© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Η δική μου Θεσπρωτία»: Σειρά ιστοριών για τη θέση της γυναίκας στην Ήπειρο του ‘95

Κωδικός Ιστορίας
10048
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Μαρία Αναγνωστοπούλου (Μ.Α.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
05/03/2021
Ερευνητής/τρια
Τάνια Δημάκα (Τ.Δ.)
Τ.Δ.:

[00:00:00]Είναι Παρασκευή 5 Μαρτίου του 2021, είμαι με την Μαρία Αναγνωστοπούλου, βρισκόμαστε στην Παραμυθιά. Εγώ ονομάζομαι Τάνια Δημάκα, είμαι ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε. Καλησπέρα σας.

Μ.Α.:

Καλησπέρα.

Τ.Δ.:

Θα θέλατε για αρχή να μου πείτε λίγα πράγματα για εσάς; 

Μ.Α.:

Βεβαίως. Λοιπόν, εμένα με λένε Μαρία Αναγνωστοπούλου. Σπούδασα στην Πάτρα στα Α.Τ.Ε.Ι. Πατρών Κοινωνική Εργασία. Δηλαδή, είμαι κοινωνική λειτουργός και δουλεύω σαν κοινωνική λειτουργός. Δουλεύω -έχω περάσει από πολλές δουλειές- έχω τώρα δέκα χρόνια που δουλεύω στη Διεύθυνση Πρόνοιας του δήμου Ηγουμενίτσας. Εγώ ήρθα στην Παραμυθιά το 1995. Πώς ήρθα; Γνώρισα τον σύζυγό μου, τον Γιάννη τον Δημάκα, στην Αθήνα. Εγώ δούλευα σαν κοινωνική λειτουργός στις κατασκηνώσεις με άτομα με ειδικές ανάγκες στον Άγιο Ανδρέα και ο Γιάννης ήτανε, επειδή δούλευε σε ένα Ίδρυμα στην Αθήνα σαν γυμναστής, γνωριστήκαμε εκεί και κάναμε σχέση. Στην Αθήνα μέναμε και αποφασίσαμε, όταν καταλάβαμε ότι θέλουμε να παντρευτούμε και να κάνουμε οικογένεια, ότι η Αθήνα δεν ήταν ένα μέρος για να κάνεις οικογένεια,. Εμείς δεν βλεπόμασταν μεταξύ μας! Πώς θα βλέπαμε και τα παιδιά μας ή θα κάναμε μία φυσιολογική ζωή, φυσιολογική οικογένεια; Και έτσι, αποφασίσαμε να έρθουμε στην Παραμυθιά, γιατί ο Γιάννης είχε εδώ τους γονείς του. Aυτό θα σας πω μετά για τους γονείς του Γιάννη, είναι μία ολόκληρη ιστορία. Λοιπόν, ήταν λίγο καρμικό το να έρθω εγώ εδώ στην Παραμυθιά. Όπως όταν το 1969 η μητέρα μου, όντας ανύπαντρη τότε, είχε ένα οικόπεδο στη Νέα Ζωή στην Αθήνα, προίκα της -έτσι λέγαμε τότε- στην οδό Νικολάου Αναγνωστόπουλου στη Νέα Ζωή, γνώρισε τον πατέρα μου που τον έλεγαν Νικόλαο Αναγνωστόπουλο και τον παντρεύτηκε. Έτσι κι εγώ, όταν πήγα στην Αθήνα μετά τις σπουδές μου, έμεινα σε ένα σπίτι στην οδό Παραμυθίας και γνώρισα τον Γιάννη από την Παραμυθιά και ήρθαμε και ζήσαμε στην Παραμυθιά, στην Ήπειρο. Κάτι πράγματα πολύ καρμικά. Εν τω μεταξύ, να πω και το εξής: Όταν σπούδαζα στην Πάτρα είχα μία -την καλύτερη μου φίλη, συμφοιτήτρια και φίλη- την Έλλη την Πέτση. Η Έλλη, λοιπόν, ήταν από τη Γκρίκα -η Γκρίκα είναι χωριό της Παραμυθιάς- και συνέχεια μου έλεγε: «Πάμε στην Παραμυθιά!». Γιατί αυτή ερχόταν στην Αμαλιάδα που ήτανε πολύ κοντά. Ξέχασα να πω ότι κατάγομαι από την Αμαλιάδα -το λέω τώρα δεν πειράζει- κατάγομαι από την Αμαλιάδα, έτσι; Και με τη φίλη μου την Έλλη πηγαίναμε πολύ συχνά στην Αμαλιάδα αφού Πάτρα-Αμαλιάδα ήταν πολύ κοντά και μου έλεγε: « Πάμε και μία φορά στην Γκρίκα! Ε ανέβα και λίγο στην Παραμυθιά». Και της έλεγα: «Εγώ δεν αντέχω τα λεωφορεία, ο δρόμος είναι απαίσιος. Δεν υπάρχει περίπτωση ποτέ να έρθω εκεί πάνω!». Όντως, όντως, αυτές τις συζητήσεις κάναμε και στεναχωριόταν η Έλλη που δεν μπορούσε να μου ανταποδώσει, ας πούμε τη φιλοξενία και τα λοιπά. Και ήρθα στην Παραμυθιά μια και καλή, όταν γνώρισα τον Γιάννη. 

Μ.Α.:

Ήρθα λοιπόν, στην Ήπειρο. Περιττό να σου πω ότι μου φάνηκε ο δρόμος ατελείωτος από την Αθήνα στην Παραμυθιά. Ατελείωτος δρόμος! Δηλαδή λέω: «Πού πάμε;». Και πηγαίναμε... και πηγαίναμε... και πηγαίναμε... και πηγαίναμε... και που; Δεν καταλάβαινα πόσο μακριά είναι αυτή η Ήπειρος. Δεν είχαμε αυτοκίνητο τότε, με το Κ.Τ.Ε.Λ. Έρχομαι, λοιπόν, στην Ήπειρο. Αφήνω την Αμαλιάδα, μία σύγχρονη πόλη, μικρή αλλά σύγχρονη. Αφήνω την Αθήνα, μία μεγάλη μεγαλούπολη και αποφασίζω -σαν εξερευνητής σχεδόν- αφού είχαμε κάνει μία τόσο καλή σχέση με τον άντρα μου, να έρθω στην Ήπειρο και να ζήσουμε, να ξεκινήσουμε να στήσουμε την οικογένειά μας στην Παραμυθιά. Φτάνω Χριστούγεννα του ‘95 στην Παραμυθιά. Αρχικά, για διακοπές και για να γνωρίσω τους γονείς του Γιάννη.  Αυτή είναι η ιστορία τώρα με τους γονείς του Γιάννη, που έχει ένα ενδιαφέρον. Ο Γιάννης είχε τους γονείς του, αλλά είχε και ένα ζευγάρι, το οποίο ζευγάρι τον είχαν μεγαλώσει. Ήταν σύνηθες στην Ήπειρο αυτό, ζευγάρια που δεν είχαν παιδιά να παίρνουν χωρίς υιοθεσία, χωρίς τίποτα, παιδιά συνήθως συγγενικών προσώπων και να τα μεγαλώνουν, γιατί ήταν και λίγο πιο οικονομικά άνετη η οικογένεια που έπαιρνε το παιδί, ενώ η οικογένεια που έδινε το παιδί συνήθως ήταν πολύ φτωχιά οικογένεια. Και τότε στην υπήρχε πολύ μεγάλη φτώχεια, πάρα πολύ μεγάλη φτώχεια. Δηλαδή, ο άντρας μου μού έλεγε ότι μεγάλωναν με την αμερικανική βοήθεια. Στέλνανε από την Αμερική σκόνη γάλα και τρώγανε στο σχολείο. Έχει φωτογραφίες ο άντρας μου, που φορούσε φουστανάκια σαν μικρό παιδί, ενός χρονού, δύο χρόνων. Ό,τι ρούχα είχανε φοράγανε. Δεν... υπήρχε πολύ μεγάλη φτώχεια και οι οικογένειες για να μπορέσουν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους πιο καλά, τα έδιναν σε συγγενικά πρόσωπα, τα έβλεπαν κιόλας, αλλά τα έδιναν. Έτσι λοιπόν, οι γονείς του άντρα μου που ζουν στο Παγκράτι, ο Σωτήρης και η Ελευθερία, έδωσαν τον Γιάννη στους συγγενείς τους, στον Σωτήρη και τη Βασείλω στην Παραμυθιά. Ερχόμενη λοιπόν, στην Ήπειρο και στην Παραμυθιά, εγώ πήγα στο σπίτι των γονιών που μεγάλωναν τον Γιάννη, του Σωτήρη και της Βασείλως. Εκεί ήταν το σπίτι του, εκεί ήταν το δωμάτιό του. Εκεί θεωρούνταν η οικογένειά του. Και γνώρισα τον παππού Σωτήρη - έχουν πεθάνει τώρα- και τη γιαγιά τη Βασείλω, όπου πραγματικά με αγάπησαν πάρα πολύ, με συμπάθησαν πάρα πολύ και με αγάπησαν. Και αυτό μου έδωσε και μία ώθηση να αποφασίσω και εγώ να έρθω να μείνω, γιατί φάνηκε πολύ ωραίο το περιβάλλον, οι άνθρωποι με αγαπούσαν. Βέβαια, στεναχωριόμουνα που θα άφηνα την Αμαλιάδα, γιατί πολύ το αγαπώ ακόμα το μέρος μου και το αγαπούσα και τότε. Η Αθήνα ποτέ δεν μου άρεσε, αλλά τέλος πάντων, είναι και λίγο καρμικά, όπως είπαμε, όλα αυτά τα πράγματα. Ερχόμαστε, λοιπόν, με τον Γιάννη και μου προτείνει να πάμε μία εκδρομή στα Ζαγοροχώρια. Και φυσικά δέχτηκα. Ήταν Χριστούγεννα όπως σας είπα. Ξεκινάμε και θυμάμαι ότι λεγόταν ο ξενώνας που θα μέναμε στη Βίτσα -στο χωριό Βίτσα Ζαγοροχωρίων- «ΔΑΝΑΟΣ» λεγότανε. Ήταν ένας παραδοσιακός ξενώνας, που να φανταστείτε τόσο παραδοσιακός, που ακόμα και το θερμοσίφωνο άναβε με ξύλα. Τα πάντα λειτουργούσαν με ξύλα. Εκεί λοιπόν, ήταν η πρώτη μου επαφή με το τι σημαίνει Ήπειρος όσον αφορά την κουλτούρα και τις συνήθειες. Μπαίνουμε μέσα στον ξενώνα. Τον ξενώνα τον είχε ένας κτηνοτρόφος -η βασική του δουλειά ήταν κτηνοτρόφος- ο οποίος ήταν τριχωτός, πολύ βρώμικος από τα ζώα και άξεστος, εντελώς άξεστος. Και πρέπει να ήταν γύρω στα 40 - 45. Είχε παντρευτεί μία Αλβανιδούλα μικρή, η οποία όταν έμπαινε μέσα στο σπίτι ο άντρας της, έμπαινε κάτω από την πόρτα, σταύρωνε τα χέρια και περίμενε διαταγές. Αυτό, αυτή η εικόνα θα μου μείνει ανεξίτηλη. Σοκ! Παθαίνω πολιτισμικό σοκ! Μία μικρή, νέα κοπέλα και ομορφούλα να έχει παντρευτεί αυτόν τον άνθρωπο και συνέχεια να της λέει: «Βάλε μου να φάω!». Έτρεχε αυτή και οι δύο μικρές τις κόρες, του βάζανε σε ένα τραπέζι να φάει και αυτές δεν έτρωγαν μαζί του! Μόνος του έτρωγε και έδινε διαταγές: «Φέρε με αυτό, φέρε μου το άλλο! Φέρε μου εκείνο, φέρε μου το άλλο!». Δηλαδή, σοκ! Η πρώτη επαφή με την Ηπειρωτική πραγματικότητα του 1995 με άφησε άναυδη! Τέλος πάντων, αυτό ακόμα το κουβεντιάζουμε με τον Γιάννη, σε στυλ αστείου, ότι «Να πως είναι εδώ στην Ήπειρο και πώς είναι οι συνήθειες! Και [00:10:00]εσύ και πως σ’ έχω εγώ!». Και τέτοια, ξέρετε, σε στυλ αστείου όλα αυτά. Τέλος πάντων…

Τ.Δ.:

Να σας πάω λίγο πίσω.

Μ.Α.:

Ναι.

Τ.Δ.:

Φτάνετε στην Παραμυθιά, για πρώτη φορά όταν ήρθατε.

Μ.Α.:

Ναι.

Τ.Δ.:

Τι βλέπετε; Ποια είναι η πρώτη εικόνα που αντικρίζετε; Περιγράψτε τη μου–

Μ.Α.:

Ωραία.–

Τ.Δ.:

όσο μπορείτε.

Μ.Α.:

Ναι. Η αίσθηση του βουνού ήταν η πρώτη αίσθηση που μου έκανε εντύπωση. Δηλαδή, τόσα πολλά βουνά! Δεν μπορώ να πω ότι με ευχαρίστησε αυτή η αίσθηση, γιατί είμαι παιδί του κάμπου. Θέλω τα μάτια μου να βλέπουν μπροστά και να μην έχουν κανένα εμπόδιο. Ένιωσα αυτό τον εγκλωβισμό του βουνού. Όπως είπα όμως, ήταν τόσο ζεστό το σπιτικό που με δέχτηκε εδώ, που μου έδωσε πολύ θετική ενέργεια και ένιωσα ότι αυτά τα βουνά πρέπει να τα ανακαλύψω και να τα κάνω δικά μου. Και έτσι έγινε, όπως θα δείτε παρακάτω με τις ιστορίες που θα σας πω.

Τ.Δ.:

Ωραία.

Μ.Α.:

Λοιπόν, το καλοκαίρι του ‘95 γνώρισα τον Γιάννη στους γονείς μου στην Αμαλιάδα και όλοι μαζί ήρθαμε στην Παραμυθιά. Και από τότε ζω εδώ και 26 χρόνια στην Ήπειρο. Λοιπόν τώρα, θα σας πω πώς ήταν μαζί μία νέα κοπέλα στην Παραμυθιά του ‘95 που έχει έρθει από αλλού, που δεν είναι από ‘δω, δεν είναι ντόπια και νομίζω ότι θα γελάσετε. Ήταν τόσο μεγάλη η διαφορά της ζωής όσον αφορά την κουλτούρα, τις συνήθειες και τη θέση της γυναίκας στην περιοχή εδώ, στην Παραμυθιά, που όταν το αποφάσισα, πραγματικά δεν ήξερα καν τι θα έβρισκα. Μου έλεγε, όπως σας είπα, και ο Γιάννης, ο άντρας μου, ότι όταν ήταν μικρός υπήρχε πολύ μεγάλη φτώχεια, δεν είχαν να φάνε. Το ρεύμα στο χωριό του να φανταστείτε ήρθε το 1973 και ζούσαν κυρίως οικογένειες, μικροί-μεγάλοι, με το γάλα και το τυρί από τα ζώα, από τα πρόβατα, και με το αλεύρι που φτιάχναν τις πίτες τις ηπειρωτικές. Εγώ από την άλλη πλευρά στην Αμαλιάδα, είχα μεγαλώσει με τα ίδια παιχνίδια που μεγάλωναν τα παιδιά μου. Δηλαδή, καλά εννοείται ότι υπήρχε ηλεκτρικό πάρα πολύ καιρό πριν εγώ ήμουνα μωρό, ότι είχαμε να φάμε ό,τι θέλαμε -δεν το συζητώ-, ότι η μάνα μου, ας πούμε, είχε πλυντήριο όταν εγώ ήμουνα μωρό, αλλά είχαν, ας πούμε, τα παιδιά μου είχαν την Barbie εγώ είχα τη Bibi-bo. Φανταστείτε τη διαφορά της κουλτούρας, πώς είχε μεγαλώσει ο άντρας μου και πώς είχα μεγαλώσει εγώ. Και αυτό ερχόταν τώρα σε αντίκτυπο και στις μεγαλύτερες ηλικίες που βρεθήκαμε να ζούμε το ‘95 στην Παραμυθιά. Έρχομαι, λοιπόν, και εγώ στην Παραμυθιά όπως ήμουν, έτσι, ένα ανήσυχο πνεύμα και ελεύθερο, μπορούσα να πω, μ’ άρεσε και φορούσα αυτά τα ινδικά φουστάνια, τα αραχνοΰφαντα. Αυτά φορούσα και στην Αθήνα και του άρεσαν και του Γιάννη που τα φορούσα. Φορούσα καπέλα, με μακριά μαντήλια έδενα τα μαλλιά μου. Αυτό το… Πώς βλέπετε στο Woodstock τις φωτογραφίες; Ένα τέτοιο πράγμα. Και έρχομαι τώρα εγώ στην Παραμυθιά έτσι. Και να κυκλοφορώ στους δρόμους. Λοιπόν, πηγαίνω στο χωριό, στο Παγκράτι, στην πεθερά μου, η οποία είχε ακόμα και την πεθερά της. Άρα, εγώ φανταστείτε είχα τρεις πεθερές, τη γιαγιά, τη μάνα που γέννησε τον Γιάννη και τη μάνα που τον μεγάλωσε και δύο πεθερούς. Λοιπόν, και όταν με βλέπει η γιαγιά του Γιάννη μπροστά της, που περίμενε να δει τη νύφη -όπως με λέγανε τότε- να με γνωρίσει, με αυτά τα ινδικά φορέματα μου λέει: «Μπράβο μωρ΄ τσούπρα μου! Μπράβο μ’ έχεις κάνει και χαίρομαι, πάρα πολύ χαίρομαι!». «Γιατί μωρέ γιαγιά;», της λέω εγώ. «Γιατί φοράς την παραδοσιακή σου τη φορεσιά!». Νόμιζε ότι -τα ρούχα αυτά που φορούσα, τα μακριά με τις φούστες τις μακριές τις αραχνοΰφαντες, έτσι, τις Ινδικές και το γιλέκο από πάνω, γιατί φορούσαμε και τα γιλεκάκια τότε τα στολισμένα με πετρούλες και με χαντρούλες, λοιπόν- ότι αυτό ήταν το ντύσιμό μου και έχω έρθει από την Αμαλιάδα με την παραδοσιακή μου φορεσιά. Τι να σας πω. 

Μ.Α.:

Εν τω μεταξύ, στο χωριό περισσότερο μιλούσαν αρβανίτικα παρά ελληνικά. Η γλώσσα η αρβανίτικη, ακόμα και τώρα μιλάνε, αλλά πολύ λιγότερο. Τότε επειδή ζούσαν η προηγούμενη γενιά που, τώρα εντάξει, τότε ήταν παππούδες, τώρα δεν ζούνε - είναι φυσιολογικό- η προηγούμενη λοιπόν γενιά μιλούσαν μόνο αρβανίτικα. Οπότε οι γιαγιάδες μεταξύ τους μιλούσαν μόνο αρβανίτικα και έπρεπε εμένα να μου κάνουν τη μετάφραση για το τι λέει η γιαγιά.

Τ.Δ.:

Δηλαδή, τι ακριβώς γινότανε; Βάλτε μας λίγο σε αυτή τη θέση: εσείς να ακούτε μία τέτοια συνομιλία στα Αρβανίτικα; Πώς αισθανόσασταν;

Μ.Α.:

Εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα. Καταρχήν και το καινούριο μέρος που ήθελα, είχα αποφασίσει να στήσω τη ζωή μου, τη νέα μου ζωή, να κάνω οικογένεια, να κάνω το μεγάλο βήμα και η συνομιλία στα αρβανίτικα ήταν σαν να είχα έρθει σε άλλη χώρα! Δεν μπορούσα να το... Εν τω μεταξύ οι γιαγιάδες εμφανισιακά δεν είχαν καμία σχέση με τις γιαγιάδες που είχαμε εμείς στην Αμαλιάδα. Στην Αμαλιάδα οι γιαγιάδες είναι πώς είναι σήμερα οι γιαγιάδες; Και τότε έτσι ήταν. Οι γιαγιάδες στην Ήπειρο του ‘95 ήτανε με τα μαύρα μαντήλια, μαυροφορεμένες από πάνω μέχρι κάτω και με τις ποδιές! Δεν φορούσαν ρούχα όπως φοράμε σήμερα, ήταν όλες ίδιες! Με τα μαύρα μαντήλια, με τις μακριές μαύρες φούστες, κλος μαύρες μακριές φούστες και με ποδιές. Όλες οι γιαγιάδες ήταν έτσι. Οι παππούδες ήταν κανονικά. Λοιπόν και μου λέγαν εμένα διάφορα τώρα, διάφορες κουβέντες στα αρβανίτικα, νομίζοντας ότι εγώ καταλαβαίνω όπως καταλάβαινε ο Γιάννης. Ο Γιάννης δεν τα μιλάει τα αρβανίτικα, όπως και όλη η γενιά του, αλλά τα καταλαβαίνει, γιατί μιλούσαν στα σπίτια αρβανίτικα. Λοιπόν, σαν να ήμουνα σε μία ξένη χώρα.  Να φανταστείτε ότι μετά, αφού πέρασαν τα χρόνια, γνώρισα μία φίλη, τη Λένα τη Χρήστου, δασκάλα. Λοιπόν, μου εκμυστηρεύτηκε ότι ακόμα και αυτή, νέα γυναίκα, έτσι; Και δασκάλα, σπουδαγμένος άνθρωπος, όταν με έβλεπε να κυκλοφορώ στην Παραμυθιά με τα ρούχα που με εξέφραζαν, έλεγε: «Τώρα, πώς θέλει να μας το παίξει αυτή; Ότι από πού ήρθε;». Και μου το εκμυστηρεύτηκε μετά από χρόνια. Δηλαδή, πόσο βαθιά ριζωμένες είναι οι αντιλήψεις στους ανθρώπους και ότι πρέπει να φύγουν αυτά τα στερεότυπα με κάποιο τρόπο, όπως και έχουν φύγει. Σήμερα έχουν φύγει. Όντως, έχουν φύγει, βέβαια.

Μ.Α.:

Λοιπόν, έρχομαι, είμαι ήδη στην Παραμυθιά. Έχουν φύγει οι γονείς μου πίσω για την Αμαλιάδα από το καλοκαίρι αυτό που γνώρισαν εδώ και την υπόλοιπη οικογένεια και βρίσκω δουλειά στο Κ.Α.Π.Η. της Παραμυθιάς. Ζητούσαν κοινωνική λειτουργό. Εδώ δεν υπήρχαν κοινωνικοί λειτουργοί, ήμουνα η μοναδική που είχα πτυχίο και έτσι, πήγα και δούλεψα στο Κ.Α.Π.Η. της Παραμυθιάς. Πολύ ωραία δουλειά. Προσπάθησα και εγώ να την κάνω δουλειά με περιεχόμενο και με ουσία. Ήταν η ευκαιρία μου και μέσα από αυτούς τους ηλικιωμένους ανθρώπους, οι οποίοι ήταν η ζωντανή ιστορία του τόπου. Βρήκα την αφορμή με τη γνωριμία μου μαζί τους να γνωρίσω και εγώ τον τόπο μέσα από αυτούς. Έτσι λοιπόν, δεν δούλευα στο Κ.Α.Π.Η. μόνο σαν να πηγαίνω στη δουλειά μου στις 07:00 και να φεύγω στις 15:00 και ό,τι μου προκύπτει να κάνω, αλλά προσπάθησα, ένωσα αυτούς τους ανθρώπους, έκανα ομάδες με τις γυναίκες, και ομάδες συζητήσεων, όπου εκεί λέγαμε πολλά πράγματα και από αυτά που έχουν βιώσει, αλλά και από αυτές τις ανάγκες που τους προέκυψαν στην τρίτη ηλικία. Κάναμε πολλές εκδρομές για να έχουμε έτσι και ωραίες στιγμές, πολλά γλέντια στο Κ.Α.Π.Η. με την κάθε ευκαιρία -να τώρα που είναι απόκριες δηλαδή- κάναμε πολλά γλέντια. Με την ομάδα του Κ.Α.Π.Η. τότε που δούλευα, έχει μείνει ο εορτασμός της τσικνοπέμπτης στην Παραμυθιά, με τον τρόπο που γίνεται μέχρι σήμερα, όπου αυτό, αν και φαίνεται σήμερα έθιμο, το είχαμε δημιουργήσει εμείς στο ‘96 όταν έπιασα εγώ [00:20:00]δουλειά! Δηλαδή τι κάναμε; Πήγαμε με τις γιαγιάδες και τους παππούδες με μία ομάδα, εγώ και μία ομάδα από το Κ.Α.Π.Η., στα κρεοπωλεία όλης της πόλης και τους ζητήσαμε να μας κάνουν δωρεά 1, 2, 3 κιλά σουβλάκια, λουκάνικα, ό,τι ήθελε το κάθε κρεοπωλείο. Και είπαμε στον Δήμο να φέρει ψησταριές από το Λάμποβο -απ’ το πανηγύρι- που είχαν στην αποθήκη και τις βάλαμε έξω από το Κ.Α.Π.Η. και ψήσαμε ό,τι μας έδωσαν οι κρεοπώλες της περιοχής και πέρασε όλη η πόλη -αυτό έγινε το ‘96- και πέρασε όλη η πόλη από κει. Είχαμε μουσική, χορούς, πάρα πολύ... Αυτό λοιπόν, από το ‘96 που το ξεκινήσαμε εμείς, είναι έθιμο ακόμα και σήμερα. Κάθε χρόνο γίνεται στην Παραμυθιά. Για αυτό σας λέω, είχα δουλέψει πάρα πολύ με τους ανθρώπους που ήταν μέλη εκεί -ηλικιωμένους που ήταν μέλη στο Κ.Α.Π.Η.- και κάναμε πάρα πολύ ωραία πράγματα και έμαθα κι εγώ για την κουλτούρα και το τι σημαίνει «Ηπειρωτική ψυχή», το έμαθα από αυτούς τους ανθρώπους.  Θα σας διηγηθώ, τώρα, ένα αστείο περιστατικό, όταν είχα πρωτοπιάσει δουλειά στο Κ.Α.Π.Η., ένας φίλος του πεθερού μου του Σωτήρη, είχε μάθει ότι ο αγαπημένος του φίλος, το παιδί που μεγάλωνε τέλος πάντων, ο Γιάννης, θα παντρευτεί ότι βρήκε γυναίκα και τα λοιπά. Αυτός ο άνθρωπος έμενε στην Αμπελιά, ένα χωριό το οποίο είναι έξω από την Παραμυθιά. Και από τη μεγάλη του χαρά που άκουσε αυτήν την είδηση, γιατί ήθελε, ο πεθερός μου ήθελε να παντρευτεί ο Γιάννης, να βρει μία καλή κοπέλα, να τον έχει κοντά του, να τον βοηθήσει να φτιάξουμε, να φτιάξει τη ζωή του. Λοιπόν, έμαθε λοιπόν κι αυτό, ότι ο καλός του φίλος, ο γιος του, ας το πούμε έτσι, που τον μεγάλωσε, βρήκε κοπέλα και ότι δουλεύει στο Κ.Α.Π.Η. Και θέλησε να ‘ρθει να με γνωρίσει. Το λεωφορείο από την Αμπελιά τότε, ερχόταν 07:00 η ώρα- 07:15 το πρωί έφτανε στην πόλη της Παραμυθιάς. Εγώ, επειδή το σπίτι μου ήταν απέναντι από το Κ.Α.Π.Η., άνοιγα το Κ.Α.Π.Η. καθημερινά. Έρχεται λοιπόν, αυτός ο παππούς -που δεν θυμάμαι τώρα το όνομά του- και αφού δεν ήξερε πώς με λένε, αρχίζει να φωνάζει, ανοίγει την πόρτα και αρχίζει να φωνάζει: «Γιάννενα!», «Γιάννενα!», «Γιάννενα!». Εγώ μόνη μου μες στο Κ.Α.Π.Η., δεν είχα κανέναν άλλον 07:00 η ώρα το πρωί, βγαίνω έξω και του λέω, νομίζοντας πως ψάχνει το Κ.Τ.Ε.Λ. να πάει στα Γιάννενα, του λέω: «Θα προχωρήσετε ευθεία, όπως κάνει ο δρόμος αριστερά δεν θα… τον ίδιο δρόμο θα πάρετε, θα το δείτε μπροστά σας το Κ.Τ.Ε.Λ. και από κει θα φύγετε για τα Γιάννενα. Δεν είναι εδώ το Κ.Τ.Ε.Λ. είναι λίγο παραπάνω». Τι να πω. Εγώ εκείνη την ώρα, βέβαια, δεν είχα καταλάβει ότι είχα κάνει κάτι χαζό. Ο άνθρωπος απλά έκλεισε την πόρτα, γιατί ντράπηκε ίσως; Aπό αμηχανία; Δεν ξέρω. Περίμενε να ανοίξει η αγορά, πήγε στο μαγαζάκι που είχε ο πεθερός μου και πίνανε καφέ εκεί, και του λέει: «Έτσι και έτσι έπαθα με τη νύφη σου. Eγώ πήγα να τη χαιρετήσω και να της πω “καλωσόρισες” και πώς να την έλεγα; Την είπα Γιάννενα». Έτσι λέγανε τις γυναίκες τότε τις παντρεμένες, είχανε το όνομα του συζύγου. Λοιπόν, και μου λέει ο πεθερός μου το μεσημέρι: «Εσένα έλεγε “Γιάννενα”, εσένα έλεγε, εσένα ζήταγε! Εσένα ζήταγε.». Τι να πω; Με αυτές τις λέξεις ακόμα, δηλαδή, ξεπεράστηκαν αυτά, αυτές οι συνήθειες, δεν μπορούσα να τις συνηθίσω ποτέ. Ευτυχώς ξεπεράστηκαν κάποια στιγμή.  Να σας πω άλλη ιστορία με τα ονόματα αυτά. Εννοώ τα ονόματα που παίρνανε οι γυναίκες από τους συζύγους. Λοιπόν, έρχεται -είναι περίοδος εγγραφών στο Κ.Α.Π.Η.- και έρχεται ένας παππούς να γράψει τον ίδιο και τη γυναίκα του. «Πώς σας λένε;», «Γιάννη Δημάκα». «Πώς τη λένε την…». Γράφω την δικιά του κάρτα, τη συμπληρώνω. Τώρα πάμε στην κάρτα της γυναίκας σας. Δεν ήταν μπροστά η γυναίκα, είχε έρθει μόνος του. Λοιπόν: «Πώς τη λένε τη γυναίκα σου;» με κοιτάει, «Πώς τη λένε;», του λέω. Mε ξανακοιτάει. «Μωρή», μου λέει. «Τι εννοείς;» του λέω. «Ξέρω ‘γω -μου λέει- εγώ “Μωρή” τη φωνάζω. Tώρα που μου λες, δεν θυμάμαι το όνομά της. Για κάτσε μωρέ -μου λέει- στη γειτονιά τη φωνάζουνε και “Μπούσενα” από το όνομά μου». «Μπούσης» είναι ο Σπύρος, στην Ήπειρο τον λένε «Μπούση» τον Σπύρο. «Μπούσης» ο Σπύρος, η γυναίκα του «Μπούσενα». «Ναι, “Μπούσενα” γράψε». «Καλέ μου -του λέω- ούτε “Μπούσενα” ούτε “Μωρή” τη λένε τη γυναίκα, έχει όνομα!», «Δεν το ξέρω -μου λέει- το όνομα της, τι να σου πω, δεν το ξέρω!». Δεν το θυμότανε! Δεν θυμόταν το όνομα της γυναίκας του, γιατί όλοι τη φώναζαν κάπως διαφορετικά και αυτός τη φώναζε «Μωρή». Αυτή η ιστορία είναι ενδεικτική, δεν θέλω να πω μόνο της θέσης της γυναίκας, αλλά και της νοοτροπίας γενικότερα. Εδώ δεν μπορούμε καν να μιλήσουμε για φυλετικά στερεότυπα, εδώ είμαστε σε άλλο κόσμο, εντελώς. Εντελώς σε άλλο κόσμο. Τέλος πάντων, εγώ όμως το ‘βλεπα όλο αυτό και με ενοχλούσε. Με ενοχλούσε, γιατί έβλεπα και τις πιο νέες γυναίκες να έχουν ενστερνιστεί σε αυτόν τον τρόπο ζωής και αυτό με στεναχωρούσε. Και θα σας πω στη συνέχεια ότι προσπάθησα, έχω συμβάλει σαν κοινωνική λειτουργός και σαν Μαρία στο να αλλάξει αυτό το πράγμα, και θα σας πω μετά πώς το έκανα. Απλά τώρα θέλω να πω και το εξής, για να καταλάβετε από εκείνη την εποχή πράγματα. Εμείς όταν αποκτήσαμε την πρώτη μας την κόρη τη Βάσια, εγώ δούλευα στο Κ.Α.Π.Η., αλλά ο άντρας μου ήταν άνεργος, δεν δούλευε. Μόνο σε κάποια γυμναστήρια ιδιωτικά έκανε κάποιες ώρες, απασχολιότανε εκεί. Οπότε το παιδί ήταν τις περισσότερες ώρες με τον πατέρα του. Είχαμε πάρει, λοιπόν, ένα μάρσιππο -αυτό που βάζουμε τα μωράκια μπροστά μας- αντί να ‘χουμε καρότσι, είχαμε το μάρσιππο. Και ο Γιάννης έβαζε το μωρό στο μάρσιππο, γιατί ήταν και χειμώνας και το κράταγε και ζεστό και γιατί του άρεσε να έχει και το μωρό αγκαλιά, και έβγαινε στην Παραμυθιά. Το τι καζούρα έχει φάει! Δεν υπήρχε άντρας με μάρσιππο τότε στην Παραμυθιά! Εδώ τα καροτσάκια ήταν ντροπή να τα σέρνει ο σύζυγος. Πάντα η σύζυγος είχε το καροτσάκι και ο σύζυγος δίπλα, για να βγούνε μία βόλτα ή να πάνε κάπου με ένα μωρό με καροτσάκι. Ήταν ντροπή να πιάσει ο άντρας το καροτσάκι. Και ο Γιάννης βγήκε με μάρσιππο στην Παραμυθιά. Το τι μου λέγανε στο Κ.Α.Π.Η.! Το τι έχω ακούσει, επειδή ο Γιάννης είχε το μάρσιππο. Θεωρούνταν θηλυπρεπές αυτό. Πώς ένας άντρας έφτασε σε αυτό το άσχημο -για την εικόνα τους- σημείο, να κουβαλάει το παιδί του στην αγκαλιά του με ένα ύφασμα σαν να είναι η μητέρα; Ήταν -για τους Παραμυθιώτες- ήταν μία εικόνα εντελώς ασυνήθιστη. Όμως… –

Τ.Δ.:

Εσείς…

Μ.Α.:

Ναι, ναι.

Τ.Δ.:

Για όλα αυτά, εκείνη τη στιγμή τη δεδομένη, όχι αργότερα, πώς αισθανόσασταν; Εκνευρισμό; Απογοήτευση; Θλίψη;

Μ.Α.:

Εμένα αυτό με έκανε να πεισμώνω και να θέλω, και εγώ και ο Γιάννης, να το αλλάξουμε. Όσο πιο πολύ… δηλαδή, ο Γιάννης το ευχαριστιόταν. Δεν γύρναγε σπίτι και να μου πει ότι «Α με κορόιδεψαν που βγήκα με το παιδί έξω έτσι» και να μην το ξανακάνει. Ίσα-ίσα και έβγαινε και ξανάβγαινε και το καρότσι αυτός το έπαιρνε και εγώ ήμουνα δίπλα και ας λέγανε ότι θέλανε. Με βοήθησε, όμως, ότι ήμουνα ξένη να φέρω αυτές τις αλλαγές. Αν ήμουν από ‘δω, δεν θα μπορούσα να το κάνω, όπως δεν μπορούσαν κι οι νέες κοπέλες και εγώ στεναχωριόμουνα που τις έβλεπα, τις νέες κοπέλες που γίνονταν μητέρες ή έρχονταν εκεί στο Κ.Α.Π.Η. να συναντήσουν και τους… τον μπαμπά τους, τη μαμά τους και τα λοιπά. Έτσι; Και τις γνώριζα και έβλεπα πόσο μαζεμένες ήταν. Δεν μπορούσαν καν να μιλήσουν, αλλά ήταν έτσι όλο, όλη η συνήθεια, όλος ο -έτσι ήταν- ο κόσμος, τότε έτσι. Ζούσαν ρε παιδί μου δηλαδή εδώ, όπως ζούσε η μάνα της μάνας μου στην Πελοπόννησο. Όχι η μάνα μου, η μάνα της μάνας μου. Πραγματικά, άργησε να ελευθερωθεί και η Ήπειρος, έτσι; Άργησε, δηλαδή, το ‘13 -αν δεν κάνω λάθος- όχι, το ‘13 μπήκε, ελευθερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό και αργότερα, μέχρι και το ‘57 απ’ όσο ξέρω, ζούσαν εδώ και Τούρκοι και Εβραίοι και χριστιανοί. Οπότε η ζωή ήτανε πολύ διαφορετική από την [00:30:00]υπόλοιπη Ελλάδα. Οι Ηπειρώτες άλλαξαν νοοτροπία -όσο μπορεί κανείς να το πει αυτό- όταν τη δεκαετία του ‘70 άρχισαν να φεύγουν για τη Γερμανία. Μέχρι τότε ήταν πολύ κλειστά τα μέρη εδώ, ούτε έφευγαν να πάνε αλλού ούτε έρχονταν άλλοι άνθρωποι εδώ. Η Γερμανία είναι που άλλαξε την Ήπειρο και τη φτώχεια, αλλά και τη νοοτροπία.

Μ.Α.:

Λοιπόν, να γυρίσω όμως στο Κ.Α.Π.Η., σαν κοινωνική λειτουργός στο Κ.Α.Π.Η., όπως σας έλεγα, άρχισα να δημιουργώ ομάδες με τους παππούδες και να μαθαίνω πράγματα. Παράλληλα, μέσω της Λαϊκής Επιμόρφωσης, ήταν ένας θεσμός του Υπουργείου Παιδείας και Nέας Γενιάς, λεγόταν τότε, η Λαϊκή Επιμόρφωση, όπου μπορούσες στη Ν.Ε.Λ.Ε., όπως την έλεγαν, Λαϊκή Επιμόρφωση Ν.Ε.Λ.Ε., να πας και να μάθεις διάφορα πράγματα, όπως κεραμική, κέντημα, να μάθεις ξένες γλώσσες, κάπως σαν το Δια Βίου Μάθησης που είναι τώρα, έτσι ήταν τότε η Ν.Ε.Λ.Ε. Τότε λοιπόν, πήγα στην υπεύθυνη της Ν.Ε.Λ.Ε. και της λέω: «Θέλω να κάνω κάποιες ομάδες γονέων». Σκοπός μου, όπως σας είπα, ότι ήθελα να προσπαθήσω να δώσω στις γυναίκες και την άλλη οπτική που δεν την ήξεραν, να τη μάθουν τουλάχιστον, μέσα από τις ομάδες γονέων. Γιατί όλες οι νέες κοπέλες ήταν ήδη μητέρες, παντρεύονταν πάρα πολύ νέες. Πάρα πολύ νέες! Και ήταν μητέρες με μικρά παιδιά και με αφορμή τη σύσταση των ομάδων γονέων που μπορούσε να γίνει μέσα από την Ν.Ε.Λ.Ε., μπορούσα να πηγαίνω στα χωριά και να μιλάω με τις νέες γυναίκες. Αυτό για μένα ήταν μία πρόκληση. Όντως λοιπόν, με την κυρία Βαρβάρα εκεί την υπεύθυνη, το προσπαθήσαμε και φτιάξαμε σε κάθε χωριό και από μία ομάδα γονέων. Λοιπόν, δεν πέτυχε σε όλα τα χωριά.

Τ.Δ.:

Τι ακριβώς κάνατε;

Μ.Α.:

Η ομάδα γονέων έχει σκοπό να μαζέψει τους γονείς και να μιλήσουν για θέματα διαπαιδαγώγησης και συμπεριφοράς και χειρισμού των προβλημάτων μέσα στη σχέση γονέα και παιδιού. Αυτή ήταν η αφορμή και για αυτό θα μιλάγαμε. Έλα μου όμως, που οι ανάγκες των γυναικών όταν βρεθήκαμε να στήνουμε τις ομάδες γονέων και να αρχίσουν σιγά-σιγά να έρχονται, ήταν άλλες; Οι ανάγκες τους ήταν να μιλήσουν γι’ αυτό που τις απασχολούσε τις ίδιες. Μιλάγαμε και για θέματα συμπεριφοράς, αλλά μιλάγαμε και για τα θέματα που απασχολούσαν τις ίδιες τις γυναίκες. Και στην ουσία είχαμε μία ομάδα συμβουλευτικής γυναικών, όπου η κάθε γυναίκα μπορούσε να πει τι την απασχολεί και να το κουβεντιάσει με την ομάδα και τον ομαδάρχη, που ήμουνα εγώ, και να νιώσουμε όλοι μαζί ο ένας τον άλλον. Και έτσι, ένιωθε μία ανακούφιση και μπορούσε να αλλάξει και κάποια πράγματα αν το ήθελε. Τέλος πάντων... Α έλεγα ότι αυτό δεν πέτυχε σ’ όλα τα χωριά, γιατί τα πιο μικρά χωριά ήταν πάρα πολύ κλειστές κοινωνίες. Πάρα πολύ κλειστές κοινωνίες. Και δεν ήρθε καμία γυναίκα, φοβόσαντε να πουν ότι θα πάνε σε μία ομάδα γονέων ή δεν τους επέτρεπαν οι άντρες τους. Το «Πού θα πας εσύ εκεί πέρα; Δεν έχεις καμία δουλειά», ήτανε το πιο συχνό που έλεγε ένας άντρας σε μία γυναίκα και ας ήταν νέο ζευγάρι.

Τ.Δ.:

Θυμάστε κάποιο περιστατικό να σας έχει εκμυστηρευτεί συγκεκριμένα κάποια γυναίκα; 

Μ.Α.:

Ναι, πολλά. Πολλά και μου ‘χουν μείνει μερικά -μακάρι να τα είχα γράψει κάπου- αλλά θα σας πω. Θα σας πω για… Να, το περιστατικό τώρα που μου έρχεται στο μυαλό είναι… Ή μάλλον πριν θέλω να πω το εξής, ότι στα χωριά που έγιναν τελικά οι ομάδες γονέων, οι περισσότερες γυναίκες έλεγαν δικαιολογίες για να έρθουν. Δηλαδή, προτιμούσαν να είναι η ομάδα, να γίνεται το μεσημέρι, κατά τις 15:00 η ώρα, για να κοιμότανε ο άντρας στο σπίτι που είχε γυρίσει από τη δουλειά και να μην έχει κάποιες ανάγκες και να -αυτές τις ώρες δηλαδή, της ξεκούρασης- να έρθουνε στην ομάδα. Ή άλλες έλεγαν και ψέματα, ότι πάνε σε μία άλλη γειτονιά του χωριού, σε μία συγγενή ή οτιδήποτε άλλο. Υπήρχαν και τέτοια περιστατικά για να έρθουν στις ομάδες οι γυναίκες.  Λοιπόν, η ιστορία που ήθελα να… που θυμάμαι, μου ‘χει μείνει χαραγμένη, ήταν μία κυρία, η οποία είχε παντρευτεί -την είχαν παντρέψει, γιατί αυτό γινόταν συνήθες, συνήθως, τις πάντρευαν τις κοπέλες- στα 16 της ή 17 της χρόνια, πολύ νέα, και μέχρι τότε, μέχρι που παντρεύτηκε, είχε ρωτήσει πολλές φορές τη μαμά της: «Από που γεννιούνται τα παιδιά;». Και η μαμά της τής έδινε πάντα την ίδια απάντηση: «Από τη μύτη». Τώρα, την κορόιδευε προφανώς και δεν είχε το σθένος να απαντήσει στο παιδί της από που γεννιούνται τα παιδιά. Οπότε, μέχρι που παντρεύτηκε η κυρία αυτή, θεωρούσε ότι τα παιδιά γεννιούνται από τη μύτη και όταν έμεινε έγκυος, της είπε της μάνας της: «Καλά εγώ τώρα το παιδί πώς θα το γεννήσω από τη μύτη;» και η μάνα της της είπε ότι «Αυτό που σου έλεγα ήταν μία δικαιολογία, γιατί τα παιδιά δεν γεννιούνται από τη μύτη, γεννιούνται από το “πράμα” σου». Έτσι λέγανε τότε, ναι. Και η πρώτη φορά που αυτή η γυναίκα κατάλαβε τη γενετήσια λειτουργία, ήτανε στα 17 της και πίστευε πραγματικά, το πίστευε απ’ ό,τι μας είπε η ίδια, ότι τα παιδιά, μέχρι τα 17 της πίστευε, γεννιούνται από τη μύτη. Αυτό δείχνει τον τρόπο που έχουν μεγαλώσει αυτές οι γυναίκες. Και τι να περιμένεις από κει και πέρα όταν μία γυναίκα στα 17 της πιστεύει ότι το παιδί γεννιέται από τη μύτη; Τι να κατακτήσει; Τι να κάνει; Ποια είναι η προοπτική της; Άλλη μία ιστορία, που θυμάμαι από την εποχή εκείνη, είναι μία άλλη κυρία που μέχρι τα 12 έμενε στο χωριό της με την οικογένειά της και μετά η οικογένειά της αποφάσισε να φύγει, να φύγουν μετανάστες στη Γερμανία. Μέχρι τα 12 αυτά τα παιδιά και οι γονείς ζούσαν μόνο με αυγά από τις κότες, τυρί και γάλα από τα πρόβατα, κρεμμύδια και σκόρδα από τον κήπο και κάναν και λίγο ρύζι και καμιά πίτα και αυτά, έτσι; Κρέας δεν τρώγανε σχεδόν ποτέ, γιατί δεν είχανε, υπήρχε μεγάλη φτώχεια, για αυτό φεύγανε και μετανάστες για τη Γερμανία. Αυτή η κοπέλα, λοιπόν, όταν μπήκαν στο καράβι για να πάνε στη Γερμανία, για πρώτη φορά είδε μπροστά της καθρέφτη και έπαθε σοκ! Δεν ήξερε καν τι είναι καθρέφτης στα 12 χρόνια της! Δεν είχαν στο σπίτι καθρέφτη. Όλοι μαζί κοιμόνταν στο πάτωμα, κάτω στο χώμα, για μεγάλη φτώχεια μιλάμε. Λοιπόν και όταν είδε τον εαυτό της απέναντι στον καθρέφτη έπαθε τόσο μεγάλο σοκ, που ακόμα και τότε που μας το έλεγε, φαινόταν στα μάτια της το σοκ που είχε πάθει! Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που έβλεπε! Τη μάνα της μπορούσε να τη δει, την αδελφή της μπορούσε να τη δει απέναντι, τον εαυτό της δεν τον είχε δει ποτέ! Και πρώτη φορά τον είδε στα 12 χρόνια. Αυτή ήταν η ζωή τότε, έτσι; Πολύ δύσκολες καταστάσεις μου είχανε πει τότε οι γυναίκες.  Άλλη μία πολύ θλιβερή ιστορία, που μου είχαν εκμυστηρευτεί εκεί. Όχι, αυτή μου την είχε εκμυστηρευτεί γιαγιά σε συνεδρία του Κ.Α.Π.Η.. Ήταν μία γιαγιά, η οποία ήταν πάρα πολύ άσχημη. Πραγματικά, ήταν πάρα πολύ άσχημη. Πώς βλέπεις αυτές τις μάγισσες, τις κούκλες μάγισσες; Είχε μία τέτοια μύτη, είχε βαθουλωμένα μάτια και σκελετωμένο πρόσωπο και σώμα. Ήταν πραγματικά άμα την έβλεπες, τρόμαζες. Αυτή η γυναίκα, όμως, από την ασχήμια της, είχε περάσει μία πάρα πολύ θλιβερή ζωή. Είχε μείνει γεροντοκόρη, γιατί κανένας δεν ήθελε να παντρευτεί αυτήν την άσχημη γυναίκα. Επειδή, όμως, είχε μείνει βάρος στον αδελφό της -γιατί τότε ο αδελφός έπρεπε να παντρέψει όλες τις αδελφές του- επειδή είχε μείνει βάρος στον αδελφό της, την είχε κλείσει σε μια αποθήκη και της πήγαινε φαγητό, νερό και ζούσε όλη της τη ζωή, λόγω της ασχήμιας της, σαν τον Κουασιμόδο που ζούσε στο καμπαναριό, η γιαγιά αυτή ζούσε στην αποθήκη μέσα. Και της πήγαινε φαγητό, αλλά εκεί στην αυλή γύρω-γύρω. Δεν [00:40:00]κατέβαινε στο χωριό, επειδή ήταν άσχημη. Και αυτή η γιαγιά πέθανε ο αδελφός της και έτσι βγήκε από το σπίτι και ερχότανε ημάς μετά δειλά δειλά να μας συναντήσει. Δειλά δειλά να μας συναντήσει. Αυτή ήταν μία τραγική ιστορία! Έζησε όλη της τη ζωή απομονωμένη και όταν πέθανε ο αδελφός της, βρήκε την ευκαιρία στα γεράματά της, να μπορέσει να γνωρίσει ό,τι έχει απομείνει από αυτό τον κόσμο να γνωρίσει. Πολύ άσχημη ιστορία αυτή με τη γιαγιά. «Κωνσταντινιά», έτσι την έλεγαν. Έχει πεθάνει. Να πω τώρα μία ιστορία να γελάσουμε, γιατί ήταν στενάχωρη η προηγούμενη. Έρχεται μία φορά μια γιαγιά και μου λέει: «Θέλω να με βοηθήσεις, γιατί έχω καταρράκτη. Εγώ παιδιά δεν έχω εδώ, είναι όλα στη Γερμανία. Μου είπε ο γιατρός πρέπει να με δει οφθαλμίατρος» και οφθαλμίατρο τότε, είχε μόνο στην Ηγουμενίτσα. «Θα μου κάνεις τη χάρη, θα σου βάλω τη βενζίνη να με πας στον οφθαλμίατρο και να με δει ο γιατρός, για να μου πει τι να κάνω, γιατί δεν βλέπω, έχω μείνει “γκαβή”», έτσι λέγανε τότε, την τυφλή τη λέγανε «γκαβή». Λοιπόν, «Εννοείται -της λέω- γιαγιά θα σε πάω, εννοείται». Την παίρνω και εγώ με το αυτοκίνητο μία μέρα που προγραμματίσαμε και την πάω στην Ηγουμενίτσα στον οφθαλμίατρο. Η γιαγιά είχε συνηθίσει από το Κέντρο Υγείας όπου δεν πλήρωνε όταν πήγαινε στο γιατρό. Ήξερε ότι αφού είναι ιδιώτης θα πληρώσει κάτι, αλλά δεν περίμενε να είναι αυτά που της ζήτησε. Της φάνηκαν πάρα πολύ ακριβά. Και του λέει του γιατρού όταν τελειώσαμε -ήμουνα και εγώ μέσα, γιατί τη συνόδευα- του λέει του γιατρού όταν τελειώσανε: «Τι σου χρωστάω γιατρέ;» και λέει ο γιατρός παράδειγμα: «10.000 δραχμές». Και του λέει η γιαγιά: «Μωρ’ παιδάκι μου, πολλά δεν είναι αυτά τα λεφτά;». «E τι να κάνουμε γιαγιά -της λέει ο γιατρός- σπουδάσαμε και πέντε-έξι χρόνια, εφτά. Είχαμε πολλά χρόνια που σπουδάζαμε». Και τι του απαντάει η γιαγιά; «Και επειδή εσύ μωρέ παιδί μου δεν τα έπαιρνες τα γράμματα, εγώ πρέπει τώρα να πληρώνω τόσα λεφτά σε σένα;».

Μ.Α.:

Λοιπόν, είχαμε πολλές ιστορίες. Πολλές ιστορίες και αστείες και θλιβερές. Μου έλεγαν πάρα πολλά πράγματα οι γιαγιάδες αυτές. Αυτές που είχανε φύγει για Γερμανία και είχαν επιστρέψει ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Είχαν ζήσει, είχαν δει πράγματα, είχαν χρήματα, είχανε φτιάξει σπίτια, είχανε δώσει στα παιδιά τους περιουσίες και τα λοιπά. Όσοι είχανε μείνει πίσω ήταν σε χειρότερη κατάσταση. Τι να πω. Πολλές φορές είχανε, όμως, αναφέρει αυτές οι γυναίκες, που θυμούνταν τη ζωή τους, την κακοποίηση, χωρίς καν να καταλαβαίνουν ότι μιλάνε για κακοποίηση. Δηλαδή, ήταν τόσο μέσα στη ζωή τους τα περιστατικά κακοποίησης που βίωναν από τον σύζυγο και τον πεθερό και την πεθερά και δεν ξέρω ‘γω τι ποιους άλλους μέσα σε ένα σπίτι που ζούσαν όλοι μαζί, 10-20 άτομα, που σας είπα, αυτή, αυτό το θέμα της κακοποίησης με ενεργοποίησε πάρα πολύ. Για αυτό έκανα και τις ομάδες γονέων με τις νέες κοπέλες. Και πραγματικά, καταφέραμε να αλλάξουμε μετά από λίγο καιρό. Τι να πω; Να πω ότι ανέφεραν ότι, όταν παντρεύονταν, ήτανε πάνω σε ένα γαϊδούρι μαζί με τα προικιά, με ένα μαντήλι πάνω στο κεφάλι και δεν ήξεραν ποιον πάνε να συναντήσουν, γιατί τη συμφωνία του γάμου την είχαν κάνει ο πεθερός και ο άλλος πεθερός, οι δύο πεθεροί; Ότι αν δεν ήτανε τα χρήματα που ζητούσε ο γαμπρός ή ο πεθερός, δεν δίνανε γυναίκες που αγαπιούνταν με τον σύντροφό τους, τι να… Δηλαδή, κακοποίηση φοβερή! Φοβερή! Μέσα σε μία τέτοια ομάδα που κάναμε, υπήρχε και μία γιαγιά, η οποία φαινόταν ότι δεν ένιωθε άνετα με την κουβέντα, αλλά παρόλα αυτά, παρόλα αυτά, προσπαθούσε να έρχεται, όσο την άφηνε ο άντρας της. Ήταν πολύ σκληρός. Και κάποια φορά που ρώτησα τις άλλες γιατί δεν ήρθε η κυρία αυτή, μου είπανε την ιστορία της και μου είπαν ότι κακοποιούνταν ακόμα και ως υπερήλικας από τον σύζυγο. Δηλαδή -για να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους- έτρωγε πάντα πολύ ξύλο. Πάντα, πολύ ξύλο από τον άντρα της, ο οποίος κακοποιούσε και τα παιδιά. Αυτό ήταν κοινό μυστικό, κανένας δεν έκανε τίποτα. Κανένας. Ούτε από τη γειτονιά, γιατί τον φοβούνταν αυτόν τον άνθρωπο. Ήτανε πάρα πολύ σκληρός άνθρωπος. Στην προσπάθειά μου να… αν μπορούσα να βοηθήσω, την έπιασα μια μέρα και της είπα ότι γνωρίζω ότι περνάει δύσκολα. Ε από τότε δεν ξαναήρθε ούτε στο Κ.Α.Π.Η. Δηλαδή, δεν καταφέραμε να την προσεγγίσουμε. Πέθανε και ο σύζυγος και η σύζυγος κάποια στιγμή. Έχουν μείνει τα παιδιά τους, τα οποία είναι πολύ προβληματικά, από αυτά που είχαν περάσει, αλλά θυμάμαι ότι τότε είχα προσπαθήσει να βοηθήσω και δεν δέχτηκε τη βοήθεια. Και αυτό ήταν κάτι που με έκανε να σκεφτώ ότι δεν μπορούμε να προσεγγίζουμε τους ανθρώπους εμείς. Την ευθύνη για τον εαυτό τους την έχουν οι ίδιοι. Την αλλαγή, δηλαδή, θα την κάνεις εσύ, δεν θα σου την κάνει ο άλλος. Δεν μπορούμε να επέμβουμε τόσο πολύ, πρέπει να αποφασίσουν οι ίδιοι άνθρωποι. Εντάξει ήταν και μεγάλη γυναίκα, έχει ζήσει μία ζωή έτσι.

Τ.Δ.:

Εγώ θα ήθελα να ρωτήσω.

Μ.Α.:

Ναι.

Τ.Δ.:

Σε αυτές τις ομαδικές συνεδρίες της Ν.Ε.Λ.Ε. που μου περιγράψατε– 

Μ.Α.:

Με τις νέες γυναίκες ή στα Κ.Α.Π.Η. με τις μεγάλες;

Τ.Δ.:

Στα Κ.Α.Π.Η. με τις μεγάλες– 

Μ.Α.:

Ωραία.

Τ.Δ.:

Που κάνατε αυτές τις συζητήσεις, εσείς μου περιγράψετε τις σκέψεις σας, τους προβληματισμούς σας, πως νιώθατε. Οι άλλες γυναίκες, που άκουγαν τη μία τη γυναίκα να λέει μία ιστορία, τι έκαναν;

Μ.Α.:

Συνήθως την άκουγαν και μετά βρισκόταν μία άλλη γυναίκα που θα ‘λεγε τη δική της ιστορία. Γινόταν κανονική ομαδική συνεδρία, κανονική ομαδική συνεδρία. Μέσα από την αφήγηση των ιστοριών της κάθε μίας, καταλαβαίνανε καταρχήν, ότι δεν είναι μόνες και ότι δεν είναι οι μόνες που έχουν περάσει αυτή τη ζωή που έχουν περάσει. Κάποιες που δεν είχαν τέτοιες εμπειρίες, γιατί υπήρχαν και γυναίκες που είχαν ζήσει καλά με τους συζύγους τους, έτσι; Ήταν αυτές που συμπαραστέκονταν στις άλλες γυναίκες που είχαν περάσει δύσκολα και τους έλεγαν ότι «Έτσι είναι η ζωή, ο ένας θα βρει το ένα, ο άλλος θα βρει το άλλο», «Σημασία έχει να είμαστε σε ένα επίπεδο που να μπορούμε να τα καταφέρουμε», «Και να τώρα τι ωραία που περνάμε εδώ, μπορεί να περάσαν τα χρόνια, αλλά εδώ είμαστε όλοι μια χαρά, μια παρέα, στηρίζουμε ο ένας τον άλλον» και πραγματικά κάναμε πολύ ομαδική δουλειά με τις, με τους παππούδες και τις γιαγιάδες στα Κ.Α.Π.Η.Tους παππούδες, βέβαια, τους είχα άλλα που τους άρεσαν. Δηλαδή, τους έκανα τουρνουά σκάκι, τουρνουά τάβλι. Εντάξει, αυτοί δεν έχουν τόσο με το συναισθηματικό κομμάτι, δεν ήθελαν να το αγγίζουν. Δεν είχαν και ανάγκη κιόλας, γιατί δεν προβληματίζονταν για τέτοια πράγματα. Οι γυναίκες, όμως, που το είχαν ανάγκη, τους είχα μάθει και εγώ να τη βγάζουν αυτή την ανάγκη τους προς τα έξω και κάναμε και πολύ ωραία δουλειά. Δηλαδή όταν π.χ. υπήρχε, μαθαίναμε ότι υπήρχε μία γυναίκα που ήταν άρρωστη από το Κ.Α.Π.Η. Πηγαίναν εκεί, της κάνανε παρέα. Φροντίζανε να επικοινωνήσουν με τα παιδιά τους και εγώ φρόντιζα σαν κοινωνική λειτουργός, να τους πούμε ότι έχουμε ανάγκη, ότι πρέπει να πάει μία γυναίκα έχει να καθαρίσει για παράδειγμα, έτσι; Ή όταν υπήρχαν, υπήρχε θυμάμαι μια φορά μία πολύ φτωχή γυναίκα και πηγαίνανε οι ίδιες και καθαρίζανε το σπίτι της, γιατί δεν είχε χρήματα και την περιποιούνταν. Δηλαδή, είχε δέσει πάρα πολύ όλη αυτή η ομάδα που είχαμε κάνει στο Κ.Α.Π.Η.. Και είχαμε και τα γλέντια, αυτά περίμεναν παππούδες σαν μικρά παιδιά. Χριστούγεννα ήταν; Θα βάζαμε μουσική, θα φτιάχναμε πίτες, βασιλόπιτα. Απόκριες ήτανε; Είχαμε το Κ.Α.Π.Η. Πάσχα ήτανε; Πάλι θα μαζευόμασταν, θα φέρνανε τσουρέκια, αυγά, θα μιλάγανε και τα λοιπά. Καλοκαίρι; Βγαίναμε έξω το καλοκαίρι, πηγαίναμε πεζοπορίες, εδώ κοντινές, με τη νοσηλεύτρια του Κ.Α.Π.Η. και με μένα και πηγαίναμε πεζοπορίες. Κάναμε εκδρομές, γνωρίσαν όλη την Ελλάδα με πούλμαν εκδρομικά. Ήταν η συμβολή μου, πιστεύω στην τρίτη ηλικία και στη νεανική ηλικία όσο αφορά κυρίως τον γυναικείο πληθυσμό της περιοχής -όπως το βλέπω τώρα από μακριά- ήταν μεγάλη και δεν το λέω μόνο εγώ. Ακόμα και τώρα όταν περνάω από το Κ.Α.Π.Η., που δεν δουλεύω εκεί, βέβαια δεν ζούνε, έχουν πεθάνει πολλές, αλλά είναι κάποιες που τότε ήταν νέες και τώρα είναι μεγάλες σε ηλικία, με κοιτάνε μες στα μάτια. Πολλές φορές δακρύζουν και μου λένε: «Πόσο καλό μας είχες κάνει τότε; Πόσο καλό μας είχες [00:50:00]κάνει, σε θυμόμαστε με τη μεγαλύτερη αγάπη». Αυτά δεν ξέρω τι άλλο να σας πω, αυτά έχω εγώ να πω τώρα για την Ήπειρο. Η Ήπειρος έχει αλλάξει. Θέλετε να με ρωτήσετε κάτι;

Τ.Δ.:

Ωραία, το είπατε και μόνη σας. Ήπειρος, λοιπόν, του ’95 όπως μας την περιγράψετε και του σήμερα. Είναι δύο διαφορετικοί κόσμοι;

Μ.Α.:

Είναι δύο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι. Τι να πω, δηλαδή, τελείως διαφορετικοί κόσμοι. Εγώ όταν ήρθα εδώ, έβγαινε ο τελάλης, ο τελάλης. Ο πατέρας μου -έχει πεθάνει ο πατέρας μου- αλλά, όταν ήταν το ‘95-‘96 που ερχόμασταν στην αρχή και έβλεπε τον τελάλη, έλεγε: «Εγώ αυτό έχω να το δω από την Κατοχή». Ο τελάλης τι ήταν; Ήταν ένας άνθρωπος, ο οποίος δούλευε, ήταν η δουλειά του αυτή, τον πλήρωναν για να βγάζει φιρμάνι π.χ. μία πώληση ενός οικοπέδου έλεγε:  «Η Μαρία Αναγνωστοπούλου πουλάει ένα οικόπεδο στην Παραμυθιά στο κάτω μέρος» σαν εφημερίδα. Δηλαδή, κινητή εφημερίδα. Έβγαινε στην Παραμυθιά και φώναζε: «Το Σάββατο το πρωί θα γίνει η δημοπρασία, στο Δημαρχείο δημοπρατείται το οικόπεδο εκείνο». Δηλαδή, τελάλης, τελάλης και έβγαινε για να ακούσει ο κόσμος μία πληροφορία. Ή υπήρχε εφημεριδοπώλης. Τα περίπτερα δεν πουλάνε στην Παραμυθιά εφημερίδες. Ήταν εφημεριδοπώλης που τις πουλούσε, τις έβαζε στο -σαν τον ταχυδρόμο- σε μία ανοιχτή μεγάλη τσάντα και φώναζε: «Τύπος!», «Τύπος!». Δηλαδή, άλλη ζωή, τελείως διαφορετική. Σήμερα η Παραμυθιά είναι πλέον μία σύγχρονη πόλη. Ό,τι και να φορέσει κάποιος στον δρόμο, μέχρι να ‘ναι γεμάτος από σκουλαρίκια; Nα φοράει μπότες το καλοκαίρι; Kαμία δεν θα… δεν θα το... Eγώ τότε, επειδή φορούσα ινδικά ρούχα, μου λέγανε ότι είχα έρθει με την παραδοσιακή μου στολή! Σήμερα πλέον, ο κόσμος έχει φύγει και από ‘δω και έχει δει και άλλα μέρη. Τότε ήταν πολύ κλειστή η κοινωνία. Νομίζω αυτή η διαφορά είναι, ήτανε. Ήταν ότι δεν έβγαινε ο κόσμος από τον τόπο του να δει άλλα πράγματα κι είχε μείνει απομονωμένος μέσα εδώ και δεν ήξερε πώς ζουν αλλού. Γι’ αυτό του φαίνονταν όλα παράξενα. 

Τ.Δ.:

Πριν, κατά την αφήγησή σας, χρησιμοποιήσατε τη φράση «Ηπειρωτική ψυχή». Θα θέλατε να μας το εξηγήσετε λίγο καλύτερα;

Μ.Α.:

Ναι, νομίζω ότι αυτό που ήθελα να πω είναι ότι κάθε μέρος, κάθε περιοχή της Ελλάδας, αποπνέει μία άλλη αίσθηση. Τα νησιά, ας πούμε, έχουν τη νησιώτικη ζωή, τον χαρακτήρα τον διαφορετικό, μία εντός εισαγωγικών «τρέλα», που μπορεί να βγαίνει και από τα κύματα της θάλασσας, έτσι όπως χοροπηδάνε, δεν ξέρω, είναι και οι χώροι χοροπηδηχτοί. Εδώ στην Ήπειρο, ένας χορός είναι τόσο αργός, που αναρωτιέμαι: Είναι χορός; Κι όμως, όταν δεις τον Ηπειρώτη να τον χορεύει, έχει ένα πόνο μέσα του. Βγάζει ένα πόνο. Ίσως για αυτό και είναι αργοί και οι χοροί τους, γιατί είναι πονεμένοι. Έχει ένα στοιχείο, το ηπειρωτικό στοιχείο είναι διαφορετικό. Το κλαρίνο το ηπειρωτικό κλαίει. Το κλαρίνο το πελοποννησιακό λαλάει, είναι πάνω. Το ηπειρωτικό είναι κάτω, κλαίει. Κλαρίνο το ένα, κλαρίνο και το άλλο. Είναι η αίσθηση που βγαίνει από μέσα. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν πάντα κάτω από τον τούρκικο ζυγό, πολύ πονεμένοι, πολύ, όπως είναι άνυδρο τοπίο με τα βουνά, έτσι ήταν και άνυδρα όλα τα συναισθήματα, πολύ φτωχά τα συναισθήματα, φτώχεια μεγάλη. Δεν είχανε να δουν πράγματα που να τους ανεβάσουν την ψυχή. Δεν είχαν να φάνε. «Τα παιδιά τους 40 χρονών πέθαιναν» μου λέει η πεθερά μου. Η προηγούμενη γενιά απ’ της πεθεράς μου μέχρι 40 45 πήγαιναν. Όποιος έφτανε 50 ήταν γέρος. Διατροφή δεν υπήρχε, φάρμακα δεν υπήρχαν, γιατροί δεν υπήρχαν. Πονεμένος κόσμος, φτώχεια μεγάλη. Ο πεθερός μου, ο Σωτήρης ο παππούς, μου έλεγε: «Ήταν τόσο μεγάλη η φτώχεια μας, που μας είχε καταβάλει τόσο πολύ, που δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε να πάρουμε δυο φασόλια και να τα φυτέψουμε. Θα φύτρωναν στην πέτρα, δυο ντομάτες και να τις φυτέψουμε να φάμε, αφού πεινάγαμε, αλλά δεν μας πήγαινε το μυαλό να αντιδράσουμε να κάνουμε κάτι από την πείνα και τη φτώχεια». Αυτά, για τη δική μου Θεσπρωτία. Αυτή είναι η δική μου Θεσπρωτία, όπως την έζησα εγώ, όπως τη γνώρισα τότε, και μέσα σε αυτά τα 27 χρόνια, έχει αλλάξει τόσο πολύ και πιστεύω πραγματικά ότι ένα πολύ πολύ μικρό λιθαράκι, το έχω βάλει κι εγώ για να αλλάξει. Για αυτό και μου άρεσε που κάναμε αυτή τη συνέντευξη, το καταθέτω. Σας ευχαριστώ.

Τ.Δ.:

Θα ήθελα πριν τελειώσουμε, αν δεν έχετε και εσείς πρόβλημα – 

Μ.Α.:

Δεν έχω– 

Τ.Δ.:

Αν δεν βιάζεστε– 

Μ.Α.:

Όχι δεν βιάζομαι καθόλου.

Τ.Δ.:

Να μείνουμε λίγο, γιατί περιγράψατε τόσες ιστορίες που προβάλλουν άμεσα ή έμμεσα τη θέση της γυναίκας. Εσείς ως γυναίκα, ποιο πιστεύετε ότι είναι το πιο σημαντικό πράγμα που πρέπει να έχει μία γυναίκα;

Μ.Α.:

Η γυναίκα πρέπει να έχει, να γνωρίζει την εικόνα του εαυτού της, να μπορεί να έχει τα θέλω της, να τα προβάλει, να μην καταπιέζεται κι αν καταπιέζεται να δίνει τον αγώνα της, ώστε να ζήσει έτσι όπως αυτή θέλει. Ναι, η γυναίκα είναι αυτό. Η γυναίκα έχει τόσες πολλές ευθύνες, από το μεγάλωμα των παιδιών, την οικογένεια και στον εργασιακό χώρο, της ευθύνης του εργασιακού χώρου, αυτό: να έχει την επίγνωση της δύναμής της. Κάθε γυναίκα έχει δύναμη και να προβάλει αυτή τη δύναμη απέναντι σε κάθε καταπιεστικό - κακοποιητικό στοιχείο. Αυτό πιστεύω. 

Τ.Δ.:

Ωραία. Ποιο είναι το πιο μεγάλο δώρο που σας έχει προσφέρει η διαμονή σας εδώ;

Μ.Α.:

Ε, η φύση. Η φύση, η… Ευτυχώς ακόμα δεν έχουν παρέμβει στη φύση την ηπειρώτικη, τουλάχιστον όχι ακόμα, γιατί αρχίζουν απ’ ό,τι ακούμε και πολύ λυπηρό αυτό, αρχίζουν κάτι μονάδες ανεμογεννήτριας, ξηλώνουν δάση, γίνεται ένας χαμούλης σε αυτό το σημείο. Η φύση της Θεσπρωτίας είναι το σπίτι μας, είναι η γαλήνη μας. Ο Αχέροντας, μία βόλτα στον Αχέροντα πηγαίνουμε και έχουν φύγει όλα. Οι θάλασσες, τα βουνά, περπατάμε πάνω στον Γκορίλα μας, εδώ στο βουνό επάνω, μέσα στα δάση. Είναι η φύση της που κρατάει τον άνθρωπο εδώ και εγώ προσωπικά, έχω μία πολύ ωραία οικογένεια, εδώ στην Ήπειρο. Η οικογένειά μου και αυτοί που έχουν φύγει από τη ζωή με αγάπησαν και με δέχτηκαν και εγώ τους αγάπησα και τους δέχτηκα, και αυτή η οικογένεια που έχω κάνει τώρα, που έχω δύο κόρες μεγάλες και τον άντρα μου και ζούμε πάρα πολύ όμορφα στην Παραμυθιά. Πιστεύω ότι αν ζούσαμε σε άλλο μέρος, δεν θα ήμασταν τόσο όμορφη οικογένεια όσο είμαστε τώρα.

Τ.Δ.:

Τι είναι η Παραμυθιά για σας τώρα; Έχει γίνει ο τόπος σας;

Μ.Α.:

Ε ναι. Μετά, κοίταξε, εγώ έμεινα στην Αμαλιάδα 18 χρόνια. Μετά έφυγα, πήγα για σπουδές στην Πάτρα, έζησα πέντε χρόνια στην Πάτρα, έζησα δυο χρόνια στην Αθήνα και μετά έχω 27 χρόνια στην Παραμυθιά. Άρα, 18 χρόνια στην Αμαλιάδα, 27 στην Παραμυθιά. Ε δικαιωματικά είναι ο τόπος μου πλέον, η Παραμυθιά. Εδώ έχω το σπίτι μου, τους φίλους μου, εδώ είναι τόπος μου.

Τ.Δ.:

Αν γυρίζατε το χρόνο πίσω, υπάρχει κάτι που θα κάνατε διαφορετικά, κάτι που ίσως έχετε μετανιώσει;

Μ.Α.:

Δεν ξέρω, δεν μου πάει στο μυαλό κάτι. Μπορεί και να ‘κανα, [01:00:00]αλλά τώρα κάτι συγκεκριμένο, δεν μου πάει στο μυαλό. Όχι, εγώ είμαι ικανοποιημένη με αυτά που έχω κάνει. Βλέπω και τα παιδιά μου που είναι μία χαρά και εμείς είμαστε πολύ καλά. Όχι, δεν μου πάει στο μυαλό, δεν έχω μετανιώσει για κάτι.

Τ.Δ.:

Ωραία. Πλησιάζοντας, λοιπόν, στο τέλος θα ήθελα ακόμη να σας ρωτήσω: Τι είναι αυτό που θα θέλατε να πείτε σε αυτόν που θα ακούσει την ιστορία σας; Στο τέλος, ποιο είναι το μήνυμα που θέλετε να περάσετε; 

Μ.Α.:

Να εμπιστεύονται, ο κάθε άνθρωπος να εμπιστεύεται το ένστικτό του. Δεν ήταν εύκολο για μένα να ξεκινήσω να αφήσω τη ζωή μου, όπως την είχα στην Αμαλιάδα και στην Αθήνα και να ξεκινήσω για ένα τόπο, τόσο απομακρυσμένο σαν την Παραμυθιά, να στήσω την οικογένειά μου. Όμως, το ένστικτό μου μού έλεγε να το κάνω και εγώ το ακολούθησα. Πάντα το ένστικτο μας είναι καλό να το ακολουθούμε, αλλά και να ‘χουμε και τα μάτια μας ανοιχτά. Και τα μάτια που έχουμε εδώ στο κεφάλι μας, αλλά και τα μάτια της ψυχής μας, να τα έχουμε ανοιχτά, να βλέπουμε τα μηνύματα που έρχονται μπροστά μας, όπως εγώ είδα αυτά τα μηνύματα που σας περιέγραψα σήμερα με όλες αυτές τις γυναίκες και είπα: «Εδώ πρέπει να γίνει δουλειά». Aν δεν το είχα κάνει αυτό, δεν θα ήμουνα τόσο ικανοποιημένη σαν άνθρωπος όσο είμαι σήμερα και αυτές δεν θα είχαν δει τα οφέλη της συνεργασίας μας. Να ‘χουμε τα μάτια μας ανοιχτά και της ψυχής και τα μάτια μας τα πραγματικά και να εμπιστευόμαστε το ένστικτό μας και να δίνουμε μάχες για να είμαστε εμείς, ο εαυτός μας. Να μην μας κάνουν οι άλλοι ότι θέλουν 

Τ.Δ.:

Σας ευχαριστώ πολύ. 

Μ.Α.:

Και εγώ σας ευχαριστώ πολύ! Καληνύχτα!