© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Το ταξίδι της Ελένης Χριστοφοράτου στον κόσμο των πτηνών και των βοτάνων

Κωδικός Ιστορίας
10021
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ελένη Χριστοφοράτου (Ε.Χ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
31/01/2021
Ερευνητής/τρια
Νικόλας Βώρος (Ν.Β.)
Ν.Β.:

[00:00:00]Λοιπόν, πάμε. Καλημέρα!

Ε.Χ.:

Καλημέρα!

Ν.Β.:

Θες να μου πεις το όνομά σου;

Ε.Χ.:

Ελένη Χριστοφοράτου.

Ν.Β.:

Ωραία! Είναι Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2021, είμαι στο χωριό Κάτω Κορακιάνα της Κέρκυρας και είμαι ο Νικόλαος Βώρος, ερευνητής στο Istorima. Τώρα ξεκινάμε. Θες να μου πεις μερικά πράγματα για τον εαυτό σου;

Ε.Χ.:

Λοιπόν, εγώ είμαι η Ελένη, όπως είπαμε. Είμαι 50 χρονών. Ζω στην Κέρκυρα 20 χρόνια περίπου. Ασχολούμαι με τα βότανα. Άλλοι με φωνάζουνε βοτανολόγο, άλλοι με φωνάζουνε βοτανοθεραπεύτρια. Εγώ, νομίζω, δεν είμαι τίποτα από τα δύο. Είμαι αυτό που στα Αγγλικά λέγεται «Herbalist», που στα Ελληνικά δεν έχει μετάφραση. Αλλά, ουσιαστικά, είμαι ένας άνθρωπος που έχει συνδέσει τη ζωή του με τα φυτά.

Ν.Β.:

Αυτό πώς προέκυψε;

Ε.Χ.:

Ουφ! Από μία σειρά τυχαίων γεγονότων. Δεν μπορώ να πω ότι όλη μου τη ζωή ότι -ή μάλλον δεν είχα σκεφτεί ποτέ- ότι κάποια στιγμή στη ζωή μου, θα αγαπούσα τόσο πολύ τα φυτά και θα ασχολιόμουνα τόσο πολύ με τα φυτά. Όταν ήρθα στην Κέρκυρα, έπιασα δουλειά στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Ήμουνα διαχειρίστρια Ευρωπαϊκών προγραμμάτων στην Επιτροπή Ερευνών. Δούλεψα εκεί 5 χρόνια. Κάποια στιγμή έκλεισε ο κύκλος εκεί. Βρέθηκα χωρίς δουλειά. Ή μάλλον ξεκίνησα μια διαδικασία για να δουλέψω στην Ευρωπαϊκή Ένωση και έκανα τα χαρτιά μου για ένα διαγωνισμό που γινόταν στη Σουηδία, στην οποία ήθελα πάρα πολύ να πάω. Ήταν το όνειρο της ζωής μου να ζήσω στη Σκανδιναβία, αλλά -και όταν πήγα μου άρεσε πάρα πάρα πολύ κι όλα όταν τέλεια- μόνο που ένιωσα μέσα μου ότι αυτό που ήταν καλό για μένα, ίσως δεν θα ήταν καλό για όλους. Και έτσι αποφάσισα να ακολουθήσω το «εμείς» και όχι το «εγώ». Και, ενώ έφτασα πολύ κοντά στο να πάρω τη δουλειά, αρνήθηκα να πάω στην τελική συνέντευξη. Γύρισα πίσω. Δεν είχα τι να κάνω και έκανα μια αίτηση, για να μην κάθομαι, στην Ορνιθολογική Εταιρεία για να γίνω, εθελοντικά, Υπεύθυνη παρακολούθησης των προστατευόμενων περιοχών για τα πουλιά της Κέρκυρας.

Ν.Β.:

Πες μου λίγο περισσότερα γι’ αυτό. Ποια ήταν η διαδικασία και για να αναλάβεις αυτό το ρόλο και τι σήμαινε στην πράξη αυτός ο ρόλος;

Ε.Χ.:

Η διαδικασία ήταν πολύ απλή. Απλώς έκανες μία αίτηση στην Ορνιθολογική. Είχα δει το πρόγραμμα στην ιστοσελίδα τους. Αγαπούσα πάντα τα πουλιά. Σε αντίθεση με τα φυτά που τα συνάντησα αργά στη ζωή μου, τα πουλιά -νομίζω- τ’ αγαπούσα από πάντα. Δηλαδή, θυμάμαι τον εαυτό μου, 10 χρονών, να μιλάω με όλους τους θείους και ξάδερφους κυνηγούς για να μου διηγούνται ιστορίες για τα πουλιά. Ο θείος μου μού χάρισε τα πρώτα μου κιάλια. Και όταν πήγα στην Αγγλία για σπουδές, εκεί κατάλαβα ότι ήταν κι άλλοι που αγαπούσαν τα πουλιά και δεν ήμουνα μόνο εγώ. Και ότι αυτό, τελικά, ήταν ένα χόμπι, αρκετά οργανωμένο. Αγόρασα εκεί τον πρώτο μου οδηγό αναγνώρισης πουλιών, άρχισα να πηγαίνω σε μέρη όπου οι άνθρωποι πήγαιναν εκεί για να κάνουνε bird watching και άρχισα να ψάχνω όλο και πιο πολύ μόνη μου. Και σκέφτηκα ότι αυτό ήταν κάτι που θα μου έδινε χαρά, σε μια περίοδο που δεν ήξερα ακριβώς τι θα έκανα και ήταν αρκετά μπερδεμένη και αρκετά δύσκολη. Τα καθήκοντά μου σαν Υπεύθυνη παρακολούθησης των προστατευόμενων περιοχών για τα πουλιά της Κέρκυρας ήταν να επισκέπτομαι τρία συγκεκριμένα οικοσυστήματα στην Κέρκυρα: τη λίμνη Αντινιώτη, τη λίμνη Κορισσίων και τις Αλυκές στη Λευκίμμη. Και να μένω αρκετή ώρα εκεί παρατηρώντας τι συμβαίνει και να συμπληρώνω ένα συγκεκριμένο έντυπο που μας είχε δώσει η Ορνιθολογική Εταιρεία με τα είδη των πουλιών που έβλεπα, τους αριθμούς τους και όποιες απειλές εντόπιζα στο οικοσύστημα που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν πρόβλημα στα πουλιά. Αυτή ήταν η διαδικασία. Ήμασταν υποχρεωμένοι, νομίζω, να πάμε τρεις φορές τον χρόνο. Εγώ πήγαινα αρκετά συχνά. Και αυτό που έγινε μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία ήταν ότι έμεινα πάρα πολλές ώρες μόνη μου στη φύση, το οποίο ήταν κάτι που -εκείνη την περίοδο- με φόρτωνε με πάρα πολλές ενοχές ότι όλος ο κόσμος δουλεύει και εγώ κάθομαι εδώ και παρακολουθώ τα πουλιά, αλλά, ένα χρόνο αργότερα κατάλαβα, ότι αυτό ίσως ήτανε το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο που τέλειωσα στη ζωή μου. Γιατί, στις ώρες αυτές, οι οποίες ήταν πολύ ήσυχες -αυτά τα μέρη είχαν πάρα πολλή σιωπή- νομίζω ότι άρχισα να ακούω τη φωνή μέσα μου. Άρχισα να καταλαβαίνω τι θέλω να κάνω εγώ. Δέθηκα πάρα πολύ με τα πουλιά και τα γνώρισα τόσο καλά που πια δεν [00:05:00]είχα ανάγκη ούτε να τα καταγράφω, ούτε να τα μετρώ, ούτε να συμπληρώνω έντυπα γιατί τα πουλιά, πια, είναι κομμάτι της ζωής μου. Δηλαδή, όπου κι αν είμαι, ξέρω ποιο πουλί κελαηδάει, ξέρω αν είναι αναστατωμένα, ξέρω αν κάτι του συμβαίνει, αν κάτι τα έχει τρομάξει, αν είναι όλα καλά. Και απλώς είναι εκεί, είμαστε μαζί, είναι οι καλύτεροι μου φίλοι, ποτέ δεν βαριέμαι. Όταν με στήνουνε στα ραντεβού, σίγουρα ένας φίλος θα έρθει να τον παρατηρήσω και να περάσουμε χρόνο μαζί. Και έτσι, σιγά-σιγά, τα πουλιά απλώς υπήρχαν και άρχισα να παρατηρώ άλλα πράγματα γύρω-γύρω μου και άρχισα να βλέπω τα φυτά. Και αυτό που νομίζω που μου κέντρισε το ενδιαφέρον ήταν ότι, ενώ μου ήταν τόσο εύκολο να αναγνωρίζω τα πουλιά, τα οποία δεν καθόντουσαν ποτέ ακίνητα, δεν τα έβλεπες ποτέ από κοντά, συνήθως έβλεπες μία λάμψη από ένα φτερό, ένα σημάδι στην ουρά και έπρεπε να βγάλεις συμπεράσματα βάζοντας όλα τα δεδομένα μαζί, τα φυτά καθόντουσαν εκεί ακίνητα και εγώ δεν μπορούσα με τίποτα να τα αναγνωρίσω. Μου φαινόνταν όλα ένα πράσινο χαλί που όλα ήταν ίδια μεταξύ τους. Δεν ξέρω. Ίσως αυτή η δυσκολία να με τράβηξε να τα δω παραπάνω. Και πάνω εκεί που γινόντουσαν όλα αυτά, με κάλεσαν στο δημοτικό σχολείο, εδώ, της Κορακιάνας για να κάνουμε ένα πρόγραμμα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, εθελοντικά και αυτό. Και τι να κάνουμε, τι να κάνουμε; Πρότεινα να κάνουμε έναν κήπο. Έναν κήπο που -ήταν ένα πρόγραμμα που είχα δει στην Αμερική που έκαναν στα σχολεία- έναν κήπο που να είναι κατάλληλος για να προσελκύει την άγρια ζωή στο σχολείο, έτσι ώστε να είναι ένας χώρος μάθησης για τα έντομα, για τα πουλιά, για τα φυτά. Και τι καλύτερο από το να βάλουμε στον κήπο βότανα; Τα οποία είναι ανθεκτικά. Δεν χρειάζονται πολλή περιποίηση. Είναι τα φυτά της χώρας μας. Και έτσι, μου σύστησαν μια βοτανοθεραπεύτρια που ζούσε στη Λευκάδα, που ήταν Γερμανίδα, και ξεκίνησα να πάω στη Λευκάδα να τη βρω για να με συμβουλέψει τι βότανα να βάλω μες στον κήπο. Και εκεί ξεκίνησαν όλα.

Ν.Β.:

Μάλιστα. Σε αυτό το πρόγραμμα τι ακριβώς ήθελες να πετύχεις; Τι ήθελες να μάθουν, δηλαδή, όσοι θα συμμετείχαν σε αυτό;

Ε.Χ.:

Νομίζω ότι αυτό που ήθελα πιο πολύ ίσως ήτανε να μοιραστώ αυτό που έζησα και εγώ. Δηλαδή, ότι αν αφεθείς στην επαφή σου με τη φύση, αυτό είναι το καλύτερο σχολείο. Χωρίς πρόγραμμα, χωρίς στόχους. Συνέχεια η φύση -νομίζω- σου καθρεφτίζει πράγματα από τον εαυτό σου. Σου μαθαίνει δεξιότητες, οι οποίες δεν χρειάζεται να τις αποστηθίζεις, ούτε να απομνημονεύεις πράγματα. Ουσιαστικά, μαθαίνεις πώς να μαθαίνεις. Οπότε, δεν χρειάζεται να συσσωρεύεις γνώσεις γιατί ό,τι χρειάζεσαι μπορείς να μάθεις πώς να το βρίσκεις. Η φύση σε ηρεμεί μέσα σου. Δηλαδή, θυμάμαι πως πήγαινα με πολλούς ανθρώπους σε μία περιοχή και θέλανε οι άλλοι να δουν τα πουλιά, αλλά αυτό που δεν συνειδητοποιούσαν ήταν ότι τα πουλιά μας βλέπανε πριν τα δούμε εμείς. Γιατί τα πουλιά έχουν μεγαλύτερη αίσθηση κινδύνου από ό,τι έχουμε εμείς, τουλάχιστον στις δυτικές κοινωνίες. Είναι συνέχεια σε εγρήγορση. Μας αντιλαμβανόντουσαν πολύ πριν πλησιάσουμε. Οπότε, αυτό που βλέπεις όταν μπαίνεις σε έναν χώρο για να παρακολουθήσεις τα πουλιά είναι ένα ακίνητο τοπίο, με απόλυτη σιωπή.

Ν.Β.:

Και πώς αντιδρούσαν οι επισκέπτες σε αυτό;

Ε.Χ.:

Συνήθως λέγανε: «Α! Ωραία, δεν έχει τίποτα. Πάμε να φύγουμε». Και εκεί ή θα μπορούσες… αν μπορούσες, θα ‘πρεπε, αν είχες υπομονή και αν μπορούσες να σιωπήσεις μέσα σου και αν μπορούσες να γίνεις ένα μ’ αυτό το σιωπηλό τοπίο και να μείνεις ακίνητος και σε ησυχία και να σε τσεκάρουν τα πουλιά και να σε… και να αποφασίσουν ότι δεν αποτελείς κίνδυνο γι’ αυτά, σιγά-σιγά η ζωή επανερχότανε και τότε αποκαλύπτονταν τα πιο ωραία πράγματα. Πάρα πολλοί άνθρωποι, όμως, δεν έμειναν μέχρι αυτό το σημείο. Είχανε φύγει πριν φτάσουν τα πράγματα εκεί.  

Ν.Β.:

Εσύ μπορούσες να μείνεις μέχρι αυτό το σημείο από την αρχή ή ήταν μια διαδικασία που εξασκήθηκες σε αυτή-

Ε.Χ.:

Όχι, μπορούσα από την αρχή. –

Ν.Β.:

με την πάροδο του χρόνου;

Ε.Χ.:

Ναι, μου ήταν πάρα πολύ εύκολο. Ήτανε σαν όλη αυτή η διαδικασία με τα πουλιά, ήταν σαν να γεννήθηκα μ’ αυτήν. Δεν προσπάθησα να τη μάθω, σαν να το είχα ήδη μέσα μου, τι πρέπει να κάνω.

Ν.Β.:

Θες να μου πεις περισσότερα για την καθημερινότητα σε αυτό; Δηλαδή, τι έβλεπες; Πόσος χρόνος χρειάστηκε μέχρι ν’ αρχίσεις [00:10:00]ν’ αναγνωρίζεις μόνη σου τα πουλιά και πότε τα καθήκοντα έγιναν λίγο πιο εύκολα;

Ε.Χ.:

Δεν μπορώ να πω ότι δυσκολεύτηκα. Δεν είχα βοήθεια από πουθενά. Δεν είχα καν εξοπλισμό από αυτόν που έχουνε σήμερα οι care takers. Έτσι λέγονται αυτοί που κάνουν αυτή τη δουλειά. Εγώ είχα ένα ζευγάρι κιάλια μέτριας ποιότητας και έναν οδηγό αναγνώρισης. Αυτό ήταν όλο. Δεν ένιωσα, όμως, ότι δυσκολεύτηκα ιδιαίτερα. Εντάξει, χωρίς τηλεσκόπιο δεν μπορείς να κάνεις παρατηρήσεις που κάνουν σήμερα, που μπορούν και βλέπουν πολύ πιο μακριά από ό,τι μπορούσα. Δηλαδή, εγώ δεν μπορούσα να δω τα πουλιά μες στο κέντρο της λίμνης. Μπορούσα να δω μόνο τα πουλιά που ήταν κοντά στην όχθη, στην οποία στεκόμουνα. Άρα, οι παρατηρήσεις μου δεν είχαν το εύρος που έχουν οι παρατηρήσεις κάποιου που είχε τηλεσκόπιο. Όμως, γρήγορα έμαθα να τα αναγνωρίζω. Και αυτό που για εμένα ήταν το μεγαλύτερο δώρο -νομίζω- ήταν όταν άρχισα να μαθαίνω τις φωνές των πουλιών. Δηλαδή, αυτό είναι κάτι που νιώθω πολύ ευτυχισμένη που το κατάφερα στη ζωή μου. Στην αρχή μου ήταν δύσκολο. Μου φαινόταν σαν όλες οι φωνές να είναι ίδιες, όπως και όλα τα φυτά ήταν ίδια, έτσι και όλες οι φωνές ήταν ίδιες. Ήτανε σαν να ακούς μια ξένη γλώσσα, σαν τα Γιαπωνέζικα, ας πούμε, μια γλώσσα που δεν έχεις κανένα… καμία σχέση με αυτήν, με αποτέλεσμα σχεδόν δεν καταλαβαίνεις πού αρχίζει και πού τελειώνει η λέξη και ακούς ένα χαλί, ουσιαστικά ενωμένες λέξεις που δεν καταλαβαίνεις ποια είναι η φράση. Άντε, να καταλάβεις την αρχή και το τέλος μιας φράσης, δηλαδή τη σιωπή και την ομιλία, ουσιαστικά. Άκουσα μερικά πουλιά με κυνηγούς. Γενικώς, πάρα πολλά πράγματα τα έμαθα απ’ τους κυνηγούς γιατί ήμουν ανοιχτή στους κυνηγούς. Θεωρώ ότι ξεκινάμε… ουσιαστικά, είχαμε την ίδια αφετηρία και είχαμε και τους ίδιους στόχους. Διέφεραν τα μέσα για να ζήσουμε αυτό, την εμπειρία που θέλαμε. Μου έμαθαν τις πρώτες φωνές. Και μαθαίνοντας τις πρώτες φωνές άρχισα να φτιάχνω σύνολα πραγμάτων. Άρχισε το αυτί μου να καταλαβαίνει πού αρχίζει και πού τελειώνει η φράση. Άρχιζα να καταλαβαίνω ομοιότητες, δηλαδή ,ότι δεν ξέρω αυτή τη φωνή, αλλά ξέρω ότι αυτή η φωνή μοιάζει πάρα πολύ με τα περιστέρια και πρέπει να είναι κάποιο πουλί που είναι σε μια οικογένεια που έχει σχέση με τα περιστέρια, με τα τρυγόνια, με όλα αυτά τα συγγενικά πουλιά. Άρα, πρέπει να κοιτάξω εκεί. Και σιγά-σιγά, άρχιζα, από ένα τεράστιο εύρος, να περιορίζω τις επιλογές μου. Με τυχαίες… μέσα από συμπτώσεις, αλλά και μέσα από… χρησιμοποιούσα και CD που άκουγα φωνές. Δηλαδή, έλεγα: «Ίσως να ‘ναι αυτό. Για να ακούσω στο CD. Είναι αυτό;». Άλλες φορές το αναγνώριζα, άλλες φορές δεν το αναγνώριζα. Συνέβαιναν και διάφορα ευτράπελα. Όπως, για παράδειγμα, η καταπληκτική σκηνή που σε μια απογραφή των πουλιών της Κέρκυρας, άκουγα ένα πουλί στην κορφή ενός κυπαρισσιού, μακριά όμως. Δηλαδή, εγώ ήμουνα σε ύψωμα και έβλεπα την κοιλάδα κάτω και έβλεπα ένα ψηλό κυπαρίσσι και ήξερα ότι είναι ένα πουλί εκεί που ίσα-ίσα το ‘βλεπα. Άκουγα καθαρά τη φωνή του και έβλεπα και το πουλί με τα κιάλια να ανοιγοκλείνει το στόμα του. Οπότε ήμουν σίγουρη ότι αυτή η φωνή ανήκει στο πουλί που βλέπω που ήταν ένας κοκκινοκεφαλάς. Κάποια στιγμή βλέπω έναν κοκκινοκεφαλά πάνω σε ένα σύρμα κοντά μου και έκανε μια φωνή τελείως διαφορετική από αυτήν που είχα ακούσει εγώ τότε. Τέλος πάντων, με τα πολλά, κατάλαβα ότι το πουλί με είχε… ήταν κάτι σαν την ιστορία με τον Cyrano de Bergerac. Ουσιαστικά, υπήρχε ένα άλλο πουλί που ήταν κρυμμένο μέσα στα κλαδιά του δέντρου, το οποίο δεν φαινότανε καν, και ήταν αυτό που έκανε τη δυνατή φωνή, γιατί ο κοκκινοκεφαλάς έχει μια πολύ απαλή, χαμηλού τόνου, φωνή. Εγώ έβλεπα το πουλί να ανοιγοκλείνει το στόμα του, αλλά ήταν άλλος που μίλαγε. Αλλά, και όλα αυτά ήτανε σαν ένα παζλ που έπρεπε να βάλεις όλα τα κομμάτια κάτω και, μέσα από την εμπειρία, έφτανες σε κάποια στιγμή και όλο αυτό είχε μια ίντριγκα μέσα κι ένα… Ήταν σαν ένα αστυνομικό έργο που έπρεπε να βρεις ποιος είναι… ποιος είναι ο ένοχος, ποιος είναι αυτός που κάνει τη φωνή. Και ήμουνα καλή σε αυτή νομίζω. Έμαθα αρκετές φωνές μόνη μου. Έμαθα να ξεχωρίζω και αρκετά πουλιά. Έζησα και συγκλονιστικές στιγμές με τα πουλιά. Όπως, για παράδειγμα, μια φορά… Κατά διαστήματα ερχότανε μια Ολλανδέζα, η οποία κάποιος της είχε μιλήσει για μένα. Και αυτή ερχόταν στην Κέρκυρα ειδικά για να παρατηρήσει τα πουλιά και είχε και ένα τηλεσκόπιο, πράγμα που για μένα ήταν μια πολύ μεγάλη ευκαιρία. Και είχαμε καταλήξει, κάθε φορά που έρχεται, να την παίρνω μία φορά και να πηγαίνουμε σε ένα μέρος -γιατί [00:15:00]δεν είχε και μέσο αυτή να μετακινηθεί- που δεν θα μπορούσε να πάει μόνη της, για να δούμε μαζί τα πουλιά. Πήγαμε, λοιπόν, στον Παντοκράτορα, στην περιοχή που λέγεται «Μέγας Γκρεμός», και με το που ξεκινάμε να περπατάμε στον δρόμο βλέπουμε να πετάει από πάνω μας ένας φιδαετός. Μάλιστα, τον βλέπουμε, κιόλας, να κρατάει το φίδι στο πόδι και να το τρώει στον αέρα, το οποίο ήταν μια συγκλονιστική εικόνα. Και μετά πάει και κάθεται σε ένα δέντρο, το οποίο ήταν πάρα πολύ μακριά από εμάς. Δηλαδή, εμείς είμαστε στη μία πλαγιά, το δέντρο ήτανε σε άλλη πλαγιά. Στήνει η Σύλβια το τηλεσκόπιο. Και την ώρα, το έβλεπε για αρκετή… Ο αετός μας είχε γυρισμένη την πλάτη και καθόμασταν εκεί και τον βλέπαμε. Τον έβλεπε η Σύλβια για ώρα και την ώρα που βάζω εγώ τα μάτια μου στο τηλεσκόπιο, ο αετός γυρνάει το κεφάλι του 180 μοίρες. Δηλαδή, έβλεπα πλάτη και πρόσωπο και δύο τεράστια κίτρινα μάτια διαπεραστικά, τα οποία με έβλεπαν. Εγώ τον έβλεπα μέσα από το τηλεσκόπιο, αυτός με έβλεπε με τα μάτια του. Γιατί βλέπει πολύ πιο μακριά από εμάς. Και με στοχεύει με τα μάτια του. Και βλέπω αυτά τα τεράστια μάτια, μέσα στο καντράν του τηλεσκοπίου και νομίζω ότι για δύο-τρεις εβδομάδες μετά, έβλεπα πολλά βράδια στον ύπνο μου αυτόν τον αετό να με κοιτάει. Το βλέμμα του αετού που με κοίταξε στα μάτια. Δηλαδή, η φράση που είπα εκείνη την ώρα είναι: «Με κοιτάει στα μάτια».

Ν.Β.:

Ήθελα να μου διευκρινίσεις ότι το όνομα της κυρίας αυτής ήταν Σύλβια, έτσι;

Ε.Χ.:

Ναι, το επίθετο δεν το θυμάμαι.

Ν.Β.:

Εντάξει, όχι, δεν πειράζει. Πες μου άλλες ιστορίες από το bird watching, κάτι άλλο που να σου έκανε εντύπωση ή να σου έμεινε.

Ε.Χ.:

Άλλες ιστορίες… Κάτι που θυμάμαι είναι ότι συχνά περπάταγα μέσα στην πόλη και όλοι περπατάγανε σκυφτοί και συγκεντρωμένοι στο πώς θα πάνε γρήγορα στη δουλειά τους και εγώ κοίταγα πάνω στον ουρανό και έβλεπα να συμβαίνουν συγκλονιστικά πράγματα. Kαι κανένας δεν μπορούσε να το μοιραστεί μαζί μου. Έβλεπα το ξεφτέρι να κυνηγάει πάνω από το Φρούριο και να κάνει εφορμήσεις για να πιάσει τα περιστέρια και όλοι συνέχιζαν το δρόμο τους σαν να μη συμβαίνει τίποτα, ενώ για εμένα συνέβαινε κάτι πολύ συγκλονιστικό εκείνη την ώρα.

Ν.Β.:

Αναφέρεσαι στο Παλαιό Φρούριο της Κέρκυρας, έτσι;

Ε.Χ.:

Στο Παλαιό Φρούριο της Κέρκυρας. Στην περιοχή της λαϊκής περπάταγα. Επίσης, ήτανε πουλιά που είχανε μια κανονικότητα. Ας πούμε, πουλιά όπως οι κορμοράνοι που ήξερα ότι, αν βρεθώ στο λιμάνι μια συγκεκριμένη ώρα, αυτήν την ώρα πάντα οι κορμοράνοι ξεκινάνε από την πόλη και πάνε προς διάφορες νησίδες μέσα στη θάλασσα. Οπότε, πάντα βλέπεις ένα κοπάδι να περνάει στο συγκεκριμένο σημείο, τη συγκεκριμένη ώρα και ήταν κάτι που πάντα το ευχαριστιόμουνα. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ερωδιούς που ‘φεύγαν από τη λίμνη Χαλικιοπούλου και πηγαίνανε στο Κανόνι. Εντυπωσιακός μου ήταν ο ψαραετός. Ο τρόπος που έπιανε τα ψάρια, που τον είχα δει αρκετές φορές κατά τη μετανάστευση, ο οποίος έκανε μια βουτιά με απίστευτη ταχύτητα προς το νερό και εκατοστά πριν ακουμπήσει στο νερό, άλλαζε θέση, κατέβαζε τα πόδια του, έπιανε το ψάρι και ανέβαινε. Θυμάμαι την αλκυόνα, η οποία είναι ένα πολύ μικρό πουλάκι, αλλά που είχα μάθει τη συμπεριφορά της και μου ήταν πολύ εύκολο. Ήξερα πού να κοιτάξω και πού να τη δω και η οποία είναι -λέει- ένα από τα πιο βρώμικα πουλιά του ζωικού βασιλείου. Οπότε, συχνά βγαίνει από την τρύπα της, που ήξερα που ήταν η τρύπα της, στην όχθη, στην Αντινιώτη. Και το πρώτο που κάνει είναι να κάνει μπάνιο, γιατί βγαίνει από μια φωλιά που είναι τόσο βρωμερή που πρέπει να καθαρίσει τα φτερά της για να προσπαθήσει να πετάξει μετά. Θυμάμαι τους κορμοράνους που στέγνωναν τα φτερά τους. Όταν κάνουνε βουτιά, μετά πρέπει να κάτσουνε με απλωμένα τα φτερά για να στεγνώσουν. Θυμάμαι που με πήρε ο ψαράς στην Αντινιώτη, μια μέρα, γιατί εκεί έχει ένα… Αυτός είχε νοικιάσει τότε τη λίμνη για να… σαν ιχθυοτροφείο. Και με πήρε με τη βάρκα του και με πήγε στα δίχτυα που είχε πιαστεί, δυστυχώς, μια βίδρα και είχε πεθάνει -για να μου δείξει τη βίδρα- και ήταν πρώτη φορά… η μοναδική φορά στη ζωή μου που είδα τη βίδρα. Και ήταν ένα τεράστιο πανέμορφο ζώο. Γενικά, συνέβαιναν… θυμάμαι πολλές φορές να μην εμφανίζεται ούτε ένα πουλί όσο είμαι εκεί και την ώρα που… Εγώ πέρναγα καλά, όμως, δεν με πείραζε αυτό. Αλλά την ώρα που ετοιμαζόμουνα να… έφευγα και λέω: «Να ρίξω μια τελευταία ματιά». Και εκείνη την ώρα, εμφανίζεται ένας πελεκάνος, που πελεκάνο δεν είχα δει ποτέ στην Κέρκυρα. Προφανώς έκανε στάση. Θυμάμαι τα φλαμίνγκο στις Αλυκές, τα οποία είχαν έναν εκπληκτικό τρόπο: Όσο εσύ τα πλησίαζες, τόσο αυτά απομακρύνονταν -είναι κάτι σαν τους αντικατοπτρισμούς στην έρημο- χωρίς να τα βλέπεις ποτέ να κουνιούνται. Δηλαδή, κάνουνε μικρά-μικρά βηματάκια με τα πόδια μέσα στο νερό και [00:20:00]όσο εσύ πας προς αυτά, τόσο αυτά έχουνε φύγει. Δεν τα φτάνεις ποτέ. Και, μάλιστα, αυτή τη βόλτα την είχαμε κάνει και με το… Ένα διάστημα με είχανε καλέσει σε κάποιους ξενώνες που έχει το Ψυχιατρείο της Κέρκυρας και είχαμε κάνει δύο-τρεις βόλτες με τους ασθενείς, όπου για να είναι πιο ευχάριστο όλο αυτό, είχα σχεδιάσει διάφορα παιχνίδια να κάνουμε εκεί πέρα. Το ένα παιχνίδι, λοιπόν, ήταν ότι είχα πάει εγώ πιο πριν και είχα φωτογραφίσει μία περίεργη πέτρα, ένα περίεργο δέντρο και όλα αυτά. Και κάθε ομάδα είχε τη φωτογραφία και έπρεπε να βρει πού ήταν αυτό. Στην αρχή, λοιπόν, όλοι κοροϊδεύανε και το ‘χανε πάρει αυτό ότι: «Σιγά τι κάνουμε τώρα» μέχρι που οι πρώτοι το βρήκαν και ξαφνικά έγινε ένας τεράστιος ανταγωνισμός για να μπορέσουν να βρουν και οι υπόλοιποι το δικό τους και νομίζω ότι ήταν μία από τις πιο ωραίες μέρες που είχαμε περάσει όλοι στη λίμνη.

Ν.Β.:

Μίλησες πριν για τους κυνηγούς και για το τι έμαθες από αυτούς, που όμως νομίζω ότι έχετε λίγο αντίθετη προσέγγιση ως προς το τι θέλετε να κάνετε.

Ε.Χ.:

Ναι.

Ν.Β.:

Πώς ένιωθες για αυτό; 

Ε.Χ.:

Δεν ήταν ποτέ πρόβλημα για μένα, γιατί ποτέ δεν κρίνω τις επιλογές των άλλων. Συγκεντρώνομαι μόνο σε αυτό που θέλω να κάνω εγώ. Καταλαβαίνω και αναγνωρίζω τα κοινά σημεία που έχουμε. Θεωρώ ότι έχουν την ίδια αγάπη για τη φύση και ακόμα και την ίδια αγάπη για τα πουλιά. Δηλαδή, έχω ακούσει κυνηγό να περιγράφει ότι είχε την μπεκάτσα πάνω στο τραπέζι και την κοίταζε και την παρατηρούσε με τόση αγάπη και με τόση… Τόσο ήθελε να τη γνωρίσει και να μάθει γι’ αυτήν μέσα από αυτό. Νομίζω ότι είχαμε πάρα πολλά κοινά σημεία, τα οποία εκφράζουμε με τελείως διαφορετικό τρόπο. Εντάξει, δεν μ’ αρέσει το κυνήγι στην υπερβολή του, όταν αρχίζει και γίνεται επικίνδυνο για την ισορροπία στη φύση. Το κατανοώ, όμως. Δεν είναι κάτι που θα έκανα εγώ, σε καμία περίπτωση. Αλλά δεν έμεινα ποτέ στο ότι… σ’ αυτό που μας χωρίζει. Έμεινα σ’ αυτό που μας ενώνει.

Ν.Β.:

Επιστρέφω, λοιπόν, στη γνωριμία με τη βοτανοθεραπεύτρια στη Λευκάδα. Πες μου για το τι έγινε από τη γνωριμία και μετά.

Ε.Χ.:

Πήγα στη Λευκάδα. Μας έδωσαν κάποια φυτά και πάνω στην κουβέντα μας, επειδή εγώ ήμουνα σε ένα σύλλογο τότε, ο οποίος μπορούσε να διοργανώσει σεμινάρια, αποφασίσαμε να τους διοργανώσουμε ένα σεμινάριο στην Κέρκυρα. Και επειδή ο σύλλογος… ο χώρος του ήταν ουσιαστικά ένα διαμέρισμα και αυτά που θα κάναμε με τα φυτά θα προκαλούσανε βρωμιά και τα λοιπά -θα φέρναμε φυτά να τα μαδήσουμε, να κάνουμε κηραλοιφές κι όλα αυτά- αποφασίσαμε να το κάνουμε σ’ έναν εξωτερικό χώρο. Και επειδή το σπίτι εδώ ήτανε κατάλληλο, ουσιαστικά, αποφασίσαμε να κάνουμε το σεμινάριο στο σπίτι εδώ. Οπότε, ήρθαν ένα Σαββατοκύριακο για να σχεδιάσουμε τι θα κάνουμε, να δουν το χώρο, αν είναι κατάλληλος και όλα αυτά. Κάναμε μία βόλτα, για να δούμε τη διαδρομή στην οποία θα κάνανε το λεγόμενο «Herb Walk» που τώρα κάνω και εγώ. Μου ‘δειξε πάρα πολλά φυτά εκείνη τη μέρα. Δεν μου έμεινε ούτε ένα, εκτός από μία στιγμή που μου λέει: «Αυτό το φυτό είναι ο Στάχυς». Και μόλις άκουσα το όνομα «Στάχυς», ήτανε λες και σταμάτησε ο χρόνος εκείνη την ώρα. Και εκεί κατάλαβα πόση σημασία έχουν τα ονόματα των φυτών. Έχω γράψει και γι’ αυτό. Δεν ξανασχολήθηκα μετά με τον Στάχυ. Τον ξαναβρήκα πολλά χρόνια μετά. Όμως, είναι το μόνο φυτό που είχα προσέξει σε εκείνη τη βόλτα που κάναμε. Ήμουν ακόμα στο στάδιο ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο να ξεχωρίσω τα φυτά.

Ν.Β.:

Πες μου για το σεμινάριο, λοιπόν, που έλαβε χώρα μετά. 

Ε.Χ.:

Το σεμινάριο έγινε εδώ στο σπίτι. Εγώ δούλεψα πολύ για αυτό. Προσπαθώντας -όχι γιατί ήξερα για τα φυτά- απλά να δημιουργήσω μια όμορφη ατμόσφαιρα για όλους όσους θα ερχόντουσαν. Είχαμε φτιάξει φαγητά. Είχαμε φτιάξει ένα ωραίο σκηνικό. Είχαμε στολίσει. Πήγε πάρα πολύ καλά το σεμινάριο. Και μέσα από αυτό το σεμινάριο βγήκε μία ομάδα γυναικών, ουσιαστικά, οι οποίες… Εκεί μάθαμε να φτιάχνουμε την πρώτη κηραλοιφή καλέντουλα και το πρώτο βαλσαμόλαδο. Και με τις γυναίκες αυτές, ουσιαστικά, είπαμε: «Όταν είναι να φτιάξουμε τη δική μας κηραλοιφή μόνοι μας, ας βρεθούμε να το κάνουμε μαζί». Κάναμε δυο-τρεις φορές κηραλοιφές μαζί. Μαζέψαμε δυο-τρεις φορές καλέντουλα μαζί. Το μόνο που κάναμε ήταν κηραλοιφή καλέντουλα και βαλσαμόλαδο σε αυτή τη φάση. Εγώ άρχισα να κάνω λίγο βάμματα, μόνη μου. Και όταν πέρασε περίπου ένας χρόνος από το σεμινάριο, ξαφνικά μου ‘ρθε εμένα η ιδέα ότι, αφού δεν μπορούμε να κάνουμε ένα [00:25:00]άλλο σεμινάριο, γιατί δεν μαζευόμαστε όλοι μαζί, να καλέσουμε και άλλο κόσμο -πια έχουμε μάθει να κάνουμε κηραλοιφή καλέντουλα- να φτιάξουμε όλοι μαζί την καλέντουλα που θα χρειαστούμε για τη χρονιά που έρχεται, να τραγουδήσουμε, να χορέψουμε, να φάμε και να είναι μια μέρα γιορτής με τα φυτά. Και έτσι, γεννήθηκε η ιδέα της Γιορτής της Καλέντουλας, η οποία έγινε για τέσσερα συνεχόμενα χρόνια. Και νομίζω ότι έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο στο να δεθούνε… στο να δημιουργηθεί μια ομάδα στην Κέρκυρα, η οποία είχε αυτό το κοινό ενδιαφέρον για τα φυτά. Και αυτό βοηθούσε να μην νιώθεις μόνος σου μέσα σε αυτό. Και όταν φοβόσουνα να δοκιμάσεις κάτι, είχες κάποιον να του πεις: «Έλα να το κάνουμε μαζί!». Και έτσι, αρχίζαμε να χτίζουμε πάνω σε αυτή την πρώτη γνώση της πρώτης κηραλοιφής. Αρχίζαμε να δοκιμάζουμε και άλλες κηραλοιφές. Αρχίσαμε να φτιάχνουμε βάμματα. Αρχίσαμε να μαζεύουμε φυτά. Kαι κάπως έτσι ξεκίνησε όλο αυτό.

Ν.Β.:

Θες να μου πεις πώς φτιάχνεται μια κηραλοιφή;

Ε.Χ.:

Κηραλοιφή είναι μία… Ουσιαστικά, είναι λάδι στο οποίο έχουμε εκχυλίσει τις δραστικές ουσίες ενός φυτού. Αν κάνουμε μία κηραλοιφή καλέντουλα, θα πρέπει με κάποιο τρόπο να εκχυλίσουμε τα συστατικά της καλέντουλας μέσα στο λάδι. Οπότε το πρώτο στάδιο για να φτιάξεις μία κηραλοιφή είναι να ξέρεις να κάνεις ένα βοτανόλαδο. Ό,τι κάνεις με την καλέντουλα, μπορείς να το κάνεις και με άλλα φυτά. Έτσι, μπορούμε να κάνουμε ένα λάδι βάλσαμο, ένα λάδι σύμφυτο, ένα λάδι πεντάνευρο. Και κηραλοιφή είναι απλώς ότι αυτό το λάδι μετά το πήζουμε με κερί, έτσι ώστε να έρθει σε μία μορφή, η οποία και συντηρείται καλύτερα στο πέρασμα του χρόνου -ενώ το λάδι είναι πάρα πολύ ευαίσθητο, ειδικά σε περιοχές με πολλή υγρασία όπως η Κέρκυρα- και είναι και πολύ πιο εύκολο να την πάρεις μαζί σου γιατί δεν χύνεται. Όπως και να ελέγξεις την ποσότητα της.

Ν.Β.:

Και ο σκοπός ποιος ήτανε; Για ποιο λόγο φτιάχνατε αυτές τις κρέμες; Είχαν κάποια χρησιμότητα; 

Ε.Χ.:

Ξεκινήσαμε με την κηραλοιφή… Η κηραλοιφή και το βαλσαμόλαδο νομίζω ότι είναι οι πιο παραδοσιακές, κλασσικές βοτανοπαρασκευές που μπορούν να χρησιμοποιηθούνε μέσα σε ένα νοικοκυριό, μέσα σε ένα σπίτι. Και ουσιαστκά, με μία κηραλοιφή καλέντουλα και ένα βαλσαμόλαδο, μπορείς να αντιμετωπίσεις μια μεγάλη σειρά πραγμάτων που συμβαίνουν μέσα σε μια οικογένεια. Πληγές, μικρά εγκαύματα, γδαρσιές, σπυράκια, στα μωρά σύγκαμα, το βαλσαμόλαδο για τους πόνους. Οπότε, είναι κάτι που είναι πολύ εύκολο να το μάθει κάποιος να το χρησιμοποιεί και που είναι πολύ χρήσιμο για ένα νοικοκυριό. Δηλαδή, αυτές ήταν οι βασικές οικιακές παρασκευές που κάνανε οι γυναίκες πάντα και στην Κέρκυρα. Κηραλοιφές δεν κάνανε στην Κέρκυρα. Κάνανε λάδια, όμως.

Ν.Β.:

Και ανέφερες και τα βάμματα, επίσης.

Ε.Χ.:

Ναι.

Ν.Β.:

Θες να μου πεις μερικά πράγματα και για αυτά;

Ε.Χ.:

Στο βάμμα, αντί να εκχυλίσουμε τις ουσίες του φυτού στο λάδι, το οποίο κυρίως είναι για εξωτερική χρήση, στο βάμμα κάνουμε εκχύλιση στο αλκοόλ. Τα βάμματα τα χρησιμοποιούμε πιο πολύ εσωτερικά. Μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε και εξωτερικά για εντριβές, ας πούμε. Αλλά κυρίως, τα χρησιμοποιούμε εσωτερικά και είναι ένας τρόπος για εκείνα τα φυτά που οι δραστικές τους ουσίες μπορούν να εκχυλιστούν στο αλκοόλ και να κάνουνε καλό βάμμα, είναι ένας πολύ καλός τρόπος να κρατήσουμε τις δραστικές ουσίες του φυτού γιατί τα βάμματα δεν χαλάνε σχεδόν ποτέ. Δηλαδή, το αλκοόλ είναι ένας πολύ καλός διαλύτης για κάποιες ουσίες και συντηρείται για πάρα πολλά χρόνια αυτό που θα φτιάξουμε. Ενώ η κηραλοιφή, περίπου για ένα χρόνο, το λάδι ακόμα λιγότερο.

Ν.Β.:

Ωραία! Ανέφερες τη γιορτή της Καλέντουλας, λοιπόν, η οποία κράτησε τέσσερα χρόνια. Έχεις άλλες χαρακτηριστικές αναμνήσεις από αυτήν;

Ε.Χ.:

Το όμορφο στη Γιορτή της Καλέντουλας ήταν ο τρόπος που έφερνε τους ανθρώπους κοντά. Και κάθε χρόνο μεγάλωνε όλο και περισσότερο, όχι με ένα δημόσιο κάλεσμα, αλλά με τους φίλους μας και τους φίλους των φίλων μας. Νομίζω ότι η τελευταία πρέπει να ‘χε φτάσει γύρω στα 50 άτομα. Σιγά-σιγά βάζαμε κάθε χρόνο και ένα θέμα. Και άρχισε να εμπλουτίζεται με θεατρικές παραστάσεις, με μουσικές, με… Η βασική ιδέα ήταν ότι μαθαίναμε στον κόσμο που ερχόταν πώς να κάνει την κηραλοιφή. Φτιάχναμε τις κηραλοιφές μας, τις μοιραζόμασταν. Όλο αυτό μέσα σε ένα κλίμα χαράς και δημιουργικότητας.

Ε.Χ.:

Η τελευταία Γιορτή της Καλέντουλας ήταν αφιερωμένη σε μία δράση που αποφασίσαμε να κάνουμε. Λίγο-πολύ, αυτές που ασχολούμασταν, γιατί ήμασταν όλο γυναίκες που το οργανώναμε αυτό, είχαμε μία άτυπη συμφωνία μεταξύ μας να ονομάζουμε τους εαυτούς μας «Οι Γυναίκες της Γης». Οι Γυναίκες της Γης, [00:30:00]λοιπόν, κάποιες από αυτές, είδαν σε κάποια φάση μία -στον Τύπο- ότι γινότανε μία προσπάθεια να μαζέψουν τρόφιμα, ρούχα και άλλα χρήσιμα υλικά για να αποσταλούνε στις γυναίκες, τις Κούρδισσες, που πολεμούσαν στο Κομπάνι και που, ουσιαστικά ήταν το μέτωπο, τα όρια του Isis, της τρομοκρατικής αυτής οργάνωσης. Και, επειδή ήμασταν όλο γυναίκες που το κάναμε όλο αυτό, νιώσαμε να ταυτιζόμαστε με αυτές τις γυναίκες. 

Ν.Β.:

Πάρε το χρόνο σου, εντάξει…

Ε.Χ.:

Και σκεφτήκαμε μία δράση που την ονομάσαμε: «Οι γυναίκες της Κέρκυρας για τις γυναίκες στο Κομπάνι». Δεν θυμάμαι ποια οργάνωση το διοργάνωνε αυτό. Πάντως, εγώ πήρα τηλέφωνο στα γραφεία τους και τους είπα ότι: «Εμείς εδώ ασχολούμαστε με αυτό και θα θέλαμε να φτιάξουμε 200 κηραλοιφές και να τις προσφέρουμε, αν συμφωνείτε, να τις πάρετε μαζί με όλα τα άλλα τα πράγματα, και να τις στείλετε στο Κομπάνι». Και αυτοί ενθουσιάστηκαν. Tους άρεσε πάρα πολύ η ιδέα. Και έτσι, αποφασίσαμε ότι η τελευταία Γιορτή της Καλέντουλας -δεν ξέραμε ότι θα ήταν η τελευταία, αλλά κάπου εκεί έκλεισε ο κύκλος-, ότι αυτή η Γιορτή της Καλέντουλας θα είναι αφιερωμένη σε αυτό. Βρήκαμε έναν Κούρδο, ο οποίος μας έγραψε τα κείμενα, επειδή δεν ξέραμε ποια διάλεκτο Κουρδική μιλάνε στην περιοχή, μας έγραψε, ουσιαστικά, ετικέτες που σχεδίασε η Αμαλία, μία από τις Γυναίκες της Γης, στα Αραβικά, τα οποία ξέραμε ότι μπορούν να διαβάσουν, όπου εξηγούσαμε ποια κηραλοιφή είναι -ήταν τέσσερεις διαφορετικές κηραλοιφές- τι κάνει η κάθε μία, πώς μπορούν να τη χρησιμοποιήσουνε σαν Πρώτες Βοήθειες. Και, ουσιαστικά, όλο αυτό θα γινόταν όπως γινόταν πάντα η Γιορτή της Καλέντουλας. Δηλαδή, και σεμινάριο μαζί. Όποιος συμμετείχε θα μάθαινε και αυτός να κάνει αυτές τις τέσσερεις διαφορετικές κηραλοιφές, τις οποίες αυτή τη φορά δεν μοιραστήκαμε μεταξύ μας, αλλά θα πηγαίναν όλες στο Κομπάνι. Και η είσοδος για να συμμετάσχει κάποιος στην εκδήλωση αυτή ήτανε ένα πακέτο σερβιέτες ή ένα πακέτο πάνες για τα μωρά στο Κομπάνι. Ήταν μια πολύ όμορφη εκδήλωση. Πήγε πάρα πολύ καλά. Θέλαμε όλο αυτό να έχει το εντύπωμα της χαράς. Να γίνει με αγάπη. Δηλαδή, αυτές οι κηραλοιφές να φτιαχτούν με αγάπη, να φτιαχτούν με νοιάξιμο και να φύγουν με την ευχή μας, για να πάνε να συναντήσουν αυτές τις άγνωστες γυναίκες, που δεν θα τις συναντούσαμε εμείς ποτέ.

Ν.Β.:

Έμαθες ποτέ αν τελικά έφτασαν;

Ε.Χ.:

Ξέρω ότι η αποστολή έφτασε με πολλούς μήνες καθυστέρηση. Δεν ξέρω αν τις πήραν στα χέρια τους, αν κάποιος τις αξιοποίησε, αν κάτι τις έκαναν. Δεν ξέρω από εκεί και πέρα τι έγινε. Νομίζω αυτό είναι και ένα χαρακτηριστικό της δουλειάς με τους πρόσφυγες, με τους μετανάστες, ότι δουλεύεις με ανθρώπους που δεν θα μάθεις ποτέ τον αντίκτυπο της πράξης σου. Την κάνεις. Την κάνεις με όλη σου την αγάπη. Την καταθέτεις και δεν θα μάθεις ποτέ αν έφτασε στους αποδέκτες της και τι αντίκτυπο είχε γι’ αυτούς.

Ν.Β.:

Έχεις άλλη εμπειρία δουλειάς με μετανάστες;

Ε.Χ.:

Ναι. Και με τα βότανα και χωρίς τα βότανα. Με τα βότανα, κάποια στιγμή, ίδρυσα στην Κέρκυρα το μοναδικό παράρτημα που υπήρχε τότε στην Ελλάδα της διεθνούς οργάνωσης «Herbalists Without Borders», δηλαδή «Βοτανοθεραπευτές Χωρίς Σύνορα». Δουλέψαμε για ένα χρόνο, πάνω σ’ αυτό. Δεν το συνεχίσαμε για διάφορους λόγους, αλλά ήταν ένας χρόνος μοναδικός. Κυρίως κάναμε εκπαιδεύσεις και σεμινάρια. Και ένα κομμάτι της δουλειάς που κάναμε ήταν να συνεργαστούμε με διάφορες μη κυβερνητικές οργανώσεις που υπήρχαν στα Γιάννενα, όπου υπήρχανε πρόσφυγες, κάνοντας σεμινάρια στις γυναίκες εκεί αναγνώρισης των φυτών. Γιατί πολλές από αυτές, ειδικά αυτές που ερχόντουσαν από το Αφγανιστάν, γνώριζαν από βότανα γιατί στη χώρα τους χρησιμοποιούσανε βότανα. Απλά δεν, μπορούσαν να αναγνωρίσουν τα δικά μας τα φυτά γιατί ήταν τελείως διαφορετικά από αυτά που ήξεραν. Οπότε, κάναμε μία εκδρομή στα Ζαγόρια αναγνώρισης των φυτών. Κάναμε κάποια σεμινάρια πώς να φτιάχνουνε κηραλοιφές, πώς να μαζεύουν βότανα και τα λοιπά. Και το πιο μεγάλο από όλα που κάναμε ήταν ότι φιλοξενήσαμε εδώ στην Κέρκυρα για μία εβδομάδα μία γυναίκα από το Αφγανιστάν μαζί με την κόρη της, όπου, ουσιαστικά, δέχτηκε μία εντατική εκπαίδευση, αλλά και μία εμπειρία ζωής για μία ολόκληρη εβδομάδα, που ζήσαμε μαζί. Κάναμε πράγματα μαζί. [00:35:00]Μαζέψαμε βότανα στο βουνό, φτιάξαμε πράγματα. Και μετά, αυτή γύρισε πίσω στα Γιάννενα και έδωσε τρία σεμινάρια στις άλλες γυναίκες εκεί, που ήταν κυρίως από τη Συρία και από το Αφγανιστάν, με αυτά που έμαθε εδώ.

Ν.Β.:

Θες να μιλήσεις λίγο για τη σχέση σου με αυτούς τους ανθρώπους; Αν μπορούσατε να επικοινωνήσετε, ας πούμε.

Ε.Χ.:

Μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε από καρδιάς. Μιλάγανε πολύ λίγα αγγλικά. Πιο πολύ μίλαγε η μικρή, η οποία ήταν 10 χρονών όταν ήρθε εδώ.

Ν.Β.:

Η κόρης της– 

Ε.Χ.:

Η κόρη της– 

Ν.Β.:

γυναίκας, ναι–

Ε.Χ.:

που λεγόταν Ζακία. Εγώ την έλεγα, Μαρολάιν. Στο κέντρο τη λέγανε Μαλαλάη. Ποτέ δεν κατάλαβα, ακριβώς, πώς ακούγεται το όνομα της. Αλλά δεν είχε σημασία. Θυμάμαι τις συναντήσαμε στην Ηγουμενίτσα, όπου ήρθανε συνοδευόμενες και με τα απαραίτητα έγγραφα από την υπεύθυνη οργάνωση στα Γιάννενα. Η οργάνωση ονομαζόταν «Terre des Hommes», «η Γη των ανθρώπων». Τις παραλάβαμε στην Ηγουμενίτσα και κάναμε μαζί το ταξίδι για να ‘ρθουμε στην Κέρκυρα. Ήταν αρκετά συγκρατημένες και φοβισμένες στο ταξίδι. Όταν φτάσαμε εδώ πέρα, θα έμεναν εδώ στο σπίτι μαζί μας. Εγώ τους είχα ετοιμάσει ένα δωμάτιο με μπάνιο δικό τους. Το ‘χα κάνει με πάρα πολλή αγάπη. Είχα σκεφτεί όλα όσα θα μπορούσανε να χρειαστούνε και τα είχα βάλει μέσα στο μπάνιο. Και νομίζω ότι μόλις το είδανε, λες και το καταλάβαν αυτό το πράγμα και εκεί λύθηκαν όλες… Είχαμε και ένα άγχος γιατί είχαμε ακούσει ότι γενικά, επειδή ήταν από το Αφγανιστάν, καλό θα ήτανε να μην έρχονται πολύ σ’ επαφή με άντρες ή όταν βγαίνουμε έξω, να είμαστε προσεκτικοί στο τι κάνουμε, με ποιους ερχόμαστε σε επαφή, να μην νοιώσουν άσχημα και όλα αυτά. Οπότε τις ρώτησα: «Θα θέλατε να μείνουμε στο σπίτι ή θα θέλατε να πάμε μία βόλτα στην πόλη να δείτε την Κέρκυρα;». Και μου είπαν: «Θα θέλαμε να πάμε μια βόλτα στην πόλη». Και στο αυτοκίνητο, η Μαλαλάη καθόταν δίπλα μου, η Ζακία καθόταν πίσω, και ξαφνικά η Μαλαλάη άρχισε να τραγουδάει. Όπου δεν καταλάβαινα τι έλεγε. Και τη ρώτησα: «Τι είναι αυτό;», όσο μπορούσαμε να συνεννοηθούμε. «Είναι ένα τραγούδι που ξέρεις από τον τόπο σου;». Και μου λέει: «Όχι, τώρα το φτιάχνω. Μιλάει για μας». Και αυτό που έκανε η Μαλαλάη ήταν ότι, ό,τι γινότανε το ‘κανε τραγούδι, εκείνη την ώρα, και άρχιζε να το τραγουδάει. Και μετά σιγά-σιγά άρχισα να καταλαβαίνω -παρόλο που δεν καταλάβαινα τα λόγια -αλλά καταλάβαινα ότι μίλαγε για μας, ότι ευχότανε για μας, ότι προσευχότανε για μας μέσα σ’ αυτά τα τραγούδια, το οποίο επαναλήφθηκε πολλές φορές σε όλα αυτά. Και μετά βγήκαμε… παρκάραμε στην Πλατεία. Ξεκινήσαμε να περπατάμε στην Πλατεία και η Μαλαλάη μου έπιασε το χέρι και ήταν σαν να γνωριζόμασταν όλη μας τη ζωή. Και αυτό, ζήσαμε αυτή τη συγκλονιστική εβδομάδα με αυτή τη γυναίκα που δύο-τρεις-τέσσερεις ώρες πριν, δεν ήξερα καν ότι υπάρχει στον κόσμο.

Ν.Β.:

Η οικογένεια σου ήταν… τους δέχτηκε με την ίδια αγάπη; Δηλαδή, υποστήριξαν– 

Ε.Χ.:

Ναι, ναι– 

Ν.Β.:

αυτό το εγχείρημά σου;

Ε.Χ.:

Ναι. Ναι, ήταν σαν να γίναμε… σαν να ήμασταν συγγενείς μ’ αυτούς τους ανθρώπους.

Ν.Β.:

Και τι απέγιναν μετά–

Ε.Χ.:

Η Μαλαλάη, βέβαια, ήτανε μια πολύ καλλιεργημένη γυναίκα. Είχε σπουδάσει Περσική Ποίηση. Ήταν Διευθύντρια σχολείου στο Αφγανιστάν. Αποφάσισαν να φύγουν γιατί ήταν πολύ επικίνδυνα στην πόλη που ζούσαν. Σε αυτή τη φάση, επειδή εγώ πια δεν έχω τη δυνατότητα να πάω στα Γιάννενα, έχουμε καιρό να βρεθούμε. Την τελευταία φορά ήτανε που πήγαμε μια εκδρομή με την τάξη μου εδώ των βοτάνων, στα Ζαγόρια. Και λίγο πριν φύγουμε λένε: «Δεν πάνε να πιούμε και ένα καφέ στα Γιάννενα;». Και εκείνη την ώρα κοιταχτήκαμε μεταξύ μας όσοι είχαμε δουλέψει σε εκείνο το πρότζεκτ και λέμε: «Ναι, ναι! Να πάμε για ένα καφέ στα Γιάννενα!». Τους αφήσαμε στην καφετέρια και τρέξαμε στον ξενώνα που ζούσαν. Τους χτυπήσαμε την πόρτα. Βασικά δεν ξέραμε και πού είναι. Χτυπάγαμε σε όλα τα διαμερίσματα και τους λέγαμε: «Θέλουμε τη Ζακία! Θέλουμε τη Μαλαλάη!». Μας δείχνανε πάνω. Και συγκινήθηκαν πάει… Ήταν πολύ συγκινητικό. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που βρεθήκαμε. 

Ν.Β.:

Ας συνεχίσουμε, λοιπόν, απ’ το τι συνέβη από τη Γιορτή της Καλέντουλας και μετά. Συνέχισες να ασχολείσαι με τα βότανα;

Ε.Χ.:

Εγώ συνέχισα να ασχολούμαι. Πιο πολύ, δηλαδή, έκανα διάφορα πράγματα μόνη μου γιατί βάμματα, λίγο-πολύ, δεν έκανε κανείς. Άρχισα να φτιάχνω πάρα πολλά βάμματα από μόνη μου, να πειραματίζομαι με φυτά. Άρχισα να ψάχνω σεμινάρια για να μάθω. Πήγα σε κάποια διήμερα σεμινάρια στην Αθήνα. Αλλά, [00:40:00]ξαφνικά, άρχισα να νιώθω ότι δεν αυτό που ήθελα, ότι κάτι άλλο ψάχνω ‘γώ. Και ήξερα πολύ ξεκάθαρα τι ψάχνω. Δηλαδή, τους ρώταγα: «Λέτε ότι η βοτανοθεραπεία είναι μία ολιστική προσέγγιση και ότι βλέπει τον άνθρωπο ολόκληρο και ότι απευθύνεται στον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Δηλαδή, ότι δεν υπάρχει ένα βότανο για μία ασθένεια, αλλά υπάρχει ένα βότανο για το συγκεκριμένο άνθρωπο. Άρα, πώς προσδιορίζετε τα χαρακτηριστικά αυτών των ανθρώπων; Υπάρχει μία στρατηγική; Υπάρχει ένας τρόπος σκέψης;». Αυτή ήταν η ερώτηση μου που τους έκανα κάθε φορά και δεν έπαιρνα απάντηση. Και εκεί ένιωσα ότι εγώ ψάχνω να βρω τη στρατηγική της βοτανοθεραπείας. Και ξεκίνησα συνειδητά από εκείνο το σημείο να βρω μια βοτανοθεραπεία που να έχει στρατηγική και συγκεκριμένο τρόπο σκέψης. Δεν θυμάμαι πώς. Τυχαία μια φορά βρήκα στο Ίντερνετ ένα σεμινάριο σε κάποια… online σεμινάριο στη Νότιο Αφρική. Το πήρα μόνο γιατί ήταν φτηνό. Και νομίζω ότι βασικά σε αυτό που μου χρησίμεψε ήτανε για να δω κατά πόσο είμαι διατεθειμένη να μελετήσω, κατά πόσο μπορώ να συγκεντρωθώ σε αυτό το πράγμα, κατά πόσο μου είναι ευχάριστο όλο αυτό. Το ολοκλήρωσα αυτό. Πήρα ένα πτυχίο που ‘διναν αυτοί στη Βοτανική και στο Herbal Medicine Making, πώς φτιάχνουμε πράγματα με τα βότανα. Και κάνοντας μια άσκηση για αυτό το σεμινάριο ανακάλυψα την Αμερική. Και έκτοτε, δέκα χρόνια, συνεχίζω με την Αμερική κάνοντας διαδικτυακές εκπαιδεύσεις, στην αρχή παίρνοντας μικρά-μικρά course. Αυτό που λέω ότι, επειδή δεν είχα λεφτά για να πάρω κάτι μεγάλο, έπαιρνα το κεφάλαιο. Ένα κεφάλαιο από ένα βιβλίο κάθε φορά. Μέχρι που μου δόθηκε μια υποτροφία. Και εκεί πια, μπόρεσα να διαβάσω το βιβλίο ολόκληρο και πήρα το πρώτο μου πτυχίο στα βότανα. Και από εκεί και μετά άρχισαν τα πράγματα να αλλάζουν. Δηλαδή, πια, ήτανε μια ξεκάθαρη ενασχόληση που είχε δέσμευση, που έγινε αυτό που αγαπώ να κάνω και που έχω συνδέσει στενά τη ζωή μου με αυτό.

Ν.Β.:

Πριν ανέφερες νομίζω ότι κάπου διδάσκεις, έτσι δεν είναι; Kάποια τάξη…Οπότε, μάλλον, όλη αυτή η γνώση, προσπάθησες να τη μεταφέρεις με κάποιο τρόπο, έτσι δεν είναι;

Ε.Χ.:

Ναι, πάντα ήτανε… Θυμάμαι ένα δάσκαλο στην Αμερική που έλεγε ότι: «O καλύτερος τρόπος για να μάθετε είναι να διδάσκετε, μόνο που θα διδάσκετε μόνο αυτά που ξέρετε καλά». Οπότε, όταν ένιωσα ότι: «Να, αυτό το κομμάτι ξέρω και μπορώ να το μοιραστώ», ξεκίνησα να διδάσκω. Kαι όντως έμαθα πάρα πολλά πράγματα διδάσκοντας γιατί προετοίμαζα πάρα πολύ καλά τα μαθήματα μου, μελετούσα πάρα πολύ καλά για αυτά, παρόλο που δεν πληρωνόμουνα στα περισσότερα από αυτά. Και νομίζω ότι αυτός ήταν ο δικός μου τρόπος για να μαθαίνω και για να δεσμεύομαι στο ότι -παρόλες τις… όλα τα διάφορα πράγματα… επειδή δεν είναι η δουλειά σου οπότε πάρα πολλά πράγματα μπορούν να σε τραβήξουνε στο να μην το κάνεις γιατί πρέπει άλλα πράγματα να κάνεις που ‘ναι σημαντικά- όταν έχεις να κάνεις μάθημα, πρέπει να προετοιμαστείς για αυτό. Οπότε με αυτόν τον τρόπο το ‘βαζα σαν προτεραιότητα. Και, μέσα από τη διδασκαλία, αυξήθηκε η δέσμευσή μου σε όλο αυτό και αυξήθηκε και η γνώση μου. Γιατί, προκειμένου να τα πω, έπρεπε πρώτα να τα ψάξω να τα αφομοιώσω, να τα μάθω για να μπορέσω να τα πω.

Ν.Β.:

Βρήκες ανθρώπους που να είχαν το ίδιο πάθος με εσένα;

Ε.Χ.:

Δεν ξέρω αν βρήκα ανθρώπους που να ‘χουν το ίδιο πάθος με μένα, αλλά βρήκα πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι ήθελαν να πάρουν ένα κομμάτι μέσα απ’ όλο αυτό. Άλλος ήθελε να μάθει να κάνει πέντε πράγματα που να τα χρησιμοποιεί στην καθημερινότητά του. Άλλος ήθελε να ακούσει τις ιστορίες των φυτών. Άλλος ήθελε να μάθει να αναγνωρίζει τα φυτά στους περιπάτους. Δηλαδή, οι διάφοροι… ο κάθε άνθρωπος ήθελε κάτι διαφορετικό. Δεν ξέρω πολλούς που να ήθελαν όλο το πακέτο. Σίγουρα όλοι περνάγανε πάρα πολύ καλά στα μαθήματα. Νομίζω, οι περισσότεροι λέγαν ότι ήταν η ψυχοθεραπεία τους, ότι ακόμα και αν δεν είχαν σκοπό να ασχοληθούν ούτε στο ελάχιστο με τα βότανα, τους άρεσε να ‘ρχονται εκεί γιατί τα βότανα σε -τα φυτά και η φύση ολόκληρη- σε υποχρεώνει- να λειτουργείς σε έναν άλλο ρυθμό. Οπότε, εκεί όλα ήτανε πιο αργά, όλα ήτανε πιο ήρεμα και νιώθαν ότι φεύγανε από εκεί και ήταν ανανεωμένοι και ήρεμοι για να αντιμετωπίζουν την υπόλοιπη εβδομάδα τους. Και είναι αυτό που λέω εγώ ότι η μεγαλύτερη θεραπεία που είδα να γίνεται με τα φυτά, δεν είναι όταν πίνουμε τα φυτά ή όταν φτιάχνουμε ένα θεραπευτικό πρωτόκολλο. Είναι όταν ζούμε μαζί με τα φυτά, όταν αφηνόμαστε στον κόσμο τους. Εκεί ξαφνικά, όλα μεταμορφώνονται.

Ν.Β.:

Υπάρχουν άνθρωποι που να έχουν χρησιμοποιήσει κάτι που να έφτιαξες εσύ και να τους έχει βοηθήσει;

Ε.Χ.:

Ναι, υπάρχουν.

Ν.Β.:

Θες να μιλήσεις γι’ αυτό; Όχι… χωρίς να κατονομάσεις ανθρώπους.

Ε.Χ.:

Εντάξει, υπάρχουνε μικρές καθημερινές ιστορίες από παιδιά που είχαν ένα σταφυλόκοκκο, που ‘ναι πάρα πολύ κοινό πια, ο οποίος [00:45:00]είναι ανθεκτικός στην αντιβίωση. Και είχανε πάρει ξανά και ξανά αντιβίωση κι ο σταφυλόκοκκος έμενε εκεί. Και με μία απλή απάλειψη με το κατάλληλο φυτό, ξαφνικά, ο σταφυλόκοκκος εξαφανίστηκε. Μέχρι και κάποιες ιστορίες που ήταν οριακές. Γενικά, ακόμα δεν έχω ανοιχτεί. Παρότι πλέον έχω τελειώσει την εκπαίδευσή μου στην Κλινική Βοτανοθεραπεία, δεν έχω ανοιχτεί στο να έχω ασθενείς και να έχω αυτό που λένε «Πρακτική», να ασκώ αυτό που λένε «Πρακτική» για διάφορους λόγους. Οπότε, έχω ιστορίες με δικούς μου κοντινούς ανθρώπους, με πιο σημαντική από όλους -θα έλεγα- όταν μία φίλη μου έκανε μια εγχείρηση σ’ ένα νοσοκομείο στην Αθήνα, όπου έπαθε μία ενδονοσοκομειακή λοίμωξη, η οποία δεν υποχωρούσε με καμία αντιβίωση από αυτές που της δώσανε. Και, μιλώντας συνέχεια μαζί της, κάποια στιγμή ένιωσα ότι χάνω τη φίλη μου και ότι, όσο και αν δεν θέλω να ανακατευτώ, αν νομίζω ότι υπάρχει κάτι που -με πάρα πολύ φόβο και με πάρα πολύ τρόμο, δηλαδή, ήταν οι χειρότερες συνθήκες για να δοκιμάσεις κάτι- ένιωθα μέσα μου ότι ξέρω τι πρέπει να γίνει. Και της είπα: «Θα σου στείλω κάτι με κούριερ, αλλά θα το παίρνεις σιγά-σιγά και θα μιλάμε ανά 5 λεπτά! Εάν νιώσεις οτιδήποτε να χειροτερεύει, αμέσως θα το σταματήσεις». Και με το που πήρε την πρώτη δόση -ήταν ένα βάμμα- ένιωσε αυτό που ένιωσα και ‘γω με το συγκεκριμένο βότανο, ότι η ζωή γύρναγε μέσα της. Είναι… Αυτό το βότανο είναι μια λειχήνα. Λέγεται Ούσνια. Όταν… Το συγκεκριμένο αυτό βάμμα, που ‘ταν το πρώτο που ‘χα φτιάξει, την πρώτη φορά που το μύρισα και την πρώτη φορά που το πήρα, ένιωθα ότι μέσα σ’ αυτή τη μυρωδιά υπήρχε όλο το δάσος. Και μόλις το πήρα μέσα μου, ένιωσα ν’ ανοίγουν τα πνευμόνια μου και ν’ αναπνέω τον αέρα του δάσους και ότι αυτό ήτανε ζωή. Και αυτό το ίδιο μου περιέγραψε και η φίλη μου. Και παίρνοντας το τρεις-τέσσερεις φορές, ξαφνικά η διάρροια άρχισε να σταματάει. Το έβαλε πάνω στην πληγή. Της είχα στείλει και κηραλοιφή απ’ αυτό και η πληγή άρχισε να κλείνει και να καθαρίζει η μόλυνση. Και εγώ μέχρι τότε είπα ότι: «Οκ, εντάξει, όλο αυτό μπορεί να ‘ναι και σύμπτωση. Δηλαδή, έχει πάρει τόση αντιβίωση. Μπορεί να ‘ταν απλώς η ώρα για να γίνει καλά». Μέχρι που, αρκετά χρόνια αργότερα, μελετώντας και μελετώντας και μελετώντας την Ούσνια, είδα που η Ούσνια είναι ένα απ’ αυτά τα βότανα τα οποία μπορούν να αντιμετωπίσουν ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις, ανθεκτικές στην αντιβίωση.

Ν.Β.:

Ποια ακριβώς ήταν τα συμπτώματά της;

Ε.Χ.:

Είχε συνεχόμενη ακατάσχετη διάρροια. Ήταν πάρα πολύ αδύναμη, δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι και είχε και μία πληγή, η οποία ήτανε μολυσμένη και δεν έκλεινε και είχε πύον. Και χανότανε. Δηλαδή, έφευγε η ζωή από μέσα της. Μίλαγε όλο και πιο… απόμακρα.

Ν.Β.:

Στη συνέχεια, προσπάθησες με τον ίδιο τρόπο ν’ αναλάβεις άλλους ανθρώπους– 

Ε.Χ.:

Όχι, δεν ήθελα– 

Ν.Β.:

Ή είναι κάτι που τ’ αποφεύγεις;

Ε.Χ.:

Δεν ήθελα. Το αποφεύγω. Για την ώρα δεν είναι η Κλινική Βοτανοθεραπεία… Παρόλο που έκανα την ειδίκευση στην Κλινική Βοτανοθεραπεία γιατί θέλω να καταλάβω ποια είναι η αποτελεσματική βοτανοθεραπεία, γιατί βλέπω πάρα πολλά πράγματα στην Ελλάδα που δεν είναι αποτελεσματικά και δεν μπορούμε ν’ ακολουθούμε κάτι που δεν είναι αποτελεσματικό. Ούτε μπορούμε να λέμε ότι είναι, εφόσον δεν είναι. Από την αρχή, έψαχνα να βρω ποια είναι η αποτελεσματική βοτανοθεραπεία. Και ήθελα, επειδή μ’ αρέσει πάρα πολύ να διδάσκω και μ’ αρέσει πάρα πολύ να γράφω για τα φυτά, θέλω αυτά που λέω, να είμαι σίγουρη γι’ αυτά και να είναι πράγματα που έχουνε νόημα και που πραγματικά μπορούν να βοηθήσουν και να είναι αποτελεσματικά. Έψαξα να μάθω την αποτελεσματική βοτανοθεραπεία, αλλά για την ώρα, δεν είναι η επιλογή μου να την ασκήσω ως κλινική βοτανοθεραπεύτρια. Προτιμώ να την ασκώ ως δασκάλα. Νιώθω ότι είναι κάτι που είμαι πιο καλή σ’ αυτό. Νιώθω ότι οι άνθρωποι είναι χαρούμενοι όταν το μοιραζόμαστε αυτό το πράγμα. Ζούμε πολύ συγκινητικές στιγμές μαζί. Θυμάμαι ένα ζευγάρι που είχε έρθει, πριν τον κορονοϊό έγινε αυτό -πρόπερσυ πρέπει να ‘τανε, όχι αυτό το καλοκαίρι, το προηγούμενο- ένα ζευγάρι ηλικιωμένοι Άγγλοι που πήγαμε μαζί μία βόλτα στο δάσος και ήταν τόσο ευτυχισμένοι στη διάρκεια της βόλτας. Και όταν τέλειωσε η βόλτα μου είπαν ότι: «Ήταν τιμή μας που περπατήσαμε μαζί σου μέσα στη φύση, όχι τόσο για τη γνώση σου που ‘ναι αδιαμφισβήτητη, αλλά για το «for your spirit», για το πνεύμα σου, γι’ αυτό που βιώσαμε μαζί». Νομίζω ότι αυτό είναι το δυνατό μου σημείο. Δεν έχω την ανάγκη να κάνω θεραπείες. [00:50:00]Νιώθω ότι αυτό που έχω να προσφέρω είναι να φέρω αυτήν τη γνώση που απέκτησα στην Αμερική, στην Ελλάδα.

Ν.Β.:

Αυτός ο τύπος περιπάτου είναι το herb walk που είπες– 

Ε.Χ.:

Αυτό είναι το herb walk, ναι– 

Ν.Β.:

που είπες, νομίζω, νωρίτερα.

Ε.Χ.:

Συστήνουμε τους ανθρώπους που έρχονται στη βόλτα στα φυτά που υπάρχουνε γύρω μας.

Ν.Β.:

Άρα, τα τελευταία χρόνια, ασχολείσαι με αυτό και με το γράψιμο;

Ε.Χ.:

Κάνω μαθήματα όπου με καλέσουν. Μπορεί να με καλέσει ένας πολιτιστικός σύλλογος. Με καλούν σε διάφορα φεστιβάλ, σε διάφορες εκδηλώσεις. Γράφω στα μπλογκ που έχω. Ναι, και κάνω τα herb walk που μου αρέσουνε πάρα πολύ, οι βόλτες, αυτοί οι περίπατοι στη φύση.

Ν.Β.:

Έχουμε συζητήσει πολλά πράγματα μέχρι τώρα. Οπότε, θα ήθελα, αν μπορείς, να μου πεις τις χρονολογίες για το καθένα. Ποιες περιόδους περίπου κάλυψε η Ορνιθολογική, μετά η Γιορτή της Καλέντουλας και στη συνέχεια…

Ε.Χ.:

Τώρα δεν είμαι καλή. Το αδύνατό μου σημείο είναι πάντα τα νούμερα, αλλά όλο αυτό το ταξίδι διαρκεί περίπου 10 χρόνια.

Ν.Β.:

Ωραία. Ωραία, εντάξει.

Ε.Χ.:

Ξεκίνησε πριν από 10 χρόνια περίπου με την Ορνιθολογική και το τέλος της επαγγελματικής μου καριέρας στο πανεπιστήμιο, και συνεχίζεται μέχρι τώρα. Είναι γύρω στα 10 με 12 χρόνια που γίνονται όλα αυτά σταδιακά.

Ν.Β.:

Στην Ορνιθολογική έκατσες πόσο καιρό;

Ε.Χ.:

Έκατσα 2-3 χρόνια.

Ν.Β.:

Οκ, και μετά 4 χρόνια η Γιορτή της Καλέντουλας– 

Ε.Χ.:

Όχι μετά, παράλληλα, γινόντουσαν όλα αυτά, ναι– 

Ν.Β.:

Παράλληλα, οκ! 

Ε.Χ.:

To ένα έπλεκε μέσα στο άλλο. 

Ν.Β.:

Ωραία. Πριν κλείσουμε, έχεις κάποιες τελευταίες σκέψεις, κάτι άλλο που να θες να μοιραστείς;

Ε.Χ.:

Δεν ξέρω. Δεν μου έρχεται κάτι. Νομίζω ότι τα είπαμε… Τα είπαμε. Αυτό ήταν το ταξίδι μου στον κόσμο των βοτάνων, έτσι, έχω γράψει κιόλας γι’ αυτό. Για μένα ήταν ένα ταξίδι -και είναι και συνεχίζει να είναι!- ένα ταξίδι από καρδιάς. Είναι το ταξίδι που ακολούθησα την εσωτερική μου φωνή, αυτή που άκουσα… έμαθα ν’ ακούω στην ηρεμία της λίμνης. Τα πουλιά πολλές φορές μου έδειξαν το δρόμο. Γενικά, είναι μια καλή συμβουλή, όταν μπερδευόμαστε, να σταματάμε και να παρατηρούμε τα πουλιά. Κι από τότε, ουσιαστικά αυτό που κάνω είναι ότι σηκώνω το πόδι μου, κάνω το επόμενο βήμα, σταματάω και ελέγχω πώς νιώθω. Αν νιώθω καλά, κάθομαι. Αν δεν νιώθω καλά, παίρνω το πόδι μου πίσω και σκέφτομαι πού θα το ακουμπήσω μετά. Δεν έχω σχέδια μέσα σε αυτό το ταξίδι. Όταν το ξεκίνησα δεν περίμενα καν να φτάσω μέχρι εδώ! Δεν είχα ποτέ ονειρευτεί να γίνω -ν’ ασχοληθώ με τα βότανα και- να γίνω Herbalist. Δεν ήξερα καν ότι υπάρχει όλο αυτό. Είναι ένα ταξίδι που χτίστηκε βήμα-βήμα με αυτόν τον τρόπο. Υπάρχει ένας στίχος. Δεν ξέρω αν είναι από… από ποίημα νομίζω, που λέει: Διαβάτη δρόμος δεν υπάρχει, τον δρόμο σου τον φτιάχνεις προχωρώντας. Έτσι τον έχω φτιάξει αυτόν τον δρόμο προχωρώντας. Κάνω το βήμα, δοκιμάζω και αν νιώθω ότι είμαι καλά εδώ και η φωνή μου είναι ήρεμη και εγώ μπορώ και αναπνέω ελεύθερα και είμαι χαρούμενη, μένω. Χτίζω πάνω σ’ αυτό και ετοιμάζω το επόμενό μου βήμα.

Ν.Β.:

Ωραία. Σ’ ευχαριστώ πολύ!

Ε.Χ.:

Και εγώ ευχαριστώ.

Ν.Β.:

Σ’ αυτό το σημείο ολοκληρώνουμε τη συνέντευξη.