© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Πώς επιβιώσαμε: Η ιστορία ενός Κρητικού στρατιώτη για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974

Κωδικός Ιστορίας
10086
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Αντώνης Βρουχάκης (Α.Β.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
30/05/2021
Ερευνητής/τρια
Alexander Naci (A.N.)

[00:00:00]

A.N.:

Καλημέρα!

Α.Β.:

Καλημέρα!

A.N.:

Πείτε μας λίγο το όνομα σας. 

Α.Β.:

Βρουχάκης Αντώνης.

A.N.:

Είναι 30 Μαϊού του 2021, είμαι με τον κύριο Αντώνιο Βρουχάκη στη Σίβηρη της Χαλκιδικής, εγώ είμαι ο Aleksander Naci, είμαι ερευνητής στο Istorima κι εδώ ξεκινάμε.  Κύριε Αντώνη, θα ήθελα πρώτα να μας πείτε λίγα λόγια για τον εαυτό σας, κατά κάποιο τρόπο πού γεννηθήκατε, και για να μάθουμε λίγα πράγματα και να καταλάβουμε για σας λίγα πράγματα παραπάνω.

Α.Β.:

Είμα απ' τα Καλουδιανά της Κρήτης, Καλουδιανά Χανίων Κρήτης, γεννημένος το 1953 κι επιλέχθηκα να πάω Κύπρο.

A.N.:

Σχολείο πού πήγατε;

Α.Β.:

Το σχολείο το τελείωσα, την τελευταία τάξη, εδώ Θεσσαλονίκη. Συκιές. 

A.N.:

Υπέροχα. Επειδή είχαμε προσυζητήσει στην ουσία για την ιστορία που θέλετε να μοιραστείτε, ας περάσουμε στην ιστορία, ή μάλλον στις ιστορίες ενδεχομένως που σχετίζονται με την στρατιωτική σας θητεία, ωραία. Να το πάρουμε από την αρχή.

Α.Β.:

Ναι.

A.N.:

Πότε πήγατε φαντάρος και πώς προέκυψε η αποστολή σας στην Κύπρο;

Α.Β.:

Επιλέχθηκε από την στρατολογία να πάω Κύπρο, επιλογή ήταν, ήμουνα μέσα στους επιλεγμένους. ΕΛ.ΔΥ.Κ. Και φύγαμε από το Λουτράκι, κάναμε τουλάχιστον 15 μέρες στο Λουτράκι κι από εκεί με το οχηματαγωγό «Λέσβος» πήγαμε στην Κύπρο. 19 του μηνός φτάσαμε στην Κύπρο, 20 του μηνός έγινε ο πόλεμος. 

A.N.:

Το '74.

Α.Β.:

 Το 1974. Αφού βομβαρδίστηκε η ΕΛ.ΔΥ.Κ- δεύτερη μέρα σου λέω τώρα, 20 του μηνός- εμένα την τρίτη μέρα μου λέει ότι ανθυπασπιστής: «Πάνε στο "Ύψωμα Β'' να βρεις τον τάδε αρχιλοχία, να καθίσεις εκεί δίπλα στο λόχο διοικήσεως», που πρέπει να ήταν διοικητής τότε εκεί στο λόχο διοικήσεως ο Σταυριανάκος, ο Διοικητής της ΕΛ.ΔΥ.Κ, ο διοικητής του λόχου διοικήσεως. Και δίπλα είμαστε εμείς, μία διμοιρία μ' ένα αρχιλοχία, Κρητικό, κι αυτός ο αρχιλοχίας, από το Ηράκλειο πρέπει να ήτανε εκείνος ο αρχιλοχίας. Δεν τα πηγαίναμε και πολύ καλά, γιατί εγώ Χανιώτης, αυτός αυτό, λογομαχούσαμε και στο ύψωμα.Το ύψωμα μην φανταστείς, ήταν ένα υψωματάκι από τη μεριά τη δικιά μας, δηλαδή την Ελληνική, ήτανε 3-4 μέτρα ένα υψωματάκι, απ' την μεριά του Κιόνελι, του Πενταδακτύλου δηλαδή, είχε μία υψομετρική διαφορά αρκετή, καμιά 15-20 μέτρα. Κι εκεί πάνω ήμουνα 20 μέρες μέχρι που άρχισε ο δεύτερος γύρος, δηλαδή η φάση η δεύτερη, του Αυγούστου.

A.N.:

Της απόβασης.

Α.Β.:

Όχι της απόβασης, του πολέμου, ή δεύτερη φάση του πολέμου. Καθόμαστε εκεί 20 μέρες, είχα γνωριστεί μ' ένα Κύπριο φίλο μαζί που είχαν ΠΑΟ, ένα στοιχείο ΠΑΟ είχε έρθει κι ήταν Κύπριοι. Το μοναδικό αντιαρματικό που είχαμε, γιατί τ' άλλα τα αντιαρματικό τα είχαμε χάσει μες στο βομβαρδισμό. Εγώ ήμουν ΠΑΟ-τζής των 120 χιλιοστών, και το ΠΑΟ μου βομβαρδίστηκε μες στην ΕΛ.ΔΥ.Κ. Κι αναγκάστηκα να πάω εκεί πέρα στο ύψωμα μαζί με τους άλλους βαρυοπλίτες, να πούμε, και βλέπαμε τις κινήσεις των Τούρκων, φτιάχναμε θέσεις εκεί πέρα επάνω 20 μέρες. Γνωρίστηκα με το... Αυτό που σου λέω, τον Κύπριο, το στοιχείο με τον Κύπριο, τον Αχιλλέα τον Διονυσίου και με αρκετούς άλλους είχαμε γίνει κολλητοί.   Είχε και δίπλα μία παράγκα, μία παράγκα είχε δίπλα και μέσα εκεί έμεινε μία γιαγιά. Δεν ξέρω πώς αυτή η γιαγιά, πώς έμεινε εκεί πέρα πάνω! Ολομόναχη! Και πηγαίναμε εκεί κάπου-κάπου και πίναμε κάνα νερό, απαγορευόταν, αλλά... Μας λέγανε: «Μην πηγαίνετε!», εμείς πηγαίναμε. Μία μέρα μου λέει η γιαγιά: «Θα πάω στη Λευκωσία. Θέλετε να σας πάρω κάτι;». Της λέω: «Γιαγιά, εγώ θέλω ένα ραδιάκι, θέλω να μου φέρεις κι ένα τετράδιο», «θα στο φέρω, παιδί μου» κι έρχεται το μεσημεράκι, μας φέρνει ένα τετράδιο κι ένα ραδιάκι και μ' αυτό άκουγα όλες τις ειδήσεις. Μέσα σ' αυτά άκουγα κι έναν σταθμό, το «Μπαϊράκ», τουρκοκυπριακός σταθμός, που έλεγε στους Τούρκους να μην πολεμούν με τους Έλληνες.

A.N.:

Στα τούρκικα; 

Α.Β.:

Στα ελληνικά. Έλεγε: «Σας κοροϊδεύουν οι Έλληνες» να πούμε «και μην τους ακούτε! Αυτοί πολεμούν με τα πιο σύγχρονα όπλα» [00:05:00]λέει, «ενώ εσείς έχετε τα μαρτίνια! Παρατήστε τους Έλληνες! Μην πολεμάτε μαζί, μην τους βοηθάτε!». Δηλαδή, προπαγάνδα! Προπαγάνδα, καμία σχέση! Αυτοί είχανε τα πιο σύγχρονα όπλα και είχαν άρματα, είχαν αυτά... Ε, την τελευταία μέρα του πολέμου, αφού γνωριστήκαμε εκεί πέρα πάλι, τελευταία μέρα του πολέμου, 16 του μήνα, μου λέει ο αρχιλοχίας: «Δεκανέα πάρε δύο στρατιώτες και πάνε μπροστά». Δηλαδή, όπως ήταν οι δύο λόχοι στη σειρά, ο Λόχος Διοικήσεως κι εμείς δίπλα, από αριστερά ήταν ένα 11ο Συγκρότημα Κυπρίων, στρατόπεδο, και πιο κάτω ήταν το αεροδρόμιο. Μπροστά, επίσης, βλέπαμε τον Κιόνελι, το Πενταδάκτυλο, το βουνό, εκεί είχε διοίκηση, ήταν η διοίκηση της Τουρκικής, οι Τούρκοι ήταν εκεί τέλος πάντων. Πάω το πρωί, 6 η ώρα, μαζί μ' ένα τηλέφωνο στο χέρι με σύρμα, με σύρμα, όχι ασύρματο, ενσύρματο και δύο στρατιώτες και πάμε. Τα αεροπλάνα πετούσαν, έξι η ώρα το πρωΐ και ήδη άρχισαν να κάνουν βομβαρδισμούς και να ρίχνουνε. Πάμε εκεί πέρα, καθόμαστε, ενώ δεν περνάει κανένα τεταρτάκι και βλέπω απέναντι, τον Κιόνελι τον βλέπαμε πεντακάθαρα, κινήσεις σαν να χτύπησε συναγερμός, οι Τούρκοι να βγαίνουν, να τρέχουν από 'δω, να τρέχουν από 'κει, τα άρματα να παίρνουνε μπρός, μέτρησα 30-40 άρματα, δεν μπορώ να θυμηθώ πόσα ήτανε. Λέω: «Αν έρθουν αυτά όλα προς τα 'δω, δεν θα μείνει ούτε ένας ζωντανός από μας». Εμείς είχαμε ένα πολυβόλο 30άρι εκεί κι ο Λόχος Διοικήσεως να είχε άλλα δυο και η ΕΛ.ΔΥ.Κ., δεν ξέρω τι υπήρχε μέσα στην ΕΛ.ΔΥ.Κ.  Λέω: «Αν έρθουν αυτοί εδώ, δεν γλιτώνει κανένας!». Το λέγαμε με τους δυο Κύπριους, το συζητούσαμε με τα παιδιά.

A.N.:

Τώρα μιλάμε πάντα στη δεύτερη φάση;

Α.Β.:

Δεύτερη, τελευταία μέρα του πολέμου, σου λέω. Τελευταία, γιατί είχε προηγηθεί άλλη μία φάση του πολέμου, όχι του πολέου, στη δεύτερη φάση υπήρχε και μία άλλη μέρα, στις 14 του μηνός έγινε κι άλλη επίθεση, πάλι προς εμάς. 

A.N.:

Άρα μιλάμε για Αύγουστο τώρα. 

Α.Β.:

Αύγουστο, 14 Αυγούστου έγινε μια επίθεση στο Ύψωμα Β και η δεύτερη επίθεση έγινε 16 Αυγούστου, η μεγαλύτερη επίθεση, και ήταν η τελευταία κιόλας που πήγαμε προς τα πίσω. Έλεγα τον αρχιλοχία: «Αρχιλοχία», λέω, «κινήσεις άσχημες.». Μου λέει: «Εντάξει», λέει «φυσιολογικό είναι, πόλεμος γίνεται». Όμως, αυτοί, άρχισαν να 'ρχονται προς τα εμάς, λέω: «Αυτοί πλησιάζουνε, έρχονται προς τα εμάς». Η απόσταση από το Κιόνελι μέχρι το ύψωμα 'κείνο να 'τανε τέσσερα χιλιόμετρα, πέντε; Δηλαδή, σου λέω ότι έβλεπα καθαρά. Για να βλέπεις καθαρά πρέπει να 'τανε... Έπρεπε σε κάποια στιγμή, βλέπω ένα διαχωρισμό να πηγαίνει πολύ, να πηγαίνει προς το στρατόπεδο της ΕΛ.ΔΥ.Κ. κι η άλλη να 'ρχεται ευθεία προς τη στροφή Γερολάκκουπου, που ήταν το υπερυψωμένο φυλάκιο, 100 μέτρα μπροστά ήμουνα εγώ κι εκεί κι έκανε μια στροφή το έδαφος κι ανεβαίναμε επάνω, στο ύψωμα. Το ύψωμα εντωμεταξύ- μην φανταστείς- ήτανε κρανίου τόπος. Δεν είχε τίποτα, ούτε φυλλαράκι, ούτε δέντρο, ούτε τίποτα δεν ανακάλυπτες, πέτρα! κι είχαμε κάνει, στο εικοσαήμερο που ήμουνα εκεί, πέτρες πάνω στην πέτρα κι είχαμε κάνει θέσεις-

A.N.:

Αναχώματα.

Α.Β.:

Με πέτρες, το οποίο το έπαιρνε... Το άρμα τη χτυπούσε και διαλυότανε. Ανεβαίνανε, ανεβαίνανε, ανεβαίνανε, βλέπω οι μισοί πάνε προς την ΕΛ.ΔΥ.Κ., του το λέω, «οι άλλοι μισοί προς τα 'κει, προς εμάς, έρχονται πλησιάζουν. Εντάξει;», «εντάξει». Για μια στιγμή, είχαν πλησιάσει αρκετά, έπρεπε να φύγουμε, του λέω, πάω, να χτυπήσω το τηλέφωνο να τον ειδοποιήσω τον αρχιλοχία, το τηλέφωνο νεκρό. Είχε κοπεί το σύρμα απ' τους βομβαρδισμούς. Πάει ένας στρατιώτης να τον πει ότι έτσι κι έτσι, πλησιάζουν πολύ οι Τούρκοι, έρχονται επάνω μας, δεν γυρίζει ο στρατιώτης γιατί γινόταν ο χαμός! Πάει κι ο δεύτερος, το ίδιο. Λέω: «Τώρα Αντώνη οι Τούρκοι είχαν ήδη ανέβει στο ύψωμα», εγώ από 'δω τους έβλεπα, τώρα, μέχρι το σπίτι. Τελευταίος. Λέω: «Αντώνη  πρέπει να φύγεις κι εσύ τώρα, γιατί αλλιώς δεν γλιτώνεις με τίποτα» Σηκώνομαι εγώ παίρνω το όπλο μου, είχε αρχίσει ήδη να χτυπάνε εμένα από τη μία μεριά, κι οι άλλοι από την άλλη, και εγώ στη μέση να πηγαίνω για το για τη διμοιρία μου. Πώς έφτασα στη διμοιρία, ένας Θεός ξέρει! Να γίνεται ο χαμός, να μη βλέπεις μπροστά σου από τα βλήματα. Φτάνω στον αυτό, στον αρχιλοχία, του λέω: «Αρχιλοχία πρέπει να φύγουμε» του λέω. Πρέπει να ήτανε τώρα 11 η ώρα, 12. Μου λέει: «Δεν κουνάμε από 'δω με τίποτα», «Θα μας πατήσουνε, είναι πάρα πολλοί» του λέω. «Εδώ» λέει, «θα μείνουμε», γιατί την πιο [00:10:00]προηγούμενη μέρα, με λιγότερα άρματα, μας κάνανε επίθεση και κάναμε μια ελαφρά οπισθοχώρηση προς τα πίσω, καμια 400-500 μέτρα, αλλά το πυροβολικό τους γύρισε πίσω. Οι βολές του πυροβολικού ήταν τόσο εύστοχες, του δικού μας πυροβολικού, και τους γύρισε πίσω ξανά προς τον Πενταδάκτυλο. Και μας γυρίσανε κι εμάς πίσω κι είχαμε νεκρούς γιατί χτυπηθήκανε θέσεις, είχαμε αυτά, ήταν αρκετοί.

A.N.:

 Πόσοι ήσασταν περίπου; 

Α.Β.:

Εμείς εκεί; Εμείς ήμασταν 15-20 η διμοιρία, αλλά ο Λόχος Διοικήσεως θα ήταν καμιά 30-40, ξέρω 'γω πόσοι ήταν, κάπου εκεί. Δεν ήμασταν, όμως, τυφεκιοφόροι, σου λέω, ήμασταν ο Λόχος της Διοικήσεως κι η διμοιρία βαρυοπλίτες, παλιοί και νέοι, εγώ ήμουνα νέος. Μόλις είχα πάει. Δηλαδή, 20 μέρες είχα στην Κύπρο. Και κατά το μεσημεράκι ευτυχώς που, το 'μαθα μετά εγώ, μετά εκ των υστέρων, ότι ο υποδιοικητής, ο μοναδικός που ξέραμε και βλέπαμε, ένας υποδιοικητής της ΕΛ.ΔΥ.Κ, ο οποίος μας έδινε και κουράγιο, μας έλεγε: «Παιδιά μην φοβάστε. Θα 'ρθουνε δυνάμεις, θα 'ρθουνε ενισχύσεις, θα 'ρθει η αεροπορία.». Τίποτα δεν ήρθε! Ό,τι του λέγανε του διοικητή, μας έλεγε κι αυτός ο συγχωρεμένος, γιατί πέθανε. 

A.N.:

Πώς τον λέγανε; 

Α.Β.:

Τον λέγανε Σταυρόπουλο, το όνομά του το ξεχνώ τώρα. Είδες; Ε! Σταυρόπουλο. Κι έδωσε εντολή κατά το μεσημεράκι, ενώ η εντολή ήτανε να μην κουνηθεί κανένας από 'κει πέρα, οι Τούρκοι είχαν πλησιάσει στα 100 μέτρα. Σου λέω δεν θα γλίτωνε κανένας μας, κανένας δε θα γλίτωνε, αν δεν ήταν αυτός ο υποδιοικητής να δώσει εντολή να κάνουμε οπισθοχώρηση προς τα πίσω λίγο, προς τη Διοίκηση δηλαδή. Δηλαδή, από πίσω μας ήτανε η Διοίκηση. Στο από πίσω ακριβώς ήταν μια σχολή, «Σχολή Γρηγορίου». Κι εκεί, λέει, η σχολή είχε γίνει διάτρυτη. Απ' τις σφαίρες, απ' τις βόμβες κι απ' τα άρματα. Αν τη δεις, και δεν ξέρω αν υπάρχει σήμερα, ή αν είναι έτσι και σήμερα, μου φαίνεται ότι και σήμερα έτσι είναι, διάτρυτη, δεν την έχουνε... Γιατί πήγα μετά από 15 χρόνια, 20, με το φίλο μου τον Αχιλλέα, πήγα βρήκα τον φίλο μου τον Αχιλλέα στην Κύπρο κι ακόμη η Σχολή έτσι ήτανε. Και πήγαμε προς τα 'κει. Πηγαίνοντας προς τα κει, να πω ότι, σου λέω, πάνω τα αεροπλάνα να χτυπάνε. Ευτυχώς που το έδαφος έκανε μια καμπή στο ύψωμα. Δηλαδή, κατεβήκαμε το ύψωμα εμείς και το ύψωμα είχε μια υψωμετρική διαφορά και δεν μας βρίσκαν τ' άρματα. Μόνο η αεροπορία μας χτυπούσε από πάνω, τα άρματα δεν μπορούσαν να μας χτυπήσουν, γιατί ήμασταν υψωμετρικά διαφορετικά απ' το αυτό, και δεν μας χτυπούσαν. Και φτάνουμε... Την τελευταία μέρα σου λέω τώρα του πολέμου, ήταν η πιο σφοδρή μέρα, η πιο χειρότερη μέρα, αν δεν έδινε εντολή θα μας πιάνανε όλους, δεν θα γλίτωνε κανένας! Αλλά, γλιτώσαμε λόγω του ότι, μας έδωσε την εντολή αυτή, φύγαμε. Αλλιώς, οι Τούρκοι θα μας είχαν κλείσει σαν Υ περίπου, έτσι ήταν από δεξιά και αριστερά και θα βάζανε στη μέση και θα μας πιάνανε όλους. Θα μας σκοτώνανε, δεν γλίτωνε κανένας, ούτε Διοίκηση, ούτε... Κι όπως έφτανα στο τέλος της διαδρομής προς το σχολείο Γρηγορίου, οι άλλοι σκοτωνόταν δεξιά αριστερά, λέω: «Αντώνη τη γλίτωσες!» και κάνω δεξιά, αριστερά να δω, βλέπω έναν καταδρομέα. Λέω: «Πάει, Τούρκος είναι! Αυτό ήταν, τελείωσες!». «Ρε σειρά», μου λέει. Λέω: «Τι Έλληνας είναι;». Λέει: «Από πού είσαι;». Λέω: «Απ' τα Χανιά», «απ' τα Χανιά» μου λέει, «κι εγώ Χανιώτης είμαι ρε» μου λέει! «Χανιώτης;» λέω, «από πού;». «Μέσα από τα Χανιά. Εσύ;». «Απ' τα Καλουδιανά.», ένα χωριό δηλαδή μισή ώρα δρόμο απ' τα Χανιά. Μου λέει, κάτι άλλο τώρα συζητούσαμε, τί είπαμε. Ε, λέω: «Γλιτώσαμε» λέω, «Εσύ τί; Πώς;». Μου λέει «Καταδρομέας είμαι εδώ πέρα με το ΠΑΟ το 90άρι», βλέπει που έρχονταν, κάτι άρματα, πλησιάζανε άρματα, «Μη φοβάσαι» μου λέει, «Άσ' τα σε μένα!», λέει. Τραβάει μια το πρώτο άρμα, που ήταν το πιο κοντινό, πάει αυτό. Ξανά το δεύτερο, δώσ' του! Αυτό ήτανε, «Γεια σου φίλε!», «Γεια!». Κι εγώ ακολουθούσα το λόχο μου ως τη Μακεδονίτσα. Αφού φτάσαμε στη Μακεδονίτσα, είχαμε ήδη γλιτώσει. Οι Τούρκοι σταματήσανε εκεί, μέχρι εκεί. Δεν συνεχίσανε να προχωρήσουν και άλλο.

A.N.:

Πώς τον λέγανε αυτόν; 

Α.Β.:

[00:15:00]Δεν ξέρω, ούτε τ' όνομά του δεν θυμάμαι! Δεν μου είπε όνομα, απλώς «από που είσαι», «απ' τα Χανιά», «κι εγώ είμαι απ' τα Καλουδιανά» κι αυτό ήτανε! Δυο κουβέντες είπαμε!

A.N.:

Κατάλαβα.

Α.Β.:

Δεν μπορούσαμε να πούμε άλλα, τόσο πράγμα που... Αλλά με το φίλο μου τον, αυτό έλεγα στο Χρήστο προηγουμένως, με τον Γιωργάκη, έναν Γιωργάκη που είχαμε δεθεί πολύ, εκεί πάνω στο ύψωμα με τον Γιωργάκη. Ήταν από τη Λευκάδα αυτό παιδί και είχαμε πει, μου λέει: «Αντώνη, αν σκοτωθούμε, θα πας», μου λέει, «στη Λευκάδα, στα Σφακιώτικα Λευκάδας, να πεις στη μάνα μου ότι ο γιος σου σκοτώθηκε εδώ». Λέω: «Θα πάω ρε», του λέω, «αλλά θα κάνεις και εσύ το ίδιο αν πεθάνω εγώ», του λέω, «θα πας στα Καλουδιανά να πεις στη μάνα μου εκεί». «Έγινε», δώσαμε τα χέρια και συνεχίζαμε, προχωρούσαμε να πούμε. Ζήσαμε και οι δυο μας.  Το Κυπριακό στοιχείο που σου είπα, που ήταν εκεί πέρα πάνω, το με το ΠΑΟ των 106 χιλιοστών, έκανε καλή δουλειά. Έριξε στους Τούρκους πολλά βλήματα, αλλά πρέπει να ήτανε νομίζω την πρώτη μέρα, δηλαδή όχι 16 Αυγούστου, 14 Αυγούστου, ήταν η πρώτη εισβολή. Κι έριξε αρκετά βλήματα, και μαζί με το πυροβολικό που σου λέω, τους έκανε τους Τούρκους να οπισθοχωρίσουνε. Εμείς δεν είχαμε δυνάμεις με τα Μ1, ρίχναμε μόνο στους στρατιώτες. Όχι με τα Μ1, με τα FN.  FN είχαμε μαζί, είχαμε πάρει, και οπισθοχώρησαν και απ' τα πολλά βλήματα που έριχνε το ΠΑΟ μπλόκαρε. Πήγε ο σκοπευτής να το ξεμπλοκάρει, και ξέρεις το ΠΑΟ έχει αέρια από πίσω, βγάζει αέρια, πολλά αέρια και το βρήκανε τ' αέρια και το σκότωσαν το παιδί. Και αναγκάστηκαν τα παιδιά, αφού χάλασε το ΠΑΟ και τα λοιπά, να οπισθοχωρίσουν για να φύγουν από 'κει και μείναμε στη δεύτερη φάση, δεύτερη μέρα, την τρίτη μέρα δηλαδή, στις 16 Αυγούστου ήμασταν τελείως χωρίς βαρύ οπλισμό, τίποτα δεν είχαμε εκεί πέρα.

A.N.:

Χωρίς κάλυψη.

Α.Β.:

Κάλυψη. Ε, αυτό ήτανε. Γλιτώσαμε, περάσανε τα χρόνια. Το '86 ήμουνα στην Κρήτη, ήταν ο πατέρας μου άρρωστος. Ε, άρρωστος, σε πέντε-έξι μέρες πέθανε. Ήμουνα εκεί στην πόρτα του σπιτιού μου, στο χωριό, περίμενα τον κόσμο, ερχόταν ο κόσμος χαιρετούσε. Όπως ήμουνα στην πόρτα της αυλής εκεί του σπιτιού βλέπω μία κοπελίτσα, την ξαδέρφη μου, πρώτη μου ξαδέρφη, να 'ρχεται μ' ένα παιδί, εύσωμο, ήταν δίμετρο παιδί να πούμε. Τον κοιτάζω, με κοιτάζει, με χαιρετάει η ξαδέρφη μου: «Γεια σου ξάδερφε! Τί κάνεις, καλά;», μου 'δωσε συλληπητήρια, ξέρω 'γω,  μου λέει το παιδί, με κοιτάζει, το παιδί μου λέει: «Πού γνωριζόμαστε;», λέω: «Ξέρω 'γω, από κάπου γνωριζόμαστε, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ πού», τώρα είμαι θολωμένος με τον πατέρα μου που ήταν πεθαμένος. Μου λέει: «Από κάπου γνωριζόμαστε, θα θυμηθώ». Μπαίνει μέσα χαιρετάει τον πατέρα μου, βγαίνει έξω, μου λέει: «Πού υπηρέτησες;». Λέω: «Στην Κύπρο». «Στην Κύπρο;», μου λέει: «Για θυμήσου» μου λέει, «το λοκατζή με το ΠΑΟ το 90άρι» μου λέει.  Έμεινα. «Σώπα ρε» του λέω. Τρελάθηκα, δεν το πίστευα. Ήταν αυτός ο λοκατζής που είχε φάει εντωμεταξύ, να λέει το Μπαϊράκ σου λέω στην Κύπρο. Οι λοκατζήδες κάνανε χρυσή δουλειά. Πηγαίνανε και βάζανε σκοπούς και πηγαίνανε οι λοκατζήδες οι δικοί μας, οι καταδρομείς και τους καθαρίζανε. Βάζανε διπλές σκοπιές, εξαφανιζόταν κι οι σκοπιές. Είχαν πάθει την πλάκα τους οι Τούρκοι. Δεν ξέρανε από πού τους έρχεται. Αν δεν ήταν δηλαδή αυτοί οι λοκατζήδες, οι καταδρομείς κι ο υποδιοικητής, από την ΕΛ.ΔΥ.Κ,δεν θα 'χε γλιτώσει κανένας. Κανένας. Και μου λέει: «Αυτός είμαι», μου λέει. Τρελάθηκα. Ε, είπαμε δυο-τρεις κουβέντες, λέω: «Θα σε βλέπω, αφού είσαι με την ξαδέρφη μου, θα σε βλέπω», λέω. Παντρεμένος τώρα ήτανε με την ξαδέρφη μου; Παντρεμένος πρέπει να 'τανε, παντρεμένος ήτανε με την ξαδέρφη μου. «Ε, θα σε βλέπω» λέω, «αφού είσαι [00:20:00]'δώ, θα 'ρχομαι, θα βλεπόμαστε».  Έρχομαι στη Θεσσαλονίκη εγώ εδώ. Εδώ είμαι, εγώ εμένα εδώ. Και μου λέει, με παίρνει η μάνα μου τηλέφωνο, η συγχωρεμένη η μάνα μου τηλέφωνο και μου λέει: «Αντωνάκη, θα σου πώ ένα δυσάρεστο νέο.», «τί ρε μάνα;», τη λέω. «Ο λοκατζής που γνώρισες στην Κύπρο σκοτώθηκε» μου λέει. «Πώς ρε μαμά;» τη λέω. «Είχε ένα οικοδομικό ατύχημα» λέει, «έπεσε το μπαλκόνι και τον πλάκωσε». Αυτό είναι. Κι έτσι που λες, η ιστορία του καταδρομέα είναι αυτή, έπεσε το μπαλκόνι και τον πλάκωσε. Ο άνθρωπος που είχε φάει τους Τούρκους εκεί πέρα κάτω, τους καθαρίζανε οι άνθρωποι, αυτός ο άνθρωπος πήγε από ένα μπαλκονάκι.

A.N.:

Το όνομα του είπαμε;

Α.Β.:

Ούτε που το θυμάμαι. Ούτε το ξέρω, ούτε το θυμάμαι. Αλλά, η ξαδέρφη σίγουρα το ξέρει, δεν έτυχε να την ξαναρωτήσω γιατί η ξαδέρφη μου ξαναπαντρεύτηκε μου φαίνεται. Αλλά, έτσι πήγε. Και πολλοί άλλοι, άμα δεις κι άλλους καταδρομείς που έχω δει, κάνανε χρυσή δουλειά στην Κύπρο. Αν δεν ήταν, σου λέω, αυτοί δεν θα γλίτωνε κανένας από μας. Αυτοί κι ο υποδιοικητής που έδωσε την εντολή να κάνουμε σύμπτυξη προς τα πίσω και γλιτώσαμε. 

A.N.:

Να σας γυρίσω ελάχιστα πίσω. Εσείς, ας πούμε, φύγατε από το Λουτράκι στις 17 ή στις 19 Ιουλίου;

Α.Β.:

Απ' το Λουτράκι φύγαμε 7-8 μέρες νωρίτερα, δηλαδή 12 κι 7, 19, 12 του μηνός; Εφτά μέρες κάναμε να πάμε στην Κύπρο Μας πηγαίνανε, μας γυρνούσανε, φτάνανε Ρόδο, μας γύριζαν. Το «Λέσβος» δεν ξέρανε, λέγανε: «Να τους αποβιβάσουμε, να μην τους αποβιβάσουμε;».

A.N.:

Εσείς, στην ουσία πήγατε μετά το πραξικόπημα.  

Α.Β.:

Το πραξικόπημα πότε έγινε 19;

A.N.:

15.

Α.Β.:

15; Ε, μετά το πραξικόπημα δυο-τρεις μέρες, ναι. Εμείς πήγαμε στις 19 στην Κύπρο, 19 το πρωί. 

A.N.:

Ακριβώς την επόμενη μέρα συμβαίνει αυτό που συμβαίνει.  

Α.Β.:

Μπήκαμε στο στρατόπεδο μία μέρα. Μας δώσανε τα ΠΑΟ τα εβδομηνταπεντάρια, τα οποία βομβαρδιστήκανε την άλλη μέρα το πρωί, μας βομβαρδίσανε και μείνανε όλα μέσα.

A.N.:

Γι' αυτό ήθελα να σας ρωτήσω. Πώς ήταν η πρώτη μέρα, τη στιγμή που ξεκινάει η απόβαση;

Α.Β.:

Να, αφού σου λέω, μπήκαμε στο στρατόπεδο, φτάσαμε το μεσημέρι-απόγευμα ήταν που φτάσαμε στο στρατόπεδο; Απόγευμα πρέπει να 'τανε. Στο στρατόπεδο προλάβαμε και πήραμε τα στοιχεία, τα ΠΑΟ. Μας δώσανε τα στοιχεία, «εσύ πρώτο στοιχείο, δεύτερο στοιχείο, τρίτο στοιχείο». Πήραμε τις θέσεις, τη βραδιά εκείνη μου φαίνεται ότι πήραμε κι οπλισμό από κάποια, πήραμε τον οπλισμό. Το πρωί πρωί 6 η ώρα άρχισε το πανηγύρι, άρχισε ο βομβαρδισμός. Δηλαδή, ούτε 24ωρο δεν είχαμε στην Κύπρο, δεν είχαμε 24ωρο, 10 ώρες. 

A.N.:

Τί θυμάστε από αυτές τις πρώτες στιγμές;

Α.Β.:

Αυτά, ότι οι πρώτες στιγμές ήταν απελπιστικές. Βομβαρδισμός, να ρίχνουν βόμβες ναπάλμ οι Τούρκοι, απαγορευμένες τότε λέει, δεν έπρεπε να... Και ρίχνανε ναπάλμ, μας καίγανε ζωντανούς, καιγόταν τα παιδιά. Βρήκαμε στρατιώτες καμμένους.  Οι πρώτες μέρες ήταν δραματικές. Την πρώτη μέρα κιόλας κάναμε επίθεση στον Κιόνελι, το απόγευμα κάναμε επίθεση στον Κιόνελι εμείς! Την πρώτη μέρα το απόγευμα κάναμε επίθεση στον Κιόνελι, θα τους πιάναμε όλους. Πριν να προλάβουν οι Τούρκοι ν' αποβιβάσουν, να φέρουν δυνάμεις από την Τουρκία, εμείς είχαμε κάνει απόβαση και θα τους πιάναμε ζωντανούς όλους, θα τους πιάναμε κάτω στο... Όλη τη νύχτα κάναμε... Δηλαδή, ξεκινήσαμε το απόγευμα και τα ξημερώματα μας γυρίσανε πίσω, κοντεύαμε να φτάσουμε δηλαδή γύρω στο ένα χιλιόμετρο απ' το χωριό και μας λένε: «Γυρίστε πίσω». Τα ξημερώματα, λένε: «Πίσω». «Ρε αφήστε να φτάσουμε», θα τους πιάναμε, θα τους σκοτώναμε, θα τους πιάναμε όλους τους Τούρκους, στο χωριό τους. «Πίσω» λέει, «γιατί θα μας βρει η αεροπορία και θα μας σκοτώσουν». Κι αναγκαστήκαμε και γυρίσαμε πίσω. Την πρώτη μέρα σου λέω αυτή. Την επόμενη μέρα, ε στο στρατόπεδο μαζεύαμε τους πεθαμένους, άλλοι το αυτό. Οι Τούρκοι μαζεύαν, γιατί εκδηλώθηκε κι εκεχειρία. Και την τρίτη-τέταρτη μέρα πήγα στο Ύψωμα Β'. Αυτό ήτανε. 

A.N.:

Τώρα κάτι ακόμα, για να μη σας κρατήσω και πολύ.

Α.Β.:

Ναι, τί; 

A.N.:

Λοιπόν, πείτε μας λίγα πράγματα όσον αφορά το αιματοβαμμένο Ευαγγέλιο που μας λέγατε!

Α.Β.:

Α, αυτό το Ευαγγέλιο! Σου λέω, ήτανε την πρώτη μέρα, την πρώτη μέρα του...

A.N.:

Πολέμου;

Α.Β.:

Του βομβαρδισμού! 20 του μηνός, 20 Ιουλίου. Βομβαρδίζεται το [00:25:00]στατόπεδο, να γίνεται ο χαμός. Ρουκέτες από 'δω, ρουκέτες από 'δω, δεν ξέραμε από πού να πάμε! Άλλοι χτυπούσαν τ' αεροπλάνα, έν' αντιαρματικό είχαμε εμείς στο ΕΛ.ΔΥ.Κ., χτυπούσαν εκεί, άλλοι μαζεύομασταν ρίχναμε, οι περισσότεροι προσπαθούνε, δεν προλαβαίναμε να κάνουμε κάτι, γιατί βομβαρδίζαν συνέχεια. Ε, μπαίνω στο θάλαμο για 5-10 λεπτά να πάρω κάτι, ξέρω 'γω, να καλυφτώ κιόλας και σκύβω κάτω απ' το κρεβάτι το δικό μου και βλέπω ένα Ευαγγέλιο, μια Καινή Διαθήκη. Την παίρνω, τη βάζω, λέω: «Θα με προστατέψει η Καινή Διαθήκη», τη βάζω στη τσέπη και φεύγω. Τέλος πάντων, εκεί συνέχιζαν οι βομβαρδισμοί, το βράδυ, σου λέω, έγινε η εισβολή στο Κιόνελι. Εγώ, όταν έφτασα στο Ύψωμα Β΄, 20 μέρες και κάναμε τις δουλειές εκεί ορύγματα και διάβαζα και το Ευαγγέλιο. Διάβαζα και το Ευαγγέλιο, τελειώνει ο πόλεμος, το συνέχισα κάνα δυο μήνες, συνέχισα να διαβάζω. Ε, όταν τελείωσε πια, περάσανε αρκετούς μήνες, το πέταξα κι εγώ το Ευαγγέλιο μεσ' στο σάκο. Το 'χασα, δηλαδή το ξέχασα! Θες να συνεχίσω;

A.N.:

Φυσικά! 

Α.Β.:

Το πέταξα το Ευαγγέλιο. Περάσανε τα χρόνια, πέρασε ο καιρός, ν' απολυθώ- έκανα 16 μήνες στην Κύπρο, 17!  Πάω στο Λουτράκι να παραδώσω τον οπλισμό μου.

A.N.:

Το '76.

Α.Β.:

 Τέλος του '75.

A.N.:

Ναι, κάπου τόσο.  

Α.Β.:

Πρέπει να ήταν τέλος του '75. Παραδίδω τον οπλισμό κι είμαστε, τότε μόλις είχαμε έρθει απ' την Κύπρο, σκισμένες φόρμες, εμείς άγριοι, ημιάγριοι, τελευταία μέρα είχαμε ξεσαλώσει. Σαν στρατιώτες που ήμασταν λέγαμε, είχαμε αυτό και δεν μας σταματούσε τίποτε, νομίζαμε ότι ήμασταν... Ε, ξέρω 'γω! Και με βλέπει ο διοικητής στο Λουτράκι τότε εκεί ένας, δεν τον ξέρω ποιός ήταν. Μου λέει: «Ποιός είσαι εσύ ρε;» μου λέει, «και γιατί είστε έτσι εσείς;». Λέω «Είμαστε απ' την Κύπρο πολεμιστές». «Πολεμιστές», λέει «κι είστε σ' αυτά τα χάλια; Πάρε ένα μήνα φυλακή» μου λέει, «για να στρώσεις». «Τί μήνα φυλακή κύριε διοικητά» λέω, «Όλοι σας», λέει. Και ξαφνικά «Κύριε διοικητά, αφήστε τους» λέει, «θα τους αναλάβω εγώ». Βλέπω ένα ανθυπολοχαγό, δόκιμος ήτανε; Δόκιμος πρέπει να 'τανε ο Νικηφόρος, ο Νικηφόρος, ξάδερφός μου, δεύτερος ξάδερφος. Του λέει: «Αφήστε κύριε διοικητά, θα τους αναλάβω εγώ». «Πάρ' τους από 'δω να μην τους βλέπω», λέει ο διοικητής. Ε, μας παίρνει ο Νικηφόρος, πάμε παραδίδουμε τον οπλισμό, -τα ρούχα μας όχι τον οπλισμό! Τα ρούχα, αυτά που έπρεπε να παραδώσουμε, τον οπλισμό τον είχαμε παραδώσει εκεί στην Κύπρο, δεν είχαμε οπλισμό. Κι έφυγα, με χαιρετάει ο Νικηφόρος, τον έδωσα κάτι τσιγάρα, κάτι ουϊσκια που είχαμε εμείς, είχαμε φέρει από την Κύπρο, δώσαμε εκεί τα παιδιά. «Γεια σας», «γεια σας», δεν φάγαμε φυλακή, Εννοείται δεν τιμωρηθήκαμε.  Γλιτώσαμε το...Και φεύγω εγώ, απολύομαι, παντρεύομαι. Μου φαίνεται και παιδιά είχα όταν πήγα στον Νικηφόρο. Όταν παντρεύτηκε ο ξαδερφός μου ο Νικηφόρος είχα και παιδιά εγώ, γιατί παντρεύτηκα πιο μπροστά από αυτόν. Λέω τη Σούλα: «Δεν πάμε στον Νικηφόρο;», πάντρεύτηκε, ήταν πρόσφατα παντρεμένος πάνω στην Ακρόπολη, Συκιές κι εγώ εκεί πάνω. Εγώ έμενα στη Χαριλάου, ψέμματα, εγώ έμενα στην Χαριλάου. «Πάμε;», «πάμε». Με το που μπαίνουμε μέσα, ο Νικηφόρος είναι πολύ της θρησκείας, πιστεύει πολύ, μου λέει: «Αντώνη, σου έχω μια έκπληξη». Κι 'γω: «Τι εκπληξη ρε Νικηφόρε;». «Έχω βρει», μου λέει «ένα Ευαγγέλιο βαμμένο με αίμα». Του λέω: «Σώπα ρε. Δικό μου είναι». «Άντε ρε φύγε από 'δω». Λέω: «Δικό μου είναι». Μου λέει: «Πού και πώς, και τι,πού το γράφει;», του λέω: «Να έτσι, έτσι...» Δεν το 'δινε σε κανέναν ο Νικηφόρος, το κρατούσε 4-5 χρόνια, σαν φυλαχτό το είχε, και μου το δίνει. Γιατί κατάλαβε ότι ήταν σίγουρο ότι ήταν δικό μου, το κατάλαβε. «Πάρ' το», μου λέει, το πίστεψε.

A.N.:

Ευαγγέλιο βαμμένο με αίμα-

Α.Β.:

Ναι. 

A.N.:

Γιατί, πώς-

Α.Β.:

Γιατί το βρήκα κάτω απ' το κρεβάτι την πρώτη μέρα του πολέμου και το κράτησα σ' όλη τη διάρκεια. Το 'χασα, το βρήκε ο Νικηφόρος και μου το ξανάδωσε ο Νικηφόρος και το 'χω και μέχρι σήμερα μεσ' στο αυτοκίνητο.  

A.N.:

Και μετά πώς χάθηκαν οι σελίδες απ' το Ευαγγέλιο; 

Α.Β.:

Οι σελίδες απ' το Ευαγγέλιο με τα χρόνια, πολύ. Ο καθένας μου ζητούσε μια σελίδα  «δώστε, είναι τυχερό», «δώσε γιατί είναι τυχερό» κι έδινα κι εγώ από μια σελίδα κι έμεινε μισό το Ευαγγέλιο. Έτσι ακριβώς. 

A.N.:

Υπέροχα! Μετά από τόσα χρόνια, πώς βλέπετε, πώς [00:30:00]συλλογίζεσται γι' αυτή την περίοδο που είσαστε, για τη θητεία σας στην Κύπρο; 

Α.Β.:

Πώς; 

A.N.:

Αναμνήσεις, μέσω αναμνήσεων, μετά από τόσα χρόνια, πώς νιώθετε;

Α.Β.:

Νομίζω ότι έχω περάσει ένα θαύμα. Οτι είμαι ζωντανός απο θαύμα. Μόνο με θαύμα μπορώ να το χαρακτηρίσω τ' οτι έζησα εκεί πέρα κάτω. Μόνο έτσι. Δεν μπορώ να [Δ. Α.].

A.N.:

Και στους ανθρώπους που βρίσκονται, ή ενδεχομένως κάποια στιγμή θα καλεστούν από την Ελλάδα για να υπηρετήσουν σε διάφορα μέρη, τί έχετε να πείτε; 

Α.Β.:

Τί θα μπορούσε να πω. Τί να τους πω. Τυχεροί. Να είναι τυχεροί όπως ήμουνα εγώ. Μόνο τύχη. Κι αυτοί που σκοτώθηκαν ήταν παράτολμοι, πολύ τολμηροί. Δηλαδή, πιστεύω ότι οι τολμηροί δεν έχουν τύχη σε τέτοιες περιπτώσεις. Αυτοί που σκοτώθηκαν κι αυτούς που διαβάζω τώρα εγώ μέσα στο facebook και βλέπω, ήταν υπερτολμηροί. Ιδίως ο Σταυριανάκος που ακούω τώρα, ο διοικητής του Λόχου Διοικήσεως, κι απ' ότι άκουσα από τον υποδιοικητή,  σκοτώθηκε πηγαίνοντας άνοιξε το καπάκι του άρματος, του πρώτου άρματος που βρήκε μπροστά του, δηλαδή μπήκε και σκότωσε τον οδηγό. Και το επόμενο άρμα που ερχόταν, τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Δηλαδή ήταν φοβερά τολμ- αυτός ο άνθρωπος ήταν γίγαντας! Όπως και ο Σταμπουλής ο Βασίλης από την Κασσάνδρα.

A.N.:

Από 'δω, Χαλκιδική.

Α.Β.:

Από Χαλκιδική και αυτός ήταν πολύ καλός αξιωματικός.   

A.N.:

Είχατε γνωριστεί κι εκεί; 

Α.Β.:

Είχαμε γνωριστεί. Μ' αυτόν είχα γνωριστεί μεσ' στην ΕΛ.ΔΥ.Κ., έξω από την ΕΛ.ΔΥ.Κ. δεν τον είδα καθόλου, μεσ' στην ΕΛ.ΔΥ.Κ. ναι. Σε μια έξω απ' την ΕΛ.ΔΥ.Κ  δεν τον είδα καθόλου. Βέβαια, έμαθα μετά ότι σκοτώθηκε. Μετά το έμαθα κι έχω και φωτογραφίες. Γιατί τους πηγαίναμε στα Λακατάμια, ένα νεκροταφείο, τους σκοτωμένους και τους θάβανε προσωρινά αυτούς. Ξέρεις, προσωρινά τους θάβαμε με χώμα έτσι από πάνω και μετά από λίγους μήνες, ένα μήνα, πηγαίναμε και κάναμε τάφους κανονικούς και τους βάζαμε μέσα και γράφαμε άμα δεν τον ήξερες έγραφες «άγνωστος στρατιώτης», αυτόν που γνώριζες έγραφες το όνομά του. Εκεί έβλεπα ποιοί σκοτώθηκαν και ποιοί δεν σκοτωθήκαν. Γιατί είχα πάει και στο στρατόπεδο, είχα συμμετάσχει στην ταφή, που τους θάβανε. Ασ' το, μην το συζητάς!  

A.N.:

Ξαναεπισκεφτήκατε πάλι την Κύπρο; 

Α.Β.:

Ναι! 

A.N.:

Μου 'πατε πριν ότι-

Α.Β.:

Ναι. Μετά από πόσα χρόνια πήγαμε ρε στην Κύπρο; Μετά από πόσα χρόνια πήγα; 20 χρόνια μετά; Πενήντα χρονών ήμουνα. Πήγα το 2000, το θυμάμαι, το 2000 πήγα. Πήγα στην Κύπρο, πήγα στον φίλο μου τον Κύπριο. Με γύρισε σ' όλη την Κύπρο. Πήγαμε στην πράσινη γραμμή, περάσαμε τούρκικα, όχι τούρκικα περάσαμε, κοντά στους Τούρκους, όχι στα τούρκικα μέσα. Όλη την Κύπρο με γύρισε. Πήγαμε, βέβαια.

A.N.:

Πήγατε και σ' αυτά τα μέρη που είχατε πολεμήσει;

Α.Β.:

Ναι. Πήγα στο νεκροταφείο της ΕΛ.ΔΥ.Κ., πήγα εκεί που σου έλεγα στο Σχολείο Γρηγορίου, το είδα κοντά γιατί τώρα είναι τούρκικα εκεί πέρα. Η γραμμή εκείνη είναι τούρκικη εκεί πέρα, από μακριά. Περπάτησα στη Λευκωσία, πάλι ξανά. Βέβαια. Στη Λευκωσία πηγαίναμε πολύ, εμείς εκεί πηγαίναμε συνέχεια, Λευκωσία, εκεί ήταν η έξοδός μας 

A.N.:

Μ' αυτούς τους φίλους έχετε ξανά...

Α.Β.:

Με τον Γιωργάκη ξανασυναντήθηκα, αυτόν από τη Λευκάδα που σου είπα.

A.N.:

Ναι, που λέγατε-

Α.Β.:

Πήγα στη Λευκάδα, πήγα με τα παιδιά μου ξαναπήγα στη Λευκάδα πριν πολλά χρόνια, η κόρη μου ήτανε, 30 χρόνια, η κόρη μου πρέπει να 'τανε 7 χρονών, η Ελένη. Και πάω στα Σφακιώτικα πάνω, πάω να τον βρω, το Γιωργάκη. Ρωτάω πού είναι τα Σφακιώτικα, μου λένε: «Θα πας επάνω στο βουνό», ένα μέρος ψηλά στη Λευκάδα. Πήγα τον βρήκα, ήταν μεσημέρι, καλοκαίρι, χτυπάω την πόρτα, λέω: «Θα με υποδεχτεί με αγκάλες ο φίλος μου ο Γιωργάκης». Με το που χτυπάω την πόρτα, εγώ ήμουν με τα παιδιά μου και τη γυναίκα, με το που μας βλέπει «πάρτε δρόμο ρε!» μας λέει. «Δεν θέλω» λέει, «πλασιέ είστε;», «Όχι ρε πλασιέ!», του λέω εγώ. Νόμιζε ότι είμαστε πλασιέ, η κόρη μου τρόμαξε όταν τον είδε.  Εντωμεταξύ ο Γιωργάκης ήταν ένα παιδί, [00:35:00]μουστάκα, έτσι άγρια φάτσα, αλλά καλό παιδί. Αγριόφατσα, έτσι μουστάκι μεγάλο, φαλακρός και μας έδιωξε. Λέω: «Καλά δεν ντρέπεσαι» του λέω, «μας διώχνεις;». Μου λέει: «Γιατί; Δεν θέλω ν' αγοράσω κάτι». «Μα δεν πουλάμε κάτι, είμαι ο δεκανέας ο τάδε, τάδε που ήμασταν εκεί». Με το που άκουσε «δεκανέας», τ' όνομά μου να πούμε: «Περάστε μέσα! Καθίστε να φάμε, να πιούμε!». Φάγαμε, ήπιαμε, να ξαναβρεθούμε, δεν ξαναβρεθήκαμε. Μια μέρα κάτσαμε, μια μέρα ολόκληρη καθήσαμε εκεί, το βράδυ φύγαμε. Αυτή ήταν, μια φορά ξαναβρεθήκαμε και με αυτόν.

A.N.:

Μάλιστα, τέλεια! Κύριε Αντώνη σας ευχαριστώ πάρα πολύ, ήταν ιδιαίτερη χαρά να σας ακούσω.

Α.Β.:

Να 'σαι καλά κι εσύ!

A.N.:

Ευχαριστώ!

Α.Β.:

Να 'σαι καλά αγόρι μου.