινία, ας πούμε. Ούτε το φωτόμετρο ήταν καλό, αλλά ούτε και το focus, δηλαδή το φοκάρισμα δεν ήταν καλό, γι’ αυτό βλέπουμε, έτσι, και λίγο η ποιότητα στην ταινία δεν είναι τόσο καλή.

Περιγραφή φωτογραφίας: 1979. Ανάβαση σπηλιά Ιθακησίου. Πρώτη μεγάλη στάση.

Ζ.Τ.:

Πάμε στην επόμενη; Εδώ πέρα είναι η πρώτη μας μεγάλη στάση. Είναι μετά από δυόμιση με τρεις ώρες πορεία, είναι στη Σπηλιά Ιθακησίου. Φαίνεται κι εδώ η φωτογραφία, γράφει «23.12.1979». Αριστερά είναι ο Δημήτρης ο Μπουντόλας, ο οποίος σκοτώθηκε στα Ιμαλάια το 1985. Ο Τηλέμαχος ο Αναγνώστου, εγώ την ώρα που πίνω νερό, ο Θανάσης ο Αβραμόπουλος, ο Ξυνογιαννακόπουλος, και οι άλλοι δεν φαίνονται είναι με πλάτες. Είναι στη Σπηλιά Ιθακησίου, όπως η Σπηλιά Ιθακησίου ήτανε στο παρελθόν, κάπως κτισμένη, ξύλινη έτσι. Τώρα έχει γκρεμιστεί. Εδώ είμαστε σε υψόμετρο περίπου στα 1.850 μέτρα. Εκεί πέρα, 1.850 μέτρα.

Περιγραφή φωτογραφίας: 1979. Ανάβαση, ανεβαίνοντας το Ανάθεμα.

Ζ.Τ.:

Στη συνέχεια, εδώ πέρα, ανεβαίνουμε το Ανάθεμα. 1ος μπροστά ο Μπουντόλας, 2ος ο Γαληνός, 3ος ο Σούλας, που μετά από κάποιες ώρες θα πεθάνει από υποθερμία. Και 4ος όπως φαίνεται ο Ξυνογιαννακόπουλος. Ο καιρός αρχίζει και επιδεινώνεται. Έχουμε αρκετά χιόνια. Είμαστε μια ομάδα μεγάλη, 14ων ατόμων, πάμε καλά μέχρι στιγμής.

Περιγραφή φωτογραφίας: 1979. Ανάβαση, περνώντας τη Σκούρτα.

Ζ.Τ.:

Εδώ πέρα περνάμε τη Σκούρτα, περνάμε τα 2.500 μέτρα, 2.400. Κατηφορίζοντας για να πάμε ξανά ανηφορίζοντας στον Λαιμό. Θέση Λαιμός, λοιπόν. Είμαστε αρκετά κοντά στο καταφύγιο, ήδη ο καιρός επιδεινώνεται και, είναι τα ίχνη αυτά που φαίνεται εδώ πέρα στη φωτογραφία, σαν να βρέχει το χιόνι. Και ξεκινάει η χιονοθύελλα. Μέσα σε λίγες ώρες θα χαθούμε στο βουνό. Αυτή [01:20:00]είναι η τελευταία φωτογραφία πριν χαθούμε. Στη συνέχεια―

Ν.Μ.:

Το καταφύγιο ποιο ήτανε;

Ζ.Τ.:

Ο στόχος μας είναι το καταφύγιο του Κάκκαλου. Για να δούμε αν θα ανοίξει κι αυτή η φωτογραφία.

Περιγραφή φωτογραφίας: 1979. Ανάβαση θέση Στράγκο.

Ζ.Τ.:

Ωραία, άνοιξε κι αυτή. Εδώ πέρα είναι πάλι στην ανάβαση. Πριν τη θέση Ανάθεμα, βλέπουμε τα χιόνια είναι λίγα ακόμα. Είμαστε περίπου στα 1.900, 1.900 και κάτι. Ανεβαίναμε από ανατολική μεριά πάντα. Ούτως ώστε να έχουμε και λιγότερα χιόνια. Είναι από ταινία αυτή η φωτογραφία. Φαίνομαι δεξιά εγώ. Ο Ξυνογιαννακόπουλος κάνοντας μια στάση λίγο πιο πέρα.

Περιγραφή φωτογραφίας: 1979. Επιστροφή κάτω από το πέρασμα του Γιώσου.

Ζ.Τ.:

Πάμε τώρα στην. Ωραία, πάμε στο Πέρασμα του Γιώσου, στην επιστροφή. Εδώ πέρα έχουνε ήδη περάσει μέρες, εδώ είναι η τελευταία φωτογραφία που είναι ο Σούλας. Μετά από 4-5 λεπτά θα καταρρεύσει. Είμαστε μέσα σε σφοδρότατη χιονοθύελλα, τη 2η μέρα, έχουμε ήδη κάνει μια διανυκτέρευση έξω. Κάτω απ’ το Πέρασμα του Γιώσου στο Πλατό. Κατεβαίνουν οι άλλοι με σχοινιά κι εμείς τους περιμένουμε. Οι ταλαντώσεις που βλέπετε εδώ πέρα ήταν γιατί μας χτυπούσε η θύελλα και το κεφάλι φαίνεται λίγο κουνημένο, γιατί όλοι είμαστε κουνημένοι σ’ αυτή την πολύ δύσκολη κατάσταση, και μετεωρολογική που είμαστε εδώ πέρα.

Περιγραφή φωτογραφίας: 1979. Επιστροφή περνώντας τον Λαιμό.

Ζ.Τ.:

Εδώ είναι, έχουμε. Που είναι εδώ, συγγνώμη λίγο. Α, ωραία. Εδώ έχουμε εγκαταλείψει τον Σούλα, και περνάμε τον Λαιμό στην επιστροφή. Με σφοδρή χιονοθύελλα, φαινόμαστε παγωμένοι. Εδώ πέρα με το μπουφάν του Εσκιμώου, με τη γούνα, Μυστακίδης. Ξυνογιαννακόπουλος. Τηλέμαχος. Και ακόμα ένας που δεν φαίνεται καλά. Με σφοδρή χιονοθύελλα, είναι επιστροφή τώρα, έχουμε βρει πού είμαστε και επιστρέφουμε. 

Ν.Μ.:

Ο Ξυνογιαννακόπουλος που είπατε―

Ζ.Τ.:

Να τος, αυτός είναι. 

Ν.Μ.:

―πέφτει αυτή τη στιγμή;

Ζ.Τ.:

Όχι, δεν πέφτει. Είναι σε άθλια κατάσταση, όπως κι οι περισσότεροι από ‘μας. Είναι λίγο ανισόρροπη η στάση του σώματος. Εδώ πέρα ο Μπαλτόπουλος θα κάνει κι ένα άλμα προς τα κάτω. Που πραγματικά σχολιάστηκε στη συνέχεια των ετών, σαν ένα παράξενο φαινόμενο που έπιανε τους περισσότερους από εμάς, να κάνουμε πράγματα τρελά. Τα οποία, δεν δικαιολογούντανε. Αυτά.

Περιγραφή φωτογραφίας: 1979. Επιστροφή στα αυτοκίνητα.

Ζ.Τ.:

Κι εδώ πέρα είναι ίσως από τις τελευταίες φωτογραφίες, την ώρα που έχουμε φτάσει πλέον στον δρόμο. Και ξεχιονίζουμε όσο μπορούμε τ’ αυτοκίνητα. Ό,τι μπορούμε να κάνουμε για να ξεχιονίσουμε τ’ αυτοκίνητο.

Περιγραφή φωτογραφίας: 1979. Επιστροφή κοντεύοντας τα αυτοκίνητα.

Ζ.Τ.:

Κι εδώ μια εικόνα που έχει τραβηχτεί από ταινία, την ώρα που μεταφέρουμε στα χέρια τον Τηλέμαχο. Ο οποίος έχει καταρρεύσει λόγω των κρυοπαγημάτων. Ευτυχώς έφτασε μέχρι το τέρμα. Δύο άτομα που λιποθυμήσανε ήτανε εκατό μέτρα πριν τ’ αυτοκίνητο, οπότε μπορέσαμε και τους μεταφέραμε τέλος πάντων.

Περιγραφή φωτογραφίας: 1979. Ανάβαση ξεκινώντας το Ανάθεμα.

Ζ.Τ.:

Αυτή είναι η τελευταία φωτογραφία του Σούλα. Είναι κατά τη διάρκεια της ανάβασης. Πάνω απ’ τη θέση Στράγκο, ξεκινώντας το Ανάθεμα. Είναι από ταινία κι αυτή, γι’ αυτό δεν έχει καλή ποιότητα.

Περιγραφή φωτογραφίας: 1979. Επιστροφή κοντά στη θέση Μπάρμπα, το ξημέρωμα της δεύτερης νύχτας.

Ζ.Τ.:

Λοιπόν, κι εδώ είναι η δεύτερη, το ξημέρωμα της δεύτερής μας διανυκτέρευσης, από ταινία πάλι. Την ώρα που προσπαθούμε να ανοίξουμε τα σακίδια. Δηλαδή, τα σακίδιά μας ήταν σφραγισμένα. Απ’ το κρύο κι απ’ τον πάγο, κι απ’ την πλαστικοποίηση των κινήσεών μας δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Κατεβήκαμε χαμηλότερα σε υψόμετρο, είμαστε περίπου στα 1.800 εδώ πέρα. Έχουμε περπατήσει, είναι η τρίτη μέρα πορείας. Και δεν μπορούμε να ανοίξουμε τα σακίδια. Αυτά σε γενικές γραμμές. Αυτά όσων αφορά την.

Ν.Μ.:

Αυτή από πού είναι;

Περιγραφή φωτογραφίας: 1979. Ανάβαση θέση Μπάρμπα. 

Ζ.Τ.:

Αυτή είναι απ’ την ανάβαση. Αλλά είναι απ’ την ταινία. Απ’ την αρχή. Αλλά είναι ταινία, η οποία δεν φαίνεται καλά, μεγάλη. Εδώ είναι ο Μυστακίδης, ο Αβραμόπουλος, ο Τηλέμαχος, εγώ. Και οι άλλοι εκεί πέρα, ναι. Δεν έχει καλή ποιότητα, θέλει να ξαναδοκιμάσω να τις ξανατραβήξω. Αυτές.