© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Η κυρία Κατερίνα και το Λαογραφικό Μουσείο Ιστιαίας

Κωδικός Ιστορίας
10148
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Κατερίνα Μαρνά (Κ.Μ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
08/10/2021
Ερευνητής/τρια
Αναστασία Νεκταρία Παλιατσή (Α.Π.)

[00:00:00]

Α.Π.:

Γεια σας, είναι Παρασκευή 8 Οκτωβρίου του 2021 και βρισκόμαστε στην Ιστιαία με την κυρία Κατερίνα. Εγώ είμαι η Αναστασία Παλιατσή και είμαι ερευνήτρια στο Istorima.

Κ.Μ.:

Καλημέρα σας.

Α.Π.:

Καλημέρα σας, πώς ονομάζεστε;

Κ.Μ.:

Ονομάζομαι Μαρνά Κατερίνα.

Α.Π.:

Ωραία. Πότε γεννηθήκατε και πού μεγαλώσατε;

Κ.Μ.:

Γεννήθηκα στην βόρεια Εύβοια, στα Βασιλικά και μεγάλωσα — 4.5 ετών επέστρεψα στην Ιστιαία, που ήταν η καταγωγή της μητέρας μου — και μεγάλωσα στην Ιστιαία Ευβοίας. Εργαζόμουνα στο Κέντρο Υγείας Ιστιαίας και τους καλοκαιρινούς μήνες που έρχονταν πολλοί ξένοι, καμιά φορά τύχαινε να με ρωτάνε: «Τι αξιόλογο έχει η Ιστιαία για να το επισκεφθούμε;». Κι εγώ τους έλεγα: «Δυστυχώς, η Ιστιαία δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερο. Αν θέλετε και σας ενδιαφέρει η φυσική ιστορία αυτού του τόπου, πηγαίνετε στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας που βρίσκεται στην τάδε περιοχή». Έτσι λοιπόν, κάθε χρόνο, που ήμουνα υποχρεωμένη να λέω τα ίδια και τα ίδια, μού γεννήθηκε η επιθυμία για να φτιάξω ένα λαογραφικό μουσείο, το οποίο θα επισκεπτόντανε άτομα που ενδιαφέρονταν για το στοιχείο αυτό.  Το 1905 πέθανε η μητέρα μου. Το ‘07 μου γεννήθηκε η επιθυμία να φτιάξω το λαογραφικό μουσείο. Και φαντάστηκα ότι για να φτιαχτεί ένα λαογραφικό Μουσείο από ιδιώτη, δεν θα μπορούσε να συμβεί, εκτός και αν υπήρχε κάποιος σύλλογος. Έτσι λοιπόν, μαζεύτηκε ένας σύλλογος ατόμων και, αφού κάναμε εκλογές, πήραμε και την άδεια για να φτιάξουμε το λαογραφικό μουσείο. Μέσα σε 13 μήνες, το περισσότερο από ό,τι είδατε από κάτω απ’ τα αντικείμενα είχε συναχθεί, αλλά και ποτέ άλλοτε δεν έπαψα να ψάχνω για παλιά αντικείμενα είτε αυτά τα αγόραζα είτε μου χαρίζονταν από μέλη του συλλόγου. Φτάσαμε στο 1911 που βάλαμε την ταμπέλα απ’ έξω, ότι είμαστε λαογραφικός σύλλογος.

Α.Π.:

1911 ή 2011;

Κ.Μ.:

2011. Και μπορούσαμε πλέον να ένα έρχονται άτομα — χωρίς εισιτήριο φυσικά, γιατί δεν επιτρέπεται — και να το επισκέφτονται. Το επισκέφθηκαν, στην αρχή, παιδάκια του σχολείου και τα καλοκαίρια, επειδή είχα κάνει τη σχετική διαφήμιση, έρχονταν και άτομα από άλλα μέρη και το έβλεπαν.

Κ.Μ.:

Όλοι φεύγανε κατενθουσιασμένοι και λέγανε: «Ποτέ σε έναν τόσο μικρό χώρο, δεν είδαμε τόσα πολλά αντικείμενα». Αντικείμενα να αντιπροσωπεύουν φάρμακα ενός γιατρού, ο οποίος γεννημένος το 1870 διέπρεψε στην Αιδηψό και, μάλιστα, ο γιατρός αυτός ήτανε συγχρόνως και 27 ολόκληρα χρόνια κοινοτάρχης. Βγήκε για πρώτη φορά το 1911, που έγιναν οι τοπικές δημοτικές εκλογές και όσο κράτησε η ζωή του, αυτός ήταν εν ενεργεία δήμαρχος. Πέθανε το 1941, στις 15 Αυγούστου, εκλεγμένος απ’ τις τελευταίες εκλογές. Και ο λόγος, για τον οποίον πέθανε, ήταν γιατί είχε αγάπη πολλή στον Ελευθέριο Βενιζέλο, με τον οποίο τους συνέδεε μια πολύ μεγάλη αγάπη και συναδελφικότητα θα μπορούσαμε να πούμε. Γιατί ο Βενιζέλος ήταν Πρωθυπουργός της Ελλάδας και εκείνος ήτανε «πρωθυπουργός», να το πούμε έτσι, κοινοτάρχης σε έναν τόπο, ο οποίος λεγόταν Λουτρά Αιδηψού. Είχαν γνωριστεί στο «Θέρμαι Σύλλα» και η αιτία που γνωρίστηκαν και συνδέθηκαν με μια τόσο πολλή μεγάλη αγάπη ήταν η Άννα Παπαδοπούλου, η οποία ήταν αδελφή του Παύλου Μελά. Είχε παντρευτεί στις Ροβιές. Είχαν αποκτήσει [00:05:00]3 παιδιά και τον επισκέφθηκε με κάποια αρρώστια που είχε ένα απ’ τα παιδιά της. Αυτή πήγε με την άμαξα εκεί και τον επισκέφτηκε τον γιατρό και τη βοήθησε να καταλάβει ότι είναι μια παιδική ασθένεια και δεν θα έπρεπε να ανησυχεί. Από τότε συνδέθηκαν με μια πολύ μεγάλη αγάπη και φιλία και παρέμειναν φίλοι μέχρι το 1916 που ήρθε ο Ελευθέριος Βενιζέλος στην Αιδηψό και τον παρότρυνε η κυρία Μελά, του Παύλου Μελά η αδελφή, η Άννα Παπαδοπούλου να επισκεφθούνε στο «Θέρμαι Σύλλα» τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Εκεί γνωριστήκανε, είπαν τις ανησυχίες τους για το έθνος και τα λοιπά. Υποσχέθηκε… Αναβάθμισε τα Λουτρά της Αιδηψού, τα οποία μέχρι τότε είχαν πολύ λίγη — πώς να το πούμε; — ανάπτυξη ως προς τα ξενοδοχεία. Ήταν το «Θέρμαι Σύλλα» αυτό το μεγάλο και κάποια άλλα: το «Ιστιαία», το «Αίγλη», τα πρώτα-πρώτα ξενοδοχεία, τα οποία χτίστηκαν. Λοιπόν, όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, κυνηγημένος από τους αντιπάλους του, τους πολιτικούς του αντιπάλους έφτασε στη Χαλκίδα, πήρε ένα καΐκι και βγήκε στην Aιδηψό. Εκεί τον περίμενε o γιατρός ο Λιλής, τον πήρε και νύχτα τον μετέφερε στο σπίτι του, όπου μαζί με τους τέσσερις φύλακες μείναν στο σπίτι του Γεωργίου Λιλή. Τον έβαλαν απ’ τη μέσα μεριά, σ’ ένα δωμάτιο, το οποίο υπάρχει μέχρι σήμερα, ένα μικρό δωμάτιο — 3 επί 2,5 — που χωρούσε ίσα-ίσα μία ντουλάπα κι ένα κρεβάτι μαζί με ένα κομοδίνο. Εκεί διανυκτέρευσε και οι φύλακές του, στο μπροστινό δωμάτιο, το οποίο και εκείνο διαφυλάσσεται μέχρι σήμερα, αλλά είναι υπό κατάρρευση. Εκεί μείνανε οι τέσσερις φύλακες και το πρωί, σηκώθηκε πολλή νύχτα ο Λιλής και, αφού πρόσφερε πρωινό στους ανθρώπους, πήρε τον Βενιζέλο και τον μετέφερε στους Ωρεούς, όπου με καΐκι πέρασε απέναντι στον Βόλο και εκεί υπήρχαν άνθρωποι να τον συνοδεύσουν. Τον πήγαν στον σιδηροδρομικό σταθμό του Βόλου και μεταφέρθηκε στην Θεσσαλονίκη και από εκεί έφυγε για το Παρίσι, όπου και δεν επέστρεψε ποτέ. Ο Βενιζέλος... Όταν το ’36 έμαθε ότι ο Βενιζέλος πέθανε από εγκεφαλικό, τότε κι αυτός απ’ τη στεναχώρια του, ύστερα από πολύ λίγο χρονικό διάστημα, έπαθε κι εκείνος εγκεφαλικό και παρέμεινε ανάπηρος απ’ το πόδι κι απ’ το χέρι. Αλλά τα δημοτικά του καθήκοντα τα έκανε στο ακριβές, γιατί δεν είχε πειραχτεί ομιλία του. Και πέθανε το ’41, 15 Αυγούστου, όπως είπαμε. Επίσης έχουμε άφθονες φωτογραφίες από την Μελά, η οποία είναι βγαλμένη με τον Πλαστήρα και με τον αδερφό της, τον Παύλο Μελά.

Κ.Μ.:

Από κει φεύγουμε και πάμε σε τοπικό ήρωα. Ήτανε ο Αγγελής ο Βλαχοθανάσης, ο οποίος νυχθημερόν πάσχιζε να βοηθήσει τους συγκατοίκους του εδώ στον τόπο και ξεγεννούσε και γυναίκες και έκανε όλων των ειδών τις ιατρικές. Γι’ αυτό και είπαμε και προηγουμένως για τον Γεώργιο Λιλή, ότι πήγε σε όλες τις κλινικές για να πάρει ιδέα. Δεν δείξαμε μόνο του οπτόμετρο, με το οποίο μέτραγε την πρεσβυωπία και τη μυωπία. Αν θέλετε, κατεβαίνοντας, να το δούμε. Λοιπόν, ο Γεώργιος Λιλής, μέχρι και το ’34, όπως βλέπουμε, δεχόταν επιστολές από τον Δημήτριο Γιάνγκο, ο οποίος ήταν ο Πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου, για να επισκεφθεί την Ιστιαία, τον Ιατρικό Σύλλογο, ο οποίος ήταν ένα δωμάτιο κάτω από την παλιά δημοτική… το δημοτικό γραφείο, τέλος πάντων, να το πούμε έτσι. Λοιπόν, αξιόλογος ο Ελευθέριος Βενιζέλος είπαμε, έχει γράψει αρκετά. Έχει γράψει η ιστορία αρκετά εδώ για το τον τρόπο, με τον οποίο ενεργούσε, που δεν έπαιρνε χρήματα από κανέναν και ζούσε μόνο με το ό,τι του πρόσφεραν οι ασθενείς του. Επίσης, ο Αγγελής Βλαχοθανάσης, είχε 2 αγόρια, τον Κωνσταντίνο Βλαχοθανάση, του οποίου την προτομή θα τη δείτε μπροστά στην «Κοίμηση» την εκκλησία. Η οποία δείχνει τον Κωνσταντίνο Αγγελή Βλαχοθανάση, επειδή ήταν κι αυτός ένας [00:10:00]άνθρωπος πολύ φιλεύσπλαχνος κι όταν ερχόταν τα Σαββατοκύριακα στην περιοχή, είχε ανθρώπους, οι οποίοι ενδιαφέρονταν να μάθουν το ποιος είναι άρρωστος. Πήγαινε, τον επισκέπτονταν και του έλεγε: «Ετοιμάσου, είσαι άρρωστος, θα πρέπει να νοσηλευτείς» και έλεγε ο ασθενής ότι: «Δεν έχω λεφτά ούτε μπορώ να ’ρθω». Και του έλεγε ο Κωνσταντίνος Αγγελή Βλαχοθανάση ότι: «Θα σε πάρω εγώ με το αυτοκίνητο που θα πάω στην Αθήνα». Και είχε φτιάξει μια κλινική — ένα παλιό εργοστάσιο, το οποίο δεν θυμάμαι ακριβώς την ονομασία — με κρατική επιχορήγηση και εκεί νοσήλευε τα άτομα περισσότερο της περιοχής εδώ. Άσχετα αν τύχαινε να πάει και κάποιος από εκεί, από την Αθήνα. Λοιπόν, ο τρόπος που πέθανε; Στο σπίτι του, έδινε εντολές για κάποιον ασθενή στη νοσοκόμα: πώς να τον περιποιηθεί, ποτέ να του δώσει τα φάρμακα και τα λοιπά και εκεί που μίλαγε, έγειρε το κεφαλάκι του και πέθανε. Αυτός ήταν ο τρόπος. Γι’ αυτό και ο δήμαρχός μας το θεώρησε καλό και απαραίτητο να τον τιμήσει, κάνοντας την προτομή του, η οποία βρίσκεται μπροστά στην Μητροπολιτικό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και υπάρχει μέχρι τώρα. Ξέχασα να πω ότι του Αγγελή του Βλαχοθανάση στο Λαογραφικό μας Μουσείο βρίσκεται η φέρμελη. Το επάνω μέρος της φουστανέλας, το οποίο διασώζεται παρά πολύ καλά. Η φθορά του φαίνεται μόνο στο εσωτερικό της φόδρας, σκισμένη η τσέπη. Επειδή συνήθως βάζανε τον αναπτήρα εκεί κι επειδή ήταν μέταλλο, φθειρόταν το ύφασμα και τα μανίκια που είναι από μέσα η φόδρα ξηλωμένη. Απ’ την απέξω πλευρά διατηρούνται όλα τα κουμπάκια. Το κέντημα είναι άψογο, λες κι είναι κεντημένο χθες και τα φάρμακα του γιατρού Λιλή, τα οποία είναι πάνω από 100 χρονών. Αγορασμένα από Γαλλία από την Ρος και από μια αμερικανική εταιρεία — από εκεί συνήθως που προμηθευόνταν φάρμακα — και από ένα φαρμακείο στη Χαλκίδα. Εκεί προμηθευόντανε οι 3 εταιρείες από τις οποίες συνεργαζόταν για την αγορά των φαρμάκων.

Α.Π.:

Ναι, όλα αυτά πώς έφτασαν στα χέρια σας;

Κ.Μ.:

Με παρά με πάρα πολύ κόπο και, βεβαίως, όταν έμαθαν πολλά άτομα, τα οποία φτιάχνουν λαογραφικό μουσείο και επειδή ξέραν την αξία των δικών τους ανθρώπων, προσφέρθηκαν να με βοηθήσουν. Και μου έδωσε η κυρία Ελένη Λερά, η οποία είναι δισεγγονή του Γεωργίου Λιλή, μου έδωσε πολλά εσώρουχα από τη γιαγιά της, την κόρη του γιατρού Λιλή, την Λεμονιά. Και μου έδωσε, επίσης, παιδικά εσώρουχα εκείνης της εποχής και τί άλλο; Τα φάρμακα του γιατρού του Λιλή, του παππού της. Της άρεσαν τα μπουκαλάκια και θα ήθελε να τα φυλάξει στο σπίτι της ως ενθύμιο απ’ τον προπάππο της. Αλλά θεώρησε ότι θα ήταν πολύ πιο φρόνιμο να εκτεθούν σ’ ένα Λαογραφικό Μουσείο και έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο, να μαθαίνεται η ιστορία. Η Ιστορία αυτού του γιατρού του Λιλή είναι πάρα πολύ μεγάλη. Τώρα, εν συντομία, είπαμε ορισμένα πράγματα. Τα δισέγγονά του, δυστυχώς, αποταθήκαμε για να μας δώσουν ορισμένα πράγματα… Μόνο ο εγγονός του ο Σταύρος μάς έδωσε πλούσιο φωτογραφικό υλικό απ’ την οικογένεια Γεωργίου Λιλή και ψάχνουμε τώρα στους Ωρεούς να βρούμε και τη ληξιαρχική πράξη γάμου. Ο γάμος έγινε στις 28 Οκτωβρίου, ημέρα επετείου του 1904, του 1904. Έχουμε πολλά να πούμε γι’ αυτόν, αλλά δεν μας παίρνει ο χρόνος ίσως. Ένας άλλος επίσημος άντρας εδώ της Ιστιαίς, ο οποίος βοήθησε πάρα πολύ, προκειμένου να φθάσει το χάλκινο άγαλμα του Ποσειδώνα, το οποίο κοσμεί το Εθνικό Μουσείο, Αρχαιολογικό Μουσείο είναι ο Σκουρτόπουλος ο γιατρός. Όι δεν ήταν γιατρός, συγγνώμη, παρασύρθηκα. Δεν ξέρω τί δουλειά έκανε. Ήτανε από τη Σκιάθο η καταγωγή του, αλλά είχε πολιτευτεί εδώ και είχε βγει για μια τετραετία. Δεν μπόρεσε, όμως, να τελειώσει το ενδιαφέρον που είχε για τον τόπο και για το γεγονός που, όπως [00:15:00]είπαμε... Φρόντισε απ’ την ώρα που βγήκε από την θάλασσα το άγαλμα, έδωσε σημασία και σκέφτηκε ότι είναι πολύ μεγάλης αξίας. Και αν δεν ενδιαφερόνταν, οπωσδήποτε κάποιοι αρχαιοκάπηλοι θα το πουλούσαν στο εξωτερικό. Έτσι λοιπόν, αφού το φέρανε με καΐκι στους Ωρεούς, με κάποιου Βοϊδά τον αραμπά, το μεταφέρανε και το βάλανε εκεί που είναι ένα περίπτερο. Το τοποθετήσαν εκεί πρόχειρα και το μεταφέραν, ύστερα, στα υπόγεια της Δημαρχίας, της παλιάς Δημαρχίας. Και ήρθαν την άλλη μέρα από το Υπουργείο άνθρωποι. Δεν υπήρχε το ένα χέρι. Εκεί έβαλε βατραχανθρώπους, ψάξανε και το βρήκανε και το κολλήσανε ύστερα, εκεί που πήγε για συντήρηση. Και δεσπόζει με την εμφάνισή του στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, όπως είπαμε, που είναι πρώτη πρώτη ντάνα, το άγαλμα αυτό. Ένας άλλος επίσημος άντρας — ποιος άλλος —  ήταν ο κύριος Οικονόμου. Ο κύριος Οικονόμου ήρθε από τη Χαλκιδική, στην οποία διέμενε ως Έλληνας. Είχε αρκετή περιουσία, γιατί ασχολιούντανε με το εμπόριο και αναγκάστηκε να φύγει, αφού πούλησε την περιουσία του εκεί, διωκόμενος από τους Τούρκους. Γιατί όπως ξέρουμε μέχρι το 1912 η Μακεδονία ήτανε Τούρκικη. Τα σύνορα της Ελλάδας ήταν μέχρι τη Λάρισα. Κι όταν έγινε η απελευθέρωση με τον... Είχαν φύγει αυτοί, ήδη είχαν φύγει. Με την περιουσία τους που πούλησαν εκεί πέρα, μπόρεσαν και αγόρασαν αρκετά στρέμματα και ήταν οι λεγόμενοι προνομιούχοι-τσιφλικάδες για εκείνη την εποχή. Ο Οικονόμου ο Δημήτριος είχε έρθει και είχε παντρευτεί την Μοσχούλα…τη Δροσούλα. Το επίθετο δεν το θυμάμαι. Τη Δροσούλα Οικονόμου, η οποία κι εκείνη είχε κάποια περιουσία. Ήτανε γόνος πλούσιας οικογένειας και απέκτησαν έναν γιο, τον Ιωάννη. Ο Ιωάννης Οικονόμου, δεν ξέρω αν είδατε την — δεν πρέπει να την είδαμε  — την αλληλογραφία του με καταστήματα από την Κρήτη, από τη Θεσσαλονίκη και από Αθήνα μεγάλων χοντρεμπόρων, με τους οποίους είχε σχέσεις κι έγραφε την αλληλογραφία του. Μεγάλος άντρας εκείνης της εποχής κι ο πατέρας του, ο Δημήτριος και ο ίδιος ο Γιάννης, ο οποίος παντρεύτηκε την Αικατερίνη Βούλγαρη. Ήταν αδερφός της κι αυτός γιατρός, όχι συνομήλικος με τον Γεώργιο Λιλή που αναφέραμε στην αρχή. Αλλά λίγο νεότερος, λίγο νεότερος ο Οικονόμου.

Α.Π.:

Οι επιστολές...

Κ.Μ.:

Όχι Οικονόμου, συγνώμη. Ο Βούλγαρης ήταν νεότερος του Γεωργίου Λιλή και εκείνος από Αιδηψό και την κόρη του, την Αικατερίνη την παντρεύτηκε ο Γιάννης ο Οικονόμου, επειδή είχε χρήματα και επειδή ήτανε μεγαλοκτηματίας. Ο Ιωάννης και αυτός ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα του και έγινε έμπορος κι εκείνος. Έφτιαξε το σπίτι αυτό το νεοκλασικό, το οποίο είναι διατηρητέο και μένει μέσα η νύφη του. Η νύφη του, του γιου του Δημήτρη κι εκείνος μοναχογιός. Και ήταν κι αυτή γόνος πλούσιας οικογένειας. Ο αδερφός της ήταν γιατρός, όπως είπαμε. Όλα τα άλλα αντικείμενα που είδατε εκεί μέσα, είτε είναι καρπέτες 150 ετών είτε είναι υφαντά, είναι πολλών εκατοντάδων ετών και, όταν κάποιος τα ελέγξει, θα δει ότι — μία καρπέτα που έχουμε 100-150 ετών — ότι πραγματικά ανήκει σ’ εκείνη την περιοχή. Διότι υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι πραγματικά έχουν χρονολογήσει τα σχέδια σε καρπέτες. Γιατί τότε δεν υπήρχαν χαλιά. Όλα γινόνταν απ’ τα χέρια μιας Ελληνίδας νοικοκυράς. Και τα κεντήματα και οι κουρτίνες και τα σεντόνια. Ήταν όλα πράγματα, τα οποία περνάγανε από το χέρι μιας μιας Ελληνίδας νοικοκυράς. Είδαμε την αλληλογραφία, όπως είπαμε. Προηγουμένως, μιλάγαμε για τον Σκουρτόπουλο και δεν τελείωσε την αυτή του, τη δημαρχία του, τη θητεία του μάλλον στα 4 χρόνια — που γινόταν κάθε 4 χρόνια εκλογές, γιατί φρόντισε ο Ιωάννης [00:20:00]Μεταξάς να τον καθαιρέσει και να βάλει στη θέση του κάποιο εθνικιστή. Ας τον πούμε εθνικιστή. Και τον διαδέχθηκε κάποιος άλλος, του οποίου τώρα το όνομα δεν θυμάμαι. Η οικονομική αλληλογραφία, όπως είπαμε, έχει πολύ μεγάλη αξία. Το βιβλίο βερεσιδίων του Ιωάννη Οικονόμου έχει κι εκείνο πολύ μεγάλη αξία. Γιατί βλέπουμε ότι μόνον άντρες πηγαίνανε και ψώνιζαν στο μαγαζί. Η γυναίκα δεν έβγαινε έξω ούτε και εργαζόνταν. Εκτός κι αν εργαζόταν μαζί με τον άντρα της στα χωράφια. Βλέπαμε μόνο ονόματα κάποιων γυναικών, οι οποίες ήτανε γεροντοκόρες ή χήρες. Δεν βλέπουμε κανένα άλλο γυναικείο όνομα. Δείχνει, δηλαδή, τη νοοτροπία των ατόμων. Επίσης, πολύ σημαντική είναι, όπως σας είπα, εκείνο το λογίδιο που είναι του ’14, που και πάλι δείχνει τον τρόπο της ζωής πριν από 100 χρόνια. Το 1914, δηλαδή πριν από 107 χρόνια. Βλέπουμε ότι, όταν μια κοπέλα αρραβωνιαζόνταν και είχε σχέσεις ερωτικές με τον αρραβωνιαστικό της, θεωρούταν άτιμη. Κι όταν μάλιστα ναυαγούσε και αυτός ο αρραβώνας, θεωρούταν όλη η οικογένεια άτιμη και κανείς δεν πήγαινε σ’ αυτήν την οικογένεια να ζητήσει κοπέλα. Βλέπουμε δηλαδή μέσα σε αυτά τα 100 χρόνια, το πόσο διαφορετικός είναι ο άνθρωπος, πόσο έχουν αλλάξει οι άνθρωποι. Δεν μπορεί κανείς να διανοηθεί. Θα έλεγε κανείς ότι έχει μπει ο σατανάς μέσα τους σήμερα στους ανθρώπους και γίνονται τόσες δολοφονίες, τόσα εγκλήματα. Γιατί το ’32 είχε γίνει ένας συζυγικός φόνος. Η πεθερά μαζί με τη νύφη… την κόρη είχαν σκοτώσει έναν Αθανασόπουλο. Και τώρα βλέπουμε κάθε τρεις και λίγο κάποιος άντρας να σκοτώνει μια γυναίκα ή κάποια γυναίκα να σκοτώσει τον άντρα της. Γι’ αυτό λέω ότι έχει μπει ο διάβολος μέσα στους ανθρώπους. Επίσης, πολύ σημαντικά είναι τα εκθέματα, τα οποία έχουν σχέση με την οικιακή οικονομία. Ο αργαλειός του 1930. Τα παλιά καζάνια, τα οποία τα χρησιμοποιούσαν στο βουνό, οι άνθρωποι. Ήταν καζάνια, τα οποία έμπαινε μια αλυσίδα με 3 υποδοχές και στηριζόταν πάνω σε ξύλα και βάζαν το γάλα και το βράζανε. Είτε φτιάχνανε μυζήθρα, είτε φτιάχνανε γάλα — αυτό, γιαούρτι, είτε τυρί. Κι αυτό γινόταν εκεί που είχαν τα κοπάδια, τοπικά. Επίσης, τα γεωργικά εργαλεία τα ξύλινα, τα οποία είναι πάνω από 100 χρονών. Είναι του 1928 και μερικές μυλόπετρες είναι πάνω από 100 ετών, που έχουμε από κάτω. Αυτές δείχνανε τον χειμώνα… Όταν έπεφτε πολύ το χιόνι και τότε έπεφτε πολύ χιόνι, όταν δεν μπορούσε η νοικοκυρά να πάει στον μύλο ν’ αλέσει το το αλεύρι, το έβαζε πρώτα στη χοντρή την πέτρα. Οπότε γινόντανε χοντρά θρύψαλα το στάρι και το έβαζε και στην άλλη την πιο ψηλή, τη λεία για να βγάλει το αλεύρι. Επίσης, βλέπουμε ο τρόπος, με τον οποίον βγάζαν το βούτυρο. Ένα στενόμακρο εργαλείο, το οποίο είχε ένα ξύλο μέσα με τρύπες γύρω-γύρω, χτυπώντας το πάνω-κάτω, πάνω-κάτω το γιαούρτι. Στο τέλος, από πάνω εμφανιζόνταν το βούτυρο και από κάτω έμεινε ο τυρόγαλος, τον οποίο τον χρησιμοποιούσαν για να ταΐζουν τα γουρουνάκια, τα οποία έτρεφαν για τα Χριστούγεννα. Είδαμε πάρα πολλά οικιακά σκεύη. Ένα, μάλιστα, τηγάνι έχει έρθει από την Τουρκία και το οποίο μπορεί να... το ’22 με την καταστροφή του Ελληνισμού απ’ την Τουρκία που ήρθαν, μπορεί να είναι και 200 ετών. Έκλεινε, προκειμένου να πιάνει λιγότερο χώρο μέσα στο ταγάρι. Έκλεινε και άνοιγε, προκειμένου να μην υπερθερμαίνεται. Δηλαδή, το χερούλι ήτανε μισό και μισό. Μισό ήταν απάνω κολλημένο στο τηγάνι και το άλλο μισό βοηθούσε, ούτως ώστε να μην θερμαίνεται ο χαλκός και να μπορούν να τον πιάνουν, να κάνουν τη δουλειά τους. Γιατί έφτιαχναν φαγητό και στο χωράφι που ήταν οι γυναίκες. Πότε να προλάβουν αποβραδίς; Τι να πρωτοκάνουν; Να πλύνουν τα ρούχα, να μαγειρέψουν για να φάνε το βράδυ; [00:25:00]Μέχρι την άλλη μέρα το μεσημέρι που θα χρειαζόντουσαν φαγητό, αν παίρνανε φαγητό στο χωράφι, θα χάλαγε. Και αναγκαζόντουσαν τις περισσότερες φορές και φέρνανε, μαγειρεύαν στο χωράφι. Επίσης, έχουμε πολλά ιστορικά εργαλεία από τον Πόντο, τα οποία έχουν έρθει, όπως είπαμε, από την Τουρκία. Άλλα ενδιαφέροντα είναι οι φωτογραφίες. Έχουμε πάρα πολλές φωτογραφίες, πάνω από 120 φωτογραφίες, οι οποίες δείχνουν τη ζωή που έκανε ο Έλληνας στην Κωνσταντινούπολη. Πόσο όμορφη και ξέγνοιαστη ζωή. Τις παρελάσεις που έκαναν με τα τσολιάδικα  τα ρούχα. Βλέπουμε τις κατασκηνώσεις που πηγαίναν τα παιδιά το καλοκαίρι. Βλέπαμε τους ψαράδες που είχαν τα καΐκια τους και πήγαιναν και ψάρευαν στον Μαρμαρά. Εκεί στην περιοχή του Μαρμαρά. Πολύ ενδιαφέρουσες φωτογραφίες απ’ την παλιά Ιστιαία, απ’ την πλατεία. Απ’ την ανεύρεση του Αγίου Βασιλείου στους Ωρεούς. Από την αγροτική ζωή, απ’ τις εργασίες που γινόνταν στο χωράφι. Από προσωπικές μου φωτογραφίες που είμαι μωράκι 6-7 μηνών. Νομίζω ότι είναι μια πλήρης ιστορία οι φωτογραφίες, που δείχνουν τη ζωή και τον τρόπο ζωής των κατοίκων εκείνης της εποχής. Έχουμε πάρα πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία πάλι από τη από την Μακρόνησο, που έχει γράψει ο πατέρας μου ένα βιβλίο, με το οποίο δίδασκε άτομα, τα οποία ήταν νεαρής ηλικίας, ούτως ώστε φεύγοντας από την Μακρόνησο κάποια στιγμή — όταν θα άλλαζαν τα πράγματα — να έχουν μια εργασία στα χέρια τους τα άτομα αυτά. Και ο αείμνηστος πατέρας μου φρόντισε γι’ αυτό.

Α.Π.:

Πώς βρέθηκε εκεί;

Κ.Μ.:

Βρέθηκε ο πατέρας μου, επειδή ήταν το ’39 κληρωτός. Το ’40, όταν έγινε ο πόλεμος, ήταν στην πρώτη γραμμή στο μέτωπο. Και όταν μπήκαν μέσα στην Αλβανία και προχωρούσαν προς τους Αγίους Σαράντα, εκεί κάποια στιγμή μαθεύτηκε ότι: «Επιστρέψτε πίσω, γιατί έρχονται οι Γερμανοί με τα τανκς και δεν μπορούμε να αντισταθούμε». Έφτασαν στην Ήπειρο και κάποια στιγμή ο αξιωματικός του τον έστειλε να πάει να κάνει αναγνώριση σε ένα χωριό, εάν όντως είχανε πάει οι Γερμανοί. Πήγε με πάρα πολύ κόπο και με τα κύκλα, γιατί ήταν το χιόνι 1 μέτρο. Έκανε πάρα πολύ κόπο. Πήγε, έκανε την αναγνώριση, ότι δεν είχαν φτάσει ακόμα οι Γερμανοί εκεί και, επιστρέφοντας, βρήκε τον λόχο του διαλυμένο. Έβλεπε όπλα πεταμένα δεξιά-αριστερά, όπως είχαν λάβει την εντολή, δεξιά-αριστερά και ο λόγος είχε φύγει. Καθένας για το χωριό του με οποιοδήποτε τρόπο μπορούσε. Όταν επέστρεψε ο πατέρας μου στο χωριό του, το ’44 και παντρεύτηκε τη μητέρα μου το ’45, η μητέρα μου ήταν έγκυος στο δεύτερο παιδί. Και έρχεται ένα χαρτί ότι είναι ανυπότακτος. Ύστερα από τόσο κόπο που είχε κάνει να πάει, να κάνει την αναγνώριση, στο τέλος βρέθηκε να τιμωρείται με δυόμισι ώρες σκληρό κόπο. Στο τέλος, για το «ευχαριστώ» της πατρίδας βρέθηκε στη Μακρόνησο για δυόμισι χρόνια. Κι όταν γύρισε, βρήκε τον δεύτερο γιο του 2 χρονών. Τί να πούμε τώρα, χρυσή μου κοπέλα; Αυτή είναι η αμοιβή των ανθρώπων, οι οποίοι σταθήκαν ήρωες για την πατρίδα.

Α.Π.:

Αυτό το βιβλίο-

Κ.Μ.:

Αυτό το βιβλίο υπάρχει στο Λαογραφικό μας μουσείο — αν και πολύ ταλαιπωρημένο — που δείχνει τον τρόπο ραφής από ένα κουστούμι, από παλτό, από γιλέκο, από μπαλάσκες — γιατί τότε φοράγαν τις μπαλάσκες τις λεγόμενες. Από παντελόνια ναυτικά με φαρδιά πόδια. Οπότε είναι ένας πλήρης οδηγός, τον οποίο μπορεί να τον χρησιμοποιήσει κανείς, για να μάθει αυτή την τέχνη. Γιατί ήταν τόσο επιμελής ο πατέρας μου στο ό,τι έγραφε που μόνο το «ευχαριστώ» δεν άκουσε από κανέναν και πέθανε σαν προδότης της πατρίδας. Λοιπόν, έχουμε πολλά να πούμε, αλλά χρειάζεται πάρα πολύς χρόνος. Κάτω απ’ το Λαογραφικό μας μουσείο θα βρει κανείς ποτηράκια του ποτού του λικέρ, τα [00:30:00]οποία έχουν έρθει απ’ την Κωνσταντινούπολη. Όχι… Απ’ την Καππαδοκία. Θα βρει κουδούνες, τις οποίες τις βάζανε στα πρόβατα, από τον γιο του Αγγελή του Βλαχοθανάση του Δημητρίου, τα οποία τα βάζανε σε μεγάλα ζώα και σε ακόμα μεγαλύτερα κυπριά. Λοιπόν, πολλά θα μπορούσαμε να πούμε κι άλλα, γιατί τώρα δεν τα θυμάμαι. Ύστερα από 3 χρόνια απουσίας κιόλα από το Λαογραφικό μουσείο, λόγω ασθενείας. Θα μπορούσαμε πολλά να πούμε, αλλά όποιος ενδιαφέρεται ας έρθει να τα δει. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για το ενδιαφέρον σας. Πιστέψτε με ότι μου δώσατε πολύ μεγάλη αξία. Κι ας μην δίνει αξία κάποιος άλλος.

Α.Π.:

Εγώ θα ’θελα να σας ρωτήσω τώρα και για το στήσιμο της έκθεσης και...

Κ.Μ.:

Όλα αυτά, που βλέπετε από κάτω είναι από δική μου εργασία. Τα άτομα μόνο, τα οποία ήτανε μέλη του Λαογραφικού Συλλόγου έδωσαν τα αντικείμενα. Πολλά εξ αυτών τα έχω αγοράσει από παλιατζήδες, οι οποίοι περνάγανε από δω. Έχω δώσει πάρα πολλά χρήματα. Τα χαρίζω στον δήμαρχο και στον κάθε δήμαρχο, που έχει κάνει τη θητεία του εδώ στην Ιστιαία. Δεν ενδιαφέρεται, δυστυχώς, κανείς. Διότι φοβούνται μην τυχόν σκεφτούνε ότι κάποια καθαρίστρια ενδιαφέρθηκε να φτιάξει το Λαογραφικό Μουσείο και τους φανεί προσβλητικό αυτό. Γιατί εγώ ήμουν καθαρίστρια. Δούλευα στο Κέντρο Υγείας, όπως σας είπα και γι’ αυτό υποκινήθηκα να φτιάξω το λαογραφικό μουσείο. Επειδή ερχόντουσαν άνθρωποι, ενδιαφέρονταν για κάποιο Λαογραφικό Μουσείο και οι δήμαρχοι δεν έχουν βάλει ούτε δυο ταμπελίτσες στην πλατεία να δείξουν το ενδιαφέρον τους, ότι στα 100 μέτρα από την πλατεία υπάρχει ένα λαογραφικό μουσείο, ούτως ώστε κάποιος ξένος που έρχεται να πάει να το δει. Λυπάμαι, αλλά τί να κάνω; Δεν μπορώ ούτε να τα βάλω με κάποιον. Ας ενδιαφερθεί το κράτος εν τοιαύτη περιπτώσει. Ή ας βρεθεί κάποιος χορηγός να μας βοηθήσει γιατί, όπως σας είπα, αυτά τα 3 που χρόνια που έλειπα λόγω υγείας στον Βόλο έδωσα 1400 μόνο ευρώ. Για να έρχεται η κοπέλα κάθε μέρα, να αδειάζει τον αφυγραντήρα. Γιατί το μαγαζί έχει πολλή υγρασία και θα φθαρούν τα αντικείμενα περισσότερο απ’ την υγρασία παρά απ’ τον χρόνο. Εύχομαι κάτι να γίνει σ’ αυτόν τον τόπο από πολιτιστικής πλευράς. Είχα κάνει και δυο χορωδίες με παραδοσιακή μουσική. Αλλά οι συμπολίτες μου, αυτοί οι οποίοι ήταν μαζί μου για δυο χρόνια, φροντίσανε τον τρίτο χρόνο να μην υπάρχω. Λυπάμαι που το λέω, αλλά δυστυχώς αυτή είναι η πνευματική τους ύπαρξη.

Α.Π.:

Πάντως, αν και μικρός ο χώρος, έχει πάρα-πάρα πολλά αντικείμενα.

Κ.Μ.:

Μαζεύτηκαν με πολλή αγάπη και βρίσκονται ακόμα και αντικείμενα από την Μακρόνησο κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Εκεί χρησιμοποιούσαν τα άτομα αυτά, τα οποία ήταν στη Μακρόνησο, χρησιμοποιούσαν ακόμα και κοχύλια, τα οποία τα ζωγράφιζαν. Και όταν κάποιοι επισκέπτες πήγαιναν για να δουν τους δικούς τους ανθρώπους, έπαιρναν ορισμένα πράγματα από εκεί. Και έχουμε και έναν τσολιά με την Αμαλία, μάλλον, μαζί με τον Όθωνα σε κουκλάκια, τα οποία είναι γύρω στα 40 εκατοστά. Τα οποία τα έπαιρναν οι ενδιαφερόμενοι, προκειμένου να βοηθήσουν τα άτομα οικονομικά, να συντηρηθούν οι ίδιοι και να συντηρήσουν και τις οικογένειές τους. Έχουμε και απ’ αυτά τα αντικείμενα αρκετά.

Α.Π.:

Και αυτά πάλι από δωρεές ή από αγορές;

Κ.Μ.:

Όλα αυτά ήταν από άτομα, τα οποία ήτανε άτεκνα και δεν είχαν να τ’ αφήσουν στα παιδιά τους και προτιμήσαν να τα δώσουν στο Λαογραφικό Μουσείο.

Α.Π.:

Και έχετε και από τη δική σας οικογένεια κάτω κειμήλια;

Κ.Μ.:

Βέβαια όλα τα δικά μου κειμήλια, τα οικογενειακά και φωτογραφίες κοσμούν το λαογραφικό μουσείο.

Α.Π.:

Πάντως, είναι πάρα πολύ ενδιαφέροντα όλα όσα υπάρχουν εκεί και όλα όσα είδα και για σας τί είναι αυτό που σας κεντρίζει το ενδιαφέρον, για να ασχολείστε, για να κάνετε όλη αυτή τη συλλογή [00:35:00]με τόσο κόπο;

Κ.Μ.:

Ναι. Ήταν η αγάπη που είχα για το αντικείμενο και το ενδιαφέρον μου ότι ερχόντουσαν άνθρωποι και με ρωτούσαν στο Κέντρο Υγείας που δούλευα: «Έχει κάτι αξιόλογο η Ιστιαία να δούμε;». Και τους έλεγα... «Λαογραφικό μουσείο έχετε;», «Δεν έχουμε Λαογραφικό μουσείο». Αυτό με κέντρισε, ούτως ώστε παίρνοντας τη σύνταξη, να ασχοληθώ με το Λαογραφικό Μουσείο. Αλλά, δυστυχώς, έρχονται κι οι ψυχικές νόσοι και σε βγάζουν knock out. Όταν χάνεις τον σύζυγό σου, χάνεις όλο σου το είναι και δεν μπορείς πλέον να ασχοληθείς. Και γι’ αυτό το χαρίζω στον δήμαρχο και στον κάθε Δήμαρχο. Αλλά, δυστυχώς, ενδιαφέρον κανένα. Ας σκεφτούμε ότι υπάρχει Θεός και ότι μπορεί κάποιος έξω από την Ιστιαία να ενδιαφερθεί για τον χώρο, γιατί αλλιώς θα αναγκαστώ να τα πουλήσω. Δεν υπάρχει χώρος, για να τα αποταμιεύσω κάπου. Θα αναγκαστώ να τα βάλω στα αντικείμενα τα παλιά και θα τα πουλήσω και θα πάει η ιστορία του τόπου, θα πάει σε άλλα χέρια. Να κοσμούν διάφορα άλλα Λαογραφικά μουσεία πλην απ’ το Λαογραφικό Μουσείο που έπρεπε να υπάρχει στην Ιστιαία. Γιατί πας σε χωριά και βλέπεις λαογραφικά μουσεία. Κι όμως. Είχαμε πάει στην Πάρο ένα ταξίδι και σε κάθε χωριό έβλεπες από μια προθήκη με παλιά πράγματα, αντικείμενα. Σε κάθε χωριό! Κι εδώ δεν μπορούμε να φτιάξουμε ένα λαογραφικό μουσείο, δικαιολογούμενοι ότι δεν υπάρχει χώρος. Και υπάρχει χώρος! Είναι στα Καμάρια το σπίτι του Βλαχοθανάση. Έχουμε και το ένδυμα του Βλαχοθανάση και θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει ένα υπέροχο Λαογραφικό Μουσείο. Αλλά φοβούνται να μην πούνε ότι είναι πράγματα της Ιστιαίας. Δεν έχουμε; Έχουμε του Βλαχοθανάση τη φέρμελη. Τί άλλο θέλουμε; Ένα μοναδικό αντικείμενο μπορεί να κάνει ένα λαογραφικό μουσείο ενδιαφέρον. Ένα αντικείμενο, που όπως είδατε, δεν είναι μόνο ένα.

Α.Π.:

Δεν είναι μόνο ένα, είναι παρά πολλά. Αυτό είδα κάτω.

Κ.Μ.:

Οι αυτές, οι κορνίζες που έχω του 1912 με τον βασιλιά Κωνσταντίνο επάνω και αυτές είναι 110 χρόνων. Έτσι δεν είναι; Απ’ το 12; Αν δεν είναι, παρά ένα χρόνο θα είναι. Αρκετών χρόνων, 120 χρόνων κορνίζα με τον βασιλιά Ελευθερωτή στην Κωνσταντινούπολη. Λοιπόν, θα μπορούσαμε πολλά να πούμε. Αλλά νομίζω ότι κι ο δικός σας χρόνος είναι περιορισμένος, όπως είναι κι ο δικός μου.

Α.Π.:

Καταλαβαίνω. Πάντως, μπράβο σας για όλο αυτό που έχετε κάνει. Εύχομαι πραγματικά να αξιοποιηθεί ο χώρος, να βρεθεί χώρος-

Κ.Μ.:

Βάζω πολλά χρήματα από την τσέπη μου, πάρα πολλά χρήματα.  Να σκεφτείτε ότι χθες μόνο είχα τη γυναίκα που με βοήθησε να στρώσουμε, πάνε 25 €. Όταν ήρθα απ’ τον Βόλο, όπου ήμουνα εκεί με τα παιδιά μου, έδωσα 9 μεροκάματα. Βάλε πόσα χρήματα είναι από 25 €. Λοιπόν, αγόρασα μια παραδοσιακή φορεσιά από απέναντι — γιατί εδώ, πλέον, έχουν εξαντληθεί και δεν μπορείς να βρεις παραδοσιακή φορεσιά. Έδωσα ένα σωρό χρήματα. Και ενδιαφέρομαι να βρω κι άλλη, την από πάνω φορεσιά, που επίσης θα δώσω και άλλα χρήματα. Και ένα παλιό ρούχο, το οποίο είναι πάνω από 100 χρονών, το οποίο είναι ολόμαλλο, τσουκνήτικο, που αντιπροσωπεύει γυναίκες, οι οποίες πριν από 100 χρόνια φορούσαν στην Πελοπόννησο και ήταν από τσουκνήτικο ύφασμα. Το χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες εκείνη την εποχή για να ζεσταίνονται. Γιατί μ’ αυτό πηγαίναν στο ποτάμι και πλένανε, πηγαίνανε στα πρόβατα. Πηγαίναν στο ποτάμι και έπρεπε να είναι βαρύ και ζεστό και να είναι από τρίχα γίδας, ούτως ώστε να μην στέκεται το νερό επάνω τους και μουσκεύονται, να φεύγει το νερό. Όπως ήτανε και η κάπα. Η κάπα ήταν ένα βαρύ ένδυμα, το οποίο το φοράγαν από πάνω με κουκούλα και έπεφτε η βροχή επάνω και γλίστραγε και έφευγε το νερό. Κι έτσι, μπορεί να γινόνταν λίγο πιο βαριά, αλλά η υγρασία δεν πέρναγε μέχρι μέσα στο κορμί και να αρρωστήσει κάποιος.

Α.Π.:

Όλα αυτά πώς τα γνωρίζετε; Μέσα από δικά σας διαβάσματα, μέσα από την-

Κ.Μ.:

Ξέρω, ενδιαφέρθηκα για την ιστορία αυτού του τόπου και διάβασα αρκετά βιβλία. Διάβασα, επίσης, και το βιβλίο της κυρίας Ασημίνας Ντέλιου, [00:40:00]το οποίο δείχνει τον τρόπο με τον οποίο ύφαιναν οι γυναίκες. Έραβαν και κεντούσαν τα ρούχα και μπορώ πολλά να αφηγηθώ. Αλλά, όπως είπαμε, ο χρόνος μας είναι περιορισμένος. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Να είστε καλά και μακάρι να βρεθούν κι άλλοι άνθρωποι σαν εσάς να ανακαλύψουν τέτοιες πηγές και μακάρι και άλλοι άνθρωποι να ενδιαφερθούν και να έρθουν κοντά μας. Εμείς δεχόμαστε μέλη.

Α.Π.:

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Κ.Μ.:

Να ’στε καλά. 

Σ' αυτές τις ράχες τις Ψηλές λεβέντες μου που πάτε; 

Σας βλέπει ο γέρος τσέλιγκας, τα νιάτα του θυμάται.

«Τσέλιγκα, γέρο τσέλιγκα», του λεν’ δυο βλαχοπούλες, 

«Πόσες φορές ανέβηκες σ' εκείνες τις ραχούλες;».

«Πολλές φορές ανέβηκα και σαν το λεοντάρι, 

μα τώρα πια εγέρασα, δεν είμαι παλικάρι».