© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Πρέπει να κάνουμε Προσκοπείο»: η αρχή και οι στιγμές του Προσκοπείου της Νέας Αρτάκης

Κωδικός Ιστορίας
10054
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ζωή Χαλβατζή (Ζ.Χ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
21/03/2021
Ερευνητής/τρια
Φραντζέσκα Άννα Κοκκινάκη (Φ.Κ.)
Φ.Κ.:

[00:00:00]Είναι Κυριακή 21 Μαρτίου 2021. Είμαι με τη Ζωζώ Χαλβατζή και βρισκόμαστε στη Νέα Αρτάκη. Είμαι η Φραντζέσκα Κοκκινάκη, ερευνήτρια στο Istorima, και ξεκινάμε. Ζωζώ, πες μου λίγα λόγια για σένα.

Ζ.Χ.:

Γεια σου, Φραντζέσκα. Χαίρομαι αφάνταστα που μου δίνεται αυτή η ευκαιρία. Ονομάζομαι Ζωζώ Χαλβατζή. Γεννήθηκα το 1968 στη Νέα Αρτάκη Ευβοίας, μια κωμόπολη προσφυγική, προσφύγων. Μεγάλωσα σε μία οικογένεια ως μοναχοπαίδι, αλλά με μια πάρα πολύ μεγάλη τύχη δίπλα μου, να έχω την προγιαγιά μου, η οποία ήρθε απ’ το παλιό χωριό ετών 30. Επομένως, μεγάλωσα μ’ όλες τις μνήμες τις συλλογικές ενός πολιτισμού που χάθηκε όσο κι αν προσπάθησαν να τον μεταλαμπαδεύσουν εδώ. Και ήτανε αυτή η επαφή με αυτή τη γυναίκα και με αυτούς τους ανθρώπους εκείνης της άλλης γενιάς που προσδιόρισαν το χαρακτήρα μου και με έκαναν να νοιάζομαι πρώτα για το «μαζί» και μετά για το «εγώ». Μεγαλώνοντας, κατάλαβα ότι αυτό που μου άρεσε ήτανε να παρατηρώ τη φύση, να μελετώ τη φύση. Ήθελα να γίνω μικρή σαν τον Κουστώ, να κάνω μεγάλα, σπουδαία πράγματα και να αλλάξω τον κόσμο. Αυτό το θυμάμαι από παιδάκι Δημοτικού. Να αλλάξω τον κόσμο, να είναι χρήσιμη στην κοινωνία, ακολουθώντας το πάτημα της γιαγιάς μου της Πανιώς, που μου έλεγε: «Ό,τι κι αν κάνεις, να είσαι χρήσιμη στην κοινωνία». Έτσι, λοιπόν, σπούδασα Βιολογία, τη μεγάλη μου αγάπη, έκανα το διδακτορικό μου και από τότε ασχολούμαι με τα κοινά. Στην αρχή προσπάθησα να ασχοληθώ, όντως δουλεύοντας πια στην Αθήνα ετών 30, με το να αναδιαμορφώσουμε και το να αναζωπυρώσουμε το ενδιαφέρον του κόσμου για την αιμοδοσία. Όμως, πάρα πολύ γρήγορα κατάλαβα το ότι, αν θες να αλλάξεις τον κόσμο, θα πρέπει να επενδύσεις κάπου πολύ συγκεκριμένα: στις παιδικές ψυχές. Και αυτό γιατί μόνο τότε μπορείς να δώσεις διαφορετικού τύπου αξίες απ’ αυτές που ισχύουν στην κοινωνία.

Ζ.Χ.:

Περνώντας, λοιπόν, τα χρόνια και ενώ πλέον είχα παιδιά, το πρώτο που θυμάμαι ότι έκανα ήτανε να πείσω την τότε Δημοτική Κοινότητα Νέας Αρτάκης να στήσουμε καλοκαίρι ένα εργαστήρι παραμυθιού με παιδιά. Εγώ ήμουν συντονίστρια. Ανοίξαμε, λοιπόν, ένα δημοτικό σχολείο, πήραμε το παραμύθι μιας Αρτακινής που μόλις είχε εκδοθεί, της Φωτεινής της Παντελάκη, και κάναμε το εξής: Το εικονογραφήσαμε με τη βοήθεια ζωγράφων, το κάναμε θεατρικό με τη βοήθεια διδασκάλων θεάτρου και μετά όλο αυτό το πράγμα, δηλαδή την έκθεση ζωγραφικής, το αφήγημα του παραμυθιού και την ιστορία του πόσο δύσκολα αυτό το βιβλίο ταξίδεψε και εκδόθηκε, το παρουσιάσαμε σε μια γιορτή για τα παιδιά που είχε γίνει στην παραλία της Αρτάκης, πίνοντας καφέ οι μεγάλοι. Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή, η πρώτη παρέμβαση σε παιδικές ψυχές, αν μου επιτρέπεται ο λόγος «παρέμβαση». Και μετά, μεγαλώνοντας τα παιδιά μου και ενώ ήμουν πια στο 2ο Δημοτικό Σχολείο, στο Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων, σκέφτηκα ότι δεν έχει νόημα να κάνουμε πράγματα μόνο για το σχολείο αυτό. Πρέπει να ενώσουμε όλα τα Δημοτικά Σχολεία. Πρώτο εγχείρημα, λοιπόν, να ενώσουμε εξακόσια παιδιά σε ένα άλσος εδώ στην Αρτάκη παίζοντας. Γεννήθηκε, λοιπόν, τότε, εν έτει 2006, η πρώτη επαφή με όλα τα Δημοτικά. Συντόνισα όλους τους Συλλόγους Γονέων και Κηδεμόνων. Μαζεύτηκαν σαράντα εθελοντές —γιατί, αν θες να αλλάξεις τον κόσμο, αυτό που πρέπει να καλλιεργήσεις είναι τον εθελοντισμό. Μαζεύτηκαν, λοιπόν, σαράντα εθελοντές γονείς, μοιράστηκαν σταθμοί, παίζοντας, ζωγραφίζοντας, φτιάχνοντας μαγιάτικα στεφάνια, και ήτανε μια γιορτή για τα παιδιά πρωτομαγιάτικη. Δεν ξέρω αν τη θυμάσαι, αλλά ήτανε μια γιορτή που το θυμάμαι ακόμα και τώρα [00:05:00]και κλαίω.

Ζ.Χ.:

Την επόμενη χρονιά έχασα τον πατέρα μου, το 2007, έναν άνθρωπο που λάτρευε τα παιδιά. Εκείνο το χειμώνα, που εγώ ήμουν βυθισμένη μέσα στο πένθος του ανθρώπου που λάτρευε τόσο πολύ τα παιδιά, όντας νέος όπως είχε φύγει, 63 ετών, μου είπε μια φίλη μου που ήμασταν μαζί στο Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων του Δημοτικού Σχολείου Νέας Αρτάκης, του 2ου, η Ελένη η Φουντάνα: «Τα καλοκαίρια πηγαίνω κατασκηνώσεις». Λέω: «Πού πας κατασκηνώσεις; Θέλω να κάνω κατασκήνωση. Δεν έχω κάνει ποτέ μου κατασκήνωση». Μου λέει «Πάω στον Άγιο», μου λέει, «με το Προσκοπείο της Χαλκίδας». Λέω: «Θέλω να ‘ρθω και εγώ. Και τι κάνεις εκεί;». Μου λέει: «Μαγειρεύουμε για τα παιδιά». «Όταν θα ξαναπάς», της λέω, «θέλω να με πάρεις τηλέφωνο». Φτάνει, λοιπόν, εκείνο το καλοκαίρι, το καλοκαίρι του 2008, και με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει: «Δεν έχουμε κόσμο για να μαγειρέψει. Θα έρθεις;». Και της λέω: «Θα έρθω, αλλά θα φέρω μαζί το μικρό μου το γιο, ετών 3. Το μεγάλο μου το γιο θέλω να τον βάλετε όπου είναι τα υπόλοιπα παιδιά —δεν ξέρω πού, θα τα καταφέρεις— και θα φέρω μαζί και την κουμπάρα μου, που ξέρω ότι λατρεύει τα παιδιά, μαζί και τα παιδιά της. Υπό αυτούς τους όρους θα ανέβω να βοηθήσω στο μαγείρεμα». Ούτε που κατάλαβα ότι έβαζα όρους. Ούτε πολύ ούτε λίγο, επειδή είχαν ανάγκη από εθελοντές μαγείρισσες, εθελόντισσες μαγείρισσες, ανεβήκαμε εγώ με τη Νίκη τη Μουττοτού στην κατασκήνωση. Ο γιος μου ο Σωτήρης τον αποδέχτηκαν και μπήκε στην εξάδα μιας Αγέλης, της 6ης Αγέλης, της Αγέλης του 6ου Συστήματος Χαλκίδας. Εγώ με τη Νίκη μαγειρεύαμε και μαζί είχαμε τρία πιτσιρίκια 2 ετών, 4, τους μικρούς μας τους γιους και την κόρη της, που ήταν 5 ετών και δεν μπορούσε να μπει στην Αγέλη. Περιττό να σας πω τι έγινε σε εκείνη την κατασκήνωση, έτσι; Ούτε λίγο ούτε πολύ, βλέποντας και βιώνοντας από κοντά τι θα πει προσκοπισμός, πόσο ωραίο είναι να ζεις για τα παιδιά, μετατρέψαμε το μαγειρείο σε χώρο παιχνιδιού. Τα μικρά μας παίζανε κρεμασμένα πάνω στις καστανιές σαν τα τρελά! Ακόμα θυμάμαι τις πρώτες σκηνές. Ήταν η πρώτη φορά που βούτηξαν το βάζο με τη μερέντα και κρυβόταν από κάτω απ’ το τραπέζι του μαγειρείου και τρώγανε. Και σε μια συνέλευση βραδινή, σε ένα συμβούλιο κατασκήνωσης, όπως τα λέμε —πάντα είχαν λόγο οι μαγείρισσες— γυρνάει η Νίκη και λέει στον αρχηγό της κατασκήνωσης, στον Κώστα το Δερβεντζή: «Ωραία. Μας φέρατε εδώ για να μαγειρεύουμε. Έχουμε τις εξής απαιτήσεις: μία μέρα off. Θα μπουν μέσα να μαγειρέψουν βαθμοφόροι και εμείς θα γυρίσουμε τριγύρω να δούμε τι είναι αυτό που κάνετε με τα παιδιά που δεν προλαβαίνουμε να το δούμε. Και θέλουμε στην Πυρά να έχουμε λόγο, να ανεβάσουμε το δικό μας σκετς». Μπορούσε να πει όχι; Σιγά μην έλεγε όχι ο Κώστας. Αφού έμπλεξε με δύο τρέλες! Μαζί μας και η Ελένη η Φουντάνα. Όντως, λοιπόν, παίρνουμε off. Γυρνούσαμε από Αγέλη σε Αγέλη, γιατί ήταν κατασκήνωση με τέσσερα Συστήματα Χαλκίδας, όλες οι Αγέλες επάνω. Γυρνούσαμε από Αγέλη σε Αγέλη. Παίζαμε σαν τα μικρά παιδιά. Δεν μπορώ να σου περιγράψω τη χαρά μας. Κάναμε μπάνιο όπως κάναμε μικροί, με τις κατσαρόλες, με το ένα με το άλλο. Και αρχίζουμε και σκεφτόμαστε τι θα παρουσιάσουμε στην Πυρά, γιατί είχαμε και τα μωρά μας. Ουάου! Στην Πυρά, λοιπόν, στο κλείσιμο της κατασκήνωσης, το μαγειρείο είχε λόγο και ανέβασε τον Πρίγκιπα Λεμόνη. Τα μικρά μας, τα τρία μας μικρά ήταν οι πρωταγωνιστές. Πρίγκιπας Λεμόνης ο Σίμος, ο μικρός ο δικός μου. Ο Χρήστος της Νίκης ήταν ο φίλος του, η κόρη της ήταν η πριγκίπισσα που θα παντρευότανε. Και ανεβήκαμε, λοιπόν, όλοι μας, το μαγειρείο, οι τρεις μαγείρισσες και τα τρία μικρά και ανεβάσαμε οπερέτα, τον Πρίγκιπα Λεμόνη. Το χειροκρότημα απίστευτο. Φεύγοντας από την κατασκήνωση με γεμάτα συναισθήματα και έχοντας κοιτάξει πολλές φορές τα αστέρια, τον ουρανό, κοιτάζοντας από μακριά το μπαμπά μου σαν να μου ‘λεγε: «Αυτό πρέπει να κάνεις. Αν υπάρχει κάτι που πρέπει να κάνεις είναι αυτό. Να ενώσεις τα παιδιά. Ξέρεις να το κάνεις», Γυρνάω πίσω και λέω στη Νίκη: «Νίκη, πρέπει να κάνουμε προσκόπειο». Μου λέει: «Δεν έχουμε ιδέα». Λέω: «Άκου τι θα κάνουμε. Θα πάμε μία χρονιά στη Χαλκίδα να παρακολουθήσουμε από κοντά μια Αγέλη και μετά, αφού μάθουμε τι θα κάνουμε, θα μπούμε εμείς μπροστά και θα τραβήξουμε και τα παιδιά μας, και μαζί με τα παιδιά μας θα τραβήξουμε τους πάντες». Μια παρένθεση που θέλω να κάνω είναι ότι η Νίκη είναι [00:10:00]πρόσφυγας Κύπρια. Ήταν απ’ αυτούς που διώχθηκαν, άρα η παιδική της ηλικία ήταν τραυματισμένη. Το να παίζει, λοιπόν, με παιδιά για αυτήν ήτανε σωτήριο. Βουτούσε στα παιδικά χρόνια που έχασε. Εγώ για ακόμα μία φορά γινόμουν παιδί και απ’ την άλλη μπορούσαμε να ενώσουμε τις φωνές των παιδιών σε μια παιδική ηλικία που ακροβατούσε ανάμεσα στις δικές μας παιδικές ηλικίες και στην παιδική ηλικία του 2000. Όντως την πρώτη χρονιά πηγαίναμε. Γίναμε υπαρχηγοί στο Σύστημα της Χαλκίδας και πηγαίναμε και βοηθούσαμε. Το καλοκαίρι εγώ ξαναπήγα κατασκήνωση ως υπαρχηγός και παίζοντας. Η Νίκη δεν μπόρεσε να με ακολουθήσει. Μαζί και ο Σίμος. Εννοείται, παντού και πάντα. Ήταν απ’ τα πιο μικρά που μπήκανε στο σύστημα του προσκοπισμού. Άρχισα να καταλαβαίνω πόσο σπουδαίο είναι αυτό.

Ζ.Χ.:

Και λέμε —μας βοήθησε πάρα πολύ ο Δημήτρης ο Καψούλης: «Πρέπει να στήσουμε Σύστημα». «Πώς θα στήσουμε Σύστημα; Ένα Σύστημα θέλει πολλά. Θέλει βαθμοφόρους». «Ωραία» λέμε. «Θα ξεκινήσουμε απ’ την Αγέλη». «Ναι, αλλά θέλουμε και Επιτροπή Κοινωνικής Συμπαράστασης». «Θα βάλουμε τους άντρες μας». Βάλαμε τους άντρες μας και φίλους μας. «Θα πρέπει να βρούμε παιδιά». Ξαμοληθήκαμε στους Συλλόγους Γονέων και Κηδεμόνων να πείσουμε γονείς απ’ τα δημοτικά σχολεία να μας φέρουν παιδιά. Και ξεκινάμε δειλά-δειλά μια Αγέλη το Σεπτέμβριο πια του 2009 με δώδεκα παιδιά. Κάθε Σάββατο εκεί. Ναι, αλλά έπρεπε και να εκπαιδευτούμε. Δεν ξέραμε να κάνουμε κόμπους. Πήγαμε σαν τις τρελές στην πρώτη Αρχική. Μας χωρίσαν σε δύο Ενωμοτίες. Αρχική Σχολή, για να μάθεις προσκοπική τεχνική. Ήμασταν πιο μεγάλοι από όλους. Κάναμε το μεγαλύτερο νταβαντούρι απ’ όλα τα μικρά που ήταν εκεί, μαθαίναμε πιο γρήγορα από όλους τα πάντα! Τι να σου πω… Κάθε φορά αναπολώ αυτή την πρώτη εκδρομή. Χειμώνα, Νοέμβρη στο Μακρυμάλλι, μέσα στο κρύο, να τουρτουρίζουμε, και εμείς σαν τις ζουρλές να παίζουμε σαν παιδιά! Όταν γύρισα πίσω από κείνη την εκδρομή, αυτό που θυμάμαι, ότι αισθανόμουν 12 χρόνων. Και αρχίζαμε και δουλεύαμε μαζί την Αγέλη. Τελειώνει η φάση της Αγέλης. Έπρεπε κάποια παιδιά να μπουν στην ομάδα, μεταξύ αυτών και τα δικά μου, ο μεγάλος μου ο γιος. Λέω: «Θα την πάρω εγώ την ομάδα». Ούτε που καταλάβαινα τι έκανα. Ήταν το πάθος, ήταν το «θέλω» μεγάλο. Έπρεπε αυτό το Προσκοπείο να σταθεί στα πόδια του. Μας είχε παραχωρήσει ο πρόεδρος της ΕΚΣ τότε, πρώην πρόσκοπος, ο Γιάννης ο Δεληγιάννης —τώρα είναι στο στον Ερυθρό Σταυρό, πρόεδρος, δεν ξέρω τι είναι, αρχηγός εκεί στη Χαλκίδα—, μας είχε παραχωρήσει έναν χώρο, ένα μαγαζί το οποίο δεν είχε καν ρεύμα. Εκεί κάναμε στην αρχή Προσκοπείο επί έναν χρόνο. Την επόμενη χρονιά αλωνίσαμε όλους τους χώρους της Αρτάκης. Κινήσαμε θεούς και δαίμονες για να βρούμε χώρο. Μας ακούει ο δήμαρχος και μας δίνει το χώρο στο γήπεδο της Αρτάκης, εκεί, λοιπόν, που στήθηκε ο χώρος. Ήταν πρώην αποδυτήρια μιας ομάδας που δεν υπήρχε και εμείς, με τη βοήθεια της ΕΚΣ, που ήταν γονείς, κυνηγήσαμε, τα πήραμε. Ξέχασα να σας πω ότι στην πρώτη εκδρομή της Αγέλης, που έγινε άνοιξη, ξαναμαζέψαμε τα παιδιά όλου του Δημοτικού Σχολείου. Εμείς θα κάναμε διήμερο εκεί που θα μαζευόταν τα παιδιά και θα ενώναμε τα δικά μας τα παιδιά, τα δώδεκα παιδιά της Αγέλης, με τα εξακόσια παιδιά της Αρτάκης, μόνο και μόνο για να μας δουν, μόνο και μόνο για να καταλάβουν τι είναι αυτό που κάνουμε. Ακόμα μία φορά η «Οδύσσεια μιας ιδέας» —έτσι το ονομάσαμε—, με σταθμούς απ’ τις ραψωδίες, έγινε πραγματικότητα. Τα παιδιά χωρίς να το καταλάβουν, τα τετρακόσια παιδιά εκείνη τη χρονιά που είχαν συμμετοχή, ταξίδεψαν στις ραψωδίες της Οδύσσειας και οι γονείς ζούσαν την «Οδύσσεια μιας ιδέας», της ιδέας του να γίνει ο προσκοπισμός πραγματικότητα στην πόλη μας. Συγνώμη, [00:15:00]Φραντζέσκα, συγκινούμαι, αλλά ήταν ό,τι πιο όμορφο έχω κάνει στη ζωή μου. Ετών 42 ταξίδευα με τα παιδιά με στόχο να αλλάξουμε τον κόσμο. Και μπαίνω, λοιπόν, στην ομάδα. Δεν είχα ιδέα από ομάδα. Πήρα οκτώ παιδιά, τα ‘βαζα στο αμάξι μου —μου είπε ότι θα μας έδειχνε τι εστί ομάδα ο Διονύσης ο Διακάκης— και πήγαινα στο Μακρυμάλλι, εκεί που ήταν η ομάδα των Μεσσαπίων. Και έκανα μαζί τους πρόγραμμα μέχρι τα Χριστούγεννα, θεωρητικά μέχρι τα Χριστούγεννα, και μετά θα χωριζόμασταν. Πέρασα υπέροχα, υπέροχα. Τα Χριστούγεννα μού λέει ο Διονύσης: «Μη φύγεις, μη γυρνάς στην Αρτάκη. Έλα να βγάλουμε όλη τη χρονιά μαζί και να κάνουμε μαζί κατασκήνωση». Και αρχίζουμε για πρώτη φορά να κάνουμε τον κόσμο καλύτερο. Θα σε πάω πίσω τώρα. Ο κόσμος γινόταν καλύτερος, γιατί αυτό που παντρεύαμε ήτανε τα παιδιά της Αρτάκης με τα παιδιά των Ψαχνών. Και γυρνάμε στα πρώτα χρόνια που είχαν έρθει οι Αρτακινοί στην Αρτάκη και όλοι στην περιοχή τους αποκαλούσαν Τουρκόσπορους και δεν τους ήθελε κανένας. Ούτε οι Ψαχνιώτες ούτε οι Βατωνταίοι. Για να μπορέσουν αυτοί οι άνθρωποι να σταθούν οποιονδήποτε δεν ήταν πρόσφυγας τον ονομάζαν ξένο, με την αναλογία, την αντιστοιχία που όλοι οι αρχαίοι Έλληνες «Πας μη Έλλην, εστί βάρβαρος». Ήτανε, λοιπόν, οι ξένοι κι οι Ψαχνιώτες. Μεταξύ Αρτακιανών και Ψαχνιωτών υπήρχε μια τεράστια έχθρα. Γιατί; Γιατί τότε το κράτος μοίρασε το τσιφλίκι του Βουδούρη στους Αρτακιανούς και αυτοί που χρόνια δούλευαν στα χωράφια του τσιφλικά δεν είχαν χωράφια. Καταλαβαίνεις την πίκρα τους. Δικαιολογημένη. Οι Αρτακιανοί πήραν χωράφια στην Τριάδα. Καταλαβαίνεις, λοιπόν, ότι εμείς ήταν η πρώτη φορά, τρίτη γενιά πρόσφυγες, να «παντρεύουμε» τα παιδιά απογόνων που ανάμεσά τους είχανε χοντρές πληγές. Ήτανε οι διωγμένοι και ήτανε οι αδικημένοι από την άλλη. Και οι δυο είχαν δίκιο, για διαφορετικό λόγο ο καθένας. Και αρχίζουμε, λοιπόν, και «παντρεύουμε» τους Αρτακιανούς με τους Ψαχνιώτες. Και όπως έλεγα: «Εδώ στα σύνορα του Κολοβρέχτη που χώριζε τα δύο χωριά θα στήσουμε το άντρο της ειρήνης». Έτσι έλεγα στο Διονύση. Και κάναμε εκδρομές, κατασκηνώσεις.

Ζ.Χ.:

Τι δεν θα θυμηθώ… Αγωνία, λαχτάρα, οχτάωρο να δουλεύω για να βγάλω τα προγράμματα. Στην πρώτη κατασκήνωση ενώσαμε τις Ενωμοτίες της Αρτάκης και των Ψαχνών σε αυλές, σε γειτονιές, διότι θέλουμε να «παντρέψουμε», να σβήσουμε το μίσος, θέλουμε να κάνουμε τα παιδιά να μονιάσουν. Και το καταφέραμε. Πορευόμασταν μαζί. Και την επόμενη χρονιά εγώ ήρθα στην Αρτάκη για να γιγαντώσουμε, αλλά οι εκδρομές κι οι κατασκηνώσεις γινόταν μαζί, γιατί θέλαμε αυτό το πράγμα να το γιγαντώσουμε. Και ξαφνικά αρχίζουμε και βλέπουμε το Προσκοπείο της Αρτάκης απ’ τα τριάντα άτομα να γίνεται σαράντα, την επόμενη χρονιά πενήντα. Να έρχονται δίπλα μας γονείς, να έρχονται παιδιά. Βαθμοφόροι δεν υπήρχαν πολλοί. Δίπλα μας στάθηκε ο Σπύρος ο Ελευθεριάδης στην ομάδα, ο Μιχάλης ο Τσιριγώτης, ο όποιος πρώτα μπήκε στην ΕΚΣ και μετά έγινε αρχηγός Συστήματος και αφιέρωσε ώρες, ώρες ατελείωτες να κάνει τις γωνιές! Εγώ ήθελα γωνιές όπως είχαν οι πρόσκοποι όλοι. Και έλεγα: «Όχι, θα μου κάνετε γωνιές. Εγώ δεν ξέρω να δουλεύω τα ξύλα. Κάντε μου γωνιές». Ώρες να φτιάχνουμε τις σκηνές, ώρες να αφιερώνουμε παίζοντας με τον κόσμο, με τα παιδιά. Τι να πρωτοθυμηθώ… Τι να πρωτοθυμηθώ… Το μαγειρείο, τις πρώτες σκηνές, τα πρώτα κουτιά… Για να αγοράσουμε τα πρώτα κουτιά των μαγειρείων έβαλα τα παιδιά και φτιάξαμε κηροπήγια και μπήκαμε και τα πουλήσαμε Χριστούγεννα, θυμάμαι, μέσα στα ουζερί. Μαζέψαμε 300 ευρώ. Και τους λέω: «Μ’ αυτά τα 300 ευρώ, παιδιά, θα πάμε μαζί να αγοράσουμε τηγάνια, κατσαρόλες και φλόγιστρα και ό,τι άλλο χρειάζεται για να κάνουν μαγειρείο οι τρεις Ενωμοτίες». Οι πρώτες στιγμές, οι στιγμές που [00:20:00]στήθηκαν τα πρώτα στιχάκια. Ήμασταν έξω απ’ το Προσκοπείο της Αρτάκης. Η ιδέα ήταν του Καψούλη να γίνουμε ναυτοπρόσκοποι, του τότε Περιφερειακού Εφόρου Ευβοίας τότε, και έπρεπε τα παιδιά να φτιάξουν τις πρώτες τους κραυγές. Και πήγαινε από πάνω και τους ψιθύριζε εκείνος, αναπολούμενος τα δικά του χρόνια ως ναυτοπροσκόπος, κραυγές ναυτοπροσκόπων της Χαλκίδας, απ’ το 7ο Χαλκίδας, που «έσβησε». Οι πολλές απ’ τις κραυγές που έχουμε είναι κραυγές των Ενωμοτιών από το 7ο Χαλκίδας, που ήταν στον Καράμπαμπα και το οποίο έκλεισε σαν Σύστημα. Εκεί ήτανε ο Μιχάλης ο Τσιριγώτης αρχηγός Συστήματος. Μεταλαμπαδεύσαμε, λοιπόν, τη λαχτάρα των Χαλκιδέων να κάνουμε Σύστημα ναυτοπροσκόπων, τη λαχτάρα τη δική μου και της Νίκης για το «μαζί», και συμπαρασύραμε τα παιδιά σε ένα παραμύθι που, όπως το έζησα εγώ δέκα χρόνια, ήταν το ωραιότερο παραμύθι της ζωής μου. Αυτό το παραμύθι… Έφευγα κάθε Σάββατο 14:00 η ώρα απ’ το σπίτι μου και γυρνούσα στις 20:00, στις 22:00. Γιατί; Γιατί έπρεπε να μάθουν τα παιδιά να αξιολογούν. Γιατί προσκοπισμός δεν είναι μόνο παιχνίδι. Είναι «Εμπιστεύομαι τα παιδιά και τα συμπεριφέρομαι σαν ενήλικας», όπως έκανε ο Baden. Έπρεπε να διδάξω στα παιδιά στο να αξιολογούν τον εαυτό τους, να μάθουν να κάνουν παρέα, να είναι φίλοι, μόνοι τους να προστατεύουν τη φιλία. Έπρεπε να διδάξω στα παιδιά τη λέξη «δημοκρατία» στην ουσία της, έπρεπε να διδάξω τα παιδιά τα δημοκρατικά δικαιώματα, τα δικαιώματα των ανθρώπων. Ακόμα τις θυμάμαι τις δράσεις. Ακόμα θυμάμαι που στην προσπάθειά μου να δείξω ποια είναι η αξία των δικαιωμάτων και το σέβομαι τον συνάνθρωπο σε μία πρότυπη Ενωμοτία, είπα ότι όλα τα παιδιά, το κάθε παιδί… Τη θυμάμαι αυτή τη δράση. Ήταν η «συνέλευση των ζώων», Μιμούμενοι τον Orwell, το παιχνίδι του Orwell, Η Φάρμα των Ζώων. Είχαν μαζευτεί, λοιπόν —αυτός ήταν ο ρόλος που θα παίζαμε— όλα τα ζώα και έπρεπε το κάθε ζώο να πει τι κακό τού έκανε ο άνθρωπος, το ζώο που δεν παρίσταται εκείνη την ώρα στη συνέλευση, και να πουν τι θα ήθελαν αυτά να διδάξουν στον άνθρωπο και να του δώσουν απ’ το δικό τους μικρόκοσμο για να τον κάνουν να νιώσει ότι είναι και αυτός ένα κομμάτι της ζωής τους. Και ακόμα θυμάμαι το Θοδωρή, ο οποίος είχε διαλέξει να είναι αστακός. Το παράπονο, λοιπόν, του αστακού —ακούστε τώρα, δηλαδή, την ψυχή ενός παιδιού!— ήταν το ότι —ακόμα το θυμάμαι— «Ναι, αλλά δεν μπορεί εγώ ως αστακός να είμαι μόνο το γεύμα των πλουσίων. Θέλω οι άνθρωποι να με βάλουν στο γεύμα των φτωχών». Θυμάμαι ότι έκλαιγα. Το άκουσα από ένα παιδί 13 χρονών και έκλαιγα. Το παράπονο τώρα ακούγεται ότι αποτελούσε το έδεσμα των πλουσίων, ότι οι άνθρωποι δηλαδή είχαν χωρίσει τον ίδιο τους τον εαυτό, κάτι που δεν έκαναν ποτέ τα ζώα, σε πληβείους και σε κολίγες. Κι ήταν άδικο. Εμείς ήμασταν όλοι μαζί. Τη θυμάμαι αυτή τη δράση. Όπως θυμάμαι και τη στιγμή που κάναμε τα ανθρώπινα δικαιώματα και είχα πάρει όλο το υλικό από τον —αχ, πώς τη λένε την ομάδα; Θα το θυμηθώ και θα σας το πω—, με αφίσες, τα τριάντα ανθρώπινα δικαιώματα, και δίδασκα βήμα-βήμα πώς είναι τα δικαιώματα και έπρεπε να στήσουμε λαϊκό δικαστήριο. Και έπρεπε να στηθούν τα παιδιά στα δύο και χώριζα τις Ενωμοτίες και τον κόσμο για να καταλάβουν το ρατσισμό με πραγματικά δικαιώματα. Αχ, μου διαφεύγει πλήρως το όνομα αυτής της δράσης, του φορέα. Ήτανε μία ΜΚΟ που είχα πάρει τα στοιχεία της. Και θυμάμαι… Ναι, και κάτι άλλο μεγάλο… Θυμάμαι τη στιγμή που υποδεχτήκαμε τους πρόσφυγες στο Ριτσώνα, στο στρατόπεδο του Ριτσώνα. Και πήρα τα μεγάλα παιδιά της Κοινότητας και τους λέω: [00:25:00]«Πρέπει να πάμε, να βοηθήσουμε, να στήσουμε τις σκηνές τους». Και βρέθηκα σε ένα άδειο στρατόπεδο. Και υπήρχαν άνθρωποι πεταγμένοι μέσα σε σκηνές με τα παιδιά. Και χωρίς να μιλάνε αυτοί αγγλικά προσπαθούσαμε με τη γλώσσα του σώματος και με παιχνίδι να τους δώσουμε να καταλάβουν πώς τεντώνουν τις σκηνές για να μη μπάζουν νερό. Και σε μια σκηνή παθαίνω σοκ. Υπήρχε μέσα ένα παιδάκι, ένα κοριτσάκι. Είχε και τα δυο του πόδια χτυπημένα μέσα σε γύψο. Αυτό το κοριτσάκι ήταν ορφανό κοριτσάκι. Ήτανε με κάποιους συγγενείς εκεί. Σε εκείνο τον καταυλισμό υπήρχαν Σύριοι εκείνη την εποχή. Και έρχεται ο «δήμαρχος», όπως τον έλεγαν, ο οποίος ήταν πολιτικός μηχανικός. Ήταν ο μόνος που μίλαγε Αγγλικά και ήταν γραμματιζούμενος και τον είχαν κάνει δήμαρχο οι ίδιοι οι Σύριοι μες στον καταυλισμό. Μου λέει: «Το παιδάκι αυτό έσπασε τα πόδια του όταν η βάρκα στην οποία επέβαινε χτύπησε σε βράχια. Στα βράχια αυτά ξεψύχησαν οι γονείς του. Εγώ το πήρα και το έφερα μαζί μας, μαζί με την οικογένειά μου, και σε λίγο θα το πάρουνε και θα το πάνε εκεί που πάνε τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα». Έπαθα σοκ! Δεν μπορούσα να πιστέψω τι ήταν αυτό που έβλεπα. Και άρχισε να βρέχει. Τα παιδιά… Ήμασταν οχτώ παιδιά ηλικίας 16 ετών και εγώ. Παλεύαμε να τεντώσουμε τις σκηνές. Ήρθαν μαζί μας κάποια Σύρια παλικάρια, έφηβοι, δεκαοχτάχρονα, εικοσάχρονα. Πάλευαν να καταλάβουν τι κάναμε, να ανοίγουμε λάκκους για να μην βάζουνε χώμα οι σκηνές. Και όταν φεύγαμε ήρθε αυτός ο «δήμαρχος» μαζί μ’ αυτά τα παιδιά και αν σας πω τι έκαναν… Φίλησαν τα χέρια τα δικά μας και όλων των παιδιών που ήμασταν μαζί σαν ένδειξη ευχαριστώ. Δύο εβδομάδες μετά ξαναγύρισα μαζί με τα παιδιά, αλλά αυτή τη φορά γυρίσαμε με παιχνίδια και μαζέψαμε όλα τα παιδιά του καταυλισμού να παίζουνε. Μέσα στον καταυλισμό πλέον είχαν ήδη φτάσει ΜΚΟ. Και φεύγοντας, αφού παίξαμε, χορέψαμε, προσπαθώντας να μεταλαμπαδεύσουμε χαρά, με έπιασε ξανά ο «δήμαρχος» και μου λέει: «Μαγείρεψα για σας», «I have cooked for you». Φανταστείτε τι έκανε. Το ελάχιστο φαγητό που τους μοίραζαν και το μαγείρευε ο καθένας μόνος του το μαγείρεψε και αντί να το δώσει την οικογένειά του ήρθε να το δώσει σε εμάς τους προσκόπους. Τι να πρωτοξεχάσω, τι να πρωτοθυμηθώ… Και μια άλλη φορά πήρα τα παιδιά και μπήκαμε στο τρένο και πήγαμε στο ΠΥΒΑ, και εκεί με τη βοήθεια ενός μάγειρα μαγειρέψαμε διακόσιες μερίδες φαγητό για να τα δώσουμε στα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα. Και εκεί παραδώσαμε στον Έφορο μια δράση που κάναμε με τα παιδιά της ομάδας. Τους είχα στείλει σ’ όλα τα σπίτια της γειτονιάς τους ανά Ενωμοτία να μαζέψουν φάρμακα για να τα δώσουμε στους πρόσφυγες. Παραδώσαμε τα κουτιά με τα λίγα φάρμακα —μη φανταστείτε πολλά, άλλα ό,τι μπορούσε ο καθένας— και μαγειρέψαμε και διακόσιες μερίδες φαγητού για να τα δώσουμε στους πρόσφυγες. Κορυφαίες δράσεις, κορυφαίες στιγμές! Αισθανόμουν αυτό που υποσχέθηκα στη γιαγιά μου και στο μπαμπά μου, να ‘μαι χρήσιμη στην κοινωνία, και αισθανόμουν περήφανα γιατί καταλάβαινα, το ‘πιανα, τον αισθανόμουν τον παλμό! Μαζί με μένα αισθανόμουν την αγωνία των παιδιών να είναι χρήσιμα στην κοινωνία. Ήταν αυτά τα παιδιά που όταν έμενα μόνη μου ερχόταν, με χάιδευαν και μου ‘λεγαν: «Μαζί θα πάμε κατασκήνωση, μαζί θα πάμε στην εκδρομή, μαζί θα βοηθήσουμε όποιους θες να βοηθήσουμε». Νομίζω ότι τα καταφέραμε στην Αρτάκη. Στήσαμε ένα [00:30:00]Προσκοπείο στηριγμένο όχι μόνο στις αρχές του προσκοπισμού, στηριγμένο στις αρχές της ανθρωπιάς. Όσα παιδιά περάσαν απ’ τα χέρια μου η πλειοψηφία τους είναι βαθμοφόροι. Όλα μα όλα, όμως, πέρασαν από δίπλα μου για να με βοηθήσουν με τα μικρότερα παιδιά. Όλοι βοηθάν σε όλα τα τμήματα. Είναι σίγουρο, είναι δεδομένο ότι όλοι τους μέσα πλέον έχουν, αυτά τα εκατόν δέκα παιδιά τα πρώτα που περάσαν απ’ τα χέρια μου, έχουν μέσα τους αυτή τη σπίθα του «Να κάνω τον κόσμο καλύτερο», ότι το «μαζί» είναι που αλλάζει τον κόσμο, όχι το «εγώ». Γιατί το βλέπω, γιατί βλέπω τον τρόπο με τον οποίο δουλεύουν. Όπως βλέπω και σένα, Φραντζέσκα, που είσαι ένα από τα παιδιά που είχα μαζί μου. Δεν είναι τυχαίο ότι κάνεις αυτό που κάνεις, δεν είναι απλά έρευνα αυτό που κάνεις. Η κατάθεση ψυχής σημαίνει ότι θες τη συλλογικότητα του «μαζί» για να διορθώσουμε τα λάθη του «εγώ» και να πάμε στην κοινωνία του «εμείς», για να αφήσουμε την κληρονομιά μας και έναν καλύτερο κόσμο. Δεν ξέρω αν σε κάλυψα. Αυτή είναι η ιστορία του Προσκοπείου στην Αρτάκη, φτιαγμένη με πάρα πολλή αγάπη, βουτηγμένη από μια προσφυγοπούλα, τη Νίκη, και από μένα, μεγαλωμένη απ’ τις προσφυγικές οικογένειες. Και οι δυο μας θελήσαμε να κάνουμε μία κοινωνία παιδιών που θα έσωζε τον κόσμο από τις αμαρτίες του, τις αμαρτίες του χρήματος και της απληστίας! Δεν θα πω μεγάλα λόγια. Θα πω μόνο ότι νομίζω ότι κάτι κάναμε, γιατί υπάρχουν εκατό κεράκια αναμμένα αυτή τη στιγμή στην Αρτάκη που προσπαθούν να συνάψουν με τη σειρά τους άλλα εκατό κεράκια. Και κάπως έτσι θα το γιγαντώσουμε, και κάπως έτσι θα κάνουμε πιο ανθρώπινη την κοινωνία μας. Αυτά. Δεν ξέρω αν έχεις ερωτήσεις.

Φ.Κ.:

Θυμάσαι ποια είναι τα περιστατικά ή… από εκδρομές, από συναντήσεις και ευχάριστα και δυσάρεστα που…

Ζ.Χ.:

Θυμάμαι ένα δυσάρεστο, θυμάμαι ένα δυσάρεστο… Κατασκήνωση του 2013 στον Άγιο. Σε εκείνη την κατασκήνωση νομίζω ότι έμαθα τι θα πει ευθύνη. Εμείς παίζαμε παιχνίδι. Εγώ ήμουν αρχηγός κατασκήνωσης σε εκείνη την κατασκήνωση που ήταν η ομάδα των Μεσσαπίων και η ομάδα της Αρτάκης και παίζαμε παιχνίδια. Ταυτόχρονα κάποιοι ανιχνευτές έστηναν τις τροχαλίες. Στήναμε τροχαλίες για τα παιδιά, ένα μεγάλο παιχνίδι. Πριν ανεβάσουμε τα παιδιά με όλα τα precautions και όλες τις προφυλάξεις που έπαιρνε, οι μεγάλοι κάναν δοκιμές, οι μεγάλοι ανιχνευτές. Τι ανιχνευτές; Και αυτοί παιδιά 17 χρονών, 16 χρονών παιδιά. Ένα απ’ αυτά τα παιδιά φοβόταν, ο Κωνσταντίνος μας, αλλά δεν το είπε, γιατί ήθελε να είναι όμοιος με τους άλλους. Και ανέβηκε, λοιπόν, στην τελευταία τροχαλία και έκανε λάθος με την ασφάλεια κι η ασφάλεια τού έπιασε το χέρι και του κατέβασε τη φλέβα. Και έτρεχε πάρα πολύ αίμα. Ήμασταν τυχεροί που δεν του ‘πιασε την καρωτίδα, να πεθάνει. Θυμάμαι το πώς μαζέψαμε τα παιδιά. Βγήκε ο Διονύσης με το SOS. Φώναξε τα παιδιά κάτω απ’ τον Ιστό. Eγώ έπαιζα μακριά. H Νίκη έτυχε για καλή μας ώρα εκείνη την ώρα να είναι πάνω — η Νίκη είναι κτηνίατρος—, του μάζεψε το χέρι και τον πήρε με τ’ αμάξι να τον πάει νοσοκομείο. Και εμείς έπρεπε να ηρεμήσουμε εξήντα παιδιά. Και αφού τα ηρεμούμε εκείνα τα εξήντα παιδιά, με το Διονύση να ανακοινώνει το τραγικό ατύχημα, ακολουθήσαμε σε όλη την κατασκήνωση, μια κατασκήνωση της οποίας η τροχαλία έμεινε βουβή και δεν παίχτηκε ποτέ. Δεν θα την ξεχάσω αυτή την κατασκήνωση, γιατί σ’ αυτή την κατασκήνωση όλοι οι βαθμοφόροι βρεθήκαμε προ των ευθυνών μας απέναντι σε [00:35:00]παιδιά. Ακόμα και τα παιδιά τρόμαξαν στο μέγεθος της ευθύνης που αναλαμβάναμε. Όμως, είχαμε δίπλα μας υπέροχους γονείς και ομολογώ ότι τους οφείλω τεράστια ευγνωμοσύνη, γιατί αντί να μας κατηγορήσουν, μας αγκάλιασαν και είπαν: «Αυτό που κάνετε για τα παιδιά μας είναι μοναδικό. Δεν μπορούμε να σας κατηγορήσουμε. Είμαστε δίπλα σας». Αυτή είναι η πιο τραγική στιγμή που έζησα σε κατασκήνωση, η πιο τραγική στιγμή που έζησα στο Προσκοπείο.

Ζ.Χ.:

Η πιο ωραία στιγμή; Είναι δύο οι πιο ωραίες στιγμές. Ήτανε μόλις είχε ανέβει στην κατασκήνωση στον Άγιο η Φανή, παλιός πρόσκοπος, ετών 27 τότε, μαζί με το αγόρι της το Μάνο, και την επόμενη χρονιά θα αναλάμβαναν την Κοινότητα. Ο Μάνος δεν είχε ξαναϋπάρξει πρόσκοπος. Παίζαμε όλοι μαζί, πάλι αρχηγός κατασκήνωσης, και μου είπαν, λοιπόν, ότι ως αρχηγός κατασκήνωσης εγώ δεν έπρεπε να υποσχέσω το Μάνο, έπρεπε να τον υποσχέσει ο Περιφερειακός. Εκείνη την εποχή Περιφερειακός ήταν ο Δερβεντζής. Όμως, εμείς, θέλαμε σαν κοινωνία παιδιών να το ζήσουμε μόνοι μας. Είχαμε ξεπεράσει το ατύχημα και είχαμε ξαναστήσει τροχαλία κάπου αλλού, σε ένα άλλο σημείο. Και κατεβαίνουμε κάτω στην πηγή. Ο Σπύρος είναι πάνω σε ένα δέντρο. Τα παιδιά είναι διάσπαρτα. Ήταν απόγευμα. Ήτανε η πηγή με τα πλατάνια και απίστευτες λιβελούλες παντού. Απίθανες λιβελούλες να πετάν παντού εκείνο το απόγευμα. Ακούγονταν τζιτζίκια και από μακριά ακουγόταν πουλιά που κελαηδούσαν. Ο Σπύρος ήτανε πάνω στον πλάτανο. Τα παιδιά ήταν τριγύρω. Όλοι φορούσαμε το μαντήλι, όχι επίσημη στολή, απλά το μαντήλι. Ο Μάνος ήτανε πάνω στον πλάτανο έτοιμος να φύγει με την τροχαλία. Και μου λέει ο Σπύρος: «Θα τον υποσχέσεις, αρχηγέ, και μετά θα βαφτιστεί φωνάζοντας το όνομά του κάνοντας τροχαλία». Του λέω «Δεν μπορώ» και μου λέει: «Μπορείς. Δώσε τη μοναδική υπόσχεση αυτή τη μοναδική στιγμή». Σήκωσα το χέρι σε θέση υπόσχεσης δειλά. Είχα την εντύπωση ότι εκείνη την ώρα μ’ άκουγε σύσσωμη η πλάση. Τα παιδιά σώπασαν, σε μία σιγή που μπορούσα να ακούσω την ανάσα τους. Άκουγα το θρόισμα των φύλλων. Ήταν όλα τα βλέμματα στραμμένα πάνω μου. Τα λέω και αναριγώ αυτή τη στιγμή. Σηκώνω το χέρι μου ψηλά σε θέση υπόσχεσης και αρχίζω να λέω στο Μάνο: «Φώναξε δυνατά μετά από μένα:Υπόσχομαι στην τιμή μου να τηρώ το καθήκον μου στο Θεό και στην πατρίδα Να βοηθώ κάθε άνθρωπο σε κάθε περίσταση και να τηρώ το νόμο των προσκόπων». Προσπαθήστε να το κάνετε εικόνα στο μυαλό σας. Εξήντα παιδιά σηκωμένα τα χέρια τους, μοιρασμένα μέσα σε μια πηγή, χωμένα ανάμεσα σε πλατάνια. Ο Μάνος πάνω σε ένα κλαρί μαζί με το Σπύρο, θέση υπόσχεσης, να επαναλαμβάνονται τα λόγια λες και ήταν αρχαία τραγωδία. Και επειδή τα πλατάνια ήταν σε ένα πράγμα σαν μια μικρή χαράδρα, η φωνή η δική μου και του Μάνου να γυρίζει πίσω, σαν να μιλούσαν τα δέντρα. Δεν έχω δώσει ωραιότερη υπόσχεση στη ζωή μου. Την επόμενη μέρα ο Μάνος, βέβαια, ξαναέδωσε την υπόσχεσή του στον Ιστό, παρουσία του Περιφερειακού, που ποτέ του δεν έμαθε ότι ο Μάνος είχε ήδη υποσχεθεί σε αυτή τη μαγική στιγμή. Και υπήρχε και ακόμα μία φορά, όταν σαν τους τρελούς [00:40:00]βουτήξαμε τα παιδιά και τα πήγαμε στον Όλυμπο. Ανεβήκαμε τον Όλυμπο νύχτα. Ξεκινήσαμε 00:00 η ώρα το βράδυ ανάβαση. Τα παιδιά που είχαμε μαζί ήμασταν παιδιά τρίτης Γυμνασίου και η Κοινότητα. Ξεκινάμε ανάβαση με ορειβάτες σαράντα άτομα. Και αρχίζει στο μονοπάτι που ανέβαζε προς την Πετρόστρουγκα, το καταφύγιο της Πετρόστρουγκας, μια αλυσίδα σαν να ‘μασταν πυγολαμπίδες με το φακό πάνω στην κεφαλή, σαράντα άτομα να προσπαθούν να βρουν ένα μονοπάτι που κανονικά είναι τρεισήμισι ώρες. Το κάναμε έξι ώρες. Σταμάτα-ξεκίνα, σταμάτα-ξεκίνα με τα σακίδια στην πλάτη μέσα στη νύχτα. 00:00 το βράδυ, φτάσαμε 06:00 το πρωί. Ο ήλιος ανέτειλε. Ήμασταν πάνω απ’ τα καζάνια που βράζαν την αμβροσία οι θεοί. Υπήρχαν σύννεφα και είχες την ψευδαίσθηση ότι αυτά τα σύννεφα που κάλυπταν από κάτω την Πιερία ήταν ο ατμός από τα καζάνια της αμβροσίας. Εμείς από πάνω είχαμε ήλιο! Χτυπάμε την πόρτα. Μπαίνουμε στο καταφύγιο. Υπήρχαν πέντε έξι ορειβάτες μέσα. Δεν πίστευαν ότι φτάσαμε, παιδιά πράμα, μέσα στη νύχτα και ότι κάναμε αυτό τον άθλο. Την επόμενη μέρα, αφού στήσαμε σκηνές και περάσαμε υπέροχα, πήρα τα παιδιά για να τα πάω στο αρχαίο ρόμπολο. Εγώ πήρα τα παιδιά της ομάδας, γιατί τα παιδιά της Κοινότητας τα είχε πάρει ο Μάνος με τη Φανή να συναντήσουνε το βωμό των δωδεκαθεϊστών και να κάνουν την πρώτη σύνοδο της Κοινότητας εκεί που οι δωδεκαθεϊστές στον Όλυμπο κάθε χρόνο τιμούν τους Θεούς του Ολύμπου. Απίθανη ενέργεια αυτό το βουνό, έτσι; Δεν μπορώ να το συζητήσω αυτό το πράγμα. Κρατώντας, λοιπόν, τα μπατόν στα χέρια μας και περνώντας μέσα από φιδίσια μονοπάτια, βλέπω από μακριά, από πίσω μου ήταν γύρω στα είκοσι παιδιά. Ήμουν εγώ, η Εύη η Συμβουλίδου, Υπαρχηγός στην ομάδα τότε. Μαζί μου ήταν η Γιάννα η Δούδαλη, αρχηγός Συστήματος των Μεσσαπίων, γιατί είχαμε μαζί και τα παιδιά του Μεσσαπίων. Πάντα μαζί, σε κάθε στιγμή δίνοντας το μήνυμα για κάτι διαφορετικό Και βλέπω μακριά ένα δέντρο που δεν έχω ξαναδεί πιο όμορφο στη ζωή μου. Οι ρίζες του ήταν σαν φίδια. Είχε φάει η βροχή και ο αέρας το χώμα και ήταν σαν χοντροί πύθωνες από κάτω! Φαντάσου το κεφάλι της Λερναίας Ύδρας αλλά προς τα κάτω και να φεύγουν τα φίδια αυτά! Σταματάω τα παιδιά και κρατώντας το μπατόν αισθάνομαι να παίρνω μια τρελή ενέργεια απ’ τη γη. Το σημείο πολύ ενεργειακό. Και επειδή πάντα στη ζωή μου ήθελα να ανοίγω τις πύλες του χωροχρόνου, κάνω έναν κύκλο με το μπατόν, μια κυκλική κίνηση. Τα παιδιά πίσω μου είχαν σταματήσει. Δεν μιλούσε κανένας. Και θυμάμαι ότι τους είπα: «Ανοίγω το χωροχρόνο, την πύλη του χωροχρόνου του Ολύμπου και μπαίνουμε εκεί, στα μονοπάτια που ταξίδευαν οι αρχαίοι Έλληνες, να μάθουμε τ’ απόλυτα μυστικά της μάνας Φύσης». Μπαίνουμε, προχωράμε, πλησιάζουμε στο ρόμπολο. Ήταν τόσο μεγάλος ο κορμός του ρόμπολου, που είκοσι παιδιά τον αγκαλιάζαμε ο ένας δίπλα στον άλλον, για να τον αγκαλιάσουμε. Έβαλα τα παιδιά στον κορμό του ρόμπολου. Αφήσαν τα μπατόν, σε απόλυτη σιγή, και τους λέω: «Βάλτε το αυτί σας πάνω στο δέντρο και αφήστε πέντε λεπτά ησυχία. Ακούστε την ανάσα σας. Μετά από πέντε λεπτά θα σας πω τι ακούτε». Εγώ δεν είχα ακουμπισμένο τ’ αυτί μου στον κορμό. Καταλάβαινα, όμως, ότι αυτό που όλοι άκουγαν ήτανε οι χυμοί του ρόμπολου. Και όντως αυτό άκουγαν. Είχαν την ψευδαίσθηση και τα είκοσι άτομα ότι άκουγαν το νερό, τους χυμούς που τραβούσε η ρίζα του ρόμπολου και ανέβαιναν στα φύλλα επάνω. Το αγκάλιαζαν και έπαιρναν ενέργεια. Η καρδιά τους συντονίστηκε στον κιρκάδιο ρυθμό με την καρδιά του ρόμπολου. Αν μπορώ να στο κάνω [00:45:00]πραγματικότητα αυτό το πράγμα, αν μπορώ να σου μεταβιβάσω την εικόνα… Εγώ μακριά αρχίζω, όπως ήτανε το αυτί τους πάνω στο ρόμπολο αγκαλιασμένα και η καρδιά τους πια ακουμπούσε στον κορμό, να τους μιλάω για το πώς γεννήθηκε η Γη. Κι αφού ταξίδεψαν νοερά στο πώς γεννήθηκε η Γη με την ιστορία τρισεκατομμυρίων ετών και το πώς αυτό το ρόμπολο έχει ακούσει ίσως και αρχαίους Έλληνες στην προσπάθεια να δουν το βωμό του Δία, τους παίρνω, τους απομακρύνω σιωπηλά χωρίς να μιλάει κανένας, και δίπλα στην ανηφόρα υπήρχε ένας κορμός ενός ρόμπολου παλιού που είχε πέσει και σάπιζε. Και τους έβαλα να καθίσουν πάνω σε αυτό το ρόμπολο. Και εκεί, λοιπόν, πάνω σε ένα ρόμπολο που σάπιζε, σήκωσαν τα χέρια τους ψηλά με το μπάτον ψηλά και έδωσαν και δεύτερη φορά υπόσχεση στη ζωή τους, αυτή τη φορά στη μάνα Φύση. Υπαγόρευαν πίσω από μένα λόγια που τους δέσμευαν στο υπόλοιπο της ζωής τους να προστατεύουν το περιβάλλον, γιατί εμείς, τα ζώα και η φύση, είμαστε ένα, δεν είμαστε κάτι διαφορετικό, και γιατί εμείς δεν μπορούμε να υπάρχουμε χωρίς τα φυτά και χωρίς τα ζώα. Όταν φύγαμε απ’ αυτό το μαγικό σημείο και από αυτή τη μαγική στιγμή, βγάλαμε μια φωτογραφία εγώ με τη Φανή —τη Φανή τη βρήκαμε στο δρόμο που κατέβαινε απ’ το βωμό— και την Εύη. Όσες φορές τη βλέπω αυτή τη φωτογραφία τα μάτια μας λάμπουν και σαν να υπάρχει ένα φωτοστέφανο πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Ήταν η ενέργεια που όλοι πήραμε. Ναι, αυτή είναι μαγική στιγμή. Είναι απ’ τις ωραιότερες στιγμές, είναι οι ωραιότερες στιγμές που έχω ζήσει στο βουνό με τα παιδιά, αυτή και η προηγούμενη. Η χειρότερη ήταν το ατύχημα. Όμως, ακόμα και το ατύχημα μάς ένωσε, γιατί κατάλαβα ότι μεγαλουργεί το ανθρώπινο γένος, οι άνθρωποι γενικώς, στα δύσκολα, γιατί τότε κατάλαβαν τι θα πει «νοιάζομαι» πρακτικά ο ένας για τον άλλον, πίσω απ’ αυτό το ατύχημα. Ήταν σαν να ‘πρεπε να γίνει για να μάθουμε να νοιαζόμαστε πιο πολύ ο ένας τον άλλον, τα παιδιά ο ένας τον άλλον. Αυτές τις στιγμές θυμάμαι έντονα.

Φ.Κ.:

Υπήρξαν καταστάσεις ή άνθρωποι που σε δυσκόλεψαν—

Ζ.Χ.:

Ναι.

Φ.Κ.:

—σε έκαναν να σκεφτείς ότι θες να το παρατήσεις;

Ζ.Χ.:

Ναι. Όταν συνειδητοποίησα ότι στο χώρο των βαθμοφόρων υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι κουβαλούσανε πολλά κόμπλεξ κατωτερότητας και χρησιμοποιούσαν την «εξουσία» για να αποκτήσουν μια ταυτότητα στη ζωή τους. Στην αρχή ήθελα να τα παρατήσω και μετά θύμωσα. Με τον εαυτό μου θύμωσα και είπα: «Πώς θα κάνεις τον κόσμο καλύτερο, αν σε αυτούς τους ανθρώπους δεν δώσεις ένα μάθημα;». Και τότε υποσχέθηκα στον εαυτό μου… Αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν στην Αρτάκη, εννοείται, αλλά υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι θα τους δείξω τι θα πει πραγματικά «αναθρέφω ψυχή παιδιού», γιατί είμαστε παιδαγωγοί. Δεν είμαστε κάτι διαφορετικό. Απλά, η δικιά μας η παιδαγωγική είναι βιωματική παιδαγωγική. Τους μαθαίνουμε πώς είναι τα πράγματα στην κοινωνία. Άρα, αυτοί οι «κακοί» βαθμοφόροι εμένα μου έδιναν τη χρυσή ευκαιρία να δείξω στα παιδιά πώς μπορούμε έναν άνθρωπο που έχει παραστρατήσει να τον επαναφέρουμε στο σωστό δρόμο και όχι να τον αποκλείσουμε απ’ την κοινωνία. Και αυτό έκανα. Και με βοήθησαν τα παιδιά σε αυτό. Δεν αποκλείσαμε κανέναν, αλλά, στήνοντας μία ομάδα-πρότυπο, όλοι αυτοί θέλησαν να ‘ρθουν δίπλα μας, να αποκομίσουν κομμάτια απ’ τις δικές μας δράσεις, επαναλαμβάνοντας στιγμές δικές μας, θέλοντας να ξαναζήσουν αυτό που ζήσαμε εμείς. Και πολλά απ’ τα δικά μας παιδιά πλέον είναι γνωστά ανά την Ελλάδα για το πόσο ωραίες δράσεις κάνουν. Και έτσι, κατάλαβα ότι θα ‘κανα λάθος αν τα παρατούσα. [00:50:00]Ναι, το έζησα αυτό.

Φ.Κ.:

Θες να μου προσθέσεις κάτι άλλο σχετικά με το…

Ζ.Χ.:

Με τον προσκοπισμό;

Φ.Κ.:

Με τον προσκοπισμό, ναι.

Ζ.Χ.:

Σε μένα λεγόταν προσκοπισμός. Σε κάποιους άλλους μπορεί να λέγεται Γιατροί Χωρίς Σύνορα. Σε κάποιους άλλους μπορεί να λέγεται Ιεραποστολή και μαθαίνω στα παιδιά γράμματα. Σε κάποιους άλλους μπορεί να λέγεται UNICEF. Ό,τι και αν λέγεται, όταν έχεις μέσα σου την ανάγκη να δώσεις κομμάτια της ψυχής σου, να τα μεταλαμπαδεύσεις, τότε και μόνο τότε λέγεσαι εθελοντής, γιατί θέτεις τον εαυτό σου ως απλό στρατιώτη στην κοινωνία. Και όταν κουράζεσαι απ’ αυτό το δόσιμο και αισθάνεσαι ότι αδειάζεις —γιατί αδειάζεις όταν δίνεις συνεχώς—, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να καθίσεις για λίγο, να ακούσεις κουβέντες αυτών των ανθρώπων που έδωσες κομμάτια της ψυχής σου, για το πώς αυτοί ονειρεύονται τον κόσμο. Και όταν εκεί ανακαλύψεις δικές σου σκέψεις και δικά σου λόγια της ψυχής σου, τότε δεν ξέρω πώς, ρε Φραντζέσκα, αλλά το πηγάδι της ψυχής ξαναγεμίζει και θες να το ξαναξεκινήσεις απ’ την αρχή όλο αυτό. Αυτή είναι η μαγεία του εθελοντισμού: το να μοιράζεσαι, να δίνεσαι και να το ξαναπιάνεις απ’ την αρχή με τον όποιο τρόπο. Όχι μόνο στον προσκοπισμό, ό,τι και να κάνεις στη ζωή σου. Και έτσι, το «μαζί» αποκτά μεγαλύτερη αξία από το «εγώ» κι ο κόσμος γίνεται καλύτερος. Σε ευχαριστώ που μου ‘δωσες την ευκαιρία να τα πω όλα αυτά, να τα βγάλω από μέσα μου. Όσοι τα ακούσουν και αναζητήσουν κι άλλους εθελοντές, από όποιον χώρο κι αν είναι, ας ψάξουν το κίνητρο: το γιατί παραμένεις εθελοντής. Ευχαριστώ…