© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
«Θυμάμαι τη ζωή μου της δεκαετίας του '80 με μουσική και μόνο!»
Κωδικός Ιστορίας
10136
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Μαρίνα Βιτσαξάκη (Μ.Β.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
08/09/2021
Ερευνητής/τρια
Αργυρώ Δασκαλάκη (Α.Δ.)
[00:00:00]Καλησπέρα σας.
Καλησπέρα.
Θέλετε να μου πείτε το όνομα σας;
Ονομάζομαι Μαρίνα Βιτσαξάκη.
Είναι Τετάρτη 8 Αυγούστου 2021, είμαι με την Μαρίνα Βιτσαξάκη και βρισκόμαστε στο Ηράκλειο Κρήτης. Εγώ ονομάζομαι Αργυρώ Δασκαλάκη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Θέλετε να μου μιλήσετε για τη ζωή σας;
Γενικά για τη ζωή μου ή θέλετε να ασχοληθούμε με κάποιο πολύ συγκεκριμένο κομμάτι; Γιατί εντάξει είναι και μεγάλη η ζωή μου. Πόσο; Θα μας πάρει πολύ! Με τί; Τι θα θέλατε; Ποια εποχή μου; Ποια ηλικιακή κατηγορία;
Την εποχή της δεκαετίας του ‘80.
Ωραία. Λοιπόν, έχω γεννηθεί το 1970, που σημαίνει, όταν ξεκινούσε η περιβόητη δεκαετία του ‘80, που για κάποιο λόγο από όλες τις δεκαετίες που έχουν περάσει, αυτή έχει μείνει και συζητιέται πάρα πολύ— αλλά έχει και λόγους που συμβαίνει αυτό— εγώ λοιπόν ήμουνα 10 χρόνων το ‘80. Ερχόμασταν από μία εποχή που δεν την πολυθυμάμαι, γιατί ήταν τα παιδικά μου χρόνια και ήτανε λίγο συγκεχυμένα όλα αυτά, αλλά μιλάμε ότι είμαστε μία γενιά μετά το Πολυτεχνείο, μετά τη Χούντα, μετά την μεταπολίτευση, όταν άρχιζε να αλλάζει πάρα πολύ όλο το σκηνικό παγκοσμίως όμως. Ένα από τα πρώτα πράγματα που θυμάμαι για παράδειγμα είναι οι Ολυμπιακοί Αγώνες του ‘80 στη Μόσχα. Και αυτό με το οποίο μεγαλώσαμε και ξεκινούσε τότε πολύ έντονα να φαίνεται, ήταν ο λεγόμενος Ψυχρός Πόλεμος. Ήταν οι τότε υπερδυνάμεις Αμερική-Ρωσία, όλοι ασχολούνταν με αυτό. Η Αμερική συνέχιζε να έχει ένα κόλλημα με το Βιετνάμ, Κορέα και όλα αυτά που είχαν συμβεί. Συνέχιζε να είναι ένα πολύ μεγάλο αγκάθι. Αυτό επηρέαζε και τη μουσική βιομηχανία και κυρίως την κινηματογραφική βιομηχανία της Αμερικής. Πάρα πολλές ταινίες είχαν να κάνουν με αυτό και είχαμε φτάσει σε ένα σημείο να ξέρουμε καλύτερα τη σύγχρονη ιστορία της Αμερικής απ' ότι της Ελλάδας, γιατί οι ταινίες αναφερόταν πάρα πολύ σε μία πολύ συγκεκριμένη περίοδο. Όλα είχανε να κάνουν με αυτό, σχέσεις Αμερικής-Ρωσίας. Θα ρίξει τον πύραυλο, δεν θα ρίξει τον πύραυλο; Ποιος έχει πυρηνικά; Ποιος δεν έχει;
Επίσης, ήταν μία εποχή που για εμάς έφυγε από την πολύ ελευθερία των ‘70, όλο αυτό με τους χίπις, το λίγο πολύ ελεύθερος προς το ντύσιμο και τη συμπεριφορά, που εμάς όμως μας φάνηκε πιο καλό γιατί έμπαινε σε λίγο πιο στενά όρια το όλο πράγμα. Μας φαινόταν ότι πλέον τα ρούχα ήταν καλύτερα, σε σχέση με τα ‘70s. Δεν ήταν, εκ των υστέρων το καταλάβαμε αυτό. Δεν μας άρεσαν όλα αυτά με τις καμπάνες, τους γιακάδες, όλα αυτά τα μακριά τα λαχούρια. Όλα αυτά τα αντιπαθούσαμε και θεωρούσαμε ότι η μόδα της δεκαετίας του ‘80 ήταν η καλύτερη που έχει περάσει. Εκ των υστέρων όλοι λένε ότι πιο — θα χρησιμοποιήσω τον όρο που ήταν για της εποχής —, κιτς δεκαετία ενδυματολογικά από τη δεκαετία του ‘80 δεν έχει περάσει! Νομίζω ότι ήταν η πιο φρικτή, ήτανε… Το μαλλί ναι μεν δεν ήταν αυτό με την απόλυτη... Μας άρεσε. Γιατί εμείς δεν χρησιμοποιούσαν το σέλακ, δεν ήταν το μαλλί στιλιζαρισμένο, αυτό το λάχανο κότσος και τα λοιπά. Το μαλλί ήταν ελεύθερο. Ήταν ελεύθερο, ένα κούρεμα το λεγόμενο ντεγκραντέ. Ήτανε οι αφέλειες, ήτανε οι φραντζούλες, υπήρχε επίσης το πολύ τα μαλλιά το κόκκαλο, που τότε ξεσπούσαν οι Punk και όλο αυτό το κύμα. Ο μακρύς σβέρκος στα αγόρια —αηδιαστικό κούρεμα— το καπελάκι, κάτι κάτι κουρέματα άθλια! Ρούχα με βάτες, μπλούζες νυχτερίδα, στενά παντελόνια με λευκή κάλτσα από κάτω, να φαίνεται το σκαρπινάκι στην Disco. Κάτι fluo χρώματα που αντανακλούσαν σε αυτό το χρώμα που χρησιμοποιούσαν οι ντισκοτέκ τότε και σου χτυπούσε στο μάτι, κάτι λαχανί έντονα, κάτι κίτρινα, κάτι φούξια κι αυτά. Μακιγιάζ έντονο με μπλε, πράσινα χρώματα. Άσχημο, κακόγουστο, πραγματικά κακόγουστο! Και γιατί όλο αυτό; Διότι μετά από όλο αυτό το συρφετό με τις σειρές και την εμμονή των Αμερικανών με Βιετνάμ και ταινίες και τέτοια, αρχίζει η χρυσή εποχή της Δυναστείας και του Ντάλας. Αρχίζουν οι μεγάλες σαπουνόπερες οι αμερικανικές, που τι ήτανε; Δείχνανε αυτό τον πλούτο, τη χλιδή, την απόλυτη βάτα, τη χρυσή καδένα που δεν είχε τέλος, το μαλλί το πολύ έτσι φτιαγμένο και αυτά, και όλο αυτό το πράγμα της υπερβολής, που δείχνει έναν πλούτο, που δείχνει μία άλλη ζωή. Γιατί το είχε ανάγκη ο κόσμος.
Και γιατί όντως η δεκαετία του ’80, πέρα και πάνω από όλα ήτανε η δεκαετία, της... Της απόλυτης οικονομικής άνθησης. Ψευδής, αλλά τότε δεν το ξέραμε. Είχε μία... Αυτό το πράγμα νόμιζες ότι όλα ήταν δυνατά, όλοι μπορούσαν να βγάλουν λεφτά και όλοι άρχισαν να σκορπάνε λεφτά. Αυτό το Πετραδάκι, πετραδάκι για τα σένα το ‘χτισα είχε περάσει ανεπιστρεπτί. Πλέον βιλίτσα και εξοχικό, σκάφος και διακοπές στο εξωτερικό, για να πας για ψώνια. Οτιδήποτε ήταν ελληνικό, δεν ήταν καλό. Έπρεπε να αγοράζεις ξένα και να κάνεις το κομμάτι σου. Έπρεπε να φοράς ρούχα μάρκας και να το δείχνεις στους άλλους. Βοήθησε και πάρα πολύ που η τηλεόραση είχε γίνει έγχρωμη, οπότε τα ‘βλεπες όλα αυτά με τα χρώματα και τα έβλεπες αλλιώς στην πραγματικότητα πια, δεν ήταν το ασπρόμαυρο το μίζερο. Οπότε ήταν αυτό, ήθελες να βγεις έξω, να κάνεις ταξίδια, να ψωνίσεις, να ψωνίσεις, να ψωνίσεις. Ήτανε η χρυσή εποχή του ΠΑΣΟΚ. Το ‘81 βγαίνει το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, που σημαίνει ότι μία πολύ μεγάλη κατηγορία των Ελλήνων έφυγε από τη μιζέρια, Το πετραδάκι, πετραδάκι, φτωχολογιά και εργατιά τιμημένη, και περάσαμε στο ότι οι μικρομεσαίοι μπορούν πλέον να έχουν δύναμη, μπορούν να έχουν λεφτά. Άρχισε λοιπόν αυτή η νέα κυβέρνηση, αυτή η νέα νοοτροπία του σοσιαλισμού να μοιράζει χρήματα. Πολλά χρήματα. Οπότε σηκώσανε κεφάλι όλοι αυτοί, που ανήκαν σε αυτή την κατηγορία, μαζί και εμείς. Δηλαδή ενώ η μητέρα μου είχε ανοίξει μαγαζί, σουβλατζίδικο τη δεκαετία του ‘70— το ‘76 το άνοιξε— πήγαινε καλά μέχρι τότε, γιατί δεν υπήρχαν άλλα σουβλατζίδικα στην περιοχή, γιατί, γιατί. Με το που έρχεται όμως το ΠΑΣΟΚ, αυτό το πράγμα έγινε πάρα πολύ έντονα, γιατί ξαφνικά όλοι αυτοί οι μικρομεσαίοι που είχανε μικρά μαγαζιά, που είχανε μικρές επιχειρήσεις είχανε πολύ μεγάλες ελαφρύνσεις στη φορολογία, είχαν ευκαιρίες, ξεκλέβανε πράγματα και άρχισε να μπαίνει χρήμα ζεστό. Μπορούσαν να κάνουνε, να μαζεύουν χρήματα. Μετά άρχισαν και τα δάνεια, μπορούσες να παίρνεις δάνεια με χαμηλά επιτόκια και όλοι άρχισαν να χτίζουν σπίτια. Πάρα πολλοί άνθρωποι φύγανε τότε από το ενοίκιο και χτίζανε σπίτια. Γιατί; Γιατί μπορούσαν! Υπήρχε λίγο η μεγαλομανία, αλλά πιο πολύ ήτανε αυτό, η ανάγκη να ικανοποιήσεις τις επιθυμίες σου, γιατί τώρα μπορούσες. Εμείς τώρα αυτό που το ζούσαμε ως έφηβοι, για εμάς έμοιαζε να είναι μία λαμπρή περίοδος, με ένα μέλλον να ανοίγεται μπροστά μας λαμπρό πραγματικά. Λίγο μας βάρεσε στα αυτιά του ότι ξέσπασε το AIDS. Αυτό κατέστρεψε τις διαπροσωπικές σχέσεις και ειδικά των νέων. Οι πρώτες ομιλίες για το AIDS και ότι πρέπει να προσέχουμε, γίνονταν, όταν ήμουνα στο Γυμνάσιο. Όταν λοιπόν ξεκινάς να βγαίνεις προς τα έξω και να αρχίζεις να γνωρίζεσαι και να φλερτάρεις και σου σκάει το AIDS, σε ρίχνει πάρα πολύ. Ήμασταν λοιπόν μία γενιά που σεξουαλικά είχαμε την εντελώς αντίθετη συμπεριφορά απ' ό,τι είχε η προηγούμενη δεκαετία. Ό,τι κάνανε οι προηγούμενοι, για εμάς δεν υπήρχε. Εμείς γυρίσαμε όχι στον πουριτανισμό, στον φόβο! Φοβόσουνα το οτιδήποτε, λες: «Και αν;». Το θέμα μας δεν ήταν μην μείνει έγκυος μία κοπέλα στην εφηβεία, αλλά μην κολλήσει κάτι. Οπότε λίγο μας κατέστρεψε αυτό, μας απομάκρυνε. Μας έκαναν να είμαστε λίγο πιο κρατημένοι στις σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα. Γίνανε πολλά πράγματα εκείνη τη δεκαετία, που έτσι την έκαναν κάπως. Το Τσερνόμπιλ ήτανε επίσης ένα θέμα, διότι έγινε το ‘86, νομίζω, συνέβη. Επίσης, αισθανθήκαμε πολύ μεγάλο φόβο, διότι, ενώ έγινε στην Ουκρανία, άρχισαν να μας λένε: «Μην τρώτε χόρτα, μην πίνετε γάλα από τη Βόρεια Ελλάδα, γιατί μπορεί να είναι... να έχει περάσει όλο αυτό το πράγμα στο υπέδαφος» και όλο αυτό κάπως μας εγκλώβισε και ήτανε και αυτός ο φόβος, τι μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή που μπορεί να συμβεί σε μία χώρα τόσο μακριά από εσένα και να σε επηρεάσει. Η Ελλάδα φαινόταν να είναι μακριά από όλα και ταυτόχρονα μέσα στα πράγματα. Τότε αρχίζει να μπαίνει λίγο στο… Να μπαίνει στο χάρτη η Ελλάδα. Έφταιγε πολύ το ότι το ΠΑΣΟΚ τότε είχε δώσει πολύ μεγάλο βάρος στην εξωτερική πολιτική και κυρίως στις προσωπικές σχέσεις που ο Παπανδρέου ο Ανδρέας είχε με ξένους ηγέτες. Επειδή ο ίδιος ήταν μία χαρισματική προσωπικότητα— ασχέτως πολιτικής κατεύθυνσης και πώς χειρίστηκε κυρίως το οικονομικό κομμάτι— σαν προσωπικότητα ήταν πάρα πολύ ισχυρή. Ήτανε λαοπλάνος, μπορούσε να σε κοροϊδεύει μπρος στη μούρη σου και εσύ να λες: «Τι ωραία που τα λέει». Πραγματικά ήταν ο τελευταίος μεγάλος ηγέτης που έχει περάσει ποτέ από την Ελλάδα και αυτό είχε αντίκρισμα και έξω. Οπότε εμείς μεγαλώσαμε λίγο με μία αίσθηση ότι οι Λιβύοι είναι φίλοι μας, γιατί ο Gaddafi ήταν φίλος με τον Παπανδρέου. Ο Olof Palme ήταν προσωπικός φίλος του Παπανδρέου, λίγο σαν τον Gandhi το είχαμε δει εμείς έτσι ένα…. Η Indira Gandhi ήταν επίσης φιλενάδα του Παπανδρέου— φίλη, όχι φιλενάδα, μην παρεξηγηθούμε. Είχε παντρευτεί Αμερικάνα, οπότε οι Αμερικάνοι ήταν επίσης φίλοι μας. Μία τέτοια φάση λίγο, αυτό μας επηρέασε όλους. Ήταν σαν να ξεκινάς ένα χορό, είσαι σε ένα πανηγύρι και αρχίζαν να χορεύουν και— θέλοντας και μη— μπαίνεις και εσύ σε αυτό το χορό και σε παρασέρνει όλο αυτό το πράγμα, όλη αυτή η ευφορία. Ήταν σαν να ζούμε μία παρατεταμένη μεταπολίτευση που είμαστε πάρα πολύ χαρούμενοι που φύγαμε από τη Χούντ[00:10:00]α; Επειδή όμως αυτό δεν το γιόρτασε ο κόσμος, όπως έπρεπε, όταν πραγματικά έγινε μεταπολίτευση, γιατί ήτανε πάρα πολύ σφιχτά τα πράγματα, ουσιαστικά ξέδωσε μετά, περίπου 10 χρόνια μετά. Από το ‘81 μέχρι το ‘85 ήτανε πολύ χρυσή περίοδος και μετά άρχισε λίγο να φθίνει το πράγμα. Ειδικά προς το τέλος της δεκαετίας με τα σκάνδαλα Κοσκωτά και τα λοιπά που ξεσπάσαν τα οικονομικά, αλλαγή κυβέρνησης, κυβέρνηση συνεργασίας που ποτέ δεν περπάτησε και όλα αυτά που οδήγησαν σε μία δεκαετία του ‘90 εντελώς διαφορετική, άλλο τοπίο.
Σε όλο αυτό το πράγμα, σε αυτό το πλαίσιο, εμείς οι έφηβοι ζούσαμε, διασκεδάζαμε και προσπαθούσαμε να βρούμε τα πατήματα μας. Αυτό που ακόμα συζητιέται— αν το δεις και σε εκπομπές και αυτά— είναι η περιβόητη μουσική της δεκαετίας του ‘80. Τη μουσική θα τη χωρίσω σε 2 μεγάλα κομμάτια στην Ελλάδα - το ένα είναι η ελληνική μουσική, που τότε είχε πολύ μεγάλη άνοδο. Κυρίως όμως είχανε άνοδο τα μπουζουκομάγαζα με τα γλέντια, σπάω πιάτα, ακούω Λευτέρη Πανταζή, Άντζελα Δημητρίου, Αντύπα, όλο αυτό το πράγμα με τις ζεϊμπεκιές και δεν ξέρω και εγώ τι, ντιριντάχτα, πολύ, πολύ, όλο αυτό φοριόταν πάρα πολύ, δηλαδή όλοι πηγαίνανε και διασκέδαζαν στα μπουζούκια. Και υπήρχαμε και εμείς οι έφηβοι που καμία σχέση με αυτό το πράγμα. Και ήμασταν είτε pop είτε rock είτε heavy metal, πάντως ξένη μουσική και από τα ελληνικά κάτι συγκεκριμένα πράγματα. Ήτανε μία ολόκληρη κατηγορία ανθρώπων, που είχε αναπτύξει μία αισθητική και μία νοοτροπία, η οποία ταίριαζε πάρα πολύ με τη λαϊκή μουσική, τα μπουζούκια, τα ουίσκια και, και δεν ξέρω και εγώ τι, έξω από εμάς. Η παράδοση δεν ήτανε τότε πολύ στα πάνω της, μετά κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 ξαναξεκινήσανε να τη βρίσκουν την παράδοση από όπου και να ερχότανε. Εδώ στην Κρήτη παρέμενε, δηλαδή δεν μπορούσες να πας σε γάμο και να μην έχει κρητικά και μετά λαϊκά, αλλά δεν ήταν τόσο πολύ δηλαδή οι νέοι να πηγαίνουν να μαθαίνουν λύρα και να αρχίσουν να τραγουδάνε κρητικά. Τότε ήταν πιο πολύ να στρέφεσαι σε ξένη μουσική, πολύ μεγάλες μουσικές σκηνές. Δεν ήταν η Αμερική πρώτη, ήταν η Αγγλία. Ήτανε μία εποχή που η Αγγλία είχε απίστευτη άνοδο στην pop μουσική. Ξεκινούσαν τα πολύ μεγάλα συγκροτήματα— ήταν η εποχή των συγκροτημάτων, όχι τόσο των μεμονωμένων τραγουδιστών— συγκροτήματα άπειρα. Ήτανε το Manchester, ήτανε— πέρα από το Λονδίνο— και άλλες πόλεις, το Liverpool, πόλεις της Αγγλίας από τις οποίες ξεμυτούσαν συνέχεια νέα συγκροτήματα, συγκροτήματα τα οποία ως επί το πλείστον παίζανε pop μουσική, η οποία pop μουσική έχει ένα χαρακτηριστικό, σε κάνει χαρούμενο. Σου μένει εύκολα, είναι μουσική που είναι αρκετά εύπεπτη, μπορεί να περάσει μηνύματα, τα περνάει όμως με έναν εύκολο τρόπο, έναν ευχάριστο τρόπο, έναν τρόπο που κακά τα ψέματα αγαπούν πολύ περισσότερο τα εφηβάκια, διότι είναι πολύ ωραίο στα 13 σου να ακούς ένα εύκολο μπιτάκι, που θα σου περάσει και ένα μήνυμα λίγο πολιτικό, αλλά θα στο περάσει έτσι, απ’ το ν'' ακούς κάτι πολύ βαρύ, που σε ρίχνει. Υπήρχε φυσικά, και μάλιστα τότε ήτανε μία φάση— κάπου στο λύκειο ήμουνα, μιλάμε για το ‘85-’86 — όπου στην τάξη, ας πούμε, είχα ένα φίλο, όπου μαλώναμε κάθε μέρα και οι καυγάδες μας ήτανε οι εξής, αν η ροκ μουσική είναι καλύτερη από την pop, την heavy metal, ποιος θα κερδίσει; Ποιος θα πει τα πιο πολλά; Και αν είσαι ΠΑΣΟΚ ή Νέα Δημοκρατία. Ναι, δεν παίζανε αλλά. Το ΚΚΕ έπαιζε πάντα, αλλά σε μία πολύ συγκεκριμένη κατηγορία, ήτανε πολύ συγκεκριμένο το ποσοστό του ΚΚΕ πάντα, αρκετά καλύτερο απ’ ό,τι είναι τώρα, ψηλότερο ήτανε. Αλλά ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία άπειροι καυγάδες στα καφενεία, και αυτό μεταφερότανε και στα σχολεία, γιατί αναλόγως με τους γονείς ήτανε και τα παιδιά. Λίγο για πλάκα, αλλά και σοβαρά, ό,τι καταλαβαίναμε και από τις ειδήσεις. Δεν ήταν και εποχή τώρα που βλέπουμε ειδήσεις, μη γελιόμαστε. Από σπόντα τα μαθαίναμε τα πράγματα, όταν οι γονείς μας βάζανε ειδήσεις στην τηλεόραση ή αλλάζαμε κανάλι ή βάζαμε τις φωνές, γιατί θέλαμε να δούμε κάτι άλλο. Κλασικά: «Ρε μαμά, πάλι ειδήσεις θέλεις να δεις;», κλασικά. Τα πιάναμε όμως, ακούγαμε τι γινότανε. Η pop μουσική λοιπόν πολύ μεγάλο κομμάτι. Η αγγλική σκηνή εδώ είχε κάνει θραύση στην Ελλάδα. Ήταν συγκροτήματα τύπου Duran Duran. Εγώ ήμουνα φανατική τότε, είχαμε γραφτεί με την αδερφή μου στο fan club των Duran Duran που τότε για να μπορέσεις να επικοινωνήσεις με το συγκρότημα, έπρεπε να πας μόνο στην Τράπεζα της Ελλάδος, να στείλεις λεφτά, με ένα συγκεκριμένο τρόπο, να σου απαντήσουν με γράμμα και οτιδήποτε κάνεις να είναι μέσω αλληλογραφίας και δεν ήταν και πολύ εύκολη επικοινωνία, δεν υπήρχε τότε ηλεκτρονική επικοινωνία, ήτανε μόνο έτσι. Το κάναμε! Πήγαμε, καταθέσαμε τα χρήματα και γίναμε μέλη του Fan Club. Μας στέλνανε αφισούλες, γράμματα με τις υπογραφές των τραγουδιστών, των μελών του συγκροτήματος, διάφορα τέτοια. Αγοράζαμε μανιωδώς όλα τα περιοδικά που κυκλοφορούσαν και είχανε να κάνουν με τη μουσική. Υπήρχαν δηλαδή περιοδικά που τα παίρναμε κι για άλλους λόγους. Μανίνα, Κατερίνα μεγάλο κεφάλαιο, αντίστοιχα των αγοριών ήταν Το αγόρι και ο Μπλεκ, μεγάλο κεφάλαιο Μανίνα, Κατερίνα! Διαβάζαμε κάτι ιστοριούλες σαν φωτορομάντζα πιο νεανικά, είχανε στίχους από τραγούδια, μιλούσαν για συγκροτήματα, γράφανε οι, ο Νίκος Μουρατίδης έγραφε τότε στη Μανίνα, τον είχαμε αγαπήσει τότε, ναι, δεν τον βλέπαμε ποτέ, διαβάζαμε μόνο τι έγραφε, και η Βίκυ Βανίτα, η οποία έχει πεθάνει τώρα, παλιά ηθοποιός, η οποία όμως καθότανε κι έγραφε. Γράφανε στήλες τότε σε αυτά τα περιοδικά αυτοί. Αργότερα βγήκανε τα περιοδικά του Κωστόπουλου, το Κλικ, μεγάλο κεφάλαιο το Κλικ σ’ αυτή την εποχή, το διαβάζαμε μανιωδώς. Νομίζω ότι ο Πέτρος Κωστόπουλος δημιουργούσε μόδα. Έφτιαχνε μόδες, ανέβαζε, κατέβαζε ανθρώπους, ήταν πάρα πολύ δυνατός τότε. Και βέβαια έγραφε τα πιο εμπνευσμένα editorial που είχαμε διαβάσει ποτέ. Ήταν η εποχή επίσης που οι πιο αριστερίζοντες διαβάζανε τον Θέμο Αναστασιάδη, γιατί τότε, ναι, ήτανε ψαγμένος, ήτανε αλλιώς. Διάβαζαν έτσι κείμενα δημοσιογράφων που θεωρούνταν πιο ψαγμένοι, που πολλοί— δεν ξέρω για τον Θέμο Αναστασιάδη— προέρχονταν από το παλιό ΚΚΕ-Εσωτερικού. Ναι το ΚΚΕ-Εσωτερικού ήτανε ο αντίποδας του ΚΚΕ, ήταν πιο ροζ, αυτό είχα στο μυαλό μου πάντα, ότι ο ΚΚΕ-Εσωτερικού ήταν πιο ροζ. Είχε όμως ανέκαθεν τους πιο μεγάλους διανοούμενους, είχε πάντα πολύ ψαγμένους και διαβασμένους ανθρώπους μέσα στο δυναμικό του. Δεν ξέρω αν θα μπορούσαν ποτέ πολιτικά να σταθούν, αλλά ήτανε κεφάλια της διανόησης. Κάποιοι διάβαζαν λοιπόν... Και έφηβοι ασχολούνταν με αυτό το κομμάτι, και εμείς περάσαμε από αυτό, όλοι περνούσαμε από αυτά! Και εγώ και η αδερφή μου ήμασταν σε μία κατηγορία που θέλαμε να έχουμε άποψη για όλα. Από την ξένη τώρα μουσική, δεν ήταν και πολύ εύκολο. Πού θα τα βρεις όλα αυτά τα κομμάτια, την αγγλική μουσική σκηνή πού θα την ακούσεις; Ελεύθερη ραδιοφωνία δεν υπήρχε! Ακούγαμε τον Πετρίδη, τον Γιάννη Πετρίδη, στο Πρώτο Πρόγραμμα, που είχε κάθε απόγευμα 16:00-17:00 για πάρα πολλά χρόνια μουσική εκπομπή, όπου σου έλεγε όλα τα καινούργια, ο άνθρωπος είχε μία απίστευτη δισκοθήκη, ήταν η εποχή του βινυλίου καταρχήν. Βινύλιο και μόνο. Τα CD ήρθαν προς το τέλος και λίγο μας το χαλάσανε. Σαν το βινύλιο δεν έχει, ηχητικά καμία σχέση! Ο ήχος που ακούς από το βινύλιο δεν είναι εξίσου καλός, απ’ ότι ακούς στην ψηφιακή έκδοση, αλλά ήτανε άλλο πράγμα! Η μυρωδιά του να πάρω τον καινούργιο δίσκο, να το γυρίσω πίσω, να διαβάσω, να βάλω στο πικαπ να παίζει, ήτανε μία ολόκληρη ιεροτελεστία! Έπρεπε να πάρουμε το δίσκο, να τον ακούσουμε μία πρώτη φορά, για να δούμε τι μας τραβάει, αλλά είχαμε αποφασίσει με την αδερφή μου, ότι θέλαμε 3 ακούσματα για να καταλάβουμε ποιο είναι το τραγούδι, που μας αρέσει περισσότερο. Ήθελες 3 ακούσματα και τώρα καν’ το να δεις. Ένα τραγούδι που το ακούς πρώτη φορά και σου αρέσει πολύ, άκου το 3 συνεχόμενες φορές και θα καταλάβεις την τρίτη φορά αν όντως είναι ένα τραγούδι, που θα γίνει αγαπημένο σου ή όχι, ή το βαρέθηκες ήδη. Ήταν λοιπόν πολύ χαρακτηριστικό αυτό, ακούγαμε δίσκους, ακούγαμε μουσική. Δεν την είχαμε να παίζει χαλί και κάναμε κάτι άλλο, ακούγαμε μουσική. Όταν πηγαίναμε να αγοράσουμε δίσκους, ήταν ένα απόγευμα μετά στο σπίτι που βάζαμε τους δίσκους και τους ακούγαμε και αυτό ήταν ενασχόληση, ήτανε full time αυτό το πράγμα. Μαθαίναμε λοιπόν από τον Πετρίδη, από τα περιοδικά γιατί περιοδικά ερχότανε, μπορούσες να αγοράσεις πολλά. Η τηλεόραση είχε κάτι, το Μουσικόραμα ας πούμε, έναν τυπά στην ΕΡΤ1 τέλος πάντων, — έναν Γιώργο κάτι, δεν θυμάμαι επίθετο— , μια μουσική βιντεοθήκη στην ΕΡΤ2 που ήταν τότε στην αρχή ΥΕΝΕΔ κι έγινε ΕΡΤ2. Δεν είχαμε μεγάλες ευκαιρίες. Είχαμε όμως στην Κρήτη ένα που για εμάς ήταν καλό, ασχέτως της πολιτικής διάστασης, που δεν ήταν καθόλου καλό, την Αμερικανική Βάση. Υπήρχε η Αμερικανική Βάση στις Γούρνες—. Γούβες, Γούβες τέλος πάντων, πάντα το μπερδεύω αυτό. Τι σήμαινε για μας Αμερικανική Βάση; Εμείς ούτε τσιγάρα αφορολόγητα πηγαίναμε να παίρνουμε, ούτε τίποτα, ούτε καν είχαμε επισκεφτεί τη Βάση, δεν είχαμε γνωστούς μέσα. Είχε όμως ένα ραδιόφωνο που το πιάναμε και είχε τα αμερικανικά chart, οπότε top 10, top 50, top 100 των τραγουδιών της Αμερικής! Και έλεγε και τα άλλα τα Ευρωπαϊκά, αλλά κυρίως ήτανε της Αμερικής. Οπότε ξέραμε τι γινότανε στην Αμερική, εκεί μαθαίναμε. Από την Αμερικανική Βάση μάθαμε ότι όταν βγήκε το Thriller του Michael Jackson, έγινε κατευθείαν νούμερο 1 κι έμεινε τόσες εβδομάδες. Νούμερο 1! Πότε έγινε νούμερο 1 η Madonna; Και πόσες εβδομάδες παρέμεναν τα τραγούδια της νούμερο 1; Όταν βγήκε η Whitney Houston, ναι. Όταν ήτανε o Bruce Springsteen στα πολύ πάνω του. Όλη αυτή η[00:20:00] αμερικάνικη μουσική σκηνή την ακούγαμε από εκεί, οπότε μας είχε περάσει, την ξέραμε και όταν πια ήρθε η ελεύθερη ραδιοφωνία, που στην Αθήνα έφτασε στα τέλη της δεκαετίας του ‘80— όχι τέλη, λίγο μετά τη μέση— ενώ στο Ηράκλειο άργησε περισσότερο, είχαμε τουλάχιστον την ευκαιρία να ανεβαίνουμε στην Αθήνα και ήδη ξέραμε τι γίνεται.
Απλά ανεβαίναμε στην Αθήνα και γράφαμε κασέτες. Είχαμε μία θεία στην Αθήνα που έμενε, αδερφή της μαμάς. Εμείς με την Αθήνα είχαμε μία σχέση, πηγαίναμε τουλάχιστον μία φορά το χρόνο. Συνήθως πηγαίναμε Σεπτέμβρη, μας αγόρασε η μαμά τα σχολικά και τα καινούργια ρούχα από τα «Μινιόν». Ναι, παίρναμε λοιπόν τα καινούργια μας πραγματάκια και τα όλα μας τα σχολικά και γυρίζαμε μετά. Αυτό εμείς το κρατήσαμε με την αδερφή μου ως καλλιτεχνική ενημέρωση. Ανεβαίναμε μια με δυο φορές τον χρόνο, η μαμά άνετη, γιατί ήξερε ότι θα πάμε στην θεία και θα μείνουμε. Μας έδινε μόνο λεφτά και πηγαίναμε λοιπόν εμείς, ψάχναμε όλα τα δισκάδικα. Ξέραμε από πριν από τα περιοδικά ποιο δισκάδικο είχε τις καλύτερες τιμές, που θα βρούμε τα ψαγμένα που θέλαμε και πηγαίναμε λοιπόν εκεί, αγοράζαμε δίσκους, ακούγαμε όλη την ημέρα ραδιόφωνο και είχαμε πάρει ένα πάκο κασέτες και γράφαμε— εξηντάρες μας αρέσανε, οι ενενηντάρες χαλούσανε εύκολα και οι σαραντάρες ήταν μικρές —εξηντάρες TDK, ως επί το πλείστον.
Και μετά κατεβαίναμε κάτω και ακούγαμε για μήνες και είχαμε πάντα τα καινούργια κομμάτια εμείς διαθέσιμα. Το ίδιο έκανα βέβαια, αυτό το κράτησα και όταν πέρασα στο Ρέθυμνο— που πέρασα στα τέλη του ‘89— είχα ήδη, κρατούσαμε μουσικές εκεί που δεν ήταν τόσο ενημερωμένος ο κόσμος ούτε στα μαγαζιά. Κάποιος DJ που τον είχαμε γνωρίσει, έπαιζε μουσική για μήνες με τους δικούς μας δίσκους, του είχαμε δανείσει δίσκους και έπαιζε στη Λέσχη στο Ρέθυμνο. Ο Ορέστης τότε αξέχαστα— επίθετο δεν θυμάμαι — Ορέστης πάντως, ο οποίος είχε έρθει και είχε παίξει και εδώ στο «Καφέ Αμάν». Μεγάλο κεφάλαιο του Ηράκλειου το «Καφέ Αμάν», το οποίο τώρα λέγεται «Garden», είναι στο πλάι του Αγίου Τίτου. Το «Garden» αν έχεις δει είναι το «Καφέ Αμάν» το παλιό, το οποίο είχε καεί κιόλας κάποια στιγμή. Έχουν κρατήσει, νομίζω, κάποια στοιχεία από το «Καφέ Αμάν», το οποίο ήτανε το μπαρ των ψαγμένων. Fashion victims ουσιαστικά ήτανε, τα γνωστά θύματα της μόδας. Εκεί για να πας, μαζευόταν όλη η Αμερικανική Βάση, οι οποίοι χορεύανε καταπληκτικά όλοι από εκεί και μαζεύονταν όλοι αυτοί από 16-17 μέχρι 30, που τους άρεσε η ξένη μουσική, τα μπιτάκια, soul μουσική, έπαιζε πάρα πολύ soul, μαύρη μουσική, αγαπημένη. Από την αμερικανική σκηνή, νομίζω μας άρεσε περισσότερο το κομμάτι της Μotown, της εταιρείας που έβγαζε πολύ soul και ακούγαμε όλα αυτά τα ωραία, κτός από τον Michael Jackson που ήταν πιο... διεθνής τέλος πάντων. Και μαζευόταν και όλοι αυτοί που φορούσαν την τελευταία λέξη της μόδας, το μαλλί, το μακιγιάζ έπρεπε να είναι μόνο της τελευταίας πραγματικά στιγμής! Δεν μπαίνανε αν δεν φορούσαν καινούργια… Όχι, δεν υπήρχε face control, υπήρχε αλλού, αλλά για να πάνε, έπρεπε να πάνε με συγκεκριμένο dress code. Η αδερφή μου ξημεροβραδιαζόταν εκεί και εγώ πήγαινα όταν ερχόμουν από το Ρέθυμνο. Ναι, ήθελε ουσιαστικά ένα dress code, όχι γιατί θα σου έλεγε κανείς τίποτα, δεν ήθελες να αντιμετωπίσεις το βλέμμα των άλλων. Ναι, το βλέμμα μπορούσε να σκοτώσει. Δηλαδή εάν έμπαινες μέσα με προηγούμενης σεζόν μπουφάν ή με ρούχα που δεν ήτανε για μπαράκι, σε κοιτούσανε από πάνω μέχρι κάτω και δεν ήθελες τη ζωή σου! Μιλάμε ότι όταν είσαι γύρω στα 20, αυτό είναι μη σου τύχει! Αυτό πονάει πολύ, δεν θες! Οπότε ναι στο Ηράκλειο μεγάλο κεφάλαιο της διασκέδασης, που έπαιζε ακριβώς αυτή τη μουσική, που ακούγαμε, ήταν τον «Καφέ Αμάν». Φυσικά υπήρχαν οι ντισκοτέκ - μεγάλη έξαρση. Τις χοροεσπερίδες από τα σχολεία τις κάναμε στις ντισκοτέκ. Θυμάμαι την «Piper» στο Ηράκλειο, πολύ αργότερα το «La Scala», το οποίο ήταν στην «Mποφώρ» και έπαιζε εκεί μουσική ο Σφουγγαράς, ο οποίος έκανε και εκπομπές στο ράδιο με πολύ ωραία φωνή, πραγματικά ωραία φωνή, και έβαζε και ωραία κομμάτια. Ήταν λοιπόν γνωστός DJ. Αυτός που έβαζε μουσική στο «Καφέ Αμάν», πρέπει να είναι μέτοχος, δουλεύει και τώρα στο «Garden». Από εδώ γείτονας, τον ξέραμε, παλιός γνωστός, τον θυμήθηκε η αδερφή μου, όταν πήγαμε στο «Garden». Άλλες; Υπήρχαν! Υπήρχαν διάφορες άλλες ντίσκο, εγώ τις θυμάμαι από τις χοροεσπερίδες, διότι στα 17-18 δεν πηγαίναμε εύκολα εμείς ντίσκο, δεν ήμασταν αυτής της κατηγορίας παιδιών. Δεν μας άφηναν εύκολα να πάμε. Ουσιαστικά και η Βιβή σαν φοιτήτρια ξεκίνησε να βγαίνει πολύ στο «Καφέ Αμάν» και αυτά. Μετά εντάξει, μετά τα 18 που ήμασταν λίγο πιο ελεύθερες, πιο μεγάλες, είχε και την άνεση η μαμά μου ότι είμαστε ενήλικες, μπορούμε να κυκλοφορήσουμε, αλλά στα 15-16 μόνο στις χοροεσπερίδες. Και επειδή ακριβώς είχαμε την τύχη να έχουμε ένα χρόνο διαφορά και να είμαστε μαζί, πήγαινε η μία στην χοροεσπερίδα της άλλης και έτσι μπορούσαμε να πηγαίνουμε και οι δύο και να είμαστε πάντα μαζί και να μην κινδυνεύουμε, όταν θα γυρίσουμε σπίτι, γιατί 90% ερχόμασταν με τα πόδια! Σιγά μην παίρναμε ταξί τώρα, να σπαταλήσουμε τα λεφτά μας, να πάρουμε ταξί, για να ‘ρθουμε στο σπίτι! Δεν είναι δυνατόν! Περπατούσαμε! Ερχόμασταν με τα πόδια από όπου πηγαίναμε. Η μουσική λοιπόν πολύ μεγάλο κομμάτι. Θυμάμαι τη ζωή μου της δεκαετίας του ‘80 με μουσική και μόνο, μουσική. Από ελληνικά επιλεγμένα. Ελευθερία Αρβανιτάκη, Δήμητρα Γαλάνη πάντα πολυαγαπημένη, Χατζηδάκι. Κάποια από πιο παλιά, δηλαδή εμείς μεγαλώσαμε με Ξυλούρη, ναι, ακούγαμε Ξυλούρη μικρές, όπως ακούγαμε και ό,τι μουσική υπήρχε εκείνη την εποχή, γιατί είχαμε και το σουβλατζίδικο και η μάνα μου έπαιζε μουσική ελληνική. Δεν έπαιζε, έβαζε στο... Κασέτες έπαιρνε και έβαζε μουσική που είναι αποδεκτή, ναι. Οπότε ακούγαμε πολύ τέτοιο.
Επίσης, ένα μεγάλο κομμάτι της πολιτικής το είχαμε μάθει μέσα από τη σάτιρα, κυρίως του Χάρρυ Κλυνν. Χάρρυ Κλυνν κεφάλαιο στις εκπομπές στην τηλεόραση, δίσκοι, έβγαζε δίσκους με τραγούδια χιουμοριστικά που ήταν ως επί το πλείστον πολιτικά. Εντάξει, έκανε σάτιρα κυρίως στον Παπανδρέου, οπότε περνούσε ένα μεγάλο κομμάτι της πολιτικής κατάστασης, μας περνούσε εμάς μέσω του χιουμοριστικού αυτού δεδομένου τέλος πάντων, μας περνούσε λίγο, ήταν πιο εύπεπτο και ήταν και η εποχή που στο θέατρο κυριαρχούσε πάρα πολύ η… Όχι η πρόζα, η επιθεώρηση, η οποία επίσης ήτανε, ως επί το πλείστον, πολιτική— βωμολοχία κλασικά— αλλά και πάρα πολύ πολιτικό σχόλιο. Και όποτε πηγαίναμε στην Αθήνα η μαμά μου έπρεπε οπωσδήποτε να δει ένα δράμα. Αλλά όταν λέμε δράμα μιλάμε από Βυσσινόκηπο και πάνω, Τσέχωφ και πάνω, Τρεις αδερφές και τέτοια. Και μετά για το ξελαμπικάρισμα μία επιθεώρηση, και φυσικά μας έσερνε παντού μαζί. Επίσης, θυμάμαι επειδή της άρεσε πάρα πολύ θέατρο, κινηματογράφος, ό,τι ερχόταν εδώ έπρεπε να το δούμε. Οπότε, δεν είχε τι να μας κάνει, κι έτσι από πολύ μικρή θυμάμαι να πηγαίνω σε θέατρα κι αρχαίες τραγωδίες - να μην καταλαβαίνω τίποτα - να έχουμε δει ταινίες όπως Ελευθέριος Βενιζέλος: 17 σφαίρες για έναν άγγελο. Που δεν ήταν ταινίες ακριβώς της ηλικίας μας. Δεν είχε βγει το άνω των 18, όχι! Όλοι όλα! Βλέπαμε και τον απίστευτο Δαλιανίδη και Στάθη Ψάλτη και Σταμάτη Γαρδέλη. Και μη σου τύχει! Χειρότερη δεκαετία για τις ελληνικές ταινίες δεν νομίζω ότι έχει υπάρξει! Απίστευτες βιντεοταινίες μετά… Χάλια, χάλια αυτό! Το Ταξίδι στα Κύθηρα θυμάμαι ότι είχα δει του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Θυμάμαι λοιπόν αξέχαστα, μας πήρε η μαμά μου— δεν θυμάμαι πόσο χρονών ήμουνα, μικρή πάντως σίγουρα δεν ήταν για την ηλικία μας— να δούμε το Ταξίδι στα Κύθηρα. Το μόνο που θυμάμαι είναι η τελευταία σκηνή με τον Κατράκη και όλους τους άλλους που παίζανε, πάνω σε μία σχεδία να πηγαίνουν στα Κύθηρα. Μόνο αυτά θυμόμουνα από την ταινία, τίποτα άλλο! Για χρόνια θυμόμουνα μόνο αυτό! Νομίζω ότι κατάφερα πολύ μεγάλη πια, φοιτήτρια, διότι λέω: «Πρέπει να το δω». Είχα δει τα άλλα του Αγγελόπουλου τα πιο καινούργια που βγαίνανε. Ντρεπόμουνα να πω ότι εμένα μ’ αρέσανε και το Μετέωρο βήμα του πελαργού, κυρίως Το βλέμμα του Οδυσσέα. Εμένα μ’ αρέσανε αυτές οι ταινίες και απορούσα γιατί μ’ αρέσανε εμένα αυτές οι ταινίες. Δεν το έλεγα στους άλλους. Ναι, ναι, μαζί με τα blockbuster τα μεγάλα αμερικανικά έβλεπα και τέτοια. Και λέω να δω και Το ταξίδι στα Κύθηρα, γιατί το μόνο που θυμάμαι είναι η σχεδία, να δω τι ήταν αυτή η ταινία! Εντάξει τα κατάφερα, το είδα! Λέω: «Όχι, λάθος της μάνας μας, δεν έπρεπε να μας παίρνει σε τέτοια!». Είδαμε ταινίες, είδαμε εκείνο το... Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο. Για τον Μπελογιάννη νομίζω ήταν αυτό; Δεν έπρεπε να το έχουμε δει αυτό το πράγμα, πραγματικά δεν έπρεπε σε αυτήν την ηλικία! Αλλά... Και τι θέατρα έχουμε δει και δεν τα θυμάμαι! Δεν το συζητώ! Κάτι του Γιάννη Φέρτη στα νιάτα του, τότε που ήταν παντρεμένος με τη Μιμή Ντενίση! Είχαμε δει πολλά, Βουγιουκλάκη που είχε κατέβει... έχουμε δει! Έχω δει τη Βουγιουκλάκη στο Βίκτωρ Βικτώρια, στο θέατρο. Ναι, τόσο παλιά! Και στο Νυφικό κρεβάτι επίσης την έχω δει! Ναι! Έχουμε τέτοιες αναφορές, διότι σου λέω η μαμά αγαπούσε θέατρο και κινηματογράφο. Να μας αφήσει, που να μας αφήσει; Μας έπαιρνε μαζί και πηγαίναμε, όποτε ερχόταν εδώ και όποτε πήγαινε στην Αθήνα. Κάτι το οποίο κρατήσαμε με τη Βιβή και όταν ανεβαίναμε στην Αθήνα— ανεβαίναμε ξέρω ‘γω 5 μέρες— στα διαλείμματα όταν ψάχναμε δίσκους και ακούγαμε μουσική, πηγαίναμε τουλάχιστον 2 θέατρα και άλλες 2-3 ταινίες, που δεν είχαν προλάβει να κατέβουν κάτω. Θέατρα βλέπαμε— όχι πια Τσέχωφ και επιθεώρηση, την επιθεώρηση την είχαμε διαγράψει εντελώς από το πλάνο— αλλά θέατρα, τα οποία ήταν λίγο πιο μοντέρνα, τα ‘χαμε ακούσει, ξέραμε τους ηθοποιούς, ήτανε και εποχή σου λέω που ούτε ο ελληνικός κινηματογράφος είχε ιδιαίτερη άνθηση. Δηλαδή μετά τον Δαλιανίδη και όλο αυτό το απίστευτο πράγμα, που τώρα τα δείχνει καμιά φορά η τηλεόραση και δεν θέλω ούτε τους τίτλους να δω! Δεν μου αρέσανε τότε να καταλάβεις[00:30:00]. Μετά από αυτό ήρθε. Ούτε και η τηλεόραση είχε τίποτα φοβερό, είχε ορισμένα που μας είχανε μείνει. Στο θέατρο πια ήταν ότι παίζανε, οπότε και οι ηθοποιοί τα δίνανε όλα, και ουσιαστικά εκεί δουλεύανε και είχε πάρα πολλά θέατρα τότε και ήτανε και ήταν και πιο οικονομικό. Δεν ήθελες ένα μισθό για να πας στο θέατρο! Οπότε μπορούσες να πας και 2 και 3 θέατρα την εβδομάδα που θα ήσουνα Αθήνα. Τώρα μισό. Στην τηλεόραση τώρα αντίστοιχα πριν αρχίσει... Πριν αρχίσουν τα πολλά πολλά, θυμάμαι ότι βλέπαμε Μεθοριακό σταθμό και το θυμάμαι ασπρόμαυρο, το Λούνα παρκ με τον Παπαγιαννόπουλο, εκτός από τα— για τα ελληνικά μιλάμε, μιλάμε για την ελληνική τηλεόραση— την Κραυγή των Λύκων, η Μαρία Αλιφέρη είχε τότε μεγάλη πέραση. Είχε 2 εκπομπές με παιχνίδια και ένα σίριαλ, την Κραυγή των Λύκων, Φώσκολος προ της Λάμψης! Εποχή είχε αφήσει αυτό το σήριαλ, το βλέπαμε όλοι φανατικά! Τότε παίζανε μία φορά την εβδομάδα, και το Θέατρο της Δευτέρας. Απίστευτο! Είχαμε δει πραγματικά το θέατρο γενικά, είτε ξένο θέατρο, ρωσικό, σκανδιναβικό, αμερικάνικο, οτιδήποτε, κάτι Λεωφορείο ο Πόθος, κάτι οτιδήποτε, τα ‘χαμε μάθει εκεί από το Θέατρο της Δευτέρας. Αυτό ήταν ένα καλό που έκανε η τηλεόραση γιατί μαθαίναμε για το θέατρο, εμείς ειδικά που δεν είχαμε την ευκαιρία να πηγαίνουμε το μήνα μία φορά θέατρο, πηγαίναμε όταν ερχόταν εδώ. Οπότε είχαμε μάθει πολλά, έτσι γενικά υπήρχαν πάντα. Ενώ τώρα που το σκέφτεσαι, λες: «Πως στο καλό τα κατάφερναν τότε! δεν υπήρχε τεχνολογία, δεν υπήρχε κινητή τηλεφωνία, δεν υπήρχαν κανάλια στην τηλεόραση, δεν υπήρχε τίποτα! Πώς στο καλό ενημερώνονταν για όλα αυτά και τα βλέπανε;» Πάντα κάτι υπήρχε, πάντα υπήρχε ένας τρόπος και ψάχναμε και βρίσκαμε αυτόν τον τρόπο, για να ενημερωνόμαστε και εμείς για αυτά. Ταινίες βλέπαμε πάρα πολλές ξένες, πολλές ξένες, πολλές, και ήταν τότε η χρυσή εποχή των γιάπηδων. Οι περισσότερες λοιπόν ταινίες αμερικανικές αναφερόταν στο αμερικανικό όνειρο, το φτωχό κορίτσι που πάει στο Manhattan, πιάνει δουλειά σε μία χρηματιστηριακή και ξαφνικά γίνεται πλούσια και ερωτεύεται και τον πλούσιο διευθυντή της. Αυτοί που ξεκινήσανε από πολύ χαμηλά αλλά κατάφεραν και βγάλανε λεφτά. Μετά ήταν οι νεανικές ταινίες τύπου Επιστροφή στο μέλλον, Karate Kid και διάφορα άλλα, ήταν μία ομάδα ηθοποιών, οι οποίοι παίζανε πάνω κάτω οι ίδιοι σε ταινίες νεανικές, με High School, με τέτοια τέλος πάντων, μία ολόκληρη σειρά τέτοιων ταινιών. Τις είχαμε δει όλες και ξέραμε όλους τους ηθοποιούς, οπότε έπρεπε να δούμε όλες τις ταινίες με τους ηθοποιούς, είχαμε δει το ξεκίνημα μεγάλων ηθοποιών. Πες τον αυτόν με τις Επικίνδυνες αποστολές. Ναι, τέλος πάντων.
George Clooney;
Όχι, ο George Clooney είναι πολύ μετά. Αυτός βγήκε από την τηλεόραση κατ’ αρχήν, από το ER , που εμείς το μεταφράζουμε λάθος Στην εντατική, αυτό ήταν Τα επείγοντα. Ναι, παρεμπιπτόντως ένα λάθος γίνεται εκεί. Ο George Clooney βγήκε από την τηλεόραση, μετά πήγε στον κινηματογράφο. Πάρα πολλές ταινίες!
Επίσης, μαζευόμαστε και βλέπαμε βίντεο όλες τις παλιές ταινίες που δεν είχαμε καταφέρει να δούμε στον κινηματογράφο. Μας πήγε η μαμά μου το 1985, που είχαμε πάρει έγχρωμη τηλεόραση από τους λίγους, από την τάξη μου ήμουνα η μόνη που είχα έγχρωμη τηλεόραση στο σπίτι. Μας νοικιάζει Χριστούγεννα ένα βίντεο, μας το κάνει έκπληξη, μας το νοικιάζει για 15 μέρες για να δει πώς θα αντιδράσουμε, αν αξίζει τον κόπο να μας πάρει. Πάμε λοιπόν και γραφόμαστε σε ένα video club. Δεν ξέρω πόσες ταινίες είδαμε, πρέπει να μην είχαμε βγει σχεδόν από το σπίτι για μέρες ολόκληρες! Όλες τις διακοπές των Χριστουγέννων! Και καθίσαμε και είδαμε όλες αυτές τις ταινίες που δεν είχε δείξει η τηλεόραση ποτέ και θέλαμε. Όλο τον James Bond καταρχήν, κάτι Superman, κάτι θρίλερ, Παρασκευή και 13, Εφιάλτης στο δρόμο με τις λεύκες. Είδαμε Hitchcock, άπάντα Hitchcock, λατρεύαμε Hitchcock!. Προσπαθήσαμε να δούμε— κάναμε διάφορες φιλότιμες προσπάθειες— να δούμε Ταρκόφσκι και κάτι τέτοια. Δεν τραβούσε το πράγμα, ήτανε... Και αργότερα κάτι Φασμπίντερ— τα βλέπαμε, γιατί έπρεπε! Ήμασταν σινεφίλ τρομάρα μας, αλλά όχι, όχι, δεν, δεν ήθελες! Τέλος πάντων, πάρα πολύ, πάρα πολύ σινεμά είδαμε με τις βιντεοταινίες αυτές. Όχι ελληνικά! Η μάνα μου λοιπόν ενθουσιάστηκε, που μας άρεσε τόσο πολύ και μας πήρε ένα βίντεο. Οπότε ό,τι αναφορά θέλαμε για τον ξένο κινηματογράφο και δεν την είχαμε... φτάσαμε μέχρι βουβές ταινίες! Φτάσαμε μέχρι πολύ πίσω τον Πολίτη Kane— λέγαμε: «Δεν γίνεται να μη δούμε τον Πολίτη Kane», το Όσα παίρνει ο άνεμος— ταινίες αναφοράς— το Λεωφορείο ο Πόθος, με το Marlon Brando, τον Νονό; Γινόταν να μη δεις τέτοιες ταινίες; Εμείς τότε που ήμασταν σινεφίλ; Πώς θα λέγεσαι σινεφίλ, αν δεν έχεις αναφορές, να καταλάβεις ότι αυτό είναι χιτσκοκική αναφορά, ή αυτός ρε παιδί μου, ότι Ο Πολίτης Kane, είχε σημαδέψει μία ολόκληρη γενιά, την Τζίλντα, να μη δεις την Τζίλντα; Gilda το κανονικό. Οπότε καθίσαμε και τα ‘δαμε όλα αυτά.
Βλέπαμε άπειρες ταινίες, διαβάζαμε άπειρα περιοδικά. Ελληνικά και ξένα για κινηματογράφο και μουσική, ακούγαμε ό,τι μουσική υπήρχε από ξένη, τα ξέραμε όλα! Προσπαθούσαμε να μάθουμε τους στίχους των τραγουδιών και επειδή τότε δεν υπήρχε Google, κατεβάζω τους στίχους, τους μαθαίνω, ακούγαμε προσεκτικά κόβοντας το τραγούδι συνεχώς, ειδικά αυτά που ήταν γραμμένα σε κασέτα— άκουγα λίγο, το σταματούσα και έγραφα αυτό που άκουγα και έτσι εξασκήσαμε τα αγγλικά μας, ουσιαστικά αγγλικά μάθημα από τις ταινίες και από τη μουσική, για να προσπαθήσουμε να γράψουμε τους στίχους. Έτσι μόνο μπορούσαμε να γράψουμε στίχους, δεν μπορούσαμε να τους βρούμε αλλού. Εκτός και αν κάποια περιοδικά τους έβαζαν. Ήταν γερή ενασχόληση, μιλάμε σπαταλούσαμε ώρες. Αυτό που τώρα είναι tablet, παιχνίδια και τέτοια. Εμείς τότε κάναμε αυτό. Είχαμε και εμείς τις εμμονές μας. Δηλαδή ναι, τη σημερινή εποχή θα ήμασταν κολλημένες στο tablet. Εννοείται όπως όλα τα παιδιά, οπότε και τότε και ήμασταν και πολύ μοντέρνες και μπροστά με όλο αυτό το πράγμα. Και εννοείται οι γονείς: «Πω πω, με όλους αυτούς που βλέπετε που είναι βαμμένοι! — Μακιγιάζ είχαν όλοι, Duran Duran σκυλοβαμμένοι— με όλους αυτούς που βλέπετε, και όλα αυτά τα τραγούδια και τι θα τα κάνετε και που θα μπουν τα περιοδικά στο σπίτι και θα βγούμε εμείς». Ακούγαμε πάντα από τους γονείς τέτοια πράγματα, αλλά ήτανε είχε ένα ρομαντισμό για εμάς, αλλά ο ρομαντισμός έχει να κάνει καθαρά με το τι ηλικία είχαμε εμείς τότε. Δεν ήτανε ρομαντική εποχή. Ρομαντική εποχή ήτανε η δεκαετία του ‘70. Εμείς, ένα χαρακτηριστικό της γενιάς μας, δεν είχαμε καθόλου επαναστατικότητα, καθόλου! Δεν ήμασταν πολιτικοποιημένοι, κομματικοποιημένοι φαινομενικά μπορεί, πολιτικοποιημένοι όχι! Δεν είχαμε να διεκδικήσουμε κάτι. Επίσης, τότε σου λέω ήταν ο Ψυχρός Πόλεμος, είχαν να ασχοληθούν μόνο με αυτό. Η Αμερική λοιπόν συνέχιζε να έχει την εμμονή με το Βιετνάμ γιατί δεν είχε ξεσπάσει ακόμα ούτε το Ιράκ, ούτε το Αφγανιστάν. Είχαμε κάτι μεγάλα δεδομένα— η πτώση του τείχους του Βερολίνου, η κατάρρευση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού και όλο αυτό το πράγμα με τη Σοβιετική Ένωση— τα βλέπαμε, αλλά δεν είχαμε να επαναστατήσουμε για κάτι. Δηλαδή θυμάμαι ότι οι αποχές και οι καταλήψεις στα σχολεία ήτανε για γελοία πράγματα, γιατί δεν μας πάνε εκδρομή, ας πούμε. Τι, τι να κάνεις! Δηλαδή δεν είχε κάτι φοβερό και σου λέω ότι και εμείς ήμασταν... Ζούσαμε σε μία προστατευμένη κοινωνία με λεφτά εκείνη την περίοδο, το τι έγινε μετά δεν μπορούσαμε να το δούμε τότε, το καταλάβαμε μετά. Και όλος ο ρομαντισμός σου λέω, είναι γιατί τότε ήμασταν νέοι, που κοιτάς πίσω και λες: «Ναι, ρομαντικό γιατί ήσουνα νέος τότε! Όχι γιατί την ρομαντική εποχή, δεν είχε τίποτα ρομαντικό τίποτα», ήταν μία επανάσταση στον πλούτο, λεφτά, ζωή καλή, θέλω κότερα, έχω γούστα ακριβά, θέλω κότερα, θέλω διακοπές. Αυτό κυριαρχούσε πάρα πολύ. Οι διαφημίσεις που παίζανε κατά κόρον, πότε σου γεννούσαν την ανάγκη να ζήσεις μία ζωή διαφορετική, γιατί το ‘βλεπες και έγχρωμο. Και έμπαινες μέσα σε αυτό το τριπάκι. Η τηλεόραση με τα πολλά κανάλια έγινε εκείνη την δεκαετία επίσης. Ξεκίνησε, πρώτη φορά άρχισε μεσημεριανή, να έχει μεσημεριανές εκπομπές καθημερινά με την Τόλμη και Γοητεία, θυμάμαι, που το ‘παίζε το μεσημέρι— ήταν κάπου το ’86; κάπου εκεί— μια σαπουνόπερα αμερικάνικη. Έδειχνε λοιπόν από νωρίς μεσημέρι, από απόγευμα. Τα ιδιωτικά κανάλια τώρα ξεκίνησαν το ‘90; ‘91; Κάπου εκεί. ‘89-’90 κάπου εκεί άρχισε να φαίνεται η ιδιωτική τηλεόραση, αλλά είχανε μπει ήδη οι βάσεις και το ήθελε πάρα πολύ ο κόσμος. Δεν ξέρω τι άλλο, θα μπορούσε να είναι πάρα πολλά να πεις για αυτή τη δεκαετία, αλλά δεν ξέρω αν υπάρχει νόημα να πιάσεις, εκτός κι αν πιάσεις λεπτομέρειες μετά και αρχίσεις να ασχολείσαι με αυτό.
Για εμάς, ας πούμε, ήταν δεδομένο ότι θα πάμε το καλοκαίρι διακοπές μία εβδομάδα κάπου. Εμείς που είχαμε την οικονομική δυνατότητα, πηγαίναμε, και είχαμε καταφέρει, δηλαδή ήμουνα από τα παιδιά που είχε μπει σε αεροπλάνο από πολύ νωρίς, που ταξίδευα στην Αθήνα, σου λέω, για ψώνια εκτός από την καλλιτεχνική ενημέρωση, και πιο νωρίς για ψώνια. Είχαμε πάει Θεσσαλονίκη, για να δούμε την Έκθεση, είχε πει η μάνα μου να μας πάει για να δούμε την Έκθεση της Θεσσαλονίκης. Ναι, ναι, είχαμε κάνει λοιπόν ένα τέτοιο ταξίδι. Στην Τήνο, γιατί ήθελε να πάει η μάνα μου στο προσκύνημα, να δούμε την εκκλησία της Παναγίας. Είχαμε πάει στην Κέρκυρα και μας είχε κάνει επίσης και έκπληξη μία κρουαζιέρα που ξεκινούσε από το Ηράκλειο και έπιανε Σαντορίνη, Πειραιά, πήγαινε στην Αλικαρνα[00:40:00]σσό, στο Bodrum της Τουρκίας, Ρόδο, πήγαινε στην Ancona της Ιταλίας και στο Κατάκολο, κάναμε βόλτα στην Ολυμπία. Μιλάμε εκπληκτικό πράγμα! Αυτό με την κρουαζιέρα που είσαι μέσα, που έχεις το γκαρσόνι πάνω από το κεφάλι σου, που σε ταΐζουν συνέχεια, που ζεις μέσα σε αυτή την χλιδή, δεν μπορούσαμε να το φανταστούμε. Ντρεπόμουν να το πω στους συμμαθητές μου ότι εγώ έκανα τέτοιες διακοπές, γιατί ήταν λίγο ταμπού, δηλαδή μου φαινόταν λίγο άσχημο το ότι εγώ είχα αυτή τη δυνατότητα και άλλοι μπορεί να μην την είχανε, και κάπως… Δεν έβγαινα να διαλαλήσω ότι: «Εγώ πήγαινα εδώ και πήγα εκεί». Είχα πάντα ένα κράτημα ότι και αυτό μπορεί να είναι παροδικό και το ότι δεν είναι ωραίο να το πετάς στη μούρη του άλλου, ότι εσύ έχεις τη δυνατότητα να κάνεις αυτό που διαφημίζουν, ενώ άλλοι δεν μπορούνε. Μας είχε στείλει επίσης στη Βουλγαρία η μάνα μας ένα ταξίδι με τις θειές μας το ‘84. Ναι, κάναμε διάφορα. Ήτανε, ήτανε μία ωραία εποχή.
Μας είχε αφήσει ελεύθερες να σπουδάσουμε ό,τι θέλουμε, να διαλέξουμε που θα πάμε. Δεν ετίθετο θέμα, αν θα μπορεί να μας πληρώνει ενοίκιο ή όχι. Δεν ήθελε να δουλέψουμε, πριν σπουδάσουμε. Γιατί αυτή είχε δουλέψει πάρα πολύ και ήθελε όλα να τα έχουμε. Ο μπαμπάς μας ήταν λίγο πολύ διακοσμητικός. Είχε αρρωστήσει νωρίς με καρδιά, είχε αφεθεί στα χέρια της μανούλας, η οποία μανούλα ήταν πάρα πολύ κυριαρχική, για να αφήσει χώρο για άλλους και ο μπαμπάς πολύ βολεμένος με αυτό. Ναι, οπότε αφού του λέγαμε καμιά φορά «Μπαμπά, να πάμε εδώ, να πάμε εκεί;», «Στη μαμά σας το ‘πάτε;». Δεν... ποτέ! Ποτέ δεν αναλάμβανε καμία ευθύνη, που να έχει να κάνει με εμάς, εάν δεν το ΄ξερε η μανούλα. Ναι, οπότε και τα λεφτά η μαμά τα διαχειριζόταν, τα κανόνιζε για όλους, μας είχε όλους στα όπα όπα και τα κατάφερνε. Και εμείς μεγαλώσαμε έτσι. Δηλαδή θυμάμαι και αργότερα που δούλευε— ως καθαρίστρια έτσι; — στα γραφεία της ΔΕΥΑΗ στο Ηράκλειο, είχε κλείσει πια το μαγαζί, περάσαμε μία φάση, μια κρίση οικονομική , όταν έκλεισε το σουβλατζίδικο, αλλά ακριβώς επειδή ήμασταν χορτάτα παιδιά και δεν είχαμε και ποτέ και τον νεοπλουτισμό στο αίμα μας, η μετάβαση δεν μας πείραξε. Δηλαδή: «Ωραία, ναι, δεν έχουμε πολλά λεφτά. Δεν θα ψωνίσουμε τίποτα ιδιαίτερο. Δεν θα πάμε εδώ, δεν θα πάμε εκεί». Λοιπόν θυμάμαι ότι η μαμά μου τότε δούλευε τότε ως καθαρίστρια και είχε πάρει το δώρο των Χριστουγέννων— οι χρυσές εποχές πριν το ‘12 που παίρναμε δώρο τα Χριστούγεννα και το Πάσχα— και όπως πήρε το δώρο, μας το ‘δωσε για να πάμε να ψωνίσουμε χριστουγεννιάτικα. Πήγαμε λοιπόν και είχαμε διαλύσει την αγορά, πήραμε ό,τι χριστουγεννιάτικα— η μάνα μου δεν ήταν πολύ των Χριστουγέννων, οριακά στόλιζε δέντρο μετά από πίεση το τελευταίο δεκαήμερο σερνάμενη πραγματικά, ήταν και η περίοδος που μαζεύαμε τις ελιές και το σπίτι είχε, τώρα μαζί με τα ελαιόπανα και το αυτό, να ‘χεις και το χριστουγεννιάτικο δέντρο, δεν της πήγαινε— και μας αφήνει τότε, πάμε, παίρνουμε τα πάντα καινούρια, να στολίζουμε δέντρα, δώσαμε όλο της το δώρο, πήραμε όμως δώρα για όλους μας, για τη μαμά, για τον μπαμπά, τα πάντα. Ήταν έτσι η μάνα μου, πάντα ήταν large σε εμάς. Δηλαδή αυτό το «Φύγετε με 2 βαλίτσες για την Αθήνα» —και δεν ξέρω και εγώ πόσα λεφτά τότε αντίστοιχα, χιλιάδες, μιλάμε χιλιάρικα, όχι αστεία!— «τραβάτε να αγοράσετε δίσκους». Και γυρίσαμε με 3 βαλίτσες πίσω γεμάτες δίσκους και είχαμε φάει τα λεφτά. Λοιπόν, ήταν ένα σκηνικό εκεί, μας στέλνει 1985. Εμείς θέλουμε τρελά να αγοράσουμε δίσκους, πηγαίνουμε για 4 μέρες στην Αθήνα με 2 βαλίτσες. Μας δίνει ένα πολύ μεγάλο ποσό και μας λέει: «Θα πάτε αεροπορικώς και θα γυρίσετε αεροπορικώς. Θα κυκλοφορείτε με ταξί- ήμουνα εγώ 15 και η αδερφή μου 16- θα κυκλοφορείτε μόνο με ταξί και θα με παίρνετε κάθε μέρα τηλέφωνο, ναι;», «Ναι!». Πάμε όντως αεροπορικώς, γιατί μας είχε κλείσει τα εισιτήρια, δεν τα είχε κλείσει επιστροφή, γιατί δεν ξέραμε πότε θα γυρίσουμε. Πάμε, παίρνουμε απίστευτους δίσκους, αγοράζουμε έξτρα βαλίτσα, βλέπουμε σινεμά, βλέπουμε θέατρο, τα κάνουμε όλα. Αρχίζουν τα λεφτά και λιγοστεύουν. Αποφασίζουμε με την αδερφή μου να μη γυρίσουμε με το αεροπλάνο, αλλά με καράβι που ήταν πολύ πιο φθηνό, για να πάρουμε κι άλλους δίσκους. Πάμε λοιπόν, κλείνουμε τα εισιτήρια του καραβιού, παίρνουμε κι άλλους δίσκους με τα λεφτά που περισσέψανε, μας λέει η θεία— γυρνούσαμε εν τω μεταξύ με τα πόδια και με λεωφορεία, για να γλιτώσουμε τα λεφτά του ταξί— μας λέει η θεία: «Θα κατέβετε με ταξί στο λιμάνι», τη μέρα που φεύγαμε. «Ναι, ναι -της λέγαμε - δεν χρειάζεται θεία να καλέσεις ταξί, θα το βρούμε από κάτω που έχει κοντά πιάτσα». Φεύγουμε, παίρνουμε το λεωφορείο, παίρνουμε τον Ηλεκτρικό και κατεβαίνουμε από τα Άνω Ιλίσια στο λιμάνι με τις 3 βαλίτσες μας και τις τσάντες με τον Ηλεκτρικό. Δεν καταλαβαίνουμε τις ώρες και φτάνουμε οριακά στο λιμάνι. Μέχρι τελευταία στιγμή αγοράζαμε δίσκους. Φτάνουμε στο καράβι σχεδόν την ώρα που σήκωνε τη σκάλα, και ευτυχώς που τότε δεν ήταν στον Άγιο Διονύσιο τα καράβια, ήταν απέναντι από τον Ηλεκτρικό και το προλάβαμε, μπαίνουμε στο πλοίο και συνειδητοποιούμε ότι έχουμε μαζί μας 20 δραχμές. Δεν είχαμε κλείσει καμπίνα— ήταν ένας δίσκος ακόμα— κατάστρωμα, φτάσαμε αργά, οπότε βρήκαμε μόνο πάνω-πάνω στο κατάστρωμα. Και είμαστε στο κατάστρωμα χωρίς λεφτά, χωρίς θέση να κάτσουμε και με το εικοσάρικο νομίζω μπορούσαμε να πάρουμε κάτι, ένα νεράκι και κάτι τέλος πάντων. Το πήραμε, το μοιραστήκαμε και φτάσαμε ευτυχισμένες στο σπίτι, φάγαμε κατσάδα, που πήγαμε με καράβι, που, που, που όλο αυτό το σκηνικό, γιατί πλέον το είχε μάθει η μαμά, φάγαμε την κατσάδα, αλλά δεν μας ένοιαζε καθόλου, είχαμε κάνει αυτό που θέλαμε.
Ναι, ναι κάπως έτσι ήταν το πράγμα τότε. Όλα για τη μουσική, το κινηματογράφο, τα περιοδικά και τη διασκέδαση. Αλλά περάσαμε πάρα πολύ ωραία, μας μείνανε πολύ αυτά τα πράγματα. Ακόμα ακούμε πολύ μουσική, ακόμα είμαι της pop μουσικής. Παρόλο που μετά μπήκε στη ζωή μας το έντεχνο, ελληνικό, όταν πλέον άρχισε να φθίνει το πολύ σκυλάδικο, σπάω πιάτα και τα λοιπά, είχε αρχίσει να ‘χει μεγάλη έξαρση η έντεχνη ελληνική μουσική σκηνή. Οπότε, ήμουνα και φοιτήτρια τότε, ήταν εύκολη η μετάβαση, το γύρισα εκεί, για μία μεγάλη περίοδο ακούγαμε μόνο ελληνικά και μετά ξανά βρήκα την ξένη μουσική, όταν έφυγαν τα πολλά ντάμπα-ντούμπα και η τέκνο της δεκαετίας του ‘90 και άρχισε η μουσική να ξανά αποκτά στίχους. Όταν λοιπόν η μουσική ξαναβρήκε τους στίχους, εγώ ξαναβρήκα την ξένη μουσική. Μετά το ‘98-’99. Θεωρείται χρυσή εποχή. Χρυσή εποχή της μουσικής, όχι του κινηματογράφου— του αμερικανικού ναι, του ελληνικού καθόλου. Θεωρείται η χρυσή εποχή των Ελλήνων «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα» και «Πάρε λεφτά κόσμε». Το «Καλάθι της νοικοκυράς» - ήταν η πρώτη φορά που ακούγαμε τον όρο, το έχεις ακούσει τον όρο: «Το καλάθι της νοικοκυράς»; Τότε ήταν μόδα, τότε ξεκίνησε, Άρχισε να ενδιαφέρεται πια η πολιτική για το τι πληρώνει μία οικογένεια στα ψώνια της. Άρχισαν να εμφανίζονται και τα μεγάλα σουπερ μάρκετ και στην περιφέρεια, να φεύγουμε από το μπακάλικο και να πηγαίνουμε στο σούπερ μάρκετ, και να τους απασχολεί τι budget ξοδεύει μία οικογένεια— μέση ελληνική οικογένεια— στα ψώνια τα τρέχοντα ενός μήνα; Οπότε το ονόμασαν: «Το καλάθι της νοικοκυράς». Πόσο κοστίζει το καλάθι της νοικοκυράς; Ήταν ένας όρος που φοριόταν πάρα πολύ τότε και δίνανε σημασία σε αυτό, γιατί το ΠΑΣΟΚ είχε ένα κοινωνικό πρόσωπο στην αρχή, αυτό, ουσιαστικά αυτό έβγαλε και για αυτό κέρδισε τις εκλογές, γιατί παρουσίασε ένα αγαπησιάρικο κοινωνικό πρόσωπο. Οπότε τον ενδιέφερε, τους ενδιέφερε τι λεφτά έχουν οι Έλληνες, αν μπορούν να ξοδέψουν, αν μπορούν να ζήσουν καλά. Αρχίσανε τα επιδόματα, αρχίσανε οι άδειες, αρχίσαν τα διάφορα, οι διευκολύνσεις και αυτά. Οπότε ναι, από αυτήν την άποψη— επειδή δεν ξέραμε και τι μας ξημερώνει— ήταν μία χρυσή περίοδος. Σου λέω, εγώ αν κρατάω κάτι είναι— για εμένα προσωπικά— είναι το ότι σε αυτή την περίοδο έμαθα πραγματικά για τη μουσική και μπήκε στη ζωή μου έντονα. Το ότι δεν ήμασταν καθόλου επαναστατική γενιά και είναι κάτι που λίγο με ενοχλεί, γιατί δεν ήμασταν ούτε της προηγούμενης ούτε των επόμενων γενεών, λίγο ναι με ενοχλεί. Δεν ήμασταν μία γενιά που είχαμε... Δεν κατακτήσαμε πράγματα, δεν πολεμήσαμε για να κατακτήσουμε πράγματα, μας ήρθανε λίγο έτοιμα, οπότε αυτό το διαιωνίσαμε και μετά, δηλαδή σαν φοιτητές. Μετά ήμασταν λίγο απόντες απ’ την πραγματικότητα, ζούσαμε σε έναν δικό μας κόσμο. Τον κόσμο αυτό, μουσική και τα λοιπά. Και η πολιτική δεν μας άγγιζε και πάρα πολύ και το κομμάτι της εξωτερικής πολιτικής, της διεθνούς πολιτικής σκηνής, το τι συμβαίνει στον κόσμο, το βρήκα μεγάλη ξανά, ούτε καν φοιτήτρια. Δηλαδή μετά άρχισα να παρακολουθώ ειδήσεις, άρχισα να διαβάζω τι γίνεται στον κόσμο, όλα αυτά που γινόταν τότε— που γινόταν πάρα πολλά πράγματα και ήταν κρίμα να μην συμμετέχουμε σε όλο αυτό— αλλά έτσι μεγαλώσαμε. Εντάξει το Πολυτεχνείο ήμουν ‘73, δεν ήταν της γενιάς μου. Το ‘73 συγγνώμη ήμουνα τριών, οπότε δεν μπορώ να πω, ότι, εγώ πέρασα πάρα πολύ ωραία, αλλά όχι δεν μπορώ να δαιμονοποιήσω τις άλλες δεκαετίες και να πω αυτή ήταν η καλύτερη. Δεν θα ήθελα να ξαναγυρίσουμε πίσω σε αυτό, είχε πάρα πολλά στραβά. Χώρια από το εικαστικό κομμάτι, το ενδυματολογικό πραγματικά δεν έχει ταίρι, δεν έχει ταίρι! Δηλαδή, κάνε έναν κόπο να δεις - αν αντέξεις - σκηνές από ταινίες εκείνης της εποχής, το τι φορούσαν οι νέοι τότε, πως κυκλοφορούσαν και ο τρόπος που μιλούσαν. Τότε ήταν η έξαρση του «Βασικά», η λέξη «Βασικά». Πώς λέμε τώρα: «Τίμιο» και διάφορα άλλα; Τότε ήταν το «Βασικά». Ναι, βγήκε η ταινία Βασικά, καλησπέρα σας, ναι, για να καταλάβεις, δηλαδή όλο ήτανε πολύ, πολύ, πολύ φοριόταν αυτό. Ήταν ο τρόπος που μιλούσαν οι νέοι. Πάντα έχουν οι νέοι ένα ιδιαίτερο τρόπο που μιλάνε σε κάθε εποχή, και η δεκαετία του ‘80 φυσικά είχε το δικό της κομμάτι. Εντάξει έχει τη γοητεία του ιστορικά, να το δεις. Είχε πάρα πολλές... Είχε μεγάλα σημαντικά γεγονότα αυτή δεκαετία. Δεν ξέρω τελικά στον κόσμο τι έχει μείνει, από όλα αυτά που συνέβησαν τότε. [00:50:00]Δηλαδή ακόμα και η πτώση του τείχους, που θεωρώ ότι ήταν από τα πιο σημαντικά γεγονότα, δεν νομίζω ότι έχει περάσει ακριβώς με τον τρόπο που θα έπρεπε στη δική μας τη γενιά που το ζήσαμε. Ήμουνα 19, όταν έπεσε το Τείχος. Το θυμάμαι γιατί ήμουνα φοιτήτρια και ήταν για εμάς τους φοιτητές, ήτανε πάρα πολύ έντονο αυτό διότι ήταν πάρα πολύ άσχημο το ότι υπήρχε το Τείχος, και όταν έπεσε πια το Τείχος, γιατί έχουμε δει κάποιες ταινίες, είχαμε μάθει και για το Ολοκαύτωμα, είχαμε μάθει και για το τι είχε γίνει με τους Εβραίους, τι είχε γίνει στη ναζιστική Γερμανία, τι είχε γίνει με τη Ρωσία, τι είχε γίνει με τη Ρωσική Επανάσταση, με τους κομμουνιστές, τα πάντα. Όλα αυτά πια τα είχαμε δει, οπότε και το ότι υπήρχε αυτό το Τείχος και χώριζε μία πόλη στη μέση και με τέτοιο τρόπο, με τόσο άσχημο τρόπο, ήταν πάρα πολύ βαρύ και το ότι έπεσε μετά, ναι, ήτανε μία επανάσταση της δικής μας της γενιάς. Το είχαμε δει κάπως έτσι. Οπότε ήμουνα και η γενιά του Mundobasket... Του Eurobasket! Όχι Mundobasket. Eurobasket. Που κέρδισαν τότε το ‘87. Το θυμάμαι, το είδα τότε, είδαμε τους αγώνες αυτούς. Ήταν ο σεισμός της Καλαμάτας την ίδια χρονιά νομίζω, που ήταν η πρώτη φορά που εμείς θυμόμασταν σεισμό που είχε θύματα. Τότε είχε γίνει, νομίζω ήταν η χρονιά που έδινε η αδερφή μου Πανελλήνιες κι ήτανε και το Eurobasket το ‘87, ο σεισμός της Καλαμάτας. Ναι, μετά, της Αθήνας ήταν πιο μετά και είχε γίνει και το ‘81 νομίζω σεισμό στη Θεσσαλονίκη, αλλά δεν τα πολύ θυμόμουνα. Το ‘87. Οπότε μετά όλα αυτά τα θυμόμασταν. Επίσης είχε αρχίσει η τηλεόραση να δείχνει και έκτακτα δελτία οπότε ενημερωνόσουν και για το τι συμβαίνει στην Ελλάδα και στον κόσμο λίγο πιο εύκολα και λίγο πιο άμεσα απ’ ό,τι συνέβαινε παλαιότερα που περίμενες τις ειδήσεις των 21:00 ή των 20:00, δεν θυμάμαι τι ώρα τις βάζανε, για να δεις από την ΕΡΤ κυβερνητικές ειδήσεις. Ήταν δεδομένο το ότι... Αυτά ήτανε κρατικά κανάλια, το κρατικό κανάλι οφείλει, όφειλε τότε να είναι αν όχι φερέφωνο της κυβέρνησης, τουλάχιστον πολύ φιλικά προσκείμενο στην κυβέρνηση. Οπότε ήταν φιλτραρισμένες οι ειδήσεις, άκουγες τα καλά, τα κακά δεν περνούσανε. Μετρούσε και αυτό, το τι περνούσε στον κόσμο ήτανε πολύ ελεγχόμενο. Μπορεί να μην ήτανε Χούντα, αλλά ήτανε αυτό το κομμάτι ήτανε λίγο «Μην το πεις αυτό στον κόσμο, θα τον ενοχλήσει». Πώς προστατεύεις ένα μικρό παιδί; Είχα την αίσθηση, μεγαλώνοντας μετά και γυρνώντας πίσω, είχα την αίσθηση ότι τα πρώτα χρόνια του ΠΑΣΟΚ λειτουργούσαν λίγο σαν τον προστατευτικό γονιό που σκέφτεται αυτό το πράγμα για το παιδί σου, για το παιδί του: «Μην το μάθει, μην μάθει ότι πέθανε ο παππούς, θα στεναχωρηθεί, μην τον πάρουμε στην κηδεία και δει πώς είναι ο νεκρός! Άσ’ το στην άγνοια του καλύτερα!». Αυτή την αίσθηση μου αφήνει, ότι μας έβαλε σε μία γυάλα, να μας έχει και καλά προστατευμένους, μας τάιζε και μας είχε προστατευμένους, και όταν αυτή η γυάλα έσπασε— δεν ήταν φούσκα, που έσκασε, ήταν μία γυάλα, που έσπασε και έσπασε και άσχημα— ξεχύθηκε από μέσα πολύ πράμα, πολύ άσχημο πράμα, ήταν έντονο πολύ! Αλλά τώρα μου ήρθε αυτό ότι πραγματικά νιώθω ότι έκανε αυτό το πράγμα: «Μην τους το πεις καλύτερα! Άσ' το, δεν χρειάζεται να ξέρουν όλα τα στραβά. Δεν χρειάζεται να ξέρουν ότι εμείς χρωστάμε τα μαλλιοκέφαλά μας σε όλον τον κόσμο! Ας νομίζουν ότι υπάρχουν λεφτά για να τους δώσουμε». Και όλες οι… Θυμάμαι τώρα πορείες μέχρι και τη δεκαετία του ‘90, πορείες στο δρόμο και διεκδικήσεις, για το αν η αύξηση η ετήσια στο μισθό θα ήτανε 4% ή 2+2%— το 2+2% βγήκε μετά τη δεκαετία του ‘90. Ναι πορείες και απεργίες, γιατί η ετήσια αύξηση στο μισθό δεν ξεπερνούσε το 4% ή αργότερα το 2. Για την αύξηση… Δεν ετίθετο θέμα, αν θα έχεις μισθό, αν θα σε απολύσουν, αν ο κατώτερος θα φτάσει σε μισθούς, σε σκηνές πείνας. Όχι! Πόσο θα είναι η αύξηση! Καταλαβαίνεις για τι πράγμα μιλάμε, αυτό σου λέω, δεν είχαμε επαναστατικό πνεύμα, τι να διεκδικήσεις; Περνάνε, φεύγανε από τις μεγάλες εταιρείες ΔΕΗ, ΟΤΕ τότε, και παίρνανε ένα εφάπαξ τρελό! Τώρα ούτε σύνταξη! Κινδυνεύουμε να μην πάρουμε ούτε σύνταξη. Και αυτοί που παίρνουν σύνταξη τώρα, τι παίρνουνε; Ό,τι δόθηκε, δόθηκε. Ό,τι φαγώθηκε, φαγώθηκε, τώρα ξεπληρώνουμε χρέη μαζεμένα πολλών δεκαετιών και λάθη παρελθόντος και θα τα πληρώνουμε και αυτοί που δεν υπήρχαν ούτε σαν πονηρή σκέψη εκείνες τις δεκαετίες! Αναγκαστικά. Αυτά νομίζω. Θα μπορούσα να μιλάω για πάρα πολύ ώρα, δεν ξέρω αν θέλεις εσύ να με ρωτήσεις κάτι;
Θέλω να ρωτήσω.
Πες μου.
Θέλω να ρωτήσω, αρχικά μου έκανε εντύπωση πόσο ενεργητική ήταν η σχέση με τον κινηματογράφο και τη μουσική και αναρωτιέμαι πόσο κοινωνική ήταν, αν μπορείς να μου δώσεις στοιχεία της κοινωνικότητας της. Δηλαδή μαζευόσασταν μαζί να ακούσετε; Τι;
Λοιπόν, ναι υπήρχανε φάσεις που ακούγαμε μαζί, άνθρωποι που ακούγαμε την ίδια μουσική, είχε πολύ κοινωνικό κομμάτι. Ακόμα δηλαδή θυμάμαι και αργότερα μετά και στο Ρέθυμνο, που πήγα το ‘89 που ήτανε θέμα «Βγήκε ο καινούργιος δίσκος του τάδε group», «Έβγαλαν οι REM το Losing my religion» και ήταν θέμα, να μαζευτούμε να ακούσουμε το δίσκο. Ταινίες που πηγαίναμε μαζί, πηγαίναμε παρέες. Δηλαδή όταν βγήκε, όταν βγήκαν ταινίες… ο Ε.Τ. Ο Ε.Τ. μεγάλο κεφάλαιο. Όταν βγήκανε τέτοιες ταινίες, καλά τότε ήμουνα πιο μικρή στο E.T., αλλά μετά που είχε βγει το Dirty dancing, που ήμουνα νομίζω κάπου στο Λύκειο, πήγαμε παρέα με τις φίλες και το συζητούσαμε μετά για καιρό, συζητούσαμε την τηλεόραση, συζητούσαμε τις σειρές. Ό,τι έπαιζε, το συζητούσαμε. Θυμάμαι τότε, κάπου το ‘86-’87, ήτανε μία σειρά Οι σκληροί του Μαϊάμι. το Miami Vice, με τον Τόμ Τζόνσον τότε όπου ήταν η μόδα που φορούσαν τα σακάκια από μέσα, χωρίς ή με πολύ ανοιχτό μπλουζάκι αξύριστα γένια 3 ημερών, ηλιοκαμένο πρόσωπο, σηκώνουμε τα μανίκια έτσι, και έχουμε ένα συγκεκριμένο στυλάκι του «Σκληρού». Αυτό λοιπόν, είχε λοιπόν μία τέτοια σειρά και επίσης είχε και την πρώτη σειρά που είδαμε την πρώτη φορά τον Bruce Willis, το Moonlight; Πώς το λέγανε; Αυτός, αυτή και τα μυστήρια στα ελληνικά, όπου μετά το συζητούσαμε, το συζητούσαμε στα διαλείμματα του σχολείου, το συζητήσουμε, όταν μαζευόμαστε. Απίστευτες ώρες με το ποιο συγκρότημα είναι καλύτερο, αν είναι καλύτεροι οι WHAM! ή οι Duran Duran. Γιατί μας λένε τότε— γιατί τότε δε μπορούσα να καταλάβω— «Γιατί ο Πετρίδης- λέει- εκθειάζει τους Queen αλλά όχι τους Duran Duran;». Που μου άρεσαν εμένα! Ξέρεις, διάφορα τέτοια, τα συζητούσαμε! Ήτανε θέμα που απασχολούσε, έπαιρνε ώρες αυτό το πράγμα. Ναι, ήτανε κοινωνικό, ήταν υπόθεση να πας ένα σινεμά το Σάββατο με τις φίλες σου, ποια ταινία θα δεις, την οποία συζητούσες μετά για καιρό, δεν ήταν τότε «Πάω για σινεμά και μετά θα πάω για ποτό και λέω άλλα και έχω ξεχάσει τι ταινία είδα!». Όχι, ήταν ένα θέμα η ταινία που πήγαινες, το κομμάτι το κοινωνικό το είχε πάρα πολύ αυτό, ναι.
Δεν ήτανε σκιά, δεν είχες μία παθητική σχέση με το θέαμα, ήταν πολύ…
Όχι. Και αυτό που σου είπα και στην αρχή, δεν ήταν μουσική χαλί! Η μουσική ήταν κομμάτι της ζωής, και όταν ακούγαμε μουσική, ακούγαμε μουσική. Τώρα πολλές φορές βάζω να ακούσω μουσική παρεμπιπτόντως, παίζει κάτι και εγώ κάνω κάτι. Ή ακούω πολύ μουσική στο αμάξι την ώρα που οδηγώ, αλλά ταυτόχρονα οδηγώ, έχω και το μυαλό μου στην οδήγηση. Τότε όταν άκουγα ένα δίσκο, ήμουνα εκεί καθισμένη δίπλα στο πικάπ, άκουγα, προσπαθούσα λίγο και να καταλάβω, επειδή μιλάμε και για ξένη μουσική, αγγλική δηλαδή, ούτως ή άλλως δεν ακούγαμε. Ένα φεγγάρι είχαν σκάσει και τα ιταλικά, αλλά δεν καταλαβαίναμε τι λέγανε, οπότε δεν μας απασχολούσαν οπότε στην αγγλική μουσική καταλαβαίναμε τους στίχους, έστω από τον τίτλο καταλαβαίναμε, κάτι πιάναμε. Αγγλικά ξέραμε. Οπότε ήταν εύκολο και ήταν βέβαια και κατά κόρον η αγγλική μουσική, αλλά την άκουγες! Αυτό, παίρνω τον δίσκο και κάθομαι και τον ακούω. Και τότε ήταν η εποχή που σκάσανε τα walkman και μπορούσες να απομονώνεσαι με μία μουσικούλα. Ναι, ήταν επαναστατικό αυτό τότε τα walkman μαζί με τα Game Boy και τα αυτά, έσκασε και το walkman. Δεν μ’ άρεσε. Με απομόνωνε, δεν ήθελα να ακούω με ακουστικά, διότι πραγματικά την ώρα που ακούγαμε, συζητούσαμε. «Για άκου, τι λέει; Τι λέει εδώ; Μα τι να εννοεί τώρα αυτό;». Θυμάμαι ένα τραγούδι των Duran Duran, που έλεγες ένας στίχος Sing blue silver, τραγούδα μπλε ασημί; «Τι στο καλό εννοεί ρε παιδί μου;». Τελικά με τα πολλά καταλάβαμε, ότι μιλούσε για ένα αυτοκίνητο, ήτανε αυτό το icy blue, που ήτανε ασημί blue τέλος πάντων, ένα τέτοιο αυτοκίνητο και με τη λέξη sing εννοούσε: «Τρέξε!». Πολλά χρόνια μετά κατάλαβα τι εννοούσε ο στίχος. Ναι, και τα ακούγαμε και τα καταλαβαίναμε.
Και επίσης να κλείσω λέγοντας ότι όταν έδινα Πανελλήνιες, την δεύτερη χρονιά έδινα μόνο Έκθεση, την πρώτη χρονιά δεν είχα περάσει και αποφασίζω τη δεύτερη να κάνω το 12 μεγαλύτερο, γιατί στα αλλά είχα καλούς βαθμούς, μπας και περάσω. Μιλάμε τώρα η αντιστοιχία τότε με τώρα, τότε με 17.500 μόρια αντίστοιχα, δεν μπήκα ούτε στο τελευταίο Τ.E.I., για να καταλάβεις τι συνέβαινε τότε με τους βαθμούς και τις βάσεις. Για να μπεις Φιλολογίες και τέτοια, ήθελες να γράψεις ότι ισχύει τώρα με την Ιατρική, τώρα μπαίνεις και με 8.500. Δεύτερη χρονιά δίνω Έκθεση και πέφτει ένα θέμα, επειδή ήταν προς το τέλος του Ψυχρού Πολέ[01:00:00]μου, πέφτει λοιπόν ένα θέμα με τις σχέσεις των λαών και πήρα και εγώ λοιπόν ένα ωραιότατο τραγούδι του Sting, το οποίο λεγόταν Russians και μιλούσε για τον Ρεγκάν και τον Χρουστσόφ και παίρνω και μεταφράζω το τραγούδι, κάθε στροφή και μία παράγραφος και γράφω μία έκθεση ουσιαστικά με το τραγούδι του Sting και παίρνω 16 και μπήκα στο Πανεπιστήμιο! Έχω να το λέω ότι: «Μπήκα στο Πανεπιστήμιο με τραγούδι του Sting». Το Russians συγκεκριμένα, γιατί μιλούσε για αυτό το κομμάτι της Αμερικής και Ρωσίας. Αυτός Άγγλος βέβαια, αλλά δεν έχει σημασία. Ναι, για εμένα αυτό ήταν η δεκαετία του ‘80. Πέρασα τις εξετάσεις εξαιτίας μιας από τις αγαπημένες μου μουσικές, Sting ακούγαμε. Μόνο του, οι Police νομίζω ότι είχαν χωρίσει πια, δεν τους θυμάμαι πολύ σαν Police, πιο πολύ θυμόμαστε το Sting, αυτά. Ήτανε μορφές οι τραγουδιστές για εμάς, δηλαδή θέλαμε να μαθαίνουμε πράγματα για αυτούς. Ήτανε σύμβολα οι τραγουδιστές, οι ηθοποιοί… Και επειδή αυτοί συμμετείχαν και σε κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα και αυτά, ήτανε πιο πολιτικοποιημένα άτομα, λίγο μας καθοδηγούσανε ρε παιδί μου. Οπότε μέσα από αυτό περνούσαν διάφορα πράγματα. Δηλαδή όταν έγινε μία πολύ μεγάλη συναυλία για την Αφρική, όταν ξέσπασε το θέμα με τα παιδιά της Αιθιοπίας το ‘85, οι μουσικοί της Αγγλίας και κατόπιν της Αμερικής ήταν αυτοί που βγήκαν μπροστά και έβγαλαν τότε ένα τραγούδι για τα Χριστούγεννα Do they know its Christmas?, τραγούδησε όλη η αγγλική μουσική σκηνή και τα έσοδα πήγανε για τα παιδιά της Αιθιοπίας. Αντίστοιχα οι Αμερικανοί βγάλανε ένα τραγούδι, το οποίο επίσης τα εισοδήματα, τα έσοδα πήγαν εκεί, και ήτανε για τα παιδιά της Αιθιοπίας και μαζεύτηκε όλη η αμερικάνικη μουσική σκηνή. Κάναν τέτοια πράγματα. Βγήκανε πολλές φορές μπροστά σε μεγάλα γεγονότα, οπότε ήμασταν και εμείς υπερήφανοι, που αυτοί που ακούγαμε συμμετείχαν σε τέτοια μεγάλα θέματα και ήταν ευαισθητοποιημένοι για θέματα της κοινωνίας που δεν αφορούσαν αποκλειστικά τη χώρα τους, αλλά ήτανε πιο παγκόσμια θέματα. Τότε μάθαμε για την κρίση στην Αφρική, πολλά τραγούδια είχαν πολιτική χροιά, που σου λέω το Russians είχε μία πολιτική χροιά, για το Βιετνάμ είχανε βγει πάρα πολλά τραγούδια αμερικανικά. Μετά ήρθε το Ιράκ και σταματήσανε με το Βιετνάμ, το ξεχάσανε. Μετά κάνανε ταινίες για το Ιράκ και μετά για το Αφγανιστάν. Και εκεί τελειώνουν όλα, τώρα ασχολούνται με το… Είναι τα 20 χρόνια από την πτώση των Πύργων, την τρομοκρατική ενέργεια στην Αμερική, οπότε ασχολούνται με αυτό οι Αμερικανοί. Πολλά έχουν αλλάξει από τότε. Η μουσική δεν είναι ίδια, πάντα η μουσική έχει αναφορές σε προηγούμενες δεκαετίες και συνήθως πας δύο δεκαετίες πίσω. Τη δεκαετία του 2000 με 2010 ήταν η αναβίωση της δεκαετίας του ‘80, όλα τα bar παίζανε 80s. Το ‘80 ακούγαμε τα 60’s, τα ροκάκια. Επίσης, τότε μάθαμε και ακούγομαι πολύ Beatles. Γιατί έπρεπε να πας εκεί και Elvis και τα μεγάλα κεφάλαια. Τώρα βγήκανε τα 90’s νομίζω, και έτσι πάει και όπου να ‘ναι, θα βγούνε και τα του 2000, γιατί προχωράνε οι δεκαετίες, πας δύο πίσω. Τα 80s όμως νομίζω είναι πάντα μία αναφορά στη μουσική.