© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Η άγραφη ιστορία μιας ηρωίδας στα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου και της Χούντας
Κωδικός Ιστορίας
10006
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Βασιλική Μπαλάρη (Β.Μ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
23/10/2020
Ερευνητής/τρια
Ασπασία Στυλπνοπούλου (Α.Σ.)
[00:00:00]Θα μας πείτε το όνομά σας;
Μπαλάρη Βασιλική του Νικολάου και της Μαρίας.
Είμαστε στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας, ονομάζομαι Ασπασία Στυλπνοπούλου, είναι 23 Οκτωβρίου του 2020, έχουμε μαζί μας την Μπαλάρη Βασιλική και θα ξεκινήσουμε την συζήτηση. Κυρία Βασιλική πόσο χρονών είστε;
84, του '37 γεννηθείς.
Και πού μεγαλώσατε;
Κηπουρειό.
Πού είναι αυτό;
Γρεβενών.
Εκεί μεγαλώσατε; Εκεί γεννηθήκατε;
Ναι.
Πόσα χρόνια μείνατε εκεί;
Μείναμε μέχρι τα 28. Έφυγα με τη χούντα, ήρθα εδώ. Η ιστορία μου είναι μεγάλη. Γεννήθηκα εκεί, έγινα 7 χρόνια, ήμασταν μία οικογένεια οκτώ άτομα, έξι παιδιά και οι γονείς μου. Ο πατέρας μου πολέμησε με τους Βουλγάρους, από το '12 μέχρι το '17, έκανε αιχμάλωτος στους Βουλγάρους τρία χρόνια, η γιαγιά μου είχε ένα παιδί μόνο, δεν είχε άλλο. Μετά τελείωσε ο πόλεμος, ήρθε στο χωριό και παντρεύτηκε τη μάνα. Η μάνα μου, και αυτή ήταν μοναχοκόρη, πέθανε ο πατέρας της 22 χρονών και έμεινε με τη μάνα της, μεγάλωσε, την έκανε 15 χρονών και πέθανε και η μάνα της και έμεινε μόνη της η μάνα μου και μετά την πήρε η γιαγιά, παντρεύτηκε τον μπαμπά μου και έκαναν έξι παιδιά. Τα μεγάλωσαν με κόπο, ναι. Ο πατέρας μου ήταν κεντρώος, ο παππούς μου ήταν βασιλικός, η μάνα μου ήταν αντίθετη. Μία μέρα πήγαν στ' αμπέλια να σκάψουν. Αυτός ήταν στο χωριό μας πλούσιος, ήρθε η ώρα να πληρωθούν και τότε ήταν τα γρόσια και πήγαν να πληρωθούν και αυτός τους έδινε τρία γρόσια και η μάνα μου αντιστάθηκε, ήταν είκοσι κορίτσια και λέει: «Όχι τρία, θα μας δώσεις πέντε» και τσακώθηκε με αυτόν. Και λέει αυτός: «Γιατί να σας δώσω πέντε, να κατέβω εγώ από τον θρόνο για να μπείτε εσείς;», ιστορία. Και τότε η μάνα, αφού αντέδρασε αυτός, πήρε άλλο τρόπο, σου λέει, η Μαρία θα γίνει κάτι μία φορά. Συνέχισε, παντρεύτηκε, έκανε την οικογένειά της και μετά ερχόμαστε ύστερα στη ζωή. Εγώ ήμαν 7 χρονών, ήρθε ο πόλεμος πρώτα, του '40 ο πόλεμος. Το '40 ήμαν 4 χρονών. Κάθομαν στο τζάκι στη φωτιά, έβρεχε πολύ, στρατός περνούσε πάρα πολύ για τον πόλεμο της Αλβανίας και έριξαν καλύμματα στο σπίτι μας. Μας έφεραν στρατιώτες Ιταλούς οκτώ άτομα και οκτώ ήμασταν εμείς, δεκάξι. Η μάνα μου, θυσία με τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου, αφού πέρασε με τον πόλεμο και αυτός πολλά, λυπόταν πάρα πολύ. Τους έβαλαν έφαγαν τους φαντάρους, δεν μας πείραξαν οι άνθρωποι, και ένας φαντάρος σηκώθηκε, και εγώ πώς ήμαν στο τζάκι έτσι μαζεμένο σαν να βλέπω το χέρι του εδώ παν, μου είπε: "Piccolo, piccolo, piccolo", έτσι. Και το θυμάμαι κιόλας αυτό, αυτό μ' έμεινε.
Το θυμάστε;
Μ' έμεινε. Έφυγαν, έφυγε το στρατό. Η μάνα μου αγωνίστηκε και με τους Ιταλούς. Είχαν κόσμο να χτυπήσουν, νέα παιδιά, ο μπαμπάς μου γνώριζε έναν παπά ρουμούνο. Τέλος πάντων, τα παιδιά αυτά ήταν απ' τα 30 τα χρόνια και κάτω, τους είχαν οι Ιταλοί να τους χτυπήσουν, και η μάνα μου ανέλαβε για να πάει στον ρουμούνο. Να τον πει ότι «αυτό κι αυτό γίνεται στο χωριό», γιατί είχαν με τον πατέρα μου, είχαν σχέσεις. Καβαλάνε τα άλογα, τεσσερισήμισι ώρες μακριά το χωριό, πήγαν, ο παπάς πήγε στην εκκλησία, δεν τον βρήκε εκεί, έρχεται ο παπάς, τον λέει η μάνα «το και το γίνεται», «Μαρία, εγώ δεν μπορώ να έρθω, αλλά θα κάνω ένα γράμμα και θα το στείλω με τον δάσκαλο, και τον δάσκαλο θα τον μιλήσω εγώ τι θα πει στον διοικητή». Τον μίλησε τον δάσκαλο, καβαλάν τα άλογα, συνάμα και τρία παιδιά από το χωριό μας την έπιαναν τη μάνα να μην πέσει πουθενά, γιατί τότε οι δρόμοι ήταν πολύ στενοί, δεν ήταν οι δρόμοι όπως είναι τώρα. Δίπλα στο χωριό, έξω από το χωριό, να τα παλικάρια οι Ιταλοί με δικοί μας, γιατί μόλις βγήκαν οι Ιταλοί, παρουσιάστηκαν και οι χρυσαυγίτες, οι προδότες. Βλέπει η μάνα, σου λέει «τι γίνεται τώρα;» Χτυπάει το άλογο και φεύγει και αφήνει τον δάσκαλο πίσω. Άφησε τον δάσκαλο, μίλησε ο δάσκαλος στους Ιταλούς, ήρθε στο χωριό, πήγε στον διοικητή, όλα καλά. Λέει ο διοικητής: «Να πεις τον φίλο μου τα χαιρετίσματα, δεν θα πειράξω τα παιδιά». Κι έτσι γλύτωσαν εννιά παιδιά από τους Ιταλούς. Χτύπησαν και τρία άτομα απ' το χωριό μας, τον έναν τον πετάλωσαν...
Τι εννοείτε;
Τον άλλον τον έσπασαν... Όπως πεταλώνουν τα ζώα. Αυτόν τον πρόλαβα εγώ και μεγάλη ακόμα που ήμαν, δεν μπορούσε να περπατήσει ο άνθρωπος. Μετά τον άλλο τον έσπασαν τρία πλευρά και εκείνος έζησε κάνα δυο χρόνια, πέθανε και εκείνος, και ο άλλος κι εκείνος χάθηκε.
Οι Ιταλοί τα κάναν αυτά;
Ιταλοί αυτά. Αυτά έκαναν οι Ιταλοί στο χωριό μας, αλλά όχι οι Ιταλοί, οι δικοί μας οι Έλληνες πρόδωναν τον κόσμο και μετά έλεγαν «ο τάδες έχει όπλο, εκείνος έχει όπλο», όποιον είχαν για να τον βάλουν στην μπούκα, αυτός... Και ξεκινούσε αυτός ο πόλεμος. Έφυγαν οι Ιταλοί και έρχονται μετά οι παλικαράδες οι Γερμανοί. Μας ειδοποιούν στο χωριό ότι αυτό και αυτό συμβαίνει, έχουμε τους Γερμανούς. Γρήγορα το κίνημα το αντάρτικο, ειδοποιούν το χωριό να κάνουμε αμπριά, να θάψουμε τα πράγματα μέσα, να αδειάσουμε τα σπίτια εντελώς, να 'ρθουν να κάψουν μόνο τα σπίτια, να μην κάψουν και τα πράγματα μέσα και θα γυρίσουμε και δεν θα βρούμε τίποτες. Αμέσως άκουσε ο κόσμος όλος, πήρε η μάνα μου εμένα απ' το χέρι, βγήκαμε έξω, πήγαμε απάν στ' αλώνι. Από κει αυτοί έκαιγαν τα σπίτια τα άλλα τα χωριά. Το χωριό μας έχει και 800 μέτρα υψόμετρο και όλα τα χωριά τα 'χανε κάτω.
Οπότε τα βλέπατε τι γινότανε.
Και τα βλέπαμε, ναι. Λέει ο σκοπός, ο αντάρτης: «Φύγετε, θα σας δουν με τα κιάλια και θα βάλουν από κάτω». Παίρνει η μάνα, φεύγουμε, πάμε στο σπίτι, εκείνη την ώρα λέει η αδερφή μου: «Δεν πηγαίνουμε» λέει «να πάμε μέχρι τα αλώνια παν;» Βγήκαμε, έρχεται μία κοπέλα, έρχεται μια κοπέλα, λέει: «Τι θα κάνετε, Χρύσω;» Λέει: «Εμείς θα φύγουμε, θα πάμε κάτω». Λέει: «Γιατί δεν έρχεστε να πάμε απάνω εκεί που θα πάμε εμείς;» Λέει: «Ο πατέρας συνεννοήθηκε με άλλους ανθρώπους εκεί πέρα να πάνε όλοι μαζί». Είπαν εκεί πέρα τα, τα κορίτσια μίλησαν, τη λέει η αδερφή μου: «Χρύσω, έρχεσαι μαζί μας;» Λέει: «Δεν μπορώ, γιατί η μάνα μου είναι –λέει– μητριά, άμα θα 'ρθω σ' εσάς, μετά, όταν θα γυρίσουμε, πού θα πάω; Σε ποιο σπίτι;», φοβόταν. Με πήρε εμένα στην αγκαλιά, με φίλησε και μας είπε καλό ταξίδι, εκεί χωρίσαμε. Το βράδυ φεύγουμε, [00:10:00]φεύγουμε, πού θα πάμε; Στο χαμό. Πηγαίνουμε έξω από το χωριό, σε ένα μέρος ήμασταν γύρω στις τριάντα οικογένειες, παραπάνω, έφυγε το χωριό όλο, άδειασε με τους Γερμανούς, δεν ήταν ψυχή. Κοιμηθήκαμε το βράδυ. Ο πατέρας μου είχε τα ζώα και πέρασε από αυτόν από κει που πήγε η κοπέλα με τον πατέρα της και βλέπει το γυναικόπαιδο ήταν όλοι μαζεμένοι. Τους λέει ο πατέρας: «Κοιτάξτε να δείτε, η φωτιά έρχεται από κάτω, οι Γερμανοί έχουν κακό σκοπό, βλέπετε, καιν χωριά, θα μας κάψουν κι εμάς». Και πετιέται κάποιος από τον μαχαλά μας εκεί και λέει: «Φύγε, μωρέ παιδί μου –λέει–, εμείς –λέει– θα καθίσουμε εδώ κι αν με δούνε τίποτα, θα παραδοθούμε». Τον λέει ο πατέρας μου: «Κοίτα να δεις, έχεις κόσμο, να μην τον πάρεις στο λαιμό σου». Και εκεί που του έλεγε αυτά ο πατέρας, ακολουθούν δυο οικογένειες από το χωριό μας τον πατέρα, και ακολουθούν και τρία κορίτσια από τα Γρεβενά, αυτές δούλευαν μέσα στα γραφεία και αφού μπήκαν οι Γερμανοί μέσα στα Γρεβενά έφυγαν ποδαρόδρομο και ήρθαν στο Κηπουρειό χωρίς να έχουν συγγενείς, χωρίς τίποτα. Τα δυο τα κορίτσια είχαν και τη μάνα τους. Ακολουθούν τον πατέρα, πέρασε ο πατέρας από μας που ήμασταν σε εκείνο το μέρος, έμεινε ο μπαμπάς μου, έφυγαν τα τρία αδέρφια μου με τα ζώα, πήγαν σε ένα μοναστήρι – έχουμε Αγία Τριάδα στο χωριό μας. Εκεί, μέσα στο δάσος έβαλαν τα ζώα και αυτοί κρύφτηκαν. Ο πατέρας με τρία παιδιά και η μάνα μου καθίσαμε μαζί εμείς με τον άλλον τον κόσμο. Τώρα και κοιμόμαστε το βράδυ και το πρωί χάραξε. Ξυπνάει η μάνα μου και φωνάζει έναν ξάδερφό της: «Στέργιο, σήκω, θα μας πιάσουν οι Γερμανοί». Οι Γερμανοί είχαν φτάσει στο χωριό κι έκαιγαν. Οι Γερμανοί είχαν μία χάρη, χάρη, να πω χάρη, μόλις έμπαιναν στα χωριά έκαιγαν εκκλησίες και σχολεία, το πρώτο αυτό ήταν και μετά τα σπίτια. Εμείς σηκωθήκαμε από κει και κατεβήκαμε μέσα σε ένα ρέμα, κάτω. Εκεί ήμασταν εξήντα οικογένειες, βρήκαμε κι άλλο κόσμο, γινόταν χαμός. Βάλε εξήντα οικογένειες να έχουν τώρα πέντε παιδιά, έξι παιδιά. Καθίσαμε εκεί πέρα, οι αντάρτες ήταν απάνω στις ράχες και έριχναν τα κιάλια, να δουν πού πηγαίνουν οι Γερμανοί, παρακολουθούσαν. Μία γυναίκα στο χωριό μας είχε τρία κορίτσια, από τα 20 και κάτω. Αυτή, μέσα στο δάσος όπως ήταν, δεν έχει ψωμί να φάει και τα κορίτσια κοιμόνταν και λέει: «Θα κοιμηθείτε εσείς και εγώ θα πάω να πάρω ψωμί». Ψωμί να ζητήξει από κάποιον από το χωριό μας. Σηκώθηκε η γυναίκα, πήγε να πάρει ψωμί, περνάνε οι γερμαναράδες και τα σκοτώνει και τα τρία τα κορίτσια. Γυρίζει η γυναίκα με το ψωμί και βλέπει τη βελέντζα κόκκινη από αίμα, τρελάθηκε η γυναίκα, άρχισε να φωνάζει. Ποιος να την ακούσει; Εδώ ήταν τρόμος και φόβος, είχε γεμίσει, είχε γεμίσει το δάσος Γερμανούς. Οι Γερμανοί όμως όταν ήρθαν... Οι Γερμανοί όταν ήρθαν, δεν ήρθαν χωρίς Έλληνες, ήταν και οι καπεταναρέοι οι δικοί μας που συνεργάζονται με τους Γερμανούς. Είχαμε έναν δασάρχη στο χωριό, που αυτός ο δασάρχης έπαιξε το μεγαλύτερο παιχνίδι και τον γνώρισα εδώ που ήρθα, στην Αλεξάνδρεια. Αυτός με γνώρισε, εγώ ήμαν μικρή και αυτός ήταν στο χωριό μας και έρχονταν και τον ξύριζε και τον κούρευε ο πατέρας μου, γιατί ήταν κουρέας ο μπαμπάς μου. Και εγώ ήξερα μία ιστορία από τη μάνα μου για αυτόν, και πήγα να πάρω μαλλιά εδώ στην Αλεξάνδρεια και αυτός ήταν γαμπρός από αυτούς και με κοίταξε μια φορά, με κοιτάει πάλι και λέω: «Τι με κοιτάει αυτός ο άνθρωπος;», γέρος. Και λέει: «Από πού είσαι;» Λέω: «Απ' τα Γρεβενά». «Μήπως είσαι απ' το Κηπουρειό;» Λέω: «Ναι». Λέει: «Του Μπαλάρη του Νικόλα;» «Ναι». «Της Μαρίας κορίτσι;» «Ναι» λέω «γιατί ρωτάς;» «Μοιάζεις πολύ τη μάνα σου» μου λέει. Λέω: «Μάνα την είχα και την μοιάζω». Μετά αυτό ήταν και εγώ έφυγα. Εγώ το ήξερα πάλι, αυτός έχει μία φιλενάδα στο χωριό, την έστελνε γράμματα από δω. Ναι, και μια μέρα αυτήν δεν μπορούσε, ήταν γριά, και ήρθε να διαβάσω το γράμμα εγώ. Κι είχε κάτι πράγματα μέσα κι εγώ τα συγκράτησα αυτά.
Τι έγραφε δηλαδή;
Έγινε μία συνάντηση σε κάποιον, είχε 'ρθει απ' τη Ρωσία, και μέσα σε αυτό το σπίτι ήρθε και αυτός. Και του είπα εγώ: «Εσείς» λέω «είστε που εστέλνετε στην κ. Βασιλική τα γράμματα τα ωραία». Και έλεγε: «Τι θυμάσαι, κυρα-Βασιλική, πως τρώγαμε το μέλι με τα καρύδια...» και σηκώθηκε κι έφυγε να μην ακούσει την ιστορία. Αυτοί ήταν που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς. Και ήρθαν οι Γερμανοί στο χωριό μ' αυτόν μαζί και άλλοι συνεργάτες και έκαψαν το σπίτι, τα σπίτια όλα και τις οικογένειες. Μετά φτάνουμε στις οικογένειες. Οι οικογένειες εκείνες που έμεναν σε αυτό το μέρος που πέρασε ο πατέρας μου και τις άφησε εκεί. Φτάνουν εκεί οι Γερμανοί, περικυκλώνουν γύρω, παίρνουν τα πράγματα, τα φορτώνουν και πηγαίνουν πιο πέρα και τα καιν. Εκεί όμως που τους έπιασαν, δυο παιδιά από το χωριό μας, πίσω ήταν ένας γκρεμός και αυτά πήδηξαν κάτω από τον γκρεμό και έφυγαν. Μετά δεν ήξεραν τα παιδιά τι έγιναν οι οικογένειες, μέχρι εκεί που είδαν τους Γερμανούς, φοβήθηκαν κι έφυγαν. Οι Γερμανοί πήραν τον κόσμο και τους έβγαλαν σε ένα μέρος –ξέραν οι Γερμανοί;– τους έβγαλαν σε ένα μέρος που ήταν μία καλύβα, μέσα σε δυο λόφους η καλύβα. Από δω λόφος, από κει λόφος, και απάνω ένα ύψωμα, εκεί πήγαν την κοπέλα αυτήν που σου είπα που χαιρετηθήκαμε, τη χώρισαν από τους άλλους τους ανθρώπους και την πήραν να τη βγάλουν απάνω στο ύψωμα την κοπέλα...
Μόνη της;
Μόνη της. Η κοπέλα φώναζε: «Μάνα!», η μάνα φώναζε: «Χρύσω!» και εκεί έριξαν οι Γερμανοί και σκότωσαν τη μάνα, και την κοπέλα την πήραν στο ύψωμα. Τώρα παίρνουν τον κόσμο όλο, τον βάζουν στην καλύβα τους, κλείν' μέσα (από ένα ύψωμα πάλι αντάρτες είχαν τα κιάλια και έβλεπαν τις κινήσεις τώρα τι γινόταν) και ένας πατέρας είχε ένα κοριτσάκι και ένα αγόρι. Το αγόρι αυτό ήταν 12 χρόνων, με το κοριτσάκι εγώ έπαιζα μαζί, φιλενάδα, ήμασταν σε έναν μαχαλά, και ο πατέρας πήρε το αγόρι και το έβγαλε από ένα παραθυράκι, όπως βλέπεις εκείνη τη φωτογραφία, τόσο μικρό, ναι. Το 'βγαλε και το 'σπρωξε κάτω, για να φύγει στα καλαμπόκια μέσα για να σωθεί. Το αγοράκι όμως σηκώθηκε και έτρεχε όρθιο, δεν έφυγε έτσι κάτω χαμηλά, και αυτοί το είδαν από πάνω και το χτύπησαν μία σφαίρα στο κεφάλι, πάρ' το κάτω το αγοράκι. Οι Γερμανοί τώρα φεύγουν από αυτό το μέρος, εκεί πέρα που έκαναν τι έκαναν, και έρχονται στο χωριό, έκαψαν, ρήμαξαν, βρήκαν ένα κορίτσι, το κορίτσι αυτό ήταν... είχε ένα κεφάλι... είχε υδροκέφαλο, είχε υγρό στον εγκέφαλο. Και μιλούσε, αλλά δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι, γιατί δεν μπορούσε να σηκώσει το κεφάλι... Και πηγαίναμε εμείς και λέγαμε: «Καλημέρα, Χρύσω. Τι κάνεις; Κα[00:20:00]λά;» Έτσι μιλούσαμε, όχι να κοροϊδέψουμε, λέγαμε θα πάμε να δούμε τη Χρύσω τώρα, ναι, ήταν στον μαχαλά μας. Και το πήραν αυτό το κορίτσι, το άνοιξαν το κεφάλι και μάθαμε, μάθαμε... ότι το κορίτσι είχε οκτώ κιλά νερό ο εγκέφαλος. Ποιος το είδε το κορίτσι αυτό που είχε οκτώ κιλά νερό ο εγκέφαλος μετά από τους Γερμανούς; Άρα κάποιος ήταν δικός μας εκεί και το είδε. Και μετά, ύστερα, πέρασαν οι αντάρτες από κει που ήμασταν, που φυλαγόμασταν, και μας λέει ο γείτονας –ένα παιδί είχε μείνει από την οικογένεια, από αυτό το κορίτσι που σου λέω που το πήραν οι Γερμανοί– λέει «αυτό και αυτό συμβαίνει» και φωνάζει τη μάνα μου, και την λέει: «Πασίνα...» (Τη μάνα μου έτσι την έλεγαν, έχουμε ιστορία μεγάλη.) «Πασίνα, έμεινα μόνος, όλη η οικογένεια τελείωσε, αλλά τη Χρύσω την έκαναν αυτό και αυτό. Την κοπέλα την ξέγκλισαν, την άνοιξαν στα δυο αυτοί που είναι οι καλοί, ναι, την άνοιξαν στα δύο και κάτω είχαν δύο πιάτα, ένα με μέλι και ένα με σίκαλη, με βρίζα, τι τα κάνανε αυτά τα δύο; Πού τα έβαζαν στο κορίτσι;» Και πήγαν χωρικοί μία αλυσίδα από ένα άλογο και το 'δεσαν τα πόδια, το συμμάζεψαν και το άφησαν, γιατί ήταν Γερμανοί, αλλά μόλις έφυγαν οι Γερμανοί από κει, πήγανε αυτοί οι χωρικοί και σε λέει: «Ας το συμμαζέψουμε το κορίτσι και μετά τελειώνει ο πόλεμος να 'ρθούμε να τους πάρουμε από δω». Και μετά τον έδωσε κουράγιο η μάνα μου... Τι κουράγιο τώρα, που πήγαν τόσα άτομα στην καλύβα και γυρίσανε στο χωριό. Πέρασαν όμως δεκατρείς μέρες που ήμασταν μες στο δάσος.
Δεκατρείς μέρες ήσασταν στο δάσος;
Μες στο δάσος, εκεί ετρώγαμε, εκεί εψήναμε, εκεί αυτά και μία μέρα δεν είχαμε αλεύρι, τώρα τι να κάνουμε, αλεύρι δεν έχουμε. Ήρθε ο αδερφός μου, αυτός που σκοτώθηκε στο αντάρτικο, λέει: «Μάνα, θα πάω εγώ να πάρω αλεύρι». «Πώς θα πας, ρε παιδί μου, να παρ,' αφού είναι οι Γερμανοί στο χωριό». «Θα πάω» λέει «θα πάω». Σηκώνεται και περνάει μέσα στους Γερμανούς. Αυτοί πλένονταν σε μία βρύση και είχαν τα όπλα κάτω. «Είπα μια φορά» λέει «να πάρω τα όπλα και να αρχίσω να... να θερίζω, αλλά είπα» λέει «μήπως είναι άλλοι κρυμμένοι και θα με ρίξουν εμένα;» Πήγε, φορτώθηκε τ' αλεύρι και το έφερε, ναι. Το 'φερε, μακριά τώρα δυο ώρες, το 'φερε, μας τ' άφησε εκεί πέρα, ζύμωσε η μάνα και πήγε στα άλλα τα αδέρφια μ' που ήταν με τα ζώα. Αυτό τελείωσε. Μετά μας ειδοποίησαν ότι οι Γερμανοί αποτραβήχτηκαν, «θα 'ρθείτε στο χωριό».
Ποιος σας ειδοποίησε;
Αντάρτες, αντάρτες. Ποιοι άλλοι; Κολοκύθια. Οι άλλοι, οι φασίστες, ήταν με τους φασίστες. Μαζευόμαστε, πάμε στο χωριό, μόλις μπήκαμε μέσα, εκείνη η μυρωδιά ήταν το κάτι άλλο. Βρομούσε ο τόπος, καψίλα βρομούσε. Εμείς, τα παιδιά που είχαμε μείνει, ετρέξαμε στο σχολείο να πάμε να δούμε το σχολείο, πήγαμε στο σχολείο... Είχαμε τα τζάμια, ήταν ένα πράσινο, ένα κόκκινο, ένα μπλε, τα παράθυρα με χρώματα ήταν, πολύ ωραίο. Και είχαμε και πίνακες, θυμάμαι, όλα τα ζώα της Αφρικής. Όλα κάηκαν, τα πάντα. Και πήγαμε και εκλαίγαμε όλα τα παιδιά, μαζευτήκαμε και κλαίγαμε, πού θα πάμε σχολείο τώρα. Μετά από μέρες μας είπαν: «Θα πάτε σχολείο σε ένα σπίτι». Πήγαμε στο σπίτι... τι σπίτι, πάλι, θα έπεφτε όλο κάτω. Πέρασαν κάνα δυο μέρες, βλέπω τη μάνα ετοιμάζονταν να πααίνει στην καλύβα για να δουν τους ανθρώπους. Λέω: «Θα ρθω και εγώ». «Βρε κορίτσι μου...» «Όχι, θα ρθω κι εγώ. Γιατί; Αφού θα ρθει και η Στεργιάνω, η αδερφή μου –ήταν μεγάλη εκείνη–, θα 'ρθω. Θα 'ρθω να δω τις φιλενάδες μου», φιλενάδες, πολλά κορίτσια. Πήγα. Μόλις πήγαμε, η μάνα μ' μ' έδωσε μία μαντίλα μαύρη εδώ, την έβαλα μπροστά στην πόρτα και ο κόσμος ήταν γεμάτο. Πώς βλέπεις την ξυλοθήκη, που ρίχνεις πετρέλαιο, την καις και δεν καίγονται τα ξύλα και μένουν; Μαύρα, έτσι ήταν ο κόσμος, μια ξυλοθήκη, ο ένας επάνω στον άλλον, ναι. Και αυτός που μίλησε ο πατέρας μου όταν τον είπε «δεν κάνεις καλά, πρέπει να φύγεις από εδώ», είχε το χέρι έτσι απάνω και τον γνώρισαν οι δικοί μας. Η γυναίκα η μία, που είχα το κοριτσάκι εγώ που παίζαμε, ήταν έγκυα και είχε βγει το μωρό απέξω την κοιλιά! Σηκωθήκαμε, φύγαμε, πήγαν πήραν τη Χρύσω –μαλλιά η Χρύσω, ίσα με το μπαστούνι μεγάλα– και τους έθαψαν. Τους έθαψαν, τελειώνουμε μέχρι εκεί με τους Γερμανούς, αλλά όμως μετά έπρεπε να κάνουν και κάτι για αυτούς, να κάνουν ένα μνημείο, να κάνουν ένα εκκλησάκι εκεί που ήταν. Με τα χρόνια σηκώθηκαν τα παιδιά, αυτά που σου είπα που έφυγαν απ' τους Γερμανούς, και είπαν: «Εμείς χάσαμε τη μάνα μας, χάσαμε αδέρφια, πρέπει να κάνουμε κάτι». Μάζεψαν λεφτά, μάζεψαν λεφτά. Έκανε ο μεγάλος... –και οι δυο μαστόροι ήταν– έκαναν ένα μνημείο, όχι εκεί ακριβώς, βγήκαν στον δρόμο και το έκαναν. Και πάει η αστυνομία και τους ρίχν' τις χειροπέδες. Και λέει: «Γιατί;» «Θα πάτε αυτόφωρο, γιατί είστε παράνομοι». «Τι κάναμε και είμαστε παράνομοι;» «Είστε παράνομοι» λέει «γιατί κάνατε μνημείο». «Ποιον κάνουμε μνημείο; Αυτοί είναι οι δικοί μας άνθρωποι, όλοι». Τριάντα οκτώ άτομα, να μη σε πω σαράντα. Και πήραν τα παιδιά και τα πήγαν στο δικαστήριο. Πήγαν στο δικαστήριο, λέει ο εισαγγελέας: «Γιατί πήγατε να κάνετε αυθαιρέτως;» «Τι αυθαιρέτως;» λέει. «Εδώ εχασάμε οικογένειες ολόκληρες, τις έκαψαν οι Γερμανοί και εμείς πήγαμε αυθαιρέτως; Δεν πιάνετε εκείνους» λέει «που κατέστρεψαν αυτόν τον κόσμο, πιάνετε εμάς» λέει «που πήγαμε για να αναφέρουμε τους ανθρώπους αυτούς;» Τους απόλυσαν. Τέτοια έκαναν αυτοί οι κύριοι που με κόβονται ότι είναι ανθρωπισταί και Έλληνες. Και σε ένα χωριό πέρασαν οι Γερμανοί και είχαν τα κορίτσια όλα βαμμένα καπνιά από το τζάκι από πίσω, τα 'χαν μαύρα βαμμένα, για να σκεφτούν οι Γερμανοί και να φύγουν. Και σε ένα άλλο χωριό βγήκε μία καθηγήτρια και φώναζε με τον τηλεβόα: «Έβγάτε όλοι έξω. Οι Γερμανοί δεν πειράζουν, είναι καλοί». Και βγήκαν όλος ο κόσμος έξω, και πιάνουν τους άντρες οι Γερμανοί και πάνε, εκτελούν, τους εκτελούν μες στο σχολείο. Και τους άλλους τους πήραν όμηρους, ήταν είκοσι πέντε. Και μετά, όταν τελείωσε ο πόλεμος, τι έκανε η καθηγήτρια; Πήγε στο χωριό: «Να τι είμαι εγώ». Και παίρνουν τα ξύλα οι γυναίκες που έμειναν χήρες, την κυνήγησαν απ' το χωριό, ναι. Αυτά τα έγραψε καμία εφημερίδα; Όχι. Αυτή είναι η ιστορία, ποτέ δεν γράφτηκε αλήθεια, όλο ψέμα. Ερχόμαστε στον εμφύλιο; Ερχόμαστε. Από πού να αρχίσουμε;
Απ' όπου θέλετε. Πόσο χρονών ήσασταν τότε;
Στον εμφύλιο ήμαν 9. Ήταν ένα εικόνισμα στο χωριό, στον μαχαλά μας, που πήγαιν[00:30:00]α κάθε βράδυ και τ' άναβα, 9 χρονών. Γιατί πήγαινα όμως; Η μάνα μου ήταν στο χωράφι μαζί με ακόμα μία γυναίκα. Ήταν τα χωράφια μαζί. Συνάμα είχε αρχίσει ο πόλεμος, είχε αρχίσει ο πόλεμος του '44. Το '44 αρρώστησε ο πατέρας μου.
Από τι;
Κακιά αρρώστια. Ήταν τότε που ήρθαν οι Ιταλοί, πήγε πήρε έναν γιατρό, τον έφερε στο σπίτι, τον κοίταξε, λέει ο Ιταλός: «Να ήμουνα στην Ιταλία, μπορούσα να κάνω κάτι, εδώ» λέει «έχω δυο ακουστικά μόνο, τι να σε κάνω;» τον λέει, ναι. Αρρώστησε ο πατέρας μου, μετά αρρωσταίνει και η αδερφή μου από λεύκωμα. Και οι δυο άρρωστοι στην κατοχή. Ενέσεις καθόλου, φάρμακα καθόλου, τίποτα, ναι. Ο πατέρας μου τελείωσε το '45 την άνοιξη που... τη νύχτα. Τον θάψαμε, μένει η αδερφή μου. Μένει η αδερφή μου: «Τώρα, αφού έφυγε ο πατέρας μου, εμένα ποιος θα με πηγαίνει στο γιατρό; Κανένας». Η μάνα μου σηκώθηκε, είχε κάτι χρυσαφικά από νύφη που ήταν, λεφτά πουθενά, πουθενά λεφτά, πουθενά. Σηκώθηκε τώρα να πάει να τα χαλάσει στα Γρεβενά. Πήγε σε έναν θειο – ήταν δημόσιος υπάλληλος. Τον λέει: «Έχεις λεφτά, πάρε αυτά τα κομμάτια και δώσε με χρήματα, γιατί θέλω να πηγαίνω το κορίτσι στη Σαλονίκη». «Δεν έχω λεφτά» λέει. «Αφού πληρώνεστε κάθε μήνα» λέει η μάνα «δεν έχετε λεφτά;» «Δεν έχω» λέει. Μετά πήγε η μάνα μου στον χρυσοχόο, τα 'δωσε, τα πήρε, πήρε τα λεφτά, το βράδυ κοιμήθηκαν με την αδερφή μου στο δικό τους σπίτι, ναι. Η αδερφή μου: «Γιατί μπάρμπα» λέει «γιατί δεν τα πήρες αυτά τα κομμάτια; Ήταν καλά για τα κορίτσια». Και λέει αυτός: «Πήγα τα πήρα». Από κει πήγε τα πήρε.
Από πού;
Απ' τον χρυσοχόο.
Σοβαρά;
Βέβαια, συγγενής μας. Απ' τη μάνα δεν τα 'παιρνε για να δώσει λεφτά. Κατάλαβες τι κακία στον κόσμο υπάρχει; Σηκώθηκε η μάνα μ', πήρε τα λεφτά, τώρα χρειάζονταν μέσον για να πας τότε στα νοσοκομεία, ήταν δύσκολες καταστάσεις. Σε αυτόν που σε λέγω, που σου είπα νωρίτερα ότι τον είπε: «Θέλουμε τόσα γρόσια».
Στην αρχή, που είπατε για τη μαμά σας.
Ναι. Αυτός είχε έναν γιο που σπούδασε ιατρική, ο Τηλέμαχος, τώρα είναι... η κόρη του είναι γιατρός στη Θεσσαλονίκη, και τότε με το κίνημα τον κυνηγούσαν αυτόν.
Γιατί;
Γιατί ήταν κομμουνιστής. Και ο πατέρας μου με τους Ιταλούς, άκουσε τους Ιταλούς να μιλάνε και να λένε ότι θα πάνε μέσα στην οικογένεια και να τον βρουν το βράδυ. Ο πατέρας όμως πιάνει στο δρόμο τον πατέρα του και τον λέει: «Αυτό και αυτό, Σπύρο, ο Τηλέμαχος, θα τον πιάσουν οι Ιταλοί, άμα τον έχεις στο σπίτι φυγάδευσέ τον». «Ευχαριστώ» ο παππούς «ευχαριστώ». Πήγε στο σπίτι, τον εφυγάδευσαν και πήγε στο... πες το, το κράτος...
Στα Βαλκάνια;
Που πήγαιναν τότε οι Κουμουνιστές.
Γιουγκοσλαβία;
Στην Αίγυπτο.
Στην Αίγυπτο;
Το θυμήθηκα. Στην Αίγυπτο, πήγε στην Αίγυπτο, γλίτωσε. Κατέβηκε στην Αθήνα και τον έσωσε μία υπηρέτρια, τον έβαλε στον καμπινέ, από κει συνεννοήθηκε με τους δικούς μας και έφυγε στην Αίγυπτο. Έμεινε εκεί, γύρισε μετά ο Τηλέμαχος, γύρισε μετά ο Τηλέμαχος... Αυτός ο Σπυράκης, ο παππούς, πάντρεψε την κόρη του και την έδωσε σε κάποιον που ήταν βουλευτής με το κέντρο αυτός. Η μάνα πήγε στο σπίτι και είπε την κόρη του την άλλη ότι «θέλουν να πηγαίνουν την κόρη μου στη Θεσσαλονίκη, αλλά πρέπει να έχω μέσον, πώς να την πάνω;» Και λέει αυτή: «Εγώ θα κάνω ένα γράμμα στον γαμπρό μας, αν έχεις τυχερό, Μαρία, θα βάλεις το κορίτσι στο νοσοκομείο. Θα του γράψω δικιά μου, εμείς σε ξέρουμε από μικρό κορίτσι». Έκανε το γράμμα, το έδωσε τη μάνα, το πήρε η μάνα, πήρε και την αδερφή μου και έφυγαν για τη Θεσσαλονίκη. Το πρωί... πήγαν στο ξενοδοχείο το βράδυ, το πρωί ξημέρωσε, πήγαν στο σπίτι. Πήγαν στο σπίτι, πατάν το κουμπί, ανοίγει η γυναίκα του, βλέπει τη μάνα μου: «Μαρία, τι πάθετε;» λέει η μάνα, αυτό και αυτό, έχω το κορίτσι άρρωστο και θέλω το βάλω στο νοσοκομείο, πάρε το γράμμα από την αδερφή σου». Πήρε το γράμμα, πήγε μέσα, του λέει... Ήταν στο μπάνιο αυτός, βγήκε, τον λέει «αυτό και αυτό». «Δεν γίνεται» λέει ο άνδρας της. «Πώς δεν γίνεται;» λέει. «Εμείς τη Μαρία τη γνωρίζουμε από μικρό κορίτσι, δεν θα κάνουμε ένα καλό στη Μαρία;» Λέει: «Αύριο, πες της, θα περάσω το πρωί απ' το ξενοδοχείο». Την άλλη μέρα πέρασε από το ξενοδοχείο, τις πήρε, η αδερφή μου είχε υγρό στην κοιλιά, σιγά-σιγά, σιγά-σιγά βρήκαν έναν γιατρό. Λέει τον γιατρό «αυτό κι αυτό συμβαίνει». Λέει ο γιατρός: «Θα τις πάρω τις γυναίκες, θα κάνω επίσκεψη στο Μέγαρο, θα τις αφήνω κάτω, θα κάθονται να ξεκουράζεται η κοπέλα και μετά θα φτάσουμε στο νοσοκομείο». Και έτσι έγινε. Πήγε την έβαλε η μάνα μου στο νοσοκομείο. Εξήντα κρεβάτια, στη μέση αδερφή μου. Τότε ήταν πόλεμος δεν ήταν... γινόταν τα νοσοκομεία έτσι. Η μάνα μου την άλλη μέρα πήγε επισκεπτήριο. Απ' τα κλάματα και αυτά, την τυράννια που είχε, χάθηκε στη Θεσσαλονίκη, χάθηκε στη Θεσσαλονίκη, τη βρήκε ένας γέρος πάλι απ' τα χωριά μας, τη λέει: «Δεν είναι εδώ το νοσοκομείο». Γύρισε πίσω. Τον είπε πώς ήταν το νοσοκομείο, πήγαν εκεί πέρα, η αδερφή μου έκλαιγε. Την άλλη μέρα έπρεπε να φύγει η μάνα. Λέει ο γιατρός, διευθυντής: «Κυρα-Μαρία, η κόρη σου θα είναι κόρη μου, εγώ θα έχω το επισκεπτήριο, κάθε μέρα που περνώ μέσα στους γιατρούς θα έχει και επισκεπτήριο εμένα η κόρη σου, μη στεναχωριέσαι καθόλου, να πας στο χωριό και να μην έχεις το μυαλό σου πίσω». Και πράγματι την κοίταξαν πάρα πολύ στο νοσοκομείο την αδερφή μου. Ξεκίνησε η μάνα μου να φύγει, μία στραβή στο δρόμο, ναι, ένας από το χωριό μας χωροφύλακας, ένα τέρας, ήθελε να στείλει την αδερφή του στο χωριό, λέει: «Έχεις εισιτήριο;» «Έχω» λέει η μάνα «εισιτήριο». Λέει: «Δώσ' το εμένα». «Γιατί να σ' το δώσω; Εγώ το έβγαλα με έναν αξιωματικό» – γιατί έβγαζε το εισιτήριο ο αξιωματικός, έβγαλε και η μάνα. Τη ρωτάει ο αξιωματικός: «Πού θα πας, γιαγιά;» Γιαγιά. Η γιαγιά δεν ήταν... 48 χρόνων η γιαγιά. Τον είπε η μάνα μου ότι «πάω στα Γρεβενά». Λέει: «Μέχρι την Κοζάνη είναι και η γυναίκα μου με τα δυο τα παιδιά και θα είστε παρέα». Βλέπει τώρα η μάνα αυτήν την κίνηση, τον λέει: «Δώσε το εισιτήριο γιατί φεύγει η γυναίκα», άλλαξε αυτός, λέει, λεωφορείο. Περνάει το άλλο λεωφορείο, βάζει την αδερφή του μέσα και αφήνει τη μάνα μου χωρίς εισιτήριο. Η μάνα τώρα, σήμερα, ήξερε γράμματα, δεν ήταν βόδι. Λέει με το μυαλό της: «Κι εσύ με την έφερες, αλλά κι εγώ». Πηγαίνει στο σταθμό, άρχισε να φωνάζουν μέσα Θεσσα[00:40:00]λονίκη-Γρεβενά, ήταν το τελευταίο, λέει η μάνα «αυτό και αυτό, με πήρε το εισιτήριο». «Ποιος σ' το πήρε το εισιτήριο;» «Έτσι κι έτσι». «Και δεν μας φώναζες» της λέει ένας «να τον τζιλιάρουμε όλοι στο ξύλο;» λέει. «Έκανε αυτό το πράγμα, γιαγιά, και σε άφησε εδώ, τελευταίο αυτοκίνητο;» Την έβαλαν μέσα, φτάνουν στην Καστανιά η μάνα μ'. Από την αδερφή τ' το αυτοκίνητο ήταν χαλασμένο, μπαίνει η αδερφή τ' μέσα στης μάνας το αυτοκίνητο. Βάλε τώρα στην Καστανιά μέχρι τα Γρεβενά τι έγινε μέσα στο λεωφορείο. Και μετά ήρθε η μάνα μου στο χωριό. Ύστερα από οκτώ μήνες η αδερφή μου βγήκε, ήρθε στο χωριό, ήταν μισός γιατρός, πάρα πολύ καλά. Πώς βγήκε μία φορά σε ένα γλέντι και εκεί παρουσιάστηκε πυρετός και ο πυρετός έπρεπε να έχουμε ενέσεις να κάνουμε για να φύγει το υγρό και δεν μπορέσαμε να τη γλιτώσουμε. Τώρα, ο πατέρας πεθαίνει την άνοιξη, η αδερφή μου πεθαίνει το φθινόπωρο, σε ένα χρόνο μέσα. Ο ένας 44 και η αδερφή μου 22. Η μάνα μένει τώρα με τα άλλα τα παιδιά, τα υπόλοιπα. Μένει με τα άλλα τα παιδιά και να τ' αντάρτικο.
Τέσσερα παιδιά ήσασταν, έτσι;
Έξι, έξι παιδιά. Δυο κορίτσια και τέσσερα αγόρια.
Και μείνατε τέσσερα.
Εκεί ξεκινάει το κίνημα. Όχι, πέντε.
Πέντε;
Πέντε, ναι. Ξεκινάει το κίνημα. Ερχόμαστε τώρα. Μία μέρα... Είχαμε ποτάμι μεγάλο και πήγαιναν κάθε άνοιξη, πήγαιναν τα παιδιά από το χωριό μας και άντρες έβγαιναν το ποτάμι σε ένα μέρος, κι εκεί περνούσαν τα ψάρια και τα ΄κλειναν τα ψάρια και έψηναν ψάρια και τα μοίραζαν και τα 'φερναν να τα φάμε. Εγώ... ήταν τρία αδέρφια, ο μεγάλος, ο Μήτσος, δύο και ο Γιάννης τρία, και ήταν όλη νύχτα μέσα στο νερό, όπως ήταν και οι άλλοι, και έβγαζαν τα ψάρια. Τα 'βγαλαν τα ψάρια και πήγαν τώρα να τα μοιράσουν. Οι δικοί μας πήραν τρία μερίδια, γιατί δούλευαν τρεις, οι άλλοι πήραν, που ήταν από ένας, πήραν ένα μερίδιο. Τάχα έγινε μία συζήτηση στο ποτάμι ότι πείθηκε κάτι με την αστυνομία, είπανε εκεί πέρα: «Αν έρθει η αστυνομία και μας πιάσει, τι θα κάνουμε;» Και είπε ο αδερφός μου ο Χρήστος, που δεν του 'πε... δεν του 'πε: «Και αν έρθει η αστυνομία, ποιος φοβάται την αστυνομία;» Αυτός ο λόγος, όμως, από κει που έφυγαν τα παιδιά πήγε κατευθείαν στην αστυνομία. Ήρθαν τα παιδιά, έφεραν τα ψάρια. Είχαμε μια σκάφη τρανέη για τα ψάρια, γιατί ο μεγάλος έπιανε με τα χέρια τα ψάρια στο ποτάμι, ούτε δίχτυ, ούτε τίποτα, πήγαινε από κάτω απ' τις πέτρες και τα 'πιανε, τώρα πώς τα ΄πιανε, δεν ξέρω. Εκείνη η σκάφη είχε γεμίσει ψάρια, πόσα, 20 οκάδες ήταν τότε, οκάδες. Βλέπει τον χωροφύλακα, ο μεγάλος αδερφός μου κάπου είχε πήγαιν, δεν ήταν εκεί. Λέει ο χωροφύλακας: «Κυρά Μαρία» λέει «να 'ρθει ο γιος σου ο μεγάλος στην αστυνομία». Η μάνα μ' έμεινε. «Γιατί να πάει στην αστυνομία το παιδί;» λέει η μάνα μ'. Λέει: «Δεν είναι ο μεγάλος» λέει «είναι ο τρίτος» λέει. «Ναι, ήταν και ο τρίτος στο ποτάμι». Η μάνα ψυλλιάστηκε που είπε ήταν και ο τρίτος στο ποτάμι. «Ας έρθει αυτός». Εκεί που πήραν τον αδερφό μου με πήρε κι εμένα η μάνα μου από το χέρι και πήγαινε τώρα στην αστυνομία. Ήταν διώροφο το σπίτι, κάτω υπόγειο και πάνω η αστυνομία, το θυμάμαι, και εγώ ήμαν πιεσμένη από το χέρι της μάνας και ακούγαμε κάπου έπαιρνε ανάκριση ο διοικητής τον αδερφό. Και που τον έλεγε «τι ελεγέτε στο ποτάμι», ξέρω 'γω, άρχισε να τον χτυπάει. Όχι ξύλο, όχι ξύλο. Όταν βγήκε, βγήκε έτσι.
Κόκκινος.
Τι κόκκινος, δε φαίνονταν από τα αίματα. Αυτό εδώ ήταν... πώς πρήστηκε αυτός ο άνθρωπος δεν ξέρω, δεν φαινόνταν μάτια, τα αίματα είχαν κατέβει στα παπούτσια κάτω, όλο αυτό εδώ. Η μάνα μ' έμεινε κολώνα, σου λέει «γιατί το χτύπησε το παιδί, για ποιο λόγο;». Σηκωνόμαστε, φεύγουμε, πήραμε τον αδερφό μου, ήρθαμε στο σπίτι, τον πλένει η μάνα, τι να βάλουμε τώρα στο πρόσωπο; Τι να βάλει; Δεν ξέρω τι έκανε, δικά της πρακτικά, ναι, να τον βάλει. Τα μάτια, δεν τ' άνοιγε δεκαπέντε μέρες καθόλου τα μάτια, πρησμένα τα μάτια, τον χτυπούσε κλωτσιές. Το σώμα άμα το εβλέπατε, έτσι ήταν, με τα καρμπάτσια να χτυπάν. Αλήτες, αλήτες για μένα. Στα καλά καθούμενα. Δεν υπήρχε... πώς να σε πω... ανθρωπισμός, δεν υπήρχε. Με τα πολλά, έρχεται και ο αδερφός μου ο μεγάλος, κοιτάει τον... Μετά λεν «πώς ξεκίνησε το κίνημα τ' αρντάτικο και βγήκαν στο βουνό;», πώς να μη βγούνε, όταν εσύ το χτυπάς το παιδί χωρίς να ρωτήξεις κανέναν, χωρίς να καλέσεις τη μάνα ή τον μεγάλο τον αδερφό να δούμε πώς έγινε. Κάλεσε και εκείνον που ήρθε, τον προδότη, κι εκεί πέρα να 'ρθουν στη σύγκρουση να δούμε ποιος φταίει. Και παίρνεις το παιδί και το χτυπάς εσύ; 18 χρόνων, πόσο ήταν, 18 ήταν. Και όταν ήρθε, «θα φύγουμε». Και σηκώθηκε κι έφυγε, πήγε αντάρτης. «Θα καθίσω εγώ» λέει «να με σκοτώσουν αυτοί;» Έφυγε. Μετά, ύστερα, μένουμε τώρα οικογένεια ο μεγάλος, η αδερφή μου και ο... Είχε πεθάνει η Στεργιανή, είπα; Ναι, είχε πεθάνει. Ο Γιάννης, εγώ και ο Γιώργος. Όταν έφυγε ο αδερφός μου ο Μήτσος, έφυγαν εικοσιδύο παιδιά από το χωριό μας. Ήταν νύχτα, αστροφεγγιά, ένα φεγγάρι δεν θα το ξεχάσω, και το βελόνι κάτω το έβλεπες. Και μαζεύτηκαν στην πλατεία, ούτε κρυμμένα, ούτε τίποτα τα παιδιά. Ξεκίνησαν ομαδικώς και έφυγαν από κει και πήγαν στα Χάσια, εκεί ήταν το αρχηγείο, πήγαν στ' αντάρτικο, πήγαν στ' αντάρτικο και δυο απ' το σπίτι και ένας απ'το σπίτι. Μετά, ύστερα, ο αδερφός μου ο μεγάλος έσφιξαν τα πράγματα, τους μάζεψαν και τους έκλεισαν φυλακή στο χωριό μέσα. Έκλεισαν τους άντρες σε ένα μαγειρείο μέσα, μαγειρείο, κουζίνα το 'χουμε τώρα, μαγεριό τότε, και τις γυναίκες τις έκλεισαν μέσα στο... σε ένα δωμάτιο.
Τον αδερφό σας για ποιο λόγο τον έκλεισαν; Έτσι; Ήρθαν και τον πήραν;
Ναι, γιατί πήγε ο άλλος, πήγε αντάρτης, ναι. Ναι, και όταν έγινε ο ψήφος το '44, ο αδερφός μου δεν ψήφισε ο μεγάλος, και αυτός ο γέρος που ήθελε να βγάλει τον γαμπρό του τον λέει: «Χρήστο, θα ψηφίσεις τον Κώστα». Και λέει ο αδερφός μου: «Το τομάρι μου δεν το πουλώ» λέει «το θέλω για μένα να το 'χω», αυτό τον είπε. Και μετά τους έκλεισαν μέσα, τους έκλεισαν μέσα, πηγαινάμε κάθε μέρα φαγητό τα σπίτια, και ένα βράδυ χτύπησαν οι αντάρτες απ' έξω για να τους ξελευτερώσουν και δεν μπόρεσαν, δεν μπόρεσαν. Η οικογένεια που ήταν δικό τους το σπίτι ήταν και το ένα το κορίτσι... το ένα ήταν έξω αντάρτισσα και το άλλο το κορίτσι ήταν εκεί, το είχαν μέσα κλεισμένο και αυτό στη φυλακή και τον πατέρα τ' φυλακή μέσα στο ίδιο το σπίτι. Τι κάνει ο μεγάλος ο Τάκης; Σηκώνεται και κάνει για να ανοίξει τις χειροπέδες, πηγαίνει στην πόρτα των γυ[00:50:00]ναικείων, ανοίγει εντάξει το κλειδί ωραία, τις κλείνει πάλι τις χειροπέδες που πήγαιναν οι χωροφύλακες και κοιτούσαν. Πηγαίνει και κάτω στους άντρες, το ίδιο, εντάξει: «Αν θα γίνει κάτι, θα 'ρθω εγώ να σας ανοίξω για να βγείτε έξω –ήταν αυλή χτισμένη με πέτρα– και να βγείτε στην αυλή, αν δώσουν φωτιά το σπίτι, να καεί το σπίτι άδειο, να μην έχει και τους κρατούμενοι μέσα». Μόλις άρχισε η μάχη, πηγαίνει το παιδί, βγαίνουν έξω. Μόλις ησύχασε η μάχη, τις βάζει πάλι μέσα και τις κλείδωσε. Σηκώθηκαν αυτοί το πρωί, πήγαν και τις είπαν: «Καλημέρα, τι ωραία που θα περάσετε, ήρθαν τα αδέρφια, ήρθαν οι πατεράδες σας, τους κορόιδευαν, αλλά εμείς όμως σας έχουμε σε καλή θέση, σε καλή θέση». Μετά τι μας έκαναν; Είχαμε μία αχυρώνα, η οποία αχυρώνα είχαμε εκατό πρόβατα που ταΐζονταν, εφτά κεφάλια αγελάδες, και αυτοί μας βάζουν, η αστυνομία, να χαλάσουμε την αχυρώνα αυτήν μαζί με τις τροφές, για να κάνουν πολυβολείο.
Και να πεινάσετε.
Δεν σκέφτηκαν όμως τα ζώα, τι θα φάνε αυτά; Κουβαλούμε τις τροφές αλλού, αυτά όλα για να ταΐσουμε τα ζώα το χειμώνα και δεν έκαναν πολυβολείο. Και η αχυρώνα ήταν καινούργια παρακαλώ και έδωσε ο πατέρας έντεκα χιλιάδες, έντεκα χιλιάδες το '40 για να πάρει αυτήν την αχυρώνα για αυτά τα ζώα. Και τότε τα λεφτά ήταν... δεν έβγαιναν με κανέναν τρόπο, κάθονταν όλη νύχτα και κούρευε στο μαγαζί, το χωριό ήταν μέγαρο, και τι έπαιρνε; Πέντε δεκάρες, γιατί δεν είχε ο κόσμος να πληρώσει παραπάνω, ναι. Και όλα αυτά έγιναν εκείνη την εποχή. Μετά μπαίνουμε σε άλλη εποχή. Τώρα αρχίζει το αντάρτικο, αρχίζει τ' αντάρτικο, όσο πήγαινε και φούντωνε περισσότερο. Εγώ είχα μία τάση να πηγαίνω να ανάβω το εικόνισμα.
Ναι, το είπατε στην αρχή.
Ναι, το είπα στην αρχή. Πήγαινα και τ' άναβα. Για μια δόση, βλέπω έτσι το γυαλί, ίδρωνε, έτσι, νερό. Ήταν δυο γριές και τις φώναξαν εκεί πέρα να ιδούν και έρχονται εκεί, βάζουν το χέρι αυτές, ήταν μούσκεμα. Ήταν καλοκαίρι, λέει: «Κορίτσι μου» λέει «τι βλέπει ο Θεός και δεν κάνει;» Το θυμάμαι κιόλας αυτό. Εγώ το συνέχισα αυτό το πράγμα. Έρχεται το καλοκαίρι που ήρθε, ο αδερφός μου ο μεγάλος έφυγε πήγε στα ανταρτικά, γιατί; Γιατί όποιον έπιαναν στο στρατό, έσκαβαν τις γούρνες και τους έβαζαν ζωντανοί μέσα και τους έθαπταν, και αυτά τα βλέπαμε, δεν ήμασταν και τυφλοί. Έφυγαν από φόβο ο κόσμος, φεύγουν, κοντά σε αυτόν κι ο άλλος ο Γιάννης και μένουμε τώρα εγώ 9, ο Γιώργος 12 και η μάνα μου. Η μάνα μου σηκώθηκε, είχαν γίνει τα στάρι, είχαμε σαράντα στρέμματα, όλα σπαρμένα.
Τι, σιτάρι;
Σιτάρι. Σιτάρι, βρίζες, κριθάρια, έβγαζαν αλλά είχαμε και τα ζώα, τι κάναμε με τα ζώα; Τα κλείναμε τα ζώα και το βράδυ, το πρωί σηκωνόμαστε και βλέπαμε τα κουδούνια κατεβασμένα κατ' και τα ζώα παρμένα. Εκεί ήταν το ωραίο και το σπουδαίο, τι έκαναν; Πήγαιναν οι Μάηδες, οι Μάηδες, οι οπλίτες που τους είχαν αυτοί όπως ήταν οι Χρυσαυγίτες, ήταν οι Μάηδες τότε, ναι. Έλεγαν οι αξιωματικοί, έλεγαν αξιωματικοί τον δεκανέα, τον λοχία «πάρτε τόσα λεφτά και πηγαίνετε, θέλουμε δέκα αρνιά σήμερα». Αυτοί έπιαναν τους Μάηδες, οι Μάηδες τα έπαιρναν δωρεάν από μας τις ανταρτικές οικογένειες, τα έκλεβαν και τα λεφτά τα 'παιρναν αυτοί. Μια δόση, εγώ σαν μικρή που ήμαν, καθόμασταν σε ένα σπίτι, όχι τότε... ναι, θα τα πω λίγο τώρα μπερδεμένα.
Δεν πειράζει.
Εκεί που καθόμασταν, ακούω να λένε ότι «αύριο θα 'ρθει ο λοχαγός να δει αν έχουμε ζώα», αν έχουν ζώα παρμένα απ' αυτούς. Αυτός τι κάνει; Σηκώνεται και παίρνει ξερά δέρματα και τα βάζει μέσα σε μία σκάφη. Εγώ τώρα βλέπω, λέω: «Τι θα τα κάνει αυτά τα δέρματα;» Όταν βλέπω την άλλη μέρα έρχονται οι φαντάροι, λέει: «Από σας πήραν ζώα από δω;» Λέει: «Ναι, πήραν», ήταν και αυτός μες στην κομπίνα. Λέει: «Πόσα πήραν;» «Να» λέει «ελάτε να δείτε τα δέρματα». Αυτός είχε βγάλει τα δέρματα, τα 'βαλε στα ξύλα και τα 'χει κρεμασμένα. Εγώ τ' άκουσα, τ' άκουσα, να, σε ορκίζομαι, τ' άκουσα, κορίτσι μου, εκείνο. Λέγω: «Κοίτα τι παιχνίδι παίζει αυτός εδώ ο γείτονας ο δικός μας και εμείς λέμε πού πηγαίνουν τα γίδια τα δικά μας», στο πονηρό. Έρχεται ο αδερφός μου το βράδυ, φέρνει τα ζώα – εγώ ήμαν πάρα πολύ αγαπημένη με τα ζώα, οι αγελάδες με έγλειφαν τα μαλλιά, τόσο πολύ μ' αγαπούσαν. Δένουμε τα ζώα, τον λέω: «Γιώργο, αυτό και αυτό έγινε». «Τι λες, ρε Κούλα;» λέει. «Ναι» λέω «έβαλε τα δέρματα στη σκάφη εχτές και σήμερα» λέω «τα έδειξε στους στρατιώτες και έλεγε ότι ήρθαν και πήραν απ' αυτόν». Λέει: «Αυτός δεν έχει γίδια, τι γίδια έδωσε, αυτός είχε δέκα γίδια». Με τα πολλά, εκεί έσβησε αυτό το πράγμα. Τώρα, ερχόμαστε που άρχισαν να κάνουν συλλήψεις στο χωριό. Η μάνα μου ήταν στο χωράφι με ακόμη μία γυναίκα. Μαθαίνουμε στο χωριό ότι θα κάνουν συλλήψεις, άρχισαν και μάζευαν. Τι να κάνουμε; Τρέχουμε. Είχε και αυτή μια κόρη σαν εμένα, αυτή είχε τον άντρα της έξω μαζί με τον γιο της, ο άντρας της ήταν δεκαπέντε μέρες μες στην κοπριά παραχωμένος τον είχαν γιατί τον κυνηγούσαν, και έπαιρνε αναπνοή από το σάλωμα, τον είχαν παρεχόμενο και είχαν ένα σάλωμα. Πήγαν, έκαναν όλο το σπίτι άνω κάτω, όλο το μέρος εκείνο που ήταν, πατούσαν πάνω σε αυτόν, και αυτός στο σάλωμα εκεί και σώθηκε. Και μόλις σώθηκε, έφυγε πάει στα ανταρτικά. Εκεί πηγαίνουμε στο σχολείο εμείς, τις βλέπουμε, αυτές ερχόταν από κάτ': «αυτό και αυτό, κάνουν συλλήψεις». «Τι;» «Μαζεύουν ανταρτικές οικογένειες». Τώρα κοιτούν απάν', ήταν ο σκοπός, τι θα κάνουμε; Λέει: «Θα πάμε». Έρχονται στο χωριό απάνω. Οι καραμπινιέρηδες φτάνουν, δύο λοχαγοί, ένας δικός, δικός μας... βέβαια, δικός μας. Έρχονται μες στο σπίτι, η μάνα σαράντα πυρετό μόλις έγινε αυτό το πράγμα, σου λέει «τώρα χάθηκε η οικογένεια όλη». Χωράφια αμάζευτα, ζώα, χαμός... Τυριά; Να μη σε πω δοχεία μέσα. Και όταν ήταν ο αδερφός μου, αυτός που σκοτώθηκε, ερχόταν νύχτα, φορτώνονταν τυριά, φαγητά...
Ο αντάρτης αδερφός σας;
Όλα, και τα 'παιρνε νύχτα και τα πήγαινε στους αντάρτες, ναι. Και είχαμε, είχαμε τα ζώα που έβγαζαν γάλα. Εκείνο το γάλα, ποιος να το φάει το τυρί; Εγώ και ο αδερφός μου ο άλλος; Μετά, εκείνο το πράγμα δεν θα το ξεχάσω καμιά φορά. Έρχονται αυτοί μέσα και ανοίγουν τα δοχεία το τυρί και το αδειάζουν όλα μες στο πάτωμα. Και είχαμε και δέρματα, όπως είναι το τραπέζι, έβαλαν τα... την ξιφολόγχη και τα άνοιξαν τα δέρματα και το τυρί έτσι. [01:00:00]Και είχαν μάθει στην εκκλησία πάνω, κατηγορούσαν για κάτι που δεν είχε... κάτι ακουστικά είχαν βρει. Εμείς είχαμε το σπίτι ενωμένο με έναν ξάδερφο της μάνας μου, που αυτός ήταν τηλεφωνητής, δούλευε στα ΟΤΕ και είχε μία τσάντα –πού να ξέρουμε εμείς τι είχε αυτήν η τσάντα μέσα– και έλεγαν τη μάνα μου ότι είχε αυτό... είχε ασύρματο – τι ασύρματο; Την έκλεισαν στον Αϊ-Δήμο μόναχη. Εκεί περνούσε ένα κάθαρμα, θυμάμαι, με κοντά παντελόνια και η τρίχα ήταν όπως βλέπεις τους χιμπατζήδες, έτσι ήταν η τρίχα μέχρι κάτω, φορούσε μποτάκι και κάλτσες άσπρες και τρίχα έτσι. Και την έλεγε τη μάνα: «Πού θα πας απόψε; Θα μαρτυρήσεις το γάλα που έφαγες απ' τη μάνα σου, θα καθαρίσεις...», ήταν το κοιμητήριο εκεί, παραχωμένη. Η μάνα μου η καημένη τίποτα, δεν έλεγε τίποτα. Και μετά, ύστερα, αυτός, ένας... ένα τέρας που ήταν στο χωριό μας, που ήταν αυτό... πες τον, Μάης, χτυπούσε τις γυναίκες όλες δεν άφηνε γυναίκα για γυναίκα. Εκείνη την ημέρα κατέβαινε από πάνω από το φυλάκιο. Και λέει η μάνα: «Δεν πας να τον φωνάξεις;» Είχα πάει στον παπά, λέει: «Δεν ξέρω τίποτα», ο παπάς. Πηγαίνω στον Πρόεδρο: «Δεν ξέρουμε τίποτα». Φεύγω και από κει και πήγα σ' αυτόν τον βλάκα, ευτυχώς δεν ήταν μεθυσμένος, λέω «αυτό και αυτό η μάνα». «Πού» λέει «τη Μαρία;» «Ναι» λέω. «Πού την έχουν;» λέει. «Πίσω στον Αϊ-Δήμο», εγώ τώρα σε είπα τι ηλικία είχα. Έρχεται εκεί, λέει: «Τι Μαρία;» Λέει η μάνα: «Αυτό και αυτό, δεν αρκούν». Λέει αυτός, το ήξερε. Πηγαίνει στον αξιωματικό απάνω: «Υπογράφω εγώ, αυτή η τσάντα δεν είναι απ' τη γυναίκα αυτή, είναι απ' τον εξάδερφο, απ' τη γυναίκα τ' που είναι έτσι κι έτσι». Σηκώνεται ο διοικητής, λέει: «Θα φύγει η γυναίκα». Κατεβαίνει αυτός από παν', έρχεται εκεί, εγώ πιασμένη από την ποδιά της μάνας, έκλαιγα. Λέει: «Θα φύγει», λέει αυτός. «Όχι», αυτός με τα μαλλιά, «όχι, εμείς την έχουμε απόψε να μαρτυρήσει τι έκανε με κατσαπλιάδες», ναι. Τι έκανε, αφού δεν είχαμε τέτοιο πράγμα. Τώρα δεν θα το έλεγα και για καμάρι κιόλας; Να πω ότι ναι, το είχαμε. Δεν είχαμε. Με τα πολλά, «θα φύγει» λέει «θα φύγει, αφού είπε ο διοικητής να φύγει». Φεύγει η μάνα, ερχόμαστε στο σπίτι, τι να δω; Ένα σπίτι... είχαν μπει μέσα, τα άνω κάτω, τα τυριά, σάς είπα, μέχρι πάνω. Τι να κάνει η μανα μ' τώρα. Εμάζεψα από πάνω, μετά ύστερα άρχισε ο νταλέλης για να φύγουν για φυλακές, μάζευαν φυλακές. Μήπως ξέχασα τίποτα; Δεν πιστεύω. Έρχεται η ώρα, άρχισαν οι συλλήψεις, γινόταν θρήνος, παίρνουν τις γυναίκες τώρα, τεσσερισήμισι ώρες μακριά τα Γρεβενά, να περπατήσουνε αυτές οι γυναίκες από το χωριό στα Γρεβενά, μόνο μία κουβέρτα, ένα ψωμί και τίποτα άλλο και αλλαξιές. Ήταν πενήντα γυναίκες και πενήντα άντρες, θα ήτανε εκατό. Τις κατέβασαν στα Γρεβενά. Κατέβαιναν στα Γρεβενά, τη μάνα μου και δυο άλλες γυναίκες τις πήρε διοικητής να τις κάνει ανάκριση. Πήγε η μάνα μου, γιατί όταν ήταν οι αντάρτες στο χωριό και είπαν ότι οι αντάρτες θέλουν στρατό και ξέρω 'γω, ήθελε να πάρουν και ένα παιδί άλλο από τον θειο μου. Ο θειος μου ήταν μες στο Κόμμα και μετά έφυγε και έκανε κάτι άλλα.
Ο θειος σας ο δημόσιος υπάλληλος, που είπατε;
Αδερφός του απ' αυτόν. Πήρε τον γιο του και έφυγε νύχτα. Πήγανε οι αντάρτες, λέει: «Πού είναι ο γιος; Δεν ήταν και αυτός;» Λέει η γυναίκα του: «Έφυγαν για τα Γρεβενά». «Τι ώρα έφυγαν;» «Νύχτα». «Μας την έφερε» λέει. Ειδοποιούν ότι θα καεί το σπίτι. Σηκώνονται τα δικά μας τα παιδιά, αδειάζουν το σπίτι, κορίτσια και όλος ο μαχαλάς δεν άφησαν τίποτα μέσα, μόνο τα ντουβάρια να καούν, και βάζουν φωτιά οι αντάρτες. Έγινε μόνο αυτό στο χωριό μας, τίποτα άλλο. Ούτε να σκοτώσουν ούτε τίποτα, μόνο αυτό το σπίτι. Μετά, ύστερα, καλούν τη μάνα μέσα, πηγαίνει. Λέει: «Ένας υπάλληλος...» Ο θειος μας ήταν στη βεράντα και τον είδε η μάνα που ήταν στη βεράντα και είχε και το χαρτί στο κώλο, νύχια στο τραπέζι. Διάβαζε και έλεγε τη μάνα: «Ένας υπάλληλος εργάστηκε σαράντα πέντε χρόνια και εσύ» λέει τη μάνα «μπήκες και τον έκαψες το σπίτι». Η μάνα, την ήρθε αλληλούια. «Εγώ» λέει τον διοικητή «έκαψα το σπίτι τη Χριστούλα;» κατάλαβε η μάνα μ'. Άρχισε αυτός να φωνάζει εκεί πέρα, να βρίζει «και αυτό το σπίτι το πληρώσαμε χρυσό, χρυσό». Η μάνα δεν τη δέχτηκε αυτό το πράγμα, την καταγγελία δεν τη δέχτηκε. «Εγώ» λέει «όποιον θέλετε ρωτάτε, εγώ τέτοιο πράγμα δεν έκανα. Αδειάσαμε το σπίτι, γιατί ακουσάμε ότι θα το κάψουν και πήραμε τα πράγματα όλα για να σωθούν τα πράγματα, να έχουν τουλάχιστον τα φαγώσιμα, αυτά τα πράγματα όλα. Και τα σπίτια γίνονται» λέει τον διοικητή «άλλα δε γίνονται». «Και εβάψατε και αυγά το Πάσχα, κόκκινα». Τι λογιά να τα βάψουμε τ' αυγά; Κίτρινα; Μπλε; Τι λογιά; Κόκκινα. Του Χριστού το αίμα τι ήταν; Ήταν κόκκινο, δεν ήταν μπλε. Ο Χριστός βγήκε να σώσει τους λαούς, δεν βγήκε ο Χριστός να πατήσει τον κόσμο απάνω, αυτοί τον πατούν. Και σηκώνεται μετά και τις άλλες γυναίκες. Τι να πουν οι γυναίκες; «Τα βαψάμε τα αυγά, ήταν αντάρτες, ήρθαν, μας είπαν και τα βαψάμε τα αυγά και γράψαμε και το Χριστός Ανέστη». «Και κάνετε και το σφυρί και το δρεπάνι;» Και λέει η μάνα μου: «Και τι ήταν το σφυρί και το δρεπάνι;» λέει. «Το δρεπάνι είναι» λέει «για τον αγρότη και το σφυρί είναι» λέει «για κείνον που κάνει τα σπίτια», ήταν διαβασμένη. Άρχισε αυτός: «Πάψε», τις κλείνει μέσα, σου λέει, τι, κανονικά. Παίρνουν και δυο γυναίκες στη Χίο. Η μία ήξερε γράμματα, η άλλη ήταν εντελώς αγράμματη. Πού πηγαίν'ς ρε; Αφού δεν ξέρεις να διαβάσεις ούτε... τι να σε πω; Τις έστειλαν στη Χίο, άκουγαν τα τούρκικα τα κοκόρια οι καημένες. Τους άλλους τους υπόλοιπους, κλείνουν και, τώρα να σας πω, θα σας γελάσω, πέντε άντρες τώρα, έξι ήταν, τους κλείνουν φυλακή. Και τους άλλους τους είχαν μέσα σε ένα μπαΐρι μεγάλο χωρίς σκέπαστρο, χωρίς τίποτα, να δίνουν δύο φορές «παρών» την ημέρα, μες στα Γρεβενά γινόταν αυτό. Τώρα, στο χωριό μας φέρνουν άλλα δύο χωριά απ' έξω μέσα στο χωριό μας. Γιατί τα έφεραν; Για να μην έχουν οι αντάρτες να φάν', να πεθάν' της πείνας, ναι. Τα φέραν τα χωριά, βάλε σε ένα χωριό τώρα, δεν είχαμε νερά, πηγαίνανε και σταματούσαμε πέντε ώρες να γεμίσουμε μία μπούκλα – μετά το φέραμε το νερό στο χωριό, δεν είχαμε καθόλου, και γινόταν ο χαμός. Και μια καλή μέρα, μας ειδοποιούν κιόλας: «Θα φύγουμε από το χωριό, όλοι». Εγώ, προτού φύγουμε, πηγαίνω σε μία θεία μ' –ήταν απ' άλλο χωριό–, του λέω: «Θέλω να πάω στα Γρεβενά, να δω τη μάνα». «Πώς θα πας, ρε κορίτσι μου;» «Θα πάνω στα Γρεβενά». «Με ποιον θα πας;» «Με μία κουμπαρούλα μας, που ήταν η μάν[01:10:00]α τους και αυτή μέσα». Ήρθε η θεία μ', έκανε πίτα, έβρασε δεκαπέντε αυγά, πώς τα θυμάμαι τώρα, έβαλε τυρί καλό, έβαλε καβουρμά –γιατί αυτή κρατούσε γουρούνια– και ένα ψωμί, πλαστό στο ταψί. Τώρα, πώς τα φορτώθηκα, πώς τα πήγα, τι έγινε, ένας ο Θεός ξέρει, εγώ τα πήγα. Τα φορτωνόμαστε με το κορίτσι τ' άλλο, πήγαινε στη θεία τ', είχε κι αυτό μια θεία, αδερφή της μάνας της, κι αυτή φυλακή, αλλά είχε τα παιδιά, ναι. Και θα πήγαινε εκεί, εγώ πήγαινα στο χαμό.
Με τα πόδια ήσασταν;
Με τα πόδια, τέσσερις ώρες μακριά. Να σας πω το ωραίο, φτάνουμε έξω από τα Γρεβενά και βλέπουμε αυτοκίνητα, δεν ήξεραμε τι θα πει αυτοκίνητο. Τα αυτοκίνητα ερχόταν στο δρόμο, λέμε εμείς: «Θα μας πατήσουν τα αυτοκίνητα, δεν πάμε απ' τα χωράφια;» Τα χωράφια ήταν θερισμένα και εκείνα τα σουβλιά απ' το στάρι έμπαιναν στα πόδια. Και εμείς τα πόδια, μην το συζητάς, ξυπόλητες πώς ήμασταν. Πήγαμε στα Γρεβενά, πήγαμε στα Γρεβενά, έπρεπε να περάσουμε από κείνους που τους είχαν συγκεντρωμένοι εκεί πέρα από το χωριό μας. Πήγαμε εκεί, μας βλέπουν: «Πού θα πάτε;» «Εγώ θα πάω στη μάνα». «Πώς θα πας στη μάνα;» «Θα πάω έτσι στη μάνα, πού είναι;» «Θέλει να πάρεις» λέει «τον δρόμο αυτόν, θα πας ίσια και είναι κάτι σκηνές έξω». Φορτώνομαι καλά, τα παίρνω το δρόμο. Πάω, κοιτάω αποδώ, αποκεί, αποδώ, βλέπω σκηνές: «Εδώ θα είναι η φυλακή». Βλέπω και χωροφύλακες έξω, φύλαγαν. Πάω, ήταν ένα δέντρο, στέκομαι στο δέντρο, με βλέπουν οι γυναίκες, με κάνουν έτσι το χέρι. «Κάθισε». Κάθομαι εκεί, περιμένω, σηκώνεται μια, κοιτάει, πάει ο φύλακας από πίσω απ' τη φυλακή, σηκώνει το συρματόπλεγμα και εγώ βολίδα, κορίτσια, με τόσο βάρος έφυγα από κάτω και μπήκα μέσα στις σκηνές.
Χωρίς να σας δει κανένας.
Χωρίς να μας δει κανένας. Πάω μέσ' τις σκηνές, γρήγορα αυτές μία κουβέρτα από πάνω με κουκουλώνουν και αρχίζουν τώρα να με λεν: «Ήρθαν αντάρτες; Πώς είναι οι οργανώσεις;» Τα πάντα, εγώ όλα λεπτομέρεια, όλα γραπτώς. Κάθομαι εκείνη την ώρα, το βράδυ πήραν μία κοπέλα και τη χτύπησαν άσχημα με σανίδα βρεγμένη, την ξεγύμνωσαν, την κρέμασαν και τη χτυπούσαν. Ποιος ήταν αυτός; Ο Ράμμος απ' τα Γρεβενά απ' το Σπήλαιο, χωριό Σπήλαιο. Ήταν ο Ράμμος, ήταν οι άλλοι, θα τις θυμηθώ στην πορεία πώς τις έλεγαν. Αυτοί ήταν ο φόβος και ο τρόμος, τους είχαν καραμπινιέρηδες και να τα αφήσουν αυτά που ξέρουν. Είχαν καμτσίκια που χτυπούσαν τον κόσμο και δεν μιλούσαν πουθενά αυτοί και τις τάιζαν και έδωναν μισθό χοντρό. Και το πήρε το κορίτσι, το κρέμασε, το χτύπησε και το έφερε στη σκηνή, όχι νοσοκομείο, σκηνή. Και εκεί το καημένο, πώς έκανε το χέρι έτσι, το τίναξε, ζορίστηκε. Εγώ το είδα και φοβήθηκα, ήταν το πρόσωπο όπως είναι η αυτή, η τσάντα, μαύρο, μαύρο. Και το χέρι ήταν πρησμένο έτσι απάν, φουσκωμένο. Και γρήγορα το έριξαν κουβέρτα από παν για να μην κοιτώ εγώ και φοβηθώ. Εγώ λέω τη μάνα: «Το είδα, το είδα» έκανα τη μάνα μ' «το είδα». Και λέει: «Το χτύπησαν, κορίτσι μου, το χτύπησαν και το φέραν εδώ, ο Ράμμος» με λέει. Το κράτησα. Πάλι το ίδιο, φύλαγαν πάλι, έφυγε ο σκοπός, βολίδα εγώ από κάτω, φεύγω. Και πάλι πηγαίνω εκεί που ήταν οι κρατούμενοι. Πήγα. «Τι έγινε;» «Πήγα τα πράγματα». «Πώς τα πήγες;» «Τα πήγα, κοίταξαν που πήγε ο σκοπός πίσω και κρύφτηκα». Με τα πολλά, σηκωνόμαστε την άλλη μέρα να φύγουμε για το χωριό. Πάμε στη σκοπιά. «Απαγορεύεται». «Γιατί;» «Απαγορεύεται, γυρίστε πίσω». Προδόθηκε η υπόθεση ότι θα χτυπήσουν οι αντάρτες στα Γρεβενά. Πηγαίνω, ήταν κι οι θείες μου εκεί που τις είχαν συγκεντρωμένοι, λέω: «Έχω αυτό και αυτό, μας είπαν», «Αχ» λέει «ποιος ξέρει τι θα γίνει το βράδυ». Εγώ το τύπωσα αυτό, «ποιος ξέρει τι θα γίνει». Συμμαζευτήκαμε το βράδυ. Ένα διώροφο σπίτι είχε δύο παλικάρια εξορία. Απάν δεν το είχαν φτιαγμένο, το κάτω. Λέει η μάνα τους τις κρατούμενοι: «Αν τυχόν κάτι, εγώ την πόρτα θα την έχω ανοιχτή, θα 'ρθείτε να μπείτε μέσα». Δεν είχαν από άλλα χωριά κρατούμενοι, μόνο από το Κηπουρειό είχαν κρατούμενοι. Σηκωνόμαστε... Γιατί ήταν δεύτερη ζώνη για, στον πόλεμο το Κηπουρειό. Σηκωνόμαστε, κοιμούμαστε... ύπνος, σε κολλάει ύπνος; Εμείς περιμέναμε τώρα τι θα γίνει το βράδυ. Ακούμε κατά η ώρα δύο; Τρεις; Πόσο; Μία σφαίρα. Σηκώνονται οι δικοί μας, λέει: «Κάτι θα γίνει». Ακόμη μια σφαίρα και τρίτη σφαίρα, γρήγορα μαζευόμαστε, μπαίνουμε μέσα. Αυτοί έριξαν από πάνω, περνούσαν δύο χωροφύλακες, ήταν στο Βαρόσι σε άλλο φυλάκιο και περνούσαν να πηγαίν' να πάρουν πολεμοφόδια στα Γρεβενά. Κι αυτοί νόμιζαν ήταν αντάρτες και τους ρίχνουν από πάνω απ' το φυλάκιο. Τον έναν τον σκότωσαν και τον άλλον τον χτύπησαν εδώ, και όλο το κρέας αυτό έφυγε όλο, όλο. Οι δικοί μας όμως... αυτός φώναζε «βοήθεια» και δεν μπορούσε καλά να φωνάξει ύστερα, γιατί έφευγε το αίμα, και λεν: «Θα πάμε, θα πάμε να τον σώσουμε». Και σηκώθηκαν, στ' μπάκα έτσι, ήταν ανηφόρα, πήγαν στον δρόμο και τον τράβηξε όπως τραβάς την ντουκάνη. Τον πήραν, τον έφεραν κάτω και, θυμάμαι συγκεκριμένα, αυτή η γυναίκα που είχε δύο παλικάρια εξορία, πήγε και πήρε ένα σεντόνι καινούργιο και το 'κοψε από κομμάτι-κομμάτι και τύλιξε το χέρι απ' αυτό το παιδί, γιατί φώναζε τη μάνα του και την αδερφή του αυτό, ήταν ορφανός, τον τύλιξαν το χέρι σφιχτά για να μην έχει αιμορραγία, γιατί το πρωί θα ερχόταν να το πάρουν. Μπαίναμε μέσα στο σπίτι. Εκεί, όπως με είχε μια θεία μου στην αγκαλιά και κάθομαν, εκεί ήταν ένα παράθυρο. Και ήρθαν, κορίτσια, όπως είναι τα φάρμακα, ήταν κάρβουνα αναμμένα και μπαίναν από πάνω και έρχονταν σε μένα. Έπεσαν μπροστά, έτσι. Και με πιάνουν από δω και με τινάζουν πίσω. Αν έπεφταν πάνω, κάτι θα πάθαινα. Εν πάση περιπτώσει. Τελείωσε η μάχη, τελείωσε η μάχη. Ξημερώνει το πρωί, ξημερώνει το πρωί, αρχίζει ο πόλεμος. Βλέπουν τα Deutsch. Ποιοι τράβηξαν φωτογραφίες; Κανένας σε αυτόν τον πόλεμο, κανένας. Παλικάρια; Λεβέντες; Να λες, αυτά τα παλικάρια πώς τα γρέντωσαν καταγής; Τριακόσια άτομα, έβγαλαν τους κρατούμενους, πήγανε έσκαψαν, να σου πω σαν το σπίτι; Σαν το σπίτι; Γούρνα, να τους θάψουν. Κουβαλούσαν, κουβαλούσαν και τα βλέπαμε, περνούσαν μπροστά σε μας[01:20:00], και ελέγαμε τελειωμό δεν έχουν όλη μέρα, όλη μέρα. Το βράδυ, την άλλη μέρα, σηκωθήκαμε τώρα να πάμε να δούμε. Λένε οι γυναίκες: «Εσείς που είστε μικρά θα καθίσετε στην άκρη». Ποια μικρά; Κάθομαν εγώ τώρα στην άκρη να μην πάω να δω; Πήγα. Κάτι παλικάρια, κάτι λεβέντες, κάτι ξανθά παιδιά, κάτι ομορφιές, κάτι... τι να σε πω, τι να σε πω, ήταν... Και πάει ο διοικητής, ήταν τρεις κοπέλες και τις άνοιξε τις κοιλιές για να δει αν είναι γκαστρωμένες απ' τις αντάρτες. Αυτά τα θηρία. Αυτά είναι αλήθεια, δεν είναι ψέματα. Όποιος θέλει να πει. Τι βρήκε; Τίποτα. Τους έθαψαν και μετά από μέρες έφεραν ένα άλλο παλικάρι. Άρχισαν οι δικές μου ότι είναι ο αδελφός μου, είναι ο Μήτσος, εγώ άκουγα τώρα το όνομα, λέω: «Αυτές» σκεφτόμουν «για τον Μήτσο τον δικό μας λεν». Και ήταν και ο αδερφός μου σε αυτήν τη μάχη, αλλά τραυματίστηκε στο πόδι και τον πήραν τραυματία και αυτός δεν ήθελε να μπει στο άλογο, λέει, ήθελε να 'ρθει να βγάλει τη μάνα τ' απ' τη φυλακή, ναι. Και εγώ σηκώθηκα μονάχη και πήγα, πήγα κοίταξα έναν λεβέντη, λεβέντη, φορούσε ένα κοστούμι ριγέ μπλε με άσπρη ρίγα και είχε τα μαλλιά πρασέ όπως ο αδερφός μου ο Μήτσος, πρασέ μελαχρινός, τα μαλλιά πίσω. Και ήταν η μάνα του. Εκείνη η μάνα να ακουγέτε τι έλεγε. Την [Δ.Α] να την ρίχνουν στα συρματοπλέγματα απάν' εκείνη η μάνα και να γυρίζει με τα αίματα και να φωνάζει και τους λέει στο τέλος: «Δεν θα σας παραδώσω τον γιο μου, θα τον θάψω εγώ, όχι εσείς». Κι έτσι μετά ύστερα σηκωθήκαμε την άλλη μέρα και εφύγαμε για το χωριό, πήγαμε στο χωριό. Πήγαμε στο χωριό, και στη φυλακή μέσα ήταν ένας πανικός. Τώρα οι γυναίκες ήταν όλες, δεν ήταν και οι δικές μας, ήταν κι άλλες, ήταν στις σκηνές, έξω στην ύπαιθρο. Οι άντρες ήταν μέσα στα μπουντρούμια, εκείνα τα... που είναι τώρα που έχουν το ΚΤΕΛ, εκείνα τα κτήρια ήταν γεμάτο φυλακές, εκεί. Εκεί η... αυτήν, πες την... η γέφυρα ήταν γεμάτο κόσμο κάθε μέρα, κάθε μέρα, πήγαιναν για να δουν κάτι, να δουν δικούς τους ανθρώπους. Από πού να τους δουν; Από πουθενά. Ένα καλό πρωί έφυγαν από κει, έφυγαν από κει, πήγαν στην Κοζάνη, από την Κοζάνη τις δικές μας Θεσσαλονίκη φυλακή και τους άλλους σε διάφορα μέρη. Εκεί τελειώνουμε τώρα, εμείς στο χωριό και είναι αυτοί φυλακή. Καθίσαμε έναν χρόνο, δεν θυμάμαι, μας λένε ότι θα μετακομίσουν τα χωριά στα Γρεβενά. Πού θα πάμε στα Γρεβενά; και πού θα πάμε να μείνουμε στα Γρεβενά; Και τα ζώα; Τι θα γίνουν; Ένα βράδυ, ο αδερφός μου απ' τη στεναχώρια τ' εβαλάμε θέρο, ξένος κόσμος να συμμαζέψουν τα σιτάρια, όλα αυτά, είχαμε γεμίσει ένα δωμάτιο σιτάρι. Εκείνο το σιτάρι μπήκαν μέσα και έπαιρναν όλοι από το σωρό και μας άφησαν εμάς δυο φορτώματα από αυτό το δωμάτιο που ήταν το σιτάρι, καταστροφή σκέτη. O αδερφός μου, 12 χρόνων τώρα, που τα βλέπε αυτά ο καημένος, καθόμασταν. Τι να σας πω, δεν μας έκοβε να βάλουμε το τυρί στο πιάτο και ετρώγαμε απο μία στάμνα μικρή, από κει ετρώγαμε το τυρί, τυρί και ψωμί και γάλα, ναι. Πήγε στα πρόβατα, όταν έφυγαν όμως έξω οι άνθρωποι... έφυγαν πολλοί από το χωριό μας, οικογένειες ολόκληρες, και πήγαν στ' ανταρτικά και μετά ύστερα έφυγαν μέσα με τα παιδιά τους. Αυτοί τα πρόβατα και τα γίδια τ' άφησαν σ' εμάς και είπαν: «Ό,τι σώσετε, αν σώσετε, καλώς. Δεν σώσετε, αφήστε τα». Εμείς όμως –θα γυρίσω λίγο πίσω τώρα– τα πρόβατα τα είχαμε βγάλει στη Γόργιανη, στο δάσος εκεί ήταν ένας δικός μας και είχε και αυτός και είχε μαντριά καλά. Εκεί έσφαζαν κάθε μέρα και είχαν έναν φούρνο μεγάλο και έψηναν και έρχονταν οι αντάρτες και τις τροφοδοτούσαν με αυτά. Είχε δυο κορίτσια αυτός, ζύμωναν συνέχεια τα κορίτσια και έπαιρναν ψωμί και κρέατα, τυριά, γάλατα, τέτοια πράγματα, πλούτο. Είχαμε εμείς τα ζώα είχε και αυτός πολλά πρόβατα. Μετά προδόθηκε η υπόθεση, τον έπιασαν, ξύλο την κόρη του, αυτόν τον πήραν, τον έκλεισαν φυλακή, ευτυχώς δεν έκλεισαν την κόρη του. Και τραβηχτήκαμε εμείς στο χωριό μετά. Τώρα ο αδερφός μου πήρε τα ζώα να πηγαίνει να βοσκήσει. Και εκεί που πήγαινε να τα βοσκήσει, στον δρόμο που έρχονταν τον κλείνεται ο λαιμός από στεναχώρια, δεν μπορούσε να βαδίσει στον δρόμο, έκανε μόνο αυτό... Να ήταν κορωνοϊός, λες; Δεν ήταν κορωνοϊός.
Δε νομίζω.
Για να 'ρθει κορωνοϊός, έρχεται από πολλά πράγματα. Εκεί, εγώ δένω τα ζώα, μαζεύω τα πρόβατα – αυτά γινόταν 9-10 χρονών. Λέω: «Ο Γιώργος γιατί δεν ήρθε;» Γρήγορα φεύγω μόνη μου, είχε νυχτώσει, και πάω στο σχολείο κάπου, από κει θα ερχόταν, και τον βλέπω ξαπλωμένος κάτω. Τώρα; «Γιώργο;» Δεν μπορούσε να μιλήσει και τα δάκρυα να φεύγουν. Πώς τον έβγαλα στο χωριό, πέστε μου, πώς τον πήρα; Δεν θυμάμαι. Πήγαμε στο σπίτι. Η γειτόνισσα εκεί ήρθε, πώς να το ξημερώσουμε όλη νύχτα, δεν μπορούσε να πάρει αναπνοή, γιατρός πουθενά, τίποτα. Την άλλη μέρα μαζεύεται δικός μας κόσμος, εκεί να κλαίνε, να φτιάχνουν... Εγώ θυμήθηκα μία γυναίκα, που αυτήν η γυναίκα ερχόταν στο σπίτι, ήτανε απ' τη Σιάτιστα και ήταν παντρεμένη στο χωριό μας και αυτήν έσπαζε τον λαιμό με το κουταλάκι τις αυτές... τις ελιές που έβγαζε ο λαιμός από μέσα.
Τις αμυγδαλές.
Ναι, τις αμυγδαλές. Και πάω και τη φωνάζω. «Θείτσα, θείτσα» – «θείτσα» την ελέγαμε. Λέει: «Τι έπαθες;» μου λέει εμένα. Λέω: «Ο Γιώργος θα πεθάνει». «Γιατί να πεθάνει;» λέει αυτή. «Θα πεθάνει». Γιατί την είχαμε πολύ στο σπίτι, ερχότανε. Έρχεται αμέσως, ήρθε και αυτός να... μόνο αυτό τίποτα άλλο. Οι γυναίκες να κλαιν όλες. Λέει αυτή: «Φύγετε έξω και αφήστε μοναχό το παιδί με μένα». Με λέει εμένα: «Πήγαινε πάρε μια κούπα ξίδι, ένα αυγό». Είχαμε, να μη σε πω, εκατό κότες στο σπίτι μας, είχε κάνει η μάνα τις κότες για να βάλουμε μαστόρους να κάνουμε σπίτι, για να έχουμε να κόβουμε για τους μαστόρους, πού να ξέραμε που ήρθε ο πόλεμος και μας κατέστρεψε εντελώς. Πήγα πήρα τα αυγά. «Να το βράσουμε;» «Όχι, μόνο τον κρόκο. Βράστε το χαμόμηλο, χτυπάτε το αυγό με το χαμόμηλο μαζί, ετοιμάστε το, και το ξίδι». Πάει να τον σπάσει με το κουταλάκι, δεν γινόταν. Και βάζει το δάχτυλο, τον έβαλε εδώ ανάμεσα, έτσι, και τον πατάει και βγαίνουν από μέσα... και τι δεν βγήκαν, πες μου. Λέει: «Εντάξει είμαστε». Το ξίδι, πώς να [01:30:00]το πιει το ξίδι, θα τον ψήσει. Πίνει το ξίδι και κοντά τ' αυγό, να τον μαλακώσει μετά. Τον δίνει, την άλλη μέρα πώς σηκώθηκε και πήγε στα πρόβατα, μπορείς να με πεις; Κι εγώ στα γεράματα έδωσα ένα χέρι, την κοίταξα που ήταν άρρωστη και τη γλίτωσα από τον πυρετό. Πήγα κι εγώ μάζεψα τσουκνίδες, δεν μπορούσε να ενεργηθεί και είχε σαράντα πυρετό, και την έδωσα τσουκνίδες και ήπιε, και τσουκνίδα σαλάτα. Και την έκανα καλά. Και αυτή έκανε καλοσύνη στον αδερφό μ' και εγώ την έκανα καλά. Μετά ερχόμαστε τώρα όταν έπρεπε να φύγουμε από το χωριό. Μαζεύκαμε...
Για να πάτε στα Γρεβενά που σας είπαν.
Μαζεύκαμε, παίρνουμε τα εικονίσματα και τα βάζουμε όλα στον Αϊ-Γιώργη, όλος ο μαχαλάς τις εικόνες. Πέρασαν αντάρτες από κει, δεν πήραν καμία εικόνα, που τις έπαιρναν και τις έσπαζαν και τα χαλούσαν. Εγώ ξέρω όμως, η βασίλισσα έφτασε σε ένα χωριό στα Γρεβενά, το πρώτο που έκανε στη Σαρακίνα πήγε και ξεγύμνωσε την εκκλησία, και το πρωί που πήγε ο καντηλανάφτης δεν βρήκε ούτε μία εικόνα, ναι, αυτό να κοιτάξουν μόνο. Ποιος έπαιρνε τις εικόνες, τι τις έκαναν; Δεν τις έπαιρναν οι αντάρτες. Οι αντάρτες δεν έφερναν τίποτα κλεμμένο στην οικογένεια ποτέ. Και μετά μας ειδοποιούν ότι θα φύγουμε για τα Γρεβενά. Ποιος θα κουβαλήσει τα πράγματα; Κανένας. Πήρα με τον αδερφό μου, παραχώσαμε μπακίρια κι αυτά, όλα μοναχά εκεί πέρα. Εγώ μάζεψα στα μαξιλάρια... τι να μαζέψω στο μαξιλάρι; Ρούχα. Και τ' άλλα; Τ' άλλα τα πήρε ο γείτονας, γιατί δεν είχανε σκεπαστούν, βελέντζες και σαΐσματα, είχαν τσόλια. Πήρα μια μέρα, βάζω δύο μαξιλάρια και τα φορτώνομαι απ' το χωριό να τα πάω στα Γρεβενά, σε ένα μέρος πολύ μακριά από το χωριό μας, δύο ώρες, δυόμισι ώρες πρέπει να ήταν, στον Ξερόλακκο. Εκεί απόκαμα, δεν μπορούσα να περπατήσω άλλο, άρχισα να κλαίω. Περνάει ένας εξάδερφος του πατέρα μ', με πατάει απάνω με το μουλάρι και δεν με λέει: «Έλα, ρε κορίτσι μου, να σε πάρω το βάρος αυτό, ένα μαξιλάρι θα το ρίξω πάνω στο ζώο και πάρε ένα», δεν το έκανε. Και περνάει μία, δεν την είχα τίποτα, και άρχισε να τον μαλώνει και να τον λέει: «Δεν ντρέπεσαι, γαϊδούρι;» να τον λέει, με συγχωρείτε. «Παράτησες το κορίτσι απάν' και έφυγες και δεν μπορείς εσύ να πάρεις στο μουλάρι ένα μαξιλάρι;» Και παίρνει το μαξιλάρι αυτή και το βάζει στο γαϊδούρι το δικό της και εγώ σιγά σιγά μ' αυτήν κατεύκαμε στα Γρεβενά. Πού να πάμε στα Γρεβενά; Ήταν ένα σπίτι, μόλις είχαν βγει οι μαστόροι, διώροφο, τα τούβλα ήταν ακόμα μέσα. Εκεί τα πέταζαν όλοι τα πράγματα, όλοι. Τα πετάξαμε κι εμείς. Την άλλη μέρα, πάλι με τα πόδια στο χωριό. Πήγαμε στο χωριό, αυτό συνέχισε, να σε πω, οκτώ μέρες, οκτώ μέρες, τελειώσαμε. Μας μάζεψαν τώρα να πηγαίνουμε στα Γρεβενά. Πάμε στα Γρεβενά, τα έρμα τα Γρεβενά. Εκεί ήταν η τυράννια. Πάμε στα Γρεβενά, μας δίνουν μια σκηνή. Στη σκηνή μέσα ήμασταν δεκαεννιά άτομα με τα πράγματα. Εγώ είχα ένα κρεβάτι, ωραίο κρεβάτι. Αυτοί που ήταν διευθυντάδες μέσα, που είχαν κι εμένα και μ' εκμεταλλεύονταν κανονικά. Πήραν τα δικά μας τα σκεπάσματα και τα φτιάσαν φράχτη, τα κρέμασαν με σχοινί για να κλείσουν τον αέρα και έβαλαν και τη σόμπα από κει και κοιμούνταν από κει. Εμένανε μ' έκαναν ένα κρεβάτι με μία άκρη σανίδι, που χτυπούσε από κάτω, και με την έβαλαν στην πόρτα που κλείνει η σκηνή. Έβρεχε και ερχόταν το νερό από κάτω από μένα και το πρωί σηκώνομαν και ήταν μούσκεμα, κανένας δεν μ' έδινε σημασία. Αυτό συνεχίζονταν. Μετά, με λεν μία μέρα: «Θα πας να πάρεις συσσίτιο στον στρατό». Πήγαιναν, να σου πω, πολλά παιδιά, δεν ήμουν μόνο εγώ. Είχα μία κατσαρόλα, δικιά μ' κατσαρόλα, έπαιρνε τρεις οκάδες. Τώρα βάλε 10 χρονών κορίτσι να πάει να παίρνει αυτή την κατσαρόλα και μέσα στη βροχή και μέσα στο χιόνι και μες στην τυράννια. Πήγαινα, τι θα έκανα; Υποτάσσεσαι; Βέβαια. Πήγαινα. Μία μέρα, έριχνε χιόνι βροχόχιονο, είχαν μία σκάφη έξω και ήταν γεμάτη νερό και χιόνι, εγώ πήγα, ξυπόλυτη. Πήγα, πήρα την κατσαρόλα, την έφερα, την άδειασαν και μου λένε: «Θα πας πάλι να τη γεμίσεις την κατσαρόλα». Και πήγα πάλι, δεύτερη φορά. Γεμίζω την κατσαρόλα, γυρίζω και δεν με λεν: «Έλα μέσα, να 'ρθεις να ζεσταθείς». Με λεν: «Θα πλύνεις τα πόδια στη σκάφη και θα μπεις μέσα». Και πάω να πλύνω τα πόδια στη σκάφη και σε λίγην ώρα βγάζω φουλτακίδες στα πόδια.
Πώς;
Φουλτάκια. Τι έκανα μετά; Πήρα το σκέπασμα, κουκούλωσα τα πόδια μου και ζάρωσα σαν το σκυλί στην πόρτα. Αυτό γινόταν συνέχεια, ως πότε ήμασταν στη σκηνή. Μία μέρα φώτισε ο ήλιος. Με φωνάζει μια γυναίκα από το χωριό μας, μου λέει: «Έλα, Κούλα, εδώ» λέει. Κάθονταν απέναντι αυτοί, αλλά κάθονταν σε σπίτι. Πήγα εγώ, μου λέει: «Γνωρίζετε καμιά από τα Γρεβενά;» Εγώ θυμόμαν που είχαμε τρία κορίτσια με τους Γερμανούς, τα είχαμε μαζί μας. Και ο πατέρας μου είχε τα πάρει μαζί του τα κορίτσια και δεκατρείς μέρες τα ταΐζαμε εμείς, αυτά ήταν μόνον με την τσάντα, δεν είχαν τίποτα που έφυγαν απ' τα γραφεία. Κι αυτήν η κοπέλα ρώτηξε στα Γρεβενά: «Αυτήν η οικογένεια του Νικόλα Μπαλάρη πού είναι; Δεν είναι κανένας;» Τη ρώτηξαν τη γυναίκα αυτήν και η γυναίκα ενδιαφέρθηκε και με φώναξε εμένα, μου λέει αυτό κι αυτό: «Να 'ρθεις αύριο εδώ και να σε πάω εγώ στο σπίτι». Αυτή καθόταν στο χαμηλό και αυτοί κάθονταν στο διώροφο. Πήγα εγώ, με παίρνει η μάνα του, του κοριτσιού, δεν μ' είπε τίποτα. «Τι κάνεις, κουκλίτσα μου;» «Καλά». Έκατσα εκεί, ζάρωσα, ξέρεις τώρα, τυραννισμένο κορίτσι. «Μη στεναχωριέσαι» λέει αυτή. «Μη στεναχωριέσαι, όλα καλά θα πάνε, μη στεναχωριέσαι». Να η κόρη της, ήρθε. Έρχεται η κόρη της από το γραφείο, εγώ φωνάζω: «Αγάπη», τη γνώρισα για, με αγκαλιάζει αυτήν, με σηκώνει απάνω, με πήρε αγκαλιά: «Κούλα μου, κορίτσι μου, κορίτσι μου, καλό μου κορίτσι». Άρχισε να κλαίει, και κλαίω κι εγώ, με πήρε, λέει τη μάνα της: «Μαμά, να ανοίξεις τη ντουλάπα να βρούμε ρούχα για το κορίτσι, δικά μας ρούχα», που είχαν από μικρά. Με κράτησαν το μεσημέρι, μ' έκαναν μπάνιο, πλύθηκα, με έβαλαν κάλτσες, παπούτσια, ρούχα, μ' έδωσαν ένα παλτό χοντρό, ωραίο παλτό, πολύ ωραίο, το είχα και το φορούσα και στο σχολείο ακόμα, ναι, ολοκαίνουργιο. Λέει αυτή η μάνα της: «Δεν σας ξεχνάει ποτέ η Αγάπη, την έσωσέτε την Αγάπη από πείνα το κορίτσι μου, από πείνα». Οι άλλες οι δυο όμως δεν θυμήθηκαν καθόλου καλοσύνη, που η μάνα της είχε και καρδιά, και η μάνα μ' η συγχωρεμένη την έκανε φέτα με βούτυρο, γιατί ο πατέρας μου είχε ένα δοχείο μεγάλο βούτυρο και δεν τ' άφηνε το βούτυρο, όπου πηγαίναμε έπαιρνε και το βούτυρο. Και τον έλεγε η[01:40:00] μάνα: «Γιατί, Νικόλα, το παίρνεις το βούτυρο;» «Μαρία, δεν πέρασες πείνα. Εγώ που ήμουνα φαντάρος και μ' είχαν κλεισμένο», ναι. «Εμείς φάγαμε χελώνες, φάγαμε φίδια, φάγαμε ροκανίδια, φάγαμε πολλά πράγματα και η πείνα είναι κακό πράγμα. Τόσο ψωμί να έχεις και λίγο βούτυρο από πάνω, περνάς την ημέρα». Ναι. Και αυτές και τις έδωνάμε κάθε μέρα, η αλήθεια αυτήν είναι, ο Θεός βλέπει από πάνω, και τις είχαμε μαζί μας. Εν πάση περιπτώσει, αυτό πήγαινε. Αυτές μου είπαν: «Κάθε μέρα θα έρχεσαι», αλλά εγώ εκείνη την ώρα μ' έστειλαν να πάρω φαγητό στον στρατό, για να δώσω στον κόσμο που είχα πίσω να φάμε. Μετά ύστερα ο αδερφός μου δεν ήταν... ήταν... έφυγε με τα ζώα και πήγε στο Λιόπρασο, εδώ στη Λάρισα πέφτει αυτό, με άλλους απ' το χωριό μας. Λαβαίνω ένα γράμμα από τη μάνα μου και λέει: «Να γράψετε οπωσδήποτε τον Γιώργο, να κάνει τα αδύνατα δυνατά να πουλήσει τα ζώα και να 'ρθει να συμμαζευτείτε μαζί, τα δυο σας». Κάναμε ένα γράμμα, το στείλαμε, τα πούλησε τα ζώα, αυτά που είχαν μείνει, τα άλλα τα πήραν. Και ήταν μια από το χωριό μας και τον έραψε τα λεφτά εδώ από κάτω, τη φανέλα, και τον λέει: «Το χέρι δεν θα το σηκώσεις καθόλου στον δρόμο, θα το 'χεις κλειστό». Είχε φέρει οκτακόσιες – χιλιάδες ήταν τότε. Ήταν ακριβά τα λεφτά, γιατί δεν είχε ο κόσμος στον ήλιο μοίρα, αλλά αυτά ήταν από εφτά αγελάδες, απ' τα ζώα που είχαμε. Τα έφερε αυτά τα λεφτά. Η μάνα έκανε, πέρασε από δικαστήριο, στρατοδικείο, έπρεπε να πληρώσουν δικηγόρο. Κάλεσαν έναν δικηγόρο, τις είπε εκεί πέρα: «Από διακόσια», ναι. «Διακόσια πολλά είναι, από εκατόν πενήντα». «Εκατόν πενήντα». Τον έκοψαν. Έκαναν τη δίκη. Τι να δικάσουν; Τι να πουν; Τι να πουν; Αυτό ήταν για... [Δ.Α] η δίκη, δεν ήταν δίκη αυτό. Εν πάση περιπτώσει, έλειπαν, κορίτσι μου, δεκατρείς μέρες έπρεπε να συμπληρώσουν και ήταν Πάσχα. Εγώ είχα πάει, έδωνε η UNRRA ρούχα κι εμάς δεν μας έδωναν. Και λέγω: «Δε πάνω κι εγώ να πάρω; Γιατί, οι άλλες πιο έξυπνες είναι;» Και πήγα και στέκομαν έτσι, στην άκρη. Και μου λέει ένας: «Εσύ δεν θα πάρεις ρούχα;» «Δεν με δίνουν εμένα» λέω. Δεν μας έδωναν τις ανταρτικές οικογένειες ούτε τρόφιμα, ούτε λεφτά, ούτε ρούχα, τίποτα, τίποτα. Με λέει: «Πάρε μία μπλούζα και μία φούστα». Και τα πήρα εγώ και πού... μ' έρχονταν κουτί. Θυμάμαι, καρό η φούστα και η μπλούζα κίτρινο, λεμονί χρώμα. Έρχομαι μες στην παράγκα –ύστερα πήγαμε στην παράγκα, απ' τη σκηνή, μας έκαναν παράνοιξη– και πήγα και εγώ να ντυθώ να πάνω στην εκκλησία. Και με λέει αυτήν, που ήμασταν γειτόνισσα: «Βγάλε τα ρούχα, δεν σε πηγαίνει εσένα, να τα βάλει η δικιά μ' η κόρη». Δεν το ξεχνώ. Και μου έβγαλε τα ρούχα και εγώ έβαλα τα παλιά και τα έβαλε η κόρη της τα καινούργια.
Γιατί τα βγάλατε;
Δεν ξέρω. Και μετά έρχεται η μάνα ύστερα από δεκατρείς μέρες, έπρεπε να περάσουν και οι δεκατρείς μέρες. Ήρθε η μάνα και μας έρχεται ένα χαρτί από τον δικηγόρο, ήθελε λεφτά κι άλλα. Πήγαν απ' τα Γρεβενά και τον είπαν ότι αυτές κάνουν τον κακόμοιρο, αλλά έχουν λεφτά, πρέπει να ζητήσεις και άλλα λεφτά. Ζητούσε τότε από εκατό ευρώ... από εκατό δραχμές τη μία. Η μάνα μου είχε έναν γαμπρό σε ανιψιά ο πατέρας μου και πήγε. Αυτός έκανε έμπορος, ήταν ένα μαγαζάκι στα Γρεβενά, αλλά ήταν πολύ πανέξυπνος. Και με αυτόν... – τον έλεγαν Καρότση, από την Κοζάνη. Έλεγε η μάνα μου: «Πολύ καλός δικηγόρος», ναι. Λέει η μανα μου: «Αυτό κι αυτό». «Ποιον δικηγόρο έχετε;» «Τον Καρότση και μας θέλει άλλα τριακόσια... τριακόσιες δραχμές». Λέει: «Κοίτα, εγώ θα τα βγάλω τα λεφτά, αλλά θα 'ρθείτε να ψωνίζετε από δω», είχε μαγαζί. Λέει η μάνα «ναι». Σσυνεννοήθηκε με τις άλλες δυο τις γυναίκες, σηκώνονται, «αυτό κι αυτό» τις λέει. «Εντάξει». Πάνε, έγινε η δουλειά, έγινε δουλειά, τα χαρσ' τα λεφτά, τα πήραμε, ψωνίσαμε απ' αυτόν, πράγματα ρούχα, τα πάντα. Μας έντυσε η μανα μ΄, κουμπαρούλια. Μετά ύστερα ήρθε η μάνα για. Μας ψώνιζε. Έκανα να μαγειρέψω εγώ η καημένη και δεν ήξερνα και τα μακαρόνια τα έριχνα στο κρύο το νερό και γίναν έτσι. Και μια μέρα πήγα σε ένα καλύβι εκεί, στην παράγκα που ήταν, και βλέπω μια γυναίκα, μαγείρευε μακαρόνια και δεν τα 'ριχνε μέσα ένα και ένα. Άρχισε το νερό να βράσει και τα 'ριξε μέσα, άνοιξαν τα μακαρόνια, λέω: «Ωραία είναι εδώ, για να κάνω και εγώ μακαρόνια». Κάνω μακαρόνια, ωραία. Μου λέει ο αδερφός μου: «Πώς τα έκανες τώρα αυτά τα μακαρόνια;», «Τα ΄κανα» λέω. «Είδα την τάδε» λέω «πώς τα 'κανε». Είχε πασπάρ' ο χαλβάς, χαλβά και ψωμί συνέχεια είχαμε. Ο αδερφός μου ήταν αριστούχος στο σχολείο, δεν είχε πάει από μικρός στο σχολείο και μετά τον έβαλαν κατευθείαν δευτέρα τάξη, τον είχε ο δάσκαλος πρώτη θέση στο σχολείο, στην έδρα κάθονταν ο αδερφός μου μαζί με τον δάσκαλο. Βιβλία; Να 'βλεπες βιβλία, να 'λεγες τι βιβλία είναι αυτά που έχει, τετράδια, τα πάντα, τα πάντα. Μετά, κορίτσι μου, από κει, ήρθε η μάνα μ', μας συμμάζεψε, κάθισε έναν χρόνο η καημένη να χαρεί και αυτή εμάς, σε ένα χρόνο μέσα εξορία.
Έτσι ξαφνικά;
Εξορία. Τι γινόταν; Νύχτα, ήρθαν καραμπινιέρηδες, χωροφύλακες, ήθελαν κι εμένα να σηκώσουν, λέει η μάνα: «Πού θα πάει το κορίτσι; Μικρό κορίτσι, θα το σηκώσω εγώ από τον ύπνο αφού; Είμαι εγώ». «Όχι» λέει. «Είναι γραμμένο». «Πώς είναι γραμμένο; Βασιλική Μπαλάρη είναι; Δεν είναι. Πώς είναι γραμμένο;» Την πήρανε τη μάνα μου, εμείς δεν καταλάβαμε, δεν μας ξύπνησε η μάνα το βράδυ.
Πού την πήγανε;
Την πήραν τη μάνα απέναντι, έτσι η μπράγκα ήταν στην μέση, είχε διάδρομο μεγάλο κι από δω κι από κει ήταν τα δωμάτια. Και απέναντί μας πήραν τέσσερα άτομα από την οικογένεια. Εγώ σηκώθηκα το πρωί και λέω: «Γιαγιά, δεν βρίσκω τη μάνα, πού πήγε;» «Αχ, γιε μου» λέει αυτήν. «Πού πήγε; Εμάς πήραν τέσσερα άτομα ψες το βράδυ». «Ποιοι;» λέω εγώ. «Η αστυνομία, ήρθε νύχτα» λέει «και τις πήρε». «Και τώρα;» «Είναι φυλακή» λέει. Σηκώνομαι, στη φυλακή. Πάνω, τι να δω; Μελίσσι από τον κούφαλο. Κόσμος, κόσμος. Φωνάζω: «Τι έγινε μάνα;» «Πού θα μας πάνε δεν ξέρω, παιδί μου» λέει η μάνα μ'. «Μας πήραν νύχτα, μας μάζεψαν, μας έδειραν σαν τα γελάδια και δεν ξέρουνε τίποτα». Άντρες, γυναίκες, γίνονταν χαμός. Για αυτό, λέω, η ιστορία δεν έγραψε ποτέ τίποτα. Την άλλη μέρα σηκωνόμαστε, πάμε... Πού να πας; Δεν μπορούσες να σκίσεις να πας από τον κόσμο. Με φωνάζει η μάνα μ', με κάνει νόημα: «Κατέβα στο ποτάμι». Πήγα κάτω χαμηλά στο ποτάμι, από κει ήταν οι φύλακες και από δω ήταν η γέφυρα, μπαίνω στο ποτάμι, με λέει η μάνα μου: «Κοίτα να δεις. δεν ξέρουμε πού θα πάμε, κορίτσι μου, κανονίστε οι δυο σας με τον Γιώργο να είστε αγαπημένα, μονοιασμένα, προσέξτε καλά να τρώτε και να είστε γερά κι εμείς, όπου θα μας παν, θα γράψουμε ένα γράμμα». Με τα πολλά, κάτι χαρτιά είχαμε από τις περιουσίες αυτά, «να τα συμμαζέψεις όλα, να τα βάλεις στη σακούλα», δικά της πράγματα, γυρίζω πίσω. «Να με φέρεις μία κουβέρτα, να με φέρεις εκείνο, να με φέρεις εκείνο». Ψωνίσαμε, πήγαμε στη φυλακή. Την τρίτη μέρα, ειδοποιούν θα φύγουν. Βλέπεις το μελίσσι πώς φεύ[01:50:00]γει από τον κούφαλο; Έτσι ήταν. Τα αυτοκίνητα τα στρατιωτικά να είναι να. Να βάλουν τα γυναικόπαιδα, αυτό, μέσα. Τους έβαλαν όλους μέσα στα αυτοκίνητα, γέμισαν αυτοκίνητα. Βγαίνει μια από το χωριό μας, πιάνεται απ' το αυτοκίνητο και βγάζει το κεφάλι έξω και άρχισε να φωνάζει: «Μην κλαίτε, παιδιά μου, μην κλαίτε, εφτά είστε, ένα θα ζήσει, να εκδικηθεί», αυτήν εφτά παιδιά. Το ένα το έκανε στη φυλακή μέσα. Ήταν έγκυα όταν την πήραν, αγόρι, και το έδωσε η καημένη και δεν το βρήκε ποτέ, σε έναν φούρναρη στη Θεσσαλονίκη, κατάλαβες; Και μετά τις πήραν, φτάνουν στη Θεσσαλονίκη και σταματάνε έξω από τη Θεσσαλονίκη. Η μάνα μ' γνώρισε έναν σοφέρ που ήταν στη Μούμα και ήταν και της Μούμας αυτοκίνητα. Πλήθος, κόσμος πολύς, και τον λέει: «Έλα εδώ. Γιατί σταμάτησαν τα αυτοκίνητα;» Γιατί με αυτόν πάλι είχε ταξιδέψει εκείνα τα χρόνια για την αδερφή μου Θεσσαλονίκη και τον ήξερε από κει. Και λέει: «Άναψαν οι μηχανές». Δεν ήταν αυτό, η μάνα μου κατάλαβε. Αν εφεύγαμε νωρίς, θα γίνονταν η Θεσσαλονίκη πάταγος μέσα, αν έμπαιναν αυτά τα αυτοκίνητα που ήταν. Άφησαν να νυχτώσει και μετά να μπουν μέσα, νύχτα. Όταν μπήκαν μέσα στη Θεσσαλονίκη, πήραν είδηση ο κόσμος και γέμισαν τα μπαλκόνια κόσμο, κοιτούσαν, σου λέει «τι γίνεται;», σείστηκε η Θεσσαλονίκη και κατευθύνονταν όλα στο λιμάνι τα αυτοκίνητα. Κατέβηκαν στο λιμάνι, βλέπουν τον αρματαγωγό, το μεγαλύτερο πλοίο, δεν μπορούσε να βγει στην ακτή, ήταν μέσα, και έξω ήταν τα καΐκια. Άρχισαν τον κόσμο να μπαίνουν στα καΐκια. Μπήκαν στα καΐκια, τους πήγαν στον αρματαγωγό, τους βάζουν μέσα. Εκεί που τους έβαλαν ήταν... είχαν κι έναν δάσκαλο απ' το χωριό μας, αυτός ήταν από το Μέτσοβο και ήταν παντρεμένος στο χωριό μας και ήταν και η αδερφή του και λέει: «Τώρα δεν ξέρουμε πού θα μας παν, μπορεί να μας πάνε και στα σύνορα να μας βάλουν μπροστά να μας σκοτώσουνε οι αντάρτες αντίς αυτούς, μπορεί να μας πνίξουν και στη θάλασσα, μπορεί να μας πηγαίνουν στο Μακρόνησο», δεν ήξερε ο κόσμος πού. Εκεί που μαζεύτηκαν στο πλοίο, πάει ο καπετάνιος και λέει: «Φάγατε τίποτα;» Τίποτα, όλοι νηστικοί. Λέει το προσωπικό: «Θα πάτε θα σπάσετε πόρτες, θα σπάσετε τζάμια, θα μπείτε μες στα φουρνιά και θα πάρετε ψωμί και στα μαγαζιά χαλβά και ελιές, εγώ δεν ξεκινώ για να φύγω από δω αν αυτός ο κόσμος δεν θα ταϊστεί». Πόσος ήταν; Να σε πω δυόμισι χιλιάδες; Να σε πω τρεις; Αφού ήταν γεμάτο το πλοίο και απάνω τα κατάρτια. Εκεί πήγαν, δεν μπόρεσαν, γυρίζουν, γυρίζουν πίσω, τίποτα. Λέει αυτός: «Δεν θα πάρετε αστυνομία, εσείς, η αστυνομία θα μείνει έξω». Σου λέει, να μη γίνει τίποτα. Πήγαν, βρήκαν, πήγαν ψωμί, ελιές, χαλβά, ψωμί, ελιές, χαλβά σε όλο τον κόσμο. Ξεκίνησε το πλοίο, πού θα πάνε τώρα, σε ποιο νησί; Άλλος έλεγε στη Γυάρο, άλλος έλεγε στη Μακρόνησο, άλλος έλεγε στην Αίγινα. Τα χαράματα, χαράματα από Θεσσαλονίκη να βγεις στον Βόλο χαράματα. Βάλε τώρα μέσα στη θάλασσα πόσο οδηγούσε. Βγήκαν στον Βόλο, πάνε στο Τρίκερι.
Συνεχίστε.
Και που λες, πηγαίνουν στο αυτό... στο Τρίκερι. Εκεί βρίσκουν άλλο κόσμο, άλλες κρατούμενες. Κατέβηκαν, τις περίμεναν κάτω, τις έδωναν μια στάμνα κι έφυγαν οι γυναίκες. Πήγαν μέσα, πήγαν μέσα, βλέπουν, είχαν αυτές... σκηνές χαμηλές, με δυο άτομα που έχουν και μια στάμνα, τίποτα άλλο. Τις περίμεναν οι γυναίκες, είπαν εκεί από πού και ξέρω 'γω, πήραν προσωπικό από μέσα γυναίκες, γιατί ήταν πολλές και δεν είχαν τι να τις κάνουν, είχαν τέσσερις χιλιάδες, τέσσερις χιλιάδες μέσα στο νησί. Και τους άντρες τους πήγαν στη Μακρόνησο. Έναν χρόνο εκεί, πιάνεται ο αδερφός μου στον πόλεμο στο... εδώ... θα στο πω έτσι, Βίτσι, Γράμμο, ναι. Έγινε μια μάχη πολύ άσχημη. Εκεί σκοτώθηκε ο αδερφός μου.
Ο Γιώργος.
Ο ένας.
Ο αντάρτης.
Ο Μήτσος, ο Μήτσος. Πήγαν για να πάρουν ένα φυλάκιο με τα κιάλια αν είναι στρατό, εκεί τους έριξαν από πέρα, ήταν τρεις αξιωματικοί, και οι τρεις... τους σκότωσαν. Μετά ήταν ο αδερφός μου ο μεγάλος και αυτός στο ίδιο μέρος, και πήγε ένας αντάρτης και λέει χάσαμε δύο παλικάρια. «Πώς λέγονταν;» Είπε και το όνομα του αδερφού μου και ο αδερφός μου ήταν τραυματισμένος και είχε το χέρι... το είχε έτσι, δεν μπορούσε κάτω να το κάνει. Μετά γίνεται η μάχη στη Φλώρινα, γίνεται μάχη στη Φλώρινα, αδερφός μου ο μικρός ήταν εκεί στη μάχη αυτή, ήταν 17 χρονών, 17 χρονών τραυματίζεται. Μάχη όχι δυο ώρες και τρεις, ώρες και μέρες. Ήταν χιόνι και πέφτει μες στο χιόνι, μες στο χιόνι, παίρνουν δικοί μας να τον πάρουν και δεν μπορούσαν να τον πάρουν, μόλις τον σήκωναν, τα τραύματα ήταν ένα τραύμα εδώ, ένα εδώ, πέρασε η σφαίρα, και ένα κάτω στον αστράγαλο. Το αίμα πετάγονταν και τον αφήσαν έτσι. Έγραψαν στα χαρτιά που πήγαν μέσα τότε ότι είναι τελειωμένος ο Γιάννης, δεν ζει. Εκείνοι, τρεις μέρες αυτό που ήταν, πήγαν έφοδο στον στρατό και πάει ο αξιωματικός κατευθείαν να τον ρίξει. Τον πιάνει ένας φαντάρος από πίσω: «Δεν ελυπάσαι ρε» τον λέει. «Μικρό παιδί». Είχε χάσει και αίμα τώρα, πώς ήταν. «Πώς θα σκοτώσω αυτό το παιδί;» λέει. «Τι έκανε;» Κι έτσι γλύτωσε ο αδερφός μου. Τον πήραν, τον πήγαν σε μια σκηνή, σε αυτή την σκηνή τους είχαν όλους γυμνούς και είχαν και τις κοπέλες γυμνές μέσα στους αντάρτες, να δουν οι αντάρτες για να κάνουν ανωμαλίες... αυτά τα σκυλιά, τα χαμένα τα τσόλια, τα παρτάλια. Ο αδερφός μου απ' τη σκηνή πάει στη φυλακή. Πάει στη φυλακή, τα τραύματα τα είχε. Πού νοσοκομεία και πού τίποτα, αφού, λέει, δεν μπορούσανε οι τραυματισμένοι για να κατουρήσουν, να φτιάξουν, και στη σκηνή που ήταν, τα κορίτσια πήγαιναν και τις έβαζαν το γιογιό από κάτω από τη σκηνή, τα 'καναν και τα παίρναν τα κορίτσια, νύχτα πάλι. Τέτοια τυράννια. Μετά, από κει τον πήραν, τον πήγαν στην Κοζάνη, από την Κοζάνη Θεσσαλονίκη. Να σου πω σε πόσες φυλακές... Γράφει ένα γράμμα στη μάνα μου, στο Τρίκερι. Τον δικάζουν στο πρώτο δικαστήριο σε ανήλικες φυλακές, οι δυο ημέρες πιάνονταν... η μία μέρα πιάνονταν δύο στις ανήλικες φυλακές, γιατί δούλευαν κιόλας. Μαθαίνει στο χωριό όμως ότι θα γίνει αυτό το πράγμα, θα πουληθεί. Άντε δικογραφία από το χωριό οι πρόχουντοι. [02:00:00]Πάει στο δικαστήριο να δικαστεί, κορίτσι μου, και τους δίκαζαν νύχτα, από η ώρα 12:00 μέχρι το πρωί γινόταν το δικαστήριο. Πόσοι σκότωναν και πόσοι γλίτωναν, δεν ξέρουμε. Απάνω, λέει, ήταν τριάντα άτομα που δίκαζαν, όλοι αξιωματικοί. Και πάει και ο αδερφός μου με τις πατερίτσες και τον λεν: «Άκου» λεν «τι σε κατηγοράν. Είσαι αξιωματικός, έδωσες μάχη εκεί, εκεί, εκεί...» Τα ακούει ο αδερφός μου όλα. Λέει: «Δεν είμαι εγώ αυτός που ζητάτε. Αυτός» λέει «είναι συνωνυμία. Μπορεί να είμαστε ξαδέρφια, μακρινή συγγένεια έχουμε, αλλά εμένα... δεν έχω πατέρα εγώ πρώτα πρώτα. Αυτός, ο πατέρας του ζει, τη δικιά μου τη μάνα τη λένε Μαρία, τη δικιά του τη λένε Κατερίνα, λάθος» λέει. «Μα πώς, παιδί μου;» λέει ο εισαγγελέας. «Ξέρεις που πας για εκτέλεση με αυτά που σε έχουνε εδώ; Και όλα τα 'χει το χωριό βαλμένα». Γυρίζουν άλλα χαρτιά από το χωριό, άλλα χαρτιά, τον δικάζουν τον καημένο είκοσι χρόνια, από ισόβια γύρισε είκοσι χρόνια, είκοσι χρόνια, κορίτσι μου, σκαστά τα πέρασε όλα σε όλες τις φυλακές. Και πού δεν πήγε; Κέρκυρα δεν πήγε; Τι να σε πω. Αίγινα δεν πήγε; Θεσσαλονίκη, Γεντί Κουλέ δεν πήγε; Έναν χρόνο πήγαινα στο Γεντί Κουλέ. Πήγαινε από τέσσερις πόρτες και έβγαινε από τέσσερις πόρτες, εκείνα τα αυτιά ακόμα κελαηδούν, οι πόρτες που χτυπούσαν σαν να ήταν... τι να σε πω, άγρια θηρία μέσα και άνοιγαν τις πόρτες να τα βγάλουν, τέτοιες πόρτες. Και πήγαινα εγώ εδώ, σίτα, εκεί πέρα ο αδερφός μου, σίτα, ένας μπράβος από δω, ο άλλος από κει και αυτός το ίδιο από κει. Τέσσερις χωροφύλακοι. Πες μου, τι θα πεις; Θα πεις τίποτα; Και άσε όταν έγιναν οι φυλακές που έφυγαν τότε στην Αθήνα –δεν θα ξέρεις εσύ την ιστορία–, τότε πήγαιναν να μας ξεβρακώσαν κιόλας που πηγαίναμε. Νόμιζαν ότι εμείς ήμασταν που τα κουβαλούσαμε μέσα. Τον λέω μια μέρα τον χωροφύλακα: «Άσε με, ρε άνθρωπε» τον λέω. «Τι θα φέρω εγώ; Να, σταφύλια έφερα, ψωμί έφερα, τι να φέρω άλλο» τον λέω: «Τι θα κουβαλήσω;» Μας έβγαζαν τα παπούτσια μας, έβγαλαν τα ρούχα, μας κοιτάνε. Εν πάση περιπτώσει, μετά ύστερα, προτού το Γεντί Κουλέ, τον είχαν στο... στον Βόλο. Στον Βόλο πήγαμε το '54. Πήγαμε στον Βόλο να τονε δούμε, είχαμε εννιά χρόνια να τον δούμε. Πήγαμε να τονε δούμε, η μάνα μου ήθελε να τονε δει το πόδι, αν μπορούσε να περπατήσει. Εκεί να έβλεπες, είχαμε τον πάει έναν κόκορα, είχαμε τον πάει παξιμάδια, είχαμε πάει λειτουργιές, είχαμε πάει καρυδάτο γλυκό τέσσερις... τέσσερις οκάδες, είχαμε πάει καβουρμά μισό δοχείο... Και τι δεν είχαμε και τι δεν είχαμε. Αυτοί μόλις τα είδαν: «Τι ανάγκη έχει αυτός τώρα να βγει από δω έτσι όπως τον ταΐζετε εσείς;» Η μάνα μ' έβραζε η καημένη μέσα. Με τα πολλά, «πόσο θέλετε να μιλήσετε;» Τι να πούμε εμείς πόσο θέλετε. «Όσο θα μας πείτε». Δεν μας άφησαν ούτε τέσσερα λεπτά δεν μας άφησαν. Ήμασταν τρία άτομα, τον βλέπαμε μόνο και μετά ζήτηξε ρούχα ο καημένος, υφάσματα ζήτηξε και τα ράφταν μέσα. Πετάχτηκε ο αδερφός μου, πήγε τον πήρε τα καλύτερα απ' έξω για να ράψουν ρούχα. Αυτός ήταν παντελονάς, είχε μάθει ύστερα μέσα, έραφτε ο αδερφός μου. Τον πήγε και κείνη την ώρα δεν είχαν κλείσει τη φυλακή και τον είδε ολόκληρο και ήρθε και μας λέει έξω: «Μάνα, είδα τον Γιάννη, περπατάει με το ποδάρι, μη στεναχωριέσαι». Μετά ύστερα, η μάνα μ' που γύρισε απ' το Τρίκερι, τις έπαιρναν στο Τρίκερι και τις τυραννούσαν όλη νύχτα μες στο χιόνι. Τις έφερναν γύρω γύρω στο Τρίκερι, γύρω γύρω το Τρίκερι μες στο χιόνι, νύχτα γινόταν αυτό. Όλες οι γυναίκες γύρω γύρω να έρχονται ώσπου να κουραστούν και το πρωί τις καλούσαν για να βάλουν υπεύθυνη δήλωση με σειρά. Τις έπαιρναν, δεν έβαζαν με κανέναν τρόπο. Ως πότε μια τον λέει τον διοικητή: «Εγώ παντρεύτηκα» λέει «για να έχω άντρα, δεν παντρεύτηκα να κάνω υπεύθυνη δήλωση και να τον απαρνηθώ» λέει. «Έχω παιδιά από αυτόν». «Γκρεμοτσακίσου» λέει «φύγε από δω». Και θέλω να σε πω, μετά ο αδερφός μου, από κει που ήταν εδώ στις φυλακές, τον πήραν και τον πήγαν στην Αίγινα. Στην Αίγινα, τελείωσε και από κει όταν έκανα την Στεργιανή, το '62, εκείνη την ημέρα βγήκε και αυτός από τη φυλακή. Και γιορτάζουν και οι δύο αυτήν την ημέρα. Πάντα λέει: «Είδαμε το φως μαζί με τη Στεργιανή». Και μετά έρχεται η χούντα. Έρχεται η χούντα, ο αδερφός μου δούλευε εδώ εδώ στα ξηραντήρια και έδινε και το «παρών», ναι. Στο χωριό έρχονταν, αλλά ελάχιστα. Ύστερα είχε πεθάνει και η μάνα μου.
Εσείς ήσασταν ακόμη στο χωριό;
Στο χωριό. Με τη χούντα στο χωριό. Τι πέρασα... Γι' αυτό έφυγα απ' το χωριό. Θα έφευγα εγώ απ' το χωριό; Τι ανάγκη είχα; Είχα πλεκτομηχανή, όλα τα χωριά τα 'χα. Έβγαζα, εκατό δραχμές την ημέρα έβγαζα. Έπλεκα την ημέρα, έπλεκα και τη νύχτα, τι ανάγκη είχα; Αλλά η Χούντα μ' έκανε και ήρθα εδώ. Έρχονταν και φύλαγαν το σπίτι όλη νύχτα. Ο άντρας μου δεν ήταν εκεί, δούλευε με τον αδερφό μου στην Κοζάνη – δεν ήταν δουλειές, και δούλευαν στη Κοζάνη. Με τα πολλά, ήμουνα συνδρομήτρια, έδωνα στο κόμμα. Τότε μια βλακεία μεγάλη έκαναν που κρατούσαν τα κουπόνια.
Ποια, τι εννοείτε;
Ήταν ένα κουπόνι, έδινες συνδρομή.
Τα κουπόνια απ' τη συνδρομή που πληρώνατε.
Τα κρατούσαν όμως, αυτό ήταν άσχημο, εν πάση περιπτώσει. Τα πιάσαν όλα η αστυνομία αυτά τα πράγματα και βρήκαν τους ανθρώπους. Ήρθαν τώρα, ήρθε η ώρα, τάχα δεν έβρισκαν τον αδερφό μου. Με καλούν στην αστυνομία. Με καλούν στην αστυνομία, με λένε: «Πού είναι ο αδερφός σου;» Λέω: «Δουλεύει, δεν ξέρω ρε πού δουλεύει, τώρα να σας πω στη Θεσσαλονίκη, να σας πω Αλεξάνδρεια; Να σας πω, δεν ξέρω». Συνάμα είχε μια δικογραφία και τη διάβασε και έλεγε, έλεγε κουβέντες, που ήξερνα ποιος τις έλεγε αυτές τις κουβέντες, τις έλεγε ο θείος μου που ήταν ταχυδρόμος, γιατί αυτός τα 'ξερε τι κάναμε. Δεν ήξερε ο Διοικητής τώρα που έστελνάμε εμείς σε έναν ξάδερφό μου στην Κρήτη, που ήταν φυλακή ο άνθρωπος στην Κρήτη, και τον εστείλαμε δέματα και τον εστέλναμε λεφτά και τον εστέλναμε... Από πού τα 'ξερε ο διοικητής; Να τη η δικογραφία, τη διάβαζε εκεί πέρα. Εγώ τον έβλεπα τώρα, μ' έλεγε, εγώ δεν απαντούσα. Λέει: «Γιατί δεν απαντάς;» «Γιατί» λέω «αυτά τα έγραψε κάποιο χέρι» λέω «και σ' τα 'δωσε». «Ποιο χέρι» λέει «τα 'γραψε;» «Ο θειος μου εδώ, ο ταχυδρόμος. Αυτά» λέω «δεν είναι από σας, δεν ξέρετε εσείς» λέω «που έχουμε συγγενειό στο Λιόπρασο Θεσσαλίας». Εκείνοι εκεί είχαν δυο χιλιάδες πρόβατα, εκατό φοράδια, δυο σπίτια διώροφα. Και παν είχαν αερογέφυρα με τσομπαναρέοι καβάλα στ' άλογα και έπιασαν τα παιδιά τους και τα σέρναν με τα άλογα μέσα στα Τρίκαλα, τους κατέστρεψαν τον κόσμο εντελώς. Τον είπα εγώ εκεί πέρα, άρχισε να φωνάζει.
Δεν φοβόσασταν;[02:10:00]
Να φωνάζει, να φωνάζει, να χτυπάει το τραπέζι. Πώς κάνει εκείνο το λυσσάρικο το σκυλί. Εγώ κάθομαν και τον κοιτούσα, ο φύλακας στην πόρτα σου λέει «Αυτή τώρα τι κάνει;». Τον κοιτάει. Τον λέω: «Το χτύπησες το τραπέζι; Σταμάτησες;» Έτσι. «Σταμάτησα» λέει «αλλά έχουμε μια γυναίκα». «Αυτήν είναι η γυναίκα» λέω. «Αν σ' αρέσει, αν δε σ' αρέσει, δεν με ενδιαφέρει, άκου να σε πω ένα πράμα» λέω. «Κάποτε -λέω- η μάνα μ' ήταν φυλακή, κι εγώ -λέω- ήμουν απέξω. Τώρα εγώ είμαι μέσα -λέω- και έχω δύο παιδιά, αυτά είναι απ' έξω από την αστυνομία. Αυτό είναι μικρόβιο» τον λέω. «Μπαίνει μέσα στα παιδιά αυτήν την ώρα» λέω «και το μικρόβιο αυτό δεν πρόκειται να βγει απ' τα παιδιά μου» λέω. «Να το ξέρεις αυτό» λέω. Μπαμ, μπουμ. Μπαμ την πόρτα και φεύγω. Δεν τον είπα που έδωνα τα λεφτά, δεν τον μαρτύρησα. Την άλλη μέρα, με καλάει πάλι.
Ξανά;
Ναι. Με καλάει πάλι, πάω. Λέω: «Τι θέλετε κ. διοικητά;» λέω. «Δεν τα είπαμε;» «Όχι» λέει «δεν τα είπαμε, δεν με είπες πού έδινες τα λεφτά». «Θέλεις να σε πω πού έδινα τα λεφτά;» λέω. «Να σ' το πω» λέω «δεν το 'χω κρυμμένο» λέω «γι' αυτό σκοτίζεσαι» τον λέω «και χτυπιέσαι;» λέω. «Τα έδωνα σε μια γυναίκα» το κόλλησα εγώ «που αυτή η γυναίκα είχε δύο παιδιά και ήθελε να τα ταΐσει και δεν είχε και κάναμε συνδρομές, μαζεύαμε και τα δώναμε τα λεφτά για να ζήσει κι αυτήν η γυναίκα. Τι θέλεις άλλο να σε πω;» λέω. Και μετά λέω: «Εμένα ό,τι και να με κάνεις, εγώ πιστεύω σε αυτό το κόμμα, δεν πιστεύω σε άλλο ακόμα». Λέει: «Ξέρεις τι θα σε κάνω;» Λέω: «Τι θα με κάνεις;» «Θα σε βάλω φάλαγγα» λέει «και με τη φάλαγγα θα πας στη Γυάρο». «Ναι» λέω «το κεφάλι μ' στα πόδια και τα πόδια» λέω «στο κεφάλι και θα με στείλεις» λέω «μπάλα στη Γυάρο. Να με στείλεις» τον λέω. «Τι θες να καταλάβεις μετά;» λέω, έτσι. «Τι θα καταλάβεις;» λέω. «Πες μου, τι θα καταλάβεις. Πάρ' το είδηση, ο καιρός τελειώνει». Έτσι τον είπα, μπαμ την πόρτα κι έφυγα. Κάθε βράδυ... Δεν είπα και τ' άλλο. «Δε ξέρω» λέω. «Αν πιάσατε τον αδερφό μου, απαιτώ πού τον έχετε».
Δεν ξέρατε εσείς που είναι ο αδερφός σας.
Όχι. «Απαιτώ πού τον έχετε. Έχω έναν μήνα, δεν πήρα είδηση καθόλου και εσύ με φωνάζεις γραφείο, τι να σε πω 'γω εσένα; Να σε πω τι; Που έχω δύο παιδιά και κοιτώ τη δουλειά μου στο σπίτι. Δεν ενοχλώ κανέναν» λέω. Εκεί, που λες, σηκώθηκα έφυγα και το βράδυ ακούω στο παράθυρο, διώροφο το σπίτι, μία πέτρα, δυο πέτρες, χτυπούσαν το τζάμι. Εγώ τίποτα, σηκώνομαι τη νύχτα... πώς είχαν κουρτίνα, πάω και βάζω ένα... πώς να σ' το πω τώρα... ντιβανοσκέπασμα, το κρέμασα και το 'κλεισα το παράθυρο εντελώς. Και πάω με τα κορίτσια μου, παίρνω τη βελέντζα μου, ήταν ο άντρας μου, και βάζω το ραδιόφωνο και πιάνω τη «Φωνή της αλήθειας» και αρχίζω εκεί πέρα να ακούω, θα 'ρθουν και έχουν, μπαίνουν μέσα, τι κάνουν και φτιάχνουν... τα έλεγε όλα πώς έκαναν. Την άλλη μέρα βάζω το τραπέζι το μεγάλο από το σαλόνι, βάζω έξι καρέκλες απάνω στην πόρτα. Αυτοί ειδοποίησαν τον γείτονα, γιατί είχε ένα σκυλί και έρχονταν κοιμόταν απάνω στη βεράντα. «Θα κλείσεις το σκυλί» τον λεν. «Άμα δεν κλείσεις το σκυλί, θα το σκοτώσουμε». Και μου είπε ο γείτονας ότι «αυτό και αυτό, Κούλα, αλλά αν τυχόν, κορίτσι μου, και 'ρθουν τίποτα, θα βγεις στο κάτω παράθυρο και θα βγάλεις μια τσιρίδα. Εμείς κοιμούμαστε στο κάτω δωμάτιο, αμέσως εγώ θα ενδιαφερθώ». Το πήρε το σκυλί, το 'κλεισε, γιατί έρχονταν αυτοί και γαυγίζει το σκυλί. Το 'κλεισε το σκυλί, εγώ έβαλα τα αυτά στην πόρτα, πάω. Παίρνω τηλέφωνο στη Θεσσαλονίκη, είχε αρραβωνιαστεί ο αδερφός μου, του λέω: «Να 'ρθεις, Ρούλα, στο χωριό». Έρχεται κοπέλα στο χωριό όμορφη, αυτή πολύ όμορφη, γκαλιούριζαν τα μάτια όλοι, εν πάση περιπτώσει, εγώ δεν μ' ένοιαζε, τελείωνα τη δουλειά μου, την έπαιρνα πηγαίναμε στα μνήματα, ανάβαμε το καντήλι της μάνας μου, γυρίζαμε μαζί, πηγαίναμε στο σχολείο κάτω βόλτα, καθόμασταν, πήγαινα και μεροκάματο, θέριζα, κρατούσε τα κορίτσια, περάσαμε το καλοκαίρι όλο. Και μετά, βλέπουμε μια μέρα ένα γράμμα από κάτω από την πόρτα ριγμένο, το έφεραν αυτοί, η αστυνομία. Και ήταν μια κάρτα, μια κάρτα έτσι ανοιχτή: «Είμαι καλά, είμαι στη Γυάρο, μη στεναχωριέστε». Τίποτα άλλο. «Γιάννης», αυτό ήταν. Τώρα; Τα άλλα, τι θα γίνει όμως από κει και πέρα; Σηκωνόμαστε, λέω τώρα τη Ρούλα: «Μη στεναχωριέσαι, παιδί μου, ό,τι θα γίνει στον άλλον τον κόσμο». Είναι και αυτήν, μεγάλωσε μες στη φυλακή. Την έκανε η μάνα της έξω και πήραν τη μάνα της φυλακή μαζί με αυτήν μέσα και την έβγαλε από τρία χρόνια. Περπάτησε μες στη φυλακή. Χτυπούσαν τη μάνα της στ' άλλο το δωμάτιο και αυτό το είχαν κλεισμένο στ' άλλο το δωμάτιο και πήγαινε να θηλάσει λίγο η καημένη. «Δεν είχα γάλα. Άμα φώναζα» λέει «μ' έβαζαν... είχαν έναν κουβά» λέει «όλο βρομιά και μ' έβαζαν τα τσόλια από κει, από εκείνον τον κουβά μες στο στόμα να μη φωνάξω». Και θέλω να σε πω, κορίτσι μου, μετά ο αδερφός μου υπηρέτησε και αυτόν τον Γολγοθά, με τη χούντα, που ήταν πολύ σκληρό πράμα, κι εμείς, σκληρό. Και εγώ ύστερα φοβούμαν, νέα ήμαν στο χωριό, και ξεσηκωθήκαμε κι ήρθαμε, το σπίτι δεν το χαρήκαμε καθόλου. Το '62 το τελειώσαμε, ως πότε να το χαρούμε, το '67 εφύγαμε, ναι. Και πώς έγινε τότε, πήγα να ψωνίσω στο μαγαζί και ήταν ένας βασικός και ήρθε κοντά μου, έτσι, και μ' έκανε έτσι: «Συντρόφισσα;» «Ναι» λέω. «Χούντα, πραξικόπημα, πρόσεχε» με λέει. Όταν βγήκα από το μαγαζί, Deutsch απ΄ τα Γρεβενά, αυτά λέω... γρήγορα από σπίτι σε σπίτι, να ειδοποιήσω «το και το έγινε, προσέξτε καλά». Και θέλω να σε πω, μετά ύστερα από αυτά, είχα και πολύ χαρτί στο σπίτι, τι να τα κάνω; Είχα ένα δέντρο χαμηλά στον μπαχτσέ και πήγαινα από λίγα λίγα και τα 'καιγα.
Κρατούσατε τις εφημερίδες;
Όχι μόνο, πολλά.
Και τα κάψατε όλα;
Μόνο τα βιβλία τα πήραμε, ήρθε ο άντρας μου, είχαμε κατσίκα από κάτω από την βεράντα, έβγαλαν το πάτωμα της κατσίκας, τα βάλαν σε κιβώτια, τα βάλαμε από κάτω και απάν εβαλάμε το πάτωμα πάλι και είχαμε την κατσίκα. Πού να τους πηγαίνει ιδέα τώρα που ήταν η κατσίκα, που ήταν η κατσίκα. Και μία μέρα πήγαν να κάνουν έφοδο σε μια θεία μου, είχε εννιά χρόνια στο κρεβάτι. Είχε φυματίωση, ήταν στο σανατόριο. Έφυγε από το σανατόριο, ήρθε στο χωριό, δεν ήταν καλά, σέρνονταν. Και πήγαν αυτοί να κάνουν έρευνα στο σπίτι, γιατί ο γιος της ήταν κι αυτός ανακατεμένος. Και τη βρήκαν ένα βιβλίο. Εκεί, είχαν να ανεβούν στο ταβάνι επάνω. Και λέει αυτή: «Λυπάμαι πάρα πολύ» λέει «που ήρθατε σε ένα κρεβάτι. Εννιά χρόνια» λέει «αυτό το κρεβάτι, δεν σηκώθηκε ο άνθρωπος όρθια» λέει «ούτε να γλεντήσει, ούτε να καλοπεράσει. Κι εσείς σήμερα ήρθατε» λέει «να ανοίξετε την πόρτα και να κάνετε έρευνα» λέει «να βρείτε τι; Ένα βιβλίο». «Και τι γράφει αυτό το βιβλίο;» της λέει. «Λυπάμαι πάρα πολύ» λέει «που ήρθατε σε μία άρρωστη γυναίκα, εν[02:20:00]νιά χρόνια στο κρεβάτι, να τη δώσετε αυτή την καλημέρα τη σκληρή σήμερα, για να κάνετε το σπίτι άνω κάτω». Σηκώθηκαν σαν τα γαϊδούρια, παράτησαν και το βιβλίο και έφυγαν, γιατί γαϊδούρια ήτανε. Πού πας ρε; Πού πας; Όταν ξέρεις έναν άνθρωπο που παλεύει με το χάρο κάθε μέρα, εσύ πας μέσα στο σπίτι να κάνεις τι; Έρευνα; Και θέλω να σου πω πάρα πολλά. Και μετά ήρθε ο αδερφός μου... Έχουμε πολλά. Πέθανε η μάνα μου και είχαμε να πάρουμε τη σύνταξη, ήταν καθυστερημένα, δεν έχει πάρει η καημένη σύνταξη, αφού το '65 πέθανε και ήταν καθυστερούμενα. Και πήγα εγώ να τα πάρω και με λέει ο ταχυδρόμος: «Τι θα τα κάνεις τα λεφτά;» «Γιατί» λέω «θα σε δώσω λογαριασμό τι θα τα κάνω τα λεφτά; Δικά μου δεν είναι;» λέω. «Η μάνα μου δούλευε σαν σκλάβα» λέω «και στο κάτω κάτω και στον πόλεμο πρόσφερε η μάνα μου» λέω «γλίτωσε και κόσμο, εσύ τι έκανες;» λέω. «Πήρες τη θέση και ποιος ξέρει τι έκανες» λέω «και τρως και πίνεις». Εκεί τσακωθήκαμε. Εκεί που τσακωθήκαμε, με λέει: «Θα στείλεις και στον αδερφό σ' που αύριο μεθαύριο θα βγει χωρίς πόδια και χωρίς δόντια» με λέει. Τότε θα έκανα φόνο, ε; Κοιτώ, ήταν το παράθυρο πίσω του και ανοιχτό. Λέω, τώρα να πιάσω το τραπέζι να το σηκώσω να τον παραμαζέψω και να τον διώξω έξω από το παράθυρο; Μέχρι εκεί έφτασα. Ύστερα σταμάτησα. Λέω, σιγά, λέω, δεν το κάνω. Λέω: «Άκου να σε πω, δεύτερη κουβέντα δεν θέλω, γιατί» λέω «άμα θα σηκώσω την καρέκλα, θα σε σπάσω το κεφάλι» τον λέω. «Η δικιά μου μάνα» λέω «που τυραννίστηκε τόσα χρόνια, ήρθες εσύ να πεις» λέω «γιατί να πάρω εγώ τη σύνταξη» λέω. «Δεν ντρέπεσαι; Και ποιος θα την πάρει τη σύνταξη;» λέω. «Ο Πασογιάννης θα τη φάει» λέω «γιατί αυτός αγωνίστηκε» λέω. «Βλάκα» τον λέγω «εσύ θα βοσκούσες» λέω «τα κατσίκια. Αλλά αυτοί βγήκαν στο βουνό» λέω «και πήρες τη θέση εσύ» λέω «χωρίς να ξέρεις ούτε υπογραφή» λέω. «Με το μέσο πήρες τη θέση» λέω. «Δεν αγωνίστηκες» του λέω «δεν πήγες να τελειώσεις καμιά τάξη» λέω. Τον έκανα... Στον δρόμο να λέγω, και να με λεν, βγήκαν απ' το καφενείο: «Σςςς αστυνομία». «Δεν πάει να ξεπατωθεί κι η αστυνομία και αυτοί μαζί» λέω «τα κοθώνια» λέω. «Βγήκαν όλα» λέω «να μας πουν κουβέντες τώρα» λέω. Εκεί πήρα τα λεφτά, έφυγα, πήγα στο σπίτι. Συγχύστηκα. Τώρα να σε πει ένας που τον ξέρεις, ο πεινασμένος... Τι λες ρε; Οι ψείρες είχαν βγει, οι ψείρες για να κάνουν τον νταβατζή, να κάνουν ότι «να, εμείς ποιοι είμαστε». Ποιοι είστε; Δεν σας ξέρουμε; Σ' ένα χωριό ζούμε. Πήγα στο χωριό και λέγω... πήγα στον Δήμαρχο, λέγω: «Θα σε πω ένα παράπονο, δήμαρχε». Λέει: «Να με πεις». Λέω: «Σκοτώθηκαν είκοσι δυο παιδιά απ' το χωριό μας στ' αντάρτικο, έχουμε και έναν φαντάρο –έναν φαντάρο, σκοτώθηκε, είκοσι δυο δικοί μας, ένας φαντάρος– και ένα θύμα έχουμε όταν έγινε ο πόλεμος της Αλβανίας. Αυτά όλα τα θύματα να τα γράψουμε σε μία πλάκα και να κάνουν ένα μνημείο». Με λέει: «Κοστίζει», «Δεν θέλουμε λεφτά. Θέλουμε μόνο το μέρος. Λεφτά έχουμε εμείς να βάλουμε, είμαστε τόσες οικογένειες. Θα το κάνουμε». «Όχι». Δεν το έκαναν, δεν μας άφησαν να το κάνουμε, γιατί το χωριό μας ήταν πρώτοι αριστεροί, είχαμε πάρα πολλούς και τώρα έμειναν τα τσογλάνια, τα τίποτα στο χωριό, χρυσαυγίτες.
Και πότε φύγατε από το χωριό σας;
Ναι;
Πότε φύγατε;
Εμείς φύγαμε το '67.
Και ήρθατε στην Αλεξάνδρεια;
Κατευθείαν. Ήρθαμε στην Αλεξάνδρεια, μπήκαμε στο σπίτι... Εγώ να χτυπάω το κεφάλι απ' το ντουβάρι. Τώρα να αφήσεις σπίτι τακτοποιημένο, όλα μέσα, βαμμένο έτσι, τα πάντα, τα πάντα και να φύγεις, δύσκολα. Και εφύγαμε από αυτό το πράγμα. Καραμπινιέρηδες. Και τους είχαμε γειτονιά, γειτονιά, και ο πατέρας μου έλεγε ότι καθόταν με τον αδερφό μου τον μεγάλο και συζητούσε και έλεγε ότι: «Χρήστο, όλα καλά, παιδί μου, αλλά έχουμε την πουτάνα την Αγγλία» τότε «έχουμε την πουτάνα Αγγλία, αυτήν είναι πουτάνα, παίζει το παιχνίδι του παλιάτσου, όπως θέλει το παίζει». Και μετά ύστερα ο πατέρας μου ήταν πολύ, πολύ διαβασμένος, πάρα πολύ. Άσε ο αδερφός μου ο Χρήστος, ήταν πρώτος στον ΕΛΑΣ, ήταν στην ΕΠΟΝ, που τον αγαπούσαν όλα τα κορίτσια του χωριού. Άμα έλεγαν ότι θα μιλήσει ο Μπαλάρης απόψε... Είχαμε έναν τηλεβόα, ένα χωνί από γραμμόφωνο, και αυτήν η Μαίρη εδώ του Μανώλη –δεν ξέρω αν τους ξέρεις– απ' το χωριό μας, ο αδερφός της είχαν το σπίτι ψηλά και έβγαινε στα παράθυρα και φώναζε που είχαμε συγκεντρώσεις. Τι γινόταν... Μελίσσι από τον κούφαλο.
Κάνατε συγκεντρώσεις εδώ;
Όχι, στο χωριό.
Στο χωριό, ναι.
Χαμός, χαμός γινόταν. Να λες, αυτός ο κόσμος τι γίνεται; Ερχόταν το στρατό και δεν έβλεπες κανέναν έξω, ερχόταν οι αντάρτες και τα κλαρίνα έπαιζαν κι εγώ δεν ξέρω πού. Αντάρτικα; Χορούδια; Τι να σε πω. Είχανε αριάνινα, μόλις άκουγαν αεροπλάνα που έσπαζαν από δω απ' τον Όλυμπο, αμέσως χτυπούσε η καμπάνα, έπρεπε να διαλυθεί ο κόσμος, είχαμε αμπριά φτιαγμένα, ναι. Γι' αυτό λέγω, βρε παιδί μου, οι αντάρτες μας είπαν ότι το στρατό οπωσδήποτε θα βομβαρδίζει στο χωριό, θα κάνετε αμπριά. Τι αμπριά; Όπως έκαψαν τα σπίτια Γερμανοί και έμειναν τα ντουβάρια μισά, αυτοί τι έκαναν, οι δικοί μας; Πήραν γρενδιές χοντρά ξύλα, καθάρισαν αυτά από κάτω όλα, άφησαν τόσο βάθος μέσα και εκεί απάνω έβαλαν αυτά τα ξύλα, τις γρενδιές. Από πάνω έριξαν χώμα, απάνω πέτρα, χώμα, πέτρα και από κάτω χωρούσε 60 άτομα αυτό το... Πάλι χτυπάνε οι καμπάνες, άκου τώρα, χτυπάνε καμπάνες, εγώ τι έκανα; Έτρωγα τυρί και ψωμί –είχα, να, τόσο τυρί και μία φέτα ψωμί– και έτρωγα στην πόρτα, στην πόρτα κάθομαν. Με λέει ο αδερφός μου ο Γιάννης – ακόμα δεν είχαν πηγαίνει, δεν είχε φύγει: «Πού κάθεσαι, μωρέ, θα σε δει το αεροπλάνο και θα σε σφυρίξει, θα σε κόψει στη μέση, έμπα μέσα». Μπαίνω μέσα, έφαγα το ψωμί. Την άλλη μέρα όμως μία ξαδέρφη μου άπλωσε ένα παλτό στον φράχτη, πού να ξέρει αυτήν που θα 'ρθει το αεροπλάνο και θα το κάνει σκόνη. Νόμιζε είναι άνθρωπος, και χτυπούσε αυτό το παλτό. Εκείνη την ημέρα έριξαν τα αεροπλάνα εκατοντάδες βόμβες στο Κηπουρειό. Αφού ήθελαν... ένα νοσοκομείο που είχαν οι αντάρτες και ήθελαν να χτυπήσουν το νοσοκομείο. Το νοσοκομείο ήταν μέσα σε μυγδαλιές. Και ήταν τυλιγμένο μέσα, αυτοί πήγαιναν, πηγαίναν έριχναν τις βόμβες και έπεφταν στον μπαχτσέ μέσα. Ο μπαχτσές ήρθε και έγινε ένα βάθος σαν ένα σπίτι μέσα, χάος. Έριξαν, έριξαν, έφυγαν. Την άλλη μέρα, που έριξαν για το παλτό που σε λέγω και τον κότα, χτύπησαν μια κότα που την γκρέμισαν το ένα το πλατούρι εδώ, το 'κοψαν. Κι αυτό το παλτό είχαν το κάνει κόσκινο, νόμιζαν είναι άνθρωπος. Συνάμα τελείωσαν το αμπρί και μας λεν: «Θα μπείτε μέσα στ' αμπρί». Μπαίνουν εξήντα άτομα μες στο αμπρί. Ήταν μία γυναίκα με ένα κόκκινο φόρεμα και αυτήν ήρθε τελευταία. Και το αεροπλάνο τότε έπαιρνε την κλίση από πάνω μας και την πήρε το μάτι κάτω. Μία στροφή, δύο στροφές και ρίχνου[02:30:00]ν μία βόμβα ακριβώς, να σε πω, δέκα μέτρα από κει που ήμασταν εμείς. Και πέφτει ένας κουρνιαχτός μέσα, και εγώ, όπως ήμαν στην άκρη, βρέθηκα στην πόρτα. Πετάχτηκα στη πόρτα, τώρα πώς πετάχθηκα δεν ξέρω, ναι. Από τον βρόντο τον πολύ. Εκεί ήταν ένας πρώτος ξάδερφος της μάνας μ', αυτός είχε κρασιά πολλά, είχε είκοσι πέντε στρέμματα αμπέλια. Θυμάμαι που είπε η θεία μου: «Στέργιο, δικιά μας ήταν αυτή, παν τα κρασιά», γιατί είχαν τα βαρέλια τα μεγάλα. Και λέει αυτός: «Χάνουμε τη ζωή μας και τα κρασιά άστα να παν». Τελειώνουνε, που λες. Έριξαν, έριξαν, έριξαν, αυτό ήταν. Δεν έκαναν τίποτα άλλο, έφυγαν. Είχε πέσει ο ήλιος. Μόλις έπεφτε ο ήλιος, έφευγαν τα αεροπλάνα. Έρχονταν κατά η ώρα 4:00 το απόγευμα και έβαζαν συνέχεια, συνέχεια στο Κηπουρειό. Μετά ύστερα βγαίνουμε μέσα απ' τ' αμπρί όλο σκόνες. Βγήκαμε, κοιτούμε έξω, αυτό τράνταξε τόσο πολύ γιατί ήταν πετρώδες το μέρος, πέτρα, ήταν μάρμαρος και έπεσε, εκείνο το παλτό, δεν φαίνονταν, ήταν από κομμάτι κομμάτι, ναι. Μετά την άλλη μέρα ξαναέρχονται πάλι. Ήρθε η Κυριακή, γλέντι τρικούβερτο, μόλις άκουσαν καμπάνα, γρήγορα στ' αμπριά. Χτύπησε το στρατό, ήρθε μέσα, έβλεπες νέκρα, το στρατό, δεν έβλεπες ψυχή έξω. Έβγαινε από κανένας έξω, από κανένας. Μία μέρα έγινε μάχη, ήμασταν σε ένα σπίτι με πλάκα – μας ήλεγαν οι αντάρτες: «Να πάτε αυτά που έχουν πλάκα πάνω, και να χτυπήσει η οβίδα δεν μπαίνει μέσα, θα εκραγεί απάνω». Πήγαμε εκεί κι ήμασταν σε ένα παράθυρο και βλέπουμε έναν αντάρτη να τρέχει αιμόφυρτος και να πέσει σε έναν δρόμο και να φωνάζει: «Μάνα!» και την αδερφή του, Χρύσα στο όνομα, και εμείς ν' ακούμε τώρα. Εκεί βλέπουμε έναν αξιωματικό, πάει τον σκότωσε, τον σκότωσε. Και αυτό κυλίστηκε το παιδί, 17 χρονών μικρό, κυλίστηκε το παιδί στην κοπριά κάτω. Βλέπουμε, δικοί μας απ' το χωριό πήγανε με μία κουβέρτα, το πήραν και πήγαν και το έθαψαν στην εκκλησία. Εκεί σηκωνόμαστε, φεύγουμε από κει, πάμε στο σπίτι να κοιμηθούμε. Ο αδερφός μου δεν κοιμόταν στο δωμάτιο, κοιμόταν στα ζώα που ταΐζαμε, τα ζώα στα παχνιά, κοιμότανε μπροστά στις αγελάδες και τον έλεγα εγώ: «Γιατί δεν κοιμάσαι στο δωμάτιο;» τον έλεγα εγώ. «Όχι, εμένα με φυλάγουν οι αγελάδες». Και κοιμόταν στις αγελάδες. Τέτοια τυράννια, τέτοια τυράννια. Τ' αυτιά τα κάναμε έτσι, για να ακούν τα αυτιά, τα χτυπούσαμε για να ακούμε, αλλά οι αντάρτες υποστήριζαν πάρα πολύ, πάρα πολύ, πάρα πολύ. Έλεγαν το καθετί, το καθετί. Μετά ερχόταν έλεγαν: «Θα κόψουμε τόσα ζώα, θα δώσουμε τις οικογένειες που δεν έχουν να κάνουν Χριστούγεννα». Έδωναν, ας είχαμε ζώα εμείς, εδώναμε μία προβατίνα, που λέει ο λόγος, εμείς, μία ο άλλος, μαζεύονταν δέκα, τα έκοβαν και τα 'καναν διανομή.
Εγώ θέλω να σας ρωτήσω...
Ακούω.
Όταν ήρθατε εδώ στην Αλεξάνδρεια και όταν έπεσε η Χούντα, πώς αισθανθήκατε; Θυμάστε την ημέρα εκείνη;
Εμείς μόλις ήρθαμε στην Αλεξάνδρεια εδώ, αμέσως οργανωθήκαμε, δεν μείναμε έτσι.
Δεν χάσατε επαφή.
Όχι. Αμέσως κοιτάξαμε τις οργανώσεις, πλησιάσαμε. Η Στεργιανή μπήκε με τα μπούνια μέσα. Δούλευε στο σχολείο πάρα πολύ, γιατί είχε τα βάλει με τον λυκειάρχη. Ο λυκειάρχης την έπαιρνε κάθε μέρα συνέντευξη, την έλεγε για τους αντάρτες πως έκοβαν κεφάλια, πως έκαναν εκείνο, πως έκαναν εκείνο... ναι. Μόλις έβγαιναν στο γυμνάσιο έξω, την καλούσε απάνω το τηλέφωνο, την έλεγε με το μικρόφωνο «η τάδε θα ανεβεί στο γραφείο». Κάθε μέρα γινόταν αυτό. Και εγώ είχα πάει στον αδερφό μου, γιατί ο αδερφός μου, όταν βγήκε από τη φυλακή, ήξερε ράφτης και δούλεψε με έναν άλλον, αυτός παντελονάς και εκείνος –πάλι κρατούμενος κι εκείνος– και εκείνος σακάκια, έκαναν κοστούμια. Και ύστερα βρήκε κάποιον και λέει: «Γιατί, ρε» λέει «η γυναίκα σ' δεν είναι, δεν ξέρει από μηχανή;» «Πώς δεν ξέρει» λέει «δουλεύει σε φόντια». Δούλευε σε τσαγκαράδικο η γυναίκα του. Πήγαινε στη δουλειά, εκεί βρομούσε μέσα δέρματα, πώς κάθονταν η καημένη; Και άνοιξαν επιχείρηση δικιά τους. Πώς; Ήρθε εδώ, με λέει εμένα: «Έχεις πέντε χιλιάδες να με δώσεις, ρε αδερφή;» «Έχω» λέω. «Με δίνεις να πάρω μια μηχανή;» «Και δυο να πάρεις» λέω. Τον δίνω, παίρνει μία μηχανή μεγάλη και βάζουν μπρος στο φασόν, έπαιρναν από κάποιον, έπαιρναν ρούχα, έραφταν και έραφταν από το πρωί μέχρι το βράδυ. Μετά η αστυνομία έστειλε κάποιον εκεί πέρα, έστειλε κάποιον να παρακολουθάει μέσα, χωρίς να ξέρουν ποιος ήταν. Πήγαινε κάθε μέρα. «Ήρθα, κυρ-Γιάννη, να πιούμε έναν καφέ». Τον έκαναν καφέ, ε τίποτα, συζητούσαν απλά πράγματα, αυτός κοιτούσε τώρα τι γίνεται έναν χρόνο. Έναν χρόνο δεν τον πήραν είδηση και πάει στην αστυνομία και λέει πως: «Προς Θεού, παιδιά» λέει «έναν χρόνο έχω, τα παιδιά από το πρωί πιάνουν δουλειά» λέει «και φεύγουν το βράδυ, νύχτα, δεν κάνουν άλλο τίποτα» λέει. «Εγώ δεν βλέπω τίποτα να κάνουν τα παιδιά, γιατί να τα φυλάγουμε τα παιδιά; Δεν μπορώ» λέει «κουράστηκα». Και πήγε στον Γιάννη στον αδερφό μου και λέει: «Γιάννη, να σε κάνω έναν τεμενά;» λέει. «Είσαι άξιο παιδί, αυτό και αυτό» λέει. «Έναν χρόνο μ' έβαλε η αστυνομία να σε παρακολουθώ και τη γυναίκα σου. Αφού δεν βλέπω τίποτα» λέει. «Κι εσένα και της γυναίκας σου. Και πήγα τους είπα "αυτό και αυτό, εγώ φεύγω" λέει "κουράστηκα"». Αυτά έφτιαχναν. Και μετά ύστερα που ήρθαμε εδώ, ξανοίχκαμε. Η Στεργιανή έρχεται στον αδερφό μου. Με πήρε τηλέφωνο, με λέει: «Αυτό κι αυτό συμβαίνει, Κούλα, έχουμε δουλειά. Εσύ έρχεσαι στο ταμείο, έλα να με βοηθήσεις». Το Σάββατο εγώ βλέπω τη Στεργιανή, έρχεται. Λέω: «Γιάννη, η Στεργιανή έρχεται». «Γιατί έρχεται η Στεργιανή;». Έρχεται η Στεργιανή. «Θείε» λέει «αυτό κι αυτό. Μαλώνω» λέει «με τον λυκειάρχη». «Γιατί, κορίτσι μου;». «Κάθε μέρα» λέει «με παίρνει αυτό... στο μικρόφωνο, τα παιδιά όλα κάνουν διάλειμμα και εγώ» λέει «είμαι μέσα στο... Εμένα, πίσω» λέει «λέει όλο για τους αντάρτες, "έκοβαν κεφάλια με κονσερβοκούτια", όλο, "κι εσείς αγωνίζεστε, τι θα καταλάβετε;" Κι "αυτοί δεν ήταν αγωνισταί, αυτοί πήγαιναν για να εκμεταλλευτούν τον κόσμο", πολλά». «Κι εσύ τι τον απαντάς, κορίτσι μου;» «Αυτά που ξέρω τον απαντώ. Εγώ τον λέγω ότι εγώ αυτήν είμαι, δεν αλλάζω». Πήγαινε και έδωνε τριάντα Οδηγηταί.
Πώς;
Οδηγηταί. Τριάντα, μέσα, όλα τα κορίτσια. Τα κορίτσια τα είχα όλα μέσα στο σπίτι, έρχονταν και έπιναν καφέ. Δεν έκαναν, δεν έκαναν κακό, καλό έκαναν. Γιατί να πηγαίνουν τα παιδιά να μπλεχτούν με ναρκωτικά; Αυτό δεν ήταν καλό που έκαναν; Για ποιο λόγο; Εκεί που θα τα 'στελναν, δεν μου λες, καλύτερα ήταν; Εδώ κι εκεί; Και μετά έρχομαι το Σάββατο, έρχομαι το Σάββατο – πήγαιναν και το απόγευμα σχολείο. Πάω στο σχολείο, με περίμεναν οι κοπέλες όλες εκεί. «Ήρθε η κυρα-Κούλα, ήρθε η κυρα-Κούλα». Αυτός είχε τα χέρια έτσι εδώ κι έκανε βόλτες. Λέω: «Ποιος είναι;» «Αυτός». Πάω. «Καλησπέρα». «Καλησπέρα, εσείς είστε ο Καρνασήλιος;» λέω. Έτσι, όχι κύριος, άσ' το κύριος, πάει. «Εγώ είμαι». Λέω: «Να σε χαρεί η μάνα σου που σε έκανε» τον λέω.
Έτσι τον είπατε;[02:40:00]
«Γιατί μιλάς έτσι;» «Γιατί η κάθε μάνα που θα βγάλει τέτοια παιδιά» λέω «καλύτερα να τα σφίχνει εκείνη την ώρα» λέω. «Να τα τελειώνει, παρά να τα βγάλει στη κοινωνία». «Εσύ θα με πεις εμένα;» «Ναι» τον λέω. «Εγώ μεγάλωσα ένα κορίτσι» λέω «με χίλια δυο βάσανα» τον λέω «και τυράννιες και τα αφήνω μοναχά τα παιδιά μου» λέω «κι εγώ δουλεύω σαν σκλάβα με τον άντρα μου» λέω «για να τα μεγαλώσω και αύριο να τα βγάλω στην κοινωνία. Και εσύ με καλείς το... Με ποιο δικαίωμα το καλείς το κορίτσι μου» λέω «στο γραφείο σου; Τι το θες το κορίτσι μου; Για ποιο λόγο;» λέω. «Τι έχεις εσύ με το κορίτσι;» λέω. Και μ' αρχίζει να με λέει, που λες, κάτι χαζά. Τον λέω: «Καλά τον έκαναν τον μπαμπά σ' και τον έκοψαν» λέω «με το μαχαίρι, γιατί θα ήταν κι αυτός σαν και σένα. Εγώ» λέω «οι γονείς μ' δεν ήταν τέτοιοι» λέω «ούτε πατέρας μ' ούτε η μάνα μ'. Γλίτωναν κόσμο, όχι να σκοτώσουν κόσμο, κι ούτε εγώ κι ούτε ο άνδρας μου. Ο άνδρας μου είναι οικοδόμος και έβγα να ρωτήξεις πώς έχει τους εργάτες αυτός ο οικοδόμος» λέω «και πώς τους πληρώνει και πώς τους κοιτάει τους εργάτες, δεν είναι σκυλί σαν κι εσένα» τον λέω «για να κάνετε αυτά τα πράγματα στο σχολείο». Πολλά τον είπα, τα κορίτσια έπιαναν τα αυτιά, σου λέει, τι λέει τώρα η Κούλα. Εγώ είχα πάρει... αυτό. Έφυγα. Έφυγα, πήγα στο σπίτι, ήρθε η Στεργιανή: «Ρε μαμά, που τα 'χεις γραμμένα;» «Τα είχα» λέω «γιατί από μέσα βγαίνουν». Αλλά αυτός ύστερα δεν έμεινε έτσι. Δεν πέρασε τη Στεργιανή, δεν την πέρασε. Το Κόμμα μετά ενδιαφέρθηκε. Πρέπει να φύγει η Στεργιανή έξω, να τη στείλουμε στη Ρωσία να σπουδάσει. Και μετά έβγαλε βαθμό καλό, 18 και. «Θα φύγεις». 18 χρονών τώρα η Στεργιανή.
Και έφυγε;
Έφυγε. Και δεν είναι αυτό, ρε κορίτσι μου. Να με καλούν στο δημοτικό –έρχονταν από τη Βέροια αυτός, πες τον... που έρχεται στα σχολεία, πώς τον λεν, δεν τον θυμάμαι κιόλας– να με καλούν για τα κορίτσια μου να με λένε τα καλύτερα για μαθήτριες. Τι βιβλία διαβάζουν να με ρωτάνε, τι αυτά να τους λέγω, τι εφημερίδες, τι αυτά, οτιδήποτε βιβλίο θα διαβάσουν. Και εκεί που τρων, με το βιβλίο είναι. Και εκεί που κοιμούνται, με το βιβλίο. Και μια φορά με ρώτηξε αυτός που είχα απ' τη Βέροια, λέει: «Τι δουλειά κάνετε;» Λέω: «Καπνοεργάτρια εγώ, και ο άνδρας μου οικοδόμος». Γυρίζει αυτός και λέει στους δασκάλους: «Μετά λέμε, τι λέμε; Θέλει να το 'χει ο άνθρωπος. Βλέπεις ένας οικοδόμος και μια καπνοεργάτρια, χωρίς να είναι στο σπίτι, σε λέει ότι έρχεται από τη δουλειά και βλέπει τα παιδιά της διαβασμένα και οι τσάντες είναι στην άκρη. Αυτό» λέει «πού γίνεται; Ούτε στη μάνα που είναι στο σπίτι ούτε ο πατέρας γίνεται». Και είχα τα βραβεία εκεί στο Γυμνάσια που πήγαιναν. Πάντα ήμαν χαρούμενη με τους ελέγχους κι εσύ έρχεσαι να με κάνεις αυτό το πράγμα; Μετά έφυγε η Στεργιανή, πήγε στο Λένινγκραντ σπούδασε και πήγαν στο σχολείο. Και τον λέει ένα παιδί: «Κύριε λυκειάρχα, εκείνη η Στέλλα» λέει «τι έγινε, πέρασε πουθενά;» Αφού ήξεραν αυτοί ότι έφυγε. «Θα περάσει; Από μένα θα περάσει αυτή; Ουδέποτε δεν θα περάσει αυτή πουθενά». «Δεν είναι πουθενά, αυτή είναι στο Λένινγκραντ τώρα». Έμεινε σαν το σκατό μετά. Κακό. Έμεινε άφωνος, γιατί έπρεπε να το ακούσει, όχι τέτοια πράγματα. Και πέρασε. Μετά ήμαν στο καπνομάγαζο. Εκεί να 'βλεπες τι γινόταν, με είχαν του κλώτσου και του μπάτσου. Κουμούνα απάν, Κουμούνα κάτω. Δεν με ένοιαζε. Πότε μια μέρα τους λέγω: «Κομμούνα να με πουν, φασίστρια να μη με πουν, αυτό είναι το κακό. Κομμουνιστής» λέω έναν «ήταν κι ο Χρηστός και πάλευε με τα πέδιλα, αλλά ο φασίστας δεν παλεύει με τα πέδιλα, παλεύει με τα κουστούμια». «Πω πω» λέει «πολύ διαβασμένη».
Θέλω να μου πείτε όταν έπεσε η Χούντα, τι νιώσατε, τι θυμάστε εκείνη τη μέρα; Αυτό.
Όταν έπεσε η Χούντα.
Αυτό θέλω.
Χαρές και πανηγύρια. Αλλά όμως θυμάμαι τα άσχημα πράγματα που έκανε η Χούντα και δεν θα ζήσουμε ποτέ, ποτέ. Και το βράδυ που κοιμάμαι στον ύπνο, φέρνω την ιστορία όλη στο μυαλό μου και λέγω: «Γιατί τόσος κόσμος να χαθεί; Γιατί;» Πήγαν να πολεμήσουν στο Βίτσι και στον Γράμμο, ήταν τρεις μήνες, ενενήντα μέρες, νύχτα μέρα τα αεροπλάνα, που απαγορεύονται τα αεροπλάνα τη νύχτα να βομβαρδίζουν, και στον Γράμμο και στο Βίτσι βομβάρδιζαν νύχτα. Πόσος κόσμος σκοτώθηκε; Γράφτηκε πουθενά; Όχι, πουθενά. Φωτογράφιζαν πουθενά; Όχι. Γι' αυτό λέμε ότι η ιστορία είναι ανάποδα. Ναι. Κι έλεγαν κάποιον στην τηλεόραση ότι δε διάβασες ιστορία; Και λέω εγώ, απαντώ από δω: «Ποια ιστορία, ρε;» Που πήγα μια φορά να κάνω τον Γιώργο και πήρα το ιστορικό βιβλίο και βρήκα την ιστορία που είχατε στο γυμνάσιο και λέω: «Γιώργο, αυτή σ' αρέσει αυτή η ιστορία;» «Ναι, γιαγιά». «Αυτή είναι η ιστορία, παιδί μου;» Δεν τη γράφουν, γιατί δεν μπορούν να τη γράψουν. Δεν μπορούν να τη γράψουν, γιατί αν γράψουν, θα γράψουν ανάποδα. Δεν πρόκειται να γράψουν ιστορία. Η ιστορία μόνο είναι γραμμένη μέσα στο Κόμμα, αυτήν είναι η ιστορία. Πώς πήγε ο Μίκης Θεοδωράκης όταν πνίχτηκαν τα βιβλία στην Αθήνα, στον Κηφισό; Τι είπε; «Καθίστε, να μη χαθούν αυτά τα βιβλία, γιατί αυτά τα βιβλία έχουν τη μεγαλύτερη ιστορία». Ας βγάλουν και αυτοί ιστορία, ποια ιστορία θα γράψουν; Έχει η Νέα Δημοκρατία ιστορία; Πού έκανε αγώνες; Δεν μας είπαν. Έχει το ΠΑΣΟΚ; Πότε; Να μην βάλω τον ΣΥΡΙΖΑ, ας το αφήσω. Αλλά ας βάλω το ΠΑΣΟΚ. Κάθομαι τώρα κι ακούω το ζήτημα της Τουρκίας. Γιατί, η Ρωσία πού ήταν; Δεν μας έσωσε απ' τους Τούρκους το '21; Ποιοι ήρθαν και μας γλίτωσαν, οι Αμερικάνοι ή οι Άγγλοι; Για αυτό είναι πολλά τα πράματα. Και τώρα μόλις ενδιαφέρθηκε η Ρωσία για να 'ρθει, όλοι ακαμπώθηκαν εδώ, «γιατί και πώς θα 'ρθει και τι θα πει;» Τι θα πει; Θα φέρει τον χάρτη. Αφού είναι γραμμένα μέσα στον χάρτη. Πόσα μίλια έχουμε, κι αυτοί λένε 6 και λεν 7 και λεν 8. Πες την αλήθεια στον κόσμο, που δεν ξέρετε πού βρίσκεστε. Και κάηκαν τα χαρτιά στη Ρωσία όταν έγινε πόλεμος, έγινε καταστροφή μεγάλη. Πού τα 'χαν αυτοί; Η Ρωσία έχει το σπόρο, σπόρο, και τα 'χει καταχωνιασμένα τέτοια βάζα, να μη γένει πυρηνικός πόλεμος, να έχουν σπόρο, ναι.
Πολύ ενδιαφέρον όλο αυτό που λέτε, κ. Βασιλική.
Αυτά δεν τα δείχνουν, τα 'χουν καλυμμένα.
Θέλετε να πείτε κάτι και να κλείσουμε;
Λοιπόν, τι να σε πω άλλο, κορίτσι μου. Αυτήν ήταν η ζωή μου. Πόνεσα πολύ, έτρεξα πολύ, αγωνίστηκα πολύ. Στη δουλειά που δούλευα έκ[02:50:00]ανα αγώνες, ο κόσμος με ψήφιζε, έβγαινα, αλλά δεν κάθομαν, η γλώσσα έπαιζε. Μια φορά, θυμάμαι, ήρθε η Στέλλα, την πήγαμε να δουλέψει κι αυτό έστω και δεκαπέντε μέρες. Πήγαμε στη ζάχαρη. Πήγαμε εκεί πέρα, μπήκε μέσα η Στέλλα, εγώ στέκομαν. Λέει: «Τι θέλετε;» Λέει: «Ήρθα να γραφτώ, έστω και δεκαπέντε μεροκάματα να κάνω». «Σε ποια κλαδική είστε;» λέει. Στη ζάχαρη. Λέει η Στεργιανή... «Σε ποια κλαδική». «Τι κλαδική;» τον λέει. Παίρνει τη κόλλα και τον κάνει έτσι, τη πετάει στα μούτρα του. «Σε αυτή την κλαδική είμαι» λέει. Θα τον έλεγε σε ποια κλαδική, σε ποιο κόμμα είναι. Στο διάολο από κει, χαμένε άνθρωπε. Πας και λες τι; Ήρθε με λέει: «Μαμά, δεν μας παίρνουν, δεν με παίρνετε εμένα στα καπνά; Έστω δέκα, δεκαπέντε μέρες και να βγάλω λίγα λεφτά και να φύγω». Μια φορά το χρόνο ερχόταν. Πήγα έπιασα δουλειά. «Γιατί δεν πάω μέσα στο γραφείο να πω τον διευθυντή τον ίδιο;» Σηκώνομαι, βγάζω την μπλούζα από πάνω, με βλέπουν εκεί, «πού πηγαίνει αυτή» σε λέει «άφησε τη δουλειά και φεύγει;» Πάω, κάθονταν όλοι γύρω. Ήταν ένας Γερμανός και άλλοι όλοι άρχοντες, ήταν απόγευμα: «Καλησπέρα». «Καλώς την Κουμούνα». Λέω: «Ευχαριστώ πολύ». «Τι θέλετε, Παύλου;» λέει ο διευθυντής. Λέγω: «Ήρθα κάτι να ζητήξω από σας». «Άμα μπορώ θα το κάνω» λέει. «Έχω μία κόρη που σπουδάζει στη Ρωσία». Βάλε τώρα. «Πού» λέει «στη Ρωσία;» «Στο Λένινγκραντ». «Στο Λενινγκραντ;» όλοι σήκωσαν τον κώλο τους. Όχι, λέω, θα σας αφήσω. Λέει: «Πώς πήγε;» «Πήγε, ήταν καλή μαθήτρια και εδώ δε τους άρεζε στην Ελλάδα για να την έχουν» λέω «στο πανεπιστήμιο, την έστειλαν εκεί». Εν πάση περιπτώσει... «Πώς λέγεται;» «Παύλου Στέλλα». Γράφτει, διευθυντής, όχι στην κόλλα, το ντοσιέ. Με λέει: «Κοίτα, αύριο μαζί σου η κόρη σου θα 'ρθει». Δεν το ξεχνώ εγώ αυτό. Την άλλη φορά που ήταν Γερμανός διευθυντής, πήγα και τον ζήτηξα να πάω Πολωνία στον αδερφό μου με άδεια. Και με λέει: «Πόσα χρόνια έχεις να τον δεις;» Λέω: «Είκοσι πέντε». Με λέει: «Αύριο φύγε, πήγαινε, και όταν θα 'ρθεις θα πιάσεις δουλειά». Οι ξένοι. Κι εμείς εδώ, τα καρτάλια, οι μοίρες κι αυτές όλες έτρωγαν τον κόσμο. Εν πάση περιπτώσει, έρχομαι στο σπίτι, λέω τη Στεργιανή: «Ετοιμάσου, αύριο θα 'ρθεις στη δουλειά». «Ναι, μαμά;». Εκείνον τον καιρό, κάτι έπαθα μέσα στο εργοστάσιο, μ' έπιασε η καρδιά, μ' έπιασε η καρδιά, δεν μπορούσα, με πήγαιναν από εδώ εκεί, απ' τη μία μεριά στην άλλη. Λέω την Πατούλα, αυτήν: «Πατούλα, εγώ δεν θέλω δουλειά, εγώ θέλω γιατρό, δεν μπορώ αυτή την ώρα, η καρδιά μ' πάει να σκάσει, άμα θα μείνω, θα πάθω κάτι». Τίποτα, δεν με πήρε κανένας στο αυτοκίνητο να με πάει στο κέντρο υγείας, όλα τα γαϊδούρια. Το 'γραψα όμως. Πηγαίνω στο γραφείο, κάθομαι απέξω, βγαίνει αυτήν η Ρωσίδα που σου λέω – Ελληνίδα ήταν το κορίτσι. Μου λέει: «Τι θες, Κούλα, τι έπαθες;». Λέω: «Αυτό κι αυτό, Κατίνα, δεν μπορώ, άσχημα την έχω». Λέει: «Θα πω την Αγάπη». Πηγαίνει μες στην κουζίνα, λέει: «Η Κούλα δεν μπορεί, έτσι κι έτσι». «Καλά» λέει η Αγάπη «τόσα αυτοκίνητα είναι, ένας δεν μπορεί να την πάρει και να την πηγαίνει στο Κέντρο Υγείας;» Κανένας. Παίρνει τηλέφωνο στο σπίτι, σηκώνεται το παιδί απ' τον ύπνο, ήμαν πρωινή. «Αλέκο» λέει «με τις πυτζάμες έλα γρήγορα, η Κούλα αυτό κι αυτό». Ήρθε το παιδί, με πήρε, με πήγε στο Κέντρο Υγείας, εκείνη την ώρα τελείωνε το ωράριο ο γιατρός ο καρδιολόγος, πώς το λέγαν αυτόν... Ευθυμιάδης, ναι. Τελείωνε και έφευγε. Μου λέει: «Παύλου;» Λέω: «Γιατρέ, δεν μπορώ». «Έλα, ξάπλωσε». Ξαπλώνω, λέει: «Τι κάνεις, πήγες στη δουλειά με τέτοια καρδιά; Δεκαπέντε μέρες άδεια». Λέω: «Όχι δεκαπέντε μέρες γιατρέ, βάλε εφτά». Λέει: «Είσαι χαζή» με λέει «θα πεθάνεις όρθια μέσα στο εργοστάσιο;». Εκεί σηκώνομαι, φεύγω. Φεύγω πάω στο σπίτι, ξαπλώνω. Περνούν οι εφτά μέρες, αλλά καταλάβαινα ότι δεν μπορούσα. Δεν είχα δύναμη να μιλήσω. Όταν μιλούσα, με κόβονταν η αναπνοή. Και ύστερα με εμπόδιζαν και τα καπνά πολύ, φαίνονταν ότι ήταν απ' τα καπνά και ήταν κι απ' τον Γιώργη. Ο Γιώργης ο άντρας μου κάπνιζε τρία πακέτα, βάλε εδώ μέσα τι γινόταν, από κει έφευγα, έρχομαν σε άλλο καπνιστήριο. Σηκώθηκα, λέγω, για σιγά... Α, όταν πήραμε τηλέφωνο και ζήτησαν στο Κέντρο Υγείας να μας στείλουν ασθενοφόρο και ήταν μία από το Μοναχίτι και η άλλη ήταν... άλλη πάλι, πάλι από το Μοναχίτι είναι ο πατέρας της, η μάνα της δεν ξέρω από πού είναι, και ήταν στο γραφείο αυτές και με κλείνουν το τηλέφωνο. Είπαν οι γυναίκες ότι «έχουμε κάποια γυναίκα που είναι άσχημα και «αν είναι ασθενοφόρο, στείλτε το» και αυτές κλείνουν το τηλέφωνο. Εκείνο με το 'παν εμένα η Κατίνα ότι μας έκαψε τον εγκέφαλο. Ε μετά με πήγαν, όλα καλά. Εγώ το είχα μέσα όμως, ποιες ήταν που μας έκλεισαν το τηλέφωνο; Πηγαίνω να ζητήσω ένα χαρτί, πήγα να πάρω το χαρτί, πηγαίνω κατευθείαν στον διευθυντή στο Κέντρο Υγείας. Πάω μέσα. «Χαίρεται». «Χαίρεται». Λέω: «Έχω ένα παράπονο κ. διευθυντά, είμαι καπνοεργάτρια, έπαθα καρδιά και πήραμε τηλέφωνο εδώ, δεν μ' έπαιρνε κανένας να με φέρει, όλοι έκαναν την κορόιδα» τον είπα κατευθείαν «αυτοκίνητα εκατό, κανένας δεν κουνήθηκε από κει, και πήραμε τηλέφωνο εδώ και μας έκοψαν το τηλέφωνο», «Τι;» είπε αυτός. «Μας έκοψαν το τηλέφωνο» λέω. «Ποιες ήταν;» λέει. Τις καλεί και τις δυο. Και τις έκανε με τα κρεμμυδάκια. «Αν τόσο μάθω ακόμα απ' αυτήν τη γυναίκα, άλλη γυναίκα να είναι, αλλά αυτήν η γυναίκα που ήρθε και με τα 'πε σήμερα, αν γίνει κάτι τέτοιο, να ξέρετε ότι δεν ακούω κανέναν, θα πάτε στα σπίτια σας». Ήρθαν και γίνηκαν έτσι αυτές και οι δυο, παντζάρι. Φεύγω από κει, πηγαίνω στο εργοστάσιο να δώσω τα χαρτιά μέσα, μπαίνω μέσα, αυτός που με έλεγε «κομμούνα», ο επιστάτης: «Τι έγινε, κουμμούνα; Τον πάτησες τον χάρο;» «Μόνο τον πάτησα;» λέω. «Στον λαιμό τον πάτησα». Και μετά από κει ύστερα, βάλαμε υποψηφιότητα.
Βάλατε υποψηφιότητα;
Σωματείου. Βάνω υποψηφιότητα. Εκεί πάλι, να έρχονται να με πάρουν από τη δουλειά που ήμαν με κόσμο και να με βάλουν στην άκρη μόνη μου, ούτε να έχω κάποιον να μ' αλλάξει να πάνω προς νερού μου, με συγχωρείτε, τίποτα.
Σας είχαν περιθωριοποιημένη δηλαδή.
Ναι. Δούλευα, δεν με ένοιαζε, μια χαρά ήμαν. Μια μέρα όταν βλέπω, έρχεται αυτός, που σε λέγω τώρα, έρχεται κι ακόμας ένας, ο Νίκος ο Κεφάλας, δεν ξέρω αν τον ξέρεις, ναι, και άρχισαν να κοροϊδεύουν εμένα αυτοί. «Τι θα κάνεις και πώς θα 'ρθεις τη Δευτέρα άμα δεν βγεις». Εγώ δεν μιλούσα. «Σ' είδανε, πηγαίνεις με ψηφοδέλτια στα σπίτια». Τίποτα, σημασία εγώ. Ως πότε με φούσκωσαν, με φούσκωναν... Α, λέει: «Τη Δευτέρα θ[03:00:00]α πάρουμε ένα μπουκάλι ουίσκι, θα καθίσουμε απέναντί σου και θα λέμε εις υγείαν το κορόιδο». Λέω: «Αυτό το μπουκάλι θα σας βγει άλλο μπουκάλι, απ' την Κούλα, που θα καίτε και δε θα φτάνετε». Λέει: «Γιατί;» «Θα πάρετε φωτιά» λέω. «Εγώ» λέω «έχω κόσμο που θα με ψηφίσουν» λέω. «Εσείς δεν αφήσατε γυναίκα για γυναίκα, εγώ τα βλέπω, πάτε τις γυναίκες και τις λέτε να ψηφίσουν τη Μήρου και να ψηφίσουν τον συνδυασμό εκείνον. Θα δείτε πως θα βγω».
Και βγήκατε;
Γίνονται οι εκλογές. Πάμε, γίνεται ο ψήφος κι αρχίζουν να μετρούν. Παίρνω ενενήντα πέντε ψήφους, δεν περίμεναν αυτοί με κανέναν τρόπο. Έφυγα, πάω στη δουλειά. Τώρα πώς να 'ρθουν για; Έρχονται εκεί: «Να, εμείς...» «Φύγετε ρε από δω» λέω «όλη νύχτα ετρεχέτε από σπίτι σε σπίτι, νομίζετε δεν έχουμε εμείς κόσμο, δεν ξέρουν τα δικά μας τα σκυλάκια, πιο έξυπνα είναι τα δικά σας απ' τα δικά μας; Τα ξέρουμε αυτά, αλλά δεν θέλετε να βγούμε εμείς, γιατί θέλουμε απ' τους εργάτες να είναι εργάτες». Μπαίνω, που λες, στο σωματείο, δεν είχαμε ποδιές. Νερό, μια μέρα σήκωσε κάποια γυναίκα με το ποτήρι και είδαμε σκουλήκια μέσα στο νερό. Αλλιώς πίναμε, δεν ήξεραμε, εβαλάμε τώρα στο κύπελλο, δεν έδειχνε, ενώ στο ποτήρι έδειξε. Λέει αυτή, Πόντια ήταν: «Ω να χέζου, τι είναι αυτό; Το νερό έχει σκουλήκια». «Τι;» «Σκουλήκια». Γεμίζουμε, πάλι αυτά, πααίναν απάν. Τα γράφουμε όλα. Τον επόπτη εργασίας. Τα στέλνουμε στη Βέροια, τα στέλνουμε στη Βέροια, χωρίς να ξέρει το Συμβούλιο το μισό. Ένα απόγευμα ήμουν εγώ από το συμβούλιο μέσα, δούλευα, ήρθε ο επόπτης, έρχεται ο επόπτης: «Θέλουμε με κάποιον να είναι από το συμβούλιο». «Είμαι εγώ» λέω. «Τι παράπονα έχετε; Μας ήρθαν τα χαρτιά σας» και ξέρω 'γω. Ένας επιστάτης εκεί, ο άλλος εδώ, δύο επιστάτες και να με κοιτούν. Λέγω: «Πρώτον» εγώ φωνάζω τώρα «τουαλέτες έχουμε καθιστές δεν έχουμε με λεκάνη, δεύτερον το νερό έχει σκουλήκια, τρίτον δεν έχουμε μάσκες, τέταρτον δεν έχουμε ποδιές» άκου τώρα «και πέμπτον, γάλα να πίνουμε», είχαμε το δικαίωμα. Τα γράφουν όλα, πηγαίνουν μέσα. Τους λένε: «Αύριο τουαλέτες και νερό οπωσδήποτε. Δεν θα 'ρθει άλλο χαρτί από το συμβούλιο». Για πότε έγιναν, κορίτσι μου, ήρθαν και ρόμπες, ήρθαν και μάσκες, ήρθε και το γάλα, ήρθαν όλα. Εντάξει μέχρι εκεί. Γίνεται συμβούλιο, πάμε, σηκώθηκα εγώ να μιλήσω, τώρα θα ήταν εκατόν πενήντα άτομα και να με χειροκροτούν. Εγώ μίλησα για τα αιτήματά μας, ρε παιδί μου. Από δω ύστερα τι έγινε; Στα Σέρρας είχαν έναν Πρόεδρο τα καπνά είκοσι πέντε χρόνια, το τέρας απάνω που τυραννούσε όλους τους εργαζόμενους. Αυτός ήταν το κύκλωμα που δεν έδωναν αυξήσεις, που δεν έδωναν αυτά που έπρεπε να δώσουν. «Θα γίνουν εκλογές, θα πάμε;» «Θα πάμε». Πηγαίνουμε, εγώ η Αριστέα και ο αυτός... ο Γιώργος –πώς τον έλεγαν;– ο Κυνηγόπουλος, και η άλλη παρτίδα ήταν από τις άλλες, Μήρου, Πανταζοπούλου και ο Φάνης από τα Γιαννιτσά. Αυτοί είχαν αυτοκίνητο και δεν μας έπαιρναν εμάς, εμείς με το τρένο. Δεν πειράζει, φτωχοί συγγενείς. Πάμε, που λες, τις βλέπουμε, είχαν ξενοδοχείο Α. Εμάς μας είχαν ξενοδοχείο τελευταίο. Παίρνει μια σκάλα στενή, δεν θα ξεχάσω, ένα δωμάτιο τίποτα, νεκρό, ούτε καφέ ούτε τίποτα. Αυτές είχαν και καφέ κάτω, είχανε αυτά. Την άλλη μέρα έπρεπε να πάμε στη συνέλευση, στο συνέδριο, βλέπουμε αυτές χτενισμένες, τα μαλλιά. Εμείς πήγαμε έτσι. Απ' την Κοζάνη ήταν κι εγώ δεν ξέρω πόσες γυναίκες, αυτές ήταν καπνεργάτες στην Θεσσαλονίκη, ήταν απ' τη Λάρισα, από παντού. Μαζευόμαστε στο... μέσα στην αίθουσα, όταν βλέπουμε τις δικές μας, πήγαν και αντάμωσαν τα κορίτσια του Χρυσαφίδη, του Πρόεδρου, εκείνες ήταν μαργαριτάρια, με μπιχλιμπίδια εδώ, δαχτυλίδια, όλα δώρα από τον Χρυσαφίδη. Άρχισε ο Χρυσαφίδης να μιλάει, να πιάνει το μικρόφωνο, να τσιρίζει, να φωνάζει, να γίνεται χαμός μέσα. Τελείωσε κάποια στιγμή και σηκώνονται οι γυναίκες από την Κοζάνη. Και σαν αρχίζουν... Πρώτα τον είπαν φίδι, μετά τον είπαν λιοντάρι, «τώρα καίγεσαι μες στο κλουβί και θα σε κάψει η φωτιά και πώς θα βγεις δεν ξέρεις από μέσα εκεί». Έπρεπε να γίνει ο ψήφος, να δούμε θα βγει ή δεν θα βγει. Κι αυτές όμως μπροστά που έχεις είναι τα κορίτσια σου, γιατί χωρίς αυτές δεν μπορείτε να ζήσετε, προδίδουν τους εργάτες, είναι κατά για τους εργάτες και είναι στα αφεντικά, για αυτό ήρθαν και σήμερα με τα χρυσαφικά που τα έχουν δώρο από τον κύριο Χρυσαφίδη. Και χωνεύει ένα «ουουου» μέσα και γίνεται χαμός. Έγινε ο ψήφος, τον πετάξαμε μια κι έξω τον Χρυσαφίδη και γίνεται ένα γλέντι τρικούβερτο. Πήγαμε το βράδυ, δυο βράδια κοιμηθήκαμε. Κοιμηθήκαμε και το πρωί αυτές έφυγαν κι εμείς πήγαμε, γιορτάσαμε τη γιορτή που έπεσε ένας εργάτης στη Θεσσαλονίκη, με τα καπνά τότε, κάναμε τη γιορτή και φύγαμε τελευταίο με το... και ήρθαμε εδώ, ναι. Πηγαινάμε όπου να πηγαίναμε που είχαμε δουλειά, αυτές να παν να φαν τα καλύτερα φαγητά. Και λέω μια μέρα: «Γιατί, καλέ, είστε νηστικές; Αυτά τα λεφτά είναι από τους εργαζόμενους που τρώτε σήμερα και με παίρνετε μοσχαρίσια και με παίρνετε ψητά και με παίρνετε...» Πάμε να φάμε ένα βράδυ έξω –είχαν καλεσμένο έναν εργατοπατέρα απ' τη Θεσσαλονίκη, είχε 'ρθει– και όταν βλέπουμε σούβλα, ψητό, κοκορέτσι, λέω την Αριστέα: «Τι γίνεται, Αριστέα;» «Δεν ξέρω» λέει «εγώ θα φύγω, δεν μπορώ να κάτσω. Άμα θα περάσει ένας καπνεργάτης, θα πει "Καλά, αυτές τις έβγαλαμε για να τρων πλούσια κι εμείς μας τρώει μέσα η τυράννια και πληρώνουμε;"». Και μαζευόμαστε. Γίνεται ένα πατιρντί, τα είπα εγώ όλα, το συμβούλιο τι κάνει. Λέω: «Αυτό δεν μ' αρέσει, γιατί αυτά τα λεφτά είναι από τον εργαζόμενο, όπου πάμε να τρώμε σούβλες και να τρώμε αυτά, αυτά είναι λεπτά πολλά, δεν είναι λίγα». Άρχισε ο κόσμος να φωνάζει και βγήκα δύο φορές στο συμβούλιο, η αλήθεια αυτή είναι, με αγαπούσαν ο κόσμος, αλλά τσακώνομαν πολύ. Τσακώνομαν δίκαια, όχι άδικα, με παραδέχονταν. Μ' έβαλαν και επιστάτρια να δουν τι θα κάνω. Το πρώτο που έκανα, με λεν: «Θα μπεις επιστάτρια». Λέω: «Ακούτε να σας πω ένα πράμα, εγώ στο γραφείο δεν έρχομαι, γιατί για να 'ρθω στο γραφείο και να κάτσω στην καρέκλα στο γραφείο, θέλει να πω για κανέναν εργάτη, θέλει να προδώσω για κάποιον.[03:10:00] Εγώ αυτό βγάλτε το από το μυαλό σας, γραφείο δεν έχει. Εγώ στη δουλειά μου θα είμαι άξια, αλλά στο γραφείο ποτέ, ούτε στο παγκάκι να καθίσω μ' εσάς. Δεν με κάνατε τίποτα, αλλά δεν θέλω, θα νιώθω υποχρεωμένη». Κοίταζαν πώς είναι. «Κοίτα πώς είναι». «Εγώ έτσι έμαθα κι έτσι μιλώ». Αλλά με φοβόταν πολύ. Μετά ύστερα κατεβήκαμε σε απεργία, τότε την έσπασαν δικές μας την απεργία, το ΚΚΕ. Θυμώσαμε πάρα πολύ κι οι εργάτες όλοι θύμωσαν, η αλήθεια αυτήν είναι. Τους είπαμε πάρα πολλές φορές, δεν άκουσαν με κανέναν τρόπο και μπήκαν, κι ακόμα κι αν μιλώ... δεν θέλω να μιλήσω, όχι, δεν μ' αρέσει, δεν μ' αρέσει. Τη στιγμή που πάω, και με λέει ότι εγώ... –κι ήμασταν και οι δυο επιστάτριες, εγώ έπαιρνα όσο έπαιρνε μια εργάτρια– κι εσύ με λες ότι έφερνες φάκελο άλλο, εγώ τι να κάνω; Να σε πω καλημέρα; Και να σε λέει ο επιστάτης: «Μην τ' ανοίγεις μέσα στη δουλειά, θα τ' άνοίξ' στο σπίτι τον φάκελό σου». Και μια άλλη πάλι που δουλεύαμε μαζί, Πόντια, έπαιζε τον ρόλο της. Πήγαμε να πληρωθούμε και πήραμε τα φάκελα, κοιτώ εγώ τα φάκελα, κοιτώ κι αυτήν το φάκελο. Λέω: «Πόσα λεφτά παίρνεις; Πόσα λεπτά πήρες;» λέω. «Απ 'έξω το φάκελο γράφει παραπάνω από μένα, δεν θυμάμαι... τόσα λεφτά, την ίδια δουλειά κάνουμε, εγώ περισσότερο, εσύ γιατί παίρνεις περισσότερα;» Ξέρεις τι γύρισε και με είπε; «Δεν είναι» λέει «είχα δικά μου λεφτά και έβαλα μέσα και τα έγραψε». «Και τα 'γραψε» λέω «ο ταμίας, τα δικά σου τα λεφτά τα 'γραψε στο λογαριασμό που σε πλήρωσε; Εμένα θα με βάλετε γυαλιά εδώ;» λέω. Αυτά είναι πράγματα που δεν γίνονται σε έναν κομμούνα. Εμένα δε μ'αρέσουν, τα λέω έξω απ' τα δόντια και όποιος θέλει να τα πιστέψει και όποιος δεν θέλει να μην τα πιστέψει. Εγώ αυτήν είμαι. Εγώ όπου δούλεψα και όπου πήγα, έχω το δικαίωμα για τους εργάτες, όχι για τα αφεντικά. Και περάσαμε πάρα πολλά, πάρα πολλά, με κυνήγησαν πάρα πολύ με κυνήγησαν. Και μετά ύστερα αρρώστησα πολύ, βγήκα άρρωστη, έλεγαν ότι κάνει ψέματα και δεν έχει τίποτα. Μπήκα στο νοσοκομείο, έπαθα καρδιά στο σπίτι, με πήραν σηκωτή, με πήραν στην ΑΧΕΠΑ, έκατσα έναν μήνα, έπαθα κολπική μαρμαρυγή σε μεγάλο βαθμό. Έφτασε η καρδιά μου διακόσιους χτύπους, θα πέθαινα, και πήγαν με ταξί μες στο χειμώνα, δεν ήταν ασθενοφόρο. Πήγα στην ΑΧΕΠΑ με βάλαν σε διάδρομο, πήγε ο άντρας μου φώναξε τη Θούλη, πήγαινε φροντιστήριο στη Θεσσαλονίκη, ήρθε, κλάματα, κακό φωνές, δεν άκουγα τίποτα εγώ. Αυτοί νόμιζαν ότι είχε διόγκωση η καρδιά μου, με κάναν εξετάσεις, δεν βρήκαν, με πήγαν μετά μέσα στην εντατική, έκατσα δέκα μέρες. Ήταν ένας χωροφύλακας, ο οποίος χωροφύλακας... –θα σε πω μία ιστορία τώρα– ο οποίος χωροφύλακας είχε τέσσερα παιδιά τώρα, ή πέντε, δεν θυμάσαι καλά, και είχε καρδιά, και τον είπαν να κάνει βαλβίδα και φοβόταν. Και τον λέω: «Κυρ-Γιάννη –όσο μπορούσα κι εγώ να μιλήσω– κάνε το χατίρι στα παιδιά σου» λέω «και θα γίνεις καλά» λέω. «Όταν θα σηκωθείς, θα τα καμαρώνεις κιόλας τα παιδιά σου, θα χαίρεσαι τα παιδιά σου». Τον επέμενα τόσο πολύ, και με λέει όταν ξεκίνησε να κάνει εγχείρηση: «Εσύ είσαι αιτία, κυρα-Κούλα, που θα πάω να κάνω εγχείρηση». Πήγε έκανε την εγχείρηση, γύρισε ο άνθρωπος, πήγε στο κρεβάτι και ήρθε περπατιούνταν. Ξάπλωσε και πώς έγινε και ανοίξαμε μια ιστορία για τον κόσμο που ήταν εξορία με τη δικτατορία και με λέει: «Ήμαν λέει στη Γυάρο». Ωχ, με είπε στη Γυάρο εμένα, ήταν ο αδερφός μου εκεί. Λέω: «Ναι, κυρ-Γιάννη, για πες μου για τη Γυάρο». Τώρα άρρωστη από καρδιά και να λες να μάθεις νέα. Λέει: «Κυρα-Κούλα, εγώ ξέρεις τι έκανα; Πήγαινα κάθε μέρα στη θάλασσα, έκανα το σταυρό μου» λέει. «Φώναζα στον Θεό, έλεγα Θεέ μου» λέει «βόηθα να φύγει αυτός ο κόσμος από δω. Τι έκανε; Τόσα κακά έκανε και τον τυραννάς τόσο πολύ; Παρακαλούσα νύχτα και μέρα, ας ήμαν χωροφύλακας, για να φύγει αυτός ο κόσμος, τον έβλεπα και έλεγα, γιατί αυτός ο κόσμος να τυραννιέται;». Λέω: «Γιάννη, και εγώ για αυτό σε έκανα τόσα αυτά, σ' είπα να πας οπωσδήποτε να κάνεις την εγχείρηση, για να γίνεις γερός και να παλέψεις τη ζωή σου» λέω «να μεγαλώσεις τα παιδιά». Έφυγε, εμένα με σήκωσαν, με πήγαν στο παθολογικό μετά και αυτός ηρέμησε ο καημένος, ήρθε να πάρει κάτι χαρτιά και, όταν τον βλέπω με τα παιδιά του, με τη γυναίκα του, ήρθε να με δει. «Κυρα-Κούλα» και να με φιλάει τα χέρια «κυρα-Κούλα, από σένα έχω τη ζωή μου, από σένα, ευχαριστώ πάρα πολύ, κυρα-Κούλα». Και τον λέω και εγώ: «Κυρ-Γιάννη, να ξέρεις, κι εγώ, όταν ήσαν στη Γυάρο, είχα τον αδερφό μου εκεί πέρα με τη χούντα». Έμεινε ο άνθρωπος, έμεινε. Κι έτσι, που λες, αυτά τα πράγματα είναι δύσκολα, δύσκολα και τα πέρασα εγώ.
Ευχαριστούμε πολύ, κυρία Βασιλική, που τα μοιραστήκατε.
Γιατί είναι και λίγα, και λίγα.
Εγώ θα σας ευχηθώ να είστε καλά, να έχετε υγεία.
Αυτό είναι, και να είναι τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου γερά και να βγουν καλοί άνθρωποι στην κοινωνία, αυτό παρακαλώ, να είναι καλοί άνθρωποι στην κοινωνία, γιατί είχα έναν άντρα που, όταν πέθανε ο συγχωρεμένος, τα παιδιά που πήγε ο Πέτρος στην καφετέρια σηκώθηκαν όλοι, μεγάλοι και μικροί, να τον πουν τα συλλυπητήρια για τον παππού, τόσο καλός άνθρωπος ήταν, στο κόμμα ήταν, ήσυχος ήταν, είχαμε ένα αυτοκίνητο έτρεχε στα χωριά με την Κοκοβίδου την Ελένη, σε όλα τα χωριά, παντού πήγαινε και πήγαινε για καλό σκοπό, όχι για κακό σκοπό ποτέ. Έρχονταν και έλεγε: «Κούλα, εγώ θα πληρωθώ, αλλά πρώτα οι εργάτες και μετά ό,τι θα μείνει είναι δικό μας». Τέτοιος άνθρωπος, πέθανε και δεν ήρθε ένας να με πει: «Με χρωστάει ο Γιώργης μία δραχμή». Αυτός ήταν ο Γιώργης και αυτά θέλω και τα κορίτσια μ' να είναι και τα εγγόνια μου.
Να 'στε καλά.
Και είναι τα κορίτσια και η μία και άλλη, γιατί; Γιατί δεν ξέρω, είναι η οικογένεια, είναι το σπίτι; Είναι τα παιδιά; Κακιά κουβέντα δεν λέω για κανένα, μόνο για εκείνους που κάνουν άσχημα πράγματα, εκείνα δεν χωνεύω, γιατί και να κάνουν άσχημα πράγματα; Για ποιο λόγο; Η μάνα μου ήταν... ήρθε η δυστυχία του '40, του '40 και η μάνα μου είχαν εκατό κιλά σιτάρι, οκάδες ήταν τότε, και πήγαν στον μύλο και τα άλεσαν και, όταν το 'φεραν, προδόθηκε το στάρι στους Ιταλούς ότι πήγαν να αλέσουν, ο κόσμος δεν είχε να φάει και αυτοί άλεσαν. Και πήγαν και το κατέστησαν οι Ιταλοί, ο πατέρας μου πήγε και έκανε παράπονο και είπε: «Έχω οκτώ άτομα οικογένεια, δεν έχω το δικαίωμα και εγώ να έχω αυτό το σιτάρι να βγάλω τα παιδιά μου πέρα;» Και το 'βγαλε το σιτάρι, το πήρε το αλεύρι στο σπίτι, αλλά εκείνη η σκάλα, θυμάμαι, είχε δεκαπέντε σκαλιά, ήταν γεμάτο κόσμος μέχρι έξω στην πόρτα. Κι είχαμε ένα πιάτο αλεύρι, ο άλλος ήθελε μία χούφτα να ρίξω στα λάχανα για τον άνδρα μου, γιατί τον έκοψαν τα λάχανα, δεν είχε.. δεν είχαν ψωμί, δυστυχούσε ο κόσμος και η μάνα μου άνοιξε την αγκαλιά και ο πατέρας μ[03:20:00]ου και περνούσε κανένας στον δρόμο, τον έλεγε «καλημέρα» και έλεγε η μάνα μου: «Γιατί, Νικόλα, λες καλημέρα;» «Γιατί αυτός ο άνθρωπος, Μαρία, μπορεί να ήταν κάπου, μπορεί να είχε μία στεναχώρια, μπορεί να σκέφτονταν εκείνη την ώρα και εγώ τον έκανα να μιλήσει για να χάσει αυτήν τη στεναχώρια». Περπατούσαν στον δρόμο... όχι, έκαναν τα αλώνια και η μάνα μου τα μυρμήγκια, καθάριζε τα μυρμήγκια από το στάρι, και ο πατέρας μου έλεγε: «Μαρία, τα μυρμήγκια θέλουν να φάνε τον χειμώνα, κουβαλάνε όπως κουβαλάμε κι εμείς. Άμα τα διακόψουμε από κει τα μυρμήγκια, δεν έχουν να φαν και θα ψοφήσουν όλα το χειμώνα, έτσι τα μυρμήγκια έχουν αυτά το δικαίωμα να φάνε το μερίδιό τους». Ξέρεις τι θα πει ο πατέρας μου, άμα έβλεπε μυρμηγκοφωλιά, δεν πατούσε στα μυρμήγκια, πατούσε πιο πέρα, γιατί κι αυτός πέρασε πάρα πολλά στη ζωή του.
Κι εσείς περάσατε.
Εγώ, μην το συζητάς τι πέρασα. Εγώ πέρασα και τώρα τα βλέπω στην τηλεόραση που δεν λεν και λεν ψέματα και θυμώνω. Θυμώνω και λέω καμιά φορά: «Τώρα να ήμαν στην τηλεόραση και να τα πω εγώ πώς είναι, μην τα λέτε ανάποδα». Γιατί είναι πράγματα που τα λες ανάποδα». Δεν θέλει ανάποδα, πες την αλήθεια και μια φορά σε αυτόν τον έρημο τον λαό που πέρασε τόσα βάσανα και σκοτωμοί και πείνες, τα πάντα πέρασε. Σε είπα και νωρίτερα, ας έβγαλαν μία φωτογραφία, πώς ήμασταν στα Γρεβενά; Πώς ζούσαμε; Πήγαν και φέραν έξι κεφάλια αντάρτες στα Γρεβενά και τα κρέμασαν απ' τον πλάτανο και μάζεψαν τα παιδιά απ' το σχολείο, μας μάζεψαν να περάσουμε απ' τον πλάτανο να δούμε τους κουμουνισταί που τους είχαν κρεμασμένα τα κεφάλια; Το κάντ' εσύ αυτό το πράγμα; Το απάνθρωπο; Στη μέρα μου. 10 χρονών παιδιά. Πήγα να πάρω αλάτι, δεν μας έδωναν αλάτι τις ανταρτικές οικογένειες, αλάτι, και πήγα εγώ να πάρω αλάτι. Και έρχεται ένας, με ένα βούρδαρο και κάποιος τον πρόδωσε, με πρόδωσε μάλλον και τον είπε ότι αυτό το κοριτσάκι έχει αδέρφια αντάρτες και ήρθε να πάρει αλάτι, και ήρθε και με πιάνει από δω και με βγάζει έξω από τη σειρά, ήταν σειρά από τρία άτομα, και με βγάζει και μου λέει: «Πού τα 'χεις τα αδέρφια σ';» «Αντάρτες» είπα εγώ. Γιατί να μην πω την αλήθεια; Τι ήταν οι αντάρτες; Θηρία ήταν; Αντάρτες. «Αντάρτες;» με λέει και με δίνει μια... Ήταν ένα δέντρο, αν έπεφτα παν στο δέντρο, εδώ θα μ' έπαιρνε, και πέφτω έτσι λίγο απ' το δέντρο και είχε δυο πέτρες και χτυπώ στα γόνατα και χτυπώ και στα χέρια, τα γόνατα έφυγαν οι φλούδες απ' τα γόνατα, αρχίνησαν τα αίματα να τρέχουν, εγώ να κλαίω. Πάω στην παράγκα. «Τι έπαθες;» λέει η μάνα μου. «Ο Ράμμος με χτύπησε». «Σε χτύπησε ο Ράμμος;» «Ναι». «Γιατί;» «Αυτό κι αυτό». Με πήρε, με πήγε στο νοσοκομείο, πέντε ράμματα εδώ, πέντε ράμματα εδώ κι από δυο στους αγκώνες. Κάθισα στο... στο σπίτι, δεν πήγαινα σχολείο. Πήγα μετά, λέει ο δάσκαλος, εκείνος ήταν αριστερός, αγαπούσε τα παιδιά πολύ, όλα στη τάξη, είχε εκατό, εκατόν πενήντα παιδιά, δεν διάλεγε κανένα παιδί, όλα ίσα τα χε. Και με λέει: «Τι έπαθες, κορίτσι μου;» Λέω: «Αυτό κι αυτό, ο Ράμμος με χτύπησε». «Μη στεναχωριέσαι», τι να πει ο άνθρωπος; «Μη στεναχωριέσαι». Και μια φορά, να σε πω και τ' άλλο, παίζαμε κουτσό έξω απ΄το σχολείο, τώρα μικρά ήμασταν, πάω να ρίξω την πέτρα εγώ κι εκείνη την ώρα περνούσε ο δεσπότης απ' τα Γρεβενά. Ο δεσπότης όμως ήταν όσο είναι το τραπέζι, δε μπορούσε να περπατήσει, και αυτά τα μπαστούνια του δεσπότη έχουν σίδερο μπροστά, δεν είναι όπως είναι αυτά που έχουμε εμείς. Και εκεί, όπως έπαιζα κουτσό, έσκυψα να πάρω την πέτρα και με δίνει μια εδώ πίσω, μ' ήρθε αλληλούια. Πόνεσα πολύ, άρχισαν τα κορίτσια εκεί, εγώ άρχισα να κλαίω. Αυτό πέρασε σαν να δεν έτρεχε τίποτα. Ούτε τον ένοιαζε τίποτα. Πήγα στο σπίτι, η μάνα μ' ήταν φυλακή τότε, με κοιτάει ο αδερφός μου, είχε μαυρίσει πίσω, λέει: «Μαύρισε». Τι να κάνω; Πέρασα τον πόνο, γιατί με χτύπησε ο δεσπότης. Γιατί να με χτυπήσει ο δεσπότης; Δεν μπορούσε να πάει πιο πέρα να περάσει; Εδώ ήταν αλάνα. Μας μάζευαν στο κατηχητικό, τι να μας πουν στο κατηχητικό; Ότι οι κουμμουνισταί κόβουν τα κεφάλια; Ποιον...
Πολλά.
Ποιον να σεβαστείς ύστερα; Μας είπαν μια μέρα θα πάτε να εξομολογηθείτε. Σηκωνόμαστε κι εμείς να πάμε να εξομολογηθούμε σε ένα... σε μια εκκλησία. Την εκκλησία την είχαμε απέναντι και εμείς καθόμασταν από δω, στις παράγκες. Λέμε μια κοπέλα: «Έμπα εσύ πρώτα και μετά εμείς με τη σειρά». Μπαίνει η κοπέλα, και πάει αυτός και ρίχνει το πετραχήλι πάνω στη κοπέλα. Και άρχισε να τη λέει άλλ' αντ' άλλα. Η κοπέλα ξέφυγε και άρχιζε να φωνάζει, να ουρλιάζει: «Μαμά, μαμά». Βγαίνει η μάνα της: «Τι;». «Αυτό κι αυτό ο παπάς». Γρήγορα η μάνα της πιάνει έναν πάσαλο – αν τον έβρισκε εκείνη την ημέρα, θα τον είχε τελειωμένο. Πάει στην εκκλησία, μπαίνει μέσα η μάνα της κι αυτός, είχε πόρτα η εκκλησία από την άλλη μεριά, και βγήκε απ' την άλλη μεριά και κατέβηκε στο ποτάμι κάτω, και τον λέει: «Έλα, πάπαρε» λέει «δεν θα 'ρθεις αύριο; Θα σε ξυρίσω εγώ τα γένια» τον λέει. Αυτοί ήταν οι παπάδες. Και το άλλο που τις είχαν φυλακή μέσα, τις γυναίκες, σαράντα δύο παπάδες, τις είχαν με μπρέντι στον ώμο, αυτά ήταν τα πολυβόλα, και έκαναν γυμναστική οι παπάδες πώς θα σκοτώσουν τους κομουνισταί και περνούσαν απ' τη φυλακή μπροστά και έκαναν γυμνάσια. Και το 'χα το βιβλίο, γιατί είχα παπά μέσα στο σπίτι στο χωριό, από το χωριό μας, έκανε το δικό του σπίτι, και κάθισε δυο χρόνια τζάμπα κι αυτός, και η Μητρόπολη τους έδωσε τα βιβλία αυτά για τους παπάδες, και διάβαζα μέσα την ιστορία των παπάδων και λέω: «Κοίτα εδώ τι γίνεται». Αυτά που μ' έλεγε η μάνα μ' τα 'βλεπα ύστερα στο βιβλίο και κοίτα, λέω, που έπεσε το βιβλίο σε σπίτι κομουνιστικό. Και ήταν σαράντα δύο στη φωτογραφία οι παπάδες. Όλοι αυτοί είχαν τα όπλα, και άλλοι, ήταν δυο αδέρφια έξω, ο πατέρας έξω, και βάλε, και πήγαν να σκοτώσουν ποιον; Τον αδερφό. Αλλά ποιοι μας έβαλαν όμως; Τα συμφέροντα. Ποιος έδωσε φωτιά στη Θεσσαλονίκη; Κάποτε; Να την κάψουν; Ποιος ήταν; Δεν ήταν η γριούλα. Αλλά ήταν δάχτυλο Αγγλίας, για να γένουν τα ξενοδοχεία τα μεγάλα. Να φύγει ο λαός από τη μέση, για να φτιάξουν αυτοί τις πολυκατοικίες. Και η γριούλα δεν πήρε τίποτα, ήταν φτωχιά, δεν τα 'καψε η γριούλα, δεν πήρε η μισή Θεσσαλονίκη απ' τη γριούλα φωτιά, αυτά είναι παραμύθια όλα της Χαλιμάς. Ό,τι λεν εγώ λέγω ότι είναι ψέμα, ψέμα, ψέμα, ναι. Και ό,τι φτιάχνουν το φτιάχνουν με ψέμα.
Ευχαριστούμε πάρα πολύ.
Παρακαλώ.
Να είστε καλά.