© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ρουμλούκι: φορεσιές και το έθιμο των Ρουγκατσάρηδων

Κωδικός Ιστορίας
10180
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Αχιλλέας Τσιάρας (Α.Τ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
20/06/2020
Ερευνητής/τρια
Κατερίνα Τζίκα (Κ.Τ.)

[00:00:00]

Κ.Τ.:

Καλησπέρα σας! Πείτε μας το όνομά σας.

Α.Τ.:

Αχιλλέας Τσιάρας του Δημητρίου.

Κ.Τ.:

Είναι 20 Ιουνίου 2020, είμαι μαζί με τον κύριο Αχιλλέα Τσιάρα, βρισκόμαστε στη Μελίκη Ημαθίας. Εγώ είμαι η Κατερίνα Τζίκα, ερευνήτρια του Istorima και ξεκινάμε. Πείτε μας πού γεννηθήκατε και πότε;

Α.Τ.:

5 Δεκεμβρίου του 1973.

Κ.Τ.:

Με τι ασχολείστε;

Α.Τ.:

Είμαι δημόσιος υπάλληλος, είμαι νοσηλευτής. Τα τελευταία δώδεκα χρόνια εργάζομαι στο Γενικό Νοσοκομείο Γιαννιτσών, στη Χειρουργική Κλινική.

Κ.Τ.:

Γνωρίζουμε ότι έχετε ασχοληθεί και με την παράδοση. Πώς ξεκινήσατε;

Α.Τ.:

Η παράδοση για εμένα είναι τρόπος ζωής. Δεν υπήρχε κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδος ή ημερομηνία που μπορώ να πω ότι ξεκίνησα. Αυτό που θυμάμαι, είναι ότι από μικρό παιδί, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, δηλαδή 5-6 χρονών, θυμάμαι γενικά στην οικογένεια να ζούσαμε με διάφορους τρόπους, βιώνοντας κάποια έθιμα, με παραδοσιακούς τρόπους ζωής. Δηλαδή ο πατέρας μου ήταν κτηνοτρόφος, είχαμε κοπάδι με κατσίκια, με τα χωράφια, ζούσα με τις Λαζαρίνες, που ερχόνταν στο χωριό, τα Ρουγκάτσια που βγαίνανε. Ο πατέρας μου ήταν πολύ μερακλής, κάθε βράδυ τραγουδούσε, με σήκωνε, με μάθαινε να χορεύω, τα πρώτα-πρώτα μου βήματα σου λέω. Η παράδοση ήταν ένας τρόπος ζωής, που το βίωνα από μικρό παιδί. Κι όσο περνούσαν τα χρόνια δηλαδή, ήθελα να μαθαίνω περισσότερα από αυτό το κομμάτι. Και η γιαγιά μου, της μητέρας μου η μάνα, η ντόπια εδώ η Ρουμλουκιώτισα είχε γίνει νύφη με κατσούλια, φορούσε αυτή τη φορεσιά, και όταν ήμουν 11-12 χρονών, θυμάμαι ότι ερχόταν τα κορίτσια της γειτονιάς να τα στολίσει και να τα ντύσει. Αυτό ήταν ένα θέαμα που με μάγευε. Δεν πήγαινα να παίξω με τα παιδιά, αλλά καθόμουν να δω πώς η γιαγιά έντυνε τα κατσούλια, ας πούμε. Και αυτό ήταν. Έτσι ξεκίνησα, από μεράκι πιστεύω εγώ, αυτό υπήρχε μέσα μου. Σιγά-σιγά άρχισα να τα ψάχνω και να τα βλέπω και να τα μαθαίνω καλύτερα, να πηγαίνω να ρωτάω δηλαδή -σε εισαγωγικά- έγινα ένας «μικρούλης μικρούλης ερευνητής». Να πάω, να ψάχνω καθετί παραδοσιακό στην αρχή.

Κ.Τ.:

Τι είναι το Ρουμλούκι;

Α.Τ.:

Το Ρουμλούκι! Το Ρουμλούκι είναι μια περιοχή καταρχήν, ο κάμπος της Ημαθίας, ο οποίος διαπερνάται από τον ποταμό Αλιάκμονα, τον μεγαλύτερο ποταμό της Ελλάδος. Είναι μια καμπίσια περιοχή και απαρτίζεται περίπου από σαράντα-σαρανταπέντε χωριά. Λέω περίπου, γιατί παλαιότερα υπήρχαν και άλλοι οικισμοί όμως με διάφορες πλημμύρες του ποταμού, καταστραφήκανε, μετακινήθηκαν οι κάτοικοι, συγχωνευτήκαν με κάποια άλλα χωριά. Σαν περιοχή δηλαδή, το Ρουμλούκι είναι ο κάμπος της Ημαθίας, που διαπερνάται από τον ποταμό Αλιάκμονα. Αλλά η ονομασία Ρουμλούκι, σαν ονομασία είναι τούρκικη, αυτό που έχω κι εγώ ρωτήσει κι έχω ψάξει και έχω διαβάσει, σαν ονομασία είναι τούρκικη. Έχει δοθεί από τους πρώτους Τούρκους κατακτητές, που ήρθαν στην περιοχή, που βρήκαν ότι σε αυτήν την περιοχή κατοικείται ένα ανόθευτο ελληνικό στοιχείο και τη χαρακτήρισαν Ρουμλούκι, δηλαδή ο τόπους που κατοικείται από τους Ρωμιούς, σε μετάφραση.

Κ.Τ.:

Γνωρίζω ότι έχετε ασχοληθεί πολύ με τον χορό και θα ήθελα να μας πείτε από τι αποτελείται μια γυναικεία φορεσιά.

Α.Τ.:

Λοιπόν, γυναικεία φορεσιά για μένα είναι… Ντάξει, εγώ την έχω ζήσει, την έχω δει, όπως σου είπα, έβλεπα το πώς ντυνόταν, πώς γινόταν όλη αυτή η διαδικασία, να ντυθεί μια κοπέλα και όλα τα εξαρτήματα, αλλά είναι ένα κομμάτι που σε μαγεύει, η γυναικεία φορεσιά. Δηλαδή πέρα από τα εξαρτήματα που μπορούμε να τα ονοματίσουμε και να σου πω αναλυτικά τι είναι και πώς ονομάζεται το καθένα και πώς φοριέται, πού. Πέρα από αυτό όμως, η διαδικασία το να ντυθεί μια κοπέλα με όλη αυτή τη φορεσιά είναι μια μαγεία, δηλαδή είναι σαν να βλέπεις να μεταλλάσεται μια κοπελίτσα, μια κοπέλα που μπορεί να τη δεις να κυκλοφορεί με ένα απλό φορεματάκι, όταν θα βάλει όλη αυτή τη φορεσιά, αλλάζει, μεταμορφώνεται, είναι σαν να γίνεται μια βασίλισσα. Καταρχήν, παραδοσιακή φορεσιά με σαγιάδες και κατσούλια στην περιοχή, γάμοι με όλη αυτή την αρματωσιά γινόταν μέχρι το 1940. Μετέπειτα, για μια ακόμα εικοσαετία, τριακονταετία φορούσαν ακόμα κάποιες ηλικιωμένες ακόμα σαγιάδες, πουκάμισα, ποδιές και ορισμένες κατσούλια, αλλά στην πιο γεροντίστικη εκδοχή μέχρι τη δεκαετία του 1970, ας πούμε. [00:05:00]Μέχρι τη δεκαετία του ’70, ’60-‘70 κυρίως. Αλλά όσο γινόντανε οι γάμοι και στολιζόταν όλο αυτό το πράγμα, είναι αυτό που σου είπα, μεταμορφώνεται, εκεί που ήταν μικρή κοπελίτσα, φορώντας όλα αυτά τα πράγματα βλέπεις ότι άλλαζε. Και όλα αυτά που σου περιγράφω τώρα, είναι πράγματα που μου τα έχουν αφηγηθεί γιαγιάδες. Δηλαδή εγώ, μου έλεγε ο αδερφό μου -ας πούμε- «Φεύγεις τώρα και πηγαίνεις σε όλες τις γιαγιάδες του χωριού, δεν πας να παίξεις μπάλα, δεν πας να βγεις, να έρθεις να παίξεις ηλεκτρονικά παιχνίδια». Θα σου πω έτσι μερικές ιστορίες, γιατί πιστεύω ότι από αυτές τις μικρές ιστορίες βγαίνει το ρεζουμέ όλης της υπόθεσης. Ήταν μια γιαγιά από εδώ από τη Μελίκη, Όλγα Ντέλια λεγόταν, παντρεμένη σε ένα χωριουδάκι στον Παλιό Πρόδρομο, εκεί λεγόταν Μαρκοπούλου, Μαρκόπουλος ο μπάρμπα Αντώνης ο άνδρας της. Αυτή ήταν τόσο μερακλού για το ντύσιμο, δηλαδή έδενε το κατσούλι με τόσο μεγάλο μεράκι, που η κάθε μια γυναίκα -γιατί όλες οι παντρεμένες φορούσαν κατσούλι- κάθε μια προσπαθούσε να το δέσει με τέτοιον τρόπο, που να είναι πιο επιβλητικός ο κεφαλόδεσμος της μιας από την άλλη. Και έπρεπε να έχεις παχύ μαλλί και μακρύ, για να μπορέσεις να το δέσεις το κατσούλι, αλλά όχι μόνο να το δέσεις και να το σταθεροποιήσεις όλο αυτό το βάρος και τον φόρτο στο κεφάλι, να το σταθεροποιήσεις όσο γίνεται και πιο ψηλά και πιο πίσω. Φαντάσου να δέσεις ένα πράγμα τόσο πίσω και να είναι και βαρύ, αλλά να μην πέφτει, έτσι; Αυτή λοιπόν ήταν πολύ μερακλού. Τα έδενε και τα στόλιζε, έκανε τσουλούφια, άφηνε αφέλειες, που για να μείνει μια αφέλεια του μαλλιού και να φαίνεται, έπαιρνε, έβρεχε το σαπούνι, πατούσε το σαπούνι, δηλαδή πως είναι τώρα το ζελέ, δεν ήταν ένα απλό πράγμα, βάζεις τώρα μια παραδοσιακή φορεσιά και χορεύεις ένα χορευτικό. Τώρα δυστυχώς έχει χαθεί αυτό το πράγμα. Τότε όλες οι κοπέλες πήγαιναν σε διαφορετικές γιαγιάδες για να ντυθούν και όταν έβγαιναν η κάθε μια έβαζε τη δική της πινελιά στο ντύσιμο και έλεγε ότι «Το δικό μου το κατσούλι πρέπει να είναι καλύτερο από τις άλλες». Αυτή λοιπόν η γιαγιά, ήταν από τις πιο μερακλούδες στο ντύσιμο, η γιαγιά Όλγα. Μου περιέγραφε για τη δεκαετία του ‘70, υπήρχε η συνήθεια να κάνουν παρέλαση τα παιδιά, τα κορίτσια της έκτης τάξης, ντυμένα όλα με κατσούλια. Και όλα θέλαν να τα ντύνει η γιαγιά η Όλγα στο χωριό, γιατί ήταν ξακουστή για το ντύσιμο. Τότε ακόμα ρεύμα δεν είχε και τους έλεγε: «Θα έρθετε από βραδίς, να σας βάλω να κοιμηθούμε στωματσάδα και να σηκωθούμε νύχτα». 3.00 η ώρα, 4.00 η ώρα με το λυχνάρι και καθόταν, τα χώριζε τα μαλλιά, τις έκανε τις πλεξούδες , έβρεχε με νερό, όπως σου είπα, και σαπούνι, να κάνει τα τσουλούφια, τσουλούφι είναι μια τούφα από εδώ. Τη φράντζα αν ήταν μεγάλη, τη λέγανε περτσάνι, αν ήταν κομμένη, τα λέγανε περτσούνια. Είναι τόσες πολλές οι ονομασίες! Κι έδενε το κατσούλι στο κεφάλι, έβαζε και τις φούντες και επειδή ήταν κοριτσάκια 11-12 χρονών, τα έσφιγγε πολύ το ζωνάρι «Μέχρι που -έλεγε- τα έβαζα και μαλλί μέσα, για να κάνουν στήθος ψεύτικο». Να φουσκώνει η τραχηλιά. Και την έλεγε την άλλη μέρα ο διευθυντής του σχολείου «Βρε γιαγιά Αντώνενα, κοριτσούλια σου τα έφερα γυναίκες μου τα έκανες μέσα σε μια νύχτα». Αυτό που σου είπα πριν, μεταμορφώνεται. Έσφιγγε το κατσούλι, ήταν και τα γιλέκα, τα κοντόσια, ήταν πολύ στενά, τραβούσαν τους ώμους πίσω, προβαλλόταν το στήθος, ψήλωνε και το κατσούλι και έβλεπες ότι η γυναίκα μεταμορφώνονταν αυτόματα. Οι άνθρωποι είχαν μεράκι παλιά. Ντυνόταν μια κοπέλα, έβλεπες η μάνα της κοπέλας, να πάει να μαζέψει, να ρωτήσει σε όλο το χωριό, να ρωτήσει ποιες έχουν μαγλικοτάρια, ποιες έχουν τσουράκια, ποιες έχουν καλά ζωνάρια, πουλένια, να μαζέψει τα καλύτερα για να ντυθεί, να ντυθεί το κορίτσι και να πρέψουν τα ρούχα. Και έλεγε η συγκεκριμένη γιαγιά -και άλλες βέβαια, αλλά έλεγε αυτή, γιατί με έβλεπε που εγώ είχα αρχίσει να ασχολούμαι, να διδάσκω χορό- με έλεγε: «Τα κορίτσια που θα ντύνεις να χορεύουν, μην είναι ό,τι και ό,τι, μην είναι χοντρά και κοντά, να είναι όλες καπετάνισσες, να τις στολίζεις και να θαμπώνεται όλο το χωριό από τα νιάτα». Γιατί φαντάσου τώρα να ντύνεται μια γυναίκα 70 χρονών και άλλο να ντύνεται μια κοπέλα σαν εσένα, νεαρή. Να τη στολίσεις ωραία, να τη βάλεις ωραία κοσμήματα, ωραία κατσούλια στολισμένες, ομορφιά! Το ίδιο και με τις Λαζαρίνες βέβαια και εκείνο ήταν... Η φορεσιά είναι...άσε με να μιλάω για τις φορεσιές! Τώρα αν θες να πούμε αναλυτικά για τα εξαρτήματα, από τι αποτελείται δηλαδή μία φορεσιά, μπορούμε να το κάνουμε, έτσι; [00:10:00]Τα βασικά κομμάτια μιας φορεσιάς ήταν το πουκάμισο, ένα άσπρο σαν φόρεμα μακρύ και ανοιχτό μπροστά, μέχρι κάτω από το γόνατο, υφαντό από βαμβακερά νήματα κυρίως, μπορεί να είχε και καμιά ρήγα λίγο με μαλλί και πιο σπάνια με μετάξι. Την τραχηλιά, δύο κομμάτια ύφασμα που κάλυπταν το στήθος, το σαγιά που είναι το κύριο ρούχο, το ζωνάρι και την ποδιά. Τώρα αν πούμε να τα αναλύσουμε όλα, φορούσανε σκουφούνια. Σκουφούνια είναι οι κάλτσες οι πλεχτές. Από μέσα, επειδή τότε οι άνθρωποι ήταν και φτωχοί, δεν είχαν… δηλαδή, δεν τρώγαν όπως τρώμε τώρα, που έχουμε τα πάντα, φορούσαν και άλλα ρούχα από μέσα, για να φουντώνουν και να στέκονται οι σαγιάδες και να είναι φουσκωτοί. Φορούσαν ένα ρούχο, που το λέγανε φούστα. Ήταν και αυτό υφαντό στον αργαλειό, με λίγες πιέτες ολόσωμο, αλλά αμάνικο, με λίγες πιέτες. Από πάνω έμπαινε το πουκάμισο, που περιγράψαμε. Η τραχηλιά, αν ήταν νύφη, φορούσε το αντιρί. Το αντιρί ήταν ένα ακριβό ρούχο με πολλές στρώσεις υφάσματος και η τελευταία ήταν με μετάξι. Ήταν ρούχο που το έπαιρνε ο γαμπρός. Και γενικά, όλα τα νυφοστόλια τα πλήρωνε ο γαμπρός. Όπως σου είπα, γινόταν το προξενιό και ένα χρόνο πιο μπροστά, πήγαιναν έκλειναν το προξενιό, έλεγε το σόι της νύφης, να μας φέρετε και μαλλί, ένα πακέτο μαλλί, βαμβακερή κλωστή. Και καθόταν το σόι της νύφης ύφαινε, τα μασούριζε, τα ύφαινε και έκανε το ύφασμα, το έραβε και αν ήταν απλά πράγματα, το  γκιλντί το κάναν οι γυναίκες, αν ήταν να χρυσοκεντηθούν, το κάνανε οι τερζήδες, οι ράφτες. Αν ήταν ο γαμπρός πλούσιος, θα έκανε στη νύφη ένα αντιρί με στόφα μετάξι, σκέτο μαύρο μετάξι, με πολλά γαζιά, ρομβοειδές, σκληρό ρούχο, το οποίο φούντωνε και στεκόταν έτσι σε άλφα, χοντρό και φούντωνε ο σαγιάς. Από πάνω ο σαγιάς, όσο ήταν ελεύθερη, φορούσε άσπρο σαγιά και τη μέρα του γάμου της άσπρο, από τη δευτέρα του γάμου φορούσε έναν μπλε σαγιά, γεράνιο το λέγανε, από το χρώμα το μπλε το σκούρο, το χρώμα γερανί. Αν είχε την οικονομική δυνατότητα η νύφη και δεν πήγαινε στο χωράφι και καθόταν , μπορεί να κεντούσε το ζωνάρι, να το έκανε πουλένιο, με ψιλές πούλιες μεταλλικές, τη φούντα, την ποδιά δηλαδή, μάλλινη υφαντή στον αργαλειό με ξόμπλια, ξόμπλια λέγαν τα σχέδια, και πολλές φορές η μια δεν έδινε τα σχέδια στην άλλη, να έχει μόνο αυτή το καλύτερο σχέδιο. Και μετά το κοντόσι, μπρουμάνικα πρόσθετα μανίκια, χρυσοκεντημένα. Χώρια τα κοσμήματα. Τεράστιο κεφάλαιο τα κοσμήματα. Όσο πιο πλούσιος ήταν ο γαμπρός, τόσο πιο πολλά κοσμήματα μπορεί να φορούσε μία νύφη. Και πάμε στο κεφάλι. Η νύφη φορούσε για πρώτη φορά το κατσούλι, αυτό δεν ξέρω αν έχεις δει, ένα σαν μαξιλαράκι με μια κορδέλα, που το δέναν με τα μαλλιά, από πάνω φορούσε ένα άσπρο μαντήλι, το λεγόμενο νταρτμά, το δίπλωναν σαν τρίγωνο και το βάζαν πάνω στο κεφάλι, από πάνω έπαινε ένα άσπρο μαντήλι, τσεμπέρι, διπλωμένο σαν φαρδιά κορδέλα, το τύλιγαν γύρω-γύρω από το κεφάλι, το σφίγγανε καλά. Από πάνω έμπαινε το μαφέσι, ένα πιο μεγάλο μαύρο μαντήλι, διπλωμένο σαν τρίγωνο, όπου μέσα έμπαινε ένα κεροπάνι, ένα κομμάτι τσόχα, ίσα-ίσα από το αφτί στο άλλο αφτί, βουτηγμένο σε καλό κερί, στεγνωμένο και αυτό όταν το φορούσαν, το περνούσαν λίγο από ζεστό νερό και το δίπλωναν με το μαντήλι και έπαιρνε το σχήμα του κεφαλιού, όπως το έσφιγγαν, έπαιρνε το σχήμα του κεφαλιού. Και εκεί πάνω μπαίναν τα κοσμήματα. Αν ήταν ο γαμπρός πλούσιος, μπορεί να την έκανε κι ένα χρυσοτσέμπερο, ένα κομμάτι τσόχα χρυσοκεντημένο με παλιά φλουριά και από πάνω έμπαινε το μαγλικουτάρι. Το μαγλικουτάρι ξέρεις τι είναι; Το κόσμημα εκείνο με τις αλυσίδες. Αυτό ήταν, κατά κάποιον τρόπο, σαν τη σημερινή βέρα. Όταν παντρευόταν κάποιος, όσο φτωχός και να ήταν, θα έπαιρνε στη γυναίκα του ένα μαγλικουτάρι. Ένα μαγλικουτάρι ανάλογα με το πόσες αλυσίδες είχε, φαινόταν η οικονομική δυνατότητα του γαμπρού. Αν είχε τέσσερεις αλυσίδες και ήτανε μικρούλικο, λέγανε: «Πολύ φτωχός». Αν είχε όμως δεκαπέντε αλυσίδες και ξεκινούσαν από εδώ, πάντα πάνω από το αριστερό μάτι ξεκινούσε το μαγλικουτάρι και μπορεί να σταματούσε μέχρι το αριστερό αφτί, γύρω-γύρω από το κεφάλι, τότε λέγαν: «Ο γαμπρός πλούσιος». Όσο ήταν ελεύθερη η κοπέλα όμως, αν ο πατέρας της είχε λεφτά, μπορεί να της αγόραζε και αυτός ένα μαγλικουτάρι. Όπου όσο ήταν ελεύθερη, φορούσε του πατέρα της στο μέτωπο. Όταν παντρευόταν, του πατέρα της έπρεπε να το φοράει πίσω. Δηλαδή από εδώ και να τυλίγει πίσω. Στο μέτωπο του άντρα της. Ανάλογα με τις αλυσίδες, είπαμε, [00:15:00]φαινόταν πόσο πλούσιος ήταν ο καθένας, με το πόσο ακριβό κόσμημα είναι. Αν έβλεπες μια νύφη να φοράει ένα κόσμημα με λίγες αλυσίδες στο μέτωπο και πίσω ένα δεύτερο μαγλικουτάρι με πολλές αλυσίδες, τι καταλάβαινες;

Κ.Τ.:

Ότι ο πατέρας ήταν πλούσιος.

Α.Τ.:

Ότι ο πατέρας ήταν πλούσιος και ο άνδρας της φτωχός ή το αντίθετο. Έτσι; Από τον κεφαλόδεσμο, το κατσούλι στο Ρουμλούκι, καταλάβαινες τα πάντα. Σε ποια κοινωνική θέση ανήκε η γυναίκα, σε ποια οικογενειακή κατάσταση βρίσκεται, ελεύθερη, νιόπαντρη, παντρεμένη, με παιδιά, ηλικιωμένη, σε ποια κοινωνική τάξη ανήκει. Δεν μπορούσε μια πιο παρακατιανή να έχει στόφινο αντιρί και χρυσά μανίκια. Από τον κεφαλόδεσμο και από τα ρούχα καταλάβαινες τα πάντα. Είναι ελεύθερη, είναι νύφη, έχει παιδιά, είναι πιο μεγάλη σε ηλικία. Στον κεφαλόδεσμο τώρα, πέρα από το μαγλικουτάρι, υπήρχαν και τα τσουράκια. Τα κοσμήματα που είναι σαν σκουλαρίκια. Πιο παλιά υπήρχαν, επειδή και το ρούχο έχει μια εξέλιξη, δεν είναι κάτι σταθερό, δηλαδή πώς είναι η μόδα στις μέρες μας, έτσι ήταν και τότε. Αλλιώς φορούσαν τα ρούχα επί Τουρκοκρατίας, αλλιώς μετά το ‘12, και αλλιώς μετά το ‘30. άρχισε το ρούχο, το πουκάμισο, να ανεβαίνει πιο ψιλά. Κοσμήματα άλλα για το στήθος, υπήρχαν η καδένα με τις ντούμπλες, τα γιορντάνια, μπιλιτζίκια, τα βραχιόλια, κοψάδες, ζώστρες, πολλά. Για αυτό σου είπα ότι με τη φορεσιά μπορούμε να λέμε πολλά πράγματα και για ώρες.

Κ.Τ.:

Αφού μιλήσαμε τώρα για τη γυναικεία φορεσιά, θέλετε να μας πείτε λίγο για την ανδρική;

Α.Τ.:

Για την ανδρική. Οι άνδρες ήταν πολύ πιο απλή η φορεσιά τους. Ήταν και αυτή υφαντή στον αργαλειό, μάλλινη συνήθως. Αποτελούνταν από ένα μακρύ, εσωτερικό, βαμβακερό βρακί, μακρύ, μέχρι τον αστράγαλο έφτανε. Από πάνω φορούσαν την μπολμπότσα ένα φαρδύ, μαύρο, μάλλινο παντελόνι, φαρδύ στη μέση, στενό στις γάμπες, που είχε ένα σχοινί μέσα το έσφιγγες κι έκανε τη σούρα. Μετά τον πόλεμο του ‘13 άρχισε να εμφανίζεται και η κιλότα, που τη λέγανε. Ήταν και αυτό σαν μπολμπότσα, αυτό το στρατιωτικό ένδυμα, στενό, που πετούσε εδώ ένα αφτί, πολύ στενό στη γάμπα. Από πάνω και από μέσα φορούσε φανέλα μάλλινη και πολλές φορές μπορεί να είχε και λίγο ρήγα εδώ στο χέρι. Πουκάμισο και πάμε στα γιλέκα. Γιλέκα υπήρχαν διαφόρων ειδών. Υπήρχε ο ντουλαμάς, τον χειμώνα ήταν ένα γιλέκο που κούμπωνε σταυρωτά, με μακρύ μανίκι. Το καλό ήταν από παχύ σατέν ύφασμα-πώς είναι το σατέν; Ένα πολύ παχύ όμως, όχι σατέν, άλλο είδος- από ατλάζι και από πάνω φορούσαν το κοντογίλεκο, αλλά υπήρχε και το γιλέκο το αμάνικο, που μπορεί να το φορούσαν το καλοκαίρι. Από πάνω φορούσαν πολλές φορές, οι πιο πλούσιοι, κι ένα είδος σαν παλτό, πατατούκες τις λέγανε, έχει διάφορες ονομασίες. Στα χωράφια φορούσανε τα μπιάλια. Μπιάλια είναι ένα υφαντό κομμάτι μάλλινο άσπρο, που τυλίγανε τη γάμπα και το πόδι κάτω και από πάνω έπαινε το γουρουνοτσάρουχο. Οι γαμπροί τις καλές μέρες μόνο φορούσαν ένα μαύρο παπούτσι και στο κεφάλι τραγιάσκα. Αλλά τα πουκάμισα ήταν με τον γιακά τον παπαδίστικο, όχι αυτόν τον γιακά τον μεγάλο. Και το ζωνάρι εννοείται, το μεγάλο, το μαύρο, το μάλλινο.

Κ.Τ.:

Από τις φορεσιές τώρα ας πάμε στα παραδοσιακά όργανα. Ποια είναι τα παραδοσιακά όργανα της περιοχής μας;

Α.Τ.:

Τα κύρια όργανα που χαρακτήριζαν την περιοχή του Ρουμλουκιού είναι δύο ζουρνάδες και ένα νταούλι. Ο ένας ζουρνάς παίζει τη μελωδία, ο πριμαδόρος, ο άλλος ζουρνάς κρατάει το ίσο και τον ρυθμό τον δίνει το μεγάλο νταούλι. Πέρα όμως από τους ζουρνάδες που θα μιλήσουμε αναλυτικά για αυτούς, υπήρχαν πάρα πολλοί γκαϊντατζήδες στην περιοχή του Ρουμλουκιού. Που δυστυχώς έχουν χαθεί και έχει επικρατήσει το Ρουμλούκι, να χαρακτηρίζεται από τον ζουρνά. Υπήρχαν όμως πάρα πολλοί γκαϊντατζήδες, που γινόντουσαν γλέντια με γκάιντα. Το επίσημο όργανο για τους γάμους και τα άλλα γινόταν με ζουρνά, αλλά έχουμε πολλές αναφορές από προφορικές μαρτυρίες, που γινόταν γάμοι και με γκάιντα. Και βέβαια, υπήρχαν και οι φλογέρες, που είχαν οι βοσκοί, οι τσομπάνηδες, που με τη φλογέρα μπορούσαν να παίζουν διάφορες μελωδίες. Όσο πάμε πιο πίσω, τα νταούλια στη περιοχή ήταν πάρα-πάρα πολύ μεγάλα. Γινόταν γάμοι στο ένα χωριό και άκουγαν τα γύρω χωριά ότι -ας πούμε- η Μελίκη έχει γάμο, το Κεφαλοχώρι έχει γάμο, γιατί χτυπούσε το νταούλι. Αλλά με το που δημιουργήθηκαν οι γραμμές των τρένων-αυτά μου τα έχει πει ο ίδιος ο Πάτμος-[00:20:00]μπαίναν οι ζουρνατζήδες στο τρένο, για να πάνε από τον Γιδά στη Μέση, που λέμε, ο νταουλτζής δεν χωρούσε να βάλει το νταούλι μέσα, δεν μπορούσε να μπει το νταούλι μέσα στο τρένο και ξεκινούσε μια-δυο μέρες πιο πριν με τα πόδια και το νταούλι στον ώμο, να πάει να τους περιμένει. Και έτσι, αναγκάστηκαν και το έκαναν πιο μικρό. Και αυτά που συναντήσαμε και προλάβαμε εμείς, νταούλια, τη δεκαετία του ’80, που πρόλαβα εγώ, τα παλιά πουν ήταν πάλι ήδη μεγάλα, φαντάσου τα πιο παλιά ήταν ακόμα πιο μεγάλα. Χαρακτηριστικά, υπήρχε μια συνήθεια στους γάμους, γινόταν η στέψη Κυριακή πρωί και μετά τη Θεία Λειτουργία, πήγαινε το ζευγάρι να βγάλει το σεντόνι, που υπήρχε η συνήθεια, και όταν έβγαινε το σεντόνι με την παρθενιά, έπρεπε να το δει η μαμή του χωριού, να το δείξει στις χολέρες, τις λέγαν τις γειτόνισσες, για να πειστούν και έδιναν εντολή στον νταουλτζή και χτυπούσε σόλο νταούλι «ντουμ ντου μπου ντουμ» να ακούσει όλο το χωριό ότι η τάδε νύφη ήταν τίμια και τότε γινόταν το γλέντι. Για αυτό και τα νταούλια ήταν μεγάλα, τα χτυπούσαν και ακουγόταν σε όλα τα χωριά. Αυτά ήταν τα μουσικά όργανα του Ρουμλουκιού. Δεν είχαμε κλαρίνα και χάλκινα.

Κ.Τ.:

Τώρα θα σας αναφέρω κάποιες λέξεις και θέλω να μου πείτε τι σκέφτεστε, τι σας έρχεται στο μυαλό; Ρουμλουκιώτισσες, μαντήλι, νταούλι και χορός.

Α.Τ.:

Ρουμλουκιώτισσες! Όταν ακούω τη λέξη «Ρουμλουκιώτισσες» μου έρχονται στο μυαλό και στα μάτια μου μπροστά, όλες αυτές οι εικόνες των γιαγιάδων από τις οποίες πήγα και έπαιρνα συνεντεύξεις. Ρουμλουκιώτισες, αν κλείσω τα μάτια μου, βλέπω μπροστά μου τη γιαγιά την Καλλιόπη από την Επισκοπή, τη γιαγιά την Όλγα, που στην ανέφερα, από τον Παλιό Πρόδρομο, τη θεία Μαρία από το Μακροχώρι, τη γιαγιά την Ελισάβετ την Παπακωνσταντίνου επίσης, από το Μακροχώρι, και πολλές- πολλές άλλες, μην σου αναφέρω ονόματα. Ρουμλουκιώτισες ήταν όλες αυτές οι γιαγιάδες, οι οποίες έζησαν σε μια εποχή πολύ δύσκολη, πολύ δύσκολη όχι μόνο στο Ρουμλούκι, σε όλη την Ελλάδα και σε όλη την επαρχεία, οι γυναίκες πλένανε, ζυμώνανε, πηγαίναν στα χωράφια, θερίζανε, δουλεύανε από το πρωί μέχρι το βράδυ, αλλά οι Ρουμλουκιώτισες σηκωνόταν και μια ώρα πιο νωρίς, για να δέσουν αυτό το πράγμα στο κεφάλι. Πήγαιναν θέριζαν με το κατσούλι στο κεφάλι. Θα μου πεις τώρα, είναι δυνατόν; Κι όμως, είναι δυνατόν. Βλέπουμε τώρα ντοκιμαντέρ, στα βάθη της Ασίας, ζουν οι άλλες με ένα μεταλλικό έλασμα γύρω από τον λαιμό και τις βλέπεις σαν να πνίγονται και όμως, είναι θέμα κουλτούρας απλά! Και εδώ στο Ρουμλούκι υπήρχε αυτή η φιλοσοφία, οι γυναίκες να φοράνε αυτό το πράγμα δεμένο με τα μαλλιά. Και πολλές γιαγιάδες, όταν τις έπαιρνα συνέντευξη, μου έλεγαν: «Μωρέ τι χαζές που ήμασταν; Το σφίγγαμε, το σφίγγαμε, μας έπνιγε και ήμασταν όλη μέρα με αυτό το πράγμα στο κεφάλι». Για μένα οι Ρουμλουκιώτισες είναι αυτές οι γυναίκες, που σηκωνόταν το πρωί, κουβαλούσαν νερό, να ζυμώσουν, να πλύνουν, να κοιτάξουν παιδιά, να ανάψουν καζάνι, να πλύνουν τα ρούχα τους, να υφαίνουν, να πηγαίνουν στο χωράφι, αλλά να κάθονται να δένουν και το κατσούλι στο κεφάλι. Τώρα για το μαντήλι, που είπες. Το μαντήλι ήταν η ψυχή τους. Έβλεπες ότι πάντα μέσα στο ζωνάρι είχαν και το μαντήλι, ή στην πουσνάρα, πουσνάρα έλεγαν την τσέπη. Και όταν στολίζονταν και θα ντύνονταν καλά, θα έβλεπες το μαντήλι το καλό, το μεταξωτό, το βγάζαν από το ζωνάρι και το αφήναν εδώ να φαίνεται. Το οποίο θα ήταν η προέκταση του χεριού τους και όταν θα βγαίναν να χορέψουν, με αυτά τα χέρια που πριν είχαν κάνει τα πάντα, που κεντούσαν, πλέκανε, ύφαιναν, ζυμώνανε, δέναν τα κατσούλια τους, έβλεπες ότι αυτό το χέρι το δουλεμένο, θα βγάλει και το μαντήλι από το ζωνάρι και θα είναι η προέκταση. Και όταν θα χορεύει και θα κουνάει το χέρι με το μαντήλι, είναι σαν να λέει στην τοπική κοινωνία, στο χωριό «Κοιτάξτε με, εγώ είμαι». Και πόσο ρυθμικά, όχι απλά χόρευε, γινόταν ταυτόχρονα μαέστρος. Έχω δει γιαγιάδες, να χορεύουν και να κουνάν το χέρι και να κάνουν τον νταουλτζή να το παίζει πιο αργά, να το κουνάει πιο αργά το χέρι και να κάνει νόημα τον νταουλτζή, να παίζει, να το χτυπάει πιο αργά. Το χέρι με το μαντήλι ήταν όπως βλέπουμε τώρα τον μαέστρο με το ξυλάκι που κουνάει, έτσι η γιαγιά χόρευε, αλλά ταυτόχρονα, ρύθμιζε και τη μουσική, πόσο αργά να της το [00:25:00]παίξουν, πόσο αργά να το χορέψει. Το μαντήλι ήταν τα σώψυχα όλα, το πώς θα το κουνούσε. Μου είχε πει μια γιαγιά εδώ στη Μελίκη «Όταν χόρευα και κουνούσα το χέρι, ήταν σαν να έλεγα: ‘όλους εσάς από εδώ κάτω σας περνάω» γιατί το χέρι το φέρνανε και στη μασχάλη. Το μαντήλι δεν ήταν απλό, δηλαδή δεν έβγαινε μια και το κουνούσε όπως να ‘ναι. Και οι κάτοικοι που ξέρανε, οι μερακλήδες που ξέρανε, από το πώς κουνούσε το μαντήλι μια χορεύτρια, καταλαβαίναν αν χορεύει καλά. Έλεγαν: «Δέστε πώς το πάει! ‘Μπαμ’ το νταούλι ‘μπαμ’ το χέρι». Όχι να το κουνάει όπως να ‘ναι. Αν έβλεπαν μία να το κουνάει γρήγορα, θα έλεγαν: «Δεν ξέρει χορό αυτή». Ξέρει χορό, αυτή που ξέρει να κουνάει το χέρι με το μαντήλι, πόσο αργά θα πάει το χέρι πόσο αργά θα χτυπήσει και το νταούλι. Πράγματα που δυστυχώς έχουν χαθεί στις μέρες μας! Ελάχιστες γιαγιάδες ξέρουν να χορεύουν αυτόν τον παλιακό χορό, με το χέρι και το μαντήλι. Και νεότερα παιδιά, που ασχολούνται με τα χορευτικά. Και από αυτά τα παιδιά που χορεύουν, ελάχιστοι είναι και αυτοί που θα χορέψουν, αλλά θα το ζήσουν. Να το χορέψουν με την ψυχή τους. Θα φτάσουν στο σημείο δηλαδή, αυτή εδώ την κίνηση μόνο να κουνήσουν το χέρι με το μαντήλι, να το νιώθει η ψυχή τους. Να βγάζουν τα εσώψυχά τους. Είναι πράγματα δύσκολα, που τώρα κυνηγάνε την εύκολη διασκέδαση. Οι νέοι πάνε με ένα ποτό σε ένα μπαράκι και νταμπα ντούμπα προσπαθούν να εκφραστούν. Δύσκολο, ενώ αν καταφέρει κάποιος να γευτεί την ψυχική ευχαρίστηση, που σου προσφέρει, να έχεις έναν πλήρη συγχρονισμό νταούλι-χέρι-πόδι και σε συγχρονισμό όλα αυτά, να έχεις ένα τέλειο, άρτιο αποτέλεσμα και ψυχικής ευχαρίστησης παράλληλα, αυτό θα φανεί και στο πρόσωπό σου, στην έκφρασή σου. Και θα δεις την τοπική κοινωνία και αν είναι και κάποιοι παλιοί μερακλήδες, εκείνη την ώρα θα χειροκροτήσουν, θα πουν: «Δες το πώς το χόρεψε!» Βλέπεις τώρα, ο Βαγγελάκης, εκεί στο χωριό σας, ο Καραντώνας, που τον έχω μαθητή, χορεύει και το γουστάρει και το χορεύει με την ψυχή του. «Μπαμ» το χέρι, «μπαμ» το νταούλι, το πόδι, το κάθισμα. Εκεί φαίνεται. Ποια άλλη λέξη είπες;

Κ.Τ.:

Μου τα απαντήσατε όλα.

Α.Τ.:

Οk, αν τα απαντήσαμε τότε, πάμε παρακάτω.

Κ.Τ.:

Πάμε σε ένα έθιμο τώρα, τα Ρουγκάτσια! Τι είναι;

Α.Τ.:

Είναι ένα ανδρικό έθιμο, καταρχήν, του Ρουμλουκιού, το οποίο αναβιώνετε το δεκαήμερο των Χριστουγέννων. Σε κάποια χωριά ξεκινούσε τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων και τελείωνε τη μέρα των Φώτων. Έθιμο, γραπτές αναφορές υπάρχουν από τα τέλη του 1700, σε μοναστήρια της περιοχή. Αυτό που πρόλαβα εγώ και μου έχουν αφηγηθεί οι παππούδες, είναι ένα έθιμο, το οποίο το οργάνωνε η εκκλησία, αν και κάποιοι λένε ότι παλαιότερα γινόταν για άλλους λόγους και σκοπούς, αυτό που εγώ έχω βρει και μου έχουν αφηγηθεί και έχω διασταυρώσει από συνεντεύξεις, ήταν ένα έθιμο, που το οργάνωναν οι άνθρωποι της εκκλησίας. Όταν σε ένα χωριό κρίνανε ότι υπάρχει κάποια ανάγκη, κάποιο πρόβλημα, δηλαδή ότι πρέπει να χτιστεί ένας ναός ή να συντηρηθεί η παλιά εκκλησία ή μια ανάγκη έχει το σχολείο, αποφάσιζε η επιτροπή της εκκλησίας, επιλέγαν τα παλικάρια του χωριού «Ποιον θα πάρουμε; Θα πάρουμε εκείνο το παιδί στα Ρουγκάτσια, τον τάδε, που είναι μερακλής, τον τάδε που είναι καλός χορευτής» να είναι κανένας γεροδεμένος, όχι να είναι ό,τι να είναι, γιατί ένα μπουλούκι με Ρουγκάτσια, να συναντιόταν με άλλο μπουλούκι με Ρουγκάτσια από άλλο χωριό και γινόταν ολόκληρη μάχη. Χαρακτηριστικά, μου είπε στο Κεφαλοχώρι, ο παππούς ο Δήμος ο Καραγιάννης-κατάλαβες ποιον λέω; Του Σώτου τον πατέρα, που πέθανε 100 χρονών σχεδόν- «Ήρθαν, με ζήτησαν για να πάω στα Ρουγκάτσια- έλεγε ο μπάρμπα Δήμος- αλλά ο πατέρας μου δεν με άφησε» «Γιατί βρε μπάρμπα Δήμο, εσύ μερακλής, καλός τραγουδιστής, από καλό σόι». «Δεν με άφηνε, γιατί είχε μόνο εμένα αγόρι. Οι συνθήκες που έβγαιναν τα Ρουγκάτσια, να γυρνούν δώδεκα μέρες σε χιόνια, σε πάγους, σε βροχές, κοιμόταν μην φανταστείς σε καλοριφέρ και σε ζέστες. Οι πιθανότητες να αρρωστήσει ένα παιδί, που συμμετείχε δώδεκα μέρες στα Ρουγκάτσια ήταν πολλές και ο πατέρας μου δεν με άφησε να πάω στα Ρουγκάτσια». Αλλά, φαντάσου μια ομάδα παλικαριών, δώδεκα-δεκατρία παλικάρια, να συμμετέχουν σε ένα έθιμο, να χορεύουν από το πρωί μέχρι το βράδυ, να γυρίζουν όλα τα χωριά. Παλικάρια, υπήρχαν και τα ανάλογα φλέρτ, πήγαινε μια ομάδα παλικαριών σε ένα χωριό να χορέψει και με έλεγε μια γιαγιά, ότι «Μόλις ακούγαμε ότι θα έρθουν τα Ρουγκάτσια, έλεγα: ‘Τι καλά να πάρει ο μπαμπάς μου καμιά ομάδα, τα Ρουγκάτσια, το βράδυ στο σπίτι, να τα δω». Γιατί [00:30:00]τα Ρουγκάτσια ήταν η ομάδα-καταρχήν από το ένα πηδάμε στο άλλο-

Κ.Τ.:

Δεν πειράζει.

Α.Τ.:

Ήτανε μια ομάδα από παλικάρια, που τα επέλεγαν οι άνθρωποι, παίρναν κάποιον παλιότερο, που τους μάθαινε χορούς, αυτή την ομάδα των χορών και την ημέρα των Χριστουγέννων πηγαίνανε, κλείνανε μια ορχήστρα με ζουρνάδες, δίνανε πολλές φορές και προκαταβολή και ερχόταν οι ζουρνάδες τη μέρα των Χριστουγέννων στο χωριό, χτυπούσαν το νταούλι, μαζευόταν τα Ρουγκάτσια στην εκκλησία, υπήρχε ο καπετάνιος, ο αρχηγός, ο οποίος έκανε κουμάντο, χορεύαν μπροστά στην εκκλησία, προσκυνούσαν και όλο το χωριό ξεπροβοδούσε τα Ρουγκάτσια. Ξεκινούσαν, πήγαιναν στην Επισκοπή. Για να πάνε στην Επισκοπή όμως, οι άνθρωποι που τα οργανώνανε, που ήταν η επιτροπή, τα συνόδευαν τα Ρουγκάτσια. Πρώτα είχαν πάει και είχαν ζητήσει άδεια από το χωριό «Δέχεστε να μπουν τα Ρουγκάτσια του Κεφαλοχωρίου να χορέψουν στην Ξεχασμένη;» Αν έλεγαν: «Ναι» μπαίναν μέσα και ξεκινούσαν χορεύοντας, πηγαίναν από σπίτι σε σπίτι. Σε κάθε σπίτι που έφταναν, έκαναν σταυρό στην πόρτα, γιατί ο παπάς του χωριού πριν ξεκινήσουν, τους διάβαζε μια ευχή και αυτήν την ευχή τη μεταφέρανε σε όλα τα σπίτια. Υπήρχε περίπτωση ένα χωριό να μην δεχτεί τα Ρουγκάτσια. Έλεγε ο πρόεδρος του χωριού «Δεν τα δεχόμαστε τα Ρουγκάτσια του Κεφαλοχωρίου». Όταν θα έβγαζε όμως Ρουγκάτσια, η Ξεχασμένη, αν ερχόταν στο Κεφαλοχώρι, έλεγαν: «Δεν τα δεχόμαστε, γιατί τότε που ήρθαμε, δεν μας δεχτήκατε». Υπήρχε και αυτή η περίπτωση, πιο σπάνια, αλλά υπήρχε. Και αφού νύχτωνε, μαζεύονταν στην εκκλησία, όταν βασίλευε ο ήλιος, κάναν πάλι ένα προσκυνητό τα Ρουγκάτσια, και μετά αναλάμβαναν η επιτροπή της εκκλησίας του χωριού που επισκέπτονταν, να πάρουν τα παιδιά στο σπίτι. Ποτέ μόνο του το Ρουγκάτζι ή ένας ή τρεις. Πάντα ή δύο ή τέσσερεις. Ο πατέρας σου θα έπαιρνε δύο Ρουγκάτσια ή τέσσερα, ήταν υποχρεωμένη η μάνα σου, να τα τραπεζώσει, αν ήταν κάποιος λερωμένος, να βγάλει τα ρούχα, να τα πλύνει, να τα σιδερώσει, να τα βάλει στο τζάκι να στεγνώσουν όλη νύχτα, για να τα έχει το πρωί έτοιμα ο Ρουγκατσάρης. Σε παιδιά που δεν τα ήξεραν καθόλου. Υπήρχαν γνωριμίες, μας είπε ένας παππούς από το Μακροχώρι, ο μπάρμπα Μήτσος ο Μπαλτζής «Πηγαίναμε στην Επισκοπή-αυτός ήταν ψιλός, ξανθός, ήταν ομορφάντρας και όλες οι κοπέλες του χωριού, να, τον κοίταζαν και έλεγε στους υπόλοιπους- μπείτε μπροστά να χορέψετε εσείς, που είστε ελεύθερα παλληκάρια, εγώ είμαι παντρεμένος». Έτσι υπήρχαν και τα λεγόμενα φλέρτ. Αλλά φαντάσου τώρα από περιγραφές, να μπαίνουν το ‘30 Ρουγκάτσια σε ένα χωριό. Όλο το χωριό γιόρταζε, έτρεχαν από πίσω παιδιά, κάτοικοι του χωριού να ακολουθήσουν, να δουν τα Ρουγκάτσια, φτάναν τα Ρουγκάτσια σε ένα σπίτι, χορεύαν. Ο νοικοκύρης θα τους κερνούσε τσίπουρα, μεζέδες, θα χόρευε και ο νοικοκύρης. Αν είχαν καμιά νύφη, θα βάζανε να χόρευε η νύφη. Ολόκληρο πανηγύρι. Φαντάσου, σε ένα σπίτι δεν μένανε τότε ένα αντρόγυνο. Παλιά έμεινε ο παππούς, η γιαγιά, τα παιδιά , παντρεμένα και τα παιδιά με εγγόνια, δέκα-είκοσι άτομα σε ένα σπίτι. Μετά πήγαιναν σε άλλο σπίτι, τελείωναν το χωριό, μετά πήγαιναν σε άλλο χωριό. Αν σταυρωνόταν με μπουλούκι από άλλο χωριό, προσπαθούσαν να μην σταυρωθούν, ο ένας να πάει από εδώ, να μην… Αλλά αν σταυρωνόταν, έπρεπε κάποιοι να δηλώσουν υποταγή. Πολλές φορές γινόταν και μάχη. Υπάρχει μια τοποθεσία έξω από την Αλεξάνδρεια, που σκοτώθηκε Ρουγκατσάρης από συμπλοκή. Και την ονόμασαν «στο Ρουγκάτσι» την τοποθεσία. Οι νικητές έπρεπε να ενώσουν τα σπαθιά και οι χαμένοι να περάσουν από κάτω, αλλά ήταν πολύ υποτιμητικό, κανένας δεν το δεχόταν αυτό, ή πολλές φορές, παρεμβαίνανε οι αρχηγοί, οι καπεταναραίοι και ειρηνικά να τη λύσουν, να περάσουν ειρηνικά ή να χορέψουν από κοινού έναν χορό, για να μην γίνει κάτι. Και έπρεπε οι δύο καπεταναραίοι να ανταλλάξουν κάτι, ένα μαντήλι, μέχρι και μια κλωστή βγάζαν, για να ανταλλάξουν κάτι, να μην υπάρχει διαμάχη. Ιστορίες ολόκληρες για το τι ζούσαν οι Ρουγκατσάρηδες ή το πώς βιώνουν τα νέα παιδιά τώρα τα Ρουγκάτσια ή όταν επισκεπτόμαστε Ρουγκατσάρηδες, ιστορίες ατέλειωτες. Στην Επισκοπή πριν από είκοσι χρόνια είκοσι πέντε, πήγαμε Ρουγκάτσια και ήταν ένας παππούς, Αργυρόπουλος λεγόταν και ήταν καπετάνιος, αρχηγός δηλαδή το ‘30, αυτός μάζεψε λεφτά, τα χρόνια εκείνα, και χτίσανε την Αγία Αικατερίνη. Ο οποίος στα γεράματά του κάποιο πρόβλημα είχε και του έκοψαν το πόδι. Η κόρη του, δεν ξέρω που ζούσε, πάντως δεν ζούσε στο χωριό. Έπαιρνε τηλέφωνο στο χωριό και ρωτούσε η κόρη του «Πότε θα βγουν τα Ρουγκάτσια;» «Τάδε ημερομηνία». Ερχόταν στο χωριό, φρόντιζε να είναι εκεί, να σηκώσει τον πατέρα, να τον έχει στην πολυθρόνα, για να περιμένει τα Ρουγκάτσια. Όταν άκουγε τους ζουρνάδες από μακριά ο παππούς, είχε πλαντάξει στο κλάμα. [00:35:00]Όταν φτάναμε, και εμείς ξέραμε όμως, η κόρη είχε φροντίσει, είχε ανοίξει τις αυλόπορτες, να περιμένουν τα Ρουγκάτσια. Όταν φτάναμε εμείς εκεί, τρέχαμε με τα σπαθιά, κάναμε τη γύρα μες στην αυλή, χορεύαμε, έβγαινε η κόρη, η κόρη να κλαίει, γιατί ο παππούς μέσα είχε πλαντάξει, θυμόταν τα νιάτα του. Κ αι οι άνθρωποι γενικά, φαντάσου μέρες γιορτινές, Χριστουγέννων να ακούς τους ζουρνάδες, να θυμάσαι ότι οι δικοί σου είχαν χορέψει, ότι οι παππούδες σου συμμετείχαν ή ότι η γιαγιά σου είχε γίνει νύφη με αυτά τα πράγματα, σου γεννιούνται άλλα συναισθήματα. Και μπαίνουμε μετά μέσα να μιλήσουμε με τον παππού, του δίνουμε να κρατήσει το σπαθί, ο παππούς να κλαίει, με ένα πόδι, να κουνάει το ένα το πόδι. Δηλαδή συναισθήματα φοβερά, που δεν τα ζεις εύκολα. Εγώ στα παιδιά που συμμετέχουν, τους έλεγα: «Παιδιά» και ειδικά στο Μακροχώρι, που αναβιώνει το έθιμο κάθε χρόνο και δεν έχει σταματήσει ποτέ και το ζουν, και ξέρουν, όπου έχουν ηλικιωμένο, τρέχουν να πάνε εκεί. Αυτό θα σου πω, κανά δύο ιστορίες, γιατί αυτά είναι βίωμα και αυτά αξίζει -νομίζω- πολλές φορές να ειπωθούν. Ήταν ένας παππούς λεγόταν Παπακωνσταντίνου Γρηγόρης, πολύ μερακλής για τα Ρουγκάτσια, πολύ μερακλής γενικά. Τη δεκαετία το ‘50 είχαν αρχίσει όλα τα χωριά να βγάζουνε Ρουγκάτσια, όλα. Δεν έβρισκες εύκολα ζυγές με ζουρνάδες. Δηλαδή από τα σαράντα πέντε χωριά, φαντάσου τα είκοσι πέντε, να βγάζουν Ρουγκάτσια. Πού θα βρεις είκοσι πέντε ζυγές; Και αυτός, για να έχει το μπουλούκι του την καλύτερη ζυγιά, πήγαινε έπαιρνε από τον Γιδά τους γύφτους, τον Πάτμο, τους έβαζε στο σπίτι να κοιμούνται μια εβδομάδα πιο πριν και αυτός με τη γιαγιά κοιμόταν στα πρόβατα. Έστρωναν -λέει- στα άχυρα και κοιμόταν εκεί, μόνο και μόνο για να έχει το μπουλούκι του τα καλύτερα όργανα. Αυτός λοιπόν, φαντάσου τι έκανε, αφού ήταν μερακλής, κάθε χρόνο, όταν πηγαίναμε με τα Ρουγκάτσια στο σπίτι, έβγαινε, χόρευε και αυτός και η γιαγιά, αυτός χόρευε τον «Γκέικο» και η γιαγιά της «Κατερίνους». Και χόρευαν και μας κερνούσαν και τσίπουρα και μεζέδες. Κάνουμε μια εκπομπή στο Μακροχώρι παλιά, το φθινόπωρο, εγώ είχα διοριστεί, ήταν παλιά το 1997, και έρχομαι με άδεια, για να βγούμε να χορέψουμε στα Ρουγκάτσια, φτάνουμε σε αυτό το σπίτι, εμείς τρέχοντας χορεύουμε και μπαίνουμε στην αυλή. Βγαίνει η γιαγιά και κάνει με το χέρι «Σταματήστε -λέει- μην παίζεται, ευχαριστούμε πολύ που ήρθατε» μας δίνει λεφτά , γιατί δίνουν λεφτά, τα Ρουγκάτσια μαζεύουν λεφτά. Λέει μια «Μη χορεύετε άλλο, γιατί ο παππούς είναι άρρωστος ευχαριστούμε πολύ» σαν να μας είπε: «Συνεχίστε να πάτε στα υπόλοιπα σπίτια». Εκείνη την ώρα που γυρίζουμε να φύγουμε, ένα παλιό πέτρινο σπίτι διώροφο με τα μικρά τα μπαλκονάκια, βγαίνει ο μπάρμπα  στο μπαλκονάκι, φαινόταν ότι ήταν πολύ καταβεβλημένος, ήταν άρρωστος από καρκίνο, είχε πρηστεί, δεν μπορούσε να μιλήσει, το πρόβλημα το είχε στον λαιμό. Μας κάνει νόημα «Ελάτε πάνω, ανεβείτε στο μπαλκονάκι» ένα μπαλκονάκι ίσα με αυτό, μπορεί να είναι και πιο μικρό. Ανεβαίνουμε πάνω, με τον Πάτμο και τα όργανα, τα όργανα ανεβαίνουν πάνω και λέει: «Παίξτε με έναν γκέικο, εγώ του χρόνου δεν θα ζω να σας ακούσω». Και αρχίζουν να παίζουν οι ζουρνάδες και τον πιάνω εγώ από το χέρι και αρχίζει να κουνάει το χέρι μου όλο και να κλαίει ο παππούς και να κλαίνε όλα τα παιδιά. Όλα τα Ρουγκάτσια που ήταν εκείνη τη χρονιά, όλοι κλαίγαμε. Αφού τώρα, αν τους συναντήσω και τους λέω: «Ρε παιδιά, τι θυμάστε από τα Ρουγκάτσια;«Θυμάσαι δάσκαλε -με λένε- τότε με τον μπάρμπα;» Η επαφή που δημιουργείτε με τους Ρουγκατσάρηδες και με τους μερακλήδες των χωριών, αυτό αξίζει. Πας τώρα σε κάποια γιαγιά που είναι μόνη της εκείνες της μέρες, περιμένει πώς και πώς τα Ρουγκάτσια, να μας χαρεί, να μας κεράσει, να τη σταυρώσουμε την πόρτα. Μας λέγανε όλοι αυτοί οι παππούδες «Βγαίνανε στα Ρουγκάτσια και μας τραβούσαν, όταν είχαν αρρώστους, μας έπαιρναν από το χέρι, να μπούμε μέσα, να σταυρώσουμε τον άρρωστο. Είχαμε ευχή από τον παπά. Ο άρρωστος δεν μπορούσε να πάει στην εκκλησία. Του μεταφέραμε την ευχή». Τα Ρουγκάτσια τα αγαπούσε ο κόσμος! Είναι το πιο ζωντανό έθιμο ακόμα, που υπάρχει στο Ρουμλούκι. Όλα τα άλλα έχουν ατονήσει. Βλέπεις ποιος κάνει γάμους σήμερα και να έχει μόνο ζουρνάδες; Κανείς! Όλοι θέλουν τα μπουζούκια, τα τσιφτετέλια. Κρατάνε όμως λίγο το παραδοσιακό, λίγο στο σπίτι, δηλαδή όταν φεύγει και προσκυνάει η νύφη, που είναι το πιο συγκινητικό κομμάτι, εκείνο το κρατάνε. Τέλος πάντων. Και μια ακόμα ιστορία θα σου πω, έτσι πιο παλιά, που μου είχε αφηγηθεί μια γιαγιά. Παλιά, επί Τουρκοκρατίας, διώροφο σπίτι επιτρεπόταν να έχουν μόνο οι Τούρκοι μπέηδες, όλοι οι Ρωμιοί είχα τα χαμηλά σπίτια. Και από τη γιαγιά μου που θυμάμαι, αλλά και από αυτήν, οι σχέσεις μεταξύ των Ρωμιών με μία-δύο οικογένειες, γιατί δεν υπήρχαν παραπάνω οικογένειες Τούρκων σε κάθε χωριό, ήταν τόσο καλές, που είχαν πολύ καλές σχέσεις. Μου έλεγε λοιπόν αυτή η γιαγιά, Μαριγούλα, Μαργιορίτσα τη φώναζαν, όπου η μάνα της ήταν από το Μακροχώρι παντρεμένη στο Διαβατό, στην οικογένεια Τσολάκη. «Η μάνα μου λοιπόν -λέει αυτή η γιαγιά-είχε δύο ξαδέρφια, που είχαν βγει στα Ρουγκάτσια. Ψιλοί, ξανθοί, γαλανομάτηδες, [00:40:00]σγουρομάλληδες -λέει- όμορφα παλικάρια. Βγήκαν στα Ρουγκάτσια και σε κάθε σπίτι που πηγαίναν, έλεγε ο καπετάνιος «Μπείτε εσείς οι δύο μπροστά, μετά μπείτε εσείς οι δύο». Κάθε χρόνο η μπέισσα έριχνε μια λίρα στα Ρουγκάτσια. Έβγαινε από ψηλά και έριχνε μια λίρα. «Τι θέλετε;» «Για την εκκλησία». -Οι Τούρκοι έδιναν λεφτά για την εκκλησία. Φαντάσου, δηλαδή, πόσο καλές σχέσεις είχαν-. Η Τουρκάλα είχε βγει από ψηλά και έβλεπε, είχε δει ότι αυτά ήταν όμορφα παλικάρια. Φτάνουν στου Μπέη το σπίτι και λέει ο καπετάνιος δύο άλλους να μπουν μπροστά. Σηκώνει τότε η Τουρκάλα το χέρι και λέει: «Όχι εκείνοι οι δύο. Εκείνοι οι δύο» και δείχνει τα όμορφα τα παλικάρια. Αυτοί χάρηκαν, μπήκαν μπροστά και άρχισαν να χτυπάν τα νταούλια, να χορεύουν, να πατούν τα σπαθιά στο έδαφος, να πηδάν ψηλά και από τον πολύ χορό και από την πολλή ένταση που είχαν, κοπήκαν οι αλυσίδες και πέσαν τα φλουριά όλα κάτω. Και εκείνη τη χρονιά-λέει- η Τουρκάλα έριξε δύο λίρες. Μία να την πάρει το μπουλούκι για τον λόγο που μαζεύανε και μια να την πάρουν τα δύο τα παιδιά που χόρευαν, για να κάνουν την αρματωσιά τους». Μου έχει μείνει αυτή η ιστορία, πιτσιρικάς ήμουν, που μου την είχε πει η θεία Μαριορίτσα και την έχω και ηχογραφημένη, αλλά δεν ακούγεται καλά. Για το τι σχέσεις είχαν, κι ακόμα και τώρα. Τα παιδιά τους λέω να κοιμούνται μαζί τα Ρουγκάτσια από το βράδυ. Τώρα κοιμούνται σε συλλόγους τα παιδιά, δεν πάνε σε σπίτι, αλλά και μόνο που κοιμούνται μαζί και λένε τις ιστορίες, τα πειράγματά τους, τα αστεία τους, όλη νύχτα δεν κοιμούνται από τα καλαμπούρια τους. Και ξυπνούν το πρωί, πίνουν και τα τσίπουρα και αρχίζουν και χορεύουν, αυτό θα μείνει για τα νιάτα. Θα θυμούνται ότι βγήκαν στα Ρουγκάτσια και γύρισαν και κάνανε. Είναι μια πολύ δυνατή εμπειρία και παροτρύνω τους νέους, να γευτούν αυτό το πράγμα, να συμμετέχουν στα Ρουγκάτσια.

Κ.Τ.:

Γιατί θεωρείτε σημαντική τη διατήρηση της παράδοσης;

Α.Τ.:

Γιατί είναι κάτι που μας γεμίζει. Η παράδοση για μένα είναι τρόπος ζωής. Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου, να μην ασχολούμαι με την παράδοση. Από την κατασκευή παραδοσιακών φορεσιών, από το να χορεύω, από το να καταγράφω, από το να ακούω τις αφηγήσεις. Οι άνθρωποι είχαν κάποιες αρχές, κάποιες αξίες. Δυστυχώς αυτά χάνονται. Αν ζεις με αυτόν το παραδοσιακό τρόπο, δηλαδή με αυτές τις αξίες, τις παραδοσιακές, γεύεσαι μια άλλη εποχή. Μια άλλη εποχή με πολύ πιο έντονες δυσκολίες για τον τρόπο ζωής, αλλά με ψυχική ευχαρίστηση , με εφορία ψυχής δηλαδή. Με το να ασχοληθείς, να κατασκευάσεις το τυρί, πήγαιναν άρμεγαν τα πρόβατα, πήζανε και κάνανε τυρί. Να καλλιεργήσεις, να σκάψεις, να φας το σκόρδο από τον κήπο, να ντυθείς με την παραδοσιακή φορεσιά, να χορέψεις όλα αυτά που σου είπα πριν ή ακόμα να καθίσεις και να πενθήσεις, δεν είναι ένα απλό πράγμα. Βάζεις τον εαυτό σου να κάνεις νηστεία, ένας παραδοσιακός τρόπος ζωής, να κάνεις νηστεία. Ναι, αλλά όταν θα περάσουν οι σαράντα μέρες, που δεν θα φας κρέας και θα το φας μετά, ξέρεις πόσο νόστιμο θα σου φανεί; Αυτές οι αξίες λοιπόν, έχουν χαθεί. Όποιος καταφέρει και τα γευτεί, τα ζήσει, θα καταλάβει και τι του προσφέρει ο παραδοσιακός τρόπος ζωής. Εμένα με μαγεύει ο παραδοσιακός τρόπος ζωής και οτιδήποτε παραδοσιακό φρόντιζα να το καταγράφω. Δεν είναι μόνο το Ρουμλούκι. Όλη η Ελλάδα έχει κάτι να σου προσφέρει. Να ασχοληθείς με τους παραδοσιακούς γυναικείους νυφιάτικους κεφαλόδεσμους ανά την Ελλάδα. Φοβάμαι ότι σε πέντε-δέκα χρόνια δεν θα υπάρχουν άνθρωποι να στα περιγράψουν. Άντε εδώ στο Ρουμλούκι βρεθήκαμε κάποιοι. Πας στον Κάμπο Νάουσας, στα Καμποχώρια, που δέναν οι γυναίκες το καλπάκι και αυτές το δένανε με τα μαλλιά. Τώρα είναι έτοιμο καπέλο. Ο γενίτσαρος που βάζει αυτή τη μάσκα, τώρα το έχουνε προκάτ, το βάζουνε σε έναν σκούφο. Παλιά έπρεπε να ξέρεις πώς να δέσεις το ταράμπουλο με τη μάσκα και το κερί. Πας σε άλλα μέρη της Ελλάδος, πώς δενότανε το αρβανιτοβλάχικο το καπέλο, δηλαδή είναι τρόποι πολλοί. Ή στο Ρουμλούκι πώς κάναν το γκιλντί. Πήγα, σε κάθε χωριό ήταν μια-δυο γυναίκες, που ήξεραν να το κάνουν. Καλλιεργούσαν μετάξι, μεταξοσκώληκες, παρήγαγαν μεταξωτή κλωστή και έπρεπε να ξέρουν πώς να κάνουν αυτόν τον φεστό, το γκιλντί κάτω. Τρόποι που έχουν χαθεί, δυστυχώς. Για να μην πάμε στα γητέματα και στα ξεματιάσματα και στα βότανα, που είναι ένα κεφάλαιο τεράστιο. Και όμως, επειδή εργάζομαι και [00:45:00]στο νοσοκομείο και έρχομαι σε επαφή με όλα αυτά, όλα τα φάρμακα από το φυτικό και το ζωικό βασίλειο βγαίνουνε. Ένας φίλος κάνει ένα διδακτορικό στην Ιταλία για τους παραδοσιακούς τρόπους γητέματος ανά τον κόσμο και καλέστηκε και παρουσίασε την εργασία του σε συνέδριο Ψυχολόγων ανά τον κόσμο. Υπάρχει μια γιαγιά εδώ στο Ρουμλούκι, που πας και σε γητεύει, σε διαβάζει, κάτι κάνει και όταν χάσεις κάποιο αγαπημένο σου πρόσωπο, σε διαβάζει, για να σου φύγει η στεναχώρια και το λέει: «Το γήτεμα να σε χωρίσει από τον πεθαμένο». Αντίστοιχο γήτεμα υπάρχει στις Φιλιππίνες. Και ως δια θαύματος, ως δια μαγείας, κάνουν αντίστοιχα πράγματα. Οι παραδοσιακοί τρόποι δηλαδή, γιατί και αυτό είναι… ένας πολιτισμός ήταν αυτό το πράγμα. Όλα αυτά πρέπει να βγουν νέοι άνθρωποι, να τα καταγράψουν. Κάνω ό,τι μπορώ να καταγράψω τα της φορεσιάς , του χορού, αλλά υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα. Δυστυχώς δεν νοιάζονται και πολλοί να ασχοληθούν. Κάνουν μια έρευνα, μια εργασία. Όσοι έρχονται σε μένα, παιδιά από πανεπιστήμια, από σχολές, μαθητές, ό,τι θέλουν και μπορώ, ό,τι μπορώ να τους πω και του παροτρύνω να το ψάξουν ακόμα περισσότερο. Αυτό είναι ο τρόπος ζωής για μένα . Ακόμα και το κούρεμα, πηγαίνω κουρεύω τα γίδια, είναι ένας παραδοσιακός τρόπος, πώς κουρεύαν, πώς τα κάναν τα σχέδια, τα ψαλίδια. Όλα, ό,τι μπορώ!

Κ.Τ.:

Πιστεύετε σήμερα ότι η νέα γενιά ασχολείται με την παράδοση;

Α.Τ.:

Ναι, υπάρχει ένα μικρό ποσοστό, οι οποίοι γεύονται όλα αυτά που σου σχολίασα και σου ανέφερα πιο πριν και γίνονται φανατικοί ερευνητές. Ναι υπάρχουν παιδιά. Εγώ έχω κάποιους χορευτές, οι οποίοι… και για αυτούς πλέον έχει γίνει τρόπος ζωής. Παιδιά, που άλλος θα ασχοληθεί λίγο περισσότερο με τα παραδοσιακά όργανα, άλλος θα ασχοληθεί με τη φορεσιά, άλλος θα ασχοληθεί με τον χορό, άλλος με την κατασκευή. Τους δείχνω ό,τι έχω μάθει, τους δείχνω. Υπάρχουν κάποιοι ναι, αλλά όχι πολλοί. Πιο πολλοί υπάρχουν σε ορεινά χωριά. Στα καμποχώρια όχι τόσο πολλοί.

Κ.Τ.:

Κύριε Αχιλλέα, σας ευχαριστούμε πάρα πολύ.

Α.Τ.:

Να είσαι καλά. Για όλα αυτά μπορούμε να μιλάμε με τις ώρες, και για πολύ περισσότερο, αλλά εντάξει. Να είσαι καλά και εσύ.