© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Αναμνήσεις από την Αθωνιάδα Σχολή στο Άγιο Όρος
Κωδικός Ιστορίας
10080
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Γεώργιος Ζήσιμος (Γ.Ζ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
22/05/2021
Ερευνητής/τρια
Χρήστος Θεολόγος (Χ.Θ.)
[00:00:00]
Καλησπέρα σας. Θα μας πείτε το όνομά σας;
Λοιπόν, ονομάζομαι Γεώργιος Ζήσιμος,
Ωραία. Είμαστε με τον κύριο Γιώργο Ζήσιμο. Είναι 22 Μαΐου του 2021 στο Ντράφι Αττικής. Με λένε Χρήστο Θεολόγο, εργάζομαι ως ερευνητής στο Istorima, και ας ξεκινήσουμε, βασικά να μας πείτε, έτσι, κάποια βιογραφικά, πού γεννηθήκατε, πού…
Λοιπόν, γεννήθηκα εν Αθήναις. Τις πρώτες σπουδές μου στο Δημοτικό τις έκανα στην Αυστραλία. Με την επιστροφή μας στην Ελλάδα, τα γυμνασιακά και τα χρόνια του Λυκείου τα πέρασα στην Αθωνιάδα Εκκλησιαστική Ακαδημία τη δεκαετία του ‘80. Είναι μία περίοδος η οποία έχει στιγματίσει την ψυχή μου, διότι είναι τα προεφηβικά και τα εφηβικά χρόνια, τα οποία έζησα πολύ έντονα στην Αθωνιάδα, μία περίοδος κατά την οποία δεν υπήρχε η άνεση, η ευημερία.
Περάσαμε δύσκολα χρόνια, αλλά υπέροχα, όμορφα, πνευματικά, χαρούμενα, χωρίς την τεχνολογία που έχουμε σήμερα, χωρίς τις ανέσεις… Πηγαίναμε παντού με τα πόδια! Δηλαδή, θέλαμε να κάνουμε μία απόσταση —μικρή, μεσαία, μεγάλη, πάρα πολύ μεγάλη; Ξέραμε ότι δεν υπήρχε μέσον. Δηλαδή, αν δεν είχες γαϊδούρι δε μπορείς να πας ποτέ πουθενά. Άρα, λοιπόν, αυτό το οποίο μας άρεσε πάρα πολύ ήταν η ζωή αυτή η πολύ απλή που περνούσαμε, η καθημερινότητα που είχε σχέση με την πνευματική ζωή, με την εκκλησιαστική ζωή… Ήταν όλη μας η ημέρα αφιερωμένη στα μαθήματα και στο ναό. Αυτά. Κατά τα άλλα, αυτό το οποίο μας άρεσε ιδιαίτερα ήταν η απόλυτη ησυχία, ενοχλητική ησυχία.
Περίεργο για ένα παιδί νέο.
Ναι, ναι. Περνούσαμε υπέροχα, όμορφα. Είχαμε τις… Δηλαδή, αυτό το οποίο μας άρεσε πάρα πολύ ήταν να φεύγουμε, να πηγαίνουμε για λίγο στις Καρυές, που ήταν η πρωτεύουσα λίγο πιο έξω την Αθωνιάδα, που είναι και σήμερα η Σκήτη του Αγίου Ανδρέου, να πηγαίνουμε… Αυτό το οποίο μπορούσαμε να πάρουμε τότε ήταν ένα παστέλι ή, ξέρω εγώ, τότε που πρωτοήλθαν στο Άγιο Όρος τα πατατάκια! Ναι, με τέτοια πράγματα συνέχεια χαιρόμασταν! Βέβαια, είχαμε τις… Για ένα παιδί σήμερα είναι δύσκολο να ξυπνήσει 02:30 το πρωί και να πάει στην Ακολουθία. Εμείς το κάναμε τότε με μεγάλη ευχαρίστηση. Είχαμε τότε τον νυν Κεντρώας Αφρικής, τον Νικηφόρο, ο οποίος ήταν καθηγητής μας στην Αθωνιάδα, και πηγαίναμε και εξυπηρετούσαμε διάφορα κελιά τα οποία δεν είχαν ιερείς. Ο πάτερ Νικηφόρος ήταν ιερέας. Εμείς πηγαίναμε και ψάλλαμε στις Ακολουθίες του με το φανό θυέλλης το πρωί, είτε είχε κρύο, είτε φυσούσε, είτε είχε χιόνια, είτε είχε βροχή, χαλάζι κτλ. Πηγαίναμε ντυμένοι και εμείς, βέβαια, στα ράσα, καθότι παιδιά της Αθωνιάδος. Ναι, τα αναπολούμε τώρα, βέβαια, και βλέπουμε πόσο υπέροχα περνούσαμε. Κάναμε πορείες πάρα πολλές. Δηλαδή, δεν το είχαμε σε τίποτα να πούμε ότι θέλουμε να πάμε στη Μονή Ιβήρων. Δεν το σκεφτόμαστε. Είναι… μία ώρα να κατέβουμε κάτω και μιάμιση να γυρίσουμε τα πόδια; Και δε λέγαμε: «Πω, πώς θα πάμε τώρα; Άσε, είμαι κουρασμένος». «Πάμε Ιβήρων;», τσακ, πηγαίναμε κατευθείαν! Πετιόμασταν έτσι. Ξεκουραζόμαστε στο ποτάμι εκεί πέρα που έχει κοντά στη διασταύρωση της Παντοκράτορος στο γεφυράκι. Επιστρέφαμε πίσω. Δηλαδή, ένα προσκύνημα στην Παναγία την Πορταΐτισσα δεν το είχαμε σε τίποτα να πεταχτούμε έτσι, τσακ-μπαμ. «Φεύγουμε;», «Φεύγουμε» και επιστρέφαμε πάλι. Ή πολλές φορές να πάμε στην Μονή Κουτλουμουσίου, που ήταν πάρα πολύ κοντά, βέβαια, ε, και σε άλλα κελιά δίπλα. Θυμάμαι το κελί του πατρός Αρσενίου του οδοντιάτρου, ο οποίος είναι τώρα πνευματικός στην Κρήτη, στον Άγιο Μηνά. Πηγαίναμε συνήθως όταν είχαμε ένα κενό τα απογεύματα. Φεύγαμε και λέγαμε «Πάμε λίγο μέχρι τον παπα-Αρσένη», που ήταν εφημέριος τότε στο σχολείο μας, με τη λήξη του εσπερινού, γιατί είχαμε κάθε μέρα εσπερινό… όρθρο, εσπερινό και απόδειπνο. Ε, μετά τη λήξη του εσπερινού, επειδή είχαμε ένα κενό εκεί, κάπου πεταγόμαστε ένα τέταρτο μέχρι τον παπα-Αρσένη.
Μία μέρα, έτσι, τυπική… Ας ξεκινήσουμε απ’ αυτό για να ‘ρχονται—
Ναι.
και οι αναμνήσεις με άλλες ιστορίες, με πρόσωπα, έτσι. Πώς ήταν μία τυπική μέρα;
Λοιπόν, εγερτήριο 06:00 κάθε μέρα επί όσα χρόνια ήμουνα στην Αθωνιάδα. Λοιπόν, 06:00 έχει εγερτήριο. Ετοιμαζόμασταν. 06:15-06:30 έπρεπε να είμαστε στο ναό. Είχαμε όρθρο. Στον όρθρο έπρεπε να συμμετέχουμε —όχι όλοι γιατί ήμασταν εκατόν είκοσι. Ήμασταν πάρα πολλά παιδιά τότε. Τώρα εντάξει, είναι λιγότερα—, έπρεπε να ήμασταν κάποιοι στο αναλόγιο. Έβγαινε η σειρά των εβδομαδαρίων. Ανά βδομάδα αλλάζαμε, είτε στο χώρο τον δεξιό, είτε στον αριστερό χώρο. Όσοι δεν είχαμε δουλειά κι έπρεπε να καθόμαστε από κάτω στα στασίδια μας... Είχαμε τον εφημέριο του σχολείου, ο οποίος έκανε την Ακολουθία. Με το πέρας της Ακολουθίας έπρεπε να παραστούμε στην πρωινή τράπεζα. Κατά 99% ήταν πάντα ο σχολάρχης στη θέση του στην τράπεζα, είτε πρωινό, μεσημεριανό, δείπνο… Μετά αμέσως από την τράπεζα είχαμε τα μαθήματα και τελειώναμε 14:00 η ώρα, που είχαμε και την τράπεζα να γευματίσουμε. Υπέροχες στιγμές… Είχαμε άλλες φορές πολύ καλούς μαγείρους, οι οποίοι μαγείρευαν πάρα πολύ καλά. Άλλες φορές είχαμε ανθρώπους οι οποίοι μάθαιναν, αλλά κυρίως ήτανε πολύ καλός… Η τράπεζα ήταν πάρα πολύ καλή. Μετά από την τράπεζα επιστρέφαμε πάλι στις τάξεις όσοι είχαμε να κάνουμε ομίλους, είτε ψαλτικής, χορωδίας δηλαδή, είτε αγιογραφίας, είτε φωτογραφίας, είτε συντήρησης χειρογράφων κωδίκων. Κάποιοι από μας είχαμε την ευκαιρία να αναλώσουμε και μεγάλο μέρος του απογευματινού μας χρόνου —δηλαδή, από τη λήξη της τραπέζης μεσημεριανής μέχρι την έναρξη της μελέτης της απογευματινής—, να βρισκόμαστε στην υπέροχη αυτή, η μεγάλη βιβλιοθήκη της κοινότητας του Αγίου Όρους, η οποία στεγαζόταν στο κτίριο της Ιεράς Κοινότητας, την οποία παραλάβαμε εκ του μηδενός και την οργανώσαμε —όχι εμείς. Υπήρχαν υπεύθυνοι για αυτό το πράγμα. Εμείς βοηθούσαμε σε ό,τι έχει σχέση και αφορά τη χρονολογική ακολουθία των εφημερίδων, οι οποίες πολλές πολύ παλιές εφημερίδες από την Κωνσταντινούπολη, εξ Αθηνών, κώδικες, χειρόγραφα, βιβλία, τα οποία ερχόταν με τις βιβλιοθήκες των κελιών τα οποία κλείνανε —γιατί την εποχή εκείνη ήτανε που κλείνανε τα κελιά και περιέρχοντο όλα ή στις κυρίαρχες μόνες είτε στην κοινότητα του Αγίου Όρους— και φτάνανε πάρα πολλά τέτοια και σκεύη και βιβλία, κώδικες, χειρόγραφα, τα οποία τα ταξινομούσαμε εμείς. Αυτή τη δουλειά είχαμε. Όπως μου έκανε φοβερή εντύπωση που είχα αναλάβει την ταξινόμηση του φωτογραφικού υλικού που είχε έρθει από τα Σεπτεμβριανά του ‘55 στην Κωνσταντινούπολη, που ήταν τότε που διαλύσαν οτιδήποτε ελληνικό υπήρχε. Μου έκανε φοβερή εντύπωση όπου ο Πατριάρχης τότε ο Αθηναγόρας, πανύψηλος τότε με τη μακριά γενειάδα του, ασκεπής ενώπιον των ναών οι οποίοι είχανε διαλυθεί τελείως από το μίσος των Τούρκων σε οτιδήποτε ελληνικό. Θυμάμαι ψηλός, αγέρωχος, σε στάση προσοχής, με όμβρους δακρύων να βλέπει τους διαλυμένους ναούς και το νεκροταφείο του Μπαλουκλί. Όλο αυτό το τεράστιο φωτογραφικό υλικό, το οποίο νομίζω ότι εστάλη στο Άγιο Όρος επί τούτου για να διασωθεί ενδεχομένως από οποιαδήποτε άλλη καταστροφή, να είχαμε τη χαρά αυτή να μπορέσουμε να το διαχειριστούμε και να το βάλουμε κατά χρονική ακολουθία, διότι έγγραφε από πίσω την ημέρα και την ώρα που έβγαιναν τις φωτογραφίες, όποτε χρησιμοποιούσαμε αυτά και βγάζαμε τις… φτιάχνανε τους… πώς το λένε; Οργανώναμε τρόπον τινά όλο αυτό το πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Λοιπόν, μετά από αυτά τα μεσημέρια, τα απογεύματα που ήμασταν [00:10:00]στην κοινότητα —όσοι πηγαίνουμε, όσοι εκ των μαθητών πηγαίναμε εκεί ή όσοι λειτουργούσαν με τους ομίλους στο σχολείο—, στη συνέχεια είχαμε την δυνατότητα της μελέτης για την αυριανή μέρα. Πηγαίναμε κατά τη διάρκεια της μελέτης στο λεγόμενο μελετητήριο. Μέναμε εκεί, λοιπόν, για τρεις ώρες περίπου. Διαβάζαμε τα μαθήματα της επόμενης μέρας και μετά πηγαίναμε κατευθείαν στην τράπεζα και μετά την τράπεζα για απόδειπνο και μετά το απόδειπνο στους θαλάμους. Μέσα στους κοιτώνες όταν πηγαίναμε είχαμε τη δυνατότητα —όλοι οι θάλαμοι το κάνουν αυτό— να διαβάζουμε μετά ακριβώς από το απόδειπνο τους Χαιρετισμούς της Παναγίας. Λοιπόν, αυτό ήταν μία συνήθεια την καθημερινότητας η οποία μας έμεινε μετά. Βγαίνοντας έξω γνωρίζαμε πάρα πολύ καλά αφενός μεν το τυπικό των Ακολουθιών —θυμάμαι το σχολάρχη μας, ο οποίος μας προέτρεπε να ασχοληθούμε με το αναλόγιο λέγοντάς μας ότι: «Όσα χρόνια μείνεις εδώ, ακόμη και αν ανήκεις στην κατηγορία των ανθρώπων που δε θέλουν επιδεικτικά να μάθουν κάτι από τις Ακολουθίες, θα το κάνεις παρά τη θέλησή σου», γιατί η υποχρεωτική παρουσία σου μέσα στο ναό πρωί, εσπέρα και βράδυ τα μάθαινες όλα, δηλαδή δε μπορούσες να… Ακόμη και αν ήσουν αρνητής, «Δε θέλω με τίποτα να μάθω!», ε, τα μάθαινες ούτως ή άλλως, διότι…
Γιατί μπορεί να είχες πάει αν ήσουν αρνητής;
Μπορεί να σε στέλνανε. Ναι, υπήρχαν οι γονείς οι οποίοι στέλναν τα παιδιά τους, «Θα πας εκεί κτλ». Εντάξει, δεν ήταν εύκολο. Εμένα με έστειλε την εποχή εκείνη ο νονός μου —Θεός ‘σχωρέσ’ τον τώρα, μακαριστός—, ο οποίος ανήκε στο Σύλλογο των Φίλων του Αγίου Όρους. Υπάρχει μέχρι σήμερα ο σύλλογος αυτός, Η Αθωνιάς. Εξέδιδε κάθε χρόνο μία εγκύκλιο την οποία έστελνε σε δικούς της συλλόγους και αφορούσε την εισδοχή νέων παιδιών-μαθητών στην Αθωνιάδα με την προϋπόθεση ότι έπρεπε να ‘χουνε μια βαθμολογία τουλάχιστον πάνω από 14-15 και να έχουν την τάση ή να έχουνε την —πώς το λένε; Να τους αρέσει, τέλος πάντων, το περιβάλλον αυτό το εκκλησιαστικό, γιατί άμα δε σου αρέσει δε μπορείς να μείνεις. Δηλαδή, δεν πας σε ένα τυχαίο λύκειο, σε ένα γυμνάσιο και λες: «Α, μου αρέσει εδώ. Ωραία είναι». Είναι ειδικού σκοπού σχολεία αυτά. Δηλαδή, πηγαίνεις αποκλειστικά και μόνο… Μαζί με το πρόγραμμα σπουδών της Γενικής Παιδείας έχεις και τα εκκλησιαστικά μαθήματα τα οποία είναι πάρα πολλά. Τότε ήταν περισσότερα. Οπότε, λοιπόν, υπήρχαν πολλοί γονείς οι οποίοι στέλναν τα παιδιά τους επειδή τους άρεσε σαν όραμα «Το να πάει το παιδί μου να σπουδάσει μέσα στο Άγιο Όρος, στο περιβόλι της Παναγίας, να είναι κοντά με τους πατέρες!». Υπήρχε όντως πολύ έντονη πνευματική ζωή τότε. Και τώρα ενδεχομένως να υπάρχει, λείπω όμως και δε μπορώ να το πω αυτό μετά βεβαιότητας, για τα παιδιά εννοώ της Αθωνιάδος. Δεν είχαμε υπολογιστές, δεν είχαμε κινητά, δεν είχαμε… Δηλαδή, ο χρόνος μας δεν έφευγε με την τεχνολογία. Τώρα βλέπεις τα παιδιά ότι πρέπει να ‘χουν ένα κινητό. Αν δεν έχουν το κινητό… Είναι το απαραίτητο αξεσουάρ. Δε μπορεί να φύγει ο άλλος από το σπίτι. Παθαίνει κάτι, έχει σύνδρομο στέρησης, «Πρέπει να γυρίσω να πάρω το κινητό μου». Τότε δεν υπήρχε τίποτα. Δεν είχαμε εξάρτηση από κάτι. Ήμασταν όλοι… Ξέραμε ότι θα πάμε στην Αθωνιάδα. Δεν είχαμε κάτι να μας… Πολλές φορές το τηλέφωνο δε μας ενδιέφερε, να μιλήσουμε στους οικείους μας, διότι βρίσκαμε υπέροχες στιγμές, πολλά πράγματα να κάνουμε. Ήταν όλα του άμεσου ενδιαφέροντός μας και μας κάλυπτε πλήρως και το πνευματικό περιβάλλον και η καθημερινότητα. Μετά, λοιπόν, από το απόδειπνο είχαμε τους Χαιρετισμούς μέσα στους κοιτώνες και μετά ύπνο. Αυτό. Δεν είχαμε κάτι άλλο για να μπορεί κάποιος να πει ότι: «Έχω να ασχοληθώ με κάτι». Σήμερα τα παιδιά… Βλέπω τους γιους μου ότι θέλει ο άλλος να φτιάξει μία εργασία για το Πολυτεχνείο, για το πανεπιστήμιο, θα καθίσει μέχρι 01:00, 02:00, 03:00 κτλ. Η δική μας αγρυπνία ήταν σε αυτό τον τομέα μόνο όταν ήταν περίοδος των εξετάσεων, που έπρεπε να καθίσουμε να διαβάσουμε. Και τότε δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα, λοιπόν, και είχαμε τις γκαζόλαμπες που λέγαμε με το πετρέλαιο. Οπότε, έπρεπε να προμηθευτούμε το πετρέλαιο απ’ τον οικονόμο στη λάμπα του θαλάμου μας, να έχουμε το φυτίλι έτοιμο, να έχουμε το λαμπογυάλι, που λέγαμε, καθαρό για να μπορούμε να ξεκινήσουμε τη μελέτη μετά την Ακολουθία του απόδειπνου.
Το ‘80 —έτσι;—, που είναι πρόσφατα σχετικά.
Ε, ναι, ναι. Πρόσφατα.
Ουσιαστικά ζούσες εκεί σε μια άλλη εποχή.
Ακριβώς έτσι, ακριβώς έτσι.
Πώς ήταν αυτό και μετά, δηλαδή τα συναισθήματα…
Λοιπόν, πολλοί συμμαθητές μου μείναν στο Άγιο Όρος. Ενδεχομένως να έμενα και εγώ. Δε με κάλυπτε πλήρως, όμως. Μου έκανε φοβερή εντύπωση ότι όταν ήταν να βγούμε έξω όπως λέγαμε, στον κόσμο, είχαμε μία άρνηση, γιατί είχαμε βολευτεί και είχαμε την ησυχία μας, είχαμε την ηρεμία μας. Και αυτό το λέω εγώ τώρα μετά από 30-40 χρόνια, έτσι;
Χωρίς να σας το καλλιεργούνε, έτσι;
Όχι. Κανένας. Κανένας απολύτως. Όχι. Δε μας είπε κανένας: «Πρέπει να μείνετε, δεν πρέπει να φύγετε». Καθένας ήταν ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει. Τουναντίον, τουναντίον —καλή του ώρα—, ο σχολάρχης μας… Εμείς ήμασταν μία μεγάλη πολύτεκνη οικογένεια. Ήμασταν οχτώ αδέρφια. Ο σχολάρχης μας, ο οποίος γνώριζε και την οικονομική και την οικογενειακή μας κατάσταση, πολλές φορές όχι να μας πει να μείνουμε, δε μας έλεγε να μείνουμε, τουναντίον μας έλεγε «Να φύγετε, να πάτε στα αδερφάκια σας, να πάτε στους γονείς σας, στους οικείους σας» κτλ. και μας χαρτζιλίκωνε κιόλας. Μας έδινε κι ένα χαρτζιλικάκι. Οπότε, δεν είναι η φάση που λένε πολλοί, ότι «Ξέρεις, αυτοί οι άνθρωποι είναι που κάνουνε το λεγόμενο ψηστήρι. Πρέπει να μείνεις εκεί. Δε σε αφήνει να φύγεις, πρέπει να μείνεις να γίνεις καλόγερος». Ποτέ δε δεχτήκαμε τέτοια πίεση από κανέναν κι υπ’ ουδενός. Βλέπω, λοιπόν —τώρα λέω το ίδιο συναίσθημα, έτσι;—, ότι πολλές φορές δε θέλαμε να βγούμε έξω. Στη συνέχεια, βλέπω ότι ως καθηγητής πλέον της Ριζαρείου —εγώ τελείωσα το 1985 την Αθωνιάδα, έτσι; Το 1995, μετά ακριβώς από δέκα χρόνια, διορίζομαι καθηγητής στη Ριζάρειο, λοιπόν, και ξεκινάω να κάνω τις εκδρομές της Ριζαρείου στο Άγιο Όρος. Μπαίνουμε μέσα στο Άγιο Όρος με τα παιδιά —της Ριζαρείου πλέον, όχι της Αθωνιάδος, που μένουν μέσα, της Ριζαρείου, που μένουν έξω— και πηγαίνουμε για αυτό το πενθήμερο, την πενθήμερη εκδρομή. Λοιπόν, όταν ήταν η τελευταία μέρα να βγούμε έξω —και αυτό μου το είπανε και τα παιδιά που πήγαμε πέρσι, δηλαδή δεν είναι να πεις ότι, εντάξει, το 1995 ήταν αλλιώς. Όχι, μιλάμε για το 2020, πέρσι δηλαδή που πήγαμε—, όταν ήταν, λοιπόν, τελευταία μέρα να βγούμε έξω, με πλησίασαν τα παιδιά και μου λένε «Κύριε, δεν ξέρουμε πώς θα σας φανεί, θα θέλαμε όμως να μείνουμε», λέει, «λίγο ακόμα». Λέω: «Δε γίνεται γιατί τα διαμονητήριά σας είναι για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Δεν έχουμε την δυνατότητα να παραμείνουμε παραπάνω. Έπρεπε να είχαμε κλείσει σε μοναστήρια» κτλ. Βγαίνοντας, λοιπόν, και μπαίνοντας στο λεωφορείο μέσα ήρθαν τα παιδιά και μου λένε: «Λοιπόν, δε μπορείτε να φανταστείτε πόσο υπέροχα περάσαμε». Και είναι παιδιά τα οποία δεν είχαν ζήσει πέντε χρόνια ούτε 3-4-5 μήνες για να βγουν έξω. Είναι τα παιδιά που ζήσαν πέντε μέρες μόνο. Λοιπόν… «Δε θα θέλαμε να βγούμε από το Άγιο Όρος». Η απόδειξις αυτού τεκμαίρεται απ’ το γεγονός ότι τα παιδιά αυτά του 2020, των 18 ετών, που μπήκαν μέσα στο Άγιο Όρος για πέντε μέρες και φύγανε χωρίς να έρθουν σε συνεννόηση μαζί μου, με πήρανε πατέρες τούς οποίους γνωρίζω απ’ το Άγιο Όρος και μου λένε: «Θυμάστε το Φεβρουάριο που είχατε έρθει;», «Ναι», «Λοιπόν, τα παιδιά αυτά αυτή τη στιγμή είναι εδώ πέρα στο μοναστήρι μας!», που σημαίνει ότι κάτι τους άγγιξε, κάτι τους τους κέντρισε το ενδιαφέρον της παραμονής τους στο Άγιο Όρος και δεν ήταν από αυτό που λέμε ότι… Δε μας πίεζαν να μείνουμε ούτε εγώ τους πίεσα να μένουνε. Πήγαμε μία πενθήμερη εκδρομή και σηκωθήκαμε και φύγαμε. Αυτό ήταν όλο. Μένει, όμως, κάτι στην ψυχή του ανθρώπου, διότι το περιβόλι της Παναγίας δεν είναι απλά ένας παρθένος τόπος φυσικού κάλλους μόνο. Είναι αυτό το οποίο αγγίζει την ψυχή του ανθρώπου.
Εμείς είχαμε τη δυνατότητα και την ευκαιρία —αυτό που είπα προηγουμένως, ότι πεταγόμαστε μέχρι την Μονή Ιβήρων. Πηγαίναμε, έτσι για… «Πάμε στο μοναστήρι;» και ξεκινάγαμε, πηγαίναμε με τα πόδια. Καθόλη τη διάρκεια, λοιπόν, του δρόμου, ναι, ένας απ’ τους πατέρες, τους συμμαθητές μας, ο πατήρ Ευάγγελος Ξενικάκης, ο οποίος «εκοιμήθη» πέρσι Μεγάλη Τρίτη —είναι ένας που πηγαίναμε μαζί στη Μονή Ιβήρων. Και καθόλη τη διάρκεια από την Αθωνιάδα μέχρι να φτάσουμε στη Μονή Ιβήρων ψάλλαμε ή την Παράκληση ή ένα Άξιον Εστί ή ο Άγγελος Εβόα, δηλαδή ανάλογα την περίοδο που πηγαίναμε, μέχρι να φτάσουμε κάτω. Δηλαδή, μας έκανε εντύπωση που… «Ευθυμεί τις; Ψαλλέτω». Δηλαδή, πηγαίνοντας είχαμε την ευχαρίστηση… Μας άρεσε πάρα πολύ, περνούσαμε όμορφα. Χαιρόμαστε το… Καταρχήν, με τα καλντερίμια, έτσι; Πηγαίναμε από το καλντερίμι για να κατέβουμε [00:20:00]κάτω. Δηλαδή, χαιρόμασταν πάρα πολύ και το φυσικό κάλλος, αλλά ήταν αυτό… της Παναγίας η επισκίαση —δεν ξέρω—, η σκεπή; Δεν ξέρω, πολλές φορές σκεφτόμαστε με όσους συμμαθητές μας ήμασταν στην Αθωνιάδα μετά από πολλά χρόνια… Πέρσι είχα βρει έναν συμμαθητή μου που είχα να τον δω απ’ το 1985. Λοιπόν, θυμόμασταν σκηνές απείρου κάλλους από πορείες, από Ακολουθίες που κάναμε μέσα στο παρεκκλήσι της σχολής. Υπέροχες στιγμές. Λοιπόν, αυτά όλα μάς έχουνε μείνει. Θυμάμαι που ξεκινήσαμε και πήγαμε κάθε τέλος, σε κάθε λήξη του σχολικού έτους, πηγαίναμε στη Λαύρα με τα πόδια και από τη Λαύρα κάναμε τον κύκλο και γυρνούσαμε και φτάναμε μέχρι Σιμωνόπετρα. Όλο με τα πόδια! Δε λέγαμε: «Α θα φτάσουμε εκεί».
Σερί;
Όχι, όχι, ναι, ναι. Με διανυκτερεύσεις. Την πρώτη μέρα την κάναμε από Λαύρα μέχρι Αγία Άννα με τα πόδια. Πολλές ώρες περπάτημα. Λοιπόν, θυμάμαι μία χρονιά —νομίζω ήταν η δεύτερη χρονιά που το κάναμε αυτό— με τον ξάδερφό μου, ο οποίος εγκαταβιεί εν Αγίω Όρει, στη Σκήτη της Αγίας Άννης, στο Κελί του Τιμίου Σταυρού, ξεκινήσαμε λοιπόν από τη Μεγίστη Λαύρα με τα πόδια και πηγαίναμε διαμέσου της Σκήτης του Τιμίου Προδρόμου, της Ρουμάνικης Σκήτης, που λέμε στο ασκητήριο.
Η Λακκόσκητη είναι αυτή που λένε;
Όχι, όχι, όχι. Η Λακκοσκήτη είναι πάνω-πάνω απ’ τον Άγιο Παύλο. Λοιπόν… Πήγα, δηλαδή, το 2015, ναι, το 2015 πήγα στην Σκήτη Τιμίου Προδρόμου και δεν τη γνώρισα. Αγνώριστη. Ε, τότε ήταν ο γερο-Πετρώνιος, ένας ευσεβής ηγούμενος, γέροντας της μονής, κληρικός εξαιρετικός. Και μετά από πολλά χρόνια πήγα είδα το μοναστήρι τελείως αλλοιωμένο, τη σκήτη. Λοιπόν, από κει πέρα πηγαίνουμε διαμέσου του ασκητήριου του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου, που ήταν μέσα στη σπηλιά, και από κει πέρα προχωρούσαμε και φτάναμε μέχρι Καυσοκαλύβια και απ’ τα Καυσοκαλύβια ανεβαίναμε πάνω στην Κερασιά και κατεβαίναμε κάτω στην Αγία Άννα. Λοιπόν, θυμάμαι μια χρονιά πηγαίνοντας είχαμε πεινάσει φτάνοντας προς τον Άγιο Νείλο και λέμε, λοιπόν, με τον ξάδερφό μου: «Πάμε να χτυπήσουμε την πόρτα, να προσκυνήσουμε και το ασκητήριο του Αγίου Νείλου και ενδεχομένως να μας κεράσουν και κάτι». Λοιπόν, πήγαμε, χτυπάμε την πόρτα: «Καλώς τα παιδιά! Α, είστε της Αθωνιάδος! Τι θέλετε;», «Ε, να προσκυνήσουμε τον Άγιο Νείλο». «Ωραία, περιμένετε!». Μας δίνουν το κλειδί και φεύγουμε χωρίς να μας δώσουν ένα ποτήρι νερό ή ένα λουκούμι. Εμείς ονειρευόμασταν. Και το λουκούμι σαν μπριζόλα το βλέπαμε από την πείνα! Λοιπόν, και επιστρέφοντας να παραδώσω το κλειδί πάλι δε μας είπανε «Να σας φιλέψουμε κάτι». Λοιπόν, πείνα φοβερή, έτσι; Μοναδικής φύσεως. Φεύγοντας, λοιπόν, απ’ τον Άγιο Νείλο, προχωρώντας προς τα Καυσοκαλύβια, βλέπουμε ένα κελί των Νεκταραίων, όπου ονομάζονται Νεκταραίοι. Αυτοί ήταν Ζηλωτές του πατρίου ημερολογίου, έτσι, απ’ τους πολύ αυστηρούς μοναχούς, χωρίς όμως να απορρίπτουν την κοινωνία με το νέο ημερολόγιο. Γιατί λεγόταν Νεκταραίοι; Αυτοί είχανε το ράσο, το σκουφί και το κομποσχοίνι, νομίζω, του Αγίου Νεκταρίου, για αυτό και ονομάζονται Νεκταραίοι. Ο ξάδερφός μου Νεκτάριος. Λοιπόν, φτάνουμε στο κελί και λέμε: «Πάμε να προσκυνήσουμε. Νεκταραίοι, Νεκτάριος. Πάμε!». Και πηγαίνουμε, λοιπόν, χτυπάμε την καμπάνα, μπαίνουμε μέσα, λοιπόν, στο τέτοιο: «Ποιοι είστε εσείς; Σας βλέπουμε, της Αθωνιάδος». Ξέραν ότι εμείς που ήμασταν μικρά και φορούσαμε ράσα ήμασταν της Αθωνιάδος. «Πώς και από δω;». «Είδαμε Νεκταραίοι, Νεκτάριος, για να προσκυνήσουμε». «Α, Νεκτάριος είσαι;» λέει. «Περάστε να προσκυνήσετε. Έχουμε του Αγίου Νεκτάριου αυτό, εκείνο» κτλ. Είναι η συνήθεια όταν πηγαίνει κάποιος σε κάποιο κελί σε μοναστήρι, δε χαιρετάμε πρώτα τους ανθρώπους, χαιρετάμε το μοναστήρι, τον Άγιο που τιμά το μοναστήρι, το ναό δηλαδή. Και μπήκαμε μέσα στο ναό, προσκυνήσαμε και ήταν η ώρα εκείνη κατά την οποία μας λέει ο γέροντας: «Ξέρετε, το πρωί ο παπα-Στέφανος πήγε και ψάρεψε και θα καθίσετε μαζί μας να φάτε». Λοιπόν, μέχρι σήμερα μου έχει μείνει από το γεύμα! Από την πείνα που είχαμε μου έχει μείνει το γεύμα, το οποίο ήταν πάρα πολύ απλό αλλά πεντανόστιμο! Μόλις είχε βγάλει αχνιστό ψωμί από το φούρνο. Είχανε τα φρέσκα ψάρια από τη θάλασσα, είχανε τυρί καλαθάκι Λήμνου και μία τσανάκα, αυτά τα καλογερικά που λέμε, τα εμαγιέ τα πιάτα τα τσίγκινα, που ήταν και φαγωμένο στις γωνίες από τα χτυπήματα κτλ., τα οποία είχαν μέσα τραχανά, έναν υπέροχο τραχανά. Λοιπόν, φάγαμε τραχανά, τυρί, ψάρι και φρέσκο ψωμί. Τώρα, βέβαια, ο γέροντας θα κατάλαβε την πείνα μας! Καταλαβαίνουμε εκ των υστέρων πόσο μεγάλη πείνα είχαμε, διότι εμείς είχαμε τελειώσει και οι άλλοι ήτανε με τη ρέγουλα οι πατέρες. Και λέει: «Πάτερ Στέφανε, βάλε και στα παιδιά», λέει, «ένα πιάτο ακόμη». Και δεν είπαμε όχι! Λοιπόν… Και φύγαμε, λοιπόν, από κει πέρα ευχαριστούντες Θεώ και ανθρώποις για την Αβραμιαία Φιλοξενία της καλύβης των Νεκταραίων και συνεχίσαμε, λοιπόν, προς Καυσοκαλύβια. Λοιπόν, εκεί ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που ήπια καφέ, γιατί εγώ δεν πίνω καφέ, ούτε τότε ούτε τώρα. Φτάσαμε, λοιπόν, εκεί πέρα. Λέει ο καλόγερος: «Τι κάνετε; Από πού είσαστε;». Λέμε: «Ερχόμαστε από κει, πήγαμε εκεί. Από κει φτάσαμε εδώ. Δηλαδή, από Καρυές Λαύρα, από Λαύρα Νεκταραίους και ήρθαμε στα Καυσοκαλύβια». «Ωραία», λέει, «περιμένετε να σας φτιάξουμε καφέ». Λέω: «Γέροντα, καφέ δεν πίνω...». «Τι είπες;». «Όχι, εντάξει», λέω, «Απλά δεν πίνω καφέ...». «Δεν πίνεις;». «Ε, δεν πίνω» του λέω. «Εδώ θα πιείς!». «Να ‘ναι ευλογημένο…» Λοιπόν, η καλογερική υπακοή. Και ήπιαμε καφέ, λοιπόν, και συνεχίσαμε εκεί πέρα το… για να φτάσουμε στην Αγία Άννα, όπου ο ξάδερφός μου έμεινε σε αυτό το κελί που επισκεφτήκαμε τότε, το κελί των Αναναίων. Δεν έμεινε τότε εκεί πέρα. Πήγαμε εκεί. Μετά πήγαμε στην Αγία Άννα, στο Κυριακό. Από κει πήγαμε στους Καρτσωναίους. Ζούσε τότε ο πατήρ Παντελεήμων Κάρτσωνας. Τον ξέρεις, έτσι; Ναι. Λοιπόν… Πολλές φορές συλλαμβάνω τον εαυτό μου πολύ αφελή. Λοιπόν, πήγαμε στους Καρτσωναίους. Μας άνοιξε ο πατήρ Παντελεήμων. Λέει: «Παιδιά, ελάτε να προσκυνήσετε». Η εκκλησία ένας υπέροχος ναός, ο οποίος μέχρι σήμερα φαίνεται από τον αρσανά της Αγίας Άννης και φαίνεται πάνω ψηλά στο… όπως κοιτάμε πάνω αριστερά από το Κυριακό· ένας υπέροχος περικαλλής ναός του Αγίου Γεωργίου. Λοιπόν, μας έβαλε μέσα να προσκυνήσουμε. Ξέραμε εμείς, βέβαια, ποιον είχαμε απέναντί μας, τον πατέρα Παντελεήμονα, που τότε ήτανε γνωστός όχι μόνο στην Αγία Άννα, σε όλο το Άγιον Όρος. Και ξέραμε εμείς ότι είναι ο πατήρ Παντελεήμων. Και εν αφελότητι καρδίας τού λέω «Γέροντα», λέω, «θα μας ψάλετε κάτι;» και εκείνος, αντί να πει «Τι μου λέει τώρα ένα παιδάκι τρίτης Γυμνασίου, πρώτης Λυκείου; Μου ζητάει να του ψάλω κάτι. Όχι, δε θα σου ψάλω», «Βεβαίως!» λέει. «Τι θέλετε να σας ψάλουμε;». Και λέω «Κάτι που σας ευχαριστεί» κτλ. Και μας είπε τότε το «Παναγία Δέσποινα», ο όποιος καλλικέλαδος, βέβαια, εξαιρετική φωνή, φοβερό μέταλλο. Αλήστου μνήμης ο πατήρ Παντελεήμων. Μας έψαλε, λοιπόν, σε μας τους δύο, που… τι μας ήρθε να του πούμε τότε: «Να μας ψάλετε κάτι». Και μας έψαλε, λοιπόν, με μεγάλη ταπείνωση, δηλαδή μας έκανε φοβερή εντύπωση ο πατήρ Παντελεήμων, που άμα ήταν κάποιος έξω ένας από τους φημισμένους ψάλτες, να του έλεγες «Μας ψάλεις κάτι;», «Απαξιώ», ενώ εκείνος είχε την ταπείνωση και έψαλε σε δύο παιδάκια μικρά ένα κομμάτι το οποίο τον ευχαριστούσε… Ύμνησε την Παναγία με το «Παναγία Δέσποινα». Και φύγαμε από κει πέρα για να καταλήξουμε στη Νέα Σκήτη, όπου μας υπεδέχθησαν τότε μία επίσης εξαιρετική αδελφότητα, των Αβραμαίων. Ήταν ο γερο-Αβράμιος τότε εκεί πέρα μαζί με τον πατέρα Ανδρέα. Μας φιλοξένησαν δύο τρία βράδια. Δε θυμάμαι πόσο μείναμε. Περάσαμε και εκεί πέρα υπέροχα. Ήταν ένα απ’ τα κελιά τα οποία διέθεταν —πώς λέγεται;— βάρκα! Και ένα πρωί, λοιπόν… Oι καλόγεροι εκεί πέρα χρησιμοποιούσαν οποιονδήποτε τρόπο για να πορευτούν, δηλαδή τα προς το ζην. Και μας πήρε, λοιπόν με τη βάρκα και πήγαμε λίγο πιο πέρα από τα Καυσοκαλύβια σε κάτι σπηλιές μέσα στη θάλασσα, όπου στο βάθος κατεβήκαμε, δηλαδή έπιασε η βάρκα κάτω —πώς το λένε;[00:30:00]—, στον πάτο της θάλασσας, και κατεβήκαμε και μαζέψαμε… αρμύρα; Πώς λέγεται αυτό το χόρτο το οποίο είναι γεμάτο ιώδιο; Και μαζέψαμε δύο σακούλες απ’ αυτά και γυρίσαμε πίσω, λοιπόν, στο κελί. Και… ναι, και εκεί πέρα μας περιποιήθηκαν πάρα πολύ, νέα παιδιά τότε εμείς. Και συνεχίσαμε με τα πόδια. Αυτά, βέβαια, με διανυκτερεύσεις, έτσι; Και πήγαμε στη Μονή του Αγίου Παύλου. Ναι, εκεί πέρα, λοιπόν, ήτανε ο πατήρ Γεράσιμος, ένας απ’ τους εξαιρετικούς πατέρες της Μονής του Αγίου Παύλου —και τότε και τώρα ζει ακόμα, καλή του ώρα—, ο οποίος μας είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Και επειδή ήξερε ότι μέσα στο Άγιο Όρος κρέας δε μπορούσαμε να φάμε, μας έφτιαχνε ένα υπέροχο φαγητό με αυτά τα μαυρισμένα τα καλοκαιρινά τα τηγάνια, με φρέσκο ελαιόλαδο. Τηγάνιζε μέσα, λοιπόν, πατάτες και έσπαγε και μετά, λοιπόν, και καμιά δεκαριά αυγά και έτριβε από πάνω αυτό το τυρί το υπέροχο και όποιος ήταν πεινασμένος γιατρευόταν!
Πάνε και με τα χίλια...
Αυτή την περιοδεία, λοιπόν, που κάναμε, ενώ ήμασταν πολύ μικρά παιδιά, εντούτοις υπολογίζαμε ότι μετά από χρόνια δε θα μας δίνεται η δυνατότητα να το κάνουμε αυτό. Δηλαδή, λέγαμε: «Τώρα που μπορούμε ας το κάνουμε». Και όντως, πέρασαν πάρα, πάρα πολλά χρόνια, όχι για να κάνουμε την ίδια περιοδεία, μία παρεμφερή. Εγώ πήρα τα παιδιά το 2016 και πήγαμε… Ξεκινήσαμε από Καυσοκαλύβια και ερχόμασταν προς την Αγία Άννα. Λοιπόν, αυτή τη διαδρομή που κάναμε τότε που ήμασταν έφηβοι έκανα με τα παιδιά, με τους γιους μου δηλαδή. Κάναμε όχι την ίδια, πολύ, πολύ, πολύ, πολύ μικρότερη, και έβλεπα ότι δεν αντέχαν τα παιδιά. Δηλαδή, εμείς είχαμε συνηθίσει, όμως, αυτό, δηλαδή ήταν εθισμός: «Πάμε εκεί;», «Πάμε», «Πάμε παραπέρα;», «Πάμε». Δηλαδή, πηγαίναμε παντού με τα πόδια. Γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει κάποιο άλλο μέσον το κάναμε. Αυτό που μου ‘κανε εντύπωση ήταν ότι ήμασταν πολύ μικροί για να σκεφτούμε ότι δε θα μας δοθεί η δυνατότητα να το ξανακάνουμε. Και για μία τριετία, δηλαδή πρώτη, δευτέρα, τρίτη Λυκείου, κάναμε αυτή την τη διαδρομή! Κάθε χρόνο, κάθε χρόνο ξέραμε ότι θα τελειώναμε τα μαθήματα και θα ξεκινήσουμε να κάνουμε αυτήν την πορεία μαζί με όλα τα προσκυνήματα τα οποία ήταν στο δρόμο μας επάνω. Δηλαδή, δεν κάναμε επιλογές «Να πάμε εκεί;», «Όχι ας μην πάμε, να πάμε του χρόνου». Ό,τι βρισκόταν μπροστά μας πηγαίναμε. Και βλέπω τελικά ότι μετά από χρόνια, βέβαια, χάθηκε το μονοπάτι! Χάθηκαν πολλά μονοπάτια μετά από χρόνια… Το ‘16 που πήγα με τα πόδια με τα παιδιά, με τους γιους μου, πήγαμε στα κατουνάκια, λοιπόν, όπου βρίσκεται και η καλύβη των Δανιηλαίων. Λοιπόν, όταν φτάσαμε δε γνώριζα το σπίτι των Δανιηλαίων. «Πού είμαστε εδώ, ρε παιδί μου;» λέω. «Τι είναι αυτό το πράγμα τώρα; Δεν υπήρχε τότε» λέω. «Καινούργιο σπίτι είναι;». Και χτυπήσαμε την πόρτα, λοιπόν, και είπα ότι είναι οι Δανιηλαίοι όταν είδα το συμμαθητή μου, τον πατέρα Νικόδημο —Τσιπουρόπουλο τότε. Πρόδρομος λεγότανε —, όταν ήταν έξω στην αυλή και καθάριζε. Έχει αλλάξει τελείως! Δε πήγαινε το μυαλό μας με τίποτα! Θυμάμαι το γερο-Ακάκιο των Δανιηλαίων, ο οποίος, επειδή ήμασταν παιδιά τότε —και βλέπει κανείς την πατρική στοργή αυτών των ανθρώπων. Ενώ δεν είχαν ζήσει στον κόσμο για να ξέρουν τι σημαίνει πατρότητα, μητρότητα, αγάπη, εντούτοις μας συμπεριφερόταν σαν πατέρες μας, δηλαδή με πολλή αγάπη! Θυμάμαι τελειώσαμε την Ακολουθία το πρωί και μύριζε τόσο ωραία σε όλη την περιοχή εκεί των Δανιηλαίων! Και λέω: «Τι είναι αυτό, ρε παιδί μου; Τι να ‘ναι, τι να ‘ναι;». Λοιπόν, ο πατήρ Ακάκιος των Δανιηλαίων —Θεός ‘σχωρέσ’ τον— είχε φτιάξει, λοιπόν, χόρτα με τυρί μέσα σε ζυμάρι τα οποία τα τηγάνιζε αυτά τα πράγματα. Ένα μοναδικό πρωινό. Δεν είχαμε ξαναδοκιμάσει τέτοιο πρωινό. Υπέροχο! Τα έβαλε σε μία πιατέλα και τα ‘φερε. «Παιδιά, είναι για σας», λέει, «να φάτε». Δηλαδή, μου κάνει εντύπωση πάρα πολύ η αγάπη που έδειχναν — καλά εννοείται ενδεχομένως σε όλους τους επισκέπτες. Μου έκανε εντύπωση σε εμάς που ήμασταν μικρά παιδιά. Μας έβαζαν και καθόμασταν ξέρω ‘γώ, στην τράπεζα μαζί με τους μεγάλους. Μέσα στο ναό μάς βάζανε στην ειδική θέση δίπλα στον ηγούμενο, εκεί στο χώρο που κάθονται οι επίσημοι. Δηλαδή, μου κάνει εντύπωση που είχαν τη διάκριση και τον τρόπο αυτόν το μοναδικό που έχουνε της φιλοξενίας και την αγάπη, βέβαια, την καλοσύνη που μας δείχνανε να μπορείς να μιλήσεις με άνεση κτλ. Ναι.
Τα ράσα τα φορούσατε και εκτός της Αθωνιάδας, και σε περιπάτους;
Μόνο σε όποιο… Κυκλοφορούσαμε με ράσο όπου ήταν Άγιο Όρος.
Είναι και δύσκολο στα μονοπάτια.
Ήταν δύσκολο, ναι, και όμως κυκλοφορούσαμε με τα ράσα, ναι. Το είχαμε συνηθίσει. Πολλές φορές —λοιπόν, έχει πολύ πλάκα αυτό—, επειδή τα φορούσαμε κάθε μέρα όλη μέρα, όταν θέλαμε να ανεβούμε σκαλοπάτι σπρώχναμε με το αριστερό πόδι να ανέβει επάνω το ράσο και να το κρατήσουμε να ανέβουμε τη σκάλα. Λοιπόν, αυτό μάς είχε γίνει συνήθεια, γιατί όλη η Αθωνιάδα ήταν γεμάτη σκάλες! Ήταν τέσσερις όροφοι και κάθε φορά έπρεπε να σηκώνεις το πόδι σου, να φέρνεις το ράσο και να ανεβαίνεις όπου ήταν να πας, από τα, ξέρω ‘γώ, μαγειρεία στις τάξεις, από τις τάξεις στους θαλάμους, από τους θαλάμους στο μελετητήριο. Δηλαδή, έπρεπε συνέχεια να σηκώνεις το πόδι σου. Ε, αυτό το πράγμα, λοιπόν, μας έμεινε και όταν ερχόμασταν στον κόσμο, έτσι; Δηλαδή, έχει πολύ πλάκα. Όταν βγαίναμε έξω και είχαμε σκαλιά σπρώχναμε το πόδι να σπρώξουμε το τίποτα γιατί δε φορούσαμε ράσο!
Ναι, υπέροχες στιγμές, δηλαδή, και σε επικοινωνία με τους αγιορείτες πατέρες, όπως τώρα είπα για τον πατέρα Ακάκιο, τον μνημονεύσαμε.
Αυτό. κάποιες, έτσι, προσωπικότητες και άτομα—
Ναι.
που οι ιστορίες, έτσι, μας έχουνε… το γέροντα Παΐσιο, τον Άγιο Παΐσιο.
Ναι. Και με το γερο-Παΐσιο πηγαίναμε πολλές φορές, με το νυν πατέρα Παΐσιο το μαθηματικό, ο οποίος ήτανε πνευματικό του παιδί του γέροντος Παϊσίου. Είχε ένα κελί κάτω στη χαράδρα του Άδη ο πατήρ Παΐσιος ο μαθηματικός και ερχόταν εκεί πέρα ο γερο-Παΐσιος ή πηγαίναμε εμείς στο κελί του στην Παναγούδα ή για αγρυπνίες, για λειτουργίες Σάββατα κτλ. Το ίδιο πράτταμε και σε άλλους πατέρες. Θυμάμαι στο σταυρονικητιανό κονάκι που πηγαίναμε και ψάλλαμε ή και στο κελί, το Αντιπροσωπείο, της μονής του Αγίου Παύλου ή της Διονυσίου, της Γρηγορίου κτλ., που πηγαίναμε με τους πατέρες προκειμένου να τους ξελειτουργήσουμε, διότι πολλές φορές λέμε Άγιο Όρος και… Τότε, την εποχή εκείνη, δεν εθεωρείτο εύκολο πράγμα να βρίσκει κάποιος ιερέα. Δεν ήταν εύκολος ο ιερέας. Και αυτό το διαπίστωσα το 2018, όταν πήγαμε, λοιπόν, στις Καρυές. Και ξεκίνησα το πρωί και μου θύμισε, βέβαια, παλιές μέρες, διότι 05:00-5:30 το πρωί είχε φοβερή, φοβερή χορωδία, συμφωνία αηδονιών! Φοβερό πράγμα! Μέσα στην απόλυτη ησυχία να ακούς άπειρα αηδόνια να κελαηδάνε το πρωί. Δηλαδή, χαζεύεις τελείως. Και μου ‘κανε εντύπωση διότι πήγα στο Πρωτάτο, και τότε στο Πρωτάτο, επειδή δεν υπήρχαν πολλοί ιερείς στα κελιά, πήγαιναν για να εκκλησιαστούν στο Πρωτάτο, στον κεντρικό ναό. Τώρα, λοιπόν, που πήγα, ήταν εφημέριος ένας συμφοιτητής μου, συμμαθητής μου, ο οποίος του λέω «Πάτερ μου», του λέω, «είναι άδειο το Πρωτάτο». «Αμ, τι νομίζεις;» μου λέει. «Τα χρόνια τα δικά σου είναι;» λέει. Τότε υπήρχε λοιπόν, στο κάθε στασίδι η θέση κάποιου από τα κελιά πατρός που είχε τη συγκεκριμένη θέση του γιατί δεν είχε ιερέα, οπότε πήγαινε στο Πρωτάτο. Δηλαδή, ήταν θέσεις δοσμένες, θα λέγαμε. Και τώρα είδα ένα Πρωτάτο άδειο, λοιπόν. Γιατί γίνεται αυτό; Διότι το κάθε κελί πλέον έχει ιερέα. Τότε δεν υπήρχαν πολλοί ιερείς, για αυτό και οι ανάγκες ήταν μεγάλες και εξυπηρετούσαμε και εμείς τότε, μικρά παιδιά που ήμασταν, να ξελειτουργήσουμε τους πατέρες των κελιών. Είχαμε, βέβαια, έναν εξαιρετικό καθηγητή μουσικής, τον πατέρα Μελέτιο Συκιώτη, ο οποίος… ναι… εξαιρετικός, βέβαια, και σε γνώση, πλατιά γνώση για την ψαλτική και για την πρακτική της ψαλτικής. Εκείνος κανόνιζε τους χορούς των ψαλτών στη σχολή μας, αλλά είχε πάρα πολλές γνώσεις για διατροφικές συνήθειες, καθημερινότητα… Θυμάμαι που πηγαίναμε τα απογεύματα. Θέλαμε να μας εξηγήσει κάτι στην ψαλτική. Περισσότερο νομίζω ότι το κάναμε για να ξεφύγουμε λίγο και από το σχολείο και να πάμε κάπου αλλού. Θυμάμαι μας έβαζε και μαζεύαμε χόρτα απ’ έξω. Μας έλεγε ότι: [00:40:00]«Δεν τρώγονται μόνο όσα χόρτα γνωρίζετε. Τρώγονται πάρα πολλά. Να, κι αυτά τρώγονται κι εκείνα κι εκείνα κι εκείνα κι εκείνα» και μας έκανε μάθημα εκτός απ’ την ψαλτική πόσα χόρτα μπορούσαμε να φάμε. Μου έκανε φοβερή εντύπωση ότι τα χόρτα δεν τα έβραζε και τρώγαμε μία σαλάτα από χόρτα τα οποία έπλενε, βέβαια, πάρα πολύ καλά και έριχνε από πάνω λίγο λάδι. Το λέω αυτό γιατί εμείς σήμερα κολυμπάμε στο λάδι. Εκείνος έβαζε λίγο, όχι από τσιγκουνιά. Πίστευε ότι δεν έπρεπε να τρως πάρα πολύ λάδι. Έβαζε πολύ λεμόνι και λίγο αλάτι. Λίγο λάδι, λίγο αλάτι και πολύ λεμόνι και τα τρώγαμε τα χόρτα ωμά! Λέει «Αν τα βράσεις», λέει, «φεύγουν οι βιταμίνες». Για αυτό και στο Άγιο Όρος ένας άλλος —τώρα λέω το ένα μετά το άλλο όπως μου ‘ρχονται!
Και η γιαγιά μου το λέει αυτό με το λάδι και το λεμόνι.
Λοιπόν, είχαμε κάποιον πατέρα Δαμασκηνό, ο οποίος ήταν επιμελητής, παιδονόμος στη σχολή. Εκείνος έβραζε τα χόρτα, και επειδή πηγαίναμε και εμείς τον βοηθούσαμε, αυτουνού του άρεσαν πάρα πολύ οι ζοχοί, οι οποίοι ήτανε πικροί οι ζοχοί, τα ζόχια που έλεγε. Λοιπόν, τους ζοχούς που μαζεύαμε τους έβραζε, τους σούρωνε και το ζουμί του μας το κράταγε, έβαζε μέσα ένα ολόκληρο λεμόνι σε ποτήρι και «Τώρα πιείτε το». Και έλεγε: «Αυτό είναι φάρμακο». Πολύ πικρό, όμως, έτσι;
Μ’ αρέσει πολύ αυτό και εμένα!
Μας δοκίμαζε και σε αυτά!
Ισχύει, κιόλας, αυτό που έχω ακούσει, που, λέει, σας έκανε τα μαθήματα ο Μελέτιος, αλλά έλεγε «Να πάτε να τα ακούσετε απ’ το διακο-Διονύση»—
Το γερο-Φίρφιρα!
από ταπείνωση;
Ναι ναι, ναι. Λοιπόν, αυτό το οποίο μας έκανε φοβερή εντύπωση ήταν ότι… Το λέγαμε τότε, το συνειδητοποιούμε τώρα μετά από πολλά χρόνια. Αυτό το οποίο μας έκανε φοβερή εντύπωση είναι ότι τύχαμε, δηλαδή αυτή τη δεκαετία του ‘80 πετύχαμε πάρα πολλούς ψάλτες. Δηλαδή, θυμάμαι σε αγρυπνίες που γινόταν στο Πρωτάτο ο γερο-Διονύσης, που ήταν ο πρωτοψάλτης, ο Φίρφιρας που λέγαμε, λοιπόν, αυτός ήταν ο πρώτος, έτσι; Αυτός έπρεπε να ξεκινήσει τον εσπερινό. Και το πρώτο Ανοιξαντάριο του Κουκουζέλους το έλεγε ο γερο-Διονύσης. Επέστρεφε πάλι στο Κεκραγάριο του Ιακώβου το αργό που θα έλεγε και μετά πήγαινε πάλι προς το τέλος, γιατί πηγαίναμε… Τώρα θα απαριθμήσω: Ήταν ο γερο-Κοσμάς ο Καρυώτης, ο γερο-Γαβριήλ ο Μπαλωμένος, ο γερο-Νικόλας ο Μπαρμπεράς, ο γερο-Μελέτιος ο Συκιώτης, ο γερο-Φιρφιρής, ο Ροδοστόλου Χρυσόστομος, βέβαια· πολύ σπουδαίος ψάλτης, ο οποίος είναι μέχρι σήμερα. Εμένα μου έκανε φοβερή εντύπωση και τότε, δηλαδή καθόμασταν και τον ακούγαμε με προσοχή. Είχε εξαιρετική φωνή και σε ένταση και σε έκταση. Και μετά έρχονταν οι αδελφότητες, έτσι; Οι αδελφότητες των Γερασιμαίων, των Δανιηλαίων, τον Θωμάδων, δηλαδή ήταν δέκα χοροί ψαλτών ή μεμονωμένοι ψάλτες όπου ο καθένας έλεγε ένα κομμάτι δικό του, και μετά τα δέκα κομμάτια αυτά ξαναπήγαινε πάλι ξανά από την αρχή ο πρωτοψάλτης. Για αυτό και οι αγιορείτικές αγρυπνίες γίνονται με πάρα πολλή άνεση, διότι ξεκινάει ένας και ψάλλει και μετά θα ξαναπάει μετά από δέκα κομμάτια, όταν θα έχει ξεκουραστεί ήδη. Ίσα που ανοίγει τη φωνή και μετά ξαναπάει πάλι, μετά πάλι από δέκα κομμάτια. Δηλαδή, σε όλο τον εσπερινό αν θα πει, ξέρω ‘γώ, δύο κομμάτια, το πολύ τρία και μετά ξεκινάει πάλι ο όρθρος πάλι με τον ίδιο τρόπο. Και στον όρθρο, βέβαια, δεν πηγαίνουν οι επίσημοι ψάλτες στους κανόνες κτλ. Στέλνουνε τους δεύτερους, τους τρίτους και πηγαίνουν και τρέχουν με δικούς τους ρυθμούς πλέον. Ήμασταν πάρα πολύ τυχεροί, διότι την πρώτη φορά που πήγα στο Άγιο Όρος —δευτέρα Γυμνασίου, έτσι;— ξεκίνησε η αγρυπνία 20:00-21:00 το βράδυ και τελείωσε το πρωί πάλι μετά από δώδεκα δεκατρείς δεκατέσσερις ώρες και ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έμεινα ακίνητος χωρίς να κουνηθώ. Δηλαδή, δεν ήθελα να βγω έξω γιατί θα έχανα τη θέση μου —γεμάτο το Πρωτάτο— και λέω «Θα μείνω όσο αντέξω!» και τελικά άντεξα μέσα στο Πρωτάτο δώδεκα δεκατέσσερις ώρες, που πήγα μετά και για κέρασμα στο Πρωτάτο. Οπότε, δηλαδή, μιλάμε για στιγμές οι οποίες… Δυστυχώς τι έλειπε τότε; Έλειπε, λοιπόν, η τεχνολογία. Τότε δεν υπήρχαν, λοιπόν, ηχογραφικά. Θυμάμαι που μας έλεγε ο γερο-Φιρφιρής ότι: «Μου ‘ρχονται εδώ πέρα», λέει, «να με γράψουν και κουβαλάνε», λέει, «κάτι μπαούλα μαζί τους», που ήταν οι μπομπίνες τότε που παίρναμε και έπρεπε να τις φτιάξεις, να τις ετοιμάσεις, να τις… Ναι, δεν υπήρχε τότε η τεχνολογία, που έχεις το κινητό σου και τσακ, ηχογραφείς αυτό το οποίο θέλεις, ή ένα πολύ καλό ηχογραφικό μηχάνημα. Και λέω γιατί ήταν μεγάλο ατύχημα που δεν είχαμε τα ηχογραφηκά, να μπορέσουμε να καταγράψουμε τότε όλες αυτές τις αγρυπνίες.
Πώς τα μαθαίνατε; Μόνο…
Εξ ακοής και απ’ τα κείμενα τα μουσικά. Δηλαδή, θυμάμαι ο γερο-Μελέτιος, ο οποίος δεν ήταν τις πολλής παραλλαγής. Υπήρχαν καλόγεροι που σου λέγαν: «Πρέπει να το μάθεις απ’ έξω παραλλαγή και έλα να πούμε μετά το μέλος». Έβλεπε λίγο πιο ώριμα σαν δάσκαλος, γιατί σου λέει «Το να ‘χεις ένα παιδί και να του λες: «Κάτσε μια δυο τρεις τέσσερις βδομάδες παραλλαγή, ξανά παραλλαγή, ξανά παραλλαγή», ε κάποια στιγμή η παραλλαγή είναι βαρετή ενώ αν πεις το μέλος χαίρεσαι κιόλας. Δηλαδή, παίρνεις λίγο τα πάνω σου». Ναι, αυτά στην ψαλτική.
Ήταν ο γερο-Μελέτιος άνθρωπος της υπομονής. Δηλαδή, μπορούσε να υπομένει πάρα πολύ, να σου πει και μια και δυο και τρεις και τέσσερις και πέντε φορές. Μου ‘χει μείνει και μένα αυτό τώρα. Και στο σχολείο τα παιδιά μού λένε: «Κύριε, δεν το καταλάβαμε. Μπορείτε το ξαναπείτε;». Λέω «Α ρε, γερο-Μελέτιε», λέω, «δίδασκες χωρίς να...». Ήταν πολύ ταπεινός, πάρα πολύ ταπεινός. Ήταν πολύ σπουδαίος άνθρωπος χωρίς να προσπαθεί να το δείξει. Μην ξεχνάμε ότι ήταν αυτός ο οποίος έγραφε τόσο όμοια τα γράμματα που νόμιζε κανείς ότι είναι τυπογραφικά στοιχεία. Τόσο όμοια! Ήταν αυτός ο οποίος έγραφε τα γράμματα στο βασιλιά, στον πρόεδρο της Δημοκρατίας, στον πρωθυπουργό, οτιδήποτε θέλαμε.
Του Όρους;
Του Όρους, ναι, της κοινότητος. Τότε, επειδή δεν υπήρχε η γραφομηχανή, δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα, καθότανε ο ίδιος μέχρι να φτάσει ο πολύγραφος… Θυμάμαι τότε στην Αθωνιάδα δεν είχαμε φωτοτυπικό μηχάνημα. Είχαμε τον πολύγραφο. Ρίχναμε μελάνι μέσα, βάζαμε τα φύλλα και γυρνάγαμε τη μανιβέλα και βγαίνανε αυτά τα οποία θέλαμε απ’ το πρώτο χαρτί. Δεν υπήρχαν, λοιπόν, και τα ‘φτιαχνε ο γερο-Μελέτιος τότε. Όταν βγήκαν, λοιπόν, τα υπόλοιπα μηχανήματα, πάλι του ανέθεταν —διότι είχε πλέον ιστορική αξία ένα γράμμα χειρόγραφο μετ’ ερυθράς μελάνης και με μαύρη μελάνη και με μπλε μελάνη. Δεν συζητάω. Ήταν εκτός από πολύ καλός, άριστος αντιγράφος και εξαιρετικός καλλιγράφος, δηλαδή τα πρωτογράμματα τα οποία τα στόλιζε ήταν εξαιρετικά! Δηλαδή, μου ‘κανε εντύπωση φοβερή πώς ξεκινούσε ένα γράμμα. Ξεκινούσε, θα λέγαμε, με τον όφη, με ανοιχτό στόμα, και κατέληγε στη λήξη του γράμματος με την ουρά του το οποίο περιεπλέκετο περί τον κορμό του γράμματος. Έκανε κάτι φοβερά πράγματα. Για αυτό ήταν άριστος αντιγράφος, καλλιγράφος, μουσικός και αγιογράφος, φοβερός αγιογράφος. Δηλαδή, είχε όλες τις τέχνες της εκκλησιαστικές του Αγίου Όρους πάνω του. Εξαιρετική προσωπικότητα για το Άγιο Όρος. Τηρούσε απαρασαλεύτως αυτά τα οποία πίστευε, για αυτό και πέθανε σε μεγάλη ηλικία. «Εκοιμήθη», νομίζω, 104 ετών. Κι ήταν πολύ ταπεινό παππουλάκι. Δηλαδή, όταν λέω…
Τρώτε χόρτα, λοιπόν!
Ναι. Τώρα κάτι άλλο για αυτό πάλι. Μας μάθαινε ποιες είναι οι αβρωνιές, ένα χόρτο εξαιρετικό, που έχει πολύ μεγάλο αλλά τρυφερό κορμό το χόρτο αυτό, το οποίο μας το έφτιαχνε με αυγά εξαιρετικά στο τηγάνι. Δηλαδή, ήξερε τέτοια πράγματα πάρα πολλά. Πολύ, πολύ σοφός στη διατροφή του, πολύ ασκητικός. Δεν ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος έκανε καταχρήσεις, έστω και σαν καλόγερος. Λίγες φορές έπινε κρασί, λίγες φορές ενδεχομένως και καφέ, γιατί δεν τον θυμόμαστε πουθενά να έπινε καφέ. Ναι... Και δίδασκε με το έργο του. Δηλαδή, δε μας έλεγε ποτέ τι πρέπει να κάνουμε. Ήταν ο δάσκαλος ο οποίος έχει φοβερή υπομονή, γαϊδουρινή υπομονή. Μπορούσε να υπομένει και τον τελευταίο μαθητή. Και αυτόν για τον οποίο το έλεγε και εκείνος δεν πρόσεχε, ήταν αλλού το μυαλό του και έλεγε «Γέροντα, δεν το κατάλαβα» θα το έλεγε πάλι και μαζί με αυτόν το ακούγαμε και οι υπόλοιποι. Ήταν τον πρώτο καιρό υπέρμαχος του να μάθεις πρώτα να ψάλλεις, μετά τους χαρακτήρες και μετά τη θεωρία. Για αυτό και το θεωρητικό του βιβλίου μάς το ‘δινε στο τέλος με τα περισσότερα. Θυμάμαι το πρώτο βιβλίο που μας έδινε ήταν η Θεία Λειτουργία, την οποία την έβγαζε στον πολύγραφό, την παίρναμε. Μας ωφέλησε πάρα πολύ, διότι εκτός από τη μουσική…
Τώρα γίνεται το αντίθετό, γιατί μου κάνει κιόλας έχουμε γίνει πιο εγκεφαλικοί. Θέλουμε όλα να τα καταλαβαίνουμε—
Ναι. Ναι, ναι, ναι.
Ενώ αυτός ήθελε να δουλέψει πρώτα η καρδιά.
Ναι, ακριβώς. Θυμάμαι ότι είχαμε έναν γερο-Ματθαίο Βατοπαιδινό, ο οποίος μας μάθαινε [00:50:00]την τέχνη της συρραφής και της —πώς το λένε;— διάσωσης των κωδικών, χειρογράφων κλπ., πώς θα μπορέσεις να σώσεις ένα τέτοιο βιβλίο το οποίο έχει σκοροφαγωθεί, έχει χαλασμένα φύλλα κτλ. Αυτή η συντήρηση, λοιπόν, αυτών των κειμηλίων μάς βοήθησε διότι, για να κάνουμε εμείς μαζί του τέτοια δουλειά, για να συρράψουμε ένα βιβλίο, για να το δέσουμε, όπως λέμε, να το κάνουμε δετό, έπρεπε πρώτα εμείς να μάθουμε να ράβουμε σε δικά μας βιβλία. Λέει, πρέπει, δηλαδή, να χαλάσεις ένα δικό σου βιβλίο πρώτα ενδεχομένως και δεύτερο και τρίτο για να πάμε στο τέλος όλοι μαζί να πάρουμε έναν κώδικα να τον ξεφτιλίσουμε, να τον διαλύσουμε τελείως στα εξ ων συνετέθη δηλαδή. Και παίρναμε το κάθε φύλλο, το πλέναμε και το κρεμούσαμε με τα μανταλάκια, όπως γίνεται στα ρούχα. Ένα τέτοιο πράγμα, δηλαδή. Παίρναμε και κάναμε φύλλο και φτερό έναν κώδικα ή περγαμηνή ή οτιδήποτε είχε, μπορούσε να φέρει στο εργαστήριο. Και θυμάμαι τότε έδεσα ένα βιβλίο του πατρός Μελετίου, την πρώτη Λειτουργία που μας είχε δώσει. Μετά, είχα δέσει τους δύο τόμους του Μουσικού Θησαυρού, γιατί μας έλεγε: «Χαλάστε τα βιβλία σας και μετά», λέει, «ελάτε να φτιάξουμε το δικό μας». Και είχα δέσει και ένα βιβλίο της Καινής Διαθήκης, ένα βιβλίο το οποίο είχε αγοράσει η μητέρα μου, το πρώτο βιβλίο της που έκανε δώρο στον εαυτό της, την Καινή Διαθήκη, όταν ηργάθση το πρώτο ως νοσηλεύτρια στον Άγιο Σάββα. Με τον πρώτο της μισθό, λοιπόν, πήγε και πήρε την Καινή Διαθήκη αυτή. Η Καινή Διαθήκη, λοιπόν, είχε γίνει φύλλο και φτερό μέσα στο σπίτι και εν αγνοία της, λοιπόν, την πήρα για να της κάνω έκπληξη της μητρός μου. Και ήτανε από τα βιβλία τα οποία έδεσα και έγραψα από κάτω —γιατί κάναμε και χρυσοτυπία. Παίρναμε, λοιπόν, με χρυσά γράμματα και γράφαμε —πώς το λένε; Καθαρό χρυσάφι, όμως. Δεν ήτανε αυτά τα μπρούτζος κτλ.— τα γράμματα όλα. Και οι σφραγίδες μετά ήταν από γνήσιο χρυσό. Και είχα γράψει τότε, ναι, το όνομα της μητρός μου μαζί με τη σφραγίδα και τις λέξεις «Η Καινή Διαθήκη». Ναι, κάναμε μαθήματα τέτοια —τα απογευματινά, βέβαια— και ήταν όλες μας οι μέρες φορτωμένες τα απογευματινά με τους ομίλους ή πηγαίναμε στην κοινότητα.
Δεν ήταν υποχρεωτικά τα μαθήματα—
Όχι.
της βιβλιοδεσίας.
Όχι, όχι, όχι, όχι, όχι. Αλλά, ήταν επιλογή δική μας. Εμένα μου άρεσε. Ήθελα κάθε μέρα να είναι αφιερωμένη κάπου. Τώρα δεν έχω εργαλεία. Αν είχα εργαλεία, ξέρω ακόμη πώς μπορώ να δέσω ένα βιβλίο, γιατί σου μένει. Είσαι σε ηλικία που ρουφάς συνέχεια, καταπίνεις τα πάντα, πώς το λένε; Αμάσητα κατευθείαν! Θυμάμαι ότι κάναμε συντήρηση κειμηλίων, κωδίκων, χειρογράφων. Μετά κάναμε χορωδία. Μετά πηγαίναμε δύο μέρες στην κοινότητα. Οπότε, ήτανε η κάθε μέρα αφιερωμένη κάπου. Δεν υπήρχε μέρα που να πεις «Τι να κάνω, ρε παιδί μου;». Υπήρχαν και παιδιά που δεν τους εξέφραζε κάτι από όλα αυτά, οπότε μπορούσες να πας για ύπνο. Μπορείς να κερδίσεις ύπνο. Μπορούσες, ξέρω εγώ, να μην κάνεις κάτι από όλα αυτά και να καθίσεις να ξεκουραστείς. Μπορεί να μην κοιμηθείς, αλλά να ξεκουραστείς. Ήταν, όμως, ευκαιρία μεγάλη, διότι βλέπαμε μικρά παιδιά τότε ότι έξω δεν υπήρχε περίπτωση. Δηλαδή, εγώ δεν είχα ακούσει ποτέ στην Αθήνα ότι υπάρχει ένα μαγαζί το οποίο φτιάχνει βιβλία. Και λέω είναι ωφέλιμο να ξέρεις να φτιάχνεις τα βιβλία σου. Όταν, λοιπόν, ήρθαμε στην Αθήνα —για να συνεχίσω τώρα για τη βιβλιοδεσία— ο νονός μου είχε πάρει τα βιβλία του πατρός Ιωήλ Γιαννακοπούλου, που είχε όλη την Αγία Γραφή ανά τόμους, το πρωτότυπο κείμενο και δίπλα η ερμηνεία. Λοιπόν, αυτά τα βιβλία ήτανε με πολύ λεπτό φύλλο απ’ έξω τα εξώφυλλα. Πήρα, λοιπόν, τα εξώφυλλα, τα έβγαλα —είχα φτιάξει ένα τραπεζάκι αυτό που βάζουμε για να δένουμε—, έδεσα όλα τα βιβλία αυτά.
Τεζάκι το λένε.
Τεζάκι, μπράβο, ναι! Λοιπόν, έδεσα όλα αυτά τα βιβλία με τους σπάγκους, με τη βελόνα, με όλα αυτά. Δεν είχα, όμως, τη δυνατότητα επεξεργασίας των εξωφύλλων, το χοντρό αυτό το χαρτόνι, το κόντρα πλακέ το χοντρό που διατηρείται, ούτε τα μηχανήματα της πρέσας για να πρεσάρω —πώς λέγονται;— τα δέρματα ή έστω το πλαστικό αυτό το οποίο έμπαινε από πάνω κτλ. ή εις τας σώας, που βάζαμε το δέρμα. Δεν είχα, δεν είχα πρέσες τέτοιες. Οπότε, το έδωσα σ’ ένα μαγαζί. Και μου λέει: «Ποιος τα ‘δεσε αυτά;». Λέω: «Εγώ». «Έλα», μου λέει, «λέγε ποιος στα έδεσε». «Εγώ!» του λέω!
Λοιπόν, μαθαίναμε τέτοιες εργασίες. Εμένα μ’ άρεσε πάρα πολύ να ασχολείσαι με πράγματα τα οποία δε θα έβρισκες έξω. Ας πούμε, η ψαλτική μπορεί να ‘ταν αγγαρεία —για κάποιους, έτσι;—, απ’ την άλλη όμως δε θα ξεχάσω ποτέ πόσο με ωφέλησε. Αποφοίτησα απ’ την Αθωνιάδα τον Ιούνιο του ’85. Το Σεπτέμβριο του ‘85, δηλαδή μετά από πάροδο δύο μηνών, το Σεπτέμβριο του ‘85 διορίζομαι ψάλτης στην Κοίμηση της Θεοτόκου στο Μάτι, εκεί που κάηκε, στο Μάτι. Ναι. Ήτανε ο μακαριστός πατήρ Νικόλαος Κουμεντάκης. Εξαιρετικός ιερέας. Ήταν ο πρώτος ιερέας με τον οποίο συνεργάστηκα. Άνθρωπος αγιότητος, ο οποίος ενδεχομένως να θαυματουργεί και εν ζωή, της προσευχής, με πολύ μεγάλη διάκριση και αγάπη χωρίς να το θέλει να το δείχνει. Ήταν ο πρώτος ναός στον οποίο πήγα και έψαλα επαγγελματικά χωρίς να το ξέρω. Εγώ ήμουν τότε 18 χρονών. Μόλις είχα τελειώσει την Αθωνιάδα. Λέω «Πάω να εξυπηρετήσω» όπως εξυπηρετούσαμε τότε: «Πάμε στο τάδε κελί;», «Πάμε στο τάδε μοναστήρι;». Ε, λέω: «Πάμε να εξυπηρετήσουμε τον παππούλη». Όταν, λοιπόν, μου είπε ότι: «Ξέρεις, έχει έρθει ο διορισμός σου», λέει, «να τον παραλάβεις» κτλ., τότε άρχισα να μπαίνω λίγο πιο επαγγελματικά στο χώρο. Λέω «Διορισμός; Τι είναι αυτό το πράγμα; Γιατί, πάτερ;», του λέω. «Πάρ’ το», λέει, «Θα χρειαστεί». Και όντως χρειάστηκε, διότι κατά το διορισμό μου στη Ριζάρειο τα δώδεκα χρόνια αυτά της ψαλτικής ελήφθησαν ως πλήρης υπηρεσία, προϋπηρεσία, διότι ήταν συναφές το αντικείμενο το οποίο θα δίδασκα με αυτό το οποίο έκανα πριν.
Στα 18.
Μπράβο, ναι.
Πολύ σπουδαίο, ναι.
Ναι. Δηλαδή, μ’ ωφέλησε πάρα πολύ, και όχι μόνο επαγγελματικά, και στο πνευματικό κομμάτι. Η εκκλησία είναι ένας χώρος που, αν πιστεύεις σ’ αυτό, δε σ’ αφήνει να απομακρυνθείς από την παρουσία του Θεού, από την πίστη στην Παναγία, στους αγίους, στους αγγέλους. Στο χώρο της εκκλησίας δε βγαίνεις. Δύσκολα μπορείς να ξεφύγεις. Δηλαδή, πρέπει να κάνεις μεγάλη προσπάθεια, να πεις ότι: «Δε μ’ αρέσει, δε θέλω, δεν...». Είναι, δηλαδή, ένας δρόμος, μονόδρομος με απόλυτη ελευθερία. Με ωφέλησε πάρα πολύ. Δηλαδή, με την αποφοίτησή μου από την Αθωνιάδα εργαζόμουνα — εργαζόμουνα… τέλος πάντων, ας το πω έτσι—, δηλαδή, ως ψάλτης στο αναλόγιο και χωρίς να ξέρω μετά… Δεν είχα υπόψη μου ποτέ ότι θα δούλευα σαν καθηγητής βυζαντινής μουσικής. Δεν το είχα, δηλαδή, ποτέ στο μυαλό μου, αλλά το έκανα από ευχαρίστηση. Μας άρεσε πάρα πολύ να ψάλλουμε. Και στην Αθωνιάδα, ρε παιδί μου, μας έκανε εντύπωση. Μέσα στους διαδρόμους της Αθωνιάδος άκουγες… Tα παιδιά κάθε φορά ο καθένας έψαλε το δικό του, δηλαδή το χαβά του ο καθένας! Δηλαδή, έβγαινες έξω, άλλος έψαλλε ένα Άξιον Εστί, ξέρω ‘γώ, άλλος ένα Κεκραγάριο, άλλος Πασαπνοάριο, άλλος στιχηρά Πασαπνοάριου, Κεκραγαρίων, εωθινά κτλ. Δηλαδή, άκουγες συνέχεια και δεν έλεγε ο άλλος «Α, εντάξει ψάλλει αυτός. Ας σταματήσω». Όχι. Ψάλλαμε. Χάβρα των Ιουδαίων! Μιλάμε…
Είχατε τα ακούσματα.
Έτσι ακριβώς! Και δε μας έλεγε ποτέ κανένας, ξέρω ‘γώ, τον πρώτο καιρό. Γι' αυτό ο πατήρ Μελέτιος ξεκινούσε με την εξ ακοής εκμάθηση. Άκουγες και μάθαινες συγχρόνως. Δηλαδή, έλεγε «Πάμε να πούμε το Κεκραγάριο του τετάρτου», έδινες το απήχημα και μετά ξεκινούσαμε. Ξεκινούσε εκείνος πρώτα και μετά συνεχίζαμε εμείς χωρίς να προσδιορίζουμε. Μας έλεγε ότι είναι σε τέταρτο ήχο, αλλά δε σου λέει τίποτα αν δεν έχεις και θεωρητική γνώση. Ή, ξέρω ‘γώ, τα τα προσόμοια σε πρώτο ήχο, Πανεύφημοι Μάρτυρες. Βλέπαμε έγραφε πάνω «Ήχος Ά», αλλά όταν είσαι στις πρώτες τάξεις και δεν ξέρεις λες: «Ας το πούμε». Τα μάθαινες όλα τα προσόμοια! Ήξερες όλα τα προσόμοια και μετά, λοιπόν, ερχόταν η θεωρητική γνώση, που τα έβαζε στον προορισμό τους. Ξέρω, ‘γώ, έλεγες «Α, μάλιστα. Λοιπόν, το Ω του Παραδόξου Θαύματος είναι σε πρώτο ήχο… Α, το ξέρω αυτό. Και εκείνο σε πρώτο; Α, κι αυτό το ξέρω, και εκείνο το ξέρω». Και άρχιζες να προσδιορίζεις. Μετά μπορούσες να εγκαταστήσεις με τη γνώση την πρακτική στη θεωρία επάνω αυτά τα οποία ήξερες. Γι' αυτό θεωρώ ότι ο πατήρ Μελέτιος είχε μία σοφία σ’ αυτό, δηλαδή στη διδασκαλία της ψαλτικής με τα πολλά χρόνια. Μου ‘κανε εντύπωση όταν μας είπε ο Ροδοστόλου Χρυσόστομος —εξαιρετικός κι αυτός. Τον έχουμε μνημονεύσει και πριν— ότι είχε δάσκαλο το γερο-Μελέτιο. Φαντάσου, δηλαδή, πόσα χρόνια ήταν εκεί πέρα. Είχε, δηλαδή, μία πολύ μεγάλη πείρα.
Την οποία εφαρμόζετε και εσείς.
Ναι, μετά από χρόνια. Δηλαδή, όταν ξεκίνησα τη διδασκαλία της ψαλτικής στη Ριζάρειο εντελώς αβίαστα μού έβγαιναν μπροστά οι [01:00:00]διδακτικές του πατρός Μελετίου. Ήταν φοβερός, δηλαδή, σ’ αυτό. Ήξερε πού πάταγε, τι έπρεπε να πει, τι έπρεπε να σου δώσει. Έπρεπε να το πεις πάρα πολλές φορές. Δεν έπρεπε θυμώνεις. Δεν τον θυμόμαστε ποτέ να έχει θυμώσει με κάποιον, ξέρω ‘γώ, που του είπε κάτι ή που δεν το κατάλαβε. Ποτέ, ποτέ, ποτέ! Ήτανε άνθρωπος τόσο πράος και μειλίχιος, που μπορούσε να μιλάει και μιλούσε πάντα σιγά, ήπια. Θυμάμαι που πηγαίναμε στις Καρυές για να ψάλουμε στη δοξολογία 25η, 28η Οκτωβρίου. Λέγαμε αυτό το σύνηθες Άξιον Εστί κατά την εισδοχή μας στο Πρωτάτο, το Άξιον Εστί μπαίνοντας μέσα, και ήταν πάντοτε στη μέση…
Ποιο είναι αυτό το σύνηθες; Του πλαγίου του δευτέρου;
Όχι του δευτέρου του Γρηγόριου.
Α, του Γρηγορίου.
Ναι, που τώρα το λένε και «Αγιορείτικο». Έχει μείνει, γιατί κάθε φορά λένε αυτό, «Άξιον έστιν ως αληθώς». Αυτό, λοιπόν. Και μπαίναμε μέσα και ήτανε στη μέση, λοιπόν, ο γερο-Μελέτιος και από δίπλα του πλαισιωνόταν από άπειρα καλογεράκια, εμάς δηλαδή, ψαλτάκια, που έλεγε ο καθένας το κοντό του και το μακρύ του. Και βλέπω τώρα ότι δε μας είπε «Ε, τι λες εκεί πέρα;», ξέρω ‘γώ, «Το λες λάθος!» ή «Δεν πατάς σωστά». Ποτέ δε γύρισε να μας πει κουβέντα. Και όταν πήγαιναν κάποιοι —που ενδεχομένως να είχαν δίκιο, έτσι;— «Γέροντα, μα τον ακούτε τον άλλον και δεν του λέτε τίποτα; Περιμένετε εμείς να του πούμε;», «Δεν πειράζει», λέει, «Θα ‘ρθει ο καιρός. Και εκείνος θα το μάθει». Ήταν έτσι, της υπομονής. Σου λέει: «Τι να του πω, ότι το λέει λάθος;». Και θα πω τώρα ένα δικό μου παράδειγμα που δεν το ‘χω κάνει και εγώ μέχρι σήμερα στο σχολείο. Ο πατήρ Δαμασκηνός Ροδάκης ήταν ένας καθηγητής μας στην αγιογραφία που μας έκανε εικονογραφία. Λοιπόν, πρώτο μάθημα, έτσι; Βάζει, λοιπόν, στον πίνακα το σκίτσο μίας Παναγίας, σκίτσο, με το χέρι δηλαδή. Και μας λέει: «Φτιάξε αυτό το οποίο βλέπετε!». «Πώς να το φτιάξουμε, γέροντα; Για πείτε μας». «Όπως το βλέπετε», λέει, «Φτιάξτε αυτό». «Εντάξει...». Λοιπόν, το 95% της τάξης κάναμε μία καρικατούρα που… «Τι τέρας είναι αυτό που έφτιαξα! Παναγία μου, συγχώρεσέ με. Δεν ξέρω!». Λοιπόν, του πήγα, λοιπόν, την κόλλα την οποία μου είχε δώσει για να φτιάξω την Παναγία και δε λέει «Εντάξει» ευγενικά, «Πήγαινε». Το βλέπει και λέει: «Είσαι παντελώς άχρηστος! Χάσου από μπροστά μου!». Και λέω «Πω ρε φίλε, λέω, «Τι του ‘κανα του ανθρώπου; Του χάλασα τη μέρα». Και λέω από μέσα μου: «Δε θα ασχοληθώ ποτέ με εικονογραφία, τέλος!». Παρόλα αυτά, όμως, με την πάροδο των χρόνων, επειδή κάποιες φορές ερχόταν ο γερο-Μελέτιος για να κάνει εικονογραφία, πάλι πηγαίναμε και κάτι κάναμε. Αλλά, πήγαινα, όμως, με φόβο, «Θα τα καταφέρω; Δεν θα καταφέρω;». Ενώ ο γερο-Μελέτιος στο μάθημά του ήταν πάντα διακριτικός και διαλεκτικός. Καθόταν να συζητήσει μαζί σου: «Πες το έτσι. Ξαναπές το αλλιώς. Λοιπόν, πάμε πάλι. Το είπες πάρα πολύ ωραία τώρα. Πάμε να το πούμε άλλη μία φορά» —ενώ το ‘λεγα λάθος, έτσι; «Πάρα πολύ ωραία. Μπράβο. Πάμε άλλη μία φορά μαζί;». Το έλεγε μαζί του… Και ενώ πάλι το έλεγες λάθος, δε σου λέγε «Αμάν, με έχεις σκάσει, ρε παιδί μου. Λοιπόν, φύγε, ας έρθει άλλος!». Ποτέ. Καθόταν εκεί πέρα μαζί σου με υπομονή. Ενώ είχε, ξέρω ‘γώ, στην διάθεσή του μιάμιση ώρα, μπορεί να καθόταν και δυόμιση και τρεισήμισι ώρες. Χαλάλιζε το χρόνο του για τα παιδιά, δηλαδή για τους μαθητές, και του οφείλουμε μεγάλη ευγνωμοσύνη, διότι δεν ήταν από τους ανθρώπους οι οποίοι σε έδιωχναν ή ήτανε, ξέρω ‘γώ, και σαν χαρακτήρας, ξέρω ‘γώ, έτσι, απόμακρος ή δυσπρόσιτος κτλ. Ήταν από τους ανθρώπους οι οποίοι διέθεταν πολλή υπομονή, πολλή διάκριση και πολλή αγάπη.
Αιωνία του η μνήμη.
Αιωνία του η μνήμη. Ναι, εξαιρετικός. Μας εξηγούσε —δηλαδή, μου κάνει εντύπωση φοβερή. Το κάνω και εγώ σήμερα— για τα σημαδόφωνα. Έψαχνε και έβρισκε κάτι το οποίο θα σου έμενε. Δεν ήταν πολύ θεωρητικός, «Είναι αυτό, τέλος. Γεια σας». Ας πούμε, για την πεταστή, που μου έχει μείνει μέχρι σήμερα, έτσι; «Η πεταστή είναι ένας χαρακτήρας ποσότητος ο όποιος κάνει ένα πέταγμα της φωνής. Και όταν πετάς», λέει, «πρέπει κάπου να ξανακαθίσεις να ξεκουραστείς. Αυτό κάνει η πεταστή. Ανεβαίνει και ξανακατεβαίνει. Πέφτει», λέει, «άρα, λοιπόν, τι πρέπει να ακολουθήσει μετά;». Και ηλίθιος να ήσουν θα έλεγες: «Πρέπει να κατέβουμε». «Μπράβο! Αυτό είναι!». Λοιπόν, αυτός είναι ο ορισμός της πεταστής. Σου έδινε να καταλάβεις ότι όταν το βλέπεις αυτό πρέπει να κάνεις αυτό. Για κάθε χαρακτήρα έψαχνε και έβρισκε κάτι για να σου μείνει. Δεν ήτανε ο τύπος που θα σε πίεζε κτλ., αλλά ήταν ο τύπος της επανάληψης, ξανά, ξανά, ξανά. «Γερόντα, το καταλάβαμε!». «Δεν πειράζει, ξανά». «Το καταλάβαμε, γέροντα». «Πες το μου! Εφόσον βαρέθηκες να με ακούς πες το τώρα!». Ναι, το ίδιο κάνω και εγώ τώρα στο σχολείο. Έχω πάρει τη μέθοδο του γερο-Μελετίου, η οποία ήτανε μέθοδος πρωτίστως αγάπης, δευτερευόντως πνευματικής φύσεως και κατά τρίτον ήταν η μέθοδος της εκμάθησης.
Που ήταν, βέβαια, πολύ βαθιά. Και σαν θεωρητικός τεράστιος.
Σαφώς, ναι.
Ωραία. Ντάξει. Κάναμε, έτσι, δύο ωραίες και σε πρόσωπα και μία περιήγηση γρήγορη της ωραίας εκδρομής που κάνατε, των φοιτητικών χρονών. Ξέρω ότι σίγουρα έχετε πολλά, και εμπειρίες και πολλά άλλα, να δώσετε. Ευχαριστούμε για αυτά που μας είπατε. Δεν ξέρω αν είναι κάτι…
Τίποτα. Εγώ ευχαριστώ για την πρόσκληση για να κάνουμε κάτι τέτοιο, το οποίο είναι μοναδικό. Συνήθως κάνουμε κουβέντες τέτοιες με ανθρώπους δικούς μας, όταν βρισκόμαστε —πώς το λένε;— όλοι μαζί «εις ευθυμίες των αρίστων», όταν θα καθίσουμε σε ένα τραπέζι, όταν έχουμε κουβέντα ή όταν πούμε κάτι, θυμόμαστε. Τα βγάζουμε από το πέπλο της λήθης του μυαλού και τα λέμε, με αγαθή μνεία βέβαια, διότι περάσαμε υπέροχα. Και δεν είναι, νομίζω, δική μου —πώς το λένε;— σκέψη αυτή. Νομίζω ότι όλοι οι απόφοιτοι της Αθωνιάδος έχουν πάντα να σκεφτούν κάτι πάρα πολύ καλό, κάτι που μας έμεινε απ’ το σχολείο. Και μπορεί να ήμασταν μικροί, βέβαια, αλλά μένουν βαθιά χαραγμένες όλες αυτές οι εμπειρίες, ναι, είτε είναι υλικές, είτε είναι πνευματικές, είτε είναι εξ ακοής, είτε είναι —πώς το λένε;— μάθησης, οτιδήποτε, διότι είναι βαθιά χαραγμένες στην ψυχή των άδολων παιδικών καρδιών και ψυχών. Οπότε, έχουν μεγάλη αξία, διότι εάν δε ζήσεις αυτά τα πράγματα, τι θα έχεις να πεις στις επερχόμενες γενεές; Εγώ το λέω πολλές φορές και στα παιδιά στο σχολείο, που μου λένε: «Κύριε, πέστε μας μία ιστορία». Λέω κάτι, ξεκινώντας πάντα απ’ τη μουσική, βέβαια, διότι έχει νόημα να γνωρίζουν και την ψαλτική. Είναι τέχνη η οποία δεν εκλείπει. Τελευταία βλέπω ότι έχει μία άνθηση. Αλλά, το θέμα είναι πώς μπορείς τον άλλον… Μου κάνει εντύπωση τα παιδιά φέτος της πρώτης Λυκείου που με παρακαλάνε, μου λένε: «Κύριε, σας παρακαλώ, μπορούμε να κάνουμε περισσότερες ώρες ψαλτική;». Και λες… ηθική ικανοποίηση ότι «Κάνω τη δουλειά μου, κάνω το έργο μου και εργάζομαι κατά συνείδησίν, κατά εκπαιδευτική συνείδηση». Και βλέπεις ότι, εντάξει, έρχεται ευλογεί και ο Θεός μετά και αυτό το λίγο που λες εσύ, το πολύ απλό έρχεται ο Θεός και το πολλαπλασιάζει.
Ευχαριστούμε και να ευχηθούμε ότι αυτές… Αυτό κάνουμε. Αποτυπώνουμε κι εμείς για μελλοντικά, αυτό. Και να τις αποτυπώσετε και εσείς μελλοντικά ολοκλήρως.
Έτσι. Μακάρι, μακάρι.
Ευχαριστούμε.
Ευχής έργον.
Να ‘στε καλά
Ευχαριστούμε και εμείς.