«Μια σακούλα χώμα» από την Ίμβρο
Ενότητα 1
Παιδικά χρόνια στην Ίμβρο και μετάβαση στην Ελλάδα
00:00:00 - 00:10:14
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θα θέλατε να μας πείτε το όνομά σας; Ναι, ονομάζομαι Γιώργος Βογιατζής. Είναι Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου του 2021, είμαι με τον κύριο Γιώργο, …αι οι δύο, προσαρμοστήκαμε γρήγορα, ο αδερφός μου ακόμα πιο γρήγορα, ήταν πολύ πιο μικρός από μένα τότε, κι όλα πήγαν καλά, όλα πήγαν καλά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η επίσκεψη στην Ίμβρο μετά από χρόνια
00:10:14 - 00:15:59
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θυμάστε εκείνο το ταξίδι; Θα μπορούσατε να μου περιγράψετε το ταξίδι από τη Κωνσταντινούπολη, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, που ξεκινήσατε για την …με ήταν πολύ καλός άνθρωπος, πολύ καλός φίλος μας». Έτσι λοιπόν ήταν μια αποκάλυψη αυτή η επάνοδος, η επανασύνδεση. Δεν ξέρω αν είπα πολλά…
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Σχολικά χρόνια στην Ελλάδα
00:15:59 - 00:21:10
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Όχι είσαστε... τα λέτε πολύ όμορφα και με ταξιδεύετε υπερβολικά πολύ, δηλαδή φτιάχνω πολλές εικόνες. Έρχεστε στην Ελλάδα και πάτε στη Θεσσα…έμα σχετικό λοιπόν για την κατάκτηση της Θράκης από τους Οθωμανούς και τις πρώτες δημογραφικές αλλαγές, έτσι, τις επιπτώσεις των πληθυσμών.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Τα χρόνια στο Ζωγράφειο - Χούντα
00:21:10 - 00:27:41
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, θα σας γυρίσω για άλλη μία φορά λίγο πιο πίσω, μου είπατε ότι πηγαίνατε στο Ζωγράφειο της Κωνσταντινούπολης… Ναι, για ενάμιση χρόν…ν μέχρι τότε το ξεπερνούσε και έβγαινε έξω από τα σύνορα, το μάθαινε όλος ο κόσμος, κι εμείς στην Κωνσταντινούπολη και όλος ο κόσμος, έτσι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Το διδακτορικό στη Βιέννη
00:27:41 - 00:30:15
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μάλιστα, όμορφα… Τελειώνετε τις σπουδές σας. Διοριστήκατε αμέσως; Όχι, μεσολάβησε το χρονικό διάστημα που έκανα το διδακτορικό. Το διδακτο…εμπειρίες. Η Βιέννη ήταν πάρα πολύ ωραία εμπειρία. Και όταν τελείωσα, αμέσως μετά διορίστηκα στην Ξάνθη, στην όμορφη πόλη εδώ και παραμένω.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Διορισμός και μειονοτική εκπαίδευση
00:30:15 - 00:35:30
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Διοριστήκατε κατευθείαν στο σχολείο που διδάσκεται τώρα; Όχι, την πρώτη χρονιά ήμουν στο μειονοτικό, γυμνάσιο-λύκειο και εκεί ξεκίνησε αυτ…ία και σε τέτοιους ανθρώπους να ανακαλύψουν τον καλό και τον δυνατό εαυτό τους, που αν δεν υπήρχε αυτό το σύστημα δεν θα γινόταν, πιστεύω.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Εθελοντική δράση
00:35:30 - 00:43:58
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Όμορφα. Κάνετε ένα έργο πολλά χρόνια τώρα, τα πηγάδια… Ναι. Πώς ξεκίνησε, πότε ξεκίνησε; Γιατί το θυμάμαι σαν μαθητή σας και από την πρ…Εννοείται! Σας ευχαριστώ πάρα μα πάρα πολύ! Να είσαι καλά, Βενιαμίν! Εύχομαι καλή επιτυχία σε όλους σας σε όλο το πρόγραμμα. Ευχαριστούμε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]
Θα θέλατε να μας πείτε το όνομά σας;
Ναι, ονομάζομαι Γιώργος Βογιατζής.
Είναι Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου του 2021, είμαι με τον κύριο Γιώργο, βρισκόμαστε στην Ξάνθη, εγώ ονομάζομαι Κόντε Βενιαμίν και είμαι ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε… Κύριε Γιώργο, πού γεννηθήκατε;
Γεννήθηκα στην Ίμβρο, στην Τουρκία.
Πώς ήταν τα παιδικά χρόνια στο νησί;
Στην αρχή ανέμελα, μετά, όταν έφτασα σε ηλικία σχολείου, αντιμετώπισα το μεγάλο το πρόβλημα που είχαμε εκεί, γιατί τα ελληνικά σχολεία είχαν κλείσει με απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης λίγο πριν ξεκινήσω εγώ το δημοτικό, οπότε έπρεπε να κάνουμε, εμείς όχι βέβαια, οι γονείς μας, την επιλογή να μείνουμε εκεί ή να πάμε κάπου αλλού για να πάμε σε ελληνικό σχολείο. Εμείς ήμασταν από αυτούς που προτιμήσαμε, οι γονείς, να μείνουμε εκεί, και τα ελληνικά τα διδασκόμουν στο σπίτι. Ήταν απαγορευμένο και αυτό από τη τουρκική διοίκηση, με μεγάλο κίνδυνο των δασκάλων και δικό μας κάναμε τα μαθήματα στο σπίτι. Το τουρκικό δημοτικό το παρακολούθησα κανονικά, εκεί έμαθα και τα τουρκικά, γιατί προηγουμένως δεν τα γνώριζα, έτσι; Μητρική γλώσσα και ομιλούμενη γλώσσα στο σπίτι ήταν τα ελληνικά και μόνο.
Στο χωριό πώς ήταν η ζωή; Θα μπορούσατε να μου περιγράψετε τι έχετε να θυμάστε, ας πούμε, από το χωριό από την Ίμβρο, από το νησί μάλλον;
Ναι. Μου πήρε λίγο χρόνο να καταλάβω τι γίνεται, γιατί έβλεπα ανθρώπους σαν κι εμένα και ανθρώπους που ήταν διαφορετικοί από μένα. Έμαθα από τους γονείς μου ότι αυτοί είναι Τούρκοι, ότι έχουν μια άλλη θρησκεία, ότι προσεύχονται διαφορετικά από εμάς και ότι κατά κάποιον τρόπο αυτοί είναι οι κυρίαρχοι, οι δυνατοί, και εμείς είμαστε μειονότητα κι ότι έπρεπε να προσαρμοστούμε σε αυτό, να προσέχουμε, να μην προκαλούμε. Σε γενικές γραμμές είχαμε πολύ καλές σχέσεις με τους γείτονές μας, με όλους τους γείτονες, και με τους Έλληνες και με τους Τούρκους. Αλώστε οι Τούρκοι εκεί ήταν πολύ καινούργιοι, οι πρώτοι Τούρκοι πρέπει να ήρθαν τη δεκαετία του ‘50, εγώ γεννήθηκα την επόμενη δεκαετία. Στην αρχή ήταν μόνο δημόσιοι υπάλληλοι και οι στρατιώτες, μετά με την πολιτική της Τουρκίας μεταφέρθηκαν πολλοί έποικοι και από την ανατολική Τουρκία, πολλοί είναι Κούρδοι στην καταγωγή, και από τον Πόντο, ένα μεγάλο μέρος από αυτούς είναι ποντιόφωνοι-ελληνόφωνοι. Κι αυτό ήτανε άλλο ένα μυστήριο που δεν καταλάβαινα τότε, πώς μπορούσαν να είναι και Τούρκοι και μουσουλμάνοι, αλλά να μιλούν μια γλώσσα που ήταν πολύ κοντά στη δική μου. Επίσης έφεραν και Τούρκους από τη Βουλγαρία, προσπάθησαν έτσι να εποικήσουν το νησί, έκαναν κάποια πράγματα για να κάνουν τη ζωή μας δύσκολη, δηλαδή έγιναν απαλλοτριώσεις των περισσοτέρων και των πιο εύφορων χωραφιών, ελαιώνων και τα λοιπά. Δημιουργήθηκε και μία αγροτική φυλακή, έτσι; Οι κρατούμενοι ήταν βαρυποινίτες, που όμως είχαν το δικαίωμα να εργάζονται όλη την ημέρα έξω από τη φυλακή και μετά να επιστρέφουν στη φυλακή. Αυτό τρομοκράτησε πάρα πολύ τον πληθυσμό και όλοι πιστεύουν ότι αυτό ήταν και το κίνητρο για να δημιουργηθούν αυτές οι φυλακές, και άλλη μια απόδειξη είναι, όταν πια αραίωσε πολύ ο ελληνικός πληθυσμός της Ίμβρου, οι Τούρκοι, επήλυδες έτσι, νεοφερμένοι, απαίτησαν από την κυβέρνηση να φύγει η φυλακή και αυτό έγινε, δεν υπάρχει πια... έχει επιτελέσει την αποστολή της.
Οπότε στην ουσία η ελληνική κοινότητα του νησιού εκδιώχθηκε από την τουρκική πολιτική, αν μπορούμε να πούμε;
Ναι, ναι. Πολλές φορές με έμμεσο τρόπο, δεν μας είπαν «να φύγετε», αλλά όταν έκλεισαν τα σχολεία, στέρησαν από τους περισσοτέρους κάτοικους τα χωράφια, τους ελαιώνες, όλο το βιοπορισμό τους, ας πούμε, τότε ήταν και μονόδρομος…
Το 1963 η τουρκική κυβέρνηση, νομίζω, με πρόεδρο τον Ισμέτ Ινονού, έθεσε σε σχέδιο την εφαρμογή της διάλυσης της ελληνικής κοινότητας στην Κωνσταντινούπολη.
Ναι, αυτό κάλυπτε και εμάς, μας αφορούσε και εμάς, έτσ[00:05:00]ι ακριβώς λέγεται αυτό το σχέδιο.
Επηρεαστήκατε; Προφανώς, απ’ ό,τι μου λέτε την πολιτική, αλλά, όντας ελληνική μειονότητα, μία εθνική μειονότητα, το ελληνικό κράτος έκανε πράγματα ώστε να βοηθήσει τους εκεί Έλληνες, όντας εθνική μειονότητα;
Πολύ λίγα. Πολύ λίγα. Κάποια στιγμή απ’ ότι ξέρω προσφέρθηκε η ελληνική κυβέρνηση να μας παραχωρήσει κάποιον τόπο στην Ελλάδα για μετεγκατάσταση. Αλλά αυτό δεν έγινε δεκτό, ίσως επειδή παράλληλα υπήρχε και... έτσι η σιγουριά ότι είμαστε ακόμα πλειοψηφία στο νησί. Η απροθυμία να εγκαταλείψεις τον τόπο σου. Κι επίσης τότε όλοι έλπιζαν σε καλύτερες μέρες… Ίσως αυτό να έπαιξε ρόλο. Κάποιοι βέβαια δεν είχαν και ιδιαίτερο πρόβλημα με τις απαλλοτριώσεις, όσοι έκαναν αστικά επαγγέλματα, και εγώ έτυχε να είμαι σε αυτό το περιβάλλον, δηλαδή δεν ήμασταν εξαρτημένοι, η οικογένειά μας, από αγροτική παραγωγή και το νιώσαμε λιγότερο όλο αυτό. Αλλά και πάλι σιγά σιγά τα πράγματα χειροτέρευαν και ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου έλεγε ότι κάποια στιγμή θα φύγουμε, δεν μπορούμε να κάνουμε μακροπρόθεσμα σχέδια, έτσι; Όλα ήταν βραχυπρόθεσμα. Και για τη δουλειά του, έκανε μεταφορές, και για οτιδήποτε άλλο, για την επέκταση του σπιτιού μας και τα λοιπά όσο μεγάλωνε η οικογένεια, αυτά ήταν όλα στο πάγο, γιατί ήταν σίγουρος ότι θα φύγουμε, ότι εκεί πάει το πράγμα, οι εξελίξεις οδηγούν εκεί. Και η τελευταία σταγόνα ήταν η απόβαση στην Κύπρο το '74, οπότε πολλοί συμπολίτες μας Τούρκοι εκεί άρχισαν να μας βλέπουν με άλλο μάτι, να μας απειλούν κατά κάποιον τρόπο. Άλλοι πάλι έσπευσαν να μας βοηθήσουν, να μας καθησυχάσουν. Κάποιοι άνοιξαν τα σπίτια τους για να πάμε εκεί, για να μη φοβόμαστε. Αυτό πρέπει να το πω, τους χρωστάω χάρη ακόμα και τώρα. Αυτούς τους καλούς ανθρώπους, τους αληθινούς ανθρώπους. Κάποιοι άλλοι παρασύρθηκαν απ' όλο αυτό το κλίμα στην Κύπρο και γενικά το ανθελληνικό και φέρθηκαν με έναν τρόπο που μας έκαναν να αισθανόμαστε ακόμα πιο ανασφαλείς. Και τότε ο πατέρας μου είπε: «Τώρα είναι η ώρα». Και σε λίγες εβδομάδες είχαμε φύγει.
Πώς βιώσατε – βασικά αν θέλετε μου απαντάτε σε αυτή την ερώτηση.
Ναι.
Πώς βιώσατε αυτή τη μετάβαση από τον τόπο στον οποίο γεννηθήκατε σε μία άλλη χώρα, με άλλους κανόνες και με καινούργιο κόσμο...
Η μετάβαση για εμάς ήταν μια λύτρωση. Νιώσαμε ότι θα απαλλαγούμε από όλους τους φόβους και από όλη την απειλή που νιώθαμε ότι υπήρχε. Βέβαια δεν ήταν καθόλου εύκολη η μετάβαση, γιατί ως Τούρκοι υπήκοοι έπρεπε να πάρουμε βίζα από το ελληνικό Προξενείο στην Κωνσταντινούπολη, η πολιτική της Ελλάδας τότε ήταν μη δίνει βίζα στους Έλληνες της Ίμβρου και της Τενέδου, αλλά μόνο στους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, επομένως έπρεπε να βρούμε έναν άλλον τρόπο. Πολλοί συμπατριώτες μας δοκίμασαν τα ελληνικά προξενεία στην Βουλγαρία, στην τότε Γιουγκοσλαβία, αλλά και εκεί τα προξενεία πήραν εντολή να μην δίνουν βίζα στους Ίμβριους και ο πατέρας μου έκανε έναν πιο μεγάλο κύκλο. Τελικά κατάφερε να πάρει βίζα από το Μπρίντιζι στην Ιταλία και να μπει στην Ελλάδα. Οπότε αναγκαστικά το ελληνικό προξενείο στην Κωνσταντινούπολη έδωσε βίζα και σε εμάς, στην υπόλοιπη οικογένεια, στη μητέρα μου, στον αδερφό μου και σε μένα, για να μπορέσουμε και εμείς να φτάσουμε στην Ελλάδα. Ήταν μια λύτρωση, θυμάμαι ότι, επειδή ταξιδεύαμε με τρένο, δε φαινόταν ακριβώς που ήταν τα σύνορα. Δεν είναι το ίδιο με τη γέφυρα, όταν ταξιδεύει κανείς οδικώς, και προσπαθούσαμε να δούμε μία σημαία, κάτι γραμμένο στα ελληνικά, για να βεβαιωθούμε ότι είμαστε στην Ελλάδα. Και σε κάποιο φυλάκιο διαβάσαμε: «Ελλάς χώρα ηρώων». Αυτό θα μου μείνει αξέχαστο. Και είπαμε, εντάξει τώρα είμαστε στην Ελλάδα, δεν φοβόμαστε πια τίποτα. Δεν ήταν εύκολο βέβαια από εκεί και πέρα, έπρεπε να προσαρμοστούμε, να είμαστε προσεκτικοί, κάποιοι μας αμφισβητούσαν, θεωρούσαν ότι ήρθαμε στην Ελλάδα και θα εκμεταλλευτούμε το ότι είμαστε κατά κάποιον τρόπο πρόσφυγες, για να ζητήσουμε περισσότερα δικαιώματα, απολαβές και τα λοιπά. Εντάξει, το ξεπ[00:10:00]εράσαμε κι αυτό. Οι γονείς μου δούλεψαν και οι δύο, προσαρμοστήκαμε γρήγορα, ο αδερφός μου ακόμα πιο γρήγορα, ήταν πολύ πιο μικρός από μένα τότε, κι όλα πήγαν καλά, όλα πήγαν καλά.
Θυμάστε εκείνο το ταξίδι; Θα μπορούσατε να μου περιγράψετε το ταξίδι από τη Κωνσταντινούπολη, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, που ξεκινήσατε για την Ελλάδα;
Ναι, ναι… Το ταξίδι το θυμάμαι, ταξιδέψαμε όπως είπα με τρένο, ήταν νύχτα και κάπου τα ξημερώματα περάσαμε τα σύνορα. Πριν περάσουμε βέβαια, οι υπάλληλοι μας ταλαιπώρησαν λίγο, οι Τούρκοι, γιατί θεώρησαν ότι είχαμε πολύ περισσότερες αποσκευές απ’ ό,τι δικαιολογούσε το τουριστικό μας διαβατήριο. Γιατί αυτή ήταν η πρόφαση, ότι πάμε για τουρισμό, πάμε σε δικούς μας ανθρώπους στην Ελλάδα για επίσκεψη… Αυτό είπαμε, αυτό έλεγαν τότε. Βέβαια είχαμε βρει μια δικαιολογία, ότι πηγαίνουμε την προίκα κάποιας κοπέλας από το συγγενικό περιβάλλον στη Θεσσαλονίκη, αυτό ήταν όμως απλά η πρόφαση, έτσι; Ουσιαστικά ήταν ένα μέρος από το νοικοκυριό μας, όσο μπορέσαμε να πάρουμε.
Θα σας γυρίσω λίγο πίσω πάλι στην Ίμβρο. Μου είπατε ότι η εκπαίδευση ήταν ξεκάθαρα τουρκική, δεν υπήρχαν τα ελληνικά σχολεία Απ' ό,τι καταλαβαίνω από αυτό, πάει να πει ότι γινόντουσαν τα μαθήματα από Τούρκους δασκάλους, στα τουρκικά. Πώς ήταν η αντιμετώπιση των δασκάλων απέναντι στα ελληνόπουλα;
Η αντιμετώπιση ήταν από καλή έως πάρα πολύ καλή. Ειδικά η δική μου δασκάλα ήταν και απόφοιτος της σχολής καλών τεχνών, είχε έναν άλλον αέρα και φέρθηκε πάρα πολύ καλά. Έτσι; Θυμάμαι ότι τα Χριστούγεννα, που συνήθως έπεφτε εργάσιμη μέρα για την Τουρκία, θυμάμαι ότι μας παρότρυνε να φύγουμε, να πάμε στην εκκλησία, να πάμε να γιορτάσουμε, χωρίς να πάρουμε απουσία, χωρίς να έχει κάποια επίπτωση αυτό. Ανταλλάσσαμε επισκέψεις με αυτούς τους ανθρώπους. Ήταν πάρα πολύ καλή. Και όταν ήρθε η ώρα να ξεχωρίσει τους άριστους της τάξης, παρ' όλο που τα ελληνόπουλα αντιπροσωπεύονταν σε ένα ποσοστό, στο ένα τρίτο ας πούμε, έτσι; Οι πέντε άριστοι, η σύνθεση ήταν δύο τουρκοπούλα, τρία ελληνόπουλα. Δεν έκανε κάτι να αλλάξει αυτό, ήταν πολύ αντικειμενική, πάντα! Όταν έκαναν θρησκευτικά, που εμείς δε συμμετείχαμε, αλλά όταν έφταναν στο χριστιανισμό, μας είπε αν θέλουμε να μείνουμε για να πούμε εμείς για τη θρησκεία μας. Είναι πράγματα τα οποία δεν τα ξεχνώ. Στο παιδικό το μυαλό έμειναν, επειδή με εντυπωσίασαν, αλλά μετά τα εκτίμησα κιόλας και διατηρούσα πάντα μια πολύ ωραία ανάμνηση, ένιωθα μια μεγάλη αγάπη και για την ίδια και για την οικογένειά της. Γι’ αυτό, όταν μετά από 29 χρόνια βρήκα το κουράγιο να γυρίσω στην Ίμβρο –στην Τουρκία πήγαινα γενικά αλλά στην Ίμβρο ήταν δύσκολο κι όσο περνούσε ο καιρός ακόμα πιο δύσκολο–, ο πρώτος άνθρωπος που θέλησα να δω αν είναι ακόμα εκεί ήταν η δασκάλα μου η Τουρκάλα. Δεν την συνάντησα τώρα, την συνάντησα όμως στο επόμενο ταξίδι, γιατί είχαν φύγει, είχαν πάρει μετάθεση, ήταν πλέον συνταξιούχοι, αλλά είχαν κρατήσει ένα εξοχικό που είχαν χτίσει στην Ίμβρο και με πολύ μεγάλη χαρά τους ξαναείδα αυτούς τους ανθρώπους. Αγκαλιαστήκαμε, συγκινηθήκαμε, θυμηθήκαμε τα παλιά κι είπα στην δασκάλα μου κάτι που ήθελα πάρα πολύ να της το πω ότι: «Νιώθω ότι έστω σε ένα μέρος ξεπλήρωσα το χρέος μου» γιατί και εγώ, όταν βρέθηκα στην Ξάνθη κι είχα παιδιά της εδώ μειονότητας, ένιωθα ότι τα καταλάβαινα περισσότερο από άλλους συναδέλφους, οι οποίοι δεν έφταιγαν βέβαια, απλά εγώ είχα μια άλλη εμπειρία. Τους μιλούσα στη γλώσσα τους όταν χρειαζόταν και ακόμα συμβαίνει αυτό, και της είπα ότι εγώ έκανα αυτό, θέλω να το ξέρετε, έτσι, ως κάτι ωραίο. Όχι για να περηφανευτώ, να παινευτώ. Ήξερα την δικιά της την καταγωγή, ότι ήταν από τη Γερμανίκια, το Καχραμανμαράς όπως το λένε στην Τουρκία. Δεν ήξερα την καταγωγή του συζύγου της και όταν βρεθήκαμε και μας έκαναν το τραπέζι και μας περιποιήθηκαν και ξανά και ξανά, κάποια στιγμή τον ρώτησα τον σύζυγό της, λέω: «Κι εσείς από το ίδιο μέρος κατάγεστε;» Και εισέπραξε μια απάντηση, κάτι που αν το άκουγα τότε στην Ίμβρο, δεν θα καταλάβαινα περί τίνος πρόκειται, αλ[00:15:00]λά τότε το κατάλαβα και εντυπωσιάστηκα πάρα, πάρα πολύ. Μου είπε: «Εγώ δεν είμαι από τη Μικρά Ασία, είμαι από τα Βαλκάνια, είμαι Πομάκος της Βουλγαρίας». Οπότε ήρθε και έκλεισε ένας κύκλος, εγώ έχω γνωρίσει τους Πομάκους στην Ξάνθη, ήξερα πλέον τι είναι, ποιοι είναι. Και αυτό ήταν σαν να έκλεινε ένας ολόκληρος κύκλος για μένα, ήταν πολύ ωραίο, ήταν οι μόνοι άνθρωποι, η δασκάλα μου και ο σύζυγός της που όταν φεύγαμε, σε εκείνο το ταξίδι που τους ξαναβρήκα μετά από τόσα χρόνια, ήταν οι μόνοι άνθρωποι που μου έδωσαν μία σακούλα με χώμα από το νησί και μου είπαν: «Αυτό είναι για το μνήμα, για τον τάφο του πατέρα σου. Τον οποίο δεν τον ξεχνάμε ήταν πολύ καλός άνθρωπος, πολύ καλός φίλος μας». Έτσι λοιπόν ήταν μια αποκάλυψη αυτή η επάνοδος, η επανασύνδεση. Δεν ξέρω αν είπα πολλά…
Όχι είσαστε... τα λέτε πολύ όμορφα και με ταξιδεύετε υπερβολικά πολύ, δηλαδή φτιάχνω πολλές εικόνες. Έρχεστε στην Ελλάδα και πάτε στη Θεσσαλονίκη σωστά;
Ναι.
Για σπουδές;
Ήμουνα δευτέρα γυμνασίου ακόμα. Για το σχολείο, για το γυμνάσιο, για το λύκειο. Και μετά συνειδητοποίησα τι ήθελα να κάνω και έκανα και τις σπουδές μου…
Πώς ήταν τα σχολικά χρόνια στην Ελλάδα, στη Θεσσαλονίκη, αντιμετωπίζατε ρατσισμό από τους Θεσσαλονικιούς;
Όχι ιδιαίτερο, όχι ιδιαίτερο, μια επιφυλακτικότητα ναι, στην αρχή, μέχρι να γνωριστούμε. Καμιά φορά μας έλεγαν Τούρκους… Εντάξει τώρα, άλλοι το έλεγαν λίγο, έτσι, χαριτολογώντας, άλλοι το εννοούσαν λίγο παραπάνω, αλλά ξεπεράστηκε αυτό. Ίσα ίσα που, καθώς περνούσε ο καιρός, γνώριζα συμμαθητές και διαπίστωνα πως οι περισσότεροι από αυτούς είχαν και αυτοί καταγωγή από την Ανατολική Θράκη, από την Μικρά Ασία, έμμεση καταγωγή, δεν ήταν πρόσφυγες πρώτης γενιάς όπως εγώ, αλλά οι παππούδες, οι οποίοι ζούσαν τότε βέβαια, γιατί μιλάμε για τη δεκαετία του '70, πολλοί ζούσαν, Μικρασιάτες, Ανατολικοθρακιώτες, Πόντιοι, βέβαια, ζούσαν. Και γνώρισα κιόλας κάποιους από αυτούς και χάρηκαν οι άνθρωποι, να μιλήσουμε και λίγο τούρκικα μαζί, γιατί όχι; Γιατί με τη γλώσσα δεν έχουμε κανένα πρόβλημα εμείς, δεν μας φταίει σε τίποτα, εννοείται… Οπότε άρχισα πια να το σχετικοποιώ ότι εγώ είμαι διαφορετικός. Όλοι είναι, η μεγάλη πλειονότητα στη Θεσσαλονίκη. «Πατρίδα προσφύγων». Οι πιο πολλοί είναι πρόσφυγες, έστω και μια φλέβα προσφυγική την έχουνε…
Τελειώνουν τα μαθητικά χρόνια και έρχεται η στιγμή να αποφασίσετε το τι θέλετε να σπουδάσετε…
Ναι…
Πώς θυμάστε εκείνη τη στιγμή; Πώς πήρατε την απόφαση να γίνετε…
Ναι, η απόφαση άρχισε σιγά σιγά να κυοφορείται, μπορούμε να πούμε, ήδη από το γυμνάσιο, όταν πήγαμε Θεσσαλονίκη, γιατί έτυχε στην Κωνσταντινούπολη –πήγα ενάμιση χρόνο στο Ζωγράφειο– να έχουμε έναν πολύ καλό φιλόλογο, ο οποίος έκανε άριστη δουλειά. Κι όταν πήγα στη Θεσσαλονίκη, τα φιλολογικά μαθήματα και ειδικά τα αρχαία ελληνικά ήταν τα μόνα μαθήματα στα οποία ένιωθα σιγουριά, καμιά φορά ένιωθα πως ήμουν και καλύτερος από τους συμμαθητές μου. Ίσως από εκεί να γεννήθηκε έτσι η πρώτη ιδέα. Σταδιακά αναπτύχθηκε ένα ενδιαφέρον για την ιστορία, για το Βυζάντιο, το οποίο βέβαια μας το παρουσίαζαν στο δημοτικό... η δασκάλα μου όσο καλός άνθρωπος και να ήταν ακολουθούσε το πρόγραμμα και τα βιβλία τα τουρκικά. «Το Βυζάντιο ήταν μία δύναμη ανέντιμων απατεώνων ανθρώπων, που το μόνο που έκαναν ήταν να ξεσηκώνουν την δυτική Ευρώπη κατά των καλών Οθωμανών», αυτή την εικόνα μας περνούσαν. Αυτό εμένα βέβαια με στεναχωρούσε, ένιωθα κι εγώ ότι είμαι ένας τέτοιος άνθρωπος όταν ήμουν μικρός: «Μήπως και εγώ, αφού είμαι ένας από αυτούς, απόγονος...» και τα λοιπά. Αυτά σιγά σιγά, θέλοντας να το ξεπεράσω και θέλοντας να δω τι είναι το Βυζάντιο στην πραγματικότητα, δεν το ήξερα, δεν το διδασκόμασταν, αναπτύχθηκε αυτό το ενδιαφέρον προς τα φιλολογικά και ιδιαίτερα προς την ιστορία του Βυζαντίου. Και, όταν ήρθε η ώρα μετά, αφού τελείωσα τη Φιλοσοφική, λίγο πριν την τελειώσω, που έκανα κάποιες συζητήσεις με καθηγητές μου στην[00:20:00] Θεσσαλονίκη, ιδιαίτερα με την Βασιλική Παπούλια, που ήταν καθηγήτρια Βαλκανικής Ιστορίας, μου έδωσε έτσι την ιδέα να αξιοποιήσω και τα τούρκικα που γνωρίζω και να κάνω ένα θέμα ως διδακτορική διατριβή, να επιλέξω ένα θέμα που να άπτεται και της Βυζαντινής και της Οθωμανικής Ιστορίας και μου λέει: «Για να δούμε πού τέμνονται αυτές οι δύο ιστορίες; Τέμνονται, ας πούμε, στην Θράκη». Οπότε η αγαπημένη μου Θράκη και η Ξάνθη, δεν έχω κάποια καταγωγή από δω, αλλά έτυχε να διοριστούν εδώ κάποιοι δάσκαλοι συγγενείς μου, ερχόμουν, έκανα φίλους και αποφάσισα ότι μάλλον εκεί θα μείνω όλη μου τη ζωή, γιατί μου άρεσε πολύ ο τόπος και οι άνθρωποι, ήρθαν και έδεσαν όλα αυτά, η αγάπη για τη Θράκη, το ενδιαφέρον για το Βυζάντιο και η γνώση της τουρκικής γλώσσας, και έτσι επέλεξα ένα θέμα σχετικό λοιπόν για την κατάκτηση της Θράκης από τους Οθωμανούς και τις πρώτες δημογραφικές αλλαγές, έτσι, τις επιπτώσεις των πληθυσμών.
Λοιπόν, θα σας γυρίσω για άλλη μία φορά λίγο πιο πίσω, μου είπατε ότι πηγαίνατε στο Ζωγράφειο της Κωνσταντινούπολης…
Ναι, για ενάμιση χρόνο.
Πώς ήταν αυτός ο ενάμισης χρόνος;
Ήταν πολύ διαφορετικός από ότι το τουρκικό δημοτικό της Ίμβρου από κάθε άποψη. Ήμασταν στην Ίμβρο μια επαρχιακή μειονότητα, είχαμε τα σχολεία μας τα ελληνικά, τα οποία έκλεισαν βέβαια, όπως είπαμε, αλλά γενικά ήταν όλα μια μικρογραφία αυτών που είδα στην Κωνσταντινούπολη. Στην Κωνσταντινούπολη το Ζωγράφειο, ένα σχολείο με ιστορία δεκαετιών, ένα εντυπωσιακότατο κτίριο. Θυμάμαι κάποια στιγμή στην Κωνσταντινούπολη βρέθηκαν οι μαθητές μου της μουσουλμανικής μειονότητας εδώ και τους είπα: «Παιδιά, να σας δείξω το σχολείο που πρόλαβα και ήρθα για λίγο» και δεν το πίστευαν. Γιατί και τα παιδιά εδώ στην Ξάνθη, στη Θράκη, είναι μια επαρχιακή μειονότητα – δεν μου αρέσει η λέξη μειονότητα, τη χρησιμοποιώ έτσι πολύ συγκαταβατικά. Και πολλά παιδιά είχαν τον αέρα του αστού, τα παιδιά της Κωνσταντινούπολης, μας έβλεπαν σαν χωριατοπούλα εμάς, αλλά και πάλι θα αναφερθώ σε αυτόν τον καλό φιλόλογο που είχα, ο οποίος από την πρώτη στιγμή είπε: «Οι Ίμβριοι είναι οι καλύτεροι μαθητές μου. Ποιοι είστε εδώ Ίμβριοι;» Σηκώσαμε το χέρι μας δύο παιδιά. Και είπε: «Δεν θέλω να ντροπιάσετε τους προηγούμενους Ίμβριους, θα αγωνιστείτε!» Έτσι; Ήταν ένα πολύ διαφορετικό και το ότι κάναμε μαθήματα και στα ελληνικά και στα τούρκικα, όπως γίνεται αντίστοιχα και στα μειονοτικά σχολεία εδώ στη Θράκη. Και αυτό ήταν κάτι πρωτόγνωρο, δηλαδή μπορούσα και έγγραφα και μιλούσα χωρίς πια να φοβάμαι, γιατί στο δημοτικό ήταν απαγορευμένο ακόμα και μεταξύ μας να μιλάμε ελληνικά. Κι έπρεπε και αυτό δυστυχώς η καλή μου δασκάλα να το εφαρμόσει. Βρέθηκε στην άχαρη θέση να το εφαρμόσει, καμιά φορά ήταν, προσποιούταν μάλλον, απ ό,τι σκέφτομαι τώρα, ότι ήταν πολύ αυστηρή και σε αυτό το θέμα, έτσι; Ήταν λοιπόν μια ωραία εμπειρία, διαφορετική.
Σας έχει… θυμάστε μάλλον αν σας έχει τύχει όσο ήσασταν στην Ίμβρο ή στην Κωνσταντινούπολη κάποιο έτσι ακραίο σκηνικό, ενός ακραίου ανθρώπου, ας πούμε, να σας φέρει σε δύσκολη θέση εξαιτίας της καταγωγή σας;
Όταν έρχονταν στην Ίμβρο κάποιοι Τούρκοι και ζούσαν τις πρώτες μέρες, τους πρώτους μήνες τους, αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν ξαναέρθει σε επαφή με αυτό που λέμε «το διαφορετικό» και μας αντιμετώπιζαν με πολλή έτσι επιφύλαξη. Καμιά φορά ορισμένοι από αυτούς ήταν και επικριτικοί, ας πούμε: «Γιατί δεν ακολουθείτε εμάς; Γιατί δε γίνεστε σαν κι εμάς και επιμένετε να είστε διαφορετικοί;» έτσι; Θυμάμαι που έρχονταν σε δύσκολη θέση και οι γονείς μου να τα χειριστούν αυτά τα θέματα, γιατί όταν έχεις να κάνεις με ένα μικρό παιδί που λέει: «Γιατί αυτός είπε αυτό;» ή… Δεν ήθελαν ούτε να μας αφήσουν στην άγνοια ούτε να μας φανατίσουν, έπρεπε να βρουν τη χρυσή τομή, να μας βοηθήσουν να καταλάβουμε τι ακριβώς συμβαίνει.
Μάλιστα… Το 1967 στην Ελλάδα παίρνουν την εξουσ[00:25:00]ία οι συνταγματάρχες με το πραξικόπημα.
Ναι…
Σας επηρέασε, τον εκεί πληθυσμό, αυτή η αλλαγή ενός ολόκληρου καθεστώτος;
Εγώ επηρεάστηκα ως εξής. Αφού η Ελλάδα ταυτιζόταν με αυτό το καθεστώς, για μένα η Ελλάδα ήταν το μακρινό όνειρο, δεν μπορούσα να καταλάβω πόσο, ήμουν και πολύ μικρός βέβαια τότε, ήμουν έξι χρονών, εφτά χρονών, δεν μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς γίνεται. Έτσι; Δηλαδή όταν άκουγα κάποιους μεγαλύτερους να ασκούν κριτική στους δικτάτορες, όταν ακούμε από το ραδιόφωνο αυτό που γινόταν στο Πολυτεχνείο, το θυμάμαι! Άκουγα τους θείους μου, οι οποίοι ήταν αριστερών αποκλίσεων, να λεν: «Είμαστε με τα παιδιά του Πολυτεχνείου». Και εγώ έλεγα: «Μα γιατί αυτοί είναι εναντίον της κυβέρνησης εκεί. Η κυβέρνηση της Ελλάδας, η ίδια η Ελλάδα δηλαδή». Για μένα ήταν το παν, πώς μπορούν αυτοί να ξεσηκώνονται εναντίον της ελληνικής κυβέρνησης, αυτό μου πήρε χρόνο βέβαια για να το καταλάβω. Αλλιώς δε νομίζω να μας επηρέασε έτσι, δεν άλλαξε κάτι, τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Το μόνο βέβαια που είναι πάρα πολύ γνωστό είναι ότι με υπαιτιότητα της δικτατορίας έγινε ό,τι έγινε στην Κύπρο, που η Τουρκία το εκμεταλλεύτηκε ως πρόφαση για να γίνει η εισβολή, που αυτό σημαίνει και το τέλος για τους περισσότερους Ίμβριους.
Θυμάστε… μου ‘πατε βασικά αυτό, την ημέρα του πολυτεχνείου-
Ναι…
Ότι ακούγατε ραδιόφωνο. Μπορείτε να μου περιγράψετε εκείνη την ημέρα;
Εκείνη την ημέρα ήμουν στην Κωνσταντινούπολη τότε, στο γυμνάσιο, ήταν η πρώτη χρονιά, και άκουγα τους μεγάλους που έλεγαν ότι κάτι γίνεται. Από το ραδιόφωνο να πω την αλήθεια ακριβώς δεν θυμάμαι τι άκουγα, άκουγα ότι κάτι γίνεται και πιο πολύ εστίαζα στα σχόλια των μεγάλων. Από τη μία ανησυχούσαν: «Τι θα γίνει; Πού θα πάει αυτό; Τι θα γίνει στην Ελλάδα;» Κι από την άλλη, όπως είπα, οι αριστεροί οι θείοι πανηγύριζαν, γιατί ήταν μια δυναμική αντίσταση αυτή, ήταν κάτι που ξεπερνούσε τα μέχρι τότε όρια, ό,τι είχε γίνει τέλος πάντων μέχρι τότε το ξεπερνούσε και έβγαινε έξω από τα σύνορα, το μάθαινε όλος ο κόσμος, κι εμείς στην Κωνσταντινούπολη και όλος ο κόσμος, έτσι.
Μάλιστα, όμορφα… Τελειώνετε τις σπουδές σας. Διοριστήκατε αμέσως;
Όχι, μεσολάβησε το χρονικό διάστημα που έκανα το διδακτορικό. Το διδακτορικό το έκανα στη Βιέννη. Μια πάρα, πάρα πολύ ωραία εμπειρία για μένα η Βιέννη, ως πόλη, οι άνθρωποι και είχα τη στήριξη του νυν πατριάρχη, του οικουμενικού πατριάρχη Βαρθολομαίου, δεν ήταν ακόμα Πατριάρχης τότε, αλλά υποστήριζε και υποστηρίζει πάντα τα παιδιά από την Ίμβρο, κι ένας λόγος παραπάνω που θα επρόκειτο να ασχοληθώ με Βυζαντινή Ιστορία, με Θράκη. Την Ίμβρο τι θεωρούμε κομμάτι της Θράκης, μαζί με τη Σαμοθράκη είναι νησιωτική Θράκη, μπορεί κάποιος να έχει αντίρρηση σε αυτό, έτσι όπως το τοποθετώ, αλλά συναισθηματικά τουλάχιστον έτσι το βλέπουμε. Ήταν πολύ ωραία εμπειρία, ήμουν σε δύο σχολές εκεί, αφού ήταν συνδυασμός. Δηλαδή ήμουν και στους βυζαντινολόγους και στους τουρκολόγος, τους οθωμανολόγους, παρακολούθησα μαθήματα οθωμανικής γλώσσας και γραφής έμαθα κάποια στοιχειώδη, έτσι; Είχα ένα μεράκι και γι’ αυτό και φυσικά πολλά μαθήματα με τους βυζαντινολόγος ενδιαφέροντα. Είχα την τύχη να προλάβω τον μεγάλο βυζαντινολόγο τον Αυστριακό τον Χούνγκερ, δίπλα στον οποίο έκανα την διατριβή μου, και τελείωσαν όλα πάρα πολύ όμορφα. Και παράλληλα, επειδή για να συμπληρώνω την υποτροφία μου δίδασκα ελληνικά σε Αυστριακούς, σε κέντρο λαϊκής επιμόρφωσης θα μπορούσα να τα πω, ήταν ενήλικοι άνθρωποι που έρχονται στην Ελλάδα για διακοπές και ήθελαν να μάθουν και λίγα ελληνικά, ήταν πολύ ωραία εμπειρία, γιατί γνώρισα από κοντά πολλούς ανθρώπους πέρα από το φοιτητικό περιβάλλον, οι οποίοι έδειχναν την αγάπη και την ευγνωμοσύνη τους για μένα με κάθε τρόπο, αλλά είχαν και μια υπερβολική ελληνομανία. Δηλαδή όταν βγαίναμε ήθελαν να με πηγαίνουν πάντα σε ελληνικά εστιατόρια της Βιέννης και έτσι κινδύνεψα να γυρίσω στην Ελλάδα χωρίς να δοκιμάσω αυστριακές λιχουδιές. Υπερβάλλω τώρ[00:30:00]α, ναι. Ήταν πολύ ωραίες εμπειρίες. Η Βιέννη ήταν πάρα πολύ ωραία εμπειρία. Και όταν τελείωσα, αμέσως μετά διορίστηκα στην Ξάνθη, στην όμορφη πόλη εδώ και παραμένω.
Διοριστήκατε κατευθείαν στο σχολείο που διδάσκεται τώρα;
Όχι, την πρώτη χρονιά ήμουν στο μειονοτικό, γυμνάσιο-λύκειο και εκεί ξεκίνησε αυτό που είπα και στην Τουρκάλα τη δασκάλα μου, ότι έπρεπε το χρέος που είχα... έτσι; Όχι ότι θα έκανα κάτι διαφορετικό, αλλά ήταν ένας λόγος παραπάνω να πλησιάσω τα παιδιά, γίναμε πάρα πολλοί καλοί φίλοι, ήμασταν και πολύ κοντά στην ηλικία. Ειδικά με τα παιδιά του λυκείου μας χώριζαν 9-10 χρόνια ας πούμε μόνο, πήγα και πενταήμερη εκδρομή μαζί τους στην Κέρκυρα, 3 μαθητές και εγώ, αυτή ήταν όλη η εκδρομή. Τότε το σχολείο είχε πολύ λίγα παιδιά, γιατί η πολιτική της τότε κυβέρνησης ήταν να μην έχει πολλά παιδιά αυτό το σχολείο, οπότε ήταν πολύ μικρό. Τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει, πηγαίνει όποιος θέλει, είναι πάρα πολλά τα παιδιά, δε χωράνε πια εκεί, ναι. Και μετά ήμουν 11 χρόνια στο τότε Τεχνικό Λύκειο, 2ο Τεχνικό Λύκειο, και από το '99 είμαι στο 2ο Γενικό Λύκειο.
Πώς... Έρχεστε στην Ξάνθη, κατευθείαν διορίζεστε σ' ένα μειονοτικό σχολείο...
Ναι…
Αρχικά, πώς σας φαίνεται ή φαινόταν τότε η μειονοτική εκπαίδευση; Και το δεύτερο ερώτημα που θέλω να σας θέσω, πώς το διαχειριστήκατε αυτό εσείς, το γεγονός ότι έπρεπε να διδάξετε σ' ένα μειονοτικό σχολείο;
Ναι, να ξεκινήσω απ’ το δεύτερο. Δεν ήταν δύσκολο, δεν ήταν δύσκολο, γιατί τα παιδιά ήταν πολύ ευγενικά, και γενικά τα παιδιά της μειονότητας είναι πάρα πολύ ευγενικά, αυτό έχουμε όλοι να το λέμε, κι εμείς οι τουρκομερίτες και οι μη τουρκομερίτες. Υπάκουα μες στην τάξη, πολύ σεβασμό, πάρα πολύ σεβασμό, δεν ήταν δύσκολο. Βέβαια έβλεπα, όπως και μετά, αργότερα, όπως σ' όλα τα σχολεία που βρέθηκα και είμαι, υπάρχουν παιδιά από την μειονότητα και είναι πολύ λυπηρό ότι, αντί να μιλούν καλύτερα ελληνικά με την πάροδο του χρόνου, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, είναι πολύ φτωχή η γλώσσα τους. Αυτό όμως θα μπορούσε να το εντάξουμε στο γενικότερο φαινόμενο, όλοι οι νέοι πια έχουν ένα θέμα έτσι με τη γλώσσα, ας μην το περιορίζουμε στον πλούτο του λεξιλογίου, γενικά έτσι η αίσθηση της γλώσσας που έχουν είναι διαφορετική. Και τα τελευταία χρόνια αυτό γίνεται πιο έντονο, ειδικά τα παιδιά τα μουσουλμανάκια που έρχονται από χωριά, δεν μιλούν καλά ελληνικά, δεν επαρκούν τα ελληνικά τους για να παρακολουθήσουν τα μαθήματα. Και δε γίνεται τίποτα γι’ αυτό μες στο σχολείο. Ενώ θα μπορούσε να γίνει κάτι ας πούμε με παράλληλη στήριξη, με ενισχυτική διδασκαλία, δεν ξέρω, έτσι με ειδικά προγράμματα. Έχουν γίνει κάποια πράγματα, έτσι, αλλά δεν κάλυψαν όλο τον κόσμο, όλα αυτά τα παιδιά. Δεν καλύπτονται όλα αυτά τα παιδιά. Θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου το υπουργείο να σκεφτεί κάτι πιο αποτελεσματικό και πιο γενικευμένο. Δηλαδή ακόμα και με παιδιά που έχουν την διάθεση να καθίσουν ένα διάλειμμα να πούμε κάτι, δε σώζει την κατάσταση, στο τέλος απογοητεύονται και δεν κάνουν ούτε αυτό. Αυτό, το θέμα της γλώσσας δηλαδή, όλα τα χρόνια και σε όλα τα σχόλια που βρέθηκα. Όχι για όλα τα παιδιά όμως, γιατί συνάντησα και ακριβώς το αντίθετο, μουσουλμανόπαιδες που ήξεραν άριστα τα ελληνικά, αξιέπαινα ελληνικά, έτσι; Χάρηκα πάρα πολύ όταν έγινε πιο εύκολη πρόσβαση στα πανεπιστήμια, έτσι; Στενοχωρέθηκα που δεν το κατάλαβαν αυτό όλοι, κάποιοι έλεγαν ας πούμε ότι «εγώ πρέπει να ξοδευτώ για να περάσει το παιδί μου με δύσκολες εξετάσεις και ο μουσουλμάνος θα περάσει εύκολα» και τα λοιπά. Δεν νομίζω ότι πρέπει να το βλέπουμε έτσι. Είναι μια ευκαιρία για τα παιδιά της μειονότητας να προχωρήσουν, να γνωρίσουν και την άλλη Ελλάδα, γιατί η Ελλάδα δεν είναι μόνο η Θράκη, έτσι; Να δουν κι άλλα πράγματα κι άλλους ανθρώπους, να ανοίξουν οι ορίζοντες και επίσης είναι και μια κατηγορία, εντάξει δεν είναι πάρα πολλά αυτά τα παιδιά, αλλά είναι τα πιο αξιέπαινα, είναι τα παιδιά τα οποία πέρασαν έτσι, ναι, αυτό ας πούμε το εύκολο σύστημα, δεν είχαν τις βάσεις για να προχωρήσουν, αλλά πείσ[00:35:00]μωσαν, ξεπέρασαν τον εαυτό τους, και όταν το λέω αυτό έτσι κυριολεκτώ, ξεπέρασαν τον εαυτό τους και κατάφεραν να πάρουν πτυχία από απαιτητικές σχολές. Δηλαδή μέτριοι μαθητές στο λύκειο κατάφεραν να τελειώσουν την ιατρική, τους βγάζουμε το καπέλο αυτούς. Δηλαδή δόθηκε η ευκαιρία και σε τέτοιους ανθρώπους να ανακαλύψουν τον καλό και τον δυνατό εαυτό τους, που αν δεν υπήρχε αυτό το σύστημα δεν θα γινόταν, πιστεύω.
Όμορφα. Κάνετε ένα έργο πολλά χρόνια τώρα, τα πηγάδια…
Ναι.
Πώς ξεκίνησε, πότε ξεκίνησε; Γιατί το θυμάμαι σαν μαθητή σας και από την πρώτη στιγμή ήταν κάτι που με χαροποίησε ιδιαίτερα βασικά.
Ναι, ναι. Πώς ξεκίνησε; Η πρώτη ιδέα δεν ήταν τα πηγάδια. Η πρώτη ιδέα ήταν να στηρίξουμε κάποια παιδιά μέσα από τα προγράμματα της Action Αid. Η Action Aid κάνει κάτι πολύ έξυπνο, συνδέει τον άνθρωπο που θέλει να προσφέρει με το παιδί που είναι αποδέκτης της προσφοράς. Δεν είναι ακριβώς το παιδί, είναι η κοινότητα του παιδιού, το χωριό του παιδιού, αλλά υπάρχει αυτή η προσωπική σχέση, δηλαδή μία φωτογραφία, μια ενημέρωση για το παιδί, για το οικογενειακό περιβάλλον, την ηλικία του και τα λοιπά, τα ενδιαφέροντά του, δημιουργεί αυτή την προσωπική σχέση και γίνεται πιο εύκολο, έτσι, πιο ανθρώπινο όλο αυτό, το να υποστηρίξει κανείς. Αλλά καθώς περνούσαν τα χρόνια, τα χρήματα που συγκεντρώνονταν στο 2ο Λύκειο, το οποίο, δεν ξέρω, θα τολμήσω να πω ότι είναι ένα σχολείο που δεν με απογοήτευσε καθόλου σε αυτό τον τομέα, δηλαδή τόσα χρόνια, από το 2003 που ξεκινήσαμε με την Action Aid μέχρι και τώρα, προσφέρει. Προσφέρουν οι μαθητές από το χαρτζιλίκι τους, προσφέρουν οι συνάδελφοι προσφέρουν οι πάντες, ακόμα και οι παλιοί μαθητές του σχολείου, το λες κι εσύ τώρα, Βενιαμίν, παλιοί συνάδελφοι που συνταξιοδοτήθηκαν ή βρέθηκαν σε άλλα σχολεία μάς θυμούνται, μας υποστηρίζουν, ενδιαφέρονται να μάθουν. Κάθε χρόνο λοιπόν τα χρήματα που συγκεντρώνονται για την Action Aid τελικά ήταν πολύ περισσότερο από τον στόχο μας, οπότε, λέγαμε, πού αλλού να στείλουμε; Και στέλνουμε σε διάφορες έτσι φιλανθρωπικές οργανώσεις, στους Γιατρούς χωρίς σύνορα, στο Χαμόγελο του παιδιού και τα λοιπά. Κάποια στιγμή όμως, μέσα από τα προσωπικά μας έτσι ενδιαφέροντα, μου έκανε εντύπωση και έψαξα την ορθόδοξη ιεραποστολή και κυρίως στον χώρο της Αφρικής. Ανακάλυψα με μεγάλη έκπληξη ότι η προσέγγιση των Αφρικανών προς την ορθοδοξία είναι κάτι καταπληκτικό, είναι κάτι πολύ διαφορετικό από ό,τι η προσέγγισή τους προς τους καθολικούς, τους προτεστάντες και τα λοιπά. Γιατί; Γιατί τον καθολικισμό και τον προτεσταντισμό οι Αφρικανοί τον συνδέουν αναπόφευκτα με την αποικιοκρατία, με την εκμετάλλευση, που πολλές φορές έχει φτάσει και στα άκρα, έτσι; Πάρα πολλά θύματα, άνθρωποι που έχαναν τη ζωή τους, που ακρωτηριάζονταν, χώρες ολόκληρες που έχαναν τον πλούτο τους. Έτσι, για να χορτάσει η ματαιοδοξία του δυτικού κόσμου. Όταν ο Αφρικανός καταλάβει ότι η ορθόδοξη εκκλησία αντιπροσωπεύει κάτι γνωστό, τον Χριστό, τη χριστιανική θρησκεία, αλλά δεν αντιπροσωπεύει καθόλου, δεν έχει καμία σύνδεση, με την αποικιοκρατία και με όλο αυτό το σκηνικό της αποικιοκρατίας, ενδιαφέρονται, και πολλοί ακολουθούν κιόλας. Ίσως να παίζει ρόλο και το ότι το εκκλησιαστικό κέντρο είναι πάλι στην Αφρική, είναι η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Είναι από τα παλιά, τα παλαίφωτα, τα πρεσβυγενή πατριαρχεία η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, που σημαίνει για εμάς πάρα πολλά, τους Έλληνες βέβαια. Λοιπόν ένα πατριαρχείο που δεν είναι ούτε καθολική εκκλησία, ούτε προτεσταντική έχει και το κέντρο του, το διοικητικό του κέντρο, στην Αφρική, όλο αυτό κάνει τους Αφρικανούς να προσεγγίζουν πολύ θετικά. Βέβαια στην Αφρική ούτε το 1% του πληθυσμού δεν είναι ορθόδοξοι και θα τολμούσα να πω ότι γίνονται τα πρώτα βήματα σε αυτή την κατεύθυνση, αλλά στα πλαίσια αυτών των πρώτων βιωμάτων γίνεται κι ένα μεγάλο φιλανθρωπικό, κοινωνικό, εκπαιδευτικό έργο. Οπότε ψάχνοντα[00:40:00]ς είδα ότι στην Τανζανία ένας μητροπολίτης εκεί, ο Δημήτριος, ο οποίος κατάγεται από την Βόρεια Ελλάδα, από το Σοφό της Θεσσαλονίκης, μεταξύ άλλων ασχολείται πάρα πολύ με την διάνοιξη πηγαδιών καθαρού πόσιμου νερού σε μια χώρα που, όπως πολλές χώρες της υποσαχάριας Αφρικής, δεν έχει δίκτυο ύδρευσης, έχει ελάχιστο, έχει ένα κλίμα που απαιτεί την... ακόμα περισσότερο και απ' οπουδήποτε αλλού ίσως, το να υπάρχει νερό. Βέβαια, και το πολύ γοητευτικό στοιχείο είναι ότι από όλο αυτό το πρόγραμμα, πέρα από τα νοσοκομεία και τα σχολεία και τα λοιπά και τους ναούς βέβαια που χτίζει αυτός ο άνθρωπος, όπως και πολλοί άλλοι επίσκοποι ορθόδοξοι σε όλη την Αφρική, υπάρχει και αυτό το πρόγραμμα με τα πηγάδια, δηλαδή πηγάδια για πόσιμο νερό, αλλά χωρίς να υπάρχει καμιά προϋπόθεση για όλα αυτά θρησκευτικής πίστης. Δηλαδή δεν είναι κανείς στην Τανζανία υποχρεωμένος να βαφτιστεί ορθόδοξος, ούτε καν να είναι χριστιανός οποιουδήποτε άλλου δόγματος, για να επωφεληθεί από ένα πηγάδι που διανοίγεται στον τόπο του και να έχει καθαρό πόσιμο νερό. Όλοι επωφελούνται και από τα πηγάδια και από τα νοσοκομεία και τα λοιπά. Όλα αυτά εμένα με εντυπωσίασαν, με γοήτευσαν και είπα ότι ίσως θα μπορούσαμε κι εμείς κάτι να κάνουμε, οπότε ενημερωθήκαμε περισσότερο, μάθαμε ότι το κόστος ενός πηγαδιού, απλού πηγαδιού, μιας πολύ απλής γεώτρησης, είναι 1500€ και ξεκινήσαμε το 2008 την προσπάθεια στο 2ο Γενικό Λύκειο Ξάνθης και μέχρι τώρα καταφέραμε να καλύψουμε τα έξοδα για 20 τέτοια πηγάδια. Υπολογίζεται ότι καθαρό νερό από ένα πηγάδι πίνουν 3000 άνθρωποι. Αν το πολλαπλασιάσουμε τώρα με το 20... Ο ίδιος ο Μητροπολίτης ο Δημήτριος πάντα μας στέλνει τις ευχές και τις ευλογίες του. Σε ένα από τα τελευταία μηνύματα, όταν ανοίξαμε το 19ο, το 20ό το πηγάδι, μας έγραψε: «Παιδιά, αυτή τη στιγμή πίνουν νερό στην υγειά σας, τόσοι άνθρωποι όσοι είστε εσείς οι Ξανθιώτες, όσο είναι ο πληθυσμός της πόλης σας». Ήταν πολύ ωραίο, πολύ ωραία εμπειρία για τα παιδιά και έχει γίνει κάτι εμβληματικό για το σχολείο μας αυτό. Δηλαδή συναντώ παλιούς μαθητές και συνάδελφους και με ρωτάνε: «Σε ποιο νούμερο είμαστε τώρα; Όταν φύγαμε εμείς από το σχολείο, ήμασταν στο 12, ανοίξαμε κι άλλα πηγάδια;». «Ανοίξαμε;» ακόμα το πρώτο πληθυντικό, όλοι μαζί, και έτσι πρέπει να το αισθανόμαστε, είναι πάρα πολύ ωραίο. Περνάω το μήνυμα, λέω ξεκάθαρα κι απ’ την αρχή και στα παιδιά τα μουσουλμανάκια ότι θα πάνε σε έναν δεσπότη τα λεφτά, αλλά αυτός κάνει αυτό το έργο και το κάνει για όλους, ακόμα και για μουσουλμάνους της Τανζανίας, οπότε δίνουμε κι ένα μήνυμα ότι άντε, να ξεπεράσουμε λίγο τις διαχωριστικές γραμμές –και γιατί να υπάρχουν άλλωστε αυτές οι γραμμές;– και να προχωρήσουμε η κοινωνία. Πιστεύω ότι όλο αυτό μάς δίνει χαρά.
Εννοείται! Σας ευχαριστώ πάρα μα πάρα πολύ!
Να είσαι καλά, Βενιαμίν! Εύχομαι καλή επιτυχία σε όλους σας σε όλο το πρόγραμμα.
Ευχαριστούμε.
Περίληψη
Ο κύριος Γιώργος, γεννημένος και μεγαλωμένος στην Ίμβρο, μας περιγράφει τα παιδικά του χρόνια. Τις χαρές και τις λύπες στο νησί. Θυμάται μέχρι και σήμερα τις τακτικές που χρησιμοποιούσε η τουρκική πολιτική εκείνα τα χρόνια, για τον διωγμό των Ελλήνων της Τουρκίας. Θυμάται τα χρόνια που πήγαινε σχολείο στην Κωνσταντινούπολη, στο Ζωγράφειο. Στο σχολείο αυτό, χάρη στον καθηγητή του, αγάπησε τα φιλολογικά μαθήματα. Μετά την εισβολή στην Κύπρο και τις οξυμένες ελληνοτουρκικές σχέσεις, οι γονείς του αποφασίζουν να έρθουν στην Ελλάδα. Μεγαλώνοντας, πέρασε στη Φιλοσοφική, από την οποία και αποφοίτησε, συνέχισε τις σπουδές του στην Αυστρία και γύρισε στην Ελλάδα για να εργαστεί. Ο δρόμος τον έφερε στην Ξάνθη, μια πόλη που αγάπησε από την πρώτη στιγμή, και ο πρώτος διορισμός του ήταν σε μειονοτικό σχολείο, εκεί όπου ξεπλήρωσε το χρέος του στην Τουρκάλα δασκάλα του, που τόσο αγαπούσε. Έκτοτε ζει στην Ξάνθη όπου και διδάσκει. Σε ένα ταξίδι του μετά από χρόνια στη γενέτειρά του συνάντησε τη δασκάλα του, η οποία τον αποχαιρέτησε με μια σακούλα χώμα.
Αφηγητές/τριες
Γεώργιος Βογιατζής
Ερευνητές/τριες
Μπενιαμίν Κόντε
Ημερομηνία Συνέντευξης
07/09/2021
Διάρκεια
43'
Περίληψη
Ο κύριος Γιώργος, γεννημένος και μεγαλωμένος στην Ίμβρο, μας περιγράφει τα παιδικά του χρόνια. Τις χαρές και τις λύπες στο νησί. Θυμάται μέχρι και σήμερα τις τακτικές που χρησιμοποιούσε η τουρκική πολιτική εκείνα τα χρόνια, για τον διωγμό των Ελλήνων της Τουρκίας. Θυμάται τα χρόνια που πήγαινε σχολείο στην Κωνσταντινούπολη, στο Ζωγράφειο. Στο σχολείο αυτό, χάρη στον καθηγητή του, αγάπησε τα φιλολογικά μαθήματα. Μετά την εισβολή στην Κύπρο και τις οξυμένες ελληνοτουρκικές σχέσεις, οι γονείς του αποφασίζουν να έρθουν στην Ελλάδα. Μεγαλώνοντας, πέρασε στη Φιλοσοφική, από την οποία και αποφοίτησε, συνέχισε τις σπουδές του στην Αυστρία και γύρισε στην Ελλάδα για να εργαστεί. Ο δρόμος τον έφερε στην Ξάνθη, μια πόλη που αγάπησε από την πρώτη στιγμή, και ο πρώτος διορισμός του ήταν σε μειονοτικό σχολείο, εκεί όπου ξεπλήρωσε το χρέος του στην Τουρκάλα δασκάλα του, που τόσο αγαπούσε. Έκτοτε ζει στην Ξάνθη όπου και διδάσκει. Σε ένα ταξίδι του μετά από χρόνια στη γενέτειρά του συνάντησε τη δασκάλα του, η οποία τον αποχαιρέτησε με μια σακούλα χώμα.
Αφηγητές/τριες
Γεώργιος Βογιατζής
Ερευνητές/τριες
Μπενιαμίν Κόντε
Ημερομηνία Συνέντευξης
07/09/2021
Διάρκεια
43'