© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Το καλειδοσκόπιο της ζωής: Δουλεύοντας στον κινηματογράφο τη δεκαετία του '80

Κωδικός Ιστορίας
10144
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Μαρία Καραγιαννοπούλου (Μ.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
17/10/2021
Ερευνητής/τρια
Ελένη Πέππα (Ε.Π.)
Ε.Π.:

[00:00:00]Πες μου αν θες το όνομά σου για να καταγραφεί.

Μ.Κ.:

Ονομάζομαι Μάρω Καραγιαννοπούλου.

Ε.Π.:

Ωραία λοιπόν. Βρισκόμαστε με τη Μάρω Καραγιαννοπούλου, τη 17η Οκτωβρίου του 2021 στην Αγία Παρασκευή, στην Αθήνα και ξεκινάμε.    Μάρω, θέλεις να μας πεις λίγα βιογραφικά στοιχεία για σένα;

Μ.Κ.:

Ναι. Αποφοίτησα από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, από το τμήμα Ψυχολογίας και Παιδαγωγικής. Κατέβηκα στην Αθήνα, εργάστηκα στον κινηματογράφο. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα εργάστηκα στην ΕΡΤ για 26 συναπτά έτη, ως παραγωγός εκπομπών λόγου στο ραδιόφωνο, στο Πρώτο και στο Τρίτο Πρόγραμμα. Μετά συνταξιοδοτήθηκα -νωρίς αρκετά μπορώ να πω- και ασχολούμαι τώρα με τη συγγραφή σεναρίων για την τηλεόραση.

Ε.Π.:

Και η καταγωγή σου είναι από την Αθήνα;

Μ.Κ.:

Η καταγωγή μου, γεννήθηκα στην Αθήνα, ο πατέρας μου ήταν από την Αττάλεια της Μικράς Ασίας και η μαμά μου από την Εύβοια.

Ε.Π.:

Το θέμα για το οποίο θέλω να μιλήσουμε, όπως ξέρεις κι εσύ, είναι η δουλειά σου στον κινηματογράφο. Οπότε, μπορείς να μας πεις πώς έγινε και βρέθηκες εκεί.

Μ.Κ.:

Ενδιαφέρουσα ιστορία. Εγώ ήμουν πάντα σινεφίλ. Μ’ άρεσε πάρα πολύ ο κινηματογράφος. Μ’ άρεσε πάρα πολύ το θέατρο. Αλλά ακόμα περισσότερο μ’ άρεσαν τα παρασκηνιακά. Και του θεάτρου. Δηλαδή, μ’ άρεσε να πηγαίνω στα παρασκήνια, να κάθομαι πίσω από τις κουΐντες, να γνωρίζω τους ηθοποιούς. Μ’ άρεσε να διαβάζω κουτσομπολιά, καλοήθη και κακοήθη, για τον κινηματογράφο. Μ’ άρεσε η εικόνα των γυρισμάτων, του setting. Πήγαινα σε όλα τα φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης βέβαια. Δεν είχα χάσει κανένα. Και πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου, έτσι, λαχτάραγα αυτήν την ιστορία. Όταν ήμουνα φοιτήτρια, ο Τάσος ο Ψαρράς γύριζε την ταινία Ο Μάης του ‘36. Τώρα χρονολογία, γκουγκλάρετε να το βρείτε, δεν το λέω. Κι επειδή δεν υπήρχαν χρήματα, τότε ξέρεις ο κινηματογράφος γινόταν πουλώντας το διαμέρισμα της μαμάς και το αυτοκίνητο του μπαμπά. Δεν… οι Έλληνες κινηματογραφιστές υπέφεραν τότε. Επειδή, λοιπόν, δεν υπήρχαν χρήματα, ο Τάσος ο Ψαρράς αποφάσισε να απευθυνθεί στις πολιτικές νεολαίες της Θεσσαλονίκης, με ανακοινώσεις στις σχολές, ψάχνοντας κομπάρσους που θα κάνανε τους καπνεργάτες που είχαν εξεγερθεί γιατί Ο Μάης του ’36 είναι τα γεγονότα των καπνεργατών που βάφτηκαν στο αίμα. Στην πολιτική νεολαία, λοιπόν, που ήμουν εγώ τότε, την ΑΑΣΠΕ, μπήκε η ανακοίνωση. Εμένα κάτι μ’ άρεσε πάρα πολύ βέβαια αυτή η ιστορία και λέω στην κολλητή μου: «Eίσαι να δηλώσουμε να πάμε;». Ε η κακομοίρα αυτή σου λέει: «Τρελή είναι η φίλη μου, ας πάω κι εγώ μπας και τη συμμαζέψω». Δηλώσαμε, λοιπόν, συμμετοχή, αμισθί, και μας καλέσανε να πάμε στο πρώτο γύρισμα που θα συμμετείχαμε ως κομπάρσοι. Το πρώτο γύρισμα ήτανε στο Βόλο. Μπήκαμε στο πούλμαν, μας δώσανε τα ρούχα τα καπνεργατικά που θα φορέσουμε, κάτι φούστες περίεργες, κάτι, εγώ θυμάμαι ήταν ένα καφέ μπουκλέ σακάκι, πανάθλιο! Αλλά, μέσα στον ρόλο, ντύθηκα, στολίστηκα, μπήκαμε στο πούλμαν και φτάσαμε στον Βόλο. Όταν φτάσαμε εκεί και άνοιξε η πόρτα και κατεβήκαμε, ήταν ήδη στημένο το σετ. Δηλαδή ήταν η μηχανή πάνω στο travelling, έτοιμη να κάνει το travelling. «Travelling» είναι οι ράγες πάνω στις οποίες κυλάει η μηχανή για να δώσει την κίνηση. Ήταν ο ηχολήπτης με το μαγνητόφωνό του, ήταν ο μπούμαν που κρατούσε το μικρόφωνο. Ήταν ένα έτοιμο σκηνικό. Κι όταν κατέβηκα από το λεωφορείο και πάτησα το πόδι μου στο έδαφος, ένιωσα: Πώς είναι ένας άνθρωπος ο οποίος λείπει πάρα πολλά χρόνια, γυρίζει, βάζει το κλειδί σε μία πόρτα, μπαίνει μέσα και λέει: «Ώπα, ήρθα σπίτι μου!»; Αυτή ήταν η αίσθηση που δεν μ’ έχει εγκαταλείψει τόσα χρόνια μετά. Ένιωσα ότι μπήκα σπίτι μου. Και αποφάσισα ότι εγώ αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου, δεν με νοιάζει ό,τι και να γίνει. Το ΄χα πάρει πολύ βαθιά απόφαση μέσα μου ότι εγώ αυτό θέλω να κάνω. Τελεία. Ήμουνα ακόμα φοιτήτρια. Σπούδαζα. Τέλος πάντων, γίναν τα γυρίσματα της ταινίας. Πήγαμε πάρα πολύ καλά. Μπορώ να σου πω ότι εγώ ήμουνα τόσο καλή που έγινα η πρώτη των κομπάρσων! Η πρώτη των καπνεργατών και μάλιστα πήρα και χρήματα. Η μοναδική, που ενώ ήτανε όλο εθελοντικό, εμένα μου κάνανε και συμβόλαιο. Πληρώθηκα. 5.οοο δραχμές, τότε. Που πήγαμε με την κολλητή και τα κάναμε «να» στη Θάσο. Τα φάγαμε μέχρι δεκάρας μπορώ να σου πω. Τελείωσε η ωραία και σεμνή αυτή τελετή. Τελείωσε η ταινία, όλα ωραία και καλά. Το σαράκι είχε μπει και δούλευε πάρα πολύ.

Μ.Κ.:

Δεν μπορούσα να αφήσω το Πανεπιστήμιο. Θα ’ταν άδικο για τους γονείς μου. Για τα δικά μου χρόνια των σπουδών. Τελείωσα τη φιλοσοφική, πήρα το πτυχίο μου και κατέβηκα Αθήνα ψάχνοντας να βρω δουλειά. Εκεί στα γυρίσματα του Ψαρρά, είχα γνωρίσει τον πρώτο βοηθό σκηνοθέτη, με τον οποίο τα είχαμε πάει πάρα πολύ καλά, είχαμε συνεννοηθεί, ήμουνα και υπάκουο παιδί. Και κατεβαίνοντας στην Αθήνα μαθαίνω ότι ψάχνουνε μία γραμματέα στην Εταιρεία Σκηνοθετών Κινηματογράφου Τηλεόρασης. Γραμματειακή δουλειά. Και μου λέει: «Έχουμε ένα κενό, θέλεις να ‘ρθεις;». Ουάου! Ήταν ό,τι πιο κοντινό στο σινεμά μπορούσα να σκεφτώ. Και δέχτηκα. Την πήρα την δουλειά, ήταν πάρα πολύ ωραία. Όλοι οι σκηνοθέτες, όλο αυτό, και τότε -τώρα θα την πω την χρονολογία, δεν γίνεται- οργανώθηκε και το Αντιφεστιβάλ Κινηματογράφου του 1977. Επειδή είχε αλλάξει τον νόμο για τον κινηματογράφο ο τότε Υπουργός Πολιτισμού της Νέας Δημοκρατίας και οι κινηματογραφιστές ήτανε κάθετα αντίθετοι με τους όρους διεξαγωγής του επίσημου φεστιβάλ του κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη, φτιάξαμε το Αντιφεστιβάλ. Μόνοι μας. Ολομόναχοι. Χειροποίητο. Εγώ θυμάμαι είχα έναν καναπέ με ένα μαξιλάρι στην Εταιρεία Σκηνοθετών και κοιμόμουνα εκεί 03:00 η ώρα το βράδυ. Ξύπναγα 06:00 η ώρα το πρωί. Μαζί με τον Θανάση τον Ρεντζή και όλους τους υπόλοιπους. Και τον Λευτέρη τον Χαρωνίτη. Τους πάντες. Και δουλεύαμε γι’ αυτό. Έγινε το φεστιβάλ, είχε πολύ μεγάλη επιτυχία. Στη διάρκεια του φεστιβάλ τσακώθηκα με έναν σκηνοθέτη, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου. Κι έφυγα. Έμεινα για πολύ λίγο άνεργη γιατί τότε ο Γιώργος ο Πανουσόπουλος και ο αδελφός του, ο Πάνος, είχανε μια εταιρεία ενοικίασης κινηματογραφικών μηχανών. Γενικά, κινηματογραφικού εξοπλισμού, μηχανές, κασετόφωνα και τα λοιπά. Και θέλανε μία κοπέλα για το γραφείο. Μου λένε: «Θέλεις;». Πάλι κοντά στο σινεμά ήτανε. Πάλι μυρωδιά κινηματογράφου είχε. Δέχτηκα. Δούλεψα εκεί για λίγο κι είχε έρθει το καλοκαίρι που ο Γιώργος ο Πανουσόπουλος θα έκανε την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους Το ταξίδι του μέλιτος. Και τα γυρίσματα ήτανε στον Καϊάφα. Τους λέω: «Ρε παιδιά το γραφείο δε θα δουλεύει το καλοκαίρι. Δεν θα ’ρθει άνθρωπος. Πάρτε με μαζί σας, δεν θέλω χρήματα. Δεν θέλω τίποτα. Ένα κρεβάτι να κοιμάμαι, ένα πιάτο φαΐ, και θα σας κάνω τους καφέδες, τις πορτοκαλάδες, παιδί για όλες τις δουλειές. Δεν με νοιάζει». Και μου λένε: «Και δεν έρχεσαι;». Και βρέθηκα στον Καϊάφα, στα γυρίσματα αυτής της ταινίας, στην οποία όμως τη δεύτερη μέρα, ο Διευθυντής Παραγωγής τσακώθηκε άσχημα με τον Γιώργο τον Πανουσόπουλο τον σκηνοθέτη και σηκώθηκε κι έφυγε. Πήρε τα κλειδιά της αποθήκης που είχαμε τα πράγματα, πήρε και το τρένο και αναχώρησε. Και βρίσκεται ένα συνεργείο με πολλούς ηθοποιούς, όλοι μεγάλης ηλικίας, γιατί ήτανε μεγάλοι, παλιοί, καλοί ηθοποιοί του ελληνικού κινηματογράφου. Ήταν οι πρωταγωνιστές της ταινίας. Βρεθήκαμε μετέωροι. Άλλος Διευθυντής Παραγωγής διαθέσιμος να ’ρθει από την Αθήνα σ’ εκείνη την περίοδο δεν υπήρχε. Λέμε: «Τι κάνουμε;». Και μου λέει ο Γιώργος ο Πανουσόπουλος: «Εσύ». Λέω: «Εγώ, τι;». Μου λέει: «Θα αναλάβεις την οργάνωση παραγωγής». Του λέω: «Συγγνώμη, εγώ δεν ξέρω τη διαφορά ανάμεσα στο νεγκατίφ και στο ποζιτίφ. Τι θα οργανώσω;». Μου λέει: «Τα πάντα. Θα μάθεις». Και βρέθηκα από το παιδί για όλες τις δουλειές, να κάνω Διεύθυνση Παραγωγής σε μία ταινία με πολλές απαιτήσεις, γιατί ήτανε όλοι εκτός έδρας, ήτανε όλοι στη λίμνη του Καϊάφα σ’ ένα ξενοδοχείο, με ηθοποιούς μεγάλους σε ηλικία που ανά πάσα στιγμή φοβόσουνα μην κάποιος αρρωστήσει και δεν ξέρεις τι να κάνεις. Και παρ’ όλα αυτά τα κατάφερα. Κι ήμουνα και πάρα πολύ ευτυχισμένη. Σε ένα πολύ μεγάλο γύρισμα, λοιπόν, αυτής της ταινίας, όπου ήτανε… έπρεπε να γυριστεί μια πολύ συγκεκριμένη ώρα που ο ήλιος θα έδυε αλλά δεν είχε δύσει εντελώς, είναι εκείνο το μυστηριακό κομμάτι των 5 λεπτών που πριν ο ήλιος βυθιστεί κι όσο είναι ακόμα στον ορίζοντα και είν’ όλα μωβ, ροζ και τέτοια. Ήτανε 3 μηχανές έπρεπε να κάνουνε ταυτόχρονο γύρισμα. Οπότε είχανε κατέβει από την Αθήνα να τον βοηθήσουν ο Παντελής ο Βούλγαρης και ο Αντρέας ο Θωμόπουλος. Μαζί με τους δικούς τους Διευθυντές Φωτογραφίας για να γίνει αυτή η πολύ μεγά[00:10:00]λη σκηνή. Η οποία έγινε, βγήκε πάρα πολύ καλά, αλλά εκεί με είδε να δουλεύω ο Αντρέας ο Θωμόπουλος, ο οποίος ετοίμαζε κι αυτός μία ταινία. Και μου λέει: «Ψάχνω Διευθυντή Παραγωγής. Είδα ότι είσαι πολύ καλή. Θέλεις να αναλάβεις;». Του τρελού που το ‘χε μάθει τώρα το παραμύθι; «Θέλω!» του λέω. Και έτσι βρέθηκα στη δεύτερη δουλειά μου σαν Διευθύντρια Παραγωγής, που ήταν Ο Ασυμβίβαστος του Αντρέα του Θωμόπουλου με τον Παύλο τον Σιδηρόπουλο. Μία ταινία που άφησε εποχή, κυρίως, λόγω του Παύλου και του βίαιου θανάτου του Παύλου και του πρόωρου. Στο μεσοδιάστημα, είχα δουλέψει και σε δύο ξένες παραγωγές. Πάλι σαν βοηθός Διευθυντής Παραγωγής και είχα βρει τον δρόμο μου σε αυτό το κομμάτι, το οποίο όμως δεν μ ’άρεσε. Δεν μ’ άρεσε με την έννοια του ότι εγώ δεν ήθελα να λείπω από το σετ. Ήθελα να είμαι στο σετ. Δεν μου έλεγε κάτι να τρέχω να βρίσκω τα props, τα αντικείμενα για την παραγωγή, τους χώρους. Οτιδήποτε κάνει ο Διευθυντής Παραγωγής που είναι 5 λεπτά στο πλατό και 5 ώρες εκτός πλατό για να τα φροντίσει. Δεν μ’ άρεσε. Ήτανε μεν κινηματογράφος αλλά δεν ήτανε και κινηματογράφος. Και μου δόθηκε η ευκαιρία να περάσω από τη Διεύθυνση Παραγωγής στο script. Και αυτό γιατί οι Διευθυντές Παραγωγής είχανε λίγο τσινίσει. Ήμουνα πιτσιρίκα, έμπαινα στα χωράφια τους πολύ, τους χάλαγα λίγο τη σούπα σε αρκετά πράγματα και είχαν αρχίσει λίγο να «μμμ, ααα». Να μην είναι και πολύ ευχαριστημένοι με την παρουσία μου σ’ αυτή την ειδικότητα. Οπότε έρχεται ένα Διευθυντής Παραγωγής και μου λέει: «Κοίταξε να δεις, θα σου ετοιμάσουμε πόλεμο και δεν θέλω. Δεν είναι και πολύ ωραίο, εμένα δεν μ’ αρέσει. Αλλά επειδή είσαι πολύ καλή κι επειδή βλέπω ότι πιο πολύ τρελαίνεσαι με το σετ παρά με τα υπόλοιπα, θέλεις να δοκιμάσεις το script;». Λέω: «Θέλω». Ήτανε Παρασκευή. Μου λέει: «Ωραία, τη Δευτέρα ξεκινάμε γύρισμα με τη Βουγιουκλάκη». Ωραία! Τι κάνει το script όμως; Εγώ δεν είχα ιδέα. Ακροθιγώς. Τηλεφωνώ στη φίλη που έκανε script στο Ταξίδι του Μέλιτος. Της λέω: «Μάγδα, έλα σε παρακαλώ ένα Σαββατοκύριακο να μου κάνεις ταχύρρυθμα μαθήματα τι κάνει το script, για να …». Έρχεται η κακομοίρα, μου λέει: «Αυτά είναι τα ραπόρτα, κρατάμε τα ρακόρ». Σανσκριτικά μου ακουγόντουσαν τότε. Αλλά ήθελα τόσο πάρα πολύ να το κάνω που τα ’μαθα. Δεν ξέρω πώς τα ’μαθα. Κι έτσι πια πέρασα στον χώρο στον οποίον έμεινα μέχρι που έφυγα, που ήτανε script και βοηθός σκηνοθέτη. Κι έκανα αυτό που ήθελα. Και θα έμενα εκεί ακόμα μέχρι σήμερα, εάν δεν πάθαινα τη μέση μου, που καθιστούσε πια την παρουσία μου στο σετ απαγορευτική για λόγους υγείας. Έτσι μπήκα στον κινηματογράφο. Είναι αυτό που λένε: «Ή την τύχη σου την φτιάχνεις μόνος σου ή όταν θέλεις κάτι πολύ έρχεται η τύχη και σε βρίσκει, σου βαράει την πόρτα». Δεν ξέρω τι απ’ τα δύο ήτανε, μπορεί να ‘ταν κι ένας συνδυασμός. Αλλά εγώ από το Πανεπιστήμιο που ετοιμαζόμουν να γίνω μια καλή καθηγητριούλα, ας πούμε, στην καλύτερη και στη χειρότερη απ’ τους πρώτους ψυχολόγους που θα περιμένανε τον πελάτη με το τουφέκι γιατί ακόμα τότε η ψυχολογία δεν είχε μπει στη ζωή μας με την ένταση που μπήκε τα επόμενα χρόνια, βρέθηκα να κάνω αυτό που λαχταρούσε η ψυχή μου.

Ε.Π.:

Θυμάσαι καθόλου πώς ήταν η πρώτη φορά που δούλεψες σαν script;

Μ.Κ.:

Πώς δεν θυμάμαι. Θυμάμαι ότι ήτανε, σου είπα, μία ταινία με τη Βουγιουκλάκη. Όπως καταλαβαίνεις, να δουλεύεις με μια τέτοια σταρ ήτανε λίγο περίεργο. Εν τω μεταξύ, μην ξεχνάς ότι εκείνο τον καιρό τα πράγματα ήταν αρκετά πιο πρωτόγονα. Δηλαδή ένα νέο κορίτσι, με πτυχίο Πανεπιστημίου, ήτανε και λίγο παράξενο φρούτο για κείνο τον χώρο, ας πούμε, των τεχνικών του κινηματογράφου. Δεν ήταν και πολύ συνηθισμένο. Οπότε υποχρεωτικά, έπρεπε να περάσω κάποια καψόνια -εντός εισαγωγικών- σαν τον στρατό. Θυμάμαι, ας πούμε, την πρώτη ημέρα στο πρώτο γύρισμα, που ήταν ένα δύσκολο πλάνο, που είχε travelling αλλά όχι σε ράγες, η μηχανή πάνω σε ένα καρότσι που τσουλούσε, έδωσα εγώ κλακέτα και πήγα στην άκρη για να περάσει το καρότσι και ο μακενίστας -«μακενίστας» ειν’ αυτός που τσουλάει τα καρότσια, που στήνει τις ράγες κι όλα αυτά- σε συνεννόηση με τον Διευθυντή Φωτογραφίας, πάνω στο καρότσι ήταν μια τεράστια μηχανή λήψης, μια Arial απ’ τις σαραντάρες τις μεγάλες τις παλιές, περνάν τον καρότσι πάνω από το πόδι μου, για να δουν αν θα φωνάξω, που σημαίνει ότι θα κατέστρεφα το γύρισμα που ήτανε δύσκολο ή αν θα καταπιώ τον πόνο μου για να συνεχιστεί το γύρισμα, που αν το κατάπινα σήμαινε ότι ήμουν επαγγελματίας άρα μπορούσα να περάσω με άριστα τις εξετάσεις και να με αποδεχτούνε στις τάξεις τους. Εντάξει, εμένα λιώσανε τα δάχτυλα μου, έσπασε κι ένα κοκαλάκι, αλλά φωνή δε βγήκε. Οπότε πέρασα με επιτυχία το τεστ των σπασμένων ποδιών και από κει και πέρα τα πράγματα ήτανε σχετικά εύκολα.  Βέβαια, ίδρωσα μέχρι να μάθω τους άξονες. Τι είναι οι άξονες στον κινηματογράφο. Κάποια στιγμή μου λέει ο Κώστα ο Καραγιάννης που σκηνοθετούσε σ ’αυτό το πλάνο, τον είχαμε να κοιτάει δεξιά, ο άλλος πού θα κοιτάξει; Του είπα εγώ: «Αριστερά;». Και μου λέει: «Άμα κοιτάει αριστερά, θα ‘ναι σα να παίζει τένις με τον κώλο του». Το θυμάμαι αυτό χαρακτηριστικά. Οπότε έμαθα και τους άξονες και μετά δεν είχα κανένα πρόβλημα. Ήμουνα -δηλαδή το λένε και σήμερα όσοι παλιοί έχουνε μείνει- ήμουν απ’ τα πολύ καλά script. Γιατί είχα μνήμη, είχα παρατηρητικότητα, που είναι πάρα πολύ σημαντικό, και είχα και πάθος. Θεωρώ, δηλαδή, ότι ο κινηματογράφος σε όλες τις ειδικότητες, είναι πάθος, είναι… Θυμάμαι ότι δούλευα 16-17-18 ώρες την ημέρα, σηκωνόμουνα 06:00 η ώρα το πρωί, γύρναγα σπίτι μου 02:00 η ώρα το βράδυ και ήτανε σαν να είχα σηκωθεί μόλις από το κρεβάτι. Καμία αίσθηση κούρασης, καμία αίσθηση βαρεμάρας, τίποτα. Ήτανε μαγικά. Αυτό έχω να πω μόνο, δηλαδή, ότι ήτανε μαγικά. Και τελικά κατάλαβα ότι όταν κάνεις αυτό που θέλεις πολύ, ακόμα κι αν αυτό είναι να μαζεύεις καπάκια κόκα κόλας από τον δρόμο, θα είναι μαγικό. Φτάνει να το θέλεις. Αυτά. Φυσικά σ’ αυτό το διάστημα των 10 χρόνων συνέβησαν πολλά περιστατικά. Άμα θέλεις, με ρωτάς και σου λέω κάποια.

Ε.Π.:

Θα ήθελα να μου πεις όσα περισσότερα απ’ αυτά θες να μοιραστείς.

Μ.Κ.:

Τι να σου πω, τι να σου πω. Α να σου πω για τη Βουγιουκλάκη ένα περιστατικό που είχε πολύ ενδιαφέρον, γιατί δείχνει και την ποιότητα μιας σταρ που έχουμε μάθει να τη βλέπουμε. Η Βουγιουκλάκη ήξερε ακόμα και με την πλάτη γυρισμένη πού είναι ο φακός. Είχε μια απίστευτη αίσθηση του φακού. Πού είναι ο φακός, ποια είναι η γωνία λήψης, αν την κολακεύει, αν δεν την κολακεύει. Ήτανε, λοιπόν, ένα πλάνο γενικό που είχε τα μαλλιά της στη μέση. Αρκετά εμφανές όμως. Σε γενικό πλάνο, αλλά φαινόταν το κεφάλι της καλά. Και πάμε να κάνουμε τα κοντινά του ίδιου πλάνου. Και μου έρχεται με το μαλλί χωρίστρα αριστερά. Πάω και της λέω: «Συγγνώμη κυρία Βουγιουκλάκη, αλλά το μαλλί σας στο γενικό ήταν αλλιώς, ήτανε χωρίστρα στη μέση και δεν έχει ρακόρ τώρα. Μήπως θέλετε να το φτιάξετε να κρατήσουμε το ρακόρ;». Και μου λέει: «Άκου να δεις μικρό μου, εάν όταν βγαίνει η Βουγιουκλάκη στο πανί, κοιτάει ο κόσμος πού ειν’ το μαλλί της, θα πρέπει να αλλάξει επάγγελμα». Της λέω: «Συμφωνώ, απολύτως. Αλλά εάν ένας συνάδελφος δικός μου δει την ταινία σας και δει στο ένα πλάνο το μαλλί σας έτσι και στο άλλο πλάνο το μαλλί σας αλλιώς, θα πρέπει να αλλάξω εγώ επάγγελμα. Και δεν θέλω.». Οπότε με κοιτάει για 30 δεύτερα, από πάνω μέχρι κάτω, μου λέει: «Πώς ήταν το μαλλί μου;». Το φτιάχνει όπως της το ‘πα και από κείνη την ημέρα μέχρι το τέλος της ταινίας ήτανε στρατιώτης κι ερχότανε και με ρωτούσε πάντα: «Είναι εντάξει τα ρακόρ μου;».  Εκεί εντυπωσιάστηκα, γιατί καταλαβαίνεις ότι εντάξει, ήμουνα νέο κορίτσι, όλα αυτά τα star system και τα τέτοια δεν μου λέγανε και πολλά πράγματα, κουβαλούσα μία λατρεία για τον νέο ελληνικό κινηματογράφο, για όλα αυτά τα οράματα του free cinema, του ανεξάρτητου σινεμά. Υπήρχε μία άπωση και μία περιφρόνηση για τον λεγόμενο εμπορικό κινηματογράφο και όλα αυτά και εκεί κατάλαβα ότι δεν υπάρχουν διαχωρισμοί στον κινηματογράφο. Υπάρχει καλό σινεμά και κακό σινεμά. Τίποτα άλλο. Υπάρχουνε καλοί ηθοποιοί και κακοί ηθοποιοί. Υπάρχουνε σωστοί επαγγελματίες και λάθος επαγγελματίες. Όλα τα άλλα είναι ταμπέλες για τα περιοδικά, για τους κριτικούς, για οτιδήποτε άλλ[00:20:00]ο εκτός από αυτό καθαυτό το επάγγελμα.

Ε.Π.:

Ποιο άλλο περιστατικό θα έλεγες ότι είναι κάποιο που δεν θα ξεχάσεις ποτέ;

Μ.Κ.:

Α! Κοίτα όλα δε θα τα ξεχάσω ποτέ, αλλά σ’ αυτό που θα σου διηγηθώ δεν θα με ξεχάσουνε και οι άλλοι ποτέ. Και δεν μ’ έχουνε ξεχάσει ποτέ. Γυριζότανε… σου είπα ότι δούλευα και στις ξένες παραγωγές. Ήτανε λοιπόν ένα καλοκαίρι, το καλοκαίρι του ’81, που δούλευα σ’ ένα γραφείο Διευθύντριας Παραγωγής που έκανε, όμως, ξένες ταινίες. Στην Άσπα τη Λάμπρου. Εκείνο τον καιρό είχε δύο ταινίες που γυριζόντουσαν ταυτόχρονα που ήταν Η Τρικυμία του Mazursky στη Μάνη με τον… και οι Εραστές του καλοκαιριού στη Σαντορίνη. Στην Τρικυμία παίζανε και σπουδαίοι ηθοποιοί, ο John Cassavetes, η Gena Rowlands, η Susan Sarandon, ο Vittorio Gassman. Εγώ ήμουν ο σύνδεσμος της Αθήνας. Δηλαδή, είχα μείνει στην Αθήνα για να προμηθεύω στα δύο σετ οτιδήποτε έξτρα χρειαζόντουσαν από την Αθήνα. Ένα τριήμερο, λοιπόν, που ήτανε κάπως κενό, μου λένε οι συνάδελφοι από τη Μάνη: «Έλα και συ τρεις μέρες να πάρει μια ανάσα, να δεις τι γίνεται εδώ». Πάω του τρελού, κατευθείαν. Πάω, λοιπόν, στη Μάνη που ήταν υπέροχα. Ο John Cassavetes ήταν ένας θεός, δεν το συζητάω. Κι εκείνο τον καιρό, γινόντουσαν ανασκαφές στο πρώτο σπήλαιο τρωγλοδυτών που είχε η περιοχή. Όπως είναι ο Διρός με τη λίμνη και τους σταλακτίτες και τους σταλαγμίτες, εκεί ήταν αλλά χωρίς νερό. Ήταν ένας ο,ικισμός τρωγλοδυτών, δηλαδή άνθρωποι που βγάζανε και βόσκαν τα πρόβατά τους αλλά μένανε εκεί, μια ολόκληρη πολιτεία μέσα στο… και μόλις το είχανε βρει, είχανε αρχίσει και γινόντουσαν οι ανασκαφές. Φυσικά, δεν επιτρεπότανε να πάει κανένας, αλλά ο έφορος αρχαιοτήτων τότε ήτανε φίλος με μέλη του συνεργείου και κατά παράβαση είπε να μας κάνει μία ξενάγηση. Πολύ προσεκτικά, γιατί ήτανε χωρίς κιγκλιδώματα, χωρίς προστατευτικά, χωρίς τίποτα. Ένα σπήλαιο. Και βρισκόμαστε, λοιπόν, έξι άτομα στη σειρά. Είχε κατέβει και ο Γιώργος ο Μούτσιος τότε, ο ηθοποιός, στην παρέα, και είμαστε έξι άτομα, σε ένα μονοπατάκι, αφενός ζυγού, αρκετά σκοτεινά, οφείλω να ομολογήσω. Εγώ κρατούσα έναν αναπτήρα και ακούω τον Μούτσιο πίσω μου να λέει: «Δεν βλέπω τίποτα γαμώτο!». Εγώ ήμουν ευγενικό παιδί και του λέω: «Να σας φωτίσω». Κι έτσι όπως είμαι με τον αναπτήρα, στρίβω για να του φωτίσω να δει και βάζοντας το δεξί μου πόδι πίσω για να στρίψω, το δεξί μου πόδι συναντάει το κενό. Διότι δεν υπήρχε άλλο δρομάκι εκεί. Και ξαφνικά βρέθηκα να κουτρουβαλάω, πάνω στους σταλαγμίτες. Θυμάμαι το σώμα μου να κάνει «γκάπα γκάπα γκάπα γκάπα», με θυμάμαι να ακούω να λέω: «Πεθαίνω!». Και το επόμενο που θυμάμαι είναι μία φωνή να λέει: «Παρ’ το τσιγάρο σου ρε απ’ το στόμα!». Είχα πέσει σε 5 μέτρα βάθος, πάνω στους σταλαγμίτες, αλλά το κορμί μου το σταμάτησε ένας μεγάλος. Δίπλωσε το κορμί και με σταμάτησε εκεί την πτώση, γιατί μετά ήταν άλλα 30 μέτρα. Αλλά οι από πάνω που είχανε μείνει, βλέπανε ένα ακίνητο σώμα, θυμάμαι φορούσα κι ένα κάτασπρο φουστάνι. Βλέπανε ένα άσπρο σώμα, ακίνητο, πάνω στα βράχια. Κατέβηκε ένας συνάδελφος υποβοηθούμενος από άλλους να με μαζέψουνε και από την αγωνία του δεν είχε βγάλει το τσιγάρο. Και από τη μια με σήκωνε να με βγάλει πάνω λιποθυμισμένη, από την άλλη παραλίγο να πάθω και έγκαυμα στο μάγουλο από το τσιγάρο. Και μου είπανε μετά ότι ο έφορος είπε ότι: «Ειδοποιήστε το σπίτι μου γιατί με πάνε αυτεπάγγελτα μέσα». Ήταν έτοιμος να πάει αυτεπάγγελτα φυλακή γιατί είχε παραβεί όλους τους κανόνες ασφαλείας που θα μπορούσαν να υπάρχουν. Ευτυχώς, όμως, βγήκα μόνο με κάποιες γρατζουνιές. Αλλά ναι, αυτό είναι κάτι που δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Καμιά φορά όταν έκανα καμία παλαβομάρα μεγαλύτερη και μου λέγαν το κλασικό: «Έχεις πέσει από γάιδαρο μικρή;». Τους έλεγα: «Όχι, έχω πέσει στον γκρεμό μεγάλη, οπότε εντάξει». Και στο λέω ότι δεν με ξέχασε κανείς γιατί χρόνια μετά, χρειάστηκε να καλέσω αυτόν τον έφορο για μία συνέντευξη στο ραδιόφωνο και του λέω: «Κύριε τάδε μου, είμαι η τάδε, με θυμάστε;» και μου λέει: «Αστειεύεσαι κορίτσι μου; Είναι ποτέ δυνατόν να ξεχάσω τον εφιάλτη της ζωής μου; Από κει και πέρα, ακόμα ξυπνάω τα βράδια έντρομος». Οπότε ναι, αυτό ήτανε μία εμπειρία που με σημάδεψε.

Μ.Κ.:

Υπάρχει μια άλλη εμπειρία που πιστεύω ότι θα έχει σημαδέψει, όχι εμένα, τον άλλον ήρωα. Επίσης σ ’αυτήν την περιβόητη ταινία του Mazorsky, με παίρνουνε τηλέφωνο Δευτέρα, ο Διευθυντής Παραγωγής ο Έλληνας και μου λέει: «Ο σκηνοθέτης θέλει μέχρι την Τετάρτη στη Μάνη τρεις Κινέζους για να διαλέξει έναν Κινέζο να κάνει τον μάγειρα». Λέω: «Ορίστε; Πού θα τους βρω εγώ τους τρεις Κινέζους; ». Μου λέει: «Δεν μ’ ενδιαφέρει. Θέλει! ». Παίρνω τηλέφωνο έναν κύριο που είχε γραφείο κομπάρσων. Και του λέω: «Ζήση -το και το- πρέπει να βρεθεί ένας Κινέζος. Τρεις ζητάνε, ας τους στείλουμε έναν, κι ευχαριστημένοι θα ‘ναι». «Αν τον βρεις» του λέω, τότε υπήρχαν πολλά λεφτά: «Έχεις 50 χιλιάρικα εσύ σαν γραφείο και θα πάρει και 50 χιλιάρικα αυτός». «Εντάξει -μου λέει- μην ανησυχείς». Την άλλη μέρα το πρωί, πραγματικά, χτυπάει το τηλέφωνο στο γραφείο στην Αθήνα που ήμουνα, στο Παγκράτι, ανοίγω την πόρτα κι είναι ο Σάββας, ο οποίος ήτανε γύρω στα 2 μέτρα, θεόρατος, γεμάτος, ψηλός. Ένα βουνό. Και μπροστά του είναι ένας κατακίτρινος Ιάπωνας, δηλαδή αν είναι κίτρινοι μία, αυτός ήτανε δέκα, που έτρεμε ολόκληρος και μου λέει: «Να, στον έφερα». Εγώ πολύ χαμογελαστή αρχίζω να του λέω ότι χάρηκα πάρα πολύ που ήρθατε, ξέρετε θα ‘ρθει ένα αυτοκίνητο να σας πάρει να κατεβείτε στη Μάνη, θα κάνετε μια μέρα γύρισμα και ο άνθρωπος τρέμοντας και με σπασμένα αγγλικά μου λέει: «Όχι σας παρακαλώ, εγώ είμαι Καθηγητής Πανεπιστημίου, αυτός ο κύριος ήρθε και με πήρε από την Ακρόπολη και μου είπε: “έλα πάμε πάμε πάμε, σου χω ‘γω καλό πράγμα, πάμε!” Δεν θέλω -μου λέει- να παίξω, δε θέλω να πάω πουθενά, θέλω να πάω στο ξενοδοχείο μου, σας παρακαλώ πολύ αφήστε με!». Θεωρώ ότι κι αυτή η εμπειρία αυτόν τον έχει σημαδέψει. Σίγουρα θα θυμάται ότι απήχθη από την Ακρόπολη για να πάει να κάνει τον κομπάρσο. Και το τραγικό ποιο είναι. Ότι είδα την ταινία, την είδα 4 φορές. Αυτό το πλάνο με τον Κινέζο που εμένα, έχασα πραγματικά τον ύπνο μου, δύο βράδια είχα εφιάλτες, ήταν ένα γενικό πλάνο, που στο βάθος ήταν ο σεφ που είτε ήσουν εσύ με καπέλο είτε ήτανε Κινέζος με καπέλο, ίδιο νόημα θα είχε. Ίδια εικόνα θα ήτανε. Δεν είχε καμία διαφορά. Αλλά εγώ έχασα τη μισή μου ζωή μ’ εκείνον τον Κινέζο.

Ε.Π.:

Γυρνώντας λίγο πίσω στο ότι είπες ότι σου έκαναν διάφορα καψόνια, ένα απ’ αυτά ήτανε όταν σου λιώσανε τα δάχτυλα του ποδιού, θυμάσαι κι άλλα τέτοια καψόνια;

Μ.Κ.:

Ναι βέβαια. Όταν ήταν να πάει να γίνει πλάνο και ξέραν ότι θα γίνει πλάνο, με στέλναν να τους φτιάξω καφέ. Για να δούνε τι θα κάνω. Αν θα πάω να τους κάνω τον καφέ ή αν θα κάτσω στο πλάνο. Εγώ δεν ξέρω πώς τα κατάφερνα, αλλά και στο πλάνο ήμουνα και καφέ έκανα. Οπότε σου είπα όχι, μετά από κείνο το πολύ βασικό… καψόνια πολλά είχα μετά, όταν αποφάσισα ν’ ασχοληθώ με τον συνδικαλισμό, εννοώ πιο ενεργά να ασχοληθώ με τα προβλήματα του κλάδου των τεχνικών του κινηματογράφου, και μπήκα στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΤΕΚΤ, όπου εκεί πια παιζόντουσαν και πολιτικά παιχνίδια, παιζόντουσαν και προσωπικά παιχνίδια. Και ναι, εκεί γίναν πολλά, αλλά όμως ήταν εξωκινηματογραφικά πιο πολύ, ήτανε του συνδικαλιστικού χώρου. Στο σινεμά, απλώς, το πρώτο διάστημα επειδή πραγματικά οι συμπεριφορές ήταν αυτό που σήμερα θα λέγαμε «κακοποιητικές», απλώς τότε ήτανε μέρος του παιχνιδιού. Θέλω να πω έχουν αλλάξει πάρα πολλά πράγματα από τότε. Τώρα δεν συμβαίνει με την καμία αυτό, σε κανένα παιδί, πουθενά. Ούτε οι νέοι σκηνοθέτες ή οι νέοι τεχνικοί έχουν αυτές τις αντιλήψεις. Τότε ήταν η αντίληψη ότι πρέπει να πάθεις για να μάθεις. Ήτανε στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας, θα λέγαμε, αλλά θυμάμαι ότι γύρναγα σπίτι μου κι έκλαιγα. Έκλαιγα τα βράδια, αλλά λέω: «Όχι, δεν θα σε διώξει κανένας. Εσύ θέλεις να το κάνεις αυτό, το αγαπάς αυτό, θα το υπομείνεις αυτό». Και τα υπέμεινα. Αλλά ναι, ήτανε, ήτανε κάποιες φορές δύσκολες γιατί δεν ήτανε μόνο τα καψόνια ήτανε και οι προσβλητικές συμπεριφορές, ήταν η απαξίωση. Ήταν αυτό το μάτσο πράγμα που έβγαινε τότε γιατί είμαστε λίγες οι γυναίκες και σε ειδικότητες… μακιγιέζ, ενδυματολόγοι, script, [00:30:00]όλο το άλλο ήτανε, έτσι ήτανε πολύ αντρίλα γύρω γύρω. Και σου ‘πα, σε μία εποχή που αυτό θεωρείτο σχεδόν φυσιολογικό. Δηλαδή, αν τους έλεγες τότε ότι: «Μα τι είν’ αυτά;» θα σε κοιτάγανε σαν ούφο. Θα σου λέγανε: «Γιατί τι κάναμε;». Δεν ήτανε κάτι μεμπτό τότε. Ήτανε μέσα στην κουλτούρα της εποχής.

Ε.Π.:

Θυμάσαι τέτοια σκηνικά που μπορεί να μην είχαν συμβεί σε εσένα αλλά ήσουνα μπροστά και σε έκαναν να πηγαίνεις σπίτι και να κλαις;

Μ.Κ.:

Όχι, σπίτι πήγαινα και έκλαιγα τον πρώτο καιρό συνέχεια γιατί δεν άντεχα αυτό το …δηλαδή, δεν άντεχα το «μωρή» ας πούμε. Το «Μωρή παρ’ τον κώλο σου κι έλα!» εντάξει, δεν μ’ άρεσε. Πώς να το κάνουμε; Δεν μ’ είχε μάθει η μαμά μου να μου μιλάνε έτσι, ούτε ο μπαμπάς μου, μου είχε μάθει να μου μιλάνε έτσι, ούτε στο Πανεπιστήμιο μου μίλαγαν έτσι. Με πείραζε. Με πείραζε το «Ψιτ να σου πω κουκλίτσα!». Όλα αυτά με πειράζανε. Με πείραζε το ότι για ένα λάθος, ας πούμε, που μπορεί να ‘κανε ο Διευθυντής Φωτογραφίας έλεγε: «Το script δεν το ‘βαλε καλά». Το script καλά το είχε βάλει. Αλλά το script τα άκουγε και δεν μίλαγε, επίσης. Αυτό ήταν δικό μου λάθος, όμως, αυτό δεν ήτανε λάθος της εποχής, ούτε των αλλονών. Ήτανε δικό μου λάθος, δικό μου το πρόβλημα, το ότι δεν ύψωσα τη φωνή να πω: «Ώπα, στοπ, μπάστα». Αλλά κι εγώ δεν ήξερα, έλεγα ότι έτσι πρέπει να ‘ναι. Σου είπα ήταν λίγο σαν το στρατό, ήτανε καψόνια τέτοια. Βέβαια μετά, όταν πια -αυτά που σου λέω ήταν πιο πολύ σε δουλειές είτε εμπορικές είτε στις ξένες παραγωγές- όταν μετά ξεκίνησα να δουλεύω με τη Φρίντα τη Λιάππα και όλα τα παιδιά του νεοελληνικού κινηματογράφου, εκεί ήταν υπέροχα, γιατί ξέρεις, απ’ το κεφάλι βρωμάει το ψάρι. Όταν ο σκηνοθέτης δεν επιτρέπει τέτοιες συμπεριφορές, ακόμα και να θέλεις να τις εκδηλώσεις, το μαζεύεις. Οπότε από κει και πέρα ούτε η Φρίντα ούτε ο Πανος ο Κυριακόπουλος ούτε ο Τάκης ο Σπετσιώτης ούτε κανένας από όσους δούλεψα μετά δεν επέτρεπαν τέτοιες συμπεριφορές. Είχε αλλάξει το κλίμα. Είχε αλλάξει η αντιμετώπιση, είχε αλλάξει η ψυχολογία, είχαν αλλάξει όλα. Οπότε από κει και πέρα, από το ’82 περίπου, μέχρι τότε που έφυγα, γιατί έπαθα τη μέση μου, ήταν παραδεισένια.

Ε.Π.:

Θυμάσαι άλλα περιστατικά που να ήταν ας πούμε πάρα πολύ αστεία ή πάρα πολύ αγχωτικά ή πολύ συγκινητικά;

Μ.Κ.:

Ναι το… αστεία, ξέρω ‘γω. Τώρα φαίνονται αστεία. Τότε για μένα ήτανε... τα βίωνα ως κάτι τραγικό γιατί ήταν πάρα πολύ αγχωτικά. Κάναμε μία ταινία με τη Ρένα τη Βλαχοπούλου. Η οποία ήτανε ένα -το Ρένα, να η ευκαιρία- η οποία ήταν ένας χείμαρρος. Τόσο χείμαρρος που δεν μπορούσαμε να κάνουμε γύρισμα πολλές φορές γιατί μας πιάνανε τα γέλια και μας τους ίδιους. Αλλά είχε ένα μεγάλο προτέρημα για κείνην και για το κοινό, ελάττωμα για μένα. Δεν κρατούσε σχεδόν ποτέ το κείμενο. Δηλαδή το κείμενο, το σενάριο ας πούμε, ήτανε προσχηματικό για εκείνη. Αλλά όλα τα ρακόρ, όταν κοβότανε μία σκηνή, από πού έπρεπε να το πιάσεις κι από πού έπρεπε να το ξεκινήσεις, για να δέσει στο μοντάζ, ήτανε δικιά μου δουλειά. Και έπρεπε να δουλεύω πάνω στο σενάριο. Εκείνη, όμως, δεν κρατούσε ποτέ το σενάριο. Οπότε ήτανε μία Βλαχοπούλου που έδινε ρεσιτάλ ερμηνείας μπροστά στην κάμερα και μία τρελή από πίσω με ένα τετράδιο και ένα στυλό που κόντευε να μάθει στενογραφία για να μπορέσει να προλαβαίνει τις ατάκες της, άμα έλεγε στοπ ο σκηνοθέτης, να ξέρει ποια ατάκα είχε πει. Γιατί δεν θυμόταν ούτε η ίδια τι είχε πει. Γιατί σου λέω ήταν του αυτοσχεδιασμού. Αυτό με κυνηγούσε σαν εικόνα πολύ καιρό μετά. Έως και εφιαλτικά γιατί φοβόμουν ότι κάποια στιγμή θα μου πει ο σκηνοθέτης: «Πού το κόψαμε;». Και θα τον κοιτάω σαν χαζή. Και θα με κοιτάει κι αυτός και η Βλαχοπούλου επίσης. Γιατί τότε δεν είχαμε και την πολυτέλεια των βίντεο που ήρθαν μετά, που το γράφεις στο βίντεο, το βάζεις πίσω, το κοιτάς, και λες: «Α αυτό είπε, ωραία, πάμε από κει συνεχίζουμε». Εκεί ήταν άπαξ έφυγε, τέλειωσε.  Και θυμάμαι ότι σε εκείνα τα γυρίσματα πρέπει να ήτανε, που γυρίζω ένα βράδυ στο σπίτι, αρκετά κουρασμένη. Κάνω ένα μπάνιο, τρώω, πέφτω στο κρεβάτι να κοιμηθώ και γύρω στις 03:00 τη νύχτα ξυπνάω μ΄ έναν φρικαλέο πόνο στο δεξί μου χέρι. Φωνάζω τη μαμά μου, της λέω: «Μαμά, πονάει πάρα πολύ το χέρι μου!». Ξυπνάει η γυναίκα. Το χέρι μου είναι σφιγμένο γροθιά, έχει πρηστεί και δεν ανοίγει. Σαν να έχει πάθει αγκύλωση ένα πράγμα. Τρελαίνεται η μάνα μου, με πάει στο μπάνιο, ανάβει το θερμοσίφωνο, ζεσταίνει το νερό, αρχίζει να μου κάνει τριβές με ζεστό νερό, με σαπούνι. Με τα πολλά ανοίγει το χέρι και τι είχε μέσα; Είχε μία κιμωλία. Από το στρες και το άγχος, να θυμάμαι και να αυτόνω, είχα σφίξει την κιμωλία στο χέρι μου. Γύρισα σπίτι με το αυτοκίνητο, πλύθηκα, έφαγα, ξεντύθηκα, κοιμήθηκα και το χέρι δεν είχε ανοίξει. Και άνοιξε στις 03:00 η ώρα το πρωί, πρησμένο και αγκυλωμένο. Καταλαβαίνεις λοιπόν τι είναι και…

Μ.Κ.:

Η πιο συγκινητική, απ’ τις πιο συγκινητικές μάλλον στιγμές, είναι πάλι στοΤαξίδι του μέλιτος, που πρωταγωνιστούσε ο Σταύρος ο Ξενίδης. Αρκετά μεγάλος σε ηλικία ήταν τότε, δεν ήτανε πιτσιρίκι. Και ήτανε μια μέρα με πάρα πολύ ήλιο. Έκαιγε ο ήλιος! Κόλαση! Σαχάρα! Και έπρεπε να στήσουμε ένα travelling. Μεγάλο travelling. Πάνω στις… πάνω σε άμμο. Να καίει ο ήλιος από πάνω, να καίει η άμμος από κάτω, κι εγώ πήγα να βοηθήσω βάζοντας τα τακάκια, κάτω από τις ράγες τις σιδερένιες, βάζαμε κάτι τακάκια για να πατήσει η ράγα να κρατηθεί. Κι έτσι όπως ήμουνα σκυμμένη, μούσκεμα στον ιδρώτα, ακούω ένα αγκομαχητό πίσω μου και βλέπω τον Σταύρο τον Ξενίδη, μούσκεμα στον ιδρώτα κι αυτόν, να έχει πάρει μία ντάνα τακάκια και να τα σφηνώνει κι αυτός στις ράγες, τις μεταλλικές, για να βοηθήσει. Ένιωσα μέσα μου να λιώνω. Πραγματικά, δηλαδή, ήτανε κάτι που δεν το ‘χα ξαναδεί ποτέ από κανέναν. Δεν θυμάμαι αν το ξαναείδα και μετά. Αλλά η ευγένεια και η καλοσύνη αυτουνού του ανθρώπου, μαζί με το ταλέντο του βέβαια, με σημάδεψαν από τότε. Αλλά, κυρίως, αυτή η εικόνα, ένας άνθρωπος μεγάλης ηλικίας που δεν είχε καμία δουλειά να το κάνει αυτό, που θα ‘πρεπε να κάθεται στη σκιά πίνοντας τον παγωμένο του καφέ και να του κάνουνε και αέρα άλλοι τρεις, γιατί ήταν ο πρωταγωνιστής κι έπρεπε να νιώθει καλά, να τα ‘χει παρατήσει όλα, να ‘ναι το πουκάμισό του μούσκεμα, το κεφάλι του μούσκεμα, ο ίδιος κατακόκκινος, να στάζει και να βάζει τακάκια για να βοηθήσει το συνεργείο. Είναι από τα… κάποια πράγματα που, δεν ξέρω, σε σημαδεύουνε και σου κρατάνε στη μνήμη σου τους ανθρώπους με μια γλύκα απίστευτη. Όπως μια άλλη εικόνα με τον Ντίνο τον Ηλιόπουλο, που έπαιζε σ’ αυτή την ταινία με τη Βουγιουκλάκη, αρκετά μεγάλος πια. Και ο Ντίνος Ηλιόπουλος ήτανε καταπληκτικός με τις κλακέτες. Τα πόδια του ήτανε κοντά στον Fred Astaire, ας πούμε, χόρευε καταπληκτικά με τα πόδια του. Κι αυτό ήθελε ο σκηνοθέτης να το εκμεταλλευτεί. Κάναμε… μέσα στο σενάριο είχε ένα πλάνο που έπρεπε ο Ντίνος ο Ηλιόπουλος να χορέψει κλακέτες. Για αρκετή ώρα. Η μηχανή ήτανε μόνο στα πόδια του. Κι αυτός χόρευε κλακέτες κι εγώ έτσι όπως ήμουνα, σήκωσα τα μάτια μου κι είδα το πρόσωπό του. Κι ήτανε το πρόσωπο ενός… τα πόδια του ήτανε πόδια νέου, χόρευε με ασύλληπτη ταχύτητα τις κλακέτες, αλλά το πρόσωπό του είχε μια έκφραση πόνου, ήτανε μέσα στον ιδρώτα κι από τα μάτια του τρέχανε δάκρυα. Από την κούραση, από την ένταση, από την ανάγκη του να αποδείξει ότι μπορεί ακόμα, ότι «Να, τα καταφέρνω!». Κι ήτανε σα να ‘χες ενώσει δύο διαφορετικούς ανθρώπους. Από τη μέση και πάνω ένας άλλος, από τη μέση και κάτω ένας άλλος. Και αυτή είναι μια εικόνα που με έχει συγκλονίσει και που την κουβαλάω ακόμα μαζί μου. Γιατί… δεν… Δεν το συναντάς. Τουλάχιστον πια, στις μέρες μας. Δεν ξέρω, γενικά. Δεν δουλεύω πια στο σινεμά να ξέρω τι είδους ηθοποιοί υπάρχουνε και από τι στόφα είναι φτιαγμένοι, αλλά η στόφα αυτών των ανθρώπων, δεν ξέρω, μου φαίνεται μοναδική. Όπως μοναδικός μου είχε φανεί και ο Anthony Hopkins, που δούλεψα μαζί του όταν κάναμε τις Πράξεις των αποστόλων Πέτρου και Παύλου, μια ξένη σειρά, μια ξένη μίνι σειρά αμερικάνικη. Και κάναμε γυρίσματα στη Ρόδο. Kι εγώ ήμουνα 5ος/ 6ος/ 8ος -δεν ξέρω- βοηθός σκηνοθέτη, τέλος πάντων, πάντως πέρα από 4ος. Και έρχεται μια μέρα ο Anthony Hopkins και μου ζητάει να του μεταφράσω στα αγγλικά τους στίχους του Μενούση. Το τραγούδι που λέει ο Μενούσης, ο Μπιρμπίλης κι ο Μεχμέτ-Αγάς… που είναι η ιστορία [00:40:00]ενός άντρα που ζηλεύει τη γυναίκα του και τη σκοτώνει. Εκπληκτικό, έτσι, παραδοσιακό τραγούδι. Και αυτός το είχε στην εκτέλεση του Παπαθανασίου από τις ωδές με την Ειρήνη Παππά. Το άκουγε από κει. Του το μετέφρασα. Του το ‘δωσα. Είχε την κασέτα στο βαν του. Και όποτε είχε κενό από γύρισμα, άκουγες τον Μενούση από το πρωί μέχρι το βράδυ κι από το βράδυ μέχρι το άλλο πρωί. Και κάποια στιγμή δεν κρατήθηκα. Και του λέω: «Συγγνώμη, γιατί θέλατε τη μετάφραση και γιατί το ακούτε τόσο πολύ;». Και μου λέει: «Γιατί μετά από ‘δω, θα παίξω Οθέλλο. Θα γυρίσω τον Οθέλλο. Και αυτό το τραγούδι, ο στίχος του και ο ρυθμός του, είναι αυτό που θέλω να κουβαλάω μέσα μου σαν συναίσθημα παίζοντας τον ρόλο». Ο ρόλος του Οθέλλου θα ‘ταν ένα χρόνο μετά από τότε που έγινε αυτό το σκηνικό. Εντάξει, κι εγώ εκεί σήκωσα τα χέρια ψηλά επίσης. Και είπα εντάξει, τίποτα δεν είναι τυχαίο σ’ αυτήν τη ζωή. Για αυτό και ο Anthony Hopkins στα 80 φεύγα του έχει πάρει δύο όσκαρ και αν ζήσει κι άλλο νομίζω ότι θα πάρει και τρίτο. Αυτά είναι στιγμιότυπα, ξέρεις, ενός κόσμου ολόκληρου. Είναι μια στιγμή, αλλά πίσω από αυτή τη στιγμή, υπάρχει μια ολόκληρη κοσμοθεωρία για το τι είναι ταλέντο τελικά, τι σημαίνει είμαι ταλέντο και ακουμπάω μόνο πάνω στο ταλέντο μου κι εντάξει οκ αφού είμαι ταλαντούχος είμαι και πεφωτισμένος, δικαιωματικά μου ανήκουν τα πάντα. Και τι σημαίνει ότι έχω ταλέντο αλλά χωρίς δουλειά, δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Δηλαδή, θα μείνω με το ταλέντο στο χέρι ή δεν είμαι τόσο ταλαντούχος, είμαι όμως πάρα πολύ εργατικός. Το ‘χω δει κι αυτό. Άνθρωποι με λιγότερο ταλέντο από άλλους, που όμως ‘ρίξαν τόση πολλή δουλειά που ξεχωρίσανε κι αφήσανε πίσω πολύ ταλαντούχους.

Μ.Κ.:

Θέλω να πω, ο κινηματογράφος δεν είναι μόνο το γύρισμα, ξέρεις δεν είναι μόνο… είναι και μία μικροκοινωνία, είναι και ένας κόσμος που τον βλέπεις πάντα στην έντασή του. Πάντα στο πικ του. Κι όταν βλέπεις τους ανθρώπους στην έντασή τους, βλέπεις πολύ ξεκάθαρα και τον χαρακτήρα τους. Σε όλα τα επίπεδα. Που σε κάτι πιο ήπιο, σε κάτι πιο καθημερινό, σε κάτι πιο απλό, μπορεί να ‘ταν κεκαλυμμένα. Ενώ και τα καλά τους και τα κακά τους, και τα υπέρ τους και τα κατά τους -τα πάντα- αλλά τους βλέπεις όπως είναι, γιατί δεν προλαβαίνουν να μην είναι. Δεν προλαβαίνουν να υποδυθούν κάτι άλλο. Είναι η πίεση τέτοια και η ένταση τέτοια και οι απαιτήσεις των γυρισμάτων τέτοιες που -θέλεις δεν θέλεις- είσαι ο εαυτός σου. Κι αυτό ήταν πάρα πολύ μεγάλο σχολείο για μένα. Πάρα πολύ μεγάλο σχολείο αν θέλεις και πάνω επιστήμη που είχα σπουδάσει έτσι; Γιατί ο κινηματογράφος ήτανε το καλύτερο stage που θα μπορούσα να κάνω πάνω στην ψυχολογία των ανθρώπων, πάνω στους ρόλους, πάνω στις συμπεριφορές, πάνω στο πάρε δώσε. Πραγματικά, ήταν ένα πληρωμένο stage διαρκείας πάνω στον ανθρώπινο ψυχισμό και στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Μου ’χει τύχει σκηνοθέτης που ήτανε πάρα πολύ θυμωμένος για προσωπικούς του λόγους να μου σβήσει τσιγάρο στο χέρι. Έτσι! Γιατί ήταν θυμωμένος, γιατί δεν μπορούσε να το ελέγξει, γιατί εκείνη την ώρα τα ‘βλεπε όλα κόκκινα και ήξερες ότι αυτό δεν έχει να κάνει μ’ εσένα. Δηλαδή -οκ- σου ‘σβησε το τσιγάρο -οκ- σου ζήτησε συγγνώμη. Τι κουβαλάει αυτός ο άνθρωπος μέσα του, όμως, και τι ζημιά μπορεί να κάνει και στον εαυτό του και στους άλλους βλέποντάς τα όλα κόκκινα; Δεν θέλει απαξίωση, θέλει βοήθεια. Του λες ότι: «Κοίτα, πρέπει να πας να ζητήσεις βοήθεια. Έχεις πρόβλημα διαχείρισης συναισθημάτων». Δηλαδή, μαζί με τη δουλειά σου κάνεις και ψυχοθεραπεία, κάνεις και άσκηση αυτού που έχεις σπουδάσει. Υφίστασαι πράγματα, μετριέσαι και με τον εαυτό σου, μετριέσαι και με τις ανεπάρκειές σου, μετριέσαι και με τις δικές σου φοβίες, με τη δικιά σου, ίσως, έλλειψη αυτοσεβασμού, με τη δικιά σου αίσθηση αυτό-υποτίμησης, με πάρα πολλά πράγματα. Θέλω να πω το σινεμά ήταν ένα ταξίδι ζωής για μένα κι αν θέλεις ακόμα στην ηλικία που είμαι, όποτε θυμάμαι, πράγματι, όποτε χρειάζεται να καταφύγω σε μνήμες για να αντιμετωπίσω ένα πρόβλημα του σήμερα, οι περισσότερες μνήμες μου έρχονται από τον κινηματογράφο, που κράτησε σύνολο στη ζωή μου 8 χρόνια. Δεν έρχονται από την ΕΡΤ, ας πούμε, που κράτησε στη ζωή μου 26 χρόνια. Γιατί εκεί ήτανε πιο ήπια τα πράγματα, παρόλο που ήταν πολύ δημιουργικά επίσης. Αλλά όλη η ένταση κι όλο το καλειδοσκόπιο της ζωής ήτανε στον κινηματογράφο. Ήταν ένα εντυπωσιακό ταξίδι. Δεν ξέρω πώς είναι σήμερα. Ξέρω απλώς ότι όταν έφυγα, υποχρεώθηκα να φύγω, γιατί, όπως σου είπα, έπαθα τη μέση μου και ήτανε πια απαγορευτικό. Για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, πώς είναι οι εξαρτημένοι από ουσίες, που το ‘χουνε κόψει αλλά δεν μπορούνε να απεξαρτηθούν εντελώς, όπου μάθαινα από γνωστούς και φίλους ότι γινότανε γύρισμα, έτρεχα. Έτρεχα για να μυρίσω, να πάρω τη μυρωδιά του σετ, να πάρω τη μυρωδιά του γυρίσματος, έτσι, να καταλαγιάσει αυτή η αντάρα που είχα μέσα μου, της έλλειψης. Γιατί πέρασα πάρα πολύ δύσκολα από την έλλειψη. Ήτανε σου λέω ένα είδος εξάρτησης. Ψυχολογικής και σωματικής και τα πάντα. Ό,τι μπορείς να φανταστείς.

Μ.Κ.:

Ένα άλλο που επίσης το κουβαλάω, αυτό όμως, ως πολύ μετανιωμένη. Αν μου πεις αν έχω μετανιώσει για κάποια πράγματα στη ζωή μου, αν είναι πέντε, αυτό είναι το δεύτερο ή το τρίτο. Όταν δούλευα σ’ αυτό το γραφείο που σου είπα που ασχολιότανε με ξένες παραγωγές, θα κάνανε τον τελικό ενός παιχνιδιού αμερικάνικου γνώσεων, του Quiz Show. Θα ‘κάναν τον τελικό την Ελλάδα. Και το είχε αναλάβει αυτό το γραφείο. Η Διευθύντρια που είχε το γραφείο μου είπε ότι: «Εγώ δεν μπορώ να το αναλάβω» γιατί ήτανε σε μια άλλη μεγάλη δουλειά. «Θα τους αναλάβεις όλους εσύ». Από το που θα ’ρθουνε, μέχρι το τι θα χρειαστούνε για το σετ, τι θα χρειαστούνε για το γύρισμα, τις άδειες γιατί πήγαμε και γυρίσαμε ακριβώς απέναντι από την Ακρόπολη τον τελικό, τον ημιτελικό στο Σούνιο. «Όλα δικά σου!». Θα ερχόντουσαν 3 μέρες. Εντάξει. Μου βγήκε ο πάτος. Έχω μόνο να σου πω ότι επειδή δεν υπήρχε καντίνα στο Σούνιο ούτε μπορούσα να βρω καντινιέρη για να έρθει εκεί να τους φτιάξει καφέδες κτλ., καθόμουνα στο σπίτι μου από τις 03:30 τη νύχτα με μία καφετιέρα και γέμιζα πέντε θερμός με καφέ και η ταλαίπωρη η συχωρεμένη η μανούλα μου είχε πάρει είκοσι ψωμιά και εκατό σαλάμια και φτιάχναμε σάντουιτς. Κάναμε μία καντίνα μόνες μας, homemade καντίνα. Τέλος πάντων, το θέμα είναι ότι αυτή η δουλειά πήγε καταπληκτικά, πήγε εξαιρετικά. Κύλησαν όλα ρολόι, μ’ έναν τρόπο σχεδόν μαγικό, γιατί ήμουνα μόνη μου εγώ κι ένας οδηγός. Δεν υπήρχανε… Αλλά ήταν αυτά τα μικρά σου λέω ψηφιδωτά που εντελώς τυχαία έρχονται και συνθέτουνε μια πολύ ωραία εικόνα. Τέλος πάντων, έγινε ένα γύρισμα καταπληκτικό, χωρίς κανένα πρόβλημα. Και φεύγοντας, η παραγωγή ήταν της Universal. Ο Διευθυντής, ο επικεφαλής του team που είχε έρθει, μου λέει -ήτανε Κυριακή- μου λέει: «Θα φύγουμε Τρίτη». Είχαν έρθει με δικό τους αεροπλάνο, με τους εξοπλισμούς τους, με τα πάντα. «Θα φύγουμε-μου λέει- Τρίτη, έλα μαζί μας, σε σπουδάζουμε και σε πληρώνουμε τρία χρόνια, στα στούντιο της Universal, κάνεις τις έξτρα σπουδές σου και η μοναδική υποχρέωση που έχεις είναι μετά για πέντε χρόνια υπογράφεις ένα συμβόλαιο για πέντε χρόνια δουλεύεις σε μας. Μετά είσαι ελεύθερη να πας αλλού, να κάνεις ό,τι θέλεις. Αλλά εμείς τώρα σου προσφέρουμε αυτό». Πετάρισε η ψυχή μου, λαχτάρισε η ψυχή μου. Ήθελα όσο τίποτα να το κάνω και δεν το ‘κανα. Γιατί φοβήθηκα, γιατί το άλλοθί μου ήταν… ήμουνα μοναχοκόρη, μοναχοπαίδι, πού θα αφήσω τους γονείς, η Αμερική ήτανε και πάρα πολύ μακριά τότε. Φαινότανε… ταξίδι σε άλλη ήπειρο. Και αρνήθηκα. Αυτό, το ‘χω μετανιώσει λιγάκι. Δεν ξέρω πώς θα ‘ταν η ζωή μου, μπορεί να ‘τανε εκατό φορές χειρότερη, μπορεί να ‘τανε εκατό φορές καλύτερη και δεν θα το μάθω και ποτέ. Και δεν έχει και νόημα να λέμε: «Τι θα γινόταν αν…;» Όμως, καμιά φορά, όσο κι αν δεν έχει νόημα, εγώ μέσα μου ακόμα λέω: «Τι θα γινόταν αν…;». Εντάξει, δεν έχω απάντηση. Μην περιμένεις. Αλλά ναι, ο κινηματογράφος, ο κινηματογράφος ήταν ένα ταξίδι ονειρεμένο. Δηλαδή είχε τα πάντα. Ξέ[00:50:00]ρεις, σαν την επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη. Κι από Λαιστρυγόνες περάσαμε, κι απ’ τη Σκύλα και τη Χάρυβδη περάσαμε κι απ’ το νησί της Καλυψούς περάσαμε. Και ερωτευτήκαμε και πονέσαμε και κλάψαμε και γελάσαμε, γελάσαμε πολύ. Ήτανε, ήταν ένα μαγικό πράγμα. Σου λέω είν’ αυτό, είν’ ότι όταν κάνεις αυτό που θέλεις, ξέρω ’γω, όλα είναι στη θέση τους. Ακόμα κι όταν δεν είναι, είναι.

Μ.Κ.:

Τρελό είναι το πώς βρέθηκα να κάνω σενάρια, ας πούμε. Που είναι ό,τι πιο κοντά, επίσης, στη δημιουργία εικόνων, σκηνών. Γιατί και ο κινηματογράφος τι είναι; Εικονοποίηση κάποιων κειμένων, ας πούμε. Εντάξει, εγώ από την εικονοποίηση, πήγα πίσω. Έκανα ένα πισωγύρισμα. Δούλευα στην ΕΡΤ, είχα μία πάρα πολύ φίλη, η οποία ήτανε με σύμβαση ορισμένου χρόνου και δεν της την ανανεώσανε. Μάλλον, της κάνανε μετάταξη, θα τη διώχνανε απ’ την ΕΡΤ και θα πήγαινε σε κάποιο ΙΚΑ που δεν ήθελε να πάει. Κι εκείνον τον καιρό, ένας παραγωγός στην τηλεόραση έχασε ένα δίδυμο σεναριακό που είχε, για μια σειρά που ήτανε πολύ μεγάλη επιτυχία τότε, και της είπε να συνεχίσει εκείνη. Εκείνη βρήκε ένα συνάδελφο άντρα και του είπε να γράψουνε μαζί. Της είπε: «Ναι» αλλά της είπε ο παραγωγός: «Όχι, θέλω δύο γυναίκες». Κι έρχεται και μου λέει: «Σε παρακαλώ πάρα πολύ, πες το ναι! Εγώ θα κάνω τη δουλειά. Έλα να παρουσιαστούμε». Της λέω «Ρε κορίτσι μου, εγώ βαριέμαι να βάλω τρεις προτάσεις στη σειρά. Δεν το ‘χω με το γράψιμο. Το σιχαίνομαι το γράψιμο! Στο σχολείο πήγαινα άγραφτη. Τα ‘ξερα προφορικά, γραπτά μην με βάλεις. Σιχαίνομαι να γράφω!». «Ω -μου λέει- δεν θα χρειαστεί εσύ να κάνεις τίποτα. Εγώ θα τα κάνω, απλώς να πάμε μαζί». «Οκ». Τι να της κάνω, θα ‘μενε άνεργη, έπρεπε να βγάλει κι αυτή κάποια χρήματα. Ε και βρεθήκαμε εκεί μας ανέθεσε τη δουλειά. Εντάξει, δεν μπορούσα να την αφήσω μόνη της κι εγώ να πληρώνομαι και να μην δουλεύω. Εκόντως ή όχι, εκουσίως ακουσίως, που λένε, άρχισα να δουλεύω. Το αποτέλεσμα είναι ότι αυτή στον έναν χρόνο βαρέθηκε, τα παράτησε, είπε: «Δεν μπορώ εγώ αυτή τη δουλειά, βαριέμαι». Και βρέθηκα εγώ από τη δεκαετία του ‘90, απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 μέχρι και σήμερα, να γράφω διαλόγους και σενάρια για την τηλεόραση. Δηλαδή, μερικά πράγματα σου ’ρχονται ακόμα κι όταν δεν τα θέλεις. Κι ευτυχώς γιατί συμπληρώσανε πολύ καλά το οικογενειακό εισόδημα και μπόρεσε το παιδί μου να κάνει κι αυτό που θέλει στη ζωή του. Θέλω να πω ότι όλα στη ζωή είναι πολύ περίεργα. Πολύ περίεργα. Και το ωραιότερό μου κομμάτι, πραγματικά, ήταν από εκείνη την ημέρα στον Βόλο μέχρι το τελευταίο γύρισμα, ας πούμε, στην ταινία της Φρίντας.

Μ.Κ.:

Είχα τη μεγάλη χαρά και την ευτυχία να δουλέψω στο Μινόρε της Αυγής. Μια πολύ μεγάλη τηλεοπτική επιτυχία, που ήταν η ιστορία των ρεμπέτηδων, ας πούμε, στη δεκαετία του ’50, του Φώτη του Μεσθεναίου. Είχε αφήσει εποχή αυτή η σειρά και τότε, από κει βγήκανε σχεδόν όλοι οι μετέπειτα πρωταγωνιστές στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Από τον Αντώνη τον Καφετζόπουλο και τη Θέμιδα Μπαζάκα, μέχρι τον Δημήτρη τον Καταλειφό. Ήταν επίσης μια πολύ μαγική συνεργασία αυτή. Δηλαδή, θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι όλα τα τραγούδια ήτανε playback. Παίζανε τα παιδιά κι έπρεπε να ανοιγοκλείνουν το στόμα τους γιατί τραγουδούσε η αθηναϊκή κομπανία, από πίσω. Και τα παιδιά πού να θυμούνται τα λόγια! Δεν υπήρχε περίπτωση να θυμούνται τα λόγια τα παιδιά που τραγουδούσαν. Οπότε εγώ ήμουνα καθισμένη κάτω από ένα τραπέζι και πριν από κάθε φράση μουσική, τους γκάριζα τα λόγια, αλλά τα γκάριζα, όμως, για να ακουστώ. Τους έλεγα τη φράση, δηλαδή, του τραγουδιού, την τραγουδάγαν, την επόμενη φράση, την τραγουδάγαν. Τελείωνε το γύρισμα, τα παιδιά ήταν σαν την καλή χαρά κι εγώ δεν μπορούσα να μιλήσω γιατί είχε κλείσει ο λαιμός μου από τις γκαριδοφωνάρες. Αλλά ήτανε μαγικά, ήτανε κι αυτά μαγικά. Ο Φώτης ο Μεσθεναίος ήταν υπέροχος. Είχε φτιάξει μια ατμόσφαιρα γυρίσματος καταπληκτική. Όλοι μια παρέα, όλοι ένα γέλιο, όλοι μια χαρά. Εκεί, ας πούμε, δεν έχω να θυμηθώ το τόσο σκούρο ή αρνητικό. Το τόσο, πραγματικά ήτανε μαγικά.

Ε.Π.:

Πάνω σ’ αυτό που είπες ότι έβλεπες την ψυχολογία του καθενός ότι ήταν το κατάλληλο πεδίο για να μελετήσεις τον ανθρώπινο ψυχισμό, υπήρχαν στιγμές που κι εσύ βγήκες εκτός ελέγχου;

Μ.Κ.:

Όχι. Όχι, σου είπα δεν βγήκα εκτός ελέγχου, όμως, όχι γιατί είμαι καλός άνθρωπος. Πιθανά γιατί ήμουνα φοβισμένη; Πιθανά γιατί καταλάβαινα; Ξέρεις, όταν καταλαβαίνεις τον άλλον, καταλαβαίνεις γιατί κάνει αυτό που κάνει, από πού εκπορεύεται αυτό που κάνει, τι του έχει συμβεί πριν το κάνει, δύσκολα βγαίνεις εκτός ελέγχου. Η κατανόηση με το «χάνω τον έλεγχό μου» δεν πάνε και πολύ μαζί. Για να χάσεις τον έλεγχο πρέπει να μην καταλαβαίνεις γιατί το κάνει ο άλλος αυτό και να θυμώνεις και να αντιδράς πάνω σε κάτι που δεν καταλαβαίνεις. Όταν καταλαβαίνεις, δύσκολα θυμώνεις. Και δύσκολα φοβάσαι κιόλας. Γιατί πραγματικά πιστεύω ότι το κουμπί σε πάρα πολλά πράγματα, ακόμα και στην κοινωνία, της ανοχής και της εξάλειψης του φόβου απέναντι στο διαφορετικό, είναι η κατανόηση. Είναι να το καταλάβεις. Δεν είναι υποχρεωτικό να το αποδεχτείς ούτε συνεπάγεται ότι καταλαβαίνω σημαίνει και συγχωρώ τον οποιονδήποτε με έβλαψε καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Δεν είναι αυτό. Δεν πάει στη συγχώρεση, αλλά δε χάνεις εσύ τον έλεγχο. Ακριβώς επειδή καταλαβαίνεις. Λες, μάλιστα, το κάνει αυτό γιατί έχει αυτό, γιατί του συνέβη εκείνο ή γιατί το σύμπλεγμά του είναι έτσι. Όταν μπορείς να διακρίνεις τις συμπλεγματικές συμπεριφορές και να τις αποδώσεις στο σύμπλεγμα ή στον φόβο τον δικό τους ή στην άγνοια ή στην ανασφάλεια ή οπουδήποτε, δύσκολα θυμώνεις. Οπότε όχι, όχι δεν θύμωσα. Δεν έχω βγει εκτός ορίων. Νομίζω ποτέ. Γιατί άμα βγω εκτός ορίων, φοβάμαι ότι θα γίνω φονική. Ίσως γι’ αυτό και προσπαθώ να το ελέγξω. Μάλλον αυτό που φοβάμαι περισσότερο από όλα είναι τον ίδιο μου τον θυμό. Οπότε, ναι, όχι δεν έχω… δεν έχω εκτραπεί.

Ε.Π.:

Απ’ ό,τι κατάλαβα, η μητέρα σου ήτανε βοηθητική όσο δούλευες στα γυρίσματα. Αυτό ίσχυε από την αρχή; Υπήρχε αυτή η αποδοχή από τους γονείς σου σε σχέση με αυτό το επάγγελμα;

Μ.Κ.:

Όχι παιδάκι μου! Να σκεφτείς ότι όταν πρωτοξεκίνησα να δουλεύω στην Εταιρεία Σκηνοθετών που σου είπα ως γραμματέας, στη μαμά μου είχα πει ότι βρήκα δουλειά σ’ ένα τεχνικό γραφείο, όπου μεταφράζω από τα αγγλικά τεχνικά περιοδικά για να βγούνε στα ελληνικά. Και καμιά φορά μ’ έπαιρνε τηλέφωνο εκεί πέρα που δούλευα επειδή τα αρχικά ήταν Ένωση…  «ΈΕΣ»-Ένωση Ελλήνων Σκηνοθετών, εγώ το μάσαγα λιγάκι, έλεγα «ΣΣΣ», «ΕΣΣ» για να μην πολυκαταλάβει τι ήτανε. Όχι, ήτανε πάρα πολύ αρνητικοί για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, απλώς εγώ ήμουνα πάρα πολύ αποφασισμένη επίσης. Δηλαδή, καταπάτησα κάθε όνειρό τους να τελειώσω το Πανεπιστήμιο, να πάω σε ένα σχολείο, να γίνω μια καλή καθηγήτρια, να έχω μια -αυτό που λέμε- «στρωμένη ζωή». Όχι. Δεν το αποδέχτηκαν για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι που κατάλαβαν ότι εγώ είμαι εντελώς αποφασισμένη, οπότε κάναν τα πικρά γλυκά και μετά γίναν και υποστηρικτικοί και ό,τι θέλεις. Αλλά όχι, στην αρχή φοβόμουνα και να τους το πω, ήτανε τόσο κάθετοι, και η μητέρα μου και ο πατέρας μου. Και εδώ που τα λέμε λογικό είναι. Τότε ακόμα ο χώρος του κινηματογράφου ήτανε, ξέρεις, λίγο στα όρια του ηθικού και του ανήθικου. «Πού πάει να μπλέξει το κοριτσάκι μου;», ας πούμε. Αλλά μετά όχι, όταν κατάλαβαν και κυρίως όταν είδαν πόσο πολύ ευτυχισμένη ήμουν. Σου λέω, ήτανε… ήμουν ευτυχισμένη ρε παιδί μου. Αυτό που λέμε ευτυχισμένος άνθρωπος; Ευτυχισμένος άνθρωπος! Λοιδορημένη, βρισμένη, κουρασμένη, εξουθενωμένη. Ό,τι μπορείς να φανταστείς. Αλλά και ευτυχισμένη. Δηλαδή, τα γυρίσματα και οι επαφές με το… με τους…

Μ.Κ.:

Γυρίζαμε μία ταινία, την Ανέλκυση του Τιτανικού. Η πρώτη ξένη δουλειά που δούλεψα. Ήταν ένα πλοίο στον Πειραιά, κατασχεμένο από την τράπεζα, αραγμένο στο Πέραμα, που το εί[01:00:00]χανε γραφείο παραγωγής στην Ελλάδα το είχε υπενοικιάσει από την τράπεζα για να κάνουμε τα γυρίσματα εκεί. Ήταν ο Τιτανικός. Το πλοίο αυτό, όμως, είχε κατασχεθεί με όλα του τα… με όλη του την προίκα. Είχε τα πάντα μέσα. Έπιπλα, υπέροχα φλιτζάνια, υπέροχα ποτήρια, σαμπάνιες, κουβέρτες. Εντάξει, είναι σαν να βάζεις τώρα μικρά παιδιά μέσα σε ένα ζαχαροπλαστείο την ώρα που λείπει ο ζαχαροπλάστης. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην βουτήξουμε το χέρι στο βάζο με τα γλυκά. Καμία. Ε οπότε άρχισε το -εντός εισαγωγικών, πολλών εισαγωγικών- «μικροπλιάτσικο». Αλλά το πολύ ωραίο ήταν ότι κάποιος, ας πούμε, έβρισκε μία κούτα άθικτη με κρυστάλλινα ποτήρια σαμπάνιας. Ε δεν μπορούσε να τη βγάλει από το καράβι μαζί με τα υπάρχοντά του. Έπρεπε κάπου να την κρύψει, να βρει μία ευκαιρία, να τη βγάλει έξω νύχτα σε ένα γύρισμα νυχτερινό, όταν οι φύλακες θα κοιτάγανε κάπου αλλού. Και πήγαινε, λοιπόν, και την έκρυβε σε ένα σημείο. Ναι, μόνο που από αυτό το σημείο μετά πέρναγε κάποιος άλλος κι έβρισκε την κούτα και την έπαιρνε και την έκρυβε σε ένα άλλο σημείο. Και ξαφνικά, ήταν ένα καράβι που όλο το συνεργείο είχε αποδυθεί στο κυνήγι του θησαυρού. Έβλεπες ανθρώπους να ’χουν παρατήσει τις δουλειές τους και να ’ναι χωμένοι όπου μπορείς να φανταστείς. Στα αμπάρια, στις κουκέτες, στις μπανιέρες. Και όλοι με τον πανικό του ψαξίματος στο μάτι: «Πού το ‘χω αφήσει εγώ τώρα αυτό;» και «Ποιος μου το πήρε;». Είχε πραγματικά πολλή πλάκα να κάθεσαι να το παρακολουθείς και το ωραιότερο απ’ όλα είναι ότι στα σύνορα πιάσανε έναν ξένο Εγγλέζο, βέβαια, Εγγλέζο μακενίστα, ο οποίος είχε έρθει με το φορτηγό του, και φεύγοντας είχε πάρει μαζί του το πηδάλιο του καραβιού. Και τον πιάσανε στα σύνορα, ανοίξαν το φορτηγό του κι ήταν ένα φορτηγό άδειο κι ένα τεράστιο πηδάλιο μέσα. Νομίζω ότι αυτό το ’χανε γράψει κι οι εφημερίδες. Έχω αυτή την εντύπωση. Ήτανε πραγματικά καταπληκτικό. Ή το… υπέροχη εικόνα, ας πούμε, ήταν ένα δωμάτιο που ήταν άδειο από έπιπλα και κάτω, όμως, ήτανε πράσινη μοκέτα. Και μαζευόντουσαν εκεί στα διαλείμματα οι τεχνικοί οι μάγκες, οι δικοί μας, και παίζανε ζάρια. Ανοίγω εγώ μια μέρα την πόρτα, είναι ντουμάνι μέσα, μπαρμπούτι κανονικό και λέω: «Ρε παιδιά, τι κάνετε; Θα ’ρθει κανένας και θα γίνουμε ρεζίλι, θα μας πιάσουνε!». «Σώπα ρε -λέει- εξάλλου για να αποδειχθεί -λέει- το έγκλημα πρέπει να μεταφέρεις στην αστυνομία και το τραπέζι του μπαρμπουτιού. Εδώ τι θα κουβαλήσουνε μωρέ -μου λέει- το καράβι;». Αλλά είναι αυτό που σου λέω, μια μικροπολιτεία. Αλλά το κυνήγι του θησαυρού δεν θα το ξεχάσω. Δεν θα ξεχάσω τον πανικό και το γύρω γύρω. Έβλεπες ανθρώπους να γυρνάνε στα ίδια μέρη. Διαφορετικοί άνθρωποι να …στα ίδια μέρη. «Παρ παρ παρ παρ παρ». Ήταν εντυπωσιακό. Κι όπως είπε κι ένας φίλος, συνάδελφος τότε: «Kαλά -μου λέει- πρόσεξες ότι όταν πήγαμε, το καράβι ήτανε βυθισμένο είκοσι πόντους στη θάλασσα και όταν φύγαμε είχε ανέβει στους πέντε;» Το ξελαφρώσαμε. Πάει κι αυτό. Τέτοια πολλά. Πολλά. Εικόνες διάσπαρτες. Θυμάμαι κάτι άλλο, ας πούμε, με την απίστευτη Βλαχοπούλου. Που έχουμε γύρισμα και είναι ένα γενικό που το μαλλί της -πάλι εγώ με τα μαλλιά των πρωταγωνιστριών τι έχω υποφέρει- ήταν ένα μαλλί ίσιο ξέρω ‘γω και τέτοια και στο κοντινό, που το ‘κανε άλλη μέρα, μου ‘ρθε με μπούκλα. Της λέω: «Κυρία Βλαχοπούλου, τι θα κάνουμε; Το μαλλί σας είναι τελείως διαφορετικό». «Γι’ αυτό σκας πουλάκι μου;» μου λέει. «Πάμε!» και με το «πάμε», «Ωωωωχ, τι έπαθα!» και πιάνει με τα χέρια της το μαλλί της και το ταρακούναγε. Το κάλυψε τελείως, έσωσε το ρακόρ, δεν πειράχτηκε το μαλλί. Ακαριαία αντίδραση κι εγώ είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό να κοιτάω σαν χάνος. Το τελευταίο που περίμενα ήταν να κάνει αυτό, και το ‘κανε. Κατέστρεψε το μαλλί της μόνη της με τα χέρια της, κανένα ρακόρ, κανένα πρόβλημα. Τίποτα. Απολύτως. Μαγικά, μαγικοί άνθρωποι, μαγικά πλάσματα. Μαγικά όλα. Τι άλλο να σου πω; Στα ‘πα όλα. Σου ‘πα τα μισά, ξέρω ‘γω, τι σου ‘πα.

Ε.Π.:

 Άμα μου τα ‘πες όλα, μου τα ‘πες όλα. Αν έχεις να προσθέσεις, θα χαρώ να ακούσω.

Μ.Κ.:

Ε ρώτα κι εσύ ρε παιδάκι μου κάτι, μ’ έχεις αφήσει εδώ πέρα και μιλάω με τις ώρες μόνη μου, λες κι εξομολογούμαι στον παπά είμαι.

Ε.Π.:

Κοίτα έχω απορία, πώς… πώς το πήρες απόφαση να πεις στους γονείς σου ότι: «Τελικά δεν είμαι στο τεχνικό γραφείο. Είμαι σε άλλο γραφείο». Πώς τους το ‘πες;

Μ.Κ.:

Κανονικά–

Ε.Π.:

Πώς ήταν αυτή η πρώτη φορά που το ακούσαν αυτό το πράγμα;

Μ.Κ.:

Ε η πρώτη φορά που το ακούσαν αυτό το πράγμα, ήταν όταν θα κάναμε το φεστιβάλ κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη και τους είπα: «Κοιτάχτε να δείτε, εγώ τόσο καιρό δουλεύω εκεί, κάνω αυτό, τώρα εγώ θα φύγω γεια σας. Θα πάω Θεσσαλονίκη διότι έχουμε να οργανώσουμε το Αντιφεστιβάλ και να ξέρετε ότι εγώ θα ασχοληθώ με τον κινηματογράφο. Τελεία.». Εντάξει, είχαμε ένα ψιλοκαρδιακό από τη μαμά μου, του στυλ: «Θα με πεθάνεις εσύ παιδί μου, τι είν’ αυτά που ακούω;». Ένα από το μπαμπά μου, να μου λέει: «Και τώρα δηλαδή, εσύ ακριβώς, τι ακριβώς θα κάνεις; Κι εγώ γιατί σε σπούδασα;». Αλλά επειδή, γενικώς, ήμουνα καλόβολο παιδί και δεν τους είχα δημιουργήσει ποτέ μου ιδιαίτερα προβλήματα, ήτανε τόσο αποφασιστικό το ύφος, το βλέμμα και το αυτό, που -θέλοντας και μη- το δέχτηκαν. Απλά η μάνα μου έσερνε μετά το μπαμπά μου να με πάρουν απ’ το αεροδρόμιο που γύρναγα απ’ τη Ρόδο, να με πάνε στο καράβι να φύγω για τη Μυτιλήνη. Γενικά, υποφέρανε από αυτό. Να μένει ξύπνια να με περιμένει να γυρίσω ξέρω ‘γω 03:00 η ώρα τη νύχτα λέγοντάς μου: «Θες γάλα;». Τραυματικές εμπειρίες είν’ αυτές. Αλλά ναι, εντάξει, το αποδέχτηκαν. Άρχισαν να ’ρχονται και πολύ καλά χρήματα στο σπίτι γιατί ήτανε πολύ καλά πληρωμένη δουλειά σε σχέση με το τι έπαιζε στην αγορά γενικότερα. Οπότε… αλλά σου είπα, το πιο σημαντικό γι’ αυτούς είναι ότι ήμουνα καλά. Ήμουνα… δηλαδή είναι το ίδιο που έκανα εγώ με τον γιο μου, ας πούμε, όταν, αφού πήρε το πτυχίο του στη χημεία, μας είπε ότι εγώ θα σπουδάσω μουσική. Τι να του πεις; «Mην σπουδάσεις;» όταν ήξερες ότι αυτό τον κάνει ευτυχισμένο κι όταν έχεις περάσει από αυτό το μονοπάτι; Του να μην ακολουθήσεις τις σπουδές σου; Το μόνο που του είπα είναι πάρ’ το πτυχίο σου γιατί εμένα μου χρησίμεψε το πτυχίο μου, μετά τον κινηματογράφο. Που εάν τυχόν δεν το είχα δεν ξέρω τι θα κάνα σήμερα και πού θα μπορούσα να δουλέψω χωρίς πτυχίο. Αυτό του είπα μόνο. Παρ’ το πτυχίο σου και κάνε ό,τι θες. Ε κάπως έτσι ήτανε και μ’ εκείνους, αλλά στην αρχή, ήτανε τρόμος πραγματικά. Τρόμος.

Ε.Π.:

Μια που ξαναγύρισες μόνη σου στο Αντιφεστιβάλ.

Μ.Κ.:

Ναι.

Ε.Π.:

Μήπως θες να μας μιλήσεις γι’ αυτό, ανέφερες και κάποιο τσακωμό νωρίτερα;

Μ.Κ.:

Α ναι, βέβαια. Τι τσακωμός, ναι. Το Αντιφεστιβάλ σου λέω πήγε πάρα πολύ καλά, δεν... δουλέψαμε πάρα πολύ. Είχε και πολύ κόσμο. Είχε γίνει στο Ράδιο Σίτυ στη Θεσσαλονίκη. Ήταν το κεντρικό φεστιβάλ με κάτι ταινίες του James Paris που ‘χανε ξεμείνει, ας πούμε, με πολύ λίγους θεατές. Και σε εμάς που γινόταν ο χαμός. Αλλά σε κάποια συζήτηση σχεδόν με τη λήξη του φεστιβάλ πάνω σε να βγούνε κάποια συμπεράσματα, εγώ τότε ήμουνα στο ΕΚΚΕ, στο Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κίνημα Ελλάδας και ένας από τους διοργανωτές και συμμετέχοντες σκηνοθέτες ήτανε στο ΚΚΕ. Υπήρχε πολύ μεγάλη αντιπαλότητα τότε ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο θηρία. Και σ’ ένα καβγά πάνω, ούτε λίγο ούτε πολύ, μου είπε ότι μπήκα στο Αντιφεστιβάλ και δούλεψα για να τους υπονομεύσω και να αλλοιώσω τη φυσιογνωμία και πάνω στον καβγά σήκωσε και μια καρέκλα και μου την πέταξε. Ε και μετά όπως καταλαβαίνεις επειδή κι αυτός ήτανε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας Σκηνοθετών, δεν μπορούσα να συνεχίσω να δουλεύω. Κι έτσι έφυγα και ξεκίνησα με τις μηχανές που σου είπα και με τα… Καλύτερα είναι αυτό που λένε, ξέρεις, κάθε εμπόδιο για καλό γιατί, αν δεν γινόταν αυτό κι αν συνέχιζα να είμαι εκεί, δεν ξέρω μετά ποιο θα ‘ταν το επόμενο βήμα. Όταν κλείνει μία πόρτα, μπορεί να ανοίξει μία μεγαλύτερη και μετά μία ακόμα μεγαλύτερη.  Σου λέω, η σχέση μου με τον κινηματογράφο ήτανε και καρμική και μαγική και καμιά φορά σκέφτομαι μήπως έπαιξε ρόλο ότι, όταν ήμουνα πολύ μικρή, μέναμε σ’ ένα σπίτι στον Κολωνό που από τον δρόμο του σπιτιού έβλεπες το πίσω μέρ[01:10:00]ος ενός κινηματογράφου. Κι εγώ τα καλοκαίρια, πιτσιρίκι δηλαδή, το ‘χω σαν εικόνα αλλά πιο πολύ έχω την απορία την παιδική τότε, γιατί ήμουνα πολύ μικρή. Από το πίσω μέρος έβλεπες τις -ήτανε καλοκαιρινός κι έβλεπες- τις σκιές των ηθοποιών. Δεν έβλεπες την ταινία, έβλεπες σκιές να κινούνται που καταλάβαινες ότι είναι άνθρωποι. Κι εγώ πάντα μα πάντα ήμουνα με το παιδικό μου το μυαλό: «Μα από πού μπήκαν αυτοί και από πού θα βγούνε; Πού πάνε αυτοί οι άνθρωποι μετά;». Γιατί καθόμουνα και κοίταγα, δεν έβλεπα κανέναν να βγαίνει από το πανί ή να μπαίνει στο πανί. Και από τότε είχε αποκτήσει όλο αυτό το πράγμα της εικόνας και του πώς, όμως, είναι αυτοί εκεί μέσα κι εγώ δεν ξέρω πώς μπήκαν εκεί μέσα; Είχε πάρει λίγο μαγικές διαστάσεις. Μπορεί αυτό να ‘τανε το πολύ πολύ παιδικό που μου ‘χε κάτσει ότι εγώ θέλω να κάνω κινηματογράφο και ότι όταν πάτησα για πρώτη φορά το πόδι μου στο σταθμό του Βόλου ένιωσα ότι μπήκα σπίτι μου. Δεν ξέρω. Eίναι πολύ περίεργα τα παιχνίδια και τα ταξίδια και του μυαλού και του συνειδητού και του υποσυνείδητου και του ασυνείδητου μην σου πω. Ποτέ δεν ξέρεις πού θα σε βγάλει.

Ε.Π.:

Το τελευταίο σου γύρισμα ήξερες ότι είναι το τελευταίο σου γύρισμα;

Μ.Κ.:

Το τελευταίο μου γύρισμα, ναι. Ήξερα ότι είναι το τελευταίο μου γύρισμα. Ήτανε το ’86, ’85, ’85-’86. Ναι, ήτανε το Μετέωρο και σκιά. Η ταινία του Τάκη του Σπετσιώτη πάνω στη ζωή του Λαπαθιώτη που ήτανε πάρα πολύ δύσκολη ταινία, για μένα τουλάχιστον, γιατί ήτανε οχτώ εποχές. Ξεκινούσε από το 1900 κάτι και κατέληγε στο 1944. Και μέσα στην ίδια μέρα μπορεί να ‘χαμε γύρισμα τέσσερις διαφορετικές εποχές που σημαίνει τέσσερα διαφορετικά ρακόρ, που σημαίνει τέσσερα διαφορετικά στησίματα. Ήτανε γενικά μια πάρα πολύ δύσκολη δουλειά αλλά πάρα πολύ ενδιαφέρουσα. Και ναι εκεί είχα πάθει τη μέση μου πια και ήξερα ότι δεν θα μπορέσω να συνεχίσω. Δεν το πήρα όμως, δηλαδή, ποτέ δεν είπα ότι είναι το τελευταίο μου. Δεν ήθελα να βάλω τελεία. Έβαλα μία άνω τελεία. Θυμάμαι ότι ήμουνα στην ΕΡΤ πια, δούλευα στην ΕΡΤ και ένας φίλος έκανε μία μικρού μήκους και πήρα άδεια. Πήρα άδεια άνευ αποδοχών και πήγα και δούλεψα 15 μέρες στην ταινία του σαν script. Και μετά πάλι στην ΕΡΤ, μου ζήτησε η Φρίντα να πάω να δουλέψω στην τελευταία της ταινία. Αλλά τότε είχα το παιδί και πια δεν μπορούσα. Την τελεία ουσιαστικά στο σινεμά την έβαλα με το παιδί. Από όταν γέννησα. Μέχρι να γεννήσω και να κάνω το παιδί δεν είχα βάλει τελεία. Δηλαδή δεν είχα φύγει λέγοντας: «Πω πω, είναι η τελευταία φορά που είμαι στο σετ, είναι η τελευταία…». Δεν είχα τέτοιους αποχαιρετισμούς. Επί της ουσίας δεν το αποχαιρέτησα ποτέ το σινεμά. Έμεινε εκεί. Δηλαδή και τώρα άμα μου πει κάποιος: «Έλα να δουλέψεις», τρέχοντας θα πάω, δεν έχω καμιά αντίρρηση. Τώρα που έχει μεγαλώσει κι ο γιος μου, κοτζάμ γάιδαρος. Όχι, ναι, το σινεμά δεν το άφησα ποτέ. Δεν υπάρχει αποχωρισμός, εκεί είναι, ξέρεις, σαν ένας εραστής με τον οποίο δεν χώρισες ποτέ και θεωρείς ότι κάποια στιγμή, ρε παιδί μου, θα ξανασυναντηθείς, δεν έγινε και τίποτα, γιατί δεν χώρισες άσχημα, δεν έχεις να θυμάσαι τίποτα άσχημο από αυτόν. Μόνο όμορφα πράγματα, ακόμα και τα άσχημα, όμορφα ήτανε. Ακόμα και τα αρνητικά, θετικά ήτανε. Δηλαδή σφυρηλάτησα κι εγώ ένα χαρακτήρα, σφυρηλάτησα κι εγώ μια προσωπικότητα. Διεύρυνα κι εγώ τους ορίζοντές μου. Έμαθα να αποκτάω αυτό που λέμε «κινηματογραφική ματιά». Η θητεία μου στον κινηματογράφο με βοήθησε πάρα πολύ στο ραδιόφωνο. Να μην κουραστώ καθόλου να κάνω εκπομπές που να ‘χουνε μέσα ρυθμό, που να γεννάνε εικόνες. Όλα αυτά με είχανε ποτίσει. Ήμουνα ένα κορίτσι, σου λέω, που δεν ήξερε τίποτα. Και μεγάλωσα ουσιαστικά. Καμιά φορά με ρωτάνε: «Πού γεννήθηκες;». Kαι λέω: «Στη Θεσσαλονίκη στα 18 μου και μεγάλωσα στον κινηματογράφο». Είναι αυτό. Αυτή είναι η αίσθηση ότι μεγάλωσα στον κινηματογράφο. Ό,τι διαμόρφωσα από χαρακτήρα και από άποψη και αντίληψη για τη ζωή, για τους ανθρώπους, για τα πάντα, διαμορφώθηκε εκεί. Από τα 22 μου, 23. Ναι.

Ε.Π.:

Σ ’ευχαριστώ πάρα πολύ.

Μ.Κ.:

Εγώ σ ’ευχαριστώ!

Ε.Π.:

Αν δεν έχεις κάτι άλλο να προσθέσεις.

Μ.Κ.:

Νομίζω όχι, αρκετά, αρκετά κουράσαμε τους πάντες. Φτάνει.

Ε.Π.:

Σ ‘ευχαριστώ, λοιπόν, πολύ.

Μ.Κ.:

Να ‘σαι καλά. Εγώ σ’ ευχαριστώ!