© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ιστορίες από τον Μυλοπόταμο, Δράμας, το ορφανοτροφείο Σερρών και την Εκστρατεία κατά της Βουλγαρικής Κατοχής (1940-1941) μέσα από τα μάτια κόρης και εγγονής

Κωδικός Ιστορίας
10104
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Σοφία Κεχαγιά (Σ.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
12/07/2021
Ερευνητής/τρια
Aριστείδης Κλειώτης (A.Κ.)
A.Κ.:

[00:00:00]Καλησπέρα, θέλετε να μας πείτε το όνομά σας;

Σ.Κ.:

Σοφία Μπούκα-Κεχαγιά.

A.Κ.:

Σήμερα είναι 12 Ιουλίου του 2021. Είμαι με την Σοφία Μπούκα Κεχαγιά, βρισκόμαστε στην Δράμα. Εγώ ονομάζομαι Αριστείδης Κλειώτης, είμαι ερευνητής στο Istorima νομού Δράμας και τώρα μπορεί να ξεκινήσει η συνέντευξή μας. Λοιπόν, κυρία Φούλη, αρχικά θα θέλατε να μου πείτε κάποιες βασικές πληροφορίες για την ζωή σας, όπως για παραδείγματος χάρη πού μεγαλώσατε, ποιές είναι οι βασικές σας ασχολίες…

Σ.Κ.:

Μεγάλωσα στον Μυλοπόταμο, Δράμας. Γεννήθηκα και μεγάλωσα εκεί. Έξι χιλιόμετρα από την Δράμα μακριά είναι ο Μυλοπόταμος. Με το αστικό πηγαίναμε το- πήγα στο Γυμνάσιο Δράμας, στο θηλέων, εκεί τελείωσα και το τότε εξατάξιο γυμνάσιο και μετά... Παντρεύτηκα, έκανα δύο κόρες όμορφες και δουλεύω- έχω κατάστημα γυναικείων ενδυμάτων στην Δράμα, και ζω στη Δράμα από το 1981 πλέον.

A.Κ.:

Ωραία. Λοιπόν, πώς ήταν να μεγαλώνετε στο χωριό του Μυλοποτάμου;

Σ.Κ.:

Ένα μικρό, ήσυχο χωριό με φιλήσυχους κατοίκους, έχει και ένα ωραίο ποταμάκι, παραπόταμος του Αγγίτη νομίζω. Ναι... Πολύ ήσυχα. Ησυχία που ο κάθε γονιός σήμερα θα ήθελε να μεγαλώσει τα παιδιά του σ' ένα τέτοιο περιβάλλον.

A.Κ.:

Γιατί το λέτε αυτό;

Σ.Κ.:

Γιατί στις πόλεις γίνεται χαμός. Φοβούνται τα παιδιά να βγούνε έξω. Ενώ στα χωριά στα δικά μου τα χρόνια είχαμε ελευθερία.

A.Κ.:

Ελευθερία από ποιά άποψη;

Σ.Κ.:

Και -το βασικότερο- ελευθερία κινήσεων... Μπορούσαμε να βγούμε στη γειτονιά να παίξουμε. Δεν φοβόταν οι γονείς μας. Όμορφα χρόνια, γλυκές αναμνήσεις.

A.Κ.:

Σε ποιά δεκαετία αναφερόμαστε περίπου;

Σ.Κ.:

Στη δεκαετία-

A.Κ.:

Όταν εσείς δηλαδή μεγαλώνατε, ζούσατε στο χωριό;

Σ.Κ.:

Μετά το '60... Πήγα δημοτικό, ωραία χρόνια.

A.Κ.:

Οπότε, και τότε, δηλαδή, υπήρχε και τέτοια έντονη διαφορά από την πόλη προς το χωριό; Aπό τη Δράμα, δηλαδή, στο χωριό;

Σ.Κ.:

Τότε δε ξέρω πως ήταν η Δράμα. Αφού ζούσα στο Μυλοπόταμο-

A.Κ.:

Ωραία-

Σ.Κ.:

Στο χωριουδάκι μου.

A.Κ.:

Πώς σας άρεσε γενικότερα να περνάτε το χρόνο σας ως κοριτσάκι εκείνα τα χρόνια; Και στα χρόνια του σχολείου και γενικότερα μέχρι να φύγετε.

Σ.Κ.:

Εκείνα τα χρόνια ήτανε...δεν είχαμε πολλά ερεθίσματα. Η τηλεόραση άλλωστε ήρθε και πολύ αργά. Ακόμα όταν τελειώσαμε και το σχολείο, το γυμνάσιο το εξατάξιο τότε, δεν είχαμε κι ερεθίσματα πολλά όπως τα σημερινά παιδιά. Πολύ λίγα. Είχαμε λεξιλόγιο φτωχό, παρόλο που ο παππούς μου στο σπίτι πάντα ερχόταν δύο εφημερίδες, διάβαζε...μαθαίναμε και από τον παππού πράγματα. Έξυπνος ήταν.

A.Κ.:

Είχατε κάποιο… γενικότερα κάποιο αγαπημένο παιχνίδι ή κάποιο μέρος που σας άρεσε να μαζεύεστε ως... Oι παρέες των παιδιών ή τα σχολειόπαιδα;

Σ.Κ.:

Τί παίζαμε τότε; Τσιλίκι παίζαμε. Κρυφτό παίζαμε-

A.Κ.:

Τί είναι αυτό;-

Σ.Κ.:

Το τσιλίκι;

A.Κ.:

Ναι…

Σ.Κ.:

Το τσιλίκι είναι με δύο ξύλα, ένα μεγάλο και ένα μικρότερο. Με το μεγάλο χτυπάς το μικρότερο και φεύγει μακριά και το πιάνουν τα παιδιά και το πετάν μετά. Κάπως έτσι. Με δύο ξυλάκια.

A.Κ.:

Ε, και το ποτάμι που μου αναφέρατε πριν έχει κάποια ονομασία;

Σ.Κ.:

Παραπόταμος του Αγγίτη.

A.Κ.:

Έτσι το χαρακτήριζαν στο χωριό;

Σ.Κ.:

Έτσι, λέγεται, έτσι είναι. Παραπόταμος του Αγγίτη. Δεν είναι μεγάλο ποτάμι, μικρό ποτάμι. Είχα καραβίδες. Πολλά παιδιά πηγαίναν και παίρναν καρα- μαζεύαν καρα- «ψαρεύαν» να το πω; Πώς να το πω; Ψαρεύανε καραβίδες, ψαράκια, πάρα πολλά παιδία. Τα αγόρια συνήθως, όχι τα κορίτσια.

A.Κ.:

Γενικότερα τί άλλο θυμάστε έντονα στη ζωή στο χωριό ως νεαρή κοπέλα;

Σ.Κ.:

Τίποτε. Την οικογένειά μου περισσότερο από όλα, γιατί ήμασταν μία μεγάλη οικογένεια. Ήταν ο παππούς η γιαγιά, οι θείες, η μαμά μου... Ο μπαμπάς μου δούλευε στο δασαρχείο, ερχόταν κάθε Σαββατοκύριακο, Δευτέρα πρωί έφευγε. Τον μπαμπά δεν το βλέπαμε και πολύ λόγω δουλειάς. Μετά το ‘61 έκανε ένα μαγαζί στο χωριό, καφενείο, το δούλευε η μαμά μου. Ωραία χρόνια.

A.Κ.:

Ηταν το πρώτο καφενείο του χωριού ή υπήρχαν κι άλλα; Θεωρούνταν δηλαδή κάποιο...

Σ.Κ.:

Όχι δεν ήταν το ΄61 το πρώτο. Είχε κι ένα κοινοτικό νομίζω; Κι η Κοινότητα είχε; Δεν θυμάμαι πολύ καλά.

A.Κ.:

Και πώς αποφάσισαν να κάνουν, να κάνουν καφενείο;

Σ.Κ.:

Στο χωριό τί άλλο θα έκανες; Τότε το καφενείο ήταν και λίγο σαν παντοπωλείο εκείνα τα χρόνια. Στο χωριό τί άλλο να κάνεις; Η μαμά μου δεν τον ακολουθούσε τον μπαμπά μου με τις μεταθέσεις που έπαιρνε, γιατί το πρώτο της παιδί της ήταν απ' τον πρώτο της γάμο. Η μαμά μου χήρεψε 20 χρονών μ' ένα παιδάκι ενός έτους στην αγκαλιά, την αδερφή μου τη μεγάλη. Κι ο μπαμπάς μου ερχόμενος στο χωριό, την ερωτεύτηκε, την παντρεύτηκε και μετά κάναν κι άλλα δύο παιδιά, εμένα και τη μικρότερη την αδερφή μου.

A.Κ.:

Ήταν δύσκολο τότε σ' εκείνα τα χρόνια κάποια γυναίκα να ξαναπαντρευτεί, αν είχε χάσει το σύζηγό της ή για τον οποιαδήποτε λόγο;

Σ.Κ.:

Ναι... Ναι ήταν δύσκολα τότε. Δεν ήταν τόσο εύκολο νομίζω, γιατί από ιστορίες που άκουσα, του μπαμπά μου η αδερφή δεν ήθελε να την πάρει την μάνα μου γιατί έλεγε: «Είναι χήρα με παιδί». Αλλά ο μπαμπάς μου την ερωτεύτηκε και την παντρεύτηκε και παρόλο που είχε και μια μόρφωση ο μπαμπάς μου, κι η μαμά μου εκείνα τα χρόνια ήταν μόνο 4η δημοτικού. Μετά έγινε πόλεμος και δεν πήγαν τα παιδιά σχολείο. Αλλά ο μπαμπάς μου επειδή ήταν στο ορφανοτροφείο, εκεί έμαθε κάποια γράμματα, έμαθε δουλειά κι ήταν δημόσιος υπάλληλος.

A.Κ.:

Α, και, για ποιό λόγο ήταν δύσκολο μια γυναίκα να ξαναπαντρευτεί; Eννοώ είτε και για τον άντρα να δεχτεί να παντρευτεί  μια γυναίκα η οποία είχε χάσει τον πρώτο της άντρα και ήταν χήρα. Τι -πώς επηρέαζε το στίγμα;

Σ.Κ.:

Τί να σου πω, εγώ δεν ήμουν γεννημένη τότε. Δε μπορώ να ξέρω. Αλλά απ' ό,τι άκουσα η θεία μου η Γλυκερία δεν ήθελε ο μπαμπάς μου να την πάρει τη μαμά μου γιατί «ήταν χήρα» λέει, «με παιδί». Αλλά ο μπαμπάς μου είχε πολύ μεγάλη καρδιά, ήταν καλόψυχος, γενναιόδωρος, ευγενικός…

A.Κ.:

Οπότε ναι, δεν τον απασχολού-

Σ.Κ.:

Δεν τον απασχολούσε καθόλου. Άσε που ήταν και πολύ προοδευτικός o μπαμπάς μου. Για την εποχή του ήταν πολύ μπροστά, πάρα πολύ μπροστά.

A.Κ.:

Δηλαδή, τί, πώς ακριβώς το εννοείτε αυτό;

Σ.Κ.:

Πώς το εννοώ;

A.Κ.:

Το συνδέετε μόνο με τη μητέρα σας, με το γάμο;

Σ.Κ.:

Όχι, και γενικότερα με τις απόψεις που είχε και για την ηθική των ανθρώπων. Για παράδειγμα έλεγε: «Η ηθική της γυναίκα φαίνεται μέσα στο γάμο. Δεν φαίνεται πριν το γάμο». Εάν μία γυναίκα είναι ηθική φαίνεται μέσα στο γάμο. Κι όταν πέρασαν κι από εμένα οι δεκαετίες της ζωής μου, αυτό κατάλαβα κι εγώ, ότι όντως έτσι είναι: η ηθική γυναίκα φαίνεται μέσα στο γάμο. Και μάλιστα προσθέτω, να είναι και μέσα στον πειρασμό και να μπορεί να παραμένει ηθική.

A.Κ.:

Αυτό πώς -γενικότερα σας επηρέασαν οι απόψεις του πατέρα σας;

Σ.Κ.:

Εμένα, ναι, πάρα πολύ.

A.Κ.:

Οπότε, είχατε, στενή επαφή;

Σ.Κ.:

Ναι. Παρόλο που τον βλέπαμε, που όπως σου είπα ερχόταν Σάββατο, Κυριακή και μάλιστα τότε δουλεύανε οι υπάλληλοι και μέχρι το -και το Σάββατο δουλεύανε- ερχόταν Σάββατο απόγευμα, κατέβαινε απ' το βουνό, γιατί δούλευε στο δασαρχείο, κατέβαινε απ' το βουνό και την Δευτέρα έφευγε, αλλά παρόλ' αυτά μπορούσαμε και κάναμε διάλογο με τον μπαμπά μου. Τότε οι περισσότεροι γονείς δέρναν και τα παιδιά τους. Εμείς -εμάς ο μπαμπάς μας ποτέ. Τί να μας δείρει; Με τίποτε. Είχε πάρει νομίζω αγωγή από το ορφανοτρ -όχι «νομίζω»- είχε πάρει αγωγή απ' το ορφανοτροφείο, γιατί αν έμενε στο χωριό που γεννήθηκε θα ‘τανε 99,9% τσομπάνος.

A.Κ.:

Τό εννοείτε σαν - εννοείτε σαν ιδεολογία;

Σ.Κ.:

Όχι καλέ κι από -

A.Κ.:

-Στον χαρακτήρα εννοείτε-

Σ.Κ.:

E, ναι.

A.Κ.:

Ναι.

Σ.Κ.:

Ναι, στον χαρακτήρα θα έμενε ένα... Ενδεχομένως να φύλαγε και πρόβατα, να ‘κανε και αυτή τη δουλειά.

A.Κ.:

Κατάλαβα, κατάλαβα. Ωραία. Να γυρίσουμε λίγο στο χωριό, όμως, να μου πείτε… Γενικότερα το χωριό σε σχέση με άλλα χωριά πως διέφερε εκείνη την εποχή; Ήταν κάτι το οποίο-

Σ.Κ.:

Ήταν ένα χωριό- όπως όλα τα χωριά Άρη. Δεν είχε τίποτε το ιδιαίτερο. Ούτε θέατρο είχε. Είχε κινηματογράφο. Μία φορά την εβδομάδα, πολλές φορές και δύο φορές ασπρόμαυρες ταινίες τις οποίες τις παίζανε στο καφενείο μας!

A.Κ.:

Πριν το καφενείο δεν υπήρχε δηλαδή κινηματογράφος;

Σ.Κ.:

Όχι!

A.Κ.:

Α και έτυχε-

Σ.Κ.:

Πριν το καφενείο θυμάμαι που ήμουν πιτσιρίκι, ερχόταν ο στρατός. Στην πλατεία του χωριού και είχε κινηματογραφικές ταινίες αλλά παλιές, μήπως και βουβές, δ[00:10:00]εν ξέρω, δεν θυμάμαι. Αλλά θυμάμαι στο καφενείο του χωριού, το δικό μας το καφενείο, βάζαμε έτσι τις καρέκλες στη σειρά και παίζανε κινηματογράφο. Κι ερχόταν ο κόσμος!

A.Κ.:

Ε, σίγουρα, εκείνα τα χρόνια φαντάζομαι...

Σ.Κ.:

Nαι, ναι.

A.Κ.:

Nαι.

Σ.Κ.:

Ήταν ωραία, ήτανε... Ερχόταν κόσμος, ήταν κάτι σαν πανηγύρι. Δεν είχε τότε στα χωριά τίποτε το ιδιαίτερο. Ας πούμε το χωριό μου, ο Μυλοπόταμος Δράμας, έχει την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Γιορτάζει, ο Άγιος Δημήτριος γιορτάζει 26 Οκτωβρίου. Θυμάμαι 26 Οκτωβρίου έβγαινε ο κόσμος έξω από  τα καφενεία, ένα, δύο καφενεία που είχανε, φέρνανε και ποντιακή λύρα, παίζανε, βάζανε πικ απ τότε. Ξέρεις τί είναι πικ απ;

A.Κ.:

Για- θέλετε να μας εξηγήσετε;

Σ.Κ.:

Είναι ένα τετράγωνο, έτσι, πραγματάκι με μία -πώς να το πω- μία λαβή κάπως, μία βελονίτσα και μπαίνανε οι δίσκοι οι μικροί, αυτοί... Μικρά δισκάκια. Κι είχαμε κι ένα μεγάφωνο, το βάζαμε κι εκείνο εκεί κι ερχόταν ο κόσμος και διασκέδαζε... Μία φορά το χρόνο, μη νομίζεις. Δεν είχε διασκέδαση και τέτοια στα χωριά εκείνα τα χρόνια.

A.Κ.:

Οπότε, δεν είχε κάποιο έθιμο γενικότερα-

Σ.Κ.:

Όχι, του Αγίου Δημητρίου οι άνθρωποι γιορτάζανε, χαιρότανε, ήταν πάρα πολύ ωραία. Ένα αυτό και τότε εκείνα τα χρόνια οι γυναίκες ψηφίζανε στο πατρικό τους. Στο χωριό που γεννηθήκανε ψηφίζανε. Κι ερχόταν από άλλα χωριά, οι γυναίκες που ήταν παντρεμένες σ' άλλα χωριά. Κι επίσης και τότε, όταν γινόταν εκλογές, το χωριό είχε κάτι σαν πανηγύρι, μαζευόταν πάρα πολύς κόσμος. Αυτά είχε, δεν είχε τίποτε άλλο. Κι αν πάμε και πιο παλιά στα χρόνια της θείας μου... Που η θεία μου ας πούμε είναι γεννημένη το 1940, κι ήταν και κοπελίτσα, αν πάμε στα χρόνια της θείας μου, ήταν κάποιος που έπαιζε ακορδεόν και πηγαίναν στην αυλή του σχολείου οι νέοι και χορεύανε. Κάποιος έπαιζε ακορδεόν κι οι νέοι χορεύαν στην αυλή του σχολείου, εκεί μαζευόντουσαν.

A.Κ.:

Αυτό σαν έθιμο;

Σ.Κ.:

Όχι καλέ-

A.Κ.:

-Συνέβαινε.

Σ.Κ.:

Ήταν η διασκέδαση των παιδιών εκείνης της εποχής. Των αγοριών και των κοριτσιών εκείνης της εποχής. Και είχαν και μία βόλτα πάνω-κάτω, πάνω-κάτω σ' ένα δρόμο. Αυτές ήταν οι διασκεδάσεις των νέων τότε. Δεν είχαν άλλες διασκεδάσεις. Και αν γινόταν κανένας γάμος και πήγαινε όλο το χωριό. Αυτές, δεν είχαν άλλες διασκεδάσεις εκείνη την εποχή.

A.Κ.:

Θεωρείτε ότι αυτό ήταν λόγω ερεθισμάτων κι από το εξωτερικό, Δυτικές επιρροές ή...

Σ.Κ.:

-Φυσικά, δεν υπήρχαν δυτικές επιρροές τότε. Δεν υπήρχε τηλεόραση, δεν υπήρχε διαδίκτυο. Ε... στο χωριό -βασικά- δεν υπήρχαν και τηλέφωνα. Είχαν ένα τηλέφωνο στο δικό μας το καφενείο, γιατί το θεωρούσε η μαμά μου απαραίτητο κι ένα στην κοινότητα. Δεν υπήρχαν τηλέφωνα στο χωριό. Και μάλιστα -ε- παίρναν τηλέφωνο από τη Γερμανία, έλεγε η μαμά μου: «Φούλη πήγαινε να φωνάξεις την τάδε». Πήγαινα εγώ, τη φώναζα, ερχόταν, περίμενε, ξανάπαιρνε η άλλη και μιλούσε στο τηλέφωνο. Δεν υπήρχαν και τηλέφωνα. Και λες «επιρροές.» Ποιές επιρροές; Που θα τις βρίσκαν τις επιρροές οι άνθρωποι; Δεν υπήρχαν επιρροές.

A.Κ.:

Οπότε, ο κόσμος πώς περνούσε γενικότερα το χρόνο του πέρα από την εργασία τους;

Σ.Κ.:

Τί να σου πω… Αν πάμε πιο παλιά εγώ που ήμουν παιδάκι; Μάλλον... Και μάλλον γι' αυτό γινόταν και πολλά κοτσομπολιά; Ποιός ξέρει; Όσο πιο πίσω πας, νομίζω γίνονταν πιο πολλά κοτσομπολιά γιατί δεν είχε τηλεόραση κι οι άνθρωποι πηγαίναν από το ένα σπίτι στο άλλο και κουβεντιάζαν τα δικά τους, ξέρω γω, τί να σου πω…;

A.Κ.:

Ωραία.

Σ.Κ.:

Δεν υπήρχαν, όχι, δε νομίζω. Δεν είχε τίποτε.

A.Κ.:

Θέλετε να μας πείτε λίγο περισσότερο για τον κινηματρογράφο, πότε περίπου ξεκίνησε πρώτη φορά;

Σ.Κ.:

Περίπου; Τί να σου πω...

A.Κ.:

Το καφενείο-

Σ.Κ.:

-Εγώ

A.Κ.:

Πότε άνοιξε;-

Σ.Κ.:

Θα σου πω... Το καφενείο άνοιξε το ‘61. Εγώ το ‘61 τί ήμουνα; Πρώτη δημοτικού. Πολύ αργότερα. Οι ασπρόμαυρες ταινίες αρχίσανε στην αρχή. Μετά πρέπει να προλάβαμε και τις έγχρωμες. Αλλά θα έγινε -μάλλον πριν το ‘70, ‘60 με ‘70;

A.Κ.:

 Kαι προβάλλονταν κάθε μέρα; 

Σ.Κ.:

Όχι, όχι. Κάθε μέρα που... Ήτανε πέντε δραχμές το εισιτήριο. Πού θα τα βρίσκαν οι άνθρωποι να ‘ρθούνε.

A.Κ.:

Οπότε, υπήρχε και εισιτήριο. Δεν-

Σ.Κ.:

Φυσικά, τζάμπα;-

A.Κ.:

Όχι, είπα-

Σ.Κ.:

 Eρχόταν κάποιος άνθρωπος από τη Δράμα στο Μυλοπόταμο όπως πήγαινε και σε άλλα χωριά. Και έλεγε… Ερχόταν το μεσημέρι, έβαζε ένα σταντ εκεί με τις φωτογραφίες των πρωταγωνιστών, «Νίκος Ξανθόπουλος-Μάρθα Βούρτση». Αυτά από κινηματογράφο.

A.Κ.:

Κι ερχόταν δηλαδή κι ο κόσμος και από  την πόλη;

Σ.Κ.:

Όχι, καλέ. Οι χωριανοί!

A.Κ.:

Χωριανοί μόνο.

Σ.Κ.:

Στη Δράμα είχε κινηματογράφους. Κάποιοι κατεβαίνανε κάποιοι στους κινηματογράφους. Κάποιοι κατεβαίναν στους κινηματογράφους. Στουςκινηματογράφους. Όταν είχε κάποια έργα με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, κάποια δυνατά έργα.

A.Κ.:

Τα πιο γνωστά…

Σ.Κ.:

Πηγαίνανε. Εγώ όταν πήγαινα στο γυμνάσιο νομίζω ήταν δέκα δραχμές το εισιτήριο στη Δράμα.

A.Κ.:

Και στο χωριό πόσο ήταν περίπου;

Σ.Κ.:

Πέντε.

A.Κ.:

Oπότε το κάναν-

Σ.Κ.:

Πέντε. Τα -

A.Κ.:

Για ποιό λόγο;

Σ.Κ.:

Μισά.

A.Κ.:

-Θεωρείτε;

Σ.Κ.:

Για ποιόν; Γιατί... Άλλα σου παρέχει ένας κινηματογράφος κι άλλα σου παρέχει ένα καφενείο στο χωριό. Κι επίσης στα χωριά προφανώς ερχόταν ταινίες πιο οικονομικές. Δηλαδή το Κουρδιστό Πορτοκάλι όταν ήταν! Ε...

A.Κ.:

-Είχε παίξει και το Κουρδιστό Πορτοκάλι;

Σ.Κ.:

Όχι σε εμάς. Όχι στο Μυλοπόταμο. Στο Μυλοπόταμο μόνο Ελληνικές και Τούρκικες ταινίες. Στη Δράμα θέλω να σου πω όταν εγώ ήμουν μαθήτρια γυμνασίου ή ένα -ποιά ήταν- Η Φωλιά του Κούκου, κατεβαίναμε στη Δράμα να δούμε μία καλή ταινία. Μαθήτριες ούσες. Δυο, τρεις, τέσσερεις, πέντε, όλες μαζί, κατάλαβες, κάπως έτσι.

A.Κ.:

Ναι. Κι είδατε το Κουρδιστό Πορτοκάλι τότε, σε τόσο νεαρή ηλικία;

Σ.Κ.:

Ναι. Αφού, όταν πηγαίναμε στο γυμνάσιο ακούγαμε η μία από την άλλη: «Στον τάδε κινηματογράφο παίζει αυτό το έργο. Κορίτσια είναι πάρα πολύ ωραίο, να πάτε να το δείτε. Στον τάδε παίζει αυτό». Κι εμείς τα καημένα από το χωριό κατεβαίναμε.

A.Κ.:

Τα καημένα από το χωριό...

Σ.Κ.:

Ναι, τα καημένα απ' το χωριό. Γιατί; Να σου πώ; Να το βάλουμε σε παρένθεση; Να το υπογραμμίσουμε; Δεν θέλω, αλλά πρέπει να το πώ. Ναι, εμείς από το χωριό τότε, ήμασταν «τα καημένα απ' το χωριό». Να σου πώ γιατί: εγώ, όταν ήμουν κοριτσάκι ακόμη, όπως σου είπα ο μπαμπάς μου δούλευε στο δασαρχείο, αλλά έπρεπε να πάω αγγλικά, μαθηματικά, όλ' αυτά μετά το σχολείο, έτσι; Πήγαινα στο εστιατόριο, έτρωγα, ο μπαμπάς μου κατέβαινε, τα πλήρωνε, ήμουν «του Μπύκα η κόρη», είχε συνεννοηθεί ο μπαμπάς μου, τα έτρωγα - τα έτρωγα; Συγγνώμη - έτρωγα και μετά πήγαινα στο φροντιστήριο. Κουρασμένη από το πρωΐ, ταλαιπωρημένη. Όταν πήγαινα στο φροντιστήριο, έρχονταν τα κορίτσια που μένανε στην Δράμα, φρεσκοχτενισμένα, πήγαν στο σπίτι τους, ξεκουραστήκανε, εγώ ναι, ήμουν καημένο, μπορεί να είχα την δυνατότητα να πάω φροντιστήριο, γιατί είχαμε οικονομική ευχέρεια, μπορούσα να πάω, αλλά σαν κοριτσόπουλο ήμουνα καημένο. Γιατί ούτε μια χτένα να χτενίσω τα μαλλιά μου, ταλαιπωρημένο και κουρασμένο. Δεν ήμουν καημένο;  Κι επίσης να τονίσω: στα δικά μου τα παδικά- στα πρώτα χρόνια, τα γυμνασιακά, οι καθηγητές ρωτούσαν, ακούγανε ένα γνωστό επίθετο τότε και λέγανε: «Μήπως είσαι η κόρη του τάδε;». Και τα παιδάκια απ' το χωριό ήταν τα «καημένα».

A.Κ.:

Α, στοχοποιούσαν δηλαδή κατά κάποιον τρόπο-

Σ.Κ.:

Βεβαίως. Εκείνα τα χρόνια, ναι. Αλλά σήμερα με χαροποιεί το γεγονός γιατί: έχω ένα μαγαζί με έτοιμα ρούχα στη Δράμα, βλέπω γύρω μου και δε μπορείς να ξεχωρίσεις ποιό παιδάκι είναι από χωριό και ποιό παιδάκι είναι παιδί της πόλης. Στα δικά μου τα χρόνια φαινόταν και λυπάμαι πάρα πολύ που το λέω.

A.Κ.:

Πώς ακριβώς φαινόταν, τί εννοείτε;

Σ.Κ.:

Βλέπεις έναν άνθρω- φαίνεται ο άνθρωπος από τα χαρακτηριστικά του, από τον τρόπο που περπατάει, τότε έβλεπες -και τώρα ακόμα- βλέπεις έναν άνθρωπο από το ντύσιμο, από τον τρόπο που περπατάει, από τον τρόπο -πριν ακόμα μιλήσει- και λες ότι αυτός ο άνθρωπος έχει κάποιο επίπεδο, έχει μία μόρφωση, φαίνεται. Βλέπεις έναν άλλον άνθρωπο και λες: «Αυτός είναι μπετατζής. Αυτός είναι οικοδόμος, αυτός είναι μηχανικός αυτοκινήτων». Ξεχωρ -ε- τώρα το δικό μου το μάτι που είναι τόσων δεκαετιών. Κατάλαβες;

A.Κ.:

Ναι, ναι, ναι, καταλαβαίνω.

Σ.Κ.:

Κατάλαβες; Ξεχωρίζες τους ανθρώπους. Τότε, στα δικά μου χρόνια ήταν μπορώ να πω δύσκολα χρόνια. Η αλήθεια είναι ότι αισθανόμασταν κάπως μειονεκτικά.

A.Κ.:

Θεωρείτε αυτό που μου αναφέρατε πριν για το φροντιστήριο- ή και για το κινηματογράφο ακόμα. Θεωρείτε ότι ήταν [00:20:00]προνόμιο για ένα παιδί από το χωριό, να καταφέρει να πάει φροντιστήριο στην πόλη;

Σ.Κ.:

Ναι, ήτανε προνόμιο. Γιατί θέλαμε εισιτήριο για το πρωί, θέλαμε εισιτήριο να επιστρέψουμε το μεσημέρι. Θέλαμε αν βόλευε το αστικό, έτσι; Αν βόλευε το αστικό να το ξαναπάρουμε το αστικό να κατέβουμε στην πόλη και να επιστρέψουμε πάλι με το αστικό. Τέσσερα εισιτήρια. Μειωμένο μεν, αλλά τέσσερα. Οπότε, τότε και το χρήμα δεν έρεε άφθονο στα χωριά. Εμείς είχαμε το προνόμιο να έχουμε έναν μπαμπ -η οικογένειά μας- να έχω τον μπαμπά μου δημόσιο υπάλληλο και να έχει έναν μισθό και να έχω και τη μαμά μου να δουλεύει το μαγαζί στο χωριό και να έχει κι αυτή ένα συρτάρι και να είμαστε λίγο σε καλύτερη μοίρα από τους υπόλοιπους. Κατάλαβες;

A.Κ.:

Ναι... Πώς ακριβώς το εννοείτε αυτό σε «καλύτερη μοίρα», εννοείτε το ότι -τί επαγγέλματα δηλαδή κάνανε που δεν του-

Σ.Κ.:

Ο αγρότης παιδί μου εκείνα τα χρόνια ήταν δύσκολο επάγγελμα. Δεν είχε ευχέρεια χρημάτων, δεν είχε άνεση. Δεν είχε χρήματα ο αγρότης. Δεν υπήρχε χρήμα στην αγορ -στα σπίτια. Περίμενε ο αγρότης να -πότε- να πουλήσει να καπνά του για να πάρει χρήματα; Να έχει χρήματα στην τσέπη του; Τί να σου πω; Δεν υπήρχαν εισοδήματα, τότε.

A.Κ.:

Οπότε, πέρα από το διαχωρισμό που μου είπατε από τα παιδιά της πόλης και του χωριού, αυτό συνέβαινε και γενικά κι από οικογένεια σε οικογένεια μέσα στο χωριό; Υπήρχαν-

Σ.Κ.:

Εννοείται.

A.Κ.:

Διαφορές;

Σ.Κ.:

Εννοείται,εννοείται. Εγώ θα έλεγα ότι εμείς για τα δικά μου τα χρόνια ήμασταν προνομιούχοι. Εμείς, ο γραμματέας του χωριού, ο αγροφύλακας που είχε μισθό. Λίγοι ήτανε. Άλλος ποιός είχε μισθό; Κι ένας, δύο αν ήτανε, τρεις. Περισσότεροι δεν ήτανε.

A.Κ.:

Πριν μου αναφέρατε κάτι στο οποίο θα ήθελα να μείνουμε. Μου είπατε ότι παίζανε πέρα από Ελληνικές ταινίες και Τούρκικες-

Σ.Κ.:

Ναι.

A.Κ.:

Στο -στον- κινηματρογράφο, στο καφενείο σας-. Αυτό για ποιό λόγο;

Σ.Κ.:

Γιατί είχαν απήχηση. Γιατί κάνανε τζίρο. Όπως και τώρα, υπάρχουν τούρκικες σειρές στα ελληνικά κανάλια τα οποία... Τί να σου πω... Δίνουν τα καλά τους τα λεφτά στους Τούρκους να τα κάνουν σφαίρες να μας τουφεκίσουν; Ή εκείνη την εποχή δεν υπήρχε αυτή η κόντρα τόσο μεγάλη, αλλά πάλι, όμως, ήτανε -γιατί ρώτησες- γιατί μαζεύανε, κόβανε περισσότερα εισιτήρια. Το συμφέρον τους όπως και σήμερα. Το συμφέρον τους.

A.Κ.:

Υπήρχε, υπήρχε υποτιτλισμός; Ο κόσμος πώς τα παρακολουθούσε, πώς τα καταλάβαινε;

Σ.Κ.:

Καλέ, με υπότιτλους ήταν. Εννοείται, ε δεν είναι και πριν από 200 χρόνια. Είχε υπότιτλους.

A.Κ.:

Το ρωτάω, γιατί θα μπορούσε στο χωριό να υπάρχει κάποια κοινότητα ανθρώπων οι οποίοι γνωρίζουν τούρκικα. Γι’ αυτό το λέω.

Σ.Κ.:

Στο συγκεκριμένο χωριό νομίζω όχι. Ο παππούς μου ήρθε από την Τραπεζούντα και δεν ήξερε τούρκικα. Ούτε κι η γιαγιά μου τα μιλούσε άπταιστα. Στον Μυλοπόταμο όχι. Τουρκόφωνοι υπάρχουν σ' άλλα χωριά.

A.Κ.:

Οπότε, ήταν τυχαίο, δηλαδή είχε σχέση ξεκάθαρα στ' ότι-

Σ.Κ.:

Στον Μυλοπόταμο Τουρκόφωνους νομίζω δεν είχε... Όχι. Ο παππούς μου ένα-δύο τούρκικα που έμαθε, τα έμαθε εδώ. Από 'κεί όταν ήρθε δεν ήξερε ούτε μισό.

A.Κ.:

Ωραία. Πριν μου αναφέρατε ότι δε ζείτε πια στο χωριό, αν δεν κάνω λάθος· ζείτε στην πόλη. Όταν σκέφτεστε το χωριό σήμερα πώς αισθάνεστε· που έχετε φύγει εδώ και πολλά χρόνια;

Σ.Κ.:

Εγώ, αγάπη μου, σ' αυτό το χωριό έχω συγγενείς μόνο στα νεκροταφεία. Γνώρισα έναν παππού και μία γιαγιά από τη μαμά μου μεριά, οι οποίοι ήρθανε το ‘22 από την Τραπεζούντα κι έχω συγγενείς σ' αυτό το χωριό μόνο στα νεκροταφεία. Δηλαδή, του παππού μου ο παππούς, ο οποίος είναι γεννημένος το 1853, με δύο εγγόνια ορφανά γιατί ο γιος του κι η νύφη του πεθάνανε· έχω τον παππού μου και την γιαγιά μου, τους οποίους τους υπεραγαπούσα γιατί ζούσαμε μαζί και τον μπαμπά μου και την μαμά μου. Οπότε, να σου πω  δεν είμαι ιδιαίτερα δεμένη μ' αυτό το χωριό γιατί ο μπαμπάς μου δεν ήταν Πόντιος. Ήταν ντόπιος, με κάποιες μακρινές ρίζες κι από την Ήπειρο, από τον παππού μου, από τον πατέρα του μεριά. Ε, νομίζω... Δεν έχω και -δε λαχταράω και πολύ να πάω. Δεν έχω ούτε έναν συγγενή. Και… Τη ζωή σου χαρούμενη σου την κάνουν οι άνθρωποι, οι άνθρωποι: οι φίλοι, οι συγγενείς. Tώρα -

A.Κ.:

Και τώρα πια εννοείτε ότι αυτό -η ευτυχία- κι η ικανοποίηση με τον εαυτό ενός ανθρώπου συνεχίζεται καθόλη τη διάρκεια της ζωής του, εννοείτε-

Σ.Κ.:

Εννοείται.

A.Κ.:

Δεν  σημειώνεται σ' ένα συγκεκριμένο τόπο.

Σ.Κ.:

Όχι, όχι. Ευτυχισμένο τον άνθρωπο τον κάνουν οι άνθρωποι. Τώρα είναι... Τα παιδιά σου, οι γονείς σου, οι φίλοι σου, οι συγγενείς σου γενικότερα; Η ευτυχία- άσε που η ευτυχία είναι μέσα μας. Πέρα απ' αυτό.

A.Κ.:

Όποτε, από τη μία σας λείπει το χωριό για συγκεκριμένους λόγους.

Σ.Κ.:

Όχι δεν μου λείπει. Δεν είπα ότι μου λείπει.

A.Κ.:

Λόγω των αναμνήσεων και των προσώπων…

Σ.Κ.:

Δεν μπορώ να πω ότι μου λείπει. Όχι.

A.Κ.:

Οπότε, δεν θα σκεφτόσασταν ποτέ κάποια στιγμή να γυρνούσατε να-

Σ.Κ.:

Περισσότερο ας πούμε-

A.Κ.:

Μεiνετε.

Σ.Κ.:

Όχι, όχι, με τίποτε. Περισσότερο αγαπώ ένα χωριό στο Νευροκόπι, το Δασωτό, γιατί όταν ο μπαμπάς μου ήταν εκεί με μετάθεση, μας παίρναν -εμένα και την αδερφή μου- και τα καλοκαίρια πηγαίναμε σ' αυτό το χωριό. Έχω γλυκές αναμνήσεις κι ωραίες. Εκεί κατάλαβα ότι ήμασταν οικογένεια, γιατί ζούσαμε ο παππούς, η γιαγιά, οι θείες κι η μαμά μου και τον μπαμπά μου όπως σου είπα τον βλέπαμε σαββατοκύριακο... Στο Δασωτό κατάλαβα ότι είμαστε οικογένεια -

A.Κ.:

Αυτό είναι-

Σ.Κ.:

Eκεί έχω τις πιο γλυκές αναμνήσεις.

A.Κ.:

Kαι πιο κοντινές ίσως, με τον πατέρα σας;

Σ.Κ.:

Όχι, κι η μαμά μου ήταν μαζί. Κι η μαμά μου.

A.Κ.:

Επειδή μου είπατε ότι έλειπε τις καθημερινές.

Σ.Κ.:

Ναι, ίσως και γι’ αυτό. Επειδή ήμασταν, πήγαινε στη δουλεία του κι εμείς μετά πηγαίναμε στο φυτώριο του Δασωτού, που ήταν πάρα πολύ ωραίο, και το είχε φτιάξει -ο μπαμπάς μου ήταν εργοδηγός στο Δασαρχείο. Και το είχε φτιάξει πάρα πολύ ωραία, με λουλούδια πολλά, μ' ένα ωραίο τραπέζι, με κιόσκι για να τρώνε οι εργάτες το μεσημέρι. Ήταν πάρα πολύ ωραίο. Ήταν μαγικό.

A.Κ.:

Και  πόσο- για πόσο καιρό μένατε;

Σ.Κ.:

Mόνο τα καλοκαίρια, όταν πήγαινα στο δημοτικό.

A.Κ.:

Όταν λέτε το καλοκαίρι…;

Σ.Κ.:

Mετά, μόνο τα καλοκαίρια, εγώ μετά κατέβαινα στο Μυλοπόταμο γιατί έπρεπε να πάω στο σχολείο.

A.Κ.:

Ωραία, και πώς ήταν η καθημερινότητά σας εκεί, κατά τη διάρκεια των διακοπών αυτών με τους γονείς;

Σ.Κ.:

Εκεί ήταν πάρα πολύ ωραία. Σου λέω έχω γλυκές αναμνήσεις. Ειδικά το ψωμί της κυρίας Όλγας μοσχομύριζε. Ήταν πάρα πολύ ωραίο. Αλλά, όμως, έπρεπε να γίνω γιαγιά για να μάθω ότι ακόμη και τότε, έρχεται μία στο μαγαζί που έχω με τα ρούχα που σου λέω τώρα κι είναι απ' αυτό το χωριό και της λέω: «Πω, πω, το αγαπώ το χωριό σου, κτλπ» και μου λέει: «Να σου πω κάτι;», λέω: «Πες μου». Εμείς, τότε λέει μας λέγανε, για εμένα και για την αδερφή μου: «Αυτές ξένες είναι, μην τις παίζετε». Άρα, ο ρατσισμός υπήρχε και τότε αλλά δεν είχε την έκθεση που έχει σήμερα. Παρόλο που για να πάνε να δουλέψουν και να πάρουν μεροκάματο έπρεπε να τις προσλάβει ο μπαμπάς μου -να το εγκρίνει, έτσι; Δεν έχει σημασία. Όμως, τα παιδάκια δεν καταλαβαίνουν απ' αυτά. Τώρα τα παιδιά τους το λέγανε; Μάλλον τα παιδάκια. «Μ' αυτές μην κάνετε παρέα, αυτές είναι ξένες».

A.Κ.:

Επειδή δεν ήσασταν από-

Σ.Κ.:

 Kαι το έμαθα-

A.Κ.:

Εκείνο το χωριό.

Σ.Κ.:

Δεν ήμασταν από 'κεί. Μόνο τα καλοκαίρια που πηγαίναμε. Και το έμαθα όταν έγινα γιαγιά πλέον. Δε το ‘ξερα τότε.

A.Κ.:

A, σας το εμπιστεύτηκε εννοείτε.

Σ.Κ.:

Αλλά μας έπαιρνε η μαμά μου, πηγαίναμε εκεί, πηγαίναμε -είχε ένα- νομίζω το καλύτερο για τα χρόνια εκείνα, το καλύτερο δημοτικό σχολείο το είχε το Δασωτό. Γιατί! Γιατί εγώ στο Μυλοπόταμο δεν έβλεπα τέτοια πράγματα. Γιατί, είχε κούνιες, είχε τραμπάλες, είχε πάρα πολύ ωραίο κήπο, είχε συντριβανάκι, παγκάκια και πηγαίναμε παίζαμε σ' αυτό. Ενώ στο Μυλοπόταμο δεν είχε τέτοια. Στον Μυλοπόταμο είχε αλάνα, δρόμους, τίποτε περισσότερο. Δεν είχε τέτοια. Αλλά ο δάσκαλος τότε του χωριού, το επίθετο δεν το ξέρω, Αγησίλαο το μικρό του όνομα, το θυμάμαι γιατί έκανε παρέα και με τον μπαμπά μου. Κι ήταν -α! Κι ήταν υπέροχα.

A.Κ.:

Και τί ιδιαίτερες αναμνήσεις έχετε συγκεκριμένα με τον πατέρα σας εκεί; Σας έδειχνε δηλαδή το -πώς διέφερε-

Σ.Κ.:

Mας πήγαινε κάθε Κυριακή. Μας πήγαινε και παίζαμε στο σχολείο, με τον μπαμπά μου.

A.Κ.:

Εννοείτε όταν είχε ρεπό, όταν είχε άδεια.

Σ.Κ.:

Tην Κυριακή δε δούλευε.

A.Κ.:

Ναι, ναι,. Και το καλοκαίρι  μου είπατε- όταν πηγαίνατε διακοπές, τί συγκεκριμένες,  πώς περνούσατε τον χρόνο με τους γονείς σας συγκεκριμένα;

Σ.Κ.:

O μπαμπάς μου δούλευε μέχρι το μεσημέρι. Με τη μαμά μου, και με τα παιδάκια προφανώς εκεί στη γειτονιά. Τότε, τα παιχνίδια αγάπη μου δεν είναι, ήταν τέτοια -σου λέω- όπως τώρα. Ούτε ένα τάμπλετ κι έτσι... Στον δρόμο. Α! Κι επίσης θυμάμαι αυτό το χωριό που εί[00:30:00]χε βουβάλια κι ήπια και γάλα από βουβάλι και μοσχομύριζε. Αλήθεια. Eίχε μία πάρα πολύ ωραία γεύση! Από γεύσεις έχω αυτά: το ψωμί της κυρίας Όλγας, που το ‘κανε με μαγιά από λουλούδι και μοσχομύριζε. Ήταν πάρα πολύ ωραίο. Και το βουβαλίσιο το γάλα που ήπια.

A.Κ.:

Ωραία.

Σ.Κ.:

Αυτά.

A.Κ.:

Λοιπόν. Ωραία. Πριν μου αναφέρατε ότι ο πατέρας σας μεγάλωσε στο ορφανοτροφείο, σωστά;

Σ.Κ.:

Σωστά.

A.Κ.:

Αυτό πότε το μάθατε εσείς και πώς;

Σ.Κ.:

Aυτό να σου πω το έμαθα -πότε το έμαθα;- όταν ήμουν μικρή, φυσικά, δε το’ξερα.

A.Κ.:

Όταν λέτε μικρή;

Σ.Κ.:

Όταν λέω μικρή... Στα -πρέπει να το έμαθα όταν πήγαινα γυμνάσιο. Στο δημοτικό ας πούμε δε το ’ξερα. 

A.Κ.:

Το μάθατε νωρίς σχετικά-

Σ.Κ.:

Nαι, νομίζω πρέπει να πήγαινα γυμνάσιο, γιατί μου είχε δείξει ο μπαμπάς μου το απολυτήριο από 'κεί, που είχε 18 και κάτι... Για τότε.

A.Κ.:

Ναι…

Σ.Κ.:

Τότε το έμαθα, στο γυμνάσιο.

A.Κ.:

Και σας επηρέασε κάπως αυτό τότε; Σας είχε επηρεάσει κάπως;

Σ.Κ.:

Nα σου πω-

A.Κ.:

Σ' εκείνη τη νεαρή ηλικία-

Σ.Κ.:

Tον μπαμπά μου τον είχα περισσότερη αδυναμία. Ίσως, γι’αυτό. Ε, όχι ότι δεν αγαπούσα τη μαμά μου. Αλίμονο. Ποιό παιδί δεν αγαπά τη μαμά του; Aλίμονο. Αλλά τον μπαμπά μου -όχι ότι τον αγαπούσα- ποιό ρήμα να χρησιμοποιήσω; Κάποιο ρήμα αλλά τώρα μου διαφεύγει. Ήμουν πιο ευαίσθητη με τον μπαμπά μου, γιατί μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο από 10, 11 χρονών… Κάπου εκεί περίπου.

A.Κ.:

Παρόλο που δεν τον βλέπατε τόσο συχνά, λόγω των καθημερινών που δούλευε -και το Σάββατο που μου είπατε- αυτό σας έφερε πιο κοντά; Όταν μάθατε ότι μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο;

Σ.Κ.:

Ναι, τον είχα πιο πολύ αδυναμία. Τον λυ- τον λυπομουν; Τον είχα πιο πολλή αδυναμία. Παρόλο που μεγάλωσε πάρα πολύ καλά όμως, εκεί στο ορφανοτροφείο, απ’ ό,τι μου είπε.

A.Κ.:

Θέλετε να μας πείτε κάποιες λεπτομέρειες γενικότερα για τη διαβίωσή του εκεί;

Σ.Κ.:

Να σου πω πως ξεκίνησε η ζωή του-

A.Κ.:

Ναι, ναι, πείτε μου, πείτε μου-

Σ.Κ.:

Θέλεις;-

A.Κ.:

Ναι-

Σ.Κ.:

Άκου, ο μπαμπάς μου ήταν το -περίμενε-  τρία αγόρια, το πέμπτο παιδί, το τελευταίο το παιδάκι, το οποίο γεννήθηκε το 1929.

A.Κ.:

Ωραία…

Σ.Κ.:

Το μικρότερο. Όταν ήρθαν εδώ οι Βούλγαροι και-

A.Κ.:

Που γεννήθηκε; Εδώ στη... Στο Μυλοπόταμο γεννήθηκε;-

Σ.Κ.:

Όχι, καλέ. Δεν είναι από τον Μυλοπόταμο ο μπαμπάς μου. Ο μπαμπάς μου είναι από τους Πύργους Δράμας. Η μαμά του από την Ελευθερούπολη, την οποία μαμά του -θέλεις να σου πω πριν φτάσω στον μπαμπά μου;

A.Κ.:

Πείτε μου, πείτε μου, ναι.

Σ.Κ.:

Την οποία μαμά του την έκλεψε ο παππούς μου. Ο παππούς μου όταν η Ελλάδα -ν' αρχίσω από 'κεί και μετά να φτάσω στον μπαμπά μου;

A.Κ.:

Πείτε μου, πείτε μου-

Σ.Κ.:

Ο παππούς μου-

A.Κ.:

Ό,τι θέλετε.

Σ.Κ.:

Όταν η Ελλάδα ελευθερώθηκε μέχρι την Λάρισα, μαζί με τον αδερφό του από ’δω απ' αυτό το χωριό, απ' τους Πύργους Δράμας, ένα πάρα πολύ μικρό χωριουδάκι -οι κάτοικοι ζουν με κτηνοτροφία μόνο- έφυγε μαζί με τον αδερφό του και πήγε και κατατάχτηκε στον Ελληνικό Στρατό εθελοντής και πολέμησε. Ήταν παλικάρι του Παύλου Μελά. Αλήθεια, κι αν πας στους Πύργους υπάρχει ένα -όχι ανδριάντας- ένα μνημείο που γράφει κάποια ονόματα που τους σκότωσαν οι Βούλγαροι. Μέσα σ' αυτούς είναι κι ο παππούς μου. Λοιπόν, φεύγει ο παππούς μου από τους Πύργους με το μουλάρι και πάει στην -να καταταχτεί στον Ελληνικό Στρατό στη Λάρισα. Πολέμησε πάρα πολλά χρόνια μέχρι να ελευθερωθεί η Μακεδονία. Και μετά περνώντας από την Ελευθερούπολη με το -πάλι μ' ένα άλογο, μουλάρι, μουλάρι, έλεγε ο μπαμπάς μου, δεν ξέρω. Περνώντας από την Ελευθερούπολη βρήκε τη γιαγιά μου, την έκλεψε, την φόρτωσε πάνω στ' άλογο και την πήρε. Και την πήγε στους Πύργους. Η Ελευθερούπολη και τότε ήταν κωμόπολη και τώρα είναι κωμόπολη. Η γιαγιά μου η καημένη φορούσε ρούχα όπως φοράμε εμείς σήμερα: καπελάκι -για τότε- έχει -έχω- μία φωτογραφία της με καπέλο, με ρολογάκι, και με ρούχα κανονικά. Και την πάει σ' ένα χωριό στους Πύργους ο παππούς μου, στο οποίο χωριό οι άνθρωποι ακόμη φορούσαν -η μάνα μου τα έλεγε «κλασνίκια»- μία παραδοσιακή στολή, οι γυναίκες. Και τη γιαγιά μου τη βλέπανε -τι να πω- λίγο παράξενα εκεί.

A.Κ.:

Για ποιό λόγο;

Σ.Κ.:

Γιατί δε φορούσε τα δικά τους τα ρούχα. Ήταν γυναίκα -σα να ήταν γυναίκα της πόλης-. Και-

A.Κ.:

Kατάλαβα-

Σ.Κ.:

Πήγε.

A.Κ.:

Ναι.

Σ.Κ.:

Κατάλαβες; Η Ελευθερούπολη από την Καβάλα δεν είναι μακριά. Κι ήταν κωμόπολη για εκείνη την εποχή με καπνομάγαζα, με πάρα πολλά πράγματα. Οι Πύργοι δεν είχαν τίποτε. Μόνο στάμνες για τα γίδια τους και τα πρόβατά τους. Τέλος πάντων, μεγάλωσε η γιαγιά μου -γέννησε εκεί τα παιδάκια- κι όταν μάλιστα έλεγε τα έκανε μπάνιο στη σκάφη, μαζευόταν οι άλλοι γύρω και την κορόϊδευαν.

A.Κ.:

Γιατί;

Σ.Κ.:

Στην σκάφη κάναν μπάνιο οι άνθρωποι τότε. Εν πάση περιπτώσει, τέλος πάντων, αυτά για τον παππού μου. Μετά που τον σκοτώσανε -το μετά ο παππούς μου-. Ξεκινήσανε- όταν ήταν οι Βούλγαροι εδώ, συνεννοήθηκαν με ανθρώπους από την Προσοτσάνη, η οποία είναι και αυτή μία κωμόπολη

A.Κ.:

Ναι…

Σ.Κ.:

 Nα επαναστατήσουν εναντίον των Βουλγάρων, γιατί στη Πετρούσα είχε -οι Βούλγαροι τότε- κάνανε θραύσεις. Θραύσεις, σε παρένθεση το «θραύσεις». Καταδυνάστευαν τον λαό. Και μάλιστα και τότε με την Βουλγάρικη εξαρχία κάποιος από την Πετρούσα είχε παντρευτεί μία -κάποιος Βούλγαρος παντρεύτηκε μία από την Πετρούσα και προσπαθούσε να τους εντάξει στην Βουλγάρικη εξαρχία, θρησκευτικά. Ξεκινήσανε την επανάσταση, μεταξύ των οποίων και ο παππούς μου οι οποίοι θα ξεσηκωνόντουσαν λέει στην Πετρούσα και θα ερχότανε ελεύθεροι αντάρτες από την Προσοτσάνη. Κάποιος, όμως, τους πρόδωσε, περικύκλωσε την Προσοτσάνη και δεν μπόρεσαν οι Πετρ -να ‘ρθουν αυτοί- κι όταν ο παππούς μου ανέβασε την Ελληνική σημαία πάνω στο καμπαναριό της εκκλησίας μαζί με κάποιους άλλους-

A.Κ.:

Στο καμπαναριό ποιανού χωριού;-

Σ.Κ.:

Της Πετρούσας.

A.Κ.:

Ναι…

Σ.Κ.:

Oι Πύργοι ήταν πολύ μικρό. Οι Πύργοι είναι 8 χιλιόμετρα από την Πετρούσα. Στη Πετρούσα που ήταν -ε- η πηγή των Βουλγάρων -τέλος πάντων- ανέβασε την Ελληνική σημαία ο παππούς μου επάνω και ήταν και μία γυναίκα μαζί τους. Τους περικύκλωσαν οι Βούλγαροι, αφού ήδη είχε προδοθεί το κίνημα αυτό. Πιάσανε και την γυναίκα. Και θυμάμαι τον μπαμπά μου με καμάρι έλεγε -κι εγώ το λέω με καμάρι- ο παππούς μου τους είπε: «Η γυναίκα δεν είναι μαζί μας. Η γυναίκα ήταν περαστική» και την γλύτωσε τη γυναίκα. Και τότε τους πιάσανε όλους αυτούς από 'κεί και τους 'φέραν σ' ένα αρχοντικό εδώ στη Δράμα, το οποίο το είχαν επιτάξει οι Βούλγαροι και το είχανε σαν διοικητήριο…

A.Κ.:

Αυτά περίπου τώρα που μου λέτε όλα -περίπου ποιά ημερομηνία συνέβαιναν- ποιά χρονολογία;

Σ.Κ.:

Ποιά χρονολογία;

A.Κ.:

Ναι.

Σ.Κ.:

Όταν ήταν οι Βούλγαροι εδώ, γύρω στο ‘40 -πριν το ‘40- ‘39, ‘40, κάπου εκεί φαντάζομαι. Κι αυτό που το επιτάξανε οι Βούλγαροι, το κτήριο, και ήταν το αρχηγείο τους, ίσως είχαν μία άλλη λέξη. Αρχηγείο-

A.Κ.:

Ναι, ναι.

Σ.Κ.:

Το καλύπτει. Και κάτω στο υπόγειο, τώρα έχει φανάρια εκεί, όταν περνάω το βλέπω, με σιδερένιες πόρτες, τον χτυπήσανε τόσο πολύ -«όποιος δεν έφαγε Βουλγάρικο ξύλο» λένε, «δεν ξέρει τι εστί ξύλο.» Τον χτυπήσανε τόσο πολύ κι ο αδερφός του που έμενε εδώ στη Δράμα, πήγε τον φόρτωσε πάνω στο μουλάρι και τον πήγε στο χωριό με το μουλάρι. Και όταν τον πήγανε -ο μπαμπάς μου το θυμάται ο καημένος- και λέει ο μπαμπάς μου: «Σφάξανε ένα ουλάκι», το ουλάκι είναι ένα μικρό προβατάκι, ένα κατσικάκι, κάτι από αυτά τέλος πάντων -

A.Κ.:

Ναι.

Σ.Κ.:

Το σφάξανε και τον -έτσι όπως ήταν εκείνο ζεστό με τα αίματα- τον τυλίξανε με την προβιά, με τα αίματα για τα τραβήξει τις μαυρίλες και το ξύλο και τα πρηξίματα που είχε. Δεν άντεξε, όμως, πέθανε από το ξύλο ο καημένος.

A.Κ.:

Αλήθεια; Πέθανε ο παππούς σας από το ξύλο;

Σ.Κ.:

Ναι -

A.Κ.:

Πλάκα μου-

Σ.Κ.:

Βουλγάρικο ξύλο-

A.Κ.:

Κάνετε.

Σ.Κ.:

Ναι, δεν το ‘ξερες; Δε στο 'πα ποτέ...-

A.Κ.:

Όχι, δε το γνωρίζω, δε το-

Σ.Κ.:

Όχι-

A.Κ.:

Γνωρίζω. 

Σ.Κ.:

Και μετά ο μπαμπάς μου έμεινε ορφανούτσικο, ορφανό το καημένο-

A.Κ.:

Πριν μου πείτε λίγο για τον μπαμπά σας, αυτές τις ιστορίες εσείς από που τις μάθατε;

Σ.Κ.:

Από τον μπαμπά μου.

A.Κ.:

Α, οπότε όλες τις ιστορίες για τον παππού σας τα-

Σ.Κ.:

Από τον μπαμπά μου, ναι. Όπως επίσης έλεγε ότι ο μπαμπάς μου ήταν μία οικογένεια -γι’αυτό και το «Μπούκα»- το επίθετο Μπούκα-

A.Κ.:

Ναι.

Σ.Κ.:

Ε, είναι όπως είναι στη Δράμα ο «Παπαδόπουλος»-

A.Κ.:

Ναι.

Σ.Κ.:

Το Μπούκα είναι στα Γιάννενα, στην Πρέβεζα, υπάρχει εκεί αυτό το επίθετο. Και μάλιστα όταν, έλεγε ο μπαμπάς μου: «Όταν διαλύθηκε το Σούλι, κάποιοι φύγανε στα χωριά της Μακεδονίας και κάποιοι φύγανε στα χωριά της Δωδώνης». Γι’ αυτό κι ο παππούς μου μάλλον δεν είχε πρόβατα. Έκανε κάρβουνα. Πήγαινε στο βουνό, μάζευε ξύλα, τα ‘κανε κάρβουνα και πουλούσε κάρβουνα ο παππούς μου. Αυτή ήταν η δουλειά του όταν ήταν παντρεμένος με τη γυναίκα του, τέλος πάντων.

A.Κ.:

Ναι. Κι εσείς πώς αισθάνεστε που στην ουσία είστε κόρη ενός τόσο -μπορούμε να πούμε- ιστορικά σημαντικού προσώπου, πώς αισθάνεστε σαν -εγγονή- συγγνώμη, σαν εγγονή. 

Σ.Κ.:

 Nα σου πω κάτι-

A.Κ.:

Του παππού σας.

Σ.Κ.:

Να σου πω την αλήθεια; Αισθάνομαι ακόμη και σήμερα που είμαι γιαγιά. Εάν κάποια στιγμή η πατρίδα είχε ανά[00:40:00]γκη- νομίζω θα πήγαινα στην πρώτη γραμμή.-

A.Κ.:

Δηλαδή-

Σ.Κ.:

Aισθάνομαι ότι το 'χω στο αίμα μου ότι αν κινδυνέψει η πατρίδα μου θα είμαι μπροστά. Γιατί κάποτε ο μπαμπάς μου είπε: «Πρώτα είναι η πατρίδα παιδί μου και μετά είναι όλα τα άλλα». Και του λέω εγω: «Καλά»- τότε εγώ τον μπαμπά μου τον έλεγα «μπαμπάκα.»

A.Κ.:

Nαι.

Σ.Κ.:

Δεν τον έλεγα «μπαμπά». «Καλά, μπαμπάκα βάζεις την πατρίδα πιο μπροστά απ' το παιδί σου, από εμένα;» Και μου είπε ο μπαμπάς μου: «Ναι, παιδί μου. Γιατί αν δεν έχω πατρίδα δεν θα μπορώ να έχω ούτε γυναίκα, ούτε παιδί -ούτε παιδιά, ούτε γυναίκα, ούτε σπίτι, τίποτε. Δε θα μπορώ να έχω τίποτε. Πρέπει να έχω πατρίδα για να έχω εσάς».

A.Κ.:

Ναι.

Σ.Κ.:

Και τώρα που μεγάλωσα κατάλαβα πόσο δίκιο έιχε.

A.Κ.:

Aυτό για ποιό λόγο το πιστεύετε -εννόω πώς καταλαβαίνετε ότι είναι τόσο σημαντικό αυτό- η προστασία της πατρίδας.

Σ.Κ.:

Φυσικά και το καταλαβαίνω. Αυτό που έλεγε ο μπαμπάς μου ότι «αν δεν υπάρχει πατρίδα και ‘ρθει ο εχθρός, θα σου πάρει το σπίτι, θα σου πάρει τις κόρες σου να σου τις βιάσει, θα σου τα πάρει όλα, θα σου αδειάσει τα ψυγεία». Γιατί όταν ήταν οι Βούλγαροι στην Μακεδονία μου είπε μία κυρία που είχανε ροδιές κι ο αγροφύλακας ο Βούλγαρος λέει μετρούσε τα ρόδια. «Πόσα ρόδια έχει; 30; 30 ρόδια θα πάρουμε». Εάν έπεφτε ένα ρόδι κάτω -γιατί πέφτουν και τα ρόδια κάτω- εάν έπεφτε ένα ρόδι κάτω, έπρεπε λέει να το πάρεις και να τους το πας. Να πεις, έπεσε ένα ρόδι. Δεν είναι 30, είναι 29. Πέσαν την άλλη μέρα δύο. Δύο ρόδια; Να τα πάρεις να τα πας. Αυτά κάναν οι Βούλγαροι στη Μακεδονία. Και πόσα άλλα τα οποία τα ξέρουν όσοι διαβάσανε.

A.Κ.:

Αυτό που -ο λόγος που συμφωνείτε με το ρητό του πατέρα σας- ε -είναι επειδή θεωρείτε ότι και σήμερα δεν υπάρχει αρκετή προστασία; Προς -γενικότερα στον κόσμο- δεν υπάρχει αρκετή ειρήνη θεωρείτε;

Σ.Κ.:

Πως δεν υπάρχει. Αν -να σου πω; νομίζω σήμερα -προσωπικά νομίζω- αν δεν ήμασταν στο ΝΑΤΟ, οι Τούρκοι ήδη θα μας είχαν επιτεθεί μέχρι τώρα. Αν δεν ήμασταν -όχι ότι επικροτώ το ΝΑΤΟ- αλλά εάν -όντως- εάν δεν -αντικειμενικά- εάν δεν ήμασταν, τώρα οι Τούρκοι περπατώντας την Ελλάδα θα μας γονάτιζαν όλοι τους.

A.Κ.:

Οπότε, θεωρείτε ότι παρόλο που υπάρχει περισσότερη κρατική και πολιτική προστασία σήμερα σε σχέση με τα χρόνια του παππού σας, πάλι συμφωνείτε, εννοείτε, με το ρητό του πατέρα σας.

Σ.Κ.:

Ναι, πρώτα πατρίδα. Χωρίς να σημαίνει ότι είμαι «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» που έλεγε η Χούντα. 

Σ.Κ.:

Γιατί την έζησα και την Χούντα. Εμένα, προσωπικά, εντάξει, εγώ ήμουν μικρή αλλά…

A.Κ.:

Θυμάστε να μας πείτε κάτι για τα χρόνια της Χούντας; Τί ηλικία ήσασταν;

Σ.Κ.:

Το μόνο που θυμάμαι -μαθήτρια ήμουν στο γυμνάσιο- το μόνο που θυμάμαι για τη Χούντα ήταν όταν σκοτείνιαζε έπρεπε να είμαστε μέσα, ότι έβγαινε ο λυκειαρχ -ο γυμνασιάρχης τότε- έβγαινε και έλεγε: «Παίζει ένα πολύ καλό έργο εκεί παιδιά. Μπορεί -είναι κατάλληλο- μπορείτε να πάτε να το δείτε». Αυτά. Δεν. Εγώ- παιδάκι τότε, δε μπορούσα να καταλάβω πολλά πράγματα.

A.Κ.:

Τί ηλικία ήσασταν περίπου ακριβώς;

Σ.Κ.:

Μετά τα δώδεκα, δεκατρία, δεκατέσσερα, δεκαπέντε, δεκάξι.

A.Κ.:

Συνέβη μήπως κάποιο τραγικό γεγονός-

Σ.Κ.:

Όχι, όχι.

A.Κ.:

Δε συνέβη, δηλαδή, ποτέ τίποτε ακραίο στο χωριό λόγω της Χούντας;

Σ.Κ.:

Όχι, καλέ. Τα δικά μας τα χωριά ήταν αθώα.

A.Κ.:

Οπότε, δεν υπήρχε κάποιο -κάποια αναταραχή λόγω...

Σ.Κ.:

Όχι, σ΄ εμάς.

A.Κ.:

Του πολιτικού δρώμενου.

Σ.Κ.:

Όχι, όχι.

A.Κ.:

Και τώρα αφότου μου είπατε και για την ιστορία του παππού σας, πάμε λίγο πάλι στην ιστορία του μπαμπά σας.

Σ.Κ.:

Στην ιστορία του μπαμπά μου;

A.Κ.:

Λοιπόν, οπότε, μου είπατε -ο μπαμπάς σας πότε περίπου γεννήθηκε- ξαναπείτε μου.

Σ.Κ.:

Το ‘29.

A.Κ.:

Το ‘29.

Σ.Κ.:

Το 1929.

A.Κ.:

Ναι. Και μου είπατε ήταν το 5ο παιδί;

Σ.Κ.:

Το 5ο παιδί στη σειρά.

A.Κ.:

Ναι, το μικρότερο δηλαδή. Κι εσείς μάθατε, μου είπατε, απ' τον ίδιο.

Σ.Κ.:

 Aπ΄ τον μπαμπά μου ό,τι-

A.Κ.:

Ναι.

Σ.Κ.:

Έχω ακούσει. Από πού. Δεν έζησα στο χωριό του. Από τον μπαμπά μου.

A.Κ.:

Ναι. Kαι... Σε ποιά ηλικία πήγε στο ορφανοτροφείο;

Σ.Κ.:

Ο μπαμπάς μου ήταν πολύ μικρό παιδάκι κι ορφανό. Πήγε σ' ένα άλλο χωριό. Θα ήταν 10, 11; Πήγε σ' ένα άλλο χωριό το οποίο λέγεται «Αλιστράτη».

A.Κ.:

Ναι.

Σ.Κ.:

Υπάρχει και σήμερα αυτό το χωριό. Και τότε ήτανε κεφαλοχώρι, μεγάλο χωριό. Πήγε μικρό παιδάκι κι έγινε τσομπάνος σ' ένα -τί θα γινότανε- εκεί όταν δεν υπάρχει πατέρας, δεν υπάρχει μητέρα- γιατί κι η μητέρα είχε χαθεί ερχόμενη από την Γερμανία μ' ένα βομβαρδισμό. Κι έχασε -α- κι η μητέρα του, ναι, ερχόμενη απ΄ την Γερμανία μαζί με το γαμπρό της, βομβαρδίσανε το τρένο που ερχόταν κι έχασε τη μνήμη της κι εξαφανίστηκε. Οπότε, ένα παιδάκι μικρό, πολύ μικρό, τί να κάνει σ' αυτό το χωριό; Δε -προφανώς- κάποιος θα του είπε: «Πάνε σ' εκείνο το χωριό, μπορεί να βρεις δουλειά». Και τί δουλειά θα έβρισκε ένα μικρό παιδάκι. Πήγε σ' έναν κύριο Κώστα -θυμάμαι και τ' όνομά του- «μπαρμπα Κώτσος» έλεγε ο μπαμπάς μου. Και πήγε σ' αυτόν κι έβοσκε αγελάδες. Μαζί μ' ένα παιδάκι το οποίο κι αυτό ήταν ορφανό, μεγαλύτερο απ' τον μπαμπά μου. Έβοσκαν αγελάδες, επί Βουλγαρίας τώρα. Και… ήταν έναν Βούλγαρος αγροφύλακας-

A.Κ.:

Εννοείτε επί Βουλγαρικής Καταγω -

Σ.Κ.:

Ναι-

A.Κ.:

Κατοχής-;

Σ.Κ.:

Κατοχής. Κι ήταν ένα Βούλγαρος χωροφύλακας, ο οποίος τα ‘δερνε τα παιδάκια χωρίς λόγο. Αυτά άκουσα, αυτά λέω. 

A.Κ.:

Aυτά επίσης πάλι από τον μπαμπά σας-

Σ.Κ.:

Πάλι από τον μπαμπά μου.

A.Κ.:

Ναι.

Σ.Κ.:

Τα ‘δερνε τα παιδάκια χωρίς λόγο. Το άλλο το μεγαλύτερο το παιδάκι λέει στον μπαμπά μου: «Εγώ αυτόν τον Βούλγαρο θα τον σκοτώσω.» Του λέει ο μπαμπάς μου: «Τί λες τώρα», λέει «θα σκοτώσουμε άνθρωπο;». «Όχι», λέει, «θα τον σκοτώσω» λέει, «τί είναι αυτό, κάθε λίγο και λιγάκι να μας δέρνει; Εσύ», λέει «θα φυλάς τσίλιες.» Φυλούσε τσίλιες ο μπαμπάς μου. Τί να κάνει μικρό παιδάκι και τον σκότωσε με μία πέτρα τον Βούλγαρο τον αγροφύλακα.

A.Κ.:

Το άλλο το παιδί;

Σ.Κ.:

Ναι, αλλά ήταν 13-14 χρονών. Μεγαλύτερο από τον μπαμπά μου. Τώρα, πόσο ακριβώς δε ξέρω. Ναι, τον σκότωσε με μία πέτρα. Λοιπόν, γυρνάνε πίσω τις αγελάδες στον κύριο -στον μπαρμπα Κώτσο που έλεγε ο μπαμπάς μου και του λέει: «Θείο» ο άλλος, γιατί ήταν κι ανιψιός του, «θείο», λέει, «τον σκότωσα τον Βούλγαρο» και του λέει αυτός: «Καλά», λέει, «σοβαρά μιλάς;», λέει, «Σκότωσες τον Βούλγαρο; Τώρα θα ‘ρθουν οι Βούλγαροι» λέει, «τσακ, θα σου πάρουν το κεφάλι» του λέει, «θα σε σκοτώσουν. Πρέπει να φύγετε από την Αλιστράτη». Να φύγουν από την Αλιστράτη. Πάει ο μπαμπάς μου από την Αλιστράτη μέσα απ' τα βουνά με τα ποδ -αλλά του λέει ο παππούς- ξύπνιος ο παππούς. Τους είπε: «Εδώ» λέει, «αν μείνετε, θα μείνετε τσομπάνοι. Δε πρόκειται να κάνετε τίποτε, ούτε γράμματα θα μάθετε, ούτε τίποτε. Τσομπάνοι!»

A.Κ.:

Ποιός παππούς τους το’πε αυτό;

Σ.Κ.:

Αυτός -σ’αυτον τον παππού- τον μπαρμπα Κώστα-

A.Κ.:

Ναι-

Σ.Κ.:

Που πήγανε-

A.Κ.:

Nαι, ναι.

Σ.Κ.:

Και βοσκάγανε τις αγελάδες του. «Μόνο τσομπάνοι θα γίνετε» λέει, «δεν έχετε προοπτική εδώ. Τί θα γίνετε;» Τίποτε. Ένας ξένος άνθρωπος για τον μπαμπά μο.-

A.Κ.:

Ο μπαμπάς σας πώς έμενε εκεί στο χωριό, πού έμενε στο χωριό αφού ήταν στην ουσία ορφανός;

Σ.Κ.:

Tώρα, όταν παίρνεις έναν τσομπάνο τον βάζεις και κάπου να κοιμηθεί. Τώρα, πού κοιμόταν -τι να σου πω- δεν ξέρω. Κάπου θα κοιμόταν εκεί. Φυσικά, όχι στο καλύτερο δωμάτιο. Τον-

Σ.Κ.:

Tσομπάνο που τον βάζανε; Τί να σου πω;

A.Κ.:

O μπαμπάς σας  δηλαδή όταν ήταν σ' εκείνη την ηλικία -περίπου τί ηλικία ήταν τότε;-

Σ.Κ.:

10; 11;

A.Κ.:

Οπότε, είχε χάσει ήδη τη μητέρα του μου είπατε-

Σ.Κ.:

Ναι, ναι.

A.Κ.:

Στη Γερμανία. Κι ο πατέρας του είχε πεθ -είχε δολοφονηθεί- ήδη από τον -από τον- Βούλγαρο -όχι δολοφονηθεί- -

Σ.Κ.:

Ναι, ναι.-

A.Κ.:

Είχε πεθάνει ήδη.

Σ.Κ.:

Όχι, τον σκοτώσαν οι Βούλγαροι.

A.Κ.:

Ναι, είχε πεθάνει, ναι.

Σ.Κ.:

Δεν δολοφονήθηκε.

A.Κ.:

Ναι, συγγνώμη, κατά λάθος.

Σ.Κ.:

Tον σκοτώσαν οι Βούλγαροι. Ναι.

A.Κ.:

Πέθανε.

Σ.Κ.:

Λοιπόν....

A.Κ.:

ΟΚ.

Σ.Κ.:

Αφού πήγε στην -α, πού σταματήσαμε- στον μπάρμπα Κώτσο που τους λέει: «Εδώ θα μείνετε τσομπάνοι. Πρέπει να φύγετε. Αλλά για να φύγετε -εσύ τώρα ποιός είσαι- ας πούμε ότι είσαι ο Γιώργος, αλλά θέλουμε κι ένα πιστοποιητικό γέννησης. Θα πας» του λέει ο μπα- ο παππούς τον μπαμπά μου, «νύχτα μόλις σουρουπώνει ο ήλιος». Και πήγε από τα χωριά όπως είναι η Αλιστράτη, Καλλιθέα, έχει Αγιοχώρι, Καλλιθέα, Ανθοχώρι. Απ' τα βούνα, είχε-

A.Κ.:

Ναι-

Σ.Κ.:

Προφανώς εκείνα τα χρόνια δρομάκι;

A.Κ.:

Που ήταν ασφαλέστερα; Τί;

Σ.Κ.:

Ναι. Δεν είχε δρόμους και τέτοιους τότε. Κι απ’τα βουνά πήγε στο χωριό του στους Πύργους,  του είπε τι θα κάνεις- βρήκε τον κοινοτάρχη και θυμάμαι σαν σήμερα τον μπαμπά μου να λέει, κρυφά-κρυφά, άνοιξε την κοινότητα, βρήκε την σφραγίδα, -γιατί ήθελε και σφραγίδα- και την έκανε στο στόμα του έτσι και «χου, χου, χου» για να πάρει υγρασία προφανώς για να βάλει και την σφραγίδα -πότε γεννήθηκε κτλπ- και «το παίρνω», λέει ο μπαμπάς μου, «το βάζω στον κόρφο μου» αυτή τη λέξη χρησιμοποίησε. «Την βάζω στον κόρφο μου και φεύγω πάλι απ' τα βουνά να πάω στην Αλιστράτη». Πήγε στην Αλιστράτη μ’ αυτό και τους λέει τώρα ο παππούς: «Από την Αλιστράτη, λίγο πιο κάτω ένα χωριό, Λευκοθέα λέγεται, απ' το οποίο χωριό περνάει το τρένο». Και τους λέει ο παππούς: «Θ' ανεβείτε» αλλά δεν αφού- -δεν τους έδωσε και λεφτά να βγάλουν εισιτήριο- «θ' ανεβείτε πίσω στο» -μεταγωγικό να το πω, δεν ξέρω πως λέγεται- «που δεν είναι κλειστό» και πάνω βάζανε -τί βάζανε- τελάρα, αυτά, ξέρω 'γω τι βάζανε- «Θα πηδήξετε και θα πάτε σ' αυτό. Θα πάτε σε» λέει, «θα μπείτε σ' αυτό». Και λέει ο μπαμπάς μου -με τσαρούχια τότε.  Ξέρεις τί είναι τα τσαρούχια;

A.Κ.:

Θέλετε να μας πείτε;

Σ.Κ.:

Δεν ξέρω λεπτομέρειες. Δεν έχω δει. Το μόνο που ξέρω είναι ότι τα τσαρούχια αυτά γίνονται από δέρμα με κάποια κορδόνια.[00:50:00] Τα δένουν στα πόδια τους. Και λέει ο μπαμπάς μου: «Τρέχουμε, τρέχουμε» λέει, «ν' ανεβούμε στο τρένο κι έχασα και το ένα το τσαρούχι». Για να πάνε στις Σέρρες, στο ορφανοτροφείο των Σερρών γιατί ήταν αρρένων. Πήγανε στο ορφανοτροφείο των Σερρών, τους περιθάλψανε, τους κάνανε μπάνιο, ενδεχομένως να είχανε και ψείρες, τους καθαρίσανε, -γιατί είχε και ψείρες τότε.  Τους ταΐσανε.

A.Κ.:

Στο ορφανοτροφείο ποιός τους είπε να πάει;

Σ.Κ.:

Αυτός ο παππούς. «Θα πάτε» λέει, «και θα ζητήσετε, και θα πείτε "Πού είναι το ορφανοτροφείο των Σερρών" και θα πάτε εκεί». Και πήγαν, ανοίξανε την πόρτα, τους πήρανε και λέει ο μπαμπάς μου ότι τότε περάσανε πάρα πολύ ωραία. Πήγαιναν αρχιμανδρίτες τους μιλούσανε, άνθρωποι -εκεί πήρε κάποια παιδεία. Εκεί έμαθε και τη δουλειά του.

A.Κ.:

Οπότε, εκεί -όταν λέτε παιδεία τί εννοείτε; Τρόπους....

Σ.Κ.:

Γυμνάσιο.

A.Κ.:

Α, οπότε τους κάνανε μαθήματα.

Σ.Κ.:

Ναι, ναι. Και μετά από εκεί βγήκε απ' το ορφανοτροφείο αφού έγινε 18 χρονών, 19, πόσο -μέχρι πότε τους δέχονται- και κατέβηκε Θεσσαλονίκη. Μαζί με άλλους δύο νοικιάσανε ένα υπόγειο και δουλεύανε στην οικοδομή. Για να μπορεί να πληρώνει το φροντιστήριό του. Και «περνούσα», λέει ο μπαμπάς μου, «έξω από το πανεπιστήμιο» κι έλεγε: «Εγώ θα μπω μέσα». Ήθελε να γίνει γεωπόνος. Απ' το ορφανοτροφείο βγήκε γεωργοτεχνίτης. Όπως έχουμε τώρα τα Τ.Ε.Η, κάπως έτσι.

A.Κ.:

Τα Ε.Π.Α.Λ...;

Σ.Κ.:

Που βγαίνει-

A.Κ.:

Μήπως;

Σ.Κ.:

Όχι-όχι.

Σ.Κ.:

Όπως έχουν τα Τ.Ε.Η τώρα και βγαίνει δασολόγος, και βγαίνει και τεχνολόγος δασοπονίας -και τώρα- για τους γεωπόνους δεν ξέρω. Τεχνολόγους γεωπονίας έχει; Ίσως έτσι. Δεν ξέρω. Κι ήθελε να μπει στο πανεπιστήμιο και περνούσε έξω απ' το πανεπιστήμιο και κοίταζε κι έλεγε: «Εγώ θα μπω εδώ μέσα, εγώ θα μπω εδώ μέσα.» Αλλά δεν άντεξε ο οργανισμός του, γιατί κι οικοδομή και φροντιστήριο και λίγο φαγητό, γιατί δεν φτάναν και τα χρήματα προφανώς και το υπόγειο που νοικιάσανε είχε και υγρασία και την περίοδο εκείνη η φυματίωση ήταν σ' έξαρση, κολλάει μία -μάλλον προ-φυματίωση, όχι φυματίωση. Προφανώς πρέπει να υπάρχει και προ-φυματίωση, γιατί του άφησε και στίγματα. Γιατί όταν μετά έκανε εγχείριση καρδιάς κι άρχισε να υπολειτουργούν οι πνεύμονες και κάναμε ακτινογραφία, τον ρωτήσανε: «Πέρασες φυματίωση;». Αφήνει και στίγματα. Άφησε και κάποια στίγματα. Πέρασε και φυματίωση. Βέβαια, ήταν και τυχερός -όχι σταμάτησε. Τον λυπήθηκε κάποιος, και τον έστειλε στη Δράμα, στην τότε Υ.Π.Ε.Μ. Μετά η Υ.Π.Ε.Μ όλοι μαζί -υπηρεσία είναι αυτό που σου λέω.

A.Κ.:

Τί είδους υπηρεσία;

Σ.Κ.:

Ε, τώρα, ξέρω γω...; Δεν ξέρω. Μετά ξέρω ότι όλα μαζί έγιναν δασαρχείο. Κατάλαβες;

A.Κ.:

Υπηρεσία για να δουλέψει;

Σ.Κ.:

Ναι.

A.Κ.:

 Α! Λόγω της ειδικότητας που είχε από το -

Σ.Κ.:

Ναι-ναι.

A.Κ.:

Oρφανοτροφείο.

Σ.Κ.:

Ναι. Μάλλον όχι. Πρώτα πήγε στον Γεωργικό Σταθμό.

A.Κ.:

Ναι…

Σ.Κ.:

Πήγε στο Γεωργικό Σταθμό πρώτα με κοντά παντελονάκια από το ορφανοτροφείο. Αυτά που είχε.

A.Κ.:

Ναι…

Σ.Κ.:

Με κοντά παντελονάκια. Αλλά ο διευθυντής ήταν καλός άνθρωπος κι έδωσε προκαταβολή από το μισθό του στη γυναίκ -ουσιαστικά- στον μπαμπά μου αλλά μαζί με την γυναίκα του κατέβηκαν και πήραν μακριά παντελόνια.

A.Κ.:

Ναι…

Σ.Κ.:

Και μετά από ‘κει πήγε στην Υ.Π.Ε.Μ και μετά που έγινε δασαρχείο, στο δασαρχείο.

A.Κ.:

Και τί λε -δεν σας είχε πει περισσότερες λεπτομέρειες για τη διαβίωσή του στο ορφα-

Σ.Κ.:

Στο ορφανοτροφείο;

A.Κ.:

Ναι. Κάποιες ίσως-

Σ.Κ.:

Μου είπε, μου είπε ότι είχε και Αγγλίδες του Ερυθρού Σταυρού.

A.Κ.:

Ναι…

Σ.Κ.:

Οι οποίες ήταν πάρα πολύ καλές. Και τρώγανε και σοκολάτες όταν τ' άλλα τα παιδιά δεν είχανε.

A.Κ.:

«Τ' άλλα παιδιά» τί εννοείτε;

Σ.Κ.:

Τ΄ άλλα τα παιδιά που είναι εκ -αν ήταν στους Πύργους ας πούμε θα έβλεπε σοκολάτα;

A.Κ.:

Ναι, εννοείτε σε χωριό.

Σ.Κ.:

Αν ήταν στον Μυλοπόταμο θα έβλεπε εκείνα τα χρόνια σοκολάτα; Δεν υπήρχαν το 1900 -ξέρω γω- πριν το ‘40; Μετά το ‘40; Ναι, γιατί νομίζω και στην κατοχή εκεί ήταν; Δεν ξέρω, δεν ξέρω πότε αποφοίτησε.

A.Κ.:

Και για πείτε μου για τις Αγγλίδες.

Σ.Κ.:

Στο ορφανοτροφείο η διαβίωση; Ήταν πάρα πολύ καλή γιατί το ορφανοτροφείο είχε και αγελάδες. Πουλούσαν, λέει, κι αυγά, τα οποία τα παρήγαγαν αυτοί -οι κότες- αλλά αυτός -τα πουλούσαν τα παιδάκια. Πηγαίναν και στις γειτονιές πουλούσαν γάλα. Είχε έσοδα το ορφανοτροφείο. Αλλά όσο ήταν, όσο ήταν οι Αγγλίδες μέσα «ήμασταν πολύ καλά» έλεγε. Δηλαδή δεν πεινάσανε.

A.Κ.:

Βοηθούσαν στην οργάνωση; Τί σας έχει πει;

Σ.Κ.:

Και μπάνιο τα κάνανε τα παιδιά κι αγάπη τα δείχνανε. Ήταν ωραία.

A.Κ.:

Κι αυτές οι Αγγλίδες πώς...; Γνωρίζετε περισσότερες λεπτομέρειες ας πούμε;

Σ.Κ.:

Tου Ερυθρού Σταυρού;

A.Κ.:

Ναι. 

Σ.Κ.:

Ίσως κάποιοι-

A.Κ.:

Πώς είχαν έρθει-

Σ.Κ.:

Που είναι πιο ειδικοί-

A.Κ.:

Στην Ελλάδα-

Σ.Κ.:

Ξέρουν. Εγώ δεν είμαι-

A.Κ.:

Nαι, δεν-

Σ.Κ.:

Eιδικός-

A.Κ.:

Δεν σας έχει πει. Ναι-

Σ.Κ.:

Δεν ήξερε και αυτό. Παιδάκι ήταν. Που να ξέρει;

A.Κ.:

Ναι. Σας έχει-

Σ.Κ.:

Αλλά μετά όταν φύγαν οι Άγγλοι και το ανέλαβαν οι Έλληνες πάνε κι οι σοκολάτες, πάει και το καλό το φαγητό. Έτσι, έλεγε ο μπαμπάς μου. Πάνε όλα.

A.Κ.:

Σας έχει πει συγκεκριμένα για τα μαθήματα που τους διδάσκανε;

Σ.Κ.:

Είχαμε κάτι παλιά βιβλία στο σπίτι. Πολύ παλιά, αλλά τώρα δεν ξέρω τι γίνανε. Είχε. Μαθαίνανε πάρα πολλά πράγματα: πώς κάνεις το κρασί… Είχε κάτι τέτοια βιβλία.

A.Κ.:

Οπότε, ήταν πολύ πρακτικά. Δεν είχαν σχέση παραδείγματος χάρη μόνο με τη γλώσσα και την χρήση της γλώσσας ή τα μαθηματικά.

Σ.Κ.:

Και μαθηματικά κάνανε, αλλιώς δε θα πήγαινε στην υπηρεσία.

A.Κ.:

Απλά μάθαιναν και πολλά...

Σ.Κ.:

Μαθαίναν.

A.Κ.:

Γεωργικά.

Σ.Κ.:

Κι άλλα. Ναι. Αφού βγαίναν γεωργοτεχνίτες. Αυτό -αυτή είναι η ειδικότητα: γεωργοτεχνίτης. Τέτοιους έβγαζε το ορφανοτροφείο των Σερρών. Γεωργοτεχνίτες.

A.Κ.:

Κι εσείς όλες αυτές τις λεπτομέρειες τις μάθατε ανά τα χρόνια.

Σ.Κ.:

Nαι, ναι.

A.Κ.:

Σε ιστορίες που τύχαινε να σας λέει ο πατέρας σας; Πώς αισθάνεστε πια όταν συ- όταν συγκρίνετε- πια που είστε κι εσείς γονέας και πια σκέφτεστε ότι ο πατέρας σας μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο, αυτό επηρέασε τη δική σας ιδιότητα ως γονέας; Οσον αφορά την ανατροφή των παιδιών σας;

Σ.Κ.:

O μπαμπάς μου έλεγε: «Τα παιδιά εξελίσσονται». Εγώ σαν μητέρα διάβασα περισσότερα βιβλία από την μαμά μου. Αλλά και -πιστεύω- ότι και τα παιδιά μου έγιναν ακόμη καλύτερες μητέρες από εμένα γιατί... Πάλι θ' αναφερθώ στον πατέρα μου. Μια φορά του είπα: «Μπαμπάκα, κάποτε νόμιζα ότι είσαι πολύ έξυπνος». Στο δημοτικό πρέπει να πήγαινα. «Αλλά όσο μεγαλώνω διαπιστώνω ότι δεν είσαι τόσο όσο νόμιζα». Εάν -ο μπαμπάς μου όμως- αν ήταν άλλος μπαμπάς εκείνα τα χρόνια, μπορεί να έδινε κι ένα χαστούκι το παιδί του-

A.Κ.:

Που του είπε αυτό το πράγμα-

Σ.Κ.:

Που του είπε αυτό.

A.Κ.:

Nαι.

Σ.Κ.:

Αλλά ο δικός μου ξέρεις τί μου είπε; «Παιδί μου, εάν τα παιδιά δεν γίνονταν καλύτερα από τους γονείς, ακόμη θα ήμασταν πάνω στα δέντρα. Εξελίσσεται ο άνθρωπος. Τα παιδιά πάντα βγαίνουν καλύτερα από τους γονείς» μου είπε. Γι’ αυτό σου λέω, έχω πάρει πολύ ωραία πράγματα από τον πατέρα μου.

A.Κ.:

 Αυτά θεωρείτε ότι πηγάζουν σε μεγάλο βαθμό τ ότι μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο ή-

Σ.Κ.:

Ναι, ναι. Το λέω με σιγουριά το λέω ότι μεγάλωσε -σ' ένα καλό ορφανοτροφείο όμως. Με καλούς δασκάλους...

A.Κ.:

Οργανωμένο.

Σ.Κ.:

Ναι. Κατάλαβες; Δεν είναι όπως σήμερα. Σήμερα αλλάξανε οι εποχές. Νομίζω τότε οι άνθρωποι πηγαίνανε να δουλέψουν γιατί αγαπούσαν τη δουλειά τους. Σήμερα οι άνθρωποι δουλεύουνε, όχι γιατί -οι περισσότεροι, δηλαδή, όχι γιατί αγαπούν τη δουλειά τους. Βέβαια, το ευτυχές είναι -θα ήταν- και το καλύτερο, το χόμπι σου να το κάνεις επάγγελμα. Αλλά σήμερα δυστυχώς δε γίνεται. Σήμερα κάνεις μία λίστα και λες: «Αυτό, αυτό. Όπου περάσω πηγαίνω». Και για εμένα δεν είναι καθόλου καλό.

A.Κ.:

Εννοείτε όπου «πηγαίνω», εννοείτε σε πανεπιστήμιο;

Σ.Κ.:

Ναι, ναι.

A.Κ.:

A! Επιλέγω εννοείτε.

Σ.Κ.:

Επιλ -ναι-. Βάζεις, κάνεις μία επιλογή δέκα σχολές κι όπου περάσεις πηγαίνεις. Και πολλοί άνθρωποι δεν ακολουθούν το επάγγελμα που θα ήθελαν να κάνουν.

A.Κ.:

Ναι. Ποιά θεωρείτε ότι είναι τα θετικά στοιχεία... Που έλαβε ο πατέρας σας από την ανατροφή του στο ορφανοτροφείο κι αυτά τα μετέδωσε και σ' εσάς. Και στα-

Σ.Κ.:

Καταρχήν -

A.Κ.:

Αδέρφια σας.

Σ.Κ.:

Κοίτα, κοίτα να σου πω. Καταρχήν για- όχι μόνο για εμένα- ο μπαμπάς μου ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος. Aλλά θα πω για εμένα.

A.Κ.:

Ναι.

Σ.Κ.:

Έτσι; Ήταν άνθρωπος με κατανόηση κι όλα αυτά τα πήρε από 'κεί. Είχε καλές αρχές τις οποίες από που αλλού θα μπορούσε να τις πάρει; Από έναν πατέρα που ήδη ήταν νεκρός; Από μία ανύπαρκτη μητέρα; Από πού; Τα- όλα- τα πήρε από εκεί, τα οποία μας τα μετέφερε και σ' εμάς. Και μας μεγαλω- παρόλο που ερχόταν ένα σαββατοκύριακο- μας μεγαλώσανε με αγάπη. Πολλή αγάπη. Πήραμε αγάπη και μπορούμε και δίνουμε αγάπη.

A.Κ.:

Ναι. Θεωρείτε ότι -βασικά, ε- στο χωριό γνώριζε γενικότερα ο περίγυρος ότι ο πατέρας σας είχε μεγαλώσει σε ορφανοτροφείο;

Σ.Κ.:

Καλέ, ναι. Δεν το 'κρυβε.

A.Κ.:

Ναι. Υπήρχε στίγμα γι' αυτό το πράγμα;

Σ.Κ.:

Και να σου πω; Όταν πέθανε ο μπαμπάς μου -θεός 'γχωρέστον- όταν πέθανε ο μπαμπάς μου, ήταν ένας κύριος που ήταν στο ορφανοτροφείο μαζί κι έκλαιγε λες κι έχασε τον αδερφό του. Α[01:00:00]υτό μόνο έχω να σου πω. Τα παιδιά ήταν πολύ αγαπημένα μεταξύ τους. Σαν αδέρφια. Σαν αδέρφια.

A.Κ.:

Οπότε, υπήρχε πολύ υγιής ανατροφή και διαπαιδαγώγηση;

Σ.Κ.:

Αν κρίνω από το δικό μου τον πατέρα, ναι.

A.Κ.:

Μου είπατε -οπότε- μου είπατε ότι ο πατέρας σας δεν το έκρυβε ότι ήταν-

Σ.Κ.:

Καλέ, γιατί να το κρύψει; Όχι. Ούτε κι εγώ το κρύβω και το λέω ότι ο πατέρας μου μεγάλωσε σ' ορφανοτροφείο. Δεν είναι κακό. Καλά που υπάρχουν κι αυτά τα ιδρύματα και να σου πω- εντάξει, δε λέω, και σήμερα ακόμη μπορεί κάποια παιδιά να μην βγούνε καλά, αλλά δεν θα τα χαρακτηρίσουμε επειδή είναι από το ορφανοτροφείο. Κι από καλές οικογένειες δε βγαίνουν καλά παιδιά. Αλλά αν δεν ήταν το ορφανοτροφείο σου είπα ότι ο πατέρας μου θα ήταν ένας-  πρόβατα θα έβοσκε. Τί θα γινόταν παραπάνω, στο χωριό εκείνα τα χρόνια;

A.Κ.:

Δεν θα υπήρχαν δηλαδή περισσότερες ευκαιρίες.

Σ.Κ.:

Καλέ, όχι. Τίποτε δε θα υπήρχε.

A.Κ.:

Οπότε, το ορφανοτροφείο του έδωσε μία ολοκληρωμένη, θεωρείτε, παιδεία.

Σ.Κ.:

Για εμένα, ναι.

A.Κ.:

Σφαιρική.

Σ.Κ.:

Ε, ναι. Γιατί εγώ που έζησα τον πατέρα μου, αυτό είναι αλήθεια.

A.Κ.:

Πριν που μου αναφέρατε για τον παππού σας, που πέθανε μετά από πάρα πολλά χτυπήματα-

Σ.Κ.:

Καλέ, ναι-

A.Κ.:

Aπό τους-

Σ.Κ.:

Τον δείρανε οι Βούλγαροι.

A.Κ.:

E-

Σ.Κ.:

Εγώ δεν -παρένθεση- η Βουλγαρία, τόσος κόσμος πάει από εδώ στη Βουλγαρία-

A.Κ.:

Ναι-

Σ.Κ.:

Nα το τονίσω αυτό, δεν έχω αναπνεύσει ούτε τον αέρα τους. Έναν παππού τον οποίο δεν τον έζησα.

A.Κ.:

Ναι.

Σ.Κ.:

Έτσι; Έναν παππού τον οποίο δεν τον έζησα. Αλλά από τη Δράμα πολύς κόσμος πηγαίνει στη Βουλγαρία για να πάρει -τί να πάρει, σκόρδα; Έχει και στη Δράμα. Να πάει ν' αφήσει τα χρήματά του στη Βουλγαρία... Εγώ σου λέω ούτε τον αέρα τους έχω αναπνεύσει. Και δε με τραβάει καθόλου. Δε θέλω να πάω.

A.Κ.:

Τί εννοείτε, ούτε τον αέρα τους δεν έχετε αναπνεύσει;

Σ.Κ.:

Δεν έχω πάει στη Βουλγαρία. Και το λέω έτσι. Λίγο πιο... Ούτε τον αέρα της Βουλγαρίας δε θέλω να αναπνεύσω.

A.Κ.:

Δεν το εννοείτε, προφανώς, ρατσιστικά φαντάζομαι. Απλά εννοείτε ότι... Λόγω -το συνδέετε με τα γεγονότα που συνέβησαν με τον πατέρα -

Σ.Κ.:

Ναι-

A.Κ.:

Με τον παππού σας;

Σ.Κ.:

Nαι, ναι. Δεν έχω πάει.

A.Κ.:

Οπότε, αισθάνεστε μέσα σας ότι υπάρχει κάποιο-

Σ.Κ.:

Τώρα γιατί δεν έχω πάει -τι να σου πω- δεν ξέρω.

A.Κ.:

Όχι το για ποιό λόγο απαραίτητα δεν έχετε πάει. Απλά αισθάνεστε το ότι ακόμη υπάρχει μέσα σας από τις εμπειρίες που γνωρίζετε για τον παππού σας και τις βιαιοπραγίες κάποια επιρροή...; Για τον πολιτισμό τους;

Σ.Κ.:

Ίσως. Ίσως. Κάτι μου -κάτι έχω μέσα μου που δε το ξέρω; Τί να σου πω. Δε ξέρω. Δεν έχω πάει και να πω την αλήθεια, δεν λαχταράω να πάω.

A.Κ.:

Αισθάνεστε περήφανη για τον παππού σας που έλαβε μέρος σ' αυτή την εκστρατεία σχετικά με την απελευθέρωση της-

Σ.Κ.:

Μακεδονίας;

A.Κ.:

 Ναι.

Σ.Κ.:

Να σου πω; «Υπερήφανη» λέξη δε μ’αρέσει. Αισθάνομαι τιμή, θα έλεγα, που είχα έναν παππού που ήταν πατριώτης. Που αγαπούσε τη γη που πατούσε. Ήταν πατριώτης.

A.Κ.:

Τον αισθάνεστε, δηλαδή, και σαν ήρωα -θα μπορούσατε να πείτε- για τα εδάφη της Μακεδονίας;

Σ.Κ.:

Τώρα τί να σου πω;  Στο χωριό τον έχουν σαν ήρωα γιατί στη πλατεία του χωριού έχουν ένα... Μία στήλη θα έλεγα, με κάποια ονόματα που έχουν σκοτωθεί απ' τους Βούλγαρους. Μέσα σ' αυτά είναι και του παππού μου. Το «υπερήφανη» δεν το θέλω να τη χρησιμοποιήσω τη λέξη. Χαίρομαι που είχα έναν -που στο DNA μου έχω κάτι απ' αυτόν τον άνθρωπο. Χαίρομαι.

A.Κ.:

Τί θα του λέγατε αν μπορούσατε σήμερα να μιλήσετε μαζί του;

Σ.Κ.:

Tί θα του ‘λεγα; Θα του ‘λεγα: «Παππού, αν χρειαστεί σήμερα, θα ‘κανα και εγώ το ίδιο».

A.Κ.:

Εννοείτε με σκοπό την απελευθέρωση της χώρας;

Σ.Κ.:

Ναι. Τώρα, άμα ‘ρθουν και μου κατακτήσουν τη Δράμα, εγώ τί θα κάνω; Θα κάτσω με σταυρωμένα τα χέρια και -και θα- τί θα κάνω; Δε θα κάτσω με σταυρωμένα τα χέρια. Κάτι θα κάνω. Έτσι νιώθω ότι δε θ' αρκεστώ στο «επαναπαύεστε». Ή ήρθε ο εχθρός να τον χειροκροτήσω. Όχι.

A.Κ.:

Οπότε, θεωρείτε ότι αυτή την αίσθηση την έχετε περισσότερο λόγω και των -της σύνδεσης που αισθάνεστε με τον παππού σας;

Σ.Κ.:

Δεν έχω σύνδεση με τον παππού μου γιατί δεν τον γνώρισα. Δεν τον γνώρισε ουσιαστικά ούτε ο πατέρας μου. Έτσι;

A.Κ.:

Ναι.

Σ.Κ.:

Αλλά θεωρώ ότι είναι μερικά πράγματα που ή τα έχουμε στο DNA μας ή δεν τα ‘χουμε. Δηλαδή κανένας δε γεννιέται προδότης πιστεύω. Το 'χει στο αίμα του. «Εφιάλτης» γίνεσαι γιατί είσαι απ' αυτή την οικογένεια -είσαι- έχεις το DNA αυτό. Έτσι θέλω να πιστεύω.

A.Κ.:

Όταν λέτε «προδότης» τί εννοείτε; Όποιο άτομο... Πώς το εννοείτε προδότης;

Σ.Κ.:

Σου είπα, δεν θέλω να χρησιμοποιήσω τη λέξη «ήρωας». «Ο παππούς μου ήταν ήρωας...» Για εμένα ο παππούς μου έκανε το καθήκον του. Αυτό που άμα χρειαζόταν θα έκανα κι εγώ σήμερα.

A.Κ.:

Ναι.

Σ.Κ.:

Κατάλαβες;

A.Κ.:

Θεωρείτε ότι αυτό θα το κάνατε επειδή έχετε επηρεαστεί από τον παππού σας,  από τις εμπειρίες που έχει-

Σ.Κ.:

Όχι δεν επηρεάστηκα, νομίζω, απ' αυτό. Νομίζω ότι ή το ‘χεις στο αίμα σου -αυτό που σου είπα πριν-

A.Κ.:

Ναι.

Σ.Κ.:

Νομίζω αυτό ή το ‘χεις στο αίμα σου ή δεν το έχεις. Γιατί αν κρίνω από οικογένειες -στα χωριά ξέρεις οι οικογένειες, η μία γνωρίζεται με την άλλη. Γνωρίζει τον παππού, τον γιο, τον εγγονό. Γνωρίζει πράγματα απ' τις οικογένειες. Υπάρχουν μερικές οικογένειες που έχουν κάποια στοιχεία.

A.Κ.:

Ναι.

Σ.Κ.:

Λες: «Αυτός ο άνθρωπος είναι απ' αυτή την οικογένεια. Κοίτα τον. Έτσι κάνουν αυτοί. Αυτή η οικογένεια έτσι κάνει. Αυτή έτσι κάνει». Κατάλαβες; Θεωρώ ότι αυτό το έχουμε στο αίμα μας. Έτσι λέγαμε τότε. Μετά-

A.Κ.:

Ναι, ναι.

Σ.Κ.:

Tο 'χουμε στο αίμα μας.

A.Κ.:

Γενικά, θεωρείτε ότι είναι σημαντικό να καταγράφονται- ιστορίες που αφορούν -ακόμη και ιστορίες κι από τρίτα πρόσωπα- όπως αυτή τη στιγμή διηγείστε εσείς κάποιες εμπειρίες που έχετε ακούσει από τον πατέρα σας σχετικά με τις εμπειρίες του παππού σας και για την απελευθέρωση -

Σ.Κ.:

Ναι, θεωρώ ότι είναι απαραίτητο και πρέπει να μένουν κάποια πράγματα. Θα σου πω. Όταν η εγγονούλα μου μου έλεγε: «Γιαγιά θα μου πεις ένα παραμύθι;» προτιμούσα να της πω την ιστορία του μπαμπά μου με περισσότερες λεπτομέρειες φυσικά και με λίγο σαλτσούλες -έτσι κάπως- για να πάρει χρόνο.

A.Κ.:

Nαι.

Σ.Κ.:

Θεωρούσα ότι ήταν απαραίτητο. Κι όταν κάποια στιγμή έλεγε: «Ξέρω, ξέρω γιαγιά, θα μου πεις της ιστορία του μπαμπά σου». Το είχε μάθει. Ναι. Θέλω να το ξέρει η εγγονή μου. Γιατί εμένα ο παππούς μου -προφανώς δεν ξέρω πότε ήταν γεννημένος. Λογικά θα ήταν πριν το 1900. Είχε πει ο μπαμπάς μου: «Πόσα; 12, 13 χρόνια πολεμούσε ο παππούς;». Γιατί στη Μακεδονία οι Βούλγαροι ήταν πριν απ' το 1900 ακόμη.

A.Κ.:

Ναι, ναι.

Σ.Κ.:

Πριν το 1900 ήταν οι Βούλγαροι. Γι’αυτό οι άνθρωποι μιλάνε την Βουλγαρική γλώσσα. Κατάλαβες;

A.Κ.:

Ναι.

Σ.Κ.:

Πριν απ' το 1900 είχε  Βούλγαρους εδώ. Τέλος πάντων γιατί το’λεγα αυτό; Ξέχασα είμαι και γιαγιά. Α, ναι. Που λέω για την εγγονή μου, που τις τα λέω. Α! Θέλω να πω χρονολογιακά. Δηλαδή, κοίτα τώρα. Εγώ, ας πούμε, έζησα την ιστορία του παππού μου η οποία ήταν το 1900 και κάτι, ας πούμε, έτσι; Το 2021 σήμερα η εγγονή μου, που είναι 13 ετών-

A.Κ.:

Ναι.

Σ.Κ.:

Θα ξέρει πράγματα έναν αιώνα και πριν -ενάμιση αιώνα πριν, ας πούμε, περίπου. Όχι ενάμιση-

A.Κ.:

Μέσα από την προσωπική-

Σ.Κ.:

Από τη γιαγιά της. Θα ξέρει πράγματα εκείνης της εποχής. Είναι κάτι πολύ ωραίο και θεωρώ ότι αυτά πρέπει να μένουνε. Να καταγράφονται και να μένουνε. Γι’ αυτό θεώρησα απαραίτητο να σου μιλήσω για τον μπαμπά μου. Και για τον παππού μου, γιατί όχι;

A.Κ.:

Όταν λέτε αισθάνεστε την ανάγκη να τα αναφέρετε και να τα διηγηθείτε σαν παραμυθάκι στην εγγονή σας. Και για την ιστορία του παππού σας -

Σ.Κ.:

Ναι. Να ξέρουν από που κατάγεται- είναι η σκούφια τους.

A.Κ.:

Της οικογένειας εννοείτε, γενικότερα.

Σ.Κ.:

Ναι. Ε ναι, όταν λέμε είναι-

A.Κ.:

Ναι, το γενεαλογικό -

Σ.Κ.:

Είναι έκφραση που τη χρησιμοποιούμε-

A.Κ.:

Όχι, όχι-

Σ.Κ.:

Και θέλω να ξέρει η εγγονή μου ότι πίσω απ' αυτήν υπήρχαν πολλοί άνθρωποι, που αγωνίστηκαν για αυτή την Ελλάδα-

A.Κ.:

Οπότε, θεωρείτε ότι δεν -όχι ότι δεν αρκούν μόνο τα ιστορικά βιβλία, παραδείγματος χάρη, που διδασκόμαστε στο σχολείο. Απλά θεωρείτε ότι είναι σημαντική κι η προσωπική εμπειρία, που συνδέεται με ιστορικά γεγονότα.

Σ.Κ.:

Ναι. Γιατί υπάρχουν πράγματα τα οποία δεν καταγράφηκαν για «χ» λόγους. Γιατί να μην τα λέει... Και το Ευαγγέλιο δεν -τα είπε ο Χριστός. Κάπου υπήρξαν οι Ευαγγελιστές… Αυτοί που γράψαν τα Ευαγγέλια, τα 4 Ευαγγέλια. Οι Απόστολοι, και λέω «Ευαγγελιστές», οι Απόστολοι και διασώθηκαν. Έτσι, δεν είναι; Ο Σωκράτης δεν έγραψε τίποτε. Καλά που ήταν ο Πλάτωνας που έγραψε πράγματα και διασωθήκαν.

A.Κ.:

Οπότε, πέρα από τα επίσημα βιβλία θεωρείτε ότι είναι-

Σ.Κ.:

Θεωρώ ότι είναι απαραίτητο κάποια πράγματα, γιατί νομίζω ότι  όλα δεν έχουν διασωθεί. Υπάρχουν πράγματα που μας ξεφύγαν. 

A.Κ.:

Oπότε, εσείς το συνδέετε ότι επειδή ο παππούς σας δε κατάφερε κάπου λόγω των περιστάσεων της ζωής και των εποχών τότε-

Σ.Κ.:

Ναι-

A.Κ.:

Προφανώς δεν είχε τη δυνατότητα να καταγραφεί η ιστορία του κάπου-

Σ.Κ.:

Και τί να γραφεί; Ο άνθρωπος είχε να θρέψει πέντε παιδιά, oι καιροί ήταν δύσκολοι. Θα σκεφτόταν κάτι τέτοιο; Ο μπαμπάς μου άλλωστε ήταν πάρα πολύ μικρός. Ενδεχομένως να έχει πει κάποια πράγματα στη μεγαλύτερη αδερφή του μπαμπά μου, η οποία ήταν γεννημένη νομίζω το ‘20, το 1920; Δεν ξέρω, νομίζω. Ναι, το 1920. Η θεία μου η Μαρικά. Έτσι τη λέγανε. Γι’αυτό σου λέω. Πρ[01:10:00]έπει να -μπορεί να είχε πει- αλλά ο μπαμπάς μου ήταν τόσο μικρός που ο καημένος δεν…

A.Κ.:

Θεωρείτε ότι πολλές απ' αυτές τις ιστορίες που σας έχει πει για τον μπαμπά του ή και για τον -για την δική του διαβίωση στο ορφανοτροφείο ή για τη ζωή του πριν το ορφανοτροφείο μέχρι να πάει, θεωρείτε ότι μπορεί κι αυτός να σας τα ‘λεγε, εφόσον ήσασταν μικρή, ως παραμυθάκι;

Σ.Κ.:

Όχι, δεν είχε τη δυνατότητα αυτή να τα πει ο μπαμπάς μου, γιατί σου είπα δούλευε μέχρι το Σάββατο. Τα έχει πει μετά, μετά όταν ήμασταν πιο μεγάλες. Κι όχι συνεχόμενα όπως σου τα είπα τώρα σου το είπα εγώ. Έλεγε διάφορα πράγματα.

A.Κ.:

Τυχαία, και σας ανέφερε κάποιες -

Σ.Κ.:

Ναι, ναι. -

A.Κ.:

Λεπτομέρειες πάνω σε-

Σ.Κ.:

Ναι, έτσι.

A.Κ.:

Γενικότερα τί σας συναρπάζει στις εμπειρίες και του πατέρα σας και του παππού σας... Kι είχατε την ανάγκη να τις εκφράσετε;

Σ.Κ.:

Να σου πω; Είχα την ανάγκη να διασωθεί κι αυτό με τον παππού μου. Γιατί; Για τα χρόνια εκείνα, θεωρώ, ήταν πολύ μεγάλος πατριώτης. «Ν' ανεβεί στο μουλάρι», έτσι έλεγε ο μπαμπάς μου. Προφανώς ήταν μουλάρι. Δε θα ήταν άλογο. Να ανέβει στο μουλάρι εκείνα τα χρόνια από ένα χωριό έξω από τη Δράμα -πόσα χιλιόμετρα είναι από τη Δράμα, να σου πω...

A.Κ.:

Ποιό χωριό;

Σ.Κ.:

Οι Πύργοι. Τώρα είναι 15 σίγουρα 16 -17;  Κάπου εκεί περίπου, 15-17 χιλιόμετρα.

A.Κ.:

Είναι και η ποιότητα των δρόμων.

Σ.Κ.:

Μπράβο. Και εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε και ένας δρόμος όπως υπάρχει σήμερα. Προφανώς οι άνθρωποι -ξέρω γω- από πού πηγαίνανε. Και θεωρώ ότι ήταν πάρα πολύ δύσκολο αυτό. Πρέπει να ήταν πολύ πατριώτης. Μαζί με τον αδερφό του ανεβήκανε στα μουλάρια και πήγαν, κατατάγηκαν εθελοντές στον Ελληνικό Στρατό. Γιατί εμείς, τότε εδώ, είχαμε ακόμη Τούρκους. Εδώ δεν είχε ελευθερωθεί η Μακεδονία. Μέχρι την Λάρισα. Θυμάσαι από την ιστορία. Μέχρι την Λάρισα ήταν η Ελλάδα. Μετά ο Παύλος Μελάς -

A.Κ.:

Και η Δράμα νομίζω,  έχω την εντύπωση,ότι ήταν από τις πόλεις που ελευθερώθηκε.

Σ.Κ.:

Και αυτό μου κάνει εντύπωση. Τόσο πολύ κοιμόνταν εδώ;

A.Κ.:

Έχω την εντύπωση.

Σ.Κ.:

Στη Δράμα.

A.Κ.:

Ναι.

Σ.Κ.:

Και εμένα αυτό μου κάνει εντύπωση. Δηλαδή δεν είχαμε καθόλου επαναστάτες εδώ;

A.Κ.:

Δεν ξέρω.

Σ.Κ.:

 Kαι το θεωρώ. Είμαι περήφανη για τον παππού μου που σου λέω. Δε -ένα χωριό έξω από τη Δράμα- με δεκά -17- χιλιόμετρα έξω από τη Δράμα. Τώρα, τί επιρροές μπορεί να είχε εκείνο το χωριό που προφανώς εκείνη την εποχή δεν είχα καν δρόμο. Θα πηγαίναν οι άνθρωποι με τα γαϊδουράκια τους από μονοπάτια. Υποθέτω, έτσι; Για εκείνη την εποχή, προφανώς, κάπως έτσι θα πηγαίναν οι άνθρωποι. Ξεσηκώθηκαν, πήρε -πώς το έλεγε ο μπαμπάς μου;- το δισάκι του στον ώμο; Το- τί πήρε- ένα ταγάρι; Ξέρω γω; Ένα ψωμί και εκείνο θα ξεράθηκε στο δρόμο μέχρι να φτάσει στη Λάρισα. Φτάνεις εύκολα στη Λάρισα μ' ένα μουλάρι; Κι όμως πήγε, βρήκε τον Ελληνικό Στρατό και κατατάγηκε εθελοντής. Και ναι. Είμαι περήφανη για τον παππού μου. Θα τη χρησιμοποιήσω τώρα τη λέξη. Που κατάγομαι απ' αυτό τον άνθρωπο. Είμαι πάρα πολύ περήφανη.

A.Κ.:

Θα θέλατε να μας πείτε κάτι άλλο; Κάτι που σκέφτεστε εσείς; Που ίσως ν' αφορά τις ιστορίες που μας αφηγηθήκατε και ίσως να το ξεχάσατε;

Σ.Κ.:

Αφού ο μπαμπάς μου ήταν και υπάλληλος στο δασαρχείο, κάναν αναδασώσεις, φύτευαν δέντρα. Ε -τί δέντρα- πεύκα, πολλά πεύκα, στην Αλιστράτη. Στην Αγία Κυριακή, στον Άγιο Μηνά, κάπου εκεί. Κι ο μπαμπάς μου ήταν επιστάτης, εργοδηγός -έιπαμε- εκει στο δασαρχείο κι έπαιρνε και προσωπικό, εργάτες από -σε- κάθε χωριό που ήτανε ο μπαμπάς μου έκανε την πρόσληψη των εργατών. Και όποιος ήθελε δουλειά αφού είχε συμπληρώσει κι ήθελε κάτι παραπάνω ή ό,τι ήθελε, πήγαινε σ' αυτό το μπάρμπα Κώστα και του έλεγε: «Μπάρμπα Κώστα, πες τον Γιώργο να με πάρει στη δουλειά» και ο μπαμπάς μου δε του χάλαγε χατήρι ποτέ. Κι εκείνο που μου κάνει εντύπωση είναι πώς είναι η ζωή των ανθρώπων: ένα ορφανό παιδάκι πάει τσομπάνος στο χωριό, στην Αλιστράτη, και μετά από τσομπάνος γυρνάει, γιατί εκείνα τα χρόνια δεν είχε ούτε δημοσίους υπαλλήλους το κράτος πολλούς- και στο χωριό πήγε σαν δημόσιος υπάλληλος, είχε ένα κύρος, έκανε προσλήψεις εργατών, δουλεύανε μαζί του. Τον παρακαλούσαν τότε γιατί και δουλειά έτσι από το δημόσιο να πας να δουλεύεις να παίρνεις λεφτά έστω σαν εργάτης ή για τρεις μήνες, για τέσσερεις, για πέντε, ανάλογα πόσο κρατούσε η αναδάσωση -δε ξέρω-. Ήταν λίγο δύσκολο. Αλλά ό,τι έλεγε ο μπάρμπα Κώστας,  ο μπαμπάς μου ήταν υπογραφή. Τον έπαιρνε-

A.Κ.:

Οπότε-

Σ.Κ.:

Στη δουλειά.

A.Κ.:

Oπότε, απευθύνονταν κόσμος στον μπάρμπα Κώστα για δουλειά-

Σ.Κ.:

O μπαμπάς μου δεν έλεγε-

A.Κ.:

Κι ο μπαμπάς-

Σ.Κ.:

Όχι ποτέ-

A.Κ.:

Και ο μπαμπάς σας πάντα βοηθούσε.

Σ.Κ.:

Πάντα, Πάντα. Δεν τον ξέχασε ποτέ. Αφού σου λέω. Μας τα είπε κι εμάς. Έτσι λέγεται, αυτός είναι. Δε ξέρω. Ήθελε να τα ξέρουμε.

A.Κ.:

Oπότε, αισθανόταν κάποια υποχρέωση προς τον μπάρμπα Κώστα-

Σ.Κ.:

Και λογικό δεν είναι-

A.Κ.:

Ναι.

Σ.Κ.:

Ναι.

A.Κ.:

Για τις συμβουλές που του έδωσε όταν ήταν μικρός.

Σ.Κ.:

Έτσι είναι. Ο άνθρωπος όταν τρώει ψωμί από κάπου πρέπει να το τιμάει.

A.Κ.:

Ωραία-

Σ.Κ.:

Και να το σέβεται.

A.Κ.:

Ωραία. Τώρα που μας αφηγηθήκατε όλες αυτές τις ιστορίες και του παππού σας και του μπαμπάς σας αισθανθήκατε ότι τις αναβιώσατε κατά κάποιον τρόπο;

Σ.Κ.:

Όχι ακριβώς. Θεωρώ ότι είναι ένα μνημόσυνο σ’αυτούς τους ανθρώπους. Και στον παππού μου και στον μπαμπά μου. Θεωρώ ότι είναι ένα μνημόσυνο, ένα ουσιαστικό μνημόσυνο γιατί μνημονεύονται τώρα. Τώρα τους θυμόμαστε και τώρα μνημονεύονται. Θεωρώ ότι αυτά που πέρασε ο παππούς, θεωρώ και χαίρομαι που καταγράφονται τώρα και θα μείνουν ίσως ξεχασμένα σε ένα συρτάρι.

A.Κ.:

Τί εννοείτε μνημονεύονται; Πώς ακριβώς το εννοείτε; Είναι πολύ όμορφος -πολύ όμορφη- πολύ όμορφος συνειρμός.

Σ.Κ.:

Θεωρώ ότι είναι αληθινό μνημόσυνο όταν θυμάσαι τους νεκρούς. Όταν τους θυμάσαι. Κι επίσης κι ένα άλλο πάλι που έλεγε ο μπαμπάς μου: «Ο άνθρωπος ζει -δε πεθαίνει- μέσα από τα παιδιά του.» Έλεγε, «ζει μέσα από τα παιδιά του.»

A.Κ.:

Οπότε, καταγράφοντας αυτές τις ιστορίες σε μία αφήγηση η οποία γνωρίζετε ότι θα δημοσιευτεί, αυτό σας επηρεάζει κάπως ή θεωρείτε ότι εντείνει τη σημασία των ιστοριών αυτών;

Σ.Κ.:

Όχι, δεν με επηρεάζει καθόλου. Ευχαριστώ πάρα πολύ. Και θεωρώ ότι είναι ένας πάρα πολύ καλός τρόπος να μείνουν κι αυτά τα γεγονότα κάπου. Κι ίσως κάπου, κάποτε να τ' ακούσουν, να τα διαβάσουν κάποιοι- και να ξέρουν ότι μέσα στους απλούς ανθρώπους, πολύ απλούς ανθρώπους υπάρχουν... Ήρωες.

A.Κ.:

Όταν λέτε-

Σ.Κ.:

Υπάρχουν-

A.Κ.:

Μέσα στους απλούς ανθρώπους, εννοείτε άνθρωποι οι οποίοι δεν είχαν τη δυνατότητα να εκφραστούν, να καταγραφούν οι ιστορίες τους επίσημα;

Σ.Κ.:

Ναι, ναι, να καταγραφούν οι ιστορίες τους επίσημα.

A.Κ.:

Οπότε, κατά κάποιον τρόπο αισθάνεστε ως -θα το χρησιμοποιήσω πολύ μεταφορικά- ο αγγελιοφόρος, κατά κάποιον τρόπο, των ιστοριών του πατέρα σας και του παππού σας.

Σ.Κ.:

Ναι-

A.Κ.:

Μέσω-

Σ.Κ.:

Γιατί όχι-

A.Κ.:

Της συνέντευξής μας-

Σ.Κ.:

Ναι, ναι. Και χαίρομαι που υπάρχει αυτή η δυνατότητα. Γιατί...ίσως γίνουν και παράδειγμα και στους νεότερους; Και να -ναι- ίσως γίνουν παράδειγμα και στους νεότερους.

A.Κ.:

Και στους νεότερους όταν λέτε εννοείτε -παραδείγματος χάρη- και στα εγγόνια σας που μου αναφέρατε πριν;

Σ.Κ.:

Kαλέ, εννοείται. Ναι. Και πάνω από όλα στα εγγόνια μου. Βέβαια. Γιατί όχι; Να γίνουν πατριώτες. Είπαμε «πατριώτες».

A.Κ.:

Αισθάνεστε ότι θα μπορούν κάποια στιγμή στο μέλλον να επισκεφθούν τη συνέντευξή μας και να-

Σ.Κ.:

Τι να σου-

A.Κ.:

Ακούσουν σαν παραμυθάκι, σαν μία συνέχεια της -

Σ.Κ.:

Ναι, ναι-

A.Κ.:

Ιστορίας τους-

Σ.Κ.:

Γιατί όχι; Ναι, ναι.

A.Κ.:

Θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο;

Σ.Κ.:

Τίποτε. Να σε ευχαριστήσω.

A.Κ.:

Εγώ σας ευχαριστώ για το χρόνο σας και τις όμορφες ιστορίες που μας διηγηθήκατε.

Σ.Κ.:

Ναι. Είναι πολύ όμορφη ιστορία. Και σου λέω, είναι ενός αιώνα και παραπάνω. Και χαίρομαι πάρα πολύ και σ' ευχαριστώ πάρα πολύ.