© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Αριστοτέλης Σαρρηκώστας: 40 χρόνια στην καρδιά των γεγονότων

Κωδικός Ιστορίας
10010
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Αριστοτέλης Σαρρηκώστας (Α.Σ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
13/01/2021
Ερευνητής/τρια
Κωνσταντίνος Μιχαήλ (Κ.Μ.)
Κ.Μ.:

[00:00:00]Καλησπέρα σας, μήπως θα μπορούσατε να μου πείτε το όνομά σας;

Α.Σ.:

Βεβαίως, ονομάζομαι Αριστοτέλης Σαρρηκώστας.

Κ.Μ.:

Πολύ ωραία. Σήμερα είναι 13 Ιανουαρίου του 2021, είμαι ο Κωνσταντίνος Μιχαήλ, ερευνητής από το Istorima, βρισκόμαστε στη Γλυφάδα, μαζί μας σήμερα είναι ο κύριος Αριστοτέλης Σαρρηκώστας και μπορούμε να ξεκινήσουμε.

Κ.Μ.:

Κύριε Σαρρηκώστα, πόσο χρονών είστε;

Α.Σ.:

Τον περασμένο Νοέμβριο έκλεισα τα 83. Γεννήθηκα το 1937.

Κ.Μ.:

Έχετε γεννηθεί και μεγαλώσει εδώ, στην Αθήνα;

Α.Σ.:

Γεννήθηκα στη Καισαριανή και έμεινα εκεί για αρκετά χρόνια, μέχρι που έφυγα στο εξωτερικό και μετά την επιστροφή μου, για να υπηρετήσω την πατρίδα, πάλι στη Καισαριανή, μέχρι που παντρεύτηκα και μετά μετακόμισα.

Κ.Μ.:

Τι θυμάστε από την Καισαριανή εκείνης της εποχής; Μπορείτε να μας πείτε λίγα πράγματα για τα παιδικά σας χρόνια;

Α.Σ.:

Ωραία. Θα ήθελα να ξεκινήσω ως εξής: στην Καισαριανή επέστρεψαν οι γονείς μου απ' τη Μικρά Ασία. Ήταν πρόσφυγες του ‘22. Όπως γνωρίζετε καλά στην ιστορία, έφυγαν κυνηγημένοι από τους Τούρκους και εκείνο που πρόλαβαν να σώσουν ήταν οι ζωές τους. Πολλοί ούτε αυτό κατάφεραν. Με αγώνα και πολύ κόπο κατάφεραν, παρότι είχαν αρκετά μεγάλη αντίδραση από τους Αθηναίους, -τους αποκαλούσαν με πολλά επίθετα-, κατάφεραν εν πάση περιπτώσει να σταθούν στα πόδια τους, να δημιουργήσουν οικογένεια. Και ο πατέρας μου ήταν από τους πρώτους... Τότε, αντί για μεταφορικά φορτηγά, αυτοκίνητα, είχαν τα κάρα τα λεγόμενα, οπότε είχε ένα κάρο και έκανε αυτή τη δουλειά. Μετέφερε οικοδομικά υλικά σε διάφορα σημεία της Καισαριανής και έξω από την Καισαριανή. Ήμουν ο μικρότερος από τα έξι παιδιά. Ήμουν ο Βενιαμίν της οικογένειας και μεγαλώσαμε σε εκείνα τα προσφυγικά, στα βόρεια προάστια της Αθήνας, στην Καισαριανή όπως είπαμε, με πολύ κόπο, στέρηση και αγωνία. Εμάς, μας αποκαλούσαν «τα παιδιά της Κατοχής». Γιατί το ‘41 με την αρχή του πολέμου μέχρι το ‘44 που έφυγαν οι Γερμανοί… Εγώ στην αρχή ήμουν 3-4, το ‘44 που φύγαν ήμουν 6 στα 7. Έζησα όλο το μεγαλείο της Γερμανικής Κατοχής. Έχω δει πράγματα, τα οποία δε θα έπρεπε να βλέπουν μάτια παιδιών της ηλικίας μου.

Κ.Μ.:

Μπορείτε να μας αφηγηθείτε κάποια περιστατικά, που σας έχουν μείνει στο μυαλό;

Α.Σ.:

Βεβαίως, βεβαίως. Καταρχήν, υπήρχε μεγάλη πείνα στην Αθήνα. Δε θα ξεχάσω… Γιατί βγαίναμε, παίζαμε στους δρόμους και ανοιγόμασταν και πηγαίναμε και λίγο πιο κάτω, στο Παγκράτι, που ήταν η αμέσως επόμενη συνοικία. Κι έβλεπα να μεταφέρουν τους νεκρούς, αγαπητέ μου Κώστα, μέσα σε καρότσια, τον έναν πάνω στον άλλον. Ο κόσμος πέθαινε στο δρόμο από την πείνα και τις αρρώστιες. Δεν υπήρχε η ιατρική περίθαλψη, δεν υπήρχαν τρόφιμα. Η επαρχία ζούσε διαφορετικά. Η επαρχία είχε την κατσίκα της, την κότα της, το αυγό της, αλλά η Αθήνα έζησε τη μεγαλύτερη πείνα που μπορείς να φανταστείς. Δε θα ξεχάσω ότι εμάς, τα μικρά παιδιά, μας έσωσε ο Ερυθρός Σταυρός, με ένα πρόγραμμα της Ούντρας που λέγανε τότε. Από την Αμερική στέλνανε φορτηγά με γάλατα σκόνη σε κουτιά μέσα, τα οποία πηγαίναμε εμείς τα παιδιά στα σχολεία μας και είχαμε αυτό το ζεστό ρόφημα, το γάλα. Και για μεσημέρι θυμάμαι πάντα είχαμε ένα πιάτο ζεστό, σούπα έστω. Έβλεπα τα φασόλια και τα ρεβίθια να κολυμπούν στην επιφάνεια, αλλά ήταν ένα ζεστό ρόφημα. Αυτό λοιπόν στάθηκε η αιτία να σωθούν πολλά παιδιά τότε. Επίσης, η άλλη πλευρά ήταν ότι για να πάμε στο σχολείο, έπρεπε να περάσουμε την κεντρική λεωφόρο της Καισαριανής, τότε λεγόταν «Βασιλέως Κωνσταντίνου». Οι Γερμανοί είχανε κλείσει τους δρόμους και τις δύο λωρίδες. Εμάς, επειδή ήμασταν μικρά παιδιά, μας επέτρεπαν να περάσουμε. Κι εγώ επειδή ήμουν- απ' ό,τι μου λένε- πολύ ξανθός και με κατσαρά σγουρά μαλλιά, οι Γερμανοί ερχόνταν κοντά μου να με χαϊδέψουν και εγώ τους απέφευγα. Αυτό το σκηνικό το θυμάμαι. Βγάζανε από τη τσέπη τους σοκολάτες, μπισκότα... Εγώ συνήθως πέρναγα από το σπίτι της θείας μου, το σπίτι της αδελφής της μητέρας μου και έπαιρνα τα τρία παιδιά της, τα οποία ήταν λίγο μικρότερα και πηγαίναμε μαζί όλοι στο σχολείο, του Ελευθερίου Βενιζέλου. Κι ενώ εκείνοι άπλωναν το χέρι, εγώ τους έλεγα να μην το πάρουν «Μην καταδέχεστε να πάρετε σοκολάτα από αυτούς». Αυτό είναι ένα σημείο, το οποίο δεν το έχω ξεχάσει. Και το δεύτερο τραγικό συμβάν είναι ότι πολλές φορές ανεβαίναμε τη λεωφόρο ή κατεβαίναμε να πάμε στο σχολείο και θυμάμαι, ένα φορτηγό, στρατιωτικό αυτοκίνητο... Άκουσα καταρχήν τον εθνικό ύμνο και όταν έφτασε κοντά μας, είδαμε να ήταν γεμάτο από Έλληνες πατριώτες, τους οποίους τους πηγαίνανε στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Η Καισαριανή είχε και έχει ακόμα ένα σκοπευτήριο, το οποίο είχαν μετατρέψει σε τόπο εκτελέσεων οι Γερμανοί. Και μου έκανε τρομερή εντύπωση… Αυτοί οι άνθρωποι ξέρανε ότι πάνε να τους εκτελέσουν. Και τραγουδούσαν τον εθνικό ύμνο. Και το χειρότερο από όλα είναι ότι τα βαγόνια, τα φορτηγά αυτά ήταν αρκετά, δεν ήταν ένα, σε τακτά διαστήματα… Όταν φεύγαμε, επιστρέφαμε, γύριζαν πολλά φορτηγά αυτοκίνητα και έβλεπα πίσω από τα αυτοκίνητα να στάζει αίμα, αίμα ελληνικό στην άσφαλτο. Αυτά τα δύο στιγμιότυπα είναι καταγεγραμμένα στο μυαλό μου και τα θυμάμαι σαν να έγιναν εχθές.

Κ.Μ.:

Τι άλλες εικόνες σας έχουν μείνει από τον τόπο σας, από την Καισαριανή; Τι μυρωδιές από τις γειτονιές; Τι παιχνίδια;

Α.Σ.:

Ωραία, ωραία. Η απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς δεν διήρκησε πολύ, όπως ξέρεις πολύ καλά. Μετά άρχισε ο χειρότερος εμφύλιος πόλεμος μεταξύ μας, μεταξύ Ελλήνων, αριστερών και δεξιών. Και εκεί είχαμε περισσότερα θύματα απ' ό,τι είχαμε στον πόλεμο. Εκεί, επίσης έχησα, έχω δει τρομερές σκηνές. Δηλαδή, επειδή μου αρέσει να είμαι αμερόληπτός και ουδέποτε έχω πάρει την πλευρά κανενός, απλώς μου αρέσει να είμαι αντικειμενικός και στη δουλειά μου και σε αυτά που λέω. Η μια πλευρά είδα τους τσολιάδες, οι οποίοι κάνανε εφόδους στην Καισαριανή, επειδή η Καισαριανή την είχαν ονομάσει «Stalingrad» επειδή είχε πολλούς αριστερούς και κάνανε συνεχώς επιθέσεις, για να την καταλάβουν. Και θυμάμαι είχαν πιάσει έναν αριστερό και τον είχαν βάλει στην πλατεία της Καισαριανής, στην εκκλησία της Καισαριανής, της Παναγίτσας, όπως λέγεται. Τον είχαν βάλει σε ένα σταυρό απάνω καρφωμένο και του είχαν χαράξει το σώμα με μαχαίρι κι έτρεχε αίμα και τον άφησαν εκεί μέχρι το πρωί και περνώντας την άλλη μέρα, τον είδα νεκρό επάνω στο σταυρό. Δεν τον είχαν κατεβάσει. Αυτή είναι η μια σκηνή. Η άλλη σκηνή είναι… Το σπίτι μας ήταν κοντά στη σημερινή Πανεπιστημιούπολη, χαμηλά, στο μέσο της Καισαριανής και κοντά στο δάσος. Τότε υπήρχε ένα πολύ μεγάλο ρέμα, το οποίο κατέβαζε τα νερά από τον Υμηττό και στη θέση που είναι τώρα το Caravel και το Hilton, τότε ήταν ένα μεγάλο ρέμα. Κατέβαζε χειμάρρους, πολύ νερό! Και δεν ξέρω πως, ένας στρατιώτης, μαυροσκούφης, -θυμάμαι φορούσε το μπερέ, χωρίς όπλο, χωρίς τίποτα-, μέσα από το ρέμα αυτό, το ποτάμι, το οποίο ήταν στεγνό τότε, προσπαθούσε με αυτό τον τρόπο να φτάσει στα Ιλίσια, να φτάσει κοντά που είναι το Hilton. Υπήρχε μια στρατιωτική βάση, απέναντι από το νοσοκομείο, τον Ευαγγελισμό. Λοιπόν. Και τον είδαν οι αριστεροί και τον έπιασαν. Πιτσιρίκια εμείς, όλο περιέργεια, πήγαμε κοντά να ακούσουμε τι λένε κ.τ.λ., και ακούσαμε την ανάκριση. «Να μας πεις που ήσουν, που πας» κ.τ.λ., κ.τ.λ. Αυτός είπε ότι «Ξέμεινα, οι συνάδελφοί μου έχουν φύγει. Εγώ ξέμεινα πίσω και προσπαθώ να πάω στη βάση μου». Η δεύτερη ερώτηση ήταν «Να μας πεις τι, πόσους έχει η βάση σου...» Στρατιωτικές ερωτήσεις. Αυτός αρνήθηκε να το πει. Του λένε «Γδύσου». Επί τόπου. Εκεί στην όχθη του ποταμού. Κατάλαβε αυτός τι σήμανε αυτό και έβγαλε το πορτοφόλι του και έδειξε, σκύψαμε όλοι να δούμε, μια φωτογραφία που είχε τρία-τέσσερα παιδάκια στην αγκαλιά του. Ήτανε πατέρας. Του πήραν αυτοί το πορτοφόλι, του πήραν τα πάντα και πλησιάζει εκεί ένας από αυτούς και τον πυροβολεί στο κεφάλι. Μπροστά μας. Στα μάτια μας. Περιττό να πω ότι επί τρεις μέρες πεταγόμουν στον ύπνο μου. Είχα τρομάξει τόσο πολύ, να βλέπω να εκτελούν μπροστά μου [00:10:00]έναν άνθρωπο. Αυτός βέβαια μέσα στα αίματα έπεσε κάτω. Και η περιέργεια η μεγάλη μου ήταν να πάω να δω την άλλη μέρα το πρωί, επειδή εκείνο το βράδυ έβρεχε καταρρακτωδώς, δηλαδή πολύ νερό, και λέω «Σίγουρα θα τον πήρε το ποτάμι εκεί που τον είχαν». Κι όμως δεν τον είχε πάρει το ποτάμι, αλλά αυτός είχε φουσκώσει, είχε τουμπανιάσει ο άνθρωπος, γυμνός όπως ήταν. Θυμάμαι κάτι γείτονες εκεί από το καφενείο με κασμάδες και φτυάρια, πήγαν και ανοίξανε ένα λάκκο λίγο πιο πάνω και βάλαν ένα σταυρό και τον έθαψαν εκεί. Αυτά τα δύο στιγμιότυπα νομίζω ότι απεικονίζουν όλη την...

Κ.Μ.:

Αγριότητα.

Α.Σ.:

Την αγριότητα και το μίσος και τη βλακεία -θα έλεγα εγώ- που υπήρχε τότε, και μου έχουν μείνει ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Και θυμάμαι επίσης, στη συνέχεια αυτής της ιστορίας, μετά από μερικά χρόνια, όταν τελείωσε πια και ο εμφύλιος πόλεμος, είδα μια μαυροφορεμένη γυναίκα με τρία-τέσσερα παιδιά και κάτι άλλους μαζί, οι οποίοι είχαν πάει στο καφενείο και ρωτούσαν αν ήξεραν, αν είχαν δει κάποιο στρατιώτη κ.τ.λ. Και την πήραμε εμείς και της δείξαμε το σημείο. Ο σταυρός είχε φύγει, ο τάφος ήταν εκεί. Και παρακάλεσε και ήρθαν δύο-τρεις άνθρωποι, έσκαψαν και βρήκαν το σκελετό του ανθρώπου. Και θυμάμαι… Το κρανίο του είχε την τρύπα της σφαίρας. Αυτό ήταν κάτι τρομερό. Δηλαδή ακριβώς αυτό που είχε γίνει εκείνη τη μέρα, ξαναήρθε πάλι στη μνήμη μου, σαν να έπρεπε να τον εκτελούν για δεύτερη φορά. Και βεβαίως, μάζεψαν τη σωρό του η γυναίκα του, τον πήραν και έφυγαν.

Κ.Μ.:

Θα σας πάω λίγο πιο πίσω. Την απελευθέρωση της Αθήνας τη θυμάστε;

Α.Σ.:

Τη θυμάμαι ναι, τη θυμάμαι. Αλλά δεν μπορούσα, δεν τολμούσα να πάω στο Σύνταγμα. Μέχρι που και-. Έχω έναν μεγαλύτερο αδερφό, δεν τον άφησε η μητέρα μου να φύγει από το σπίτι. Είχαν φύγει πολλοί Καισαριανιώτες, αλλά ούτε εγώ πήγα, ούτε ο αδερφός μου, δεν έχω εικόνα.

Κ.Μ.:

Εκεί στην Καισαριανή υπήρχε κάποια εικόνα εκείνη τη μέρα που να θυμάστε, με τι καμπάνες και τα...;

Α.Σ.:

Καταρχήν, σημαιοστολίστηκαν όλα τα σπίτια. Όσοι είχαν σημαία, έβαλαν τη σημαία. Το ραδιόφωνο, γιατί αυτό, δεν υπήρχε τηλεόραση, παιάνιζε τραγούδια, εθνικούς ύμνους και τέτοια. Και βεβαίως, υπήρχε ένα χαρούμενο κλίμα... Επόμενο ήταν, μετά από τόσα χρόνια κατοχής να απελευθερώνεται η χώρα σου.

Κ.Μ.:

Τώρα σας πάω λίγο πιο μετά. Τελειώνοντας το σχολείο, με τι θέλατε να ασχοληθείτε; Τι θέλατε να κάνετε;

Α.Σ.:

Καταρχήν, πριν πάμε εκεί, θα ήθελα να αναφερθώ στην εποχή... Πως μεγαλώσαμε. Εν συντομία. Εμείς τα παιδιά... Τότε υπήρχαν πολλά παιδιά καταρχήν. Δεν είχαμε computer, δεν είχαμε κινητά τηλέφωνα, δεν είχαμε internet, δεν είχαμε τίποτα. Αλλά τι είχαμε; Είχαμε καθαρό αέρα, είχαμε ένα λάστιχο ενός ποδηλάτου ή φτιάχναμε πατίνια μόνοι μας, με ένα ξύλο απάνω και βάζαμε δύο ρουλεμάν και παίζαμε με αυτά. Ακόμα, μπορώ να σας πω ότι θυμάμαι… Θέλαμε να παίξουμε ποδόσφαιρο και δεν είχαμε μπάλα και τη φτιάχναμε μόνοι μας. Παίρναμε μια παλιά κάλτσα της μητέρας μας και τη γεμίζαμε μέσα με πανιά και την κάναμε ένα στρογγυλό τόπι και παίζαμε με αυτό. Είχαμε κοντά μας το δάσος της Καισαριανής, που πηγαίναμε μέσα και παίζαμε όσες ώρες είχαμε ελεύθερες. Βέβαια, πάντα γυρίζαμε με τα γόνατα μας καταματωμένα, γιατί είχε πέτρες κάτω. Παίζαμε τη μακριά γαϊδούρα, παίζαμε το κρυφτό, παίζαμε... Τα αγόρια με τα κορίτσια είχαν μία άλλη επαφή. Πηδάγαμε στη φωτιά του Άη Γιαννιού θυμάμαι, στην επέτειο, ανοίγαμε τον Κλήδονα... Είχαμε μια κυρία Κρητικιά, η οποία ήταν πολύ αθυρόστομη και μας έλεγε διάφορα ανέκδοτα και εμείς σκάγαμε στα γέλια. Οι άνθρωποι έλεγαν «καλημέρα» μεταξύ τους, πράγμα το οποίο έχει χαθεί σήμερα. Επαναλαμβάνω ότι δεν είχαμε την πολυτέλεια που υπάρχει σήμερα. Δεν είχαμε τα μέσα. Αλλά είχαμε μια διαφορετική, απλή, ανθρώπινη ζωή. Πηγαίναμε σχολείο. Επειδή εμένα μου άρεσαν πάρα πολύ τα γράμματα, εγώ διάβαζα ελάχιστα στο σπίτι. Δηλαδή, από την παράδοση ήμουν έτοιμος, δεν ήθελα να... Αλλά, πριν πάω την άλλη μέρα το πρωί, πάλι διάβαζα.

Α.Σ.:

Τον πατέρα μας -παρέλειψα να πω- ότι τον χάσαμε το ‘40. Πέθανε. Από την πείνα. Του είχανε πάρει ο στρατός το άλογο και τη σούστα και το κάρο, για τον στρατό, και του «κόψαν» τα χέρια και δεν μπορούσε να δουλέψει. Και δε θα ξεχάσω το τελευταίο βλέμμα του, γιατί ήμασταν σε ένα δωμάτιο, όπως λέει το τραγούδι «4 επί 4». Ήμασταν δύο κρεβάτια, τρία και τρία τα παιδιά χωρισμένα και ένα μεγάλο κρεβάτι η μητέρα μου. Και θυμάμαι που γύρισε εκείνη, σαν όνειρο… Τριών χρονών ήμουν. Γύρισε και μας κοίταξε, ένα δάκρυ να κυλάει στο μάγουλο του. Αυτή ήταν η σκηνή που θυμάμαι από τον πατέρα μου. Τίποτε άλλο. Τελειώνοντας το Δημοτικό, θυμάμαι ο διευθυντής μας, ο κύριος Χατζηβασιλείου, με ρώτησε αν θα συνεχίσω να πάω στο Γυμνάσιο. Και του λέω «Βεβαίως θα πάω». Και του λέω «Γιατί με ρωτάτε;» «Γιατί αν είναι να πας στο Γυμνάσιο, θα σου βάλω 9, ενώ θα σου έβαζα 10». Λέω «Bάλτε μου και 8, δεν με πειράζει». Και μου έβαλε 9. Αλλά τότε, υπήρχε η εξής διαφορά. Τώρα δεν ξέρω αν υπάρχει, δεν νομίζω. Για να εγγραφείς στο γυμνάσιο, έπρεπε να πληρώσεις ένα μικρό ποσό, 200 δραχμές θυμάμαι, τις οποίες δεν τις είχαμε. Και στην προσπάθειά μου να τις βρω, είχαμε έναν θείο, ήταν γαμπρός της μητέρας μου από την αδερφή της, ο οποίος ήταν μεγαλέμπορος, είχε πολλά λεφτά. Στη λαχαναγορά, κάτω, στην οδό Αθηνών είχε πάγκους, πουλούσε λεμόνια, πορτοκάλια χονδρικά. Και σκέφτηκα εκείνον, γιατί αυτός με φώναζε κάθε Κυριακή, μετά την εκκλησία, να περνάω από το σπίτι του, να τον βοηθάω να χωρίζει... Είχε ένα τραπέζι τεράστιο και είχε επάνω τα χρήματα. Να χωρίζω τα τάλιρα, τα δεκάρικα, τα εικοσάρικα, μέχρι λίρες χρυσές θυμάμαι είχε και τις βάζαμε στην άκρη. Και για να με ευχαριστήσει, μου έδινε δύο-τρεις δραχμές, ίσα-ίσα όσο το εισιτήριο, για να πάω στον κινηματογράφο. Και ήμουν πολύ ευτυχισμένος. Αυτόν λοιπόν θυμήθηκα και σε αυτόν πήγα. Αλλά ήταν τέτοια η απογοήτευση μου και το σοκ, όταν μου είπε ότι… Όταν του ζήτησα «Θείε, θα χρειαστώ 200 δραχμές, για να δώσω για την εγγραφή του Γυμνασίου. Θα στα δώσω» του λέω. «Θα δουλέψω αργότερα, θα στα δώσω, θα τα βρω». Και μου λέει «Αριστοτέλη, τι τα θέλεις τα γράμματα; Κοίταξε να βρεις παιδί μου μια δουλειά, να βγάλεις το ψωμί σου. Άσ' τα γράμματα». Του λέω «Θείε, αν μου επιτρέπεις, εγώ θέλω να πάω, να συνεχίσω». «Δεν έχω. Δεν μπορώ να σου δώσω». Δεν μπορούσε να μου δώσει 200 δραχμές... Αυτό ήταν πλήγμα μεγάλο, αλλά δεν πτοήθηκα. Επειδή δεν είχα που αλλού να ζητήσω, πήγα και γράφτηκα στο νυχτερινό Γυμνάσιο. Εκεί δεν χρειαζόταν να πληρώσεις εγγραφή. Περιττό να πω ότι παρόλο το μικρό της ηλικίας μου, το νεαρό της ηλικίας μου, έβλεπα ότι η κατάσταση στην Ελλάδα ήταν όχι και τόσο εύκολη. Καταρχήν, τα δύο μου αδέρφια είχαν ξενιτευτεί. Η μια μου αδερφή είχε παντρευτεί και είχε πάει στο Βέλγιο και η άλλη μου αδερφή, επίσης παντρεμένη, πήγε στη Βραζιλία. Λοιπόν. Έβλεπα ότι δεν είχε μέλλον στην Ελλάδα, εκτός αν είχες πατέρα πλούσιο ή κάποιον πολιτικό. Αυτό έλεγα από τότε. Και μια και δυο, άρχισα να σκέφτομαι να φύγω. Εντάξει, περιττό να πω ότι υπήρχαν και οι ερωτοδουλειές μας τότε, είχαμε ερωτευθεί. Οι παιδικοί, πλατωνικοί έρωτες τότε. Και δεν με άφηνε η κοπέλα μου να φύγω, αλλά εγώ αποφάσισα να φύγω. Και να μην σας κουράζω…

Κ.Μ.:

Αφού είχατε τελειώσει το Γυμνάσιο;

Α.Σ.:

Όχι, όχι, στην τρίτη Γυμνασίου αυτό. Στην τρίτη Γυμνασίου. Εγώ δεν πίστευα ότι η μητέρα μου θα μου το επέτρεπε ποτέ, επειδή με αγαπούσε πάρα πολύ, ήμουν ο μικρότερος. Αλλά βλέποντας την όλη κατάσταση, μου είπε «Να πας παιδί μου, αν είναι για το καλύτερό σου». Και σε λίγο, μου έστειλε ο γαμπρός μου μια πρόσκληση. Αλλά τότε, για να πας στη Βραζιλία, έπρεπε να έχεις ένα δίπλωμα, ότι είσαι κάτι, άσχετα τι ηλικία είσαι. Οπότε, πήγα στη Σιβιτανίδειο Σχολή ένα χρόνο κι έβγαλα ένα δίπλωμα... Επειδή ο γαμπρός μου ήταν στο επάγγελμα μαραγκός, επιπλοποιός στην ουσία, ότι ήμουν επιπλοποιός. Κάνω έπιπλα κτλ. Και με αυτό δίπλωμα λοιπόν, μπόρεσα και πήγα στη Βραζιλία. Η Βραζιλία είναι ένας τόπος μαγευτικός. Τότε. Φτάνοντας-.

[00:20:00]

Κ.Μ.:

Αυτό ήθελα να σας ρωτήσω. Φεύγοντας από την Ελλάδα και φτάνοντας στην Βραζιλία, τι ήταν αυτό που μόλις είδατε, το θυμάστε;

Α.Σ.:

Ναι. Καταρχήν, φτάνοντας στο Ρίο ντε Τζανέιρο, στην πρωτεύουσα τότε και βλέποντας εκείνο το μεγάλο τον σταυρό επάνω στο βουνό, έκανα το σταυρό μου και είπα «Πιστεύω να με βοηθήσεις». Είναι μια πανέμορφη χώρα, ένας εύθυμος λαός. Όταν λέω λαός, εννοώ είναι μια mixed salad, είναι μια σαλάτα από όλα τα έθνη, αλλά είναι οι Βραζιλιάνοι. Ζούνε για το σήμερα! Τους αρέσει η μπάλα, το football, μουλιέ, η cachaca. H cachaca ήταν το ποτό, ένα παρόμοιο σαν το ούζο το δικό μας, σαν το τσίπουρο και μουλιέ οι μουλάτες οι γυναίκες. Και η samba. Κοντά στον γαμπρό μου-. O γαμπρός μου έμενε έξω από το Ρίο, στην Κουριτίμπα, στο νομό Παρανά, είχε ένα πολύ όμορφο, μεσογειακό κλίμα μπορώ να πω. Μόνο που το φθινόπωρο είχε πάρα πολλές βροχές. Κόκκινο χώμα, για να βρεις πέτρα, ήταν δύσκολο, δεν έβρισκες πέτρα. Και ασχολήθηκα με το ποδόσφαιρο. Βοηθούσα το γαμπρό μου στη δουλειά, μου άρεσε το ποδόσφαιρο, αλλά έβλεπα ότι δεν μπορούσα να τους φτάσω τους Βραζιλιάνους. Και ενώ έπαιζα καλή μπάλα, έπαιζα κι εδώ, πριν φύγω ακόμα, πιτσιρίκος, διάλεξα το μποξ. Διάλεξα το μποξ για ατομική μου ασφάλεια, βασικά.

Κ.Μ.:

Ήταν επικίνδυνα τότε στη Βραζιλία;

Α.Σ.:

Αλλά, ήταν ο ενθουσιασμός μου τόσος πολύς, που μου είχαν προτείνει να συνεχίσω, να γίνω επαγγελματίας. Ποτέ δεν το δέχτηκα. Ο γαμπρός μου πριν πάω εκεί, μου είχε πει να πάρω μια καρέκλα μικρή από εδώ, αυτές τις αναδιπλωμένες με πανί, και ένα μικρό τραπεζάκι. Και από αυτό το μοντέλο έφτιαχνε αυτός μεγάλα σετ, ένα τραπέζι και τέσσερις καρέκλες, οι οποίες ήταν ιδανικές για τους κήπους των πλούσιων σπιτιών. Αυτού του είδους το σετάκι δεν υπήρχε και πήγαμε πολύ καλά. Εγώ είχα... Μου είχε πάρει ένα ποδήλατο, το οποίο είχα βάλει δύο ξύλα και πέρναγα τις καρέκλες και από πάνω το... Και γύριζα με το ποδήλατο και πήγαινα στις κάπως καλές γειτονιές και είχε πολλές φορές, πούλαγε και δύο και τρία σετ. Δηλαδή, έκανε καλά λεφτά. Με τη βοήθεια τη δική μου -όχι ότι το έκανα εγώ-, αλλά και με τη δουλειά του γαμπρού, καταφέραμε και ανοίξαμε ένα μικρό μαγαζάκι στην πλατεία Tiradentes, ήταν στο κέντρο της Κουριτίμπας, στο κέντρο της πόλεως. Ένα καφέ. Καφέ με σάντουιτς, με γλυκά που έφτιαχνε η αδερφή μου, κεφτεδάκια, τυροπιτάκια κ.τ.λ. Και το κιόσκι αυτό, μέσα σε ένα χρόνο, μας έδινε τότε, να ανοίξουμε ένα πραγματικό μαγαζί. Ένα μεγάλο μαγαζί, το οποίο ήταν super market. Είχε τα πάντα μέσα. Ο γαμπρός μου, δεν είχαμε μισθό, απλώς μου είχε υποσχεθεί ότι αφού ενηλικιωθώ και με την προοπτική που πηγαίναμε, θα ανοίγαμε κι άλλο μαγαζί, -πηγαίναμε πάρα πολύ καλά-, θα μου έδινε ένα από αυτά τα μαγαζιά, δικό μου. Στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου, εγώ όταν έφυγα από την Ελλάδα, ήταν μεν η Βραζιλία, αλλά σκεφτόμουν να πάω στην Αμερική. Ήθελα να πάω στην Αμερική, όχι για τίποτα άλλο, όχι ότι θα έβρισκα τα λεφτά στο δρόμο, αλλά ήξερα ότι εκεί, το δολάριο είχε μεγάλη αξία και ότι θα μπορούσα να συγκεντρώσω περισσότερα χρήματα, πιο γρήγορα απ' ότι... Στη Βραζιλία ήταν ωραία να ζεις. Δηλαδή, με αυτά που βγάζαμε, ζούσαμε πλουσιοπάροχα, αλλά δεν είχε αξία το νόμισμα.

Κ.Μ.:

Τι όνειρα κάνατε για το μέλλον;

Α.Σ.:

Ακριβώς. Σκεπτόμενος το μέλλον, είπα να πάω στην Αμερική. Και ενώ στη Βραζιλία είχα την αδερφή μου, στην Αμερική δεν είχα κανέναν όμως. Αλλά όταν προγραμμάτιζα κάτι, το σκεφτόμουν πάρα πολύ, το μελετούσα πάρα πολύ και μετά από τρία χρόνια, δυόμισι χρόνια, παραμονής μου στη Βραζιλία, είπα στον γαμπρό μου ότι θέλω να φύγω. Βέβαια, αυτός έπεσε από τα σύννεφα «Να πας που;» Και όταν του είπα «Αμερική» γέλασε. Λέει «Πως θα πας Αμερική; Δεν έχεις κανέναν εκεί. Και μην ξεχνάς» μου λέει, «ότι ξες, είμαι υπεύθυνος για εσένα». Ήμουν πιτσιρίκος ακόμη, 17-18 χρονών. Του λέω «Μανώλη, εγώ θα φύγω. Αν έχεις την καλοσύνη, να καθίσουμε να κάνουμε λογαριασμό, αν είναι να πάρω κάτι». Και καθίσαμε στο τραπέζι με μια μπύρα και δύο ποτήρια και θυμάμαι… Πήρε το μολύβι. «Τόσα για φαγητό, τόσα για ύπνο, πήρες τρία παντελόνια, πέντε πουκάμισα, έξι σώβρακα, η ηλικία σου τότε, έπρεπε να παίρνεις τόσα...». Στη σούμα βγήκε ότι του χρωστούσα και από πάνω. Δεύτερο σοκ! Μετά το θείο μου, λέω «Δεν είναι δυνατόν να δουλεύω δύο χρόνια και να μην πάρω κάτι!» Του λέω «Εντάξει, δεν πειράζει. Εγώ θα φύγω ούτως ή άλλως».

Α.Σ.:

Και έφυγα. Έφυγα με σχεδόν τίποτα στην τσέπη. Έφυγα μαζί με έναν φίλο μου, Έλληνα, συνομήλικό μου. Και πήγαμε στο Σάντος. Το Σάντος είναι το μεγαλύτερο λιμάνι της Βραζιλίας. Περιμένοντας να έρθει κάποιο ελληνικό πλοίο. Ο μόνος τρόπος, για να πάμε στην Αμερική, ήταν να μπαρκάρουμε σε κάποιο πλοίο. Μείναμε περίπου μια βδομάδα περιμένοντας κάποιο ελληνικό πλοίο στο Σάντος, δεν ερχόταν. Και δεν κρύβω ότι το φαγητό μας ήταν πρωί-μεσημέρι-βράδυ μπανάνα, επειδή ήταν πολύ φθηνή. Δεν είχαμε πολλά λεφτά. Και είχαμε ένα ξενοδοχείο της κακιάς ώρας και μέναμε μαζί σε ένα δωμάτιο έως ότου έρθει το πλοίο. Τελικά, ήρθε ένα πλοίο, μετά από δέκα μέρες περίπου, ο «Άγιος Δημήτριος» θυμάμαι. Ένα πετρελαιοφόρο. Και μια και δυο, ανεβήκαμε απάνω, πήγαμε κατευθείαν στον καπετάνιο, ευγενέστατος αυτός, μας έκοψε από κάτω μέχρι πάνω. Λέει «Σκοπεύετε να πάτε Αμερική;» «Όχι, όχι» του είπαμε και οι δύο. Λέει «Αυτή τη στιγμή χρειάζομαι μόνο έναν. Διαλέξτε ποιος θέλει να έρθει». Εκεί ήταν το μεγάλο δίλημμα, γιατί ήμασταν πολύ φίλοι. Και «Πήγαινε εσύ, όχι θα πάω εγώ». Και λέω «Περίμενε», βγάζω ένα κέρμα, να το παίξουμε κορώνα-γράμματα, έτυχε να πάει αυτός. Στεναχωρήθηκε πάρα πολύ. Έφυγε ο φίλος μου ο Στράτος και έμεινα μόνος μου στο λιμάνι. Λέω «Δεν πειράζει». Περιμένω το δεύτερο πλοίο. Μετά από λίγες μέρες, ήρθε ένα supertanker, ελληνικό πλοίο, ελληνική σημαία, 40.000 τόνους, το ΚΙΜΟ. Το όνομα ήταν ΚΙΜΟ. Ήταν χιώτικο πλοίο, πετρελαιοφόρο. Μια και δυο ανεβαίνω απάνω, χτυπώ την πόρτα του καπετάνιου και με ύφος δέκα καρδιναλίων εγώ, για να φαίνομαι μεγάλος, σήκωνα το στήθος μου επάνω, λέω «Καλημέρα καπετάνιε, έχετε ανάγκη από κάποιον ναυτικό;» Λέει «Τι ξέρεις να κάνεις;» Λέω «Εκείνο που ξέρω, εκείνο που μου αρέσει είναι η μουτζούρα. Αν μπορείς να με στείλεις στη μηχανή, θέλω να γίνω μηχανικός». Λέει «Μήπως θες να πας στην Αμερική;» Είπα ψέματα «Για τ' όνομα του Θεού καπετάνιε! Όχι» λέω «Εγώ θέλω να γίνω ναυτικός». Φωνάζει τον μηχανικό «Πάρ' τον κάτω». [Δ.Α.] ήταν απίστευτο. Και φώναξε τον τρίτο μηχανικό, ο οποίος ήταν ο μόνος ξένος, όλοι άλλοι ήτανε Χιώτες. Αυτός ήταν Πειραιώτης. Και μας αποκαλούσαν μετά «Έχουμε δύο ξένους στο πλοίο». Και όταν έψαχνα να βρω ποιοι είναι οι δύο ξένοι, μου λέγανε «Εσύ και ο Πειραιώτης». Οι Χιώτες ήταν Χιώτες, εμείς ήμασταν ξένοι. Εν πάση περιπτώσει, αυτό ήταν το λιγότερο που με ενοχλούσε. Ο φίλος μου, ο τρίτος μηχανικός, ο Πειραιώτης, ήταν ένα εξαιρετικό παιδί. Αυτός είχε βγάλει σχολή μηχανικών και μπάρκαρε απλώς για να κάνει προϋπηρεσία, για να συνεχίσει τη ναυτική του ζωή. Μου έμαθε πολλά πράγματα. Βεβαίως, το να πηγαίνεις τώρα βοηθός μηχανικού σε ένα πετρελαιοφόρο... Η μουτζούρα έφτανε μέχρι εδώ, μέχρι τους αγκώνες μου, το γράσο! Αλλά ήταν από τα πιο μοντέρνα πλοία που κυκλοφορούσαν. Ήταν οι τουρμπίνες. Έκοβε 20 μίλια τότε, ήταν μεγάλη ιστορία. Την ώρα. Και φόρτωνε γύρω στους 60 με 80 χιλιάδες τόνους πετρέλαιο. Και κάναμε ταξίδια Περσικό, πήγαμε μία ταξίδι Άμστερνταμ... Σόρρυ, Ρότερνταμ. Και από εκεί πήγαμε Ιαπωνία. Από Ιαπωνία πήγαμε Αμερική. Όταν φτάσαμε στην Αμερική-. Εγώ βέβαια είχα αγοράσει χάρτες, που να πάω, που να κατέβω... Ήξερα σε ποιο λιμάνι θα πηγαίναμε. Ήταν ψηλά στην Αμερική, κοντά στα σύνορα με τον Καναδά, το Saint-Georges. Και είχα, το πλάνο το είχα έτοιμο. Αλλά άλλο να σχεδιάζεις και άλλο να το κάνεις στην πραγματικότητα. Δεν το ήξερε κανένας, μόνο ο [00:30:00]τρίτος μηχανικός, ο φίλος μου, ο Πειραιώτης που ήμασταν μαζί, μέναμε στην ίδια καμπίνα. Μπορώ να σου πω πολλά πράγματα για το ταξίδι σε αυτό το... 11 μήνες και 20 μέρες, που έγινα ναυτικός, να βλέπεις μια θάλασσα «λάδι». Νόμιζες ότι ήταν γιαούρτι. Και λέω «Θα μπορέσει να τη διασχίσει το πλοίο;» Άνοιγε το πλοίο και έσκυβα και έβλεπα. Είχαμε περάσει καταιγίδες, είχαμε πέσει σε κυκλώνα, που το πλοίο βυθιζόταν μέσα, όλο! 30-40 μέτρα κύματα. Και μετά έβγαινε όλο απάνω και μετά, ξανά βούταγε με τη μύτη. Δηλαδή, να σε πετάει από τη μια μεριά στην άλλη. Ήμασταν όλοι δεμένοι.

Κ.Μ.:

Εσείς, επειδή ήσασταν και μικρός, φοβηθήκατε κάποια στιγμή;

Α.Σ.:

Όχι. Όχι. Δεν φοβήθηκα ποτέ. Το μόνο πρόβλημα που είχα, ήταν στην αρχή, τις πρώτες μέρες, που δεν μπορούσα να συνηθίσω το κούνημα και έκανα συνέχεια εμετό. Και είχε δώσει εντολή ο ίδιος ο καπετάνιος, μόλις έκανα εμετό, να με ταΐζουν, να μου φέρουν να τρώω πάλι, για να συνηθίσει το στομάχι, να αντέξει. Αυτό κράτησε 10-15 μέρες. Μετά δεν με πείραζε ούτε το κούνημα. Αλλά φόβο είπατε; Όχι. Δεν αισθάνθηκα ποτέ το φόβο. Εκείνο που με τρόμαζε, ήταν όταν άκουγα το τρίξιμο. Δηλαδή, όταν έπεφταν δύο κύματα κάτω, αυτό. Ήταν 300 μέτρα μάκρος και 30 φάρδος, αυτό το πετρελαιοφόρο. Και όταν έσκαγαν δύο τεράστια κύματά από κάτω, λύγιζε το πλοίο. Έβλεπες το πλοίο, λύγιζε! Και έκανε «κρουκ, κρουκ, κρουκ». Λέω «Τώρα θα σπάσει». Και μου είχαν πει όλοι οι ναυτικοί ότι αυτό το πλοίο δε θα βυθιστεί, θα σπάσει. Μπορεί να κοπεί, αλλά δεν βυθίζεται. Και πράγματι έτσι ήταν. Δεν έσπασε ποτέ. Απλώς, σε μια καταιγίδα, που πηγαίναμε Ιαπωνία, τα δύο κολωνάκια που ήταν η γέφυρα από πάνω, ήτανε μπροστά… Μας είχε πιάσει… Υπήρχε μια ονομασία, δε θυμάμαι, για αυτήν την καταιγίδα και έκοψε... Μιλάμε τώρα, για ένα σίδερο που δύο άνθρωποι δεν το αγκάλιαζαν. Το έκοψε σαν να το έκοβες με πριόνι και γύρισε η γέφυρα λίγο αριστερά. Και θυμάμαι συναγερμός το βράδυ, 10 η ώρα το βράδυ, μέσα στη βροχή, μέσα στη θύελλα, αέρα, δεμένοι όλοι με ένα σχοινί, για να μην μας πάρει το νερό που έμπαινε μέσα. Κάναμε οκτώ με συρματόσχοινο, λίγο πιο ψηλά που είχε κοπεί, και κρατήσαμε τη γέφυρα σφικτά μέχρι να φτάσουμε στην Ιαπωνία. Και θυμάμαι όταν πλησιάζαμε και μπαίναμε στο… Γιατί πηγαίναμε για πρώτο service του πλοίου, ένα χρόνο ήταν. Όταν μας είδαν οι Ιάπωνες, στην Ιαπωνία, έκαναν «Ωωωωω!» Έκανε «Ωωωω!» Και με τον τρόπο που ήταν κομμένο και με τον τρόπο που το είχαμε δέσει. Μας θαύμαζαν οι Ιάπωνες. Αυτό είναι μια μικρή λεπτομέρεια. Και βεβαίως για εμένα η… Την είχα αποκαλέσει τη ζωή του ναυτικού «αλμυρό ψωμί». Δηλαδή εντάξει, βγάζανε χρήματα, αλλά δεν είναι ζωή. Ταξιδεύεις 40 μέρες, 35 μέρες, να φτάσεις σε ένα λιμάνι και σε 24 ώρες άλλες 30 μέρες. Γιατί φορτώνανε και ξεφορτώνανε αυτόματα, πολύ γρήγορα. Από τότε. 30-35 μέρες μέσα στη θάλασσα, συνέχεια ουρανό και θάλασσα. Λέω «Δεν είναι αυτό για εμένα».

Α.Σ.:

Και όταν φτάσαμε λοιπόν, το πρώτο μας ταξίδι στην Αμερική, τότε υπήρχε νόμος, που απαγόρευε στους πρώτους ναυτικούς που επισκέπτονται την Αμερική, δεν τους επέτρεπαν να βγουν έξω. Ενώ οι άλλοι παίρναν ένα πάσο για 24 ώρες, όσες ώρες δηλαδή το πλοίο φόρτωνε ή ξεφόρτωνε, είχαν δικαίωμα να βγουν έξω, να επισκεφθούν την Αμερική. Οι άλλοι όλοι μέσα. Ένας από αυτούς ήμουν και εγώ. Έμεινα μέσα. Αλλά φεύγοντας, είπα «Την άλλη φορά θα σε επισκεφθώ». Και πράγματι, μετά από 3-4 μήνες ξανακάναμε δεύτερο ταξίδι στην Αμερική, οπόταν εγώ τώρα είχα προετοιμαστεί. Για να μην δώσω αιτία και αφορμή να με δουν να φεύγω με τη βαλίτσα «Που πας με τη βαλίτσα;», έφυγα με το κουστούμι που φορούσα. Θυμάμαι πιτσιρίκος είχα ένα κουστούμι ριγέ με μπλε, με γραβάτα και είχα και… Επειδή στα λιμάνια δεν δίνανε πολλά λεφτά, για να μην τα ξοδεύουν οι ναυτικοί, είχα 38 δολάρια επάνω μου. Εν τω μεταξύ το διαβατήριο, επειδή εγώ δεν είχα φυλλάδιο ναυτικό, το κρατούσε ο ύπαρχος. Ο ύπαρχος είναι ο υποπλοίαρχος του καραβιού. Το είχε στο συρτάρι του μέσα και σκεφτόμουν ότι θα έπρεπε να έχω το διαβατήριο, αλλά να πάω να πάρω το διαβατήριο μέσα από το γραφείο του υπάρχου ήταν… Δεν το έκανα. Αλλά σαν κάτι να είχε υποψιαστεί και ο ύπαρχος, δηλαδή τον σκοπό μου κ.τ.λ. Από την Ιαπωνία, το πρώτο ταξίδι που κάναμε, αγόρασα ένα σάκο προπονήσεως, αγόρασα γάντια και περιττό να σου πω ότι κάθε μέρα έκανα προπόνηση στην πρύμη του καραβιού και το έβαζα μετά μέσα στο μεγάλο κουτί που είχαμε τα σωσίβια. Θέλω να πω ότι ήμουνα… Δεν μου άρεσε να κάθομαι. Δούλευα δύο τετράωρα, τέσσερις και τέσσερις ώρες στη μηχανή, τις υπόλοιπες ώρες ξεκουραζόμουν, 4-5 ώρες και μετά πήγαινα πίσω και ξέδινα. Δηλαδή, μου άρεσε να ασκούμαι, ήθελα να κάνω κάτι. Και φτάνοντας λοιπόν στην έξοδο, στη σκάλα που κατεβαίνουν όλοι για να δώσουν τα πάσα, ήταν ένας αξιωματικός και ο ύπαρχος που έλεγχε την… Μπήκα και εγώ στη σειρά και βλέπω ξαφνικά να έρχεται ο ύπαρχος κοντά μου και χαμηλά με το χέρι του, μου δίνει το διαβατήριό μου. Και μου λέει «Καλή τύχη Αριστοτέλη». Δεν το πίστευα! Δεν πρόλαβα να του πω ούτε ευχαριστώ. Έφυγε. Οπότε, με το διαβατήριο στην τσέπη τώρα, ήταν διαφορετικά. Κατέβηκα κάτω και βάση του σχεδίου που είχα, πήγα στον πρώτο σταθμό λεωφορείων, που ήταν εκεί κοντά, να φύγω μακριά από το Σάντος, απ’ το λιμάνι. Ο σκοπός μου ήταν να πάω στην Washington D.C., ήταν αρκετά μακριά, αλλά εγώ ήθελα να φύγω από εκεί. Πήρα το λεωφορείο, θυμάμαι είχε δύο πάνθηρες στα πλευρά του. Ένα τεράστιο λεωφορείο. Τρεις-τέσσερις ώρες δρόμος, σταματήσαμε, δε θυμάμαι την πόλη, και μπήκα στο τρένο. Το τρένο θα με πήγαινε στην Washington. Οπόταν, δεν μιλούσα σε κανέναν, τα αγγλικά μου ήταν ανύπαρκτα, αλλά επειδή δεν ήξερα σε πόση ώρα θα φτάσουμε, πότε θα φτάσουμε και ποιος θα με ειδοποιήσει, με έτρωγε αυτό, δεν μπορούσα να ησυχάσω. Αφού πέρασαν δύο-τρείς ώρες και… Βέβαια σκεφτόμουν ότι θα δω μια μεγάλη πόλη, θα δω ένα… Εκεί πρέπει να είναι. Αλλά συναντούσαμε και άλλες πόλεις, που ήταν αρκετά μεγάλες, και με έπιασε πανικός. Λέω «Να μην φύγω από εκεί που θέλω να πάω τελικά». Σε κάθε βαγόνι τότε, υπήρχε και ένας επιστάτης μπορώ να πω, ένας άνθρωπος, ένστολος, ο οποίος εξυπηρετούσε τον κόσμο, τους επιβάτες. Και με τα πορτογαλικά μου περισσότερο, γιατί είχα μάθει καλά τα βραζιλιάνικα, λίγα ισπανικά, λίγα ιταλικά, προσπαθούσα να του πω ότι «Το Washington D.C. που βρίσκεται;» Δεν καταλάβαινε αυτός με τον τρόπο που το έλεγα, πήγε μου έφερε δύο-τρεις ανθρώπους, τίποτε. Οπόταν, τον βλέπω ξαφνικά, έφυγε και έρχεται με ένα τσούρμο από παιδιά, καμιά εικοσαριά νέα παιδιά, φοιτητές, οι οποίοι επέστρεφαν από μια εκδρομή, που είχανε κάνει στον Καναδά. Σας είπα ότι ο Καναδάς με τα σύνορα ήτανε πολύ κοντά. Και μέσα σε αυτό το τσούρμο άρχισα κι εγώ να τους μιλάω ισπανικά, πορτογαλικά… Ναι, ξέρανε εκεί «Buenos días, buenas noches, buenas tardes». Αλλά αυτό που τους έλεγα, δεν μπορούσαν να το καταλάβουν. Και πάνω στην απελπισία μου, λέω «Ρε γαμώ το κέρατό μου, δεν μιλάει κανένας ελληνικά εδώ μέσα;» Και ξαφνικά, πετάγεται ένας πιτσιρίκος και λέει «Το κύριο είναι Έλληνα;» Εντάξει, αυτό ήτανε… Λέω «Έλα χρυσέ μου, έλα Χριστέ μου! Εσένα περιμένω!» Και καθίσαμε, συζητήσαμε, του είπα που θέλω να πάω, που θέλω να βγω και μου λέει «Θα σου πω εγώ που θα βγεις». Μετά από μια ώρα, φτάσαμε εκεί και μάλιστα, μου έδωσε κι ένα όνομα ενός ξενοδοχείου, το οποίο μου λέει «Είναι στην άλλη γωνία από το σταθμό. Να πας να μείνεις εκεί γιατί ήταν αργά». Και αυτό έκανα. Τον ευχαρίστησα, έφτασα, κατέβηκα, πήγα στο ξενοδοχείο, με το διαβατήριο, έμεινα, μου πήρε 12 δολάρια για ένα βράδυ, τη μισή μου περιουσία, αλλά δεν μπορούσα να κοιμηθώ στο δρόμο. Και πρωί-πρωί, την άλλη μέρα, τον παρακάλεσα να μου σημειώσει κάποια ελληνική εκκλησία. Saint George ήταν, κάπου εκεί κοντά. Επίσης Saint George, Άγιος Γεώργιος. Και μου σημάδεψε και με αυτό μπήκα σε ένα ταξί και πήγα στην εκκλησία, ελληνική εκκλησία. Λέω, από εκεί θα ξεκινήσω. Δηλαδή… Ο ιερέας δεν μπορεί να με πετάξει στο δρόμο και δεν μπορεί να με καρφώσει, πάνω από όλα. Άλλη τρομερή συγκυρία! Την ώρα που έφτανα εγώ στα σκαλοπάτια, κατέβαινε τρεχάτος ο ιερέας με μια κυρία ηλικιωμένη. Λέω «Συγνώμη πάτερ, μπορώ να σας μιλήσω;» Λέει «Όχι τώρα, όπως βλέπεις βιαζόμαστε, έχουμε αργήσει σε ένα ραντεβού» «Μα, πρέπει να σας πω». Λέει «Έλα μαζί μου». Και μπήκα και εγώ στο αυτοκίνητο. Στο δρόμο που πηγαίναμε, μετά από λίγο, «Ναυτικός είσαι;» Ήμουν κατακόκκινος. Το πρόσωπο, θάλασσα, ήλιο, αλμύρα και όλα αυτά. Λέω «Ναυτικός είμαι. [00:40:00]Ήμουν». Μου λέει «Ωραία. Κοίταξε να δεις, εκεί που πάμε, μας έχουν προσκαλέσει για ένα γεύμα. Αφού φάμε, θα γυρίσουμε πίσω στην εκκλησία να τα συζητήσουμε. Εντάξει;» «Εντάξει». «Αλλά μην τους πεις ότι είσαι ναυτικός». «Εντάξει». Πήγαμε λοιπόν στο σπίτι αυτό. Υπήρχαν και άλλοι Έλληνες μέσα εκεί. Ο οικοδεσπότης ήταν ένας σεβάσμιος, μεγάλος άνθρωπος, Μισέλ Άντζελο το επίθετό του, αλλά στο ίδιο σπίτι έμενε και ένας Κώστας, ο οποίος ήταν παλιά ναυτικός, κι αυτός. Αφού φάγαμε, αφού φάγαμε λοιπόν, εγώ σαν Ελληνάρας περίμενα να μου πάρουν το πιάτο, να μου φέρουν άλλο κ.τ.λ., κ.τ.λ. Είδα ότι ένας-ένας σηκωνόταν και πήγαινε και το έπλενε μόνος του στην κουζίνα. Έτσι ήταν το σύστημα. Οπόταν, έρχεται ο Κώστας, ο νεότερος και μου λέει… Είχε [Δ.Α.] «Πάρε το πιάτο σου και έλα, πάμε στην κουζίνα να το πλύνουμε». Λέω «Ναι», πήρα το πιάτο και πήγα. Όπως πλένω τα πιάτα, μου λέει «Ναυτικός είσαι;» Τώρα τι να κάνω; Είχα υποσχεθεί στον ιερέα να μην το πω. Έτσι μου είχε πει. Αλλά λέω δεν βαριέσαι, ναι. «Ναυτικός» του λέω «είμαι». Μου λέει «Κοίταξε να δεις, όταν θα φύγει ο παπάς, εσύ θα μείνεις εδώ». Λέω «Μα πως; Αφού ήρθα με εκείνον». Λέει «Θα συνεννοηθώ εγώ με τον παππούλη. Εντάξει;» «Εντάξει». Συνεννοηθήκαν μεταξύ τους, έφυγε και με κράτησαν εκεί. Πρόσεξε να δεις συγκυρίες τώρα! Αυτοί οι άνθρωποι είχαν ένα νέο παιδί, ο Michel-Angelo, το οποίο είχε σκοτωθεί. Και στην παρουσία μου, δεν ξέρω πως, έβλεπαν εκείνον μάλλον. Και μια και ήμουν και ναυτικός, μια και είχα ανάγκη να με προστατεύσουν, να με βοηθήσουν κ.τ.λ., θεώρησαν ότι ήταν υποχρέωσή τους. Έμεινα τρεις μήνες εκεί, σε αυτό το σπίτι. Μου είχαν στη σοφίτα επάνω, ένα τεράστιο κρεβάτι, και μου έκανε εντύπωση ότι πήγα να ξαπλώσω στο στρώμα και βούλιαξα. Δεν είχα ξανακοιμηθεί σε τέτοιο στρώμα. Ξέρεις, αμερικάνικο στυλ. Προγραμματισμένα τα πάντα, 8 η ώρα breakfast, 10 η ώρα είχαμε γεύμα μικρό, το μεσημέρι φαγητό, το βράδυ τρώγαμε. Και είχαμε και τρείς ώρες μάθημα αγγλικά, κάθε μέρα, με τον Μισέλ, τον μεγάλο τον κύριο, ο οποίος... Τα πήγαινα πολύ καλά, αλλά στη λέξη «girl» μπέρδευε η γλώσσα μου και αυτός ήθελε να το πω με αμερικάνικη προφορά «girl» και ξανά πάλι μπέρδευε η γλώσσα μου. Ήταν η μόνη δυσκολία μου. Κατά τ’ αλλά είχα μάθει αρκετά αγγλικά. Για να παίρνω λίγο αέρα, γιατί δεν μπορούσα να μένω όλη την μέρα μέσα στο σπίτι, με παίρναν τα απογεύματα, μόλις σουρούπωνε, με ντύνανε παραλλαγή με καπέλο τζόκεϊ, μπουφάν, να μην φαίνομαι κ.τ.λ. Γιατί αυτοί φοβόνταν και τους γείτονες. Δηλαδή, ένα νέο παιδί κ.τ.λ. Που; Πως; κ.τ.λ. Και μου λέγαν «Μη βγαίνεις στα παράθυρα και μην βγαίνεις έξω, να περάσει ο καιρός» κ.τ.λ. Και ακολουθούσα τους κανόνες. Και με παίρναν με το αυτοκίνητο τους και με πηγαίναν στην παραλία και περπατούσα λιγάκι να πάρω λίγο αέρα. Αυτό κράτησε τρεις μήνες όπως είπα. Ώσπου ένα πρωινό, ήρθαν δύο κύριοι με καμπαρντίνες και καπέλα. Καταλάβαμε ότι ήταν αστυνομικοί, χτυπήσαν την πόρτα και είχαν το ιστορικό μου όλο! Ονοματεπώνυμο, ηλικία, ποιο πλοίο έφυγε κ.τ.λ. Και τους ρωτούσαν αν είχανε δει κάτι. Και τους είπαν αυτοί «Όχι». Και αφήσαν μια κάρτα «Αν μάθετε κάτι, θα μας ειδοποιήσετε». Τότε οι νόμοι ήταν πολύ αυστηροί. Δηλαδή αν-.

Κ.Μ.:

Η ποινή για εσάς ποια θα ήταν; Η πιθανή ποινή;

Α.Σ.:

Είχανε… Δεν ξέρω ακριβώς, αλλά είχαν φυλάκιση και είχαν και τρομερά πρόστιμα. Δεν επέτρεπαν να φυλάξεις λαθραίο στο σπίτι σου. Ήταν ο νόμος. Νομίζω ισχύει ακόμα και σήμερα. Οπόταν, μου είπαν «Αριστοτέλη, τώρα πρέπει να φύγεις. Αφού ήρθαν εδώ, αυτοί θα στήσουν και περιπολίες κοντά στο σπίτι και θα πας στην Καλιφόρνια, στον αδερφό του Κώστα». Εκεί ήταν ο Γιώργος. Λέω «Εσείς ξέρετε». Οπόταν, ξανά με βάζουν σε ένα πούλμαν μέσα, μου δώσαν ένα μικρό βαλιτσάκι με κάτι που μου είχαν μαζέψει, κάτι πουλόβερ, κάτι παντελόνια και ένα χαρτζιλίκι και με το εισιτήριο στο χέρι. Και μου είπαν «Στο κάθισμα που θα καθίσεις, κάνε πως κοιμάσαι συνέχεια. Μη μιλάς». Από την Washington D.C. να πας στην Καλιφόρνια, περνάς μέσα από αρκετούς νομούς. Και σε κάθε νομό, στα σύνορα, έμπαινε η αστυνομία μέσα και έκανε… Πώς λέγεται;

Κ.Μ.:

Face control;

Α.Σ.:

Face control. Αλλά αυτοί ψάχνανε για Μεξικανούς, ψάχνανε για μαύρους, εγώ ήμουν κατάξανθος. Δεν μου μίλησε κανένας. Οπόταν, φτάνω λοιπόν στο Σακραμέντο, στην Καλιφόρνια. Εκεί με περίμενε ο αδερφός του Κώστα, ο Γιώργος, Ελληνοαμερικανός, παντρεμένος με μια Ελληνοαμερικανίδα, τη Μαρία και οι δύο υπάλληλοι σε κρατική υπηρεσία. Και με υποδέχθηκαν και αυτοί με ανοιχτές αγκάλες. Δηλαδή, μου δώσαν το δωμάτιο... Εντάξει, τώρα είμαι μακριά από τον κίνδυνο της Washington. Έμεινα ένα μικρό διάστημα μέσα, αλλά λέω «Θέλω δουλειά, να κάνω κάτι». Και αυτός ο άνθρωπος, με παρακάλεσε να τον αποκαλώ «θείο» και θα με φώναζε αυτός «ανιψιό» για ευνόητους λόγους, να μην δίνει δικαίωμα στους Έλληνες, γιατί συναντιόμασταν κάθε Κυριακή. Πηγαίναμε ένα γκρουπ στο σπίτι το δικό μου, την άλλη Κυριακή στο δικό σου το σπίτι. Έτσι λοιπόν, είχανε μια επικοινωνία οι Έλληνες μεταξύ τους. Φτιάχνανε το barbeque και τρώγαμε και ακούγαμε και μουσική. Κι εκεί διαπίστωσα ότι τότε, μάλλον και σήμερα, ότι οι Έλληνες αυτοί της ξενιτιάς, είναι πιο Έλληνες από εμάς, εδώ τους Έλληνες. Δηλαδή, ακούγανε Έλληνα, ακούγανε ελληνικό τραγούδι και τους έβλεπες και σηκωνόταν η τρίχα τους απάνω. Ήταν ένας διάδρομος με 20 διαμερίσματα από εδώ και 20 από εκεί, με μια τεράστια πισίνα στη μέση σε έναν κεντρικό δρόμο. Ο θείος μου -θείο μου τον έλεγα-, είχε τη μια πλευρά και την άλλη πλευρά την είχε ένας Αμερικανός, Γερμανός-.

Κ.Μ.:

Να σας κάνω μια ερώτηση πριν συνεχίσετε. Όλα αυτά τα χρόνια, που ήσασταν και στα καράβια και [Δ.Α.], είχατε επικοινωνία με την οικογένειά σας εδώ στην Ελλάδα;

Α.Σ.:

Όποτε μπορούσα, ναι. Όχι μόνο αυτό, αλλά ειδικά όταν πήγα στην Αμερική... Από την Βραζιλία έστελνα μερικά χρήματα στη μητέρα μου. Μπορούσα. Αλλά το ίδιο έκανα και στην Αμερική. Δηλαδή, τη μητέρα μου δεν την ξέχναγα ποτέ. 100 δολάρια το μήνα. Της τα έστελνα όμως, για χαρτζιλίκι. Και βεβαίως, είχαμε αλληλογραφία, στέλναμε γράμματα. Η παραμονή μου λοιπόν, στο Σακραμέντο, ήταν πιο άνετα, δεν φοβόμουν. Βρήκε λοιπόν, μου βρήκε… Ο απέναντι γείτονας ακριβώς του θείο μου, ήταν αυτός ο Γερμανοαμερικανός, ο οποίος είχε ένα εργοστάσιο, ένα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια στην Αμερική τότε. Το AMF. American [Δ.Α.] Κατασκεύαζε... Τι να σας πω; Από bowling machines, αυτά, όταν παίζουν bowling. Ξέρεις, με το που πετάνε τη μπάλα και πέφτουν οι μπουκάλες… Πώς λέγεται; Bowling.

Κ.Μ.:

Bowling.

Α.Σ.:

Μέχρι… Φτιάχναμε μικροτσίπς για διάφορα ηλεκτρονικά και φτιάχνανε caterpillar. Caterpillar είναι τα μεγάλα αγροτικά μηχανήματα. Οπόταν, το στοιχείο μου! Η μουτζούρα. Παρακάλεσε λοιπόν ο θείος μου τον Γερμανό -Γερμανό τον έλεγα-, αν μπορεί να με πάρει. Με πήρε. Και μάλιστα, με πήγαινε αυτός και με έφερνε, επειδή ήμασταν γείτονες. Και έκανε εντύπωση στους άλλους εργαζόμενους τους Αμερικάνους, που πάει και τον φέρνει. Αλλά επειδή εκεί, την εργατικότητά σου την αναγνωρίζουν και την τιμιότητά σου πάνω από όλα. Θυμάμαι μου έδινε να καθαρίσω ένα μηχάνημα, να βιδώσω, να συνδέσω ένα μηχάνημα, εγώ το τελείωνα και δεν σταμάταγα, έπιανα το δεύτερο. Θυμάμαι τους Αμερικανούς, μόλις τελείωναν, έβγαιναν για καφέ. Και μάλιστα, δεν τους άρεσε η συμπεριφορά μου. Και αρχίσαν και πετάγανε κάτι σπόντες. Δηλαδή… Εντάξει, στην αρχή ήμουν στραβάδι. Μου λέγαν «Φέρε μου το hammer, το screwdriver» και τους έπαιρνα δέκα εργαλεία μαζί, επειδή δεν ήξερα τι από όλα λένε. Και μετά έβλεπα ότι αυτό είναι το hammer, αυτό είναι το screwdriver. Και τα μάθαινα σιγά-σιγά, αλλά μάθαινα περισσότερο τη δουλειά, κοίταζα πως δουλεύουν. Αλλά δεν σταματούσα ποτέ. Δηλαδή, μου άρεσε η δουλειά. Αυτά βεβαίως, ο Γερμανός, γιατί έκανε περιπολίες από απάνω, είχε μία εξέδρα, τεράστιο εργοστάσιο και κοίταζε ποιος δουλεύει, ποιος δεν δουλεύει. Και ξαφνικά, άρχισε να μου δίνει πολύ περισσότερα χρήματα. Σε ένα χρόνο μέσα, έπαιρνα -μπορώ να σου πω- χρήματα όσα έπαιρναν και οι ίδιοι Αμερικανοί τεχνίτες. Παράλληλα δε, ο θείος μου επειδή αυτά τα 20 διαμερίσματα τα [00:50:00]νοίκιαζε τα περισσότερα, όποιος έφευγε, πήγαινα και τα έβαφα εγώ και μου έδινε κανονικά το μισθό. Θυμάμαι, τεσσεράμισι δολάρια την ώρα. Όπως έπαιρνε ο μισθός ενός μπογιατζή. Είχαμε ανοίξει λογαριασμό μαζί, επειδή ήμουν ανήλικος εγώ, στην τράπεζα. Είχε υπογράψει και αυτός. Και έβλεπα κάθε μήνα «the amount of money was growing up». Ευχαριστημένος. Βρήκα σχολή του μποξ. Άλλο επίπεδο. Καμία σύγκριση με το μποξ της Βραζιλίας. Και είχα βρει κι έναν Ιταλό προπονητή, έναν θυμάμαι γεροντάκο, ο οποίος, δεν ξέρω, με είχε συμπαθήσει. Και μου έκανε ιδιαίτερα μαθήματα. Και ήταν ο πρώτος, που μου έμαθε αντί να χτυπάμε 1,2 και να φεύγεις, μου λέει «Όχι. 1,2,3» μου λέει. «1,2,3». Δηλαδή ήταν ο μόνος ο οποίος... Και με αυτό το τρόπο τα πήγαινα και εκεί πολύ καλά. Είχα γνωρίσει και μια Ιταλιδούλα κοπελίτσα. Πήγαινα στο νυχτερινό σχολείο για τα αγγλικά μου. Κάθε Κυριακή απαραιτήτως στην εκκλησία, στην χορωδία. Θυμάμαι ήμασταν όλα τα παιδιά στη χορωδία και με είχε βάλει σε μια σειρά ας πούμε χαμηλού. Εγώ έβγαινα και μου έλεγε «Aristotelis, slow down, please». Μου έβγαινε η φωνή, πήγαινα, ανέβαινα στον τενόρο! Μετά συνήθισα. Παρένθεση. Η θεία, η Μαρία, η γυναίκα του θείου Γιώργου είχε μια ανιψιά, συνομήλική μου. Ένα συνηθισμένο κορίτσι. Πολλά λεφτά. Μοναχοκόρη. Και νομίζω όλο το σκηνικό, επειδή… Μπορεί να συνεχίζεται και τώρα, αλλά τότε ήταν, ο Έλληνας έπρεπε να πάρει Ελληνίδα. Η Ελληνίδα να πάρει Έλληνα. Δηλαδή το θέλαν αυτό. Δε θέλαν ξένους. Και με προόριζαν για γαμπρό της ανιψιάς της θείας της Μαρίας, η οποία ήταν Μαρία κι αυτή. Ελένη. Τελειώνοντας τις χορωδίες κάθε Κυριακή, από τη χορωδία, πηγαίναμε σε κάτι μπαράκια να πιούμε μια κόκα κόλα. Και εκεί, το αμερικάνικο σύστημα, είχαν ελεύθερα τα παιδιά. Δηλαδή, της έπιανε ο άλλος τον ποπό, φίλαγε ο ένας τον άλλον… Εγώ ήμουν πολύ συντηρητικός. Ελληνάρας. Την έβλεπα έτσι, λέω εντάξει. Δεν μου άρεσε η συμπεριφορά. Παράλληλα είχα βρει την Ιταλιδούλα, η οποία πήγαινα στο σπίτι της και η μητέρα της έκλεινε το φως, να καθόμαστε εμείς στο μπαλκόνι, στα σκοτεινά. Μέχρι που με κάρφωσε ένας Έλληνας πατριώτης, ο οποίος πέρασε και με είδε να κάθομαι έξω στη βεράντα με την κοπέλα. Ήταν κοντά στο σπίτι μας και πήγε και το είπε στον θείο μου. Και να μην σε κουράζω, μου έγινε πρόταση για τη Μαρία. Και λέω «Κοιτάξτε να δείτε, εγώ δεν ήρθα εδώ να παντρευτώ. Ήρθα να δουλέψω όσο μπορώ, να μαζέψω χρήματα, μπλα, μπλα, μπλα…» Και μου λέει ο θείος μου «Επειδή τα έχεις με Ιταλιδούλα;» Λέω «Πως το ξέρεις;» Λέει «Το ξέρω!» Λέω «Όχι, δεν είναι αυτό». Του εξήγησα όμως τον λόγο. «Και στο κάτω-κάτω» λέω «η κοπέλα αυτή είναι πολύ πλούσια, θα βρει ένα καλύτερο παιδί κ.τ.λ.». Της θείας δεν της άρεσε αυτό, η απόρριψή μου. Και άρχισε λίγο να μου συμπεριφέρεται λίγο διαφορετικά. Οπόταν, εγώ δεν άργησα. Λέω «Θείο, μετακομίζω. Πηγαίνω, έχω βρει ένα μικρό διαμερισματάκι κάπου εδώ κοντά». Μου λέει «Δεν είσαι καλά». Λέω «Ναι, είμαι καλά». Εν πάση περιπτώσει, μετά από πολλές αντιρρήσεις μάζεψα ό,τι είχα και δεν είχα και πήγα σε αυτό το μικρό διαμερισματάκι, αλλά με τον όρο κάθε Κυριακή θα τρώγαμε παρέα μαζί και αν υπήρχε οποιοδήποτε πρόβλημα, θα του το έλεγα. Θυμάμαι μου μάθαινε... Είχε μια Chevrolet του 1954 -τώρα μιλάμε για το ‘56,’57, ‘58, ‘59- καινούργιο αυτοκίνητο. Και μου λέει… Αφού σταματημένοι μου μάθαινε, ήταν αυτόματο αυτοκίνητο τότε, πως να οδηγώ, πως να κάνω… Και κατέβαινε αυτός. Είχαμε πάει σε μια πλατεία έτσι μεγάλη και λέω «Κάθισε». Μου λέει «Όχι, μόνος σου. Να σκοτωθείς» μου λέει «μόνος σου, όχι μαζί μου». Και έτσι άρχισα λοιπόν να μαθαίνω μόνος μου. Οδηγούσα μόνος μου, πιτσιρίκος τώρα, μια Chevrolet ανοιχτή, καμπριολέ από πάνω. Τρομερό πράγμα! Απίθανα πράγματα! Βέβαια, κάπως έτσι είχα φανταστεί την Αμερική. Δηλαδή μεγάλα σπίτια, μεγάλους δρόμους, μεγάλες πισίνες. Όχι ότι τα χρειαζόμουν, αλλά μου άρεσε να τα βλέπω. Δηλαδή, από εκείνη την Καισαριανή, τη γειτονιά μου, με τα χαμηλόσπιτα, τα προσφυγικά σπιτάκια, με εκείνα τα δρομάκια, ξαφνικά να βρεθείς σε... Όμως, ήμουν προσγειωμένος, δεν τρελαινόμουν. Μου άρεσε, αλλά ήμουν συγκρατημένος. Και μετά από δύο-δυόμισι χρόνια πάλι, πλησίαζε η ηλικία μου να υπηρετήσω στο στρατό, εδώ στην Ελλάδα. Άρχισα να κάνω διάφορες σκέψεις. Εντωμεταξύ μια πιτσιρίκα την οποία-

Κ.Μ.:

Είχατε σκεφτεί ποτέ να ξαναγυρίσετε όσο ήσασταν στην Αμερική;

Α.Σ.:

Είχα σκοπό να γυρίσω, ναι. Αλλά όχι αμέσως. Να γυρίσω μετά από δέκα χρόνια. Δηλαδή, να έχω κάνει ένα budget. Αλλά μεσολάβησαν οι στρατιωτικές υποχρεώσεις. Άρχισα λοιπόν να σκέφτομαι. Λέω «Τι να κάνω τώρα; Έχω στρώσει, έχω βρει μια δουλειά ωραία, έχω βρει καλούς ανθρώπους, έχω βρει αυτό που θέλω. Να τα παρατήσω και να πάω τώρα πίσω; Να υπηρετήσω;» Αλλά η σκέψη ότι η γνωριμία μου με τον Γερμανό, σίγουρα θα μου έστελνε αυτός πρόσκληση, επίσημα πια, να έρθω στην Αμερική. Αυτό με έκανε να γείρω περισσότερο σε αυτό. Λέω «Θα πάω να υπηρετήσω την πατρίδα» τότε υπηρετούσαν δύο χρόνια, 24 μήνες όσοι είχαν ειδικότητα «και μετά επιστρέφω». Με αυτό το σκεπτικό λοιπόν, λέω στο θείο μου το Γιώργο μια μέρα, λέω μια Κυριακή, θυμάμαι τρώγαμε έξω στη βεράντα. Του λέω «Θείε Γιώργο, θα φύγω». «Που θα πας;» Λέω «Θα επιστρέψω στην Ελλάδα για αυτό και για αυτό». «Δεν είσαι καλά» μου λέει. «Μετά από τόσα που πέρασες, μετά από τόσες ιστορίες που έχεις τραβήξει, θα σηκωθείς, θα τα παρατήσεις όλα και θα πας στην Ελλάδα;» Λέω « Πρέπει να πάω για αυτό και για αυτό το λόγο. Και αν θέλει ο Θεός, επιστρέφω πάλι». Μου λέει «Θα είναι δύσκολο μετά να επιστρέψεις». Δεν ήθελε για κανένα λόγο να φύγω, γιατί καταλάβαινε ότι κατέστρεφα τη ζωή μου. Αλλά εγώ, όταν είχα αποφασίσει κάτι, δεν έκανα πίσω. Ήταν σαν το ποτάμι, δεν γύριζα πίσω. Και τον παρακάλεσα «Αν μπορείς την άλλη μέρα, όποτε μπορέσεις, να πάμε στην Τράπεζα, να σηκώσω τα χρήματα». Γιατί μόνος μου δεν μπορούσα να τα πάρω. Και βρήκε πάτημα. Μου λέει «Όχι, πήγαινε μόνος σου. Εγώ δεν πάω». Για να με κρατήσει. Λέω «Θείε Γιώργο, θα φύγω και χωρίς λεφτά. Το έχω ξανακάνει αυτό. Λοιπόν, μην με απειλείς. Πάμε σε παρακαλώ πολύ να τα πάρω». Αφού είδε ότι δεν έκανα άλλη σκέψη, πήγαμε μια μέρα και πήραμε τα χρήματα. Μάλιστα, θυμάμαι την ταμία, όταν της είπε ότι θέλει όλα τα χρήματα «Θα τα πάρει όλα ο κύριος;» Λέω «Ναι». Έχω το βιβλιάριο, το έχω ακόμα εδώ, της τραπέζης. Ενώ έγραφε μερικές χιλιάδες δολάρια, έμεινε μηδέν από κάτω. Πήρα λοιπόν τα χρήματα. Έκανα μια βλακεία μπορώ να πω. Ότι λέω «Πριν φύγω να πάω…» Μου άρεσαν οι αναμνήσεις τις Βραζιλίας. Το Μεξικό ήταν δίπλα. Να πάω στο Μεξικό, να καθίσω πέντε-έξι μέρες. Ήθελα να δω Μεξικάνες κ.τ.λ. Και μετά να πάω στην Ελλάδα. Και εκεί στα σύνορα, στο [Δ.Α.] που πήγα να περάσω, πλησίασε το Immigration. Πήγα σε ένα ισπανικό, μεξικάνικο εστιατόριο, που ήταν στα σύνορα ακριβώς επάνω και της μίλησα ισπανικά. Και δίπλα μου τρώγανε αυτοί, οι δύο με τα πολιτικά, οι αστυνομικοί και αφού με αφήσαν και έφαγα κ.τ.λ., όταν πήγα να μπω στο πούλμαν να περάσω μέσα... Σε μια εβδομάδα ήμουν στην Αθήνα. Φοβόμουν να παρουσιαστώ. Δεν είχα ειδοποιήσει κανέναν, στη μητέρα μου μην πάθει τίποτα. Και φώναξα έναν… Συνάντησα έναν παλιό μου φίλο και του λέω «Πήγαινε πες στη μητέρα μου…» Έμεινα σε ένα ξενοδοχείο εκείνο το βράδυ. Περιττό να σου πω ότι φτάνοντας το αεροπλάνο από πάνω από την Αθήνα, ερχόταν από το Σούνιο, και ήταν φωταγωγημένη όλη η παραλία και τα αυτοκίνητα... Ήταν [Δ.Α.] οι παραλίες, τα φώτα... Sickness. Πώς λέγεται; Η αρρώστια, η επιθυμία...

Κ.Μ.:

Νοσταλγία.

Α.Σ.:

Η νοσταλγία της πατρίδας. Συγκινήθηκα πάρα πολύ. Και λέω «Ομορφότερη πόλη από την Αθήνα δεν υπάρχει. Ούτε Νέα Υόρκη, ούτε...» Και τελικά προσγειωθήκαμε, έμεινα στο ξενοδοχείο, ειδοποίησα το φίλο μου, ειδοποίησε τη μητέρα μου, παρουσιάστηκα στη μητέρα μου. Περιττό να σου πω… Έκλαιγε μία μέρα. Και μετά από δύο μήνες, Σεπτέμβρης μήνας, έπρεπε να παρουσιαστώ. Είχε περάσει η σειρά μου από περιοδεύων και δεν είχα παρουσιαστεί. Περιοδεύων ξέρεις τι είναι. Πας, πριν πας φαντάρος και υπογράφεις τα στοιχεία σου και σε προετοιμάζουν σε ποιο θα πας. Εγώ δεν ήμουν εδώ να το κάνω αυτό και έφαγα [01:00:00]τρεις μήνες πρόσθετη υπηρεσία. Ήταν στο φυλλάδιο μου. Και παρουσιάστηκα στο στρατό, στην Τρίπολη και με κατέταξαν στο Μηχανικό μετά από εξετάσεις. Έμεινα τρεις μήνες στο Ναύπλιο, σχολή μηχανικού και τρεις μήνες στο Λουτράκι και πήρα δίπλωμα «Χειριστού Εξωλεμβίων Κινητήρων», μια τρομερή βενζινάκατο, αμερικάνικη, Green Marine της ακτοφυλακής. Και ήμουν ο χειριστής της βενζινακάτου. Μόλις τελειώσαμε, μετά από έξι μήνες, με απέσπασαν στην Καβάλα, επειδή εκεί υπήρχε μια Green Marine, παραλία. Την οποία βενζινάκατο την είχαν κάτω από ένα υπόστεγο, δεν είχαν χειριστή τότε. Και η δουλειά μου ήταν να την πετρελαιώνω μια φορά τη βδομάδα και να βάζω -είχαν δύο βαρέλια πίσω- τις μηχανές, εξωλέμβιες μηχανές, να δουλέψουν, για να μη σκουριάσουν. Και όλη τη μέρα γύριζα μέσα στο στρατόπεδο έτσι. Οπόταν με βλέπει μια μέρα ο διοικητής και μου λέει «Σαρρηκώστα, τι κάνεις εσύ; Σουλατσάρεις;» Λέω «Τι να κάνω; Τη βενζινάκατο την έχετε... Βγάλτε τη στη θάλασσα». Λέει «Δεν είναι να τη βγάλουμε στη θάλασσα. Δεν υπάρχει λόγος». Και με στέλνει στον όρχο. «Τι γράμματα ξέρεις;» Λέω « Τρίτη Γυμνασίου». Με πάει στον όρχο λοιπόν. Ο όρχος είναι ό,τι εξαρτήματα, όχι μόνο του τάγματος, αλλά και άλλων ταγμάτων. Χιλιάδες εξαρτήματα! Από βίδες μέχρι ερπύστριες. Με ένα λοχαγό δίπλα και καταγράφαμε αυτό το συρφετό. Είχα τρελαθεί. Σε αυτό το διάστημα, έμεινα εκεί 11 μήνες περίπου. Έκανα δύο πυγμαχικούς αγώνες με την άδεια του διοικητού. Οργάνωσα δύο πυγμαχικούς αγώνες από πυγμάχους, απ’ την Καβάλα και τη Θεσσαλονίκη τους είχα καλέσει. Και μετά από λίγο μου ήρθε απόσπαση να κατέβω στο Πεντάγωνο. Ενώ είχα στρώσει εκεί κτλ. Στην αρχή ήθελα να φύγω, αλλά μετά μου άρεσε. Κατέβηκα στο Πεντάγωνο και από το Πεντάγωνο με στέλνουν στον Άγιο Ανδρέα. Στον Άγιο Ανδρέα υπάρχουν οι εξοχικές κατοικίες των ανωτάτων αξιωματικών, πάνω από Συνταγματάρχης. Και πηγαίνουν κάθε καλοκαίρι και μένουν ένα μήνα οι οικογένειες, φεύγουν-έρχονται οι άλλοι κ.τ.λ. Οπόταν, είχαν εκεί βενζινάκατο και μαζί με έναν λοκατζή κάναμε την ομάδα διάσωσης. Εγώ έτρωγα-κοιμόμουν μέσα στη βενζινάκατο, δεν πήγαινα να παρουσιαστώ στο λόχο μας. Ήταν χαρισάμενη ζωή.

Κ.Μ.:

Μετά τον στρατό σκεφτόσασταν να επιστρέψετε πάλι πίσω στην Αμερική ή να μείνετε εδώ και να ασχοληθείτε με κάτι άλλο;

Α.Σ.:

Τελείωσε ο στρατός, την οποία πέρασα μια πολύ καλή ζωή μπορώ να πω. Και αμέσως, στο μυαλό μου, άρχιζα να ετοιμάζομαι να φύγω. Επειδή έβλεπα ότι η μητέρα μου με είχε συνηθίσει κάπως και θα της ερχόταν καρδιακή προσβολή να της πω ότι θα φύγω, ετοίμαζα τα χαρτιά μου κρυφά, αλλά το ένστικτο της μητέρας με κατάλαβε. Μου λέει «Παιδί μου, τι κάνεις;» Λέω «Ετοιμάζομαι να φύγω». Τρελάθηκε! Και πάνω στην απελπισία της... Εγώ είχα στείλει γράμμα στον εργοστασιάρχη, είχα τα στοιχεία του και περίμενα να μου στείλει απάντηση και πρόσκληση. Και στην προσπάθειά της πάνω λοιπόν… Δίπλα ακριβώς στα σπίτια μας στην Καισαριανή, έμενε ένας από τους καλυτέρους τότε, της εποχής φωτορεπόρτερ, των Αθηνών, ο Κλεισθένης Δασκαλάκος, ο οποίος ήταν συνεταίρος με άλλους τέσσερις στο κέντρο της Αθήνας, στην πλατεία Καρύτση συγκεκριμένα και είχαν το φωτογραφικό πρακτορείο «Η Ένωση». Αυτοί οι πέντε λοιπόν... Άλλωστε, τότε τα πρακτορεία ήταν τρία-τέσσερα μεγάλα πρακτορεία και διοχέτευαν φωτογραφίες σε εφημερίδες και περιοδικά. Και τη θυμάμαι σαν να είναι τώρα «Κλεισθενάκη μου, θα πάρεις τον Αριστοτέλη στη δουλειά σου, γιατί θέλει να μου φύγει πάλι». Ο Κλεισθένης είχε πολλή δουλειά στο γραφείο του και δέχθηκε και λέει «Μπορεί να έρθει και αύριο, αν θέλει». Ακούγοντας τη συζήτηση, τον πήρα από το χέρι και του λέω «Κλεισθένη, κοίταξε να δεις, εγώ θα έρθω για μία εβδομάδα και θα πεις στη μητέρα μου “Δεν κάνει για αυτή τη δουλειά”, οπόταν να σηκωθώ να φύγω με τη συνείδηση κάπως πιο ελαφριά». Βεβαίως, αν θες να ακολουθήσεις αυτό το επάγγελμα, η πρώτη δουλειά που μαθαίνεις είναι ένας σκοτεινός θάλαμος. Μαθαίνεις να εμφανίζεις φωτογραφίες. Εκεί λοιπόν, στην πλατεία Καρύτση 9, κάτω στο υπόγειο, είχανε δύο λεκάνες. Όπως είναι το τραπέζι, μια και άλλη μια από εδώ και άλλη μια από εκεί. Τυπώνανε δύο από εδώ και δύο νεαροί από εδώ. Γύριζαν τις φωτογραφίες, διαφόρων διαστάσεων 20,25,13,18. Αυτοί ξέρανε και είχαν ένα τσιμπιδάκι, για να μην λερώνουν τα χέρια τους και έπιαναν τις φωτογραφίες και τις γύριζαν με το τσιμπιδάκι. Εγώ δεν μπορούσα να το κάνω αυτό. Οπόταν, έβαλα το χέρι μου μέσα και με το χέρι μου γύριζα πιο εύκολα τις φωτογραφίες, σε σημείο τα δάχτυλα μου να γίνουν καφέ από την εμφάνιση, που τα είχα μέσα. Εδώ λοιπόν, είναι το κουμπί. Με την πρώτη εμφάνιση της φωτογραφίας, από ένα λευκό χαρτί να βλέπεις να έρχεται ένα πρόσωπο, και ήταν ένα ωραίο πρόσωπο θυμάμαι τότε, κάποιας ηθοποιού. Κάτι έκανε μέσα μου. Και λέω μήπως πρέπει να κάνω ένα τεστ, να δοκιμάσω να μείνω λίγο ακόμα. Να μην σε κουράζω, άρχισα να λέω στον Κλεισθένη «Κλεισθένη, να μείνω και την άλλη εβδομάδα; Να μείνω και τον άλλον μήνα;» Μου λέει «Να μείνεις όσο θέλεις. Εμείς σε θέλουμε». Μέχρι που μου έδωσαν την πρώτη φωτογραφική μηχανή στα χέρια μου. Βεβαίως, έμαθα τα μυστικά της εμφάνισης τέλεια, γιατί και οι πέντε τους ήταν τέλειοι. Δηλαδή, ο ένας έκανε αθλητικό ρεπορτάζ, ο άλλος πολιτικό, ο άλλος καλλιτεχνικό, αλλά ο καθένας στο είδος του ήταν κορυφαίος.

Κ.Μ.:

Θυμάστε την πρώτη μηχανή που πιάσατε;

Α.Σ.:

Ήταν μια Rolleiflex. Ήταν τα κουτιά Rolleiflex, που έβλεπες από πάνω και...

Κ.Μ.:

Πως αισθανθήκατε τότε;

Α.Σ.:

Πώς;

Κ.Μ.:

Αισθανθήκατε.

Α.Σ.:

Ναι, εντάξει. Την πρώτη μηχανή που μου δώσανε, θυμάμαι, έκανα καμπάνιες. Καμπάνιες, ξέρεις τι είναι. Ένας δημοσιογράφος θέλει να γράψει ένα κείμενο και παίρνει έναν φωτογράφο μαζί του και πηγαίνει, ας πούμε αυτός γράφει και ο άλλος φωτογραφίζει. Και πηγαίνει στην εφημερίδα μετά, του δίνει της φωτογραφίες. Αυτή λέγεται καμπάνια. Η καμπάνια λοιπόν πληρωνόταν extra. Και θυμάμαι η πρώτη μου αποστολή ήταν με έναν από τους δημοσιογράφους τότε... «Τα ΝΕΑ» ήταν απέναντι μας; «Τα ΝΕΑ» και «Το ΒΗΜΑ» στην πλατεία Καρύτση. Ήταν ο Λιάνης, ήταν ο Κακαουνάκης ο συγχωρεμένος, ήτανε ο Γιώργος ο Λιάνης είπαμε. Ήταν ο Χαρδαβέλας, ήταν ο Δημαράς. Όλοι αυτοί ήταν… Τότε ξεκινάγανε και αυτοί το δημοσιογραφικό τους επάγγελμα. Μαζί με αυτούς λοιπόν πήγαινα. Πηγαίναμε στα νυχτερινά κέντρα, πηγαίναμε στον Τσιτσάνη αργά το βράδυ, μέναμε, πηγαίναμε στα θέατρα, στις πρόβες... Με τη Rolleiflex. Και επειδή τότε τα ξένα πρακτορεία, δεν είχαν δικούς τους φωτογράφους, το Reuters. Το Reuters δεν είχε για πολύ καιρό. Associated Press, το UPI, United Press International, το γαλλικό πρακτορείο, αγοράζαν φωτογραφίες, όταν χρειαζόταν, από τα πρακτορεία τα ελληνικά. Εγώ ήμουνα ο διανομέας, επειδή μίλαγα λίγα αγγλικά και τους πήγαινα και τους μιλούσα και τους εξηγούσα μερικά πράγματα. Ένας από αυτούς λοιπόν, ο Phil Dopoulos, ο οποίος ήταν διευθυντής στο Associated Press… Δούλεψα το 1961, ξεκίνησα στην «Ένωση» μέχρι τον Αύγουστο, 31 Αυγούστου του 1964. Τρία χρόνια.

Α.Σ.:

Και μου έκανε πρόταση αν θέλω να πάω να δουλέψω για το Associated Press. Λέω «Να δουλέψω εγώ για το Associated Press;» Μου λέει «Ναι, βλέπω ότι οι φωτογραφίες σου είναι καλές. Αν θέλεις…» Με ρώτησε τι μισθό έχω. Μου λέει «Θα πάρεις τα διπλά αμέσως, συν θα έχεις 10-15% raise κάθε χρόνο και βεβαίως δε θα έχεις τόση πολλή δουλειά να τρέχεις από το πρωί μέχρι το βράδυ, όπως εκεί». Λέω «Θα έρθω με την προοπτική, το σκεπτικό, αν δέχονται και τα πέντε αφεντικά μου». Γιατί ήμουν συναισθηματικά δεμένος μαζί τους. Λέω «Αυτοί μου ανοίξανε τα μάτια, αυτοί μου δώσανε τη δουλειά που συνεχίζω. Θα ήταν άσχημο να τους προδώσω». Οπόταν, πήγα χαρούμενος στο γραφείο, αστειευόμενος λέω «Έτσι και έτσι. Το Associated Press μου έκανε πρόταση να πάω να δουλέψω εκεί. Τι λέτε; Και θα πάω μόνο αν συμφωνείτε και οι πέντε». Και οι πέντε μαζί «Να πας! Θα είναι πολύ καλύτερα για εσένα». Με το οκ λοιπόν... Καταρχήν, πριν τελειώσει η κουβέντα, είχε έρθει ο Phil Dopoulos εκεί, ο διευθυντής του πρακτορείου και ήταν και αυτός στη συζήτηση. Οπόταν, αμέσως έγινε η συμφωνία. 31 Αυγούστου του ‘64 λοιπόν είμαι στην «Ένωση», 1η Σεπτέμβρη στο Associated Press. Όπως είπα, ήταν ένα άλλο επίπεδο. Λιγότερη δουλειά, αλλά πιο υπεύθυνη.

Κ.Μ.:

Κάνατε ταξίδια; Δηλαδή, από Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σε άλλες πόλεις, σε άλλες χώρες;

Α.Σ.:

Αυτό... Όσο ήμουν στην «Ένωση» έκανα εντός της Ελλάδος βεβαίως. Έκανα πολλά ταξίδια. Και στην Πάτρα, Θεσσαλονίκη, στα νησιά κ.τ.λ. Τότε στην Κέρκυρα με τη γέννηση της Αλεξίας, το βασιλικός ζεύγος τότε είχαμε εδώ. Με τον αγώνα του 114 είχε πολλή δουλειά όσο ήμουν στην «Ένωση». Δηλαδή πηγαίναμε, 9 η ώρα έπρεπε να ήμασταν εκεί, και φεύγαμε λίγο πριν φύγει το [01:10:00]τελευταίο λεωφορείο από την πλατεία Κάνιγγος γιατί δεν υπήρχαν ούτε μηχανάκια, ούτε τα λεφτά να πληρώνουμε ταξί για να πάμε στην Καισαριανή. Να φανταστείτε, από τις 9 μέχρι τις 12. Κάθε μέρα! Και τις Κυριακές στα γήπεδα. Με τη μεταβίβασή μου στο Associated Press έκανα λιγότερα θέματα και θέματα, τα οποία ενδιέφεραν το εξωτερικό περισσότερο. Δηλαδή, δεν πήγαινα σε μια δολοφονία. Δεν πήγαινα σε ένα τρακάρισμα, που ήμουν υποχρεωμένος όσο ήμουν στην «Ένωση» να τρέχω. Αυτά δεν ήταν θέματα, τα οποία μπορούσε να τα στείλει το Associated Press. Σε ένα μεγάλο σεισμό βέβαια! Πάνω από 5 ρίχτερ. Αν ήταν 4,9 δεν το στέλναμε. Έπρεπε να περνάει το 5. Με αυτή την έννοια λοιπόν, έτρεχα πάλι εντός της Ελλάδος. Είχαμε σεισμούς, είχαμε πλημμύρες, είχαμε.... Καταρχήν, υπέγραψα συμβόλαιο για έναν χρόνο με το Associated Press. Και αν συμφωνούσαμε μετά και οι δύο, θα συνέχιζα. Δέχθηκε ο διευθυντής μου να συνεχίσω και δεύτερο χρόνο. Στο δεύτερο χρόνο επάνω, δεν χρειαζόταν πια συμβόλαια, ήμουν staffer, έγινα δηλαδή μόνιμος υπάλληλος. Ο μισθός μου ανέβαινε, η δουλειά πήγαινε πολύ καλά, η συνεργασία μας στο γραφείο ήταν άψογη γιατί φρόντιζα πάντα να είμαι όχι μόνο στην ώρα μου, αλλά πολύ πιο μπροστά. Δεν έδινα δικαίωμα να πει το παραμικρό για εμένα. Και μέχρι σήμερα, αν ρωτήσεις οποιοδήποτε συνάδελφο για το όνομά μου, δεν ξέρω αν θα ακούσεις κάποια κακή κουβέντα και αυτό με τιμά. Είχαμε και πολλά γεγονότα, τα οποία χρειαζόταν το Associated Press. Αλλά και τις ώρες και τις μέρες, που δεν είχαμε κάτι να κάνουμε, δεν καθόμουν στο γραφείο, έπαιρνα τη μηχανή. Βέβαια, πηγαίνοντας στο Associated Press καταρχήν άλλαξε ο «οπλισμός» μου, ας το πω έτσι, oι μηχανές μου. Άλλαξαν μίγδην. Δηλαδή έπιασα την πρώτη Nikon, τη Nikon τη σκέτη με τηλεφακούς και τέτοια, πράγμα το οποίο...

Κ.Μ.:

Ήθελα να σας ρωτήσω πριν συνεχίσετε, τι ήταν αυτό που σας γοήτευε στο κόσμο της φωτογραφίας και σας έκανε να ανελιχθείτε τόσο ψηλά;

Α.Σ.:

Η επαφή με τη φωτογραφία είναι… Αν μου επιτρέπεις να πω, δεν είναι η επαφή. Είναι πάθος, είναι έρωτας, είναι.... Δηλαδή, αν πραγματικά αγαπάς τη φωτογραφία... Τώρα το πως ήρθε, ήρθε. Το θέμα είναι ότι την ερωτεύτηκα τόσο πολύ αυτή τη δουλειά, όσο δεν μπορείς να φανταστείς. Δηλαδή, ό,τι και να πω είναι λίγο. Κοιμόμουν και ξύπναγα με τη μηχανή δίπλα μου. Το ραδιόφωνο δίπλα μου να ακούω ειδήσεις. Ξύπναγα και συνηθίζω να το κάνω ακόμα, πριν κοιμηθώ, 01.00-02.00 η ώρα, ό,τι ώρα κοιμηθώ, πρέπει να ακούσω τις τελευταίες ειδήσεις. Και το πρωί, το πρώτο πράγμα, το χέρι μου πάει στο ραδιόφωνο. Δηλαδή, είναι μια αρρώστια που δεν σου φεύγει. Και μετά, η παρουσία σου στον τόπο ενός θέματος και εν συνεχεία να βλέπεις τη φωτογραφία σου στην εφημερίδα με γραμμένο το όνομά σου από κάτω, είναι κάτι… Είναι δέλεαρ, που για εμένα τότε, αν και ήμουν πάρα πολύ προσγειωμένος, δεν μου άρεσαν οι φανφάρες και τα πολλά λόγια, είναι κάτι που σε ελκύει. Αλλά επαναλαμβάνω ότι για να κάνεις οποιαδήποτε δουλειά και αν θες να πετύχεις, θα πρέπει να την αγαπήσεις. Σωστά; Αυτό το επάγγελμα, επειδή είναι ριψοκίνδυνο, επειδή δεν σε κάνει πλούσιο με τίποτα, άρα τι μένει; Είναι η αγάπη σου. Και ξέρεις, αισθανόμουν ότι έπρεπε να είμαι στο σωστό μέρος, τη σωστή ώρα και να δείξω στον κόσμο ότι ήμουν εκεί και «Να η φωτογραφία! Κοιτάξτε την, για να μην πείτε μετά ότι δεν ξέρατε τι έγινε εκεί». Δηλαδή, η πληροφορία που έδινα στον άλλον, αυτό με ικανοποιούσε. Το ότι η φωτογραφία μου έμπαινε στο Herald Tribune, front page, στο Παρίσι, στη Γερμανία, στα μεγαλύτερα περιοδικά, που μπορείς να φανταστείς, έχω δεκάδες, εκατοντάδες αποκόμματα. Αυτό με ενθουσίαζε, χωρίς να τρελαίνομαι, αλλά μου έδινε πρόθεση να συνεχίσω και να κάνω κάτι καλύτερο, όσο μπορούσα καλύτερα.

Κ.Μ.:

Τώρα θέλω να σας πάω λίγο αργότερα. Μου είπατε ότι ξεκινήσατε στο «Associated Press». Μετά το 1967 που είχαμε το στρατιωτικό πραξικόπημα, πως αυτό επηρέασε τη σχέση με τα εξωτερικά πρακτορεία, τη δουλειά σας;

Α.Σ.:

Ναι. Αύξησε τη δουλειά μας κατά πολύ. Και θέλω να πω το εξής, χωρίς να περιαυτολογώ. Φρόντιζα να έχω καλές σχέσεις, με τον τρόπο το δικό μου. Δεν πήγαινα ποτέ ούτε με τσαμπουκά ούτε με… «Είμαι φωτορεπόρτερ». Πήγαινα καταρχήν ευγενικά, με ευγένεια. Και αν έβλεπα ότι δεν πέρναγε, αν έβλεπα ότι είχα δίκιο, τότε έβγαζα τσαμπουκά. Καταρχήν, είχα την ευγένεια μπροστά μου. Πήγαινα πάντα ευγενικά και πάντα μιλώντας με τόση ευγένεια, χωρίς να ενοχλώ κανέναν από τους συναδέλφους. Γιατί και οι Έλληνες συνάδελφοι δεν έχουν ίσως αυτό το χάρισμα, με την έννοια ότι κρατάς φωτογραφική μηχανή, είσαι αυτός που είσαι, αλλά μέχρι εκεί. Πρέπει να χρησιμοποιήσεις ευγένεια, δηλαδή να τον κάνεις τον άλλον να σε εμπιστευτεί. Και όχι μόνο σε Υπουργούς, σε Πρωθυπουργούς, σε Βασιλείς, σε Αυτοκράτορες, αλλά και στον απλό πολίτη. Όταν πας να φωτογραφίσεις έναν άνθρωπο, δε θα πας με τσαμπουκά. Εγώ πάντα τον πλησίαζα ευγενικά, τον πλησίαζα μαλακά. Ακόμα και σε καταστάσεις πολέμου, που πήγα σε πολλούς πολέμους, πάρα πολλούς πολέμους, ειδικά στη Μέση Ανατολή. Να απαντήσω στην ερώτησή σου, στο πραξικόπημα. Είχε προηγηθεί το 1965 η ανατροπή του Γιώργου Παπανδρέου, του «Γέρου της Δημοκρατίας» όπως τον λέγαν, τον πατέρα του Ανδρέα. Και ήταν από το ‘65 μέχρι το ’67, η Αθήνα ήταν πρωτοσέλιδο σε όλες τις ξένες εφημερίδες. Γιατί; Γιατί είχαμε διαδηλώσεις καθημερινά. Σπάσιμο τα κεφάλια, συλλήψεις, καίγανε μαγαζιά, καίγανε αυτοκίνητα… Δηλαδή, ήταν μια τρομερή κατάσταση. Και βεβαίως το πρακτορείο, -δυστυχώς που το λέω-, αλλά τέτοια θέλει να βλέπει. Και οι εφημερίδες αυτά θέλουν. Θέλουν αίμα, γιατί το αίμα τραβάει το βλέμμα του αναγνώστη. Λοιπόν, κάνοντας αυτή τη δουλειά, είχα συνειδητοποιήσει ότι αυτό θέλουν και αυτό τους έδινα, χωρίς να παραγκωνίζω ότι εκεί που δεν έπρεπε να μπω, δεν έμπαινα. Είχα ένα limit, ένα όριο, που πολλές φορές, όχι ότι δεν το πέρασα αρκετές φορές, αλλά όχι πάντα. Ήξερα ότι δεν έχω δικαίωμα να ενοχλήσω την ιδιωτική ζωή του οποιουδήποτε διάσημου, ηθοποιού, όποιος και αν είναι αυτός και να μπω στο σπίτι να τον φωτογραφίσω γυμνό. Δεν θα το έκανα ποτέ. Άλλοι το έκαναν. Αυτή είναι η διαφορά. Και επίσης, θέλω να πω ότι με είχαν ονομάσει «βασιλικό», επειδή στα ανάκτορα το όνομα μου ήταν στη πρώτη λίστα. Δηλαδή ό,τι και αν συνέβαινε φωνάζαν εμένα, όχι γιατί ήμουν ωραίος, ξέρανε ότι ο Associated Press αν τραβήξει μια φωτογραφία και τη στείλει στο εξωτερικό, είναι η καλύτερη διαφήμιση για αυτούς. Σωστά; Ενώ αν φωνάξει το φωτογράφο από «ΤΑ ΝΕΑ» και τον «Αδέσμευτο Τύπο» θα βάλει μια φωτογραφία στην εφημερίδα και that’s all. Ήξεραν όμως ότι το Associated Press θα πάει σε όλο το κόσμο. Με αυτή την έννοια λοιπόν, ήμουν on the top στη λίστα. Μετά με αποκάλεσαν -όταν ήρθε η Χούντα-, με αποκάλεσαν «παπανδρεϊκό» γιατί κυνήγαγα εγώ τον «Γέρο» από πίσω, γιατί ήξερα ότι τον ήθελαν στο εξωτερικό, ήταν πρόσωπο της είδησης, ήταν ένα πρόσωπο που έπρεπε να είναι μπροστά. Και μετά με τη Χούντα, με είχαν ονομάσει «χουντικό». Γιατί;

Α.Σ.:

Χρειάζεται να σου πω ένα παράδειγμα για να καταλάβεις τον τρόπο που δούλευα. Το πρώτο υπουργείο που ανέλαβε ο Παπαδόπουλος ήταν το Υπουργείο Τύπου, για να ελέγχει τον Τύπο. Και είχε βάλει λοχαγούς στα γραφεία στην Αθήνα και για να στείλει οποιοσδήποτε δημοσιογράφος, Έλληνας ή ξένος, το κομμάτι του στην εφημερίδα ή στο πρακτορείο, έπρεπε να το λογοκρίνει. Ο λοχαγός τώρα, να λογοκρίνει έναν βετεράνο δημοσιογράφο, το κείμενό του. Δηλαδή, τα έγραφε με τέτοιο τρόπο ο δημοσιογράφος που δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα ο λοχαγός. Αλλά ο Παπαδόπουλος ήταν εκεί. Ήταν Υπουργός Τύπου. Και μια από τις πρώτες μέρες, έκανε την επίσκεψη στην Ελλάδα ένας Αμερικανός στρατηγός του ΝΑΤΟ. Το πρώτο πράγμα που έκανε, αφού συνάντησε τον «ίσο» του, έναν άλλο ναύαρχο, ήθελε να δει και τον Παπαδόπουλο. Βεβαίως, αυτοί ξέρανε τι εστί Παπαδόπουλος, εμείς δεν ξέραμε. Και εν αναμονή λοιπόν της επισκέψεως του Αμερικανού ναυάρχου στον Παπαδόπουλο, ο Παπαδόπουλος τότε είχε Γραφείο Τύπου διευθυντή... Δε θυμάμαι το όνομά του. Και αυτός είχε πολύ φίλο έναν φίλο δικό μου, [01:20:00]φωτορεπόρτερ, το Λεωνίδα το Φλώρο, είχε ένα μαγαζί στην Ομόνοια. Βεβαίως, ο μόνος που έμπαινε μέσα, δεν ήθελαν πολύ κόσμο, ήταν ο Λεωνίδας ο Φλώρος. Αλλά σκέφτηκε το Γραφείο Τύπου... Μάλλον, η πρεσβεία τους ζήτησε να στείλουν και μια φωτογραφία στην Αμερική. Και ρωτάει τώρα τον Φλώρο «Λεωνίδα ξέρεις κανέναν να φωνάξουμε να τραβήξει μια φωτογραφία να στείλουμε στην Αμερική;» αι λέει αυτός «Τον Τέλη, τον Αριστοτέλη». Λέει «Τον ξέρεις;» «Ναι, τον ξέρω». Μου κάνει ένα τηλεφώνημα «Μπορείς να έρθεις στη 1 η ώρα;» Λέω «Ναι». Πήγα λοιπόν. Ο Ηλίας ο Μαλάτος ήταν το επώνυμο του ανθρώπου, δημοσιογράφος της «Βραδυνής». Ήταν Γραφείο Τύπου του Παπαδόπουλου. Μπήκα μέσα «Καλησπέρα». «Καλησπέρα». «Περιμένετε, θα έρθει τώρα ο Ναύαρχος». Δύο λεπτά πριν έρθουν, μας ανοίγουν την πόρτα και μπαίνουμε στο γραφείο του Παπαδόπουλου. Πρώτη φορά έβλεπα τον Παπαδόπουλο. Πίσω ήταν ακόμα οι φωτογραφίες του Κωνσταντίνου και της Άννας Μαρίας. «Καλημέρα παιδιά, τι κάνετε; Πώς πάνε οι δουλειές σας» κ.τ.λ. Του μιλήσαμε κάνα δίλεπτο. Έρχεται ο Ναύαρχος, χειραψίες, καθιστοί. «Κλακ, κλακ, κλακ», φωτογραφίες. «Τελειώσατε παιδιά, περάστε». Βγαίνω λοιπόν στον προθάλαμο, στο γραφείο του Μαλάτου. Λέω «Κύριε Μαλάτο, ευχαριστώ πάρα πολύ. Θα στείλω μια καλή φωτογραφία». «Ωπ, που πας;» μου λέει. «Έλα εδώ, περίμενε». «Θέλετε κάτι;» Μου λέει: «Κοίταξε, θα πας στο γραφείο, θα εμφανίσεις το φιλμάκι και θα μου το φέρεις να σου πω τι θα στείλεις. Θα διαλέξω εγώ τη φωτογραφία». Λέω: «Συγνώμη, δεν άκουσα καλά». Το επαναλαμβάνει. «Θα διαλέξετε εσείς φωτογραφία;» Λέει «Ναι». Τότε ήταν ρολό, ξες, με το χέρι, το καρούλι απ’ τη Nikon. Το βγάζω, λέω: «Πάρτε το, στείλτε ό,τι θέλετε, αλλά άλλη φορά μην με ξαναφωνάξετε». Και λέω «Τι έχετε εντύπωση, ότι θα στείλω μια κακή φωτογραφία; Κάνετε μεγάλο λάθος. Άσχετα με το τι είμαι, τι αισθάνομαι. Πρώτα απ’ όλα, προέχει να στείλετε την καλή φωτογραφία. Εάν, λοιπόν, δεν μου έχετε εμπιστοσύνη, μην με ξαναφωνάξετε. Γεια σας». «Έλα εδώ, έλα εδώ. Παρεξηγήθηκες;». Λέω «Βεβαίως, παρεξηγήθηκα». Έτσι στα ίσια, δεν είχα... Αυτόν λοιπόν, τον έκανα να μου επιστρέψει το φιλμ πίσω και να είμαι το δεύτερο άτομο που έμπαινε πάντα στο γραφείο του Παπαδόπουλου. Ο Φλώρος κι εγώ. Και μου είχαν βγάλει το επώνυμο «χουντικό». Λέω «Χουντικός; Χουντικός. Εγώ κάνω τη δουλειά μου». Το ίδιο πράγμα έγινε και με τον εκάστοτε Πρωθυπουργό. Δηλαδή, φρόντιζα να έχω καλές σχέσεις και αυτό με βοήθησε πάρα πολύ στη δουλειά μου.

Κ.Μ.:

Τώρα θέλω να πάμε στα γεγονότα του Πολυτεχνείου που ήσασταν εκεί και ήσασταν ο μοναδικός φωτορεπόρτερ, που απαθανάτισε εκείνη τη στιγμή που το τανκς...

Α.Σ.:

Ναι. Κοίταξε το Πολυτεχνείο δεν ήταν μόνο το βράδυ της 17ης-.

Κ.Μ.:

Θέλω να μας μεταφέρετε όλο το κλίμα εκείνων των ημερών.

Α.Σ.:

Το Πολυτεχνείο είχε ξεκινήσει απ’ το ‘65. Δηλαδή, μετά την ανατροπή του «Γέρου» Παπανδρέου η Αθήνα έβραζε. Ήταν ένα καζάνι. Ήρθε η Χούντα με τα γνωστά αποτελέσματα, με τις γνωστές συλλήψεις, φυλακίσεις, εξορίσεις, βασανιστήρια και όλα αυτά. Και για να μην σε κουράζω πολύ, η πρώτη εκείνη μεγάλη εκδήλωση έγινε στον θάνατο του Γιώργου Παπανδρέου το ‘69. Στην κηδεία του Γιώργου Παπανδρέου στο Α’ Νεκροταφείο, οι χιλιάδες κόσμος οι οποίοι είχαν μαζευτεί, εξελίχθηκε σε μια τεράστια διαδήλωση. Η πρώτη διαδήλωση από το ‘67 έγινε το ‘69 στο θάνατο του Γεωργίου Παπανδρέου. Ξεχύθηκε ο κόσμος και για πρώτη φορά φωνάζανε «Κάτω η Χούντα». Βεβαίως, έγιναν τα γνωστά αποτελέσματα. Κυνηγητό, καπνογόνα, ξύλο κ.τ.λ. Και τους διέλυσαν μετά από αρκετές ώρες. Το ίδιο πράγμα επαναλήφθηκε στο θάνατο του Σεφέρη, το ‘71. Το ίδιο πράγμα ακριβώς. Δηλαδή, ο κόσμος μαζευόταν ακριβώς, για να εκφράσει τα αισθήματά του, να φωνάξει. Και αμέσως μετά, το 1973, το Φεβρουάριο, η πρώτη αντίδραση που έγινε στη Νομική. Για πρώτη φορά ανέβηκαν φοιτητές επάνω στην ταράτσα και άνοιξαν πανό με το σύνθημα «ΨΩΜΙ-ΠΑΙΔΕΙΑ-ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» αλλά κατά βάση, ήταν ο νόμος 2447, ο οποίος επέτρεπε στη Χούντα να επιστρατεύει όποιον φοιτητή ήθελε. Αυτό το κάναν για να επιστρατεύσουν τους συνδικαλιστές φοιτητές, για να διαλύσουν τον συνδικαλισμό. Πράγμα το οποίο δεν-.

Κ.Μ.:

Εσείς πως τις ζήσατε εκείνες τις ημέρες; Και με την κατάληψη της Νομικής και μετά με το Πολυτεχνείο, τι σας έχει μείνει στο μυαλό;

Α.Σ.:

Ναι, θέλω να πω-. Έγινε και δεύτερη διαδήλωση πάνω στη Νομική, τον Μάρτιο. Και το ωραίο είναι ότι εμείς ήμασταν από κάτω. Είναι στη πλατεία Κάνιγγος, Σίνα και Ακαδημίας, εκεί υπήρχε, -υπάρχει ακόμα-, αφετηρίες πολλών λεωφορείων. Εμείς από κάτω φωτογραφίζαμε, από πάνω οι φοιτητές να φωνάζουν, η αστυνομία να μην μπορεί να επέμβει την ημέρα και κάναν ακριβώς ό,τι κάναν και τον Μάρτιο, δηλαδή μπήκαν τα μεσάνυχτα. Στις 03.00 η ώρα μπήκαν και σπάσαν στο ξύλο και γίναν συλλήψεις. Το ίδιο πράγμα. Αλλά το ωραίο ποιο ήταν; Ο κόσμος συσσωρευόταν κάτω από τη Νομική και όταν οι αστυνομικοί τους πλησίαζαν με τα ρόπαλα και τους απειλούσαν «Τσακιστείτε, σηκωθείτε, φύγετε». Λέγαν «Που να πάμε; Περιμένουμε να πάρουμε το λεωφορείο». Δεν περιμέναν το λεωφορείο. Ο κόσμος με την δικαιολογία ότι θα περιμένουν το λεωφορείο, περιμέναν να δουν αυτά τα οποία πολύ επιθυμούσαν. Και φτάνουμε λοιπόν, το τριήμερο του Πολυτεχνείου. Στις 14 έγινε-.

Κ.Μ.:

Εσείς ήσασταν ανταποκριτής για το Associated Press.

Α.Σ.:

Ναι, ναι, βεβαίως, βεβαίως. Από το ‘64. Κάλυπτα, όπως και όλοι οι συνάδελφοι, όλη την ημέρα τρέχαμε, φωτογραφίζαμε… Αλλά επειδή ήταν Νοέμβρης μήνας, μόλις σκοτείνιαζε, 5, 5.30 η ώρα, ήταν προβοκάτσια να πας να τραβήξεις φλασιά τον αστυνομικό την ώρα που χτυπάει. Οπότε, 5, 5.30 πηγαίναμε όλοι στα γραφεία μας. Αλλά από το πρωί μέχρι εκείνη την ώρα ήμασταν στους γύρω δρόμους. Δηλαδή, Μοναστηράκι, Σύνταγμα, Ομόνοια, Αλεξάνδρας…

Κ.Μ.:

Πατησίων.

Α.Σ.:

Πατησίων. Γυρίζαμε συνέχεια και φωτογραφίζαμε. Υπήρχε θέμα. Δηλαδή δεν υπήρχε περίπτωση να μην τραβήξεις φωτογραφίες, καλές φωτογραφίες. Και έτσι, με αυτή την έννοια κάθε μέρα στέλναμε φωτογραφίες. Η πρώτη μεγάλη συγκέντρωση που έγινε στο Πολυτεχνείο στις 14 του μηνός, κλειστήκανε μέσα για τους λόγους… Είναι μεγάλη ιστορία για να σας μιλήσω. 15 κάλεσαν τους ξένους και Έλληνες ανταποκριτές, να δώσουν συνέντευξη οι επικεφαλής των συνδικαλιστών. Άρχισε να λειτουργεί το ραδιόφωνο. Το «Εδώ Πολυτεχνείο». Είχαν τυπωτικές μηχανές μέσα, είχαν φτιάξει φαρμακείο. Δηλαδή, όταν πήγαμε τη δεύτερη μέρα μέσα και μας ξενάγησαν, ξαφνιάστηκα. Φαρμακεία, νοσοκομεία, μαγειρεία...

Κ.Μ.:

Τι βλέπατε στα πρόσωπα εκείνων των παιδιών τότε, όταν σας είχαν φωνάξει να μπείτε μέσα;

Α.Σ.:

Ναι;

Κ.Μ.:

Όταν σας φωνάξανε και μπήκατε μέσα και σας κάνανε ξενάγηση, τι βλέπατε στα πρόσωπα εκείνων των παιδιών;

Α.Σ.:

Ακριβώς. Καλή ερώτηση. Αυτό -και το έχω αναφέρει και το έχω γράψει- ότι εκείνο που πρόσεξα στα πρόσωπα των ανθρώπων που μιλούσαν, ήταν αποφασισμένοι! Δηλαδή, δεν κάναν απλώς μια press conference για να φανούν ή για να πουν κάτι. Ήταν αποφασισμένοι να κάνουν αυτό, δηλαδή να μείνουν μέσα μέχρι να κατεβάσουν τη Χούντα. Και βεβαίως, δεν ήταν μόνο φοιτητές μέσα, κακά τα ψέματα. Ήταν και εργάτες, ήταν και υπάλληλοι, ήταν οι πάντες μέσα. Πλειοψηφία βεβαίως οι φοιτητές και οι μαθητές. Και φτάνουμε τώρα την 16 προς 17 Νοέμβρη, το ίδιο πράγμα. Όλη την ημέρα γυρίζαμε. Υπόψιν ότι όλη η περιοχή, στις ταράτσες, στα μπαλκόνια υπήρχαν αστυνομικοί ακροβολισμένοι και πυροβολούσαν την ημέρα με πλαστικές σφαίρες. Έχω φωτογραφίες αρκετούς, να τραυματίζονται από πλαστικές σφαίρες. Το βράδυ πυροβολούσαν κανονικά, με κανονικές σφαίρες. Αλλά εκείνο που φρόντισα να κάνω ήταν να πάω και εγώ, όπως όλοι οι συνάδελφοι, στο γραφείο. Το γραφείο μας τότε ήταν Ακαδημίας 27, ψηλά, κοντά στη Βουλή. Αρκετά ψηλά. Και άρχιζα να εμφανίζω, τότε εμφανίζαμε με τα χέρια, τυπώναμε με τα χέρια, έγραφα τις λεζάντες και με το transmitter, είχα ένα μηχάνημα, έστελνα στην Αμερική και στο Λονδίνο τις φωτογραφίες μου. Το 1965 στη γέννηση της Αλεξίας, στην Κέρκυρα, η πρώτη φωτογραφία για να φύγει -πρώτη φορά είδα και χρησιμοποίησα το transmitter-, έκανε 21 λεπτά. Να φύγει μια ασπρόμαυρη φωτογραφία! Ήταν ένας κύλινδρος, ο οποίος ήταν συνδεδεμένος -το μηχάνημα- με μια τηλεφωνική γραμμή και υπήρχε ένα φωτοκύτταρο. Όπως γύριζε ο κύλινδρος, το φωτοκύτταρο προχωρούσε και αντέγραφε την εικόνα που είχε μπροστά του, την μετέδιδε σε αυτόν που την έπαιρνε. Έπαιρνε αυτός, ακριβώς ό,τι έστελνες εσύ. Αν όμως παρ’ ελπίδα, συνέπιπτε ένα παράσιτο, μια γραμμή, -στο τηλέφωνο ακούς διάφορα παράσιτα-, εκεί σχηματιζόταν μια μαύρη γραμμή μέσα στη φωτογραφία. Οπόταν, ήσουν υποχρεωμένος να την ξαναστείλεις. Εγώ την άφησα τη [01:30:00]φωτογραφία του 1967 στα 6,5 λεπτά. Από 21 έχει φτάσει για να τελειώσει μια φωτογραφία. Και τώρα θέλει 30 δευτερόλεπτα να στείλει έγχρωμη φωτογραφία. Γιατί για να στείλουμε εμείς τότε έγχρωμη φωτογραφία, έπρεπε να στείλουμε τρεις φορές: cyan, magenta, yellow. Τα τρία χρώματα. Τρεις φορές επί 21 λεπτά! Καταλαβαίνεις τη διαφορά. Τεράστια διαφορά.

Α.Σ.:

Εκείνη την ημέρα λοιπόν όπως όλοι, έτσι και εγώ, είμαι στο γραφείο, εμφανίζω τα θέματα που είχα τραβήξει την ημέρα και αρχίζω και στέλνω φωτογραφίες στο εξωτερικό. Είναι η ώρα γύρω στις 9, 9 και κάτι. Το χημείο μου το είχα φτιάξει στην ταράτσα ακριβώς, της οδού Ακαδημίας. Το γραφείο ήταν από κάτω και εγώ ήμουν από πάνω. Βγήκα να πάρω λίγο αέρα, την ώρα που εμφάνιζα τα φιλμ, και ξαφνικά ακούω ένα θόρυβο από το δρόμο της Βασιλίσσης Σοφίας. Άκουγα ένα γνώριμο, ένα «γκρου, γκρου, γκρου, γκρου, γκρου». Λέω «Αυτό είναι τανκς!» Κατέβηκα κάτω στην αίθουσα των δημοσιογράφων, φώναξα τον διευθυντή μου, του λέω «Έχεις τη καλοσύνη να ανέβεις να ακούσεις;» «Oh shit man! There’s a tanks. Take your camera and go». Λέω «Οκ, εγώ θα πάρω τις μηχανές μου, θα πάω. Who is gonna write the fucking story?» του λέω. Μου λέει «Όταν γυρίσεις, θα μας πεις». Του λέω «Εμένα η δουλειά μου είναι να τραβάω φωτογραφίες». Εγώ ήθελα να έχω κάποιον μαζί μου. Γιατί οι δρόμοι ήταν όχι έρημοι, παντέρημοι! Είναι όπως τώρα δηλαδή, 12 η ώρα. Δεν κυκλοφορεί κουνούπι. Έτσι και τότε. Δηλαδή δεν μπορούσα να… Θα πήγαινα, αλλά θα ήταν καλύτερα να έχω ένα δεύτερο πρόσωπο μαζί μου. «Μα, μου, ξου» κ.τ.λ., ο διευθυντής, τελικά τον έπεισα. Και μου λέει «Ok, I’m coming with you». Αυτός τότε, είχε ένα αυτοκίνητο Jaguar 2,4. Ένα λαδί χρώμα, ωραίο αυτοκίνητο, για την εποχή τώρα, το ‘67. Εγώ φόρτωσα την τσάντα μου με φιλμ, μηχανές, φακούς και την έβαλα κάτω στα πόδια μου. Μπήκαμε μέσα, κατεβήκαμε την οδό Αμερικής -τώρα η Αμερικής ανεβαίνει-, και πέσαμε επάνω στη φάλαγγα το τανκς, το οποίο κατέβαινε την Πανεπιστημίου τώρα. Είχαν βγει από τη Βασιλίσσης Σοφίας και κατεβαίναν την Πανεπιστημίου να πάνε για το Πολυτεχνείο. Η προσπάθεια του διευθυντού μου ήταν να βρει μια θέση, να μπει μέσα στη φάλαγγα, να μην ξεχωρίζει, ξέρεις. Γιατί, φαντάσου τώρα μια φάλαγγα τανκς και δίπλα να πηγαίνει μια Jaguar. Ήταν σαν το γαμπρό με τσαρούχια. Τελικά βρήκε μια θέση, χώθηκε μέσα, αλλά φοβόταν μην τον πατήσει καμία ερπύστρια και το μυαλό του ήταν μπρος-πίσω μην τον πατήσει, χαλάσει το αυτοκίνητό του. Βαδίζαμε έτσι κανονικά και φτάνοντας μπροστά στο Πανεπιστήμιο, δηλαδή μερικά μέτρα πιο κάτω, μας πλησιάζει ένα αστυνομικό αυτοκίνητο, το 100.

Κ.Μ.:

Στο Πανεπιστήμιο, εκεί που είναι στα Προπύλαια, όχι στο Πολυτεχνείο.

Α.Σ.:

Όχι. Στο Πανεπιστήμιο. Στο Πανεπιστήμιο ψηλά, στα Προπύλαια. Μας πλησιάζει λοιπόν το αστυνομικό αυτοκίνητο -που βγαίνει στην Κοραή-, κατεβάζει το παράθυρο ο αστυνομικός και με την απειλή περιστρόφου... Εγώ είμαι συνοδηγός τώρα, είμαι δίπλα, ντάξει; Κάθομαι εδώ. Βγάζει το περίστροφο, μας είπε μερικά επίθετα. Παναγίες, Χριστούς, μπλα μπλα μπλα… «Τι θέλετε; Τι δουλειά έχετε μέσα στα τανκς» κ.τ.λ. Ο διευθυντής μου αρχίζει λίγο και… Του λέω «Phil, μην μιλάς εσύ». Τώρα ήμασταν νέοι άνθρωποι και οι δύο, κοντά κουρεμένα τα μαλλιά μας, μοιάζαμε και λίγο... Σημειωτέο ότι το αυτοκίνητο είχε αγγλικές πινακίδες. Είναι σημαντικό αυτό. Σαn ξένος ανταποκριτής είχε το δικαίωμα να φέρει ξένες πινακίδες. Tο είχε φέρει από την Αγγλία άλλωστε. Λοιπόν, του λέω «Phil, μην μιλάς εσύ. Θα το παίξω κορώνα-γράμματα τώρα. Είναι η πρώτη φορά». Κατεβάζω και εγώ το τζάμι και χωρίς να του πω κουβέντα, στον αστυνομικό, ο οποίος οδηγούσε με το περίστροφο, του κάνω «Σσσσς». Δυνατά όμως! «Σσσσς». Στον αστυνομικό! Στα μούτρα του! «Σσσσς». Αυτός ψάρωσε. Σου λέει, για να μου κάνει εμένα «Σσσσς» με το περίστροφο στο χέρι, δεν μπορεί, θα είναι κάτι. Οπόταν γύρισε, κάτι είπε στον άλλον το συνάδελφο του και φύγανε. Κατά αυτή την έννοια λοιπόν, φτάσαμε στην Πατησίων. Η σειρά που πηγαίναμε, το αυτοκίνητό μας, σταμάτησε 50-60 μέτρα αριστερά στην οδό Πατησίων. Εγώ κατέβηκα κάτω. Δεν πήγα κρυφά. Με την τσάντα και έβγαλα και τις δύο μηχανές στο λαιμό μου και προχώρησα μαζί με το διευθυντή μου δίπλα και πήγα στην οδό Πατησίων και Στουρνάρη. Ακριβώς στη γωνία του Πολυτεχνείου. Ακριβώς στη γωνία. Τα τανκς όπως ήρθαν, ο αρχηγός, ο μεγάλος, ο Επίλαρχος πήγε και σταμάτησε μπροστά στην πόρτα, στην κυρία είσοδο του Πολυτεχνείου. Οι δε άλλοι, απλώθηκαν δεξιά και αριστερά, μικρά και μεγάλα τανκς. Πήγα λοιπόν στην οδό Πατησίων και Στουρνάρη. Ήταν εκεί μόνο αστυνομικοί, άνθρωποι με πολιτικά, μεταξύ αυτών πρόσεξα και μερικούς προβοκάτορες, γνωστούς, γιατί τόσο καιρό με τις φασαρίες τους γνωρίζεις. Χωρίς να έχουν λόγο, πολίτες, οι οποίοι είχαν ρόπαλα στα χέρια και χτυπάγανε τον κόσμο. Και μεταξύ αυτών, είδα και μερικούς από αυτούς. Και δειλά-δειλά χωρίς φλας, σήκωσα την M60 και 2,8 διάφραγμα που είχε ο φακός, σιγά-σιγά φωτογράφισα, «κλακ κλακ κλακ». Η εικόνα που αντίκρισα ήταν συνταρακτική. Δηλαδή, ήταν γεμάτη η πρόσοψη με φοιτητές από μέσα, με διάφορα πανό, συνθήματα, τα κολωνάκια γεμάτα από παιδιά με σημαίες, τα παράθυρα ανοιχτά, το ραδιόφωνο από μέσα να έχει τραγούδια Μίκη Θεοδωράκη και οι αστυνομικοί απ’ έξω να βρίζουν, να κάνουν βόλτες και να βρίζουν και να πετάνε νεράντζια, ό,τι είχαν. Αφού φωτογράφισα μερικά καρέ... Τα φιλμ τότε είχαν 36 πόζες. Στις 8, στις 10, το γύριζα πίσω και το έδινα στον Phil, στον Dopoulo, να το βάλει στην τσέπη του. Γιατί λέω...

Κ.Μ.:

Αν γίνει κάτι..

Α.Σ.:

Θα μου βουτήξουν… Δεν υπάρχει περίπτωση. Μετά από πέντε-δέκα λεπτά, αφού τράβηξα δύο-τρία φιλμάκια έτσι κοφτά, βλέπω και έρχεται ένας αστυνόμος με τρία γαλόνια, τον οποίο ούτε καν το όνομά του ήξερα, απλώς από τις διαδηλώσεις. Και έρχεται με το αστυνομικό ύφος «Επ, επ! Τι κάνεις εσύ εδώ;» Λέω «Κύριε διευθυντά, ήρθα να πάρω μερικές φωτογραφίες για το πρακτορείο». Και τι μου λέει; «Κάτσε εδώ! Θέλω να σε βλέπω! Να σε προσέχω, να σε βλέπω!» Άλλο που δεν ήθελα και εγώ, να έχω κάποιον να με προσέχει. Όλο αυτό λοιπόν, το άκουσαν οι άλλοι και σου λέει για να του λέει ο διευθυντής τώρα «Κάτσε εδώ»… Οπόταν, άρχισα να δουλεύω πιο ελεύθερα, αλλά πάντα με το φόβο ότι κάποιος θα με συλλάβει. Η Μπουμπουλίνας ήταν δύο γωνίες από πάνω, εκεί που γινόνταν τα βασανιστήρια των αστυνομικών. Κατά τις 12 η ώρα είπα στον διευθυντή μου να φύγει, να γλιτώσουμε ό,τι είχα τραβήξει, γιατί ειλικρινά πίστευα ότι δεν μπορεί να πάει, θα με πιάσουνε κάποια στιγμή. Και μετά, δεν ήξερα πόση ώρα θα κρατήσει αυτό το πράγμα και του λέω «Φύγε Phil, να γλυτώσουμε αυτά που έχουμε και εγώ θα μείνω μέχρι το τέλος». Πράγματι, έφυγε ο διευθυντής μου και έμεινα μόνος μου. Συνταρακτικές σκηνές! Να ανοίγουν τα πουκάμισά τους οι φοιτητές από τα παράθυρα και να φωνάζουν στους στρατιώτες «Είμαστε αδέλφια, ελάτε μαζί μας. Είμαστε άοπλοι. Δεν έχουμε τίποτα μαζί σας! Μπλα μπλα μπλα. Κάτω η Χούντα». Και να βλέπεις τους στρατιώτες, οι οποίοι, -στρατιώτες ήταν και αυτοί, ήταν εντεταλμένοι να είναι εκεί-, να μην ξέρουν τι να κάνουν, πως να συμπεριφερθούν. Τον λοχία δε, ο οποίος ήταν επάνω στο τανκ, στο μεγάλο τανκ, που ήταν μπροστά και κρατούσε από το ένα χέρι το τηλέφωνο, θυροτηλέφωνο, και απ’ την άλλη το περίστροφο. Τον άκουγα! Τον άκουγα να λέει «Μάλιστα. Μάλιστα. Διατάξτε!» Βέβαια, δεν άκουγα τι του έλεγε ο άλλος, αλλά τον άκουγα. Ήμασταν τόσο κοντά! Οπότε, τράβηξα αρκετές φωτογραφίες, πάρα πολλές.

Κ.Μ.:

Και εκείνη την ώρα που είδατε ότι πήγαινε προς τα...

Α.Σ.:

Και σε κάποια στιγμή, φτάνει η ώρα 3 παρά 5, παρά 7 λεπτά. Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα δεν είχε αλλάξει κάτι. Γινόταν κάτι διαβουλεύσεις λένε, -εγώ δεν είδα τι γινόταν, από την άλλη πλευρά-, να τους επιτρέψει ο εισαγγελέας να βγουν ειρηνικά κ.τλ.. Και 3 παρά 7 λεπτά, βλέπω τον πυργίσκο του τανκ, ενώ βλέπει την πύλη, ξαφνικά να γυρίζει πίσω. Ο πυργίσκος γυρίζει, ξέρεις. Και όχι μόνο αυτό, αλλά έκανε και όπισθεν και ήρθε και πήγε στο πεζοδρόμιο, μπροστά στην άλλη γωνία που ήμουν εγώ, κάτω από το ξενοδοχείο «Ακροπόλ». Έκανα το σταυρό μου και λέω «Μάλλον πήρε εντολή να φύγει, για να γυρίσει τον πυργίσκο πίσω και να έρθει...» Δεν φαντάστηκα ποτέ για πιο σκοπό ήρθε εκεί. Και χαλάρωσα ακόμα περισσότερο από εκεί ξαφνικά, φουλάρει τις μηχανές, έβγαλε ένα τεράστιο μαύρο καπνό από πίσω, γιατί σταματημένος, πετρέλαιο τώρα και να πατάς... Και αυτοκίνητο να είναι, θα βγάλει. Και με όση δύναμη είχε -και ας λέει μετά ο λοχίας ότι πήγε σιγά για να μην χτυπήσει τα παιδιά-, πήγε και έπεσε πάνω στην κυρία είσοδο. Μάλιστα, πέσανε αυτοί [01:40:00]που ήταν απάνω... Ήταν σαν να κουνάς μια πορτοκαλιά με γινωμένα πορτοκάλια. Άλλοι πέσανε μπροστά στο πεζοδρόμιο, άλλοι μέσα. Πέσανε.

Κ.Μ.:

Είδατε νεκρούς εκείνη τη μέρα;

Α.Σ.:

Συγνώμη;

Κ.Μ.:

Είδατε, λέω, νεκρούς εκείνη τη μέρα;

Α.Σ.:

Επειδή μου αρέσει να λέω την αλήθεια, νεκρούς δεν είδα. Όχι. Δεν μπορώ να πω ψέματα. Αλλά επειδή δεν πέσανε αμέσως τα κολωνάκια και η πόρτα, σταματάει και ξαναβάζει δεύτερη, χαμηλή ταχύτητα και την πήγε την πόρτα... Υπόψιν ότι πίσω από την πόρτα, είχαν βάλει μια Mercedes ενός πρυτάνεως για οδόφραγμα. Και μεταξύ του αυτοκινήτου και στα σιδερένια κάγκελα, είχε γεμάτο παιδιά. Αυτό είναι το ερώτημά μου, που με τρώει ακόμα και σήμερα, και λέω: «Επρόλαβαν να φύγουν όλοι; Πρόλαβαν όλοι να βγουν από εκεί;». Γιατί ξάφνιασε εμένα, που ήμουν απ’ έξω και ήμουνα... Αυτοί που ήταν στα πλάγια, προφανώς να πρόλαβαν, αυτοί που ήταν μέσα στην…; Μιλάμε για πολλά παιδιά. Πρόλαβαν να βγουν; Εν πάση περιπτώσει, την πόρτα και τη Mercedes, την πήγε 15 μέτρα μέσα. Άνοιξε λοιπόν την πύλη, μπήκε μέσα η αστυνομία και ο στρατός. Εκείνη την ώρα, άκουσα εκατοντάδες πυροβολισμούς. Ουρλιαχτά, φωνές, βρισιές, τα πάντα! Αλλά πολλούς πυροβολισμούς. Αφού συνήλθα, μετά από μερικά δευτερόλεπτα, για να έχω μια καλύτερη οπτική γωνία, γιατί το τανκ έβγαινε και σταμάτησε το μισό μέσα και το μισό έξω. Πήγα στο κέντρο ακριβώς, της οδού Πατησίων, για να έχω μια καλύτερη οπτική, να φαίνεται δηλαδή ότι… Μπορώ να στη δείξω τη φωτογραφία, δεν ξέρω αν τη θυμάσαι. Το τανκ φαίνεται να είναι έξω, μισό μέσα μισό έξω. Και τράβηξα τρία καρέ. Είναι και ελαφρώς κουνημένα, γιατί το τρεχαλητό που έκανα και η ταχύτητα που είχα, επόμενο ήταν. Και έρχονται επάνω μου δύο αστυνομικοί. Τότε, οι περισσότεροι δεν κρατούσαν γκλοπς, κρατούσαν κάτι δίμετρα δοκάρια, ξύλα. Και με σημαδεύουν στο κεφάλι. Ο ένας από εδώ και ο άλλος από εκεί. Οπότε, έκανα αυτό εγώ. Έπαιζα μποξ τότε, έκανα ένα εσκίβ έτσι κι έτσι, και μου ξύσανε τους ώμους! Μου ξύσανε τους ώμους τα δοκάρια! Δηλαδή πηγαίναν για το κεφάλι μου. Και αφού γλίτωσα και τα δύο χτυπήματα, έκανα μεταβολή και άρχισα να τρέχω ζιγκ-ζαγκ, γιατί είδα ότι ένας από αυτούς πήγε να βγάλει το περίστροφο. Εκείνη την ώρα σκότωνες όποιον ήθελες, δεν έδινες σημασία σε κανέναν. Έφυγα τρέχοντας, πήγα στο γραφείο, άρχισα να στέλνω φωτογραφίες, αλλά το μυαλό μου ήτανε στο Πολυτεχνείο, τι έγινε. Ήθελα να γυρίσω πίσω. Και αφού έστελνα για πρώτη φορά τόσες φωτογραφίες, μου ζητήσαν περισσότερες από το κανονικό, ήταν η ώρα 5.30-6.00 το πρωί πάλι. Με το πρώτο φως, έβαλα πάλι καινούργια φιλμ και κατέβηκα πάλι στο Πολυτεχνείο. Η ατμόσφαιρα, περιττό να σου πω, ότι τα μάτια μου δακρύζανε από τα καπνογόνα. Ήταν ένα σύννεφο σε όλη, μια μεγάλη… Σε μια μεγάλη ακτίνα. Και φτάνοντας εκεί, τι είδα; Είδα πυροσβέστες και αστυνομικούς να καθαρίζουν ακριβώς την είσοδο και μέσα το Πολυτεχνείο. Μπήκα μέσα χωρίς να ρωτήσω κανέναν και άρχισα να φωτογραφίζω. Ήδη είχαν καθαρίσει αρκετά, αλλά υπήρχαν και κηλίδες αίματος σε πολλά σημεία. Σκισμένα πουκάμισα, σκισμένα παπούτσια, ελβιέλα σπορ παπούτσια ξέρεις, παντελόνια. Δεκάδες είχε, γεμάτος ο χώρος εκεί. Και τα καθαρίζανε αυτοί. Φωτογράφισα ό,τι μπορούσα. Φωτογράφισα το αυτοκίνητο τσαλακωμένο στην άκρη, τη σιδερένια πόρτα, και γύρισα στο γραφείο και συνέχισα να στέλνω φωτογραφίες. 

Κ.Μ.:

Μια τελευταία ερώτηση έχω, για να μην σας κουράσω άλλο.

Α.Σ.:

Δεν με κουράζεις.

Κ.Μ.:

Έχετε βγάλει πάρα πολύ καλές λήψεις και σε πάρα πολύ σημαντικά γεγονότα. Σε πολέμους, με το Πολυτεχνείο, με τη δικτατορία, με πολιτικό περιεχόμενο...

Α.Σ.:

Καλλιτεχνικό περιεχόμενο.

Κ.Μ.:

Καλλιτεχνικό περιεχόμενο. Με Προέδρους της Αμερικής.

Α.Σ.:

Αθλητικά.

Κ.Μ.:

Τη Μελίνα Μερκούρη, τη φωτογραφία που «ταξίδεψε» σε όλο τον κόσμο. Εσείς, μέσα από τα δικά σας μάτια, μπορείτε να ξεχωρίσετε δύο-τρεις; Είναι σαν να ξεχωρίζετε τα παιδιά σας, που λένε.

Α.Σ.:

Ναι. Μια ερώτηση που δεν μπορώ να σου απαντήσω. Δηλαδή, κάθε φωτογραφία έχει τη δική της ιστορία. Αν με ρωτήσεις για την ιστορία της κάθε φωτογραφίας, μπορώ να σου πω, αλλά να ξεχωρίσω... Εντάξει, υπάρχει μια συμπάθεια περισσότερο σε αυτές τις φωτογραφίες που ανέφερες, δηλαδή της Μελίνας στην Ακρόπολη να τρώει το κουλούρι. Και το τανκ στο Πολυτεχνείο. Είναι δύο φωτογραφίες που έχουν παιχθεί χιλιάδες φορές. Έχουν παιχθεί εκατοντάδες χιλιάδες φορές. Δηλαδή, όλοι ξέρουν τώρα πια ποιανού είναι η φωτογραφία αυτή. Άσχετα αν δεν βάζουν το όνομα ακόμα. Αλλά από εκεί και πέρα, υπάρχουν και άλλες φωτογραφίες. Δηλαδή, ένα παιδάκι που βγήκε ζωντανό μέσα από το σεισμό της Μεγαλουπόλεως το ‘67, είναι μια φωτογραφία, που έκανε το γύρο του κόσμου. Και όχι μόνο αυτό, αλλά αυτό το παιδάκι, επειδή δημοσιεύθηκε στην Αμερική αυτή η φωτογραφία, την άλλη μέρα -είχαν σκοτωθεί και οι γονείς του όλοι και βγήκε μόνο του αυτό μέσα από το χαλάσματα-, το ζήτησαν να το πάρουν, να το υιοθετήσουν. Και το πήραν τελικά. Επικοινώνησα εγώ με τη χωροφυλακή της Μεγαλουπόλεως, το βρήκαν, μας έδωσαν τη διεύθυνσή του, τη στείλαμε στο Associated Press και το κοριτσάκι αυτό σήμερα, αν θέλει ο Θεός, θα ζει στην Αμερική. Απ’ τη φωτογραφία. Γι' αυτό επιμένω και λέω ότι η φωτογραφία έχει μεγάλη δύναμη, αρκεί να ξέρεις να τη χρησιμοποιείς σωστά και να μην προσπαθείς να την αλλοιώσεις. Είναι η μεγαλύτερη, το χειρότερο, μπορώ να πω, πράγμα που μπορείς να κάνεις στη σταδιοδρομία σου. Να αλλοιώνεις τη φωτογραφία από την πραγματική της μορφή. Είναι ό,τι χειρότερο μπορείς να κάνεις. Και η συνείδηση μου δεν μου το επέτρεψε ποτέ να το κάνω αυτό. Έχω αποφύγει ανθρώπους, οι οποίοι μέσα στους πολέμους... Δηλαδή, Λιβανέζος... Ένα παράδειγμα, έχουμε πάει σε έναν στρατώνα, που αποχωρούν λιβανέζικα τανκς μέσα από ένα toll, -πως λέγεται;-, ένα στρατόπεδο, να πάνε κάπου αλλού. Και επειδή ο Λιβανέζος δεν πρόλαβε, να φαίνεται το σήμα ότι βγαίνουν, γύρισε όλο πίσω τη φάλαγγα. Τους έβαλε μέσα και τους ξαναέβγαλε, για να βγάλει τη φωτογραφία. Δηλαδή, αυτό είναι στήσιμο. Όπως ένας άλλος οπερατέρ. Να βγαίνουν πάλι από χαλάσματα, από γκρεμισμένα σπίτια Ισραηλίτες, μετά από έναν βομβαρδισμό στο Λίβανο, σε παλαιστινιακούς καταυλισμούς, να βγαίνουν δύο γεροντάκια με ένα ξύλο και ένα μαντήλι λευκό, για να μην τους χτυπήσουν οι Ισραηλίτες. Και επειδή δεν τον βόλευε ο φωτισμός τον οπερατέρ, τους γύρισε να πάνε από την άλλη πλευρά. Αυτούς τους ανθρώπους εγώ τους έβλεπα και έφευγα. Δεν μου άρεσαν αυτά που κάνανε. Δεν μου άρεσε και το λέω και το ξαναλέω. Η αγάπη της φωτογραφίας είναι το ότι σου δίνει τη δύναμη, αλλά πρέπει και εσύ να είσαι εντάξει μαζί της. Δηλαδή, η φωτογραφία μπορεί να ανατρέψει καταστάσεις. Η φωτογραφία όπως αυτές του πολέμου στο Βιετνάμ. Από τις φωτογραφίες σταμάτησε ο πόλεμος. Είτε θέλετε να το πιστεύετε είτε όχι. Εκείνη η φωτογραφία, το καμένο παιδάκι που τρέχει και η άλλη φωτογραφία, να σκοτώνει τον Βιετκόνγκ ο Νοτιοβιετναμέζος. Αυτές οι φωτογραφίες σίγουρα παίξανε μεγάλο ρόλο. Και σε άλλες περιπτώσεις μπορώ να αναφερθώ. Και ας μας λένε, -γιατί έχω ακούσει και αυτό το επώνυμο-, μας ονομάζουν «κοράκια». Πολλοί, πολλοί είναι αυτοί οι οποίοι, ανίδεοι, ονομάζουν τον φωτορεπόρτερ «κοράκι» και κάνουν μεγάλο λάθος, γιατί κανένας φωτορεπόρτερ δεν είναι «κοράκι». Όλοι έχουν συναισθήματα. Και να σου φέρω ένα παράδειγμα, τον Νοτιοαφρικάνο αυτόν, ο οποίος φωτογράφισε εκείνο το παιδάκι στην Αφρική το ’94, που πήγα δύο φορές εκεί κάτω. Και να είναι δίπλα του ο γύπας και να περιμένει να πεθάνει το παιδάκι, για να το κατασπαράξει. Και επειδή φωτογράφισε και έφυγε, πέσανε όλοι επάνω του να τον φάνε. Πέσανε πάνω του να τον φάνε. Γιατί φωτογράφισε και δεν έδιωξε το κοράκι. Μα, δεν ήταν μόνο το ένα παιδάκι, εκατοντάδες παιδάκια στην ίδια θέση. Περπατούσα εγώ και ερχόταν «Baba, baba, baba» και μου ζητάγανε… Είχα, είχα καραμέλες στην τσέπη μου. Δεν τολμούσα να βγάλω καραμέλα, θα με τρώγανε, θα πέφτανε πάνω μου όλα. Θέλω να πω ότι η δουλειά του φωτορεπόρτερ δεν είναι να αναμειγνύεται στο θέμα, να κάνει θέμα. Είναι να αναδεικνύει το θέμα. Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν, για να τελειώσω με το θέμα του συναδέλφου, τρελάθηκε, μπήκε στο τρελοκομείο από τη στεναχώρια του και στο τέλος αυτοκτόνησε. Επειδή έβγαλε… Πήρε το Pulitzer Prize. Πήρε το μεγαλύτερο βραβείο, γιατί η φωτογραφία έδειχνε τα πάντα, δηλαδή τι είναι ο άνθρωπος, τι κάνει ο πόλεμος. Τα έλεγε όλα! Και αντί να του πουν «Μπράβο»… Του είπαν «Μπράβο», αυτοί που ξέραν από φωτογραφία, αλλά ο υπόλοιπος κόσμος έπεσε πάνω του να τον φάει. Κι αυτό το ανέφερα σε ένα φεστιβάλ ντοκιμαντέρ μικρού φιλμ στη Δράμα, που με είχαν καλέσει και είχα κάνει μια φωτογραφική έκθεση εκεί. Με είχαν βάλει στο πάνελ. Λέω «Εγώ τι δουλειά έχω; Είναι δουλειά οπερατέρ, κινηματογραφιστών. Εγώ είμαι φωτορεπόρτερ, εγώ…» «Όχι, όχι, θα θέλαμε να είσαι και εσύ». Και κάθισα και εγώ. Και πετάχτηκε κάποιος από εκεί και μου ανέφερε αυτή την κουβέντα, μου λέει: [01:50:00]«Σας ονομάζουν «κοράκια», τι λέτε για αυτό;» Και του απάντησα. Του λέω «Αν νομίζεις ότι ήταν «κοράκι» αυτός που τράβηξε αυτή τη φωτογραφία ή την άλλη ή την άλλη, τότε θα το παραδεχθώ». Και μετά κατάλαβε και λέει «Συγνώμη, έχεις απόλυτο δίκιο. Έχετε και εσείς συναισθήματα». Λέω «Ευχαριστώ πολύ!»

Κ.Μ.:

Κύριε Σαρρηκώστα, δεν έχω να σας κάνω κάποια άλλη ερώτηση. Εσείς αν θέλετε κάτι να προσθέσετε για το τέλος, κάτι που παρέλειψα να σας ρωτήσω, κάτι που το θεωρείτε σημαντικό, παρακαλώ.

Α.Σ.:

Όχι. Νομίζω λίγο έως πολύ, τα είπαμε, γιατί θα μπορούμε να μιλάμε για μια εβδομάδα, χωρίς πρόβλημα. Δηλαδή, αν βάλουμε πολέμους, τους κινδύνους, τη σκέψη όταν έχεις οικογένεια, το καμπανάκι να σου χτυπάει ότι μέχρι εδώ, μην προχωράς και όλα αυτά, θα μας πάρει πολλή ώρα. Απλώς χονδρικά, μπορώ να σας πω ότι κάνοντας αυτή τη δουλειά, είχα κοστολογήσει τη ζωή μου τρεις δραχμές. Τι ήταν αυτό; Η αξία μιας σφαίρας! Δηλαδή, αν δεν το σκεφτόμουν έτσι, δε θα έκανα αυτή τη δουλειά. Δηλαδή, θα μπορούσε κάλλιστα να σε βρει μια σφαίρα και να σε στείλει. Θέλω να πω, με λίγα λόγια, ότι πρέπει να είσαι αποφασισμένος. Είχα αποφασίσει και είχα βάλει πάνω από την οικογένεια μου, πάνω από τα παιδιά μου, πάνω από τον εαυτό μου τον ίδιο, τη δουλειά. Τόσο πολύ την αγαπούσα.

Κ.Μ.:

Το μετανιώσατε ποτέ αυτό;

Α.Σ.:

Όχι, όχι. Γιατί να το μετανιώσω; Το πίστευα, το πίστευα-.

Κ.Μ.:

Εννοώ όχι για τη δουλειά, ότι στερηθήκατε κάποια πράγματα έναντι της δουλειάς σας. Το μετανιώσατε;

Α.Σ.:

Όχι, γιατί κοίταξε να δεις. Έλειπα 7-8 μήνες το χρόνο, κατά τακτά διαστήματα. 40 μέρες στο Λίβανο, 45 στο Ιράν, στο Ιράκ. Και έμενα μια βδομάδα στην Αθήνα, να γεμίσω μπαταρίες και ξανά πάλι. Με είχανε ψηλά-ψηλά στη λίστα. Με το μόνο πράγμα που στεναχωριόμουν ήταν το θέμα της γυναίκας μου. Δηλαδή, αυτή είχε αναλάβει τη φροντίδα και των παιδιών, αυτή μεγάλωσε τα παιδιά, αυτή ήταν στις αρρώστιες και το αναγνώριζα, το αναγνωρίζω και θα το αναγνωρίζω. Άσχετα, αν εκείνη δε θέλει να το πιστέψει. Αν δεν ήταν αυτή η γυναίκα όπως ήταν… Καταρχήν το 80%, 70% των συναδέλφων χωρίζει στο δεύτερο χρόνο και είναι λογικό. Δεν μπορεί μια γυναίκα να είναι στο σπίτι και ο άντρας της να ταξιδεύει 7-8 μήνες το χρόνο, σαν ναυτικός. Και ο ναυτικός είναι ναυτικός. Αυτός πάει σε κηδεία, δεν ξέρει αν θα γυρίσει πίσω. Ένα άλλο, ότι όταν έφευγα, έχοντας παιδιά και γυναίκα, κατέβαζα την κουρτίνα στη πόρτα του αεροπλάνου και λέω «Δουλειά». Και όταν επέστρεφα, έκανα ακριβώς το ίδιο «Σπίτι». Δηλαδή, δεν ανέφερα ποτέ όταν με ρωτούσαν… Άσχετα, αν εκείνη γύριζε με το μικροφωνάκι, είχε ένα τρανζιστοράκι στο αυτί και άκουγε τις ειδήσεις και μάθαινε που ήμουν, τι γινόταν. Αλλά εγώ ποτέ δεν είπα ότι «Ξέρεις, είχα αυτό, είχα εκείνο». Ποτέ. Μέχρι πρόσφατα ας πούμε που άρχισα να μιλάω. Αλλά όσον αφορά τους κινδύνους, δεν ήταν λίγες οι φορές που λέω «Τελείωσε. Εδώ είμαστε». Αλλά εντάξει, ίσως να λυπήθηκε τα παιδιά μου. Τη γλύτωσα από πάρα πολλές επικίνδυνες καταστάσεις. Με το καλάσνικωφ στον κρόταφο, στην ανατροπή του Σάχη, ένα απλό παράδειγμα. Είχε βάλει το καλάσνικωφ στον κρόταφο, ξέρεις δεν φοβόμουν, αλλά έτρεμε το χέρι του, έτρεμε Να κρατάς ένα καλάσνικωφ στο ένα χέρι και να είσαι δυο μέρες στο δρόμο, να πολεμάς... Κατάμαυρος ο νεαρός αυτός, ο Μουτζαχεντίν. Ήταν φρουρός της επανάστασης. Ξες πόσο εύκολο είναι να τραβήξεις τη σκανδάλη; Πολύ εύκολο. Λίγο να πιέσεις, έφυγε. Εκεί λέω «Ok, let’s take it out». Ώσπου να το βγάλω από τον κρόταφό μου. Και πρόσεξε να δεις. Για αυτά που σου λέω, είναι αληθινά που σου λέω. Η αγάπη για τη φωτογραφία. Μου λέει «Βoro, boro, boro, boro, boro! Πάρε δρόμο, πάρε δρόμο!» Λέω «Borismo. Ok?» Και κάνει μεταβολή και φεύγει αυτός τρέχοντας, να πάει κάπου αλλού. Εγώ ξανακατέβηκα πάλι εκεί που ήμουν, γιατί δεν ήμουν ευχαριστημένος, ήθελα να τραβήξω μια καλύτερη φωτογραφία. Και ξαφνικά, όπως φωτογράφιζα, πάγωσα. Γιατί; Γιατί σκέφτηκα ότι αν αυτός ο άνθρωπος για οποιοδήποτε λόγο, επιστρέψει και με δει να ξαναφωτογραφίζω, θα με καθάριζε επί τόπου. Και σηκώθηκα, βγήκα σε μια… Ήταν σε μια γέφυρα από κάτω αυτό που σου λέω. Ήταν ένα τανκ, το οποίο... Είχαν σκοτώσει ένα στρατηγό, ο οποίος πήγαινε να βγει από το στρατώνα κρυφά, αλλά τον πιάσανε, τον σκοτώσανε και τραβάγανε τη βενζίνη. Οι Μουτζαχεντίν κάνανε βόμβες. Και ήταν κάτω από τη γέφυρα ακριβώς. Ξανακατέβηκα εγώ… Και όταν συνειδητοποίησα τι βλακεία έκανα, -γιατί είχα φωτογραφίες, αλλά ήθελα να τραβήξω μια καλύτερη-, βγήκα στο δρόμο και σταμάτησα το πρώτο αυτοκίνητο. Μες στη μέση του δρόμου. Λέω «Σας παρακαλώ, με πάτε στο Intercontinental, το ξενοδοχείο;» Και με πήγαν οι άνθρωποι.

Κ.Μ.:

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Α.Σ.:

Η χαρά είναι δική μου. Εύχομαι να κάνεις χρήση της συνέντευξης και να πάει καλά.