Μεγαλωμένη σε μοναστήρι
Ενότητα 1
Παιδικά χρόνια και μετάβαση στο μοναστήρι
00:00:00 - 00:03:49
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, η ημερομηνία σήμερα είναι 5 Σεπτεμβρίου του 2021. Εγώ ονομάζομαι Μαχαιρά Κατερίνα και είμαι ερευνήτρια για το Istorima, και βρισκ…α 7-8, ξέρω 'γώ, ένα παιδί να το αφήνεις σε έναν χώρο ο οποίος είναι τελείως άγνωστος, με άγνωστους ανθρώπους κτλ. Αλλά, ΟΚ, το αποδέχτηκα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η πρώτη μέρα στο μοναστήρι
00:03:49 - 00:04:27
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πώς ήτανε εκείνη η μέρα, η πρώτη μέρα που μπήκες μέσα; Η πρώτη μέρα ήταν χάλια, γιατί φοβόμουνα πάρα πολύ. Δεν ήθελα να κάτσω. Μου έλειπε …υνηθίζω τόσο πολύ, που δεν ήθελα να γυρίσω στο σπίτι μου. Ουσιαστικά αυτό είναι το σπίτι μου, αυτό θεωρώ σπίτι μου, όχι αυτό που μένω τώρα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Εισαγωγή στο μοναστήρι
00:04:27 - 00:17:44
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θες να μου περιγράψεις μία τυπική μέρα στο μοναστήρι; Ναι, θα σου περιγράψω μία τυπική μέρα ενός παιδιού που είναι στο Δημοτικό, γιατί τότ…, ναι. Μοίρες Ηρακλείου, όπου προφανώς, ξέρω ‘γώ, ήσασταν σε αλληλεπίδραση με τα «κανονικά» παιδιά του σχολείου, ας πούμε. Ναι, ναι, ναι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Καθημερινότητα στο μοναστήρι
00:17:44 - 00:26:19
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πώς σας αντιμετώπιζαν τα παιδιά του σχολείου προερχόμενες από το μοναστήρι; Μας λέγανε «τα Καλυβιανάκια» επειδή ήμασταν απ’ την Καλυβιανή.… να αισθανθείς καλά». Και μάλιστα, μου είχε δώσει και αρκετά χρήματα να έχω μαζί μου για το ξεκίνημα της νέας μου ζωής. Τρομερό! Τρομερό!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Ζωή εκτός μοναστηριού
00:26:19 - 00:42:32
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θες να μου περιγράψεις κάποια στιγμή που σου έχει μείνει αξέχαστη μέσα στο μοναστήρι; Αξέχαστη… Έχω πάρα πολλές στιγμές πού μπορώ να περιγ…οι μου έδωσαν την ώθηση και το boost να καταλάβω ότι, ρε φίλε, μπορώ, μπορώ, τα πάντα μπορώ. Και ίδια φιλοσοφία εξακολουθώ να έχω και τώρα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Αναμνήσεις από το μοναστήρι και τους ανθρώπους του
00:42:32 - 00:52:24
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τη μέρα εκείνη που έφυγες από το μοναστήρι; Τη μέρα εκείνη με κάλεσε η Γερόντισσα να με αποχαιρετήσει. Μου έδωσε ένα βιβλιάριο με αρκετά χ… είναι περιορισμένος σε ένα σπίτι, σε μία αυλή. Αυτά, κορίτσι μου! Μαρία, σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ για την συνέντευξη! Και εγώ σε ευχαριστώ!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]
Λοιπόν, η ημερομηνία σήμερα είναι 5 Σεπτεμβρίου του 2021. Εγώ ονομάζομαι Μαχαιρά Κατερίνα και είμαι ερευνήτρια για το Istorima, και βρισκόμαστε στη Γρα Λυγιά Ιεράπετρας με τη Μαρία Χαραλαμπάκη για να μιλήσουμε για τα χρόνια που μεγάλωσε ως παιδί και έφηβη σε ένα μοναστήρι. Λοιπόν, αρχικά Μαρία να μας πεις πότε γεννήθηκες και πού μεγάλωσες.
Γεννήθηκα το Νοέμβριο του 1983 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Μεγάλωσα μέχρι τα 6 μου στη Γρα Λυγιά και από κει και πέρα μέχρι τα 16 μου έζησα σε μοναστήρι.
ΟΚ. Θυμάσαι πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια εδώ στη Γρα Λυγιά πριν πας στο μοναστήρι;
Ναι θυμάμαι. Δεν ήταν και πολύ καλά. Ουσιαστικά μεγάλωσα μόνη μου. Η μητέρα μου εργάζονταν ως καθαρίστρια, οπότε έλειπε αρκετές ώρες τη μέρα. Εγώ έμενα σπίτι αρκετές ώρες μόνη μου. Υπήρχαν οι θείες μου κτλ. γύρω-γύρω, αλλά ουσιαστικά ήμουν μόνη μου. Περίμενα να γυρίσει από τη δουλειά και απλά την έβλεπα κάποιες ώρες τη μέρα. Είχα δύσκολα παιδικά χρόνια, γιατί η μαμά μου είχε ένα θέμα νευρολογικό, οπότε ήταν πάρα πολύ οξύθυμη. Με χτυπούσε και είχε, έτσι, κακή συμπεριφορά απέναντί μου, όχι όλες τις ώρες αλλά αρκετές φορές την ημέρα. Και αυτός ήταν και ένας λόγος που οδήγησε τους δικούς μου να με πάνε στο μοναστήρι αυτό.
Συγκεκριμένα γιατί να σε πάνε σε μοναστήρι;
Αρχικά ήταν να με πάνε στο Παιδικό Χωριό SOS στην Αθήνα. Μετά έμαθαν ότι υπάρχει και το μοναστήρι αυτό, το οποίο δέχεται παιδιά είτε ορφανά είτε με κάποιο θέμα ενδοοικογενειακό, και επειδή ήταν πιο κοντά σε μας και ήταν και στην Κρήτη, επέλεξαν να με πάνε εκεί και όχι στην Αθήνα, για να μπορούν και να με βλέπουν και να είμαι και πιο κοντά στη μητέρα μου.
Οπότε, δηλαδή, αυτό το μοναστήρι είχε αναλάβει κάπως το ρόλο των κρατικών θεσμών να το πούμε λίγο έτσι;
Αυτό το μοναστήρι είχε μέσα αρκετά ιδρύματα. Είχε ένα ορφανοτροφείο, είχε το Βαρδινογιάννειο Ίδρυμα, το οποίο το είχε ιδρύσει ο Βαρδινογιάννης και μπορούσαν να πάνε κορίτσια να σπουδάσουν μοδιστρική. Είχε την οικοκυρική σχολή, που πηγαίνανε κορίτσια που θέλανε να μάθουνε τα οικοκυρικά, μεγάλα κορίτσια, έφηβα και ενήλικα. Είχε το ορφανοτροφείο που ήμουνα εγώ. Κυρίως πήγαιναν ορφανά που δεν είχαν γονείς ή που δεν είχαν τον έναν γονιό απ’ τους δύο. Και είχε και την Παιδική Προστασία, που πήγαιναν κυρίως παιδιά που είχανε θέμα με το σπίτι τους, είτε οικονομικά προβλήματα είτε διάφορα άλλα θέματα. Έτσι ήταν χωρισμένο, χωρισμένα τα ιδρύματα, βασικά.
Εσύ έπρεπε να υποβάλεις κάποια χαρτιά ώστε να σε δεχτούν;
Ναι, ναι. Οι δικοί μου έκαναν αίτηση εκεί και με δέχτηκαν και 7 χρόνων πήγα.
Πώς ένιωσες όταν έμαθες ότι θα πας εκεί;
Δεν το είχα καταλάβει. Ρωτούσα απλά αν έχει ποδήλατα εκεί κι αν μου έλεγαν ότι έχει ποδήλατα εγώ ήμουν μία χαρά. Οπότε, μέχρι την ώρα που πήγα ήμουνα μία χαρά. Δεν ένιωθα ότι θα γίνει κάτι. Ούτως ή άλλως, δεν περνούσα και καλά στο σπίτι. Δεν με ένοιαζε. Ίσα-ίσα, είχα και μία προσμονή, ξέρεις, να πάω να δω πώς είναι κτλ., μέχρι που πήγα. Είναι δύσκολο στα 7-8, ξέρω 'γώ, ένα παιδί να το αφήνεις σε έναν χώρο ο οποίος είναι τελείως άγνωστος, με άγνωστους ανθρώπους κτλ. Αλλά, ΟΚ, το αποδέχτηκα.
Πώς ήτανε εκείνη η μέρα, η πρώτη μέρα που μπήκες μέσα;
Η πρώτη μέρα ήταν χάλια, γιατί φοβόμουνα πάρα πολύ. Δεν ήθελα να κάτσω. Μου έλειπε το σπίτι, δεν ήξερα τι θα γίνει, έστελνα γράμματα στη μητέρα μου να ‘ρθει να με πάρει. Αλλά, μετά από δυο τρεις μέρες μ’ έκαναν οι άνθρωποι και αισθάνθηκα πάρα πολύ όμορφα και άρχισα σιγά-σιγά να συνηθίζω τόσο πολύ, που δεν ήθελα να γυρίσω στο σπίτι μου. Ουσιαστικά αυτό είναι το σπίτι μου, αυτό θεωρώ σπίτι μου, όχι αυτό που μένω τώρα.
Θες να μου περιγράψεις μία τυπική μέρα στο μοναστήρι;
Ναι, θα σου περιγράψω μία τυπική μέρα ενός παιδιού που είναι στο Δημοτικό, γιατί τότε ήμουν στο Δημοτικό. Αλλάζει η καθημερινότητα ενός παιδιού που βρίσκεται στο Δημοτικό και ενός παιδιού που πάει στο Γυμνάσιο, γιατί το Δημοτικό είναι μέσα στο μοναστήρι—
Α, ΟΚ.
—ενώ το Γυμνάσιο και το Λύκειο πήγαινες κανονικά σε δημόσιο σχολείο που ήταν εκτός. Οπότε, μία κλασική ημέρα ξεκινούσε το πρωί. Μας ξυπνάγαν πολύ όμορφα με τραγούδια. Σηκ[00:05:00]ωνόμασταν, κάναμε τα απαραίτητα, να στρώσουμε τα κρεβάτια μας κτλ., να φάμε όλοι μαζί πρωινό, να ξεκινήσουμε όλοι μαζί για το σχολείο. Στις 10:00 η ώρα ερχόταν στο σχολείο, που ήταν μέσα στο μοναστήρι, οι καλόγριες και μας φέρναν το δεκατιανό μας. Το μεσημέρι σχολάγαμε, γυρνάγαμε στο σπίτι μας, τρώγαμε όπως κάθε κλασική οικογένεια και μετά είχαμε το διάβασμα. Το διάβασμα δεν ήταν απλά ότι πάμε στο δωμάτιό μας και διαβάζουμε. Μας είχανε δασκάλα σε ένα τύπου φροντιστήριο με θρανία κανονικά —ανάλογα την τάξη ήσουνα και στο ανάλογο δωμάτιο με την κατάλληλη δασκάλα— και δε φεύγαμε από κει αν δεν τελειώναμε το διάβασμά μας. Εννοείται στη διάρκεια μάς φέρνανε ένα σνακ κτλ. το απόγευμα, αλλά μας δίναν πάρα πολύ, έτσι, boost και μας βοηθούσαν πάρα πολύ στο θέμα της εκπαίδευσης. Δε μας είχαν παρατημένους απλά να διαβάσουμε και να πάμε την επόμενη μέρα σχολείο. Το απόγευμα βγαίναμε και παίζαμε στην αυλή, γιατί είχε παιδικές χαρές, είχε κήπο, γενικότερα ήμασταν έξω. Το βράδυ μαζευόμασταν. Είτε τραγουδάγαμε είτε παίζαμε θέατρο, όλο κάτι κάναμε, και πηγαίναμε για ύπνο σχετικά νωρίς. Αυτό είναι καθημερινά. Τα Σαββατοκύριακα συνήθως κάναμε κάτι, μία δραστηριότητα, είτε παιχνίδια δημιουργικά είτε κάποια βόλτα σε κάποιο βουνό τριγύρω γιατί ήταν και στη φύση. Γενικότερα, περνάγαμε ωραία.
Δεν έχουμε πει τόση ώρα το όνομα του μοναστηριού αυτού.
Λέγεται Παναγία Καλυβιανή και βρίσκεται στις Μοίρες, κοντά στο Ηράκλειο.
Υπάρχει ακόμα αυτό το μοναστήρι;
Ναι, ναι, υπάρχει ακόμα και φιλοξενεί ακόμα παιδιά, όχι τόσα όσα ήμασταν εμείς τότε, αλλά ακόμα έχει παιδάκια που τα βοηθούν να μεγαλώσουν.
Τα φιλοξενούν μέχρι…
Τα φιλοξενούν, ναι, και πολλά απ’ αυτά μένουν και σαν ενήλικα στο μοναστήρι, είτε για δουλειά είτε μένουν μέχρι να δουν τι θα κάνουν στη ζωή τους, επειδή δεν έχουν κάποια στήριξη, ας πούμε.
Μας περιέγραψες πριν μία τυπική μέρα. Αυτό συνέβαινε μέχρι και τότε που έφυγες εσύ… Είπες πόσο χρονών έφυγες από κει;
Εγώ έφυγα 16 χρονών. Η καθημερινότητα αλλάζει όταν μπαίνεις στο Γυμνάσιο. Θεωρείσαι πλέον μεγάλη. Έτσι μας χαρακτήριζαν. Ήμασταν οι μεγάλες και οι μικρές. Οι μικρές ήταν μέχρι την έκτη Δημοτικού, οι μεγάλες από πρώτη Γυμνασίου. Αυτό σε βοηθάει κάπως, γιατί ουσιαστικά αρχίζεις να γίνεσαι πιο ανεξάρτητος. Από κει που σου πλένουν τα ρούχα στο πλυντήριο και στα σιδερώνουν και στα βάζουν στην ντουλάπα σου ξαφνικά σου δίνουν μία λεκάνη, ένα απορρυπαντικό και σου λένε ότι από δω και πέρα πρέπει μόνη σου να τα πλένεις, μόνη σου τα σιδερώνεις και γενικότερα μόνη σου να φροντίσεις τον εαυτό σου από τη μία στιγμή στην άλλη. Σε βοηθάει ναι μεν, γιατί μαθαίνεις κάποια πράγματα τα οποία σε βοηθούν μετά στη ζωή σου. Ουσιαστικά, ξεκινάς και βγαίνεις απ’ το μικρόκοσμο του μοναστηριού, γιατί πας στο σχολείο έξω, οπότε συναναστρέφεσαι και με άλλο κόσμο που δεν ζει εκεί μέσα και αρχίζεις και έχεις άλλα ερεθίσματα. Πηγαίναμε με το λεωφορείο. Φεύγαμε από το μοναστήρι, πηγαίναμε στις Μοίρες. Είχαμε τη δυνατότητα, αν θέλαμε και το ζητάγαμε, να πάμε και φροντιστήριο έξω στα μαθήματα του σχολείου και εννοείται ότι αυτό ήταν καλυμμένο απ’ το μοναστήρι. Ό,τι χρειαζόμασταν σε ιατρική περίθαλψη, ένδυση-υπόδηση κτλ., εννοείται ότι το μοναστήρι συνέβαλλε σε αυτό. Και γενικότερα, είχες μία άλλη επικοινωνία όταν περνούσες ουσιαστικά το όριο και πήγαινες στις μεγάλες. Είχες μία επικοινωνία με τους υπεύθυνους, να συζητήσεις, να μιλήσεις, ό,τι χρειαστείς να είναι δίπλα σου. Και αρχίζεις ουσιαστικά να γίνεσαι ένας ανεξάρτητος άνθρωπος πολύ εύκολα και πολύ απλά, χωρίς περιορισμούς όμως που μπορεί να σκεφτεί κάποιος ότι σε ένα μοναστήρι ζεις, με περιορισμούς κτλ. Εμείς δεν είχαμε στερεότυπα τύπου θρησκεία και τίποτα άλλο, ας πούμε. Ήμασταν αρκετά ελεύθερα σαν παιδιά.
Επομένως, δηλαδή, με αυτό τώρα λες ότι δεν υπήρχανε καταναγκαστικές δουλειές όπως είθισται στα μοναστήρια, που υπάρχει αυτή η ρουτίνα, ότι θα γίνουν κάποιες εργασίες αναγκαστικά.
Όχι, αναγκαστικά όχι, αλλά όπως σε μία οικογένεια ο καθένας αναλαμβάνει κάτι, έτσι ήμασταν και εμείς. Δηλαδή, εμείς ήμασταν, ξέρω ‘γώ, δεκαπέντε παιδιά στο Γυμνάσιο. Κάθε μέρα θα σηκωνόταν μία να φτιάξει πρωινό για τις άλλες, [00:10:00]μία άλλη θα μάζευε τα πιάτα, ξέρω ‘γώ, να τα πλύνει. Την επόμενη μέρα θα ήταν μία άλλη που θα το έκανε αυτό. Οπότε, όλοι βοηθάγαμε στο να ζούμε ειρηνικά και αρμονικά. Ο καθένας έκανε μία δουλειά, όπως είναι το λογικό, για να είναι καθαρό το μέρος που ζεις, για να έχεις τα απαραίτητα και να μάθεις να φροντίζεις ουσιαστικά τους άλλους και να μη σκέφτεσαι μόνο για τον εαυτό σου. Αυτό μας βοηθούσε και μένα με βοηθάει ακόμα να μη σκέφτομαι μόνο εμένα, να μπορώ να συμμετέχω σε μία ομάδα και να μπορώ να έχω μία υγιή σχέση με τους άλλους, το να συνυπάρχω ουσιαστικά και να ξέρω τι μπορώ να προσφέρω και ότι πρέπει να προσφέρει και ο άλλος για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε. Αυτό. Αλλά, καταναγκαστικά όχι.
Επομένως, δηλαδή, οι περιορισμοί ήταν στα πλαίσια του καταμερισμού της εργασίας.
Ναι, ναι.
Όχι κάτι τραγικό, ας πούμε.
Όχι, όχι, όχι, τίποτα. Ήμασταν πολύ τυχεροί. Εγώ αισθάνομαι πάρα πολύ τυχερή που μεγάλωσα εκεί, γιατί είχα πολύ ωραίους ανθρώπους δίπλα μου. Πήρα πάρα πολλή αγάπη, έμαθα να κάνω πάρα πολλά πράγματα, χωρίς όμως να μου τα επιβάλλουν. Ήταν η καθημερινότητα, ήτανε ομαδικό, ήταν όμορφο όλο αυτό. Και ουσιαστικά, όταν τελείωνε όλο αυτό και μαζευόμασταν το βράδυ σαν οικογένεια να φάμε περίμενα πώς και πώς να τελειώσουμε το φαγητό για να αρχίσουμε να τραγουδάμε και να τελειώσει η μέρα όμορφα, ρε παιδί μου. Οπότε, το μόνο που έχω να θυμάμαι είναι ομορφιά, τίποτα άλλο.
Υπήρχε η τιμωρία σαν μορφή διαπαιδαγώγησης;
Ναι, υπήρχε. Υπήρχε τιμωρία, αλλά όχι τιμωρία με την έννοια του ξύλου ή με τις φωνές. Δεν θεωρώ ότι ο τρόπος τους ήταν κακός. Ήταν αυτός που έπρεπε να είναι, δηλαδή η τιμωρία ερχόταν όταν κάναμε πιο πολύ κάτι που επηρεάζει κάποιον άλλον αρνητικά και όχι εμάς, γιατί μας λέγανε ότι αν κάνουμε κάτι το οποίο επηρεάζει αρνητικά εμάς η τιμωρία ήδη έχει έρθει. Οπότε, όταν επηρεάζεις όμως κάποιον άλλον αρνητικά, αυτό πρέπει να τιμωρηθεί και αυτό πρέπει να το μάθεις. Δεν μας το λέγανε έτσι, αλλά ουσιαστικά αυτό μας περνούσαν. Τύπου τιμωρίες ήταν αν κάναμε φασαρία γιατί δεν μας άρεσε το φαγητό και δεν θέλαμε να το φάμε, απλά δεν τρώγαμε, δεν θα μας έφτιαχναν κάτι άλλο να φάμε. Οπότε, αναγκαστικά έπρεπε να μείνουμε νηστικοί για πολλές ώρες. Ή αν είχαμε μία συμπεριφορά η οποία ήταν άσχημη, ίσως να μη συμμετείχαμε σε κάποια δραστηριότητα ή, ξέρω ‘γώ, σε κάποια βόλτα που μπορεί να πηγαίναμε ή σε κάποια έκπληξη που μπορεί να μας είχαν ετοιμάσει. Αλλά, γενικότερα οι τιμωρίες ήτανε οκ. Δεν έχω να θυμάμαι κάτι αρνητικό.
Πώς ήταν η ενδυμασία; Έπρεπε να είστε ντυμένες κάπως συγκεκριμένα εκεί μέσα;
Το μόνο που δεν μπορούσαμε να φορέσουμε ήταν παντελόνι και, εντάξει, να μην είμαστε προκλητικά ντυμένες, κάτι που είναι οκ, ειδικά όταν είσαι παιδί. Φοράγαμε φούστες κυρίως και ήμασταν σεμνά ντυμένες, όχι όμως σε ακραίο βαθμό. Ήταν πάρα πολύ συγκαταβατικοί με την ηλικία των παιδιών ή, ξέρω ‘γώ, όταν μεγαλώνει ένα παιδί και περνάει στην εφηβεία με τις αντιδράσεις και με τις κόντρες που μπορεί να υπάρξουν. Οπότε, ήταν διαλλακτικοί με το θέμα της ενδυμασίας. Δηλαδή, όταν πηγαίναμε στο σχολείο είχαμε ζητήσει να μπορέσουμε να φορέσουμε τη φόρμα μας απ’ το μοναστήρι κτλ. Το είχαν δεχτεί κανονικά. Απλά, μέσα στο μοναστήρι φοράγαμε φούστα. Μπορεί να ήταν οτιδήποτε μας άρεσε σε φούστα, αρκεί να ήταν φούστα και να μην ήταν μίνι, να μην είναι προκλητικό, που είναι οκ. Είσαι σε έναν ναό, είσαι σε ένα μοναστήρι. Υπάρχει μία κανονικότητα δική τους. Δεν μπορείς να παρέμβεις σε όλο αυτό. Και απ’ τη στιγμή που συμπεριφορικά ήταν μία χαρά, ήταν καλύτεροι και από γονείς μας. Δεν ήταν κάτι που μας πίεζε. Ήταν οκ.
Αυτό το ότι συμπεριφορικά ήταν πολύ καλοί και ότι είχες μια πολύ καλή εμπειρία μαζί τους, ότι ήταν πολύ υποστηρικτικοί και όλο αυτό, με ποιους τρόπους δηλαδή ήταν καλύτεροι; Με ποιους τρόπους, δηλαδή, αυτοί θα μπορούσαν να είναι καλύτεροι από έναν γονιό;
Εγώ ήμουν τυχερή γιατί εκεί που έμενα ήτανε υπεύθυνη η Όλγα. Η Όλγα προέρχονταν από μία οικογένεια πλούσια της Αθήνας. Είχε μεγαλώσει πολύ άνετα χωρίς να στερηθεί κάτι στη ζωή της και είχε πάρα πολλές εμπειρίες. [00:15:00]Ήταν μορφωμένη, ήταν φιλόλογος και μπορούσε να δει τα πράγματα λίγο πιο… με πιο ανοιχτό μυαλό. Οπότε, ήταν ο άνθρωπος-στήριγμά μας, η οποία μας άκουγε, μας μιλούσε για τα πάντα. Δεν έκρινε ποτέ αυτό που λέγαμε. Δεν ήταν τίποτα λάθος απ’ αυτά που λέγαμε, γιατί όλα ήταν σκέψεις δικές μας παιδικές, εφηβικές κτλ. Συζητάγαμε τα πάντα και, αν κάτι ήταν λάθος, δεν σου έλεγε: «Είναι λάθος». Με τη συμπεριφορά της και με τα λόγια της σε έκανε να σκεφτείς ότι «Μήπως είναι λάθος; Μήπως πρέπει να το ξανασκεφτώ;», κάτι που στις περισσότερες οικογένειες δεν γίνεται. Και επειδή το συζητάγαμε και με παιδιά από το σχολείο, πολλά απ’ τα παιδιά μού λέγανε ότι «Θέλουμε και εμείς να έρθουμε να μείνουμε εκεί», γιατί ήταν πιεσμένα από το σπίτι τους, είχαν άσχημες συμπεριφορές. Πολλές φορές γίνεσαι γονιός και δεν πρέπει να είσαι γονιός. Εκείνοι το επέλεξαν συνειδητά να ασχοληθούν μ’ αυτό και το έκαναν πάρα πολύ καλά. Είχαν βάλει τους κατάλληλους ανθρώπους στις κατάλληλες θέσεις. Οπότε, ένα παιδί χρειάζεται αγάπη και ένα αυτί να ακούει χωρίς να κρίνει. Εμείς τα είχαμε και τα δύο.
Πόσα παιδιά ήσασταν;
Όταν ήμουνα εγώ εκεί στο δικό μου το ίδρυμα ήμασταν γύρω στα ογδόντα παιδιά.
Αρκετά, ε;
Ναι. Τώρα, άμα μετρήσουμε τις χρονιές που έμενα εγώ όλα τα ιδρύματα μαζί, μπορεί να ήταν σίγουρα τριακόσια, τριακόσια πενήντα παιδιά, τα οποία ήταν όλα υπό την ευθύνη του μοναστηριού.
Είχατε επαφές με τους γονείς σας, επισκέψεις και τέτοια;
Ναι, εννοείται. Εγώ δεν είχα πάρα πολλές, γιατί η μητέρα μου δεν μπορούσε να έρθει. Ήταν μακριά, δεν είχε και αυτοκίνητο. Αλλά, γενικότερα, ερχότανε οι γονείς να δουν τα παιδιά ή τα παίρνανε Σαββατοκύριακο, αν θέλανε, να πάνε σπίτι τους. Συνήθως δεν θέλανε, γιατί περνάγαμε καλύτερα στο μοναστήρι από ό,τι στο σπίτι τους. Αλλά, υπήρχαν και περιπτώσεις που απλά αδυνατούσε ο γονιός να το μεγαλώσει και το έπαιρνε το Σαββατοκύριακο. Ήταν μια χαρά, απλά δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να το κάνει. Οπότε, ναι, οποιαδήποτε ώρα και στιγμή ήθελε ο γονιός να έρθει να δει το παιδί, να το πάρει, να το δει κτλ. μπορούσε να το κάνει.
Είπες πριν ότι στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο πήγαινες σε σχολείο εκτός του μοναστηριού, σε κανονικό σχολείο, στις Μοίρες—
Μοίρες Ηρακλείου, ναι.
Μοίρες Ηρακλείου, όπου προφανώς, ξέρω ‘γώ, ήσασταν σε αλληλεπίδραση με τα «κανονικά» παιδιά του σχολείου, ας πούμε.
Ναι, ναι, ναι.
Πώς σας αντιμετώπιζαν τα παιδιά του σχολείου προερχόμενες από το μοναστήρι;
Μας λέγανε «τα Καλυβιανάκια» επειδή ήμασταν απ’ την Καλυβιανή. Γενικότερα, είχαμε… Ξέρεις, στην αρχή όταν σε βλέπουνε —γιατί πας, τώρα, στην πρώτη Γυμνασίου και είναι όλα τα παιδιά μέσα στη μόδα. Φοράνε ωραία ρούχα. Εσύ πας και ουσιαστικά είσαι σαν να είσαι εξωγήινος, με τη φούστα, ντυμένη διαφορετικά. Συνήθως στην αρχή κάναμε παρέα μόνο μεταξύ μας, γιατί δεν μπορείς να συνεννοηθείς αρχικά και δεν ξέρεις και πώς να το κάνεις. Αλλά, πάντα θα βρεις ένα άτομο που θα κολλήσεις και, αν ξεκινήσεις να έχεις μία σχέση με ένα παιδί απ’ έξω, αρχίζει σιγά-σιγά και ισιώνει όλο αυτό και μπορείς να ενσωματωθείς και εσύ. Αλλά, είναι δύσκολο, γιατί είναι σαν να είσαι από άλλο… εκτός τόπου και χρόνου. Είσαι λίγο πίσω. Δεν είσαι τόσο ώριμος σε ό,τι αφορά την αλληλεπίδραση με άλλους ανθρώπους πέρα από το σπίτι σου. Πρέπει να αρχίσεις να ενσωματώνεσαι και να μιλάς και να φέρεσαι και να σκέφτεσαι τελείως διαφορετικά από ό,τι έκανες πριν. Αυτό θέλει πάρα πολύ κόπο. Αλλά, αν έχεις ανθρώπους δίπλα σου που μπορούν να σε βοηθήσουν σ’ αυτό να το διαχειριστείς, μπορείς να το κάνεις. Η Όλγα που σου είπα έκανε μάθημα σαν φιλόλογος στο λύκειο των Μοιρών. Το λύκειο και το γυμνάσιο ήταν μαζί. Οπότε, είχαμε έναν άνθρωπο εκεί δικό μας. Επίσης, μας έδινε το boost ότι «Δεν είστε κάτι άλλο από αυτά τα παιδιά» και πάντα μας έλεγαν ότι «Είστε ευλογημένα παιδιά. Να μη σκέφτεστε ποτέ ότι πρέπει να αισθάνεστε ντροπή που είστε από δω», γιατί και σαν παιδιά αισθανόμαστε λίγο μειονεκτικά, ρε παιδί μου. Αλλά, ήταν οι πρώτοι μήνες στο σχολείο. Μετά αποκτούσαμε σχέσεις κανονικά με τα παιδιά απ’ έξω. Εγώ πήγαινα και πολύ συχνά τα σαββατοκύριακα σε φίλες μου να μείνω και με άφηναν απ’ το μοναστήρι να πάω. Οπό[00:20:00]τε, ήταν οκ. Απλά, ο πρώτος καιρός ήταν δύσκολος, γιατί είσαι τελείως εκτός τόπου και χρόνου. Δηλαδή, κάνεις προσευχή και… Περιμένεις να ακούσεις το «Πάτερ ημών» ενώ οι άλλοι απλά μιλάνε, γιατί, οκ, δεν είναι για αυτούς κάτι. Εσύ το έχεις συνηθίσει ότι πρέπει να κάνεις το σταυρό σου και να πεις το «Πάτερ ημών», ας πούμε.
Εσύ τότε πίστευες στο Θεό; Ήταν μέσα στην κοσμοθεωρία σου, ας πούμε;
Ήμουνα παιδί, μωρέ! Ναι, όπως όλα τα παιδιά, εντάξει, ναι, πίστευα. Αλλά, δεν είχαμε ποτέ την πίεση να μας κάνουνε πλύση εγκεφάλου, ας πούμε. Μας μιλάγαμε πολύ όμορφα για τη θρησκεία, χωρίς όμως να μας πιέσουν να κάνουμε κάτι. Το μόνο ουσιαστικά που, έτσι, πρέσβευαν ήτανε η αγάπη, αγάπη, αγάπη, αγάπη και ότι δεν κάνουμε κακό σε κανέναν. Αυτό ήτανε το κύριο, η βάση που έπρεπε να ξεκινήσεις και εκεί να τελειώσεις: να μην κάνεις κακό σε κάποιον άλλον, να μη βρίσεις επειδή σε έβρισε ο άλλος, να μη χτυπήσεις επειδή σε χτύπησε κάποιος άλλος και… Όταν ξεκινάγαμε να πηγαίνουμε Γυμνάσιο-Λύκειο, μια φορά την εβδομάδα μάς μάζευε η Γερόντισσα του μοναστηριού και μας μιλούσε μία δυο ώρες για τον τρόπο που πρέπει να διαχειριστούμε τους ανθρώπους που είναι πιο «πονηροί» από μας, γιατί εμείς ήμασταν αθώα παιδιά όταν βγαίναμε από εκεί μέσα. Δεν είχαμε επαφές ούτε με τηλεόραση ούτε με τίποτα. Δεν υπήρχε και ίντερνετ τότε. Οπότε, ήταν πολύ εύκολο κάποιος να μας παρασύρει ή να μας χλευάσει, ξέρω ‘γώ. Οπότε, κάθε εβδομάδα είχαμε αυτό το τύπου meeting και μας μιλούσε για όλες αυτές τις συμπεριφορές που μπορεί να συναντήσουμε και πώς μπορούμε να τις διαχειριστούμε. Και αυτό σου δίνει πάρα πολλή δύναμη, γιατί ξέρεις να περιμένεις και άμα ξέρεις μπορείς να το διαχειριστείς κιόλας.
Κάτι που και πολλοί γονείς δεν το κάνουν, δεν φροντίζουν να το κάνουν.
Δεν το κάνουν, ναι. Οι περισσότεροι γονείς σού λένε αν σε χτυπήσει πρέπει να το χτυπήσεις και συ ή άμα είναι κανείς πιο μάγκας από σένα ή πιο δυνατός δεν πρέπει να καταλάβει ότι είσαι αδύναμος, πρέπει να του δείξεις εσύ ότι είσαι πιο δυνατός. Εμάς δεν μας το λέγαν έτσι, ξέρεις. Απλά πρέπει να φεύγεις. Αν κάποιος είναι οξύθυμος ή κακότροπος, απλά γυρνάς από την άλλη και φεύγεις. Και ακόμα αυτό υιοθετώ και προσπαθώ να το περάσω και στα παιδιά μου αυτό, ότι δεν πρέπει να ασχοληθείς με έναν τέτοιον άνθρωπο καθόλου. Γυρνάς απ’ την άλλη και φεύγεις. Τι καλύτερο! Αυτό.
Σας μιλάγανε για άλλες θρησκείες;
Όχι, για άλλες θρησκείες όχι. Μόνο έμμεσα από ιστορίες μπορεί να μας διηγούνταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα, πιο πολύ για το μουσουλμανισμό, επειδή είχε επιρροές ο χριστιανισμός από το μουσουλμανισμό. Αλλά, τίποτα το συγκεκριμένο, απλά ότι υπάρχει αυτή η θρησκεία. Τίποτα άλλο. Εννοείται ότι μας τόνιζαν ότι ο ένας είναι ο Χριστός, ο μοναδικός, αλλά πάλι στα όρια του νορμάλ, ας πούμε. Δεν είχαμε πίεση ότι πρέπει να σηκωθείς το πρωί να κάνεις την προσευχή σου, ότι πρέπει να κάνεις αυτό, ότι πρέπει να γίνει αυτό. Τίποτα. Ήταν απλά όπως πας σε μία κατασκήνωση και θα σηκωθείς το πρωί να πεις το τραγούδι της κατασκήνωσης. Ε, κάπως έτσι λειτουργούσε και σε μας, ότι το πρωί έπρεπε να πούμε την προσευχή αυτή τη συγκεκριμένη και εμείς τη λέγαμε. Αλλά, ντάξει, σαν παιδί δεν μπορείς να είσαι προσκολλημένος, τώρα, σε μια θρησκεία. Θα μπορούσαμε, επειδή ακούς τη λέξη «μοναστήρι» και νομίζεις ότι υπάρχει πολύ πουριτανισμός και προσηλυτισμός γενικότερα. Εμένα μου λέγανε «Μήπως σε επηρεάζουν να γίνεις καλόγρια;» κτλ., αλλά όχι, με τίποτα. Μπορώ να το πω αυτό. Ίσα-ίσα που εμένα μου λέγανε: «Να σπουδάσεις, να σε σπουδάσουμε. Να σε πάμε όπου θέλεις, ό,τι θέλεις». Γενικότερα, ποντάρανε πολύ στη μόρφωση των παιδιών. Ειδικά αν κάποιο παιδί είχε έφεση στη μάθηση κτλ., το βοηθάγανε πάρα πολύ.
Ένιωσες ποτέ ότι είσαι περιορισμένη εκεί μέσα, ότι είσαι εγκλωβισμένη κάπως, ότι θα ήθελες να ζεις στον έξω κόσμο;
Αυτό το ένιωσα στα 16 μου, που έφυγα κιόλας, γιατί είχαν φύγει οι φίλες μου. Όσο είχα τις φίλες μου παρέα δεν το ένιωσα γιατί δεν ίσχυε. Ήταν απλά το σπίτι μου. Μπορούσα να βγω να πάω για έναν καφέ, να γυρίσω. Μου το επέτρεπαν. Μπορούσα να πάω στο Ηράκλειο με το λεωφορείο να κάνω τα ψώνια μου και να γυρίσω χωρίς να έχω έλεγχο κτλ. Αλ[00:25:00]λά, όταν έφυγαν οι φίλες μου και έμεινα μόνη μου και δεν είχα παρέα ουσιαστικά, ένιωσα ότι έχω εγκλωβιστεί και ότι πρέπει να φύγω. Και μάλιστα, ήτανε περίοδος Πανελληνίων. Είχα δώσει ήδη δύο μαθήματα Πανελλήνιες και παρόλα αυτά έφυγα και ξανάκανα τη δευτέρα Λυκείου γιατί δεν άντεχα να κάτσω με τίποτα. Εγώ γενικά ήθελα την παρέα μου, ας πούμε. Οπότε, ήταν η μοναδική στιγμή που το ένιωσα και έφυγα κιόλας. Και μάλιστα, τότε που πήρα την απόφαση αυτή, για να καταλάβεις δηλαδή τι άνθρωπος ήταν η Γερόντισσα, που πήγα και της το είπα ότι θέλω να φύγω, μου είπε «Σε καταλαβαίνω. Αν θέλεις, κάνε λίγο υπομονή να τελειώσεις τις εξετάσεις» κτλ. «Εγώ είμαι πρόθυμη να πάμε να σου νοικιάσουμε ένα σπίτι, να σπουδάσεις έξω, να νιώσεις καλά. Εμείς είμαστε εδώ για σένα» κτλ. Σε καμία περίπτωση δεν με κατέκρινε για αυτό που θέλω να κάνω. Και μάλιστα, επειδή της είπα ότι δεν μπορώ να μείνω, δεν θέλω, δεν είμαι καλά, μου είπε: «Φύγε και εγώ θα σου στείλω τα πράγματά σου αν δεν αισθάνεσαι καλά, άμα είναι αυτό να σε κάνει να αισθανθείς καλά». Και μάλιστα, μου είχε δώσει και αρκετά χρήματα να έχω μαζί μου για το ξεκίνημα της νέας μου ζωής.
Τρομερό!
Τρομερό!
Θες να μου περιγράψεις κάποια στιγμή που σου έχει μείνει αξέχαστη μέσα στο μοναστήρι;
Αξέχαστη… Έχω πάρα πολλές στιγμές πού μπορώ να περιγράψω. Θυμάμαι —και ήμουν γύρω στα 11— ήθελα πάρα πολύ να ασχοληθώ με το θέατρο, και γενικότερα κανένα παιδί μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε επιδιώξει να κάνει κάτι τέτοιο, να παίξει θέατρο μπροστά σε κοινό, σε καλόγριες κτλ. Και πήγα και ζήτησα την άδεια από τη Γερόντισσα και της είπα ότι «Θέλω να ανεβάσω μία παράσταση» στα 11 μου, «αλλά θέλω να έχω κοινό μεγάλο και θέλω να έρθουν όλες οι καλόγριες να με δούνε» την πρωταγωνίστρια. Εγώ θα ήμουν η πρωταγωνίστρια. Οπότε, πήρα τέσσερα πέντε παιδάκια που ήμασταν εκεί μαζί, που ήμασταν στο ίδιο δωμάτιο, βρήκαμε ένα βιβλίο που είχε να κάνει με μία ταινία της Βουγιουκλάκη τότε, βρήκαμε τους διαλόγους κτλ., το ετοιμάσαμε. Με βοήθησε και φτιάξαμε τα σκηνικά. Έφερε γύρω στα σαράντα καρεκλάκια μικρά και τα έβαλε στην αυλή για να μπορέσουν να κάτσουν οι καλόγριες. Ήρθανε όλες οι καλόγριες να μας δούνε και εμείς τους παρουσιάσαμε όλο αυτό το θεατρικό που είχαμε ετοιμάσει, και μάλιστα ήταν και διαδραστικό, γιατί είχε να κάνει και με χορό κτλ. Και για να μη μας στεναχωρήσουν και για να μας δείξουν ότι όλο αυτό είναι νορμάλ για ένα μοναστήρι, συμμετείχαν και οι καλόγριες στο χορό και στο παιχνίδι! Και αυτή είναι μία στιγμή που έχει μείνει στη μνήμη μου, γιατί είναι λίγο σουρεάλ το να βλέπεις παιδάκια να παρουσιάζουν, να κάνουν ένα θεατρικό μπροστά σε ένα κοινό το οποίο αποτελείται από καλόγριες και στην τελική να συμμετέχουν και να είναι όλο αυτό διαδραστικό, σαν να είναι κάτι κοινό που γίνεται κάθε μέρα, ναι, το οποίο, πραγματικά, θα ήθελα να είχε βιντεοσκοπηθεί, γιατί στη μνήμη μου είναι πολύ όμορφο, πολύ ωραία στιγμή, ας πούμε. Έχω πάρα πολύ ωραίες στιγμές απ’ το μοναστήρι και το μόνο που μπορώ να νιώσω είναι ευγνωμοσύνη για αυτούς τους ανθρώπους, γιατί καταλαβαίνανε τις ανάγκες μας, τα πάντα. Δηλαδή, μπορούσαμε να ζητήσουμε τα πάντα, αρκεί να μπορούσε να γίνει αυτό που ζητάμε. Αν γινότανε… Θυμάμαι κάποια στιγμή είχα ένα αγόρι —ήμουνα γύρω στη δευτέρα Γυμνασίου— και πάω και το λέω στην υπεύθυνή μας ότι εγώ έχω αγόρι. Και μου είπε: «Να τον φωνάξεις να τον γνωρίσουμε». Στο Γυμνάσιο εγώ. Και ήρθε —Πασχάλη τον λέγανε— τότε. Και ήρθε στο μοναστήρι και τον γνώρισαν. Ήξεραν ότι η σχέση αυτή είναι τελείως πλατωνική. Παρόλα αυτά, δεν μου μίλησαν χυδαία όπως θα έκανε ο περισσότερος κόσμος σε ένα παιδί 12 χρόνων, θα του ‘λεγε: «Δεν είναι τώρα τα πράγματα αυτά στα 12 σου!». Όμως, εγώ είχα την απόλυτη στήριξη. Και μάλιστα, ο Πασχάλης με έπαιρνε και τηλέφωνο και με ζητούσε, που είχαμε ένα κεντρικό τηλέφωνο —δεν είχα προσωπικό— και έλεγε: «Είμαι ο Πασχάλης. Θέλω να μιλήσω σ[00:30:00]τη Μαρία». Και μιλάγαμε κανονικά, κάτι που και αυτό φαντάζει περίεργο για ένα μοναστήρι. Φαντάζει περίεργο για ένα κανονικό σπίτι, πόσο μάλλον για ένα μοναστήρι! Αλλά, αν κάτσω να σου λέω ιστορίες μπορώ να κάτσω μέχρι αύριο. Οπότε, αν θες ρώτα με κάτι άλλο!
Δεν ξέρω. Θα ήθελα να ακούσω μία ακόμα ιστορία απ’ το μοναστήρι.
Άλλη μία ιστορία… Όπως σου είπα, οι μεγάλες, στο Γυμνάσιο, τότε ήμασταν γύρω στα έξι εφτά άτομα. Τότε, λοιπόν, μας λέγανε τα παιδιά στο σχολείο: «Εμείς τα σαββατοκύριακα πάμε για μπάνιο στα Μάταλα», «Πάμε για μπάνιο στην Αγία Γαλήνη». Εμείς, τώρα, ζηλεύαμε πάρα πολύ, γιατί δεν μας πήγαιναν τα σαββατοκύριακα. Πηγαίναμε για μπάνιο, αλλά πηγαίναμε το καλοκαίρι αφού είχε τελειώσει το σχολείο και μέναμε σε μία κατασκήνωση που είχε το μοναστήρι στον Κόκκινο Πύργο, ένα χωριό λίγο έξω από τις Μοίρες προς Τυμπάκι. Οπότε, είχα εγώ μία καλόγρια που είχαμε πάρα πολύ καλή σχέση και της είπα ότι ζηλεύουμε και θέλουμε και εμείς να πάμε μία φορά να κάνουμε μπάνιο στα Μάταλα. Και μου υποσχέθηκε τότε θα το πει στη Γερόντισσα και ότι πήγε, ρώτησε. Τέλος πάντων, έρχεται μία μέρα και μας λέει ότι «Ξέρεις κάτι; Η Γερόντισσα το επέτρεψε. Θα σας πάρω όλες μαζί, θα πάρουμε το λεωφορείο, θα σας πάρω να πάμε στα Μάταλα και να περάσουμε μία ολόκληρη μέρα εκεί». Ξαναλέω, με την καλόγρια. Μαζευτήκαμε, τέλος πάντων, ετοιμαστήκαμε. Μας πήγε στα Μάταλα. Έκατσε όλη μέρα μαζί μας. Κάναμε μπάνιο κανονικά σαν να μην υπάρχει αύριο. Εκείνη καθόταν διακριτικά. Μας είπε για να μην αισθανθούμε άσχημα ή να ντραπούμε επειδή ήταν μαζί μας μία καλόγρια. Απλά υπήρχε διακριτικά σε ένα σημείο για να μας κοιτάει ότι είμαστε εδώ. Κάναμε μπάνιο όλη μέρα. Μας πήγε για φαγητό, μας πήγε για παγωτό. Γενικότερα, περάσαμε μία πολύ όμορφη μέρα, η οποία καθιερώθηκε και το κάναμε αυτό τις επόμενες Κυριακές μέχρι να κλείσει το σχολείο. Και αυτό ήταν πολύ σημαντικό για μας, γιατί στα Μάταλα βρισκόμασταν και με άλλα παιδιά από το σχολείο, οπότε μπορούσαμε να έχουμε μία κανονικότητα που μέχρι πρότινος δεν υπήρχε, που κι αυτό ήτανε περίεργο για τα παιδιά που μας βλέπανε, γιατί μας λέγανε: «Πώς σας επιτρέπει η καλόγρια να…». Παρόλα αυτά, όπως σου ξαναλέω, ήτανε τόσο ωραίοι άνθρωποι και τόσο προχωρημένοι για τα δεδομένα της εποχής, παρόλο που ήταν μοναχοί, μοναχές κτλ., που μόνο περίεργα δεν αισθανόμασταν που ήμασταν εκεί. Δηλαδή, μετά από λίγο καιρό και μετά από συναναστροφές που είχα με τον έξω κόσμο καταλάβαμε ότι αυτό που ζούμε και αυτό που έχουμε είναι μοναδικό και ότι είναι μεγάλη ευλογία. Και τώρα ακόμα αισθάνομαι έτσι, ότι είμαι πολύ τυχερή που βίωσα ομορφιά και τόσο καθαρή ενέργεια μέσα σε ένα μοναστήρι που για όλους φαντάζει λίγο, ξέρεις, μαυρίλα θρησκεία, προσευχή και μόνο αυτό. Μόνο αυτό δεν ήταν. Είχε μόνο ομορφιά και είχανε ενσωματωθεί και οι καλόγριες πλήρως με τα παιδάκια και με τη νοοτροπία του «μεγαλώνω παιδιά και δεν μεγαλώνω καλόγριες», αυτό.
Μιας και μιλάς τώρα για αυτό, ότι κατανοούν όλες τις ιδιαιτερότητες κτλ. των παιδιών, εσύ πώς ήσουνα σαν έφηβη;
Εγώ σαν έφηβη ήμουν πάρα πολύ ατίθαση, ασυμβίβαστη και γενικότερα ήθελα πάντα να πηγαίνω κόντρα σε όλα αυτά που μου έλεγαν. Δηλαδή, με το που πήγα στο Γυμνάσιο εγώ δεν ήθελα να φοράω φούστες, ήθελα να τρυπήσω τα αυτιά μου και να κάνω πάρα πολλές τρύπες στα αυτιά, ήθελα να βάψω τα μαλλιά μου, ήθελα να βγάλω τα φρύδια μου, ήθελα να κάνω ό,τι θέλει να κάνει μία έφηβη. Ήθελα να αγοράσω οτιδήποτε φορούσαν τα παιδιά έξω στο γυμνάσιο και να μη φοράω τα ρούχα που είχαμε εκεί. Οπότε, έλεγα ψέματα ότι παθαίνω αλλεργίες με τα υφάσματα, ότι δεν μου κάνουν τα παπούτσια, ότι οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί ένα παιδί. Αλλά, παρόλα αυτά, δεν μου έδειξαν ποτέ ότι έχουν καταλάβει ότι εγώ αυτά τα κάνω επίτηδες παρά στήριζαν τις αποφάσεις μου και αυτό που ήθελα να κάνω. Είχα τρυπήσει τα αυτιά μου, είχα μακριά μαλλιά… Και μία μέρα με είχε φωνάξει η Γερόντισσα να μου μιλήσει. Εγώ, λοιπόν, είχα κρύψει τα σκουλαρίκια μου, τα μαλλιά για να μην τα δει. Τελειώνοντας, λοιπόν, την κουβέντα που κάναμε, η οποία ήταν πάρα πολύ ωραία και εποικοδομητική, μου σηκώνει τα μαλλιά και μου λέει: «Ξ[00:35:00]έρω ότι έχεις τρυπήσει τα αυτιά σου, αλλά είμαι σίγουρη ότι από μόνη σου κάποια στιγμή θα καταλάβεις ότι αυτό δεν σου ταιριάζει και θα κρατήσεις αυτό που σου αρέσει. Δεν είναι ανάγκη να το κρύβεις. Ξέρω τι θέλεις, ξέρω τι σου αρέσει, αλλά είμαι σίγουρη, επειδή σε γνωρίζω και σε ξέρω σαν παιδί, ότι αργά ή γρήγορα θα τα βγάλεις». Εγώ έφυγα από τη συνάντηση και τα έβγαλα τα σκουλαρίκια χωρίς, όμως, να πιεστώ, δηλαδή χωρίς να πω ότι πρέπει να το κάνω. Ή όταν είχα ξεσηκωθεί και ήθελα πάρα πολύ να αγοράσω ένα πολύ ακριβό ζευγάρι παπούτσια και ζήτησα να μου τα πάρουν. Κόστιζαν τότε πολλά χρήματα για τα δεδομένα της εποχής. Αν ένα ζευγάρι παπούτσια κόστιζε 5.000, εγώ αυτά που ήθελα έκαναν 40.000, ας πούμε. Παρόλα αυτά μου τα πήραν χωρίς ιδιαίτερη γκρίνια κτλ., όπως θα γινόταν σε ένα σπίτι κανονικό, μόνο και μόνο για να με κάνουν να αισθανθώ ότι δεν έχω τίποτα που διαφέρει απ’ τα παιδιά που μένουν έξω, ότι μπορώ να έχω ό,τι χρειάζομαι, αρκεί να είναι κάτι το οποίο το χρειάζομαι και όχι κάτι περιττό. Επίσης, όσες φορές ήμουν αντιδραστική και είχα ξεσπάσματα ως έφηβη ποτέ δεν μου κακομίλησαν. Πάντα με άφηναν στο δωμάτιο να ηρεμήσω και μετά από αρκετές ώρες μπορεί να ερχόταν να με ρωτούσαν αν θέλω κάτι ή να με βοηθήσουν, να μιλήσουμε κτλ. Στις Πανελλήνιες δεν μου επέτρεπαν να κάνω καμία δουλειά γιατί μου έλεγαν ότι η δουλειά μου ήταν να διαβάζω. Ακόμα και το φαγητό μού το έφεραν σε δίσκο στο δωμάτιό μου για να μην έχω οποιαδήποτε απόσπαση από το διάβασμα. Γενικότερα, πέρασα μια εφηβεία ζάχαρη.
Συζητάς με τον κόσμο τώρα για αυτή σου την εμπειρία;
Πάντα συζητάω, γιατί θεωρώ ότι είναι καλό να μοιράζεσαι μία ζωή όμορφη, η οποία διαφέρει όμως από των υπολοίπων, γιατί είναι καλό να μπορείς να μεταδώσεις σε έναν άνθρωπο ότι —ξέρεις κάτι;— το μοναστήρι και η θρησκεία δεν είναι μόνο αυτό που βλέπεις στην τηλεόραση, που ακούς από τους ανθρώπους γύρω σου, ότι υπάρχει και μία άλλη εκδοχή που είναι ωραία και που μπορείς να πιστεύεις στο Θεό χωρίς όμως να είσαι κολλημένος και να είσαι έτσι… να προσηλυτίζεις κόσμο. Υπάρχει μια ομορφιά σε όλο αυτό και, ουσιαστικά, μπορείς να μεταδώσεις την αγάπη που μπορεί να σου προσφέρει οποιαδήποτε θρησκεία, γιατί όλες οι θρησκείες έχουν την αγάπη ως βάση. Απλά, εμείς το τερματίζουμε και το χαλάμε όλο το σκηνικό με την επιμονή μας να πείσουμε τον άλλον ότι αυτό πρέπει να γίνει και αυτό πρέπει να κάνεις. Μου αρέσει να μιλάω για αυτό, μου αρέσει να μιλάω για τη ζωή μου εκεί, γιατί ήταν μία πολύ όμορφη ζωή. Δεν έχω να θυμάμαι τίποτα κακό. Οπότε, εννοείται, είναι χαρά μου να το κάνω και, αν εγώ είχα κάποιο πρόβλημα αυτή τη στιγμή, θα πήγαινα άνετα τα παιδιά μου εκεί. Θα ήθελα να πάνε και τώρα —εγώ τους το λέω— για να έχουν μία εμπειρία, να κάτσουν τρεις μήνες το καλοκαίρι, ειδικά η κόρη μου που είναι κορίτσι, γιατί αγόρια δεν μπορούν να πάνε. Αλλά, θα ήθελα να πάει να περάσει κάποιο καιρό εκεί, γιατί έχει τόσα πολλά πράγματα να σου δώσει αυτή η ζωή, γιατί είναι τελείως αποκομμένη από οτιδήποτε μαυρίλα και σκαρτίλα υπάρχει έξω. Εκεί υπάρχει ομορφιά, υπάρχει δοτικότητα, υπάρχει ομαδικότητα και μπορείς να μεγαλώσεις ήρεμα και ουσιαστικά να μην έχεις περιορισμούς —κατάλαβες;—, δηλαδή να έχεις ως βάση σου την αγάπη και τη δοτικότητα και μετά όλα τα υπόλοιπα έρχονται. Αυτό.
Εντάξει. Έχεις αναφέρει πολλές φορές μέχρι τώρα το πόσα σου έχει δώσει η εμπειρία σου στο μοναστήρι, αλλά ήθελα να σε ρωτήσω πώς πιστεύεις ότι σε ωφέλησε όλη αυτή η εμπειρία στη ζωή σου τώρα ή στο χαρακτήρα του σαν Μαρία, σαν άνθρωπος;
Πώς με ωφέλησε; Ουσιαστικά, αυτό που σου έδινε το μοναστήρι και πιο πολύ η Όλγα, που ήταν υπεύθυνη εκεί, ήτανε το να νιώθεις ανεξάρτητος και ότι μπορείς να κάνεις τα πάντα. Δηλαδή, όταν σου έλεγε ότι «Ξες κάτι;»… Έλεγα εγώ «Θέλω να πάω αύριο στο Ηράκλειο» και μου έλεγε: «Εντάξει, αρκεί 20:00 η ώρα να είσαι εδώ». Σου έδινε έτσι την αίσθηση ότι είσαι μεγάλη. Μπορείς να το κάνεις, κάτι τόσο απλό. Ένας γονιός δεν θα άφηνε το παιδί του στα 14 να κάνει έναν δρόμο, ξέρω ‘γώ, μι[00:40:00]άμιση ώρα, να πάει σε μία πόλη μεγάλη που δεν ξέρει τους δρόμους, που δεν ξέρει τίποτα, που δεν υπάρχει κινητό να το εντοπίσεις το παιδί. Σου έδειχνε, όμως, την αίσθηση ότι είσαι υπεύθυνη και ότι μπορείς να το καταφέρεις και ότι μπορείς να κάνεις τα πάντα, από να πας ένα δρομολόγιο μιάμιση ώρα μέχρι να αναλάβεις ένα παιδί που θα έρθει και είναι μικρότερο από σένα και έχει προβλήματα και πρέπει να το βοηθήσεις. Και γενικότερα, με έχει βοηθήσει πολύ στο να είμαι ανεξάρτητος άνθρωπος και να μπορώ και να αντιμετωπίσω ό,τι έρθει, γιατί δεν υπήρχε αυτή η «μαμακίαση» και το ότι είναι ο μπαμπάς και η μαμά πάνω απ’ το κεφάλι σου συνέχεια και δεν σε αφήνουν να κάνεις τίποτα γιατί δεν ξέρεις ή γιατί δεν μπορείς ή γιατί είσαι μικρός. Εκεί μεγάλωνες απότομα αλλά όχι κακά, δηλαδή ένιωθες ότι είσαι μεγάλος χωρίς να είσαι μεγάλος και χωρίς να τραυματίζεσαι. Δηλαδή, ξέρω να πλένω τα ρούχα μου, ξέρω να μαγειρεύω, ξέρω να προσέχω ένα παιδί, ξέρω να βγω έξω να ψωνίσω, να είμαι στις 20:00 πίσω, να έχω όλο αυτό, χωρίς όμως να σου δείξει ότι «Μα πού είσαι, τι κάνεις;», στην ανεξαρτησία μου πολύ, το οποίο, βέβαια, με βοήθησε και στα παιδιά να το μεταδώσω, στα δικά μου τα παιδιά, που το έχουν και τα δύο πλέον. Είναι 14 και 16 και μπορούν άνετα να ζήσουν μόνα τους. Αυτό είναι δύσκολο να το πετύχεις και εκείνοι το έκαναν με πολύ χαλαρό ρυθμό, πολύ, και βοήθησε το ότι… Δεν ξέρω αν έπαιξε ρόλο το ότι δεν ήταν βιολογικοί γονείς και ότι ήταν απλά υπεύθυνοι για μας, αλλά αυτό που έκαναν το έκαναν πολύ καλά, πολύ καλά. Εγώ όταν έφυγα από κει 16 χρονών ήμουνα έτοιμη να κάνω τα πάντα. Δεν χρειαζόμουν βοήθεια και έζησα και μόνη μου από κει και πέρα. Δεν γύρισα στη μητέρα μου. Έζησα μόνη μου και από τότε ζω μόνη μου, απ’ τα 16 μου. Αυτό δεν θα μπορούσα να το κάνω αν ζούσα σε μία οικογένεια κανονική. Θεωρώ ότι θα είχα συνέχεια τη μαμά και το μπαμπά πάνω απ’ το κεφάλι μου να μου λένε ότι δεν μπορώ, δεν ξέρω, ότι δεν κάνω, ενώ εκείνοι μου έδωσαν την ώθηση και το boost να καταλάβω ότι, ρε φίλε, μπορώ, μπορώ, τα πάντα μπορώ. Και ίδια φιλοσοφία εξακολουθώ να έχω και τώρα.
Τη μέρα εκείνη που έφυγες από το μοναστήρι;
Τη μέρα εκείνη με κάλεσε η Γερόντισσα να με αποχαιρετήσει. Μου έδωσε ένα βιβλιάριο με αρκετά χρήματα μέσα. Μου είπε ότι είναι το ξεκίνημα για τη νέα ζωή. Θυμάμαι ότι ένιωθα πάρα πολύ ελεύθερη και πάρα πολύ χαρούμενη που θα ερχόμουνα στην Ιεράπετρα να δω τους δικούς μου, τη μητέρα μου κτλ. Έφυγα, λοιπόν, ήρθα στην Ιεράπετρα. Η μαμά μου με το που με είδε μου λέει: «Τι ήρθες να κάνεις εδώ; Εδώ θα κάτσεις;». Τέλος πάντων, κατάλαβα ότι δεν είμαι ευπρόσδεκτη στην Ιεράπετρα, οπότε αποφάσισα να φύγω και να πάω στο Ηράκλειο, να μείνω εκεί σε μια φίλη μου και να τελειώσω ουσιαστικά το σχολείο εκεί. Σε όλη τη διάρκεια που έμεινα στο Ηράκλειο μόνη μου με τη φίλη μου εγώ πήγαινα στο μοναστήρι και εκείνοι επικοινωνούσαν μαζί μου και κάθε φορά μου έδιναν ό,τι δίνει ένας γονιός όταν πάει να δει το παιδί του, από φαγητό, μέχρι χρήματα, μέχρι τα πάντα. Και εννοείται ότι ήταν συνέχεια σε επικοινωνία μαζί μου αν χρειάζομαι κάτι, αν είμαι καλά εκεί που είμαι ή αν χρειάζομαι κάποιο γιατρό, φροντιστήρια ή οτιδήποτε, παρόλο που είχα φύγει. Ήταν ακόμα δίπλα μου, που αυτό εμένα μου έδινε την αίσθηση ότι είναι το σπίτι μου, αυτοί είναι οι γονείς μου. Παρόλο που έφυγα και έχω πάρει το δρόμο μου, αποφάσισα να κάνω αυτό, αντί να μου γυρίσουν την πλάτη ήταν δίπλα μου. Και αυτό, ξέρεις, δεν με έκανε να αισθανθώ μόνη μου, παρόλο που ήμουνα μικρή και ανήλικη στο Ηράκλειο. Και εκείνοι, βέβαια, δεν με έπρηζαν να μου λένε ότι «Αυτό που κάνεις δεν είναι σωστό γιατί είσαι ανήλικο» και οτιδήποτε άλλο μπορεί να συνεπάγεται αυτό. Οπότε, ήταν δύσκολη λίγο η πρώτη μέρα. Ξεκίνησε καλά αλλά δεν τελείωσε καλά.
Και στο σχολείο και όταν συνέχισες ως έφηβη πλέον στο Λύκειο στο Ηράκλειο, σε μία μεγάλη πόλη —διαφορετικές δυναμικές, διαφορετικά τα παιδιά—, πώς ήτανε;
Ναι, στο Ηράκλειο η αλήθεια είναι ότι εγώ σαν παιδί ήμουνα και λίγο αφελής. Γράφτηκα στο σχολείο που ήταν κοντά στο σπίτι της φίλης μου. Είχα πιάσει δουλειά, γιατί έπρεπε να συνεισφέρω και εγώ στο σπίτι που έμενα με τη φίλη μου. Οπότε, δούλευα το βράδυ και το πρωί πήγαινα στο σχολείο. Δ[00:45:00]εν είχα βιβλία, δεν είχα τσάντα κτλ., γιατί δεν προλάβαινα να διαβάζω λόγω του ότι σχολούσα 7:00 η ώρα το πρωί και 8:00 πήγαινα στο σχολείο. Οπότε, είχα σημειώσεις μόνο και συμμετείχα μες στην τάξη όσο μπορούσα. Μέχρι εκεί. Δεν διάβαζα ποτέ, όμως. Τίποτα, ό,τι έπαιρνα απ’ την παράδοση. Τελείωσα και πέρασα στη Γεωπονική στη Θεσσαλονίκη. Δεν πήγα, όμως, γιατί δεν μπορούσα να πάω λόγω οικονομικών καταστάσεων. Πήρα μεταγραφή στο Ηράκλειο. Ξεκίνησα να πηγαίνω, αλλά δεν γινόταν να τελειώσω γιατί είχε πάρα πολλά εργαστήρια. Εγώ έπρεπε να δουλεύω, οπότε δεν συνέχισα ποτέ. Και εκείνη την περίοδο πάλι το μοναστήρι μού είπε ότι αν θέλω να βοηθήσει και όλα αυτά, αλλά εγώ τότε μάλλον είχα το ξέσπασμα της εφηβείας που δεν είχα τότε και δεν ήθελα βοήθεια. Ήθελα να τα κάνω όλα μόνη μου. Ε, και τελικά… δεν τα έκανα.
Τώρα έχεις επαφές μαζί τους;
Ναι, έχω. Πάω ακόμα, πάω και με τα παιδιά μου. Πάω συνήθως και μένω κάνα δύο βράδια για να τους δω και να τους χορτάσω. Τώρα λόγω Covid δεν μπορώ να πάω, αλλά εννοείται ότι έχουμε επαφή, μιλάμε. Και τα παιδιά μου τους αρέσει πάρα πολύ εκεί και ουσιαστικά πάμε και ηρεμούμε, πάμε στο σπίτι μας. Είναι όπως όταν πας στη μαμά σου να τη δεις και πας δυο μέρες, χαλαρώνεις, παίρνεις δύναμη και φεύγεις. Και με την Όλγα μιλάμε, εννοείται, ακόμα, έχουμε επαφές, η οποία έχει φύγει πλέον απ’ το μοναστήρι, αλλά μιλάμε σε εβδομαδιαία βάση και, γενικότερα, αν χρειαστώ οτιδήποτε ξέρω ότι είναι δίπλα μου.
Τέλειο, φοβερό.
Είναι. Είμαι πολύ τυχερή.
Μαρία, δεν έχω άλλες ερωτήσεις. Εσύ αν θες να μου πεις κάτι.
Τι να σου πω; Θα σου πω μόνο μία ιστορία η οποία έχει να κάνει με τη Γερόντισσα. Η Γερόντισσα είχε μία παγκόσμια φήμη γιατί ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος. Ήταν αρκετά μορφωμένη και είχε αυτό το να τραβάει κόσμο δίπλα της. Μιλούσε και απλά ήθελες να κάθεσαι να την ακούς. Οπότε, όταν πέθανε η κηδεία της έγινε τρεις μέρες μετά, γιατί περίμεναν να έρθουν όλοι οι άνθρωποι απ’ το εξωτερικό για να παραστούν στην κηδεία της. Φαντάσου ότι ο κόσμος ήταν λαοθάλασσα, δεν μπορούσες να… Έπρεπε να διανύσεις μία απόσταση γύρω στα 2 χιλιόμετρα με τα πόδια για να πεις ότι θα φτάσεις στο σημείο που γινόταν η κηδεία. Δυο μέρες πριν από το θάνατό της ήμασταν στο σπίτι μας και κάναμε ένα τραπέζι. Όταν τρώγαμε, λοιπόν, ήρθανε και κάτσανε δίπλα μου δύο περιστέρια, τα οποία περιστέρια, ξέρεις, δεν έρχονται κοντά σου γενικά. Και έρχονται και κάθονται δύο περιστέρια στον ώμο μου, ένα εδώ και ένα εδώ. Κι ήταν μία γιαγιά στο τραπέζι και μου λέει «Θα μάθεις ένα καλό νέο κι ένα κακό νέο, γιατί αυτό είναι οιωνός», μου λέει, «το περιστέρι, γιατί ήρθε και έκατσε πάνω σου. Είναι οιωνός». Και την επόμενη μέρα έμαθα δύο πράγματα, ότι πέθανε η Γερόντισσα και ότι είμαι έγκυος στο γιο μου. Και είναι μια ιστορία, ρε παιδί μου, την οποία τη θυμάμαι με αγάπη, γιατί αυτή η γυναίκα με σημάδεψε, ρε παιδί μου. Είναι ο άνθρωπος που ακόμα και τώρα στα δύσκολα σκέφτομαι αυτήν, γιατί είχε τόσο πολλά να δώσει και τα έδωσε όλα σε μας! Και αν ήθελες να πάρεις, ρε παιδί μου, από αυτήν τη γυναίκα, έπαιρνες. Αν ήσουνα, τώρα, αδιάφορος και απλά φερόσουν εγωκεντρικά, εννοείται δεν έπαιρνες τίποτα. Αλλά, αυτό το σημάδι, το ότι εκείνη την ημέρα έμαθα αυτά τα δύο γεγονότα, με κάνει να σκέφτομαι ότι αυτή η γυναίκα ακόμη και εκεί που έχει πάει είναι δίπλα μου, δηλαδή το νιώθω. Είναι πολλές φορές που έχω μια δυσκολία στη ζωή μου και τη σκέφτομαι, ξέρεις, σαν να… Και παρόλο που έχει πεθάνει, μου δίνει δύναμη. Και μακάρι να μπορούσαν όλα τα παιδιά να έχουν έναν τέτοιον άνθρωπο στο σπίτι τους, μακάρι. Μακάρι, γιατί οι περισσότερες οικογένειες τώρα —και τότε— δεν είναι αυτό που έπρεπε να έχει κάθε παιδί. Εμείς το είχαμε και με το παραπάνω. Κα[00:50:00]ι θέλω πραγματικά να αλλάξει όλη αυτή η νοοτροπία που έχουν για τα μοναστήρια, γιατί δεν είναι αυτό που πιστεύει ο κόσμος. Δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και αυτό. Σίγουρα υπάρχει αυτή η πλευρά. Αλλά, συγκεκριμένα στο μοναστήρι της Παναγίας της Καλυβιανής γίνεται σοβαρό έργο, γίνεται ουσιαστικό έργο και ουσιαστικά βγαίνουν άνθρωποι από κει μέσα και βγαίνουν άνθρωποι ήρεμοι, ώριμοι και με εφόδια που τους βοηθούν να εξελιχθούν και να επιβιώσουν χωρίς να έχουν, ας πούμε, τα τραύματα που μπορεί να έχει ένα παιδί σε μία νορμάλ οικογένεια, το ξύλο, τις βρισιές και όλα αυτά τα άσχημα, ρε παιδί μου. Εμείς δεν τα είχαμε και πιστεύω ότι δεν τα έχουν ούτε τώρα τα παιδιά που είναι εκεί. Προσαρμόζονται αναλόγως της εποχής. Δηλαδή, τώρα τα παιδιά, που είναι με τα κινητά κι όλα αυτά σε κάθε σπίτι, έτσι είναι και κει, με τον υπολογιστή τους, με τα κινητά τους. Δεν είναι ότι επειδή είναι μοναστήρι είναι περιορισμένα και δεν τους επιτρέπουν. Και μαθαίνουν να έχουν ευγένεια, τρόπους, πολύ σημαντικό. Έχει γίνει και ντοκιμαντέρ για το μοναστήρι, να το δεις.
Αλήθεια; Πώς λέγεται το ντοκιμαντέρ;
Δεν ξέρω, δεν θυμάμαι. Αλλά, αν πατήσεις «Παναγιά Καλυβιανή»… Το έχει κάνει μία ξένη. Είναι πολύ ωραία. Βασικά, είναι και πολύ ωραίος χώρος, είναι πολύ ωραίος τόπος. Είναι γεμάτο πράσινο. Άνοιγες το παράθυρό σου και έβλεπες ένα δάσος, ας πούμε, από πεύκα και από οπωροφόρα δέντρα, άκουγες πουλιά. Δηλαδή, το όνειρο κάθε παιδιού ήταν εκεί μέσα. Και μπορούσες να παίζεις όλη μέρα και να μην είναι περιορισμένος σε ένα σπίτι, σε μία αυλή. Αυτά, κορίτσι μου!
Μαρία, σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ για την συνέντευξη!
Και εγώ σε ευχαριστώ!
Φωτογραφίες

Απαγγελία
Παράσταση θεάτρου από την αφηγήτρια.
Περίληψη
Το να μεγαλώνει μια γυναίκα σε μοναστήρι είναι μια άγνωστη πτυχή στον περισσότερο κόσμο ή, σωστότερα, μια πραγματικότητα που αντανακλά θρησκευτική προσκόλληση, καταναγκασμό, σεξουαλική ντροπή και ένα γενικότερο σκοταδισμό. Η αφηγήτριά μας καταρρίπτει την παραδοχή αυτή, αναδεικνύοντας μια εντελώς άλλη πραγματικότητα από τη στερεοτυπική. Καταθέτει όλα τα όμορφα που βίωσε στο μοναστήρι της Παναγίας Καλυβιανής μεγαλώνοντας μέχρι τα 16 εκεί και το πόσο την καθόρισαν αυτά στο να γίνει ο άνθρωπος που είναι σήμερα.
Αφηγητές/τριες
Μαρία Χαραλαμπάκη
Ερευνητές/τριες
Κατερίνα Μαχαιρά
Θέματα
Ημερομηνία Συνέντευξης
05/09/2021
Διάρκεια
51'
Περίληψη
Το να μεγαλώνει μια γυναίκα σε μοναστήρι είναι μια άγνωστη πτυχή στον περισσότερο κόσμο ή, σωστότερα, μια πραγματικότητα που αντανακλά θρησκευτική προσκόλληση, καταναγκασμό, σεξουαλική ντροπή και ένα γενικότερο σκοταδισμό. Η αφηγήτριά μας καταρρίπτει την παραδοχή αυτή, αναδεικνύοντας μια εντελώς άλλη πραγματικότητα από τη στερεοτυπική. Καταθέτει όλα τα όμορφα που βίωσε στο μοναστήρι της Παναγίας Καλυβιανής μεγαλώνοντας μέχρι τα 16 εκεί και το πόσο την καθόρισαν αυτά στο να γίνει ο άνθρωπος που είναι σήμερα.
Αφηγητές/τριες
Μαρία Χαραλαμπάκη
Ερευνητές/τριες
Κατερίνα Μαχαιρά
Θέματα
Ημερομηνία Συνέντευξης
05/09/2021
Διάρκεια
51'