© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Έρχονται τα 15 πορτοκάλια... ΝΙΚΗ 6

Κωδικός Ιστορίας
10128
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ιωάννης Φύσσαρης (Ι.Φ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
21/08/2021
Ερευνητής/τρια
Γεώργιος Κυριακίδης (Γ.Κ.)
Γ.Κ.:

[00:00:00]Καλημέρα.

Ι.Φ.:

Καλημέρα.

Γ.Κ.:

Ονομάζομαι Γεώργιος Κυριακίδης, βρισκόμαστε στην οικία μου. Είμαι ερευνητής στο Istorima και μαζί μας έχουμε τον κύριο Γιάννη Φύσσαρη. Πείτε μα και το ονοματεπώνυμό σας.

Ι.Φ.:

Φύσσαρης Ιωάννης του Γεωργίου.

Γ.Κ.:

Υπέροχα. Πείτε μας και την ημερομηνία γέννησή σας

Ι.Φ.:

06/09 του ’54.

Γ.Κ.:

Υπέροχα. Για αρχή θέλω να μου πείτε πως ήταν η παιδική σας ηλικία, που μεγαλώσατε. Αν μεγαλώσατε εδώ στο κέντρο ή αν μεγαλώσατε στο χωριό.

Ι.Φ.:

Η παιδική μου ηλικία ήταν στο Μυρωδάτο. Στο Μυρωδάτο γεννήθηκα. Μυρωδάτο Ξάνθης. Πήγαμε στο δημοτικό. Μετά το δημοτικό στα 14, ασχοληθήκαμε με την οικοδομή. Δουλεύαμε σε οικοδομές. Μέχρι το ‘71. Το ‘71 πήρα την απόφαση και έφυγα για Αθήνα. Στην Αθήνα πήγα σε κάποια κλωστοϋφαντουργία και δούλεψα για αρκετό καιρό εκεί. Εκεί το εργοστάσιο ήταν δίπλα στο λιμάνι, έβλεπα τα καράβια και κάποια στιγμή πήρα την απόφαση να γίνω ναυτικός, στα 17. Στα 17 βγάζω φυλλάδιο και μπαρκάρω. Μετά από 3 μήνες, όταν πήρα στα χέρια μου το φυλλάδιο μπάρκαρα στο εμπορικό ναυτικό. Κάθισα 2 χρόνια. Κάποια στιγμή με κάλεσε ο πατέρας μου από εδώ, από το σπίτι. Μου λέει: «Σου ήρθε ένα χαρτί από τη στρατολογία, πρέπει να παρουσιαστείς φαντάρος». Ξεμπάρκαρα εγώ από Αμερική, συγκεκριμένα από το Χιούστον. Πήρα το αεροπλάνο από Χιούστον Ντάλας. Ντάλας Νέα Υόρκη. Νέα Υόρκη Παρίσι. Παρίσι Αθήνα. Μετά από 15-16 ώρες βρέθηκα στο χωριό μου πάλι. Μετά από περίπου από ένα δίμηνο παρουσιάστηκα στην Καλαμάτα, στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως της Καλαμάτας. Πεζικό. Εκπαιδευτήκαμε εκεί στο κέντρο, κάποια στιγμή, κάποιοι αξιωματικοί από τη Διοίκηση Καταδρομών, ήρθανε στο κέντρο μας και ζητήσανε 200 άτομα, από τις 3-4 χιλιάδες που ήμασταν νεοσύλλεκτοι, 200 άτομα για να παρουσιαστούν στους καταδρομείς. Μέσα στους 200 ήμουνα και εγώ. Μετά από 2-3 μέρες φύγαμε από την Καλαμάτα, παρουσιαστήκαμε στο Μεγάλο Πεύκο. Κάναμε τη βασική εκπαίδευση του λοκατζή. Πήραμε τον πράσινο μπερέ που αγωνιστήκαμε για να τον πάρουμε, ματώσαμε, που λέμε. Κάποια στιγμή ήρθε η ώρα να πάρουμε μεταθέσεις. Στην αναφορά μας ρώτησε ο Διοικητής που θέλει να πάει ο καθένας. Ήτανε 5 μοίρες. 5 μοίρες καταδρομών και 2 μοίρες αλεξιπτωτιστών. Οι μοίρες αλεξιπτωτιστών ήταν στον Ασπρόπυργο. Εμείς ήμασταν απλοί καταδρομείς, γιατί δε μας πήραν στα αλεξίπτωτα. Γιατί παίρνανε όλους τους κολλητούς. Όσοι είχαν βύσματα, αυτούς παίρνανε, γιατί είχε και λίγους παράδες, είχε και παίρνανε όλους τους κολλητούς και περισσότερο παίρνανε τους Πειραιώτες και τους Αθηναίους, για να είναι και κοντά στα σπίτια τους. Εγώ σα ναυτικός που ήμουνα, ήθελα να γνωρίσω και την Κρήτη. Στην Κρήτη δεν είχα πάει και όπως ήταν τα πράγματα τότε ήταν δύσκολα. Τότε δεν πηγαίναμε διακοπές όπως τα παιδιά πηγαίνουν σήμερα από 16 χρονών διακοπές αριστερά δεξιά. Τότε διακοπές, δεν ξέραμε εμείς τι θα πει διακοπές το καλοκαίρι. Λέω ευκαιρία είναι τώρα αφού υπάρχει η πρώτη μοίρα καταδρομών στην Κρήτη, δε δηλώνεις να πας στην Κρήτη, να γνωρίσεις την Κρήτη. Και παίρνεις πότε πότε άδεια και πας στους γονείς σου. Έτσι βρέθηκα κάποια στιγμή στην πρώτη μοίρα καταδρομών που έδρα της είναι στα Χανιά.

Ι.Φ.:

Εκεί μετά από αρκετό καιρό, κάποια στιγμή, γίνεται το Πραξικόπημα στην Κύπρο, στις 15 Ιουλίου. Γίνεται το Πραξικόπημα στην Κύπρο, για την ανατροπή του Μακαρίου. Εδώ στη μοίρα αρχίσανε τα πράγματα και σιγοβράζανε. Ετοιμαζόμασταν σιγά σιγά για να φύγουμε για τα νησιά. Γιατί η μοίρα η δική μας, η πρώτη μοίρα καταδρομών ήταν για επιφυλακή στα νησιά, στα νησιά μας. Τις 20, τις 20 μάλλον τις 21 του μηνός, πήρε σήμα η μοίρα, ο Διοικητής και εκεί ο Υποδιοικητής, πήρε σήμα ότι πρέπει να ετοιμαστούμε για μεταφορά στα νησιά. Ετοιμαστήκαμε. Τις 21 του μηνός μας μαζεύουνε, μας εξοπλίζουνε και ετοιμαζόμαστε να φύγουμε για τα νησιά. Εν τω μεταξύ, ενδιάμεσα, κάτι έγινε, τι έγινε, αλλάζει η διαταγή και παίρνει σήμα ο Διοικητής, πρέπει να φύγουμε για Κύπρο. Ο Διοικητής δε μας είπε τίποτα για λόγους ψυχολογίας. Σου λέει, ίσως φοβόταν να μη γίνει και καμιά, καμιά κοπάνα από το στρατόπεδο, των στρατιωτών. Άσε που όλοι μας ήμασταν έτοιμοι για όλα. Δεν φοβόμασταν τίποτα και εκπαιδευμένοι όπως ήμασταν. Δεν μας είπαν όμως τίποτα. Ασχέτως που εμείς καταλάβαμε ότι μάλλον για Κύπρο φεύγουμε. Οπλιστήκαμε καλά. Συγκεκριμένα μα είχαν δώσει από 2 χειροβομβίδες και από 5 τελαμώνες στον καθένα και αρκετά πυρομαχικά φορτώσαμε στα Reo και για να τα μεταφέρουμε στο αεροδρόμιο να τα πάρουμε μαζί μας, όπου και αν πηγαίναμε ή στα νησιά ή στην Κύπρο. Κατά τις 10:00 η ώρα, μετά την αναφορά, φορτωνόμαστε στα Reo επάνω και στα λεωφορεία που τα είχανε κάνει, πως το λένε κιόλας, τώρα κόλλησα. Τέλος πάντων. Φορτώσαμε τα πυρομαχικά επάνω και φύγαμε στο αεροδρόμιο. Στο αεροδρόμιο, πριν ανεβούμε επάνω στα αεροπλάνα, γιατί ήταν 15 αεροσκάφη και κάπου 300 με 350 άτομα ήμασταν εμείς στη μοίρα. Εκεί μας το είπανε το μυστικό. Ότι φεύγουμε για Κύπρο. Αντίδραση καμία. Ξέχασα όμως να πω ότι στην πορεία από την μοίρα για το αεροδρόμιο, πηγαίναμε τραγουδώντας. Δεν πηγαίναμε με σκυμμένο το κεφάλι. Πηγαίναμε τραγουδώντας. Και αυτό μου έχει μείνει έτσι στη μνήμη μου. Στο αεροδρόμιο μετά από την αναφορά που μας πήρε ο Διοικητής, ανά 28 άτομα, 26-28 άτομα, ανεβαίναμε απάνω στο αεροπλάνο. Συν με τα πυρομαχικά που είχαμε, συν ορισμένα κιβώτια άλλα πυρομαχικά. Και το βαρύ οπλισμό που είχαμε.

Ι.Φ.:

Όταν ανεβήκαμε στα αεροπλάνα όλοι, δώσανε το σήμα, 22:30 να αρχίσουν τα αεροπλάνα να απογειώνονται. 22:30 σηκώθηκε το πρώτο αεροσκάφος. Πρώτο, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο. Εγώ συγκεκριμένα ήμουνα στο έκτο αεροπλάνο. Στο ΝΙΚΗ 6, όπως ονομαστήκανε τα αεροπλάνα. ΝΙΚΗ 1, ΝΙΚΗ 2, ΝΙΚΗ 3. Εγώ ήμουνα στο ΝΙΚΗ 6. Τα αεροπλάνα 15. Φορτώθηκε όλη η μοίρα. Πετάει το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο, εγώ ήμουνα στο έκτο. Πετούσαμε για αρκετή ώρα με συσκότιση, πλήρη συσκότιση τα αεροσκάφη και σε χαμηλό ύψος, στα 100-120-150 πόδια ύψος. Δηλαδή 60-70 μέτρα. Κάποια στιγμή περάσαμε πάνω από το Έκτο Στόλο. Ο Έκτος Στόλος ήταν κάτω στη Μεσόγειο. Ενδιάμεσα Κρήτη Κύπρο και περάσαμε πάνω. Αυτοί μα αντιληφθήκαν, αλλά δε μας σταματήσανε. Μας αφήσανε και φύγαμε. Στην πορεία μας, όπως είπα προηγουμένως, πηγαίναμε με συσκότιση τα αεροσκάφη. Κάποια στιγμή φτάσαμε στην Κύπρο, μετά από 4-4,5 περίπου. 4,5 ώρες περίπου. 23:00-23:30 ανέβηκα εγώ, 03:30 ώρα [00:10:00]ήταν όταν έφθασε το δικό μου το αεροσκάφος, έφθασε στο αεροδρόμιο. Στο αεροδρόμιο όταν πήγαμε να προσγειωθούμε, αυτοί κάνανε ένα μεγάλο λάθος. Τώρα λάθος ήταν, σαμποτάζ ήταν, αυτό, αυτοί το ξέρουν. Εμείς δεν το μάθαμε και ούτε πρόκειται να το μάθουμε ποτ τι έγινε. Ορισμένα οπλοπολυβόλα ήτανε δεσμευμένα, ορισμένα ήτανε έτοιμα για να πυροβολήσουνε. Κάποια στιγμή, όταν πήγε να προσγειωθεί το πρώτο αεροσκάφος, δέχθηκε πυρά. Πρώτο, δεύτερο, τρίτο δεχθήκαν πυρά αλλά καταφέρανε και προσγειωθήκανε. Σε συσκότιση και το αεροσκάφος και το αεροδρόμιο. Δεν υπήρχε φως πουθενά. Το τέταρτο αεροσκάφος που πήγε να προσγειωθεί βλήθηκε και χτυπήθηκε από Bofor και πήρε φωτιά στον αέρα. Πήρε φωτιά στον αέρα και ανατινάχθηκε στον αέρα, λίγο πριν μπει στο διάδρομο προσγειώσεως. Από αυτό το αεροσκάφος σώθηκε μόνο ένας. Ο Ζαφειρίου ο Θανάσης από Θεσσαλονίκη , μετέπειτα κουμπάρος μου. Βρέθηκε μετά από σχεδόν μετά από 30 ώρες βαριά τραυματισμένος και νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο. Το πέμπτο αεροσκάφος προσγειώθηκε χτυπημένο και αυτό. Στο έκτο που ήμουνα εγώ χτυπηθήκαμε σοβαρά. Πήρε φωτιά το δικό μας το αεροσκάφος. Αλλά καταφέραμε, καταφέραμε και σβήσαμε τη φωτιά που έπιασε μέσα στο θάλαμο του αεροσκάφους. Εκεί τραυματίστηκα εγώ και άλλοι 8 καταδρομείς και 2 ήταν νεκροί. Συγκεκριμένα οι απέναντι από μένα, είχανε φάει τις ριπές, και σκοτωθήκανε ακαριαία. Έμενα με βρήκανε οι σφαίρες που χτυπήσανε τους απέναντι από εμένα. Χτυπήσανε αυτόν. Εγώ είχα τυφλό τραύμα δηλαδή. Είχε αδυνατίσει η ροή της σφαίρας. Τρυπώντας το αεροπλάνο, χτυπώντας το μπροστινό μου και βρίσκοντας εμένα το τραύμα μου ήταν τυφλό. Δηλαδή η σφαίρα έμεινε μέσα. Δεν είχα διαμπερές τραύμα. Αν είχα διαμπερές τραύμα θα έφευγα και εγώ. Ο πιλότος έκανε αναγκαστική προσγείωση, έξω από το διάδρομο προσγειώσεως. Μόλις σταμάτησε πεταχτήκαν όλοι απ΄ έξω. Έδωσε ο Υπολοχαγός μας, ο αείμνηστος ο Σταύρος ο Μπένος, διαταγή να μπουν μέσα 2-3 να πάρουν τους τραυματίες. Μπήκανε 2-3 καταδρομείς μέσα και βγάλανε εμάς τους τραυματίες. Γιατί εμείς ήμασταν σοβαρά τραυματισμένοι και δεν μπορούσαμε να βγούμε. Μας βγάλανε έξω απ΄το αεροσκάφος, απομακρυνθήκαμε από το αεροσκάφος για να μην πάρει φωτιά και ανατιναχθεί και καούμε όλοι εκεί δίπλα. Εν τω μεταξύ στο αεροδρόμιο γινόταν χαμός. Από παντού πυροβολούσαν. Χτυπηθήκανε άλλα 2-3 αεροσκάφη, αλλά δεν είχανε θύματα. Ούτε τραυματίες είχανε αυτοί. Καταφέρανε οι πιλότοι τα προσγειώσανε κανονικά. Τώρα όταν κατεβήκαν όλα τα αεροσκάφη και αποβιβαστήκανε οι στρατιώτες, ένα ένα από αυτά τα αεροπλάνα απογειωνόταν και γυρίσανε, γυρίσανε στην Ελλάδα. Τα 3, το ένα που ανατινάχθηκε και τα 2 πού είναι σοβαρά χτυπημένα, μείνανε στο αεροδρόμιο. Εκεί για να μη φαίνονται από αριστερά δεξιά, όπως ήτανε καμένα, τα ρίξανε σε μια χαράδρα μαζί με τους νεκρούς και τους σκεπάσανε με τις μπουλντόζες εκεί και οι περισσότεροι ακόμη εκεί είναι. Τώρα μετέπειτα, παρέλειψα να πω όμως ότι από τα 15 αεροσκάφη που ξεκινήσαμε από Κρήτη, το ένα δήλωσε βλάβη και γύρισε στη Ρόδο. Τώρα τι είδους βλάβη ήτανε αυτή, ο πιλότος και το πλήρωμα του αεροπλάνου το ξέρει. Τα υπόλοιπα προσγειωθήκανε στην Κύπρο, άλλα καήκανε, άλλα χτυπηθήκανε. Όπως είπα προηγουμένως τα 3 τα παραχώσανε εκεί μαζί με τους νεκρούς συναδέλφους μου και τα υπόλοιπα γυρίσανε στην Ελλάδα. Τώρα εμένα και τους τραυματίες, ήρθε ένα ασθενοφόρο από εκεί από το αεροδρόμιο, γιατί κάποια στιγμή καταλάβανε αυτοί ότι τα αεροπλάνα ήταν Ελληνικά και δεν ήταν Τούρκικα, γιατί περιμένανε Τούρκοι να ρίξουν αλεξιπτωτιστές για να καταλάβουν το αεροδρόμιο. Καταλάβανε ότι ήταν Ελληνικά τα αεροπλάνα και σταματήσανε να πυροβολούν. Ήρθε κάποιο ασθενοφόρο, πήρα εμάς τους τραυματίες και μας πήγε στο νοσοκομείο της Λευκωσίας. Εκεί στο νοσοκομείο της Λευκωσίας, καθίσαμε σχεδόν τριάντα ημέρες. Μετέπειτα με κάποιο αεροσκάφος του Ερυθρού Σταυρού, ένα εγγλέζικο μάλλον ήταν, μας μεταφέρανε τους τραυματίες, του Ελλαδίτες τραυματίες, τους καταδρομείς, στην Αθήνα στο 401 όπου νοσηλεύτηκα αρκετό καιρό. Τώρα για τη μοίρα που έμεινε κάτω στο αεροδρόμιο, η μοίρα αυτή έδωσε μάχες και μπόρεσε και κράτησε το αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Το αεροδρόμιο της Λευκωσίας, σήμερα που είναι στη νεκρή ζώνη, το κράτησε η μοίρα η δική μας. Πολεμήσανε τα παλικάρια μας, κρατήσανε το αεροδρόμιο και στο τέλος αναγκάστηκε ο Διοικητής μας να το παραχωρήσει στους ΟΗΕδες, γιατί έτσι διατάχθηκε να κάνει. Το παρέδωσε στους ΟΗΕδες, και αυτή τη στιγμή το αεροδρόμιο είναι νεκρή ζώνη. Ελπίζω κάποτε να γίνει πάλι δικό μας και να απογειωνόμαστε και να προσγειωνόμαστε όταν πάμε στην Κύπρο μας. Αυτά είχα να πω φίλε μου για τα δικά μου.

Γ.Κ.:

Λοιπόν-

Ι.Φ.:

Τώρα για το τι έγινε για τις μάχες θα στα πει ο Ντικούδης. Να πας στον Ντικούδη. Αξίζει τον κόπο. Και να συμπληρώσεις, μία ιστορία να την κάνεις δηλαδή.

Γ.Κ.:

Θα σας ρωτήσω...

Ι.Φ.:

Όχι 2 κομμάτια.

Γ.Κ.:

Σας γυρνάω λίγο πιο πίσω. Θα σας ρωτήσω για το ποια είναι η εκπαίδευση αρχικά του καταδρομέα εκείνης της εποχής. Γιατί είμαι σίγουρος ότι δεν είναι η κλασσική εκπαίδευση του Πεζικού. Πως θυμάστε δηλαδή τον εαυτό σας μέσα στη μονάδα όταν πρώτο-μπήκατε;

Ι.Φ.:

Κοίταξε να δεις. Εκείνη, τώρα μιλάμε για την εποχή του ‘74. Τα παιδιά ήταν πιο σκληραγωγημένα τότε. Και στις καταδρομές τότε συνήθως παιδιά που δουλεύανε οικοδομές και κάνανε αγροτικές δουλειές. Παιδιά που πηγαίνανε στα πανεπιστήμια, όπως πολλά παιδιά σήμερα τελειώνουν το πανεπιστήμιο και πάνε στις καταδρομές και στα αλεξίπτωτα, δεν πηγαίνανε τότε. Τότε στις καταδρομές πηγαίνανε αυτοί που δουλεύανε στην οικοδομή, αυτοί που δουλεύανε σε σκληρές δουλειές, Αυτοί πηγαίνανε. Αυτοί ήταν, με λίγη εκπαίδευση, γινότανε, γινότανε κομάντα. Δηλαδή ήτανε γεννημένοι κομάντα. Απλώς έπρεπε να μάθουν ορισμένα πράγματα στις καταδρομές και τα μαθαίνανε. Όπως είπα προηγουμένως τότε φαντάσου στο κέντρο εκπαίδευσης εγώ έκατσα 3 μήνες. Σήμερα στο κέντρο εκπαίδευσης, άσε που δεν υπάρχουν κέντρα εκπαίδευσης πάνε απευθείας στις μονάδες τα παιδιά. Τώρα τελευταία που υπήρχαν ακόμα τα κέντρα εκπαίδευσης, σε ένα μήνα παίρνανε άδειες. Εγώ έκανα να πάρω την πρώτη μου άδεια, σαρανταοχτάωρη άδεια, 3 μήνες. Μετά από 3 μήνες πήρα άδεια. 3 μήνες στο κέντρο εκπαίδευσης. Λιώναμε εκεί. Εγώ πήγα 85 κιλά, παρουσιάστηκα στο Μεγάλο Πεύκο και όταν έφυγα από το Μεγάλο Πεύκο ήμουνα 65. Είχαμε σκληρή εκπαίδευση. Και τώρα τα κομάντα είναι κομάντα. Αλλά διαφορετικός τρόπος.

Γ.Κ.:

Περιγράψτε μας μια μέρα μέσα στην εκπαίδευση στο Μεγάλο Πεύκο, που λέτε. Τι κάνατε πιο συγκεκριμένα;

Ι.Φ.:

Καταρχήν σηκωνόμασταν το πρωί. Το πρωί για να πάμε να φάμε, να φάμε το ρόφημά μας το πρωί, από τη διμοιρία μέχρι τα μαγειρεία πηγαίναμε με τα γόνατα. Τρώγαμε. Μετά πορείες. Κάθε μέρα πορεία. Κάναμε πορεία, πηγαίναμε στο Καντήλι. Από το Μεγάλο Πεύκο στο Καντήλι Δε θυμάμαι ακριβώς τώρα, αλλά πρέπει να είναι καμιά 12 χιλιόμετρα πρέπει να είναι. Πηγαίναμε καθημερινά. Ποδαρόδρομό με το Bergen στην πλάτη. Φορτωμένο [00:20:00]και το bergen. Τον εξοπλισμό μας. Πηγαίναμε και κάναμε βολή. Κάναμε αναρρίχηση. Σε βράχους, σε βουνό, σε, από δέντρο σε δέντρο. Άλλο τι να σου πω τώρα. Πέρασαν και 50 χρόνια, τώρα δεν τα πολύ-θυμάμαι και καλά. Αλλά αυτά τα, η αναρρίχηση ήταν καθημερινό φαινόμενο. Μετά γυμναστική στη μονάδα μέσα, καθημερινή γυμναστική. Καθημερινό τρέξιμο. Είχαμε όμως, είχαμε και τα καλά μας όμως. Είχαμε καλή διατροφή. Μας προσέχανε καλά. Μας ταΐζανε καλά, καλά μας ταΐζανε. Συγκεκριμένα, αναλόγως με τις μονάδες, όχι με τις μονάδες, μονάδες καταδρομών και πεζοναυτών σιτίζονταν καλύτερα. Από το άλλο στράτευμα ήμασταν σε πολύ καλύτερη μοίρα στο φαγητό. Μας τάιζαν καλά, για να αντέχουμε κιόλας. Και η αλήθεια είναι ότι αντέχαμε. Αντέχαμε. Κάναμε πολύ σκληρή εκπαίδευση. Πολλοί δεν αντέχανε και φεύγανε. Άλλος έκανε εκπαίδευση 2 μήνες και, στον τρίτο μήνα παίρναμε τον μπερέ, για να πάρεις τον μπερέ πρέπει να εκπαιδευτείς 3 μήνες, να αντέξεις. Πολλοί στους 2 μήνες φεύγανε. Δηλώνανε παραίτηση. Κοβόταν. Όσοι ήτανε δυνατοί και βάζανε πείσμα, παίρνουν τον μπερέ και μετά για 24 μήνες ήταν καταδρομείς. Όσοι δεν αντέχανε, φεύγανε. Φεύγανε από τους καταδρομείς πήγαιναν στους πεζοναύτες. Από τους πεζοναύτες, αν δεν αντέχανε και εκεί, στο πεζικό. Αυτά γινόταν με την εκπαίδευση.

Γ.Κ.:

Να σας ρωτήσω εγώ τώρα. Σας τρέχω μέσα στο χρόνο.

Ι.Φ.:

Δεν έχω πρόβλημα εγώ, ό,τι θες ρώτα.

Γ.Κ.:

Πως μάθατε για την τότε εισβολή των Τούρκων; Γιατί το αναφέρατε κάπου.

Ι.Φ.:

Ναι

Γ.Κ.:

Πώς το μάθατε;

Ι.Φ.:

Από ραδιοφωνάκια που είχαμε. Τότε είχαμε κάτι ψιλοραδιοφωνάκια. Κάτι μικρούτσικα, όπως είναι τα κινητά σήμερα. Είχαμε ραδιοφωνάκια. Από εκεί το μάθαμε. Μάθαμε για το Πραξικόπημα. Μετέπειτα μάθαμε για την Εισβολή. Από εκεί τα μάθαμε. Συζητιούνταν μεταξύ μας εκεί πέρα.

Γ.Κ.:

Εκείνες οι 5 μέρες, από τις 15 μέχρι τις 20 του μήνα, πώς περάσανε μέσα στη μονάδα; Ήταν τεταμένα;

Ι.Φ.:

Ααα όχι. Τίποτα δεν ήταν. Δεν ήταν τεταμένα τίποτα. Απλώς στις είκοσι μία του μηνός, όταν πήρα διαταγή η μονάδα για να φύγει για τα νησιά, εκεί λιγάκι τεντωθήκαμε. Γιατί από τη στιγμή που πήραμε το πρωινό μας και μετά, αρχίσαμε και φορτώναμε τα Reo με πυρομαχικά. Δηλαδή μιλάμε για πολύ πυρομαχικό. Γεμίσαμε όλα, γεμίσαμε όλα τα Reo με οπλισμό. Φαντάσου όταν ανεβήκαμε στο αεροπλάνο για να πετάξουμε, το αεροπλάνο με το ζόρι απογειωνόταν. Ήταν τόσο φορτωμένα από πυρομαχικά. Ήμασταν καλά εξοπλισμένοι. Από ηθικό, το ηθικό ήταν ακμαιότατο. Είτε στα νησιά πηγαίναμε, είτε πήγαμε στην Κύπρο, το ίδιο πράγμα ήταν Δεν καταλαβαίναμε τίποτα. Ήταν και η ηλικία βλέπεις τέτοια. Οι αξιωματικού διαφορετικά αντιδρούσανε, γιατί ήτανε σε μεγαλύτερη ηλικία. Ξέρανε τι έχουν να αντιμετωπίσουν. Εμείς τα εικοσάρικα τα παλικάρια, νομίζαμε ότι πηγαίναμε σε γάμο. Τελικά αποδείχθηκε ότι δεν πήγαμε σε γάμο. Γιατί πολλοί την πληρώσανε. Πάρα πολλοί. Μια μοίρα καταδρομών για να χάσει 30 καταδρομείς, πρέπει να πολεμάει με τον αντίπαλο ένα μήνα, για να έχει αυτά τα θύματα. Και εμείς τα είχαμε μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου. Σκοτωθήκαν τα παιδιά μέσα στο αεροσκάφος. Στις μάχες που έδωσε η μονάδα είχαμε ένα τραυματία μόνο. Δεν είχαμε, θύματα δεν είχαμε.

Γ.Κ.:

Αν έχετε την καλοσύνη να μας περιγράψετε αυτήν την προετοιμασία, από την εντολή και μετά.

Ι.Φ.:

Προετοιμασία…

Γ.Κ.:

Δώστε λεπτομέρειες δηλαδή. Δώστε λεπτομέρειες.

Ι.Φ.:

Όπως σου είπα, είχαν κάνει επίταξη ορισμένα λεωφορεία, για τη μεταφορά μας στο αεροδρόμιο. Τα Reo που είχαμε εμείς τα φορτώσαμε όλα με πυρομαχικά. Έγινε ένα μεγάλος αγώνας για να φορτωθούν πυρομαχικά. Το ηθικό, όπως σου είπα προηγουμένως ήτανε ακμαιότατο. Πρόβλημα δεν υπήρχε κανένα. Αγωνιστήκαμε φορτώσαμε τα πυρομαχικά. Από τις 07:00 η ώρα μέχρι τις 17:00 φορτώναμε. Πεθάναμε στο φόρτωμα, που λέει ο λόγος. Όταν ήρθε η ώρα για να φύγουμε για το αεροδρόμιο, μόλις βασίλεψε λιγάκι ο ήλιος, περάσαμε μέσα από την πόλη. Μας χειροκροτούσαν όλοι από τα μπαλκόνια. Εμείς τραγουδούσαμε. Πολλοί από αυτούς τραγουδούσαν και έτσι φτάσαμε στο αεροδρόμιο. Εκεί μετά την αναφορά, όπως είπαμε προηγουμένως, ένας-ένας ανεβήκαμε πάνω στα αεροπλάνα και τα υπόλοιπα είναι αυτά που είπαμε.

Γ.Κ.:

Εκείνο το βράδυ, πώς θυμάστε την πτήση σας πιο συγκεκριμένα στο ΝΙΚΗ 6;

Ι.Φ.:

Στο ΝΙΚΗ 6, όταν απογειώθηκε το αεροπλάνο και πετούσαμε προς την Κύπρο, συσκότιση είχε το αεροσκάφος. Συζητούσαμε μεταξύ μας τώρα οι φαντάροι εκεί. Άλλος το μακρύ του, άλλος το κοντό του. Τώρα καταλαβαίνεις τι συζήτηση γινόταν εκεί πέρα. Πού πάμε. Τι θα συναντήσουμε. Πάμε σε πόλεμο. Τι πόλεμο. Ποιος πήγε. 20 χρονών παιδί. Ποιο παιδί έχει πάει σε πόλεμο. Είκοσι χρονών. Ό,τι γίνετε στον πόλεμο, εκεί το μαθαίνεις. Αυτοί που θα προλάβουν να το μάθουν. Γιατί πολλοί δεν προλαβαίνουν να το μάθουν. Γιατί τα περισσότερα θύματα στον πόλεμο γίνονται στην αποβίβαση. Όταν αποβιβάζεται κάποιος είτε από τη θάλασσα, είτε από τα αεροπλάνα. Η συζήτηση γινόταν περί ανέμων και υδάτων. Αυτό γινόταν. Άλλος το κοντό του, άλλος το μακρύ του. Μέχρι που φτάσαμε κάτω και είδαμε την πραγματική αλήθεια εκεί.

Γ.Κ.:

Είπατε πως περνώντας, ότι προσπεράσετε και τον Έκτο Στόλο, αν δεν κάνω λάθος.

Ι.Φ.:

Έκτος. Έκτος Στόλος, ήταν στη-

Γ.Κ.:

Ήταν σε αναμονή ο Έκτος Στόλος;

Ι.Φ.:

Όχι. Όχι ήταν …Ήτανε στη Μεσόγειο ο Έκτος Στόλος εκείνη την εποχή. Εκείνη την ημέρα που φεύγαμε εμείς για Κύπρο, δεν ξέρω τώρα πως βρέθηκε εκεί. Ήταν ακριβώς στο δρόμο μας. Θυμάμαι συγκεκριμένα έκανε καμπύλη το αεροσκάφος για να περάσει. Γιατί πετούσαμε πολύ χαμηλά. Για να περάσει από τα πλοία, σηκώθηκε επάνω και μετά ξανακατέβηκε και συνεχίσαμε για την Κύπρο. Τίποτα το ιδιαίτερο. Θα μπορούσε ο Έκτος Στόλος να μας γυρίσει πίσω. Αλλά δε μας γύρισε. Τώρα γιατί δε μας γύρισε; Σου λέει άστους. Τι θα κάνουν; Αφού εκεί είναι όλα.. όλα σικέ. Ήταν σικέ όλα. Μέχρι που θα πάνε οι Τούρκοι. Τι θα κάνουν. Όλα ήταν σικέ. Απλώς μας στείλανε εμάς για κουρμπάν κάτω. Αυτό είναι. Για κουρμπάν μας στείλανε κάτω. Για να λένε από εδώ από την Ελλάδα ότι στείλαμε βοήθεια στην Κύπρο. Αυτό είναι.

Γ.Κ.:

Φτάνοντας στο αεροδρόμιο, ας πούμε τώρα, σας πέρασε από το μυαλό μήπως έχει καταληφθεί ήδη το αεροδρόμιο και για αυτό δέχεστε πυρά;

Ι.Φ.:

Αυτές τις σκέψεις δεν προλάβαμε να τις κάνουμε, γιατί μας ήρθαν όλα τόσο ξαφνικά. Αυτά γίνανε όλα όταν πήγαμε να προσγειωθούμε. Όση ώρα κάναμε βόλτα γύρω από το αεροδρόμιο για να προσγειωθούμε, όπως είπα και προηγουμένως, ήταν σε πλήρη συσκότιση το αεροπλάνο. Δεν έβλεπες τίποτα. Όταν όμως άρχισε το πρώτο αεροπλάνο, να προσγειώνεται, έφερε στροφή για να προσγειωθεί, τότε άναψαν όλα τα πολυβόλα από αριστερά δεξιά και βλέπαμε τα φωτιστικά τα βλήματα, να τρυπούνε τον αέρα. Να χτυπάνε το αεροπλάνο. Και αυτό συνεχίστηκε μέχρι το όγδοο το αεροπλάνο. Μέχρι που πήραν είδηση ότι ήταν Ελληνικά τα αεροπλάνα και σταμάτησαν, και σταματήσανε να μας βάλλουνε. Εκείνη τη στιγμή τι να…Τι σκέψεις να κάνεις και τι αντίδραση. Μέσα σε ένα αεροπλάνο, τι αντίδραση θα κάνεις. Αφού είσαι μέσα σε ένα αυτοκίνητο. Δεν μπορεί να κάνεις, να αντιδράσεις. Όταν ένα αυτοκίνητο περπατάει μπορείς να αντιδράσεις μέσα στο αυτοκίνητο. Τι να κάνεις. Έτσι ακριβώς είναι και το αεροπλάνο. Μας βάλλανε από κάτω, δεν ξέραμε κατά [00:30:00]πού να κρυφτούμε. Που θα κρυφτείς. Μέσα στο αεροσκάφος που θα κρυφτείς. Μέσα σε ένα τενεκέ ήμασταν 32 άτομα. 28 καταδρομείς και 4 οι πιλότοι. 32 άτομα. Να σηκωθείς να πας πού;

Γ.Κ.:

Τι πιστεύετε ότι συνέβη στη συνεννόηση από το Αρχηγείο των Ενόπλων Δυνάμεων τότε προς το αντίστοιχο Κυπριακό;

Ι.Φ.:

Αυτά, από ό,τι έχουμε ακούσει, από ό,τι διαβάσει και εμείς. Είπαν από εδώ, πριν σηκωθούμε εμείς, στείλανε μήνυμα, στείλανε σήμα στην Κύπρο, ότι θα, έρχονται 15 πορτοκάλια. Τα βαφτίσανε τα αεροπλάνα πορτοκάλια. «Έρχονται 15 πορτοκάλια. Έχετε το νου σας». Με άκρως απόρρητο σήμα. Να μη διαρρεύσει πουθενά γιατί αν το πάρουν οι Τούρκοι είδηση, θα μας στέλνανε και τα 15 αεροπλάνα μέσα στη θάλασσα. Τώρα εκεί, ο αρμόδιος δεν μεταβίβασε καλά το σήμα, από ό,τι φαίνεται, στα επόμενα φυλάκια και ορισμένα από αυτά μας βάλλανε. Αυτό είναι. Τώρα δε θέλω να πιστεύω ότι ήτανε προδοσία. Θέλω να πιστεύω ότι ήτανε, έγινε από λάθος. Δεν έγινε εσκεμμένα. Αυτό θέλω να πιστεύω. Η ζημιά έγινε. Τώρα, η ζημιά έγινε όμως. Χάθηκε πολύς κόσμος και το ωραίο είναι για όλα αυτά δεν τιμωρήθηκε κανένας.

Γ.Κ.:

Αν σας είναι εύκολο κιόλας, να μας πείτε με το που προσγειωθήκατε την σκηνή του τραυματισμού σας και των συναδέλφων σας μέσα στο ΝΙΚΗ 6. Αν σας είναι εύκολο.

Ι.Φ.:

Όταν πήγε το αεροσκάφος να προσγειωθεί, στο οποίο ήμουνα μέσα εγώ, με το που πήραμε την πορεία για το διάδρομο προσγείωσης, όπως είπαμε και προηγουμένως γινότανε χαμός. Όλα τα αντιαεροπορικά βάλλανε από αριστερά δεξιά, γιατί υπήρχαν αντιαεροπορικά από όλες τις μπάντες του αεροδρομίου. Βάζανε εναντίον μας. Δηλαδή είχε, έβλεπες τις σφαίρες να περνάνε γιατί μέσα στις σφαίρες ήταν και οι αυτές, οι τέτοιες πως τις λένε, αυτές οι φωσφορούχες-

Γ.Κ.:

Εκρηκτικής ύλης που λέγονται-

Ι.Φ.:

Ναι, εκρηκτικής ύλης. Όταν χτυπούσαν τα αεροπλάνα και περνούσαν από μέσα φαινόταν, ότι περνούσαν σφαίρες. Άσε που ακούγαμε το θόρυβο. Όταν πήραμε την πορεία μας για την προσγείωση, μας χτυπούσαν οι σφαίρες. Γινόταν ένας πανικός μέσα στο αεροπλάνο. Κάποια στιγμή σηκώθηκε ο Υπολοχαγός μας, ο Σταύρος ο Μπένος, για να πάει στους πιλότους να τους πει τι γίνεται ρε παιδιά θα μας σκοτώσουν επάνω στο αεροπλάνο. Και εκείνη τη στιγμή τραυματίστηκα εγώ, γιατί βρήκε το αεροπλάνο μια ριπή, ο Μπένος ήταν τυχερός γιατί είχε σηκωθεί και είχε πάει στους πιλότους μπροστά και τη γλύτωσε αυτός. Τραυματίστηκα εγώ και ο διπλανός μου. Και οι 2 μπροστινοί μου σκοτωθήκανε. Μας βρήκε η ριπή στο πίσω μέρος του αεροσκάφους. Έπεσε η ριπή. Κάποια στιγμή έκανε αναγκαστική προσγείωση ο πιλότος μέσα στα χωράφια. Είχε πάρει φωτιά το αεροπλάνο. Πήρανε οι κάσες με τα πυρομαχικά φωτιά. Κάποιοι συνάδελφοι τρομάξανε με, χορεύοντας επάνω στα κιβώτια να σβήσουνε τη φωτιά. Καταφέρανε και τη σβήσανε, γιατί άμα δεν καταφέρνανε να τη σβήσουν, θα ανατιναζόταν και το δικό μας το αεροσκάφος. Τη σβήσανε τη φωτιά. Όταν σταμάτησε το αεροπλάνο, κατέβηκαν οι καταδρομείς, έδωσε διαταγή ο υπολοχαγός να κατεβάσουν και εμάς τους τραυματίες από πάνω. Ήμασταν κάπου, οι βαριά ήμασταν 4. 3-4 οι βαριά. Οι άλλοι ήταν ελαφρώς τραυματίες. Κατεβήκαν μόνοι τους. Αλλά τους 4 μας κατέβασαν 2 λοχίες. Εμάς. Μας κατεβάσανε, μας απομακρύνανε κάπου 50, 50-70-80 μέτρα μακριά από το αεροσκάφος για να μην ανατιναχθεί και μας σκοτώσει όλους και καθίσαμε εκεί κάπου, κάπου μία ώρα, ωσότου προσγειωθήκανε όλα τα αεροπλάνα τα υπόλοιπα. Προσγειωθήκανε. Μαζεύτηκε η μοίρα σε κάποια γωνία του αεροδρομίου και από εκεί και πέρα ήρθαν πήραν εμάς τους τραυματίες με ένα ασθενοφόρο, εφόσον είχε σταματήσει και το μπαμ μπουμ. Μας πήγαν στο νοσοκομείο και η μοίρα μετά ακολούθησε, ακολούθησε την πορεία της. Έδωσε μάχες με τους Τούρκους την επόμενη, όπως και στις 16-17 του μηνός. 15-16-17 του μηνός, στο Δεύτερο Αττίλα. Πολέμησε εκεί στο αεροδρόμιο και κράτησε το αεροδρόμιο η Πρώτη μοίρα καταδρομών. Η μοίρα κάθισε μετά 7 μήνες σχεδόν. 7-8 μήνες, η οποία ίδρυσε και την 35 μοίρα Καταδρομών στη Λευκωσία. Η 35 μοίρα καταδρομών, είναι η πρώτη μοίρα καταδρομών της Ελλάδας που έχει τη βάση της τώρα στην Κύπρο. Αυτά.

Γ.Κ.:

Σε ποια σημεία του σώματός σας, σας βρήκαν τα βλήματα που λέτε;

Ι.Φ.:

Θωρακακοιλιακό τραύμα έχω. Κοιλιακό τραύμα. Θώρακα και κοιλιά. Θωρακοκοιλιακό τραύμα. Εγώ είχα θωρακοκοιλιακό τραύμα. Ένας συνάδελφός μου από το Αγρίνιο και κάποιος από την Κεφαλονιά. Ναι από την Κεφαλονιά μάλλον, αν δεν κάνω λάθος, Κεφαλονιά, είχε χτυπηθεί στο πόδι άσχημα και του κόψανε το πόδι. Οι άλλοι ήταν ελαφρώς τραυματίες. Νοσηλευτήκανε λίγο καιρό στο νοσοκομείο και μετά μείνανε στη μονάδα κανονικά. Εμείς ταλαιπωρηθήκαμε στα νοσοκομεία. Από το ένα νοσοκομείο στο άλλο πηγαίναμε μετά.

Γ.Κ.:

Πόσο καιρό ήσασταν στο νοσοκομείο;

Ι.Φ.:

Εγώ, εγώ κάθισα 30 μήνες στο νοσοκομείο. Οι 2 άλλοι συνάδελφοι, ο ένας κάθισε ένα εξάμηνο, αυτός με το πόδι, που κόπηκε το πόδι του, εξάμηνο περίπου, και ο άλλος, ο Ζαφειρίου, που ήταν βαριά, και αυτός κάθισε κανά 25-28 μήνες κάθισε και αυτός. Οι βαριά τραυματίες καθίσαμε πολύ. Είχαμε σοβαρά τραύματα..

Γ.Κ.:

Περιγράψτε μας τη διαδικασία αυτή όπως τη θυμάστε. Με τα χειρουργεία, με τους γιατρούς. Όπως τη θυμάστε, προφανώς.

Ι.Φ.:

Στο νοσοκομείο τι να περιγράψω. Στο νοσοκομείο. Στο νοσοκομείο.

Γ.Κ.:

Πείτε μας και αυτά ας ενδιαφέρουν.

Ι.Φ.:

Στο νοσοκομείο έτυχε να έχουμε πολύ καλούς γιατρούς. Μας προσέξανε πάρα πολύ. Συγκεκριμένα 2 θυμάμαι εγώ. Ο Βασιώνης ο γιατρός ο Αντισυνταγματάρχης και ο Παπαθανασίου μετέπειτα αντικατέστησε, ο Βασιώνης πήρε μετάθεση, και τον αντικατέστησε ο Παπαθανασίου. Ένας πολύ καλός γιατρός χειρούργος, ο οποίος συμβουλευότανε πότε πότε τον, για τα χειρουργεία που κάνανε σε μένα επάνω το μεγαλοχειρούργο τότε που υπήρχε στην Ελλάδα και γενικά σε όλη την Ευρώπη τον Σκαλκέα. Το συγχωρεμένο τον Σκαλκέα. Μας προσέξανε πάρα πολύ. Είχαμε πάρα πολύ καλή περιποίηση. Και τη σκαπουλάραμε. Εμείς τη σκαπουλάραμε. Κάτι άλλοι, τους χάσαμε. Περάσαμε πολλά, περάσαμε, στα νοσοκομεία περάσαμε πολλά. Μετέπειτα βγήκαμε, μετέπειτα βγήκαμε έξω. Απολυθήκαμε από φαντάροι. Ταλαιπωρηθήκαμε μέχρι να μας αναγνωρίσουν, να μας βγάλουνε καμία σύνταξη εμάς τους τραυματίες. Περάσαμε πολλά δεινά, περάσαμε. Αλλά δόξα τω Θεώ, τα ξεπεράσαμε όλα. Είμαστε καλά. Κάναμε τις οικογένειές μας, εμείς που τα καταφέραμε και ζήσαμε. Και καλά μωρέ. Όλα καλά. Όλα καλά. Όλα καλά. Σιγά σιγά και η Πολιτεία βελτίωσε την κατάσταση. Μας προσέξανε λιγάκι. Εντάξει. Πλήρης ευχαριστημένοι δεν είμαστε, αλλά μας προσέξανε. Μη ζητάμε και πολλά από μία υπερχρεωμένη χώρα, να πούμε.

Γ.Κ.:

Σ΄ αυτό θα ήθελα να σταθώ. Στην αναγνώριση. Πως ήρθε η αναγνώριση; Πήρε καιρό για να αναγνωριστείτε;

Ι.Φ.:

Η αναγνώριση πήρε πάρα πολύ καιρό. Συγκεκριμένα, δε θυμάμαι. Αυτό το… τις συντάξεις τις βγάλαμε γρήγορα. Γρήγορα τις βγάλαμε. Με το παλιό καθεστώς. Εμάς μας δώσανε συντάξεις το [00:40:00]’41-‘49. Μας είχανε κατατάξει εκεί. Εμείς ήμασταν γεννημένοι το ‘54 και μας δώσανε συντάξεις το '49. Παράλογα πράγματα. Δυστυχώς έτσι γίνανε. Οι ταυτότητές μας γράφανε ’40-‘49. Η πολιτική ταυτότητα γράφει ημερομηνία γέννησης το ’54 και η ταυτότητα αναπήρου πολέμου γράφει ’41-‘49. Αυτά είναι πρωτάκουστα πράγματα, αλλά δυστυχώς γίνανε στην Ελλάδα. Και ακόμα πολλοί συνάδελφοι περπατάνε και έχουν αυτή την ταυτότητα. Πάνε πάνω στο, στα, παραδείγματος χάρη, στα μέσα μαζικής μεταφοράς γιατί έχουν το, δωρεάν μετακίνηση. Δείχνουν την ταυτότητα και πολλοί βρίσκουν το μπελά τους. «Βρε με του μπαμπά σου την ταυτότητα κυκλοφορείς;» Και έχουν δίκαιο οι εισπράκτορες και αυτοί που κάνουν έλεγχο στις ταυτότητες. Σου λέει τι γίνεται εδώ πέρα. 40. Εσύ είσαι 60 χρονών και έχεις ταυτότητα’40 . Δηλαδή. ‘40 μέχρι το 2020 είναι 80 χρονών. Εσύ είσαι 60 χρονών. Με ξένη ταυτότητα περπατάς; Είχαμε, είχαμε τέτοια πολλά είχαμε. Είχαμε πολλά από αυτά. Άλλο τι να πούμε τώρα;

Γ.Κ.:

Μπορούμε να πούμε για την αναγνώρισή σας γενικά από το Κράτος. Έχετε μνημονευτεί;

Ι.Φ.:

Αναγνώριση. Αναγνώριση, μας δώσανε ένα παράσημο εκεί, μας βγάλανε αυτές τις συντάξεις που είπαμε, το ’40-‘49 και με αυτές τις συντάξεις είμαστε ακόμη. Τώρα πριν, δηλαδή τον Αύγουστο ψηφίστηκε ένας νόμος και δώσανε συντάξεις και σε αυτούς που λάβανε μέρος στη Μάχη της Κύπρου. Το, για ποια χρονολογία ήταν τώρα, αυτοί που λάβανε μέρος στις μάχες της Κύπρου, τους δώσανε μία, τιμής ένεκεν, μία σύνταξη, εφ΄ όρου ζωής 200 ευρώ. Η τελευταία παροχή που δώσανε σε εμάς. Δηλαδή τους τραυματίες και τους συμπολεμιστές μου. Συντάξεις και αυτά όπως είπα, από την πρώτη στιγμή μας τις δώσανε. Τώρα άλλοι είναι ικανοποιημένοι. Άλλοι δεν είναι ικανοποιημένοι. Ικανοποιημένος είσαι με τη σύνταξη που παίρνεις αναλόγως τι χρήματα βγάζεις όταν εργάζεσαι. Όταν εργάζεσαι και παίρνεις 5 χιλιάρικα το μήνα και σε δίνουν σύνταξη 2 χιλιάρικα δεν μπορεί να είσαι ευχαριστημένος. Μπορείς να είσαι ευχαριστημένος; Δεν μπορείς να είσαι. Δυστυχώς οι συντάξεις έτσι είναι. Ήταν χαμηλές οι συντάξεις. Να φανταστείς ότι, όταν βγήκα εγώ σαν συνταξιούχος το ‘78, μου δώσανε 5 χιλιάδες δραχμές 600. Το ‘74. Εγώ το ‘71 έπαιρνα 8 χιλιάδες. Μου δώσανε σχεδόν τα μισά το ‘74. Που το ‘74 είχε ανεβεί, από το ‘71μέχρι το ‘74 ο μισθός είχε ανεβεί αρκετά. Δε μου δώσανε ούτε το μισό το μισθό που έπαιρνα από τη δουλειά μου.

Γ.Κ.:

Ποια Κυβέρνηση έδωσε την περισσότερη προσοχή στους τραυματίες πολέμου της δικιάς σας μάχης;

Ι.Φ.:

Κοίταξε να δεις. Όλες οι Κυβερνήσεις ακολουθούσανε η μία την άλλη., διαδοχικά. Η πρώτη, το ‘74 όταν ανέλαβε ο Καραμανλής, μέχρι το’79, μας είχανε και λίγο εμάς σαν ακροδεξιούς. Χουντικούς ντεμέκ. Εμείς δεν είχαμε ιδέα από πολιτική. Ποιος νεαρός τότε ασχολούνταν με την πολιτική; Και περισσότερο στα χωριά. Γιατί οι περισσότεροι καταδρομείς από τα χωριά ήταν. Όπως είπα μας δώσανε, αυτές τις συντάξεις που μας δώσανε. Από τότε μας τις δώσανε τις συντάξεις. Μετέπειτα το ‘80, όταν ανέλαβε ο Παπανδρέου, ’80-‘81 που ανέλαβε ο Παπανδρέου, τότε που έδωσε κάτι συγκεκριμένες αξίες, σε όλους τους δημοσίους υπαλλήλους, μαζί με αυτούς αναγκαστικά έδωσε και στους συνταξιούχους. Κάτι μας έδωσε και αυτός. Μετά από χρόνια, μας δώσανε αυτό το παράσημο. Αυτό το παράσημο μας το έδωσε ο Μεΐμαράκης με κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας όταν ήταν Υπουργός Εθνικής Άμυνας. Και όλα μέχρι τότε. Μέχρι το, εκείνη τη χρονιά. Δε θυμάμαι και ποια χρονολογία τώρα ήτανε. Η Νέα Δημοκρατία τότε με Υπουργό Εθνικής Άμυνας τον Μεΐμαράκη. Μέχρι τότε ακολουθούσανε όλοι το ίδιο μοτίβο. Και τώρα τελευταία, που όπως είπα προηγουμένως δώσανε, τιμής ένεκεν, σε όλους όσους πολεμήσανε και στους τραυματίες, από 200 ευρώ, τιμής ένεκεν. Ένα βοήθημα, καλό βοήθημα για πολλούς πάρα πολύ καλό βοήθημα γιατί έχουμε και πάρα πολλά παιδιά που άλλος είναι, έχει γυρίσει το μυαλό του από τότε. Ψυχολογικά έχουμε αρκετούς που έχουν ψυχολογικά προβλήματα και ήτανε μια καλή βοήθεια αυτά τα 200 ευρώ. Ήταν μια καλή βοήθεια. Αυτά από το Ελληνικό κράτος. Από το Κυπριακό, να πούμε και κάτι για το Κυπριακό.

Γ.Κ.:

Να το πούμε και αυτό.

Ι.Φ.:

Να το πούμε και αυτό.

Γ.Κ.:

Αυτό θα σας ρωτούσα τώρα.

Ι.Φ.:

Να το πούμε αυτό που μας καίει. Από την Κύπρο δεν έχουμε καμιά αναγνώριση. Στην Κύπρο τραυματιστήκαμε. Στην Κύπρο αφήσαμε συναδέλφους. Το Κυπριακό Κράτος δεν έχει κάνει τίποτα απολύτως για μας. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως και αυτοί να μας έχουνε κατατάξει σε πραξικοπηματίες. Και δεν ενδιαφέρεται κανείς για εμάς. Εμείς όμως φύγαμε από την Ελλάδα, όχι τις 15 του μηνός. Εμείς φύγαμε τις 21 του μηνός. Δεν είχαμε καμιά σχέση με το Πραξικόπημα. Έπρεπε να μας έχουν αναγνωρίσει. Να μας έχουν τιμήσει. Και αυτοί δεν έχουνε κάνει τίποτα. Και είμαστε όλοι πολύ απογοητευμένοι από το Κυπριακό το κράτος. Πολλές φορές συναντιόμαστε με αρκετούς και τραυματίες και αυτοί που πήρανε μέρος στον πόλεμο της Κορέας και αυτοί οι άνθρωποι μας λένε ότι έχουν αναγνωριστεί από το κράτος της Κορέας. Κάθε χρόνο τους στέλνουν επιστολές και τους καλούν ακόμη να παραβρεθούν σε εκδηλώσεις στην Κορέα με έξοδα δικά τους. Δηλαδή όταν λέω δικά τους, εννοώ της Κορέας έξοδα. Και δηλαδή οι άνθρωποι είναι ευχαριστημένοι από το κράτος της Κορέας. Και εδώ η Κύπρος, που είναι ένα δικό μας νησί, Ελλαδίτες, Κύπριοι Ελλαδίτες, δεν έχουν κάνει το παραμικρό για εμάς. Είμαστε απογοητευμένοι τελείως από το Κυπριακό το κράτος, δηλαδή.

Γ.Κ.:

Άμα θέλετε να μας μιλήσετε και για το σημείο στο οποίο βρίσκεται ο Τύμβος της Μακεδονίτισσας.

Ι.Φ.:

Ο Τύμβος της Μακεδονίτισσας έχει φτιαχτεί, είναι ένα μεγάλο, είναι ένα μεγάλο, …κόλλησα τώρα, ένα μεγάλο νεκροταφείο στο οποίο έχει κτιστεί ένα μεγάλο και ωραίο μνημείο, πάνω ακριβώς εκεί που θάφτηκαν τα αεροπλάνα και πολλά παλικάρια. Εκεί είναι ο Τύμβος της Μακεδονίτισσας. Είναι ένα, είναι ένα νεκροταφείο που όποιος πάει, αξίζει τον κόπο να πάει, να το δει και να ανάψει ένα κερί στα παλικάρια που αφήσανε τα κορμιά τους εκεί.

Γ.Κ.:

Έχουνε γίνει κάποιες προσπάθειες, να αναγνωριστούνε, όχι τα σώματα προφανώς πλέον, έστω τα κόκκαλα να γυρίσουνε πίσω. Των ανθρώπων αυτών…

Ι.Φ.:

Με DNA. Με DNA. Γιατί κάποια στιγμή εκεί στη Μακεδονίτισσα το μνημείο το ρίξανε, το πρώτο που κάνανε πάνω στα αεροσκάφη, το ρίξανε και ξεθάψανε ό,τι απέμεινε δηλαδή από τα αεροπλάνα που ήτανε καμένα και αυτά και από τους νεκρούς συναδέλφους. Οι νεκροί συνάδελφοι μου όμως ήταν κομματιασμένοι. Ανατινάχθηκε [00:50:00]το αεροπλάνο, στα 120-150 πόδια. Μέσα είχε ένα σωρό οπλισμό, δεν έμεινε τίποτα. Κομμάτια γίνανε τα πάντα. Τώρα κοιτάνε με ορισμένα κόκκαλα να και με το DNA, να δούνε ορισμένα πράματα, να στείλουνε στους γονείς να κάνουνε τις κηδείες τους, στον τόπο τους. Και φτιάξανε μετέπειτα το, σε εκείνο το σημείο το ίδιο το μνημείο, που υπάρχει αυτή τη στιγμή.

Γ.Κ.:

Έχετε επισκεφτεί πρόσφατα

Ι.Φ.:

Έχω πάει στην Κύπρο ίσαμε, 4-5 φορές έχω πάει. Έχω πάει και στο καινούριο το μνημείο. Κάνανε ένα υπέροχο μνημείο. Και όταν κατεβαίνουμε κάτω, πότε πότε, γιατί πότε πότε κατεβαίνω. Πέρυσι ήμουνα 10 μέρες στην Κύπρο κάτω. Το επισκεφτήκαμε, ανάψαμε ένα κερί στους συναδέλφους, όπως κάνει όλος ο Ελλαδίτης κόσμος που πάει κάτω. Γιατί όλοι περνάνε από εκεί και βλέπουνε τι γίνεται, Και τι έγινε.

Γ.Κ.:

Πώς αισθάνεστε όταν σκέφτεστε όλα αυτά τα γεγονότα που συνέβησαν; Και στην πρώτη φάση της επιχείρησης και μετέπειτα. Όταν τα σκέφτεστε… πως;

Ι.Φ.:

Θα στα πω με δυό κουβέντες. Σκέφτομαι, σκέφτομαι ότι είμαι προδομένος από το Ελληνικό Κράτος. Τίποτα άλλο. Γιατί με στείλανε σε μια προδομένη αποστολή. Έχασα ένα σωρό συναδέλφους και τραυματίστηκα και ταλαιπωρήθηκα πάρα πολύ. Προδομένος από το Ελληνικό Κράτος. Γιατί ορισμένοι προδότες καταστρέψανε το νησί και αφανίσανε ένα σωρό κόσμο. Προδομένος αισθάνομαι. Τίποτα άλλο.

Γ.Κ.:

Αν μου επιτρέπετε να σα κάνω και κάποιες ακόμα ερωτήσεις. Όσο μου περιγράφεται κιόλας την πορεία σας μέχρι το αεροδρόμιο μέχρι και να προσγειωθείτε και τα λοιπά, μου το περιγράφεται χαμογελαστός. Πώς το...

Ι.Φ.:

Έτσι ακριβώς πήγαινα και στην Κύπρο. Ενώ ήξερα ότι πήγαινα σε πόλεμο. Έτσι ακριβώς πηγαίναμε όλοι. Και τραγουδώντας μάλιστα. Όχι χαμογελαστοί. Κανένα πρόβλημα. Δηλαδή το ξεπέρασα. Δεν το σκέφτομαι καν. Το ξεπέρασα. Και να γίνει κάτι πάλι και μπορώ, ό,τι μπορώ θα το κάνω. Δεν πρόκειται να κάνω πίσω. Πάλι έτσι μπροστά θα πάω.

Γ.Κ.:

Όταν γυρίσατε μετά, μετά και την περίθαλψη, ας πούμε, που δεχτήκατε από το νοσοκομείο το στρατιωτικό, πως σας δέχτηκε η οικογένειά σας; Πως, ποιο ήταν το κλίμα εκείνων των ημερών;

Ι.Φ.:

Η οικογένεια πως με δέχτηκε; Σαν να ξαναγεννήθηκε ένα παιδί. Έτσι με δέχτηκε. Τραβήξανε πολλά και οι δικοί μου τραβήξανε. Τραβήξανε πολλά. Μαζί με μένα τράβηξαν και οι δικοί μου πολλά. Εγώ είχα τον πατέρα μου 2 χρόνια σχεδόν στο νοσοκομείο, σαν αποκλειστική νοσοκόμα τον είχα. Εδώ η οικογένεια έσβησε οικονομικά. Αλλά τέλος καλό, όλα καλά. Καλά είμαστε, δόξα τω Θεώ.

Γ.Κ.:

Να αλλάξουμε λίγο το θέμα συζήτησης. Να το ελαφρύνουμε λίγο, εντός εισαγωγικών.. Άμα θέλετε να μου μιλήσετε για τις εμπειρίες σας στο Εμπορικό Ναυτικό. Γιατί πήγατε και σε μικρή ηλικία όπως είπατε.

Ι.Φ.:

Εκεί, οι χαρές εκεί ήτανε.

Γ.Κ.:

Και να σημειωθεί, αν μου επιτρέπεται, ότι δεν επιβαλλόταν όντας μέλος του Εμπορικού Ναυτικού, να στρατευθείτε, αν δεν κάνω λάθος.

Ι.Φ.:

Όχι. Άμα ήθελα μπορούσα να την κοπανίσω, οπουδήποτε μπορούσα να την κοπανίσω. Αμερική Αυστραλία. Γιατί κάναμε ταξίδια Αμερική Αυστραλία και είχα και δικούς μου ανθρώπους στην Αμερική που με παρότρυναν να την κοπανίσω εκεί.

Γ.Κ.:

Μιλήστε μας γενικά για αυτές τις εμπειρίες.

Ι.Φ.:

Αλλά θέλησα να ‘ρθω να υπηρετήσω και μετά να ξανά-μπαρκάρω και με την πρώτη ευκαιρία να την κοπανίσω. Στα καράβια πήγα σε ηλικία 17 χρονών. Όταν δούλευα στο κλωστοϋφαντουργείο στο Λαύριο, το λιμάνι ήτανε απέναντι από το εργοστάσιο. Το εργοστάσιο ήταν πάρα πολύ μεγάλο. Φαντάσου ότι κάναμε 3 βάρδιες από οχτακόσια άτομα περίπου η κάθε βάρδια. Ήταν τα κλωστοϋφαντουργία τα τότε του Καρέλα. Είχε 2 ένα στο Αίγιο και ένα στο Λαύριο. Μεγάλη κούραση. Πολλή δουλειά στο εργοστάσιο. Και συνήθως εμείς κάναμε και πολλές υπερωρίες. Δηλαδή, την εβδομάδα, τότε δουλεύαμε και τα Σάββατα, είχαμε μια Κυριακή. Στο εξαήμερο κάναμε και 3 υπερωρίες, άλλα 3 οχτάωρα. Αντέχαμε γιατί είχαμε φύγει από τις οικοδομές και στο εργοστάσιο μας φαινόταν λίγο πιο μαλακή η δουλειά. Κάθισα κάμποσο καιρό στο εργοστάσιο, έβλεπα τα καράβια που ερχότανε. Κάποια στιγμή ήρθε και κάποιος δικός μας λιμενοφύλακας, από εδώ, γείτονας στο Λιμεναρχείο εκεί στο Λαύριο. Πως ήρθε κάποια στιγμή συζήτηση, του λέω: «Ρε συ τι γίνεται, πως μπορούμε να μπαρκάρουμε σε κανένα καράβι;» Λέει: Να πας να βγάλεις φυλλάδιο», τότε εύκολα ήταν. «Πας να βγάλεις φυλλάδιο θα βρούμε ένα καράβι να μπαρκάρεις». Λέω: «Τόσο εύκολα». «Εύκολα - λέει- αν βγάλεις το φυλλάδιο μετά εύκολο είναι αρκεί να έχεις όρεξη για δουλειά». Κάποια στιγμή πήρα την απόφαση. Λέω τι καθόμαστε εδώ πέρα με 3 και 60. 3 και 60 παίρναμε. Δουλεύαμε σαν σκυλιά στο Λαύριο στο εργοστάσιο, 3 και 60. Και ήμασταν από το σπίτι στο εργοστάσιο, εργοστάσιο σπίτι. Κάποια στιγμή πήρα την απόφαση, λέω θα ανέβω πάνω στην Ξάνθη, να βγάλω το φυλλάδιο, και θα την κάνω. Το πήρα απόφαση το έδεσα, στα 17. Ακριβώς 17 ήμουνα. Έρχομαι εδώ, σε ένα δίμηνο έβγαλα το φυλλάδιο στο Λιμεναρχείο της Καβάλας. Αυτά γινόταν επί Επταετίας έβγαλα το φυλλάδιο. Λεφτά είχα δικά μου. Έβαλα τον πατέρα μου έβαλε μια υπογραφή, έπρεπε να υπογράψει γιατί ήμουν ανήλικος, αν δεν υπέγραφε δεν μπορούσα να φύγω. Έβαλα τον πατέρα μου με τα χίλια ζόρια υπέγραψε για να φύγω. Ετοίμασα τη βαλίτσα μου.Την παίρνω. Κατεβαίνω Αθήνα. Από Αθήνα Πειραιά. Ψάχνω τώρα 17 χρονών παλικάρι να βρω εταιρία να μπαρκάρω. Πάω βρίσκω ένα ξενοδοχείο αφήνω τη βαλίτσα μέσα και παίρνω τους δρόμους από εταιρία σε εταιρία. Εταιρίες γεμάτο ο Πειραιάς τότε. Την πρώτη μέρα δεν μπόρεσα να βρω εταιρία. Τη δεύτερη μέρα σηκώνομαι πρωί πρωί, άρχισα το ψάξιμο πάλι. Στο δεύτερο γραφείο που μπαίνω, με το που μπαίνω μέσα, ήτανε 2 υπάλληλοι εκεί, χτυπάω την πόρτα μπαίνω μέσα, λέει: «Τι θέλει το παλικάρι;» Λέω: «Θέλω να μπαρκάρω». Μου λέει: «Από πού είσαι;» Λέω: «Από Ξάνθη». Μου λέει: «Για κάτσε εκεί, κάτσε εκεί στην πολυθρόνα». Είχανε μια συζήτηση με τον κύριο που ήτανε μέσα. Τελείωσε η συζήτηση. Μου λέει: «Τι θες να μπαρκάρεις;» Του είπα: «Δουλειά θέλω, τι θέλω να μπαρκάρω». Πού να ξέρω εγώ ότι είχε μέσα σερβιτόρο το καράβι; Είχε μέσα βοηθούς μαγείρου. Είχε τζόβενα. Δεν τα ήξερα εγώ αυτά. Εγώ νόμιζα ότι όλοι κάνουν από μία δουλειά μέσα στο καράβι. Ο καθένας εκεί έχει την ειδικότητά του. Λέω: «Δώσ’ μου εσύ μια δουλειά, λέω, να μπαρκάρω και ό,τι δουλειά, λέω, μπορώ να κάνω στο καράβι». Λέει: Θα σε στείλω βοηθό μαγείρου». «Και δε με στέλνεις;». Βοηθός μαγείρου, σιγά τη δουλειά λέω που θα είναι. Τι δουλειά θα είναι. Ένα καράβι με 30 άτομα, 30 άτομα είχε πλήρωμα Λέει: «Βοηθό μαγείρου θα σε [01:00:00]στείλω». Λέω: «Εντάξει». Μου λέει, βγάζει μια κατάσταση, διαβάζει λέει: «Ο πρώτος μισθός είναι 7850. 7 χιλιάρικα 850. Εγώ δούλευα στο εργοστάσιο και έπαιρνα την εβδομάδα 420 δραχμές. 4 εβδομάδες από 420, πόσα ήταν; Βάλε

Γ.Κ.:

1680.

Ι.Φ.:

1680. Δραχμές. 1680 δραχμές. Λέω, τα υπολογίζω, 1600 περίπου έπαιρνα στο εργοστάσιο, εδώ 8 χιλιάρικα σχεδόν, πολλά λεφτά λέω. Θα μας τα δώσουν, λέω, τόσα λεφτά ή τώρα με λέει θα έχω κρατήσεις και τέτοια. Μου λέει: «Αύριο θα είσαι εδώ πέρα 09:00 η ώρα. Θα σε πάρει ο ατζέντης και θα σε πάει να περάσεις από γιατρό. Να δούμε, λέει, άμα είσαι εντάξει. Δεν μπορεί να φύγεις, μπαρκάρεις στο καράβι και να είσαι άρρωστος και να έχουμε ιστορίες μετά». Λέω εντάξει. Τρελός από χαρά, που λες, πάω σε ένα εστιατόριο, τρώω εκεί, πάω στο ξενοδοχείο, αράζω. Κοιμήθηκα λιγάκι. Το απόγευμα βγήκα μια βόλτα εκεί στον Πειραιά. Τώρα ένα χωριατόπαιδο τότε 17 χρονών στον Πειραιά μέσα και μόνος που θα πας;. Έκανα μια βόλτα εκεί στο λιμάνι. Μόλις σκοτείνιασε λιγάκι ξανά στο ξενοδοχείο. Την αράζω που λες. Τώρα περιμένω το πρωί να έρθει 09:00 η ώρα να πάω στην εταιρία, η εταιρία ήταν κοντά, με τα πόδια πήγα. Ετοιμάζομαι που λες, το πρωί που σηκώθηκα παίρνω τη βαλίτσα, από τις 08:00 η ώρα, έξω από την εταιρία. Κατά τις 09:00 η ώρα έρχεται ένας ατζέντης, με φωνάζουνε μέσα, λέει: «Θα πας να περάσεις παθολόγο γιατρό, να δούμε αν είσαι εντάξει». Λέω: «Μια χαρά είμαι εγώ. Ούτε, δεν έχω πάρει ούτε ασπιρίνη, λέω, μια χαρά είμαι. Και bodybuilder κάνω λέω και οικοδομές έχω δουλέψει. Από το εργοστάσιο ήρθα. Δεν έχω πρόβλημα κανένα. Αλλά αφού πρέπει να το κάνουμε, θα το κάνουμε». Πάμε περνάμε εξετάσεις. Μια χαρά ήμουνα εγώ. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Τελείωσαν οι γιατροί. Πήγα και δεύτερο γιατρό. Δεν θυμάμαι ποιος ήταν γιατρός. Ο πρώτος ήταν παθολόγος. Ο άλλος δεν το θυμάμαι. Μου λέει: «Τώρα κοίταξε να δεις, λέει, μετά από 2 μέρες θα έρθεις εδώ, την τάδε ώρα, θα σε πάρει ο ατζέντης από εδώ, είστε άλλοι 2, είναι ο καπετάνιος που κάνει την αλλαγή στο καράβι τον καπετάνιο και ένας άλλος πρωτόμπαργκος μαζί σου, από εδώ από τον Πειραιά είναι ένας» λέει. Ένα Πειραιωτάκι, δικιά μου ηλικία και αυτός. «Θα έρθεις εδώ πέρα και θα σας πάρει ο ατζέντης θα σας πάει στο αεροδρόμιο να πετάξετε για Ιταλία. Ιταλία είναι το καράβι» λέει. «Σικελία, λέει, θα πάτε». Σικελία Σικελία. Ποιος ήξερε από Σικελία. Ποιος από Ρώμη τότε. Περνάν οι 2 μέρες. Πάμε το πρωί, στο ξενοδοχείο αραχτός τώρα δυό μέρες. Περνάνε οι 2 μέρες. Πάμε το πρωί στην εταιρία, κάποια στιγμή έρχεται ο καπετάνιος, έρχεται και το άλλο το Πειραιωτάκι, ανεβαίνουμε πάνω σε ένα ταξί μαζί με τον ατζέντη. Μας πάει στο αεροδρόμιο. Μας πάει στο αεροδρόμιο. Μας θεωρούν τα εισιτήρια εκεί πέρα και τέτοια. Ήρθε η ώρα, κατά τις 11:00-12:00 ήτανε, πετάξαμε για Ρώμη. Αθήνα Ρώμη. Πρώτη φορά σε αεροπλάνο. Ανέβαινα σε αεροπλάνο πρώτη φορά. Έχω μια βαλίτσα, η βαλίτσα μου είχε 3 σώβρακα και δυό αθλητικές φανελίτσες και ένα ζευγάρι παπούτσια. Παλιά. Είχα ντεμέκ τα καινούρια και ένα ζευγάρι παλιά μέσα στο, μέσα στη βαλίτσα. Τίποτα άλλο. Εδώ οι περισσότεροι εκείνα τα χρόνια, 17 χρονών με τα, δε τα ξέρεις κιόλα εσύ, τα λαστιχένια αλυσίδα, δε τα πρόλαβες εσύ. Έχεις δει καμιά φορά; Δεν έχεις δει. Ρώτα τον μπαμπά σου. Πρέπει να ξέρει όμως. Ο μπαμπάς σου, που γεννήθηκε ο μπαμπάς σου;

Γ.Κ.:

Αλεξανδρούπολη. Άβαντα Αλεξανδρούπολης.

Ι.Φ.:

Μέσα στην Αλεξανδρούπολη; Στο Άβατο είναι.

Γ.Κ.:

Όχι στο Άβατο. Άβαντας.

Ι.Φ.:

Άβαντας; Εκεί γεννήθηκε; Ξέρει από λάστιχα. Φόρεσε ο μπαμπάς σου λάστιχα. Σίγουρα φόρεσε.

Γ.Κ.:

Σίγουρα.

Ι.Φ.:

Που λες, ένα τέτοιο ζευγάρι είχα και εκείνα τα ντεμέκ δερμάτινα που φορούσα. Φτάνουμε Ιταλία, στη Ρώμη, προσγειωνόμαστε. Κατεβαίνουμε τώρα, περιμένουμε να πάρουμε τη βαλίτσα. Του καπετάνιου η βαλίτσα ήρθε, του αλλουνού ήρθε, η δικιά μου χάθηκε. Περιμένουμε, περιμένουμε, τίποτα. Ο καπετάνιος ήξερε εγγλέζικα, για. Λέει: «Να ρωτήσουμε, λέει, τι έγινε, τι έγινε η βαλίτσα σου». Πάει ρωτάει. Λέει: «Δεν πέρασε η βαλίτσα;» «Όχι». Την κλέψανε τη βαλίτσα. Κλέβανε πολύ οι Ιταλοί οι πούστηδες τότε. Την κλέψανε τη βαλίτσα. Που να ξέρουν οι Ιταλοί ότι μέσα είχε ένα ζευγάρι παλιό-παπούτσια και δυό. Τίποτα δεν είχε η βαλίτσα. Ο καπετάνιος ο βλάκας, γιατί ήταν βλάκας, είχε το δικαίωμα να ζητήσει, να ζητήσουμε αποζημίωση. Όταν χάνεται βαλίτσα στο αεροδρόμιο, υπεύθυνο είναι το αεροδρόμιο. Μπορείς να ζητήσεις αποζημίωση. Και την παίρνεις την αποζημίωση. Σου λέει, δηλώνεις, δεν μπορείς να δηλώσεις ψέματα. Μπορεί να βρεθεί η βαλίτσα. Να την πήρε κάποιος κατά λάθος και να την επιστρέψει. Αντί να πάρει τη δικιά του, πήρε τη δικιά σου κατά λάθος. Συμβαίνουν αυτά. Άμα δηλώνεις ψεύτικα, μετά γιατί κάνεις υπεύθυνη δήλωση, μετά θα σε κυνηγάει το αεροδρόμιο. Σου λέει καριόλη ήρθες να μας κλέψεις; Τώρα φάτην. Που λες, λέω δεν είχα και τίποτα. Αλλά μπορούσε να, μπορούσε να ζητήσει αποζημίωση. Παραδείγματος χάριν, 5-6 εσώρουχα που είχα, 20 ευρώ, 20 δολάρια. 20 δολάρια θα πάρω 4-5 σώβρακα θα πάρω και ένα ζευγάρι παπούτσια. Μπορούσε. Αλλά δεν το έκανε. Τέλος πάντων. Από αμέλειά του; Από. Σου λέει μη μπλέξω τώρα και περιμένουμε εδώ και τέτοια. Ίσως το σκέφτηκε και έτσι. Έφυγα δίχως βαλίτσα από το αεροδρόμιο. Παίρνουμε ταξί, πάμε από εκεί στο καράβι. Το καράβι ήταν στη ράδα. Όταν λέω ράδα, ήτανε κάνα δυό χιλιόμετρα μέσα. Από το λιμάνι μέσα. Περίμενε τη σειρά του για να πάρει καύσιμα. Είχε ένα μποφόρ καμιά 6-7 μποφόρ. Το καράβι άδειο. Το καράβι πήγαινε. Παίρνουμε μια λάντζα, που λες, λάντζα λένε τις βάρκες για να μας πάει. Ανεβαίνουμε πάνω οι 3 μας και ο καπετάνιος της λάντζας και μας πάει μέσα κάνα δυό μίλια. Είχε ένα κύμα. Εγώ πρώτη φορά ανεβαίνω σε βάρκα. Πωωω λέω τι γίνεται. Θα πνιγούμε εδώ πέρα. Πριν πάμε στο καράβι θα πνιγούμε εδώ πέρα. Άρχισα, άρχισα τα χρειάστηκα εκεί. Στην Κύπρο που πήγαινα δεν τα χρειάστηκα. Στο καράβι τα χρειάστηκα, που λες. Λέω τι γίνεται εδώ. Θα πνιγούμε εδώ γαμώ. Που μας πηγαίνει, λέω, αυτός. Κάποια στιγμή φτάνουμε στο καράβι Τέτοιο καράβι πρώτη φορά είχα δει… 270 μέτρα μάκρος. Όσο ένα γήπεδο. Άδειο. Είχε ξεφορτώσει, κόντρα πλακέ και τέτοια, είχε ξεφορτώσει εδώ στην Ιταλία και περίμενε να πάρει καύσιμα. Να έρθει η σειρά του να πάρει καύσιμα από το λιμάνι και να φύγει για Norfolk Αμερική. 19 μέρες ταξίδι. Άδειο. Που λες, φτάνουμε στο καράβι, έτσι το κοιτούσα. Σαν να ήταν μια 10όροφη οικοδομή. Από κάτω. Τώρα σκάλα δεν μπορεί να πετάξει. Τι σκάλα να πετάξει. Άδειο. Τόσο ψηλό το καράβι Πετάνε ανεμόσκαλα. Ανεμόσκαλά που; Εγώ δεν είχα ανεβεί σε σκάλα, όχι σε ανεμόσκαλα. Την κοιτάω έτσι. Λέω πως θα ανεβούμε εδώ πέρα; Και άμα κάνεις και πέσεις; Η θάλασσα πήγαινε από κάτω, σου λέω 6-7 μποφόρ αέρα. Λέω και άμα κάνεις και πέσεις ρε; Θα πνιγείς εδώ πέρα στα καλά καθούμενα. Στέλνει ο καπετάνιος από κάτω, πετάξανε την ανεμόσκαλα από πάνω. Ανεμόσκαλα κολλημένη όπως είναι ο τοίχος, έτσι η ανεμόσκαλα κολλημένη πάνω στο, την πιάνεις και σιγά σιγά ανεβαίνεις. Λέει ο καπετάνιος από κάτω, του λέει του πιτσιρικά, πιτσιρικάς ήταν και ένας κοντούλης, πιο κοντός από εμένα. Εγώ είμαι 1,70 , αυτός ήταν κάνα 1,63-1,64. Ένας αδυνατούλης. Αλλά είχε τσαγανό ο άτιμος. Πειραιώτης. Του λέει, «Κοίταξε θα γαντζωθείς καλά και σιγά σιγά θα ανεβαίνεις επάνω. Πρώτα θα πιάνεις, θα πατάς το πόδι σου καλά στο [Δ.Α. 01:09:25] και μετά θα σηκώνεις το άλλο θα το πατάς. Σιγά-σιγά να ανεβούμε -λέει- Από εκεί και πέρα δεν είναι τίποτα». Να μη στα πολυλογώ, ανεβαίνει ο πρώτος, σκαρφαλώνω και εγώ τι κάνει ο φόβος.. Τι καλά ανέβηκα. Δεν κατάλαβα τίποτα. Ανεβαίνουμε επάνω, έρχεται και ο καπετάνιος Φεύγει η λάντζα. Μας υποδέχτηκε ο καπετάνιος ο παλιός εκεί μαζί με το άλλο το πλήρωμα, τους αξιωματικούς και αυτά. Τους είπε ο καπετάνιος, λέει: «Του κλέψανε τη βαλίτσα. Δεν έχει τίποτα λέει αυτός. Φροντίστε, λέει, εσείς που έχετε πάρει ορισμένα πράγματα οι καινούριοι, δώστε του από κάνα δυό σώβρακα και από κάνα δυό ζευγάρια κάλτσες και κάνα ζευγάρι παπούτσια λέει, για να τη βγάλει μέχρι να πάμε σε κανένα λιμάνι, λέει, να βγει έξω να πάει να πάρει τι χρειάζεται. Να του δώσω λεφτά, λέει, να πάρει ό,τι θέλει». Μου δώσανε τα παλικάρια, εκεί όσοι ήταν στη, 20-25αρια παλικάρια, τρία γιατί ήμουν και ψωμωμένος εγώ. Όλο έτσι ήμουνα. 16 χρονών παιδί έτσι ήμουν ακριβώς με τα ίδια κιλά. 85 κιλά είχα από 18 χρονών, 90 έχω τώρα. Απλώς γέμισαν λίγο τα πόδια. Που [01:10:00]λες, μου δίνουν τα ρούχα, μου δίνουν και την καμπίνα. Μου δίνουν μια καμπίνα, είχα μια καμπίνα που λες, όπως είναι ένα δωμάτιο, 3x4, μακρόστενη, μπάνιο με δυό κρεβάτια. Τότε τα σπίτια μας ήταν τι να σου πω. Άστα μην το συζητάς. Από κάτω με τσιμέντο. Όχι πλακάκια και τέτοια. Τσιμέντα κάτω. Όπως πας σε κανένα στάβλο τώρα και βλέπεις από κάτω το πάτωμα τσιμέντο, έτσι ήταν τα σπίτια μας στα χωριά. Από μπάνιο, μπάνιο στο χωριό φαντάσου ότι, ρώτα τον μπαμπά σου, μπάνιο πότε, πότε έκανε παππούς στο σπίτι στο χωριό, να σε πει. Μπάνιο κάναμε όταν ήρθα από τα καράβια εγώ. Δεν είχαμε μπάνιο στο σπίτι. Όχι εμείς και το δικό μου μπάνιο που έκανα στο χωριό όταν ήρθα από τα καράβια, τέλος του ’73 , το Νοέμβριο ήρθα, ήταν το δεύτερο μπάνιο μέσα στο χωριό. Οι άλλοι πλενόταν όλοι σε λεκάνες. Λουζότανε, μπάνιο κάνανε οι γυναίκες, όλοι πλενόταν σε λεκάνη. Το δεύτερο μπάνιο μέσα στο χωριό ήταν το δικό μου. Το πρώτο ήταν κάποιος που είχε έρθει από τη Γερμανία και το έκανε. Γιατί συνήθισε εκεί και δεν μπορούσε να πλένεται ο άνθρωπος. Όπως και εγώ. Όταν ήρθα εδώ περά τρελάθηκα. Λέω πού ήρθα ρε λέω. Δεν καθόμουνα εκεί που ήμουνα. Μπαίνω μέσα που λες, μου δείχνει το μπάνιο, ένα μπάνιο σούπερ λουξ. Όταν λέμε σούπερ λουξ, το καράβι καινούριο. Εγώ το πήρα το καράβι το ’82 , Φεβρουάριο μήνα, 8 Φεβρουαρίου, μέσα στο χειμώνα πήγα. Για αυτό σου λέω είχε και πολύ θάλασσα. 8 Φεβρουαρίου πήρα το καράβι. Ανέβηκα επάνω στο καράβι. Είχε ένα μπάνιο σούπερ λουξ. Όταν λέμε σούπερ λουξ. Μπήκα μέσα και έμεινα. Λέω τι πολυτέλεια είναι αυτή; Το δωμάτιο το ίδιο. Εκείνο ήταν μπιμπελό. Το καράβι σιδεροκατασκευή και [Δ.Α.]. Δηλαδή, πώς να το πω, όπως είναι αυτό το σύνθετο, έτσι γύρω γύρω ντυμένο. Ένα πράμα! Καινούριο. Ούτε γραμμή, ούτε τίποτα. Τζάμι, όταν σου λέω τζάμι. Μπήκα μέσα και καθρεφτιζόμουνα στα πλακάκια που είχε. Αμάν λέω. Εγώ δεν φεύγω, λέω, από εδώ πέρα τώρα, να περάσουν 10 χρόνια. Να πάω στο χωριό να κάνω τι; Η πρώτη μου σκέψη αυτή ήταν. Ξημερώνει την άλλη μέρα, λέει ο καπετάνιος: «Εσύ στην κουζίνα, βοηθός μαγείρου, ο άλλος σερβιτόρος». Ο μάγειρας και ο παραμάγειρας μαγειρεύανε και υπήρχε ένας σερβιτόρος που σέρβιρε τα φαγητά. Ήταν 2 τραπεζαρίες. Η μία ήταν αξιωματικών και η άλλη ήταν των απλών. Αξιωματικοί ήταν καμιά 8 άτομα. Οι άλλοι ήταν καμιά 22. Το κατώτερο πλήρωμα και οι αξιωματικοί. Μπήκα μέσα στην κουζίνα εγώ, σε 3 μήνες έγινα αετός. Όταν λέμε αετός, την έμαθα τη δουλειά. Αφού πηγαίναμε λιμάνια και ο μάγειρας μου έλεγε: «Δε θα έρθω σήμερα, κάτσε μαγείρεψε εσύ και αύριο βγαίνεις εσύ και ό,τι ώρα θες έλα, θα την κάνω εγώ τη δουλειά και τη δική σου τη δουλειά, θα την κάνω εγώ». Εντάξει, εντάξει. Δηλαδή είχαμε αποκτήσει μια πλήρη οικειότητα με τον μάγειρα. Είχαμε γίνει αδελφικοί φίλοι. Όχι συνάδελφοι, αδελφικοί φίλοι. Ξέφυγα λίγο από το θέμα. Όταν μας έδωσε ο καπετάνιος τη δουλειά, εντάξει. Είχε δουλειά όμως. Πολύ δουλειά. Μιλάμε τώρα για 30 άτομα να μαγειρεύεις. Τρώγαμε 3 φορές την ημέρα. 3 φορές την ημέρα, από 2 φαγητά. 2 φαγητά το πρωί. 2 φαγητά το μεσημέρι. 2 φαγητά το απόγευμα. Δηλαδή μαγειρεύαμε. Καλά το πρωί συνήθως είχαμε αυγά με μπέικον, αυγά με ham, αυγά με corn flakes, γάλα, τέτοια πράγματα είχαμε. Φαγητά που δεν τα είχαμε δει ποτέ εδώ πέρα. Εδώ μόνο ένα γάλα και ένα τσάι είχες. Ham που θα το βρεις στο χωριό; Corn flakes που θα το βρεις στο χωριό. Και που λες, δουλειά πολλή. Από τις 06:00 η ώρα πιάναμε δουλειά, σταματούσαμε στις 14:00. 13:00 η ώρα είχαμε την τραπεζαρία, τρώγανε οι άλλοι φεύγανε, έπλυνα τις κατσαρόλες και αυτά. Μετά μέχρι κατά τις 17:00 η ώρα πηγαίναμε κοιμόμασταν μέσα. Που θα πας στο καράβι που ταξιδεύει, που θα πας; Δεν έχεις να πας πουθενά. Το πολύ πολύ να κάνεις κάνα καφέ ή από κανένα ουίσκι στα χέρια να βγεις έξω στην κουπαστή και θα κάθεσαι. Όπως καθόμουνα εγώ έπαιρνα, έπαιρνα ένα τέτοιο ουίσκι κάθε μέρα, από εκεί συνήθισα και πίνω και το το Johnnie Walker. Ένα τέτοιο ακριβώς ποτήρι από τότε. Από τότε που, από την πρώτη εβδομάδα στο καράβι. Γιατί όταν μπαίνανε, όταν εφοδιαζόμασταν μας έλεγε ο καπετάνιος: «Ποιος θέλει να πάρει ποτά; Ποιος θέλει να πάρει τι θέλει». Ό,τι ήθελες να πάρεις, δίναμε παραγγελία. Έπαιρνα εγώ 4-5 ουίσκι και παίρναμε από τα μεγάλα τα μπουκάλια, όχι από αυτά τα μικρά. Τα μεγάλα, χιλιάρια είναι, τι είναι; Παίρναμε κόκα κόλες. Παίρναμε Seven up και τα είχαμε με τις κάσες στα δωμάτια ο καθένας. Είχαμε και ψυγειάκι. Το ψυγειάκι μέσα στο κάθε δωμάτιο ο καθένας. Ψυγειάκι. Όταν έφυγα εγώ από εδώ από το σπίτι, ψυγείο δεν είχαμε μέχρι το '70, το '72 που έφυγα δεν είχαμε ψυγείο. Μετά έστειλα λεφτά στον πατέρα μου και του λέω πάρε ένα ψυγείο. Όταν θα έρθω να έχουμε ψυγείο. Πήραμε ψυγείο και μετά κάναμε και το μπάνιο. Δηλαδή ψυγείο και μπάνιο με τα λεφτά από τα καράβια έγιναν. Που λες, ξέχασα να σου πω όμως από εδώ από Ιταλία όταν φύγαμε για να πάμε Αμερική, στο Norfolk συγκεκριμένα, είχε μια θάλασσα περνώντας το Γιβραλτάρ. Το καράβι επειδή ήταν άδειο, πήγαινε, έτσι πήγαινε. Σαν να είχες ρίξει ένα πορτοκάλι μέσα στη θάλασσα και το πήγαινε όπως ήθελε η θάλασσα. 19 μέρες να ξερνάς. Να τρως ελιά ψωμί, όχι ψωμί, φρυγανιά, ελιά και φρυγανιά. Τίποτα άλλο. Αφού ό,τι έτρωγες το έβγαζες. Εμείς που είμαστε πρωτόμπαρκοι. Οι άλλοι δεν καταλάβαιναν τίποτα. Οι άλλοι ήταν μαθημένοι. Αφού έλεγα: «Α ρε τώρα, όταν πηγαίναμε για Norfolk, τώρα, λέω, άμα πιάσει λιμάνι Ελληνικό θα την κοπανήσω. Θα πεθάνω εδώ πέρα». Από το να ξερνάς όλη μέρα, είχαμε γίνει έτσι, είχαμε ρέψει. Μέχρι να φτάσουμε στην Αμερική τεντωθήκαμε. Στην Αμερική καθόμαστε 2 μέρες, γιατί ήταν υπερσύγχρονο το καράβι. Φόρτωνε στο άψε σβήσε. Το πρωί έμπαινε στο λιμάνι. Τάκα τάκα. Ήτανε όλα αυτόματα. Μπαίνουμε μέσα στο λιμάνι, που λες, φορτώνουμε σε 2 μέρες και ξεκινάμε τώρα για Αμερική. Αλλά πρέπει να περάσουμε πρώτα από τη διώρυγα του Παναμά. Πάμε στον Παναμά, στον Παναμά. Σταματάμε κάνουμε εφοδιασμό από καύσιμα και τρόφιμα. Γιατί είχαμε ένα μήνα ταξίδι. Ένα μήνα ταξίδι με καλό καιρό. Με θάλασσα 40 μέρες. Έκανα 40 μέρες, έκανα ταξίδι από Παναμά για Ιαπωνία, συγκεκριμένα για Τόκιο. 40 μέρες ταξίδι συνέχεια. Που λες, μόλις ξεκινάμε φορτωμένοι να πάμε για Παναμά, φτάνουμε στον Παναμά, πάμε για να φορτώσουμε καύσιμα και τρόφιμα, λέει ο καπετάνιος: «Παλικάρια έχετε 5 ώρες άδεια. Μπορείτε να βγείτε έξω…». Μας έδωσε και λεφτά πρώτα ο καπετάνιος. Λέει όσοι θέλετε λεφτά να περάσετε από το γραφείο να πάρτε λεφτά. Εγώ εν τω μεταξύ είχα, πριν φύγω από εδώ, από τον Πειραιά στο γραφείο είχα υπογράψει σύμβαση από το μισθό μου 4 χιλιάρικα το μήνα να στέλνει η εταιρία στον πατέρα μου και τα άλλα να παίρνω εγώ τα υπόλοιπα περίπου 3800, πόσα ήταν περίπου, εκείνα τα 3800 για δικά μου έξοδα. Κάθε πρώτη του μηνός έστελναν εδώ στον πατέρα μου 4 χιλιάρικα. Έκατσα 20 μήνες, 80 χιλιάρικα έστειλα στον πατέρα μου, εκείνη την εποχή. Φεύγουμε πάμε στο καράβι και κάνουμε ένα ταξίδι 40 μέρες στον Ειρηνικό. Αλλά η πιο δύσκολη θάλασσα είναι ο Ατλαντικός. Στον Ατλαντικό μαρτύρησα στο πρώτο, στο πρώτο ταξίδι. Ήταν και ξεφόρτωτο το καράβι. Όταν είναι ξεφόρτωτο το καράβι, κουνάει πιο πολύ. Κουνάει πάρα πολύ. Όταν είναι φορτωμένο δεν κουνάει. Όταν διασχίζαμε τον Ειρηνικό, είχαμε θάλασσα αλλά, όταν έχει θάλασσα και είναι φορτωμένο το καράβι πάει σαν υποβρύχιο. Πολλές φορές το σκεπάζει η θάλασσα. Πάει σαν υποβρύχιο. Φαίνεται μόνο επάνω. Και σιγά σιγά συνήθισα και δεν καταλάβαινα τίποτα. Αλλά όταν περάσει λίγος καιρός και μετά συνηθίζεις. Και να έχει θάλασσα, ξέρεις ότι μετά από λίγο θα έχει καμιά μπουνάτσα και θα ηρεμήσεις. Το ξεπερνάς και γίνεσαι ναυτικός με τα όλα σου μετά. Και έτσι γίναμε που λες,. Περπάτησα Κίνα, Ιαπωνία, Κορέα, Ταιβάν, εδώ Αμερική, βόρεια Αμερική, Μεξικό. Περπάτησα πάρα πολλά, πάρα πολλά. Δηλαδή στους 20 [01:20:00]μήνες που έκανα, 20 μήνες ένα μπάρκο έκανα σερί. Σπάνια θα συναντήσεις ναυτικό να έχει μπάρκο 20 μήνες. Συνήθως έχουν 12, 13, 14 μήνες με το ζόρι. Εγώ τη βρήκα. Τη βρήκα στο ναυτικό. Δηλαδή είχα χαράξει επάγγελμα. Αν δεν ερχόμουνα να υπηρετήσω, σίγουρα θα ήμουνα, αν ήμουνα γερός, σίγουρα θα ήμουνα ή κατά την Αυστραλία η κατά την Αμερική. Στην Αμερική είχα κάνει κύκλο. Είχα το μάγειρα. Ο μάγειρας μου είχε έναν αδελφό στην Αμερική που είχε 3 εστιατόρια δικά του. Ο αδελφός του μάγειρα. Ο αδελφός του μάγειρα όταν φτάναμε, πιάναμε λιμάνι στην Αμερική, ερχόταν και έβλεπε τον αδελφό του και γνωριστήκαμε. Πολλά λεφτά. 3 εστιατόρια είχε στην Αμερική. Ο αδελφός του μάγειρα, που είχε τα 3 εστιατόρια, τον πήρε ψυχοπαίδι ο αδελφός της μάνας του. Ο αδελφός της μάνας του ήταν στην Αμερική. Δεν έκανε παιδιά. Αυτός είχε σειρά εστιατόρια, αλυσίδα. Μπορεί να είχε και 20 εστιατόρια. Αλυσίδα. Και από εδώ όταν τον πήρε, από την αδελφή του, δηλαδή, λέει θα τον γράψω, εγώ από τώρα, λέει, τον γράφω 3 εστιατόρια δικά του. Τα μεταβιβάζω απευθείας δικά του. Και είχε το παλικάρι 3 εστιατόρια δικά του, συν και που συνεργαζόταν με το θείο του, που και του θείου εκεί θα πήγαιναν, αφού δεν είχε ούτε παιδιά, ούτε σκυλιά. Είχαμε γνωριστεί. Είχαμε γίνει πολύ καλοί φίλοι, όπως είπα και προηγουμένως με το μάγειρα ήμουν κώλος και βρακί. Μια γροθιά ήμασταν με τον μάγειρα. Αυτός την πάτησε. Και αυτός ήταν λιποτάκτης, δεν ήρθε να υπηρετήσει, να υπηρετήσει, ούτε περιοδεύων πέρασε. Και έτυχε το καράβι να ναυλωθεί και πέρασε από ην Κρήτη και τον μαγκώσανε στα 22 και υπηρετούσε με ένα χωριανό μου. Μου έστειλε χαιρετίσματα κάποια στιγμή. Όταν μετέπειτα γύρισα από την Κύπρο εγώ και αυτά μου έστειλε χαιρετίσματα. Κάθισα είκοσι μήνες. Μπάρκο έκανα. Ήμουνα πολύ ευχαριστημένος. Όταν ξεμπάρκαρα και μετά. Μετά ακολούθησε το Κυπριακό και μας καθήλωσε εδώ. Και μείναμε εδώ. Και εδώ τώρα καλά είμαστε. Δόξα τω Θεό. Αφού είμαστε όρθιοι και περπατάμε, καλά είμαστε. Έχουμε τα παιδιά μας Όλα καλά. Κάναμε και τα εγγόνια μας. Θα κάνουμε και άλλα. Έτσι που λες φιλαράκι. Αυτή είναι η ιστορία μας.

Γ.Κ.:

Κύριε Φύσσαρη για άλλη μια φορά, έρχομαι να σας ευχαριστήσω όπως μας τα είπατε. Τώρα που τα είπατε αισθάνεστε, πώς αισθάνεστε;

Ι.Φ.:

Ελάφρωσα λιγάκι.

Γ.Κ.:

Αυτό.

Ι.Φ.:

Το λοιπόν, στην υγειά σου αγόρι μου.

Γ.Κ.:

Χρειάζεται και αυτό.

Ι.Φ.:

Εύχομαι τα καλύτερα. Να είσαι γερός.

Γ.Κ.:

Και σας ευχαριστούμε ειλικρινά, πάρα πολύ για την αφήγησή σας.

Ι.Φ.:

Τίποτα, τίποτα, τίποτα. Όλα καλά. Ευχαριστώ πολύ και εγώ.