© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Αμοργιανοί σκοποί και έθιμα από τον τυφλό βιολιτζή των Θολαρίων

Κωδικός Ιστορίας
10061
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Νικόλας Στεφανόπουλος (Ν.Σ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
21/03/2021
Ερευνητής/τρια
Ευθυμία Παπαγιαννοπούλου (Ε.Π.)

[00:00:00] 

Ε.Π.:

Ξεκινάμε λοιπόν. Σήμερα βρισκόμαστε στην Αμοργό, στα Θολάρια, η ημερομηνία είναι 21 Μαρτίου του 2021, εγώ είμαι η Ευθυμία Παπαγιαννοπούλου, είμαι ερευνήτρια για το Istorima και θα μιλήσω με τον κύριο Νικόλα Στεφανόπουλο ο οποίος θα μας πει κάποια πράγματα για το πώς έμαθε να παίζει βιολί, για τα γλέντια, για τους σκοπούς και τα λοιπά… Κύριε Νικόλα θέλετε να μας συστηθείτε;

Ν.Σ.:

Ναι. Είμαι ο Νικόλας Στεφανόπουλος του Κωνσταντίνου και της Ειρήνης, γεννηθείς το 1941. 

Ε.Π.:

Έχετε γεννηθεί στα Θολάρια;

Ν.Σ.:

Στα Θολάρια, βέβαια. Είμαι κατοχικός. Με το κήρυγμα της κατοχής εγέρθηκα κι εγώ. Ναι. Με πήγε ο πατέρας μου στο Γυμνάσιο στη Χώρα, αλλά εγώ δεν έκανα χωρίς τον πατέρα μου. Kαι την ίδια μέρα γύρισα κι ήρθα μέσα. Με πάει στην Αθήνα να κάτσω σ' ένα φούρνο της θείας μου, εκεί πάλι δεν έκανα, δεν είχε καράβι, κάθε 8 μέρες είχε, αν είχε πιο πρώτα θα ‘χα έρθει. Αλλά είχε κάθε 8 μέρες και γύρισα πίσω. Μου λέει: «Τώρα πού να σε πάω;», εγώ του λέω: «Θα πάω να γίνω τσαγκάρης». Και πήγαμε, πήγε στη Λαγκάδα και βρήκε ένα μάστορα, δέχτηκε να πάω, όπου επήγαινα κάθε πρωί και γύριζα το βράδυ. Έκανα μάθημα, μάθαινα για παπούτσια όλη μέρα, δούλευα, αφού ξεκίνησα και να μαθαίνω να δουλεύω, δουλεύαμε εκεί και το βράδυ, τ' απόγευμα, με μάθαινε βιολί.

Ε.Π.:

Ο ίδιος ο τσαγκάρης;

Ν.Σ.:

Ο ίδιος, ο ίδιος. Έπαιζε και βιολί και λαούτο. Αλλά εγώ ήθελα να μάθω βιολί. Έκανα το μάθημα μου και δρόμο για Θολάρια, μία ώρα δρόμος, μα βροχή, μα κρύο, μα ζέστη, το δρομολόγιο ήτανε καθημερινό. Από 'δω μου ετοίμαζε η μάνα μου ένα καραβανάκι, το πλείστον ήτανε πατάτα τηγανιτή κρύα, με κανέναν αυγό αν εγένναν η κότα αλλιώς ήτανε σκέτη πατάτα. Και πήγαινα στη Λαγκάδα. Το βράδυ ερχόμουνα. Κι έκανα μάθημα πάλι εδώ στο βιολί, αυτή η δουλειά εκράτησε για να μάθω βιολί και ξέρω 'γω, επί 4,5 χρόνια πηγαινοερχόμουν στη Λαγκάδα. Κι ο μάστορας μου και ό,τι άλλες δουλειές είχε τον βοηθούσα γιατί μάθαινα, ούτε με πλήρωνε, ούτε τον επλήρωνα. Κι έμαθα αυτές τις δουλειές, ύστερα εδώ δούλευα το τσαγκαράδικο μου τέλος πάντων και ό,τι άλλη δουλειά κι είχα και 2-3 κατσίκια, είχα και τον μπαξέ μου, είχα και μία βάρκα, πήγαινα στο ψάρεμα, με αυτά ζούσαμε! Ναι. Αλλά 'πάθαν τα μάτια μου κι έτσι τώρα τα παράτησα όλα και κάθομαι στο σπίτι.

Ε.Π.:

Έχετε πολύ…; Πότε το πάθατε αυτό;

Ν.Σ.:

Είναι τώρα αρκετά χρόνια.

Ε.Π.:

Οπότε σταματήσατε τις δουλειές  αλλά…

Ν.Σ.:

Δούλευα στον πάγκο και εκεί δεν έβλεπα σχεδόν καθόλου, είχα γλαύκωμα.

Ε.Π.:

Ναι.

Ν.Σ.:

Και πήγα στην Αθήνα και τότε, το ’73, με χειρουργήσανε κατόπιν με συμβούλιο των γιατρών και ύστερα τέλος πάντων έβλεπα, αλλά όχι πολύ καλά μέχρι που έκανε και καταρράκτη, ξάνα-χειρουργήθηκα, εν τω μεταξύ το ένα... Έμεινα μ' ένα, είναι ξένο το ένα μου μάτι, κι έτσι κάθομαι εδώ στο σπίτι και… Αυτά.

Ε.Π.:

Όμως συνεχίζετε να παίζετε βιολί.

Ν.Σ.:

Το βιολί εντάξει, παίζω αλλά δεν βλέπω τίποτα, μόνο που παίζω. Γιατί τόσα χρόνια παίζω, τα δάχτυλα πάνε τώρα μοναχά.

Ε.Π.:

Κύριε Νικόλα, θέλετε να μας πείτε για το πώς ήταν τα γλέντια;

Ν.Σ.:

 Τα γλέντια; Τότε; Αν κι ο κόσμος ήτανε φτωχός, τα γλέντια ήτανε τακτικά, τακτικότατα. Πότε στα καφενεία, πότε σε Αποκριές, πότε στην πανήγυρη, στο ένα χωριό, στο άλλο, τέλος πάντων, δεν ήμουνα εγώ μονάχος, είχε κι άλλους. Όποιος ήθελε έπαιρνεν εμένα, όποιος ήθελε έπαιρνε άλλους. Αλλά γλεντούσαν οι ανθρώποι. Τώρα, μας έπιασε και η…, ετούτο το…

Ε.Π.:

Η πανούκλα.                    

Ν.Σ.:

Η πανούκλα και μας έχει κλειδωμένους. Κι έτσι τί να γλεντά ο κόσμος;                                                                           

Ε.Π.:

Θέλετε να μας πείτε με ποια σειρά χόρευαν οι νέοι ή οι παλαιότεροι στα γλέντια;

Ν.Σ.:

Ναι. Πρώτα εδώ για να σηκωθεί να χορέψει ένας, αφού ήτανε, πηγαίνανε οικογένειες στα μαγαζά, δύο μαγαζά είχαμε στα Θολάρια τότε, ένα στην «Καλή Καρδιά» και ένα πίσω στου «Χορευτή», η «Καλή Καρδιά» άκουε «του Ζάννε» και πίσω του «Χορευτή», που λέμε τώρα, άκουγε του «Λυρά», πατέρας του «Χορευτή», τον ελέγανε Νικήτα, αλλά άκουε το παρατσούκλι του «Λυράς». Αυτά τα δύο μαγαζά ήτανε. Και οι ανθρώποι του χωριού μοιραζότανε, αν ήτανε Αποκριές και στο ένα μαγαζί και στο άλλο, πηγαίναν και στα δύο, δηλαδή πήγαινε μία-δυο ώρες στο ένα μαγαζί, τρεις στο άλλο. Με κατάλαβες; Και γλεντούσαν οι ανθρώποι οικογενειακά, όλοι. Αν ήτανε γάμος σε καλούσαν να πα να παίξεις, πήγαινες, δεν σε καλούσανε, δεν πήγαινες, πώς θα πας; Ο ακάλεστος στο γάμο πίσω-πίσω κάθεται. Αμέ. Σηκωνότανε λοιπόν δύο άντρες να χορέψουνε, ο καβαλιέρος με το φαλλό. Έπαιζες ένα σκοπό και τον έκοβες. Και σήκωνε ντάμα. Τώρα μπορεί να ‘τανε η αρραβωνιαστικιά του, μπορεί να ‘τανε η αδερφή του, μπορεί να ‘τανε η μητέρα του. Και δύο μπορούσε να σηκώσει και τρεις. Κάθε μια που χόρευε μπροστά της έλεγες τραγούδι. Την περνούσε πίσω μέχρι να τις χορέψει όλες. Αφού τελείωνε, ο δεύτερος ο φαλλός, έπαιρνε σειρά μπροστά, αλλά καλούσε άλλο πίσω, φαλλό και σηκώνανε, έτσι πήγαινε το γλέντι, δεν μπορούσε να σηκωθεί ένας να πάει να πιάσει να χορεύγει χωρίς, να μην έχει, να χορεύουνε οι άλλοι και κατόπιν να πιάσει αυτός αμέσως αυθαίρετα να χορέψει, απαγουρεύουντο. Μ' αυτή τη σειρά γλεντούσαν όλοι.

Ε.Π.:

Όταν χόρευε τις ντάμες και τις άλλαζε, άλλαζε πάλι ο σκοπός;

Ν.Σ.:

Εξαρτάται, μπορεί να γύριζες βέβαια άλλο. Όχι τον ίδιο τον ίδιο.

Ε.Π.:

Θέλετε να μας πείτε ποιοι είναι οι παραδοσιακοί χοροί της Αμοργού;

Ν.Σ.:

Ναι. Δηλαδή αυτοί που χορεύονται.

Ε.Π.:

Ναι.

Ν.Σ.:

Καταρχήν είναι ο «Πολίτικος», κατόπι συνοδεύεται, για να τραγουδήσεις κιόλα διότι στον Πολίτικο δεν τραγουδάς, ο «Θερμιώτικος», τραγουδάς, και κατόπι πάει ο «Συριανός». Οι τρεις αυτοί. Μετά μπορεί να γυρίσεις σ' ένα κομματάκι Αξώτικο, κι αυτό τραγουδιέται, αλλά όχι με ποίηση, είναι μία η ποίηση του, ένα το τραγούδι του. Εβγήκε, είναι αυτό. Ενώ όμως, εάν χορεύει την αδερφή του, θα του πεις ένα τραγούδι γιατί είναι η αδερφή του, δεν θα του πεις για την αγαπητικιά του γιατί δεν είναι η αγαπητικιά του. Αν είναι όμως αγαπητικιά του, θα του πεις για την αγαπητικιά του. Να τα λες τα τραγούδια όμορφα και όχι παλιοτράγουδα. Εκεί θα σε πλερώσει. Με χαρτούρα.

Ε.Π.:

Αυτό είναι αυτοσχεδιαστικοί δηλαδή οι στίχοι, ανάλογα με ποιόν χορεύει.

Ν.Σ.:

Ναι, βέβαια. Αυτοσχέδιοι. Αυτο-ποίηση κατευθείαν. Ναι.

Ε.Π.:

Μετά από τον αξιώτικο είναι άλλος;

Ν.Σ.:

Όχι, κόβεις. Εκεί θα το βαστίξεις; Θα κουραστούνε! Και παίρνει σειρά άλλος. Έχει λοιπόν, είπαμε ο Πολίτικος είναι ο κύριος, κατόπι έχει «Κίτσο». Αυτός, το χορεύουνε δυο άντρες, και τρεις μπορεί, ναι. Είναι ο «Συλίβριος».

Ε.Π.:

Ο Συλίβριος.

Ν.Σ.:

Συλίβριος.

Ε.Π.:

Άλλος;

Ν.Σ.:

Είναι ο «Ποταμός». 

Ε.Π.:

Ο Ποταμός. Είναι ο… 

Ν.Σ.:

Ο Σμυρναίικος.

Ε.Π.:

Ο Σμυρναίικος.

Ν.Σ.:

Ο Υδραίικος.

Ε.Π.:

Ο Υδραίικος. Ναι;

Ν.Σ.:

Ο Μηχανικός.

Ε.Π.:

Ναι.

Ν.Σ.:

Η Ψαροπούλα.

Ε.Π.:

Ναι.

Ν.Σ.:

Ο Ζέπος.

Ε.Π.:

Ναι.

Ν.Σ.:

Ε… περίμενε. Η Αγιοθοδωρίτισσα.

Ε.Π.:

Η Αγιοθοδωρίτισσα. Ναι;

Ν.Σ.:

Περίμενε γιατί έχουμε πολλούς. Να πάρει η ευχή… Είναι «Κάτω στο γιαλό».

Ε.Π.:

«Κάτω στο γιαλό», έχει άλλες ονομασίες;

Ν.Σ.:

[00:10:00]Κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι. Ναι. Ο μπάλος.

Ε.Π.:

Ο μπάλος. Η αραπίνα;

Ν.Σ.:

Η αραπίνα. Και στο τέλος θα σου την παίξω κιόλα.

Ε.Π.:

Τέλεια! Ο Νικεντρέ;

Ν.Σ.:

Ο Νικεντρέ, ναι.

Ε.Π.:

Θυμάστε άλλους; Είναι και πολλοί.

Ν.Σ.:

Πολλοί μωρέ, πόσοι. Έχουμε κι άλλα, είναι…

Αντώνης Ρούσσος:

Της νύφης.

Ν.Σ.:

Της νύφης, αυτά είναι του γάμου.

Α.Ρ.:

Καροτσέρης.

Ν.Σ.:

Καροτσέρης. Έχει Κρητικό, έχομε ζεϊμπέκικα, έχομε Καλαματιανά, κάνα-δυο Τσάμικα.

Ε.Π.:

Εσάς ποιο είναι το αγαπημένο σας;

Ν.Σ.:

Όλα.

Ε.Π.:

Κύριε Νικόλα, εσείς οπότε παίζετε πάρα πολλά χρόνια στα γλέντια, έτσι;

Ν.Σ.:

Κοίταξε, εγώ όταν πρωτοπήγα  πέρα να πιάσω να παίζω, αρχίνισα από 16 χρονώ και είμαι 80. Το βιολί, μα στο σπίτι, μα να πάω να παίξω πουθενά, τώρα βέβαια δεν πάω γιατί δεν μπορώ, δεν βλέπω να πορπατώ και να πάω, πού να πάω; Δεν παίζω, εδώ στο σπίτι. Δεν το παρατώ, πάντα το πολεμούσα.

Ε.Π.:

Κύριε Νικόλα, θυμάστε να έχετε κάνει καμιά ωραία καντάδα;

Ν.Σ.:

Κοίταξε να δεις, πρώτα εμείς εδώ που παίζαμε στα μαγαζά, μα Αποκριές ήτανε, μα όποτε και να ‘τανε, αφού φεύγανε οι ανθρώποι πια, ήτανε ξημερώματα, εμείς θα βγαίναμε βόλτα στο χωριό, μαντινάδες, στα κορίτσα. Όπου αγαπούσε κάνεις πηγαίναμε και τραγουδούσαμε απ' έξω από το σπίτι. Αν μας θέλανε, αν τον θέλανε καλώς αλλιώς ούτε ανοίγανε και μπορούσαν να μας βρέξουν κιόλας, αμέ! Γεγονός. Άλλοι πετούσαν πέτρες. Αλλά άμα θέλανε ανοίγαν και οι πόρτες και κερνούσανε, βέβαια. Αυτά ήτανε του χωριού μας τα γλέντια.

Ε.Π.:

Θυμάστε κανένα στιχάκι;

Ν.Σ.:

Στιχάκια; «Από την πόρτα σου περνώ κι από τη γειτονιά σου να δω τι απεφάσισε για μένα η καρδιά σου

Ε.Π.:

Άλλα;

Ν.Σ.:

Έβγα στο παραθύρι κρυφά απ' τη μάνα σου και πες πως θα μιλήσεις στη φιλενάδα σου

Ε.Π.:

Πείτε μας, πείτε μας κι άλλα.

Ν.Σ.:

Ένας μου φίλος μ' έβαλε -ως οργανοπαίκτης βέβαια- για να σου τραγουδήσω  και να σου πω πως σ’ αγαπά  και να σ' ευχαριστήσω

Ε.Π.:

Θυμάστε κανένα έτσι ή πολύ ευχάριστο γεγονός μέσα σε μία καντάδα ή κάτι έτσι επεισοδιακό;

Ν.Σ.:

Κοίταξε να δεις, δεν θα ονομάσω όμως…

Ε.Π.:

Όχι, όχι.

Ν.Σ.:

Εγώ πήγα στη Λαγκάδα κάποια φορά και βγήκαμε βόλτα, μαντινάδα. Σε δυο σπίτια τραγούδησα και οι δυο παντρευτήκανε.

Ε.Π.:

Τέλειο.

Ν.Σ.:

Ναι.

Ε.Π.:

Τη δώσατε την ευλογία.

Ν.Σ.:

Εγώ πάντα τραγούδαγα, εγώ με πλερώναν οι ανθρώποι. Εγώ έκανα τη δουλειά μου.

Ε.Π.:

Και πέτυχε.

Ν.Σ.:

Εμένα και στη Λαγκάδα όλοι οι ανθρώποι με αγαπούσαν και με εκτιμούσαν, όλοι, αλλά κι εγώ το ίδιο. Εκεί γνώριζα ακόμα και το διημερίτικο παιδί που λέει ο λόγος. 4,5 χρόνια έκαμα εκεί πέρα.

Ε.Π.:

Ναι, βέβαια.

Ν.Σ.:

Τώρα είναι που μπορώ να πάω και να μη γνωρίζω από τους νέους κανένα.

Ε.Π.:

Επειδή μετά μείνατε όλα τα χρόνια εδώ.

Ν.Σ.:

Κοίταξε εγώ τότε πήγαινα, τώρα οι ανθρώποι οι μεγάλοι, πολλοί έχουνε φύγει απ’ αυτούς, πολλοί, εντάξει αυτούς έχει ακόμα που τους γνώρισα, άλλα παιδιά νεογέννητα δεν τα ξέρω τίνος είναι.

Ε.Π.:

Τι άλλο να σας ρωτήσω…;

Ν.Σ.:

Λοιπόν πέρα στη Λαγκάδα και του μάστορα μου το σπίτι ήτανε διαθέσιμο αν μία κακοκαιρία, μπορούσε να μείνω, μου το ‘λεγε κιόλα, ο αδερφός μου εκεί, το σπίτι του. Δεν έμεινα πουθενά. Τα 4,5 χρόνια μα κακοκαιρία, μα ό,τι θέλει ας ήτανε, έπρεπε να ‘ρθω στο σπίτι εδώ. Δεν εμένανε πέρα καθόλου.

Ε.Π.:

Επειδή θέλατε ή επειδή…;

Ν.Σ.:

Όχι, δεν, δεν, όχι. Και η ανιψιά μου και να μου λέει να πάω να κοιμηθώ στο σπίτι ή ο αδερφός μου τότε ξέρω ‘γω τι, αλλά δεν πήγαινα. Έπρεπε να 'ρθω στα Θολάρια. Κι ερχόμουν και βρεμένος. Για σκέψου ότι μία ώρα να πορπατάς, μα βροχή, μα ό,τι, καλοσύνη, κακοκαιρία να ‘ρχεσαι, δεν ήταν κοντά. Κι ο Μιχάλης από αυτούς που ήρχουντο εδώ κι μάθαινε λαούτο, όλο νύχτα έρχουντο. Πίσω στο Βαγγέλη, στο θείο.

Ε.Π.:

Κι αυτός με τα πόδια;

Ν.Σ.:

Ναι κι αυτός με τα πόδια. Αυτός ήτανε και καλός ποιητής στα τραγούδια και ωραία φωνή. Ένας τραγουδιστής από τους λίγους για τα δω, για τα ντόπια, για την ποίηση, για τα τραγούδια πάνω στο χορό, μεγαλείο! Και τούτος εδώ ο ταβερνιάρης, μην κοιτάς τώρα που δεν ακούει καθόλου αλλά πρώτα… να σου πει τραγούδια αυτός… Είναι κι αυτό χάρισμα, μη νομίσεις.

Ε.Π.:

Είναι. Θέλετε να μας διηγηθείτε έτσι κάποιο γλέντι που να θυμάστε με πολύ, δεν ξέρω, χαρά, που κάτι να έγινε..; 

Ν.Σ.:

Ε, κοίταξε…

Ε.Π.:

..Που να ‘χατε διασκεδάσει πολύ, που να ‘χετε γνωρίσει κάποιον, δεν ξέρω.

Ν.Σ.:

Έτυχε εγώ τότε, δηλαδή μπορώ να σου πω πόσες βραδιές συνέχεια έπαιζα, αυτό μπορώ να στο πω. Πάντως τα γλέντια καλά θα περάσεις αφού είναι γλέντι. Δύσκολα βέβαια να βρεθεί καμιά παρεξήγηση να χαλάσει το γλέντι. Αλλά έτυχε εδώ, έπαιζα στο Λακί κάθε δύο φορές τη 'βδομάδα, τρεις φορές τη 'βδομάδα, μια φορά τη ''βδομάδα. Έτυχε λοιπόν να είναι προπαραμονή της Αγίας Παρασκευής και έπαιζα στο Λακί και ανεβήκαμε απάνω 3:00 η ώρα, 3:00-4:00 η ώρα. Και έπρεπε να πάω στην Αγία Παρασκευή, τότε φουρτούνα, καΐκια. Γιατί να πας από πάνω ήτανε να πορπατείς 10 ώρες να πας στην Αγία Παρασκευή, δεν ήταν εύκολο. Εν τω μεταξύ από 'δω είχαμε κάτι λάδια, κάτι αρτοκλασίες να πάμε στη Μεγαλόχαρη κι έπρεπε να πάμε με καΐκι, αλλά ήτανε φουρτούνα. Τέλος πάντων πήγαμε. Δούλευα όλη νύχτα κάτω, έπαιζα και κάτω και όταν ήρθαμε με το καΐκι, με περίμενε ο αδερφός της πεθεράς του με το γαϊδουράκι στο γιαλό και μου λέει: «Πάρε το γάιδαρο μας και πήγαινε επάνω», εργένης εγώ τότε, «να κοιμηθείς, να φας στο σπίτι μας», επί λέξει μου λέει, «και να κοιμηθείς, γιατί το βράδυ έχετε να πάτε στη Λαγκάδα», άλλο γλέντι, τρίτη βραδιά, χωρίς ύπνο, τίποτα. Ανεβαίνω απάνω, εβρέθηκε κάποιος και λέει στο σύντροφό μου: «Θε να πάμε πέρα», «Ε… απόψε ο Νικόλας θα κοιμηθεί απάνω στο βιολί, που είναι ξενύχτης τώρα δύο βράδια συνέχεια και θα πάει και για τρίτο, ε…». Και πάμε πέρα, αλλά το αγώι τον ξυπνά τον αγωγιάτη. Κι ούτε με πείραζε καθόλου. Την άλλη μέρα συναπαντιούνται πάλι αυτοί οι δύο και του λέει: «Πώς πήγε ο Νικόλας απόψε;», λέει: «Όπως τονε ξέρεις». Είχα κουράγιο. Τώρα είμαστε μεγάλοι, δεν μπορούμε τα πολλά. Δεν γίνονται κιόλας. Τέρμα. Το γλέντι βαστούσε δύο μέρες να ξέρεις, ε!

Ε.Π.:

Ξεκινούσε από το πρωί;

Ν.Σ.:

Ναι. Εδώ πάντα ήτανε διήμερο το γλέντι.

Ε.Π.:

Άρα εσείς δεν πηγαίνατε για ξεκούραση.

Ν.Σ.:

Στον γάμο ναι, πηγαίναμε λίγο γιατί πηγαίναμε μετά να ξυπνήσουμε το αντρόγυνο, την άλλη μέρα. Την πρώτη ημέρα το τραπέζωμα ήτανε πατατάτο και ό,τι άλλο είχανε. Την άλλη μέρα όμως ήταν ο πατσάς. Έλα τώρα, να τα πω όπως πρέπει;

Α.Ρ.:

Πες τα.

Ε.Π.:

Πείτε, πείτε! Πείτε μας για τα έθιμα του γάμου.

Ν.Σ.:

Όταν η νύφη ήταν εντάξει η τιμή της φαινόνταν στο σεντόνι το πρωί. Κι έπρεπε να πάνε τα πεθερικά να δούνε. Αν ήταν εντάξει, το γλέντι την άλλη μέρα έβραζε. Αν δεν ήτανε… Καλά ήτονε μέχρι εκεί.

Ε.Π.:

Α, δεν συνεχιζόταν το γλέντι.

Ν.Σ.:

Όχι.

Ε.Π.:

Έκοβε.

Ν.Σ.:

Έκοβε τελείως. Πρώτα πρώτα αν ήτανε, θε να πέσει τουφεκιά και τότε πηγαίναμε με τα όργανα στο σπίτι στο νυφικό. Η τουφεκιά ήτανε σημάδι ότι η νύφη ήταν εντάξει. Και πηγαίναμε εκεί και μετά πηγαίναμε στο, εκεί που ήταν το τραπέζι, το μαγαζί να φάμε, να βάλει τον πατσά και να συνεχιστεί το γλέντι.

Ε.Π.:

Μάλιστα.

Ν.Σ.:

[00:20:00]Αμέ. Τώρα είναι αυτά ξεπερασμένα πια.

Α.Ρ.:

Όχι ο πατσάς.

Ν.Σ.:

Άκου να δεις ο πατσάς δεν είναι ξεπερασμένος αλλά… Τέλος πάντων τώρα άστο!

Ε.Π.:

Άρα κύριε Νικόλα, ξεκινούσε το πρωί ο γάμος, γινόταν ας πούμε πρωί, μεσημέρι;

Ν.Σ.:

Απόγευμα. Απόγευμα πήγαιναν να παντρευτούνε. Και όλη νύχτα φαγητό και μετά γλέντι μέχρι το πρωί. Μέχρι ό,τι ώρα πήγαινε. Και τότε επερίμενε ο παπάς να πάει να κάμει τον αγιασμό για να κοιμηθεί το αντρόγυνο, φεύγοντας από το γλέντι, κατάλαβες;

Ε.Π.:

Ναι.

Ν.Σ.:

Κι ο παπάς ήταν εκείνος που ήθελε να πρωτοσηκωθεί απάνω, να πάρει δυο βόλτες τη νύφη και να την παραδώσει στο γαμπρό. Ο παπάς ήθελε να την πρώτο-σηκώσει να την χορέψει εδώ. Και να την παραδώσει στο γαμπρό κατευθείαν. Αυτά ήταν τα έθιμα μας εδώ τότε. Και περίμενε την πρώτη βραδιά αυτήνε να τελειώσει το γλέντι, πάντα το ανδρόγυνο έφευγε καμιά ώρα-δύο πιο πρώτα από τον κόσμο και πήγαινε να κοιμηθεί και πήγαινε ο παπάς να κάμει τον αγιασμό με τους δικούς,  γονείς δηλαδή της νύφης και του γαμπρού, να κάμουν τον αγιασμό να ξαπλώσει το αντρόγυνο. Το πρωί έπρεπε να πέσει τουφεκιά, να πάμε με τα όργανα να τραγουδήσομε, να κεραστούμε, να μας κεράσουν εκεί και κατόπι, όταν ήταν έτοιμος ο πατσάς, να πάμε, μπροστά τα όργανα πίσω το αντρόγυνο, να πάμε στο μαγαζί και να τραπεζωθούμε, να φάμε και μετά να αρχίξει πάλι το δεύτερο γλέντι.

Ε.Π.:

Μάλιστα.

Ν.Σ.:

Έτσι ήταν τα έθιμα εδώ πέρα.

Ε.Π.:

Θέλετε να μας πείτε για την «αραπίνα»;

Ν.Σ.:

Ναι.

Ε.Π.:

Που είναι μόνο γυναικείος χορός νομίζω.

Ν.Σ.:

Όχι, χορεύει κι άντρας.

Ε.Π.:

Ναι;

Ν.Σ.:

Βέβαια.

Ε.Π.:

Α, για πείτε.

Ν.Σ.:

Και οι δύο. Και άντρες και γυναίκες χορεύουνε.

Ε.Π.:

Δεν υπάρχει κάποιος που είναι μόνο γυναικείος χορός;

Ν.Σ.:

Α, όχι. Όχι, όχι. Και βαλς να χορέψεις, δυο θα χορέψουνε. Άμα θέλεις χορεύεις και μονάχος. Δηλαδή οι γυναίκες μόνες. Και Καλαματιανό μπροστά τραβά ο καβαλιέρος και σε αφήνει μετά για να χορεύουν οι γυναίκες, άμα καθίζει κάτω αυτός. Ναι. Μπάλος χορεύει άντρας και γυναίκα. Όχι δύο, τρεις, τέσσερις απάνω! Δυο - τρία ζευγάρια! Όχι. Ένα ζευγάρι.

Ε.Π.:

Ο Κίτσος είναι αντρικός είπαμε μόνο.

Ν.Σ.:

Αντρικός, ναι.

Ε.Π.:

Και ο Νικεντρέ.

Ν.Σ.:

Και ο Νικεντρέ, άντρες τον χορεύουνε.

Ε.Π.:

Για ποιο χορό θέλετε να μας πείτε έτσι κάτι; Ο Μηχανικός;

Ν.Σ.:

Ο Μηχανικός είναι Καλύμνικος.

Ε.Π.:

Α, είναι ο χορός που κάνει αυτή την παντομίμα την…

Ν.Σ.:

Είναι Καλύμνικος χορός, ο «Μηχανικός» κι είναι αυτοί που βουτάνε. Που βουτάνε και πάνε κάτω στη θάλασσα. Για τους βουτηχτάδες είναι. Και χορεύεται σ' ένα σημείο που κρατάει το ραβδί και τρέμει, διότι άμα τονε χτυπήσει η μηχανή, το βουτηχτή, τρέμει και χορεύοντας το χορό δείχνει πώς όταν τον χτυπήσει η μηχανή κατιντά.

Ε.Π.:

Κατάλαβα.

Ν.Σ.:

Ναι. Το ξέρεις Αντώνη εσύ αυτό;

Α.Ρ.:

Είναι νόσος των δυτών. Παθαίνει τη νόσο των δυτών. Κι όταν μπαίνει στο γρήγορο κομμάτι με το βιολί τον κατεβάζει στο βάθος που έπαθε τη νόσο οπότε ξαναγίνεται κανονικός κι αρχίζει τα τσαλέμια και…

Ν.Σ.:

Ναι. Απάνω στη στεριά είναι μισερός, πάει κουτσαίνοντας κι άμα κατέβει κάτω πάλι είναι κανονικός. Έχω δει εγώ.

Ε.Π.:

Τι άλλο να πούμε κύριε Νικόλα;

Ν.Σ.:

Ό,τι θέλετε, ό,τι μπορούμε θα πούμε.

Ε.Π.:

Ποιο χορό να μας περιγράψετε; Ας πούμε, ο Πολίτικος που είπατε ότι είναι ο πρώτος… Ξ εκινάει είπαμε με δύο άντρες…

Ν.Σ.:

Αυτός είναι πολύ, πολύ σεμνός χορός. Και χορεύεται και με ηλικιωμένους. Είναι αργός χορός που χορεύουνε κι ηλικιωμένοι. Λεβέντικος χορός, ωραίος. Κάποια φορά επαίζαμε πίσω στου «Χορευτή» και σηκώνονται τρεις γιαγιάδες απάνω, ακόμα μέσα στη μνήμη μου, μέσα στο βλέμμα μου έχει μείνει το βήμα τους και οι τρεις γυναίκες με ένα βήμα. Τέτοια λεβεντιά δεν την έχω ξαναδεί. Έχω δει πολλούς καλούς χορευτάδες. Σαν αυτές τις γιαγιάδες εδώ, δεν μπορώ να σου πω. Να ‘ξερες ο Φάνης, ο θείος του Αντώνη, τί χορευταράς ήτο; Μεγαλείο. Αλλά χορεύει κι αυτός τα παλιά, αυτά που ξέρουμε εμείς, την παράδοση.

Ε.Π.:

Ο Θερμιώτικος;

Ν.Σ.:

Αυτός, τραγουδάς.

Ε.Π.:

Είναι πιο ανάλαφρος.

Ν.Σ.:

Ωραίος. Αλλά κι ο Συριανός, βέβαια.

Ε.Π.:

Τι άλλο;

Ν.Σ.:

Μαντινάδα, έχει δύο μαντινάδες, η μια είναι η Γιαλίτισσα και η άλλη είναι Καταπολιανή.

Ε.Π.:

Και είναι άλλοι στίχοι;

Ν.Σ.:

Όχι, οι στίχοι μπορεί να είναι οι ίδιοι, άλλος ο τρόπος του τραγουδιού.

Ε.Π.:

Είναι άλλος σκοπός.

Ν.Σ.:

Άλλος ο τρόπος. Ναι. Τον στίχο μπορεί να τον πεις τον ίδιο.

Ε.Π.:

Οπότε έχει διαφορά στο παίξιμο…

Ν.Σ.:

Ναι

Ε.Π.:

Αλλά μοιάζει.

Ν.Σ.:

Ναι.

Ε.Π.:

Κατάλαβα.

Ν.Σ.:

Εγώ τις ξέρω για τις δύο βέβαια, και τη Καταπολιανή και τη Γιαλίτισσα.

Ε.Π.:

Τέλεια.

Ν.Σ.:

Είναι κι ένας σκοπός άλλος: σάλα γιάλα μες στη σάλα…

Ε.Π.:

Α, το ξέρω!

Ν.Σ.:

…μες στο μαγειρείο Άσ’ τα ψάρια να καούνε κι έβγα να σε δω σάλα γιάλα μες στη σάλα τα μιλήσαμε να σε πάρω να με πάρεις  συμφωνήσαμε το μαντήλι σου τινάζεις κάτω στον γιαλό και θαρρώ πως μου φωνάζεις έλα παραδώ

Ε.Π.:

Κύριε Νικόλα, θέλετε να μας παίξετε κάτι;

Ν.Σ.:

Θέλω.

Ε.Π.:

Κι εμείς θέλουμε. Μισό λεπτό να σας βγάλω αυτό από δω.

Ν.Σ.:

Ναι, βγάλ’το.

Ε.Π.:

Λοιπόν… Κύριε Νικόλα…

Ν.Σ.:

Πρώτα στα καφενεία δεν ηκάθιζες κάθε οικογένεια σε τραπέζι. Οι γυναίκες πηγαίνανε μονόπαντα, είχε μαδέρια, στρωμένα τα μαδέρια και καθίζανε μονόπαντα και στο καφενείο ήτανε δύο τραπεζάκια που καθίζανε οι άντρες, δυο παρέες άντρες ήτανε, όλοι μαζί. Δεν είχε μέρος για να κάτσουνε να βάλεις τραπέζα-τραπέζα, τα καφενεία ήτανε μικρά. Και σηκωνόνταν να χορέψουνε κι από τα μαδέρια σηκωνόντανε -οι γυναίκες οι μεγάλες που δεν ήταν για χορό πηγαίνανε πίσω-πίσω, αυτές που ήτανε για χορό ήτανε μπροστά, γιατί δεν ήταν εύκολο να περνούν τα μαδέρια να βαστούνε να χορέψουνε, κατάλαβες; Ναι. Και ήτανε δυό τραπέζα με το μεζέ τον ανάλογο που είχανε, μη θαρρείτε πως είχε και πάρα πολλά πράγματα, εκεί πέρα, τίποτα ψάρια τηγανητά, καμιά συκωταριά, τέτοια. Και ήτανε η λάμπα, το λουξ, μες τη μέση, δεν είχαμε άλλα φώτα, πρώτα ήταν η λάμπα του πετρελαίου, αυτή με το γυαλί, ξέρετε, αυτά ήταν ο φωτισμός στα μαγαζά, το χωριό ήτανε σκοτεινό, μόνο με λάμπες, να, πάνω στο ράφι είναι μια. Αυτή ήτανε ο φωτισμός μας. Ήτανε αυτός ο φωτισμός και βλέπαμε όλοι. Και οι γυναίκες έκαναν το βράδυ δουλειά, επλέκανε, οι εργάτοι κι εμείς ηγράφαμε σα μαθητές και διαβάζαμε, μια χαρά, τώρα είναι τα ηλεκτρικά κι είμαστε στραβοί οι πιο πολλοί. Ναι.

Ε.Π.:

Ο χώρος του καφενείου πώς ήτανε μέσα; Είπαμε είχε αυτά τα δύο τραπεζάκια…

Ν.Σ.:

Ε, ναι. Θα ‘τανε καμιά πενηνταριά ανθρώποι.

Ε.Π.:

Και είχε μόνο ελληνικό…

Ν.Σ.:

Α! Τα γλυκά ήτανε κέρασμα, κάθε κάβο, αυτό δεν το έχουμε πει, ο κάβος κερνούσανε. Χόρευες ελόγου σου ή άλλη και τρεις-τέσσερις απάνω στον κάβο, οι γυναίκες ήτανε στο πιατάκι λουκούμι. Πέντε γυναίκες ήτανε, πέντε λουκούμια. Δύο ρακές. Ή μέντες. Για τους άντρες. Ή κίτρα ή ούζα. Δύο πιοτά. Λοιπόν κερνούσε ο άλλος, πάλι λουκούμια γυναίκες, είχανε μια τσάντα τα βάλανε μέσα. Μέχρι κουφέτα είχε! Αυτά ήταν τα κεράσματα για τις γυναίκες, δεν επίνανε πιοτά. Ναι αμέ. Αυτά ήτανε. Εμένα… Τα γλυκά για τα παιδιά ήτανε μία γυάλα κουφέτα και μία γυάλα κάτι καραμελάκια τόσα, τυλιγμένα στο χαρτί, κάθε Κυριακή ήθελε να με πάει ο πατέρας μου να μου πάρει μία δραχμή καραμελάκια, ηδίνανε 11 καραμελάκια στη δραχμή. Επίσης και κουφέτα, τα κουφέτα όμως από μέσα ήταν αλεύρι και απ’όξω ήτανε ίσα-ίσα μια γλύκασα, ότι πώς κάνουμε ένα με ζάχαρη, αυτό ήτανε. Δεν [00:30:00]είχε τίποτα, ούτε σοκολάτες είχαμε τότε, ούτε τίποτα. Αυτό το κέρασμα στα μαγαζά. Εδώ μπροστά λοιπόν, αυτό που ακούει «Καλή καρδιά» τώρα…

Α.Ρ.:

Του μάγκα.

Ν.Σ.:

Ναι, του μάγκα, το ‘χε ο Μήτσος ο Γαβαλάς ο Πετσίκης κι εγώ σαν παιδί με έστειλε πουθενά να πάω να του κάνω καμία αγγαρεία, είχε μέσα σε μία κασέλα μία γυάλα γεμάτη καραμέλες του Αστακού, αυτές έχουνε γέμιση και η γέμιση είχε καμπιάσει, είχε πιάσει σκουληκάκια. Άμα πήαινα λοιπόν, μου ‘δωνε 4-5 καραμέλες, πήγαινα στην αυλή της εκκλησίας που ήτονε απάνω στην παγκάδα εκεί ο ήλιος, τις ήσπου και με τη ζεστασά εβγαίναν τα σκουληκάκια όξω κι έτρωγα κι εγώ την υπόλοιπη. Μη γελάς! Δεν είναι… Αλήθεια σου τα λέω.

Ε.Π.:

Ναι.

Ν.Σ.:

Έτσι, αυτά ήταν τα γλυκά μας. Σύκα ξερά στο σκολειό κι ένα κομμάτι ψωμί 7-8 μερώ, από δικό μας, όχι φούρνου. Δεν είχε τότε φούρνους. Άμα δεν είχες ψωμί, σου σώνουντo, επήγαινες στο διπλανό, στο γείτονα, αν είχε ζυμώσει πιο πριν να σου δώσει ένα ψωμί δανεικό. Όταν εζύμωνες εσύ του το πήγαινες. Έτσι ήταν εδώ πέρα. Ναι.

Ε.Π.:

Τι άλλο να πούμε για το καφενείο…;

Α.Ρ.:

Ήτανε και τα μπακάλικα της εποχής τα καφενεία, έτσι;

Ν.Σ.:

Ε, ναι, εκεί στου «Χορευτή» από πάνω, εσύ το πρόλαβες από πάνω το άλλο μαγαζάκι που το κατέβασε και το κάμανε κουζίνα;

Α.Ρ.:

Όχι.

Ν.Σ.:

Εκεί πάνω ήταν το μπακάλικο. Ο μπεζαχτάς ήτονε στη μέση του μαγαζιού. Και ήβγαινες με σκαλάκια από πάνω. Από την άλλη μπάντα είχε μία πόρτα…

Α.Ρ.:

Ήτανε έτσι..

Ν.Σ.:

Ήτανε φάτσα από το μπάρι, εκεί στο μπάρι κοντά από πάνω είναι ένα σίδερο, εκείνο το σίδερο εκεί ήταν το ντουβάρι του μαγαζού. Ύστερι του ‘δωκε ο Αργύρης και πήγε μέσα. Ήτανε μικρό το μαγαζί και φάτσα από το μπάρι ήταν ο μπεζαχτάς, κι εκεί από το μπεζαχτά είχε σκαλάκια κι έβγαινε στο απάνω μαγαζί.

Α.Ρ.:

Δεν το ‘χω προλάβει.

Ν.Σ.:

Δεν το πρόλαβες εσύ, όχι. Εκεί πάνω ήταν το μπακάλικο. Μπακαλιάρος, μακαρόνια, τότε ήτονε σε πέντε οκάδες το χαρτί. Πήγαινες να πάρεις μισή οκά, μια, σού βγαλε και σου ζύγιζε. Δεν ήτονε πακέτα-πακέτα, συσκευασίες μισόκιλα, δεν ήτω. Πεντόκιλα ήτανε. Πέντε οκάδες, όχι κιλά. Ο μπακαλιάρος ερχότανε με τη λινάτσα στο τσουβάλι. Εκεί είχεν έναν τενεκέ με βρύση, που έβαλε το πετρέλαιο. Πήγαινες με το μπουκάλι και σου βάλε μισή οκά πετρέλαιο, μια οκά πετρέλαιο. Ο μπακαλιάρος ήτανε χάμω. Ο χαλβάς ήταν στις λαμαρίνες. Ετούτο ο Αργύρης, τα αδέρφια του όλοι, ήταν καμπόσοι, 'βγάλαν το αμύγδαλο από το χαλβά και το τρώγανε και βάλαν τη γλώσσα από πάνω από τη λαμαρίνα και παίρνανε μια γλύκα σαν απ΄ το χαλβά. Ύστερα σου ‘κοβε εσένα… Λοιπόν είναι εδώ, ερχότανε ο γιατρός κι έκανε ιατρείο κάθε Πέμπτη, ο γιατρός ήτανε ο Μουστάκας και ήρχουντο και ο αστυνόμος, ο Ψαλίδας τότε. Τόνε πρόλαβες τον Ψαλίδα; Μπα.

Α.Ρ.:

Έχω ακουστά.

Ν.Σ.:

Εντάξει, εγώ τόνε πρόλαβα. Λοιπόν κάθε Πέμπτη ήθελε να πάρει βόλτα τα μαγαζιά, έλεγχο. Είχε ανοίξει εκεί πέρα στο Σελάδι ο Πορτοκάλης, του Στρουφή ο πεθερός, μαγαζί. Είχε από δω ο Μιχαλιός. Αυτά ήταν καλοκαιρινά μαγαζιά. Πηγαίνανε περίπατο οι ανθρώποι πέρα, πέρα από τις Καμάρες, Ακρωτήρι κι ερχόμενοι καθίζαν εκεί. Ωραία βέβαια, ε; Ο Μιχαλιός ήκανε και καμιά φορά και κανένα κοκορέτσι, 'βγαίναν και όργανα εκεί πέρα. Λοιπόν… Επήγε ο Μουστάκας πέρα, 'κεί πέρα, στον Πορτοκάλη κι έχει κάτι κουτσό-χυλισμένα φλιτζανάκια, τα πιάνει, τα 'σπα.  Η τράπουλα ήτανε, άμε γύρευε πόσο χρονών, είχεν απάνω… Του τήνε σκίζει, του λέει: «Την άλλη βδομάδα, την άλλη Πέμπτη θα ‘ρθω κι αν είσαι σ' αυτή την κατάσταση θα σου βάλω ταινία». Ο Μιχαλιός ήταν καθαρός. Ε, πήγαινε κι αυτός ως του «Χορευτή» κι ο μπακαλιάρος αφού δεν είναι σε ψυγεία, δεν υπήρχαν τίποτα, είχε κοκκινίσει. Βάλει το κατσαρόλι, τον τενεκέ, στη βρύση με το πετρέλαιο, μέσα ‘τονε το κουτί, του ‘λεγε ο «Χορευτής», ο πατέρας τουτουνού του Αργύρη, «Άσ’το, θα το φάω εγώ». Λέω: «Όχι»,  γύρισε απάνω εκεί πέρα λίγο, του λέει: «Τώρα φάτονε». Ερχόντανε γιατρός, Εδώ πάνω ήτανε ο Φούρναρης, είχε ανοίξει φούρνο…

Α.Ρ.:

Ο Ηλίας.

Ν.Σ.:

Όχι ο Ηλίας! Ήταν εδώ πάνω ένας που τηνής, της μάνας της, την Λαλά της αυτηνής που ‘ταν εδώ την είχανε υιοθετήσει, ήτανε σπανός αυτός, τον λέγανε το Στέφανο αλλά το παρατσούκλι του ήταν Ονούφριος. Και είχε φούρνο αυτός, έβγαλε καλό ψωμί τότε, ήταν τ' αλεύρια καλά αλλά ήταν και μάστορες. Έβγαζε και μαύρο και άσπρο. Είχε το άσπρο, η οκά, 6 δραχμές. Πολλά λεφτά τότε για τα χρόνια εκείνα. Και κάθε μέρα που ‘ρχοντο ο Μουστάκας, πήγαινε απάνω. Τον ήβαλε και ηφόρη άσπρη σκούφα, ποδιά άσπρη. Τότε η ζυγαριά είχε δράμια, μπρούτζινα. Τα πρόλαβες; Τον ήβαλε και τα γυάλιζε με γράσο, ηστράφτανε!Κάθε τόσο -του ‘σπασε το φουρνεύτριο που ‘τανε παλιό να κάμει καινούργιο- κάθε τόσο τον είχε… Ναι. Εκεί κάναν έλεγχο, τώρα δεν κάνει τίποτε κανένας. Ούτε γιατρός πάει ούτε τίποτα. Ναι αμέ.

Ε.Π.:

Κύριε Νικόλα, να σας βγάλω το μικρόφωνο από 'κει και να μας παίξετε κάτι;

Ν.Σ.:

Τι προτιμάς τώρα απ ’όλα;

Ε.Π.:

Εγώ όλα! Αλλά, θα μας πείτε τι είναι το καθένα;

Ν.Σ.:

Βέβαια. Ας ξεκινήσουμε από Πολίτικο,ε;

Ε.Π.:

Αμέ. (Πολίτικος)

Ν.Σ.:

Θερμιώτικος. (Θερμιώτικος)

Ν.Σ.:

Συριανός. (Συριανός) [00:40:00]

Α.Ρ.:

Μπράβο Νικόλα.

Ε.Π.:

Τέλειο.

Α.Ρ.:

Και μια Αραπίνα που ‘λεγες να παίξεις.

(Αραπίνα)

Ε.Π.:

Αυτή ήταν η Αραπίνα;

Ν.Σ.:

Ναι.

Α.Ρ.:

Κι έχει και στίχους.

Ν.Σ.:

Μαγκιάρα Αραπίνα μου Γιαχαμπίμπι Θέλω να μ’αγαπήσεις Μαζί μου πια να ζήσεις Θέλω να μ’αγαπήσεις Μαζί μου πια να ζήσεις Θα πάω εκεί στην Αραπιά Γιαχαμπίμπι Να βρω μιαν Αραπίνα, ναζιάρα και τσαχπίνα. Να την ρωτήσω να μου πει Γιαχαμπίμπι Πώς γίνεται η αγάπη με τα δικά μου πάθη. Από τα χείλη ξεκινά, Γιαχαμπίμπι Και στην καρδιά πηγαίνει, ριζώνει μα δε βγαίνει.

Ε.Π.:

Κουραστήκατε; (Συλίβριος)

Ε.Π.:

Κύριε Νικόλα, αυτό τι ήταν;

Ν.Σ.:

Συλίβριος.

Ε.Π.:

Φανταστικά. Όσο έχετε κέφι, παίξτε μας!

Α.Ρ.:

Να σου παίξει κι ένα Νικεντρέ που το συζητάγατε προηγουμένως.

Ε.Π.:

Α, ναι. Θέλετε; Να μας παίξετε το Νικεντρέ;  

Ν.Σ.:

Αν θέλετε εσείς!

Ε.Π.:

Εμείς θέλουμε!

Ν.Σ.:

Για να δω, το θυμάμαι κιόλα;    (Νικεντρέ)     

Ε.Π.:

Τέλεια.

Ν.Σ.:

Η μαντινάδα η Γιαλίτισσα(Γιαλίτισσα)                                                                             

Ν.Σ.:

Η Καταπολιανή είναι αυτή.    (Καταπολιανή)                                                                                                          

Ε.Π.:

Τέλεια. (Σκοπός γάμου)                                                                                                            

Ν.Σ.:

Αυτά είναι άμα θα σε πάρουνε στην εκκλησία να σε παντρέψουνε. Αυτό το σκοπό παίζεις.

Ε.Π.:

Αυτός είναι ο σκοπός του γάμου;

Ν.Σ.:

Ναι.

Α.Ρ.:

Εγώ το θεωρώ, αν όχι τον ωραιότερο, από τους ωραιότερους σκοπούς που έχουμε.

Ν.Σ.:

Ε, μην κοιτάς παιδιά και το βιολί σκέτο, αν έχεις λαούτο να σε σιγοντάρει κάνεις άλλα πράγματα.

Ε.Π.:

Κύριε Νικόλα, το βιολί σας, είπαμε, ήταν του πατέρα σας.

Ν.Σ.:

Έλα εδώ να το δεις, εδώ…

Ε.Π.:

Ναι.

Ν.Σ.:

…πόσο φαγωμένη είναι η γλώσσα. Εδώ. Αυτό το λένε γλώσσα, τούτο.

Ε.Π.:

Είναι φαγωμένη εδώ στο πλάι.

Ν.Σ.:

Εδώ, εδώ που παίζεις, εδώ. Τα δάχτυλα, εδώ.

Ε.Π.:

Α! Κατάλαβα.  (Μπάλος)

Ν.Σ.:

Μπάλος.

Ε.Π.:

Αυτό μοιάζει και με κάτι Μπάλους επτανησιακούς.

Ν.Σ.:

Τι;

Ε.Π.:

Μοιάζει και μ’ ένα Μπάλο Κεφαλλονίτικο.

Ν.Σ.:

Ναι;

Ε.Π.:

Εντάξει, αν σας κουράσαμε, δεν θα επιμείνω να μας παίξετε κάτι ακόμα. Αλλά άμα μας παίξετε, εμένα δεν με πειράζει!

Ν.Σ.:

Έλα έναν Μηχανικό.

Ε.Π.:

Έναν Μηχανικό.

Ν.Σ.:

Και μετά έναν Καλαματιανό.

Ε.Π.:

Ωραία. (Μηχανικός)                                                                                                              

Ε.Π.:

Αυτός ήταν ο Μηχανικός.

Ν.Σ.:

Κι ο Υδραίϊκος.   (Υδραίϊκος)    (Σμυρναίϊκος)                                          

Ν.Σ.:

Σμυρναίϊκος. Αντώνη εσύ τι χορεύεις πιο καλά;

Α.Ρ.:

Τι χορεύω πιο καλά; Ό,τι μου βγει εκείνη τη στιγμή.

Ν.Σ.:

Ε, πρέπει να υπάρχει και μια εξαίρεση. Κίτσο χορεύεις καλά;

Α.Ρ.:

Εξαρτάται. Εμπίπτω στην κατηγορία αυτή που έλεγες την προηγούμενη φορά, εγώ δεν κοπανιέμαι σα χταπόδι.

Ν.Σ.:

Όχι βέβαια!

Α.Ρ.:

Προτιμώ να είμαι πιο πολύ στα βήματά μου, να κάνω το τσαλέμι μου εκεί που πρέπει...

(Κίτσος)                                                                                                                      

Ε.Π.:

Κίτσος.

Ν.Σ.:

Κίτσος.

Α.Ρ.:

Ξέρεις ποιο δεν αναφέραμε πριν; Πριν δεν είπαμε για τη Σούστα.

Ν.Σ.:

Α, δεν την είπαμε κι αυτή, ναι.  (Σούστα)             

Ε.Π.:

Αυτή ήταν η Σούστα λοιπόν.

Α.Ρ.:

Έναν Καλαματιανό.

(Καλαματιανός – Σιγά καλέ μου σιγά – Η γυναίκα που μ’ αρέσει)                  

Ε.Π.:

Αυτός ήταν Καλαματιανός;

Ν.Σ.:

Καλαματιανός είναι «Σαν πας στην Καλαμάτα», το άλλο είναι «Σιγά καλέ μου, σιγά» και τούτο «Η γυναίκα που μ’ αρέσει». Τρία μαζί. Θέλεις κι ένα ζεϊμπέκικο;

Ε.Π.:

Εγώ άμα θέλετε, ναι, θέλω.

Α.Ρ.:

Τώρα βρήκες άνθρωπο εδώ πέρα.

 (5 ζεϊμπέκικα: Ένας μάγκας στο Βοτανικό – Το βουνό – Μου τηλεφωνήσανε – Ο Μεμέτης – Αν είσαι μάνα και πονείς)                                                                             

Ε.Π.:

Τώρα δεν μας παίξατε μόνο ζεϊμπέκικο. Μας παίξατε και κάτι άλλο;

Ν.Σ.:

Ζεϊμπέκικο δεν σου ‘παιξα τώρα; 

Ε.Π.:

Μόνο;

Α.Ρ.:

3-4 ζεϊμπέκικα σου ‘παιξε.

Ν.Σ.:

Τρία ήτανε. Τέσσερα.

Ε.Π.:

Α, γι’ αυτό το λέω.

Α.Ρ.:

Το «Βουνό» ήτανε, το «Μου τηλεφωνήσαν»;

Ν.Σ.:

Ναι.

Α.Ρ.:

Το πρώτο ήτανε το «Ένας μάγκας στο Βοτανικό»

Ν.Σ.:

Ναι. Το δεύτερο ήτανε…

Α.Ρ.:

…το «Βουνό». «Θ' ανέβω και θα τραγουδήσω..»

Ν.Σ.:

Το τρίτο ήτανε…

Α.Ρ.:

«Μου τηλεφωνήσανε»

Ν.Σ.:



«Μου τηλεφωνήσανε». Το άλλο ήτανε ο «Μεμέτης».

Α.Ρ.:

Ναι.

Ν.Σ.:

Το άλλο ήτανε «Αν είσαι μάνα και πονείς».

Α.Ρ.:

Ναι. Πέντε.

Ν.Σ.:



Αν είσαι μάνα και πονείς  έλα στ’ Ανάφπλι να με δεις.  Μάνα σου είμαι και πονώ, στ’ Ανάφπλι δε μπορώ να ‘ρθω.

Ε.Π.:

Αχ κύριε Νικόλα… Εντάξει, νομίζω σας έχουμε ξεζουμίσει.

Ν.Σ.:

Τι;

Ε.Π.:

Λέω σας έχουμε ξεζουμίσει.

Ν.Σ.:

Ε, ναι. Έπρεπε να ‘ρθετε πιο νωρίς.

Ε.Π.:

Μπορώ να ξανάρθω; 'Ντάξει θα ξανάρθω.       (Θα πάρω μια ψαρόβαρκα)                                                                                     

Ν.Σ.:

Ποιο είναι Αντώνη αυτό;

Α.Ρ.:

«Θα πάρω μια ψαρόβαρκα».

(Θα πάρω μια ψαρόβαρκα – Ποιος μωρό μου ποιος)                                          

Α.Ρ.:

Ποιος μωρό μου ποιος. Ωραία, ωραία.

Ν.Σ.:

Έλα γαμήσου γαμώτο! (στο τηλέφωνο)         (Αξώτικος)                                                                                                               

Ν.Σ.:

Αυτό ήτανε.

Ε.Π.:

Τέλεια.