© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ο βοσκός και ο γάιδαρος: η ζωή ενός Κρητικόπουλου στο μιτάτο του πατέρα του

Κωδικός Ιστορίας
10085
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Εμμανουήλ Παπουτσάκης (Ε.Π.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
18/05/2021
Ερευνητής/τρια
Γιώργος Παπουτσάκης (Γ.Π.)
Γ.Π.:

[00:00:00]Καλησπέρα, μπαμπά. Θα μας πεις τ’ όνομά σου;

Ε.Π.:

Παπουτσάκης Εμμανουήλ. Είμαι 60 ετών.

Γ.Π.:

Καλησπέρα. Ονομάζομαι Παπουτσάκης Γιώργος, είμαι ερευνητής στο Ιstorima, βρισκόμαστε στη Μυρτιά Ηρακλείου Κρήτης. H ημερομηνία είναι 18/5 του 2021 και ξεκινάμε τη συνέντευξη. Μπαμπά, θα μας πεις κάποια πράγματα για τα παιδικά σου χρόνια; Πού γεννήθηκες, πού μεγάλωσες και πώς μεγάλωσες.

Ε.Π.:

Γεννήθηκα σ’ ένα μικρό χωριό, το οποίο λέγεται Αρμάχα. Είναι στα σύνορα του νομού Ηρακλείου με το Λασίθι, στις ρίζες των βουνών Δίχτη. Μεγάλωσα στο χωριό αυτό μέχρι που ήμουνα 18 χρονώ. Μετά που τελείωσα τις σπουδές μου στο σχολείο, εσυνέχισα τις σπουδές στη σχολή εμποροπλοιάρχων και ακολούθησα το επάγγελμα του ναυτικού.    

Γ.Π.:

Με τι ασχολιόσουν, όταν ήσουν μικρός, στο χωριό;

Ε.Π.:

Από μικρός… Οι γονείς τότε δεν μας… Μάλλον, τους βοηθάγαμε τους γονείς μας στις δουλειές, μαθαίναμε μαζί τους δεξιότητες σε όλες τις δουλειές. Ο πατέρας μου ήτανε κτηνοτρόφος, είχε πρόβατα. Στην αρχή ξεκίνησε με 20 πρόβατα και σιγά-σιγά, τα χρόνια εκείνα που ήτανε δύσκολα, κατόρθωσε να φτιάξει μία αξιοσημείωτη περιουσία και κατορθώσαμε να ξεφύγουμε απ’ τα δύσκολα χρόνια εκείνα. Εμείς μικροί πηγαίναμε και βοηθάγαμε. Εγώ τον πατέρα μου, τον Παπουτσάκη τον Γιώργη στα πρόβατα. Να τα βόσκουμε, να τονε βοηθάω στο άρμεγμα, να του ξελαλώ. Ξελάλημα είναι το να έμπαινα μέσα στο μαντρί, να κατεβάσουμε τα πρόβατα, αυτός ήταν στην πόρτα, ας το πούμε έτσι, στον «κόκαλο» που το λέγαμε εμείς, και τις άρμεγε. Μετά, θα μου φόρτωνε το γάλα στο ένα γαϊδούρι, το οποίο το είχαμε και το πήγαινα στο χωριό, να το τυροκομήσει μετά. Ήταν μια διαδικασία, η οποία γινότανε κάθε μέρα, πρωί-βράδυ. Εγώ συνήθως τα πρωινά πήγαινα στο σχολείο, το απόγευμα όμως πήγαινα οπωσδήποτε να τονε βοηθήσω στο άρμεγμα. Γιατί και η μητέρα μου η Μαρία, ασχολιότανε με άλλες εργασίες, με τη γεωργική, με κάτι ελιές που είχαμε. Πήγαινε μεροκάματο, για να βγάλει ένα έξτρα εισόδημα, ας το πούμε έτσι. Και η αδερφή μου ήτανε στο σπίτι, ήτανε πιο μικρή από μένα δυο χρόνια και ασχολιότανε — από μικρή θυμάμαι την αδερφή μου, από μικρή — να πλένει και να μαγειρεύει. Εγώ, από όταν άρχισα να θυμάμαι, η αδερφή μου μαγείρευε και έπλενε στο σπίτι. Γιατί αναγκαστικά έπρεπε να τα κάνει αυτά τα πράγματα. Δεν προλάβαινε, οι γονείς μου δεν προλαβαίνανε τότε — ο πατέρας μου κι η μάνα μου — να ανταπεξέλθουνε.

Γ.Π.:

Ήτανε νοικοκυρά δηλαδή η θεία η Πόπη, ουσιαστικά, του σπιτιού.

Ε.Π.:

Ήτανε και είναι νοικοκερά, ναι. Ήτανε και είναι από τότε. Σας είπα ότι τότε οι γονείς βάζανε τα παιδιά να κάνουνε δουλειές, γιατί ήτανε ανάγκη μεγάλη. Αλλά εμαθαίνανε παράλληλα, εμαθαίνανε. Ήτανε υποχρέωση τον γονέων, νομίζω ότι είναι υποχρέωση των γονέων να μαθαίνουνε δεξιότητες στα παιδιά τους, να αντιμετωπίζουν τη ζωή τους. 

Γ.Π.:

Πες μας λίγα λόγια για το πώς βόσκατε τα πρόβατα. Από πού ξεκινούσατε, ποιο δρόμο ακολουθούσατε.

Ε.Π.:

Λοιπόν, εγώ το πρωί ξύπναγα. Θα πηγαίναμε το πρωί στο σχολείο. Μέχρι τα πρώτα χρόνια που θυμάμαι στο Δημοτικό, μέχρι την Τετάρτη τάξη κάναμε πρωί-απόγευμα μάθημα. Είχαμε έναν πολύ καλό δάσκαλο. Και μετά από την Τετάρτη τάξη που κάναμε μόνο πρωινό μάθημα, τα απογεύματα θα σχόλαγα. Αν έβρισκα κάτι να φάω και λέω για «αν έβρισκα», γιατί τις περισσότερες φορές η μητέρα ήτανε στη δουλειά, μαγειρεύαμε μόνοι μας. Η αδερφή [00:05:00]μου, αν δεν είχε μαγειρέψει η μητέρα. Να κάτσω να διαβάσω λίγο — δεν ήμουνα και πολύ-πολύ του διαβάσματος — και μετά έπρεπε, οπωσδήποτε, να πάω να βοηθήσω τον πατέρα μου στα πρόβατα. Έφευγα λοιπόν από το σπίτι, έπαιρνα την κατσούνα — κατσούνα είναι η μπαστούνα που ξέρει ο κόσμος — να φύγω. Είχαμε έξω απ’ το χωριό ένα μαντρί, το οποίο αργότερα έχτισε ο πατέρας μου κι ένα υπόστεγο εκεί και πήγαινα. Βγάζαμε τα πρόβατα με τον πατέρα μου, τα πηγαίναμε τα βοσκίζαμε, βόσκανε. Μετά να τ’ αρμέξουμε, το βράδυ. Να βάλουμε την τροφή, να τους το ταΐσουμε και να γυρίσουμε στο σπίτι. Βέβαια, αυτό γινότανε κάθε χειμώνα, που είχαμε στο χωριό τα πρόβατα ή αργότερα τα κατεβάσαμε και πιο κάτω, χαμηλά στον κάμπο. Και μέναμε σ’ ένα μετόχι, ας το πούμε έτσι, σ’ ένα σπίτι εξοχικό ενούς θείου μου εκεί και τα βράδια που πηγαίναμε το γάλα εκεί, τυροκομούσαμε στο σπίτι. Θυμάμαι εγώ ήμουνα μικρό παιδί — ακόμα δεν πρέπει να πήγαινα στο σχολείο –— κουρασμένο, όπως ήμουν, έπεφτα να κοιμηθώ το βράδυ. Ο πατέρας μου, λοιπόν, έπρεπε να τυροκομήσει το γάλα, να φτιάξει το τυρί και άναβε τη φωθιά. Δεν ήτανε καλό το τζάκι, κάπνιζε κι εγώ μικρό παιδί — το θυμάμαι πολύ καλά — καθόμουνα χαμηλά, για να μην με πιάνει ο καπνός. Ήμουνα μες στην κάπνα. Ε, αυτό γινότανε μέχρι τις 10-11 η ώρα, ο πατέρας μου ασχολιότανε με την τυροκομική. Μετά το πρωί θα έφευγε, θα μου άφηνε το πρωί, θα μου ’φτιαχνε ένα πρωινό, ας το πούμε έτσι, λίγο ψωμί — μη φανταστείτε πολλά πράγματα — λίγο ψωμί, λίγη μυζήθρα, κάτι τέλος πάντων να φάω. Και μετά μου ’χε πει πού θα είχε τα πρόβατα, να πήγαινα να τονε βοηθήσω το πρωί. Μετά που πήγαινα στο… Αυτό εγινότανε, βέβαια, πριν να πάω στο σχολείο, μικρός, μέχρι 6 χρονώ που τα θυμάμαι πολύ καλά. Επανερχόμαστε τώρα ότι, όταν πήγαινα στο σχολείο τα απογεύματα που σχόλαγα, πήγαινα, αρμέγαμε, τυροκομούσε ο πατέρας μου. Πολλές φορές το πρωί έπρεπε να σηκωθώ πρωί-πρωί, δηλαδή 5:30 η ώρα να με σηκώσει η μητέρα μου, να πάμε, να φτιάξουμε την τροφή. Γιατί δε μπορούσε μόνη της. Να τη φορτώσουμε στο γαϊδούρι, να τη βάλομε στο σημείο που ταγίζαμε (= ταΐζαμε) τα πρόβατα — στις ταγίστρες που το λέμε εμείς, στις σκάφες. Να ταΐσουμε τα πρόβατα, να ’ναι έτοιμα μάλλον, να τα ταΐσει ο πατέρας μου και μετά από εκεί γύρναγα και έπαιρνα την τσάντα μου να πάω στο σχολείο. Πολλές φορές έπαιρνα την τσάντα κατευθείαν και πήγαινα από το μαντρί. Κατέβαινα στον δρόμο, επερνούσε το λεωφορείο, να με πάρει να πάω στο σχολείο, στο Γυμνάσιο που πήγαινα τότε. Ήτανε δύσκολες οι εποχές τότε, δεν υπήρχανε μέσα, δεν υπήρχαν συγκοινωνία, δεν υπήρχανε, δεν υπήρχε επικοινωνία. Φανταστείτε ότι όποιος είχε τότε ένα γαϊδουράκι ή ένα μουλάρι ήτανε σα να είχε Mercedes σήμερα. Ήταν τόσο χρήσιμα τα ζώα στην εποχή εκείνη, γιατί ήτανε ένα εργαλείο στη δουλειά. Με αυτά πηγαίναμε και κάναμε τις δουλειές μας, μ’ αυτά κουβαλάγαμε τα διάφορα πράγματα, μ’ αυτά κουβαλάγαμε το νερό στη μάντρα που πηγαίναμε με τα πρόβατα.

Ε.Π.:

Μ’ αυτά να ταΐσουμε τις τροφές, όλα, όλες τις δουλειές τις κάναμε με τον γάιδαρο τότε. Είχε, λοιπόν, ο πατέρας μου πάρει ένα γάιδαρο, τον οποίο τον είχε από ένα θείο του, ο οποίος λεγότανε Πετρουγάκης, «Ζούδο» τονε λέγανε. Τον αγαπούσε πάρα πολύ και του τον είχε δώσει, κάμει δώρο απ’ ό, τι μου είχε πει.  Ο πατέρας μου, λοιπόν, τ’ αγαπούσε τόσο πολύ τα ζώα, και το είχε το ζάγανό του. «Ζάγανο» θα πει ότι η τύχη του πατέρα μου, ας το πούμε, το είναι του το είχε όσα ζώα ανέθρεψε να είναι καλά. Από πρόβατα, σκυλιά, γάτες, μέχρι τον γάιδαρο. Αυτός ο γάιδαρος [00:10:00]λοιπόν ήτανε ένα ζώο, το οποίο μόνο μιλιά που δεν είχε, σαν τον άθρωπο. Έχουνε περάσει τόσα χρόνια που τον είχαμε, μέχρι το ’80… Μάλλον, μέχρι το ’93. Η κόρη μου γεννήθηκε το ’90. Φανταστείτε ότι τον είχα δώσει σε κάποιον χωριανό εκεί πέρα, γιατί δεν ήθελα να τονε πουλήσω και του τον είχα δώσει έτσι σαν δώρο και έκανε εκεί διάφορες δουλειές. Αυτός είχε γεράσει. Ένα βράδυ, λοιπόν, είχα πάει στο χωριό με τη γυναίκα και είχα και την κόρη μου μέσα. Καθότανε πίσω το παιδί. Είχε δώσει η μάνα μου, η Μαρία, της είχε δώσει ένα πακέτο μπισκότα γεμιστά. Καθότανε, λοιπόν, το παιδί πίσω. Εγώ κατεβαίνοντας, βγαίνοντας απ’ το χωριό έξω, συναντάω τον άνθρωπο αυτό που ’χε το γαϊδούρι, σταματάω, να τον χαιρετίσω. Λέω: «Καλησπέρα συμπέθερε». Το γαϊδούρι μόλις άκουσε τη φωνή μου, εσταμάτησε μόνο του, χωρίς να του πει κανείς τίποτα. Κατέβηκα λοιπόν κάτω — συγκινούμαι που το λέω τώρα — κατέβηκα κάτω, πήρα, από το παιδί πήρα τα μπισκότα. Το παιδί να κλαίει, να κλαίει το παιδί. Πήρα τα μπισκότα, κατέβηκα κάτω, του τα ’δωσα, τονε τάισα και δε θυμάμαι. Μετά έφυγα, πήγα στα καράβια — δεν θυμάμαι μετά αν τονε ξαναείδα άλλη φορά, ίσως να ’ταν η τελευταία φορά ή από τις τελευταίες. Δεν ξέρω, κάπου έχει… Κάπου τονε πήγανε και πέθανε, ας το πούμε, ψόφησε. Έχω ρωτήσει τη μάνα μου 100.000 φορές πού είναι. Μου λέει, λοιπόν, η μάνα μου: «Όχι δε σου λέω, διότι εσύ ’σαι ικανός να πας, να του κάμεις μνημόσυνο». Εγώ δεν το άφησα το θέμα έτσι. Τυχαία που είχα συζήτηση με κάποιονα, μου είπε ότι ξέρει πού είναι και βρήκε το χαλινάρι, αυτό που του βάζανε μπροστά, ας πούμε, το χαλινάρι, που ’τανε από δέρμα και θα μου το φέρει. Δεν ξέρω τώρα, δεν τονε ξανάδα να τονε ρωτήσω. Πιστεύω να μου το φέρει, γιατί θα είναι μια καλή αυτή για μένα.  Μ’ αυτό το ζώο εμείς ανεβάζαμε επάνω στο βουνό ψηλά, στην κορυφή, με 3 ώρες δρόμο από το μονοπάτι, από κακοτράχαλα μέσα, να περνάει… Δεν περνούσε άνθρωπος, δύσκολα περνούσε από ορισμένα σημεία. Αυτός λοιπόν περνούσε, είχε μάθει και πέρναγε, πολλές φορές μόνος του. Τον έβαζε, τον φορτώναμε, του φτιάχναμε τα χάμουρα, το χαλινάρι, ας πούμε, του κάναμε απάνω και πήγαινε μόνος του στο μαντρί. Να τον ξεφορτώσει ο πατέρας μου, να του κατεβάσει πάλι, να του βάλει τα… Να τονε φορτώσει, να τονε ξανακάμει κι ερχότανε πολλές φορές μέχρι χαμηλά που είχενε στο χωριό από πάνω, που ήτανε φραγμένα μ’ ένα δίχτυ, δε μπορούσε να περάσει. Και μπορεί να ’στεκε εκεί δυο μέρες, μέχρι να τονε δω απ’ το χωριό, να πάω να τονε κατεβάσω. Ήταν ένα ζώο, το οποίο δε θα το ξεχάσω ποτέ μου. Ήταν ένα ζώο, το οποίο μεγάλωσα μαζί μ’ αυτό. Το αγαπούσα υπερβολικά και δεν ξέρω, πολλές φορές δεν θέλω να το… Συγκινούμαι, όταν μιλάω γι’ αυτό. Γιατί ήταν ένα από τα λίγα πράγματα που μου έχουνε μείνει σαν καλή ανάμνηση από εκείνη την εποχή. Άλλο τώρα. Αυτό, λοιπόν, ήταν η μία παράγραφος με το γαϊδούρι. Άλλο τι θέλετε να σας πω;

Γ.Π.:

Ο γάιδαρος αυτός είχε όνομα; 

Ε.Π.:

Όχι, δεν τον είχαμε βγάλει, δεν είχαμε όνομα. Αυτός, δεν ξέρω… Κάποτε ο συγκεκριμένος γάιδαρος τον είχε δώσει η γιαγιά μου… Η γιαγιά μου έμενε στην άλλη άκρη του χωριού. Τον είχε δώσει λοιπόν, είχε βάλει την αδερφή μου απάνω και της είχε δώσει και μία πετσέτα να τηνε φέρει στο σπίτι. Καβάλησε η αδερφή μου τον γάιδαρο να τονε φέρει. Αλλά αυτός εκούνησε το μαντήλι αυτό [00:15:00]που τσ’ είχε δώσει — μια πετσέτα ήτανε έτσι καρό με ροζ — φοβήθηκε ο γάιδαρος, έτρεξε λιγάκι, μικρή η αδερφή μου όπως ήτανε, έπεσε κάτω, έκλαιγε. Πήγε η μάνα μου, της λέει: «Σώπα συ παιδί μου, μην έχεις, μην αυτό» τίποτα. «Μαμά, να τονε σφάξομε τον γάιδαρο, γιατί με γκρέμισε. «Ναι, παιδί μου, μην κλαις. Κι εγώ θα πω του μπαμπά το βράδυ, που θα’ ρθει, να τονε σφάξει. Λέει «Να τονε σφάξει να τονε φάμε όλο», έτσι είπε η αδερφή μου τότε. Είναι απ’ τα… Ακόμα έχουνε περάσει τόσα χρόνια, ακόμα της το λένε. Της το λένε επειδή… Η μάνα μου πολλές φορές της το λέει. Άλλη… Έχω πάρα πάρα πάρα πολλές ιστορίες να σας πω σχετικά με αυτό το ζώο, το οποίο σας είπα ήτανε… Μόνο που δεν μίλαγε, μόνο που δεν μίλαγε. Ήτανε ένα χαρισματικό ζώο. Δεν ξέρω τι άλλο να πω σχετικά με αυτό. Ναι.

Γ.Π.:

Για πες μας λίγο για τη διαδικασία του αρμέγματος. Μας είπες ότι το κάνατε κάθε μέρα το άρμεγμα.

Ε.Π.:

Ναι. Κάθε μέρα, λοιπόν, το πρωί, πριν να βγουν τα πρόβατα έξω από το μαντρί, τα βάζαμε στη μάντρα μέσα. Ήτανε στη μάντρα μέσα. Έμπαινε, έπρεπε να μπει κάποιος μέσα στο μαντρί, να τα κατεβάσει σιγά-σιγά, λίγα-λίγα, δε μπορούσαν να κατεβαίνουν όλα μαζί. Γιατί αν κατεβαίνανε όλα μαζί, αυτός που έστεκε στην πόρτα να τ’ αρμέξει, θα τονε βγάζανε, θα τον εκτοπίζανε από κει πέρα. Γιατί είχανε δύναμη. Έπρεπε, λοιπόν, να μπαίνει κάποιος μέσα, να ξελαλεί, έτσι το λέγαμε. Να κατεβάσει σιγά-σιγά τα πρόβατα, λίγα-λίγα. Αργότερα, ο πατέρας μου βρήκε ένα σκυλί και το εκπαίδευσε — γιατί σας λέω ο πατέρας μου ήτανε, το είχε το ζάγανό του απ’ ό, τι έλεγε και ό, τι λέγανε δηλαδή κι οι χωριανοί εδώ. Ό,τι ζώο και να είχε ασχολιότανε. Θυμάμαι, λοιπόν, ότι είχε βάλει μία μακριά βέργα και στην άκρη είχε δέσει ένα σπάγο και στην άκρη του σπάγου είχε ένα κουτί από πακέτο τσιγάρα — από τα Έθνος­ που ήτανε τότε, κάτι ανάλογο με το Καρέλια. Το πέταγε, λοιπόν, από την πόρτα του σκύλου μέσα, σιγά-σιγά ο σκύλος, κυνήγαγε το αυτό, τονε τάιζε μετά στο τέλος, που κατέβαζε τα πρόβατα. Του ’βαζε γάλα σιγά-σιγά και μετά απαλλαχτήκαμε, δε χρειαζότανε να μπαίνει πλέον άνθρωπος μέσα στο μαντρί. Και αυτός που ’τανε να μπει μέσα, καθότανε και βοηθούσε στο άρμεγμα. Δηλαδή ήτανε μια μεγάλη βοήθεια το σκυλί αυτό. Καθότανε, λοιπόν, στην πόρτα ας το πούμε έτσι — έτσι λέγεται, «κόκαλος», είναι μία στενή πόρτα. Το μαντρί, βέβαια, δεν είναι τετράγωνο. Είναι ένα μαντρί, το οποίο είναι αυγοειδές και φανταστείτε ότι η είσοδός του, η έξοδός του είναι προς τη στενή μεριά του αυγού, ούτως ώστε τα πρόβατα να κατεβαίνουνε, να μην στριμώχνονται. Καταλάβατε; Να πηγαίνουν ομαλά. Εκεί λοιπόν, στην πόρτα αυτή, είχαμε βάλει τη σίγλα. Σίγλα είναι ένα μεγάλο δοχείο, το οποίο ήτανε από μπακίρι (=ορείχαλκος) πολλές φορές — τις περισσότερες φορές από μπακίρι — και αρμέγαμε εκεί, άρμεγε εκεί. Εκεί λέγεται, λοιπόν, το σημείο αυτό που έστεκε και έσκυβε να αρμέξει λεγότανε «κόκαλος». Και μάλιστα υπάρχει και μια μαντινάδα, που τηνε λέει ο Βασίλης ο Σκουλάς: Ήμουν κι εγώ μιαν εποχή και μερακλής και άντρας, μα εφάγανέ με οι βοσκικές κι ο κόκαλος τση μάντρας. Η «βοσκική» ήτανε τώρα να πας να βοσκήσεις τα πρόβατα. Ο «κόκαλος τση μάντρας» είναι αυτό το σκύψιμο, ήτανε μία πολύ δύσκολη δουλειά εκεί, να σκύβεις μία και δύο ώρες πολλές φορές, αν ήτανε τα πρόβατα πολλά, να αρμέγεις. Τα αρμέγαμε, λοιπόν, έσκυβε ο πατέρας, έβαζε το πρόβατο κάτω από τα πόδια του. Υπάρχει κι ένα αίνιγμα που λέμε, λέμε με λίγο ακατάλληλες φράσεις: «Ο κώλος μου στη μούρη σου κι η μούρη μου στον κώλο σου. Τι είναι;». Κι είναι ακριβώς αυτό το άρμεγμα, διότι έβαζες τη μούρη σου πίσω στο πρόβατο χαμηλά και η μούρη του προβάτου, το πρόσωπο του προβάτου  ήτανε πίσω σου, στον ποπό σου, ας το πούμε έτσι. Και άρμεγες.

Ε.Π.:

Μετά λοιπόν που αρμέγαμε, το πηγαίναμε το γάλα και το σουρώναμε. Είχαμε ένα μεγάλο δοχείο στην εστία πάνω, στην [00:20:00]παραστιά  που το λέμε εμείς έτσι, στην παραστιά. Βάζαμε λοιπόν ένα πανί, μια σίτα ας το πούμε έτσι και το σουρώναμε το γάλα εκεί μέσα. Και ό, τι ακαθαρσία ήτανε να μείνει έμενε στο πανί μέσα. Μετά, λοιπόν, που το… από το σούρωμα που έκανε στο αυτό, έβαζε λίγη φωθιά και το πήγαινε — είχενε κι ένα θερμόμετρο — και το πήγαινε στους 40 βαθμούς περίπου. Αυτό ’ναι μια διαδικασία, την τυροκομική, την οποία να την πούμε τώρα ή να τηνε πούμε αργότερα; Να την πούμε τώρα, λοιπόν. Πηγαίναμε λοιπόν το γάλα, στους 40 βαθμούς το πήγαινε. Έβαζε λίγο, με ξύλα όλη η φωτιά, όλη η διαδικασία ήτανε με ξύλα. Γιατί ήμαστε στο βουνό απάνω φανταστείτε, ή τον χειμώνα εκεί στο σπίτι, σ’ ένα σπίτι του ενός παππού μου. Το πήγαινε στους 40 βαθμούς, μετά έβαζε την πυτιά και έβαζε… Η «πυτιά» είναι… Βάζεις μέσα στο γάλα, η μαγιά ας το πούμε, η μαγιά, η μαγιά είναι η πυτιά. Η οποία, στα χρόνια εκείνα, ήτανε από γαστέρα ενός μικρού κατσικιού ή μικρού αρνιού, που είχε πιει γάλα. Και παίρνανε το στομάχι του, που είχε το γάλα μέσα, το οποίο είχε την ιδιότητα, αυτό το γάλα… Το στομάχι, λοιπόν, το κρεμάγανε, του βάζανε μέσα αλάτι να μη βρωμίσει, και βάζανε μέσα το αλάτι. Το κρεμάγανε λοιπόν αυτό. Όταν έβαζες λίγο από αυτό το πράμα μέσα στο τυρί, αυτό είχε την ιδιότητα να το πήζει. Αλλά, συγχρόνως, συμπληρώνανε πάλι μέσα στο στομάχι, βάζανε γάλα για να’ χουν και την άλλη μέρα. Καταλάβατε;  Ήτανε πάρα πολύ ξύπνιοι οι άνθρωποι τότε. Μετά βγήκανε οι πυτιές, ας πούμε, οι μαγιές οι βιομηχανοποιημένες και τα καταργήσανε αυτά σιγά-σιγά. Βάζανε, λοιπόν, την γαστέρα — που το λέμε εμείς έτσι — με λίγο αλάτι, το ανακατεύανε, το σκεπάζανε και μετά από περίπου μία ώρα αυτό είχε πήξει, το γάλα. Και γινότανε μία μάζα. Είχανε, λοιπόν, μετά ένα μεγάλο ξύλο, το οποίο στην άκρη ήτανε στρογγυλό σαν μια μπάλα ας πούμε, αλλά ήτανε κλαράκια, ας το πούμε. Και ήτανε από δεντρό. Σκληρό. Και με αυτό ανακατεύανε, λοιπόν και σπάγανε αυτή τη μάζα, τη σπάγανε. Αφού, λοιπόν, τη σπάγανε και τηνε κάνανε μικρά-μικρά, μικρά-μικρά κομματάκια, πάρα πολύ λεπτά. Πιάνανε μετά με μία κουτάλα σιγά-σιγά-σιγά, σιγά-σιγά και τι κάνανε; Το μαζεύανε όλο αυτό μέσα στο καζάνι, γιατί ήτανε μαζί με υγρό. Το μαζεύανε, λοιπόν, με την κουτάλα σιγά-σιγά, γύρω-γύρω, γύρω-γύρω. Αυτό μάζευε, γινότανε μία μπάλα. Μετά έβαζε τα χέρια του ο πατέρας μου μέσα — θυμάμαι — έβαζε τα χέρια του μέσα και το γύριζε και το ’κανε ένα — πώς να σας πω τώρα — όπως είναι μια μπάλα του ράγκμπι, ας το πούμε έτσι, στενόμακρο. 

Γ.Π.:

Σαν πεπόνι.

Ε.Π.:

Σαν πεπόνι, αλλά μεγάλο. Και μετά έβαζε, λοιπόν, επάνω στη σίγλα — σίγλα είναι το δοχείο που είχενε το αυτό μέσα, το γάλα, το τυρί. Έβαζε απάνω ένα πλαίσιο τετράγωνο, παραλληλόγραμμο, το οποίο το λέγαμε τυροκόμο. Μη φανταστείτε, ήτανε δύο ξύλα ενωμένα ήτανε. Ήτανε απ’ τη μια δυο ξύλα, το ένα παράλληλα στο άλλο κι ενωμένα στις άκρες. Κι εκεί απάνω έβαζε λοιπόν τα καλούπια - τα τουπιά που λέμε εμείς – και έβαζε σιγά-σιγά τη μαλάκα μέσα, την πίεζε με τα χέρια του. Πάντοτε καθαρά τα χέρια του. Ήτανε η καθαριότητα, το πρώτο μέλημα είναι η καθαριότητα. Ένωνε, λοιπόν, μετά τα χέρια του, τα δάχτυλά του και το πατούσε κι έβαζε μετά κι άλλο κι άλλο και εγινότανε στο τουπί απάνω, στο καλούπι, ένα πράμα βουνό. Αυτό το πίεζε, λοιπόν, το πίεζε, το πίεζε σιγά-σιγά, να φύγει όλο το νερό, να μην έχει πολύ υγρό μέσα, να μη μείνει πολύ υγρό μέσα να βρωμίσει. Και μετά το άφηνε στην άκρη. Έτσι, λοιπόν, φτιαχνόταν το τυρί. Έβγαζε, λοιπόν, μέσα από το δοχείο όλο αυτό το τυρομάλαμα, ας [00:25:00]το πούμε. Εμείς το λέμε «μαλάκα».«Μαλάκα» το λέμε εμείς, είναι το προϊόν της πήξης του γάλακτος. Αυτό το λέμε εμείς στην Κρήτη μαλάκα. Αφού λοιπόν το ’βγαζε, έμενε μέσα στο δοχείο ένα υγρό, το οποίο λέγεται ορός, ορός. Είναι ό, τι έχει απομείνει μετά που βγάζαμε το τυρί, τη μαλάκα. ΑυτόΝ, λοιπόν, τον ορό τον άρχισε μετά και τον έβαζε σε φωθιά από κάτω, σιγά-σιγά, φωθιά. Και είχε ένα ξύλο σε σχήμα ταυ, στην κάτω μεριά. Το οποίο, μ’ αυτό ανακάτευε το δοχείο, τη σίγλα, για να μην τσικνώσει, να μην πιάσει από κάτω και καεί. Αφού, λοιπόν, επήγαινε σε μία ορισμένη θερμοκρασία, είχε φροντίσει ανάλογα με τα κιλά που είχε — ξέρανε αυτοί από την πείρα τους —  και είχανε κρατήσει στην αρχή λίγο γάλα, το οποίο λέγεται «ανέχυμα» – έτσι λέγεται, ανέχυμα. Από το γάλα, το κανονικό γάλα που αρμέγουν είχε κρατήσει μια ποσότητα, την οποία την έριχνε μετά μέσα στο καζάνι, στον ορό. Τρίβοντας λοιπόν αυτό, αρχινούσε και έσπερνε τη μυζήθρα. «Έσπερνε» θα πει γεννούσε, από κάτω έβλεπες έβραζε και στην απάνω μεριά έβγαινε η μυζήθρα, ένα άλλο προϊόν, το οποίο από αυτό κάνομε τη μυζήθρα. Αθότυρο τηνε λένε αλλού, όταν είναι μαλακιά. Εμείς τηνε λέμε μυζήθρα, όταν είναι μαλακιά και αθότυρο, όταν ξεραθεί. Αφού λοιπόν έβγαζε… Εκεί ήτανε τώρα όλη η μαεστρία ήταν εκεί, να το βγάλει, να μην το αφήσει να ψηθεί πολύ, διότι εγινότανε σαν μαστίχα. Έπρεπε, λοιπόν, μόλις ετελείωνε και καταλάβαινε ότι ήτανε αυτό έτοιμο, έκλεινε από κάτω τη φωθιά. Είχενε μια πλάκα, μια πέτρα και την έβαζε από κάτω από τη φωθιά, ούτως ώστε να μην πηγαίνει πολλή θερμότητα από κάτω πλέον.  Και με μία κουτάλα αρχινούσε μετά σιγά-σιγά κι έβαζε τη μυζήθρα αυτή στα τουπιά, στα μυζηθροτούπια, τα οποία ήτανε λίγο στενόμακρα, οβάλ, αυτά τα… Κυλινδρικά, μάλλον. Στενόμακρα, σαν ανάποδο, ένας κώνος ανάποδος. Έβαζε, λοιπόν, εκεί μέσα και το άφηνε και σούρωνε, αυτό σούρωνε. Κατακάθιζε λοιπόν η μυζήθρα, και στο τέλος έμενε ο «χουμάς». Ο χουμάς τώρα είναι το τελικό προϊόν, το άχρηστο τελικό, το ζουμί, ας το πούμε έτσι, που μένει. Αφού έχουνε βγει όλα, τα πάντα, μένει στο τέλος ο χουμά. Το οποίο, παλιά, τον άφηνε και κρύωνε, τονε δίνανε, τονε πίνανε τα πρόβατα. Άλλοι είχανε γουρούνια και τονε δίνανε. Ήταν ένα προϊόν, το οποίο το χρησιμοποιούσανε. Μετά, τελευταία, δεν τονε χρησιμοποιούνε πλέον. Δεν έχουνε ζώα να τα δίνουνε, βρήκανε άλλες τροφές και δίνουνε. Και αυτόν τον πετάνε πλέον. Έτσι, λοιπόν, γινότανε η τυροκομική.     

Ε.Π.:

Αφού λοιπόν τελείωνε και με τις μυζήθρες, τι έκανε; Έπιανε πάλι το τυρί. Ερχότανε πάλι στο τυρί, έπιανε το τυρί, το κούναγε λίγο-λίγο και το έβαζε μέσα στο καυτό αυτό υγρό για 1-2 λεπτά, ούτως ώστε να κάνει μία κρούστα απ’ έξω, να μην αφήσει να εισχωρήσει μέσα. Να μην αφήσει τρύπες. Αυτό τσιβιλιαζότανε — έτσι λέγεται — τσιβιλιαζότανε. Έκανε μια σαν… Το καψάλιζε, ας το πούμε έτσι. Το άφηνε λοιπόν 1-2 λεπτά. Το ’βγαζε μετά, το γύριζε, το πατούσε, το αλάτιζε από τη μια μεριά και το ’βαζε, το άφηνε πάλι μέσα στα καλούπια, τα οποία… Στην κάτω μεριά, λοιπόν, είχε βάλει μία βούλα. Ο πατέρας μου, λοιπόν… Κάθε βοσκός, για να γνωρίζει τα τυριά του, είχενε κι ένα σημάδι. Ένα έμβλημα, ας το πούμε. Δηλαδή, άλλος έβαζε ένα κουκί και άφηνε αποτύπωμα πάνω στο τυρί. Άμα το ’βαζε στον πάτο, ήτανε μαλακό κι έμενε πάνω κι έκανε μία λακκουβίτσα του κουκιού. Ο άλλος έκανε, είχε ένα λάμδα. Ο άλλος είχε ένα γιώτα. Ο πατέρας μου, λοιπόν, είχε βρει κι είχε ξύσει — επειδή ήτανε και λιγάκι καλλιτέχνης με αυτό — [00:30:00]είχε ξύσει, είχε κάμει βούλες τσι λένε, δηλαδή, κάτι τετράγωνο με ξύλο κι είχε ανάγλυφο μέσα το «Γάμα-Έψιλον-Πι», Γεώργιος Εμμανουήλ Παπουτσάκη. Και αυτό αποτυπωνότανε πάνω στο τυρί και ήξερε ότι αυτό το τυρί ήτανε δικό του. Υπάρχει και κάτι και κάποια ιστορία… Να πούμε κάτι να γελάσουμε σχετικά με αυτό. Που κάποιος, τον είχε πληρώσει ο πατέρας μου, γιατί είχενε κάτι ελιές εκεί, κάτι χωράφια. Τάιζε τα χόρτα ο πατέρας μου και του ’δινε κάθε χρόνο ένα τυρί. Του ’δωσε, λοιπόν, ένα τυρί ο πατέρας μου, αυτός το ’στειλε στον γιο του που ’τανε κάπου, σε κάποια υπηρεσία. Το φάγανε με τους φίλους του. Τονε παίρνει, λοιπόν, ο φίλος του τηλέφωνο, τον πατέρα του παίρνει τηλέφωνο ο γιος του και του λέει: «Μπαμπά, το τυρί που βρήκες ήτανε ωραίο, πού το βρήκες;», ξέρω γω. Του λέει: «Του Παπουτσάκη». «Να πας», του λέει, «να μου πάρεις άλλο ένα». Πάει, λοιπόν, ο άλλος πονηρός, λέει του πατέρα μου: «Το τυρί που μου ’δωσες, κουμπάρε Γιώργη, δεν ήτανε καλό. Το ’στειλα του γιου μου, δεν ήτανε καλό» και το αυτό. Και του λέει ο πατέρας μου: «Να μου το φέρεις πίσω κι εγώ θα σου δώσω το… Άμα είναι πραγματικά, εγώ ξέρω το τυρί μου ότι είναι καλό, αλλά δεν είμαι μέσα να ξέρω. Αφού λες ότι είναι». Πήγε, λοιπόν, ο άλλος και του ’φερε κάποιο τυρί, που του το ’χε δώσει κάποιος άλλος, το οποίο ήτανε άχρηστο βέβαια. Αλλά, έλα που δεν είχε βάλει τη βούλα, δεν είχε προσέξει ότι ο πατέρας μου είχε βάλει τη βούλα του. Και του λέει: «Κουμπάρε, αυτό το τυρί δεν είναι δικό μου. Πήγαινέ το εκεί που σου το δώσανε». «Όχι, δικό σου είναι» και αυτό και ξέρω γω. Μέχρι που, τυχαία, ήρθε μια γυναίκα που βρισκόταν το βράδυ εκεί που πήρε ο γιος του τηλέφωνο και το είπε του πατέρα μου: «Έτσι κι έτσι, θέλω ένα τυρί που ξέρεις, μου το ’πε ο τάδε». Και χωρίς να ξέρει η γυναίκα την ιστορία. Κι έτσι, ξεμασκαρώθηκε αυτός. 

Ε.Π.:

Ναι, να συνεχίσομε από εκεί που ’χαμε σταματήσει. Λοιπόν, βάζανε τη βούλα, το αφήνανε το τυρί να σουρώσει, πλέον και τις μυζήθρες. Την άλλη μέρα λοιπόν το πρωί, εγώ όταν ήμουνα στο βουνό απάνω, έπρεπε να σηκωθώ το πρωί να… Μου’ χε ο πατέρας μου τσι μήνες το καλοκαίρι, που εμέναμε στο βουνό, μου ’χενε φτιάξει μία σαλάτα με αγγούρι, αν είχαμε, ντομάτα και μου ’χε βάλει και λίγη μυζήθρα μέσα. Το πρωί-πρωί. Αυτό ήταν το πρωινό μου. Γιατί εμένα δε μου άρεσε να πίνω γάλα. Και μετά έπρεπε να πιάσω να τρίψω το αλάτι. Το αλάτι ήτανε χοντρό κι είχαμε μία πέτρα μέσα στη μάντρα, ήτανε χτισμένη αυτή η πέτρα, αλατσόπετρα τηνε λέγανε. Την οποία, εκεί απάνω τρίβαμε... Είχαμε μία πέτρα πιο μικρή, κάπως στρογγυλή και μ’ αυτή τρίβαμε το αλάτι. Κι έπρεπε, λοιπόν, εγώ να πιάσω, να ξετουπίσω το πρωί (= βγάζω από το τουπί) τα τυριά, να τα αλατίσω, να βγάλω τα τουπιά έξω να στεγνώσουνε στον ήλιο, ούτως ώστε να τα χρησιμοποιήσουμε πάλι το μεσημέρι που θα τυροκομούσαμε. Το ίδιο γινόταν και με τις μυζήθρες. Μετά, μέσα στη μάντρα, ψηλά στο βουνό το καλοκαίρι, πηγαίναμε το τυρί εκεί επάνω. Με τον γάιδαρο πάλι, φορτωμένο σε τσουβάλια μέσα. Υπάρχει ειδικός τρόπος που πρέπει να ξέρεις πώς φορτώνεται, πώς πρέπει να μπει στο τσουβάλι μέσα το τυρί για να μη σπάσει. Το πηγαίναμε εκεί στο βουνό απάνω και ήτανε μέσα μια… Η μάντρα ήτανε πετρόχτιστη — θα πούμε αργότερα σε άλλη συνέντευξη πώς γινόντανε τα χτήρια (= κτήρια) τότε στις μάντρες, αν έχομε χρόνο — και από πάνω ήτανε χώμα. Είχε δοκάρια ξύλα κι από πάνω είχε πλάκες με χώμα. Και ήτανε μέσα… Δεν μπορούσες να κάτσεις μέσα καλοκαίρι με κοντομάνικο. Έπρεπε να φοράς πουλόβερ, έπρεπε να φοράς σακάκι. Μέσα, λοιπόν, ήτανε ένα ιδιαίτερο, σκοτεινό δωμάτιο. Δεν έμπαινε ήλιος από πουθενά, μόνο από πάνω έχει μια τρύπα, ανηφορά, την οποία την κλείναμε κι αυτή την ημέρα. Εκεί μέσα, λοιπόν, ήτανε το τυρί πάνω σε πλάκες με θάμνους — είχαμε βάλει κάτω. Αστυβίδες. αντωναΐδες (= ξερόχορτα), θυμάρια, και μοσχομύριζε. Έμπαινες μέσα και μύριζε, το τυρί εμύριζε. Εκεί μέσα, λοιπόν, συντηρούνταν το τυρί. Όλο το καλοκαίρι το ’χαμε εκεί απάνω. Κάθε μέρα, λοιπόν, έπρεπε να [00:35:00]μπούμε μέσα στο τυροκέλι (= το δωμάτιο του τυριού), να γυρίσουμε το τυρί. Δεν το αφήναμε συνέχεια απ’ την ίδια μεριά, ειδικά το φρέσκο και προχωρούσε. Δηλαδή το ’βαζες, στην αρχή, το ’βαζες μπροστά το φρέσκο. Μετά, την άλλη μέρα το’βαζες πιο μέσα, πιο μέσα, πιο μέσα, μέχρι να ξεραθεί. Δεν το αφήναμε, δηλαδή, όπου να’ναι και όπως να’ ναι. 

Ε.Π.:

Αυτό γινότανε, ήτανε όλη αυτή η διαδικασία, εγινότανε κάθε μέρα, κάθε μέρα μέχρι τις… Τέλη Ιουνίου. Μετά τα τέλη Ιουνίου, αρχινάγανε τα πρόβατα να ποστειρώνουνε (=δεν έβγαζαν γάλα) που λέμε εμείς, διότι γαστρωνότανε. Έπρεπε να μείνουνε πάλι για να κάμουνε, να γεννήσουνε και δεν εβγάζανε γάλα. Μέχρι τότε, λοιπόν, εγινότανε κάθε μέρα αυτή η ιστορία. Κάθε μέρα να τσι μαζέψουμε, κάθε μέρα να τις αρμέξουμε, πρωί-βράδυ. Σιγά-σιγά τις αρμέγαμε μόνο το πρωί. Μετά, στο τέλος, μέρα παρά μέρα μέχρι που τις εγκαταλείπαμε τελείως. Αυτή ήτανε όλη η διαδικασία του αρμέγματος, του τυροκομιού και όλη αυτή η ιστορία με τα πρόβατα.

Γ.Π.:

Από πότε ξεκινούσε η διαδικασία του αρμέγματος μέχρι τα τέλη Ιουνίου;

Ε.Π.:

Ανάλογα εάν ήτανε πρώιμα τα πρόβατα, ήτανε λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Συνήθως εκεί γινότανε, μετά τις 20 Δεκεμβρίου, αρχινάγανε πουλάγανε τα αρνιά και αρμέγανε. Ανάλογα, αν ήτανε πρώιμες. Ήτανε και άλλοι, τώρα τελευταία, που το κάναμε απ’ τον Οκτώβριο. Δηλαδή τον Οκτώβριο αρχινάνε και αρμέγουνε. Εκείνα τα χρόνια λοιπόν ήτανε έξι μήνες σχεδόν, ήταν η όλη διαδικασία. Παραπάνω. Κάθε μέρα. Κάθε μέρα. Ήτανε μια κοπιαστική διαδικασία, ήτανε μία… Γιατί δεν ήτανε μόνο να πας ν’ αρμέξεις και να τυροκομήσεις, έπρεπε συγχρόνως που θα… Τον χειμώνα, δηλαδή από τον Δεκέμβριο μέχρι τον Απρίλιο, που τις ανεβάζανε στο βουνό τότε, τις είχαμε κάτω στον κάμπο. Έπρεπε να πας να τις βοσκήσεις. Να πας. Δε μπορούσες μόνο να τυροκομήσεις, έπρεπε κάποιος… Και πολλές φορές ήτανε μ’ αυτή τη δουλειά. Να βοηθήσει τον πατέρα μου να βγάλει το τυρί, να τον αφήσει μετά τον πατέρα μου να βγάλει μόνος του το υπόλοιπο κι αυτή, μαζί με μένα, να πάρουμε τα πρόβατα, να πα να τσι βοσκήσουμε. Γιατί έπρεπε να πα τσι βοσκήσουμε, να φάνε. Οι μέρες ήτανε μικρές και έπρεπε να βοσκηθούνε, για να ’χουνε την άλλη μέρα και το βράδυ να βγάλουνε πάλι άλλο γάλα.

Γ.Π.:

Και, αν τυχόν μια μέρα, ας πούμε, βαριόταν κάποιος και δεν αρμέγανε τα πρόβατα, τι συνέβαινε;

Ε.Π.:

Εάν… Δεν υπήρχε περίπτωση ν’ αφήσουν τα πρόβατα χωρίς να τ’ αρμέξουνε. Τα άφηνες, μετά ποστειρώνανε τα πρόβατα. Ποστειρώνανε, δηλαδή λίγαινε το γάλα τους, λιγόστευε το γάλα τους. Πολλές φορές, όταν είχενε ο πατέρας μου διάφορες άλλες δουλειές να κάνει, επείγουσες και δε μπορούσε να πάει ν’ αρμέξει αυτός, έβρισκε τον θείο το Μενέλαο τον συγχωρεμένο, έβρισκε τον θείο τομ Νικόλη, τον αδερφό ντου, έβρισκε τον συμπέθερο, κάποιον έβρισκε, να πάει ν’ αρμέξει. Δεν μπορούσε ν’ αφήσει τα πρόβατα ανάρμεγα. Εγώ πολλές φορές δηλαδή… Ήτανε που ’χενε αγορανομείο, δικαστήρια. Γιατί τότες κάνανε και δικαστήρια, αν έκανε μια ζημιά, τους πηγαίναν στο δικαστήριο. Καταλάβατε; Και αναγκαζότανε να στείλει άλλο άνθρωπο να’ ρθει, ν’ αρμέξει. Ερχόταν, λοιπόν, κάποιος και έκανε αυτή τη δουλειά, ν’ αρμέξει και να τυροκομήσει, πολλές φορές.

Ε.Π.:

Εγώ έχω ιστορίες να σας πω με τον θείο τον Νικόλη, τον αδερφό του τώρα, που μ’ άφησε μόνο. Ήμουνα 7-8 χρονώ, δεν ήμουνα παραπάνω. Και μ’ άφησε μόνο μου εκεί πάνω, να κοιμάμαι στο βουνό, απάνω στην ερημιά. Μιλάμε τώρα 2,5 ώρες δρόμο με τα πόδια. Δεν υπήρχε εκεί πέρα, δε φοβόμαστε. Δεν υπήρχε τότε η κατάσταση αυτή. Κάποτε ήρθε ένας από κει, από διπλανό χωριό, ο συγχωρεμένος, ένας καλός άνθρωπος — Φραγκιαδουλάκης ο Μιχάλης, Τσαρουχά τονε λέγαμε — κι εγώ τονε γνώριζα. Ήκαμε λοιπόν, ήρθενε και ήμουνα μόνος μου. Μπήκε μέσα, λοιπόν, στο μαντρί, μου λέει: «Μοναχός είσαι παέ (= εδώ), ποιος είν’ εδώ;» Λέω: «Εγώ». Λέει… Είχε πάρει ένα τσουβάλι απ’ έξω, από κει: «Εγώ ήρθα να σας κλέψω το τυρί», μου λέει. Ψέματα τώρα για να με πειράξει, εγώ παιδί ήμουνα. Είχαμε λοιπόν τα πρόβατα τότε με κάποιονα Περάκη Μανώλη, τον Πυροκώλη, ο οποίος ήτανε ένας άγιος άνθρωπος. Και είχαμε το τυρί μαζί μέσα στο τυροκέλι. [00:40:00]Ξέραμε, λοιπόν, ότι του παππού ήτανε απ’ τη δεξιά μεριά, του Πυροκώλη απ’ αριστερά. Εγώ τώρα μικρός ήξερα ότι δεν μπορούσα να τονε κάμω καλά και είπα θα το κλέψει. Αυτός είναι μεγάλος, θα το κλέψει. Και του λέω: «Ναι, κλέψε. Αλλά να κλέψεις αυτό που είν’ από δω αριστερά». Δηλαδή αυτό που ’τανε του αλλουνού, όχι το δικό μας. Τέθοιες ιστορίες έχω πάρα πάρα πολλές φορές. Και ερχότανε, λοιπόν κι αρμέγανε. Κάποτε, λοιπόν, που ’ρθε ο θείος ο Νικόλης και μετά έφυγε και μ’ άφησε μόνο μου, εγώ φοβήθηκα, δεν ξέρω τι και σηκώθηκα κι έφυγα. Δεν μου ’πενε ότι: «Θα ’ρθει ο πατέρας σου σήμερα». Μόνο μου ’πε: «Θα ’ρθει ο πατέρας σου αύριο». Εγώ, δεν ξέρω, εφοβήθηκα, στεναχωρήθηκα; Μ’ έπιασε μια κατάθλιψη και σηκώθηκα κι έφυγα. Και πήγα στο χωριό. Πάω στο χωριό, μου λέει η μητέρα μου: «Πήγες; Πάει ο πατέρας σου απάνω». Ήτανε η Μαθιούδαινα εκεί, μια χωριανή μου: «Ο πατέρας σου πάει απάνω κι εσύ…» Μέχρι να τ’ ακούσω εγώ, πήγε ο πατέρας μου στο μαντρί απάνω, ψηλά, μακριά! Δε με βρήκε, ανησύχησε. Βγήκε, λοιπόν, στην άκρη εκεί κι άναψε φωθιά. Αυτό εξέρανε τότε. Παλιά, επικοινωνούσανε με τις φρυκτωρίες. Ανάβανε φωθιά και συνεννογούντανε τότε, οι παλιά οι ανθρώποι. Και μάλιστα υπάρχει και σημείο εκεί, απάνω στο μαντρί αυτό υπάρχει σημείο, το ξέρω ποιο είναι και κάποτε έγινε μια προσπάθεια να τ’ αναβιώσουμε αυτά αλλά δε μας αφήσανε, γιατί φοβηθήκανε -λέει- μην πάρομε φωθιά. Βγήκε λοιπόν και άναψε φωθιά, τον είδαμε απ’ το χωριό, πήγα εκεί στην άκρη, του φώναξα εγώ δυνατά. Ήτανε βράδυ, σιγαλιά και μ’ άκουσε, κατάλαβε ότι ήμουνα στο χωριό. Την άλλη μέρα έπρεπε να πάω απάνω για να τονε βοηθήσω, να του ξελαλώ, ν’ αρμέξει. Εγώ δεν ήθελα να πάω, φοβόμουνα και μου ’δωσε η αυτή να πάω με την Πηνελόπη την αδερφή μου, να πάρομε μαζί. Εγώ ’μουνα 8 χρονώ; Δεν ήμουνα. Η αδερφή μου να ’τανε 6; Πήγαμε λοιπόν και πήραμε δυο πακέτα μπισκότα από κει απ’ το χωριό, τα πήραμε στο δρόμο λοιπόν, κάτσαμε τα φάγαμε. Η Πηνελόπη πήγαινε μέχρι ένα σημείο και μετά δε μπορούσε να προχωρήσει. Τηνε σήκωνα, λοιπόν και την έβγαλα απ’ το Πέραμα απάνω. Είν’ ένα κακοτράχαλο, πολύ δύσκολο μέρος, δεν περνάς εύκολα. Τώρα πλέον δεν περνάς. Κάτσαμε, φάγαμε τα μπισκότα, μετά διψάσαμε. Δεν είχαμε νερό. Ο δρόμος ήτανε 2,5-3 ώρες δρόμος. Κάποια στιγμή, λοιπόν, φτάσαμε επιτέλους στο μαντρί, εγώ δε μπήκα μέσα, φοβήθηκα τον πατέρα μου. Μπαίνει η αδερφή μου, της λέει: «Πού’ ναι ο άλλος;». Λέει: «Όξω κάθεται». «Για δε μπαίνει μέσα;». Λέει: «Αυτός φοβάται και δε μπαίνει». Γιατί τότε υπήρχε και η απειλή, μας δέρνανε. Δεν είναι αυτό. Αν έκανες κάτι δηλαδή, δεν… Δύσκολα να κάνεις κάτι και να μη φας ξύλο, τα χρόνια εκείνα. Τιμωρία. Ήρθε η αδερφή μου: «Έλα, μρε, μέσα», τίποτα εγώ. Μέχρι που ήρθε ο πατέρας μου και με πήρε. Κατάλαβε, βέβαια, το λάθος του κι αυτεινού. Σου λέω ήμουνα 7 χρονώ, 8. Ν’ αφήσει ένα παιδί… Έμενα πολλές φορές, αλλά κείνη τη φορά δεν ξέρω τι έπαθα. Είχα φύγει κι άλλη φορά μου λένε κι είχα φύγει, με ψάχνανε. Αφού δεν το θυμάμαι, φανταστείτε τώρα πόσο ήμουνα, αφού δεν το θυμάμαι, όταν με χάσανε και αυτό. Και το κατάλαβε το λάθος του, ήτανε από τις λίγες φορές που δεν έκανε να με δείρει. Κι άλλη μια φορά πάλι, που έπλενε το τζάμι, το γυαλί από μια… Είχαμε μία λάμπα θυέλλης και είχε βγάλει να πλύνει το γυαλί — είχε μαυρίσει — και το ’πλυνε με το υγρό αυτό που λέγαμε προηγουμένως, το χουμά. Το ’πλυνε. Και αυτό του γλίστρησε απ’ τα χέρια κι έπεσε κάτω κι έσπασε μέσα στο μαντρί. Το μαντρί ήτανε μέσα… Το μαντρί μέσα ήτανε επικλινές, ήτανε μία πλακούρα, λες κι ήτανε μάρμαρο, πλακάκια. Αλλά ήτανε πέτρα, μεγάλη. Και του ’σπασε. Εγώ δεν αυτό, να μη μιλήσω τώρα. Μόνο λέω: «Ωχ, ευτυχώς και δεν ήμουνα γω». Τότε μ’ έδειρε. Λοιπόν, αυτά είχα να πω. Δεν ξέρω τι άλλο θέλετε να πω.

Γ.Π.:

Ευχαριστούμε πολύ.

Ε.Π.:

Παρακαλώ.