© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Γερμανοί να κλάψουν;»: Αναμνήσεις από μια ζωή μετανάστευσης στη Γερμανία

Κωδικός Ιστορίας
10134
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Αναστασία Μυρτσίδου (Α.Μ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
11/08/2021
Ερευνητής/τρια
Χρυσή Δήμητρα Τσικμανλή (Χ.Τ.)

[00:00:00]

Χ.Τ.:

Καλησπέρα. Λέγομαι Χρυσή-Δήμητρα Τσικμανλή. Είναι 11 Αυγούστου 2021 και βρισκόμαστε στη Νέα Βύσσα του Έβρου μαζί με την αφηγήτριά μας. Θέλετε να μας πείτε το όνομά σας;

Α.Μ.:

Αναστασία Μυρτσίδου λέγομαι.

Χ.Τ.:

Μάλιστα. Θέλετε να μας πείτε κάποια πράγματα για εσάς; Πού γεννηθήκατε;

Α.Μ.:

Γεννήθηκα στη Νέα Βύσσα το 1949. Φοίτησα εδώ στο σχολείο στο δημοτικό. Μετά τα 19 μου έφυγα στη Γερμανία. Πήγε ο άντρας μου μπροστά. Ήμασταν παντρεμένοι, νιόπαντροι. Έντεκα μέρες είχαμε παντρεμένοι. Έφυγε στη Γερμανία αυτός. Μετά έξι μήνες μού έκανε σύμβαση και μετά έξι μήνες πήγα και εγώ. Ταλαιπωρήθηκα, όμως, πάρα πολύ.  Πήγαμε στον Πειραιά. Μας περάσανε γιατρούς, οδοντίατροι, τα πάντα, και μετά ταξιδέψαμε με το καράβι. Ταλαιπωρηθήκαμε πάρα πολύ. Το καράβι λεγότανε «Κολοκοτρώνης». Το τι περάσαμε στη θάλασσα δεν λεγότανε. Λοιπόν, μόλις φτάσαμε στην Ιταλία, στο Μπρίντεζι, το καράβι άρχισε και βούλιαζε. Μπήκε νερό και πώς μας βγάλανε... Μας γλιτώσαν απ’ του Χάρου το στόμα. Μόλις βγήκαμε μέσα από το καράβι —προλάβαμε βγήκαμε έξω— το καράβι βούλιαξε και από κει συνεχίσαμε τον προορισμό μας, εκεί που ήταν να πάμε, με το τρένο.  Πήγαμε εκεί πέρα εγώ κι η φίλη μου. Μας περιμένανε οι άντρες μας. Πιάσαμε δουλειά στο εργοστάσιο που έκανε παπούτσια τον καιρό εκείνο. Τώρα δεν υπάρχει. Λεγότανε «Salamander». Δούλεψα αρκετά χρόνια εκεί μέσα. Έμεινα έγκυος, έκανα το πρώτο μου παιδί και μετά, επειδή ήταν η δουλειά ανθυγιεινή, σταμάτησα. Και πήγα ύστερα… Με πήρε ο άντρας μου εκεί που δούλευε εκείνος, σε χαρτοποιείο. Μετά έκανα και το δεύτερο παιδί στο άλλο το εργοστάσιο. Τα μεγάλωσα με χίλιους κόπους. Δεν είχα κανέναν. Δουλεύαμε αντίθετη βάρδια με τον άντρα μου για να τα μεγαλώσουμε. Περάσαμε πάρα πολλά. Πόσες φορές χτυπήσανε, πόσες φορές… Μια φορά το γιο μου τον βγάλανε από κάτω απ’ το λεωφορείο για να προλάβει το λεωφορείο να πάει στο σχολείο και με πήρανε τηλέφωνο στο εργοστάσιο ότι «Το παιδί κινδυνεύει». Τέλος πάντων, όλα καλά, δόξα τω Θεώ. Μεγαλώσανε, τα πάντρεψα, τακτοποιήθηκαν. Έχω εγγονάκια τώρα τρία. Δουλέψαμε αρκετά χρόνια στη Γερμανία και τώρα είμαστε συνταξιούχοι και γυρίσαμε στην πατρίδα μας τη Νέα Βύσσα. Δόξα τω Θεώ, όλα πήγανε καλά και ελπίζω να μας δώσει ο Θεός χρόνια να χαρούμε αυτά που αποκτήσαμε. Υγεία να έχουμε μόνο.

Χ.Τ.:

Να το πιάσουμε από την αρχή. Με τον άντρα σας πώς γνωριστήκατε;

Α.Μ.:

Γνωριστήκαμε εδώ στη Βύσσα. Πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο, ήμασταν ίδια γειτονιά. Πηγαίναμε στο ίδιο το σχολείο και γνωριστήκαμε εκεί πέρα. Μετά πήγε φαντάρος. Όταν γύρισε από φαντάρος τότε αρραβωνιαστήκαμε και σε έναν χρόνο μέσα παντρευτήκαμε. Όπως είπα και πριν, είχαμε έντεκα μέρες παντρεμένοι. Έφυγε αυτός στη Γερμανία, μετά με σύμβαση με πήρε, μετά έξι μήνες πήρε κι εμένα.

Χ.Τ.:

Εσείς ξέρατε απ’ την αρχή ότι θα σας πάρει στη Βύσσα ή το μάθατε αργότερα;

Α.Μ.:

Στη Βύσσα; Ότι;

Χ.Τ.:

Ότι θα σας πάρει στη Γερμανία, συγνώμη.

Α.Μ.:

Ναι, ναι το ήξερα. Πώς; Αφού ήμασταν παντρεμένοι. Πήγε εκείνος μπροστά. Είχαμέ τα κανονίσει. Έτσι ήταν τότε, με σύμβαση, αλλιώς δεν θα μπορούσες να πας. Μόνο με σύμβαση πήγαινες στη Γερμανία εκείνα τα χρόνια. Τώρα δεν είναι τίποτα! Ήξερα, φυσικά ήξερα. Αυτά.

Χ.Τ.:

Και; Θυμάστε τι εξετάσεις κάνατε στους γιατρούς; Τι διαδικασίες περάσατε;

Α.Μ.:

Πρώτον για τα δόντια, στον οδοντίατρο —μας κάναν κόσκινο, όταν λέμε—, και μετά άλλες παθήσεις, για στομάχι, για μήπως είμαστε άρρωστοι, μας σερβίρουν στη Γερμανία άρρωστους και μας πληρώνουν και μας κάνουν. Αυτά όλα μας τα κάνανε κόσκινο. Μείναμε στην Αθήνα τέσσερις πέντε μέρες για να... Έπιασαν κι οι γιορτές. Ήταν το Πάσχα τότες, τον καιρό εκείνο. Και… εντάξει. Τι να πω τώρα άλλο;

Χ.Τ.:

Όταν πρωτοφτάσατε στη Γερμανία τι σας έκανε εντύπωση;

Α.Μ.:

Εντύπωση μου έκανε, και το θυμάμαι και γελάω σήμερα ακόμη, τα σπιτάκια που είναι σαν καλύβες. Αυτό κάνει, φυσικά, σε όλους τους Έλληνες μεγάλη εντύπωση, α[00:05:00]λλά έχουν το σκοπό τους. Επειδή έχει πολλά χιόνια, πολλά κρύα, για τα χιόνια, για αυτό κάνουν τις σκεπές αυτές σαν καλύβες για να πέφτει το χιόνι κάτω.

Χ.Τ.:

Και σιγά-σιγά πώς προσαρμοστήκατε; Θυμάστε;

Α.Μ.:

Πώς προσαρμοστήκαμε... Ήταν πολύ δύσκολα. Δεν ξέραμε καθόλου γλώσσα. Μες στο εργοστάσιο, φυσικά, είχανε —πώς το λένε; Τώρα το ξέχασα— διερμηνέα για να μπορούμε να συνεννοηθούμε και στη δουλειά πάνω και σε άλλες περιπτώσεις. Ή όταν καμιά φορά ήσουνα άρρωστη ή, ξέρω ‘γώ, δεν μπορούσες να μιλήσεις, να κάνεις τίποτα, ερχότανε ο διερμηνέας και τα κανόνιζε αυτός. 

Χ.Τ.:

Και θυμάστε στο εργοστάσιο πιο λεπτομερώς να μας πείτε τη δουλειά που κάνατε, την πρώτη δουλειά που πιάσατε;

Α.Μ.:

Κάναμε παπούτσια. «Salamander» λεγότανε η φίρμα. Ήταν πολύ ανθυγιεινή η δουλειά. Είχε πολύ μυρωδιά. Όλο είχαμε να κάνουμε με κόλλες, που κολλάγαμε τις σόλες από κάτω. Ήταν πολύ ανθυγιεινή η δουλειά. Δούλεψα εκεί… πέντ’ έξι χρόνια δούλεψα, αλλά μετά κάπως με ενόχλησε την υγεία μου και έφυγα από κει και με πήρε ο άντρας μου εκεί που δούλευε αυτός, σε χαρτοποιείο. 

Χ.Τ.:

Εκεί;

Α.Μ.:

Εκεί δούλεψα αρκετά χρόνια ύστερα. Δουλεύαμε σε ένα τραπέζι. Δυο γυναίκες συνέχεια ήμασταν μαζί, μια από δω, μια από κει. Το χαρτί ήταν πάρα πολύ βαρύ, γιατί μ’ έλεγε ο άντρας μου εκείνα τα χρόνια: «Μην έρχεσαι στο εργοστάσιο αυτό. Η δουλειά είναι βαριά». Έλεγα εγώ: «Μπα, σιγά. Το χαρτί δεν είναι βαρύ». Και όντως δύο γυναίκες συνέχεια τραβάγαμε το χαρτί, το τυλίγαμε και τα κάναμε μπαλέτα. Βάζαμε, πόσο χαρτί βάζαμε. Μετά το τι χαρτί ήτανε, με τι γραμμάρια, αναλόγως. Βγάζανε πολλά είδη χαρτιά. Και είχανε όλα ετικέτες —τα κολλούσαμε από πάνω— πόσα γραμμάρια είναι, τι πρέπει να γίνει, πού θα το κάνουνε, τι θα το κάνουνε. Όλα αυτά ήταν με ετικέτα επάνω κολλημένα.

Χ.Τ.:

Και μέχρι πότε κάνατε αυτή τη δουλειά;

Α.Μ.:

Μέχρι το ‘84.

Χ.Τ.:

Ύστερα;

Α.Μ.:

Μετά αποφασίσαμε να γίνουμε ελεύθεροι επαγγελματίες. Πήραμε μαγαζί, μία ταβερνούλα, και σιγά-σιγά κάναμε ρεστοράν. Δουλεύαμε με φαγητά ελληνικά και γερμανικά, είχαμε και μεγάλη αίθουσα που κάναμε εκδηλώσεις, γάμους, καρναβάλια. Εκεί στο χωριό που μέναμε γιόρταζαν πάρα πολύ το καρναβάλι. Γινόταν ο χαμός.

Χ.Τ.:

Σε ποια περιοχή της Γερμανίας μένατε;

Α.Μ.:

Περιοχή Στουτγάρδης.

Χ.Τ.:

Δηλαδή, απ’ την πρώτη στιγμή που φτάσατε μέχρι όταν φύγατε μόνο στη Στουτγάρδη μένατε;

Α.Μ.:

Όχι, όχι. Παλιά ήμασταν αλλού. Παλιά ήμασταν περιοχή Göppingen. Μετά φύγαμε. Το ‘84 πήγαμε επάνω στην περιοχή της Στουτγάρδης και μείναμε εκεί αρκετά χρόνια μέχρι που βγήκαμε στη σύνταξη.

Χ.Τ.:

Όταν πρωτοφτάσατε που μένατε; Είχατε νοικιάσει σπίτι;

Α.Μ.:

Είχε ο άντρας μου ένα δωμάτιο. Τώρα απ’ τη φίρμα το δώσανε; Δεν θυμάμαι, περάσανε και τόσα χρόνια. Μέναμε εκεί πέρα. Μη νομίζεις ότι ήτανε σπίτι. Ήταν ένα δωμάτιο και μία τουαλέτα είχαμε ομαδική, τέσσερις πέντε οικογένειες. Γινότανε εκείνα τα χρόνια… Μην το συζητάς. Μετά με τον καιρό δουλέψαμε, βρήκαμε σπιτάκι. Αφού έμεινα και έγκυος, έπρεπε να βρούμε σπίτι. Δεν μπορούσαμε να μείνουμε εκεί πέρα. Και σιγά-σιγά φτιάξαν τα πράγματα.

Χ.Τ.:

Και πότε αρχίσατε να έχετε δικό σας σπίτι; Αγοράσατε μετά ή ήσασταν στο ενοίκιο;

Α.Μ.:

Όχι. Μέναμε στο νοίκι. Μετά, όταν φύγαμε απ’ την πόλη του Göppingen και πήγαμε στη περιοχή Στουτγάρδη, αφού δουλέψαμε αρκετά χρόνια το μαγαζί, μεγαλώσαν και τα παιδιά μας, μας βοηθήσανε και αγοράσαμε δικό μας σπίτι. Και τώρα τελευταία μέναμε όλοι μαζί και τα παιδιά μας μένουν εκεί ακόμη. Κι εμείς το διαμέρισμα το κρατάμε, ας πούμε ακόμη, όταν πηγαίνουμε —τώρα πηγαίνουμε τακτικά—, γιατί έχουμε τα εγγόνια μας, τα παιδιά μας εκεί πέρα και έχουμε δικό μας σπίτι. Κανένα πρόβλημα.

Χ.Τ.:

Όταν φύγατε για Γερμανία την πρώτη φορά μετά πότε ξαναγυρίσατε στο χωριό; Γυρνούσατε συχνά; Κάνατε πολλά χρόνια να γυρίσετε; 

Α.Μ.:

Τα πρώτα δύο τρία χρόνια δεν είχαμε κατέβει κάτω, κάτω στην Ελλάδα, γιατί λέγαμε… Είχαμε άλλο σκεπτικό εκείνα τα χρόνια. Λέγαμε «Θα δουλέψουμε λίγα χρόνια, θα αποκτήσουμε χρήματα και να γυρίσουμε στην πατρίδα μας». Ναι, όμως τα πράγματα όλο και ερχότανε διαφορετικά. Αφού γεννηθήκαν τα παιδιά, πήγαν τα παιδιά στο σχολείο, λέγαμε: «Όταν τα παιδιά θα γίνουν για σχολείο, θα κατέβουμε για πάντα στην Ελλάδα». Τα παιδιά μας παντρεύτηκαν, κάνανε παιδιά, τα παιδιά τους πηγαίνουν στο σχολείο, είναι ακόμη εκεί και εμείς γυρίσαμε τώρα που είμαστε συνταξιούχοι! Αυτά τα πράγματα… Δυσκολίες περάσαμε πάρα πολλές. Ξέρεις τώρα, να πας σε άλλη πατρίδα, χωρίς γλώσσα χω[00:10:00]ρίς κανέναν δικό σου άνθρωπο...

Χ.Τ.:

Θυμάστε κάποιο γεγονός, έτσι, που είναι χαρακτηριστικό της μετανάστευσής σας, που έγινε και είπατε: «Αχ, μου λείπει η πατρίδα μου. Μου λείπει το χωριό μου»;

Α.Μ.:

Πάρα πολλές φορές. Δεν μπορώ να τα θυμηθώ να τα πω λεπτομερώς. Αλλά, ειδικά όταν ερχόταν οι μεγάλες γιορτές, Πάσχα, Χριστούγεννα και ξέρω ‘γώ, ζητούσες πάντα τους δικούς σου ανθρώπους. Μετά, αφού δεν μπορούσαμε τα παιδιά να τα κοιτάξουμε… Το γιο μου ήταν 3 χρόνων που τον έφερα στην Ελλάδα να τον κοιτάξει η γιαγιά του για να μπορέσω να δουλέψω, γιατί το παιδί δεν μπορούσα να το αφήσω πουθενά. Έπρεπε να πάω στη δουλειά. Με ένα μεροκάματο δεν βγαίναμε πέρα. Το έφερα το παιδί εδώ πέρα στη γιαγιά του, το κοιτούσε η πεθερά μου. Και μετά το ‘74, που έγινε η επιστράτευση με το Κυπριακό, είχαμε έρθει στην Ελλάδα για διακοπές και βγάλαμε απόφαση και το πήραμε το παιδί μαζί μας πάλι στη Γερμανία. Και από κει ύστερα αναγκαστήκαμε να δουλεύουμε αντίθετη βάρδια με τον άντρα μου για να μπορέσουμε να κοιτάξουμε το παιδί. Όπως είπα και προηγουμένως, δυσκολίες περάσαμε πάρα πολλές. Ταλαιπωρηθήκαμε. Μετά σχεδόν, αφού μεγαλώσαν και τα παιδιά, ερχόμασταν κάθε χρόνο —είχαμε πάρει δικό μας αυτοκίνητο—, ερχόμασταν κάθε χρόνο στην Ελλάδα διακοπές. 

Χ.Τ.:

Κοινότητα ελληνική υπήρχε εκεί πού μένατε; 

Α.Μ.:

Υπήρχε, υπήρχε. Είχαμε κοινότητα. Είχαμε, απ’ όλα είχαμε στην περιοχή του Göppingen. Μετά που πήγαμε στην περιοχή Στουτγάρδης ήμασταν έξω, χιλιόμετρα απ’ τη Στουτγάρδη, μακριά. Ήμασταν σε ένα χωριό. Δεν είχαμε ούτε ελληνικό σχολείο, ούτε κοινότητα, ούτε τίποτα. Εκκλησία είχε και εκείνη πρέπει να πηγαίναμε σε άλλη πόλη. Εκεί που ήμασταν εμείς, σε ένα χωριό, δεν είχε τέτοια πράγματα. Ούτε Έλληνες υπήρχαν τότε. Τώρα έχει αλλά τότε δεν υπήρχαν Έλληνες. Μπορώ να σου πω ήμασταν αρκετά χρόνια μόνο δυο Έλληνες στο χωριό που μέναμε. Δύο οικογένειες Έλληνες, τρεις Γιουγκοσλάβοι και μία ιταλικιά. Οι υπόλοιποι ήταν Γερμανοί. 

Χ.Τ.:

Και στην ελληνική κοινότητα που είχατε κάνατε γιορτές, κάνατε εκδηλώσεις;

Α.Μ.:

Κάναμε γιορτές. Είχαμε ελληνικό σχολείο. Τα παιδάκια 25 Μαρτίου λέγανε ποιήματα, 28 Οκτωβρίου επίσης. Κάναμε κανονικά όπως και στην Ελλάδα, κάναμε χορούς, μαζευόμασταν. Ο άντρας μου ήταν και στο σύλλογο γονέων και κηδεμόνων. Περνούσαμε καλά. Αλλά, είπαμε, δεν παύει να είναι ξενιτιά.

Χ.Τ.:

Και πώς αποφασίσατε να γυρίσετε στην Ελλάδα;

Α.Μ.:

Τώρα βγήκαμε στη σύνταξη. Είπαμε να ‘ρθούμε να ξεκουραστούμε λίγο, γιατί δουλέψαμε πολλά χρόνια και είπαμε να την αράξουμε στην Ελλάδα, να ζήσουμε μερικά χρόνια με τους δικούς μας ανθρώπους. Τώρα πότε πηγαίνουμε εμείς στα παιδιά μας, πότε έρχονται τα παιδιά. Και έτσι περνάει ο καιρός.

Χ.Τ.:

Θυμάστε χαρακτηριστικά κάποιο ταξίδι που είχατε κάνει απ’ το χωριό προς Γερμανία; Θυμάστε, έτσι, εικόνες;

Α.Μ.:

Εικόνες πάρα πολλές, γιατί ερχόμασταν με τα αυτοκίνητα. Εκείνα τα χρόνια οι δρόμοι ήταν πολύ χάλια. Οι Γιουγκοσλάβοι συνέχεια είχαν στρέμματα ολόκληρα καλαμπόκια. Κρυβόντουσαν μέσα στα καλαμπόκια και στο δρόμο απάνω, που περνούσαν τα αυτοκίνητα, πετούσαν πέτρες. Ένα αυτό. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ πώς γλίτωσα από του Χάρου το στόμα. Εκεί που οδηγούσε ο άντρας μου και εγώ καθόμουνα δίπλα του για μια στιγμή ακούσαμε έναν θόρυβο και ο θόρυβος πέρασε από μπροστά απ’ τα μάτια μου. Ήταν μια μεγάλη πέτρα. Έσπασε το παρμπρίζ. Γι’ αυτό, φυσικά, πετούσανε πέτρες, για να πάθεις κακό και να ληστέψουν τα αυτοκίνητα. Και όπως μπροστά από μας ήταν μια άλλη οικογένεια, τους πέτυχε και έγινε το κακό. Ο άντρας έπαθε μεγάλη ζημιά και τους αρπάξαν ό,τι είχαν και δεν είχαν στο αυτοκίνητο μέσα. Τα πήραν όλα. Γι’ αυτό και κάναν αυτό το σκηνικό. Μετά ταξιδέψαμε εμείς χωρίς παρμπρίζ, χιλιόμετρα, μέχρι να πάμε στην επόμενη πόλη για να περάσουμε το παρμπρίζ. Και ζητούσανε πάρα πολλά λεφτά και δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε στη Γιουγκοσλαβία μέσα. Το τι περάσαμε μην το συζητάς. Φτάσαμε στην Ελλάδα, αλλά πώς φτάσαμε ένας Θεός το ξέρει. 

Χ.Τ.:

Στη Γερμανία είχατε επαφές με Έλληνες περισσότερο, με Γερμανούς;

Α.Μ.:

Τον καιρό που δουλεύαμε στο εργοστάσιο είχαμε μόνο με Έλληνες, γιατί δεν μιλούσαμε και γερμανικά. Εκείνα τα χρόνια δεν ξέραμε πολλά γερμανικά, αλλά ύστερα, με τον καιρό που κάναμε το ρεστοράν,[00:15:00] αφού στο χωριό που μέναμε είπαμε δεν είχαμε πολλούς Έλληνες, κάναμε συνέχεια με Γερμανούς. Ήμασταν στο χωριό εκείνο περίπου τριάντα χρόνια και αυτοί μας ένιωθαν σαν δικούς τους. Δεν μας ξεχώριζαν. Και σήμερα ακόμα έρχονται, μας επισκέπτονται στην Ελλάδα, γίναμε δηλαδή πολύ φίλοι, κολλητάρια που λέμε. Και κάθε τόσο τώρα που ήρθαμε εμείς στην Ελλάδα, που είμαστε στη σύνταξη, μας παίρνουν τηλέφωνο. Τώρα προχθές πάλι με τις φωτιές πήραν τηλέφωνο και ρωτήσανε αν κινδυνεύουμε και εμείς από φωτιές, δηλαδή είμαστε τόσο δεμένοι.

Χ.Τ.:

Το ρεστοράν πώς καταφέρατε να το πάρετε, δηλαδή από εργάτες σε εργοστάσιο να έχετε μία δικιά σας δουλειά;

Α.Μ.:

Γιατί ο άντρας μου δεν τα πήγαινε καλά με τα εργοστάσια και πάντα ήθελε να γίνει αφεντικό. Οπότε, πήρε την απόφαση. Ρωτήσαμε, πήραμε το μαγαζί και… Μας πήγαν τόσο καλά τα πράγματα! Είχαμε τυχερό. Μας αγάπησε ο κόσμος στο χωριό που μέναμε. Δεν είχε ελληνική κουζίνα. Δοκιμάσανε. Κάναμε γύρο. «Τι είναι ο γύρος;». Μιλάμε τώρα προτού σαράντα χρόνια. «Τι είναι γύρος;». Ε τι να είναι; «Γύρος» λέγαμε ότι «είναι χοιρινό κρέας», ξέρω ‘γώ… «Άντε», έλεγε ο άντρας μου, «Φέρε ένα πιάτο, φέρε και πέντε έξι πιρούνια να δοκιμάσουνε». Το βάζαμε εκεί. «Ωωω!», τους άρεζε. «Φέρε ακόμα ένα πιάτο». Έχουμε ταΐσει γύρο στους Γερμανούς... αλλά μέχρι που το συνηθίσανε. Και είπαμε, μας αγαπήσανε, δόξα τω Θεώ. Είχαμε πελάτες. Όπως μερικοί, αυτοί που δεν χώνευαν τους Έλληνες, λέγανε «Τι; Θα πάμε στον ξένο; Δεν θα πάμε στον ξένο. Θα πάμε σε Γερμανό», αυτοί όμως μας αγαπήσανε και δόξα τω Θεώ.

Χ.Τ.:

Τι σας άρεσε στη Γερμανία που δεν το βρίσκετε στην Ελλάδα και τι σας άρεσε στην Ελλάδα που δεν το βρίσκατε στη Γερμανία;

Α.Μ.:

Κοίτα να δεις, υπάρχουν κάτι πράγματα στη Γερμανία… Σαν ξένος όπου και να πήγαινες όποια πόρτα να χτυπούσες δεν έλεγαν: «Αυτός είναι ξένος. Δεν θα τον εξυπηρετήσουμε». Άνοιγαν την αγκαλιά τους και είχες όλα τα δικαιώματα όπως είχαν κι οι Γερμανοί. Περάσαμε πολύ καλά. Μας εξυπηρετούσαν όπου και να πηγαίναμε, όποια υπηρεσία να ήτανε, ενώ εδώ είναι διαφορετικά τα πράγματα, αν και είμαστε Έλληνες. Αλλά, όπως λέμε: «Όπου και να πάμε εμείς είμαστε πάντα ξένοι. Εδώ είμαστε, και στην πατρίδα μας, ξένοι και στη Γερμανία είμαστε ξένοι». 

Χ.Τ.:

Αυτό γιατί το λέτε;

Α.Μ.:

Γιατί πάντα έτσι ήταν. Γιατί όταν το καλοκαίρι ερχόμασταν διακοπές πάντα έλεγαν «Ήρθαν οι γερμαναράδες», ενώ ήμασταν καθαυτού Έλληνες από το χωριό μας. «Οι γερμαναράδες ήρθανε» και άλλα πόσα τέτοια. Πολλά πράγματα. Δεν μπορώ τώρα να το θυμηθώ, αλλά όντως έτσι είναι. Μια ζωή ξένοι, μια ζωή με τη βαλίτσα στο χέρι και δεν συμμαζεύεται.

Χ.Τ.:

Εσείς εδώ στο χωριό πήγατε σχολείο μέχρι…

Α.Μ.:

Δημοτικό. Εκείνα τα χρόνια μόνο Δημοτικό υπήρχε. Δεν τα πήγαινα και καλά με τα γράμματα... Δημοτικό και από κει στα χωράφια. 

Χ.Τ.:

Στα χωράφια;

Α.Μ.:

Στα χωράφια. Βοηθούσαμε τους πατεράδες μας. 

Χ.Τ.:

Θυμάστε τι δουλειές κάνατε εκεί;

Α.Μ.:

Τσαπίζαμε, καλαμπόκια... ό,τι υπήρχε… σκούπες. Εκείνα τα χρόνια βάζανε πολλές σκούπες. Μέρα-νύχτα… Οι γονείς μας δεν… Πηγαίνανε με τη βδομάδα. Ήταν σε άλλον κάμπο τα χωράφια που δεν μπορούσαν να έρθουν κάθε βράδυ στο σπίτι. Εμείς μας μεγάλωνε η γιαγιά, μας μαγείρευε η γιαγιά. Ο πατέρας μου είχε τ’ άλογο μαζί. Ερχότανε στο χωριό, έπαιρνε φαγώσιμα και ξαναπήγαινε πάλι εκεί πέρα μέχρι να τελειώσει το χωράφι. Αναλόγως. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν μηχανήματα. Όλα τα κάναμε με το χέρι. Θερίζανε, τσαπίζανε. Όλα, όλα, όλα με το χέρι. Τώρα υπάρχουν κομπίνες, τα πάντα. Γι’ αυτό και ήταν μια εβδομάδα εκεί πέρα στον άλλον κάμπο για να τελειώσουν το χωράφι και μετά ερχόντουσαν εδώ στο χωριό. Ταλαιπωρία μεγάλη ήταν. Είχε τ’ άλογο και πηγαινοερχόταν με τ’ άλογο, γιατί με το κάρο με τις αγελάδες χρειαζότανε πολλές ώρες. Εμείς η γιαγιά μάς μεγάλωνε, μας τάιζε, μας πότιζε, μας μαγείρευε...

Χ.Τ.:

Και όταν ο άντρας σας σας είπε ότι θα φύγει για Γερμανία δεν το σκεφτήκατε καθόλου;

Α.Μ.:

Το μελετήσαμε μπροστά. Δεν... τσακ να φύγει αμέσως. Τα μελετήσαμε: «Θα πάμε Γερμανία;», «Θα πάμε». Είπαμε, μόνο με σύμβαση μπορούσες να πας. Μετά έξι μήνες με πήρε και εμένα. 

Χ.Τ.:

Πώς είχατε μάθει ότι φεύγουνε για Γερμανία;

Α.Μ.:

Εκείνα τα χρόνια έτσι ήταν. Όλοι Γερμανία φεύγανε. Αφού δεν υπήρχε εδώ πέρα δουλειές, δεν υπήρχανε δουλειές, αναγκαστικά ξενιτευτήκ[00:20:00]αμε για να δούμε ένα καλό μέλλον. Πήγαμε για λίγο, γεράσαμε και γυρίσαμε. Πολλά χρόνια περάσανε.

Χ.Τ.:

Μετά τα παιδιά εκεί πήγαιναν και σε γερμανικό και σε ελληνικό σχολείο;

Α.Μ.:

Ελληνικό. Όταν ήμασταν στην πόλη του Göppingen ελληνικό σχολείο είχε εκεί πέρα. Ο γιος μου πήγε τέσσερα χρόνια. Μετά, όταν γεννήθηκε η κόρη μου εκεί στην άλλη πόλη που πήγαμε, περιοχή Στουτγάρδης, δεν είχε σχολείο στο χωριό που μέναμε, δεν είχε σχολείο ελληνικό και πηγαίνανε μόνο γερμανικό.

Χ.Τ.:

Και στη συνέχεια τα παιδιά πήγανε στο πανεπιστήμιο στη Γερμανία; Βρήκαν δουλειά;

Α.Μ.:

Ο γιος μου, αφού τελείωσε το σχολείο, μετά ήρθε, υπηρέτησε κανονικά φαντάρος στην Ελλάδα και όταν γύρισε τον ρωτήσαμε αν θέλει να σπουδάσει ή να συνεχίσει —είχαμε πάρει την ταβέρνα εμείς τότε— την ταβέρνα. «Μπα. Δεν θα πάω στο σχολείο» είπε. «Εγώ θα δουλέψω μαζί σας στην ταβέρνα». Και συνέχισε να δουλεύει μαζί μας. Μετά κι η κόρη μας και εκείνη τα ίδια. Και τώρα δουλεύουν, αφού κλείσαμε την ταβέρνα, πλέον στο εργοστάσιο τώρα. 

Χ.Τ.:

Οι Γερμανοί πώς σας αντιμετωπίζανε;

Α.Μ.:

Τα πρώτα χρόνια μάς βλέπαν με μισό μάτι. Μετά μας συνηθίσανε, τους συνηθίσαμε. Δεν είχαν ιδέα από ελληνική κουζίνα ούτε... Μέναμε σε ένα σπίτι. Η νοικοκυρά μου είχε έναν γιο. Ήταν ίδια ηλικία με τον άντρα μου. Μαγειρεύαμε στην ίδια κουζίνα. Μια μέρα πήγα εγώ να τηγανίσω μελιτζάνες. Μου λέει: «Τι είναι αυτό;». Λέω: «Μελιτζάνες». «Όχι», λέει, «αγγούρι είναι αυτό!». Λέω: «Πώς είναι αγγούρι; Μελιτζάνα είναι αυτή!». Τέλος πάντων, μαγειρέψαμε, την έδωσα, δοκίμασε, της άρεσε πάρα πολύ. Αφού έμεινα έγκυος στο γιο μου, που μέναμε σε αυτηνής το σπίτι, δεν δούλευα, ας πούμε, σταμάτησα και μου λέει μια μέρα: «Αναστασία, θα πάμε βόλτα». Λέω: «Καλά, να πάμε». Ντύθηκα εγώ, με παίρνει αυτή απ’ το χέρι. Τι ήμουν εγώ τότε; 19 χρονών ήμουνα 20. Θα πάμε. Πού θα πάμε; Και εγώ είπα: «Θα με πάει βόλτα αυτή». Περπατάμε, περπατάμε, περπατάμε. Πού να με πάει; Με πάει στα νεκροταφεία. Εγώ με την κοιλιά στο στόμα. Αυτή, τώρα, μάλλον κάποιος συγγενής της θα ήτανε. Είχανε ένα εκκλησάκι που βάζαν τους πεθαμένους μέσα εκεί. Με παίρνει αυτή. Λέει: «Έλα. Θα πάμε εδώ μέσα». Δεν καταλάβαινα και πολλά-πολλά τότε εγώ. Με παίρνει, με πηγαίνει στο εκκλησάκι μέσα και τι να δω εγώ; Σε ένα φέρετρο μέσα ήταν ένας πεθαμένος. Στο ψυγείο μέσα τον είχανε. Έμεινα! «Καλά», της λέω, «πού με έφερες εδώ πέρα;». Μπρουφ! Εγώ έφυγα από την πόρτα. Φοβήθηκα. Τρέχει αυτή από πίσω μου: «Έλα. Τι φοβάσαι; Πεθαμένος είναι». Έφυγα. Λέω: «Εγώ δεν έρχομαι μέσα εκεί». Τέλος πάντων, μένει εκείνη εκεί πέρα, έκανε τι έκανε, εγώ την περίμενα έξω, φύγαμε. Κάτι τέτοια, δηλαδή… Είναι κρύοι άνθρωποι. Με πήρε να με πάει βόλτα. Πού να με πάει; Στα νεκροταφεία! Πολύ... Ήρθε το βράδυ ο άντρας μου από τη δουλειά. «Δεν ξέρεις. Σήμερα», του λέω, «η νοικοκυρά με πήγε πολύ καλή βόλτα». Λέει: «Πού πήγατε;». «Πού πήγαμε; Στα νεκροταφεία!», λέω, «Πού πήγαμε;». «Καλά, χαζή είναι;». «Δεν ξέρω τι είναι», λέω, «Πήγαμε εκεί πέρα στα νεκροταφεία. Εγώ», λέω, «με ήρθε να λιποθυμήσω. Είδα τον πεθαμένο μέσα εκεί, εκείνος κρύος-κρύος πώς ήτανε».

Χ.Τ.:

Σας έκανε εντύπωση η αλλαγή περιβάλλοντος απ’ το χωριό σε μια πόλη της Γερμανίας, τα μαγαζιά, οι δρόμοι;

Α.Μ.:

Καμιά σχέση. Μέρα με τη νύχτα. Καλά, εντάξει, εγώ και εδώ στην Ελλάδα που μένω κι εγώ μένω σε χωριό. Τώρα η πόλη είναι διαφορετικά. Και εκεί πέρα μέναμε σε χωριό. Δεν μέναμε σε πόλη μέσα, όπως είναι η Στουτγάρδη, όπως είναι η Φρανκφούρτη, όπως είναι το Μόναχο. Αυτές είναι μεγάλες πόλεις. Όντως, που ήτανε χωριά πάλι είχε διαφορά.

Χ.Τ.:

Αλλά, ήταν πιο εξελιγμένα;

Α.Μ.:

Εξελιγμένα δεν θα πεις τίποτα. Είπαμε. Ήταν η μέρα με τη νύχτα. Καθαριότητα, τα πάντα.

Χ.Τ.:

Σε ποιο επίπεδο; Τι διαφορετικό είχατε δει τότε σε σύγκριση με το χωριό;

Α.Μ.:

Καταρχήν, τα σκουπίδια. Εδώ όπου να γυρίσεις να δεις βρωμάει ο τόπος από σκουπίδια. Εκεί δεν έβλεπες το παραμικρό. Ήτανε… Σε όλο το δρόμο εκεί που μέναμε στη συνοικία είχαν κουβάδες που έβαζες τα σκουπίδια μέσα. Δεν φαινότανε τίποτα. Ο σκουπιδιάρης κάθε μέρα περνούσε. Ήταν τα πάντα καθαρά, πεντακάθαρα. Και άλλα πόσα τέτοια παραδείγματα. Ενώ εδώ... Καλά, εντάξει έχουν αλλάξει τα πράγματα, δεν είναι όπως ήταν. Αλλά, πάλι είμαστε πολλά χρόνια πίσω.

Χ.Τ.:

Τον γιο σας, που είπατε πριν, θυμάστε το ιστορικό του; Πώς τον αφήσατε στο χωριό, πώς πήρατε την απόφαση, πώς τον αποχαιρετήσατε;

Α.Μ.:

Τον αφήσαμε, είπαμε, για λό[00:25:00]γο δουλειάς. Δυσκολίες είχαμε. Έπρεπε εγώ να μη δουλεύω άμα ήτανε το παιδί στη Γερμανία, γι’ αυτό αναγκαστήκαμε το φέραμε στη γιαγιά του. Και την ώρα, την ημέρα που τ’ αφήσαμε το παιδί δεν θα την ξεχάσω ποτέ μου. Έχω μία εικόνα μπροστά μου. 8 μηνών ήταν που τον άφησα. Καθότανε στο κρεβάτι απάνω σαν μια κούκλα. Πήγα, το αγκάλιασα, το φίλησα, άρχισα να κλαίω. Δεν καταλάβαινε εκείνο τίποτα. 8 μηνών τι να καταλάβει; Ήταν πολύ δύσκολες οι καταστάσεις. Πώς το ξεπέρασα ένας Θεός το ξέρει. Πάντοτε είχα στο μυαλό μου, στη φαντασία μου πώς το άφησα, πώς καθόταν. Τον έβλεπα πάντα, σκιά τον είχα μπροστά μου. Ήταν… Δεν ήμουν μόνη μου εγώ, όλος ο κόσμος τότε, είπαμε: «Θα πάμε για λίγα χρόνια και θα γυρίσουμε». Έλα, όμως, που μείναμε πολλά χρόνια.

Χ.Τ.:

Και όταν τον ξαναπήρατε πίσω;

Α.Μ.:

Είχαμε μεγάλη δυσκολία. Συνήθισε με τη γιαγιά του. Εντωμεταξύ, αφού βγάλαμε την απόφαση να τον πάρουμε στη Γερμανία, λέω στον άντρα μου «Θα πάμε στη θάλασσα, να πάρουμε το παιδί, να είναι μέρα-νύχτα μαζί μας για να μας συνηθίσει», γιατί δεν μας πλησίαζε. Εκείνη τη γιαγιά τη θεωρούσε για μαμά του. Πήγαμε στη θάλασσα. Την ημέρα τα περνούσαμε καλά μέσα στο νερό, με παιχνίδια, με βόλτες, το ένα το άλλο, καλά. Μόλις βράδιαζε, πηγαίναμε στο ξενοδοχείο, έκλαιγε, τσίριζε, χτυπούσε την πόρτα: «Τη γιαγιά μου θέλω!». Με έπαιρναν τα κλάματα εμένα. Μαμά του εγώ, να μη με δίνει σημασία, να κλαίει, να ζητάει τη γιαγιά του; Τέλος πάντων, λέω: «Θα συνηθίσει». Ένα βράδυ θα κλάψει, δύο βράδια θα κλάψει… Τίποτα. Το τρίτο βράδυ πάλι μπήκαμε μέσα. Τον έβαλα πιτζάμες, τον έκανα μπάνιο, τον έδωσα το γαλατάκι του. Πάω να τον βάλω στο κρεβάτι, τσιρίζει αυτός: «Τη γιαγιά μου!». Στο διπλανό δωμάτιο ήταν ένα αντρόγυνο σε μεγάλη ηλικία. Πήγαν οι άνθρωποι να κάνουν τα μπανάκια τους, να ξεκουραστούνε. Το παιδί τούς ενοχλούσε κάθε βράδυ. Το τέταρτο βράδυ ήρθαν, τακ τακ χτυπάν την πόρτα. «Τι συμβαίνει;». Λένε: «Δεν ξέρω τι θα κάνετε. Θα πάρετε το παιδί σας. Εμείς ήρθαμε να ηρεμήσουμε. Δεν θα ακούμε το δικό σας το παιδί». Τα μαζέψαμε και ήρθαμε άρον-άρον στο χωριό, γιατί δεν μπορούσε να κάνει χωρίς τη γιαγιά του. Αφού το πήραμε απόφαση να τον πάρουμε στη Γερμανία, πάλι στο δρόμο μέχρι που να πάμε —πάλι με το αυτοκίνητο είχαμε έρθει, με το αυτοκίνητο γυρίσαμε πίσω— έκλαιγε σε όλη τη διαδρομή. Αλλά, δεν την έβλεπε, μετά με τον καιρό, με τον καιρό συνήθισε. 3 χρονών ήτανε μετά που τον πήραμε πίσω. Τον αφήσαμε 8 μηνών και τον πήραμε… 3 χρονών είχε γίνει.

Χ.Τ.:

Εκεί ενδιάμεσα από 8 μηνών μέχρι 3 χρονών το είχατε ξαναδεί το παιδί;

Α.Μ.:

Ερχόμασταν κάθε χρόνο. Μας έβλεπε, αλλά δεν αφού έκανα… αφού είχε συνηθίσει τη γιαγιά του. Δεν μπορούσε χωρίς τη γιαγιά του. Και μετά είχαν και μια άλλη γιαγιά στο σπίτι. Δεν θα ξεχάσω… Τότε δεν υπήρχαν τηλέφωνα, όλο με τα γράμματα. Ήρθε μια μέρα ταχυδρόμος, μου φέρνει ένα γράμμα. Ανοίγω το γράμμα, το διαβάζω. Ήρθε αυτός αμέσως: «Μαμά, τι λέει το γράμμα; Τι λέει το γράμμα;». Λέω «Ήρθε το γράμμα απ’ το χωριό, απ’ τη γιαγιά, εκείνη η γιαγιά, μια μεγάλη γιαγιά που είχαμε στο σπίτι», λέω, «πέθανε». Μετά, όταν γύρισε το βράδυ ο άντρας μου, αυτό απ’ την αγωνία του για να προλάβει να πει το μπαμπά του ότι πέθανε η γιαγιά δεν μπορούσε να πει: «Πέθανε η γιαγιά». Του λέει: «Μπαμπά, μπαμπά, εκείνη η γιαγιά που είχαμε στο σπίτι ψόφησε!». «Βρε», του λέω, «αγόρι μου, τι λες; Πέθανε η γιαγιά». Λέει: «Ναι, ναι, πέθανε, πέθανε!». Κάτι τέτοια. Πολλές ιστορίες έχουμε.

Χ.Τ.:

Όταν… που είπατε ότι το λεωφορείο τον χτύπησε, πώς έγινε εκείνο το ατύχημα;

Α.Μ.:

Εκείνο… Είχαμε αλλάξει βάρδια με τον άντρα μου. Έπρεπε να πάω… Ας πούμε, ώρα 14:00 το μεσημέρι έπιανα δουλειά. Δεν μπορούσα εγώ η ώρα 14:00 να φύγω από το σπίτι. Πήγαινα και με λεωφορείο στη δουλειά, έπρεπε να φύγω νωρίτερα απ’ το σπίτι. Ε, αυτό τώρα ήτανε… Ξέρω ‘γώ, 10-12 χρονών θα ήτανε. Τον εμπιστευόμασταν, τον αφήναμε στο σπίτι. Η στάση δεν ήταν μακριά απ’ το σπίτι για να πάρει το λεωφορείο να πάει στο ελληνικό το σχολείο. Ναι, αλλά αυτός, τώρα, δεν ξέρω πώς τα κατάφερε για να... Μάλλον όταν βγήκε στο δρόμο για να πάει στη στάση, να περάσει απ’ την άλλη μεριά του δρόμου που ήταν η στάση του λεωφορείου, αυτός είδε το λεωφορείο, έρχεται, «Βρε», σου λέει, «θα φύγει το λεωφορείο. Δεν θα το προλάβω να πάω στο σχολείο» και πέρασε τη διάβαση για να προλάβει να πάει στη στάση. Εκείνη την ώρα έγινε το κακό. Αλλά, ευτυχώς είχαμ[00:30:00]ε μεγάλο τυχερό που δεν… Ούτε πρόλαβε να το χτυπήσει το παιδί, αλλά από κάτω απ’ το λεωφορείο ήτανε, εκεί μπροστά στον οδηγό από κάτω. Εκεί από κάτω το βγάλαμε. 

Χ.Τ.:

Κι εσείς πώς το μάθατε; Σας πήραν τηλέφωνο στο εργοστάσιο;

Α.Μ.:

Μας πήραν τηλέφωνο, με πήραν τηλέφωνο στο εργοστάσιο. Τώρα, ήξεραν πού δουλεύω καμιά γειτόνισσα... Πήραν τηλέφωνο. Με φωνάζουν στα γραφεία: «Κυρία Μυρτσίδου, ελάτε. Τηλέφωνο!». Πάω, αυτό κι αυτό συμβαίνει. Εκείνη την ώρα λιποθύμησα εγώ. Έπεσε το τηλέφωνο απ’ τα χέρια μου. Με πήρε ύστερα αυτός ο επιστάτης και με πήγε στο σπίτι. Δεν ήταν μακριά. Ήταν 3 χιλιόμετρα μόνο στο επόμενο χωριό που δούλευα. Τέλος καλό, όλα καλά. Ευτυχώς δεν έπαθε τίποτα το παιδί, τίποτα. Αλλά, άλλα πολλά περιστατικά. Που πήγαιναν στον παιδικό σταθμό τα παιδιά πόσες φορές πέφτανε. Ήτανε ιταλάκια, τουρκαλάκια, χτυπιόντουσαν, πέφταν απ’ τις παιδικές χαρές από πάνω. Μια μέρα πήγα, τον βρήκα ραμμένο στο μέτωπο. Το ράψανε. Τέτοιες πολλές ιστορίες περάσαμε.

Χ.Τ.:

Τι; Τι είχε γίνει τότε με τα ράμματα που τον βρήκατε; 

Α.Μ.:

Τον έσπρωξαν. Ήτανε… Παίζανε στην παιδική χαρά. Απάνω ήταν και τον έσπρωξε ένα παιδάκι από πάνω. Ήθελε να κάνει εκείνο για να πάει στην κούνια… δεν ξέρω πού, δεν τα θυμάμαι και καλά. Τον έσπρωξε και έπεσε. Όπως έπεσε άνοιξε εδώ πέρα πάνω στο μέτωπό του και το ράψανε. Όταν πάλι με πήρανε τηλέφωνο, όταν πήγα, τα ράμματα ήταν ραμμένα, τον πήρα και πήγαμε στο σπίτι. Δεν μπορούσαν να το κρατήσουν άλλο εκεί πέρα. Τέτοια περάσαμε πάρα πολλά. Την άλλη φορά πάλι τον σπρώξανε, σκίστηκε η γλώσσα του, δάγκωσε τη γλώσσα του και πάλι τη ράψαν τη γλώσσα του. Μην το συζητάς. 

Χ.Τ.:

Στο μαγαζί που είχατε ανοίξει εσείς τι πόστο είχατε; 

Α.Μ.:

Εγώ ήμουνα στην κουζίνα μαγείρισσα. Μαγείρευα, έκανα το γύρο, σουβλάκια, τζατζίκι, από όλα τα καλά. Τζατζίκι οι Γερμανοί τρελαινότανε. Το παίρνανε για πρώτο, στη φέτα το ψωμί απάνω, έτσι κι αλλιώς δεν τρώνε εκεί που δεν ξέρανε τι θα πει τζατζίκι. Τους άρεσε πάρα πολύ. Τώρα πρόσφατα που ήμουνα στη Γερμανία πάλι, ο άντρας μου είχε μια κλίκα. Ήταν εφτά οχτώ φίλοι μαζί, που ήταν πολύ κολλητάρια. Ταξίδια πηγαίνανε, στο μαγαζί ήταν μέρα νύχτα. Αυτοί, φυσικά, κρατήσαν το μαγαζί και τους έφτιαχνα εκείνα τα χρόνια πολύ συκωταριά τηγανητή. Τώρα που πήγα, μόλις πήγα θυμήθηκαν, λέει: «Ήρθε η Αναστασία. Θα μας κάνει πάλι να φάμε». Παίρνω τηλέφωνο στον άντρα μου. Λέει «Θα πάρουμε συκώτι», λέει, «να το κάνει η Αναστασία, να το μαγειρέψει». Με ρωτάει ο άντρας μου: «Θα τα μαγειρέψεις;». Λέω: «Φυσικά θα το μαγειρέψω. Αυτοί κρατούσαν το μαγαζί τόσα χρόνια. Εγώ τώρα που θα το μαγειρέψω τι θα γίνει;». Και μου φέρνουν, σε παρακαλώ, 5 κιλά συκώτι. Τους έκανα… Μια κατσαρόλα μεγάλη τους έκανα. Τρώγανε πολύ το καυτερό. Το έκανα και καυτερό. Πήρε την κατσαρόλα, την πήγε εκεί στην παρέα τους. Το φάγανε όλο. Μου στείλανε συγχαρητήρια, μου στείλανε και δωράκια! Τους άρεσε τόσο πολύ γιατί το κάναμε με ζουμάκι, βάζανε το ψωμάκι τους μέσα. Και έτσι τρώνε κι αλλιώς δεν τρώνε. Το ευχαριστηθήκανε. Και άλλα λέω: «Θα θυμηθούνε της Αναστασίας τα καλούδια, αλλά… πάει, πέρασαν τα χρόνια». Αλλά, το προτείνανε. Μόλις πήγα «Θα μας κάνει η Αναστασία συκωτάκι». Κανένα πρόβλημα.

Χ.Τ.:

Η σπεσιαλιτέ του μαγαζιού; Είχατε; 

Α.Μ.:

Σπεσιαλιτέ; Μαγειρεύαμε, κάναμε κριθαράκι με αρνάκι, αυτά που δεν μπορούν οι Γερμανοί να τα κάνουν ούτε τα έχουν στο μυαλό τους. Ιδέα δεν ξέρουν τι είναι αυτά. Στην αρχή κάναμε και παστίτσιο και αυτά, αλλά, ξέρεις, αυτοί οι σβάμπαδες απάνω στο χωριό που μέναμε εμείς —ξέρεις, οι Γερμανοί άμα δεν το γνωρίζουν κάτι, δεν το τρώνε κιόλας— δεν έφευγε. Μετά το βγάλαμε απ’ την κάρτα γιατί δεν περπατούσε. Να το παγώνεις, να το ξαναπαγώνεις δεν λέει τίποτα. Κάναμε αυτά της ημέρας, της ώρας, μπριζόλες, σουβλάκια, μπιφτέκια. Αυτά. Είχαμε και γερμανικά φαγητά. 

Χ.Τ.:

Ποια; 

Α.Μ.:

Το ροστ μπιφ με κρεμμυδάκι, πώς το φτιάχνουν οι Γερμανοί, με τα σπέσιαλ τα δικά τους, τα σπεσιαλιτέ, με το πορτοκαλάκι από πάνω γαρνιτούρα. Περπατούσε σαν τρελό.

Χ.Τ.:

Εσείς πώς μάθατε τις γερμανικές συνταγές;

Α.Μ.:

Είχαμε στην αρχή έναν μάγειρα. Το μάγειρα τον παίρναμε και σε μεγάλες εκδηλώσεις που είχαμε, γάμους είχαμε. Γάμο τότε γινότανε και στη Γερμανία πολλά άτο[00:35:00]μα. Τριακόσια, τριακόσια πενήντα άτομα καλούσαν στους γάμους… Εγώ όσα γερμανικά φαγητά, ας πούμε… Σαν Ελληνίδα δεν μπορούσα να τα προσφέρω τα δικά τους τα σπεσιαλιτέ και πήραμε έναν μάγειρα. Σιγά-σιγά, σιγά-σιγά από κει τ ‘άρπαξα, από το Γερμανό το μάγειρα. Και μετά, αφού ήταν δικιά μου δουλειά, έδινα περισσότερο, ας πούμε, ενδιαφέρον για να ικανοποιήσω τους πελάτες μου, να με προτείνουνε. Τους έκανα κάτι μανιταράκια με φιλετάκι και δεν συμμαζεύεται. Αυτά όλα ήτανε… Τους άρεσαν. Λίγο, έτσι, πικάντικα, καυτερό. Ήξερα τώρα. Όταν πήγαν τα παιδιά μου να πάρουν παραγγελία έλεγαν: «Η μαμά σου ξέρει πώς το τρώω». Έλεγα εγώ: «Καλά, ένας και δύο δεν είναι, να ξέρω πώς το τρώνε». Ερχόντουσαν τόσα άτομα στο μαγαζί. Πού να ξέρω ο καθένας πώς το τρώει; Έβλεπα από το παράθυρο ποια παρέα είναι εκείνη. Μετά καταλάβαινα πώς το τρώει, ας πούμε. Άλλος το ήθελε αλμυρό, άλλος το ήθελε καυτερό, άλλος το ήθελε... Οι ουσίες ήταν διαφορετικές.

Χ.Τ.:

Ποιες εποχές του χρόνου το μαγαζί είχε, έτσι, πιο πολύ κόσμο, να τρέχετε; 

Α.Μ.:

Το χειμώνα, τα Χριστούγεννα. Το καλοκαίρι ναι μεν είχαμε κήπο έξω —μάλλον και πολύ ωραίο κήπο. Όσο έβλεπε το μάτι σου είχες όλο πρασινάδα. Τον είχαμε τον κήπο πολύ περιποιημένο—, αλλά ήταν η εποχή τέτοια, ο κόσμος που έφευγε διακοπές, που κλείνουν τα σχολεία, ενώ τα Χριστούγεννα όλοι βγαίναν έξω. Είχαμε παραγγελίες προτού έναν μήνα. Τον χειμώνα δουλεύουν καλύτερα τα μαγαζιά.

Χ.Τ.:

Γέμιζε το μαγαζί;

Α.Μ.:

Γέμιζε δεν θα πεις τίποτα. Αφού, είπαμε, από προτού ένα μήνα είχαμε παραγγελίες. 

Χ.Τ.:

Είχατε επεισόδια; Από μεθυσμένους… από…

Α.Μ.:

Αυτά πάντα είναι. Μετά, αφού είχαμε μεγάλη αίθουσα, κάναμε και τούρκικους γάμους. Εκεί να δεις τσιφτετέλια! Χίλιοι Τουρκαλάδες! Έτσι, ό,τι ήθελε η ψυχή σου. Τσεμπέρια; Τι, δεν… Μοντέρνες; Κάτι κοπελίτσες να τις έβαζες στο ποτήρι να τις έπινες. Αλλά, έχουν και αυτοί τα εθίματά τους. Όταν γινότανε ο γάμος, έβγαινε ένας πολύ συγγενής απάνω στο πατάρι, έπαιρνε το μικρόφωνο και… τι δώρο έκανε ο κάθε συγγενής έπρεπε να το πει στο μικρόφωνο. Εσύ τώρα ήθελες δεν ήθελες έπρεπε να δώσεις πολλά λεφτά για δώρο. Δεν μπορούσες να δώσεις λίγα, να φωνάξουν τώρα, παράδειγμα: «Η κυρία Μυρτσίδου έδωσε 100 ευρώ». Ήτανε ντροπή. Δηλαδή, το ‘βαζες το χέρι βαθιά στην τσέπη και μαζεύανε… Δεν θα ξεχάσω σε έναν γάμο η νύφη είχε μαζέψει 6 κιλά χρυσό σε βραχιόλια, δαχτυλίδια και στο λαιμό —κολιέ που τα λέμε. Το χέρι της ήταν από δω, απ’ την παλάμη μέχρι στον αγκώνα, ήτανε όλο βραχιόλια χρυσά. Τώρα τι σόι χρυσό ήτανε; Αλλά, το φώναξε. 6 κιλά χρυσό έμασε. Δαχτυλίδια δεν ξέρω πόσα, φλουριά, λίρες... Αυτοί είναι, οι Τουρκαλάδες, τρομεροί στα δώρα. Δηλαδή, το βάζουν το χέρι πολύ βαθιά στην τσέπη. Είχαμε περιστατικά. Μεθούσαν οι Τουρκαλάδες. Βγάλαν μέχρι πιστόλια. Ειδικά μερικοί γάμοι που ήταν αντίθετοι —ο γαμπρός αγαπούσε μια κοπέλα, το σόι δεν ήθελε—, και μετά στο γάμο μέχρι πιστόλια, στιλέτα φέρνανε μαζί για να εκδικηθούνε. Πόσοι γάμοι έχουν χαλάσει...

Χ.Τ.:

Εσείς δεν φοβόσασταν;

Α.Μ.:

Τώρα, φοβόμασταν, δεν φοβόμασταν... Σαν αφεντικό πώς δεν θα φοβάσαι; Εσύ έχεις ευθύνες ό,τι και να γίνει. Αλλά, πάντα, ας πούμε, ο γάμος που γινότανε, πάντα είχες μερικά άτομα που σε υποστηρίζανε, ας πούμε. Έλεγαν… Τα προβλέπαμε εμείς μπροστά αυτά τα πράγματα και έλεγε ο άντρας μου: «Αν γίνει κάτι;». «Εμείς εδώ είμαστε, εμείς εδώ είμαστε, αδερφέ». Έτσι λένε οι Τουρκαλάδες. Ό,τι και να είσαι, ας μη σε ξέρει καθόλου, «αδερφέ» σε φωνάζει συνέχεια. «Αδερφέ, μη φοβάσαι. Εμείς εδώ είμαστε». Έγιναν πόσα τέτοια περιστατικά. Πόσοι γάμοι έχουν χαλάσει… Έπαιρνε ο γαμπρός τη νύφη, φεύγανε και έμενε όλο το σόι ύστερα στην αίθουσα! Πολλά τέτοια.

Χ.Τ.:

Καρναβάλι στη Γερμανία;

Α.Μ.:

Το καρναβάλι ήτανε στο χωριό που μέναμε τρομερό! Μεγάλες εκδηλώσεις, όπως γίνεται κάτω στην Πάτρα, έτσι, με στολές και τέτοια. Η αίθουσα έπαιρνε χίλια άτομα. Ήταν πάρα πολύ ωραία. Πολλή οργάνωση. Μιλάμε, είχαν όλοι οι σύλλογοι. Καθένας είχε το δικό του, άλλος… Συνεννοούντουσαν, «Θα κάνουμε εμείς αυτό, θα κάνουμε εκείνο, θα κάνουμε εκείνο», βδομάδες ολόκληρες μέσα στα γκαράζια εργαζόντουσαν για να προσφέρουν κάτι. Και μετά είχαμε παρέλαση. Τ[00:40:00]ην Καθαρά Δευτέρα είχαμε εκατόν οχτώ γκρουπ που περνούσανε στο δρόμο. Ώρες ατελείωτες, τρεις ώρες, τέσσερις ώρες. Ήταν πολύ τρομερό το καρναβάλι. Αλλά, τώρα με τον κορωνοϊό τίποτα. Δεν ξέρω αν ξανασυνεχίσουνε. 

Χ.Τ.:

Στο μαγαζί είχατε εκδηλώσεις το καρναβάλι;

Α.Μ.:

Πάρα πολύ. Όλα γινόταν στη δικιά μας την αίθουσα μέσα, όλες οι εκδηλώσεις. Πολύ ωραία ήτανε, πάρα πολύ.

Χ.Τ.:

Είχατε κάποια…

Α.Μ.:

Και σαν Έλληνες που ήμασταν εμείς στο μαγαζί, συνέχεια οι σύλλογοι κάθε χρόνο συνεννοούντουσαν και βάζανε όλο τραγούδια ελληνικά. Το συρτάκι, τάχα χορεύανε συρτάκι, κάνανε πως χορεύανε. Μετά τ’ άλλο που λέει: «Griechischer Wein». Εμείς σαν Έλληνες πολύ περήφανοι όταν ακούγαμε αυτά εκεί πέρα. Παλαμάκια, μας φώναζαν να χορέψουμε και εμείς, με τραβούσαν να χορέψω συρτάκι. «Βρε, δεν ξέρω συρτάκι! Πώς θα χορέψω; Να σας χορέψω μια ζεμπεκιά ναι. Συρτάκι», λέω, «δεν ξέρω». Ήταν πάρα πολύ ωραία χρόνια. Περάσαμε πολύ ωραία.

Χ.Τ.:

Όταν φύγατε σας αποχαιρετήσανε; Το μαγαζί, κάνατε κάποια εκδήλωση που το κλείσατε το μαγαζί;

Α.Μ.:

Πάρα πολύ. Όλοι ήρθαν με δώρα, ειδικά αυτή η παρέα του άντρα μου, όσα χρόνια είχαμε το μαγαζί, που μου φέρανε μία ανθοδέσμη με είκοσι εννιά τριαντάφυλλα. Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Ήρθαν μες στην κουζίνα, φέρανε μια ανθοδέσμη τεράστια και άρχισαν να κλαίνε. Δεν το πίστευα! Γερμανός και να κλάψει; Και όντως, ήρθαν μες στην κουζίνα, μου χάρισαν τα τριαντάφυλλα —και ένα δώρο ακόμα μου κάνανε. Δεν θυμάμαι—, μ’ αγκαλιάσανε, με ευχαριστήσανε τα τόσα χρόνια που τους έδειξα αγάπη και ό,τι είπαν, ας πούμε, ό,τι ζητήσανε δεν τους αρνήθηκα καμιά φορά. Ήταν τόσο ευχαριστημένοι. Και μετά μας κάνανε, όταν φύγαμε, πάρα πολλά δώρα. Μας κάναν άλμπουμ να το έχουμε ενθύμιο. Οι γυναίκες που δούλευαν στην κουζίνα μας κάνανε δύο κρεβάτια για τη θάλασσα. Δεν μπορώ να τα θυμηθώ κι όλα. Μας κάνανε κούπες για καφέ. Πάρα πολλά δώρα. Και το βράδυ, τελευταίο βράδυ που είχαμε ανοιχτό, ήρθανε πάρα πολλοί πελάτες και, αφού τρώγανε και φεύγανε, μας αγκαλιάζανε και όλοι με δάκρυα στα μάτια φεύγανε. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Λέω: «Γερμανοί να κλάψουνε;». Αλλά, είπαμε, μας αγαπήσανε, τους αγαπήσαμε, περάσαμε πολλά χρόνια μαζί και συγκινηθήκανε. Λοιπόν, το μαγαζί ήταν της κοινότητος. Και κάθε Τρίτη είχανε συμβούλιο και ερχόταν μετά το συμβούλιο, ερχόταν στο μαγαζί μας, τρώγανε, πίνανε και καθόντουσαν εκεί πέρα, αλλάζανε γνώμες. Ήταν δώδεκα άτομα. Και τελευταία, τελευταίες εβδομάδες αφού πήραμε την απόφαση να σταματήσουμε το μαγαζί —είχαμε ανακοινώσει στην κοινότητα—, ήρθε ο πρόεδρος μια μέρα μες στην κουζίνα —εγώ δεν ήξερα καθόλου—, μου λέει: «Αναστασία, έλα έξω». Λέω: «Γιατί; Έχω δουλειά. Δεν μπορώ». «Θα τα αφήσεις όλα και θα ‘ρθεις έξω όπως είσαι με την ποδιά». Βγαίνω έξω. Τι να δω; Είχε φέρει ο κύριος την εφημερίδα και μας έβγαλε φωτογραφία όλη την οικογένεια. Μετά κάθισε ο πρόεδρος στο τραπέζι, μας πήρε με τον άντρα μου δεξιά και αριστερά αγκαλιά, με έφερε και μία ανθοδέσμη, με ευχαρίστησε τα τόσα χρόνια που κρατήσαμε το μαγαζί και ήταν τόσο ευχαριστημένοι. Έμεινε κατάπληκτος. Μετά σηκώθηκε όλο το συμβούλιο, μας έκανε συγχαρητήρια. Δεν μπορούν να το ξεχάσουνε. Και τώρα με τα παιδιά, που τα παιδιά μένουν στο ίδιο χωριό ακόμη, συνέχεια χαιρετισμούς «Τους αγαπάμε, τους λατρεύουμε, να ξαναγυρίσουν πίσω». Και όταν πηγαίνουμε τα τηλέφωνα πέφτουν αβέρτα στο σπίτι. «Καλώς ήρθατε, να μείνετε, να μη φύγετε». Δεν γίνεται, όμως.

Χ.Τ.:

Εδώ; Στη Βύσσα τώρα που ήρθατε έχετε οικογένεια;

Α.Μ.:

Είναι τα αδέρφια μου στη Βύσσα. Έχω δύο αδερφές και έναν αδερφό. Η μία μου η αδερφή και ο αδερφός μου μένουν στη Βύσσα. Η μεγάλη μου αδερφή μένει στην Αθήνα. Οι γονείς μας έχουνε πεθάνει πολλά χρόνια. Τα ανίψια μας, τα ξαδέρφια μας, όλοι είναι στη Βύσσα. Έχουμε κύκλο μεγάλο, το σόι είναι μεγάλο, περνάμε καλά. Η ανιψιά μου έχει την ταβέρνα. Πηγαίνουμε εκεί πέρα, τρώμε τα σουβλακάκια μας. Μία χαρά. 

Χ.Τ.:

Τώρα εδώ που γυρίσατε, στο χωριό, τι καθημερινότητα έχετε, διαφορετική ίσως απ’ τη Γερμα[00:45:00]νία;

Α.Μ.:

Έχει μεγάλη διαφορά. Είχα στη Γερμανία ένα μεγάλο στρες με το μαγαζί μέρα-νύχτα. Όταν είχαμε ειδικά τέτοιες μεγάλες εκδηλώσεις ή το καρναβάλι ή γάμος, ό,τι εκδήλωση γινότανε, όλα γινόταν στη δικιά μας την αίθουσα και όλοι φωνάζανε: «Αναστασία! Αναστασία! Αναστασία!». Ενώ τώρα αυτό δεν το ‘χω. Έχει ηρεμήσει το μυαλό μου. Είμαι τώρα πλέον νοικοκυρά στο σπίτι μου, κάνω τις δουλίτσες μου το πρωί, το φαγητό μου. Μετά έχω την αδερφή μου εδώ κοντά, τις φίλες μου, πάμε για καφέ κάθε μέρα σε άλλο σπίτι. Περνάω υπέροχα. Τώρα το μετανιώνω και λέω: «Γιατί δεν ήρθα πιο πολλά χρόνια ή πιο νωρίτερα για να ζήσω τη ζωή αυτήνα που ζω τώρα;». Δεν γινότανε, όμως. Αφού έπρεπε να δουλέψω. Όλα έχουν κι ένα τέλος. Τώρα, αφού βγήκα στη σύνταξη, να τα απολαύσω όσα χρόνια θα μου δώσει ο Θεός. Υγεία να έχουμε μόνο και να ξεκουραστούμε. Ταλαιπωρηθήκαμε, κουραστήκαμε πάρα πολύ με το μαγαζί.

Α.Μ.:

Κοιμόμασταν το βράδυ… Ερχότανε… Ειδικά στα καρναβάλια κοιμόμασταν πότε δύο ώρες και πότε καθόλου. Πήγαινε σερί. Όταν φεύγανε οι πελάτες το πρωί η ώρα 05:00, πότε να πας να κοιμηθείς και πότε να καθαρίσεις και να ετοιμάσεις πάλι για την κουζίνα το βράδυ; Ήτανε…

Χ.Τ.:

Πόσες μέρες κρατούσε αυτό; Η περίοδος;

Α.Μ.:

Το καρναβάλι; Κάνα δυο εβδομάδες, τρεις με τις πρόβες που κάνανε. Άνετα. Αλλά, η μία εβδομάδα ήτανε το κάτι άλλο. Ήταν η Καθαρά Δευτέρα, που είπαμε προηγουμένως ότι είχαμε εκατόν οχτώ γκρουπ, περνούσαν, τέσσερις ώρες παρέλαση που κάνανε. Μετά, την επόμενη μέρα είχανε παιδικό καρναβάλι. Τετρακόσια παιδάκια μες την αίθουσα. Οπότε, ήταν συνεχόμενη. Και την τρίτη είχαμε τα ψάρια. Εκείνη την ημέρα τρώγανε μόνο ψάρι. Είχαμε παραγγελίες από βδομάδες μπροστά. Μόνο ψάρι… Ήτανε… Αυτές οι τρεις ημέρες ήταν πάρα πολύ δύσκολες. Ή κοιμόμασταν το βράδυ, τη βραδιά κάνα δυο ώρες ή καθόλου, γιατί το καρναβάλι, βλέπεις, τον χειμώνα άμα είναι —και στο χωριό που μέναμε είναι σε ύψος. Είχαμε πολλά χιόνια και πολλές βρωμιές. Όταν έχει χιόνια, ξέρεις, το χιόνι λιώνει και κάνει κείνο. Όλα θέλουν καθάρισμα. Ρίχναν και τ’ αλάτι και γινότανε πλημμύρα κάτω στο πάτωμα. Αλλά, είπαμε, τελειώσανε όλα μία χαρά, δόξα τω Θεώ. Μας έδωσε ο Θεός υγεία. 

Χ.Τ.:

Στο μαγαζί οι υπάλληλοι που είχατε ήταν Γερμανοί; Έλληνες;

Α.Μ.:

Μόνο Γερμανοί είχαμε πελάτες. Είπαμε, Έλληνες δεν είχαμε εμείς εκεί πέρα.

Χ.Τ.:

Οι εργαζόμενοι; Και οι εργαζόμενοι Γερμανοί μόνο.

Α.Μ.:

Και οι Γερμανοί, ναι. Και οι εργαζόμενοι Γερμανοί ήτανε. Σπανία που έφερνα καμιά Ελληνίδα, αλλά ερχόταν από άλλη πόλη, οπότε δεν τη συνέφερε να ‘ρθει, 40 χιλιόμετρα να ‘ρθει και 40 να γυρίσει, παράδειγμα, από το Reutlingen που ερχόταν μία γυναίκα που με βοηθούσε. Δεν δούλευε αλλού και γι’ αυτό ερχότανε. Άμα ήταν να δουλεύει αλλού, δεν μπορούσε, δεν την συνέφερε να ‘ρθει απάνω να δουλέψει. Γερμανοί είχαμε και στην κουζίνα και έξω γκαρσόνια. Όλο Γερμανοί ήτανε.

Χ.Τ.:

Βυσσιώτικα φαγητά φτιάχνατε καθόλου;

Α.Μ.:

Μπα, όχι. Όχι τέτοια πράγματα. Όχι. Είπαμε, το γύρο, τα σουβλάκια, της ώρας, τέτοια φαγητά. Φασολάδες και τέτοια δεν κάναμε. Καμιά φορά που μαγείρευα, τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου έλεγαν: «Γιαγιά, δεν θέλω φασολάδα». Τους πείραζα και τους έλεγα: «Φασολάδα που τρώει όλη η Ελλάδα». Μετά τρώγανε λίγο.

Χ.Τ.:

Τα εγγόνια σας τώρα; Μιλάνε ελληνικά; Μιλάνε γερμανικά;

Α.Μ.:

Μιλάνε τρεις γλώσσες. Ελληνικά, γερμανικά και αγγλικά. Ο μικρός όχι ακόμα. Εκείνος τον Ιούνιο έγινε 10 χρονών. Αλλά, και εκείνος παρακολουθεί συνέχεια στην τηλεόραση έργα ξένα, που ελπίζω να τα μάθει κι εκείνος.

Χ.Τ.:

Επιδιώξατε εσείς τα παιδιά να μάθουν τα ελληνικά; Τους μιλούσατε ελληνικά;

Α.Μ.:

Τους μιλούσαμε ελληνικά. Και τώρα που πήγαμε πρόσφατα, ήμασταν στη Γερμανία, ο μικρός τα μιλάει σπασμένα, γιατί οι γονείς του όλη μέρα είναι στη δουλειά, στο σχολείο μιλάνε μόνο γερμανικά και οπότε άρχισε τα μιλάει, καθώς φύγαμε κι εμείς, πολύ σπαστά τα ελληνικά. Και τώρα που πήγαμε —προτού δυο εβδομάδες γυρίσαμε— ο μικρός μίλαγε συνέχεια γερμανικά. Τον έλεγα: «Δεν καταλαβαίνω γερμανικά εγώ τώρα που έφυγα στην Ελλάδα. Θα μου μιλάς ελληνικά». Ξεκινούσε να μιλήσει ελληνικά. Ερχότανε κάποια στιγμή που ζοριζότανε. Δεν ήξερε πώς το λένε στα ελληνικά για να μου το μεταφράσει. Με έλεγε: «Γιαγιά, τώρα δεν μπορώ να μιλήσω ελληνικά. Δεν ξέρω πώς το λένε αυτό». Η άλλη, όμως, η μεγάλη… Η μεγάλη είναι… Έχω δύο κορίτσια εγγόνες και ένα αγοράκι. Η μεγάλη είναι 17, η δεύτερη είναι 12 και ο μικρός τον Ιούνιο έγινε 10. Οι μεγάλες οι κοπέλες τα μιλάνε τα ελληνικά πολύ καλά και τα γερμανικά, φυσικά, αφού εκ[00:50:00]εί γεννηθήκανε, εκεί μεγαλώσανε.

Χ.Τ.:

Εσείς με τα παιδιά στο σπίτι μέσα ελληνικά ή λίγο από όλα; 

Α.Μ.:

Εμείς μόνο ελληνικά. Σπάνια τώρα καμιά κουβέντα που φεύγει στο ενδιάμεσο, δηλαδή. Αλλιώς, αλλιώς όλο ελληνικά μιλούσαμε. 

Χ.Τ.:

Και τώρα πότε υπολογίζετε να ξαναπάτε στη Γερμανία;

Α.Μ.:

Τώρα υπολογίζουμε να πάμε… Υπολογίζουμε να πάμε τώρα… Οκτώβριο; Γιατί έχει ο άντρας μου μεγάλη ψώρα με το αμπέλι. Έχει αμπέλι. Να κάνει τον τρύγο, να πατήσουμε τα τσίπουρα, να τελειώσουμε με τα τσίπουρα και μετά να πάμε τα Χριστούγεννα στα παιδιά.

Χ.Τ.:

Άρα, εδώ ασχολείστε, έχετε γεωργικές δουλειές;

Α.Μ.:

Γεωργικές. Ο άντρας μου έχει τ’ αμπέλι 2 στρέμματα και εγώ έχω τον κήπο στην αυλή. Με αυτά ασχολούμαστε. 

Χ.Τ.:

Τι έχετε στον κήπο; 

Α.Μ.:

Στον κήπο έχουμε του κόσμου τα καλούδια. Μελιτζάνες, ντομάτες, καρπούζια, καλαμπόκια, φασολάκια. Τι δεν έχουμε! Ντοματίνια, ντομάτες, από όλα, πιπεριές, Φλωρίνης πιπεριές, γεμιστά, πιπεριές για τηγάνι. Απ’ όλα τα καλά. 

Χ.Τ.:

Μάλιστα. Σας ευχαριστώ πολύ. 

Α.Μ.:

Να ‘στε καλά. Ευχαριστώ κι εγώ.