© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Χαμένος στο Αιγαίο

Κωδικός Ιστορίας
10019
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ιωάννης Μπαρδάνης (Ι.Μ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
29/12/2020
Ερευνητής/τρια
Ευθυμία Παπαγιαννοπούλου (Ε.Π.)
Ε.Π.:

[00:00:00]Καλημέρα. Είμαστε σε μία δεύτερη συνάντηση με τον Ιωάννη Μπαρδάνη, ο οποίος θα μας πει άλλη μία θαλασσινή περιπέτεια. Είμαστε ξανά στον Κλειδό της Νάξου, έχουμε 29 Δεκεμβρίου του ‘20, εγώ είμαι η Ευθυμία Παπαγιαννοπούλου και θ' ακούσουμε άλλη μία περιπέτεια. Ο λόγος στον κύριο Γιάννη.

Ι.Μ.:

Με λένε Γιάννη Μπαρδάνη αν με θυμάστε κι επειδή μ’ άρεσε η θάλασσα κι ασχολήθηκα 20 χρόνια, δεν έκανα τίποτα άλλο εκτός απ' τη θάλασσα κι είναι όλες οι ιστορίες μου θαλασσινές, θα σας πω μία ιστορία που μου συνέβη όταν πήγα ν' αγοράσω ένα καΐκι για να ξεφύγω από τις βενζίνες κι από τα κρις-κραφτ κι από τα ταχύπλοα, που τέλος πάντων έχει ενδιαφέρον ν' ακούσετε, γιατί είναι κάποια πράγματα τα οποία κι εμένα μ' είχανε πειράξει τότε και καλά είναι να τα ακούσει και κάποιος άλλος. Το 1983, ενώ είχα ψάξει αρκετό καιρό για να βρω ένα καΐκι ν' αγοράσω, βρήκα κάποιο στο Λουτράκι, στο Καλαμάκι. Πήγα επάνω, έκλεισα μ' αυτόν που το έχει το καΐκι, μου 'χε δώσει ένας φίλος, είχε τα πάντα μέσα, είχε απ' όλα τα πράγματα, δεν είχε όμως πανιά που το κυριότερο για μένα ήταν το πανί. Μου 'χε δώσει ένας φίλος ένα πανί ιστιοφόρου, το οποίο το πήγα στο Μπουντούρη, ο οποίος τότε έκανε πανιά, με τα μέτρα, για να μου βγάλει 2\5, ανάλογα με το σκάφος, γιατί 'χα πολύ ψηλό άλμπουρο στο σκάφος, κι έφυγα τότε από την Αμοργό που 'μουνα στη ΔΕΗ. Γύρισα μετά από ένα μήνα, που είχε φτιάξει ο καιρός για να πάρω το σκάφος να το φέρω κάτω. Λόγω του ότι είχε, το άλμπουρο ήταν μέσα από την- κατέβαινε στην καμπίνα πήγαινε κάτω, δεν έβγαινε, δηλαδή δεν ήταν κάτι που μπορούσες να το ξεβιδώσεις και να βάλεις το σκάφος μέσα σε καράβι, σε αυτοκίνητο να το μεταφέρεις, αποφάσισα να το πάρω και να ξεκινήσω να έρθω μ' αυτό. Έβαλα VHF και βυθόμετρο, δυο πράγματα που δεν είχε, δοκίμαζα το VHF να δω, να μιλήσω, να αυτώσω, μάλιστα μου ‘κανε την παρατήρηση το Λιμεναρχείο, λέω: «Με συγχωρείτε καινούργιο είναι και το βαλα για να, επειδή θα ταξιδέψω». Πράγματι Σάββατο πρωί, Σάββατο πρωί ξεκίνησα, 27 Αυγούστου του ’83, 27 ναι. Ξεκίνησα από το Καλαμάκι για να κατέβω Αμοργό. Υπολόγιζα θα κοιμηθώ Τζια το βράδυ επειδή είχε λίγα μίλια, πήγαινε μ' έξι μίλια, να κοιμηθώ στη Τζια το βράδυ και την άλλη μέρα το πρωί, ώσπου πάω με τον καιρό, αναλόγως τον καιρό. Πράγματι μεσημεράκι είμαι κάτω απ' το Σούνιο, μπονάτσα τελείως, κάτι που με φοβίζει εμένα πάντα όταν η θάλασσα είναι γυαλί και δεν αυτώνει, είναι το μόνο πράγμα - θέλω τη θάλασσα να έχει λίγο φουρτούνα, να ‘ναι ζωντανή, δεν τη θέλω νεκρή τη θάλασσα, τη θέλω ζωντανή. Αλλά εντάξει.

Ι.Μ.:

Πήγαινα, από απέναντι η Τζια, είχα ξαπλώσει, στην πρύμνη πίσω είχα το τιμόνι, τραγουδώντας πήγαινα γιατί ήθελα κάνα μισάωρο να φτάσω, τρία τέταρτα στη Τζια για να κοιμηθώ, επειδή θα νύχτωνε κιόλας και ξαφνικά ακούω ένα «γκαπ!», ένα θόρυβο και βλέπω το καΐκι να σταματάει, η μηχανή δεν έσβησε. Είχε ένα κυματάκι περίπου μισό μέτρο, δεν ήτανε κάτι το κύμα που έκανε, δεν ήτανε 10 λεπτά που το 'χε κάνει το κύμα αυτό. Σταματάω, γυρίζω πάω ανοίγω τη μηχανή, βλέπω η μηχανή δουλεύει, η προπέλα δεν δουλεύει. Και βλέπω που 'χε σπάσει έναν άξονα, που συνδέει την προπέλα, τη ρεβέρσα με το κόμπε, το οποίο είναι περίπου, να καταλάβεις, τέσσερις πόντοι το πάχος του αν το μετρήσεις, δηλαδή δεν ήτανε κάτι πολύ ψιλό, ήταν κάτι πολύ… Στην αρχή πίστευα ότι κάπου έχω χτυπήσει, κάπου χτύπησε η προπέλα και το ‘σπασε, άκουσα το «γκαπ», ίσως ήταν το «γκαπ» από το σπάσιμο, δεν κατάλαβα. Tέλος πάντων λέω: «Τώρα να κοιτάξω αν μπορώ να κάνω κάτι να το διορθώσω λίγο ίσα-ίσα να περάσω απέναντι στη Τζια», δεν μπορούσα τίποτα, ξαφνικά γίνεται ο καιρός, γίνεται ο καιρός κι αναγκάζομαι να κατέβω να πάρω το πανί -γιατί πήγα απ' το Μπουντούρη να το δω, να πάρω τα πανιά, δεν μου τα ‘χε έτοιμα- και το πήρα όπως ήταν το πανί αυτό το μεγάλο να το πάω στην Αμοργό να μου το φτιάξουνε εκεί. Έπιασα να βάλω μία γωνιά να με κρατήσει μες τον καιρό μέχρι να δω τί κινήσεις μπορώ να κάνω, αλλά ο καιρός όχι έγινε, παράγινε, από 5, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10 μπορεί να έχει. Να παίρνει το πανί από μέσα απ' τα χέρια μου, το ‘χα δέσει κάτω, μου το παίρνει, το χτύπαγε πάνω στα ξάρτια, αν δεν ήτανε συρματόσχοινα θα τα ‘σπαγε. Τα χτύπαγε, το χτύπαγε, τέλος πάντων κατάφερα το 'πιασα, μισό μέτρο κράτησα, ένα μέτρο, το ‘δεσα το υπόλοιπο και με κρατάει ίσα-ίσα πρίμα στον καιρό.

Ι.Μ.:

Μπαίνω μέσα στην καμπίνα, παίρνω το VHF να μιλήσω σ' ένα φίλο που είχα, το Δημήτρη απ' την Κύθνο, αυτός δεν τον νοιάζει και 10-12 μποφόρ να είναι, με το καΐκι του, είναι και τεράστιο, βγαίνει έξω, αυτός αν δεν είναι φουρτούνα δεν βγαίνει ποτέ. «Δημήτρη;», τίποτα, κάνεις. «Έλα, μ' ακούει κανείς;». Τίποτα, κανένας δε μ' άκουγε. «Ελλάς ράδιο;», τίποτα, τίποτα, κανείς. «Μ' ακούει κανείς;», τίποτα, ούτε άκουγα ούτε μ' άκουγε κανείς, πήγα σε όλα τα κανάλια, τίποτα. Τέλος πάντων τ' άφησα και βγήκα έξω, κάθισα στο τιμόνι, βέβαια πήγαινε από κύμα σε κύμα λες κι ήτανε καρυδότσουφλο, σε μιάμιση ώρα, πόσο έκανε, μιάμιση ώρα, δύο παρά με πήγε Φαλκονέρα από τη Τζια, από δίπλα απ' τη Τζια που ήμουνα με πήγε Φαλκονέρα. Δεν μπορούσα να κάνω ούτε κίνηση προς τα δεξιά να περάσω κάτω από το Σαν-Τζώρτζη που θα έκοβε ο καιρός, γιατί από 'κει δεν ήξερα τις θάλασσες και τα νερά, λέω: «Πού θα πάω από δω; Θα πέσω και σε καμιά ξέρα, να αυτώσω…». Το κράτησα από 'κει όσο μπορούσα προσπαθούσα να μπαίνω μες τις Κυκλάδες, αλλά δυστυχώς ο καιρός ήταν τέτοιος που με πήγε κάτω. Νύχτωσε και ήτανε ένα χάσει κόσμου και 11:30 η ώρα, 12:00, εκεί περίπου, ο καιρός έσπασε τελείως ο αέρας, κι έγινε... Έμειναν τα θεόρατα πελώρια κύματα, με το να μη φυσάει καθόλου αυτό που σκέφτηκα τώρα είναι ότι εγώ ακινητοποιούμαι και λόγω αυτό το μεγάλο το κατέβεις, κατέβαινες μες το μεγάλο κύμα κι ανέβαινες, μετά μήπως κάποιο καράβι την ώρα που κοιτάξει ο αυτός, είμαι κάτω εγώ, δεν με δει και πέσει πάνω μου, αυτό ήταν που με φόβιζε. Βέβαια είχα φώτα, είχα φώτα αναμμένα, τα ‘χα όλα αναμμένα. Βέβαια εγώ κοιτούσα οπότε ανέβαινα, με ανέβαζε πάνω στο κύμα, κοιτούσα γύρω-γύρω δεν εμφανιζόταν τίποτα. Παράμεινα εκεί περίπου τρεις ώρες ακίνητος. Δεν ξέρω το ρέμα πού με  πήγαινε, είδα τους χάρτες βέβαια πού βρισκόμουνα και γύρω στις 3:00, 3:30 η ώρα, πάλι εκεί, άρχισε να φυσάει, άνοιξα το πανί, το έκανα όλο το καΐκι φλόκο, γιατί δεν μπορούσες να το βάλεις αλλιώς, και το γύρισα προς τις Κυκλάδες, να μπω μες τις Κυκλάδες, αυτό που μ' ενδιέφερε ήταν αυτό, αλλά το πήγαινα όσο μπορούσα επάνω, να πλησιάσω πάλι ψηλά ούτως ώστε αν ξαναγίνει ο καιρός, να έχω τη δυνατότητα να μπω προς Κυκλάδες. Πράγματι μετά από 8 ώρες, 9, ξανάρχισε πάλι ο βοριάς, έκανε 6-7, το γύρισα. Αλλά ήξερα ότι τώ[00:10:00]ρα πλέον είμαι μες στις Κυκλάδες, δεν έχω πρόβλημα.

Ι.Μ.:

Πράγματι μετά από 6-7 ώρες, βραδάκι της δεύτερης μέρας, δηλαδή της Κυριακής, είμαι δίπλα στη Μήλο και μπροστά μου είναι η Ερημόμηλος. Δεν έχω τη δυνατότητα να πάω προς τη Μήλο αλλά πάω, λέω, στην Ερημόμηλο. Η Ερημόμηλος απ' τη μεριά της Μήλου είναι απότομη, πολύ απότομη. Πράγματι πάω, λέω «Πρέπει να πάω από μέσα», γιατί απ' την άλλη μεριά ήτανε σόπατα αλλά λέω: «Αν πάω από 'κει και γίνει ο καιρός έφυγα πάλι προς Φαλκονέρα, βγαίνω από τις Κυκλάδες, εκείνο είναι το άκρο των Κυκλάδων». Πήγα από μέσα, πήγα στη γωνία, είδα κάποιο σκάφος στην άλλη γωνία που αν πήγαινα από 'κει θα έπεφτα πάνω του, να με έβλεπε δηλαδή, άναψα ένα καπνογόνο, ήτανε μέρα, άναψα ένα καπνογόνο και δεύτερο καπνογόνο αλλά ο άνθρωπος, δεν ξέρω για ποιο λόγο ή θα είχε το λόγο του και δεν ήρθε. Ίσως ψάρευε παράνομα, ίσως δεν ξέρω 'γώ, δεν ήρθε. Κι έφυγα από τη γωνία της Ερημόμηλου να πάω προς τη Μήλο, λέω: «Πάω απέναντι», είχα όλα τα εφόδια, είχα φωτοβολίδες, είχα ομπρελάκια, είχα από όλα, από όλα, καπνογόνα. Λέω: «Πάω απέναντι κοντά στη Μήλο». Πράγματι πλησιάζοντας τη Μήλο περίπου εκεί που δημιουργεί το ρεύμα από την μεριά του νησιού και έρχεται προς τα έξω και είναι άλλο, αντίθετο με τον άλλον με τον καιρό που φυσάει, σταματάει το πανί να δουλεύει. Εκεί έπιασα, έριξα όλες τις φωτοβολίδες που είχα, αυτή η μια που είναι το ομπρελάκι και κάνει κάπου δυόμιση λεπτά να πέσει, τρία λεπτά να πέσει, κοκκίνιζε όλη η Μήλο, όλη η Μήλο κι έβλεπα εγώ που περνούσαν τα αυτοκίνητα, τα ‘βλεπα αυτά τα πράγματα, λέω κάποιος θα ειδοποιήσει, κάτι είναι αυτός. Τα 'ριξα όλα, άναψα τους πυρσούς, άναψα τα τέτοια, μέσα στον πυρσό άναβα και καπνογόνο, να φαίνεται, κάποιος να τρομάξει. Μικρό σκάφος βέβαια δεν μπορούσε να έρθει, γιατί ήταν ένα πενταράκι, εξαράκι αλλά μπορούσαν να ειδοποιήσουνε αλλά δυστυχώς δεν ειδοποίησε κανένας. Περίμενα περίπου μιάμιση ώρα, στο σημείο εκεί, χωρίς να κάνω τίποτα, κατεβασμένο το πανί, με πήγαινε μόνο το ρέμα κι εντάξει το ρέμα με πήγαινε προς τα κάτω και δεν έκανα τίποτα, αλλά δυστυχώς δεν ήρθε κανείς. Και το άφησα να κυλήσει που έβλεπα το φάρο της Μήλου, που είναι σε μία ξέρα πάνω, νότια της Μήλου και λίγο δυτικά, στο σημείο εκείνο είναι ένας βράχος κι έχει πάνω ένα φάρο. «Θα πάω» λέω «εκεί, θα κάτσω εκεί και το πρωί κάποιος θα περάσει». Πάω στο φάρο πραγματικά, όταν έβλεπα το φάρο από πάνω μου, ρίχνω την άγκυρα αλλά δυστυχώς 25 μέτρα σχοινί, δίνω άλλα 25, δυστυχώς δεν πάτωσε. Κοιτάω το χάρτη κι ο χάρτης έδινε 75 οργιές βάθος στο σημείο εκείνο, είχα βάλει ήδη 70 μέτρα αλλά τ' άφησα κάτω, δεν είχα τη δύναμη να τα σηκώσω, έριξα και την άγκυρα αφρού, λέω: «Κάπου θα μπλέξει», λέω: «Θα τ’ αφήσω  και κάπου θα μπλέξει, κάπου θα υπάρχει μία ξέρα, δεν μπορεί εδώ είναι το μέρος με…».  Και πράγματι το πρωί μ' είχε πάει περίπου ένα μίλι, μιάμιση μίλι από 'κει, απ' τη γωνία, από το φάρο αυτό κι έβλεπα μάλιστα, έβλεπα τα γρι-γρι κι ανεβαίνανε την ώρα πάνω εκείνη να πούμε και περνούσαν από 'κεί και πηγαίνανε. Λέω: «Κοίταξε πάλι...», τέλος πάντων μάζεψα σιγά, σιγά σιγά σιγά την άγκυρα γιατί τώρα, μάζεψε 70 μέτρα σκοινί και αλυσίδα είναι πολύ δύσκολο, τα μάζεψα και σήκωσα το πανί και ξεκίνησα πάλι να πάω κοντά στη Μήλο. Ο καιρός, τον έκανε 5,6,4,5,6 δεν μ' άφηνε να πάω κοντά στο νησί, κοντά στη στεριά δεν μ' άφηνε να πάω και μια ξέρα που ήτανε εκεί που ήμουνα κοντά, μία ξέρα δεν μ' άφηνε να την πλησιάσω, έπρεπε να κάνω κύκλο και να κατεβάσω απότομα το πανί, όταν θα ήμουν απ' τη μεριά του βοριά για να με ρίξει επάνω αλλά δεν το διακινδύνευσα, τ' άφησα. Λέω: «Κάποιος θα, κάποιον θα δω», έβλεπα τα σκάφη και περνούσανε. Πήγα σιγά-σιγά πάνω, δεν μ' άφησε να πάω κοντά, δεν πέρασε την ώρα εκείνη σκάφος, καΐκι, έβλεπα κάποιον να περνάει από την άλλη μεριά, πήγαινα, γύριζα πάνω του να προσπαθήσω να πάω, δεν έχω πια φωτοβολίδες, δεν έχω τίποτα, και τον προβολέα που τον άνοιγα μέρα δεν τον βλέπει κανένας και νυχτώνει κι αφού νύχτωσε λέω: «Τα πράγματα είναι πιο εύκολα. Τώρα θα με δούνε, θα δουν τον προβολέα». Όπου έβλεπα σκάφος να περνάει, να φανταστείς ότι είμαι περίπου στο ένα μίλι μ' ενάμιση μακριά από τον πολιτισμό, από την κίνηση, που έβλεπα κόσμο, την ημέρα που κάναν μπάνιο, το βράδυ ένα μοναστήρι που ήταν από 'κει, από 'κείνη την μεριά, έβλεπα κόσμο και τίποτα, κανείς δεν… Οι δικοί μου είχαν ανησυχήσει τη δεύτερη μέρα, από τη δεύτερη μέρα. Πήραν τηλέφωνο. Και μάλιστα την τρίτη μέρα, καθώς ήμουνα εκεί σ' αυτό το σημείο, γιατί εκεί σ' αυτό γύρω στο ενάμισι μίλι, ένα, ενάμισι μίλι από τη Μήλο, βλέπω το αεροπλάνο να περνάει. Βλέπω αεροπλάνο, λέω: Ααυτό ψάχνει, οπωσδήποτε», το κατάλαβα ότι οπωσδήποτε έχουν ειδοποιήσει. Άρχισα να του ανεβοκατεβάζω το πανί, γιατί το μόνο που ‘λειπε από το σκάφος ήταν ένας πολύγωνος καθρέφτης, αυτός τί κάνει; Όταν το βάλεις κάτω ίσια, από οποιαδήποτε πλευρά είναι ο ήλιος κι από οποιαδήποτε μεριά είναι το αεροπλάνο παίρνει το σήμα, το μόνο που δεν είχε μέσα αυτό το σκάφος, δεν είχε τέτοιο πράγμα. Προσπάθησα μ' ένα απλό καθρέφτη αλλά δεν μου πέρναγε από τη γωνία που έπρεπε να έχει για να του δώσω σήμα.    Αναγκάστηκα και ανεβοκατέβαζα το πανί, πράγμα το οποίο είναι SOS και πράγμα το οποίο όταν συνάντησα αυτούς που ήτανε στο αεροπλάνο, σ' ένα ελικόπτερο στη Σχοινούσα και συζητούσαμε, μου λέει: « Ήμουνα μες το αεροπλάνο», «Σοβαρά;» του λέω. Είπαμε την ιστορία και μου λέει: «Ήμουνα μες το αεροπλάνο» και του λέω: «Δεν είδατε, δεν είδατε» λέω «το πανί; Ένα καΐκι με το πανί στη Μήλο κοντά, που ανεβοκατέβαζε το πανί;», μου λέει: « Όχι, γιατί, και να το ‘δαμε; Εμείς ψάχναμε για σανίδια, για σωσίβια, για τέτοια πράγματα». «Καλά και δεν ξέρετε ότι το ανεβοκατέβασμα του πανιού είναι SOS;», « Όχι» μου λέει.  Ε, λέω: «Τί να κάνουμε, Αεροπορία είστε εσείς, αυτά είναι του Ναυτικού, τί να ξέρετε…». Δεν ξέρανε ότι το ανεβοκατέβασμα του πανιού είναι SOS, SOS! Και μου λέει: «Δεν ξέραμε αλλά εμείς ψάχναμε για σωσίβια, για τέτοια πράγματα». Ε, βέβαια εντάξει άμα δεν ξέρεις ότι είναι SOS και βλέπεις ένα σκάφος όμορφο κι ωραίο θα λες: «Να ‘χα την τύχη του!», γιατί εντάξει δεν ήμουνα βουλιαγμένος.

Ι.Μ.:

Και είναι η τρίτη μέρα. Έχω πάρει δύο γιερμάδες, είχα πάρει για το παιδί, τότε ο γιος μου ήταν γύρω στα τέσσερα και του ‘χα πάρει δυο-τρεις γιερμάδες, τους έφαγα την πρώτη και τη δεύτερη μέρα, εκείνο που άρχιζε το βασανιστήριο μετά με μένα ήτανε το τσιγάρο… Τελειώσαν τα τσιγάρα την τρίτη μέρα, λίγο πριν την τρίτη μέρα, δεν την κάλυψα και την τρίτη κι αυτό ήταν το βασανιστήριο, να μην ξέρεις τί να κάνεις. Και ήταν η μόνη φορά που ταξίδευα χωρίς εφημερίδα. Η εφημερίδα μπορείς να την καπνίσεις γιατί γίνεται, έκοβα φύλλα από το... Αυτό που έγραφα τα τηλέφωνα, την ατζέντα, τα στρίφωνα, το μόνο που έκανα ήταν να καίω το αυτό μου, ήταν ένα βασανιστήριο. Εντάξει ήξερα ότι αυτοί που είναι απέξω… αυτό, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για τους δικούς μου τώρα να ειδοποιήσω.

Ι.Μ.:

Και… αυτή η ημέρα η τρίτη πέρασε, έρχεται η τέταρτη, λέω: «Κάτι θ' αλλάξει, δεν μπορεί, κάτι θα γίνει». Δεν έγινε πάλι τίποτα, όλη μέρα την τέταρτη, ενώ έβλεπα σκάφη, ενώ έκανα σινιάλα έντονα, έκανα αυτό, τίποτα. Υπάρχει περίπτωση κάποιοι να με είδανε και να είπανε: «Δεν έχει ανάγκη, είναι πάνω σ' ένα σκάφος», θα νομίζανε ότι είχα και τσιγάρα και τροφές και τέτοι[00:20:00]α, «Άς τονε να μην μπλέξουμε». Υπάρχει αυτή η περίπτωση γιατί κατάλαβα πώς μπλέκει κάνεις όταν πάει να σώσει κάποιον, μετά, μετά εκ των υστέρων και τους δικαιολόγησα και είπα: «Αν το κάνανε, καλά κάνανε και το κάναν έτσι». Και την τέταρτη μέρα το βράδυ λέω- επειδή όλη νύχτα κυνηγούσα, έβγαινα στη μεριά του Ηρακλείου, του Ηρακλείου είναι πιο δω, το Χανίων είναι πιο πέρα, περνούσαν από το Χανίων την πλευρά, έτρεχα δεν τα προλάβαινα, έβλεπα άλλους να κλείνουν τη γραμμή, γιατί είναι ξεχωριστές οι γραμμές, βέβαια πάνε κάτω παράλληλα αλλά δεν είναι μαζί η γραμμή που πάει στα Χανιά και η γραμμή που πάει στο Ηράκλειο, έτρεχα για 'κεί, το ‘χανα το καράβι. Λέω: «Αυτό το βράδυ», γιατί μόνο το βράδυ είχα ελπίδες, «θα κάτσω μόνο στη γραμμή» και διάλεξα τη γραμμή του Ηρακλείου επειδή λέω έχει μεγαλύτερη κίνηση από των Χανίων οπωσδήποτε και λέω: «Δεν φεύγω από 'δώ, όποιος περάσει θα περάσει απάνω μου, δεν είναι δυνατόν» λέω, «δεν θα φύγω από δω, δεν θα κυνηγήσω». Και κρατάω τη γραμμή αυτή και πραγματικά γύρω στις 4:00, 3:30, 4:00 η ώρα, περνάει, βλέπω ένα και προβαίνει στη γραμμή, κι αναβοσβήνω τα φώτα και μου κάνει κι αυτός σινιάλο με τα δικά του φώτα. Ανάβω εγώ για να μην καταλάβει ότι ψαρεύω και μ' εμποδίζει, όπως είχα τα κουτιά που 'χα ανοίξει τα VHF και τα βυθόμετρα και είχα τα φελιζόλ μέσα και αυτά, ρίχνω και ένα στουπί, ρίχνω και πετρέλαιο και πετάω μία μεγάλη φωτιά μες στη θάλασσα. Το έβλεπε και καιγότανε. Λέω: «Να μη νομίζει ότι του έκανα σινιάλο ότι ψαρεύω, να δει τη φωτιά, να δει, να ‘ρθει». Ε, κι ετοιμάζω ένα σκοινί για να με τραβήξει και το βλέπω και περνάει δίπλα μου, μόλις σήκωσα τα μάτια μου ας πούμε γιατί είχα ετοιμάσει το σκοινί και τ' αυτά, του ‘ριξα τον προβολέα, πέρασα από τη βορινή μεριά κι επειδή φύσαγε είχε το πορτέλο ανοίξει το από 'δω, δεν είχε ανοίξει το πορτέλο δίπλα του και του ρίχνω τον προβολέα μες στο πορτέλο και τον βρίζω πολύ δυνατά, μία φωνή που όταν τον ρώτησα αν τ’άκουγε μου λέει: «Ναι, τα άκουσα». «Ε» του λέω, του κάνω: «αν την άκουσες τη βρισιά εγώ πίστευα ότι δεν θα την ακούσεις για αυτό την είπα». Και πάει και λέει στον καπετάνιο: «Καπετάνιε κάποιος μου ‘κανε σινιάλο, εγώ πέρασα ανοιχτά να μην του κάνω ζημιά αλλά αυτός συνεχίζει να βρίζει και να ρίχνει τον προβολέα στο καράβι μας». Λέει: «Γύρισε να δούμε τι έγινε», γιατί ήταν άνθρωπος. Αν ήταν κανένας άλλος θα του ‘λεγε: «Τράβα το δρόμο σου». Ήταν άνθρωπος.  Ήταν ένα motorship φορτωμένο με σίδερο, πήγαινε για Ηράκλειο. Κι εκεί που ήμουν απογοητευμένος, είχα κάτσει κάτω, λέω: «Πάει τώρα», είχα σκοπό βέβαια το πρωί όταν πατήσει ο ήλιος λίγο, όπως θα περάσω, να περάσω κοντά από ανοιχτά στην πλαζ, κάνα μίλι από την πλαζ, της πίσω μεριάς της Μήλου, να το αφήσω, να ρίξω τις άγκυρες να τις αφήσω και του αφρού και την άλλη, να βουτήξω να κολυμπήσω, να πάω έξω να βρω κάποιο σκάφος, να πάμε να το μαζέψουμε, να ειδοποιήσω βέβαια πρώτα τους δικούς μου. Τέλος πάντων το βλέπω και γυρίζει απάνω, βλέπω το κόκκινο και το πράσινο, λέω: «Κι αυτός τώρα το θυμήθηκε και γύρισε;». Γυρίζει λοιπόν, έρχεται κοντά, είναι στη γέφυρα ο καπετάνιος, είναι κάτω ο λοστρόμος, μου λέει: «Τί έγινε; Θες τίποτα;», του λέω: «Τί λες», του λέω: «Είμαι 5 μέρες εδώ, να κάτσω άλλες πέντε; Πώς το βλέπεις το πράγμα; Αφού είδες τη φωτιά και δεν σταματάς…; Τί; Ψάρευα με τη φωτιά αυτή; Τη φωτιά, δεν τη βλέπεις, ψάρευα» του λέω, «με τη φωτιά;». Τέλος πάντων μου λέει ο καπετάνιος από πάνω, μου λέει: «Πού πήγαινες;», λέω: «Αμοργό». Μου λέει: «Αμοργιανός είσαι;», λέω: «Όχι, δεν είμαι Αμοργιανός, είμαι Αξώτης, αλλά 'δώ και κάπου 10 χρόνια, τόσα, 15 μένω Αμοργό».

Ι.Μ.:

Ε, λέει του αυτουνού: «Δέσε το καΐκι»,  με δένει, ανεβαίνω απάνω, στάσιμο το motorship, δεν κάνει κίνηση. Ανεβαίνω απάνω, μου λέει ο καπετάνιος - Θεός σχωρέστον, ήταν και αυτός καλός σαν πολλούς – μου λέει… - Α! Του ζήτησα τσιγάρο! Πρώτο πράγμα που ζήτησα είναι τσιγάρο και να ειδοποιήσουμε. Μου λέει: «Ούτε τσιγάρο σου δίνω, ούτε ειδοποιώ», είχε στείλει τον λοστρόμο να φέρει ένα ποτ… , -με ρώτησε αν ενεργήθηκα, λέω: «Όχι, αφού δεν έφαγα και τίποτα, τί να ενεργηθώ;», μου λέει: «Αν δεν πιεις αυτό το ποτήρι νερό και το ποτήρι το γάλα, δεν έχει ούτε τσιγάρο ούτε ειδοποιώ τους δικούς σου». «Ρε καπετάνιε δεν θέλω, τσιγάρο θέλω», μου λέει: «Θα πάθεις ζημιά! Πέντε μέρες χωρίς να ενεργηθείς, θα πάθεις ζημιά! Πρέπει να πιεις αυτά τα δύο». Τελικά, τί να έκανα, αναγκάστηκα για να μου δώσει τσιγάρο και να ειδοποιήσει τους δικούς μου, τα ‘πια, που δεν θα τα ‘πινα ποτέ ένα ποτήρι γάλα κι ένα ποτήρι νερό μαζί και ταυτοχρόνως! Αυτό ήτανε εκβιασμός δεν ήτανε σωτηρία! Του λέω: «Εντάξει καπετάνιο θα τα πιω», τα ήπια.   «Πάρε» του λέω «τηλέφωνο», μου δίνει και τσιγάρο, το οποίο εγώ το θεωρούσα χειρότερο απ' τα χαρτιά που κάπνιζα, γιατί τι; Είχα κάψει το λαιμό μου και δεν καταλάβαινα κάτι. Τέλος πάντων παίρνει τηλέφωνο το θάλαμο επιχειρήσεων και αρχίζει να βρίζει… Να τους βρίζει, όταν λέμε τους βρίζει, να τους βρίζει πολύ πολύ άσχημα που έκανα το σταυρό μου, λέω: «Έλα Χριστέ μου κι έλα Παναγία μου». Λέει ο αξιωματικός ο οποίος είναι στο θάλαμο επιχειρήσεων, λέει: «Καπετάνιε μήπως πρόκειται για το τάδε άνθρωπο, το Γιάννη Μπαρδάνη κι ένα σκάφος "Τίνα";». Αυτός να μην του απαντάει και να σβήνει και να του λέει αυτός-αυτός κατάλαβε- και να του λέει, αξιωματικός, γιατί εκεί δεν κάνουνε απλοί ναύτες βάρδια, κάνουν αξιωματικοί στο θάλαμο επιχειρήσεων, και να του λέει: «Καπετάνιε, με συγχωρείς, αν πρόκειται γι' αυτό τον άνθρωπο άσε με να ειδοποιήσω, να μιλήσεις, να σε συνδέσω να μιλήσετε και μετά με παίρνεις και μου λες ό,τι θες». Του λέει βέβαια: «Εντάξει», τον συνδέει λοιπόν, εντάξει, το σήκωσε η μάνα μου το τηλέφωνο, η οποία δεν πίστεψε ποτέ ότι εγώ έχω χαθεί, άσχετα αν κάποιοι καπεταναίοι πήγαιναν στο σπίτι μου και μετά κατεβαίνοντας τη σκάλα λέγανε: «Τί τους λέμε τώρα αφού έχει πνιγεί…», κι ο πατέρας μου τ' άκουσε από πάνω και γυρίσαν τα πόδια του, στράβωσαν τα πόδια του. Το οποίο του είπα μετά ότι: «Πίστεψες αυτούς τους ανθρώπους; Όταν με πέταξες στη θάλασσα που ήμουνα 2-3 χρονών και μ' έριξες στη θάλασσα κι έφυγες και πήγες μέσα κι εγώ έμαθα τότε να κολυμπάω, αφού πήγα 10 βολές πάνω και ήρθα, τότε δεν σ' ένοιαζε; Και τώρα πίστεψες…; Τότε πίστεψες ότι θα μάθω μπάνιο και τώρα πίστεψες αυτούς τους ανθρώπους εδώ;», που ούτε μπάνιο δεν ξέρανε οι καπεταναίοι αυτοί που τα 'λέγαν αυτά τα πράγματα, τέλος πάντων. Το σήκωσε η μάνα μου, «Έλα παιδί μου, πού είσαι;» λέει. «Εντάξει, είμαι καλά, εντάξει, είμαι στη Μήλο, όλα καλά». Η γυναίκα μου δεν… Της είχαν δώσει φάρμακα κι είχε πιει, δεν ήρθε κοντά στο τηλέφωνο. Λέει: «Εντάξει». Εγώ βέβαια ήξερα ότι με το που θα ακουστεί στην Αμοργό αυτό το πράγμα, ότι βρίσκομαι στη Μήλο, θα φύγει οπωσδήποτε ο Σκοπελίτης, οπωσδήποτε να ‘ρθει, το ΄χα 1000% σίγουρο ότι θα ‘ρθει ο Σκοπελίτης. Πραγματικά το κλείνουμε, «Εντάξει όλα καλά», το κλείνουμε και παίρνει ο καπετάνιος πραγματικά, λέει: «Πες μου καπετάνιε». Δεν θέλω να λέω τώρα… Το τί χυδαία τους έβριζε… «Μα καπετάνιε, το γράφαν οι εφημερίδες», του λέει: «Μα όπως ξέρεις εγώ εφημερίδες δεν διαβάζω». Λέει: «Μα το λέει και η τηλεόραση», «Ούτε τηλεόραση βλέπω», μπίρι μπίρι και τα λοιπά, αυτά που τους έλεγε…. Λέει: «Είχα την απαίτηση τη στιγμή που παίρνω απόπλου για ένα μέρος που εσείς ψάχνετε για να βρείτε ένα σκάφος να μου πείτε: "καπετάνιε έχε το νου σου, ψάχνουμε αυτό και αυτό και αυτό και αυτό"». Τους είπε, τι τους είπε… Τους είπε, τούς είπε, έπαθε ο άνθρωπος, έπαθε με αυτή την… Και ξέρεις γιατί πιστεύω ότι έπαθε; Για[00:30:00]τί η μάνα του ήταν Αμοργιανή και ο πατέρας του Αξώτης! Κι όταν του είπα ότι μένω στην Αμοργό κι είμαι Αξώτης, έπαθε αυτός ο άνθρωπος. Βρίσιμο, βρίσιμο… Τέλος πάντων έπαθε κι άλλα πράγματα όμως. Εγώ ενώ είχα πέντε μέρες να φάω, να πιω και να κοιμηθώ, το μυαλό μου δούλευε. Του λέω: «Καπετάνιε απέναντί μας εδώ είναι μία αμμουδιά, άνοιξε το χάρτη» ο χάρτης ήταν ανοιχτός απάνω «να σου δείξω, είδα πάνω εδώ είναι η αμμουδιά, πήγαινε με πιο κοντά να πιάσει η άγκυρα μου κι άσε με όπου, μόλις ξημερώσει ο Σκοπελίτης θα είναι εδώ, δεν υπάρχει περίπτωση, ή πάρε με μαζί σου στο Ηράκλειο, άσε με έξω απ' το ντοκ κι όταν ξεφορτώσεις με παίρνεις κι ερχόμαστε, αντί να ‘ρθούμε από δω, ερχόμαστε από Σαντορίνη και με παίρνει κάποιος από κει». «Όχι» λέει, «θα σε πάω μέσα».  «Καπετάνιε μου πας κι εσύ όσο πάω εγώ, με 6-7 μίλια, θα κάνεις 8 ώρες να με πας» γιατί ναι μεν μπορεί να 'μαστε κοντά ένα μίλι από τη Μήλο, αλλά έπρεπε να γυρίσει από πάνω, να πάει δυτικά από πάνω που είναι το λιμάνι. Μόνο το λιμάνι είναι ενάμιση μίλι, να καταλάβεις τι απόσταση είναι, λέω: «Καπετάνιε θες οχτώ ώρες να με πας εκεί κι οχτώ να γυρίσεις, 16 ώρες, θα χάσεις 16 ώρες. Πήγαινε με εδώ απέναντι». «Όχι, θα σε πάω στο λιμάνι». «Καπετάνιε μη με πας στο λιμάνι, δεν, άσε με εδώ, θα ‘ρθει το πρωί θα περάσει ο Σκοπελίτης να με πάρουνε, δεν υπάρχει περίπτωση». «Θα σε πάω στο λιμάνι» και ξεκινάει για το λιμάνι. Και ξεκινάει και το μαρτύριο το δικό μου… Απ' αυτή τη στιγμή ξεκινάει το μαρτύριο το δικό μου, γιατί σκέπτομαι αυτόν, την καθυστέρηση του, σκέπτομαι τους άλλους που θα φύγουν απ' την Αμοργό για να ‘ρθουν να με πάρουνε. Πράγματι πάμε, μπαίνουμε μες στο λιμάνι μετά από 8 ώρες και λέει, του λέει ο λιμενάρχης, παίρνει το λιμεναρχείο, λέει: «Ναι», λέει: «Καπετάνιε», λέει: «Θα ‘ρθειτε μία λάντζα» του λιμεναρχείου, επειδή είναι ξέρεις το λιμάνι έτσι κι έχει πολλά σκάφη και το motorship δεν στρίβει εύκολα, του λέει: «Στείλτε μία λάντζα να πάρει το σκάφος και να μην κάνουμε μανούβρες». «Όχι» λέει, «Έλα να πιούμε καφέ». Εγώ πίστευα ότι είναι φίλος του αφού του λέει: «Έλα να πιούμε και καφέ». Και πάμε, αράζουμε πραγματικά και πάμε στο λιμεναρχείο.  Κι όχι φίλος του δεν ήτανε, αλλά ήτανε ο χειρότερος άνθρωπος που έπλασε η οικουμένη. Μπαίνει μέσα, ήμουνα σ' ένα καναπέ, είχα κάτσει κι ενώ τα παιδιά ενδιαφέρθηκαν να μου πούνε: «Θες κάνα τοστ; Θες κάτι να σου φέρουμε;» οι λιμενικοί, αυτός μπαίνει μέσα, «Αυτός είναι;!» λες και του ‘χα σκοτώσει τη μάνα του. Και βάζει τον καπετάνιο κι έγραφε τέσσερις ώρες! Όχι τέσσερις ώρες, τον έβαλε κι έγραφε και φεύγει ενδιάμεσα να πάει να φάει και να κοιμηθεί κι έρχεται μετά από τέσσερις ώρες, δηλαδή τέσσερις, τέσσερις, οχτώ ώρες για να ελέγξει αυτά που έγραψε, να του δώσει το OΚ να φύγει. Ξέρεις εγώ έχω, έχω πάθει, έχω πάθει κάτι που δεν- δεν το πάθαινα μ' εκείνο τον εννιάρη, που εκείνο το βράδυ πνιγήκανε δύο καΐκια και πνιγήκανε καπεταναίοι, καπεταναίοι με ψαράδες, επαγγελματίες πνιγήκανε εκείνο το βράδυ, δε φοβήθηκα στο παραμικρό, δεν, δεν αγωνιούσα για κάτι- κι έπαθα, να έχω πάθει μέσα εκεί και να τα νεύρα μου, να μην μπορώ, να τρέμω τα χέρια μου, να μην μπορώ να ησυχάσω!  Και του λέει, έρχεται μετά από 8 ώρες, και του λέει: «Να» και φεύγει ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος, ο οποίος, κανονικά εφόσον τον κάλεσα «SOS βοήθεια» δικαιούταν το μισό σκάφος κι όχι μόνο το μισό σκάφος δεν ήθελε, ήθελε να μου δώσει και λεφτά μην τυχόν και χρειαστώ τίποτα στη Μήλο που θα ‘μαστε και μ' ανάγκασε να του δείξω ότι έχω λεφτά αν χρειαστεί κάτι. Τέλος πάντων του δίνει το OK και φεύγει.

Ι.Μ.:

Kαι -εν τω μεταξύ έχει έρθει ο Σκοπελίτης με το καραβάκι. Ε, αφού είχε έρθει, εγώ κοιτούσα τον καπετάνιο που έφευγε, λέει ο Σκοπελίτης: «Πάμε κι εμείς να φύγουμε». Και λέει: «Δεν θα πάτε πουθενά». Γυρίζω και τον κοιτάω, του λέει ο Σκοπελίτης, λέει: «Γιατί κύριε λιμενάρχα;», «Δεν έχετε» λέει, «τα χαρτιά του σκάφους». Πετάγεται ένας, ο οποίος είχε έρθει κι αυτός μαζί τους, ο Γιάννης, ο καπετάνιος, ο γιος του ο Λούκας και ο τελώνης, ο οποίος τελώνης τότε έκανε χρέη λιμενικού στα Κατάπολα, «Κύριε λιμενάρχα, τα χαρτιά είναι» λέει «στο γραφείο μου, γιατί κάνει δρομολόγια κρατικά και φύγαμε και δεν τα πήραμε». «Δεν πάτε πουθενά» λέει, «Μα!», «Δεν πάτε πουθενά». Την ώρα εκείνη σηκώνομαι πάνω και πάω να τον πιάσω από το λαιμό να τον πνίξω, δηλαδή όταν συζητάμε, θα 'μουν ακόμα φυλακή αν δεν προλάβαινε ο Σκοπελίτης και να ‘ταν δυνατός που μ' έπιασε και μ' ακινητοποίησε, ήθελε να ‘μαι ακόμα φυλακή γιατί θα του το χα βγάλει, αυτό το λαρύγγι θα του το 'χα βγάλει, δηλαδή τέτοιος παλιάνθρωπος, τέτοια παλιανθρωπιά…! Πρόλαβε ο Σκοπελίτης και μ' έπιασε, με τράβηξε και με πήγε έξω, πάει ο τελώνης αυτός και παίρνει τη, τότε νομάρχισσα ήταν η Παπαζώη, και παίρνει την Παπαζώη την οποία την ειδοποιήσανε ότι βρέθηκα, γιατί έστελνε και ψάχνανε τ' αεροπλάνα και τα τέτοια, ξέρεις, και την ειδοποιήσανε και λέει: «Δεν φύγανε ακόμα;» και παίρνει το λιμεναρχείο τηλέφωνο, λέει: «Δεν πάει πουθενά». Και αναγκάζεται η Παπαζώη, η νομάρχισσα αυτή, και παίρνει τηλέφωνο τον Γεννηματά που ήταν έτσι πιο γνωστός της ο Γεννηματάς τότε και της λέει «έτσι κι έτσι». Και σου λέει αυτός, έξυπνος, σου λέει «Αφού δεν έφυγε με το νομάρχισσα, τι να του πω εγώ;» και παίρνει τον αρχηγό του Λιμενικού, αυτόν που ανήκουν αυτοί και του λέει: «Σε παρακαλώ, ένα σκάφος ήταν στη Μήλο από την Αμοργό και δεν έχει τα χαρτιά μαζί, πάρε τηλέφωνο να φύγει» κι έτσι αναγκάστηκε να μας αφήσει να φύγουμε. Δεν θα το ξεχάσω. Α, ήρθαν και κάνανε, να μην ξεχάσω να σου πω, έλεγχο στο σκάφος, να φανταστείς ο άνθρωπος, ένας παλιάνθρωπος, δεν είχε ούτε μυαλό, μου λέει, αφού ψάξαν το σκάφος, δεν είδαν τίποτα και λοιπά, μου λέει: «Πού είναι οι φωτοβολίδες σου;». Του λέω: «Εκτός του να κοιτάξετε μες στο σκάφος να δείτε πόσα καπάκια υπάρχουνε, το να δείτε σε μία φωτοβολίδα που μου ‘φυγε και έχει κάψει το σκάφος, δεν φαντάζεστε ότι μετά από 5 μέρες δεν θα μου ‘χει μείνει τίποτα; Δεν θα μου ‘χει μείνει; Αυτό δεν το φαντάζεστε;». Λέει: «Τα χαρτιά σου». «Ποια χαρτιά μου; Αφού δεν πρέπει να πάω Αμοργό να πάω να τα βγάλω;». Βγάζει κόβει πρόστιμο 5.000, «Έχω χαρτιά», λέω «Το σκάφος βγάζει χαρτιά στην Αθήνα;». Μου λέει «Όχι». «Ωραία. Στην Αμοργό βγάζει χωρίς να πάει το σκάφος;», μου λέει « Όχι». «Άρα πώς θα έβγαζα χαρτιά; Έπρεπε να πάω το σκάφος για να τα βγάλω». Τέλος πάντων, αυτό δεν μ' ένοιαζε το πρόστιμο, εκείνο που με νοιάζει είναι αυτά που έκανε στους ανθρώπους. Δεν έχω συνέλθει, δεν μπορώ να φάω, δεν μπορώ να κάνω τίποτα, δηλαδή αυτό που πέρασα μέσα εκεί στο λιμεναρχείο δεν το 'χω περάσει ποτέ στη ζωή μου και πιστεύω να μην το περάσω, να μη μου ξανατύχει τέτοιο πράγμα. Σου λέω ήθελα να τον σκοτώσω, καταλαβαίνεις; Ήθελα να τον σκοτώσω. Να βλέπει τον άνθρωπο, έχει καθυστερήσει 8, 8, 3, 8, 24 ώρες να με φέρει μέσα στη σιγουριά και αντί να του πει «Καπετάνιε ευχαριστώ, περίμενε εκεί να σου στείλω κάποιον να πας να σηκωθείς να φύγεις και στείλε μου και τα στοιχεία σου να τα περάσω στα βιβλία» και τα λοιπά, τον έβαλε να κάτσει 8 ώρες, έκανε 24 ώρες ο άνθρωπος καθυστέρησε από την αυτή για να με φέρει και να με γλιτώσει κι εκείνος δεν έδωσε σημασία, μα τον είχε και έγραφε και πήγε και κοιμήθηκε. Τέλος πάντων, δεν μ' άφησαν μετά να κάνω, να τον καταγγείλω, να κάνω δικαστήρια, επειδή είχαν μπλέξει υπουργοί και τέτοιοι δεν μ' αφήσανε.

Ι.Μ.:

Και μπαίνω μέσα στον Σκοπελίτη και μόλις μπήκαμε μέσα ο Γιάννης, ο Λούκας κι ο τελώνης πήγαν για ύπνο κι αφήσανε τον γέρο Σκοπελίτη, που εγώ ήξερα ότι εκείνος οδηγούσε κι όταν ερχόντουσαν κι αυτοί κοιμόντουσαν, γιατί δεν τους ξέρω, αφού ζούσα μαζί τους, δεν ξέρω; Κι αναγκάζομαι και κάθομαι δίπλα στο Σκοπελίτη, τί να κάνω, δεν μπορούσα να τον αφήσω μόνο του να πάω να κοιμηθώ, που είχα, σου λέω, πέντε μέρες, έξι, η έκτη μέρα πήγαινε. Πάω λοιπόν, πιάνουμε τη συζήτηση, πάω όλ' αυτά…. Βγάζω, όταν μπήκαμε στο καραβάκι, είμαι περίεργος, βγάζω το VHF και το πάω στο Σκοπελίτη και το βάζω μες την πρίζα του Σκοπελίτη, δούλευε καμπάνα. Άρα είχε γίνει κάτι στο καλώδιο με τα ξάρτια, είχε γίνει κάτι στο καλώδιο και δεν… Και τέλος πάντων, στην Αντίπαρο μου λέει ο Σκοπελίτης: «Κα[00:40:00]τέβα», μου λέει. Σταμάτησε σε μία, γιατί είχε ένα βοριαδάκι 5-6, μου λέει: «Κατέβα να βγάλεις νερά να μην αυτώσουμε», εκεί κάπου στην Αντίπαρο είμαστε. Όταν ήρθαμε στην Κέρο πάλι, πίσω απ' την Κέρο που ήταν απανεμιά μου λέει: «Τώρα κατέβα να βγάλεις όσα μπορείς για να περάσουμε το μπουγάζι το δικό μας, να περάσουμε να πάμε Αμοργό». Πράγματι κατέβηκα κι εκεί, σου λέω αυτοί κοιμόντουσαν του καλού καιρού οι άλλοι, ανεβαίνω απάνω του λέω: «Καπετάν Μήτσο πώς τα βλέπεις;», μου λέει «Κοίταξε να δεις» -Θεός 'χωρέστον, απ' τους καλούς ανθρώπους, απ' τους καλούς, τους καλούς, πολύ καλούς ανθρώπους και καλός ναυτικός, γνώστης, πολύ γνώστης- μου λέει: «Εδώ στο σημείο του Πατελιδίου», το λέμε εκεί Πατελίδι, «είναι ένα μέρος που με το βοριά δημιουργεί το μεγαλύτερο κύμα σ' όλη την περιοχή από Δονούσα, όλο αυτό το μέρος δημιουργεί το μεγαλύτερο κύμα, εάν περάσουμε εκεί εντάξει, μπήκαμε μέσα». Γιατί πάντα σ' εκείνο το σημείο έχει βοριά, ενώ δεν τον είχαμε τόσο πολύ όλη την άλλη διαδρομή που κατεβαίναμε. Πραγματικά κάθομαι δίπλα του και σε μία στιγμή ακούμε εκεί στο σημείο που λέει «γκαπφ!». «Ωχ, το χάσαμε!» μου λέει. Αμέσως ανοίγω το πορτέλο ,βλέπω ότι το τραβούσαμε πίσω. Λέω: «Καπετάνιε το τραβάμε» και «Τί ήταν» μου λέει «το γκαπ;», του λέω: «Περίμενε να πάω πίσω να δω». Πραγματικά φεύγω, πάω πίσω, κοιτάω, τίποτα, κανονικά το τραβούσαμε, όλα εντάξει. Γυρίζω «Καπετάνιε το τραβάμε», έκανε το σταυρό του. «Δεν μπορεί» λέει, «το γκαπ, τί ήτανε το γκαπ που ακούσαμε;». Τέλος πάντων το είδα κι έμπαινε, είχε βάλει πολύ νερό μέσα, αλλά δεν μπορούσαμε να σταματήσουμε πουθενά να κατέβω να το βγάλω, τα κύματα… Και πάμε, μπαίνουμε στο λιμάνι στα Κατάπολα, ειδοποιώ εκεί κάποιον, του λέω: «Ένα άτομο να ‘ρθει με μια βάρκα, να πάρει το σκοινί το δικό μου, ούτως ώστε να πάει το καραβάκι να αράξει κανονικά να μην κάνει μανούβρα και έχει και εμένα από πίσω», κατάλαβες, δεν μπορεί να κάνει μανούβρα. Βλέπω δυο άτομα μέσα σε μία βάρκα που δεν μπορούσαν να ορθοποδήσουν μες στη βάρκα, δεν ήταν βέβαια ναυτικοί, δυο απλοί άνθρωποι ήτανε κι αναγκάζομαι και πηδάω από πάνω από το Σκοπελίτη, το «Μαριάννα» ήταν τότε δεν ήταν το «Σκοπελίτη», το «Μαριάννα» είχε τότε το καράβι και πηδάω μες στη βάρκα, παίρνω τον κάβο του καϊκιού στο χέρι μου έτσι, τους βγάζω τον έναν πλώρα τον άλλο πρίμα και παίρνω τα κουπιά και το αγαντάρω γιατί πια έχει πάρει φόρα και πάει μέσα με τη φόρα που ερχότανε, να καταφέρω να το στρίψω, να το φέρω να το αράξω εκεί. Ζορίστηκα πάρα πολύ να το φέρω, να το αυτώσω. Πραγματικά μόλις φτάνουμε στο μώλο, τους δίνω το σκοινί και τη σπρώχνω τη βάρκα να πάει πιο πέρα και με τη φόρα που είχε, έρχεται και πέφτει δίπλα εκεί που ήθελα να πέσει το καΐκι και πετάω ένα σκοινάκι απ' έξω, κάποιος έσκυψε και το 'πιασε και το 'δεσε και παίρνω τον κουβά, φαντάσου τώρα λέμε τεράστιο κουβά, ήθελε ακόμα δηλαδή δύο κουβάδες νερό για να βουλιάξει. Παίρνω τον κουβά, πετάω το νερό έξω, όσο μπορούσα δηλαδή, ίσα-ίσα να μη βουλιάξει. Ερχόμενοι, γιατί έχει σημασία να σου πω αυτό, ερχόμενος με το καραβάκι είδα ότι στο μώλο, παρότι ήταν 4:00 η ώρα τη νύχτα ήτανε όλοι ξέρεις οι περίεργοι εκεί, είδα τον πατέρα μου ότι ήταν εκεί, είδε το καΐκι κι έφευγε για σπίτι, τον είδα ότι έφευγε για το σπίτι, οπότε δεν ήταν εκεί κανένας δικός μου. Μου λέγανε μετά ότι «έπρεπε να μπούμε μέσα» λέει «να στο σπάσουμε, να το βουλιάξουμε». Του λέω: «Όλοι να μπαίνατε μέσα, ήθελα να σας πνίξω» λέω. Τα νεύρα που είχα και αυτό που είχα, «όλοι να μπαίνατε μέσα θα σας έπνιγα.» «Γιατί ρε, γιατί; Που δεν βγήκα έξω να σας φιλήσω έναν-έναν; Να φιλήσω και την προβλήτα; Και να αφήσω το σκάφος να βουλιάξει; Ένα σκάφος που μ’ έσωσε στο κάτω-κάτω, αν το θέτε κι έτσι, που μ’ έσωσε, με έφερε μέχρι εδώ και το έφερα μέχρι εδώ και με έφερε μέχρι εδώ και να το αφήσω να βουλιάξει; Και να βγω να σας φιλήσω όξω; Όχι». Συνάδελφοι τώρα μου τα λέγανε αυτά. «Όσοι και να μπαίνατε μέσα» λέω «ήθελα να σας πνίξω», αυτό τους είπα, «όλοι θα μπαίνατε να σας πνίξω», ενώ κάποια άλλη μέρα μπορεί να μην κατάφερνα ούτε έναν, ούτε έναν, αλλά εκείνη τη στιγμή, λέω… Πήδηξα, κατάλαβες, το «Μαριάννα» εσύ δεν το πρόλαβες, από πάνω εκεί και πήδηξα μες τη βάρκα και κρατούσα το σκοινί και τράβαγα κουπιά και τράβαγα ολόκληρο καΐκι να πάω να το αράξω. «Εκεί θα σας έθαβα» λέω. Τέλος πάντων η ιστορία σταμάτησε εκεί, παρότι λέγανε αυτά που λέγανε κι αυτά που κάνανε και συνέχισα εγώ, μπήκα μέσα, έβγαλα και τα υπόλοιπα νερά να μην είναι μες τη μηχανή, αφού πήγα σπίτι βέβαια πρώτα κι εντάξει, το παιδί κοιμότανε, η γυναίκα ήταν σου λέω χάλια, της είχαν κάνει ένεση ο γιατρός. Τη μάνα μου είδα, τον πατέρα μου κι αυτά, εκεί 'δα του 'πα έτσι κι έτσι ότι: «Πίστευες» του λέω, «δεν πίστευες στον εαυτό σου τότε που με πέταξες στη θάλασσα για να μάθω μπάνιο, πίστεψες αυτούς τώρα που σου λέγανε ότι εγώ έχω πνιγεί. Καλά να πάθεις», του λέω «Καλά να πάθεις». Ενώ η μάνα δεν είχε πιστέψει τίποτα και πραγματικά τους έλεγε η μάνα μου, να ρώτα τη γυναίκα μου τώρα που θα βγεις, ότι δεν έχει πάθει τίποτα, αν είχε πάθει τίποτα θα το ήξερα. Θα το ‘χα ξέρει, θα το ‘ξερα. Και πραγματικά η μάνα το αισθάνεται αυτό το πράγμα. Ετοιμάζομαι να καταγγείλω αυτόν, γιατί πραγματικά ήθελα να τον καταγγείλω, ήθελα να του κάνω μία μήνυση, ήθελα να μαθευτεί στον κόσμο, να μαθευτεί τι είναι αυτοί, τι είναι αυτοί οι άνθρωποι οι οποίοι αποφασίζουν χωρίς να σκέφτονται την αυτή του αλλουνού… Ο άνθρωπος πήρε τον άνθρωπο, τον έφερε εδώ τόσες ώρες, ο άλλος ήρθε απ' την Αμοργό να τον πάρει, να αυτώσει και θα κάτσεις εσύ να κάνεις σ' αυτούς ανθρώπους μαρτύρια; Τί είσαι; Βασανιστής; Βασανιστής; Αυτός είναι λες και του ‘χα σκοτώσει τη μάνα και τον πατέρα! Κι όταν είπε ότι στο σκάφος, του είπα ότι ήμουν απ’ έξω στη Μήλο δύο μέρες, τρεις μέρες, τρεισήμισι, «Εμείς ψάξαμε» λέει «δυο φορές γύρω-γύρω τη Μήλο με το σκάφος» και μου δείχνει το σκάφος. Κι είναι ένα γεροντάκι ας πούμε, μεθύστακας, αυτούς τους ναυτικούς ξέρεις που κάθονται σε μία μπίντα πάνω, και μου λέει: «Μην ακούς παλικάρι μου, δεν τον ένοιαζε η μάνα του, μην ακούς παλικάρι μου. Δες τον κάβο», μου κάνει έτσι, «δες τον κάβο να δεις τι αλάτι έχει απάνω, έχει να λύσει δύο μήνες το σκάφος από 'δω, δυο μήνες έχει να λύσει, ο κάβος, δες τον τι αλάτι έχει απάνω». Δίκιο είχε, δεν τα έλεγε ψέματα, δεν είχαν κάνει βόλτα. Μία βόλτα να ‘χαν κάνει θα τους είχα δει.

Ι.Μ.:

Τέλος πάντων, εκείνο που θα σου πω για το όλο της υπόθεσης είναι εκείνο που δεν θα ξεχάσω είναι αυτό στο Λιμεναρχείο. Όλα, τα πάντα, τίποτα, ούτε η φουρτούνα, εκείνη η θάλασσα. Έμαθα αργότερα ότι πνιγήκανε πραγματικά δυο καΐκια γιατί δεν κόψανε, έπρεπε την ώρα που ήρθε, κατέβηκε το μπουρίνι αυτό απ’ την αρχή να κόψουν τα δίχτυα, να τα πετάξουν στη θάλασσα και να σωθούνε. Δεν το κάνανε και τους πήρε η θάλασσα κάτω, βούλιαξε και μπλέξανε στα δίχτυα και πνιγήκαν οι άνθρωποι. Ναι, εντάξει αλλά δεν το ‘ξερα αμέσως, την ίδια μέρα, το ‘μαθα αργότερα.   Εκείνο που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι αυτό το πράγμα μέσα στο λιμεναρχείο μ' αυτό τον παλιάνθρωπο και αυτό που έκανε σε αυτούς τους δυο ανθρώπους, όχι σε μένα, εμένα ούτε πρόστιμο μου ‘βαλε, ούτε να μου ‘λεγε, για αυτούς τους δύο ανθρώπους, για αυτόν που με πήγε αμέσως και με πήγε εκεί και για αυτόν που ήρθε να με πάρει. Ήταν εγκληματικό εκ μέρους του. Τον αναθεματώ πάντα όταν… για αυτό που έκανε στους ανθρώπους αυτούς. Ήτανε αυτοί οι οποίοι, ξέρεις, κυριαρχία, «κυβερνούμε, εμείς κάνουμε, εμείς αυτώνουμε» και δεν κοιτάνε να δούνε την ανθρωπιά. Είναι παλιάνθρωποι, παλιάνθρωπος, παλιάνθρωπος, παλιάνθρωπος ήταν αυτός. Γιατί είναι ένα τέρας, να μπει μέσα και να μην πει μία κουβέντα; Είμαστε εκεί πέρα, ήτανε ξέρεις οι λιμενικοί, τα παιδιά και κοιτούσαν αυτά, με ρωτούσαν αν θέλω κάτι, να πει: «Ρε παιδιά του δώσατε λίγο τσάι; Λίγο, κάτι;» παρά: «Αυτός είναι;», λες και τί είχα κάνει; Ποιο έγκλημα είχα κάνει; Ποιο έγκλημα; Ούτε δεν με ψάξανε! Ούτε δεν με ψάξανε να πεις ότι χαλάσανε 5 γραμμάρια βενζίνη ή πετρέλαιο, δεν με ψάξανε! Και ήταν απόδειξη αυτό που είπε ο γέρος ότι το σκάφος του Λιμενικού δεν έλυσε από 'κει, φαίνεται, όταν είναι δεμένος ο κάβος, ειδικά το καλοκαίρι, καθώς είναι βρεγμένος μαζεύει αλάτι, μόλις τον πιάσεις και το λύσεις αυτό φεύγει το αλάτι ώσπου να ξαναμαζέψει κάνει δυο μέρες πάλι. Και φαινόταν ότι δεν είχε το αλάτι φύγει από πάνω. «Αυτός είνα[00:50:00]ι;», λες και του ‘χα σκοτώσει τη μάνα του, τέλος πάντων. Καλά είναι να μην υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι και να μη συμβαίνουν τέτοια πράγματα αλλά δυστυχώς, δυστυχώς κι ακόμα υπάρχουνε. Ο άλλος κινδύνεψε, έφαγε 24 ώρες να με πάει κι ήθελε να μου δώσει και λεφτά για να έχω, να μην τυχόν και χρειαστώ και δεν έχω λεφτά μαζί μου, να περάσω τις μέρες αυτές. Κι η ανθρωπιά φαίνεται απ' τον έναν στον άλλον, ποιος είναι άνθρωπος και ποιος δεν είναι. Τέλος πάντων. Αν θες κάτι, να μου πεις να σου πω…;

Ε.Π.:

Εμένα με εντυπωσιάζει πως μέσα σε αυτές τις πέντε μέρες… Δεν φοβηθήκατε ούτ' ένα λεπτό;

Ι.Μ.:

Όχι. Όχι, καθόλου, τίποτα. Τη στιγμή που περάσανε, που έδεσα το πανί το ένα μέτρο, επειδή δεν γνώριζα το σκάφος, έτσι; Το σκάφος το γνώρισα εκεί, που ξεκίνησα από 'κεί και τη μηχανή και το σκάφος και το τιμόνι και όλα, τη στιγμή που έδεσα ένα μέτρο και με κράτησε πρίμα και ανοιχτήκαμε, είχαμε ανοιχτεί στο πέλαγος και είδα ότι το σκάφος πρίμα αντέχει αυτά τα κύματα, δηλαδή δεν το πειράζουν, από 'κει και πέρα δεν φοβήθηκα τίποτα. Δεν φοβήθηκα τίποτα από 'κει και πέρα. Γιατί κατάλαβα ότι το σκάφος δεν έχει πρόβλημα, άμα δεν έχει πρόβλημα το σκάφος τελείωσε. Υπάρχουν ορισμένα σκάφη που είτε έχουνε πρόβλημα στον καιρό πρίμα ή στο πλάι ή ορθόπλωρα, κάπου έχουνε πρόβλημα. Μάλιστα αυτοί έχουν κανονίσει και σου λέει: «Αυτό τον καιρό θα τον ταξιδεύουμε πρωτοδεύτερα» ή «θα τον ταξιδεύουμε πρίμα» ή «θα τον ταξιδεύουμε έτσι», κατάλαβες; Αναλόγως το σκάφος τους. Το σκάφος μου λοιπόν εγώ είδα ότι πρίμα και πλώρα δεν έχω ανάγκη, οπότε τελείωσε. Δεν υπάρχει περίπτωση κι από 'κει και πέρα δεν φοβήθηκα. Εκείνο που σκεφτόμουνα μόνο συνέχεια είναι, από την άλλη μέρα βέβαια, οι δικοί μου που θ' ανησυχούν, τίποτα άλλο. Κι εκείνο που τράβηξα μέσα εκεί, εκείνη τη στεναχώρια μου μέσα στο λιμεναρχείο, τίποτ' άλλο. Καμία αυτή. Και τα βράδια και όλα. Ένα άλλο πράγμα βέβαια που μου ‘χε κινήσει την περιέργεια ήτανε το εξής: ότι το έπαθα 27 Αυγούστου γύρω στις 9:00, 8:30 με 9:00. Γίνεται αυτό το χάσει κόσμου και ξεκινάω από 'κει μία διαδρομή, έστω τα τρία μίλια αυτά, τα τέσσερα μέχρι να περάσω πλάι της Τζιας, έστω αυτά, δεν είδα ένα σκάφος, δεν είδα ένα φως! Το να ήταν τόσο το χάσει κόσμου και να μην έβλεπα ένα φως στο ένα μίλι δεν το πιστεύω. Δεν είδα τίποτα. Και όχι μόνο δεν είδα τίποτα σ' αυτή τη διαδρομή, δεν είδα και όλη νύχτα ένα φως, τίποτα. Γιατί το λέω; Όποτε περάσω τώρα Αύγουστο από 'κει κι είναι έτσι βραδάκι, βγαίνω όξω και θα μετρήσω 25-30 σκάφη, όχι ότι δεν είχε τότε σκάφη, είχε. Πώς; Πώς; Να ‘ταν ο καιρός λέω. Λέω ώρες-ώρες, λέω και σκέπτομαι, περνάω και λέω, βλέπω τόσα σκάφη και λέω: «Ίσως να ήτανε τόσο πολύ ο καιρός άσχημος που να μην είχες ορατότητα πάνω από 100 μέτρα, 200, να μην είχες ορατότητα, μπορεί να ‘ταν έτσι». Γιατί μες στο χάσει κόσμου, σου λέω έφερνε τη θάλασσα, χτύπαγε πάνω στο καΐκι και γινόταν όλο το καΐκι το έκανε μια. Μπορεί να μην το κατάλαβα ότι δεν βλέπεις πάνω απ' τα 100 μέτρα αλλά δεν είδα σκάφος όλη νύχτα. Που σου λέω όποτε περάσω τώρα, που περνάω με το καράβι και περνάμε εκεί γύρω στις 10:00 το βράδυ, 10:30, από τις 9:00 μέχρι τις 10:30 σ' εκείνο το σημείο και βγαίνω όξω και κοιτάω, θα δω 30 σκάφη. Πάντα τον Αύγουστο όταν περάσω από 'κει, δεν κοιτάω άλλη εποχή και τότε δεν είδα κάτι. Αλλά μπορεί να ‘ταν αυτό που σου λέω. Να μην είχα ορατότητα μες στη νύχτα, να μην το ‘βλεπα εγώ μες το χάσει κόσμου, τη μπονάτσα αυτή που γινότανε, να γινόταν αυτό το πράγμα. Και να μην έβλεπα. Βέβαια την άλλη μέρα είδα σκάφος, την άλλη μέρα είδα ένα ταχύπλοο που πέρασε μεγάλο και δεν είδα σκάφος μέχρι, γύρω στις 20 ώρες. 20 ώρες ταξίδι και δεν είδα σκάφος, δηλαδή είδα πάλι το βράδυ απέναντι στη Μήλο που ήτανε, στην Ερημόμηλο που ήταν ένα και ψάρευε, αυτό, μετά από 20 ώρες. Τώρα λέμε καλοκαίρι, σου λέω αν ανοίξεις το traffic, αυτό που βλέπουμε καράβια στον πραγματικό χρόνο, και το ανοίξεις, μόνο αυτά τα οποία έχουν το τέτοιο και τα βλέπεις, το μηχάνημα και τα βλέπεις, θα δεις ότι δεν υπάρχει χώρος να περάσει σκάφος. Και το παρακολουθώ καμιά φορά και λέω: «Πού είναι τα σκάφη; Δεν υπήρχαν τότε σκάφη; Τί διάολο; Πώς, πού εξαφανιστήκανε;». Αυτό μου κίνησε την περιέργεια, τίποτα άλλο δεν σου λέω.

Ι.Μ.:

Και το τι τράβηξα μες το λιμεναρχείο. Δεν με νοιάζει εμένα, σου ‘πα. Εγώ το καράβι μου, το καΐκι μου το χάρηκα από τότε, ψάρεψα, έπιασα ψάρια, έπιασα αυτά, γλίτωσα δύο ανθρώπους, τρεις ανθρώπους που θα είχαν φύγει –τους γλίτωσε το καΐκι, δεν τους γλίτωσα εγώ, άλλοι τους γλιτώσανε- αλλά θέλω να πω συνέβαλε το σκάφος, γιατί αν δεν είχα το σκάφος μπορεί να μην… Με το φουσκωτό άμα πήγαινα δεν θα κάναμε τίποτα, γιατί μου λέει το παιδί αυτό: «Γιατί δεν πήρες ένα φουσκωτό;». Ένα σκάφος εδώ στο Κουφονήσι πήγαινε για τα βράχια, ένα ιστιοπλοϊκό ήτανε, ένα τουριστικό, ένα τουριστικό ήτανε και πήγαινε για πάνω, είναι μία ξέρα έτσι ακριβώς γύρω στους 20-25 πόντους από τη θάλασσα κάτω, κάτω κάτω όμως, όχι πάνω κι αν πήγαινε πάνω, ξέρεις αυτά έχουν καρίνα μεγάλη, θα κάθιζε και πήγα και τους τράβηξα ας πούμε. Πάθανε πολύ ζημιά οι άνθρωποι. Ήτανε, ήτανε τυχερό το σκάφος και μάλιστα όταν το ‘δωσα εγώ, το ‘δωσα γιατί συναισθηματικά, επειδή εδώ δεν έχουμε λιμάνι, ένας καιρός, ένα βράδυ, μια μέρα μου το ‘ριξε πάνω στα βράχια κι έγινε μία τρύπα και την ώρα που το είδα πάνω στα βράχια ένιωσα κάτι εδώ στο στομάχι. Λέω: «Ωχ» λέω «δεν γίνεται». Κι αναγκάστηκα να το δώσω, επειδή δεν είχα μέρος ν' αράξω. Λέω: «θα το σπάσω και προκειμένου να το δω σπασμένο καλύτερα να το δώσω». Και το ‘δωσα κι ακόμα και τώρα υπάρχει στη Σύρο στο Γαλησσά, το 'χει ένας και το καμαρώνει, δεν κάνει τίποτα, το έχει και το καμαρώνει. Ήταν ένα σκάφος, πολύ καλό σκάφος, είχε φτιαχτεί στις Σπέτσες και ήταν πολύ καλό και το 'χει τώρα ένας στη Σύρο συνάδελφος, σ' έναν συνάδελφο το ‘δωσα, και το έχει και το καμαρώνει.

Ε.Π.:

Πώς το είχατε ονομάσει;

Ι.Μ.:

«Άγιος Δημήτριος» το 'χα βγάλει του γιου μου το όνομα. Όταν το αγόρασα το ‘λέγαν «Τίνα» και το ‘ψαχναν τότε και οι εφημερίδες όλες, γράφανε: «σίριαλ» και τα λοιπά, κάθε μέρα «το Τίνα που χάθηκε» και το ένα και τ' άλλο, «ο καπετάνιος...» κι αυτό, κι ακόμα έχω τώρα κομμάτια από εφημερίδες που γράφαν το ένα και το άλλο και κάποιοι δίναν και συνεντεύξεις. Φερ’ ειπείν ο τελώνης, τον πήραν τηλέφωνο από κάποια εφημερίδα, λέει: «Ναι θα κάνουμε πάρτι, γιορτή, θα κάνουμε γλέντι μεγάλο», πράγματα τα οποία δεν γίνανε, τα ‘λεγε ο τελώνης τα γράφανε αυτοί, δεν τα είπα 'γώ αυτά τα πράγματα.

Ε.Π.:

Γλέντι για τη διάσωση;

Ι.Μ.:

Ναι, ναι, ναι μετά τη διάσωση που τον πήραν τηλέφωνο κι έλεγε: «Θα κάνουμε γλέντι, τριήμερο γλέντι» λέει, «θα κάνουμε». Τίποτα. Αυτά τα έλεγε ο τελώνης γιατί έτσι του ‘ρθε και τα ‘λεγε, τον πήρε μια δημοσιογράφος τηλέφωνο, εγώ τους είχα πει: «Μην μιλάτε, μην λέτε ότι θέλετε». Τέλος πάντων. Αυτά είναι.

Ε.Π.:

Οπότε κύριε Γιάννη, έτσι για να κλείσουμε και την κουβέντα μας, πώς μπορούμε να περιγράψουμε μία σχέση που έχει ένας άνθρωπος που αγαπάει τη θάλασσα μ' ένα καΐκι που, δεν ξέρω, έχουν περάσει όλα αυτά τα πράγματα μαζί; Θα λέγατε ας πούμε ότι το καΐκι είναι κάτι σαν… Ότι έχει ψυχή;

Ι.Μ.:

Ναι, ναι, ναι, ναι, ναι. Χθες για να καταλάβεις έδειχνε μία εκπομπή η τηλεόραση στη Σύρο, έκανε ένα αυτό για τη Σύρο και μάλιστα σε κάποια στιγμή βρεθήκανε στο Γαλησσά και κοιτούσα να δω αν θα το δω! Αν θα το δω εκεί που είναι! Ναι, είναι το σκάφος, είναι… Κι όπως τη θάλασσα πρέπει να τη σέβεσαι, αν δεν σέβεσαι τη θάλασσα δεν είσαι ναυτικός, πρέπει να τη σέβεσαι, έτσι και το σκάφος να το θεωρείς ότι έχει ψυχή. Δε νομίζω ότι δεν υπάρχει. Δε νομίζω ότι δεν υπάρχει ψυχή στο σκάφος. Και πιστεύω[01:00:00] ότι και το σκάφος με οδηγούσε σε κάποια στιγμή, κι εκείνο συνέβαλε σε κάποια πράγματα. Θυμάμαι συγκεκριμένα σ' έναν κεραυνό, σε έναν κεραυνό, θυμάμαι , ενώ ψάρευα, η μηχανή δούλευε και φύσαγε λίγο και δεν άκουγα και τα λοιπά, σ' έναν κεραυνό που 'μουν σ' ένα νησάκι κοντά, όταν έπεσε ο κεραυνός, όπως ψάρευα, όπως είναι εδώ του καϊκιού μπροστά στην πλώρη η παγκάδα, είδα, δεν είδα την αστραπή να φανταστείς, είδα που άσπρισε απάνω στην παγκάδα, είδα που άσπρισε, και κοίταξα να δω τι είναι, κι εκεί κατάλαβα και γύρισα πίσω μου και είδα να ρίχνει «μπαμ, μπαμ, μπαμ» και μάλιστα πήρα πάνω το παραγάδι, το καλαδούρι δεν το σήκωσα, φαντάσου το καλαδούρι τ' άφησα κι όσο πήγαινα ολοταχώς, να πάω μέσα, να φύγω από 'κείνο το σημείο και πέφταν οι κεραυνοί, μετά από λίγα λεπτά πέφταν οι κεραυνοί «Τσαφ! Τσαφ! Τσαφ! Τσαφ!». Και θέλω να σου πω ότι αυτό που είδα και γυάλισε απάνω στην παγκάδα εκεί μπροστά, που ήταν, ξέρεις, άσπρο βαμμένο και γυάλισε και είδα… Είμαι στο φως, δουλεύει η μηχανή, αγαντάρω εκεί με τα δίχτυα και δεν πήρα χαμπάρι ότι πίσω μου ρίχνει αυτό, και είδα αυτό, πάνω στην κουπαστή εκεί που άσπριζε, ήτανε ξέρεις βαμμένο άσπρο κι ήρθε κι άναψε, λέω: «Τι φως είναι αυτό;..». Άναψε από την ασπράδα του κεραυνού. Για αυτό πιστεύω ότι είναι ζωντανό και αυτό σε συμ…

Ε.Π.:

…σας έδωσε το σήμα.

Ι.Μ.:

Μου έδωσε το σήμα, βέβαια, μου έδωσε το σήμα, έτσι το πίστευα, έτσι το πίστεψα. Γιατί να ρίχνει και να μην το καταλάβεις; Κι όταν ήρθε, σου λέω, κατάφερα και έφυγα, γιατί αυτό μ’ έκανε και έφυγα, πέφτανε μετά από πίσω μου κι εγώ έτρεχα, γιατί μπορεί να πέσει, έχει μεταλλικά μέρη το σκάφος απάνω, έχει τα σύρματα που πάνε πάνω, έχει αυτά, κατάλαβες, και μπορεί να πέσει. Το 'βαλα στα πόδια σου λέω κι έτρεχα να φύγω απ' το σημείο εκείνο γιατί δεν είναι δυνατόν να συμβαδίζετε μαζί. Εφόσον ο καιρός είναι έτσι, ήμουνα λίγο στο πλάι και έφυγα και πέρασε έτσι. Και πιστεύω σου λέω ότι το σκάφος πρέπει να το σέβεσαι, και το σκάφος και τη θάλασσα. Αυτοί που λένε ότι αυτό..., δεν ξέρουν τίποτα. «Εγώ» λέει «δεν φοβάμαι, δεν αυτό», δεν ξέρουν τίποτα. Και σου είπα πιο πολύ φοβάμαι εγώ την αδράνεια της θάλασσας, αυτή την μπονάτσα, την ηρεμία, αυτό που δεν κινείται κάτι, παρά το βοριά, το 4,5,6,7. Έτσι θέλω τη θάλασσα να 'ναι ζωντανή, γιατί θα στο εξηγήσω: όταν είναι τελείως λάδι κι έχει μία ξερά στους 10 πόντους από κάτω, στους 10 πόντους να είναι, φαντάσου πόσο σου λέω, 10 πόντους, τόσο, και ταξιδεύεις εσύ δεν το βλέπεις. Ενώ όταν είναι βοριάς 4, 5, 6, αυτό το πράγμα δημιουργεί από πάνω ένα πράγμα που το βλέπεις, και ξέρεις ότι είναι ξέρα, κατάλαβες; Ενώ εκεί δεν το βλέπεις, είναι λάδι, λάδι τελείως, δεν κουνιέται τίποτα, δεν βλέπεις τίποτα κάτω απ' τα δέκα, πρέπει να πας από πάνω για να το δεις κι όπως ταξιδεύεις θα πέσεις απάνω. Ενώ όταν φυσάει, ενώ βλέπεις τα κύματα πάνε έτσι, πάνε έτσι, εδώ κάνει κάτι διαφορετικό και καταλαβαίνεις ότι εκεί είναι ξέρα. Είναι απόδειξη αυτό κι ίσως και γι' αυτό να είναι που σου λέω ότι το φοβάμαι. Όμως σου ‘πα τη σέβομαι, δεν κοντράρισα ποτέ μου, να την κοντράρω, να πω ότι: «Εγώ είμαι και…», απαπα… Αλίμονο. Δεν είχα αυτό το σκοπό, ήταν μία άλλη σχέση με το καΐκι, σου λέω έμπαινα μέσα κι έφευγα, πήγαινα έπαιρνα το τιμόνι στη μασχάλη μου από κάτω και τραγουδούσα. Και συγκεκριμένα να στο πω κι αυτό που ήτανε, όταν πλησίαζα τη Τζια επειδή και το βράδυ, την άλλη μέρα το βράδυ θα προλαβαίναμε ένα γάμο υποτίθεται στην Αμοργό, κι έλεγα ότι αν είναι ο καιρός πολύς από Κουφονήσι, το μόνο που σκεπτόμουνα, αν ο καιρός είναι από Κουφονήσι, Αμοργό που πάντα είναι απ' ό,τι έχεις ακούσει, «Δεν θα πάω με το σκάφος μου, θα το αφήσω να πάω με κάτι μεγαλύτερο για να προλάβω το γάμο». Αυτό μόνο έλεγα ας πούμε. Αν είναι να κοντράρω μες τον καιρό να πάω, θα πάρω ένα άλλο σκάφος μεγάλο να πάω, κι όπως κατέβαινα πραγματικά και είχε κάνει ένα κυματάκι γύρω στο μισό μέτρο, σου λέω τραγούδαγα ένα τραγούδι που έλεγε… Έτσι, έτσι… «Οι Μάγκες δεν υπάρχουν πια»; Μήπως το άκουγα στο ραδιόφωνο το τραγούδι; Σιγοτραγουδούσα, «τους πάτησε το τρένο». Λέω «Καλά ρε φίλε, εμείς από δω δεν έχουμε τρένα, τί μας πάτησε;». Κι εκεί ακούω το «γκαπ». «Τακ!» και κόβεται η προπέλα. Κάτι ας πούμε, κάτι σημαδιακό που ήτανε στην όλη κατάσταση, ήταν αυτό. Λέω: «Κάτσε ρε φίλε, εδώ στα νησιά μας δεν έχουμε τρένα, ας πούμε, τους μάγκες ποιός τους πάτησε;» και ακούω το «γκαπ», το κόψιμο της προπέλας. Ήτανε κάτι σου λέω που δεν το… Ήταν σημαδιακό, το θεωρούσα σαν κάποιο σημάδι, δεν ξέρω, δεν μπορώ να εξηγήσω τι ήτανε… Κι ένα τραγούδι που, να σου πω την αλήθεια μου, δεν το έλεγα και συχνά, δεν ήταν κάτι, ένα τραγούδι που το λες, απ' αυτά που λέγαμε τότε τις εποχές εκείνες, του Πουλόπουλου, τ' αυτά, αυτό δεν το λέγαμε, Καζαντζίδη, δεν το λέγαμε. Και μετά μου ‘χε έρθει, το τραγουδούσα, εντάξει το κυματάκι ωραίο, ταξιδεύουμε ωραία, το τραγουδούσα κι ακούω το «γκαπ!». Τέλος πάντων να μη σε κουράζω και εσένα…

Ε.Π.:

Οπότε ήρθε η απάντηση πάλι από τη θάλασσα.

Ι.Μ.:

Ναι, ναι, ναι.

Ε.Π.:

Με το που αναρωτηθήκατε.

Ι.Μ.:

Ναι, ναι, σου λέει άλλα πράγματα υπάρχουν για μας. Τρένα δεν έχουμε αλλά έχουμε θάλασσες, έχουμε το ένα, έχουμε το άλλο, ναι.

Ε.Π.:

Τέλεια. Ευχαριστούμε πάρα πολύ.

Ι.Μ.:

Να ‘σαι καλά. Να ‘σαι καλά.