Ήθη κι έθιμα της Κάσου στο χθες και στο σήμερα
Ενότητα 1
Παρουσίαση Αφηγήτριας/ Καταγωγή
00:00:00 - 00:02:15
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Γεια σας! Γεια σας! Θα μας πείτε το όνομά σας; Μαστρομανώλη Ευαγγελία, αλλά με φωνάζουνε Λίλα! Λοιπόν, σήμερα είναι Παρασκευή 11/06 το…ο, να μου πεις εσύ, μια πρώτη εμπειρία, που αποκομίζει κάποιος ερχόμενος στο νησί. Δηλαδή, πώς είναι το νησί, η πόλη, το φυσικό περιβάλλον;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Το ταξίδι για την Κάσο
00:02:15 - 00:07:29
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κοίτα να δεις. Καταρχάς, για να έρθεις στο νησί, χαριτολογώντας εμείς λέμε: «Μπαίνεις ξυρισμένος στο καράβι και βγαίνεις αξύριστος!». Γιατί… και πιάνεις την κουβέντα, και χαχαχα και χουχου. Το παιδί μου είναι ξαμολημένο μέσα στο καράβι και κάποιος το κοιτάει, κάπου, κάπως έτσι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Παιδικά και εφηβικά χρόνια στο νησί
00:07:29 - 00:11:20
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τώρα, όταν φτάνουμε στην Κάσο, επίσης θυμάμαι ένα σπίτι κλειστό 1 χρόνο, το οποίο έπρεπε να το ανοίξουμε. Άλλον έναν εφιάλτη! Να τινάξουμε σ…. Τέλεια, τέλεια, τέλεια! Λοιπόν, τι αλλαγές δηλαδή παρατηρείς στο νησί εσύ; Συγκρίνοντας την παλιά κατάσταση, με αυτό που βλέπεις σήμερα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Η ανάπτυξη του νησιού, η καθημερινότητα και η ταυτότητα του νησιού
00:11:20 - 00:13:10
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εντάξει, τώρα έχει πάρα πολλές αλλαγές το νησί, τις οποίες φυσικά εγώ, που είμαι, σε εισαγωγικά, κονζελής, έτσι το λέμε. Κονζελής είναι αυτ…ι, έτσι, της σύνδεσης με την Κάσο. Θέλω να μου πεις, τι παιδικά παιχνίδια παίζατε εσείς, τώρα δεν είστε Αθήνα, είστε καλοκαίρι σε ένα νησί-
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Παιδικά παιχνίδια στο νησί
00:13:10 - 00:15:44
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Παίζαμε, εμείς παίζαμε πάρα πολύ «Λάστιχο»! Πάρα πολύ «Λάστιχο»! Δεν ξέρεις τι είναι το λάστιχο, πάρα πολύ ωραία! Προσπαθώ να το μάθω, επει… απονομή μεταλλίων και τέτοια, οπότε ήμασταν όλοι πάρα πολύ περήφανοι, που παίρναμε μετάλλια. Αυτά. Αυτά σαν παιχνίδια δηλαδή, που παίζαμε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Η ενασχόληση με την λαογραφία της Κάσου
00:15:44 - 00:19:50
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πάρα πολύ ωραία. Τώρα θέλω να μου πεις πώς σου μπήκε το μικρόβιο και ασχολήθηκες με τα λαογραφικά του τόπου; Νομίζω ότι γεννήθηκα με το μι…ρίως πιάτο της- Τόση ώρα λέω... Ωχ Παναγία μου, ναι. Μα αυτό θέλουμε να πείτε. Θα μιλήσετε εσείς, όχι εγώ, σήμερα. Εσύ, Ναι. Όχι εγώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Τα έθιμα στον κύκλο του χρόνου
00:19:50 - 00:26:33
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, ας πιάσουμε τα έθιμα του τόπου, που δεν είναι και ιδιαίτερα γνωστά, δηλαδή εγώ δεν έχω εποπτεία, Ναι. τόση. Ας τα πάρουμε με τη …μετά συνέχιζε και πήγαινε στο επόμενο σπίτι, τού ΄λεγε: «Πώς πήγε η ψαριά σήμερα;», ας πούμε, «Έλα αύριο να φέρεις κάνα ψάρι!», κάπως έτσι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 8
Πανηγύρια
00:26:33 - 00:29:05
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Γιατί είμαστε ζωντανοί άνθρωποι και ζωντανός οργανισμός. Αυτά είναι όσον αφορά στο Πάσχα και τα Χριστούγεννα δεν έχω τόσες πολλές εμπειρίες.…τυξη, πώς το λένε, ανακάτεμα κανένας. Είναι δωρεάν! Δεν πληρώνεις τίποτα! Αν θέλεις, κάποιες μέρες πριν γίνεται έρανος. Βγαίνουνε δηλαδή...
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 9
Μητριαρχική κοινωνία
00:29:05 - 00:30:18
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εμάς, καταρχάς, να πω ότι γενικά υπάρχει μία, θα το ΄λεγα μητριαρχία, ελαφρά μητριαρχία, δηλαδή οι γυναίκες έχουνε πολύ ισχυρή θέση στην κοι…αι, οι άντρες πάνε στο χωριό της γυναίκας τους. Υπάρχει ένα ολόκληρο εθιμικό δίκαιο σε σχέση με τα κληρονομικά, θα το πούμε λίγο πιο μετά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 10
Πανηγύρια
00:30:18 - 00:42:14
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τέλος πάντων, οπότε όσοι είναι σε άλλο χωριό, αλλά η καταγωγή τους είναι απ΄ το χωριό, που κάνει το πανηγύρι, βγαίνουνε στον έρανο. Δηλαδή ε…εις κι ένα αυτοκόλλητο της εκκλησίας ότι ήσουνα εκεί τέλος πάντων, προσκύνησες και τα λοιπά. Αυτό έχει σχέση με τη σύνδεση, που το πέρασα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 11
Τα γλέντια της Κάσου
00:42:14 - 00:56:55
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Έλεγα, λοιπόν, τέλος πάντων ότι γίνονται όλα αυτά και να μιλήσω λίγο για το γλέντι, πώς γίνεται το γλέντι. Εμείς έχουμε... Τα μουσικά μας όρ…κεράσουνε, να τους πούμε μαντινάδες, να χορέψουμε και μετά φύγαμε ας πούμε, έμειναν κι αυτοί γλεντισμένοι και φύγαμε κι εμείς γλεντισμένοι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 12
Έθιμα Γάμου
00:56:55 - 01:14:49
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Στον γάμο έχει πάρα πολλά έθιμα, πολύ έντονα έθιμα. Εγώ, ας πούμε, που είμαι ντόπια, που θεωρώ τον εαυτό μου, έτσι, βέρα Κασιωτίνα, δεν μπορ…στη βάφτιση, αν θέλεις να το κάνεις κασιώτικα, πάλι είναι σαν πανηγύρι δηλαδή. Αυτά γίνονται σε σχέση με τα έθιμα του γάμου, της βάπτισης.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 13
Νεκρικά Έθιμα
01:14:49 - 01:15:40
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τώρα για τα νεκρικά έθιμα, δεν ξέρω κατά πόσο θέλεις να πούμε, για τις κηδείες. Αν έχει κάτι ξεχωριστό, που δεν το συναντάμε στην υπόλοιπη … μπορεί να έχει... Α, έχει! Γι΄ αυτό, επειδή σου λέω, έχω κάνει και μία εργασία γι΄ αυτό, έχει σχέση, κι αυτό δεν το είπα και στους γάμους.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 14
Κεράσματα
01:15:40 - 01:17:31
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Όχι, ναι στον γάμο, στα στρώματα όμως, στο κρεβάτι, και στο πώς το λένε, και στην κηδεία και στα μνημόσυνα υπάρχει εθιμικό σε σχέση με τα κε… σε σχέση με τις κηδείες και τα λοιπά. Φαντάζομαι όλα τα υπόλοιπα, από ό,τι έχω διαβάσει δηλαδή, τα υπόλοιπα πάνω-κάτω τα ίδια είναι. Αυτά!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 15
Εθιμικό Δίκαιο
01:17:31 - 01:21:47
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ωραία! Οπότε, να σταθώ λίγο, σ΄ αυτό, που μου ΄πες πιο πριν. Μου ΄πες θα μου μιλήσεις για το εθιμικό δίκαιο, που στην Κάσο είναι έτσι λίγο …να από άλλο μέρος, παντρευόσουνα ξενικό! Εγώ έχω παντρευτεί Κρητικό, είναι κοντοχωριανός, αλλά ξενικός! Αυτά γενικά, σε σχέση με τα έθιμα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 16
Αρχιτεκτονική: Το κασιώτικο σπίτι
01:21:47 - 01:27:23
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Να πω λίγο και για την αρχιτεκτονική. Εκεί έχω φωτογραφίες να σου δώσω. Η Κάσος, ειδικά μέχρι το 1800... Μάλλον όχι, η Κάσος έχει μία ιδιόρρ…κατασκευές, τις ζωγραφιές με τις πέτρες- Σαν βοτσαλωτό; Το βοτσαλωτό, μπράβο, αυτό! Αυτά. Αυτά είναι η αρχιτεκτονική. Αυτά. Αυτά θυμάμαι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 17
Η εργαδιά (εργασία)
01:27:23 - 01:30:00
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πολύ ωραία! Για να κλείσω σιγά-σιγά, εδώ με τα χρωστούμενά μου. Μου ΄χες πει ότι θα μου μιλήσεις για τα αργάδια; Την αργάδια; Την εργαδιά.…σμένα πράγματα. Τώρα βέβαια, και τότε λένε ότι ζούσαν και 12.000 άτομα, τώρα ζούμε σκάρτοι 1.000. Υπάρχει, ευτυχώς, ακόμα η κτηνοτροφία.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 18
Η σιτάκα, οι κουλούρες και οι μακαρούνες με την σιτάκα
01:30:00 - 01:33:18
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Υπάρχουνε τα παραδοσιακά τυροκομικά προϊόντα. Ένας... Όλοι ασχολούνται με τα τυροκομικά προϊόντα, δηλαδή θα βρεις το παραδοσιακό μας τυρί, α…α πολύ ωραία! Οπότε, για να κλείσουμε σιγά-σιγά, θέλω λίγο τα συναισθήματά σου, τα αισθήματα, που γεννάει για ΄σένα η Κάσος. Τι σου βγάζει;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 19
Αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια στην Κάσο και η πρόσβαση σε αγαθά
01:33:18 - 01:40:48
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κοίτα, φαντάζομαι μετά από μία τέτοια συνέντευξη, έχεις καταλάβει ότι είμαι τελείως ψυχο-, τι να πω; Τέλος πάντων, εμένα ή Κάσος, το ΄πα κα…ηθώ ό,τι καλύτερο, πάντα υγεία και καλή συνέχεια! Ευχαριστούμε, επίσης! Καλή συνέχεια και καλή επιτυχία στο project! Ευχαριστώ πάρα πολύ!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 20
Τα αυτοσχέδια γλέντια και ο αποχαιρετισμός του νησιού
01:40:48 - 01:44:02
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Αυτό που δεν είπαμε καθόλου είναι για τα αυτοσχέδια γλέντια, τα οποία είναι, μπορεί να κάθεσαι στην παραλία και ξαφνικά να πας, να πιείς έν…στην Κάσο λένε έτσι αντίο!». Αυτό. Αυτά ήθελα να πω. Ωραία! Ευχαριστούμε πολύ για τη- Σε περιμένουμε στην Κάσο! Να ΄σαστε καλά! Χαιρετώ!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Γεια σας!
Γεια σας!
Θα μας πείτε το όνομά σας;
Μαστρομανώλη Ευαγγελία, αλλά με φωνάζουνε Λίλα!
Λοιπόν, σήμερα είναι Παρασκευή 11/06 του 2021, είμαι μαζί με την κυρία Λίλα Μαστρομανώλη, ωραία, και βρισκόμαστε στον Νέο Κόσμο. Εγώ ονομάζομαι Άρης Νικάκης, είμαι ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε τη συνέντευξη.
Ωραία!
Λοιπόν, αν δεν έχετε αντίρρηση, κυρία Λίλα, θα πρότεινα να μιλάμε στον ενικό.
Ναι, θα ήτανε πιο εύκολο.
Τέλεια! Λοιπόν, για να αρχίσουμε, θα ήθελα να μου πεις κάποια πράγματα για εσένα, να σε γνωρίσουμε. Μιας και το θέμα μας είναι η Κάσος λίγο να μας πεις, πώς μεγάλωσες; Ποια είναι η σχέση με το νησί;
Ωραία! Εγώ μεγάλωσα στην Αθήνα, αλλά στην πραγματικότητα αισθάνομαι το σπίτι μου, την Κάσο. Δηλαδή, ζω στο σπίτι μου 2 μήνες και τους άλλους 10 μήνες επιβιώνω, για να πάω στο σπίτι μου, τους 2 μήνες, που είμαι στη Κάσο. Μεγάλωσα από γονείς, που είναι και εκείνοι Κασιώτες, και οι 2, και οι 4 παππούδες-γιαγιάδες Κασιώτες, οπότε δεν υπήρχε κάτι άλλο στη ζωή μας, εκτός απ΄ την Κάσο. Ο πατέρας μου ήτανε και... Ο πατέρας μου ήτανε αναμεμειγμένος με το Σύλλογο των Κασίων στην Αθήνα, οπότε ακόμα πιο πολύ έμπαινε το μικρόβιο. Και εγώ είμαι στο χορευτικό του συλλόγου και μετά ήμουνα και υπεύθυνη του συλλόγου του χορευτικού και μετά έκανα κι ένα μεταπτυχιακό και, ναι, μετά έκανα κι ένα μεταπτυχιακό στη λαογραφία σε σχέση με την Κάσο. Και ενδιάμεσα, απ΄ το 1990 μέχρι τώρα, συλλέγω μαντινάδες, οι οποίες λέγονται..., γιατί έχουμε μαντινάδες, όπως έχουνε οι Κρητικοί, αυτοσχέδιες, που γίνονται εκείνη τη στιγμή και εγώ κάθομαι δίπλα σαν τον γραμματικό, όπως με κοροϊδεύουνε, μ΄ ένα χαρτί κι ένα μολύβι και συλλέγω αυτές τις μαντινάδες και τις καταγράφω. Προς το παρόν μέχρι εκεί έχω φτάσει, αργότερα δεν ξέρω τι θα γίνει.
Πολύ δημιουργικό όλο αυτό μ΄ ακούγεται. Έτσι η ενασχόληση με τα του τόπου.
Ναι!
Τώρα θέλω, εγώ που δεν έχω έρθει στην Κάσο, να μου πεις εσύ, μια πρώτη εμπειρία, που αποκομίζει κάποιος ερχόμενος στο νησί. Δηλαδή, πώς είναι το νησί, η πόλη, το φυσικό περιβάλλον;
Κοίτα να δεις. Καταρχάς, για να έρθεις στο νησί, χαριτολογώντας εμείς λέμε: «Μπαίνεις ξυρισμένος στο καράβι και βγαίνεις αξύριστος!». Γιατί είναι, το γρήγορο δρομολόγιο του καραβιού, είναι 17 ώρες, 18, και το αργό είναι από 24 και πάνω. Βέβαια... Όταν κατέβεις, λοιπόν, στο νησί... Μάλλον, για να αποφασίσεις να έρθεις στο νησί, πρέπει εν μέρει, συνολικά να είσαι πολύ αποφασισμένος, δηλαδή: «Τώρα πάμε στο νησί, σ΄ ένα νησί...». Είναι το νοτιότερο νησί των Δωδεκανήσων, όχι της Ελλάδας, είναι πάρα πολύ κοντά στην Κρήτη, είναι 1,5 ώρα, 2,5 ώρες απ΄ τη Σητεία. Κι όταν φτάνεις στο νησί, βλέπεις έναν ξερό τόπο με πολύ ψηλά βουνά. Ένα σημείο του είναι, μόνο το βορινό τμήμα είναι κατοικημένο, όλο το υπόλοιπο δεν είναι κατοικημένο, έχει 5 οικισμούς. Υπάρχουνε άνθρωποι, οι οποίοι έρχονται στην Κάσο και λένε: «Πω, πω! Ήρθα», ξέρω ΄γώ, «στην Κρήτη του '80!». Έχει μία... Είναι απ΄ τα νησιά, που ή θα τα λατρέψεις ή θα τα μισήσεις. Θεωρώ ότι δεν υπάρχει μέση λύση. Έχει μία δικιά του... Έναν δικό του αέρα, εντάξει, τώρα δεν είμαι πολύ αντικειμενική, αλλά αυτά είναι πράγματα, που τά ΄χω ακούσει από άλλους ανθρώπους, δηλαδή έχει έναν δικό του αέρα. Μπαίνεις μέσα και... Καταρχάς, για ΄μένα είναι μικρός παράδεισος, βέβαια, είσαι χαμένος στο πουθενά. Έχει μία φοβερή αύρα και έναν φοβερό αέρα σε σχέση με την αντιμετώπιση των ανθρώπων. Δηλαδή οι άνθρωποι είναι πολύ ανοιχτοί, είναι φιλόξενοι, αν έχεις εσύ διάθεση να γίνεις μέλος της ομάδας είναι πάρα πολύ εύκολο, δηλαδή είναι θέμα ημερών να γίνεις μέλος της ομάδας. Άμα έρθεις με μία κριτική διάθεση, μπορείς να βρεις 100 εκατομμύρια στραβά! Δηλαδή έχει δυσκολίες πολλές. Δεν έχει πάρα πολλές παραλίες. Δεν έχει πολύ καλή, δεν έχει πολύ μεγάλη οργάνωση, μπορεί να πας στην ταβέρνα και να περιμένεις, ξέρω ΄γώ, ένα τέταρτο, για να σου πάρουνε παραγγελία, αλλά μπορείς και στη μισή ώρα να κάθεσαι και να τα πίνεις, ας πούμε, μ΄ αυτόν, που έχει την ταβέρνα, που λέει ο λόγος. Νομίζω είναι θέμα διάθεσης το πώς αντιμετωπίζεις την Κάσο. Έχει μία γραφικότητα, έχει πάρα πολλά έθιμα, που θα τα πούμε μετά, που τα διατηρεί ακόμα. Τον τελευταίο καιρό έχει αρχίσει κι αναδεικνύεται περισσότερο, ως απ΄ αυτούς τους προορισμούς, τους πιο, έτσι, ψαγμένους και το ένα και το άλλο. Αυτά.
Πάρα πολύ ωραία! Θέλω λίγο τώρα, την εμπειρία της Κάσου απ΄ τα παιδικά εφηβικά χρόνια. Δηλαδή, πώς πήγαινες; Τι θυμάσαι; Τι έκανες;
Πω, πω! Καταρχάς, πώς πηγαίναμε. Πηγαίναμε με καράβι. Θυμάμαι, εγώ πήγαινα με τη μαμά μου, τη γιαγιά μου, την αδελφή μου, οι 4 μας. Πηγαίναμε μ΄ ένα καράβι, το οποίο -αυτά που θυμάμαι θα πω τώρα- πηγαίναμε μ΄ ένα ferry boat, όχι ferry boat, μ΄ ένα καράβι, το οποίο το λέγανε «Έλλη». Ο πατέρας μου φρόντιζε να κλείσει την καμπίνα 2 μήνες πριν, για να κλείσουμε την καμπίνα νούμερο 31, τη θυμάμαι ακόμα, η οποία ήτανε τετράκλινη. Δεν θυμάμαι, αν είχε μπάνιο μέσα ή όχι, είναι πολύ πιθανό να μην είχε, γιατί τότε δεν είχανε μέσα ή μπορεί να ήτανε η μοναδική, που είχε τουαλέτα μέσα, δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς αυτήν τη λεπτομέρεια. Θυμάμαι, όμως, ότι είχε κάτι, μια αναθεματισμένη ταπετσαρία με τριανταφυλλάκια, τα οποία, επειδή η μάνα μου μας κλειδαμπάρωνε μέσα στην καμπίνα, τα ΄χα μετρήσει όλα! Και επειδή η γιαγιά μου ήτανε δυσκίνητη, η μαμά μου δεν μας άφησε να κυκλοφορούμε μες στο καράβι. Έχω φάει ώρες μ΄ αυτήν την ταπετσαρία απίστευτες πολλές, γιατί κάναμε και πάνω... Δηλαδή μπαίναμε στο καράβι και κάποια στιγμή θα φτάσουμε στην Κάσο. Μιλάμε για δρομολόγιο, που έπιανε, ξέρω ΄γώ... Έχουμε πιάσει... Κατά καιρούς, έχουμε πιάσει Κύθνο, Φολέγανδρο, καλά Μήλο, Σαντορίνη, Σαντορίνη στάνταρ, Κρήτη στάνταρ, Ανάφη, Σίφνο έχουμε πιάσει. Δηλαδή, το δρομολόγιο ήτανε κρουαζιέρα στο Αιγαίο, για να φτάσουμε στην Κάσο. Θυμάμαι μία χρονιά, που πήραμε το Athens Express και μόνο εξπρές δεν ήτανε! Κλείσαμε, υποτίθεται, την καλύτερη καμπίνα, που ήτανε ψηλά. Και ήτανε μέσα στις λαμαρίνες κι έκανε τόση ζέστη, αφόρητη, τη θυμάμαι αυτήν τη ζέστη. Έχω την αίσθηση ότι περάσαμε 2 βράδια σ΄ αυτήν την καμπίνα, αλλά μπορεί να ήταν απλώς η αίσθηση του ατελείωτου, και κουβαλούσαμε και το πρώτο μου ποδήλατο μαζί. Εντάξει, μετά τα πράγματα γίνανε λίγο πιο καλά, αλλά ακόμα και τώρα το ταξίδι για την Κάσο για εμάς, και γι΄ αυτό... Εμείς δηλαδή τις 18 και τις 24 ώρες δεν τις νιώθουμε τόσο πολύ. Πρώτον, βέβαια, είμαστε εκπαιδευμένοι. Και δεύτερον, γιατί μόλις πατάμε το πόδι μας στο καράβι, έχουμε φτάσει ήδη στην Κάσο! Δηλαδή, με κάποιον συνταξιδεύουμε. Ειδικά, αν είναι και, ξέρω ΄γώ, τέλος Ιουλίου, αρχές Αυγούστου, είναι σίγουρο ότι μέσα στο σαλόνι του καραβιού είναι τουλάχιστον άλλοι 30-40 Κασιώτες, οπότε αρχίζεις και πιάνεις την κουβέντα, και χαχαχα και χουχου. Το παιδί μου είναι ξαμολημένο μέσα στο καράβι και κάποιος το κοιτάει, κάπου, κάπως έτσι.
Τώρα, όταν φτάνουμε στην Κάσο, επίσης θυμάμαι ένα σπίτι κλειστό 1 χρόνο, το οποίο έπρεπε να το ανοίξουμε. Άλλον έναν εφιάλτη! Να τινάξουμε στρώματα, να κάνουμε με το οινόπνευμα όλα τα πλακάκια, εντάξει διάφορα, συνέχεια επισκευές επίσης, γιατί είναι μακριά τα σπίτια και τα τρώει η αλμύρα. Όμως είχα... Ξαναλέω ότι εμένα η Κάσος είναι στο σπίτι μου, οπότε είχα ένα τρομερό αίσθημα ελευθερίας, το οποίο το έχουν ακόμα και τώρα τα παιδιά, δηλαδή τα ξαμολάς κάπου και κάπου είναι τα παιδιά σου ας πούμε, κάπως έτσι. Τι άλλο; Εντάξει είχα παρέες, είχα φίλους, όλη μέρα στη θάλασσα. Από ένα σημείο και μετά η ζωή μας... Αρχικά, η ζωή μας ήτανε, σηκωνόμασταν το πρωί και πηγαίναμε στη θάλασσα, γυρίζαμε το μεσημέρι. 16:00 η ώρα πηγαίναμε, όταν ήμουνα γύρω στα 8, ξέρω ΄γώ, 16:00 η ώρα πηγαίναμε στο Δημοτικό σχολείο, που ήτανε δίπλα. Μαζευόμασταν καμιά δεκαριά παιδιά, παίζαμε λάστιχο, κρυφτό, κυνηγητό. Και 21:00 η ώρα έβγαινε η μάνα στο μπαλκόνι και φώναζε: «Λίλαααα! Έλα μέσα, σκοτείνιασε.» ξέρω ΄γώ, και αντίστοιχα φώναζε οι άλλες μαμάδες. Γύρω στα 15 άνοιξε το κέντρο νεότητας, το οποίο ήταν ένας χώρος, που μαζευόμασταν όλοι πια. 16:00 η ώρα άνοιγε και περιμέναμε στην πόρτα, κι αν αργούσε αυτός, που το είχε, του λέγαμε: «Είναι 16.05, γιατί άργησες;». Πάλι μέχρι τις 21:00, που εκεί μπορούσαμε να παίξουμε, και πινγκ πονγκ και μπάσκετ και να φάμε, δεν έχουμε, κανένας μας δεν έχει ξαναφάει πιο ωραίο τοστ απ΄ αυτό, που τρώγαμε εκεί! Τα τρώγαμε τρία τρία τα τοστ, ήταν τόσο ωραία! Και δεν είναι δική μου εντύπωση, δηλαδή κάποια στιγμή σε μία ανάρτηση στο Facebook, το συζητούσαμε ότι δεν υπήρχε πιο ωραίο τοστ, όσοι έχουμε φάει αυτό το τοστ, δεν μπορούμε να φάμε τίποτα άλλο ας πούμε, κάπως έτσι! Μετά, όταν εγώ έγινα 18, άνοιξε η πρώτη καφετέρια, που ήτανε καφετέρια-ζαχαροπλαστείο, απέξω ήταν οι μαμάδες και από μέσα προσπαθούσαμε εμείς τέλος πάντων, να κάνουμε τα, της αντίστοιχης ηλικίας μας τα πράγματα. Το καλό, επίσης, με το νησί ήτανε ότι εμείς, πού ερχόμασταν από την Αθήνα, αλλά νομίζω και τα παιδιά, τα ντόπια, δεν βιώναμε πάρα πολύ έντονα τα του κλειστού τόπου, δηλαδή, δεν παύει να είναι ένας κλειστός τόπος. Φαντάσου ότι έχει 1000 μόνιμους κάτοικους, σκάρτους, και είναι και απομονωμένο, δεν είναι εύκολο προσβάσιμο. Το αποτέλεσμα, λοιπόν, είναι ότι ναι μεν είχε τα του κλειστού τόπου, το κουτσομπολιό, αλλά, ας πούμε, άμα μίλαγα εγώ με τον Άρη μία [00:10:00]μέρα, δεν σημαίνει ότι παντρευόμασταν κιόλας. Εντάξει, αν τώρα μιλούσαμε κάθε μέρα και ήμασταν όλη μέρα δίπλα-δίπλα, εντάξει υπήρχε φυσικά η αίσθηση ότι: «Ώπα, τι γίνεται εδώ, κάτι παίζεται», αλλά μέχρι εκεί. Αυτά. Μετά, εντάξει, το νησί αναπτύχθηκε πολύ περισσότερο, ανοίξανε τα καφέ, ανοίξανε κάποια κλαμπ, όχι κλαμπ, άνοιξε το μπαράκι ξέρω ΄γώ, το οποίο μπαράκι χώραγε 3 μέσα και 50 στον δρόμο είμαστε. Εντάξει, όλα γενικά, εντάξει, φαντάσου ότι ένα μέρος, στο οποίο πέφτεις ο ένας πάνω..., μάλλον έχει αυτό το ιδιόρρυθμο, ότι, άμα θέλεις, πέφτεις πάνω στον άλλον όλη μέρα, κάθε μέρα. Άμα δεν θέλεις, δεν συναντάς κανέναν. Μη με ρωτήσεις πώς γίνεται αυτό, αλλά πραγματικά υπάρχουνε φορές, που άμα κάτσεις μες στο σπίτι σου, ας πούμε ή κλειδαμπαρωθείς ή κινείσαι διαφορετικές ώρες απ΄ αυτές, που κινούνται όλοι, δεν συναντάς κανέναν και κανένας δεν θεωρεί ότι πρέπει ντε και σώνει, ας πούμε, να τον συναντήσεις. Επίσης, κανένας δεν θεωρεί ότι, επειδή μιλάμε τώρα και είμαστε στην ίδια παρέα, πρέπει και αύριο να είμαστε στην ίδια παρέα. Μπορεί αύριο να είμαστε με μία άλλη παρέα, τουλάχιστον αυτό, που βιώνω εγώ, λέω. Αυτά.
Τέλεια, τέλεια, τέλεια! Λοιπόν, τι αλλαγές δηλαδή παρατηρείς στο νησί εσύ; Συγκρίνοντας την παλιά κατάσταση, με αυτό που βλέπεις σήμερα.
Εντάξει, τώρα έχει πάρα πολλές αλλαγές το νησί, τις οποίες φυσικά εγώ, που είμαι, σε εισαγωγικά, κονζελής, έτσι το λέμε. Κονζελής είναι αυτός, που κάνει το congé του στην Kάσο, τις διακοπές του, κι έχει βγει απ΄ τους Αιγύπτιους της Κάσου αυτό. Δεν θέλω, δεν θέλω να έχει πολύ κόσμο, δεν θέλω να χαλάει η ταυτότητά του, δεν θέλω, δεν θέλω, αλλά κατανοώ ότι αυτό είναι πολύ εγωιστικό εκ μέρους μας, ας πούμε, γιατί το νησί πρέπει να αναπτυχθεί, για να μείνουνε οι άνθρωποι πάνω. Έχει αλλάξει. Έχει αλλάξει σε όλα! Δηλαδή, ακόμα και τα έθιμα έχουνε αλλάξει, ακόμα και οι σχέσεις φαντάζομαι έχουν αλλάξει, το ότι όλη την ημέρα είσαι μ΄ ένα κινητό στο χέρι, ισχύει κι εκεί ας πούμε, ότι έχουν εξελιχθεί οι παραλίες πολύ, σε σχέση με το πώς ήτανε. Αλλά, παρόλο που έχει αλλάξει, ακόμα μένει «πίσω», οπότε δεν χάνει την ταυτότητα του. Έχουμε μία «μεγάλα» κόντρα, να το πω έτσι, ότι φροντίστε να μη χάσει την ταυτότητά του, φοβόμαστε εμείς οι της Αθήνας πάρα πολύ, έχουμε ένα, λίγο: «Εσείς είσαστε μακριά και εντάξει, τα λέτε καλά, αλλά εδώ πρέπει να επιβιώσουμε». Νομίζω, όμως, ότι κατά βάση, άμα δεν κουνάς το δάχτυλο και το παίζεις έξυπνος, γιατί εντάξει, σ΄ όποιον κουνάς το δάχτυλο είναι λογικό ότι θυμώνει, και προσπαθείς λίγο, να εξηγήσεις ότι εγώ σου το λέω, γιατί το ΄χω δει να γίνεται ας πούμε, βγάζεις μία άκρη. Αυτά. Τι άλλο;
Για να κλείσω το πρώτο κομμάτι, έτσι, της σύνδεσης με την Κάσο. Θέλω να μου πεις, τι παιδικά παιχνίδια παίζατε εσείς, τώρα δεν είστε Αθήνα, είστε καλοκαίρι σε ένα νησί-
Παίζαμε, εμείς παίζαμε πάρα πολύ «Λάστιχο»! Πάρα πολύ «Λάστιχο»! Δεν ξέρεις τι είναι το λάστιχο, πάρα πολύ ωραία! Προσπαθώ να το μάθω, επειδή εγώ είμαι γυμνάστρια και δουλεύω σε σχολείο, προσπαθώ να το μάθω στα παιδιά τώρα το «Λάστιχο». Ήταν αυτό το λάστιχο, που βάζουμε τέλος πάντων στα ρούχα και τα λοιπά, το οποίο το είχανε 2 παιδιά στα πόδια τους και πηδούσαμε μέσα, αλλά με πολύ συγκεκριμένους τρόπους. Με νούμερα, με αυτά, με το ένα, με το άλλο, τα οποία το κάναμε και σχεδόν σαν πρωτάθλημα ας πούμε. Το αφήσαμε χθες εκεί και συνεχίζουμε εδώ, από ΄δώ. Και παίζαμε, και αγόρια και κορίτσια, δηλαδή δεν ήτανε καθαρά, τουλάχιστον εμένα η δική μου η παρέα, δεν ήταν καθαρά κοριτσίστικο παιχνίδι, παίζανε και τα αγόρια. Παίζαμε «Κουτσό»... Υπάρχει ένα ολόκληρο βιβλίο από κάποιον, που είναι λίγο πιο μεγάλος από ΄μένα, που έχει όλα τα παιχνίδια, που παίζανε εκείνοι, οι ντόπιοι στην Κάσο και τα λοιπά. Παίξαμε... Εγώ έχω παίξει μια φορά «Βεζίρη», που ο «Βεζίρης» είναι απ' το κότσι του αρνιού, από το κόκκαλο του αρνιού, και το ΄παιξα και στα παιδιά πέρσι, είναι ανάλογα με το πώς θα το ρίξεις, γίνεσαι ή βασιλιάς ή ψωμάς ή κλέφτης ή βεζίρης κι είναι πολύ ωραίο, τρως σφαλιάρες εκεί! Παίζανε μπίλιες, βόλους δηλαδή.
Και ποιος είναι ο σκοπός του «Βεζίρη»; Γίνεσαι 1 απ΄ τα 4...
Γίνεσαι 1 απ΄ τα 4, αν είσαι ο κλέφτης τρως το ξύλο. Ρίχνεις δηλαδή τον «Βεζίρη», σαν ζάρι σκέψου το, μπορώ να στα δείξω αυτά, τα έχω εδώ! Ρίχνεις το κότσι σαν ζάρι, αν τύχει να είσαι βασιλιάς ορίζεις την ποινή, αν είσαι βεζίρης πας τον κλέφτη τον βασιλιά, αν είσαι ψωμάς, πας και λες ότι: «Μου ΄κλεψε, ξέρω ΄γώ 10 ψωμιά και 5 τέτοια» και ο κλέφτης τις αρπάει! Το οποίο, επειδή είναι ζάρι, ελπίζεις ότι γυρίζει η τύχη σου και δεν είσαι μια ζωή κλέφτης ας πούμε. Τι άλλο; Αυτά έπαιζα εγώ κυρίως. Εντάξει, ποδήλατο πολύ βέβαια, κολύμπι πάρα πολύ, μπάλα μέσα στο... Παίζαμε μετά, όταν μεγαλώσαμε παίζαμε μπάσκετ, ποδόσφαιρο. Ποδόσφαιρο, κάναν τ΄ αγόρια πρωταθλήματα και πηγαίναμε εμείς και υποστηρίζαμε την ομάδα. Αυτά. Κάνανε και κάτι, ο σύλλογος των Αθηνών έκανε και κάτι αθλητικούς αγώνες και τρέχαμε, ξέρω ΄γώ, μήκος, τρέξιμο, κολύμβηση και τα λοιπά, και μετά είχανε και απονομή μεταλλίων και τέτοια, οπότε ήμασταν όλοι πάρα πολύ περήφανοι, που παίρναμε μετάλλια. Αυτά. Αυτά σαν παιχνίδια δηλαδή, που παίζαμε.
Πάρα πολύ ωραία. Τώρα θέλω να μου πεις πώς σου μπήκε το μικρόβιο και ασχολήθηκες με τα λαογραφικά του τόπου;
Νομίζω ότι γεννήθηκα με το μικρόβιο! Ναι, δεν ξέρω να σου πω, δηλαδή είναι μία απάντηση, που δεν μπορώ να σου δώσω, γιατί νομίζω ότι όλη μου τη ζωή ήτανε κάτι, που ασχολιόμουνα ας πούμε, και σαν παιδί μου άρεσε πάρα πολύ. Μου άρεσε να πηγαίνω στα πανηγύρια, μου άρεσε να χορεύω, έχω σκηνή... Όχι, το θυμάμαι κι εγώ, ήμουνα, ξέρω ΄γώ, γύρω στα 7-8, μόλις είχα μάθει να, ίσως λίγο παραπάνω, μόλις είχα μάθει να χορεύω. Ο μπαμπάς μου χόρευε, αλλά δεν ήτανε ο τύπος, που θα σηκωνότανε με τη μία ας πούμε, εγώ είμαι, όπου γάμος και χαρά κι η Βασίλω πρώτη, ο μπαμπάς μου δεν ήταν έτσι, ήτανε πιο σοβαρός άνθρωπος και έχει κι έναν πολύ παιδικό φίλο, που κάνουμε όλοι οικογενειακή παρέα και είμαστε στο πανηγύρι της Παναγίας και τους λέω: «Δεν θα φύγετε από ΄δώ, δεν θα φύγουμε από το πανηγύρι, αν δεν σηκωθείτε να χορέψετε και να με χορέψετε εμένα μπροστά!». Γιατί είναι έθιμο τέλος πάντων με τον χορό, σηκώνονται οι καβαλιέροι και καλούνε τη ντάμα. Έπρεπε, λοιπόν, να σηκωθούν οι 2 μπαμπάδες και να καλέσουν εμένα τη ντάμα, το μικρό παιδί, να χορέψω, γιατί αλλιώς δεν έφευγα απ΄ το πανηγύρι! Μετά, κάποια στιγμή, αυτό, που θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικό, είναι ότι κάποια στιγμή είμαστε στην ταβέρνα τέλος πάντων, με τον θείο μου, με την κολλητή μου και τους γονείς της και τρώμε και απ΄ το πουθενά στήνεται ένα γλεντάκι, που αρχίζουν και λέγονται μαντινάδες, φοβερές, φοβερές! Και λέω: «Ρε φίλε, κρίμα είναι που χάνονται αυτές», και παίρνω ένα χαρτί και τις γράφω! Αυτό είναι το 1990, εγώ είμαι, δεν θέλω να πω πόσο είμαι, αλλά τέλος πάντων είμαι μικρή! Δεν είμαι πολύ μεγάλη! Και πιάνω, πιάνω ένα χαρτί και τις γράφω. Και από ΄κει και πέρα άρχισε να μου γίνεται λίγο και εμμονικό, κατάντησε λίγο, έχω καταντήσει λίγο στην εμμονή σ΄ αυτό το πράγμα. Όπου βρισκόμουνα και όπου στεκόμουνα, ήμουνα με το χαρτί και το μολύβι, έγραφα τις μαντινάδες, το οποίο οφείλω να ομολογήσω ότι δεν καθόλου εύκολο! Γιατί κάποιες είναι, όπως μιλάμε εμείς τώρα ας πούμε, λέγεται μια μαντινάδα, οπότε εγώ έπρεπε και να ακούσω και να καταλάβω και να γράφω ταυτόχρονα. Στην αρχή το ΄κανα πιο ερασιτεχνικά, μετά σιγά-σιγά το ΄κανα πιο, δηλαδή έγραφα πού είμαι, ποιοι είναι, ποιος την είπε τη μαντινάδα και τα λοιπά. Μετά πήρα ένα μαγνητόφωνο και άρχισα να... Πήρα κάμερα, είδα ότι δεν βολεύει, γιατί δεν αυτό. Πήρα μαγνητόφωνο είδα ότι δεν βολεύει, γιατί πρέπει να τo ΄χω μπροστά στη μούρη του καθενός, οπότε έτρωγα ξύλο, γιατί χάλαγα το γλέντι. Δοκίμασα διάφορες τεχνικές τέλος πάντων, τελικά κατέληξα σε μία τεχνική, στην οποία κρατάω εγώ το μαγνητοφωνάκι και την ώρα που τη λέει, την ξαναλέω εγώ και την ηχογραφώ και ακούγεται και λίγο πίσω το γλέντι, βέβαια χαλάει το γλέντι, αλλά δεν μπορώ να τα κάνω όλα. Έτσι ξεκίνησα, δηλαδή το πρώτο, του να καταγράψω τις μαντινάδες, ξεκίνησε αυτό σαν σκηνή. Όποιος με δει στον δρόμο, μου λέει: «Κάτσε να σου πω μία μαντινάδα, που είπα τότε.». Τώρα βέβαια, και με το Facebook, έχω τρελάνει το κινητό μου στα screenshots, γιατί κρατάω ό,τι μαντινάδα βρω μπροστά μου στο Facebook και στις αναρτήσεις και τα λοιπά. Με τον χορό, χορεύω από πολύ μικρή. Χορεύω, ναι, δηλαδή κι έμαθα και μόνη μου να χορεύω στην πραγματικότητα, δηλαδή έλεγαν τα βήματα στην αδερφή μου και τα ΄μαθα εγώ κι άρχισα να χορεύω. Αυτά. Τι άλλα; Στο σπίτι μας, δηλαδή, το Πάσχα θα κάναμε τα Κασιώτικα έθιμα, τα Χριστούγεννα θα κάναμε έθιμα, την Καθαρά Δευτέρα θα κάναμε τα κασιώτικα γλυκά. Οι φίλοι των γονιών μου ήταν όλοι Κασιώτες, οπότε δηλαδή και να ΄θελα, δεν είχα... Όχι, η αλήθεια είναι, ξαναλέω, ότι μου άρεσε πάρα πολύ πάντα! Μου άρεσε πολύ! Δηλαδή ήθελα να ΄χω πολύ ενεργή συμμετοχή σε όλα αυτά. Ναι.
Τέλεια! Οπότε ας έρθουμε κυρίως πιάτο της-
Τόση ώρα λέω... Ωχ Παναγία μου, ναι.
Μα αυτό θέλουμε να πείτε. Θα μιλήσετε εσείς, όχι εγώ, σήμερα. Εσύ,
Ναι.
Όχι εγώ.
Λοιπόν, ας πιάσουμε τα έθιμα του τόπου, που δεν είναι και ιδιαίτερα γνωστά, δηλαδή εγώ δεν έχω εποπτεία,[00:20:00]
Ναι.
τόση. Ας τα πάρουμε με τη σειρά, με όσες πιο πολλές λεπτομέρειες, έτσι, μπορείς-
Α, πολύ ωραία-
να θυμηθείς. Να ξεκινήσουμε απ΄ την αρχή, ας πιάσουμε τα έθιμα των Χριστουγέννων της Κάσου.
Λοιπόν, θα σου πω όσα ξέρω, γιατί δεν τα ξέρω όλα, η αλήθεια είναι Χριστούγεννα ας πούμε, δεν έχω κάνει ποτέ στην Κάσο. Των Φώτων, που κοιτούσα προχτές... Καταρχάς, τα γλυκά, που κάνουμε εμείς τα Χριστούγεννα, είναι... Εμείς, γενικά, δεν κάνουμε, ξέρω ΄γω, παραδοσιακά μιλώντας, δεν κάνουμε μελομακάρονα, κάνουμε κουραμπιέδες και κάνουμε και μοσχοπούγκια. Τα μοσχοπούγκια είναι, μοιάζουνε λίγο με τα σκαλτσούνια, τα κρητικά. Δηλαδή, είναι ζύμη με αμύγδαλο και ξηρούς καρπούς γενικά και ζάχαρη πασπαλισμένη από πάνω. Προσπαθώ να σκεφτώ τι κάνουμε τα Χριστούγεννα. Τα Χριστούγεννα... Εμείς δεν κάνουμε... Τι κάνουμε; Γαλοπούλα δεν κάνουνε τα Χριστούγεννα; Ναι, εμείς δεν κάνουμε γαλοπούλα, εμείς κάνουμε αρνί γεμιστό. Γενικά, δεν έχουμε γαλοπούλες στο νησί, ενώ αρνιά είναι κτηνοτροφική περιοχή, οπότε έχουμε πολλά αρνιά, κατσίκια και τα λοιπά. Κάνουμε, λοιπόν, αρνί ή κατσίκι, που αδειάζουμε την κοιλιά του, τη γεμίζουμε με εντόσθια και... Tο γεμίζουμε με σταφίδες και κουκουνάρι και εντόσθια και φτιάχνουμε τον πασπαρά. Το βάζουμε μέσα στον φούρνο να ψηθεί, ιδανικά ο κασιώτικος φούρνος είναι αυτός, ο εξωτερικός φούρνος, ο χωριάτικος, που τον κλείνεις με τον πηλό γύρω-γύρω και τα λοιπά, και τ΄ αφήνουμε να ψηθεί. Κι αυτό είναι το παραδοσιακό φαγητό. Ξέρω ότι των Φώτων, που λένε τα κάλαντα, μετά βγαίνουνε με τις εικόνες, συγγνώμη, πέφτουνε για τον σταυρό και μετά πιάνουν το σταυρό και γυρίζουνε γύρω-γύρω στα σπίτια. Στην πραγματικότητα αυτά ξέρω για τα Χριστούγεννα. Το Πάσχα πάλι δεν κάνουμε σουβλιστό αρνί, κάνουμε αρνί στον φούρνο. Το Πάσχα κάνουμε πολλά έθιμα. Φτιάχνουμε τούρτες. Οι τούρτες είναι σαν τα κρητικά λυχναράκια, κασιώτικα γλυκά, ένα πουγκί, ας το πούμε έτσι, με μέσα μυζήθρα, γλυκιά όμως, που την έχουμε κάνει γλυκιά, γλυκό είναι. Βέβαια, άμα λες στον δρόμο: «Έφαγα 3 τούρτες!», σου λένε: «Πού τις χώρεσε αυτή τις τούρτες;», έχοντας κάτι άλλο στο μυαλό τους. Είναι ένα έτσι, πολύ, πολύ ιδιαίτερο γλυκό. Κάποιοι βάζουνε και γλυκάνισο νομίζω, όχι γλυκάνισο, κάτι άλλο, που το ΄βλεπα, μαυροσίσαμο, αλλά εγώ δεν βάζω. Κάνουμε τους κουκνούκους, που οι κούκνουκες είναι από τη ζύμη, που κάνουμε τις τούρτες, φτιάχνουμε κάποια σχήματα, σκέψου φτιάχνουνε, ξέρω ΄γώ, ανθρωπάκια, καλαθάκια και το κυριότερο, φίδι. Ένα φίδι, που το στόμα του είναι ανοιχτό και έχει ένα αυγό πασχαλινό μέσα. Τα φτιάχνουμε για τα παιδιά τους, της οικογένειας, για να έχουνε γούρι ας πούμε. Και αυτούς τους κουκνούκους, τους τρώμε, όπως εχτές, που ήταν της Αναλήψεως. Τι άλλο κάνουμε; Αχ, και κάνουμε μπουστιά και μπομπάρια. Τα μπουστιά είναι οι κοιλιές του αρνιού γεμιστές με την ίδια γέμιση, σχεδόν, απ΄ τον πασπαρά, και τα μπομπάρια είναι το παχύ έντερο γεμιστό. Λίγο σαν λουκάνικα δηλαδή, αλλά δεν έχουνε... Αυτά τα βράζεις λίγο και μετά τα κόβεις φέτες και τα τηγανίζεις με βούτυρο, μπόλικο! Ναι, μου τρέχουνε λίγο τα σάλια. Την Καθαρά Δευτέρα, τις Απόκριες κάνουμε, από γλυκά, κάνουμε μυζηθρόπιτες, οι οποίες είναι η ίδια γέμιση, που κάνουμε τις τούρτες, αλλά πιο λεπτή ζύμη, τηγανιτά με μέλι και κανέλα από πάνω. Και ξυλικόπιτες, που είναι χωρίς τυρί, είναι ένα στρογγυλό, η ίδια ζύμη ας πούμε, χωρίς τυρί, σαν τα ξεροτήγανα λίγο. Γενικά, το τόξο Κρήτη-Κάσος-Κάρπαθος, παρόλο που η Κάσος-Κάρπαθος είναι Δωδεκάνησα, ακουμπάει στην Κρήτη. Δηλαδή, η νοοτροπία, τρόπος που μαγειρεύουμε, τρόπος που γλεντάμε, μαντινάδες, μουσική, ακούσματα. Είμαστε, δηλαδή, πιο αδελφή μας αισθανόμαστε την Κρήτη από ότι τη Ρόδο σε ορισμένα πράγματα, που είναι Δωδεκάνησα. Κάνουμε, λοιπόν, τις ξυλικόπιτες, που είναι κι αυτές καταπληκτικές. Προσπαθώ να σκεφτώ... Τη δεύτερη μέρα του Πάσχα ή του Άη Γιώργη ανάλογα, βγαίνουνε με τις εικόνες. Βγάζουνε, δηλαδή, τις εικόνες της εκκλησίας, της βασικής εκκλησίας του χωριού, έξω και γυρίζουνε στα σπίτια. Και λένε, έτσι, ένα τρισάγιο τέλος πάντων, πώς το λένε, κάνουνε μια ψαλμωδία μέσα στα σπίτια και οι νοικοκυρές τους κερνάνε και... Συγγνώμη.
Λοιπόν, να συνεχίσουμε. Είχαμε μείνει στα έθιμα του Πάσχα, αν θυμάμαι καλά, ήμασταν εκεί, που ήταν η λιτάνευση των εικόνων.
Ναι, βγάζουνε την εικόνα της εκκλησίας και πηγαίνουνε, είναι την, ή την δεύτερη ή την τρίτη μέρα του Πάσχα, που βγαίνουνε και πάνε στα σπίτια και αγιάζουνε κιόλας τα σπίτια κι όλα αυτά. Τη Μεγάλη Παρασκευή όμως, πάνε στα, που κι εδώ το κάνουν, που πάνε στα μνήματα. Εκεί, στα μνήματα πάνε όλοι! Όλο το χωριό έχει κάποιον σ΄ ένα νεκροταφείο και πάει. Οπότε, είναι ένα, λίγο... Εγώ το βρίσκω πολύ συγκινητικό θέαμα, γιατί είναι όλοι, όλοι οι κάτοικοι του νησιού στην ουσία, μέσα στα μνήματα, ευλογούνε, κάνουν τρισάγιο, για τους πεθαμένους τους. Έχουνε κεράσματα και κερνάνε ο ένας τον άλλον. Και μπορείς να πεις ότι είναι μία σύγκλιση νεκρών-ζωντανών ας πούμε, όπου οι ζωντανοί είναι μαζί με τους δικούς τους, τους νεκρούς, και ταυτόχρονα κάνουνε μία γιορτή, δεν το λες σε καμία περίπτωση γλέντι, αλλά είναι μία γιορτή όλο αυτό. Αυτό. Τι άλλο κάνουνε; Επειδή έχει, είναι 5 χωριά και έχει 3 παπάδες, η περιφορά του επιταφίου, ειδικά στο μικρό χωριό, το Πόλι, απ΄ το οποίο είμαι εγώ, γίνεται 02:00 η ώρα το πρωί. Είναι κι αυτό πάρα πολύ ωραίο! Εγώ θυμάμαι μια χρονιά, που έκανα Πάσχα, επίσης κάτι, που είναι πολύ ωραίο, θυμάμαι μια χρονιά που εγώ έκανα Πάσχα εκεί, που ήτανε ένας παπάς, που τώρα δε ζει ο άνθρωπος. Πέρναγε από τα σπίτια και έλεγε, ξέρω ΄γω, έψελνε, περνάγαμε με την περιφορά του επιταφίου, σταματούσε μπροστά απ΄ το σπίτι, έκανε με το θυμιατό του, θύμιαζε το σπίτι και σού ΄λεγε ξέρω ΄γώ: «Άρη, τι έγινε; Καλά είναι τα παιδιά; Να τους δώσεις χαιρετίσματα!» και μετά συνέχιζε και πήγαινε στο επόμενο σπίτι, τού ΄λεγε: «Πώς πήγε η ψαριά σήμερα;», ας πούμε, «Έλα αύριο να φέρεις κάνα ψάρι!», κάπως έτσι.
Γιατί είμαστε ζωντανοί άνθρωποι και ζωντανός οργανισμός. Αυτά είναι όσον αφορά στο Πάσχα και τα Χριστούγεννα δεν έχω τόσες πολλές εμπειρίες. Ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον είναι ότι έχουμε πάρα πολλά πανηγύρια. Έχουμε 11 πανηγύρια καταμετρημένα τον χρόνο. Ξεκινώντας... Να τα πάω από σεζόν, να τα πάω καλοκαιρινά ας πούμε. Στις 17 Ιουλίου είναι της αγίας Μαρίνας, στις 6 Αυγούστου είναι του Σωτήρα, του Χριστού το λέμε εμείς, στις 15 είναι της Παναγίας, στις 27 είναι το πανηγύρι του αγίου Φανουρίου, ο άγιος Μάμας είναι ένας προστάτης άγιος των βοσκών σ΄ ένα ξωμονάστηρο, που παλιά δεν είχες πρόσβαση να πας, οπότε, ενώ γιορτάζει στις 2 του μήνα, το γλέντι ξεκινάει την 1 το βράδυ και συνεχίζει στις 2 του μήνα. Στις 7 Σεπτεμβρίου είναι της Παναγίας του Ελέρους, που εδώ, στη γειτονιά μου τουλάχιστον, είναι η Αγία Ελεούσα. Νομίζω είναι τα γενέθλια της Παναγίας, δεν επιμένω όμως, που κι αυτό είναι ξωμονάστηρο και ξεκινάει αποβραδίς και τελειώνει την άλλη μέρα. Στις 14 είναι του Σταυρού, που είναι κι ο πολιούχος του νησιού. Δεν είναι ο πολιούχος του νησιού, αλλά του Σταυρού είναι κλειστά όλα τα σχολεία. Μετά είναι στις 10, μισό λεπτό να το θυμηθώ, 14, στις 26 Οκτωβρίου είναι του Αγίου Δημητρίου. Στις 12 Δεκεμβρίου είναι του Αγίου Σπυρίδωνα και το Πάσχα είναι του Αγίου Γεωργίου, που πάλι ο άι Γιώργης στις Χαδιές είναι ένα ξωμονάστηρο, όπου έχουνε κελιά και μένουν εκεί και κοιμούνται και ξεκινάνε αποβραδίς και τελειώνουνε την άλλη μέρα ας πούμε. Ανακάλυψα ότι κάνουνε και στις 21 Μαΐου, του αγίου Κωνσταντίνου, σε ένα εκκλησάκι πιο μακριά από την κατοικημένη περιοχή ας το πούμε έτσι, αλλά είναι πάνω στη θάλασσα και είναι πολύ ωραίο και πολύ γραφικό. Αυτά θυμάμαι, νομίζω τα είπα όλα. Όπου όμως, το πανηγύρι, το πρώτο, το πιο σημαντικό, που διαφέρει από τα υπόλοιπα πανηγύρια στην Ελλάδα, είναι ότι εμάς το πανηγύρι μας γίνεται μέσα στην αυλή της εκκλησίας. Δεν γίνεται στην πλατεία του χωριού, δεν γίνεται στο καφενείο, δεν έχει καμία επιχειρηματική ανάπτυξη, πώς το λένε, ανακάτεμα κανένας. Είναι δωρεάν! Δεν πληρώνεις τίποτα! Αν θέλεις, κάποιες μέρες πριν γίνεται έρανος. Βγαίνουνε δηλαδή...
Εμάς, καταρχάς, να πω ότι γενικά υπάρχει μία, θα το ΄λεγα μητριαρχία, ελαφρά μητριαρχία, δηλαδή οι γυναίκες έχουνε πολύ ισχυρή θέση στην κοινωνία, και παλαιότερα και τώρα, γιατί οι άντρες ήταν ναυτικοί. Οπότε, όντας οι άντρες ναυτικοί, οι γυναίκες έμειναν πίσω και έπρεπε να παίρνουν αποφάσεις για την οικογένεια, έπρεπε να διαχειρίζονται οικονομικά, έπρεπε να πάνε στα χωράφια, έπρεπε να μεγαλώσουν τα παιδιά. Είχαν, λοιπόν, πολύ ισχυρή θέση, χωρίς να αγνοείται ο σύζυγος, δηλαδή δεν κανονίζανε έναν γάμο, ε, του στέλνανε κι ένα γράμμα, ας πούμε, του συζύγου. Αλλά φαντάσου τώρα, να είναι κάτι επείγον, γιατί αυτό το συζητούσαμε και με τη μαμά μου, που η μαμά μου είναι κόρη και σύζυγος ναυτικού, και μου 'λεγε: «Σκέψου τώρα εσύ, να έχεις σκωληκοειδίτιδα και ο μπαμπάς σου να είναι στην Κίνα, δεν μπορούσα να τον πάρω να του πω, να του στείλω τηλεγράφημα, να του πω, μήπως θέλεις να πάμε το παιδί ας πούμε στον [00:30:00]γιατρό και να απαντήσει στο τηλεγράφημα. Ε, τότε», μου λέει, «θα είχες πεθάνει, ας πούμε, εσύ». Οπότε καλούνταν να πάρουν αποφάσεις, ειδικά πιο παλιά βέβαια, πολύ δυναμικές για την οικογένειά τους. Όταν, λοιπόν, παντρεύονται, οι άντρες πάνε στο χωριό της γυναίκας τους. Υπάρχει ένα ολόκληρο εθιμικό δίκαιο σε σχέση με τα κληρονομικά, θα το πούμε λίγο πιο μετά.
Τέλος πάντων, οπότε όσοι είναι σε άλλο χωριό, αλλά η καταγωγή τους είναι απ΄ το χωριό, που κάνει το πανηγύρι, βγαίνουνε στον έρανο. Δηλαδή εμένα, που ο μπαμπάς μου ήτανε από το Πόλι και την Παναγία, αλλά ζούσαμε στο Φρυ, τώρα είναι 3 διαφορετικά χωριά. Όταν το Πόλι ειδικά, που πλέον μετακόμισα στο Πόλι εγώ κι είμαι πολύ χαρούμενη, όταν το Πόλι έβγαινε, όταν του Πολιού οι εκκλησίες κάνανε πανηγύρι -δεν είπα της αγίας Τριάδας και θα φάω ξύλο το πανηγύρι- που είναι στο Πόλι γι΄ αυτό θα φάω ξύλο. Κάτι έλεγα, κάτι ξεχνάω, μ΄ αυτό ανοίγει η σεζόν τέτοια εποχή. Έπρεπε να βγω στον έρανο εγώ στο Φρυ, για να μαζέψουμε λεφτά για το πανηγύρι της Αγίας Τριάδας ας πούμε, ή του Άι Μάμα συνήθως, γιατί της αγίας Τριάδας δεν ήμουνα. Βγαίνουνε, λοιπόν, στα σπίτια, λένε: «Βοήθειά σας, ο έρανος,» κι ο καθένας δίνει ό,τι θέλει. Παλαιότερα το καταγράφαμε για τυπικούς, όμως, λόγους. Τώρα πλέον δεν το καταγράφεις καν, το βάζεις σε ένα κουτί και ό,τι θέλει βάζει ο καθένας. Επίσης, υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι κάνουν προσφορές σε ζώα, σε, ξέρω ΄γώ, σε ρύζι, σε οτιδήποτε τέτοια και στήνεται το πανηγύρι. Το πανηγύρι έχει πάρα πολύ προετοιμασία, οι άνθρωποι του χωριού ξεπατώνονται στη δουλειά. Γιατί πρέπει να καθαριστούν οι εκκλησίες, να καθαριστούν οι αυλές, να ασπριστούνε, να γίνουν ό,τι επισκευές, να πλυθούνε όλα τα πιάτα απ΄ την αρχή, όλα τα ποτήρια, όλα τα μαχαίρια, όλα τα πιρούνια, χαμός! Πρέπει να διπλωθούν οι ντολμάδες. Και ήρθε η ώρα να μιλήσω για τους ντολμάδες. Οι ντολμάδες είναι αυτά, που ξέρετε εσείς με το αμπελόφυλλο, με κιμά όμως, τα οποία όλοι οι υπόλοιποι φυσιολογικοί άνθρωποι τυλίγουνε με ένα αμπελόφυλλο, έναν ντολμά, εμείς με ένα αμπελόφυλλο κάνουμε 3 ντολμάδες ή και 4. Είναι όσο το 1/3 από το δαχτυλάκι μας, ας πούμε, ένας ντολμάς. Είναι τρελή τέχνη, τρελή τέχνη! Υπάρχουνε κοπέλες, οι οποίες μένουν ειδικά πάνω στην Κάσο, που δηλαδή λες, το μηχανάκι δεν μπορεί να το κάνει τόσο γρήγορα, όσο το κάνουν εκείνες. Φοβερές, πάρα πολύ προκομμένες, γενικά οι Κασιωτίνες είναι πολύ προκομμένες και πολύ νοικοκυρές! Οπότε πρέπει να διπλωθούνε, μιλάμε για, ξέρω ΄γώ, 40 κιλά κιμά, που βγάζει 80 κιλά ντολμάδες. Οπότε θέλει χέρια. Αυτό, λοιπόν, που... Αυτό ας πούμε έχει αλλάξει τώρα. Παλιότερα, την παραμονή της, ας πιάσουμε το πανηγύρι της Παναγίας, που είναι το πιο βασικό πανηγύρι. Την παραμονή της Παναγίας μαζευόντουσαν, έχει 2 αυλές η Παναγία, μαζευόταν σε μία αυλή, τάβλες τεράστιες, όλες οι γυναίκες του χωριού και του διπλανού χωριού και του από ΄κεί χωριού και του παραπέρα χωριού, και διπλώναν ντολμάδες! Αυτό το κάνουνε ακόμα, αλλά επειδή το πανηγύρι της Παναγίας έχει πολύ κόσμο, οι κοπέλες του χωριού διπλώνουνε πολλά πριν, κάνουνε την προεργασία ας πούμε, και μετά μένουνε λίγα κιλά, γιατί φοβούνται ότι δεν θά ΄ρθει πολύς κόσμος να βοηθήσει και οι κοπέλες πρέπει να βγάλουνε τη δουλειά αυτή. Λοιπόν, μιλάμε για ατελείωτες τάβλες με ντολμάδες, γιατί το παραδοσιακό πιάτο, που θα βγει την ημέρα του πανηγυριού, είναι κλασικό σε γάμο, βάφτιση, πανηγύρι. Είναι ένα πιάτο με τα ντολμαδάκια, με πατάτες τηγανιτές, με κατσίκι κοκκινιστό και ακόμα μία σπεσιαλιτέ του νησιού, με κόκκινο, από το ζουμί του κατσικιού, που γίνεται κοκκινιστό, βγαίνει το πιλάφι, το κόκκινο πιλάφι με την κανέλα από πάνω. Εντάξει, πρωί-πρωί μας έχει ανοίξει η όρεξη εδώ πέρα, το οποίο πιλάφι... Καταρχάς, το μαγείρεμα γίνεται μέσα στα μαγειρεία της εκκλησίας, μιλάμε για μαντροκάζανα, πραγματικά, κάτι τεράστια καζάνια, που θέλει 2 νταβραντισμένους, για να τα σηκώσουνε. Τα βάζουν στις παρανεστιές, βάζουνε το καζάνι, βάζουνε γύρω-γύρω πηλό, για να μην βγαίνει καθόλου η, πώς τη λένε, η φωτιά. Βάζουν από πίσω τα ξύλα και τα λοιπά. Πρέπει να ξέρεις τη δύναμη της φωτιάς, που πρέπει να έχεις από κάτω, δηλαδή είναι συγκεκριμένοι αυτοί, που μαγειρεύουνε κάθε φορά. Και όταν το βγάζεις το πιλάφι, επειδή θέλεις πιλάφι μελωμένο, τύπου ριζότο ας το πούμε έτσι, βλέπεις ένα πιλάφι, το οποίο έχει μία στρώση ζουμί και μέχρι να σερβιριστεί όλο αυτό το πιλάφι, η στρώση, το ζουμί, το έχει πιει το πιλάφι κι έτσι έχεις μελωμένο μέχρι το τελευταίο, μέχρι τον πάτο πάτο του καζανιού. Αφού, λοιπόν, ετοιμαστούν τα φαγητά, αφού έχει γίνει, το προηγούμενο βράδυ έχει γίνει η προετοιμασία, έχουνε διπλωθεί οι ντολμάδες, έχεις πάει στην εκκλησία, έχει γίνει η αυτή, έχουνε πάει στα μνήματα, έχουμε κάνει τρισάγιο. Όταν τελειώνει η παραμονή, έρχονται τα όργανα και αρχίζει το γλέντι. Να πω μετά για το γλέντι, να πω τώρα για όλη την υπόλοιπη διαδικασία και να πω, γιατί τα γλέντια πάνω-κάτω είναι στην ίδια φιλοσοφία. Το πρωί, λοιπόν, πας στην εκκλησία, φοράς τα καλά σου, πας στην εκκλησία. Αλλά μέσα τα καζάνια, τα μαγειρεία βράζουνε ας πούμε. Αρχή, έχουν αρχίσει... Α, να πω και κάτι άλλο, μαγειρεύουν οι άντρες! Τις περισσότερες φορές το κομμάτι μαγείρεμα, το ΄χουν οι άντρες, δεν το ΄χουν, δεν θα δεις γυναίκα πάνω απ΄ το μαντροκάζανο να ανακατεύει, ας πούμε το πιλάφι, θα δεις άντρα. Και μεγάλους και ευτυχώς και πιο νέα παιδιά, βλέπεις ότι σιγά-σιγά και τα πιο νέα παιδιά το παλεύουν. Οι γυναίκες, όμως, βέβαια, έχουνε κι αυτές ενεργή συμμετοχή, το προηγούμενο βράδυ έχουνε κάνει 50 κιλά κεφτέδες ας πούμε και τα ΄χουν ετοιμάσει, για να τηγανιστούνε, έχουνε κόψει όλες τις πατάτες, έχουνε κάνει, παλιά κάναμε και μπουστιά, τώρα δεν κάνουν πια, δεν είναι τόσο εύκολο, είναι πολύ μπελαλίδικο. Τέλος πάντων, αφού λοιπόν, είναι η ώρα που έχει τελειώσει η εκκλησία, έχεις πάρει τον άρτο σου, που κι ο άρτος είναι πολύ χαρακτηριστικός, με γλυκάνισο κι έτσι... Εμένα μου φαίνεται διαφορετικός, τώρα δεν έχω ψάξει και σ΄ όλη την Ελλάδα, αλλά όλα διαφορετικά μου φαίνονται κι όλα πρωτότυπα. Πάντως ότι άρτο έχω φάει, που μου ΄χουνε φέρει, που έχει τύχει να είμαι, δεν έχει καμία σχέση μ΄ αυτό, που τρώμε εμείς σαν άρτο. Εν τοιαύτη περιπτώσει τελειώνει αυτό τέλος πάντων. Και ήρθε η ώρα για το σερβίρισμα του φαγητού. Το σερβίρισμα του φαγητού έχει πάλι την δική του ιδιαιτερότητα, γιατί γίνεται σε αλυσίδες. Τι εννοώ; Εννοώ ότι, αν είσαι στο πανηγύρι της Παναγίας, μπορεί να πας σε έναν ιδιαίτερο χώρο, που έχουνε σαν τραπεζαρία, που εκεί ήταν το παλιό, το πρώτο σχολείο της Κάσου, στην εκκλησία της Παναγίας, κι έχει διατηρηθεί στο περίπου αυτή η αίθουσα, όχι αυτούσια, άλλα... Εκεί έχουνε μεγάλες τάβλες και κάθεσαι και τρως. Αλλά σε όλα τα υπόλοιπα πανηγύρια το φαγητό σου σερβίρεται στα πόδια σου. Λοιπόν, για να σερβιριστεί στα πόδια σου, οι άντρες πάλι κάνουνε μία αλυσίδα ο ένας δίπλα στον άλλον και φεύγει... Φαντάσου ότι η αλυσίδα ξεκινάει μέσα απ΄ τα μαγειρεία, δηλαδή εγώ είμαι στο καζάνι με το πιλάφι, βάζω το πιλάφι, σου δίνω το πιάτο, βάζει τον ντολμά, σου δίνω το πιάτο, βάζεις τις πατάτες, σου δίνω το πιάτο, βάζεις το κρέας, σου δίνω το πιάτο, βάζεις την κανέλα, σου δίνω το πιάτο, βάζεις το αλάτι. Και αυτό το πιάτο φεύγει και αρχίζει και πηγαίνει χέρι-χέρι σε όλους, όσους είναι όρθιοι και κάνουν αλυσίδα μέχρι να φτάσει στα πόδια σου και να το φας. Είναι... Είναι δηλαδή μια εικόνα, που είναι πάρα πολύ ωραία! Πάρα πολύ διαφορετική! Έχει τη δική του τάξη, πειθαρχία και τα λοιπά, ιεραρχία, που δεν ξέρω, όχι, ιεραρχία δεν έχει, εμάς δεν είναι ιεραρχικό γενικά τίποτα στο πάρτι, στο γλέντι και τέτοια. Αλλά θα δεις τον 50 χρονών με τον 15, τον 80 με τον 20, όλοι μαζί δίπλα, ο ένας δίπλα στον άλλον μοιράζονται. Και με τον ίδιο τρόπο στην ουσία επιστρέφουνε και τα άδεια πιάτα. Δηλαδή πάρε το γεμάτο, φέρε μου το άδειο, να το πάμε πίσω. Έτσι μοιράζουνε και το ψωμί... Όχι, το ψωμί, συγγνώμη, με μεγάλα καλάθια περνάνε και στο δίνουνε πριν. Από όλα αυτά, σου ξαναλέω, δεν πληρώνεις τίποτα. Και έχουνε και δωρεάν κρασί. Τα τελευταία χρόνια έχουνε μπει -είναι αυτές οι αλλαγές, που λέγαμε- έχουνε μπει και τα αναψυκτικά και άμα θες να πάρεις, ξέρω ΄γώ, μπύρες και το ουίσκι και σε κάποιες περιπτώσεις και τα λοιπά, αλλά κατά βάση είναι, αν δηλαδή δεν θέλεις να πάρεις τίποτα άλλο, είσαι καλυμμένος. Κι αφού φας και τελειώσει αρχίζει το γλέντι. Της Παναγίας είναι ολοήμερο γλέντι, ολοήμερο πανηγύρι, δηλαδή ξεκινάει απ΄ το πρωί μέχρι το βράδυ, της Παναγίας και της αγίας Μαρίνας, τα υπόλοιπα είναι απογευματινά γλέντια. Στης Παναγίας τώρα το μεσημέρι, επειδή υπάρχει η πρόσβαση με τ΄ αυτοκίνητα και τέτοια, πολύς κόσμος θα φάει και θα φύγει και θα γυρίσει πιο αργά το βράδυ. Είναι λίγο αυτό στενάχωρο ας πούμε, σε στεναχωρεί, γιατί και τα όργανα είναι κάτω από τον ήλιο συνέχεια και παίζουνε και δεν υπάρχει μεγάλη ανταπόκριση. Αλλά τέλος πάντων, δυστυχώς οι αλλαγές, είναι κάποιες αλλαγές, που... Οι αλλαγές γενικά φέρνουν... Μάλλον, η εξέλιξη φέρνει αλλαγές, κάποιες είναι πιο πετυχημένες, κάποιες είναι λιγότερο πετυχημένες, αλλά δεν μπορούμε να επιλέγουμε τι αλλαγές θα έχουμε. Αυτά σε σχέση... Α, και αργότερα κερνάνε μεζέδες. Οι μεζέδες είναι κεφτέδες, συκώτι, ντολμάδες, πατάτες, αν έχουνε μπουστιά, τους οποίους τους κερνάνε, έρχεται, το αυθεντικό κέρασμα είναι ότι έρχεται ο ένας κρατώντας ένα ποτήρι με κρασί και σου δίνει να πιείς, παλιότερα σου δίναν απ΄ το ίδιο ποτήρι, όλοι απ΄ το ίδιο ποτήρι πίναμε, απ΄ το ίδιο πιρούνι τρώγαμε, τώρα σιγά-σιγά, εντάξει, με τα πλαστικά ποτήρια κι αυτά είναι λίγο πιο... Έχει, όμως, κι αυτό τον συμβολισμό του, τον συμβολισμό της ενότητας, δηλαδή δεν μπορείς να πεις ότι, εντάξει, ναι δεν είναι πολύ ωραίο να πίνεις από ένα ποτήρι, που [00:40:00]έχουνε πιεί άλλοι 50 ας πούμε, αλλά είχε τον συμβολισμό του αυτό το πράγμα. Και σε κερνάνε τέλος πάντων, κρασί, μεζέ. Παλιότερα επίσης, σου δίνανε τον μεζέ στο χέρι, δηλαδή, πάρε έναν μεζέ και σου δίναν το πιρούνι κι έτρωγες εσύ αυτόν τον μεζέ, αλλά θα περνάγανε συνέχεια, δεν είναι ότι θά ΄τρωγες έναν μεζέ. Τώρα, ειδικά στο πανηγύρι της Παναγίας, αφήνουνε πιάτα με μεζέδες παντού σε όλες τις παρέες και τρώμε. Τρώει ο κόσμος δηλαδή. Α, επίσης, ήθελα να πω ότι πάλι υπάρχει η σύνδεση μεταξύ νεκρών και ζωντανών, γιατί, όταν έχεις χάσει ένα δικό σου πρόσωπο και είναι ή είναι απ΄ το χωριό ή μόλις το έχεις χάσει και μόλις έχει σαραντίσει ή τέλος πάντων εσύ το αισθάνεσαι έτσι, φτιάχνεις μία μεγάλη πιατέλα με γλυκά και τα κερνάς την ώρα, γιατί την ώρα που... Όταν το πρωί, όταν γίνεται η λειτουργία, μετά βγαίνει η εικόνα έξω στην αυλή, για να προσκυνήσουνε όλοι. Περνάει, λοιπόν, όλος ο κόσμος σε σειρά, προσκυνάει την εικόνα, βάζει τον οβολό του, τέλος πάντων, στην εικόνα, δίπλα είναι ο πάπας, ο οποίος δίνει στον κάθε έναν ψωμί βουτηγμένο στο μέλι, αραιωμένο όμως το μέλι, σαν ευλογία, που κι εκεί, άμα θέλεις δίνεις έναν οβολό του παπά και δίπλα ακριβώς υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι κερνάνε γλυκά, συνήθως είναι εις μνήμην κάποιου. Δηλαδή και εμάς, όταν ο μπαμπάς μου πέθανε, γιατί πέθανε στην Κάσο τέλη Ιουλίου, παρόλο που το κάναμε πιο έγκαιρα από ό,τι έπρεπε, ανήμερα της Παναγίας στείλαμε έναν δίσκο με γλυκά και τα κεράσαμε εις μνήμη του πατέρα μου. Αυτό μπορεί να γίνει και μετά από, ξέρω γω, 1 χρόνο, δεν είναι υποχρεωτικό, δηλαδή πρέπει να γίνει μέσα στις 40 μέρες, στους 3 μήνες και τα λοιπά. Μου είπανε ότι γίνεται και για χαρές, εγώ για να πω, δηλαδή εγώ για να πω την ειλικρινή μου αλήθεια, δεν έχω δει ποτέ για χαρές! Έχω δει μόνο για εις μνήμην κάποιου ας πούμε. Οπότε περνάς, παίρνεις τον άρτο σου και παίρνεις και 1, 2 γλυκά ανάλογα με το πόσοι δίσκοι είναι, που περνάνε. Και παίρνεις κι ένα αυτοκόλλητο της εκκλησίας ότι ήσουνα εκεί τέλος πάντων, προσκύνησες και τα λοιπά. Αυτό έχει σχέση με τη σύνδεση, που το πέρασα.
Έλεγα, λοιπόν, τέλος πάντων ότι γίνονται όλα αυτά και να μιλήσω λίγο για το γλέντι, πώς γίνεται το γλέντι. Εμείς έχουμε... Τα μουσικά μας όργανα είναι λύρα και λαούτο. Τα τελευταία χρόνια, μάλλον παλιότερα, λένε ότι είχαμε και σαν κανονάκι, το οποίο όμως δεν ήτανε παραδοσιακό κασιώτικο, αυτός είχε έρθει από αλλού και έπαιζε όμως και είχε μπει μέσα στο κλίμα, τέλος πάντων της Κάσου. Κάποιος, κάποια στιγμή, μου ανέφερε ντενεκέδες, δεν ξέρω κατά πόσο είναι φερέγγυα αυτά, δυστυχώς δεν υπάρχουνε πολλές γραπτές μαρτυρίες για αυτά, δηλαδή κι όταν έψαχνα εγώ, δεν βρήκα πολλά πράγματα. Και κάποια εποχή υπήρχε και η τσαμπούνα, η τσαμπούνα είναι γνωστό μουσικό όργανο φαντάζομαι, τέλος πάντων υπήρχε και η τσαμπούνα, μετά δεν υπήρχε η τσαμπούνα. Τώρα, επίσης για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα έκανε αρκετά μεγάλη κοιλιά το θέμα των μουσικών οργάνων, δηλαδή δεν υπήρχαν τόσοι πολλοί οργανοπαίκτες, υπήρχαν κάποιοι συγκεκριμένοι, κάποιες φορές, για χ, ψ λόγους, δεν καταφέρνανε να παίξουνε, στην Αθήνα δεν μπορούσαμε να βρούμε κάποιον να μας παίξει, ήτανε λίγο μαρτύριο όλο αυτό. Τα τελευταία 10 χρόνια έχει γίνει μια φοβερή έκρηξη, με νέα παιδιά 18, 20, 15, 22, τα οποία έχουνε μπει πολύ βαθιά στην παράδοση της Κάσου και παίζουνε και κάνουνε γλέντια και λένε μαντινάδες και το ένα και το άλλο. Έχουνε βοηθήσει κι οι παλιοί βέβαια, γιατί τους μάθανε, τους κάναν τους δασκάλους και τους μάθανε, τα ΄χουνε από κοντά. Και το αποτέλεσμα είναι ότι τώρα έχουμε πολλά νέα παιδιά, που παίζουνε, κι αυτό είναι πάρα πολύ ωραίο και είμαστε, έτσι, πάρα πολύ χαρούμενοι εμείς, που -βάζω και τον εαυτό μου μέσα- που ασχολούμαστε με όλα αυτά και θέλαμε, είχαμε πολύ μεγάλη αγωνία για την παράδοση, ας πούμε, και θέλαμε πάρα πολύ να διατηρηθεί όλο αυτό. Μας έχουν βάλει τα γυαλιά και είμαστε πολύ χαρούμενοι όλοι! Τα φοράμε πολύ περήφανα τα γυαλιά, που μας έχουνε βάλει! Εν τοιαύτη περιπτώσει, ξεκινάει λοιπόν, κάθονται η λύρα και το λαούτο, επειδή είναι πανηγύρι, έχει ηχεία, έχει. Παλαιότερα δεν είχε, γι΄ αυτό το λέω, λογικό είναι ότι τώρα πια έχει. Κι αρχίζουνε σιγά-σιγά με σκοπούς. Η Κάσος έχει 65 σκοπούς και 2 χορούς στην πραγματικότητα. 2 δικούς τους χώρους και χορεύουνε και... Τώρα έχουνε μπει πολύ δυναμικά τα κρητικά, χορεύουνε και καλαματιανά, χορεύουνε και συρτά. Βέβαια, στη λαογραφία μαθαίνουμε ότι η παράδοση είναι κάτι, που επαναλαμβάνεται 10 χρόνια συνεχόμενα, οπότε, πλέον, μπορούμε να πούμε ότι και το καλαματιανό και το συρτό είναι παραδοσιακός κασιώτικος χορός. Θα σού ΄λεγα, εν μέρει και τα κρητικά, αλλά τέλος πάντων, ακόμα δεν έχει περάσει, νομίζω, τόσο δυνατά η δεκαετία. Αλλά ξεκινάει με μαντινάδες, δηλαδή στο γλέντι του πανηγυριού θα ξεκινήσει με μαντινάδες και οι μαντινάδες θα είναι για τον άγιο. «Ω, πέρα Παναγία μου έβγα απ΄ το θρονί σου, να δεις τι γίνεται απόψε στην αυλή σου!» «Να δεις γλέντι, που γίνεται, απόψε στην αυλή σου!», ας πούμε. Ή «Εύχομαι να τους προσέχεις όλους», τώρα φυσικά δεν μου ΄ρχεται καμία μαντινάδα στο μυαλό, αυτήν τη στιγμή. Ναι. Για να δω, ένα λεπτό να δω, μήπως μπορώ να βρω καμιά. Μετά, από ΄κεί και πέρα οι μαντινάδες πάνε παραπέρα και μιλάνε για πάρα πολλά θέματα, δηλαδή εξαρτάται από τι ανατροφοδότηση παίρνεις απ΄ το κοινό ας το πούμε έτσι. Δηλαδή ξεκινάνε οι 2, που λένε μαντινάδες, οι 2-3, όποιος παίζει, αλλά από ΄κεί και πέρα ανάλογα με το, αν θέλει κάποιος να πει μια μαντινάδα, σηκώνεται πάνω και τη λέει τη μαντινάδα. Συνήθως ξεκινάει ως θέμα η Παναγία, δεν θα σηκωθεί δηλαδή κάποιος να πει κάτι άλλο ή θα πει κάτι, μετά μπορεί να πάει λίγο παραπέρα και να μιλήσουνε για την Κάσο. Δεν θα μιλήσει, δεν θα βγει να πει έχω θέματα, προβλήματα ξέρω ΄γώ, και να τα πούνε εκείνη την ώρα. Εννοείται ότι και αυτό, που ψάχνω, δεν μπορώ να βρω μαντινάδα για την Κάσο, για το πανηγύρι. Τέλος πάντων. Και μετά, θα παίξουνε χορό, θα τραγουδήσουνε, θα παίξουνε χορό, θα παίξουνε χορό και κάποια στιγμή πια, το γλέντι καταλαγιάζει ας το πούμε έτσι και είναι η ώρα για το, «καθιστό γλέντι». Δηλαδή είναι η ώρα, που θα αρχίσουνε οι μαντινάδες, θα αρχίσει να «μαντιναΐζουν», έτσι το λένε. Που εκεί πραγματικά, αν έχουνε, επειδή είναι ζωντανός οργανισμός και είναι άνθρωποι και είναι αυτοσχεδιασμός, μπορεί να γίνει σούπερ γλέντι και να μη θες να τελειώσει και μπορεί να λες: «Παναγία μου, τι ακούω σήμερα;», ας πούμε. Αν γίνει ένα σούπερ γλέντι, μιλάμε για ένα γλέντι, το οποίο διαρκεί ώρες. Δεν προλαβαίνεις να καταλάβεις τι γίνεται, τα πώς τα λένε; Η ανταλλαγή μαντινάδων. Ξεκινάει από την Παναγία, μετά πάει στην Κάσο, μετά αρχίζει: «Αχ, Άρη μου, που ήρθες, κάτσε να μας πεις μια μαντινάδα». Μετά θα πει ο Άρης μία μαντινάδα και θα πει: «Αχ, πόσο χαρούμενος είμαι, που είμαι εδώ. Μακάρι να μπορέσω να ξανάρθω». «Αχ, πόσο πολύ σε θέλουμε να ξαναρθείς». «Αχ, τι ωραία, τι καλά», ας πούμε και τα λοιπά. Μετά μπορεί να γίνει το πείραγμα, ξέρω ΄γω, που «Θυμάσαι πριν 15 χρόνια, που ήμασταν μαζί φαντάροι, που αχ, ρε φίλε μου Άρη», ας πούμε. «Ναι θυμάμαι, που εσύ κυνηγούσες τα κοριτσάκια κι εγώ έκανα την αγγαρεία«, ας πούμε. «Μα εγώ είμαι πιο ωραίος, εσύ είσαι πιο άσχημος». Επιτρέπονται τα πάντα! Εννοείται, βέβαια, δηλαδή εγώ δεν έχω δει ποτέ να ξεφεύγουνε, αλλά μπορώ να σου κάνω πλάκα και να σου πω, που ξέρω ΄γώ, «Είσαι ζαούτα», ζαούτα είναι ότι δεν σ΄ αρέσει το γλέντι, είσαι έτσι βαρύς. «Είσαι -ξέρω ΄γω- κεφάλας, είσαι αγλούπι», που είναι ότι είσαι καραφλός. Του άλλου ας πούμε μια φορά του είπανε: «Όταν σε έφτιαξε ο θεός έσπασε το καλούπι, που επέσαν όξω τα μαλλιά κι απόμεινες αγλούπι!». Εκείνη την ώρα δεν παρεξηγήθηκε ο άλλος, που τον είπανε καραφλό ας πούμε. Μπορεί να τους απάντησε ότι «Εγώ μπορεί νά ΄μαι καραφλός, αλλά είμαι πιο έξυπνος από ΄σας». Αυτά όλα εγώ έχω καταγράψει, ολόκληρη αυτήν τη στιχομυθία, ας πούμε, σε πάρα πολλές περιπτώσεις την έχω καταγεγραμμένη. Λένε κάποιες κλασικές, ας το πούμε έτσι, μαντινάδες της αγάπης ή αστείες, ευτράπελες και τα λοιπά, οι οποίες είναι γνωστές μαντινάδες, δηλαδή κι εγώ, που δεν έχω ξανατραγουδήσει στη ζωή μου και δεν έχω ξανακάτσει, δεν έχω ξανά, είναι η πρώτη μου προσπάθεια, μπορεί να καταφύγω σ΄ αυτές, τις πολύ γνωστές, για να πάρω αέρα και να τραγουδήσω. Επίσης, όταν το γλέντι δεν πολύ τραβάει, πέφτουν αυτές και αρχίζει το κέφι και ζωντανεύει, γιατί τις ξέρουμε όλοι και τις τραγουδάμε όλοι. Ας πούμε μία αστεία είναι αυτό, που λένε: «Τη μάνα σου να την εδώ στο χασαπιό σφαμένη, να την πουλούν κιλό κιλό, κανένας να μην παίρει!». Ή «Είπα κι εγώ να παντρευτώ και πήρα μια γυναίκα», ξέρω εγώ, η οποία όλη τη νύχτα έχει το ιδίωμα να κατουρά τη νύχτα, ας πούμε, κάπως έτσι. Το οποίο δεν είναι... Σαφώς δεν απευθύνεται στη γυναίκα του ας πούμε, είναι, λέω τον καημό μου ας πούμε ή «Ξαναπερνώ το στενό πού ΄χα ορκισμένος, να μην περάσω ζωντανός μήτε και ποθαμένος!», έτσι για την αγάπη. Κάποιες απ΄ αυτές είναι και δάνεια απ΄ την Κρήτη. Δεν μπορείς ποτέ να ξέρεις στον προφορικό λόγο από πού ξεκινάει και πού καταλήγει. Πρέπει να είσαι φοβερός ερευνητής, για να ψάξεις να δεις 50 χιλιάδες χρόνια πριν. Όπως και σκοποί υπάρχουνε δανεισμένοι, δηλαδή έχουμε έναν σκοπό, που τον λέμε «Λιβισιανό», τον οποίο έχουμε ανακαλύψει ότι παίζεται και στο Λιβίσι της Μικράς Ασίας, από το Λιβίσι δηλαδή [00:50:00]έχει πάρει το όνομά του. Είναι πιθανόν να τον άκουσε κάποιος ναυτικός εκεί, να τον αναπαρήγαγε και να τον έφερε; Να τον πήγε εκεί και να τον άκουσαν κάποιοι εκεί; Αυτό δεν μπορούμε να το ξέρουμε με σιγουριά. Να πω για τους χορούς ότι χορεύουμε σούστα και ζερβό. Η σούστα παλαιότερα, γιατί δυστυχώς τώρα δεν τη διατηρούνε, έχει ένα ιδίωμα, δηλαδή παραγγέλνεις τον χορό στα όργανα. Πληρώνεις τα όργανα, για να παίξει τον χορό, σηκώνεσαι, λοιπόν, εσύ και σηκώνονται 2 καβαλιέροι και χορεύουνε. Ο ένας καβαλιέρος, ο μπροστά, είναι ο κάβος και καλεί τις ντάμες. Δεν μπορείς δηλαδή να σηκωθείς να χορέψεις, γιατί: «Έτσι μου την έδωσε και θέλω να πάω να χορέψω». Θα σηκωθεί, λοιπόν, ο πρώτος και θα χορέψει τη γυναίκα του, τη μάνα του, την αδελφή του, πάει και λίγο ιεραρχικά, την ξαδέλφη του, τη μία ξαδέλφη, την άλλη ξαδέρφη, τα σόγια εκεί είναι τεράστια! Αν είναι ανύπαντρος και κάτι παίζει, που είναι όμως πολύ κοντά στο να ανακοινωθεί, θα καλέσει και την άμεσα ενδιαφερόμενη, και μετά θα καλέσει τη γυναίκα του άλλου, του πίσω. Οπότε στην ουσία αυτό είναι το σύνθημα ότι τώρα αλλάζουμε και μένεις εσύ μπροστά κι εγώ πίσω. Κάθε φορά που καλεί μία γυναίκα, πρέπει... Αυτό είναι, είπαμε, ο παλιός τρόπος, πρέπει να πληρώσει τα όργανα. Και πρέπει να πληρώσει τα όργανα κι αυτός, που συνοδεύει τη γυναίκα, δηλαδή, αν καλέσουν εμένα, γιατί είμαι ξαδέρφη, πρέπει ο άντρας μου να σηκωθεί να πληρώσει. Αν καλέσουν την κόρη μου, πρέπει και την κόρη μου να πληρώσει ο άντρας μου. Παλιότερα σφαζόντουσαν για το ποιος θα χορέψει πρώτος, δυστυχώς τώρα αυτό έχει πέσει πολύ το έθιμο, εντάξει, και ο κόσμος και οικονομικά ζορίζεται, είναι ένα... Τα όργανα δεν πληρωνόντουσαν από την εκκλησία, παίρνανε μόνο αυτά τα χαριστικά! Αυτό τώρα έχει αλλάξει, ψάχνουν να βρουν και καινούργιους τρόπους πώς να γίνει τέλος πάντων. Τώρα σηκωνόμαστε όλοι, γιούρια, και συνήθως είναι τα κορίτσια, τα περισσότερα, τα οποία σηκώνονται, αλλά τώρα, ναι, έχουμε λίγο αυτό το θέμα. Στον ζερβό... Ο ζερβός χορεύεται αριστερόστροφα, έχει χιαστί λαβή, είναι όπως το κύμα, που μπαίνει μέσα, βγαίνει... Μάλλον η σούστα είναι όπως το κύμα, που μπαίνει-βγαίνει, ο ζερβός έχει ένα γονάτισμα, έτσι πολύ, πολύ έντονο. Στην αρχή ήτανε, παλιότερα ήτανε, εγώ το πρόλαβα δηλαδή, να παίζει αργό κομμάτι, γρήγορο κομμάτι και μετά ξανά αργό κομμάτι. Τώρα παίζουνε μόνο αργό και γρήγορο συνήθως. Καταλαβαίνεις ότι για να βγεις απ΄ το αργό και να μπεις στο γρήγορο και για να βγεις απ΄ το γρήγορο, ακόμα πιο δύσκολα, να μπεις στο αργό, είναι ακόμα πιο δύσκολο. Το αργό κομμάτι τραγουδάνε, είναι συγκεκριμένο το τραγούδι, τραγουδάει για τον Άη Γιώργη των Χαδιών, που Χαδιές είναι απ΄ το χαϊδεμένος. Είναι ο χαϊδεμένος άγιος των Κασιωτών και γι΄ αυτό έχει βγει Χαδιές και η περιοχή κι όλο αυτό. «Άη μου Γιωργή των Χαδιών βοήθα να γυρίσω, γονατιστός τη χάρη σου να ΄ρθώ να προσκυνήσω!». Και το γρήγορο είναι λίγο σαν ταχτάρισμα, είναι αστείο και λέει: «Το παιί μου τουτουά, πότε είναι τόσο α, κι εγκουίζει και λαλά και φωνάζει και μπαμπά!», τι είπα τώρα; Το παιδί μου αυτό, πώς μεγάλωσε τόσο και κάνει αγκού και μιλάει και φωνάζει και μπαμπά. «Θα το είρω θέλω», θα το δείρω δηλαδή, «Θα το είρο θέλω ΄γώ, με της μύας το φτερό! Θα το είρο θέλω πάλι, με της λύρας το δοξάρι! Ω, ντιρλί ντιρλί ντιρλιά του, κατρουλιές βρωμεί η ποδιά του. Θα του φέρω κάτι τι, λουκουμάκια στο χαρτί. Θα του φέρω κι από ΄κείνα, σιγαρέτα απ΄ την Αθήνα!». Και αυτό όλο το πράγμα ας πούμε, αυτό δηλαδή στον χορό δεν έχει μαντινάδες, μάλλον στο 1 έχει αυτό το τραγούδι, πολύ συγκεκριμένο. Στη σούστα, κατά βάση, δεν έχει μαντινάδες, μπορεί να πούνε μία μαντινάδα για τον πρώτο, που χορεύει ή τι ωραίο ζευγάρι, που χορεύει και τα λοιπά. Ηθικά, δεν έπρεπε να ειπωθεί μαντινάδα για τη ντάμα τότε, τώρα λέγονται βέβαια, τότε δεν έπρεπε να ειπωθεί μαντινάδα για τη ντάμα, γιατί ήτανε προσβολή τέλος πάντων. Θα μπορούσες όμως... Δεν μπορούσες να πεις: «Λίλα, τι καλά που χορεύεις». Μπορούσες να πεις όμως, ότι, «Τι ωραία που χορεύει το πρώτο ζευγάρι, που χορεύει πολύ ωραία» ή «Κασιωτοπούλα να ΄σαι περήφανη, για την καταγωγή σου», αυτό μπορούσε να της απευθύνει τον λόγο, αλλά όχι σε προσωπικό επίπεδο. Έπρεπε νά ΄ναι πιο γενικό. Αυτά έχουνε σε σχέση με το πανηγύρι. Το πανηγύρι μπορεί να τελειώσει 03:00, 04:00, 05:00, το πρωί. Τα πανηγύρια, που γίνονται στα ξωμονάστηρα, στον Άι Μάμα στο Έλερος και στον Άι Γιώργη έχουνε μία, έτσι, διαφορετική εικόνα. Εκεί είχανε κελιά, δηλαδή δωμάτια, στα οποία μπορούσες να πας να μείνεις, γιατί τότε δεν μπορούσες να μετακινηθείς. Παλιότερα φορτώνανε τα γαϊδούρια, τα στολίζανε τα γαϊδούρια και σε παίρνανε τα γαϊδούρια πάνω στις εκκλησίες και στα μοναστήρια. Οπότε, δεν ήταν εύκολο το ανέβα-κατέβα. Πηγαίναν λοιπόν αποβραδίς, στήνανε τις κουβέρτες τους, στα φαγητά τους, τρώγανε και τα λοιπά, για νά ΄ναι το πρωί στη λειτουργία βασικά. Και αφού τρώγανε, σιγά-σιγά στήνανε μικρά, παλαιότερα γινόντουσαν, μέσα στο ίδιο γλέντι, μικρά μικρά γλεντάκια κατά τόπους ας πούμε. Σιγά-σιγά στήνανε, στήνανε, στήνανε χτίσανε πια σάλες και μπαίνει ο κόσμος μέσα στις σάλες. Εμείς σάλα λέμε... Σάλα είναι η αίθουσα, η κλειστή της εκκλησίας. Χτίσαν, λοιπόν, σάλες και μπαίνει ο κόσμος μέσα στις σάλες. Εμένα στο πανηγύρι του Άι Μάμα, γιατί τ΄ άλλα δεν τά ΄χω πολυπρολάβει πολλές φορές, μου ΄χει συμβεί να είμαστε εκεί όλη μέρα, όλη το πρωί, όλη τη νύχτα στη σάλα και να πετυχαίνουμε ηλιοβασίλεμα... Συγγνώμη, ανατολή ηλίου απ΄ το παραθύρι ας πούμε και να σηκωνόμαστε με τα όργανα και να πηγαίνουμε στην εκκλησία και να περιμένει, έχει συμβεί και να περιμένει ο πάπας να τελειώσει το γλέντι, για να χτυπήσει η καμπάνα, μιλάμε για τέτοια κατάσταση. Επίσης, κατά καιρούς, παλαιότερα, γινόντουσαν καντάδες. Φεύγαν απ΄ το γλέντι και πηγαίνανε στο σπίτι της τάδε και..., βέβαια δεν πηγαίνανε μόνο στην τάδε, πηγαίνανε και γύρω-γύρω για ξεκάρφωμα, αλλά στην τάδε καταλήγανε ας πούμε. Το ΄χω κάνει κι εγώ αυτό, το ΄χω πετύχει 2-3 φορές, δεν είναι πια τόσο έντονο. Τώρα οι καντάδες είναι πιο πολύ πειρακτικές ας πούμε και τα λοιπά, για να πάμε στο σπίτι του τάδε, είναι, όχι υποχρεωτικά μόνο να τον πειράξουμε, να τον ξεσηκώσουμε, να μας βάλει μέσα, δηλαδή την άλλη φορά πήγαμε στο χωριό, σ΄ ένα χωριό στο Αρβανιτοχώρι, κάναμε τον γύρο του χωριού, μπήκαμε, ήτανε νιόπαντρο και το ζευγάρι, είχαν έρθει στην Κάσο μετά απ΄ τον γάμο τους, μπήκαμε μέσα, να μας κεράσουνε, να τους πούμε μαντινάδες, να χορέψουμε και μετά φύγαμε ας πούμε, έμειναν κι αυτοί γλεντισμένοι και φύγαμε κι εμείς γλεντισμένοι.
Στον γάμο έχει πάρα πολλά έθιμα, πολύ έντονα έθιμα. Εγώ, ας πούμε, που είμαι ντόπια, που θεωρώ τον εαυτό μου, έτσι, βέρα Κασιωτίνα, δεν μπορούσα να παντρευτώ στην Κάσο, έχει τόσα πολλά έθιμα, που δεν μπορούσα να τα κάνω όλα αυτά τα έθιμα κι έτσι παντρεύτηκα στην Αθήνα. Καταρχάς, για να ολοκληρωθεί ένας γάμος, πρέπει να τελειώσουν τα προξενιά, έτσι το λέγαμε, δεν είναι υποχρεωτικό να είναι προξενιά, αλλά έπρεπε να τελειώσουν τα προξενιά. Για να τελειώσουνε τα προξενιά, πρέπει η νύφη να πάει να ζητήσει τον γαμπρό, όχι ο γαμπρός τη νύφη. Αυτό έχει σχέση μ΄ αυτό, που είπαμε, ότι υπάρχει μια μητριαρχία τέλος πάντων. Εντάξει, πηγαινοερχόντουσαν, ας πούμε, οι προξενήτρες ας το πούμε έτσι, αλλά για να τελειώσουν τα έθιμα, έπρεπε να φύγει το σόι της νύφης, να πάει στο σπίτι του γαμπρού, να γίνει η επίσημη πρόταση γάμου. Αυτή η πρόταση γάμου γινότανε βράδυ! Φεύγανε η οικογένεια της νύφης με το φανάρι, γιατί αν δεν ευόδωνε όλο αυτό, για χ, ψ λόγους, θά ΄τανε λίγο ντροπιαστικό για την κοπέλα, οπότε το κάνανε εν κρυπτώ! Οπότε φεύγανε το βράδυ με το φανάρι και πηγαίνανε στο σπίτι του Άρη να τον ζητήσουνε, η γειτονιά βέβαια, όταν έβλεπε το φανάρι καταλάβαινε ότι κάτι θα γίνει! Ε και την άλλη μέρα βγαίνανε και λέγανε: «Τελειώσανε τα προξενιά της Λίλας», ας πούμε, «με τον Άρη.». Και έβγαιναν, ας πούμε, και το ανακοινώνανε: «Τελείωσαν τα προξενιά της Λίλας με τον Άρη. Άντε και στα δικά σας!». Κι ετοιμαζόντουσαν για τον γάμο. Όπως είπαμε, το σπίτι τo ΄χει η νύφη, οπότε έπρεπε να ετοιμαστούν τα προικιά, τα όλα αυτά τέλος πάντων, που κάνει κάθε μάνα για την κόρη της. Και έρχεται η ώρα του... Πλησιάζει η ώρα του γάμου. Ο γάμος συνήθως ήταν το Σάββατο. Την Πέμπτη πρέπει να κάνουμε το στρώσιμο του κρεβατιού. Εμείς το λέμε «τα στρώματα», αυτό. Στα στρώματα ήταν καλεσμένες μόνο οι κοπέλες, δεν καλούσανε άντρες, ούτε ο γαμπρός δεν ερχότανε στα στρώματα, για να καταλάβεις. Θα καταλάβεις μετά γιατί. Λοιπόν, κάναμε τα στρώματα. Η οικογένεια, το σόι του γαμπρού πήγαινε στο σπίτι του γαμπρού. Το σόι της νύφης πήγαινε στο σπίτι της νύφης, αυτό, που θα στολίζανε. Έφευγε το σόι της νύφη από το σπίτι, φορτωμένοι με ένα καλάθι απ΄ αυτά, που κλείνουν τα καλάθια, τα παλιά, τις καλαθούνες, με ποτά και έναν δίσκο, ένα βουνό χτισμένο, μοσχοπούγκια, συνήθως μοσχοπούγκια, μπορεί νά ΄τανε και κουραμπιέδες, αλλά συνήθως ήταν τα μοσχοπούγκια, που το κρατούσανε 2. Φεύγανε, λοιπόν, απ΄ το σπίτι της νύφης, πηγαίνανε στο σπίτι του γαμπρού, για να αφήσουν τα πεσκέσια. Στο σπίτι του γαμπρού τους τρατάρανε, όπως τρατάρανε και όσους ήτανε μέσα στο σπίτι του γαμπρού. Φεύγανε όλοι αυτοί, και το σόι της νύφης και το σόι του γαμπρού, κρατώντας μία καλαθούνα τεράστια με ρούχα και ένα πάλι αντίστοιχο με γλυκά, που έκανε δώρο ο γαμπρός στη νύφη, και πηγαίνανε στο σπίτι της νύφης, να στρώσουν το κρεβάτι. Στρώνανε το κρεβάτι. [01:00:00] Αυτό το έθιμο του ξεστρώνω, για να το στρώσετε καλύτερα κι αυτά δεν το κάνανε, δεν ξέρω, αν το ξέρεις αυτό το έθιμο γενικά, τέλος πάντων είναι ένα έθιμο, που ο γαμπρός, όμως, ξεστρώνει το κρεβάτι και λέει, δεν το κάνατε καλά, οπότε εδώ δεν υπήρχανε άντρες. Ρίχνανε ό,τι είχανε να ρίξουν, από χρήματα, από λίρες και τα λοιπά. Και ρίχνανε κι ένα παιδάκι, κι αυτό είναι κλασσικό έθιμο. Και μετά, καθόσουνα έξω στην αυλή και σε τρατάρανε, σε κερνάγανε. Έπρεπε να σε τρατάρουνε πορτοκαλάδα ή σιρόπι τριαντάφυλλο. Η πορτοκαλάδα είναι αυτή η συμπυκνωμένη, η Βιοχύμ τέλος πάντων, είναι πολύ διάσημη η Βιοχύμ στην Κάσο, συνοδεύει όλα τα..., είναι τρομερό, συνοδεύει γέννηση, γάμο, βάπτιση, αρραβώνα, κηδεία, μνημόσυνο, θα έχει Βιοχύμ. Εντάξει τώρα, ακόμα και τώρα όμως, και σιρόπι τριαντάφυλλο, κι αυτό ήτανε διαλυμένο, και σουμάδα. Ψέματα! Η Βιοχύμ μπήκε τα τελευταία χρόνια, στην αρχή ήτανε σιρόπι τριαντάφυλλο και σουμάδα, που εμένα δεν μ΄ αρέσει τίποτα και σιχαινόμουνα, έλεγα: «Ρε φίλε, βάλτε και μια πορτοκαλάδα να πιούμε!», ας πούμε. Τέλος πάντων. Μετά σου δίνουν τα κουφέτα, που έπρεπε να πάρεις 2, αυτά γίνονται και τώρα έχω να σου πω, αυτά όλα, που σου διηγούμαι, γίνονται και τώρα. Πρέπει να πάρεις τα κουφέτα... Α, επίσης είναι καλεσμένοι, όλο το νησί! Και στα στρώματα και στον γάμο. Κατά πλειοψηφία, τις περισσότερες, δηλαδή, φορές είναι καλεσμένο όλο το νησί, δεν περιμένεις να σου πούνε, είσαι καλεσμένη στα στρώματα. Τα στρώματα είναι την τάδε ώρα ας πούμε. Μετά σε κερνάνε ό,τι γλυκά έχουνε σκεφτεί. Τα τελευταία χρόνια είναι πάρα πολύ πληθερά τα γλυκά, πολύ πράμα! Και ο γαμπρός θα στείλει γλυκά και η ντάμα. Και μετά αρχίζει η επίδειξη. Δηλαδή, το καλάθι, που έχει στείλει ο γαμπρός, είναι τα δώρα, που έχει πάρει στην νύφη. Όλα αυτά πρέπει εμείς, οι καλεσμένοι, να τα δούμε. Αρχίζουνε, λοιπόν, και βγάζουνε. Και βγάζει το φόρεμα, που θα βάλει τη δεύτερη μέρα του γάμου, γιατί μετά την επόμενη μέρα απ΄ το γάμο κάνουνε και δεύτερο γλέντι. Το φόρεμα, που θα βάλει τη δεύτερη μέρα του γάμου, με τα ασορτί παπούτσια και την ασορτί τσάντα. Αυτό το φόρεμα θα το βάλει, ξέρω ΄γώ, στον αντίγαμο. Αυτό το φόρεμα είναι αυτό. Αυτά τα δείχνει η πιο κοντινή γυναίκα απ΄ το σόι του γαμπρού, δηλαδή η αδελφή του γαμπρού, η θεία του γαμπρού από την πλευρά της μάνας του, οποία είναι πιο, πιο κοντινή στον γαμπρό. Αν, λοιπόν, είναι λίγο σκαμπρόζα γίνεται ο πανικός, γιατί αρχίζει και λέει. Δηλαδή έχω πάει σε γάμο, στον οποίο είναι η θεία, έχει πολύ όρεξη η θεία κι αρχίζει και βγάζει τα φορέματα και λέει: «Αυτό είναι για την πρώτη μέρα του γάμου. Αυτό είναι, για να πάνε για καφέ. Ουάου, πολύ σέξι! Αυτό είναι πολύ σεμνό, για να πάει στον πεθερό, να φάει. Αυτό είναι για την εκκλησία, κουστούμι, δεν πάμε με τίποτα άλλο στην εκκλησία!», ας πούμε, «Αυτό είναι για τις ιδιαίτερες στιγμές!» και μεταξύ, μαζί με τα ρούχα, αρχίζουν και βγαίνουνε τα νυχτικά, τα εσώρουχα, τα σουτιέν. Όπου η θεία, ας πούμε, έχει περάσει 1, 2, 3 σουτιέν από ΄δώ και 1, 2, 3 σουτιέν από ΄δώ, και λέει: «Να, να! Και όποιος θέλει να ψωνίσει, εμάς να προτιμήσει, τα κάνουμε πολύ ωραία!». Οπότε έχει γονατίσει όλο το... Είναι όμως έθιμο, δηλαδή, δεν λες, μμμ, σε ξενίζει. Έχει γονατίσει όλο το θεάμον κοινό, πώς να το πω τώρα εκεί πέρα. Όλος ο κόσμος, σχολιάζει: «Α, πολύ ωραία! Τι ωραία! Πού τα πήρατε; Μπράβο!», ξέρω ΄γώ, τα οποία όμως είναι πλήρης προίκα, δηλαδή κοσμήματα. Όχι κοσμήματα, λάθος. Καλλυντικά, κολόνιες, παπούτσια, ρούχα, ξαναλέω, εσώρουχα, ρόμπες, νυχτικά. Δώρο στη μάνα του γαμπρού, στον πατέρα του γαμπρού, στη γιαγιά, στον παππού, όποιος είναι εν ζωή, στα αδέλφια, δηλαδή εντάξει, η αλήθεια είναι ότι του βγαίνει λίγο του γαμπρού. Αλλά το έθιμο επίσης είναι ότι όλος ο γάμος, τα έξοδα του γάμου είναι της νύφης. Ο γαμπρός κάνει αυτό και καλεί τα όργανα και πληρώνει τώρα, συνεννοείται δηλαδή με τα όργανα, τι θα πληρώσει και τι θα κάνει. Κανονικά, επίσης τις μπομπονιέρες, τις πληρώνει ο κουμπάρος. Αλλά μπομπονιέρες δεν παίρνουνε όλοι, παίρνουνε 1 ανά οικογένεια. Εντάξει, λογικό είναι, άμα έχει 1000 καλεσμένους, το νησί, δεν μπορείς να πάρεις 1000 μπομπονιέρες. Δίνουνε στην οικογένειά μου 1, στην οικογένειά σου 1, στην άλλη οικογένεια 1. Τελειώνει αυτό και μετά οι ανύπαντρες κοπέλες πρέπει να βγούνε στα καλέσματα. Βγαίνουνε λοιπόν στα χωριά, χτυπάνε όλες τις πόρτες και λένε: «Είσαστε καλεσμένοι στο γάμο του Άρη με τη Λίλα, το Σάββατο 5 η ώρα στην Αγία Μαρίνα.». Πάνε στο διπλανό σπίτι: «Είσαστε καλεσμένοι...», είναι γενικό κάλεσμα, δηλαδή είναι καλεσμένο όλο το χωριό! Όλο το νησί! Αφού, λοιπόν, καλούνε όλο το νησί και τα λοιπά, την επόμενη μέρα, την Παρασκευή, είναι το τύλιγμα των ντολμάδων. Ούτε εκεί σε καλούνε, είναι όμως ηθικά, πάλι, υποχρέωσή σου, αφού θα ταΐσουν και θα ποτίσουν όλον αυτόν τον κόσμο, να πρέπει να διπλωθούν όλοι αυτοί οι ντολμάδες. Οπότε πας και διπλώνεις ντολμάδες! Όταν πας εκεί, σου δίνουνε μία ποδιά, γιατί θα λερωθείς. Η νύφη, λοιπόν, έχει φροντίσει και έχει πάρει ποδιές, να δώσει σε όλες τις γυναίκες, που θα βοηθήσουν σε όλο αυτό το πράγμα, γιατί για να κάνεις γάμο στη Κάσο, θέλει πάρα πολλά χέρια! Μιλάμε όλο το χωριό ξεσηκώνεται! Δεν είναι δηλαδή, εντάξει παντρευόμαστε, όπως είναι εδώ. Εκεί μιλάμε για εργατοώρες ας πούμε. Οπότε έχει... Φροντίζει, λοιπόν, να έχει γλύκα πάλι, να τις κεράσει, να τους βάλει σε σακουλάκι, τώρα είναι πιο εκμοντερνισμένα, ας το πω έτσι, θα τους το βάλει στο σακουλάκι, θα περάσει... Στον τελευταίο γάμο, που πήγα εγώ, έφυγα με 2 σακούλες γλυκά, γιατί έστειλε και ο γαμπρός άλλα τόσα. Κουφέτα, σοκολατάκια, γλυκά, κόντρα γλυκά, μοσχοπούγκια, κουραμπιέδες, ξυλικόπιτες. Αφού λέγαμε: «Παιδιά σταματήστε, δεν μπορούμε να φάμε άλλο!», ας πούμε, κάπως έτσι. Και φτάνει η μέρα του γάμου. Στη μέρα, λοιπόν, του γάμου οι φίλοι του γαμπρού, η οικογένεια και το σόι του γαμπρού πάνε στο σπίτι του γαμπρού, η οικογένεια και το σόι της νύφης πάνε στο σπίτι της νύφης. Όταν... Αφού ετοιμαστεί η νύφη, η νύφη κάθεται στον καναπέ και δεν κάνει τίποτα άλλο. Η οικογένεια της νύφης, δηλαδή οι γονείς της νύφης, φεύγουν απ΄ το σπίτι και πάνε στο σπίτι του γαμπρού. Στο σπίτι του γαμπρού έχει στηθεί το γλέντι! Εκεί ανατριχιάζεις! Στήνεται ένα γλέντι, στο οποίο ο γαμπρός είναι ντυμένος και καθισμένος και είναι δίπλα η οικογένειά του κι αρχίζουν και του λένε: «Τι καλό παιδί που είσαι! Τι καλή που είναι η νύφη, που διάλεξες. Να είσαστε ευτυχισμένοι! Πατέρα, τι καλό παιδί, που έχεις φτιάξει. Να είσαι υπερήφανος για τον γιο σου και να είσαι υπερήφανος για τη νύφη σου!» και η γιαγιά και ο παππούς, όλα αυτά, κάθε φορά που λένε μία μαντινάδα για την οικογένεια, δίνουνε χαριστικό, δίνουνε δηλαδή κάποια χρήματα στα όργανα, αυτός, στον οποίο αφορά. Το συγκλονιστικό είναι ότι αρχίζουνε και τα, σε εισαγωγικά, μνημόσυνα. Δηλαδή, «Τι κρίμα, που ο πάππος σου δεν ζούσε, για να σε καμαρώσει. Πόσο συγκινημένος είμαι, που είσαι παιδί του ξαδέλφου μου κι ο ξάδερφός μου δεν είναι εδώ. Που τα αδέλφια σου είναι στην Αμερική κι ο τόπος τους χωρίζει.», δηλαδή φαίνεται, είναι αισθητό το κενό τους. «Εγώ θα είμαι εδώ για ΄σένα, που δεν είναι τα αδέλφια σου.». Είναι συγκλονιστικό! Δηλαδή πας σ΄ ένα γάμο και ξέρεις ότι στο σπίτι του γαμπρού θα ρίξεις κλάμα. Πολύ κλάμα! Και βέβαια, εξαρτάται πάντα και το πώς, ξαναλέω, πώς τραβάει όλο αυτό. Όταν έρθουν οι γονείς της νύφης λοιπόν, αρχίζουνε πάλι τα παινέματα. Και «Τι καλή η νύφη σας!» και «Πόσο τυχεροί είσαστε, που έχετε αυτόν για γαμπρό!», και «Τι καλή οικογένεια, που κάνατε!», και «Πόσο λυπόμαστε, που η μάνα σου, ο πατέρας σου, η θειά σου, η ξαδέλφη σου δεν είναι εδώ.». Αυτό, λοιπόν, το πράγμα σε φορτίζει τόσο πολύ, δηλαδή εγώ, που δεν είμαι άμεσα ενδιαφερόμενη, ας το πούμε έτσι, σε φορτίζει τόσο πολύ συναισθηματικά, που εγώ λέω, δηλαδή το ΄χουμε συζητήσει και μ΄ έναν φίλο, που είναι οργανοπαίχτης, ότι εκείνη την ώρα ανοίγουν οι ουρανοί, ας πούμε, πάνω-κάτω όλοι μαζί είμαστε! Και μετά φεύγουν απ΄ το σπίτι του γαμπρού όλοι μαζί, τα όργανα, ο γαμπρός, οι γονείς της νύφης, οι γονείς του γαμπρού, όλοι, οι καλεσμένοι όλοι, και πάνε στο σπίτι της νύφης, για να την πάρουνε. Άμα πας στο σπίτι της νύφης, απέξω τον γαμπρό τον περιμένει ένα πάπλωμα, τυλιγμένο, το οποίο πρέπει να περάσει από πάνω. Και όλο αυτό, τον ραίνουνε με το κανί. Το κανί είναι, πώς να το πω τώρα; Που βάζεις μέσα κολόνια και... Κάνιστρο, δεν ξέρω πώς να το πω τώρα. Η αλήθεια, κάποιες λέξεις δεν ξέρω να τις μεταφράσω στα ελληνικά. Λοιπόν, τέλος πάντων, τον ραίνουνε με το κανί. Και, όπως περνάει το πάπλωμα, όπως εύκολα περνάει το πάπλωμα, έτσι εύκολα, είναι η ευχή, να περνάνε κι όλες οι δυσκολίες της ζωής στο ζευγάρι. Πάει, παίρνει την νύφη, αλλά τι γίνεται; Είναι μπροστά τα όργανα, πίσω απ΄ τα όργανα τα στέφανα, που τα κρατάει μία κοπέλα, πολύ κοντινή, απ΄ το σόι του γαμπρού, που να έχει όμως και τους 2 τους γονείς, ανύπαντρη. Από πίσω είναι... Νομίζω, κρατάω μία επιφύλαξη, νομίζω μπροστά είναι ο γαμπρός με τους γονείς του κι από πίσω είναι η νύφη με τους γονείς της, όπου ο γαμπρός δεν πρέπει να γυρίσεις να τη δει. Την έχει δει, αλλά δεν έχει σημασία. Κι από πίσω είναι όλη η οικογένεια, όλοι οι υπόλοιποι. Δηλαδή, παρόλο που πάει και την παίρνει, δεν μπαίνουνε μαζί, δεν πιάνονται χέρι χέρι και μπαίνουν στην εκκλησία. Τον έναν τον πάει οι γονείς του και την άλλη την πάνε οι γονείς της, και φτάνουνε στην εκκλησία και κάνουνε τον γάμο. Όταν θα κάνουνε τον γάμο, επειδή συνήθως δεν έχουνε κάνει αρραβώνα, περνάμε όλοι και χαιρετάμε. Παλιότερα δεν παίρνανε δώρα, δεν υπήρχανε δώρα. Η κουμπάρα λοιπόν, κρατούσε το μαντήλι. Και μέσα στον μαντήλι έβαζες ό,τι δώρο ήθελες να κάνεις σε λεφτά στα παιδιά. Οι πολύ κοντινοί συγγενείς όμως, κρεμάγανε χρυσά στη νύφη, οπότε έβλεπες ένα νυφικό και ξαφνικά έβλεπες ένα σωρό χρυσά, κρεμασμένα πάνω της. Έχουμε πάρα πολλά παραδοσιακά κοσμήματα. Γεωργαλίκια, [01:10:00]μερμιά, αμπρακάμους, μπρακομπέτανα, τι λέω τώρα; Είναι τα παραδοσιακά! Σκουλαρίκια, φίδια στο χέρι, πώς τα λένε; Βραχιόλια, δαχτυλίδια, ό,τι είχε ο καθένας, τέλος πάντων, να κάνει, η γιαγιά, η μαμά, η θεία, οι πολύ κοντινοί, της τα βάζανε εκείνη την ώρα πάνω στο αυτό, και ήταν υποχρεωμένη στην ουσία να το φοράει σε όλο τον γάμο. Τελείωνε κι όλο αυτό και μετά πηγαίναμε όλοι στη σάλα, όπου θα γινότανε πάλι η ίδια διαδικασία με το πανηγύρι, να μαγειρέψουνε οι άντρες, να σερβίρουν οι άντρες. Αλλά οι άντρες τώρα, για να σηκωθούν στην αλυσίδα, έπρεπε να τους διαλέξει. Δηλαδή, ερχόταν η μάνα της νύφης με μία καλαθούνα τεράστια -κι αυτό γίνεται ακόμα και τώρα- με μία καλαθούνα τεράστια, με ποδιές, που υποτίθεται, όχι υποτίθεται, τότε τις κεντάγανε στο χέρι οι κοπέλες, που ήτανε οι προίκες τους και σου δίνανε... Κεντάγανε τα δικά τους αρχικά. Δηλαδή, δεν έχει σημασία ποιον θα παντρευόντουσαν, τα αρχικά της δικιάς μου της ποδιάς, που θα έφτιαχνα εγώ, θα ήταν Ε Μ. Ευαγγελία Μαστρομανώλη. Και θα την έδινα σε ΄σένα και ήτανε τιμή για ΄σένα ότι σού ΄δωσα την ποδιά. Οπότε έπρεπε να σηκωθείς να σερβίρεις και να βοηθήσεις. Δεν μπορούσες να πεις, πονάει το χέρι, πονάει το πόδι μου, πονάει ο ώμος μου, είμαι κουρασμένος, είμαι γέρος, είμαι νέος. Ήτανε τιμή, σε τιμούσανε κι έπρεπε οπωσδήποτε να σηκωθείς, να σερβίρεις, για να γίνει όλη αυτή η αλυσίδα. Γινόταν η αλυσίδα, τρώγανε όλοι, αρχίζανε πάλι το γλέντι, όπου βέβαια ξεκινούσανε, τώρα δεν μιλούσαν για τον άγιο, ξεκινούσανε με ευχές για το ζευγάρι, «Να ζήσετε! Να ευτυχήσετε!». Ξεκινούσε το ζευγάρι και χόρευε, δεν μπορούσες να σηκωθείς να χορέψεις εσύ, γιατί είσαι ο καλεσμένος, έπρεπε να γίνει όλο το εθιμικό, να χορέψει η νύφη, να χορέψει ο γαμπρός, να χορέψει ο κουμπάρος, να χορέψει η γιαγιά, ο παππούς, η θεία, ο ξάδερφος, όλα αυτά. Από ένα σημείο και μετά ανοιγότανε βέβαια, χόρευε, και τώρα ανοίγεται περισσότερο, χορεύεις περισσότερο. Και στο τέλος, πάλι κατέληγε, δηλαδή μπορεί ένα γλέντι γάμου, πάλι να καταλήξει, να πούμε για το ζευγάρι, να ξαναπούμε για το ζευγάρι και τα λοιπά. Και σιγά-σιγά να ξεστρατίσει και να πούμε και άλλα πράγματα. Εντάξει, βέβαια, νομίζω ότι δεν θα ξεστρατίσει πάρα πολύ, δηλαδή δεν θα αρχίσουμε να λέμε, ξέρω ΄γω, που το μνημόνιο μας κατέστρεψε τη ζωή, ενώ σ΄ ένα πανηγύρι μπορεί να το πούμε κι αυτό. Εδώ θα κρατήσουμε λίγο πιο κλειστή τέτοια. Για να φύγει το ζευγάρι, πρέπει να τους αποκλειώσουν. Να τους κλειδώσουν δηλαδή. Έλα που έχει πάρει ένας πολύ κοντινός άνθρωπος του ζευγαριού το κλειδί. Τους συνοδεύουνε λοιπόν, με όργανα, με το βιολί, τους συνοδεύει το βιολί στο σπίτι να τους αποκλειώσει, με όλους τους τελευταίους πολύ κοντινούς φίλους, καλεσμένους και τα λοιπά. Και φτάνουν εκεί και δεν έχουνε κλειδί. Κι αρχίζει, λοιπόν, ο κόσμος και λέει: «Το βλέπεις το κλειδί; Τάξε μου, για να σου το δώσω!», «1 καφάσι μπίρες!», «Δεν μου φτάνει!». Αρχίζουν οι άλλοι: «Κι άλλο! Κι άλλο! Κι άλλο! Κι άλλο!», «2 καφάσια μπίρες!», «Δεν φτάνει! Κι άλλο, τσιγκούνη! Δώσε ρε, τέτοιο κορίτσι πήρες!», ξέρω ΄γω. Μέχρι, λοιπόν, ικανοποιηθεί το κοινό, δεν μπορεί να μπει στο σπίτι του. Το οποίο αυτό, το τάξιμο του, κανονικά το πραγματοποιεί στον αντίγαμο. Ο αντίγαμος είναι 1 βδομάδα μετά τον γάμο, ένα κλειστό, πολύ κλειστό γλέντι, που το διοργανώνει, το πληρώνει ο γαμπρός -λες και δεν έχουνε γίνει ζευγάρι μετά- και καλεί όποιους θέλει, δεν μπορεί να τους καλέσει όλους. Και εκεί κάνει το τάξιμο του, τις μπίρες, τα ουίσκι ξέρω ΄γώ, ό,τι έχει τάξει. Η δεύτερη μέρα του γάμου, καλούνε πιο, δηλαδή, αν έχουνε καλέσει 1.000 άτομα, καλούνε, ξέρω ΄γώ, 500. Το φαγητό είναι μακαρόνια με σάλτσα και κρέας. Κρέας όμως, μοσχάρι ας το πούμε έτσι, δεν είναι... Μπορεί να είναι και αρνί, κατσίκι, τώρα τον τελευταίο καιρό παίρνουνε νουά και το κάνουνε. Πάλι όλη η διαδικασία, να τους τραγουδήσουμε, να τους πούμε μαντινάδες, να γίνει το γλέντι όλο αυτό. Α, και όταν είναι, όταν γίνεται γλέντι, και στη βάφτιση πάνω-κάτω έτσι είναι το γλέντι, βέβαια δεν έχει όλα αυτά τα έθιμα. Όταν όμως το γλέντι τραβάει πάρα πολύ ώρα και είναι υπ΄ ευθύνη σου... Ο αντίγαμος τώρα πια δεν συνηθίζεται τόσο πολύ, γιατί, όπως καταλαβαίνεις δεν είναι εύκολο 3 γλέντια μέσα σε 1 βδομάδα, αλλά, συνήθως δεν συνηθίζεται ή το κάνουνε σε πάρα πολύ κλειστό κύκλο και δεν το παίρνεις χαμπάρι, που λέει ο λόγος. Μία φίλη μου παντρεύτηκε εδώ, από την Κάσο, παντρεύτηκαν, είναι και τα δυο παιδιά Κασιώτες δηλαδή. Κάνανε τον γάμο στην Αθήνα και κάναν τον αντίγαμο στην Κάσο. Ένα πολύ μεγάλο γλέντι, πολύ ωραίο γλέντι! Πάλι, όλα αυτά τα έθιμα και στον αντίγαμο τα ίδια φαγητά, οι ίδιες προετοιμασίες, τα ίδια όλα ας πούμε, έγινε πολύ μεγάλο ξέσκονο κι εκεί. Έχει και στη βάφτιση, αν θέλεις να το κάνεις κασιώτικα, πάλι είναι σαν πανηγύρι δηλαδή. Αυτά γίνονται σε σχέση με τα έθιμα του γάμου, της βάπτισης.
Τώρα για τα νεκρικά έθιμα, δεν ξέρω κατά πόσο θέλεις να πούμε, για τις κηδείες.
Αν έχει κάτι ξεχωριστό, που δεν το συναντάμε στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Ε, δεν ξέρω τώρα αν το συναντάς την υπόλοιπη Ελλάδα γενικά. Ξέρω ότι, επειδή έχω προσωπική πείρα, δυστυχώς, απ΄ αυτό. Επειδή ο μπαμπάς μου πέθανε 31 Ιουλίου, ξημερώματα 1 Αυγούστου, μας βάλανε και βάλαμε ένα λουκέτο μέσα στο φέρετρο, για να μην κλειδώσει..., για να κλειδώσει μάλλον ο μήνας και να μην πάρει άλλον μαζί του, στον μήνα. Δεν ξέρω αν έχει άλλα. Εντάξει αυτό με τα γλυκά, με τα κεράσματα. Προσπαθώ να σκεφτώ τι άλλο μπορεί να έχει... Α, έχει! Γι΄ αυτό, επειδή σου λέω, έχω κάνει και μία εργασία γι΄ αυτό, έχει σχέση, κι αυτό δεν το είπα και στους γάμους.
Όχι, ναι στον γάμο, στα στρώματα όμως, στο κρεβάτι, και στο πώς το λένε, και στην κηδεία και στα μνημόσυνα υπάρχει εθιμικό σε σχέση με τα κεράσματα. Δηλαδή, είναι συγκεκριμένοι οι άνθρωποι, που θα κεράσουνε, δεν μπορεί να σηκωθεί να βοηθήσει όποιος θέλει. Η Άννα-Μαρία ας πούμε, η κόρη μου, που είναι ένα παιδί, που είναι όλο μες στα πόδια του κόσμου, για να βοηθήσει, προσπαθώ να την κρατήσω πίσω, γιατί στα κεράσματα κερνάνε... Στον αρραβώνα, πρέπει να κεράσει η αδελφή του γαμπρού, η ξαδέλφη του γαμπρού, η αδελφή της νύφης, η θεία της νύφης, πολύ συγκεκριμένοι άνθρωποι και πολύ συγκεκριμένα πράγματα. Και στην κηδεία και στο μνημόσυνο έτσι είναι, δηλαδή θα κεράσει το, θα δώσει την πορτοκαλάδα η αδελφή του, αν έχει πεθάνει, ξέρω ΄γώ ο μπαμπάς μου, που πέθανε, έπρεπε να το δώσει η μεγαλύτερη ξαδέρφη μου από το σόι πατέρα μου. Το, πώς το λένε; Ο μπαμπάς μου είχε 2 αδελφές, από τη μεγάλη αδελφή, η μεγάλη ξαδέλφη έπρεπε να δώσει αυτό το κέρασμα. Έπρεπε να δώσει, ξέρω ΄γώ, τον καφέ η άλλη ξαδέλφη, από την άλλη πλευρά της, υπάρχει πολύ συγκεκριμένο, τώρα αυτήν τη στιγμή δεν μπορώ, δεν το θυμάμαι, άμα, μπορώ να το ψάξω να το βρω, αλλά δεν το θυμάμαι αυτήν τη στιγμή. Το σόι της μητέρας μου, ας πούμε, έπρεπε κι εκείνο να το τιμήσουμε λίγο, αλλά κυρίως έπρεπε να είναι από τον αποθανόντα ας πούμε, αυτοί, που θα δώσουνε και να προσέξουμε μην τυχόν και υπάρχει παρεξήγηση, γιατί είπαμε στη μία ξαδέλφη και δεν είπαμε στην άλλη. Και το πιο σημαντικό ας πούμε, που είναι ο καφές, πρέπει να τον δώσει η πιο σημαντική ξαδέρφη, κάπως έτσι. Ή η γυναίκα του ξαδέλφου αντίστοιχα. Αυτό έχει σαν ιδιαιτερότητα σε σχέση με τις κηδείες και τα λοιπά. Φαντάζομαι όλα τα υπόλοιπα, από ό,τι έχω διαβάσει δηλαδή, τα υπόλοιπα πάνω-κάτω τα ίδια είναι. Αυτά!
Ωραία! Οπότε, να σταθώ λίγο, σ΄ αυτό, που μου ΄πες πιο πριν. Μου ΄πες θα μου μιλήσεις για το εθιμικό δίκαιο, που στην Κάσο είναι έτσι λίγο διαφορετικό-
Ναι. Καταρχάς έχει... Η ονοματοδοσία είναι πολύ πιο δίκαιη, γιατί το πρώτο κορίτσι παίρνει το όνομα της μαμάς της μαμάς και το πρώτο αγόρι παίρνει το όνομα της μαμάς του μπαμπά. Εεε, του μπαμπά του μπαμπά, συγνώμη, το πρώτο αγόρι. Με αυτόν τον τρόπο δεν είχανε γκρίνιες, γιατί όλα τα παιδιά είναι δικά σου, από το δικό σου σόι και όχι από το δικό μου και τα λοιπά. Εγώ, που είμαι δεύτερο κορίτσι, έχω πάρει το όνομα της γιαγιάς μου, απ΄ την πλευρά του μπαμπά μου. Η αδελφή μου πήρε της μαμάς μου. Έτσι, κάπως έτσι γίνεται κι ο διαχωρισμός... Καταρχάς, στην Κάσο παλαιότερα υπήρχαν οι κανακαρές και οι κανακάρηδες. Οι κανακαρές ήτανε οι πρωτοκόρες, οι καλομαθημένες κόρες των πλουσίων οικογενειών, ήτανε λίγο κληρονομικό δικαίωμα, δεν μπορούσες να γίνεις κανακαρά έτσι, ήτανε 12. 12 κανακαρές και 12 κανακάρηδες. Και προσπαθούσανε να τους παντρέψουνε και μεταξύ τους, για να παραμείνουνε οι περιουσίες και τα χρήματα και τα λοιπά. Γενικά όμως, το δίκαιο ήταν, το κληρονομικό δίκαιο να το πω έτσι, λειτουργούσε ως εξής. Το κορίτσι, που έπαιρνε το όνομα της γιαγιάς, έπαιρνε και την περιουσία της μητέρας. Δηλαδή το σπίτι, τα κοσμήματα, όλα! Το αγόρι, που έπαιρνε το όνομα του μπαμπά, έπαιρνε την περιουσία του πατέρα, τα χωράφια και τα λοιπά. Αν υπήρχανε... Ο μπαμπάς μου, μου έλεγε ότι αν υπήρχανε άλλα κορίτσια, ήτανε υποχρέωση του πρώτου γιου, να δουλέψει, να βοηθήσει τον πατέρα, έτσι ώστε να αγοράσουνε σπίτι στην κόρη, δηλαδή δεν αφήνανε τη δεύτερη κόρη άκληρη, απλώς δεν έπαιρνε την οικογενειακή περιουσία. Δηλαδή το σπίτι της γιαγιάς πήγαινε από κόρη σε κόρη! Η κόρη, η δεύτερη όμως, δεν έμενε άκληρη. Εγώ για έναν, έτσι, μαγικό λόγο, που δεν το ΄χω λύσει, βρέθηκα να έχω εγώ το σπίτι της γιαγιάς μου, της οποίας πήρα το όνομα, παρόλο που υπάρχουνε 2 ξαδέλφες πιο μεγάλες από ΄μένα με το όνομά μου, Ευαγγελίες κι εκείνες. Αλλά εκείνες πήρανε κάτι άλλο ας πούμε, πήρανε το σπίτι όμως της μαμάς τους κι εκείνες. Επίσης, τα κοσμήματα όλα, την μπούστα, όπως το λέμε εμείς, την έπαιρνε η πρωτοκόρη. Φρόντιζαν να πάρει κάτι και η άλλη κόρη, [01:20:00]έχω την εντύπωση ότι έπαιρνε και ο δεύτερος γιος ας πούμε, φαντάσου ότι τώρα, ήταν και πάρα πολλά παιδιά, έτσι; Δεν ήτανε 1 κόρη και 1 γιος, συνήθως ήτανε 6-7 παιδιά. Κάτι, κανένας δεν έμενε παραπονεμένος, απλώς ο μεγάλος έπαιρνε τα πιο πολλά ας το πούμε ή η πρωτοκόρη έπαιρνε τα πιο πολλά. Ήτανε κυρίως η αίσθηση, του να μην χωριστεί η περιουσία. Δηλαδή έχουμε 1 σπίτι κι 1 χωράφι, άμα δώσω στα παιδιά μου, σε άλλον το σπίτι και σε άλλον το χωράφι, μετά κι αυτό θα δώσει το σπίτι, θα το κόψει στη μέση στη μέση ας πούμε. Οπότε σιγά-σιγά θα διαλύεται η περιουσία, το νόημα ήταν να πηγαίνει αυτούσια η περιουσία από τη μία γενιά στην άλλη! Εννοείται ότι οι γονείς μένανε στο σπίτι με την κόρη ας πούμε, η κόρη είχε την ευθύνη να τους φροντίσει. Κάπου έχω διαβάσει και για το γαμπρικιό, που εάν παίρνανε τον γαμπρό, έπρεπε να δώσουνε ένα ποσό στην οικογένεια του γαμπρού, γιατί ακριβώς δεν θα δούλευε να φέρει λεφτά στο σπίτι, για να βοηθήσει τις κόρες. Υπήρχε βέβαια κι αυτό, ότι πρέπει να παντρευτούνε πρώτα οι κόρες, για να παντρευτεί μετά ο γιος. Νομίζω στα πιο μοντέρνα χρόνια, δηλαδή ξέρω ΄γώ στο 70΄, 60΄-70΄, δεν ήτανε τόσο, τόσο τραγικό, δηλαδή δεν ήτανε... Ήτανε ένα έθιμο, το οποίο υπήρχε, αλλά σιγά-σιγά άρχισε να φθίνει. Δηλαδή εμένα ξαδέλφια μου, που έχουνε παντρευτεί γύρω στο 80΄, έχουνε παντρευτεί εκείνοι, πριν να παντρευτούν οι αδελφές τους. Καλά, υπήρχε βέβαια, άμα παντρευόσουνα από άλλο χωριό, παντρευόσουνα ξένο. Άμα παντρευόσουνα από άλλο μέρος, από άλλο χωριό της Κάσου παντρευόσουνα ξένο, άμα παντρευόσουνα από άλλο μέρος, παντρευόσουνα ξενικό! Εγώ έχω παντρευτεί Κρητικό, είναι κοντοχωριανός, αλλά ξενικός! Αυτά γενικά, σε σχέση με τα έθιμα.
Να πω λίγο και για την αρχιτεκτονική. Εκεί έχω φωτογραφίες να σου δώσω. Η Κάσος, ειδικά μέχρι το 1800... Μάλλον όχι, η Κάσος έχει μία ιδιόρρυθμη αρχιτεκτονική. Μέχρι το 1850, έτσι μου είπανε, είναι το σπίτι... Καταρχάς, είναι το κλασικό σπίτι, το παλιό, που είναι μία αυλή και μπαίνεις στην αυλή κι από ΄κεί μπαίνεις σε διάφορα δωμάτια. Έμπαινες, λοιπόν, στη μεγάλη σάλα, η οποία ήταν το σαλόνι, αλλά δεν ήταν μόνο το σαλόνι, γιατί μέσα στη σάλα, που ήταν μία μεγάλη, οριζόντια αίθουσα ας πούμε, υπήρχε μια χτισμένη, ξύλινη κατασκευή, υπερυψωμένη, η οποία πιάνει, φαντάσου, στο οριζόντιο το μισό της αίθουσας. Είναι ξύλινη και ξυλόγλυπτη, δηλαδή έχει μία κατασκευή ξύλινη, που σου φτάνει περίπου στο ύψος του κεφαλιού σου κι από ΄κεί και πέρα έχει ξυλόγλυπτα καγκελάκια, το οποίο είναι ο σουφάς. Πάνω εκεί στον σουφά κοιμόντουσαν όλη η οικογένεια. Τα παιδιά, οι γονείς, γιατί πάνω στο σουφά υπήρχε και μία μικρή, ένα σκαλάκι με μια μικρή ακόμα κατασκευή, που ήτανε το πανωσούφι. Πάνω στο πανωσούφι, λοιπόν, βάζανε το στρώμα οι γονείς και πάνω στον σουφά κοιμόντουσαν τα παιδιά. Κάτω απ΄ τον σουφά ήτανε το κελάρι, ας το πούμε έτσι, νομίζω δεν το λέγανε κελάρι βέβαια, κάπως αλλιώς το λέγανε. Όχι, δεν είχανε όνομα, αλλά τέλος πάντων, αυτό ήταν από κάτω, είχε έναν ξύλινο, χτιστό, έναν ξύλινο, χτιστό καναπέ, ο οποίος είναι πολύ μπροστά για την εποχή του, γιατί έχει αποθηκευτικό χώρο, γιατί κάτω από ΄κεί βγαίναν οι τάβλες κι έβαζες ό,τι ήθελες μέσα. Συνήθως έβρισκες ντουλάπια, ξύλινα, σκαλισμένα στο ξύλο, είχε ένα ράφι γύρω-γύρω όλο το σπίτι, το οποίο πάνω εκεί έβαζες την προίκα της, δηλαδή ντεντζερέδια, καράφες, πιάτα, που στέλνανε οι ναυτικοί γονείς, ναυτικοί, συνήθως είναι αυτές οι πορσελάνες, οι ζωγραφισμένες στην Αγγλία. Ποτήρια, επίσης μπορεί να έβρισκες ξέρω ΄γώ, και κάτι κουλό, του τύπου, ένα πλαστικό παιχνιδάκι, που το βρήκαμε κάπου και το βάλαμε απάνω εκεί. Συνήθως, όμως, ήταν αυτά. Ο μύλος του καφέ, ο μπρούτζινος, το σίδερο, το μπρούτζινο, όλα αυτά έχουνε τη θέση τους εκεί πάνω στο τέτοιο. Στους τοίχους ήτανε, κανονικά είναι κρεμασμένες οι φωτογραφίες των προγόνων, γιαγιά, παππούς. Αν είναι το σπίτι της γιαγιάς ας πούμε, πρέπει κανονικά να κρεμάσεις τη φωτογραφία της γιαγιάς. Στη γωνία... Ο ξύλινος αυτός καναπές λέγεται παγκάλι, παγκάλι. Στη γωνία υπήρχε πάλι μία ξύλινη ραφιέρα, σκέψου. Υπάρχει ο παραδοσιακός κασιώτικος καναπές, που είναι αυτοί οι νησιώτικοι με τα στρογγυλά χέρια, οι ξύλινοι τελείως και τα μαξιλάρια. Υπάρχει το τραπέζι, το κασιώτικο, το οποίο είναι ένα στρογγυλό τραπέζι, που όμως πέφτουνε τα 2 φύλλα, οι 2 στρογγυλές τέτοιες και μακρόστενο με φύλλα ας πούμε. Υπάρχει η πιατοθήκη, που είναι πάλι κι αυτή ξύλινη κατασκευή και βάζεις τα πιάτα, εντάξει αυτά είναι πιο κοινότυπα ας πούμε. Αλλά το σπίτι έπρεπε να είναι στολισμένο! Τον χειμώνα με τα χειμωνιάτικα, τα κεντήματα, το καλοκαίρι με τα ασπροκέντητα. Και έπρεπε να στολίσεις και το... Επίσης είχε μια πολύ μεγάλη, ξύλινη κολόνα, σαν κατάρτι σκέψου την ας πούμε, τόσο ξύλινη κολόνα, η οποία τη λένε η κολόνα κι εκεί κρεμούσανε μεγάλα ασπροκέντητα και κρεμούσαν και τη λύρα, αν έπαιζε ο πατέρας ας πούμε. Και πάνω από τον σουφά είναι μια, έχει ξύλινα δοκάρια, για να μπορέσουν να κρατήσουνε βέβαια όλη αυτήν την κατασκευή, έχει κάποια ξύλινα δοκάρια κι εκεί κρεμούσανε. Δηλαδή έχει πολύ, πολύ ασπροκέντητα, πολύ! Εννοείται τα παράθυρα έχουνε κεντημένα κουρτινάκια και τα λοιπά, τα οποία φυσικά τα φτιάχνανε οι κοπέλες όλες, μόνες τους, ήτανε πολύ προκομμένες! Τι άλλο; Αυτά κατά βάση. Ήτανε... Αυτό είναι το παλιό, το σπίτι. Το πιο καινούργιο σπίτι, τον σουφά... Μάλλον, αυτό ήτανε, έμπαινες στην αυλή, είχε αυτό το δωμάτιο και δίπλα είχε την κουζίνα ή τέλος πάντων ένα άλλο βοηθητικό δωμάτιο, το οποίο συχνά είχε και μουσάντρα. Η μουσάντρα είναι το παταράκι, στο οποίο όμως ανεβαίνεις και κοιμάσαι. Δηλαδή τα παιδιά μπορεί να κοιμόντουσαν και στη μουσάντρα. Τη μουσάντρα τη συναντάς και στην άλλη αρχιτεκτονική, όπου είναι, μπαίνεις πάλι στην αυλή και μπαίνεις σε έναν μεγάλο χώρο, που είναι σάλα, με 2 κάμαρες, δηλαδή ένα μεγάλο σαλόνι και έχει 2 μικρά υπνοδωμάτια, που το 1, των γονιών, είναι κι αυτό σουφάς. Απλώς είναι ένας μικρός σουφάς, σε σχέση με το άλλο, που πιάνει όλον τον χώρο και δίπλα είναι το κουζινί με τη μουσάντρα. Δηλαδή ένα άλλο δωμάτιο, το οποίο δεν ήταν υποχρεωτικό ότι είχε πρόσβαση, δηλαδή μπορεί να χρειαζόταν να βγεις στην αυλή και να μπεις στο κουζινί. Αυτή είναι η βασική αρχιτεκτονική, είχε χοχλακούλια κάτω, πετραδάκια, αυτά τα με τις πέτρες, τις κατασκευές, τις ζωγραφιές με τις πέτρες-
Σαν βοτσαλωτό;
Το βοτσαλωτό, μπράβο, αυτό! Αυτά. Αυτά είναι η αρχιτεκτονική. Αυτά. Αυτά θυμάμαι.
Πολύ ωραία! Για να κλείσω σιγά-σιγά, εδώ με τα χρωστούμενά μου. Μου ΄χες πει ότι θα μου μιλήσεις για τα αργάδια; Την αργάδια;
Την εργαδιά.
Εργαδιά.
Εργαδιά είναι απ΄ την εργασία στην ουσία, είναι αυτή η λέξη. Εργαδιά είναι κάτι, που το κάνανε πολύ παλιά, το σταματήσανε, αλλά τώρα βλέπω στο Facebook ότι υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, οι οποίοι σιγά-σιγά το ψιλοξαναξεκινάνε. Εργαδιά είναι ότι, όταν θέλαν να γίνει γεωργικές εργασίες, τις κάνανε όλοι μαζί. Δηλαδή, σήμερα θα πάμε -όχι μόνο γεωργικές εργασίες- σήμερα θα πάμε σπίτι σου και θα φτιάξουμε τη σκεπή. Θα την κάνουμε εργαδιά! Θα πάμε όλοι μαζί, θα βάλεις εσύ τα υλικά και εμείς θα δουλέψουμε χωρίς να πληρωθούμε. Η υποχρέωσή σου είναι να μας ταΐσεις και μας ποτίσεις. Αν βγει, να κάνουμε και γλέντι, πάρα πολύ ωραία, τι καλά, θα κάνουμε γλέντι. Αλλά αύριο, που εγώ θα ΄χω ανάγκη να πάμε να μαζέψουμε, ξέρω ΄γώ, τα σταφύλια, πρέπει να ΄ρθεις κι εσύ, γιατί κάνουμε εργαδιά. Εργαδιά, λοιπόν, είναι στην ουσία η συλλογική εργασία, που ο ένας προσφέρει στον άλλον χωρίς αμοιβή και τα λοιπά, και έτσι εξελίχθηκε το νησί. Δηλαδή σήμερα πάμε στο σπίτι σου και φτιάχνουμε κουλουράκια, κι αύριο πάμε στο σπίτι του και φτιάχνουμε κουλουράκια. Τώρα λοιπόν, το τελευταίο δίμηνο, ένας μεγάλος άνθρωπος, έχει πάρει σύνταξη ας πούμε, τα παιδιά του παντρεμένα, με εγγόνια, έχει γυρίσει στο νησί και έχει αρχίσει να κάνει τον βοσκό και το αυτό και έχει ξεσηκώσει όλους τους βοσκούς και κάνανε μία εργαδιά και φτιάξανε έναν πολύ μεγάλο χώρο, μια πολύ μεγάλη έκταση, έτσι πιο πεδινή, και χτίσανε τα, περίμενε θα μου 'ρθει η λέξη. Τις πέτρες που είναι, τις ξερολιθιές! Οι ξερολιθιές είναι αυτές οι πέτρες, γιατί εμείς έχουμε πολύ ψηλά βουνά, πολύ απόκρημνα και ξερά, και οι ξερολιθιές είναι αυτά, που κάνανε τα σκαλάκια, για να μπορεί ο κόσμος να, πώς το λένε, να καλλιεργήσει. Ο μπαμπάς μου έζησε στην Κάσο, μεγάλωσε στην Κάσο, ενώ η μαμά μου δεν μεγάλωσε στην Κάσο. Και μου έλεγε ότι, ο μπαμπάς μου έφυγε μετά τον πόλεμο ας πούμε, μετά την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων, που έγινε το 48΄, μου έλεγε λοιπόν, ότι τότε το νησί είχε τα πάντα! Καλλιεργείτο μέχρι το πιο ψηλό βουνό ας πούμε, ήτανε τελείως αυτοφυές, δεν ξέρω πώς τη λένε τη λέξη, αυτόνομο τέλος πάντων, δεν είχε ανάγκη τίποτα να φέρει απέξω, παρά πολύ περιορισμένα πράγματα. Τώρα βέβαια, και τότε λένε ότι ζούσαν και 12.000 άτομα, τώρα ζούμε σκάρτοι 1.000. Υπάρχει, [01:30:00]ευτυχώς, ακόμα η κτηνοτροφία.
Υπάρχουνε τα παραδοσιακά τυροκομικά προϊόντα. Ένας... Όλοι ασχολούνται με τα τυροκομικά προϊόντα, δηλαδή θα βρεις το παραδοσιακό μας τυρί, αν το πεις τυρί, γιατί δεν ακριβώς τυρί, είναι η σιτάκα, το τονίζω, όχι στάκα, σιτάκα, η οποία είναι σ΄ ένα μεγάλο, απ΄ αυτά τα μαντροκαζάνα, που λέγαμε πριν. Βάζεις το γάλα, το κατσικίσιο ή το πρόβειο, ανάλογα με το πόσο ξινή θέλεις να την κάνεις, το αφήνεις να ξινίσει το γάλα. Και μετά είσαι πάνω απ΄ τη φωτιά 6 ώρες και ανακατεύεις το γάλα, χωρίς να προσθέσεις κανένα άλλο υλικό και αυτό τι γίνεται; Εξατμίζεται το υγρό και αυτό, που μένει κάτω-κάτω, το ας πούμε κατακάθι, είναι η σιτάκα. Είναι στην υφή σαν την κοπανιστή, ένα, δεν είναι δηλαδή σκληρό τυρί, είναι πολύ μαλακό. Ή θα το φας... Οι παλιές, όταν έκανες τον καφέ, όταν πήγαινες να σε τρατάρουν τον καφέ και πήγαινες βίζιτα, έπρεπε να σου κεράσουνε μία φέλα, μία φέτα δηλαδή, ψωμί τίγκα στη σιτάκα, και ας τόλμαγες να μην τη φας κιόλας! Ή θα σε κερνούσανε κουλούρες με σιτάκα, οι κουλούρες είναι παραδοσιακά, έτσι, κουλούρια, φτιαγμένα με μαύρο αλεύρι και γλυκάνισο, πάρα πολύ ωραία, μπορείς να τα βρεις στο Σκλαβενίτη τώρα! Αυτό ήταν, άμα θες να τη φας ωμή, ας πούμε, τη σιτάκα. Ωμή την τρως ούτως ή άλλως, όταν θες να τη φας σκέτη. Αλλά η παραδοσιακή μαγειρική της Κάσου είναι μακαρούνες με τη σιτάκα, παλαιότερα βέβαια, πλαστές μακαρούνες, που τις φτιάχναν εκείνοι, τώρα πένες, που παίρνεις τη σιτάκα, την αραιώνεις με το νερό από τα βρασμένα μακαρόνια, βάζεις μέσα, πετάς μέσα τα μακαρόνια και τα ανακατεύεις, και γίνονται σαν, σκέψου λίγο σαν κρέμα γάλακτος στην υφή, καμία σχέση με τη γεύση. Κι από πάνω βάζεις ένα ωραιότατο τσιγαρισμένο κρεμμύδι, το οποίο το έχεις κάνει σχεδόν μαύρο ας πούμε, με μπόλικο βούτυρο, κασιώτικο κατά προτίμηση, και τα περιχύνεις από πάνω με το τσίκνωμα. Αυτά μαζί με τους ντολμάδες είναι τα 2 πιο παραδοσιακά φαγητά! Γενικά έχουμε παραδοσιακή κουζίνα, αλλά αυτά είναι τα 2 πιο ευρέως διαδεδομένα ας πούμε. Ναι. Αυτά. Έλεγα ότι έχουμε κτηνοτροφία, ότι τώρα υπάρχει μία οικογένεια, που έχει κάνει μία ολόκληρη τυροκομική μονάδα, τυροκομείο δηλαδή, και προμηθεύει και εδώ στην Αθήνα και σιτάκα και ελαϊκή, που είναι τυρί, νομίζω ότι είναι, αλμυροτύρι θα το ΄λεγα εγώ, το οποίο, για να διατηρηθεί, το διατηρούνε μες στο βούτυρο. Έχει γραβιέρα, έχει φέτα, έχει ανθότυρο, φτιάχνουνε γιαούρτια, δηλαδή προσπαθούν να κάνουνε όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα, τυροκομικά προϊόντα, για να διατηρήσουνε, διατηρηθούνε στο νησί και για να φέρουνε, στείλουνε, στέλνουνε εδώ στην Αθήνα, στη Ρόδο, στην Κάρπαθο, στην Κρήτη, στέλνουνε. Αυτά!
Πάρα πολύ ωραία! Οπότε, για να κλείσουμε σιγά-σιγά, θέλω λίγο τα συναισθήματά σου, τα αισθήματα, που γεννάει για ΄σένα η Κάσος. Τι σου βγάζει;
Κοίτα, φαντάζομαι μετά από μία τέτοια συνέντευξη, έχεις καταλάβει ότι είμαι τελείως ψυχο-, τι να πω; Τέλος πάντων, εμένα ή Κάσος, το ΄πα και στην αρχή, είναι το σπίτι μου! Ζούμε, αναπνέουμε, υπάρχουμε, για την Κάσο! Το ότι αναγκαστικά ζούμε στην εξορία, δηλαδή θεωρούμε τους εαυτούς, πώς είναι οι μετανάστες, που ζούνε στην Αμερική; Έτσι είμαστε και εμείς μετανάστες στην Αθήνα. Εκεί είναι ο μικρός μου παράδεισος, είναι το σπίτι μου, δεν θέλω να μου το αγγίζει κανένας, δεν θέλω να μου το πληγώνει κανένας ας πούμε, θυμώνω πάρα πολύ! Εντάξει, είναι συνδεδεμένο με όλη μου τη ζωή! Θυμάμαι δηλαδή, να σου πω χαρακτηριστική σκηνή, κάνουμε reunion συμμαθητριών, μετά από, δε θα πω πόσα χρόνια, πολλά πάντως. Και είμαι με την κουμπάρα μου, συμμαθήτρια μπροστά και μιλάμε ή πίσω; Τέλος πάντων, είμαστε σε ένα σημείο και μιλάμε και περνάει μία παλιά συμμαθήτρια, που έχω να τη δω τουλάχιστον, ξέρω ΄γω 8 χρόνια, και μου λέει: «Εντάξει, άκουσα τη λέξη, Κάσος, ήξερα ποια είσαι, χωρίς να δω, αν έχεις αλλάξει, δεν έχεις αλλάξει», ας πούμε, «ποια είσαι. Ήξερα ποια θα συναντήσω μπροστά μου!». Νομίζω ότι δεν υπάρχει άνθρωπος, μου κάνει εντύπωση ας πούμε, που η αδελφή σου, που είναι εδώ, δεν είχε ακούσει για την Κάσο, μέχρι που της το είπανε. Διότι δεν υπάρχει άνθρωπος, που να είναι στον κοντινό μου γύρο, στον ευρύτερό μου γύρο, στον εργασιακό μου, στον δρόμο, που να μην ακούσει ότι εγώ είμαι από την Κάσο! Αυτά. Δηλαδή ναι, είναι... Επίσης, έχουνε πει -πάρα πολύ ωραία- το: «Κάσος, πατρίδα της καρδιάς», αυτό είναι η Κάσος! Δεν το ΄χω βγάλει εγώ αυτό, αλλά είναι πολύ αντιπροσωπευτικό του πώς αισθανόμαστε πάρα πολλοί άνθρωποι, σε σχέση με την Κάσο. Και να σου πω κι ένα αστείο σκηνικό, είμαι μια φορά στην τράπεζα και περιμένω να με εξυπηρετήσει η υπάλληλος κι αυτή εξυπηρετεί μία άλλη, η οποία τυχαίνει, τελικά, η κοπέλα, που είναι η υπάλληλος, να είναι απ΄ την Κάσο. Αυτή ήρθε ντάλα χειμώνα πρώτη φορά, για να λύσει κάτι κληρονομικά ξέρω ΄γώ, κι έλεγε: «Που οι Κασιώτες, οι μπήξε, οι δείξε. Η Κάσος, που είναι...». Όσο περνάει λοιπόν η ώρα φουντώνω! Εν τω μεταξύ, ήθελα να μου κάνει τη δουλειά και δεν μπορούσα να της..., γιατί θα την έδερνα. Οπότε, αφού κάθομαι, της λέω: «Τώρα όμως, γιατί προσβάλλεται το νησί μας, έτσι;», ας πούμε, και της έπεσε λίγο... Μετά άρχισα να της λέω: «Που δεν τά ΄δατε καλά, που...», την είχα ένα τέταρτο στην πίεση, για να..., μέχρι να μου..., κι αφενός να μου κάνει και τη δουλειά και αφετέρου να την πείσω ότι δεν τά ΄χει..., εσύ είσαι λάθος και όλα τα υπόλοιπα στην Κάσο είναι τέλεια, ας πούμε, κάπως έτσι! Αυτά.
Τέλεια! Οπότε, κλείνοντας να γυρίσουμε λίγο στο σήμερα. Θέλω να μου πεις με τι ασχολείσαι αυτόν τον καιρό; Τι κάνεις;
Εγώ είμαι γυμνάστρια, δουλεύω σε σχολείο, σε Δημοτικό. Έχω την ομάδα των παραδοσιακών χορών, εκτός από τη γυμναστική έχω και την ομάδα των παραδοσιακών χορών του σχολείου, τα οποία μετά από 2 χρόνια τους είπα: «Όπως καταλαβαίνετε, θα μάθετε Κάσο, γιατί δεν τη γλιτώνετε!». Και όντως μάθανε Κάσο και όντως κατεβάσανε στην παράσταση Κάσο, και ήμουνα πολύ περήφανη δασκάλα. Κάνω και μαθήματα Latin και παραδοσιακών χορών. Και λίγο με όλα αυτά, τα της Κάσου, τα λαογραφικά, τα έτσι και τα λοιπά, όποτε βρίσκω χρόνο απ΄ τη δουλειά, την οικογένεια, τις υποχρεώσεις, προσπαθώ να τα μαζέψω, να τα συγκεντρώσω, να τα στοιχειοθετήσω, να αποδελτοποιήσω και να δω τι θα κάνω, δεν ξέρω τι θα κάνω ακόμα μ΄ αυτά.
Πάρα πολύ ωραία! Δεν ξέρω, αν θέλεις να προσθέσεις κάτι άλλο, κάτι που δεν το ρώτησα, κάτι που σού ΄ρχεται, κάποιο περιστατικό, που συμπυκνώνει-
Απλώς, επειδή πριν να ξεκινήσουμε τη συνέντευξη, με ρώτησες για τα παγωτά, που τρώμε στην Κάσο, έχω να σου πω ότι, όταν ήμασταν εμείς μικροί, το μόνο παγωτό, που υπήρχε στην Κάσο ήταν ένα παγωτό, που είχε ένα πλαστικό σχήμα χωνάκι και περιμέναμε να το φάμε όλο, γιατί κάτω-κάτω, στο τέλος στο χωνάκι, ήταν αυτές οι στρογγυλές, οι τσίχλες, οι μπίλιες, που είναι τώρα. Κι έπρεπε να φάμε όλο το παγωτό, για φάμε την τσίχλα! Ναι, σκηνικά με την Κάσο, επίσης άλλο ένα είναι ότι, έπρεπε να ΄ρθεί το Πανορμίτης. Το Πανορμίτης είναι το πλοίο, εγώ το ΄λεγα λίγο το πλοίο φάντασμα, με την έννοια ότι δεν έβλεπες πότε ερχόταν. Ερχότανε Σάββατο πρωί, έκανε ένα τοπικό δρομολόγιο απ΄ τη Ρόδο στην ουσία, μέχρι την Κρήτη και γύριζε. Αλλά ήτανε η πρόσβαση μας στον έξω χώρο, δηλαδή μας έφερνε φρούτα, μας έφερνε τις εφημερίδες, μπορεί νά ΄τανε μιας βδομάδας παλιές εφημερίδες, έφερνε περιοδικά, τα οποία όμως, ας πούμε, έφερνε 3 περιοδικά, 4, 5 εφημερίδες, οπότε έπρεπε να τρέχεις Σάββατο πρωί σαν τον τρελό, να προλάβεις να πας να πάρεις την εφημερίδα, γιατί δεν θα έβρισκες εφημερίδα. Να προλάβεις να πας να πάρεις το περιοδικό, που περίμενες και λαχταρούσες, ας πούμε. Με τα φρούτα, που σου λέω ότι έφερνε το Πανορμίτης, τα είχε ένας ηλικιωμένος κύριος, τα είχε σε ένα μαγαζί, που το μαγαζί ήταν ως εξής. Κλειστό! Άνοιγε μόνο ένα παράθυρο, στριμωχνόσουνα στο παράθυρο, για να φας φρούτο, και του έλεγες: «Θέλω αυτό το σταφύλι!» και σού ΄βαζε άλλο, «Μα θέλω αυτό!», «Όχι, θα πάρεις αυτό, που θέλω εγώ!», «Μα θέλω αυτό το σταφύλι!». Επίσης είχε σταφύλι, ξέρω ΄γώ, όχι για 100 κατοίκους, για 10 κατοίκους, οπότε, αν δεν ήσουνα πρώτος στη σειρά, άντε μέχρι τέταρτος, δεν έβρισκες να φας σταφύλι, δεν έβρισκες να φας, ξέρω ΄γώ, ντομάτα, δεν έβρισκες βασικά πράγματα ας πούμε, να φας. Επίσης, υπήρχε ο Αραφάτ. Γιατί τότε δεν υπήρχανε ψιλικατζίδικα, δηλαδή υπήρχανε μαγαζιά τύπου μίνι μάρκετ ξέρω ΄γώ, αλλά δεν ξέρω τώρα. Εμείς ψωνίζαμε απ΄ τον Αραφάτ. Ο Αραφάτ ήταν ένας ηλικιωμένος, προφανώς εξ Αιγύπτου καταγωγή, δεν είχα αναρωτηθεί ποτέ από πού είναι. Εντάξει, νομίζω ότι τώρα, ως ενήλικας, θα τράβαγα τα μαλλιά μου ας πούμε, αλλά τέλος πάντων, ο οποίος κρατούσε ένα βαλιτσάκι τρισάθλιο και είχε μέσα τσίχλες, τσίχλες, που ήταν σαν τσιγαράκια, καραμέλες, που τις έτρωγες και σου σπάγαν τα δόντια. Αλλά ήτανε λίγο η βαλίτσα του μαγικού κόσμου ας πούμε! Άνοιγε η βαλίτσα και ψώνιζες ό,τι έβρισκες εκεί μέσα. Και είχαμε και τη Μαρία, τη ζαχαροπλάστρια, γιατί δεν είχαμε ούτε γλυκά. Η Μαρία, η ζαχαροπλάστρια, τά ΄φτιαχνε στο σπίτι της. Έμενε κάτω από το σπίτι μου τέλος πάντων, γιατί εγώ έμενα, η γιαγιά μου είχε φούρνο στην Κάσο, εμένα. Ήτανε ένα επίσης project, που έχω, είναι να γράψω για τη γιαγιά μου, γιατί ήτανε πολύ... Όλοι έχουν να πουν πολύ καλά λόγια για εκείνη, τέλος πάντων. Οπότε την αρχή μέναμε στον παλιό φούρνο ας πούμε. Η Μαρία, λοιπόν, η ζαχαροπλάστρια έμενε ακριβώς από κάτω και δεν υπήρχε παιδί [01:40:00]να περάσει, και να μην το φιλέψει γλυκό. Το Κοπεγχάγη, που έχω φάει απ΄ τη Μαρία, την ζαχαροπλάστισσα, δεν το ΄χω φάει ποτέ στη ζωή μου, δηλαδή μου ΄χει μείνει ακόμα αυτή η γεύση στο... Αυτά. Εντάξει, πεταλίδες, αχινούς τρώγαμε σαν τρελοί. Ο μπαμπάς... Αυτά. Αυτά βασικά, εντάξει, δεν..., δεν ξέρω τίποτα άλλο.
Πάρα πολύ ωραία! Αν δεν θες να συμπληρώσεις κάτι άλλο, κάτι που σού ΄ρχεται.
Ε, όχι, νομίζω τα ΄παμε όλα, εντάξει! Και με το παραπάνω!
Τότε να σε ευχαριστήσω πάρα πολύ, που δέχτηκες να μου μιλήσεις, να μου δώσεις αυτήν την πολύ όμορφη συνέντευξη.
Ευχαριστώ για την υπομονή! Πραγματικά!
Ήτανε χαρά μου! Θα ευχηθώ ό,τι καλύτερο, πάντα υγεία και καλή συνέχεια!
Ευχαριστούμε, επίσης! Καλή συνέχεια και καλή επιτυχία στο project!
Ευχαριστώ πάρα πολύ!
Αυτό που δεν είπαμε καθόλου είναι για τα αυτοσχέδια γλέντια, τα οποία είναι, μπορεί να κάθεσαι στην παραλία και ξαφνικά να πας, να πιείς έναν καφέ πάνω, ας πούμε, στο καφενείο, και να ΄ρθεί ο φίλος σου και να αρχίσει να σε πειράζει με μαντινάδες. Και εκεί επιτόπου, που τρως και πίνεις, να βγούνε λαούτο, λύρα και ν΄ αρχίσουνε τις μαντινάδες. Συνήθως αυτά, τα αυτοσχέδια, είναι πιο πολύ καθιστά, πιο πολύ ανταλλαγή μαντινάδων, όπου εκεί δεν έχει τι θα πούμε, αρχίζουν να πειράγματα. «Που ξύπνησες τώρα και τι πράγματα είναι αυτά;» «Που πέρασες με το μηχανάκι από το σπίτι να δεις την κοπέλα, που έφυγες από την Αθήνα και ζεις στην Καρδίτσα και ξέχασες τα έθιμα, έφυγες απ΄ την Κάσο και ζεις στην Καρδίτσα και ξέχασες τα έθιμα». Μια φορά στήσαν ένα γλέντι για έναν, του κάνανε πλάκα και του λέγανε ότι είχε γράψει ένα βιβλίο, με όλες τις περιπέτειες με τις γυναίκες, ξέρω ΄γώ, και κάνουμε τα εγκαίνια του βιβλίου. Και του κάνανε ένα ολόκληρο γλέντι, για ένα ανύπαρκτο βιβλίο, για να τον πειράξουνε! Ναι, δηλαδή αυτό το αυτοσχέδιο γλέντι. Την άλλη φορά έγινε το γλέντι στο μπαράκι, που, επειδή έπρεπε να κλείσει η μουσική, του κάνανε καταγγελία κι έκλεισε η μουσική, πιάσανε τις λύρες και τα λαούτα και τελειώσαμε, ξεκινήσαμε 13 βράδυ και τελειώσαμε 14 απόγευμα, γιατί έπρεπε να πάμε στην Παναγία, να κάνουμε την παραμονή της Παναγίας ας πούμε. Επίσης, κάτι που είναι πάρα πολύ ωραίο και πάρα πολύ χαρακτηριστικό, είναι ότι στην Κάσο, όταν φεύγουν οι μεγάλες καραβιές από την Κάσο, για να πάνε στην Αθήνα, τους αποχαιρετάνε με λύρες και λαούτα. Κατεβαίνουνε με τη λύρα και λαούτο, λένε το κλασικό: «Αχ, και νά ΄φευγε το πλοίο μοναχό και να μη φύω!». «Και πώς να πω το έχε γεια και πώς να μπω στη βάρκα και πώς ν΄ αφήσω πίσω μου την Κάσο και τ΄ Αρμάθια;». Χορό! Χορεύουνε και... Εγώ δηλαδή ταξίδευα και χόρευα, και να μου λένε: «Μπες μες το καράβι, θα φύγει!». Από πάνω να χαιρετάνε, από κάτω να παίζουνε λύρες, να τραγουδάνε, να σου φωνάζουνε. Όσοι είναι μέσα στο καράβι συγκλονίζονται με αυτό, που βλέπουνε, είναι καταπληκτικό! Είναι αυτό, που είπε ένας φίλος, δημοσιογράφος, «Μόνο στην Κάσο λένε έτσι αντίο!». Αυτό. Αυτά ήθελα να πω.
Ωραία! Ευχαριστούμε πολύ για τη-
Σε περιμένουμε στην Κάσο!
Να ΄σαστε καλά! Χαιρετώ!
Φωτογραφίες

Το πλοίο «Πρέβελης» στο ...
Το πλοίο «Πρέβελης» στο λιμάνι της Κάσου, ...

Η παραλία του Εμπορειού
Ο Εμπορειός είναι το παλιό λιμάνι της Κάσο ...

Βοτσαλωτό δάπεδο
Ψηφιδωτό στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας ...

Τ' ασπροκέντητα
Τ' ασπροκέντητα που στολίζει το παράθυρο ε ...

Πανηγύρι
Ο κόσμος μαζέυεται γύρω από τα όργανα και ...

Τα καζάνια του πανηγυριού
Στο πανηγύρι μαγειρεύουν κυρίως οι άντρες.

Παραδοσιακό πιάτο
Το φαγητό στο πανηγύρι της Παναγίας των Δε ...

Εργαλείο ύφανσης
Εκθεσιακός χώρος λαογραφικής συλλογής, στο ...

Οι έξι Εκκλησιές
Οι έξι Εκκλησιές στο χωριό Παναγία.

Παραδοσιακά κοσμήματα Κά ...
Μπετόνια και Μαλτέζικος Σταυρός.

Ψηφιδωτό στην Αγία Τριάδ ...
Ψηφιδωτό στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας ...

Οι έξι Εκκλησιές
Οι έξι Εκκλησιές στο χωριό Παναγία.

Πανοσούφι
Ξύλινο υπερυψωμένο σημείο στη «σάλα», όπου ...

Παραδοσιακό σπίτι εσωτερ ...
Διάκοσμος τμήματος του σοφά.

Αργαλειός
Εκθεσιακός χώρος λαογραφικής συλλογής, στο ...

Πρέσσα για τις ελιές
Εκθεσιακός χώρος λαογραφικής συλλογής, στο ...

Σιτάκα
Παραδοσιακό κασιώτικο τυρί.

Το παγκάλι
Αποθηκευτικός χώρος, ξύλινος που εκτείνετα ...

Το σερβίρισμα στο πανηγύ ...
Το σερβίρισμα του φαγητού στα πανηγύρια αλ ...

Το τύλιγμα των ντολμάδων
Τα ντολμαδάκια αποτελούν παραοδιακό πιάτο ...
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η Λίλα Μαστρωμανώλη μιλά για την ιδιαίτερη πατρίδα της, την Κάσο. Περιγράφει το νησί και τους κατοίκους, συγκρίνοντας τις παλιότερες εποχές με το σήμερα, ενώ παράλληλα μοιράζεται εμπειρίες, που την ώθησαν να ασχοληθεί με την λαογραφία του τόπου. Εξιστορεί έθιμα του γάμου και της κηδείας, των Χριστουγέννων και του Πάσχα, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στα πανηγύρια και στα γλέντια με μαντινάδες, που λαμβάνουν χώρα στο νησί. Επίσης, περιγράφει τα τοπικά παραδοσιακά εδέσματα, τα οποία συνοδεύουν κάθε δραστηριότητα της κοινότητας και κλείνει παρουσιάζοντας την αρχιτεκτονική της περιοχής.
Αφηγητές/τριες
Ευαγγελία Μαστρομανώλη
Ερευνητές/τριες
Αριστείδης-Δημήτριος Νικάκης
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
11/06/2021
Διάρκεια
103'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η Λίλα Μαστρωμανώλη μιλά για την ιδιαίτερη πατρίδα της, την Κάσο. Περιγράφει το νησί και τους κατοίκους, συγκρίνοντας τις παλιότερες εποχές με το σήμερα, ενώ παράλληλα μοιράζεται εμπειρίες, που την ώθησαν να ασχοληθεί με την λαογραφία του τόπου. Εξιστορεί έθιμα του γάμου και της κηδείας, των Χριστουγέννων και του Πάσχα, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στα πανηγύρια και στα γλέντια με μαντινάδες, που λαμβάνουν χώρα στο νησί. Επίσης, περιγράφει τα τοπικά παραδοσιακά εδέσματα, τα οποία συνοδεύουν κάθε δραστηριότητα της κοινότητας και κλείνει παρουσιάζοντας την αρχιτεκτονική της περιοχής.
Αφηγητές/τριες
Ευαγγελία Μαστρομανώλη
Ερευνητές/τριες
Αριστείδης-Δημήτριος Νικάκης
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
11/06/2021
Διάρκεια
103'