© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Αυτή ήτανε μία... που πήγαμε να κινδυνέψουμε»: Αναμνήσεις ενός αγωνιστή του Δ.Σ.Ε.

Κωδικός Ιστορίας
10040
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Δημήτριος Χειμώνας (Δ.Χ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
27/02/2021
Ερευνητής/τρια
Χρήστος Θεολόγος (Χ.Θ.)

[00:00:00]

Χ.Θ.:

Καλημέρα σας. Θα μας πείτε το όνομά σας; 

Δ.Χ.:

Χειμώνας Δημήτριος.

Χ.Θ.:

Ωραία. Είναι σήμερα 27 Φεβρουαρίου του 2021. Είμαι με τον κύριο Δημήτρη Χειμώνα στο Μενίδι, στις Αχαρνές Αθηνών. Με λένε Χρήστο Θεολόγο, είμαι ερευνητής στο Istorima, και θα ξεκινήσουμε, έτσι, να μας πείτε και λόγω, έτσι, της ηλικίας σας και των εμπειριών σας πολλές ιστορίες που έχετε και πολεμικά και μετά κυρίως.

Δ.Χ.:

Έχω γεννηθεί το 1931 στο Σέρβου της Γορτυνίας, δηλαδή στην Επαρχία Γορτυνίας, και τώρα είναι Δήμος Γορτυνίας. Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος εγώ πήγαινα στη δευτέρα Δημοτικού. Όταν πηγαίναμε στο σχολείο στην πρώτη, δευτέρα χαιρετάγαμε έτσι εμείς. Ήταν η δικτατορία του Μεταξά. Χαιρετάγαμε: «Καλημέρα».

Χ.Θ.:

Σαν το ναζιστικό, σαν το Χίτλερ δηλαδή, κάπως…

Δ.Χ.:

Ναι. Και το ‘40 που κηρύχθηκε ο πόλεμος είχα μπει στην τρίτη τάξη. Είχαμε βγάλει την πρώτη, δευτέρα, κι είχαμε μπει ένα ενάμιση μήνα που κηρύχθηκε ο πόλεμος το ‘40, στις 28 Οκτώβρη. Πηγαίναμε στην τρίτη. Από εκεί εγινήκαμε άνω-κάτω. Εκείνη την ημέρα —γιατί μέναμε σε συνοικισμό— κοιτάμε ένα αεροπλάνο. Δεν είχαμε δει κινούμενα αεροπλάνα. Αν βλέπαμε κανένα αεροπλάνο, το κοιτάγαμε πια σα Θεό, που κάτι βλέπουμε. Βλέπουμε ένα ιταλικό αεροπλάνο κατά τις 09:00 η ώρα —08:30 ήταν περίπου— να περνάει τόσο χαμηλά Αλλά, τι ειδικότητας ήτανε δεν ξέραμε, αλλά ούτε και ξέραμε ότι είχε κηρυχθεί ο πόλεμος. Επήγαμε στο χωριό. Άλλοι κλαίγανε, άλλοι τότε γινότανε… Ένας χαμός. Πηγαίνανε τα παιδιά στρατιώτες, μαζευτήκανε. Ήταν και μεγάλο το χωριό. Άλλοι φεύγαν, άλλοι πήγαιναν, γυναίκες εκλαίγανε, άλλοι τραγουδάγανε, γινότανε άνω-κάτω. Εμάθαμε πια κηρύχθηκε ο πόλεμος: οι Ιταλοί. Σταματήσαν τα σχολεία —όχι, δε σταματήσανε, αλλά δεν πηγαίναμε. Πηγαίναμε, ο δάσκαλος δεν επήγε. Κι είχαμε και δύο δασκάλες, τρεις. Δεν πήγανε στρατιώτες, αλλά φοβόσαντο να πάνε στο σχολείο μη μας βομβαρδίσουν. Φώτα δεν υπήρχε, ρεύμα δεν υπήρχε, είχε όμως ραδιόφωνο. Κάποιος είχε δωρίσει ένα ραδιόφωνο στο χωριό. Στο σχολείο το ‘χανε με γεννήτρια… Είχε βάλει γεννήτρια και το ‘βανε ο δάσκαλος και ακούγαμε. Καταλαβαίναμε και τόσο από ραδιόφωνα, τι ήταν και το ραδιόφωνο; Ε, τέλος πάντων, έγινε επιστράτευση. Φύγανε ο κόσμος. Σταματήσαν οι δουλειές. Ετότε είχε μαζευτεί ο κόσμος, γιατί… Είχε μαζευτεί το χωριό γιατί όργωνε, έσπερνε τα στάρια, μαζευτήκαν, εσπέρνανε τα χωράφια. Και φύγανε στην Αλβανία, στον πόλεμο, σταματήσανε η σπορά. Μείνανε οι γυναίκες στο χωριό. Κι οι δάσκαλοι ούτε κοιτάγανε τότε για τα παιδιά τι να μάθουμε, να διαβάσουμε. Εδώ κοιτάγαν να γλιτώσουνε την ζωή. Τέλος πάντων, οπισθοχωρήσαν, έγινε η… Ο πατέρας μου ήσανε τρία αδέλφια. Επήγανε και οι τρεις στην Αλβανία. Είχε καμιά τριανταριά προβατίνες και κατσίκες και γίδες. Τα είχε δώσει μισακά σε κάποιονε. Φεύγει εκείνος εκεί, πάει στην Αλβανία, αυτός που φύλαγε τα γίδια. Τα ‘δωσε πάλι στον πατέρα μου. Μετά πάει… Ήταν και ένας γαμπρός του. Είχε πεθάνει ο γιος κι είχανε μείνει… Δύο κορίτσια είχε αυτός. Και βοήθαγε τα γίδια να ζήσουνε. Φεύγει ο ένας μπάρμπας, φεύγει ο άλλος μπάρμπας, φεύγει ο πατέρας μου τελευταίος —ήτανε μεγαλύτερος. Πήγε στην Αλβανία, πήγε στο Τεπελένι. Ήταν τσολιάς ο πατέρας μου. Πήγε στην Αλβανία, στο Τεπελένι. Έγινε οπισθοχώρηση, ήρθανε. Τότε δεν είχε φαΐ τι να φάμε. Μαύρη αγορά. Τα μουλάρια τα είχανε επιτάξει για την Αλβανία. Δεν είχανε ζώα, αυτοκίνητα δεν υπήρχαν, δεν είχαν να κάνουν μεταφορές και τέτοια με τα μουλάρια. Εξαναγκάστηκα εγώ να πηγαίνω να τα… Ήμουνα 10 χρονών. Μπήκα στα 10 γιατί απ’ το Γενάρη έχω γεννηθεί. Κι εφύλαγα τις προβατίνες και τις κατσίκες για να τρώμε το γάλα, για να τρώμε δηλαδή. Δεν είχαμε άλλες αποδοχές και είχε πέσει λίγο πείνα. Μπορείς να ζήσεις με το γάλα μονάχα; Δε γίνεται! Ο πατέρας μου γυρίζανε εδώ από τη Γορτυνία να πάνε στον Πύργο της Ηλείας, στην Κυλλήνη, στα Λεχαινά, να φορτώσουνε αλάτι στο μουλάρι να ‘ρθούνε στα ορεινά χωριά τα δικά μας —Λεβίδι, Βυτίνα, εκείνα απάνω κει—, που οι τσοπάνηδες δεν είχανε αλάτι να αλατίσουνε το γάλα τους, το τυρί τους, ξέρω ‘γώ, που θα κάναν. Εδίναν το αλάτι… Κατάλαβες τι, να πουλάνε αλάτι να πάρουνε 1 κιλό σιτάρι ή καλαμπόκι για να το πάνε στο μύλο να αλέσουνε να φάμε. Ή σταφίδα ή σύκα. Εκείνα ήτανε μεταφορά. Βρίσκανε, υπήρχανε σύκα και σταφίδα από δω, στο Άργος —γιατί δεν υπήρχανε και τσιγάρα, καπνά. Ερχόσαντο άλλοι, επαίρναν ένα δέμα καπνό στο Κουτσοπόδι, που το λες, γιατί βγάζαν πολλά καπνά στο Άργος και καλά. Τα πηγαίναν για καπνά κι άλλοι φέρναν… να κρατήσουν κανένα τσιγάρο. Και γινότανε χαμός! Και τότε έτσι πηγαίναμε εμείς σχολείο. Πότε πηγαίναμε, ποτέ δεν πηγαίναμε, πότε με τα πρόβατα, πότε με τα γίδια, πότε… Είχαμε μεγαλώσει κιόλα. Οι δασκάλοι δε μας μαλώνανε, δεν ακούγαμε κιόλα. Δε μποράγαν να μας μαζέψουνε. Έτσι, δε μάθαμε γράμματα… Και μας δίναν απολυτήριο να φύγουμε από τα… Τι να κάνουμε; Μεγαλώσαμε… Να πάμε για δουλειά, για ψωμί. Επήγαινα το καλοκαίρι. Ο πατέρας μου ήταν και οικοδόμος και με έπαιρνε κοντά 14-15 χρονών να κουβαλάω πέτρες για τις οικοδομές εκάνανε τότε, σπίτια. Και ήτανε ο πατέρας μου μάστορας και έπαιρνε εμένα. Αν έπαιρνε 100 δραχμές ο μάστορας, έπαιρνα 50 εγώ και 50 ή το ζώο, είτε μουλάρι είτε γάιδαρος ήτανε, και μισό μερτικό τα παιδιά και το ζώο. Και γινόταν ένα. Κακοπερνάγαμε, δηλαδή… Είχε πολλή κούραση αυτή η ζωή. Επήγα με τα γιδοπρόβατα. [00:10:00]

Δ.Χ.:

Μετά το ‘44, ‘45, ‘46, ‘47 ήμουνα 17 χρόνων. Κάπου περνάγαν… Ετότε γινότανε επιστράτευση. Ο Δημοκρατικός Στρατός, το αντάρτικο, λεγότανε Δημοκρατικός Στρατός και ο άλλος Εθνικός Στρατός. Κι είχε πέσει… Το δε αντάρτικο ήσαντε στην Αντίσταση. Ήσαν Αντιστασιακοί, ήτανε κατά των Γερμανών. Οι άλλοι, οι Δεξιοί, ήτανε υπέρ με τους Γερμανούς. Φεύγοντας οι Γερμανοί μένουνε οι Δεξιοί… Μένουνε και οι άλλοι στο βουνό. Δεν τα φτιάχνανε να συμφωνήσουν κι οι δύο. Γίνονται τα Δεκεμβριανά εδώ στην Αθήνα, να μπούνε κι οι αντάρτες μέσα στην Αθήνα. Ερχόσαντο απ’ τη Μέση Ανατολή και είχανε φύγει όλοι: βασιλιάδες… Τότε Βασιλιάς ήτανε ο Παύλος. Είχε πεθάνει ο Γιώργος και είχε πάει ο Παύλος.

Χ.Θ.:

Μ’ εσάς πείτε μας, μας ενδιαφέρει. Τα ιστορικά τα διαβάζουμε. Εσείς τι… Έχετε πάθει πολλά πράγματα.

Δ.Χ.:

Εγώ με πήρανε, με πιάσανε οι αντάρτες και με πήραν στο βουνό. Στο βουνό υπήρχαν τότε… να φύγω. Ήταν πολύ δύσκολα. Αν θα έπεφτα στο αντάρτικο πάλι το δρομολόγιο, που θα έφευγα από εκεί να πάω εκεί, και αν με πιάναν πάλι οι αντάρτες, δεν είχε κι άλλη δουλειά. Τέρμα. Σκότωμα. Εάν την έπεφτα πού θα έπεφτα; Στους Χίτες; Και εκείνοι εσκοτώνανε. Στη χωροφυλακή; Και αυτοί εσκοτώνανε. Δεν ήξερες πού να πας να κάτσεις να ζεσταθείς. Δεν υπήρχε πουθενά τρόπος. Μόνο για σκοτωμό. Τέλος πάντων, έμεινα στο αντάρτικο, αλλά ήμουνα μικρός όμως, 17 χρόνων. Η ντουφέκα μου…

Χ.Θ.:

Σας πήρανε, δηλαδή, παρά την θέλησή σας;

Δ.Χ.:

Ναι, παρά την θέλησή μου. Αλλά, έμεινα μετά με την θέλησή μου, γιατί δε μπόραγα πού αλλού να πάω. Αφού δεν είχα… Άμα πήγαινα από την άλλη πλευρά θα με σκοτώνανε και εκείνοι. Είχε τόσο μίσος που δεν… Εντωμεταξύ, ήμουνα και μικρός. Δεν είχα πολλές γνώσεις, πού να πας και με ποιονε και πώς κλπ. πολιτικά. Αφού δεν ήμαστε στην πολιτική ακόμη εν γένει. Δε θέλαμε τους Γερμανούς, αλλά φύγαν οι Γερμανοί σε εμάς. Περνάγανε, φύγανε, δεν κάνανε… Ό,τι κάνανε λεηλασίες το κάνανε εκείνοι που ήσαντε Έλληνες με τους Γερμανούς μαζί, τις λεηλασίες που αρπάζανε. Φεύγοντας οι Γερμανοί άρχισε ο Εμφύλιος. Αυτοί που ήτανε με τους Γερμανούς μείνανε ταγματασφαλίτες, όπως ήταν η Τρίπολη, Μελιγαλάς, πολλά… Ενώ οι άλλοι που ήσαντε αυτό, γίνανε ανταρτόπληκτοι. Η μισή Ελλάδα ήτανε με το αντάρτικο, οι άλλοι μισοί με τους Γερμανόφιλους πάλι. Αλλά, οι Γερμανοί είχανε φύγει, οι Δεξιοί δηλαδή. Γίνεται στην Αθήνα… Δεν αφήνανε τους Αριστερούς να ‘ρθούνε μέσα, που ‘σαντε στον εμφύλιο, που ‘σαντε στο βουνό, η Αντίσταση. Και γινόταν τα Δεκεμβριανά εδώ. Γινόταν πολλές μάχες εδώ στην Αθήνα το Δεκέμβριο μήνα, το ‘44, ‘44-‘45, ναι.

Χ.Θ.:

Πήρατε μέρος εσείς στα Δεκεμβριανά;

Δ.Χ.:

Όχι, όχι. Ένας μπάρμπας μου σκοτώθηκε. Ήτανε στην χωροφυλακή και σκοτώθηκε για να μη μπούνε οι αντάρτες μέσα. Είχανε πέσει μάχες γερές, δυνατές. Σκοτώθηκε. Τώρα, τα άλλα του τα αδέλφια, ο πατέρας μου και ένας μπάρμπας μου, ήσαντε υπερδεξιοί πάλι, γιατί σκοτώθηκε ο αδερφός τους.

Χ.Θ.:

Εσείς πείτε μας αναμνήσεις δικές σας από την περίοδο που ήσασταν πάνω.

Δ.Χ.:

Ναι, ναι. Εκεί θα ξεκινήσω τώρα.

Χ.Θ.:

Πάμε τα ωραία.

Δ.Χ.:

Αφού ήμαστε στο αντάρτικο αρχίσανε μάχες, τώρα. Εθνικός Στρατός με το Δημοκρατικό Στρατό. Μάχη στα Καλάβρυτα… Δεν είχα πάει, όμως, τότε. Έγινε σ’ ένα χωριό, στη Βλασία, έξω απ’ τα Καλάβρυτα. Ήταν μια διλοχία στρατός και πήγαμε εμείς οι αντάρτες να τους χτυπήσουμε, να τους πάρουμε τα όπλα. Εκεί την πρώτη… Πήγα εγώ μπροστά πολύ μέσα στα έλατα, στο βουνό απάνω. Από εκεί βαλλότανε το μέρος εκείνο, βαλλότανε. Ήρθανε κάτι μηχανοκίνητα —αύρες τις λέγανε—, τα στρατιωτικά, σαν τανκς απ’ τα Καλάβρυτα. Χτυπάγανε εκείνα. Ήρθαν τα αεροπλάνα. Εγώ ήμουνα σε ένα μέρος που βομβαρδιζότανε το μέρος, ήταν εκτεθειμένο. Είχα πιάσει δύο βράχια. Από εκεί χτυπούσαν αλλά πηγαίναν απάνω οι σφαίρες. Απ’ την άλλη μεριά χτύπαγε ο Στρατός, αλλά είχε το βράχο μπροστά. Εγώ ήμουνα από μέσα. Τα αεροπλάνα ερχόντουσαν. Βρήκαν το στόχο, αλλά το αεροπλάνο, όταν έρχεται, βλέπει το στόχο, αλλά ώσπου να ετοιμαστεί για να… Κάθετα δε μπορεί να χτυπήσει εύκολα. Κάθετα δεν μπορούνε να χτυπήσουνε τα μυδράλια και οι ρουκέτες. Ρίχνανε και πηγαίνανε 200 μέτρα μακρύτερα, επέφτανε τα… Εντέλει, καθηλώθηκα εκεί. Δε μπόραγα να φύγω. Μια γυναίκα με είδε μπροστά. Μετά που συμπτυχθήκαν οι άλλοι φύγανε. Εγώ δε μπόραγα να φύγω. Καθηλώθηκα σε εκείνο το σημείο. Χτυπάγαν από παντού. Πήγανε οι άλλοι, μαζευτήκανε, γιατί είχαμε σημείο συμπτύξεως αν σε περίπτωση… πού θα συγκεντρωθούμε. «Ποιος σκοτώθηκε;». «Σκοτώθηκε ο Χειμώνας» λέει. Λέει: «Γιατί δεν του ‘παιρνες το όπλο;». Λέει: «Ήτανε σκοτωμένος, δε μπόραγα». Περίμενα κάνα δυο ώρες. Σταμάτησαν πια οι πυροβολισμοί και ησύχασε ο τόπος. Πήρα το ντουφέκι μου εγώ, μπήκα μες στα έλατα, πήγα βρήκα τους άλλους. Πάει μία εκεί που κινδύνεψα, να σου πω ότι εκινδυνέψαμε. Ήτανε η χωροφυλακή που φύλαγε το νερό στην Πάτρα. Χαλανδρίτσα. Και γίνεται μάχη. Αλλά, εμείς δεν πήγαμε κοντά. Ήμαστε εφεδρικοί. Πίσω. Έγινε μάχη και πιάνουν τους χωροφύλακες όλους. Τους σκοτώσανε. Ογδόντα χωροφύλακες σε ένα αίμα. Οι αντάρτες, δηλαδή, τους σκοτώσανε στον Εμφύλιο. Αλλά, εγώ δεν είχα πάει κοντά εκεί. Φεύγοντας από κει… Εντωμεταξύ, στο χωριό έγινε μια μάχη στα Τρόπαια, μια διλοχία… Δεν είναι διλοχία στα Τρόπαια, στη γειτονιά μας στο χωριό, που ‘ναι κοντά το Δημοτικό εκεί πέρα. Ιστορική πόλις τα Τρόπαια. Τους πιάσανε όλους, μια διλοχία στρατό. Τους πήρανε τα… Παραδοθήκαν αυτοί… Σκοτωθήκανε πέντ’ έξι στρατιώτες. Τους πήραν τα ρούχα, τους γυμνώσανε, τα όπλα και τους απολύσανε. Δεν τους πειράξανε. Στρατιώτες ήταν έφηβοι. Τους σκότωσαν. Δεν ήμουν εγώ εκεί, όμως. Αλλά, οι πυροβολισμοί ήσαντο κοντά. [00:20:00]Τους βλέπαμε. Φεύγοντας απ’ τα Τρόπαια πήγανε —που έλαβα μέρος πάλι εγώ— στη Δημητσάνα. Η Δημητσάνα ήταν αποφασισμένοι να μη μείνει τίποτις όρθιο, οι αντάρτες δηλαδή, γιατί ήσαντο όλοι Δεξιοί και είχαν μαζευτεί όλοι οι ανταρτόπληκτοι, όλοι οι ΧιτοΜάυδες. Όλοι εκεί ήτανε. Δύο φυλάκια. Αφού επιτεθήκαν οι αντάρτες, είχαν πάει Συγκροτήματα απ’ τον Πάρνωνα, απ’ τον Ταΰγετο και απ’ το Μαίναλο. Στο Μαίναλο ήμαστε εμείς, το Συγκρότημα Μαινάλου. Του Ταϋγέτου ήτανε το Συγκρότημα Ταϋγέτου, της Σπάρτης. Από κει ο Πάρνωνας ήτανε Κυνουρία, το Συγκρότημα Κυνουρίας, του Πάρνωνα, που γενήκανε αυτό. Κι είχαν πάει πρώτα του Ταϋγέτου το συγκρότημα, που χτύπησε. Εκεί έπεσε το φυλάκιο, ένα φυλάκιο, η Αγία Παρασκευή, που ήταν ένα φυλάκιο. Έμεινε, όμως, ένα άλλο φυλάκιο μέσα, της Δημητσάνας, που ήταν ένας ολμιστής καλός. Πηγαίνανε οι όλμοι φυτευτοί όπου τους ήθελε. Σκοτωθήκαν και πολλοί αντάρτες κι απ’ τη μια μεριά και απ’ την άλλη. Αντάρτες σκοτωθήκαν πολύς κόσμος. Εγώ ήμουν με τον Πέρδικα, το Συγκρότημα του Πέρδικα. Ο Πέρδικας ήταν ταγματάρχης. Ήταν ο αρχηγός του Συγκροτήματος του δικού μας. Θα σου πω γιατί τον λέγανε και Πέρδικα. Και πήγαμε το βράδυ, εμείναμε σε ένα μοναστήρι έξω από τη Δημητσάνα, κοντά ένα μοναστήρι, τους Αιμυαλούς, και το πρωί να πάμε να χτυπήσουμε. Αφού άρχισε η μάχη, ξεπήδηξαν από παντού. Πήγαμε και εμείς. Εγώ είχα προπέτασμα τον Παλαιών Πατρών Γερμανό. Εβρέθηκα στο άγαλμα του Γερμανού. Έχουν το άγαλμα του Παλαιών Πατρών. Δεν το ‘χεις ακούσει που ήταν επαναστάτης;

Χ.Θ.:

Ναι, ναι.

Δ.Χ.:

Ήταν επαναστάτης που σήκωσε τη σημαία στην Αγία Λαύρα. Ήταν Δημητσανίτης και έχουν φτιάξει την προτομή του εκεί στη Δημητσάνα. Εγώ πώς βρέθηκα; Βρέθηκα πίσω από το Δεσπότη. Μετά να φύγουμε, αφού πάθανε οι άλλοι ζημιά, να πάμε στην Αγία Παρασκευή να κρατήσουμε άμυνα.

Χ.Θ.:

Τι κάνατε πίσω απ’ το Δεσπότη; Με το τουφέκι;

Δ.Χ.:

Ε;

Χ.Θ.:

Με το τουφέκι ήσασταν πίσω από το Δεσπότη; Και τι κάνατε;

Δ.Χ.:

Ναι, ναι, ναι. Μάχιμοι!

Χ.Θ.:

Α, έγινε η μάχη, δηλαδή.

Δ.Χ.:

Ναι, γινόταν μάχη. Χαμός! Αεροπλάνα, όλμοι, βρόνταγε ο τόπος, χάλαγε ο κόσμος. Εγώ ήμουν εκεί, εμείς όμως δεν είχαμε θύματα, το Συγκρότημα το δικό μας. Να πάμε να κρατήσουμε άμυνα να οπισθοχωρήσουν εκείνοι που είχανε απώλειες, που είχανε τραυματίες, που είχανε σκοτωμένους. Είχανε μείνει να κρατήσουνε άμυνα να φύγουν οι γεροί, οι δυνατοί. Πήγαμε πάνω, κρατήσαμε εμείς άμυνα, φύγαν, οπισθοχώρησαν όλοι και μετά φύγαμε εμείς το απόγευμα και δεν έπαθε από το δικό μας… Ήμαστε 130-140. Δεν έπαθε κανένας… Δεν αντελήφθη ούτε γρατζουνιά απ’ το δικό μας το Συγκρότημα με τον Πέρδικα. Εφύγαμε, πήγαμε σε ένα σημείο συμπτύξεως στη Γορτυνία στα λουτρά στης Ηραίας.

Δ.Χ.:

Ο Πέρδικας ήτανε από ένα χωριό του Βάνουκου. Ήσαντε δύο αδέρφια και δύο αδελφές είχανε. Η μία αδερφή ήταν παντρεμένη. Ήσαν αριστερά τα παιδιά, ήσαντε στην Αντίσταση και είχαν πάει… Τους κάψαν τα σπίτια, δύο σπίτια. Κάψαν δύο σπίτια, σκοτώσαν το γαμπρό τους —τον ένα γαμπρό. Η μία ήταν παντρεμένη. Έμεινε η άλλη. Την άλλη την κόρη την πάνε στη Νάσια, σε ένα… Αθήναιο λέγεται τώρα. Τη βιάζει ο διοικητής της αστυνομίας, ο ενωματάρχης, ο υποενωματάρχης —τι διάβολο ήτανε— και την κρατήσανε. Και εντωμεταξύ πήγαν να πιάσουν και τον Πέρδικα. Ο Πέρδικας λεγόταν Γιαννακούρας, αλλά εκεί που κάπου τον κυνηγάνε τον είδανε, πετάχτηκαν κάτι πέρδικες! Και πού πάει, πού πήγε, στις πέρδικες. «Α να, ο Πέρδικας. Πέρδικας, έφυγε σαν Πέρδικας». Και πήρε το όνομα Πέρδικας. Και επήγε κάποιο βράδυ, έπιασε την αστυνομία και λέει: «Εγώ το γαμπρό μου θέλω». Έπιασε τον υποενωματάρχη, τον σκότωσε, τους άλλους χωροφύλακες τους πήρε τα ρούχα και τους απόλυσε και φύγανε και δεν πάθαμε τίποτα. Αλλά, από τα άλλα πάθανε πολλή ζημιά οι αντάρτες. Οι αντάρτες και οι χωροφύλακες, όμως.

Δ.Χ.:

Αφού ετέλειωσε εκείνη η μάχη, μετά πέρασε μερικούς μήνες... δύο. Πάμε στη Ζαχάρω… Πάμε στη Ζαχάρω. Μάχη. Στη Ζαχάρω ήσαντο πάλι χωροφύλακες και ΧιτοΜάυδες. Εκεί ήταν ο Ζάρας αποσπασματάρχης. Πήγαμε στη Ζαχάρω. Εκεί γίνηκε χαμός! Δεν παραδοθήκαν οι χωροφύλακες, γιατί ξέραν τι τους περίμενε αν παραδινόντουσαν, άμα δινόσαντε, κι εμείς πάλι ξέραμε τι μας περίμενε. Όταν πηγαίνοντας, όμως, χωρίς να ξέρουμε, πηγαίνοντας εμείς για τη Ζαχάρω να χτυπήσουμε, ερχόταν ένα τάγμα δικό τους από πίσω —Εθνικός Στρατός— να πάνε και εκείνοι χωρίς να ξέρουνε ότι είμαστε μπροστά εμείς. Πάμε εμείς, έρχονται και εκείνοι από πίσω και μας κλείνουνε μέσα στη Ζαχάρω. Εκεί έγινε χαμός! Να βλέπεις παλικάρια, να βλέπεις γυναίκες να σκοτώνονται. Μου παίρνει εκεί η μια αδερφή του Πέρδικα, εκείνη που είχανε βιάσει εκεί... Ήμαστε παρέα, έτυχε να... Ήμαστε... Φεύγοντας προηγουμένως είχε γίνει πάλη μέσα στο χωριό, στη Ζαχάρω. Ήτανε δύο πρώτες ξαδερφάδες από τη Μυγδαλιά, από τη Γλανιτσιά, που ήταν από κει, ήταν ο Γιαννόπουλος, ο Γιαννόπουλος που ήταν… ο γέρος Γιαννόπουλος, που έλεγε διάφορα... Δε θυμάσαι; Που ήτανε υπουργός του ΠΑ.ΣΟ.Κ.

Χ.Θ.:

Α…

Δ.Χ.:

Ο μυστήριος ο Γιαννόπουλος.

Χ.Θ.:

Με τα μπουζούκια.

Δ.Χ.:

Ε;

Χ.Θ.:

Υπουργός Πολιτισμού!

Δ.Χ.:

Ναι, ναι, ναι. Ναι, από εκεί ήτανε. Εκείνο το χωριό είχε πενήντα θύματα. Ένα χωριό όχι μεγάλο, καμιά τρακοσαριά οικογένειες. Πενήντα δύο θύματα… Θα σου πω για εκείνο μετά. Κι αφού φεύγαμε στη Ζαχάρω, οπισθοχωρήσαμε πώς και πώς να κρυφτούμε να γλιτώσουμε, δηλαδή. Δύο κοπέλες που ήσαντε πρώτες ξαδέρφαδες —Λεμονιές Πολύδωρας λέγονταν— σκύβοντας μπροστά από μένα φεύγει και έρχεται μία σφαίρα, την παίρνει μία —την έβλεπα, δηλαδή— της παίρνει τα δύο μπούτια όπως έσκυβε… Δεν ξέρω… Της πήρε κρέας, δεν πήρε; Δεν ξέρω. [00:30:00]Πάντως, το παντελόνι της το κόψε και τα δύο μπούτια. Δεν τις ξαναείδα μετά... Έμαθα ότι είναι στην Τρίπολη... Γλιτώσανε, πάντως. Όπως φύγαμε, μέσα σε μία γράνα, σε κάτι βατά βρίσκω έναν τραυματία. «Συναγωνιστή», λέει, «βοήθα με». Τον πιάνω. Του είχε κοπεί το πόδι του τέρμα. Αυτό εδώ πάνω. Ήταν σπασμένο το πόδι του. Πού να πάει; Τον πιάνω απ’ το πόδι. Με περνάει εκείνη η αδερφή Πέρδικα, η Παναγιώτα, με περνάει στο ένα, ενάμιση μέτρο, και με το που με περνάει, έρχεται μια ριπή από πίσω της, από το αριστερό της πλευρό —μία ριπή από πίσω—, την παίρνει και κάνει… «Παναγιώτα!» της φωνάζω. Καλά... Έμεινε εκεί, σου λέω. Μου πήρε τη θέση.

Χ.Θ.:

Πώς αισθανθήκατε εσείς εκείνη τη στιγμή, πώς νιώσατε;

Δ.Χ.:

Ε, πώς να γλιτώσω! Δε μπορείς να σκεφτείς εκείνη την ώρα, πώς να γλιτώσεις. Πάντως είχαμε αποφασίσει ότι θα σκοτωθούμε. Η απόφαση ήτανε ότι θα σκοτωθούμε για να μη μας πιάσουν ζωντανούς και μας τυραννάνε. Δεν το ‘χε τίποτα να σκοτωθείς… Τέλος πάντων, κάναμε κάνα δυο μέρες και βρεθήκαμε μετά με τους άλλους, γιατί είχαν φύγει άλλοι εδώ… Μείνανε κάνα δύο. Έγινε χαμός, δηλαδή, στην επαρχία Ολυμπίας. Απ’ τη Ζαχάρω για να βγούμε μέχρι στης Ανδρίτσαινας τα χωριά —δεν τα ξέρεις κιόλα— γινότανε χαμός.

Χ.Θ.:

Θα τ’ ακούσουν, όμως, άλλοι που τα ξέρουνε αυτά τα μέρη.

Δ.Χ.:

Ε, καλά. Μέσα από κει τα ξέρεις. Τα ξέρω, τα ξέρω εγώ που είμαι από εκεί. Αλλά, ο άλλος που δεν είναι από εκεί δεν τα ξέρουνε. Κατεβήκαμε, ήρθαμε στην Ήραία πια, ήρθαμε στο δικό μας το… που είχανε και άλλοι μαζευτεί. Έληξε της Ζαχάρως η μάχη. Εκεί εκλονιστήκαμε… Δεν είχαμε και οπλισμό. Σωθήκαν τα δικά μας τα πολεμοφόδια, μας μέναν τα τουφέκια αδειανά. Εντωμεταξύ, σε εμάς τότε διοικητής μετά στην Πελοπόννησο ήρθε ο Τσακαλώτος. Τσακαλώτος ήταν διοικητής της Μεραρχίας, 9ης Μεραρχίας. Αυτός ήτανε πολύ εγκληματίας. Αυτός έπρεπε να περάσει εγκληματίας πολέμου. Αυτός ήθελε μόνο σκοτωμένους, ήθελε… Αν θα έπιανε αιχμαλώτους... σκοτωμένος, «Να τους σκοτώσεις!». Δεν τους ήθελε. Τραυματίες… «Επιτόπου!». Τραυματίες χωρίς πόδια, χωρίς χέρια… επιτόπου τους σκότωνε. Τους εκτελούσε επιτόπου.

Χ.Θ.:

Να είναι συγγενής με αυτόν τον Τσακαλώτο του ΣΥ.ΡΙΖ.Α;

Δ.Χ.:

Κάτσε να σου πω... Ναι, είναι συγγενής. Παππούς του ήταν. Όχι παππούς του απευθείας... Ο παππούς τούτου του Τσακαλώτου που είναι… του υπουργού και εκείνος ο Τσακαλώτος ήσαν αδέρφια. Ήτανε παππούς του κι εκείνος, αλλά παππούς από το θείο ήτανε ο άλλος Τσακαλώτος. Αυτός ήτανε πολύ εγκληματίας. Σκοτωμένους ήθελε. Μετά άρχισε πια η κατάρρευση η δική μας, του Δημοκρατικού Στρατού. Πιάσανε χιόνια. Δε μπορήκαμε να σταθούμε πουθενά και μας κυνηγάγανε πια στα χιόνια. Εδώ αρχίζουν… Τα δικά μου είναι αυτά τα… Πέφτουμε πάνω σε μία ενέδρα. Ήμαστε 130; Από τη Μεγαλόπολη είχαμε αποκλειστεί στα έλατα του Μαινάλου και προσπαθούσαμε να φύγουμε να περάσουμε, γιατί προς τα Καλάβρυτα ήτανε ελεύθερα. Αλλά, δε μπορήκαμε να περάσουμε πέρα, να πάμε εμείς προς Καλάβρυτα… γιατί εκεί ήτανε ελεύθερα. Δεν ήταν στρατός εκεί. Και αφού φύγαμε πια να πέσουμε μέσα να φύγουμε, να πάμε προς τα κει… Πέφτουμε σε μα ενέδρα εκεί. Ποιος είδε το Θεό και δε φοβήθηκε! Να βάψει ένα ποταμάκι το αίμα κόκκινο. Όπως τρέχαμε, μπαπ! Μέσα στο ποτάμι, μέσα στο ρέμα σκοτωμένοι! Τέλος πάντων, εγώ έφυγα όμως. Ήμουνα σκληρό, κακό παιδί! 17 χρονών παιδί, 18. Ήτανε όπως είναι του Χαράλαμπου το ποτάμι —ποταμάκι, όχι ποτάμι— απ’ τη Βυτίνα και κατέβαινε προς τα κάτω.

Χ.Θ.:

Πώς γλιτώσατε κι από εκεί; Μπράβο σας!

Δ.Χ.:

Είχανε πέσει σε ένα βάθρο καμιά δεκαριά και μετά δεν πήγανε ούτε κάτω ούτε πάνω να φύγουνε. Μόλις φτάνω εγώ εκεί στο βάθρο μού φωνάζουν από κάτω: «Μην κατεβαίνεις κάτω!». Ε, εκεί στο ποτάμι έβλεπα σκοτωμένους πολλούς μέσα. Όπως πηγαίνανε όρθιοι μπαμ! Τους έβλεπες ξαπλώνανε χάμω. Φεύγω απάνω… Φεύγω απάνω. Βρεθήκαμε πέντε, τέσσερις άντρες και μια γυναίκα, πάλι προς τη Βυτίνα, στη Νυμφασία από πάνω. Στο ‘χω ειπωμένο. Από την πείνα κι απ’ το κρύο, το πάγωμα πάγωσε η κοπέλα και μας πέθανε. Ε, τώρα δεν ξέρω. Πεθαμένη εμείς τη στηλώσαμε σε έναν βράχο. Δεν περπάταγε ούτε μίλαγε ούτε λάλαγε. Τίποτα. Τη βάλαμε σε ένα βράχο. Ήταν παγωμένη. Την αφήκαμε.

Δ.Χ.:

Πάμε στο χωριό, στη Νυμφασία. Τίποτα να φάμε; Πείνα; Άλλο πράγμα! Δύο μέρες τρεις να φας τίποτα. Πήγαμε στη Νυμφασία… Ήταν στρατός; ´Όχι. Εβρήκαμε ένα μαγαζάκι εκεί, επήγαμε μέσα... Όπλα δύο είχαμε βγάλει. Οι άλλοι τα ‘χαν πετάξει όλοι… Ήταν και άλλοι δύο και η κοπέλα. Πήραμε κάτι σύκα, κάτι σταφίδες, ξέρω ‘γώ, φάγαμε. Φεύγουμε έξω. Θα μας πιάναν εκεί. Να φύγουμε. Να φύγουμε αλλά πού να πάμε; Πάλι στο βουνό. Το βουνό δεν πατιόταν από χιόνι. Μιλάμε για πολύ χιόνι. Παίρνουμε δρόμο οι δύο. Οι άλλοι δύο αποκοπήκανε και τους χάσαμε. Μένουμε δύο. Περπατάμε όλη νύχτα. Περπατάμε, φτάνουμε στη Βλαχέρνα, έξω απ’ τη Βλαχέρνα. Είχε φωτίσει, πήρε ήλιος. Είχε ήλιος, αλλά πάγος. Μπαίνουμε σε μια καλύβα μέσα να βγάλουμε τα σύκα να φάμε. Αυτοί μάς φέραν, όμως, το χιόνι, το χνάρι κοντά… ο στρατός, που πηγαίναμε. Μόλις μπαίνουμε μέσα στην καλύβα, αρχίζουν τα αυτόματα μπροστά στην πόρτα της καλύβας. Δεν είχε άλλη, μια πόρτα είχε, έτσι, η καλύβα, εκεί που βάνανε τα… που είναι τα…

Χ.Θ.:

Τα ζώα.

Δ.Χ.:

Τα ζώα, ναι. Και όπως βαράγανε μπροστά στην πόρτα —τι θάρρος, τι ψυχραιμία— με την αλλαγή της κασέτας που έκανε το αυτόματο αυτό ο στρατιώτης κάνουμε ένα σάλτο και πεταγόμαστε! Φύγαμε! Βγαίνουμε από την πόρτα! Αφού οι σφαίρες ερχόσαντο στην πόρτα. Με το σταμάτημα που άλλαξε [00:40:00]κασέτα —έχεις ιδέα από κασέτα;—

Χ.Θ.:

Ναι, ναι.

Δ.Χ.:

— στο αυτόματο βγήκαμε εμείς. Μας τουφεκάγαν στον κατήφορο… Καλά, φύγαμε. Περνάμε από κάτω απ’ το δρόμο σε έναν οχετό μέσα. Μπήκαμε κάτω στο ποτάμι. Είχε ομίχλη... Μας χάσανε. Το βράδυ μάς κυνηγάγαν να μας πιάσουν. Μας πιάσανε σε ένα άλλο χωριό. «Είναι στρατός εδώ;». «Όχι». Πήγα μέσα... Μας προδώσανε σε ένα σπίτι μέσα, μας βάλαν τίποτα να φάμε —καγιανά μάς φτιάσαν—, αλλά πήγε ο άλλος μας πρόδωσε! Μας τουφεκάγαν απ’ έξω απ’ τις πόρτες. Μας κύκλωσανε μέσα στο σπίτι. Ε, δε μπορήκαμε πια… Παραδοθήκαμε.

Δ.Χ.:

Από εκεί, αφού μας πιάσανε… Τα παιδιά, εντάξει, δε μας κακομεταχειριστήκανε, οι στρατιώτες. Μόνο εκεί έφαγα ένα σκαμπίλι, ένα ανθυπολοχαγός. Ένα σκαμπίλι μού ‘δωκε μονάχα. Μας πήγανε στο Λεβίδι. Αφού μας πήγαν στο Λεβίδι, μας βάλαν σε ένα υπόγειο μέσα. Είχανε κι άλλους κάνα δύο. Άντε μαζεύονται Χίτες, ομάδες να μας σκοτώσουνε εκεί πάλι. Βάλαν δύο σκοπούς στρατιώτες. Δεν τους αφήναν. «Ανοίχτε!», να ανοίξουνε οι στρατιώτες να μας πάρουν αυτοί να μας σκοτώσουν, οι Λεβιδιώτες, οι ΧιτοΜάυδες. Δε μας ανοίξανε. Και μετά μας πήρανε κρυφά και μας διώξανε από εκεί και μας φέρανε στην Τρίπολη στο στρατόπεδο. Κινδυνέψαμε εκεί να μας σκοτώσουν οι στρατιώτες οι Λεβιδαίοι. Εκεί στο στρατόπεδο στη Τρίπολη είχανε πολύ κόσμο. Όποιος ήθελε πήγαινε μέσα και σκότωνε. Έμπαινε τα βράδια, έπαιρνε μερικούς, πήγαινε, τους σκοτώνανε... Αλλά, τους σφάζανε, για να μην ακούγονται πυροβολισμοί... Είχε μαχαίρι εκεί! Είχανε πάρει και εμένα ένα βράδυ αλλά με γυρίσαν πίσω. Από κει πέρα... στρατοδικείο. Κάναν δικογραφίες, περνάμε στρατοδικείο. Στρατοδικείο στην Τρίπολη. Ήτανε πενταμελές στρατοδικείο: ένας ταγματάρχης, ένας λοχαγός και οι τρεις οι υπολοχαγοί-ανθυπολοχαγοί. Αλλά, εκείνοι οι τρεις ήσαντε έφεδροι όμως. Τι εγινότανε; Εβάλανε αυτούς που ήσαντε στην Αντίσταση, τους κάνανε εφέδρους μετά… Στην Αλβανία ήσαντε ανθυπολοχαγοί, δάσκαλοι… Και ένας ήταν από το χωριό μου δάσκαλος, ο Στέφανος ο Δελικούρης. Με ήξερε. Όχι το ήξερε… Με ήξερε. Αφού ήμουν από κει με ήξερε. Ήταν δάσκαλος στο σχολείο, ήταν στο άλλο το χωριό το διπλανό. Και ήτανε ένας λοχαγός — βασιλικός επίτροπος τούς λέμε... Πω πω πω πω… Αυτός, αν μπόραγε να πάρει ένα πιστόλι να μας σκότωνε όλους επιτόπου. Να σου πω πόσοι ήμαστε μέσα; Δεν είχε τίποτα άλλο… Μας πάταγε ένα βρισίδι άλλο πράμα και την εσχάτη των ποινών!

Χ.Θ.:

Θυμάστε ακριβώς, δηλαδή, τι έγινε; Γιατί σας κατηγορούσανε;

Δ.Χ.:

Γιατί ήμαστε αντάρτες… Σηκώσαμε το όπλο εναντίον της πατρίδος! Αυτοί ήσαντε, αυτοί που ήτανε με τους Γερμανούς ήσαν εθνικόφρονες… Ήσαντε οι καλοί! Αν θα σου πω τώρα… Ήτανε 1η Απρίλη που περνάγαμε από δίκη. Δεν τελείωσε την 1η Απρίλη και πήγε και στις 2 Απριλίου. Στις 02:00 το βράδυ… Ήμαστε 29 κατηγορούμενοι. Πόσοι λες ότι εγλιτώσαμε; Στρατοδικείο. Πόσους λες ότι σκοτώσανε περίπου; Πόσοι ζήσαμε; Κάνε…

Χ.Θ.:

Οι μισοί;

Δ.Χ.:

Ε;

Χ.Θ.:

Οι μισοί;

Δ.Χ.:

Όχι… Βάλε ακόμη. 27 σε θάνατο! 27 δις θάνατο! Ένας… τρείς κατά δύο. Δηλαδή τρεις κατά δύο θα πει τρεις φορές θάνατον, δύο όχι. Δεν εκτελείται αυτός. Εγώ μόνον ισόβια και δυο παιδιά που πιάσανε 15 χρονών εξορία να πάνε στη Λέρο. 27 σε θάνατο, δις θάνατο.

Χ.Θ.:

Γιατί; Επειδή ήσασταν πιο μικρός;

Δ.Χ.:

Δεν ξέρω γιατί… Πώς, γιατί, δεν ξέρω. Δεν ήταν, ούτε αυτό ήταν, γιατί και το βράδυ φώναζε αυτός «τάδε, τάδε» —2 του μηνός— λες και ήτανε καμιά τελετή… Πώς φωνάζουνε στο σχολείο «Τάδες, τάδες» —τελετή, δηλαδή— «επήρε καλό βαθμό», αυτό. Φώναζε, έτσι, με κλειστή πόρτα, ε; «Τάδες τάδες, τάδες…». Με χαρά! «Όσοι άκουσαν τα όνομάτά τους», λέει, «δις θάνατον!». Λέει: «Τι είπε αυτός;». Φωνάζει: «Τάδες», ένα όνομα. «Τρεις κατά δύο, ο οποίος δεν εκτελείται. Χειμώνας: την ποινή των ισοβίων δεσμών». Και τα φωνάζει τα δύο παιδιά. «Εξορία», λέει, «στη Λέρο». Για μια στιγμή… Τώρα, όμως, ήσαντε όλο παλικάρια. 27 σε θάνατο; Ήσαντο 20 χρονών, 22 χρονών, 25 χρονών, 30 χρονών, παντρεμένοι, με παιδιά… Είχανε σταματήσει στο δικαστικό μέρος στην Τρίπολη… Σταματήσαν… Το είπε σωστά; Χαρούμενος που δικαστήκανε σε θάνατο, δις θάνατο; Άρχισε τότε άλλος να κλαίει —τριάντα ανθρώποι μέσα—, άλλος να κλαίει, άλλος να λέει «Γυναικούλα μου», άλλος να λέει «Παιδάκια μου», άλλος να λέει «Η μάνα μου», άλλος έψελνε, άλλος τραγούδαγε, άλλος… Εγινότανε χαμός μέσα! Φώναζε αυτός: «Ησυχία!». «Τι ησυχία ρε να κάνουμε; Αφού θα μας σκοτώσετε, τίποτα δε μπορείτε να μας κάνετε!». Την άλλη μέρα μάς πήγαν πάλι στις φυλακές. Δε σκοτώσαν εκείνη την ημέρα. Το άλλο πρωί… Δεκατρείς τη μία μέρα, δεκατέσσερις την άλλη σκοτώσαν. Σκοτώσαν στην Τρίπολη 258 απ’ το στρατοδικείο… 258 ανθρώπους…

Δ.Χ.:

Και έτσι, από κει μας στείλανε στη Γιούρα. Απ’ τη Γιούρα μάς στείλανε στη Μακρόνησο. Στη Μακρόνησο μαζέψανε… ήμαστε καμιά τρακοσαριά ανήλικοι —τάχαμου ανήλικοι, 20 χρονών 22-25, 19-18… Μας στείλανε στην Μακρόνησο. Κάτσαμε δυόμιση χρόνια στη Μακρόνησο. Μετά μας διώξαν με αναστολή, μας τη χαρίσανε με αναστολή, μας τη χαρίσαν την ποινή.

Χ.Θ.:

Πόσο καιρό κάτσατε στη Μακρόνησο;

Δ.Χ.:

Δυόμιση χρόνια; Εκεί είχε πάλι ταλαιπωρίες. Ταλαιπωρίες και είχε βασανιστήρια πολλά.

Χ.Θ.:

Θυμάστε από εκεί πέρα πράγματα με άλλους συγκρατούμενους να ‘χουνε συμβεί; Πώς περνούσατε;

Δ.Χ.:

Κακοπέραση.

Χ.Θ.:

Τι κάνατε; Αγγαρείες;

Δ.Χ.:

Αγγαρείες δεν περνάγαμε, αλλά όποιος δεν είχε υπογράψει [00:50:00]δήλωση είχε ξύλο. Τη νύχτα στη θάλασσα και την ημέρα στον ήλιο. Φαΐ λίγο: φασόλια, πατάτες, κρεμμύδια, κοκκινογούλια τέτοια. Δικαιούμαστε 3 δραχμές την ημέρα φαΐ. Αλλά, δε μας κακομεταχειριστήκανε πολύ εμάς, άλλους μεγαλύτερους, γιατί σαν καταδίκοι ήμασταν μόνο εμείς. Υπόδικοι ήτανε πολλοί, που θα περνάγαν από δίκη… Και στρατός. Ήτανε και στρατός πολύ. Αλλά, ήτανε τόσο φτιαγμένα τα πράγματα. [Δ.Α] «Μακρονησιώτες» τους λέγανε. Αυτοί οι Μακρονησιώτες πήγαιναν εκεί πέρα και, αφού είχανε φάκελο, τάχα μου ότι ήσαντε στην Αντίσταση, τους στέλναν στην Μακρόνησο. Οι άλλοι, όμως, οι εθνικόφρονες σκοτωνόντουσαντε στο Γράμμο, στο Βίτσι, στη Γκιώνα, στη Μακεδονία. Καλά, κι εμείς στην Πελοπόννησο, σκοτωνόμασαντε ο στρατός. Αλλά, εκείνοι φύγανε κιόλα οι αντάρτες. Όταν τους κυκλώνανε τα σύνορα ήταν ανοιχτά και πηγαίνανε στην Βουλγαρία, στην Αλβανία, στη Σερβία και δεν πήγαινε ο στρατός μέσα να τους κυνηγήσει. Αλλά, στην Πελοπόννησο δε μπορήκαμε να φύγουμε! Ήταν, ήταν…

Χ.Θ.:

Ποια χρονιά ήταν…

Δ.Χ.:

Το ‘49.‘48-‘49. Αλλά, είχαν τόσο… Να δεις τώρα τι είχε γίνει. Το θέλανε και το αντάρτικο, γιατί όταν ήμαστε στην Τρίπολη απ’ έξω —είναι ένα νοσοκομείο. Ετότε ήτανε φυματιολογικό. Η Μπολέτα… 5 χιλιόμετρα ήτανε, κάτι… που πάμε το δρόμο προς Μεγαλόπολη. Τώρα είναι τρελάδικο. Εφοδιάζαμε το νοσοκομείο με πολλές κουβέρτες το Σεπτέμβριο μήνα. Χιλιάδες κουβέρτες, μιλάμε. Άλλη τροφοδοσία: φάρμακα, τρόφιμα, πολλά πράγματα. Αφού εφοδιάσαμε το νοσοκομείο… Το νοσοκομείο ήτανε κρατικό. Το εφοδιάσαμε χωρίς να ‘ρθούνε επαφή με τους φυματικούς, ξεχωριστά. Και μαζευόμαστε, τώρα, εμείς το αντάρτικο. Τα στείλανε, δηλαδή, για να ξεχειμωνιάζουμε κι εμείς, τις κουβέρτες, στα έλατα. Ερχόταν χιόνια. Ήμουνα απ’ τη μεριά το Βαλτέτσι εγώ. Επιτάξανε μουλάρια απ’ τα χωριά. Εξήντα μουλάρια τα φορτώσανε και όταν πήγαμε για τα έλατα τότε ξεκινήσανε το Σύνταγμα. Ολόκληρο Σύνταγμα στρατός είχε πάει στην Τρίπολη. Δεν ήρθανε το βράδυ να μας διώξουνε, να μας κυνηγήσουνε. Αφού μας εφοδιάσανε, φτιαγμένα, πώς ήσαντε φτιαγμένα. Στη Μακρόνησο άλλο ένα βράδυ ήμαστε καμιά δεκαπενταριά, έτσι, αντάρτες. Έτσι, χαζεύαμε —με επικεφαλής τον Πέρδικα—, κάναμε καμιά ζημιά. Να κόψουμε καμιά κολώνα τηλέφωνο, κανένα νερό κτλ. Η Τρίπολη έπαιρνε νερό από εκεί, από την Πιάνα. Απ’ το Χρυσοβίτσι και Πιάνα επήγαινε μια πηγή και έπαιρνε νερό η Τρίπολη από κει. Επηγαίναμε εμείς το χαλάγαμε, το σπάγαμε. Δεν είχε νερό η Τρίπολη.

Χ.Θ.:

Όλη η Τρίπολη, όχι μόνο η...

Δ.Χ.:

Η Τρίπολη μιλάμε.

Χ.Θ.:

Όλη, και οι κάτοικοι και όλοι;

Δ.Χ.:

Ε, οι κάτοικοι της Τρίπολης.

Χ.Θ.:

Ναι.

Δ.Χ.:

Η πόλη Τρίπολης.

Χ.Θ.:

Γι’ αυτό ίσως μετά ήταν εκνευρισμένοι και σας κυνήγησαν.

Δ.Χ.:

Ναι. Εντωμεταξύ, είχαν βάλει μια διλοχία Μακρονησιώτες να φυλάνε το νερό. Μια μέρα στέλνουνε ένα φορτηγό αυτοκίνητο φορτωμένο με πατάτα από την Τρίπολη να πάει στην Πιάνα, πατάτες στο στρατό. Αφού το ξέρανε ότι μπροστά είμαστε εμείς. Θα τ’ αφήναμε το αυτοκίνητο να περάσει; Το στέλναν ασυνόδευτο, χωρίς να βάλουνε μια ομάδα να το φυλάει το αυτοκίνητο να μην το πάρουμε εμείς. Στο δρόμο που ερχότανε έξω απ’ το Ροεινό, ένα άλλο χωριό, κοντά στην Αλωνίσταινα, το γυρίζουμε το φορτηγό, το πήγαμε στο χωριό, μαζέψαμε χωριάτες, ξεφορτώσανε, πήραμε τις πατάτες πάν’ στα μουλάρια πάν’ στο βουνό για να φάμε πατάτες εμείς. Δεν το στείλαν; Να μην το πάρουμε; Επίτηδες το στείλανε ασυνόδευτο. Είχανε φτιαχτεί τα πράγματα να σκοτωθούνε. Στη Μακρόνησο είχανε πάρει, εντάξει, Αριστερούς που είχανε φάκελο, αλλά οι άλλοι οι εθνικόφρονές όμως πολεμάγανε στο Γράμμο, στα Άγραφα… Οι Μακρονησιώτες που ‘σαντε στη Μακρόνησο, που ‘χανε φάκελο, εκάναν ασκήσεις όλη την ημέρα. Ήσαν τρία τάγματα στράτος: Αεροπορία και Ναυτικό και Στρατός Πεζικό κλπ. Ήτανε χωριά. Πρώτο τάγμα, δεύτερο τάγμα, τρίτο τάγμα. Κοιμόσαντο το βράδυ στις σκηνές τους οι Μακρονησιώτες και οι άλλοι παλεύανε, σκοτωνόσαντο στο Γράμμο, εγινότανε. Αλλά, όσοι δεν είχαν υπογράψει μετάνοια… ξύλο, ξύλο, δώσ’ του! Και θάλασσα τη νύχτα, ήλιο το μεσημέρι.

Χ.Θ.:

Οπότε, θέλοντας και μη υπέγραφες, έτσι; Εσείς υπογράψατε τελικά για να γλιτώσετε;

Δ.Χ.:

Να σου πω στο στρατοδικείο, δηλαδή, τσάμπα τους σκοτώσανε. Ένας λεγόταν Φουρνόδαυλος. Απ’ τη Μυγδαλιά ήτανε. Και περάσανε αντάρτες —πεινασμένοι ήσαντε— και τους έδωσε ψωμί —του ζητήσανε ψωμί. Αφού μετά… Με το όπλο να σου ζητήσει ψωμί δε θα δόκεις; Τους έδωσε ψωμί και τον επροδώσανε άλλοι χωριάτες. Τον επροδώσαντε τότε και του λέει —το θυμάμαι: «Όπως τους είπες ‘‘Πάρτε το ψωμί και φούρνος να μην καπνίσει!’’. Την εσχάτη των ποινών!». Τον σκοτώσαν τον [01:00:00]άνθρωπο. Ήταν ένα παιδί που ήτανε 29 χρονών, 22, 21. Ορφανό. Δεν είχε μάνα ούτε πατέρα. Ορφανό ήταν το παιδί. Είχε δύο αδέρφια χωροφύλακες. Το είχανε πιάσει οι αντάρτες αυτό και το είχαν επιστρατεύσει. Ήταν στο αντάρτικο το παιδί. Πού θε να πάει; Και από τη μια μεριά θα τον σκότωναν αν έφευγε. Και έμεινε στο αντάρτικο. Τώρα, δεν ξέρω πόσους μήνες ήτανε. Τον πιάσανε μετά. Συνελήφθη. Ούτε μίλαγε ούτε λάλαγε. Τίποτα. Παγωμένο ήτανε; Λέει: «Έχεις δικηγόρο;». Δεν είχε ούτε δικηγόρο, του έβαλε το δικαστήριο όμως. Έβαλε δικηγόρο. Λέει ο δικηγόρος: «Κύριε πρόεδρε, κύριοι δικαστές, αν το μάθουνε τα αδέρφια του που πολεμάνε εκεί απάνω ότι περνάνε στρατοδικείο τον αδερφό τους κτλ.». Τι του απαντάει; Του λέει «Αν ήσαντε εδώ τα αδέλφια του, θα τον παίρναν θα τον σκότωναν, θα τον εκτελούσανε, δε θα τον αφήνανε να τον περάσουμε εμείς στρατοδικείο», του λέει. Τον σκότωσαν. Τα αδέρφια του, λέει… Τον σκοτώσαν τον άνθρωπο. Ένας άλλος από το χωριό που ‘μια: Περνάγανε κάτι αντάρτες και τους έδειξε πούθε πάει ο δρόμος για να φύγουνε. Τον πρόδωσε κάποια γυναίκα εκεί, ήταν Αριστερός τάχα. Τον σκοτώσαν τον άνθρωπο γιατί έδειξε το δρόμο πούθε να φύγουνε οι αντάρτες. Στρατοδικείο…

Χ.Θ.:

Για το ψύλλου πήδημα, δηλαδή, σκοτώνανε.

Δ.Χ.:

Ναι, ναι, βέβαια. Και να σου πω: Βρήκα μετά τον ανθυπολοχαγό, που ‘τανε γραμματέας, αλλά δεν έζησε. Πέθανε ο άνθρωπος. Θα λέγαμε πολλά! Φοβόμαστε ακόμη να μιλήσουμε. Κάθε βράδυ ρώταγε ο Τσακαλώτος, ο μέραρχος, αν πήγε καλά το δικαστήριο. Αν δικαζόσαντε πάνω από δέκα θάνατο, πήγε καλά. Αν ήσαντε λιγότεροι: «Ε, δεν πήγε και τόσο καλά». Και ρώτησε εκείνο το βράδυ, λέει για εμάς, ερώτησε: «Πώς επήγανε; Καλά;». «Καλά». Και λέει: «Τρεις κατά τα δύο και ισόβια». Λέει: «Ποιος ήταν ο τρεις κατά δύο;». «Ο τάδες». «Α… Ισόβια;». «Ο Χειμώνας». «Ο Χειμώνας γιατί;», λέει, «γιατί μπήκε ισόβια» και δε μας σκοτώσανε;

Χ.Θ.:

Γιατί; Σας ήξερε; Του είχατε κάνει κάτι;

Δ.Χ.:

Όχι μωρέ. Έτσι. Εντωμεταξύ, εγώ, όπως μου έλεγε αυτός… Ο πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ταγματάρχης. Ήταν απ’ την Ανδρίτσαινα. Στην Ανδρίτσαινα είναι ένα σόι Χειμωναίοι. Έτσι, βασταγμένη οικογένεια, μεγάλη. Και νομίζοντας ο πρόεδρος λέει σε μένα όταν ήρθε η σειρά μου. Λέει: «Για το Χειμώνα, κάπως τον συμπαθώ», είπε ο πρόεδρος. Πήραμε όλοι θάρρος. Λέει: «Ισόβια». Πήραμε κι εμείς οι άλλοι οι ανθυπολοχαγοί —γιατί ήσαν τρεις αυτοί— και είπαμε ισόβια. Όταν ήρθε η Χούντα μετά… Καλά, εμένα δε με πείραξε κανείς, αλλά μας πήρανε τα όπλα τα κυνηγετικά στο χωριό.

Χ.Θ.:

Σας είχανε γραμμένους, δηλαδή, τόσα χρόνια μετά;

Δ.Χ.:

Ωωω… Αν με είχαν γραμμένο; Φάκελο μπόλικο. Να πιάσω πουθενά εγώ…

Χ.Θ.:

Μετά από τριάντα χρόνια, δηλαδή.

Δ.Χ.:

Το ‘79 έμεινα... Πρώτα ήμουνα… Όλο παράνομος ήμουνα όπου κι αν πήγαινα. Ήμουνα παράνομος. Είχα φάκελο. Και μετά τα δώκανε στους κυνηγούς τα όπλα και κρατάνε το δικό μου, του δάσκαλου εκείνου κει που ήτανε στο στρατοδικείο και ένας άλλος. Ήτανε μανιώδης Πασοκτζής, πρόεδρος της Αετοράχης. Τρία κρατήσανε. Καλά, μας το δώκανε μετά, άλλα τα τρία κρατήσανε μέσα. Εκείνος ο… ήτανε φοβερός. Το παιδί εκείνο κει, ο δάσκαλος, που ήταν απ’ το χωριό, ήτανε στην Αντίσταση φοβερός. Ήτανε στην Αλβανία, μετά ήτανε αντιστασιακός αντάρτης. Μετά τους καλέσανε αυτούς έφεδρους.

Χ.Θ.:

Πώς είναι άνθρωποι που είχανε πολεμήσει μαζί πριν στον Πόλεμο, λίγα χρόνια πριν, μετά να αλληλοσκοτώνονται;

Δ.Χ.:

Ναι βρε, ναι.

Χ.Θ.:

Αυτό το πράγμα πώς το εξηγείτε; 

Δ.Χ.:

Τόσο μίσος! Ξες τι μίσος;

Χ.Θ.:

Γιατί;

Δ.Χ.:

Δεν ξέρω γιατί. Είχε ανοίξει τόσο μίσος! Χωριάτες που ήσαντε μαζί, μαζί οργώνανε, μαζί ήσαντε στο καφενείο, μαζί… Μετά εχθροί! Να σκοτώσει ο ένας τον άλλονε! Ξες τι γινότανε;

Χ.Θ.:

Γιατί τέτοιο πράγμα; Αυτό πώς…

Δ.Χ.:

Ο εμφύλιος πόλεμος… Πολύ μίσος…

Δ.Χ.:

Και όλα μου τα χρόνια ήμουνα παράνομος. Πήγα να βγάλω δίπλωμα αυτοκινήτου… Αδύνατο! Πήγα στον Πειραιά… Ήμουνα στον Πειραιά για να βγάλω δίπλωμα. Ένας μπάρμπας μου, αδερφός της μάνας μου, ήσανε πολύ δυναμικοί. Θείος μου, αδερφός της μάνας μου, λέγω. Ήταν επιθεωρητής τελωνείων Δυτικής Ελλάδος. Μετά ήτανε εδώ οικονομικός του Ανδρεάδη, που είχε το τρένο, τον Ηλεκτρικό του Βλάγκαλη, και την Εμπορική Τράπεζα και εφοπλιστής, καράβια κλπ. Τον είχε οικονομικών. Ένας άλλος πάλι από το χωριό ήτανε προσωπάρχης του Ανδρεάδη του εφοπλιστή. Είχαν όλοι δικά τους. Ένας μπατζανάκης εκεί του μπάρμπα μου ήτανε διοικητής του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς, που είχε το λιμάνι στον Πειραιά. Ήσαντο όλα δικά τους. Και αυτός ο μπάρμπας μου —και ο μπάρμπας μου και ο άλλος που ήταν χωριάτης— είχε βάλει μισό χωριό, το ‘χανε βάλει στη δουλειά, στην Εμπορική Τράπεζα, στο τρένο, στον Ηλεκτρικό… Το Ηλεκτρικό πήγαινε μέχρι την Αττική τότε. Το Ηλεκτρικό, και στην Εμπορική Τράπεζα και... Εντωμεταξύ, έφερε ογδόντα λεωφορεία τα πράσινα. Τα γνώρισες τα πράσινα λεωφορεία; Κι είχε μια γραμμή απ’ το Βρυώνη, απ’ τον Πειραιά, Άγιο Νικόλα, διαμέσου Καλλιθέας, από κει, διαμέσου Νέας Σμύρνης, από κει, και ερχόταν στο Σύνταγμα τα μισά. Τα δε άλλα μισά, ερχόσαντο απ’ την Αθήνα Πειραιά, από την Πειραιώς σταματάγαμε. Και είχε βάλει δύο γαμπρούς μου στα λεωφορεία, εισπράκτορες. Εισπράκτορες. Τον αδερφό μου στο τρένο. Εμένα επήγε να με βάλει. Ένας ήτανε τραπεζίτης, διευθυντής στην Αγροτική Τράπεζα. Άλλος ήτανε δάσκαλος, δημοδιδάσκαλος. Κάποτε επήγαμε μαζί. «Ρε Μήτσο», του λέει, «αφού έβανες όλο τον κόσμο, Λαγκαδινούς, εκεί, χωριάτες όλους σε δουλειά. Δε θα βάλεις το Μήτσο» —Μήτσο τον λέγανε — «στη δουλειά;». «Πού να βρω;» λέει. «Καμιά δουλειά δε μένει για το Μήτσο;» λέει.

Χ.Θ.:

Φαίνεστε μαχητικός. Ακόμα και τώρα στα 90 σας φαίνεστε... Που δηλώνει ότι θα ‘σασταν πολύ δραστήριος.

Δ.Χ.:

Και όταν έβγαλα το δίπλωμα, αυτοκίνητο, πήγα στην Ασφάλεια, στον Πειραιά. Μου το δίνανε… ότι ήμουνα καλό παιδί. «Ρε παιδί μου, καλό παιδί είσαι», μου λέει, «αλλά…». «Από μας», μου λέει, «καλός είσαι. Δεν έχουμε παράπονο. Αλλά απ’ το χωριό σου; Δε στέλνουνε», μου λέει, «το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων».

Δ.Χ.:

Μετά είχαμε απολυθεί, είχα κάνει κι αίτηση χάριτος, κάναμε κι αίτηση χάριτος, και μετά από χρόνια δύο, ξέρω 'γω, μάς καλέσανε να πάμε δικαστήριο. Πήγαμε... Εγώ όπως ήμουνα, πολίτης. Πολίτης. Και γινόταν το δικαστήριο στο Αρσάκειο. Ξέρεις, το κτήριο που είναι, το Αρσάκειο στη Σταδίου. Τώρα κατάλαβες ποιο είναι το Αρσάκειο. [01:10:00]Εκεί ήταν το Δικαστήριο. Ε, πήγα και εγώ. Με καλέσαν, πήγα. Επήγα στο δικαστήριο… Αν είχα κάνει μία κουστουμιά, είχα μαλλί ωραίο, είχα γίνει και... Είχα φάει, είχα γυαλίσει λιγάκι. Γιατί τότε ένα θέατρο ήμουνα. Δε με υπολόγιζες για άνθρωπο. Πεινασμένο, κουρεμένο, κάτι παλιόρουχα, σου λέω. Πως βλέπουμε στην Αιθιοπία κάτι... Κάτι ρετάλια. Έτσι ήμουνα εγώ —και άλλοι, όχι μόνο εγώ. Πήγα να καθίσω εκεί. Μου λέει ο χωροφύλακας: «Από δω θα καθίσουν οι κατηγορούμενοι». «Κατηγορούμενος είμαι κι εγώ» του λέω. «Ε, κάτσε» μου λέει. Μετά φέρανε και τους άλλους, καμιά εικοσαριά μέσα, με τις χειροπέδες, τους λύσανε, κάτσανε και αυτοί. Εφώναξε εμένα. Σηκώνομαι. Γυρίζανε όλοι και κοιτάγανε τώρα εμένα, ο πολίτης. Σου λέει: «Πώς είναι έτσι αυτός;». «Να βάλεις δικηγόρο», μου λέει, «έχεις;». «Δεν έχω» του λέω «τίποτα». «Βάλε έναν δικηγόρο». Του λέει: «Τι να πούμε εμείς; Αφού τον απολύκαν άλλοι πρώτα από μας. Ξέρουνε τι κάνανε».

Δ.Χ.:

Όταν μ’ απολύκαν πάλι από τη Μακρόνησο μού λέει: «Φύγε». Έπρεπε να πληρώσουμε τα δικαστικά έξοδα όλα, ολονών που σκοτωθήκανε, πεθάνανε όλοι. Να πληρώσω τα δικαστικά έξοδα. Τώρα, ήσαντο 750 δραχμές. Ήσαντε λεφτά πολλά. Δεν είχα εγώ. Από πατέρα δεν επερίμενα ούτε μία να μου δώσει γιατί δεν είχε. Ένας μπάρμπας μου, εκείνος που ήταν παλιαδερφός της μάνας μου, εκείνος με αγάπαγε. Ήτανε στην Αγροτική τράπεζα στον Πειραιά. Ένας στρατιώτης, —ετότε είχανε και μπέσα, να λες ο ένας στον άλλονε και φιλικά και μια κουβέντα που να μην τη μάθει άλλος. Την κράταγε μυστικό. Λέω σε έναν στρατιώτη εκεί: «Θα πας εκεί. Εκεί είναι ο μπάρμπας μου, στην Αγροτική Τράπεζα». Την ήξερε κιόλας. Εγώ δεν ήξερα καθόλου από Αθήνα. «Θα του πεις έτσι κι έτσι, να πάει να πληρώσει, να πάρει την απόδειξη να τη φέρεις». Κι έφερε την απόδειξη, τη φέρνει. Ήταν… Μεγάλη Τετάρτη, Μεγάλη Πέμπτη; Κάτι τέτοιο... Πήρα την απόδειξη, την πλήρωσα εκεί πέρα να με απολύκουνε. Φεύγουμε! Φεύγουμε τη μεγάλη Πέμπτη. Με διώξανε. Μ’ είπανε εκεί: «Αν πάρεις το λεωφορείο»… να πάω ‘γώ στο Λαύριο, να ‘ρθω στο Λαύριο, να πάρω το λεωφορείο να ‘ρθω στην Αθήνα. Πού να πάω, όμως; Τη διεύθυνση την ήξερα. Λεφτά δεν είχα, τίποτα! Τη διεύθυνση του μπάρμπα μου την ήξερα, αλλά… Να μπω στο λεωφορείο. Τι είναι το λεωφορείο; Από το βουνό που φύλαγα τα πρόβατα, ήξερα εγώ τα λεωφορεία που ‘σαντε; Τέλος πάντων, μου είπανε τα άλλα παιδιά «Εκεί είναι το λεωφορείο» και μπήκα μέσα στο λεωφορείο. Τώρα στο λεωφορείο δε μου ζητήσανε εισιτήριο, γιατί το βλέπανε, ξέρανε: ένας πολίτης που δεν είχε τίποτα. 

Χ.Θ.:

Απ’ την Μακρόνησο, ήσασταν και τόσο χάλια... Ναι.

Δ.Χ.:

Ρετάλια! Ρετάλια. Δε ντρέπομαι να το πω. Ήμασταν χάλια. Βάδισε το λεωφορείο, ήρθαμε στην πλατεία Λαυρίου. Εκεί σταματάγανε τα λεωφορεία απ’ το Λαύριο, Χαλκοκονδύλη. Ήσαν τα λεωφορεία από πάνω; Δεν είναι η πλατεία; Πού να πάω, όμως; Ένας κύριος που καθόμαστε δίπλα στο λεωφορείο μού λέει: «Θα σε πάω εγώ», μου λέει. Φοβόταν κιόλα ο κόσμος όσοι ήταν εκεί. Πήρε ένα ταξί αυτός ο κύριος. «Θα σε πάω εγώ» μου λέει. Πήρε το ταξί, το πλήρωσε και… «Να πας στο Γκύζη» είπε να πάω. Με πήγε στο σπίτι ο άνθρωπος. Βρήκα πια το θείο μου...

Δ.Χ.:

Την άλλη μέρα, Μεγάλη Παρασκευή, είπε να πάω στον Πειραιά να δω έναν ξάδερφο μου, ο οποίος ήταν στην Τρίπολη, που με βρήκε στο στρατόπεδο. Μου είπε εκείνος. Κατέβηκα με το τραμ. Ήτανε το τραμ τότε, τα παλιά τραμ. Κατέβηκα στην Κάνιγγος. «Να ρωτήσεις πού είναι η Ομόνοια, να σου πούνε πού είναι το λεωφορείο», να πάω στον Πειραιά με το λεωφορείο. Πάω στην Κάνιγγος. Ήταν Μεγάλη Παρασκευή πρωί-πρωί. Δεν έβλεπα κανέναν άνθρωπο να ρωτήσω πού είναι η Ομόνοια. Ησυχία. Δεν κυκλοφόραγε τίποτα. Τέλος πάντων, κάπου βρήκα έναν. Μου είπε πού ήτανε η Ομόνοια. Ήτανε στην Κοτοπούλη τα λεωφορεία. Ξέρεις την Κοτοπούλη που ‘τανε το θέατρο; Είναι τέτοιο τώρα. 

Χ.Θ.:

Α, η ηθοποιός, ναι, ναι. Στο θέατρο.

Δ.Χ.:

Θέατρο τότε. Τώρα είναι ξενοδοχείο. Επήγα στον Πειραιά. Γύρισα πίσω, μπήκα στον Αϊ-Κωσταντίνο. Πήγα στην Τρίπολη. Πήρα το λεωφορείο το Μεγάλο Σάββατο. Σταμάταγε στη Δημητσάνα το λεωφορείο. Δεν πήγαινε άλλο πέρα. Στο χωριό δεν πήγαινε λεωφορείο. Πήρα τη βαλίτσα μου και πήγαινα εγώ. Στο δρόμο με φτάνει μία γυναίκα με δύο μουλάρια. Σταμάτησε για να με πάρει. Μόλις εσυστηθήκαμε, ποιος είμαι —ήξερε το όνομα αλλά δε με γνώριζε ότι είμαι ο τάδες— παίρνει, βαράει τα μουλάρια, μ’ αφήνει. Συνέχισα εγώ το δρόμο μου. Έφυγε αυτή. Μετά στο δρόμο με έφτασε κάποιος άλλος, ένας νεαρός, παιδί, που ήμασταν συμμαθητές. Ίσοι ήμαστε. Πηγαίναμε σχολείο μαζί. Δε με πήρε εκείνος εκεί, είχε το μουλάρι του. Πήρε τη βαλίτσα μου απάνω. Επήγα στο χωριό το βράδυ. Το σπίτι μου ήταν μακριά για να πάω, στο σπίτι το δικό μου, του πατέρα μου, και πήγα στου παππού μου. Και ήτανε και η εκκλησία εκεί, γιατί το χωριό το δικό μας συνοικισμός ήταν έξω απ’ το χωριό. Πήγαμε στην εκκλησία. Ο παππούς μου ήταν παπαδοπαίδι, και ο παππούς μου και γιαγιά μου, και αγαπάγαν την εκκλησία. Ε, πήγαμε νύχτα στην εκκλησία. 

Χ.Θ.:

Στην Ανάσταση.

Δ.Χ.:

Στην Ανάσταση. Τότε δε φεύγανε. Καθόσαντε. Και στο χωριό καθόσαντε. Λοιπόν, ήρθανε κι οι δικοί μου, ήρθανε κι άλλοι στο χωριό. Δεν κοίταγε κανένας τον παπά! Δεν κοίταγε κανένας… Εκοίταγαν όλοι εμένα λες και ήμουνα κανένα θηρίο… Μην τους φάω! Εντωμεταξύ, πέρασαν κάτι μέρες. Πήγα στο Λαγκάδι για να βγάλω ταυτότητα κλπ. Μ’ αγριότητα ένας μοίραρχος με τρία… Πήγα σε ένα άλλο χωριό, στου Παλούμπα. Έχεις ακούσει Παλούμπα; Από εκεί ήτανε ο Πλαπούτας ο καπετάνιος. Με πιάνει ένας χωροφύλακας. Κάποιος με πρόδωσε ότι ήμουνα ο τάδες. Με πιάνει ένας χωροφύλακας, με πάει στην αστυνομία, τι κυκλοφορώ κλπ. Με πιάνει ο ενωμοτάρχης, μου δίνει δύο φάπες ο υποενωμοτάρχης, ο διοικητής εκεί, «Θα σε στείλω πάλι μέσα» κλπ. «Καλά». Φεύγοντας σηκώνομαι πάω πάλι στο χωριό. Λέω: «Εδώ δε σηκώνει καθόλου… Με κυνηγάνε όλοι». Αλλά, πάω στα Λαγκάδια, παίρνω ταυτότητα. Εντωμεταξύ τι κάνω; Εκεί πέρα που φύγαμε απ’ τη Μακρόνησο έπρεπε να μη μας πειράξει κανείς, μη μας [01:20:00]κακομεταχειριστεί, μήπως μας βλέπουνε... Πρέπει να τους ειδοποιήσουμε, έπρεπε να το αναφέρουμε εμείς στο διοικητή της Μακρονήσου. Εκεί στο χωριό ήταν ο δικολάβος. Δικολάβοι είναι κάτι κάτω από δικηγόροι. Μου κάνει δυο επιστολές, ένα στην Φρειδερίκη και ένα στο διοικητή της Μακρονήσου, και τα στέλνω. Η Φρειδερίκη μού απάντησε! «Η επιστολή σας διαβιβάστηκε» —κυρία επί των τιμών— «Η επιστολή σας εδιαβιβάσθη στο υπουργείο Δικαιοσύνης». Την έχασα, όμως, εγώ εκείνο το γράμμα. Ο άλλος εδιέταξε ανακρίσεις στο χωριό, στο Παλούμπα, γιατί και πώς κλπ. Εγώ τίποτα, χωρίς να ξέρω τίποτα. Μία Κυριακή πρωί έρχεται ένας αστυφύλακας στο σπίτι που έμενα. «Ο τάδε;» λέει. Λέω: «Ναι» εγώ. «Στις 11:00 η ώρα να έρθεις στο Πρώτο Τμήμα». Πού να ξέρω τι θέλουνε; Είχα ξεχάσει εγώ το άλλο. Επήγα εκεί. Μου λέει «Έτσι κι έτσι», μου λέει, «Σε χτυπήσανε; Να κάνεις μήνυση στο σταθμό του Παλούμπα», να κάνω μήνυση στον υποενωμοτάρχη και στο χωροφύλακα που με πιάσανε. Ναι. Του ‘λεγα εγώ αλλά έγραφε ακόμα περισσότερο εκείνος εκεί, ότι με κακοποιήσανε, με κάνανε… πιο πολύ. Έγινε το δικαστήριο. Εκείνος ο υποενωμοτάρχης γνώριζε, όμως, τον πατέρα μου. Του λέει «Πού είναι ο γιος σου; Μας κοπάνησε», λέει, «καλά». Του λέει ο πατέρας μου «Εσείς τον κοπανήσατε. Εκείνος δε φταίει», του λέει... «Δεν του ‘χω τίποτα, αλλά…». «Είκοσι μέρες φυλακή ο χωροφύλακας» και τον διώξαν από κει. Είκοσι μέρες ο υποενωμοτάρχης, ο διοικητής της αστυνομίας, και τρία χρόνια στέρηση βαθμού. Χωρίς να ξέρω τίποτα. «Αφού εμείς τον απολάγαμε». Και να θυμάμαι τότε λέει «Βρε τι έπαθε εκείνη η χωροφυλακή στην επαρχία; Δεν είδαν τι πάθαν», λέει, «και συνεχίζουν να ξανασηκώσουν τον κόσμο στον Εμφύλιο; Δεν είδαν πώς την πλήρωσε η Ελλάδα;» έλεγε κι έγραφε ο αστυνόμος.

Χ.Θ.:

Μάλιστα. Πραγματικά κάνουμε βιβλίο με τη ζωή σας. Έχετε πολυτάραχο βίο. Πολύ φοβερό!

Δ.Χ.:

Πρώτα-πρώτα ήμουνα μικρός βρε! Αλλά, εκείνο που έμεινε, όμως: για να επιβιώσω. Έπρεπε να φάμε. Δουλειά σε Δημόσιο, τέτοιο… Οικοδομή.

Χ.Θ.:

Πιάναν τα χέρια σας. Ας πούμε, μία συμβουλή που θα δίνατε τώρα στα εγγόνια σας, που περνάμε και τώρα με άλλον τρόπο δύσκολες εποχές, τι θα ήταν, έτσι, να τους λέγατε για να αντιμετωπίζουν τη ζωή;

Δ.Χ.:

Η ζωή θέλει… Πρώτα-πρώτα χρειάζεται να μην είναι ρόδινη, να μην περνάς καλά, να μην έχεις πλούσιο πατέρα, πλούσια μάνα, γιαγιά, παππού, ξέρω ‘γώ, να έχεις χαρτζιλίκι να έχεις αυτό… Όχι! Να περάσεις, να το τιμάς εκείνο που θα βγάλεις να ‘ναι δικό σου. Εν τω μεταξύ, δούλεψα επιβίωσα. Ψιλικατζής έκανα, παράγκα. Αλλά, ήτανε φτώχεια. Δεν είχα και κεφάλαιο από πουθενά, όμως, να επιβιώσω. Για να κάνεις κάτι πρέπει να… Δεν ήμουνα… Πήγα, γύρισα στο χωριό. Πήγα στο χωριό. Έχω κάνει αυγουλάς, να μαζεύω αυγά… Να βγαίνει το μεροκάματο. Εντωμεταξύ, ήμουνα προστάτης. Πέθανε ο πατέρας μου. Προστάτης. Είχα δύο αδερφές και έναν αδελφό τρία και μητριά τέσσερις και ήμουνα ο προστάτης τους. Πρέπει να δουλέψω για να φάμε όλοι. Και σου λέω, και αυγουλάς έχω κάνει —οικοδομή δε δουλευόταν το χειμώνα— και σε ελαιοπιεστήριο… Εδούλεψα για να συντηρήσω. Και λέω των παιδιών, και στα παιδιά μου. Δεν καταχράστηκα. Λεφτά πολλά πέρασαν ξένα και απ’ τα δικά μου χέρια και απ’ του παιδιού μου που ήρθε τώρα εδώ και απ’ το Νίκο, αλλά το κεφάλι ψηλά! Δεν καταχραστήκαμε κανένας μα κανένας μια δεκάρα ξένη. «Τα λεφτά που θα βγάλετε να είναι δικά σας και με κόπο. Να μην τα περιμένετε όλα ρόδινα, γιατί άμα τα ‘χετε ρόδινα δε θα πάτε καλά, δε θα τα τιμήσετε!».

Χ.Θ.:

Πολύ σημαντικό.

Δ.Χ.:

Ε;

Χ.Θ.:

Πολύ σημαντικό αυτό που λέτε και από έναν άνθρωπο που ούτε λίγο ούτε πολύ ζήσατε μεγάλο μέρος—

Δ.Χ.:

Όλη τη φτώχεια.

Χ.Θ.:

—της ζωής σας να σας κυνηγάνε και με φτώχεια. Και παλέψατε...

Δ.Χ.:

Ναι.

Χ.Θ.:

Και οικογένεια κάνατε...

Δ.Χ.:

Και καλή.

Χ.Θ.:

—και καλή.

Δ.Χ.:

Και καλή οικογένεια. Εκάναμε καλή οικογένεια. Είναι καλή πρώτα-πρώτα η γυναίκα μου. Δούλεψε, πολύ με βοήθηκε. Είναι τα παιδιά. Ο Βαγγέλης από 13 χρονών έπιασε δουλειά και τώρα είναι...

Χ.Θ.:

Η γυναίκα είναι στύλος στην οικογένεια—

Δ.Χ.:

Και η γυναίκα δούλεψε—

Χ.Θ.:

—και τα παιδιά είναι αξίας σύμφωνα με τους γονείς τους.

Δ.Χ.:

Και σε εργοστάσιο. Και σε ποιο εργοστάσιο δε δούλευε; Του Ζαχαριά. Ο γιος του που σκοτώθηκε πέρσι πρόπερσι.

Χ.Θ.:

Του Jumbo! Jumbo ή Ζαχαριάς;

Δ.Χ.:

Ζαχαριάς. Ο Αλέξης που είχε παιχνίδια.

Χ.Θ.:

Ναι.

Δ.Χ.:

Παιχνίδια και έχει και μαγαζιά τώρα, που σκοτώθηκε με το αυτοκίνητο. Ο άλλος ο Νίκος δούλευε σε ένα φυτώριο, διάβαζε. Και ο άλλος που σου λέω, τούτος εδώ, είναι σε όλα μέσα. Πήγε μια μέρα… «Μα τι είναι αυτός ο Βαγγέλης;» λέει. «Δικηγόρος είναι; Επιχειρηματίας είναι;». 52 χρονών επήρε σύνταξη. Δεν του άρεσαν τα γράμματα, αλλά μετά βρήκε ένα φαρμακείο στην Ομόνοια —«Ζητείται Μικρός»— και πήγε μέσα για να πάει το καλοκαίρι. Και του λένε: «Μα δεν έχεις πατέρα, δεν έχεις μάνα;». «Έχω» του λέει. «Να ‘ρθούνε». «Θέλει», λέει, «το παιδί να ‘ρθει;». «Ναι». Ήθελε να πάει σε καμιά τεχνική σχολή για ηλεκτρολόγος. Του λέει ο φαρμακοποιός: «Θα πας στο σχολείο», του λέει, «Θα πας στο σχολείο». Τον κράτησε, όμως, ο φαρμακοποιός: «Θα σε στέλνω εγώ στο σχολείο. Στις 14:00 η ώρα θα φεύγεις στο νυχτερινό». Τον κράτησε σα βοηθό και τον άκουγε το φαρμακοποιό ο Βαγγέλης.

Χ.Θ.:

Φαίνεται όλη σας την οικογένεια και σας που τόσες φορές γλιτώσατε απ’ του Χάρου τα δόντια ότι ένας άγγελος σάς προστατεύει πραγματικά. Κάτι, πραγματικά είχατε άγιο και σας σώνει από διάφορα δύσκολα.

Δ.Χ.:

Α, δε σου είπα μία φορά.

Χ.Θ.:

Για πείτε μου, πείτε μου.

Δ.Χ.:

Παραλίγο να σκοτώσω έναν φαντάρο.

Χ.Θ.:

Ε, αυτά τα ‘χει ο πόλεμος. Κάποια στιγμή δε θα ‘χατε σκοτώσει κάποιον; Αυτά είναι μέσα στον πόλεμο.

Δ.Χ.:

Ναι, αλλά θα πήγαινε τζάμπα. Εμείς είχαμε μάθει πιο επικίνδυνα. Είσαι σκοπός. Αν δε φυλάξεις καλά, το πρώτο θύμα θα είσαι εσύ. Αν θα ‘ρθει ο εχθρός το πρώτο θύμα θα είσαι εσύ. Και είχε χιόνι. Με άλλον έναν να πάμε αποστολή σε ένα χωριό να ιδούμε αν είναι στρατός εκεί. Κοντά στα χωριά τα δικά μας, στο Γράμμο. Χιόνι… Μέσα απ’ τα έλατα, βγήκαμε αγνάντι στο βράχο. Εγώ πήγαινα όλο μπροστινό. Ήταν η φτιαξιά μου, δεν ξέρω. Δε φοβόμουνα. Κι ήταν μπροστά στα 2.5 μέτρα ένας φαντάρος. [01:30:00]Καθότανε… Έκανε κρύο, όμως. Είχε πάλι ήλιος. Καθόταν το όπλο του εκεί, την κουκούλα του και αντί να κοιτάει προς πού θα έρθει ο εχθρός να κοιτάει τους δικούς του κάτω… Το χέρι στη σκανδάλη, το δάχτυλο! Έτσι! Εκείνη την κίνηση ήθελε. Αν κινιόταν… τον σκότωσα. Λέω τ’ αλλουνού: «Σταμάτα κάτω». Και γυρίσαμε, πήγαμε απέναντι. Μας είδε, όμως, σε ένα ξάνοιγμα εδώ πέρα με το τουφέκι. Καλά... Μες στα έλατα… Σου λέω, εκείνο το θυμάμαι πώς εγλίτωσε το παιδί! Τζάμπα! Λες και τον γνώριζα; Με γνώριζε; Λοιπόν, να τον σκοτώσω; Γιατί;

Χ.Θ.:

Όποτε κι εσείς κάνατε… Γλίτωσε.

Δ.Χ.:

Ναι. Μου ‘ρθε έτσι.

Δ.Χ.:

Ενώ αν… Εννοώ δεν ήτανε σε αυτοάμυνα. Μπορεί να είχατε σκοτώσει κάποιον που να ήτανε σε αυτοάμυνα, να ήταν να σας σκοτώσει κι εσάς.

Δ.Χ.:

Άλλο εκεί. Εκεί πάει αλλού. Εδώ πάει εκεί. «Αφού κρυώνει» λέω. Έτσι μου ήρθε. «Κρυώνει», λέω, «ο φουκαράς. Μήπως θέλει κι αυτός να είναι μες στον πάγο;».

Χ.Θ.:

Ε ναι. Γιατί όλοι άνθρωποι είμαστε. Οπότε… ναι. Εκείνη την ώρα…

Δ.Χ.:

Ποιος ξέρει ποιος είναι; Μπορεί να είναι φίλος μου, μπορεί να είναι ξάδερφός μου, μπορεί να είναι συγγενής, κάτι… Και γιατί; Αφού δεν έχουμε τίποτα.

Χ.Θ.:

Ναι… Έτσι. Κατάλαβα. Άμα προστατέψεις την ζωή σου είναι άλλο, αλλά…

Δ.Χ.:

Εάν κουνιότανε, ε τότε εκεί του πάω ένα. Ή μας είδε και σου λέει: «Τώρα είμαι αιχμάλωτος. Ας κάνω το κορόιδο»… Ή μας είδε ή δε μας είδε καθόλου, δε μας πήρε χαμπάρι.

Χ.Θ.:

Έκανε τον ψόφιο κοριό, που λέμε.

Δ.Χ.:

Ναι. Αλλιώς δε γίνεται, γιατί ακουγότανε γκρουπ γκρουπ γκρουπ το χιόνι που πατάγαμε. Ήτανε παγωμένο, έκανε χάβαλο, δεν ήτανε αθόρυβο… Αλλά, είχε την κουκούλα του.

Χ.Θ.:

Μάλιστα. Ωραία.

Δ.Χ.:

Αλλά, το μόνο πάλι που πέρασα… Στρατιώτης έκανα στην Τρίπολη. Στην Τρίπολη είχαμε καψόνια πολλά. Πήγαμε στην Ξάνθη, στα βουλγαρικά σύνορα. Ήμουνα στο δεύτερο λόχο. Πέρασα πολύ καλά στρατιώτης με ένα λοχαγό. Λοχαγός ήτανε. Μ’ αγάπαγε πολύ. Επήγαμε στα βουλγαρικά σύνορα, στον Εχίνο. Πού ήταν τώρα η αυτή…

Χ.Θ.:

Στα Πομακοχώρια, που είναι οι μουσουλμάνοι.

Δ.Χ.:

Ναι, ναι, οι Πομάκοι ήσαντε. Πάνω από τον Εχίνο, στις Σάτρες είχαμε πάει. Και ήμουν εκεί, με κρατούσε στη διοίκηση του λόχου μόνο μου. Οι άλλοι είχανε πέντ’ έξι μουλάρια, ημιονηγοί ήσαν αυτοί. Είχαμε άλλα πέντ’ έξι σκυλιά, δύο μάγειροι, ο διαβιβαστής, ο σιτιστής και ο λοχαγός. Ο σιτιστής εδιάβαζε, κάπου έδινε. Από τη Λαμία ήτανε. Είχε να δώσει εξετάσεις, ήταν φοιτητής. Ο διαβιβαστής ήτανε τσοπάνης. Δεν ήξερε από τηλέφωνα καθόλου, τίποτα. Μια φορά —να γελάσεις… Τα άλλα τα παιδιά δεν ξέραν τίποτα. Αλλά, οι τσοπάνηδες… Εκείνη η γενιά η δικιά μας δεν έμαθε γράμματα πρώτα-πρώτα. Να επιβιώσουμε θέλαμε. Είχαμε να ζήσουμε με την κατσίκα, με την προβατίνα κλπ. και δεν ξέραμε τίποτα. Εγώ τόσα χρόνια, κάτι εδώ, από κει, στον Πειραιά, στις φυλακές που έκανα, ήμουνα καλός ταβλαδόρος και πιάναμε από το πρωί με το λοχαγό και παίζαμε όλο τάβλι και καπνίζαμε κιόλας, γιατί τσιγάρα δίνανε, μας δίνανε. Είχαμε και τσιγάρα Ξάνθης —τζάμπα ήσαντε— και καπνίζαμε. Και πηγαίναμε και παίζαμε συνέχεια. Και με αγάπαγε. Μου λέει: «Εσύ θα είσαι εδώ. Αν μας τύχει τίποτα, ξέρεις», μου λέει, «να φυλαχτούμε, να πάμε άσκηση, ξέρεις, αυτά τα πράγματα». Τώρα, ήταν δύο πράγματα: ή ήτανε κι αυτός… αριστερόφερνε ή ήθελε να με ρίξει στο φιλότιμο.

Χ.Θ.:

Ή έβλεπε ότι επειδή είχατε εμπειρία και ξέρετε, είστε έμπειρος...

Δ.Χ.:

Σε όλα.

Χ.Θ.:

—, ότι θα βοηθήσετε, ναι.

Δ.Χ.:

Σε όλα. Εντωμεταξύ, με βάνει αποθηκάριο. Πήγαμε πουλήσαμε κάνα δυο δοχεία λάδι —από πού, ξέρω ‘γώ, το ‘βγαλα— και το ‘δωσα σε ένα μαγαζάκι —εκεί χάμω ήτανε— πομάκικο. Και τα είχαμε… Σου λέω, πολύ καλά πηγαίναμε με το λοχαγό. Πέρασα καλά. Εντωμεταξύ, αυτός ο λοχαγός είχε τιμωρήσει ένα παιδί. Tου ‘χε βάλει πέντε μέρες φυλακή. Kαι αφού είχε απολυθεί το παιδί υπηρετούσε τη φυλακή ο στρατιώτης και σκοτώθηκε σε κάποια μάχη. Σκοτώθηκε ο στρατιώτης που υπηρετούσε τη φυλακή. Kαι από τότε δεν ξανατιμώρησε στρατιώτη.

Χ.Θ.:

Ευαίσθητος άνθρωπος. Το μετάνιωσε.

Δ.Χ.:

Ναι. Και σου λέω, έκανα τέσσερα χρόνια όλα-όλα. Τρία χρόνια στο βουνό —τέσσερα χρόνια— και έναν χρόνο στρατιώτης, τους λέω των παιδιών, γιατί μου χαρίσαν κι ένα χρόνο — γιατί κάναν δύο χρόνια οι στρατιώτες. Ήμουνα προστάτης.

Χ.Θ.:

Και στη Μακρόνησο.

Δ.Χ.:

Και στα Γιούρα.

Χ.Θ.:

Τίποτα. Μπράβο σας. Κανονικά έπρεπε να σας δώσουν και μετάλλιο! Είστε φοβερός. Ωραία. Έχετε κάτι άλλο που να θυμάστε ή θέλετε να το… Καμία ανάμνηση τώρα…

Δ.Χ.:

Ε, κοίταξε, είναι κι άλλα μέσα πολλά. Πού να τα θυμάσαι όλα; Εκείνο που είναι σοβαρό πράγμα, να πηγαίνει ο άλλος όρθιος και να τον βλέπεις να του ‘ρχεται η σφαίρα και να πέφτει, να ξαπλώνει μέσα στο ρέμα· να βλέπεις τώρα την αδερφή του Πέρδικα —γιατί μ’ αγαπάγαν. Ήσαν δυο κοπέλες τρεις που μ’ αγαπάγανε πολύ, γιατί ήμουνα ο μικρότερος στο αντάρτικο. Μικρός ήμουνα.

Χ.Θ.:

Αυτό. Οι γυναίκες τι ρόλο παίξανε; Δηλαδή, πολεμούσανε και αυτές κανονικά;

Δ.Χ.:

Ναι, ναι, ναι. Αμέ. Δε θα πολέμαγε αυτή που την έπιασαν οι χωροφύλακες και την πήγε και την είχε ένα βράδυ ο καπετάνιος, ο ενωμοτάρχης, την είχε βιάσει; Θα του τη χάριζε;

Χ.Θ.:

Μάθημα ζωής η ιστορία σας πραγματικά.

Δ.Χ.:

Και τα παιδιά μου ακούσαν και διαβάσανε και όλοι έχουνε να λένε τι καλά παιδιά, αγόρια. Εβρήκανε και δυο καλές κοπέλες, φέραν και δυο καλά κορίτσια και έχουμε—

Χ.Θ.:

Και εγγόνια;

Δ.Χ.:

—και δισέγγονά!

Χ.Θ.:

Α, να σας ζήσουν, να σας ζήσουν!

Δ.Χ.:

Είναι μικρά εκεί…

Χ.Θ.:

Α ωραία, ωραία, ωραία. Θα τα βγάλουμε μετά.

Δ.Χ.:

Η κοπέλα είναι δικηγόρος.

Χ.Θ.:

Βλέπω Νομική. Μπράβο.

Δ.Χ.:

Εγγονή μου. Το αγόρι είναι τώρα φοιτητής στην Πάτρα. Έμεινε και στη Γερμανία. Έδωσε τώρα. Είναι το… Τελευταία χρόνια είναι; [01:40:00]Μηχανολόγος μηχανικός αεροναυπηγών στη σχολή.

Χ.Θ.:

Ωραία μυαλά. Κι εσείς, δηλαδή, άμα το ‘χατε αξιοποιήσει, σίγουρα θα είχατε…

Δ.Χ.:

Ήμουνα καλός εγώ, αλλά δεν πήγα…

Χ.Θ.:

Τι να κάνουμε; Έτσι τα φέρνει ζωή. Και αφήσατε άξιους συνεχιστές. Ωραία. Να ‘στε καλά.

Δ.Χ.:

Ευχαριστώ.

Χ.Θ.:

Ευχαριστώ πολύ.

Δ.Χ.:

Ε, τώρα, όσο για την άλλη ζωή, είναι ταλαιπωρία. Πάντως, έχω κάνει αρχηγός παρέας σε οικοδομή. Στην οικοδομή κυνήγησα. Δε μπόραγα κι αλλιώς, δηλαδή, επειδή είχανε αλλού το φάκελο. Σε δημόσια έργα. Ήμαστε πολύ ταλαίπωροι. Έπρεπε να δουλεύουμε σε δημόσια έργα —μιλάμε τώρα για δρόμους. Έχω δουλέψει παντού στην Πελοπόννησο. Να πάρεις απ’ τη Μονεμβάσια, που ενώνει την παλιά Μονεμβάσια με την νέα, το γεφύρι —γιατί περνάει με θάλασσα. Έχουνε δρόμο και περνάνε από κάτω βάρκες, από πάνω αυτοκίνητα να πάνε στην παλιά Μονεμβασιά μέσα. Από εκεί όλους… Μολάους πάνω, εκείνο εκεί το ακρωτήριο του Μαλέου. Βλαχιώτη, Σκάλα, Γύθειο μέχρι την Αρεόπολη, μέχρι το Γύθειο απάνω προς Σπάρτη, όλο το δρόμο της Σπάρτης. Από τη Σπάρτη, τον Ταΰγετο, που ενώνει το δρόμο Σπάρτη-Καλαμάτα. Από κει μέχρι την Κορώνη, Διαβολίτσι, στο Νομό Ηλείας.

Χ.Θ.:

Έχετε βάλει το δρόμο σε όλη την Πελοπόννησο εσείς! Μπράβο. Ωραία, ωραία.

Δ.Χ.:

Τεχνικά έργα, γεφύρια κλπ. Αλλά, κάναμε και καλή δουλειά, γιατί περνάνε απάνω οχήματα βαριά, μπουλντόζες κλπ., γεφύρια, δρόμους, δρόμους 700-800 κυβικά, 1000 κυβικά ένα έργο. Και επιβιώσαμε.

Χ.Θ.:

Μπράβο σας. Άξιος!

Δ.Χ.:

Το ‘72 ήρθα στην Αθήνα και εδώ το οικοπεδάκι το ‘χα πάρει το ‘65 εδώ.

Χ.Θ.:

Μετά τη Χούντα, δηλαδή, ήρθατε, λίγο πριν τελειώσει…

Δ.Χ.:

Με τη Χούντα ήρθα. Ήτανε Χούντα ακόμη. Ήταν Χούντα.

Χ.Θ.:

Με τα προβλήματα και όλα.

Δ.Χ.:

Στο Πολυτεχνείο δούλευα, στου Ζωγράφου, κάπου εκεί, και κατεβαίναμε με έναν άλλον στην Ακαδημία, στα λεωφορεία, στο Οφθαλμιατρείο από πάνω. Κατέβαινα την Σόλωνος με τα πόδια και ήτανε στη Νομική Σχολή —θα την ξέρεις, στη Σόλωνος αριστερά, που ‘ταν οι δικηγόροι—, φωνάζαν τα παιδιά, περνάνε απ’ έξω απ’ το Πολυτεχνείο, στην Κάνιγγος. Κατεβαίναμε κάτω και πήγαινα στη Χαλκοκονδύλη και έπαιρνα το λεωφορείο —γιατί έμενα στον Άγιο Φανούριο, πήγαινα πάνω. Εκείνο το Σάββατο που έγινε το Πολυτεχνείο ήθελα να πάω στη Ραφήνα. Δε δούλευα εκείνη την ημέρα. Μου χρωστάνε κάτι λεφτά ένας εργολάβος, να πάω στη Ραφήνα να πάρω τα λεφτά. Τα λεωφορεία σταματάγανε στη Μαυρομματαίων. Δεν ξέρω αν την ξέρεις. Στο Πεδίον του Άρεως.

Χ.Θ.:

Ναι. Και τώρα εκεί είναι.

Δ.Χ.:

Εκεί ‘ναι; Εκεί είναι τα λεωφορεία για να πάνε στην… Μόλις πήγα στην Ομόνοια, από κάτω απ’ την Ομόνοια ήταν φλομωμένο το καυσαέριο. Βγήκα στην Ομόνοια —στην 3ης Σεπτεμβρίου βγήκα, στα Χαυτεία; Κάπου, δε θυμάμαι. Μου λέει ένας αστυφύλακας, μου λέει: «Μην περνάς απ’ αυτόν το δρόμο» να πάω απ’ τον άλλον, να βγω στην Ομόνοια να πάω στην Κάνιγγος για να πάω πέρα. «Πάνε από κάτω» μου λέει. Τον άκουσα, πήγα από κάτω… Από κάτω όλα πατημένα, αυτοκίνητα πατημένα, αυτοκίνητα —Σάββατο πρωί—, πατημένα δέντρα. Γινόταν… Γύρισε το λεωφορείο. Ανεβαίναμε την Αλεξάνδρας. Όλη ήτανε ισοπεδωμένη η Αλεξάνδρας τα δέντρα και τα αυτοκίνητα. Πήγαμε στη Ραφήνα, έκανα δουλειά, παίρνω το λεωφορείο να γυρίσω πίσω. Μόλις έρχομαι στην Αγία Παρασκευή δεν έμπαινε μέσα το λεωφορείο, δεν ερχόσαντο κάτω. Και τώρα πού να πάω απ’ την Αγία Παρασκευή; Στον Άγιο Φανούριο ήτανε… Βρέθηκε κάποιο άλλο αυτοκίνητο, λεωφορείο να μας πάρει από πάνω, από την Κηφισιά, ξέρω ‘γώ, όπου είναι, και να μας κατεβάσει στους Αγίους τους Αναργύρους. Επήραμε μεγάλο αυτοκίνητο, επήγαμε. Και την έπαθα και εκείνη την ημέρα. 

Χ.Θ.:

Αλλά πάλι τη γλιτώσατε! Ωραία, ωραία. Ευχαριστούμε πάρα πολύ. Να μη σας κουράσουμε άλλο, να βάλετε κι εσείς τώρα—

Δ.Χ.:

Δεν με κουράζετε!

Χ.Θ.:

—τα μηχανήματα σας εκεί πέρα.

Δ.Χ.:

Θα τα βάλω.

Χ.Θ.:

Ωραία. Ντάξει.

Δ.Χ.:

Αλλά, εσείς οι νέοι να μην το βάλετε κάτω και να μην κοιτάτε να πάρετε ξένο. Να το βγάλετε μόνοι σας το ψωμί. Τη δουλειά να τη βγάλεις πέρα μόνος σου, να μην ακούς κανένανε—

Χ.Θ.:

Έτσι.

Δ.Χ.:

—κι όσο τη βγάζεις δε θα σε αφήνουνε. Βρίσκεις εμπόδια μπροστά, αλλά εκείνον που προχωρεί δεν τον αφήνουνε. Αλλά, να μην ξέρει… Και να μη δίνεις σημασία σε κανένανε. Πόσο χρονών είσαι;

Χ.Θ.:

33.

Δ.Χ.:

Να τα εκατοστίσεις.

Χ.Θ.:

Ευχαριστώ. Ωραία. Να ‘στε καλά.

Δ.Χ.:

Εχθές τα παιδιά μου μου βάλανε πετρέλαιο. Μου λέει: «Πόσο χρονών είσαι, μπάρμπα» — γνωστά τα παιδιά— «Ποσό»… και του λέω: «Είμαι 90 και καλά!» Απ! Ξαφνιαστήκανε.

Χ.Θ.:

Μπράβο σας. Να τα εκατοστίσετε. Είναι λίγα!

Δ.Χ.:

Έλα ντε. Ευχαριστώ. Ένας γιατρός καρδιολόγος μού λέει: «Μέχρι τα 100, σου εγγυάμαι, δε θα έχεις τίποτα. Από κει και πέρα», μου λέει, «δεν…». Και γελάμε. Αυτό μου είπε ένας καλός καρδιολόγος που ‘ναι εδώ.

Χ.Θ.:

Ωραία. Ευχαριστούμε.

Δ.Χ.:

Με το Νίκο πώς έχετε γνωριστεί;

Χ.Θ.:

Θα σας πω τώρα, μετά, όταν το κλείσουμε. Ωραία. Τώρα να το κλείσουμε και θα σας πω.

Δ.Χ.:

Ε, καλά. Κλείσ’ το.

Χ.Θ.:

Λοιπόν, έγινε. Ευχαριστούμε πολύ για όλα. Να ‘στε καλά.