Age Restricted Interview
This interview is only available to users who are eighteen years old or over.
Ο βιωμένος κόσμος των εξόριστων μέσα από τα μάτια του Κοσμά Ιωάννου
Segment 1
Η πολιτική διαδρομή πριν το πραξικόπημα
00:00:00 - 00:23:40
Partial Transcript
Είναι Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2022, είμαι η Κορωναίου Μαργαρίτα, ερευνήτρια στο Istorima, και βρίσκομαι μαζί με τον κύριο Κοσμά Ιωάννου στην Νέ…η κυβέρνηση, και έγινε γιατί η ΕΔΑ δεν κατέβηκε σε 14 νόμους, αν δεν κάνω λάθος, τότε, όλη σχεδόν τη Βόρεια Ελλάδα, Λακωνίες και τα λοιπά.
Lead to transcriptSegment 2
Το πραξικόπημα, η παρανομία και η ανάκριση στην ασφάλεια
00:23:40 - 00:38:22
Partial Transcript
Να μην τα πολυλογούμε, και φτάνουμε στο πραξικόπημα. Η Oργάνωση της Νέας Ιωνίας πάντοτε είχε καλά αποτελέσματα, γενικά δηλαδή. Φτάνουμε στο … Λέω εγώ: «Ακούστε, αυτά δεν γίνονται. Ήμουν σε ένα νόμιμο κόμμα, δήλωση μετανοίας δεν υπάρχει». «Ε, τότε θα πας εξορία». «Ό,τι νομίζετε».
Lead to transcriptSegment 3
Εξορία στην Γυάρο
00:38:22 - 00:45:44
Partial Transcript
Και με παίρνουν την άλλη μέρα, με κατεβάσανε στο Μεταγωγών. Ευτυχώς, πριν φύγουμε από δω, πέρασε ένας από δω από τη γειτονιά για κάποιο πρόβ… να κάνουμε αγγαρεία και πήγα εγώ στην αγγαρεία. Του λέω: «Τι γίνεται; Πού πάμε; Πού μας πάνε;». Λέει: «Θα σας πάνε στην Λέρο». «Εντάξει».
Lead to transcriptSegment 4
Εξορία στην Λέρο
00:45:44 - 01:07:57
Partial Transcript
Και τελικά μας πήγανε. Οι δεύτεροι που πήγανε κατεβήκανε στο Λακκί, ήταν οι πιο πολλοί. Το Λακκί είναι το λιμάνι της Λέρου, το οποίο το κατα… βρεις εσύ την Βαγγελίτσα σου και εγώ την Λίτσα μου», γιατί εκείνος ήταν αρραβωνιασμένος, αλλά καλή κοπέλα η Ευαγγελία, η Σκουριανοπούλου.
Lead to transcriptSegment 5
Η επιστροφή από την εξορία και οι συνθήκες στην Αθήνα
01:07:57 - 01:14:06
Partial Transcript
Και την άλλη μέρα φύγαμε και στην καμπίνα μέσα ήμουνα εγώ, ο Μίμης, ο Κασαπίδης, ο Αντρέας, ο Μπαρτζώκας –ο γιος του είναι ο προπονητής του …, «να τα πούμε με την Λίτσα», Ευαγγελία-Λίτσα. Παιδιά δεν είχαμε, κάναμε κάποιες προσπάθειες, αλλά δεν επιτεύχθηκε ο σκοπός. Τέλος πάντων.
Lead to transcriptSegment 6
Η πολιτική ενασχόληση του αφηγητή μέχρι σήμερα
01:14:06 - 01:22:09
Partial Transcript
Τελικά, αφού έμεινα εδώ στο εργοστάσιο εγώ, ανέλαβα το εργοστάσιο εδώ, το υφαντήριο, και εκείνος γενικά το εμπόριο και τις τράπεζες και τα λ…ώρα φυσικά είναι με την καινούρια απογραφή που είχε γίνει, δεν ξέρω, πάνω από 600-700 άτομα είναι. Αυτή είναι η ζωή μου, με πολλές έτσι...
Lead to transcriptSegment 7
Ιστορίες από την εξορία στην Λέρο
01:22:09 - 01:40:46
Partial Transcript
Παραδείγματος χάρη, δύο στιγμές μέσα στο στρατόπεδο με έχουν συγκινήσει πολύ. Η μία ήτανε που φέρανε έναν χωροφύλακα, ένα παιδί 23 χρονών. Π…ως μπήκαμε στα 86 και παραμένουμε σε αυτόν τον χώρο μέχρι να κλείσουμε τα μάτια μας. Πολλά έχουν συμβεί κατά καιρούς, ωραία, άλλα θλιβερά.
Lead to transcriptSegment 8
Η διασκέδαση με τον «Φυσιολατρικό Σύνδεσμο Σαφραμπόλεως»
01:40:46 - 01:49:53
Partial Transcript
Ιδίως µε την εποχή της Νεολαίας, με ωραία πάρτι, με ωραίες εκδρομές, με τον Σύλλογο ακόμα που είπα προηγουμένως, τον ΦΣΣ, όσοι παλιοί θυμούν…ν». Ο ένας λέει: «Ρε πούστη», μου λέει, «ρε, με πήρες, κόντευες να με πάρεις στον λαιμό σου». Λέω: «Γιατί ρε; Τι έγινε;». «Ε, να...», λέει.
Lead to transcriptSegment 9
Η γνωριμία με τη σύζυγο
01:49:53 - 01:54:31
Partial Transcript
Με την γυναίκα σας πώς γνωριστήκατε; Εγώ υπηρέτησα, όπως σου είπα, σαν έφεδρος αξιωματικός. Τον Ιούνιο του ’60 πήραμε –υπηρετούσα στο Ά…. Ε, περνώντας από κει, καμιά φορά συναντιόμαστε: «Καλημέρα», «Καλησπέρα», και τελικά τα πράγματα οδήγησαν εκεί και 9 Σεπτεμβρίου δώσαμε...
Lead to transcriptSegment 10
Το πραξικόπημα, η παρανομία και η ανάκριση στην ασφάλεια
01:54:31 - 02:01:20
Partial Transcript
Όταν σας συνέλαβαν σας πήγαν για ανάκριση. Τι ρωτούσαν εκεί πέρα; Καταρχήν, όταν με συνέλαβαν εμένα και με πήγαν στο τμήμα της Σαφράμπολη…δουν με τη βυζαντινή αγιογραφία. Και ευτυχώς, κάποια παιδιά με μυαλά ξύπνια, απέτρεψαν να... Μερικά είναι, κάποια δύο-τρία ήτανε σβησμένα.
Lead to transcriptSegment 11
Επιστρέφοντας στην Λέρο 20 χρόνια μετά
02:01:20 - 02:09:41
Partial Transcript
Εγώ όταν επέστρεψα, δεν μπόρεσα να τα δω. Όταν επέστρεψα μετά από καμιά 20ετία στην Λέρο, δεν μπορούσα να τα δω γιατί δεν ήξερα, παρόλο που …κρουπ και δεν μπορούμε τώρα. Άλλη φορά άμα θα τύχει να έρθουμε». Θέλω να πω ότι η περιποίησή τους, χωρίς να μας ξέρουν, ήτανε διαφορετική.
Lead to transcriptSegment 12
Εξορία στην Λέρο: Η ζωή στο στρατόπεδο
02:09:41 - 02:37:53
Partial Transcript
Τώρα το στρατόπεδο μέσα, εμείς ήμασταν 518 άτομα, όπως είπα στην απογραφή. Φυσικά, κάποιοι φύγανε, μετά έγιναν κάποιες μετακομίσεις, πήγανε …ς έκανε με όλο τον κόσμο, με όλους, και με εμάς που ήμασταν τούβλα σε σχέση με τις γνώσεις τις δικές του. Ε, κι άλλοι όπως ήτανε, κι άλλοι.
Lead to transcriptSegment 13
Η επιστροφή στην Λέρο 20 χρόνια μετά και αναμνήσεις από τη ζωή στην εξορία
02:37:53 - 03:47:58
Partial Transcript
Και όταν πήγα, που σου έλεγα προηγουμένως που πήγαμε στην Ατάλαντη με το γκρουπ, την πήγα τη γυναίκα μου, πήγαμε στον διοικητή. Ήταν ένας δι…τελευταίου κύριου διοικητή και το φαΐ. Μετά τον συνάντησε ο Χρήστος, ο Ρουμελιωτάκης, στην Κηφισιά. Στο τέλος λίγο χαλαρώσανε τα πράγματα.
Lead to transcriptSegment 14
Τo ταξίδι στην Βουλγαρία
03:47:58 - 04:00:26
Partial Transcript
Είχε έρθει και ένας υπομοίραρχος, ο Λειβαδίτης, που ήρθε μετά στην ασφάλεια της Νέας Ιωνίας και όταν πήγα εγώ να πάρω, τα Χριστούγεννα του '…να τους πάρουμε αρώματα, διάφοροι. Τρίχες. Μου λέει η Αποστολιά: «Μην αγοράζετε αρώματα, δεν αξίζουνε. Τα καλά τα στέλνουνε στην Γερμανία».
Lead to transcriptSegment 15
Η επικοινωνία με τη σύζυγο και η επιστροφή από την εξορία
04:00:26 - 04:14:31
Partial Transcript
Εγώ δύο ερωτήσεις έχω έτσι να ρωτήσω. Με τη γυναίκα σας μιλούσατε με γράμματα, έτσι; Ναι. Τι λέγατε; Τίποτα. Τα γράμματα ήτανε, κάποια …ας ευχαριστούμε πάρα πολύ, κύριε Κοσμά. Και εγώ σας ευχαριστώ που είπαμε πέντε κουβέντες δηλαδή. Να είστε καλά πάντοτε. Να είστε καλά.
Lead to transcript[00:00:00]Είναι Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2022, είμαι η Κορωναίου Μαργαρίτα, ερευνήτρια στο Istorima, και βρίσκομαι μαζί με τον κύριο Κοσμά Ιωάννου στην Νέα Ιωνία. Κύριε Κοσμά, εσείς θέλετε να μας πείτε δύο λόγια για σας;
Να σας πω. Κατ’ αρχήν, να σας πω ότι γεννήθηκα εδώ ακριβώς που μιλάμε το 1937, τον Ιούλιο και έκτοτε ζω στην Νέα Ιωνία, εκτός από κάποια διαστήματα, που θα έρθει η ώρα να τα πούμε. Λοιπόν, μεγάλωσα, το ’40 έγινε ο πόλεμος, ‘41 επιστρέφει ο πατέρας μου από την Αλβανία και, επειδή έχει αρχίσει η πείνα του ’41, κρίνει καλώς να μας πάρει εμένα και την αδελφή μου, τη γυναίκα του και την αδελφή του και να πάμε στα Γρεβενά της Μακεδονίας, όπου υπάρχουν πατριώτες από την Μικρά Ασία. Εκεί μείναμε 3 χρόνια, μέχρι το ‘44 με την απελευθέρωση και γυρίσαμε πίσω. Γύρισα σε μια ηλικία γύρω στα 7,5 χρονών στη συνοικία αυτή την Σαφράμπολη, που είναι και προσφυγική. Η Σαφράμπολη είναι, το όνομά της το έχει πάρει από την Σαφράμπολη της Μικράς Ασίας, γιατί από εκεί ήρθαν μαζεμένοι, μαζί με τον παπά, και είναι μάλιστα και το σπίτι του παπά, είναι απέναντι από το δικό μας. Λοιπόν, ακόμα δεν είχαμε φτάσει καλά καλά –φτάσαμε τον Νοέμβριο του ’44– και όπως γνωρίζουμε όλοι, στις 2 Δεκεμβρίου άρχισαν τα Δεκεμβριανά στην Αθήνα. Η πρώτη μου ασυνείδητη πολιτική πράξη ήτανε να ξεκινήσω μαζί με την οργάνωση του ΕΑΜ, που έγινε εδώ η συγκέντρωση, για να κατέβουμε με τα πόδια στην Αθήνα. Φυσικά εγώ δεν ήξερα. Είδα τη γιορτή, τις σημαίες, τις κόκκινες σημαίες, τις ελληνικές σημαίες, τους λόγους ας πούμε, τα τραγούδια, και μαζί με αυτούς, μαζί με την αδερφή μου, ακολουθώντας την πορεία φτάσαμε μέχρι τη σημερινή Κολούμπια, δηλαδή εκεί στην Ριζούπολη, όπου ένας από τη φύλαξη της πορείας μας βρήκε και μας έστειλε πίσω. Αυτό έγινε. Μετά, μεγαλώνοντας στο σχολείο εδώ με τα παιδιά της γειτονιάς, τελειώνοντας το Δημοτικό, έναν χρόνο στο Γυμνάσιο το ημερήσιο και μετά στο νυχτερινό Γυμνάσιο, γιατί έπρεπε να δουλέψω και να βοηθήσω και τον πατέρα μου. Η οικογένεια είχε μεγαλώσει, προσετέθη άλλη μια αδελφούλα. Και έτσι, στο Γυμνάσιο άρχισα σιγά σιγά, επειδή δούλευα με τον πατέρα μου, άρχισα σιγά σιγά να πολιτικοποιούμαι. Η αλήθεια είναι ότι ερχόταν στο μαγαζί ένας πατριώτης του πατέρα μου, ο οποίος ήτανε την εποχή του Μεταξά εξόριστος, δηλαδή ‘36-’37, εκεί, και κάνοντας ορισμένες συζητήσεις με αυτόν, είχα αρχίσει να αποκτώ κάποιες γνώσεις για τα γεγονότα. Έτσι φτάνουμε το ’56. Στις εκλογές του ’56 με μια παρέα της γειτονιάς και του Γυμνασίου του νυχτερινού, που ήταν εδώ στη γειτονιά μας παρακάτω, λοιπόν, αποφασίσαμε να πάμε στην κεντρική συγκέντρωση της ΕΔΑ, τότε που γινόταν στην πλατεία Κλαυθμώνος. Θα μιλούσε ο Ιωάννης Πασαλίδης, πρόεδρος της ΕΔΑ. Εκεί, συναντώντας μια κοπέλα, μας ρώτησε αυτή από πού είμαστε και τις είπαμε από την Σαφράμπολη. «Ε, ρε παιδιά», λέει, «γιατί δεν ερχόσαστε στα γραφεία της ΕΔΑ μιας και είσαστε εδώ;». Και μετά από πολλές συζητήσεις μεταξύ μας αποφασίσαμε και πήγαμε στα γραφεία. Οι εκλογές είχανε τελειώσει, πήγαμε στα γραφεία της ΕΔΑ, τα οποία ήταν στην οδό Ακαδημίας τότε, μια παρέα τέσσερα άτομα –δυστυχώς οι δύο έχουνε φύγει, έχουμε μείνει δύο. Και από κει, με την καθοδήγηση... θυμάμαι ήταν η Άννα η Σολωμού, ήτανε ο Κοκλάνης ο Θόδωρος, οι πρώτοι ας πούμε με τους οποίους είχαμε έρθει σε επαφή και μας καθοδηγούσαν τι θα κάνουμε και τα λοιπά, και αρχίσαμε να δημιουργούμε την οργάνωση της ΕΔΑ, της Νεολαίας της ΕΔΑ στη γειτονιά. Όταν το ‘57 έρχεται ένας καθοδηγητής, ο Κώστας, ο Αλεξιάδης από την Αθήνα, βρίσκει μια οργάνωση, όπως την περιγράφει και ο ίδιος στο βιβλίο του, 40 άτομα περίπου. Εγώ θα πω –εκείνος γράφει 40– εγώ θα πω ήταν όλη η γειτονιά. Ήμασταν τότε όχι μόνο από την γειτονιά τη δική μου, εδώ της Σαφράμπολης, αλλά και πιο πάνω την Ινέπολη, από την Νεάπολη, όλες αυτές είναι συνοικίες της Νέας Ιωνίας και είναι η μία δίπλα στην άλλη, και από τον Περισσό. Η οργάνωση γίνεται, μεγαλώνει, όπως γράφει Κώστας, ο Αλεξιάδης στο βιβλίο του ότι: «Ήτανε η καλύτερη οργάνωση του απαράτ της Αθήνας». Και φυσικά, εφόσον ήταν η καλύτερη οργάνωση της Αθήνας, ήταν και όλης της χώρας. Τα πράγματα προχωράνε, φτάνουμε στην... Πριν, όμως, φτάσουμε στις εκλογές του ’58, έχουμε αποφασίσει να φτιάξουμε και έναν σύλλογο, ας πούμε, και μαθαίνουμε ότι υπάρχει ένας εν υπνώσει σύλλογος φυσιολατρικός. Πάμε, βρίσκουμε κάποιον δικηγόρο που κρατούσε τα καταστατικά, πάλι εμείς οι τέσσερις μαζί με μια κοπέλα, την Ελένη την Παπαναστασίου –καλή της ώρα είναι στον Άγιο Στέφανο. Και φτιάχνουμε τον σύλλογο αυτόν, τον «Φυσιολατρικό Σύνδεσμο Σαφραμπόλεως», όπου μέσα από αυτόν τον σύλλογο μαζεύουμε κι άλλα παιδιά που είναι και τα εντάσσουμε στην Νεολαία της ΕΔΑ. Νοικιάζουμε γραφεία στη γειτονιά και μέσα στα γραφεία αυτά έχουμε βιβλία, κάνουμε μια δανειστική βιβλιοθήκη, έχουμε σκάκι, έχουμε ντάμα. Και κάθε βράδυ μαζεύονται ένα σωρό παιδιά της γειτονιάς, δημιουργούμε, κάνουμε εκδρομές σε διάφορα μέρη, όπου υπάρχουν αρχαιολογικοί χώροι, και έτσι προχωρά η οργάνωση. Και φτάνουμε σε εκλογές του ‘58, στις οποίες, όπως είναι γνωστό, η ΕΔΑ κερδίζει, γίνεται αξιωματική αντιπολίτευση, εμείς είμαστε όλο χαρά. Θυμάμαι κάτω στο μαγαζί που δούλευα, στην οδό Γερανίου, στου πατέρα μου το μαγαζί, είχαμε από δίπλα από την Αναξαγόρα έναν τυπογράφο, αρχιτυπογράφος, που έβγαινε τότε η «Αθηναϊκή» και το «Ρομάντσο», και ήταν και αυτός, ήταν αριστερός ο άνθρωπος, αλλά δεν ήταν εκδηλωμένος λόγω της αυτής και ερχόταν κάθε φορά και όλη την ημέρα, δηλαδή την άλλη μέρα των εκλογών και με ρωτούσε: «Τι έγινε, ρε πιτσιρίκο; Θα μας φάνε, δεν θα μας αφήσουν να γίνουμε...». «Μη φοβάσαι, Κώστα». Τελικά, όταν το μεσημέρι έσκασε ότι η ΕΔΑ έχει το 24,8%, από την χαρά του αυτός που είπα προηγουμένως κέρναγε όλον τον κόσμο, είχε την δυνατότητα και κέρναγε όλον τον κόσμο. Να μην τα πολυλογούμε, προχωρά το ’58, δημιουργούμε μαζί με άλλες, έχουν αρχίσει και δημιουργούνται και άλλες οργανώσεις. Έχει δημιουργηθεί η «Οργάνωση Καλογρέζας», η «Οργάνωση» στο Νέο Ηράκλειο –έχει κάνει καλή δουλειά ο Κώστας, ο Αλεξιάδης– και κάνουμε διάφορα πάρτι τα οποία είναι –δηλαδή όταν λέμε πάρτι, βάζουμε ρεφενέ που λέμε, 10 δραχμές ο καθένας, 15, και κάνουμε σε σπίτια πάρτι, όπου εκεί μέσα κοντά σε αυτές τις γιορτές γίνονται και οι πολιτικές συζητήσεις. Φτάνουμε στις εκλογές του ‘59, τις δημοτικές εκλογές του ’59 που θα γίνουν τον Απρίλιο, αλλά πριν φτάσουμε εκεί, έχει αρχίσει μια τρομοκρατική συ[00:10:00]μπεριφορά της αστυνομίας. Μετά τις εκλογές του ‘58 έχει αρχίσει αυτό το πράγμα. Έχει σφίξει δηλαδή, γίνονται παρακολουθήσεις και τα λοιπά. Είμαστε αναγκασμένοι για να συνεδριάζουμε να αλλάζουμε κάθε φορά σπίτι διαφορετικό, ήταν τα πράγματα δύσκολα, δεν ήτανε σαν σήμερα. Θυμάμαι είχαμε έναν φίλο που έφυγε και αυτός, ο Γιώργος, ο Συλελίδης, φυσιογνωμία, ωραίος άνθρωπος. Ήταν αυτός που μας έμαθε και τι είναι θέατρο, ήταν κανά δύο χρόνια πιο μεγάλος από μας, που κάθε φορά αργούσε να έρθει στη συνεδρίαση που κάναμε. «Πού ήσουνα ρε πάλι;», «τι να κάνω; Έβγαλα το μωρό βόλτα», το μωρό ήταν ο χωροφύλακας. Είχε συνοδό χωροφύλακα κάθε φορά που βγαίνει από το σπίτι του. Επειδή ήταν, όμως, και άνθρωπος έτσι με γούστο και τα λοιπά, έπαιρνε μια σακούλα με ηλιόσπορους και τον έβγαζε βόλτα τον χωροφύλακα. Τον πήγαινε έτσι βόλτα από δω περπατώντας, και από πίσω ο χωροφύλακας, μπροστά ο Γιώργος, ο Συλελίδης, πίσω ο χωροφύλακας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο γίνονταν συνεδριάσεις. Η δε διανομή υλικού, προπαγανδιστικού υλικού για κάποια κίνηση, για κάποια αυτή, γινόταν, εμείς είχαμε βρει έναν τρόπο για να μη μας πιάσει ποτέ, και δεν μας έπιασε ποτέ η αστυνομία, να γίνεται η διανομή μετά τις 1:30-2:00 το βράδυ. Και βγαίναμε ανά τετράδα. Οι δύο πιάνανε τις γωνίες του τετραγώνου και οι άλλοι δύο ήταν ο ένας αριστερά και ο άλλος δεξιά και εφοδιάζανε τα προσφυγικά. Τότε ήταν και προσφυγικά σπίτια, δεν υπήρχαν πολυκατοικίες και τα λοιπά, είτε είχαν κάποια αυλή, αλλά δεν πετάγαμε το προπαγανδιστικό υλικό στην αυλή, το πετάγαμε κάτω από τα σπίτια, γιατί αν το πετάγαμε στην αυλή, πέρναγε το περίπολο της χωροφυλακής και θα μας έπαιρνε το ντορό. Και έτσι, το πρωί ήταν όλα τα σπίτια εφοδιασμένα και η χωροφυλακή λύσσαγε και δεν μπορούσε να καταλάβει ποιοι ήταν αυτοί που τα γέμιζαν τα σπίτια. Κατ’ αυτόν τον τρόπο φτάσαμε κοντά στις εκλογές αλλά, επειδή εγώ θα πήγαινα φαντάρος το ‘59, και μάλιστα με είχαν καλέσει να πάω στην Κόρινθο για έφεδρος αξιωματικός, ο γραμματέας του Τομέα εδώ –τότε λεγόταν Τομέας– ο Γιάννης, ο Απαλόπουλος, μου είπε: «Εσύ δεν θα έρχεσαι στα γραφεία. Θα σου στέλνουμε τις εντολές για το τι γίνεται, μια και θα πας στον στρατό, για να μην βρεθείς στον Κολινδρό» –ήταν τα τάγματα που στέλνανε τους αριστερούς στον Κολινδρό και σε ένα άλλο μέρος, όπως πήγαν κάποιοι άλλοι φίλοι, ο Γιώργος, ο Σούλιος, ο Γιάννης, ο Γιανναρέλλης. Και πράγματι έτσι έγινε. Γίνανε οι εκλογές του ’59 –να μην ξεχνάμε ότι οι εκλογές του ‘59 ήταν για την Νέα Ιωνία, οι δημοτικές, ήτανε οι εκλογές βίας και νοθείας του ’61. Ό,τι έγινε το ‘61 στην Ελλάδα ολόκληρη, έγινε στην Νέα Ιωνία το ‘59. Όταν έγιναν τα εγκαίνια των γραφείων της ΕΔΑ, που θα μίλαγε ο υποψήφιος της ΕΔΑ, ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, ήταν απόστρατος αξιωματικός της χωροφυλακής. Η ΕΔΑ έκανε συνεργασία με αυτόν, λεγόταν Καμάρης, είναι γνωστά αυτά, έχουν γραφτεί και σε εφημερίδες. Την ημέρα που ήταν τα εγκαίνια των γραφείων πήγανε διάφοροι τραμπούκοι και τα κάνανε γυαλιά καρφιά. Χτυπήσανε τον Γιαχνή, τον βουλευτή της ΕΔΑ, την Σβώλου, μιλάμε έγινε χαμός. Η αστυνομία φυσικά κάθισε και κοίταζε. Δίπλα ήταν η αστυνομία, το αστυνομικό τμήμα, δεν πήγαν καν να... Έγινε αυτό το πράγμα. Αυτό έγινε στις 5 Απριλίου αν θυμάμαι καλά, στις 9 ήταν οι εκλογές, 5 Απριλίου. Αλλά πριν από αυτό το γεγονός, την ώρα που έβγαινε από τα γραφεία ο Κώστας, ο Αλεξιάδης, αυτόν που είπαμε ότι ήταν καθοδηγητής της Νεολαίας της ΕΔΑ, τον αρπάζει η αστυνομία, τον πάει στο τμήμα και έφαγε τόσο ξύλο... Φυσικά, για να μην τον βρούνε, τον πέταξαν έξω από το τμήμα και τον κουβάλησε κάποιος στην κλινική «Κοέν», η οποία ήταν στην οδό Μαυρομιχάλη, στο Πεδίο του Άρεως, εκεί. Όταν πήγαμε να τον δούμε, δεν γνωριζόταν, ήταν κατάμαυρος από το ξύλο. Και τότε η ΕΔΑ έκανε και μία, δηλαδή 8-9 βουλευτές της ΕΔΑ, μεταξύ αυτών ο Εφραιμίδης, ο Θεοδωράκης, που θυμάμαι τώρα, είχαν κάνει επερώτηση στη Βουλή για τον ξυλοδαρμό του Κώστα του Αλεξιάδη, ο οποίος πολλά χρόνια, πάρα πολλά χρόνια, ευτυχώς ζει ακόμα ο άνθρωπος, παρόλες τις ταλαιπωρίες –γιατί αυτός προερχόταν και από οικογένεια που έδρασε από την Κατοχή και πήρε μέρος και στην Κατοχή– ζει. Ένα γεγονός αυτό, σημαντικό γεγονός εκείνη την εποχή. Φυσικά, μετά πήγα εγώ στρατιώτης. Έγινα Έφεδρος Αξιωματικός και όταν απολύθηκα πήρα την, με εντολή δηλαδή του κόμματος, ανέλαβα να γίνω γραμματέας όλης αυτής της περιοχής, δηλαδή της μισής περιοχής της Νέας Ιωνίας, γιατί άμα βάλουμε Σαφράμπολη, Νεάπολη, Ινέπολη και Περισσός, είναι το νότιο τμήμα όλο της Νέας Ιωνίας. Τότε έφερα κάποια αντίρρηση, λέω: «Ρε παιδιά, εγώ είμαι 24 χρονών τώρα, εδώ υπάρχουν αγωνιστές οι οποίοι έχουν κάνει φυλακές, εξορίες και τα λοιπά». «Όχι, εσύ θα είσαι γραμματέας». Ε, και τότε νοικιάσαμε κάποια γραφεία, το ’62, ναι. Α, εν τω μεταξύ, πριν φτάσουμε να γίνω γραμματέας, είχαμε τις εκλογές του ’61, της βίας και της νοθείας που λέγαμε. Η όλη διαδικασία, η προεκλογική διαδικασία, έγινε μέσα σε πολύ δύσκολες συνθήκες. Κάποιοι σύντροφοι συνελήφθησαν, άλλοι δάρθηκαν, και μια προσωπική, ας πούμε, στιγμή είναι η παραμονή των εκλογών. Παραμονή των εκλογών μαζί με δύο φίλους –ο ένας έχει φύγει, ο Μάκης, ο Λυκερίδης, ο άλλος ζει, είναι ο Κώστας, ο Σιαμίδης– έχουμε κάνει έλεγχο να δούμε αν όλοι οι εκλογικοί αντιπρόσωποι έχουν τα κατάλληλα υλικά, γιατί τότε εκλογικός αντιπρόσωπος θα ‘πρεπε να έχει τα ψηφοδέλτια μαζί του, να έχει βελόνα, κλωστή, όλα τα χαρτιά για τις ενστάσεις από την παραμονή, όλα. Γιατί μπορεί να έλεγε ο δικαστικός: «Δεν έχω κλωστή να ράψω το τσουβάλι με τα ψηφοδέλτια», που θα φεύγανε. Και ξεκινήσαμε από ψηλά από την Νεάπολη. Όταν φτάσαμε στο σπίτι ενός φίλου που ήταν την άλλη μέρα να πάει κι αυτός εκλογικός αντιπρόσωπος, βγαίνοντας από κει λέει ο Μάκης, ο Λυκερίδης: «Μη γυρίσετε το κεφάλι. Είναι από πίσω δύο και μας παρακολουθούνε». Πράγματι, έκανε ότι δένει το παπούτσι του και γυρίζει, τους βλέπουμε εμείς, προχωράμε λοιπόν και μένουμε οι δύο τελευταίοι, εγώ και ο Κώστας Σιαμίδης. Κατεβαίνουμε στο σπίτι μας, γιατί και αυτός έμενε δίπλα, στον ίδιο δρόμο,[00:20:00] τρία σπίτια παρακάτω, και έπρεπε να πάμε και εκεί, γιατί μας περίμενε ένας άλλος που θα ήτανε και αυτός εκλογικός αντιπρόσωπος. Μπαίνοντας μέσα να τακτοποιήσουμε, οι δυο έγιναν 6-7, οι οποίοι κόβανε βόλτα μπροστά από το σπίτι, δηλαδή από το σπίτι του φίλου του Κώστα, το οποίο είναι στην ίδια πλευρά του δρόμου. Έτσι, λοιπόν, δεν μπορούσα να πάω στο σπίτι μου. Λέγαμε ότι κάποια στιγμή θα φύγουνε. Τελικά, να μην τα πολυλογούμε, είχε πάει η ώρα 12:30-1:00 η ώρα, εγώ σκεφτόμουνα μήπως βγει η μάνα μου και με ψάχνει, γιατί δεν κοιμόταν αν δεν πήγαινα μέσα, και αποφάσισα να φύγω. Εν τω μεταξύ, βγήκε η νύφη του φίλου μου απ’ την αυλή να κοιτάξει αν φύγανε. Αυτοί τι είχαν κάνει; Από ό,τι φάνηκε εκ των υστέρων. Απέναντι υπήρχε ένα ταξί, δύο-τρεις ήταν κρυμμένοι πίσω από το ταξί και οι άλλοι κάνανε βόλτες, οι άλλοι δύο. Το αποτέλεσμα ήταν, όταν φτάσανε προς τα κάτω, λέει η νύφη του φίλου μου: «Τώρα, Κοσμά, μπορεί να φύγεις, είναι πέρα». Μόλις βγήκα, όμως, εγώ βγήκαν κι αυτοί τροχάδην πίσω από το ταξί. Ευτυχώς, είχε την καλή συνήθεια η μάνα μου να μην κλείνει την πόρτα της αυλής και την πόρτα του σπιτιού, αν δεν έμπαινα μέσα. Αυτό ήταν που με έσωσε, διότι αυτοί προφανώς ήτανε ξένοι, δεν ήταν από τη συνοικία, και μπήκανε μέχρι και μέσα στο σπίτι, μέσα στην αυλή. Και επειδή είχαμε ένα τεράστιο δέντρο εμείς, μια μουριά τεράστια, ψάχνανε να, μπήκαν μέσα στην αυλή, εγώ τους έβλεπα τώρα μέσα από το κουρτινάκι του παραθύρου, τους έβλεπα, ψάχνανε να βρούνε και λέγανε: «Πού πήγε αυτός ο πούστης; Πού πήγε αυτός;», συγγνώμη για τη λέξη, αλλά την μεταφέρω. Τους άκουγα, μίλαγαν εκεί μέσα στην αυλή. ψάχνανε από δω, από κει και τελικά φύγανε στις 5:30 η ώρα το πρωί. Περίμεναν μήπως βγω κάπου. Τέλος πάντων, αυτό είναι ένα από τα επεισόδια, πολλά τέτοια γίνανε στην περιοχή τη δική μας. Μετά από αυτό πήγα στρατιώτης. Όταν απολύθηκα, λοιπόν, με όρισαν γραμματέα και είχα όλη αυτή την περιοχή. Γίνανε οι εκλογές του ’63, κέρδισε η Ένωση Κέντρου, αλλά όχι να είναι αυτοδύναμη και ο Γιώργος ο Παπανδρέου τότε, φυσικά ξαναέκανε. Αυτά έγιναν... τον Νοέμβριο ήταν οι εκλογές; Τον Οκτώβριο το ‘63. Και τον Φεβρουάριο του ‘64 πάλι έκανε εκλογές, για να γίνει αυτοδύναμη κυβέρνηση, και έγινε γιατί η ΕΔΑ δεν κατέβηκε σε 14 νόμους, αν δεν κάνω λάθος, τότε, όλη σχεδόν τη Βόρεια Ελλάδα, Λακωνίες και τα λοιπά.
Να μην τα πολυλογούμε, και φτάνουμε στο πραξικόπημα. Η Oργάνωση της Νέας Ιωνίας πάντοτε είχε καλά αποτελέσματα, γενικά δηλαδή. Φτάνουμε στο πραξικόπημα και πρωί πρωί ακούω κάποιον φίλο –έχω ήδη παντρευτεί, έχουμε παντρευτεί το ‘66 με τη γυναίκα μου, που ήμασταν μαζί περίπου 4-5 χρόνια πριν, τη γνώρισα στη Χαλκίδα το ’61, το ’60, συγνώμη, και έκτοτε ήμασταν μαζί– γίνεται το πραξικόπημα και πρωί πρωί ακούω τη φωνή ενός φίλου, που ήταν κι αυτός μέσα οργανωμένος. Έχει σταθεί έξω από το παράθυρο του σπιτιού και φωνάζει, λέει στον απέναντι: «Ρε, κάτι έγινε. Οι στρατιωτικοί πρέπει κάτι να κάνανε, γιατί μας γύρισαν πίσω», ήταν κυνηγός και είχαν σηκωθεί να πάνε για κυνήγι, «και μας γύρισαν πίσω τανκς». Ακούω. Η ώρα είναι 6:30 η ώρα το πρωί. Ακούω εγώ μέσα στον ύπνο, «τι γίνεται;». Σηκώνομαι πάνω, ανοίγω, βλέπω τον Νίκο τον Σαρακοστίδη: «Τι έγινε ρε;». «Ξέρω ‘γω;», λέει, «έτσι κι έτσι». Δεν πρόλαβα να... Ε, τέλος πάντων λέω: «Σήκω, γυναίκα», ό,τι χαρτιά υπήρχαν στο σπίτι και τα λοιπά, έμενε και η πεθερά μου μαζί η καημένη, ό,τι είχαμε χαρτιά και τα λοιπά σκίσιμο, στην τουαλέτα, νερό, σκίσιμο, στην τουαλέτα, νερό. Καταφθάνει ο συνέταιρος –είχα τότε μετά τον στρατό, είχαμε ανοίξει ένα μαγαζί, ραφείο, μαζί με τον ξάδερφό μου και έναν άλλο φίλο– καταφθάνει ο φίλος, μου λέει: «Ξέρεις, έγινε πραξικόπημα». Φυσικά, είχαμε βάλει και το ραδιόφωνο, είχε τα εμβατήρια του στρατού και τα λοιπά. Για να μην τα πολυλογούμε, μετά από κάνα-δύο ώρες είχαμε μαζευτεί στο κέντρο της συνοικίας, είχανε μαζευτεί όλοι εκεί. Κάποιοι λέγανε να κατέβουμε ξέρω ‘γω στην Αθήνα, να κάνουμε... «Καθίστε φρόνιμα. Ούτε εντολές έχουμε ούτε τίποτα. Μην κάνετε τίποτα». Μαζί με τον Κώστα τον φίλο μου, τον Σιαμίδη, που ήταν εκεί, λέμε να πάμε μέχρι τα γραφεία της ΕΔΑ στην Νέα Ιωνία, τα οποία ήταν στην οδό Μεσολογγίου τότε. Οπότε πάμε, φυσικά τότε δεν είχαν αυτοκίνητα, όλοι με τα πόδια κινιόνταν, φτάνουμε εκεί και βρίσκουμε μέσα στα γραφεία τον Χρήστο τον Τσαούση, αυτός ήτανε και ο ταμίας ας πούμε της οργάνωσης, τον Χρήστο τον Τσαούση, και σκίζει χαρτιά και τα λοιπά, έλειπε και ο γραμματέας τότε, ο οποίος ήτανε ο Νίκος, ο Οικονομάκος. Λοιπόν, «Τι γίνεται, ρε Χρήστο;», «Τίποτα, τα τηλέφωνα είναι κομμένα. Δεν ξέρουμε τίποτα». Γυρνώντας πίσω δεν ήρθαμε από τον κεντρικό δρόμο που είναι η οδός Σινώπης, ήρθαμε από τον δικό μας τον δρόμο, πάνω από την οδό Σινώπης, η οδός Κερασούντος. Είναι ένας, κάθεται πριν από το σπίτι μου, στα σκαλιά εκεί του σπιτιού –τότε ο κόσμος καθότανε στα σκαλιά, μιλούσε– λέει: «Παιδιά, φύγετε», παλιός αυτός αριστερός, «παιδιά, φύγετε, μην κάθεστε στο σπίτι». Τέλος πάντων, πάμε εμείς, γυρνάμε προς το κέντρο, μόλις έχει γίνει ένα επεισόδιο. Επειδή ήταν μαζεμένοι όλοι, κατεβαίνει ένας ανθυπολοχαγός του στρατού με χωροφύλακες και ζητάει να διαλυθούνε. Πετιέται ένας πιο λίγο θρασύς, ας το πούμε έτσι, και λέει: «Θέλω να μας πείτε αν είσαστε με τη Xούντα ή αν είσαστε με τον λαό». Μόλις ακούει έτσι ο ανθυπολοχαγός διατάζει τους χωροφύλακες να τον συλλάβουν. Τον συλλαμβάνουν οι χωροφύλακες, αλλά πέφτει επάνω ο κόσμος, τραβάνε οι χωροφύλακες, τραβάει ο κόσμος, σκύβει μια κοπελίτσα που ήταν και έτσι μικρόσωμη –θα πω το όνομά της, η «Μπέμπα», Ειρήνη Λυκερίδου– σκύβει, χώνεται κάτω και δαγκώνει το χέρι του χωροφύλακα που κράταγε τον Γιώργο τον Σούλιο, βρίσκει την ευκαιρία αυτός και φεύγει και την γλίτωσε τέλος πάντων. Και ερχόμαστε εμείς και μου λένε: «Έτσι κι έτσι». Λέω: «Ώρα είναι να τα μαζέψουμε και να φύγουμε». Παίρνω και τη γυναίκα μου –δεν μέναμε τότε στο σπίτι, είχαμε ξεχωριστό σπίτι, είχαμε νοικιάσει σπίτι λίγο πιο πέρα– και μαζί με τον Κώστα πάμε στο δικό του σπίτι που ήτανε στο Ηράκλειο. Το απόγευμα, όμως, έχει αρχίσει και κουβαλάει η χωροφυλακή και βλέπουμε από τα παράθυρο ότι πλησιάζει η ώρα. Εν τω μεταξύ, δεν ξέρω ότι στις 02:00-2:30 η ώρα έχουν έρθει στο σπίτι μου –εκ των υστέρων το μαθαίνω αυτό– στο σπίτι μου εδώ και με ζητάνε πέντε άτομα με τα όπλα και μόλις τους βλέπει η μάνα μου –εκ των υστέρων τα έμαθα– λιποθύμησε, έπεσε κάτω. Τέλος πάντων,[00:30:00] δεν με βρήκανε. Αυτοί δεν είχαν την πληροφορία ότι εγώ είχα φύγει, είχα νοικιάσει σπίτι και έμενα αλλού. Και έρχονταν στο σπίτι εδώ να με ψάξουν. Εμείς φύγαμε με τον φίλο τον Κώστα και κρυφτήκαμε σε ένα ημι-φτιαγμένο σπίτι, δηλαδή ακόμα γιαπί με τούβλα ήταν εκεί. Μείναμε δύο βραδιές όπου μετά καταλήξαμε στην Λούτσα σε ένα άλλο, στου αδελφού του το σπίτι, σε ένα εξοχικό. Πρώτα είχαμε πάει στο Μάτι σε ένα σπίτι και μετά από δυο μέρες στου αδελφού του εκεί. Μείναμε πολλές μέρες εκεί, αλλά κάποια στιγμή χρειάστηκε ο Κώστας, επειδή ήτανε φοιτητής στη Βιομηχανική Σχολή τότε, σήμερα Πανεπιστήμιο Πειραιά, και είχε, πώς παίρνουνε οι φοιτητές να μην καταταγούν στον στρατό; Αναστολή από στρατιωτική θητεία. Και όταν ήρθε η χούντα είπε ότι όσοι έχουν αναστολές θα πάνε. Βρέθηκε στο δίλημμα: «Να πάω ή να γίνω λιποτάκτης;». Τελικά αποφάσισε να πάει και ό,τι γίνει. Εγώ έμεινα πολλές μέρες εκεί, αλλά το πρόβλημα ήτανε πολύ δύσκολο για τη γυναίκα μου και την πεθερά μου. Κάθε βράδυ, μα κάθε βράδυ, μόλις έκλεινε το φως η γυναίκα μου, επί 40 μέρες γινότανε αυτό το πράγμα: Τακ τακ η πόρτα, μπαίνανε τρεις-τέσσερις μέσα με τα όπλα να κάνουνε έρευνα αν είμαι εκεί. Φυσικά, ξέρανε ότι δεν είμαι εκεί, αλλά για λόγους σπασίματος των νεύρων, τέλος πάντων. Αυτό συνέβαινε συνέχεια με αποτέλεσμα, μια και δεν υπήρχε άλλος τρόπος, αποφάσισα να παρουσιαστώ στην αστυνομία, γιατί τελικά δεν... υπήρχε και κίνδυνος μήπως τη συλλάβουν εκείνη, επειδή ήτανε και συνδικαλίστρια και αυτή και είχε απολυθεί πριν λίγο καιρό από τη Χούντα από το εργοστάσιο για συνδικαλιστικούς λόγους, με απεργία που είχαν κάνει, και έτσι παρουσιάστηκα στο τμήμα εδώ. Του είπαν του χωροφύλακα ότι βρίσκομαι εδώ στο σπίτι και ήρθε και με πήρε ο χωροφύλακας, πήγαμε στο τμήμα, μου λέει ο διοικητής: «Κύριε Ιωάννου, κάντε μια δήλωση». Λέω: «Δεν πρόκειται να σας κάνω δήλωση. Ήμουν σε ένα κόμμα νόμιμο, υπήρξε, από δω και πέρα είναι μια άλλη κυβέρνηση, αν νομίζει ότι κάποιες ενέργειές μου είναι παράνομες, μπορούν να εφαρμόσουν τους νόμους». Με κράτησαν ένα βράδυ στο τμήμα εδώ και την άλλη μέρα με μετέφεραν στην Ασφάλεια Νέας Ιωνίας. Την ώρα που μπήκαμε μέσα στο τμήμα, στον προθάλαμο εκεί, ήταν μαζεμένοι πέντε-έξι και παραπάνω ασφαλίτες, όλοι γνωστοί και μη εξαιρετέοι, ένας εξ αυτών ονόματι Λουκανίδης, γιατί έμοιαζε με τον Λουκανίδη τον ποδοσφαιριστή, το επίθετό του ήτανε Σχίζας, αλλά αυτός έμοιαζε και τον είχαμε βγάλει Λουκανίδη. Ήτανε καθαρματάκι δηλαδή, είχε δημιουργήσει πολλές ιστορίες μέχρι που κάποιος δικός μας –τώρα φεύγω από τη μια και πάω στην άλλη δηλαδή, αλλά– σε μια εκδρομή που είχανε κάνει η «Οργάνωση των Εργαζόμενων Νέων Νέας Ιωνίας» [Δ.Α.], στην επιστροφή είχε έρθει ο Λουκανίδης στο πούλμαν και είχε σταθεί στην πόρτα, για να καταγράφει ποιοι βγαίνουν ένας-ένας από μέσα. Οπότε ένας από τα παιδιά που ήταν μέσα και οικοδόμος στο επάγγελμα, Καραμπίνης Τάκης το όνομά του, όχι με... κάνας έτσι μεγάλος, ψηλός και τα λοιπά, αλλά θαρραλέο παιδί, του λέει: «Τι θέλεις εσύ ρε εδώ;» λέει: «Δικαίωμά μου είναι να κάθομαι». «Δικαίωμά σου είναι;», του λέει και σηκώνει το χέρι και του δίνει μια γροθιά μέσα στα μούτρα, με αποτέλεσμα να τον παίρνουν τα αίματα. Ε, τον πιάσανε τον Τάκη, τον πήγανε μέσα. Τελικά δεν τον δείρανε. Την άλλη μέρα τον πήγανε στο δικαστήριο, στο αυτόφωρο και δικάσθηκε. Τρέξαμε εμείς, βάλαμε δικηγόρο, αλλά τελικά δικάστηκε, 2-3 μήνες, δεν θυμάμαι, 4; Μαζέψαμε λεφτά και τον βγάλαμε. Αυτός, λοιπόν, ήταν εκεί και ήταν και έτσι ψηλός: «Α», μου λέει, «κύριε Ιωάννου, σας πιάσαμε και εσάς. Είσαστε από τους τελευταίους» –εκείνη την ώρα μου ήρθε…– «αλλά αυτή τη φορά, κύριε Ιωάννου, δεν πρόκειται να σηκώσετε κεφάλι. Σας κάναμε βίδες». «Απαντάς», λέω, «Κοσμά και σε κάνουν χότζα ή δεν απαντάς;». Και γυρνάω και εγώ και του λέω: «Άκουσε να δεις, κύριε Σχίζα, οι βίδες υπάρχουν. Κάποια στιγμή θα ξανασυνδεθούν μεταξύ τους» –αυτό το περιγράφει και ένας φίλος, ο Χρήστος, ο Ρουμελιωτάκης στο βιβλίο του που περιγράφει το στρατόπεδο του Παρθενίου, σε ένα βιβλίο του, «Αποθήκες υφάλων όπλων». Το έχω. Μπορούμε μετά να το διαβάσουμε. Λοιπόν, και λέω τώρα θα τις μαζέψω, αλλά εκείνη την ώρα ανοίγει η πόρτα και λέει: «Ο κύριος Ιωάννου να περάσει». Είναι μέσα τρεις γαλονάδες, τι γαλονάδες, με τα αστέρια τα χρυσά, ο διοικητής, αντισυνταγματάρχης, και να προσπαθήσουν να με πείσουν να κάνω εγώ… Τελικά μου λέει ο διοικητής: «Για να βγούμε στο μπαλκόνι, κύριε Ιωάννου». Έχοντας υπόψιν από τους παλαιότερους ότι πολλούς τους πέταξαν από το μπαλκόνι και τα λοιπά, λέω –εν τω μεταξύ, ήτανε 3ος όροφος– λέω: «Για πιάσε τοίχο, Κοσμά». Ήταν και θηρίο αυτός μπροστά μου, εγώ δεν, μπροστά μου ήταν διπλός αυτός. Λοιπόν, τέλος πάντων, προσπαθούσε με πρόστυχο τρόπο, δηλαδή: «Έχετε νέα γυναίκα, έχετε όμορφη γυναίκα, πώς θα την αφήσετε μόνη της, υπάρχουν τόσοι κίνδυνοι». Λέω: «Αυτή είναι προσωπική δουλειά δική μου και της γυναικάς μου. Μην ανακατεύετε τη γυναίκα μου. Τι θέλετε από μένα;». «Ε», λέει, «εμείς δεν θέλουμε τίποτα. Να πας στο σπίτι σου, να μας κάνει μια δήλωση και αν σε ενοχλεί κανένας, να έρχεσαι να μας τα λες». Λέω εγώ: «Ακούστε, αυτά δεν γίνονται. Ήμουν σε ένα νόμιμο κόμμα, δήλωση μετανοίας δεν υπάρχει». «Ε, τότε θα πας εξορία». «Ό,τι νομίζετε».
Και με παίρνουν την άλλη μέρα, με κατεβάσανε στο Μεταγωγών. Ευτυχώς, πριν φύγουμε από δω, πέρασε ένας από δω από τη γειτονιά για κάποιο πρόβλημα, από την αστυνομία, του λέω: «Έτσι κι έτσι». Και πρόλαβε και ήρθε η γυναίκα μου και η αδελφή μου με ένα ταξί μαζί, και στο Μεταγωγών μου δώσανε κάποια πράγματα, κάτι, μια μικρή βαλίτσα με μια-δύο κουβέρτες –την έχω τη βαλίτσα, την κράτησα μαζί με την κουβέρτα για περαιτέρω... Τέλος πάντων, και πήγαμε στο Μεταγωγών και, αφού μαζευτήκαμε κάμποσοι, μας πήγανε στην Γιούρα; Η Γιούρα είναι ένα νησί που έχει τρία πράγματα: αγέρα πολύ, που σηκώνει χαλίκια, φίδια, ποντικούς και σκορπιούς. Είχα την ευτυχία να με δαγκώσει και ποντικός και σκορπιός. Σκορπιός δεν μου έκανε ζημιά, δηλαδή οι σκορπιοί δεν μου έκαναν, απλούστατα για κάποιες ώρες πόναγε το πόδι μου, γιατί με δάγκωσε στη φτέρνα, αλλά[00:40:00] ο ποντικός που με δάγκωσε, όχι μόνο εμένα, δάγκωνε περίπου... Ποντικοφαγωμένοι στην Γιούρα, μέχρι τη μεταγωγή από τη Γιούρα, ήμασταν... Εμείς μετά φύγαμε τον Σεπτέμβριο, 14 Σεπτεμβρίου για την Λέρο, μέχρι τότε είχαν φαγωθεί 45 άτομα. Ένας μάλιστα εξ αυτών είχε φαγωθεί κάτω από τη μύτη. Δηλαδή στο «τρίγωνο του θανάτου», που λένε και οι γιατροί. Εμένα με δάγκωσε στο χέρι, με έφαγε. Δεν κατάλαβα τίποτα. Την άλλη μέρα ήταν το χέρι μου σαν γρατζουνισμένο, δεν έδωσα σημασία. Το επόμενο βράδυ ο ποντικός έχει μπει –στη σκηνή κοιμόμασταν 10, ήταν η προτελευταία σκηνή, γιατί η φυλακή της Γιούρας, ένα καταθλιπτικό κτίριο που ακόμα πολλές φορές το βλέπω στον ύπνο μου, την ώρα που μπαίνουμε μέσα νομίζεις ότι όπως προχωράς, επειδή έχει σκάλες κάθε τόσο και ανεβαίνεις, νομίζεις ότι το πάτωμα, η οροφή πέφτει στο κεφάλι σου. Όταν πήγαμε εμείς τον Ιούνιο, η φυλακή ήταν γεμάτη, είχε περίπου 3 χιλιάδες άτομα και έτσι εμείς, οι καινούριοι ας πούμε, πήγαμε στις σκηνές. Εγώ μαζί με έναν άλλο, οι καινούριοι ήμασταν 14 άτομα, μαζί με έναν άλλον, ο οποίος ήταν θεολόγος από την Θεσσαλονίκη, πήγαμε σε μια σκηνή, η οποία ήτανε προτελευταία, ήταν σαν χαράδρα το μέρος. Οι σκηνές αυτές είχαν την ονομασία 2ο Διαμέρισμα. Και μια γυναίκα, μια γιαγιά έγραφε στο παιδί της: «Παιδάκι μου, να προσέχεις από το διαμέρισμα να μην πέσεις κάτω». Νόμιζε ότι είναι τίποτα πολυκατοικίες. Τέλος πάντων, η σκηνή αυτή ήταν η προτελευταία και μετά από εκεί υπήρχε ένα πηγάδι που είχε υφάλμυρο νερό –αυτά όλα τα είχανε φτιάξει οι πρώην κρατούμενοι του ’48– και πήγα να πλύνω τα πόδια μου και εκεί με δάγκωσε ο σκορπιός. Μου έδωσε ένα λάστιχο ένα κορίτσι εκεί που ήτανε στο φαρμακείο, φαρμακοποιός –εξόριστη, όχι τίποτα– το έδεσε στο πόδι, ένα λάστιχο... Όταν, όμως, με δάγκωσε ο ποντικός, την άλλη βραδιά μπήκε από την πιτζάμα ενός κρατούμενου μέσα, Ντόλκας Παναγιώτης το όνομά του, και αυτός ξύπνησε, ήταν μεγάλος άνθρωπος, πήρε χαμπάρι τον ποντικό και τον έπιασε στο μπούτι του μέσα τον ποντικό. Την άλλη μέρα είδαμε ότι το πόδι του ήτανε φαγωμένο, όπως ήταν το δικό μου χέρι. Υπήρχε ένας γιατρός στρατιωτικός. Φυσικά, εμείς είχαμε γιατρούς πολλούς κρατούμενους, αλλά κουμάντο έκανε ένας γιατρός στρατιωτικός. Όταν πήγαμε εκεί, μας έστειλε για αντιλυσσική θεραπεία μαζί με άλλους έξι στην Σύρο. Έτσι πήγαμε στην Σύρο, κάναμε αντιλυσσική θεραπεία, φάγαμε από εννιά ενέσεις στην κοιλιά, η οποία είναι πάρα πολύ χοντρή η βελόνα. Όλοι είχανε διπλώσει στα δύο από τον πόνο. Ο μόνος που έστεκα όρθιος –θα μου πεις ήμουνα και πιο νέος, 30 χρονών τότε– ήμουνα εγώ. Κι έτσι τον Σεπτέμβριο βγήκε μια αποστολή που δεν ξέραμε πού πάμε. Είχανε φύγει μια αποστολή νωρίτερα, 180 άτομα, που μάθαμε ότι βρίσκονται στο Παρθένι. Όταν μετά από έναν μήνα και, βγήκε μια διαταγή από τη χουγιάστρα –χουγιάστρα λέγαμε το μεγάφωνο– ότι ένας κατάλογος και μετά ένας 2ος κατάλογος και μετά από 2-3 μέρες, δεν θυμάμαι, μία εβδομάδα, να σου και ένα πλοίο κατέφθασε στην Γιούρα και είπανε ότι: «Όσοι είναι από τον 1ο κατάλογο να περάσουνε μπροστά και οι άλλοι θα περάσουν πίσω». Εγώ είχα γνωριστεί με έναν χωροφύλακα, γιατί, όταν φέρανε κάποια πράγματα, ζητάγανε να κάνουμε αγγαρεία και πήγα εγώ στην αγγαρεία. Του λέω: «Τι γίνεται; Πού πάμε; Πού μας πάνε;». Λέει: «Θα σας πάνε στην Λέρο». «Εντάξει».
Και τελικά μας πήγανε. Οι δεύτεροι που πήγανε κατεβήκανε στο Λακκί, ήταν οι πιο πολλοί. Το Λακκί είναι το λιμάνι της Λέρου, το οποίο το κατασκεύασαν οι Ιταλοί δηλαδή, όπου υπήρχε και το ψυχιατρείο της Λέρου στο Λακκί. Και εμάς μετά από ένα ταξίδι κάμποσων ωρών –το Παρθένι είναι στο βόρειο τμήμα της Λέρου και ήτανε ο Ναύσταθμος, είναι ένας κόλπος ο οποίος είναι περίκλειστος και στην είσοδο του κόλπου υπάρχει ένα νησί που, άμα το κοιτάς από τη μια πλευρά, νομίζεις ότι είναι λίμνη ο κόλπος. Εκεί ήταν ο Ναύσταθμος, ο ιταλικός. Υπήρχαν δηλαδή δύο κτίρια. Είναι αποθήκες υφάλων όπλων για νάρκες, όπως το περιγράφει ο Χρήστος ο Ρουμελιωτάκης. Το ένα κτίριο ήταν 45 μέτρα μάκρος, 16 φάρδος και 5,5 ύψος, και το άλλο ήταν 85 και τα λοιπά, 85, 16 και 5,5 ύψος. Στο πρώτο κτίριο ήταν η 1η αποστολή που πήγε από την Γιούρα, 180 άτομα. Η 2η αποστολή ήμασταν εμείς και μας πήγανε στο δεύτερο κτίριο τους περισσότερους, δηλαδή, να μην τα πολυλογούμε, περίπου 500 τόσα άτομα. Εκεί είχα και μια απρόοπτη συνάντηση με τον διοικητή της Ασφάλειας Νέας Ιωνίας, ο οποίος είχε μετατεθεί στην Ανώτατη Διοίκηση Δωδεκανήσου και τον οποίον του είχα κάνει μήνυση για... πώς να το πούμε τώρα; Ότι μου είχανε κάνει έρευνα, παράνομη έρευνα στο μαγαζί, στο ραφείο, γιατί προηγουμένως αυτός που είπα, ο ονόματι Λουκανίδης, είχε ζητήσει να κάνουν έρευνα από τον εισαγγελέα μέσω του διοικητή, να κάνουν έρευνα ότι γίνεται παράνομος έρανος στο κατάστημα. Και πράγματι ήρθε ο ειρηνοδίκης της Νέας Ιωνίας, έκανε έρευνα, φυσικά δεν βρήκε τίποτα, και μου κάνανε, παρόλο που δεν βρήκε τίποτα, μου κάνανε μήνυση ότι διεξάγω παράνομο έρανο εντός του καταστήματος. Παράνομος έρανος ήταν ότι, ας πούμε, παίρνω συνδρομές από μέλη με κουπόνια, όπως και τώρα υπάρχουν από τα διάφορα... Δικάστηκα, αθωώθηκα, αλλά η μήνυσή μου εναντίον τους υπήρξε, η οποία τελικά ακυρώθηκε διά βασιλικού διατάγματος. Την πρώτη μέρα, λοιπόν, που πήγαμε και είμαι και μπροστά στη σειρά, όπως παραταχθήκαμε, να σου και ο Διοικητής Ασφαλείας, ο κύριος Μιχαήλ. Με κοίταζε μία, λέω: «Δεν θα περάσουμε καλά», αλλά δεν μίλησε. Εκκρεμούσε ακόμα η μήνυση. Μετά από κανένα χρόνο βγήκε. Τελικά μείναμε στο Παρθένι, πήγαμε εκεί. Οι παλιοί, στον προηγούμενο θάλαμο ήτανε κάποιοι από την Νέα Ιωνία, ήταν ο πρώην δήμαρχος, ο Γιάννης, ο Δομνάκης, ο Γιάννης, ο Αμπατζόγλου, ο Χρήστος, ο Ρουμελιωτάκης, ο Βενετσάνης, ο Βενετσανόπουλος, ο Μήτσος, ο Σι[00:50:00]δέρης, και μπορεί και να μου φεύγει και κανένας άλλος, γιατί έχω κάνει έναν κατάλογο πόσοι ήμασταν από την Νέα Ιωνία εξόριστοι τον οποίον έχω δώσει στο ΚΕΜΙΠΟ, το Κέντρο Σπουδής και Ανάδειξης Μικρασιατικού Πολιτισμού της Νέας Ιωνίας. 54 άτομα ήμασταν. Δεν βάζω τους φυλακισμένους. Ποιοι πήγαν εξόριστοι. Εκ των οποίων, δυστυχώς, ζουν ο Κώστας ο Αλεξιάδης και ο υποφαινόμενος. Στο Παρθένι μείναμε από τον Σεπτέμβριο του ’67 μέχρι τον Δεκέμβριο του ‘70. Μέσα σε αυτό το διάστημα πολλά μεσολάβησαν. Εγώ έκανα την απογραφή μαζί με έναν, καλή του ώρα, με έναν φίλο που είναι στην Νάουσα, τον Γιώργο τον Αναστασιάδη, την απογραφή των κρατουμένων, γιατί επρόκειτο να έρθει ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός και θέλαμε να παρουσιάσουμε τα προβλήματα που έχουμε και κοντά στα προβλήματα οι άνθρωποι αυτοί από τι πάσχουν, τι οικογενειακές υποχρεώσεις έχουν και τα λοιπά. Και μας όρισαν: «Η Ομάδα». Εκ των υστέρων, μετά τα γεγονότα της Τσεχοσλοβακίας έγιναν εκλογές. Ήταν η πρώτη φορά που σε στρατόπεδο έγιναν εκλογές ποιοι θα είναι εκπρόσωποι της «Ομάδας». Μέχρι τότε με ντιρεκτίβα, «εσύ, εκείνος, εκείνος, εκείνος». Γιατί θυμάμαι, όταν έγινε η διάσπαση, μας φέρανε ένα χαρτί, «η Ομάδα» να πάρουμε θέση υπέρ της 12ης Ολομέλειας τότε. Εμείς, κάποιοι αντιδράσαμε δηλαδή, και στον θάλαμο τον δικό μας ένας που αντέδρασε πρώτος, πρώτοι δηλαδή ήταν ο απέναντι, που ήταν μεταξύ τους ο Νίκος, ο Καραμανλής, ο Αρμάος, ο Γιώργος, ο Λέκκας, ο Σπύρος, ο Κάζος και η δική μας η ομάδα από εκεί, «γιατί δεν μας παίρνετε και τις αντιρρήσεις του Παρτσαλίδη, του Δημητρίου και τα λοιπά». Και μετά από αυτό γίνανε οι εκλογές. Πλέον υπήρξε η 12η, η του ΚΚΕ Εσωτερικού, υπήρξανε οι Χαοτικοί, μεταξύ αυτών και ο υποφαινόμενος, οι Κινέζοι, οι σούπερ Χαοτικοί, τέλος πάντων. Πριν από αυτό, λοιπόν, κάναμε την απογραφή και ήρθε ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός με εκπρόσωπο τον Μαρτίν, του το δώσαμε και θυμάμαι ότι τότε ήμασταν 518. Μάλιστα ένα χαρτάκι που το έφτιαξε ο Κώστας, ο Κουλουφάκος, το οποίο το έχω δώσει στο ΑΣΚΙ, είχε τα ονόματα με τον καθένα από τον θάλαμο τον δικό μας, σε ποια ομάδα ανήκανε, ποιοι ήταν με τη 12η, ποιοι ήταν με το ΚΚΕ Εσωτερικού, ποιοι ήταν με το ΧΑΟΣ, ποιοι ήταν... με χρώματα. Μια φορά ήμασταν με τον Μανωλάκο τον Αριστείδη, γιατί και αυτός ήταν εκεί και μου λέει: «Τι το κρατάς ρε; Δώσ’ το στο ΑΣΚΙ». Και το έδωσα εκεί να το έχουν. Τώρα τι το έκαναν δεν ξέρω. Μέσα σε αυτό το διάστημα φύγανε κάποιοι άνθρωποι, ιδίως μεγάλοι άνθρωποι, από το Παρθένι, όπως ήτανε ο καθηγητής, ο Γιάννης ο Ιμβριώτης, τότε 82-83 χρονών, αλλά ήταν και ταλαιπωρημένος, ήτανε και ο πατέρας του Νεγρεπόντη του Ξινοτρούλια το όνομά του, του Γιάννη του Νεγρεπόντη του ποιητή, που έχει γράψει τα τραγούδια για το Βιετνάμ και τα λοιπά. Και κάποιοι άλλοι φύγανε, κατά καιρούς φύγανε και κάποιοι που είχανε κάνει δήλωση στη Γιούρα. Εγώ, εν τω μεταξύ, σε όλο το διάστημα, με το έτσι θέλω ανέλαβα την αλληλογραφία. Έγινα ο ταχυδρόμος του στρατοπέδου. Δηλαδή, οι χωροφύλακες φέρνανε στην αρχή τα γράμματα, τα φωνάζαμε, και όσοι δεν ήταν τα παίρνανε πίσω. Τελικά τους έπεισα να μου τα αφήνουν εμένα να τα μοιράζω εγώ τα γράμματα και τελικά καθιερώθηκε να είμαι ο ταχυδρόμος του στρατοπέδου. Μάζευα τα γράμματα των κρατουμένων, τα έδινα στους χωροφύλακες, γιατί πέρναγαν από τον έλεγχο... Λογοκρισία! Ό,τι δεν τους άρεσε το σβήνανε, όπως και ό,τι ερχόταν και το διάβαζαν. Αυτή ήτανε πέντε κάρτες και τρία γράμματα –γράμματα όχι σε καμιά κόλλα χαρτί, αυτά τα επιστολόχαρτα που πουλάνε τα περίπτερο και οι κάρτες ήταν τελείως ανοιχτές– διάβαζε ο καθένας, αν και τα γράμματα φυσικά τα διάβαζε ο καθένας, ήταν ανοιχτά, δεν ήταν κλειστά. Σε αυτό το διάστημα λοιπόν. Επίσης, ό,τι δέματα ήτανε τα μαζεύαμε και μια φορά την εβδομάδα το κατεβάζαμε στην Αγία Μαρίνα, στο ταχυδρομείο, οι κρατούμενοι, για να πάρουμε τα δέματα που στέλνανε οι δικοί μας, για να τα μοιράσουμε. Τον τελευταίο χρόνο είχε αναλάβει ένας διοικητής, έτσι γεροντοπαλίκαρο ήτανε, ήταν και της θρησκείας λίγο και έξω από το στρατόπεδο υπήρχε ένα εκκλησάκι της Αγίας Κιουράς –της Αγίας Κυράς, παραφθορά Κιουρά. Ήτανε η Οσία Ματρώνη, η οποία γιορτάζει αύριο, μεθαύριο, 20 του μηνός. Αυτό εκ των υστέρων μάθαμε ότι γινόταν το μεγαλύτερο πανηγύρι της Λέρου. Έρχονταν από την Πάτμο, από τους Λειψούς, μέχρι από την Αστυπαλιά. Αυτό λοιπόν, και άρχισε να φτιάχνει, είχαν απαγορεύσει να περνάει ο κόσμος να πηγαίνει στο εκκλησάκι. Μόνο μπορούσαν να πάνε οι κάτοικοι στο χωριό, γιατί μετά από το στρατόπεδο υπήρχε ένα μικρό χωριό, το Παρθένι. Είχε καμιά 25αριά σπίτια. Μόνο αυτοί μπορούσαν να περάσουνε από τον δρόμο μπροστά από το στρατόπεδο και αυτοί να κοιτάνε προς το βουνό! Δηλαδή ήτανε στον γάιδαρο καβάλα, που λένε, και κοίταζαν προς το βουνό. Μόνο ένα κοριτσάκι, η Κατινίτσα, που ο μπαμπάς της είχε ένα καφενείο πριν από το στρατόπεδο και η γιαγιά της έμενε στο Παρθένι. Πέρναγε, λοιπόν, δύο φορές την ημέρα να πηγαίνει φαγητό στη γιαγιά της και περνούσε δίπλα από τα σύρματα σχεδόν και όταν έβλεπε κανέναν, έλεγε: «Καλημέρα σας». Φωνάζανε οι χωροφύλακες κάτι: «Άντε ρε». Δεν έδινε σημασία η Κατινίτσα. Και περιμέναμε να περάσει η Κατινίτσα να μας πει «Καλημέρα» ή «Γεια σας, τι κάνετε», ξέρω ‘γω τι. Λοιπόν, αυτούς τους ανθρώπους έβλεπες μόνο, ή αν ερχόταν κανένας να σε επισκεφτεί δικός σου, ο οποίος ερχότανε για 1-1,5 ώρα το πολύ, έκανε ένα ολόκληρο ταξίδι, μπορεί να κατέβαινε, ας πούμε, από την Θράκη για να έρθει για 1,5 ώρα και να είσαι εσύ, η γυναίκα σου, ή η μάνα σου, ή η αδελφή σου, ή ο πατέρας σου, ξέρω ‘γω τι, και δίπλα ο χωροφύλακας σε ένα στρογγυλό τραπέζι. Λοιπόν, τι να πεις; «Τι κάνετε και τι…», αυτό, τέλος πάντων. Ήρθε αυτός, λοιπόν, και έφτιαχνε, οπότε έρχεται μια μέρα και μου λέει: «Κύριε Ιωάννου, έχουμε κανέναν ζωγράφο στο στρατόπεδο;», λέω: «Πώς δεν έχουμε». Λέει: «Ξέρεις, φτιάχνουμε το εκκλησάκι», εμείς είχαμε μάθει ότι έφτιαχνε το εκκλησάκι, είχε πάει. Ποιος δεν θα έδινε λίγα τσιμέντα; Ποια μάντρα; Για να φτιάξει διοικητής τώρα του στρατοπέδου. «Μήπως μπορούνε να έρθουνε να αγιογραφήσουνε;», λέω: «Να ρωτήσουμε, κύριε διοικητά», [01:00:00]Παναγιωτάκης λεγόταν. Πράγματι πάω, λέω: «Έτσι κι έτσι». Ε, και ήτανε κάποιος, λέει ο φίλος μου, ο Αντώνης, ο Καραγιάννης, αυτός εδώ, και ένας άλλος, ο Κυριάκος, ο Τσακίρης και ένας άλλος, δεν θυμάμαι τώρα πώς τον λένε, τέλος πάντων. Έχω και κάνα-δύο από εκεί ζωγραφισμένα. Και άρχισαν να ζωγραφίζουνε να φτιάξουν το εκκλησάκι, να ζωγραφίσουν την Αγία Κυρά. Εγώ φυσικά υποτίθεται ότι ήμουνα βοηθός τους. Έδινα τα γράμματα και μετά, μαζί με έναν χωροφύλακα, γιατί το εκκλησάκι από το στρατόπεδο ήταν περίπου 1 χιλιόμετρο, πήγαινα εκεί και χάζευα, μου λέγανε: «Πάρε, κάνε αυτόν τον τοίχο μπλε». Είχαμε και κάνα-δύο άλλους, ο Κολλάτος, ο Σωτήρης. Τα μοντέλα δε ήτανε ζωντανά. Ο Αντώνης, ο Καραγιάννης... Έτσι, λοιπόν, προχωρούσε η αγιογραφία με μοντέλα ζωντανά στο εκκλησάκι, ώσπου κάποια στιγμή κυκλοφόρησε ότι θα γίνουν μεγάλες απολύσεις τα Χριστούγεννα. Κατά διαστήματα βγαίνανε ότι θα γίνουν απολύσεις. Εκείνος που ξεκαθάριζε τα πράγματα ήταν ο Θόδωρος ο Κοκλάνης. «Ποιος στο είπε;», «ο Κοσμάς». «Κοσμά ποιος στο είπε;», «ο τάδε». «Τάδε ποιος στο είπε;», «η γυναίκα του τάδε που ήρθε στο επισκεπτήριο». Οπότε αποδεικνυόταν ότι ήταν μούφα η υπόθεση. Ενώ πριν από τα Χριστούγεννα κυκλοφόρησε αυτή η φήμη έντονα. Αρχίσαμε, λοιπόν, ερχόταν ο διοικητής την ώρα που γινόταν η αγιογραφία, όλη την ημέρα δηλαδή, τον πιάνουμε συζήτηση: «Λένε εκείνο, το ένα, το άλλο». Όταν έφτασαν κοντά τα Χριστούγεννα του λέμε –εν τω μεταξύ, στην ημέρα της γιορτής της Αγίας Ματρώνης της Χιοπολίτιδος– πριν από εκεί του ζητήσαμε να επιτραπεί όλο το στρατόπεδο να πάρει μέρος στην εορτή. Πράγματι, τον πείσαμε και κατόρθωσε και αυτός μαζί με τον Μητροπολίτη Λέρου-Πάτμου, Ισίδωρο τον λέγανε νομίζω, τον Μητροπολίτη, κατόρθωσαν να επιτρέψουν να πάνε μερικοί κρατούμενοι να παρακολουθήσουν τη λειτουργία την παραμονή, στις 19 του μηνός, σαν αύριο. Και πράγματι, έγινε αυτό. Ήρθανε οι παπάδες, εκατοντάδες κόσμος, εκατοντάδες κόσμος με όργανα και τα λοιπά. Για κακή μας τύχη, όμως, έπιασε μια βροχή κατά τις 12:00 η ώρα, 12:30 το βράδυ, και διέλυσε το πανηγύρι. Έγινε πανηγύρι! Διέλυσε το πανηγύρι, έφυγε ο κόσμος κακήν κακώς και πολλοί από τους κρατούμενους κατέληξαν σε μια ταβέρνα που είχε εκεί ένας Παραπονιάρης, που οι κόρες του πήραν μέρος σαν μοντέλα στην αγιογράφηση, και κράτησε το πανηγύρι εκεί μέσα μέχρι τις 4:00 η ώρα το πρωί. Μάλιστα, ήρθε σε κέφι ένας, ο Νάσσης, ο οποίος έβγαζε τότε τα επαγγελματικά ψυγεία, κέρασε εκεί τον κόσμο. Και όταν έφτασαν κοντά τα Χριστούγεννα, τον πολιορκήσαμε τον διοικητή και μας είπε: «Αύριο αν θα έρθει ο κατάλογος, θα έρθω κορνάροντας με το τζιπ». Ε, την άλλη μέρα περιμέναμε, οπότε ακούμε το τζιπ και δεν βγάζει καμιά τσιμουδιά. Έρχεται εκεί, μπαίνει μέσα, ήτανε λίγο στεναχωρημένος, λέει: «Δυστυχώς, κύριοι, μόνο ο κύριος Ιωάννου φεύγει». Ποιος τον ακούει... Δυστυχώς, όλοι οι άλλοι –ήταν, εν τω μεταξύ, εκείνη την ώρα εκεί μέσα, ήμασταν εγώ, ήτανε ο Σταμάτης ο Σκυλάκος, που είπαμε ήταν μοντέλο, τον χρησιμοποιούσαν για μοντέλο δηλαδή, να κάνει τον Χριστό, ήταν ο Κυριάκος, ο Τσακίρης, ο Σωτήρης Κολλάτος, δεν θυμάμαι άλλους. Λέμε: «Ποιοι άλλοι απολύονται, κύριε διοικητά; Αφού έχετε τον κατάλογο δεν μας λέτε τώρα τον κατάλογο; Εμείς σάμπως θα το πούμε σε κανέναν;». Ε, βγάζει τον κατάλογο, μας λέει τα ονόματα –εγώ δεν υπήρχε περίπτωση, τους είχα όλους, αφού τους έχω τσεκάρει κιόλας στο βιβλίο εκεί της «Ελευθεροτυπίας», ποιοι ήταν μέσα στο στρατόπεδο– λέω: «Μόνο αυτοί, κύριε διοικητά; Αφού έχετε και τον άλλο κατάλογο. Εμείς έχουμε ακούσει ότι είναι 150 άτομα». Ε, βγάζει και τον άλλο κατάλογο που φεύγανε την άλλη, ο πρώτος κατάλογος ήταν 21 του μηνός, Δεκεμβρίου, και στις 22 έφευγαν. Ο άλλος κατάλογος ήταν να φύγουν τους 23. Ακούω και τον άλλο κατάλογο. Μόλις φεύγει ο διοικητής με το τζιπ: «Παιδιά», λέω, «να σας φιλήσω και φεύγω». Τα πόδια μου φτάσανε στα αυτιά μου από το τροχάδην. Φτάνω στο στρατόπεδο μέσα, με το που μπαίνω μέσα, βλέπω έναν εκεί ο οποίος απολυόταν: «Τα πράγματά σου και αύριο φεύγεις». Με κοιτάζει, σου λέει παλάβωσε αυτός, δεν είναι καλά. «Τι λες ρε;», λέω: «Άκουσες τι σου είπα; Αύριο φεύγεις». «Και εσύ πού το ξέρεις;». «Ρε αύριο φεύγεις. Τώρα το διαβάσαμε στον κατάλογο του διοικητή». Να μην τα πολυλογώ, σε 10 λεπτά έχει μαζευτεί το μισό στρατόπεδο. Όσοι ήτανε: «Εγώ;», «Εσύ μέσα, εσύ έξω». Δίπλα μου έμενε ένας στην ηλικία τη δική μου ακριβώς, ο Μίμης ο Κασαπίδης, ο μετέπειτα δήμαρχος Περάματος, και τώρα ζει στο Αιγίνιο της Ημαθίας, εκεί, Πιερίας. Λοιπόν, τον ψάχνω από δω, τον ψάχνω από κει, δεν τον βρίσκω. Μου λέει ένας: «Πρέπει να είναι στο εστιατόριο», είχαμε ένα χώρο που πηγαίναμε εκεί και τρώγαμε οι κρατούμενοι, «πρέπει να είναι εκεί». Πάω και τον βρίσκω. Του λέω: «Παράτα την κιθάρα μην στην περάσω κολάρο στο κεφάλι. Φεύγουμε αύριο». «Τι φεύγουμε;», λέει. «Φεύγουμε ρε», του λέω, «να πας να βρεις εσύ την Βαγγελίτσα σου και εγώ την Λίτσα μου», γιατί εκείνος ήταν αρραβωνιασμένος, αλλά καλή κοπέλα η Ευαγγελία, η Σκουριανοπούλου.
Και την άλλη μέρα φύγαμε και στην καμπίνα μέσα ήμουνα εγώ, ο Μίμης, ο Κασαπίδης, ο Αντρέας, ο Μπαρτζώκας –ο γιος του είναι ο προπονητής του Ολυμπιακού– και ο Μίμης ο Καρμίρης, τέσσερα άτομα. Εκείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν ο πολύ καλός κόσμος της Λέρου. Είχε μαθευτεί στην Λέρο, δεν ξέρω πώς, ότι απολύονται οι κρατούμενοι και είχαν μαζευτεί καμιά 20αριά παιδιά, 20-25-30 χρονών, και είχανε κάτσει απέναντι, γιατί ήταν μια κακή μέρα εκεί που φεύγαμε, έβρεχε, έκανε ένα κρύο, ψόφο, και μπήκαμε μέσα σε ένα καράβι, τον «Φίλιππα», ένα καρυδότσουφλο 900 τόνων τότε, και ήταν απέναντι και μας χαιρετούσαν. Εμείς ανεβήκαμε πάνω στο πλοίο και βγήκαμε εκεί και ήταν τα παιδιά απέναντι και μας χαιρετούσαν, αγόρια και κορίτσια, και μου έκανε εντύπωση, μας έκανε όλων εντύπωση δηλαδή. Εκεί, με εκείνη την εποχή, με εκείνες τις καταστάσεις. Τέλος πάντων, μετά το διαπίστωσα εξ ιδίων για τον καλό τον κόσμο. Και φύγαμε, ήρθαμε εδώ. Δεν μπορεί να, δηλαδή αυτές τις στιγμές, όσα χρόνια και να περάσουν... Να συναντήσεις τους δικούς σου, γιατί μας επέτρεψε, τηλεφωνήσαμε ότι ερχόμαστε στον Πειραιά, εκεί που είχαν μαζευτεί όλοι, φίλοι,[01:10:00] οι γονείς μου. Η γυναίκα μου είχε μετακομίσει από το σπίτι εκείνο που μέναμε εδώ κοντά, στο κέντρο της Νέας Ιωνίας. Άνθρωπος... Έμεινα μερικές μέρες έτσι εδώ, γιατί κάθε μέρα έρχονταν και κάποιοι από τους φίλους να ιδωθούμε και τα λοιπά. Αυτή η φωτογραφία που σου έδειξα προηγουμένως και σου είπα είναι κινηματογραφική, έτσι όλοι μαζί οι φίλοι πήγαμε προς την Δροσιά και εκείνη την μέρα βγάλαμε κάποιες φωτογραφίες, και εκείνη. Ε, και μετά σκέφτηκα: «Τι θα κάνω, τι θα κάνω;». Μου λέει ο ξάδελφός μου, αυτός που είχαμε μαζί το μαγαζί: «Δεν τ’ ανοίγουμε μαζί πάλι;», γιατί το είχε κλείσει. Το ανοίξαμε πάλι το μαγαζί, αλλά ποιος να μπει μέσα; Δηλαδή, εκτός από κάποιους ανθρώπους που είχαν το θάρρος και που ήταν αριστεροί και τα λοιπά, γιατί κάποιοι άλλοι σε βλέπανε και στρίβανε γωνία ακόμα, και μετά, όταν έπεσε η Χούντα, «γίνανε πιο αριστεροί από εσένα», που λέει και ο Αναγνωστάκης, το έχω κάπου κρυμμένο το ποίημα του εκείνο. Τέλος πάντων. Ε, και πέρασαν κάνα-δύο χρόνια εκεί, έγιναν και τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Ευτυχώς, είχα φρουρά κάθε μέρα έξω από το σπίτι, γιατί η γυναίκα μου δούλευε τότε σε ένα εργοστάσιο και δούλευε όλο πρωί και σηκωνότανε 5:00 η ώρα, έπρεπε στις 6:00 η ώρα να είναι στο εργοστάσιο –ήταν στην οδό Ηρακλείου προς το Ηράκλειο, εκεί που τέμνει την Ηρακλείου η Αττική οδός, εκεί ήταν το εργοστάσιο. Λοιπόν, σηκωνόταν, την ώρα που έφευγε, έφευγαν και αυτοί από έξω από το παράθυρο, γιατί ήτανε, το σπίτι είχε ένα παράθυρο υπερυψωμένο κάπου, ήταν ισόγειο αλλά υπερυψωμένο ισόγειο, κάπου 1,5 μέτρο, και αυτοί ήταν κάτω από το παράθυρο, η κρεβατοκάμαρα ήταν εκεί. Και ήταν όλη τη νύχτα κάτω από το παράθυρο. Τόσο μυαλό τους έκοβε. Λες και εμείς αν θέλαμε να πούμε κάτι θα ακουγόταν. Τέλος πάντων. Και οι δουλειές, ίσα ίσα που ζούσαμε, δηλαδή πολύ δύσκολα. Και τότε ο αυτός ο φίλος, ο Κώστας, ο οποίος από μικρός είχε ασχοληθεί με την υφαντουργία, από 10 χρονών είναι στην υφαντουργία, είχε μεγαλώσει, και αυτός ταλαιπωρήθηκε, τέλος πάντων, είναι άλλη ιστορία. Είχε ένα εργοστάσιο στις γραμμές του τρένου, όπως σταματάς στην Νέα Ιωνία, λίγο πιο πάνω είναι η γέφυρα, είναι ένα εργοστάσιο, του Εφραίμογλου τα κτίρια εκεί όλα, και είχε νοικιάσει εκεί, είχε μεγαλώσει τη δουλειά, μου λέει: «Έρχεσαι να αναλάβεις τη διεύθυνση εσύ, γιατί εγώ δεν τα προλαβαίνω όλα. Αλλά σκέφτομαι να πάμε εκτός Αθηνών. Έρχεσαι;». «Ε», λέω, «να τα πούμε με την Λίτσα», Ευαγγελία-Λίτσα. Παιδιά δεν είχαμε, κάναμε κάποιες προσπάθειες, αλλά δεν επιτεύχθηκε ο σκοπός. Τέλος πάντων.
Τελικά, αφού έμεινα εδώ στο εργοστάσιο εγώ, ανέλαβα το εργοστάσιο εδώ, το υφαντήριο, και εκείνος γενικά το εμπόριο και τις τράπεζες και τα λοιπά. Δυσκολεύτηκα γιατί ήταν και μια δουλειά που την αναλαμβάνεις, δεν είχε καμιά, μπορεί να είναι ύφασμα, αλλά δεν ήταν άλλο πράγμα, ήταν πάρε δώσε, είχε και φασόν, είχε και άλλους που συνεργάζονταν με αυτόν. Τέλος πάντων, και βρήκαμε τελικά ένα οικόπεδο στο ύψος της Αταλάντης πάνω στην Εθνική Οδό, το οποίο χτίστηκε, ένα οικόπεδο 13,5 στρέμματα, με ένα κτίριο επάνω γύρω στα 2,5 χιλιάδες στρέμματα κτίριο. Και το ’76, 22 Σεπτεμβρίου, μετακόμισα στην Αταλάντη. Να μην τα πολυλογούμε, μείναμε 22 χρόνια ακριβώς, 22 Σεπτεμβρίου πήγα, 22 Σεπτεμβρίου έφυγα από κει. Εκεί πολιτικά είχα πολύ λιγότερες, μετά τη Χούντα, γιατί δεν υπήρχε και τόσο οργάνωση, κάποιες προσπάθειες μικρές με τη Νομαρχία της Φθιώτιδας και με κάποια δύο-τρία παιδιά που είχαμε, ήταν πολύ λίγες προσπάθειες. Περισσότερο δηλαδή όταν κατέβαινα κάθε 15 εδώ, είχα τις επαφές μου. Στην αρχή, όταν φυσικά βγήκαμε από την εξορία, βγήκα από την εξορία, ορισμένοι από μας συγκροτήσαμε μια οργάνωση της ΕΔΑ. Άλλοι είχανε πάει με το Εσωτερικό, άλλοι με το Εξωτερικό τότε που λέγαμε και έκαναν και κάποιες προσπάθειες: «Δεν θα έρθεις στο κόμμα;». Τέλος πάντων, εγώ και κάποιοι άλλοι, όπως αυτός ο φίλος ο Κώστας, είχαμε κάνει, είχαμε νοικιάσει και γραφεία, έχω και το αρχείο εδώ μέσα. Αλλά η κατάσταση δεν, δηλαδή η ΕΔΑ δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει όλους αυτούς, όπως είχαν πει, και έτσι σιγά σιγά έφυγα κι εγώ από δω και έκλεισαν τα γραφεία, και οι περισσότεροι από αυτούς που ήταν στην ΕΔΑ προσχώρησαν με το ΚΚΕ Εσωτερικού, που μετά έγινε διαφορετικό και μετά έγινε Συνασπισμός. Έμεινα, λοιπόν, μέχρι το’98 εκεί, και επέστρεψα. Όταν επέστρεψα πλέον ξανασυνδέθηκα με τους ανθρώπους εδώ και ξανά ανέλαβα μαζί με άλλους στην Οργάνωση της Νέας Ιωνίας, μάλιστα εξελέγην και μέσα στην Οργάνωση εκεί και στη διάσπαση, τότε που έφυγε ο Κουβέλης και έφυγε σχεδόν η μισή Οργάνωση να πάει με τον Κουβέλη, εγώ, μου είπαν: «Εσύ γιατί δεν φεύγεις;», λέω: «Εγώ, κοίταξε να δεις, από το σπίτι μου δεν φεύγω. Εδώ είναι το σπίτι μου, κανένας δεν θα με διώξει. Λοιπόν, δεν υπάρχει λόγος». Και τελικά μπορέσαμε και ξαναδέσαμε την Οργάνωση, μαζέψαμε σιγά σιγά και πολλοί από αυτούς επέστρεψαν τότε στον Συνασπισμό. Και μάλιστα, όταν ανέλαβε την προεδρία ο Τσίπρας, εδώ ήμασταν, άμα σου πω στην οργάνωση καμιά 60αριά, θα μου πεις πολλοί είναι. Αναλάβαμε να κάνουμε και έγινε η πρώτη συγκέντρωση που έκανε ο Τσίπρας, τότε εγώ γραμματέας της οργάνωσης εδώ, έγινε στο Γυμνάσιο της Νέας Ιωνίας, έχει μια αίθουσα μεγάλη τελετών και έγινε. Ψάχναμε να βρούμε μέρος έτσι να γίνει ευπρόσωπο και μαζί –η αλήθεια είναι ότι βοήθησε και ο Πέτρος ο Καλκανδής από κάτω, από το κόμμα, γιατί μπορώ να σου πω με δύο-τρία άτομα το ξεκινήσαμε από δω όλο αυτό– και τελικά ήτανε μια πολύ καλή συγκέντρωση, πάνω από 500 άτομα. Χαμός έγινε. Δεν το περίμενα δηλαδή. Ήρθαν άνθρωποι από δω, σκέψου, που δεν τους είχα ξαναδεί. Ήταν η πρώτη μεγάλη συγκέντρωση που έκανε ο Τσίπρας, δηλαδή που ξεκίνησε να βγει εκείνη την εποχή, και μάλιστα τον παρουσίαζε, είχε τότε μια κοπέλα από την Αυγή, μου λέει: «Πώς τα βλέπετε τα πράγματα;», λέω: «Να τα δω εγώ ή εσύ να τα δεις εδώ; Για κοίταξε εκεί την αίθουσα που είναι και όρθιοι [01:20:00]μέσα και οι διάδρομοι και απ’ έξω έχει τόσο κόσμο». Όλη αυτή την διαδικασία. Τελικά, μετά ήρθανε όλοι αυτοί που είπαμε από Συνασπισμούς να γίνει ΣΥΡΙΖΑ και κάποιοι είχανε τις αντιρρήσεις τους, ότι: «Δεν πρέπει, και αυτός είναι από κει και ο άλλος είναι από το ΠΑΣΟΚ». «Ρε, από πού θέλετε να είναι δηλαδή αυτοί; Εδώ, όταν η ΕΔΑ ήταν το ’58, η συνοικία η δικιά μας έδινε 70% στην ΕΔΑ. Και αυτοί όλοι, όταν ήρθε το ΠΑΣΟΚ και πήρανε μια ανάσα το ‘80 και πήγανε στο ΠΑΣΟΚ, αυτοί ήταν όλοι, όλοι ήταν της ΕΔΑ όλοι αυτοί, αυτοί ήταν όλοι μέλη της οργάνωσης εδώ. Τι θέλετε να κάνουν;» Δηλαδή, ήρθε από το ΠΑΣΟΚ... Από πού να τους πάρουμε; Τελικά, σιγά σιγά το αποδέχτηκαν αυτό και έτσι η οργάνωση μεγάλωσε. Μετά μας βάλανε κάποια φωτιά εδώ από ένα κτίριο που είχαμε πάει. Τέλος πάντων, ξαναγυρίσαμε πίσω και έτσι σε όλο αυτό το διάστημα, τώρα η οργάνωση έχει φτάσει να έχει, όταν έφυγα εγώ τελικά είχε γύρω στα 140 άτομα η οργάνωση εδώ, μέλη. Όταν έφυγα εγώ, δηλαδή έφυγα με την έννοια ότι τους τα έδωσα, τα παράτησα γιατί είχε αρχίσει και είχε χτυπήσει και η γυναίκα μου και είχε αρρωστήσει και έπρεπε να είμαι... Και παρόλα αυτά, τέλος πάντων, μέχρι ένα ορισμένο σημείο... Ε, τώρα φυσικά είναι με την καινούρια απογραφή που είχε γίνει, δεν ξέρω, πάνω από 600-700 άτομα είναι. Αυτή είναι η ζωή μου, με πολλές έτσι...
Παραδείγματος χάρη, δύο στιγμές μέσα στο στρατόπεδο με έχουν συγκινήσει πολύ. Η μία ήτανε που φέρανε έναν χωροφύλακα, ένα παιδί 23 χρονών. Πήγε να κάνει μπάνιο μαζί με άλλους, φάγανε και πήγαν να κάνουν μπάνια, και δεν ήξεραν να κάνουν, και ζήταγε βοήθεια και δεν μπορούσαν να τον βγάλουνε. Δηλαδή, και οι άλλοι χωροφύλακες που ήταν μαζί του και αυτοί δεν ήταν ικανοί και σχεδόν τον φέρνουν πνιγμένο, όχι σχεδόν, πνιγμένο τον φέρανε στο στρατόπεδο, και την ώρα που τον έφερναν οι χωροφύλακες στο αναρρωτήριο του στρατοπέδου –το οποίο αναρρωτήριο το κρατάγανε οι γιατροί οι δικοί μας, οι κρατούμενοι, και είχαμε και εξαιρετικούς γιατρούς όπως ήταν ο Θανάσης, ο Κωνσταντινίδης, ο νευροχειρουργός, ο μαθητής του Οικονόμου, ήταν ο Παπαϊωάννου, ο Μιχάλης, ο Γεωργακόπουλος από τη Νεμέα, και άλλοι πολλοί, ο Φλούτζης από το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου– εγώ τον είδα, μου λέει: «Φώναξε τους γιατρούς», και πήγα και τους φώναξα. Και πήγανε εκεί και κάνανε μια προσπάθεια περίπου μία ώρα, με το φιλί της αυτής και με μαλάξεις, αλλά δεν μπόρεσαν να... Δηλαδή οι δύο οι γιατροί, ο Μιχάλης και ο Θανάσης, ο Μιχάλης, ο Παπαϊωάννου και ο Θανάσης, ο Κωνσταντινίδης, μαζί με τον Λευτέρη, τον Χαλβατζή, του Χαλβατζή τον αδελφό, του Σπύρου του Χαλβατζή τον αδελφό. Έκανε κάποια αυτά, αλλά τελικά δεν γλίτωσε. Αυτή η στιγμή με έχει σημαδέψει. Και μια άλλη, όταν το ’70 το καλοκαίρι είχανε κάνει οι Θρακιώτες μια γιορτή για έναν Τούρκο, είχαμε έναν Τούρκο μαζί μας, τον Σαλί Κερίμ. Ο Σαλί Κερίμ είχε τέσσερα παιδιά με μια γυναίκα, στον δρόμο πάνω στην Ξάνθη, που τελικά αναγκάστηκε από την πείνα να φύγει η γυναίκα του και να πάει στη Σμύρνη με τα τέσσερα παιδιά, μικρά. Και του κάνανε μια γιορτή για το Ραμαζάνι που τελείωνε. Και ήτανε στον άλλο θάλαμο. Λοιπόν, του κάνανε στον άλλο θάλαμο και με φωνάξανε, γιατί εγώ ήμουνα ο γαμπρός της Θράκης. Επειδή η γυναίκα μου ήταν Θρακιώτισσα, ό,τι γινόταν έπρεπε να είμαι και εγώ στη γιορτή των Θρακιωτών. Και πήγαμε, ήταν πολύ συγκινητική γιατί συγκινήθηκε ο Σαλί Κερίμ και, παρόλο που ήταν λίγο αυτό που λέμε «Κεκές», δηλαδή δεν μπορούσε να μιλήσει καλά, έπιασε ένα τουρκικό τραγούδι, μα τόσο ωραία! Και χωρίς κανένα έτσι ψεύδισμα να κάνει! Και παραπονιάρικο που να κλαίει όλος ο θάλαμος. Δεν έχω… Δηλαδή τέτοια στιγμή δεν έχω ξαναδεί. Ήταν όλοι οι Θρακιώτες και να ‘χει μαζευτεί όλος ο θάλαμος, να σ’ αυτόν τον θάλαμο –καλά ο Ρίτσος είχε φύγει τότε, αλλά σε αυτόν το θάλαμο ήταν ο Ρίτσος και πολλοί άλλοι, ο Δρομάζος της Αυγής, γιατί ήταν από την πρώτη, και κάποιοι Ιωνιώτες. Και αυτές οι δύο, όπως και μια άλλη φορά που, μια άλλη στιγμή που με έχει σημαδέψει εκεί ήτανε όταν κάποια στιγμή είχε φύγει ο Κώστας, ο Κουλουφάκος –δεν ξέρω αν έχεις ακούσει περί Κώστα Κουλουφάκου. Ήταν μια πολύ μεγάλη μορφή για εμένα, της πνευματικής ζωής του τόπου, εκείνη την εποχή. Είναι, ας το πούμε, μαικήνας των νέων. Πολύγλωσσος, εργατικός, παρόλο που ήτανε και Μανιάτης, και του έλεγα εγώ: «Δεν μπορεί. Αποκλείεται να είσαι Μανιάτης και να δουλεύεις τόσο πολύ». Συνήθως όλοι είναι νταβατζήδες. Και μου έλεγε: «Α κωλοπαΐδιο!». Αυτός ήταν από τους συντελεστές της «Επιθεώρησης Τέχνης». Η «Επιθεώρηση Τέχνης» ήταν ένα φιλολογικό περιοδικό της εποχής εκείνης. Δυστυχώς, ένα έχει σωθεί από αυτά, και μάλιστα αυτό είναι και διπλό τεύχος, που είναι αφιερωμένο στην Εθνική Αντίσταση. Από εκεί έχουν περάσει, από την «Επιθεώρηση Τέχνης», όλα τα μεγάλα ονόματα της Ελλάδας, όταν λέω όλα, όλα! Ο Κώστας, ο Κουλουφάκος μαζί με τον Τίτο, τον Πατρίκιο, τον ποιητή, τον οποίο δεν τον δέχτηκαν και στην Ακαδημία, ήταν από τους πιο κυριότερους συντελεστές. Ο Κώστας μάλιστα, και κάποια στιγμή τον είχανε οι αυτοί του κόμματος, τον είχανε βγάλει απ’ έξω γιατί βάλανε ένα, δεν θυμάμαι ποιανού Ρώσου ήτανε, ήταν από αυτούς που είχε πει, τότε στην εξορία μας έλεγε ότι: «Αυτό το καθεστώς εκεί απάνω δεν μπορεί να ζήσει». Μιλάμε τώρα για το ’68. Εγώ έμενα εδώ μέσα. Είχαμε κάνει σε αυτόν τον θάλαμο κελιά ο καθένας και ήμασταν τρεις, τέσσερις, πέντε, ανάλογα, δηλαδή τα είχαμε περιορίσει με χάρμπορτ και με νάιλον και υποτίθεται ότι ήταν, είχαμε και πορτούλα, άνοιγες και έμπαινες μέσα, γιατί αυτός ο θάλαμος όπως σου είπα ήταν 16 μέτρα. Τέλος πάντων, και μου έλεγε τότε: «Δεν μπορεί να ζήσει». Αυτός λοιπόν ο Κώστας, ο Κουλουφάκος, διαμόρφωσε όλη τη νεολαία του στρατοπέδου του Παρθενίου. Κάθε μεσημέρι θα έβλεπες καμιά 15αριά-20 παιδιά, από εμένα, τον Κυλάκο, τον Ματίκα τον Κυριάκο, τον Μανωλάκο τον Αριστείδη, και άλλα παιδιά να είναι και να μιλάει ο Κώστας, ο Κουφακος για τα διάφορα πράγματα. Ε, πέθανε. Έχω ένα, τον «Μανδραγόρα», που είναι αφιερωμένος όλο για τον θάνατό του, ένα περιοδικό. [01:30:00]Και ήμασταν και μαζί στο κελί μέσα. Είχε πεθάνει, λοιπόν, αυτός και το απόγευμα, ενώ γινόταν ένας αγώνας βόλεϊ μπροστά από το, στην αυλή του στρατοπέδου, έπαιζαν οι Θρακιώτες με τους Αθηναίους. Οι Αθηναίοι φυσικά ήτανε ωραία ομάδα, είχαν ομάδα με καλούς παίκτες, οι Θρακιώτες… Είχαμε έναν που ήταν φοβερά ωραίος άνθρωπος. Δεν μπορείς να φανταστείς, Μαργαρίτα, κάποιοι άνθρωποι που υπήρχαν εκεί πέρα. Έχουν σπάσει αυτά τα καλούπια. Ήταν ο «αγράμματος», έτσι τον λέγαμε, Παναγιώτης Δεληγιαννίδης. Ένας ψηλός, ωραίος. Το τι χιούμορ είχε! Ένας πολύ βασανισμένος, μια πολύ βασανισμένη οικογένεια. Την αδερφή του την είχαν εκτελέσει. Με ένα χιούμορ! Και γινότανε το ματς και κάποια στιγμή κατεβαίνει μια κουστωδία, καμιά 20αριά χωροφύλακες με τον επικεφαλής της Λογοκρισίας, έναν ψηλό, ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, όταν πρωτοήρθε, ήρθε στο τμήμα εδώ της Σαφράμπολης, και εμείς, επειδή ήταν έτσι ένας ψηλός και έμοιαζε με τον Καπελώνη της υπόθεσης του Λαμπράκη στην Καρφίτσα και τα λοιπά, τον βγάλαμε Καπελώνη. Ο Καπελώνης, λοιπόν, τον είδαμε, ήτανε εκεί στο στρατόπεδο και μάλιστα μόλις ήρθε, ήρθε μετά από εμένα και με βρήκε στον στρατό και μου λέει: «Α, Κοσμά, εδώ είσαι; Σε πιάσανε και εσένα;». «Όχι με πιάσανε. Εσύ», λέω, «φταις». Λέει: «Γιατί;». «Ε, γιατί», λέω, «έγραψες το ένα, έγραψες το άλλο, έχεις βάλει μέσα ένα σωρό πράγματα μέσα. Τι ήθελες να κάνουν; Να μ’ αφήσουνε;». Γιατί, εν τω μεταξύ, με αυτόν είχαμε ένα επεισόδιο. Όταν πρωτοήρθε αυτός εδώ, ήρθε εδώ στο καφέ, εδώ από πίσω ήταν δύο καφενεία, διαγωνίως. Τώρα το ένα είναι, πουλάνε χαρτικά και το άλλο έγινε κρεοπωλείο. Από κει απάνω ξεκίνησαν και τα αυτά για τα Δεκεμβριανά. Και ήρθε αυτός εδώ και λέει –είχαν γίνει τότε τα επεισόδια που σου λέω για το ‘61 και τα λοιπά, είχαν χτυπήσει κάνα-δύο νεολαίους– και ήρθε και λέει: «Για καθίστε φρόνιμα», γιατί πήγαμε και διαμαρτυρηθήκαμε στο τμήμα εμείς, «για καθίστε φρόνιμα», λέει, «γιατί εγώ άμα λάχει παίζω και μπουνιές». Βγήκαμε τότε, τότε δουλεύαμε και μέχρι το Σάββατο και τα σχολεία –καλά τα σχολεία είχαν τελειώσει– και τις Κυριακές μαζευόμασταν εδώ, λέγαμε τα νέα ξέρω ‘γω και μου λέει ένας: «Δεν ξέρεις τι είπε ο Καπελώνης;». Λέω: «Τι είπε;». Εμείς κολλάγαμε παρατσούκλια. Αυτή η γειτονιά, είχε αυτό, όλοι έχουν παρατσούκλια εκτός από μένα και από τον φίλο μου τον Κώστα, όλοι οι άλλοι έχουν παρατσούκλια, δεν υπάρχει! Λοιπόν, λέει: «Είπε ότι άμα λάχει παίζει και μπουνιές». Θα το πω πώς το είπα –με συγχωρείς– λέω: «Πέστε του θα μας κλάσει τα αρχίδια». Πήγαν και του το είπανε. Κάποιος του το είπε. Την Κυριακή, λοιπόν, που βγαίνω από εδώ έρχεται αυτός, μου λέει: «Να σου πω, κύριε Ιωάννου;». Λέω «Για πες. Τι θέλεις;». Λέει: «Ε, όχι και έτσι». Λέω: «Τι όχι κι έτσι;». Λέει: «Ε, είναι φράση αυτή να πεις;». Λέω: «Κοίταξε να δεις, κατά την αυτή και η απάντηση. Και ένα πράγμα να ξέρεις, εδώ που ήρθες είναι η Σαφράμπολη. Για ρώτα τους παλιούς, ρώτα τον Πέτρο», ήταν ένας Πέτρος που όλο μας έπαιρνε από πίσω, «για ρώτα τον Πέτρο, έχει γίνει κανένα επεισόδιο στην Σαφράμπολη; Έχει ασχοληθεί το τμήμα για καμιά κλοπή, για κανένα καυγά, για τίποτε τέτοιο τόσα χρόνια; Λοιπόν, τι ήρθες εσύ εδώ να μας πεις; Να πας να μαζέψετε αυτούς που κάνουν τα επεισόδια. Γιατί άμα δεν τους μαζέψετε εσείς, θα τους μαζέψουμε εμείς». Και πράγματι το κάναμε αυτό το πράγμα. Ήτανε κάποια πρόσωπα που τα βλέπαμε και μια φορά λέω: «Να τους μαζέψουμε». Τους παίρνουμε από κει, καβαλάνε τούτο το λεωφορείο, με μια μοτοσικλέτα του Κώστα, ο αδελφός του, παλιός αντάρτης και αυτός, ο Τάσος, μια τρίκυκλη μοτοσυκλέτα, πίσω από το λεωφορείο εμείς, κατεβαίνουνε και πάνε στην οδό Ζήνωνος, για να πάρουν το λεωφορείο για τα Άσπρα Xώματα. Στα Άσπρα Χώματα εμείς, τρία άτομα στη μοτοσυκλέτα και τρεις-τέσσερις στο λεωφορείο από πίσω. Αλλά τους χάσαμε μέσα στο Άσπρα Χώματα,. Σε κάτι στενά μπήκανε εκεί, αυτοί από ό,τι φαίνεται ήταν από κει. Μετά σκεφτόμουνα και λέω: «Πού πάμε τώρα;». Αν ήταν εκεί καμιά ομάδα, αλλά άμα είσαι και νέος, αυτά τα πράγματα δεν τα σκέφτεσαι. Και εξαφανίστηκαν. Έρχεται, λοιπόν, εκείνη την ημέρα, τραβάνε τα ρολά –ακόμα είχαμε ρολά– είχε δύο ρολά στο κτίριο, ένα από δω, σου είπα φάρδος 16,5 μέτρα, και το ρολό για να το σηκώσει και να το κατεβάσει πηγαίναμε τρία-τέσσερα άτομα. Τα τραβάνε οι χωροφύλακες, το κατεβάζουν έτσι και φωνάζουν: «Ο Ιωάννου μέσα». Λέω: «Τι συμβαίνει; Ο Ιωάννου μέσα; Κάτι γίνεται». Σταματάει το μπόλι, πάω εγώ μέσα, μου λέει: «Ξέρεις τι φώναξα;». Λέω: «Για λέγε». Λέει: «Θα κάνουμε έρευνα». Λέω «Τι έρευνα;». Λέει: «Θα κάνουμε έρευνα, έχετε κάποιο ραδιόφωνο εδώ μέσα». Γιατί τι έγινε; Ο Κώστας, ο Κουλουφάκος έφυγε για το νοσοκομείο στην Αθήνα και το μεσημέρι η «Deutsche Welle» ή το «BBC» είπε ότι ο Κώστας, ο Κουλουφάκος κινδυνεύει, μεταφέρθηκε στη Σωτηρία, και σου λέει: «Το πρωί έφυγε αυτός, το απόγευμα το λέει, άρα έχουν ασύρματο», και ήρθαν να ψάξουν. Υπήρχαν ραδιοφωνάκια μέσα στο στρατόπεδο, υπήρχαν κάποια, και ήρθανε. Λέω: «Κοίταξε, θα κάνετε εσείς έρευνα, είσαστε 20 άτομα και θα βλέπω εγώ; Και που ξέρω εγώ τι πήραν; Και μετά θα μου λένε εμένα... Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα». «Όχι», λέει, «θα είναι δύο μπροστά, τρεις, και θα βλέπεις». Τέλος πάντων, τι να κάνεις; Ε, προχώρησαν, φτάνουν στο δικό μου το κελί, κάνουν έτσι και βρίσκουν ένα ψαλίδι, ραφτάδικο, το έχω. Αυτό το είχαμε, γιατί υπήρχαν τέσσερις-πέντε ραφτάδες μέσα εκεί, αλλά ήταν όλοι 50-55 χρονών, ο πιο μικρός ήμουνα εγώ. Λοιπόν, ό,τι ήθελε κάποιος στον Κοσμά. Είχα φτιάξει ένα ραφείο εκεί, δηλαδή τον πάγκο τον φτιάξανε οι κρατούμενοι, αλλά το σίδερο και τη μηχανή, μια μηχανή με το χέρι –δεν ξέρω αν τις ξέρεις– την είχε στείλει ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός. Ο δικός μας Ερυθρός Σταυρός δεν ήρθε ποτέ στα 3,5 χρόνια. Μόνο ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός ήρθε. Και είχα φτιάξει στο ραφείο εκεί. Στον Κοσμά. Λέει: «Αυτό το ψαλίδι κατάσχεται». Λέω: «Άσε τις βλακείες», έτσι του είπα. Λέω: «Άσε τις βλακείες. Αυτό το ψαλίδι είναι για τους κρατούμενους. Άμα το πάρεις εσύ, πώς θα κάνω εγώ δουλειά; Έρχεται ο άλλος να του κοντύνω, να του μακρύνω, να του στενέψω, τι θα κάνω;». Το πήραν. «Βρε φέρε το ψαλίδι», κάθε μέρα. Τίποτα. Αυτός από την Πρώτη Δ.Α., του Καραμανλή το χωριό. Και είχαμε έναν εκεί που ήταν και αυτός από κει και τον ήξερε, ο Γκόγκογλου. Ο γιος του ήτανε κάποτε ο πρόεδρος της ΕΙΝΑΠ, του Γκόγκογλου, ο Κώστας ο Γκόγκοφλου. Του λέω: «Ρε Κώστα, πες του αυτού του βλάκα να φέρει το ψαλίδι». Και το ‘φερε, ήτανε χεσμένοι και αυτοί, δηλαδή φοβόνταν και αυτοί. Το έφερε κρυφά και του λέει: «Πάρε το ψαλίδι και δώσ’ το στον Ιωάννου αλλά να μην το μάθει κανένας, ότι το έφερα πίσω». Εδώ, λοιπόν, αυτά που σου είπα, [01:40:00]πολλά τέτοια μπορεί να έχουνε συμβεί, αλλά πού να, ένα-ένα μπορεί να τα θυμηθώ. Ε, και τώρα σε όλη αυτή την, αρρώστησε η γυναίκα μου και φυσικά οι προσπάθειές μου στην πολιτική ζωή έχουν ελαττωθεί, πέθανε πέρσι, και σε αυτή την κατάσταση. Τα χρόνια περάσαν, αισίως μπήκαμε στα 86 και παραμένουμε σε αυτόν τον χώρο μέχρι να κλείσουμε τα μάτια μας. Πολλά έχουν συμβεί κατά καιρούς, ωραία, άλλα θλιβερά.
Ιδίως µε την εποχή της Νεολαίας, με ωραία πάρτι, με ωραίες εκδρομές, με τον Σύλλογο ακόμα που είπα προηγουμένως, τον ΦΣΣ, όσοι παλιοί θυμούνται και λένε: «Πού είναι ρε εκείνος ο σύλλογος, ο ΦΣΣ;». Η αλήθεια είναι ότι όταν είχαμε πάει και τον φτιάξαμε, όταν πήγαμε σε αυτόν τον δικηγόρο και του είπαμε: «Θέλουμε να φτιάξουμε...», λέει: «Ποιοι; Πώς θα τον φτιάξετε; Κατ’ αρχήν χρειάζεται 23 άτομα για να κάνουμε στο ειρηνοδικείο». «Πόσα;», λέω, «23;». «Ναι». Την άλλη βραδιά του πάμε έναν κατάλογο με 29 άτομα. Έπαθε κολούμπρα ο άνθρωπος. Σου λέει: «πού στο διάολο τα βρήκαν οι πιτσιρικάδες;». Τότε να λογαριάσεις ήμασταν 19-20 χρονών. Τα έχω τα πρώτα τα ονόματα, τα 29, αυτά ευτυχώς δεν θα χαθούν, γιατί έχουν περάσει και στης Νέας Ιωνίας, στο ΚΕΜΙΠΟ. Στο Νυχτερινό Γυμνάσιο είχαμε βγάλει και μια εφημερίδα οι μαθητές εκεί. Εκείνη την εποχή δεν ήταν εύκολα πράγματα αυτά, τώρα μπορεί να τα βλέπει κανένας. Που έλεγε και η μάνα μου: «Αυτή η εποχή είναι οι καμήλες, χέζουν χουρμάδες!». Τώρα κοιτάζω και λέω: «Τι είναι αυτά τα πράγματα;». Αν κόλλαγες ένα χαρτί να βρίσκανε πάνω σου... Δεν ήταν εύκολα πράγματα. Και να κάνεις πάρτι. Θυμάμαι, είχαμε κάνει ένα πάρτι εδώ σε ένα μαγαζί. Ξεκινήσαμε να είναι καμιά 40αριά ζευγάρια. Τόσους έπαιρνε το μαγαζί. Ξέρεις πόσοι ήτανε; 82 ζευγάρια. 82! Να μη μπορείς να σταθείς. Μια χαρά, μέχρι τις 4:00 το πρωί. Μέχρι τις 4:00. Να μη σου πω ότι εκδρομή, κάναμε μια εκδρομή, για πρώτη φορά ο ΦΣΣ έφερε λεωφορεία. Οι εκδρομές ξέρεις πώς γίνονταν; Με φορτηγά. Φορτηγό ανοιχτό, άντε κανένα πάγκο δεξιά και αριστερά και πάνω 40-50 άτομα στο φορτηγό. Είχαμε και έναν εδώ τον Φάνη, φορτηγατζή, να πάμε στα σχίνα –τα σχίνα τα έχουμε ανακαλύψει εδώ εμείς, εμείς, η Νέα Ιωνία, αλλά ως επί το πλείστον η γειτονιά αυτή– από το Σάββατο το απόγευμα μέχρι και την Κυριακή, με το νερό, με στάμνα νερό, με τις κουρελούδες, με τους κεφτέδες φτιαγμένους απ’ τη μαμά, τηγανιτές πατάτες, αυγά βρασμένα και τα λοιπά, να πας εκεί. Και πρόσεξε, να δώσουν οι μανάδες στα κορίτσια τους. Να φύγει κορίτσι την εποχή του ’57-‘58 από το βράδυ, να πάει να μείνει σε μια παραλία, δεν ήταν εύκολα πράγματα. Δεν άφηνε η άλλη την κόρη της να πάει μαζί με παιδιά που μπορεί να μην τα είχε κάποια, δεν ήταν όλα γνωστά από τον ίδιο δρόμο, ήταν και πιο πάνω από εκεί, από κει. Κι όμως, τα αφήσανε. Κάνουμε μια εκδρομή στην Ολυμπία παραμονή Χριστουγέννων με λεωφορείο. Και έρχεται το λεωφορείο το πρωί, παραμονή Χριστουγέννων, και ένας που έχει αναλάβει να φέρει τέσσερα άτομα φέρνει δέκα. «Πού θα τους βάλουμε ρε;», «ε, δεν βαριέσαι, θα βρούμε...». Να λογαριάσετε ότι τα λεωφορεία ήταν αυτά που παίρνανε 40 άτομα, τα λεωφορεία του ΚΤΕΛ. Βάλαμε και σκαμνάκια και τελικά ο υποφαινόμενος πήγε από εδώ μέχρι την Ολυμπία όρθιος. Στον γυρισμό όρθιος ο Κώστας. Δεν υπήρχε τίποτα. Όρθιοι. Αλλά το τι ωραία περάσαμε... Τι να σου πω! Και στο τέλος που πήγαμε εκεί, ενώ είχαμε κλείσει το ξενοδοχείο, ο ξενοδόχος είχε βάλει κάποιους άλλους και του είχαμε στείλει... Αλλά για κακή του τύχη του ξενοδόχου, ο πρόεδρος αυτός ήταν δικηγόρος. Πήγε στην τουριστική αστυνομία, έρχεται η τουριστική αστυνομία, λέει: «Σου έχουνε στείλει και προκαταβολή, δεν ξέρω τι θα κάνεις, θα τους βάλεις να κοιμηθούνε». Αυτός είχε χώρο αλλά δεν τον είχε στρώσει, ήταν καινούριο ακόμα το ξενοδοχείο. Λέει: «Ρε παιδιά, έτσι κι έτσι, έχω και κρεβάτι, έχω και στρώματα, αλλά δεν...». «Δεν υπάρχει πρόβλημα. Ελάτε. Πού είναι τα στρώματα και τα κρεβάτια;», «κάτω στο υπόγειο». Όλα. Οι κοπέλες να καθαρίζουν, τα στρώνουμε, τους τακτοποιούμε όλους και μένουμε εγώ και ο Κώστας έξω. Και καθόμαστε τώρα. Έχει πάει 2:30 η ώρα, έχουμε πάει στο σαλόνι ένα τραπέζι και καθόμαστε. Περνάει ένα κοριτσάκι, πιο μικρό από σένα, λέει: «Εσείς γιατί δεν κοιμάστε;». Λέμε: «Δεν έχουμε κρεβάτι. Δεν μας παίρνεις στο δωμάτιό σου να κοιμηθούμε;», «άντε βρε», λέει. «Θέλετε να σας πάω εγώ να κοιμηθείτε;», «ε, θέλουμε». Και μας παίρνει το κορίτσι -–λέω κοίταξε να δεις πώς είναι τα πράγματα εκείνη την εποχή, μιλάμε τώρα εποχή ’58– μας παίρνει το κορίτσι και μας πάει στο διπλανό χωριό από την Ολυμπία, που λέγεται Φλόκα. Μέσα στο σκοτάδι τώρα, δυο παιδιά που είμαστε –και εμείς ήμασταν 20 χρονών, και αυτό τόσο ήταν το κοριτσάκι– και μας πάει και δεν φοβήθηκε και μας πήγε σε ένα σπίτι, χτυπάει την πόρτα, λέει: «Να κοιμηθούνε, κυρία τάδε, τα παιδιά;». Και μας βάζει –οι πιο τυχεροί ήμασταν– μας βάζει σε ένα δωμάτιο η θεία. Πρέπει ο γιος της να ήτανε εύελπις, γιατί είχε το σπαθί του εκεί και έχει δύο κρεβάτια και ένα τραπέζι, σαν αυτό το δικό μου μέσα και πιο μεγάλο, και έχει επάνω δίπλες, λουκουμά, κουλούρια, κακό, κουραμπιέδες, μελομακάρονα. Λέει: «Παιδιά, άμα θέλετε φάτε και κάτι». Καθόμαστε με τον Κώστα, ένα εδώ, ένα από κει, την βγάλαμε καθαρή. Λέω: «κοίταξε να δεις, μας πήρε το κοριτσάκι τώρα αυτό και μας πήγε εκεί», κοιμηθήκαμε. Ωραία ήταν. Καλές παρέες ήτανε. Είχαμε κάτι παιδιά εδώ με τα ακορντεόν, όλη η γειτονιά, όλα τα κορίτσια αυτά εδώ, η γειτονιά ήταν του παπά οι εγγονές, κάτι άλλα παιδιά, έχω κάτι φωτογραφίες. Από την Οργάνωση δηλαδή, και άλλα, αλλά ήτανε στην Οργάνωση. Κάναμε μια εκδρομή, τότε έκανε η Οργάνωση της Αθήνας μια εκδρομή στο Δήλεσι. Οι… Ποιες ήτανε; Όλοι οι τραγουδιστές του Νέου Κύματος, οι περισσότεροι ήταν εκεί. 1.500 άτομα από διάφορες οργανώσεις της Αθήνας, όλοι μας, μια μεγάλη εκδρομή, με θεατρικά, με τραγούδια. Με τραγούδια κανονικά, όλες, όλοι αυτοί οι τραγουδιστές, οι τραγουδίστριες, Μαρίζα Κωχ, όλοι αυτοί ήταν εκεί. Και θυμάμαι, εδώ κάτι παιδιά που ήτανε στο λιμενικό τους κατέγραψαν την άλλη μέρα, πήγαν στο στρατόπεδο: «Ήσασταν και εσείς εκεί». «Εκδρομή πήγαμε. Δεν ξέρω, κάτι φίλοι μου με πήραν και με πήγαν». Ο ένας λέει: «Ρε πούστη», μου λέει, «ρε, με πήρες, κόντευες να με πάρεις στον λαιμό σου». Λέω: «Γιατί ρε; Τι έγινε;». «Ε, να...», λέει.
Με την γυναίκα σας πώς γνωριστήκατε;
Εγώ υπηρέτησα, όπως σου είπα, [01:50:00]σαν έφεδρος αξιωματικός. Τον Ιούνιο του ’60 πήραμε –υπηρετούσα στο Άργος Ορεστικό. Στο Άργος Ορεστικό μου δώσανε μετάθεση και μάλιστα ένας εκεί, ένας αξιωματικός μόνιμος, εγώ ήμουν έφεδρος, μόνιμος αυτός, συνταγματάρχης, μου λέει: «Κύριε Ιωάννου, μεγάλο δόντι έχετε». Λέω: «Τι δόντι;». Δεν είχα, πραγματικά δεν είχα κανένα. «Μεγάλο δόντι έχετε. Ε, πώς τώρα από εδώ σε 6 μήνες πας στην Χαλκίδα;». Τέλος πάντων, έρχομαι στην Χαλκίδα και την πρώτη μέρα πού πάω στρατόπεδο, το 238 Τάγμα Πεζικού, ελαφρού Πεζικού, είναι στην Χαλκίδα, βγαίνοντας στην Χαλκίδα για να πάμε για την Αρτάκη, είναι και το γήπεδο, το γήπεδο είναι από το πίσω μέρος. Βλέπω, συναντώ έναν που ήταν συμμαθητής και φίλος μου, ο Ζήσης Ζήσης. Αγκαλιές, φιλιά και τα λοιπά: «Πού θα μείνεις;», λέω: «Δεν έχω μέρος. Πού να μείνω;». Οι αξιωματικοί δεν μένανε τότε στο στρατόπεδο. Δεν ξέρω και τώρα αν μένουνε, άλλοι δεν μένουνε. Μου λέει: «Έλα στο δικό μου σπίτι που μένω εγώ». Πήγαμε εκεί, με πήγε σε ένα σπίτι, λέει στην άλλη: «Βάλε και ένα κρεβάτι εδώ μέσα να μείνουμε μαζί με τον Κοσμά». Πλήρωνες αυτά τα σπίτια που έμενες, σου πλένανε και τα ρούχα, δεν μαγειρεύανε γιατί έτρωγες στο στρατόπεδο. Εκεί, λοιπόν, μια από αυτές τις μέρες μου λέει, ήτανε παραμονή του προφήτη Ηλία –ο Ηλίας γιορτάζει στις 20 Ιουλίου, προφήτη Ηλία 19 Ιουλίου. Η Χαλκίδα έχει το Κάστρο. Έχεις πάει στην Χαλκίδα; Το Κάστρο του Καράμπαμπα απέναντι από την Χαλκίδα. Εκεί μέσα υπάρχει μια εκκλησία, Προφήτης Ηλίας. Μου λέει: «Έχω δώσει ραντεβού με την Δάφνη». Η Δάφνη μια κοπέλα, η Δάφνη και η Λίτσα μένανε, πριν απ’ το στρατόπεδο ήταν ένας δρόμος που πήγαινες για το στρατόπεδο, μένανε εκεί. «Με την Δάφνη», λέει, «τα έχουμε φτιάξει και έχουμε δώσει ραντεβού απόψε να έρθει στον Προφήτη Ηλία. Δεν έρχεσαι εσύ; Μπορεί να έρθει με την αδελφή της». Ντυνόμαστε και πάμε. Οι αξιωματικοί το πρωί πήγαιναν στο στρατόπεδο, το απόγευμα είχαν τη δυνατότητα να ντύνονται πολιτικά και να βγαίνουν. Πάμε, λοιπόν, περιμένουμε, στην πόρτα στηνόμαστε και οι δύο και βλέπω από μακριά –τότε ήταν και τα φουρό από μέσα, ξέρεις, που το φόρεμα γίνονταν... Βλέπω και ανεβαίνουν τρία κορίτσια. Η μία ήτανε έτσι... Την είδα. «Πωωω, τι είναι αυτό το αστέρι;». Σαν ήλιος μου φάνηκε. Έρχονται εκεί: «Γεια σας», «γεια σας». «Από δω ο φίλος μου ο Κοσμάς, από δω η Ευαγγελία», και μια άλλη κοπέλα, την θυμάμαι, καλή κοπέλα, Μαρία Μπουκάνου την λέγανε. Λέω: «Κορίτσια, τι κάνετε; Τι ήρθατε εδώ;», «να ανάψουμε ένα κερί», λέει. Λέω: «Αντί να ανάψετε κανένα κερί, δεν πάμε να πιούμε κανένα ούζο κάτω στην παραλία; Και αυτό κερί είναι». Λέει: «Ε, καλά, ας τ' ανάψουμε το κερί». Ε μπήκανε μέσα, ανάψανε αυτές κερί, εγώ αντίχριστος από τότε. Λοιπόν, βγαίνουμε έξω, κατεβήκαμε κάτω, ήπιαμε, ήπιαμε. Ε, περνώντας από κει, καμιά φορά συναντιόμαστε: «Καλημέρα», «Καλησπέρα», και τελικά τα πράγματα οδήγησαν εκεί και 9 Σεπτεμβρίου δώσαμε...
Όταν σας συνέλαβαν σας πήγαν για ανάκριση. Τι ρωτούσαν εκεί πέρα;
Καταρχήν, όταν με συνέλαβαν εμένα και με πήγαν στο τμήμα της Σαφράμπολης, το μόνο που στην αρχή ρώτησε ο διοικητής ήτανε: «Κύριε Ιωάννου, τώρα που σας συλλάβαμε για πέστε μας που ήσασταν». Ε, η απάντησή μου ήταν: «Το πού ήμουνα δεν έχει καμία σημασία. Κάπου ήμουνα». Λέει: «Ε, εμείς ξέρουμε περίπου πού ήσασταν. Ήσασταν στο μαγαζί του πατέρα σας». Ο πατέρας μου υποτίθεται ότι –όχι υποτίθεται– είχε μαγαζί εκείνη την εποχή στην οδό Αναξαγόρα, κάτω στην Ομόνοια. «Ήσασταν, αλλά εκεί δεν είχαμε δυνατότητα να σας συλλάβουμε εμείς». Ήταν η Αστυνομία Πόλεων. Δεν είχαν τη δυνατότητα η χωροφυλακή να πάει εκεί που ήταν η Αστυνομία Πόλεων και η Αστυνομία Πόλεων να έρθει εκεί, εκείνη την εποχή. Τώρα δεν, τώρα είναι μια αστυνομία, πάει παντού. Με ρωτούσαν και διάφορα άλλα: «αν βρίσκεται ο τάδε...». Λέω: «Δεν ξέρω, εκεί που ήμουνα δεν ξέρω και δεν υπάρχει καμιά...». Και η προσπάθειά τους ήταν να με πείσουν να κάνω δήλωση μετανοίας, όπως και μετά, και με πήγανε και στην ασφάλεια της Νέας Ιωνίας, το ίδιο και εκεί, μου λέει: «Αν δεν κάνετε δηλώσεις μετανοίας θα πάτε εξορία». «Αν με στείλετε», λέω «θα πάω, άμα δεν με στείλετε δεν θα πάω». Λέει: «Δεν σας στέλνουμε». «Πώς δεν με στέλνετε; Αφού μου λέτε ότι αν δεν κάνω δήλωση θα έχουμε, θα πάτε εξορία. Άμα με στείλετε θα πάω». Αυτά μου λέγανε και κάτι άλλα πράγματα, τέλος πάντων, δεν έχει καμιά σημασία. Αυτά ήταν τα βασικά. Πού ήμουνα, όλον αυτόν τον καιρό πού ήμουνα κρυμμένος και αν θα κάνω δήλωση μετανοίας.
Πάντως ήτανε απ’ ότι κατάλαβα, δεν σας έδειραν, δεν σας απείλησαν.
Δεν με έδειραν, όχι, δεν με απείλησαν. Το πρώτο βράδυ μάλιστα που έμεινα στο τμήμα της Σαφραμπόλεως, εδώ το αστυνομικό τμήμα, ήταν μαζί μου και ένα 18χρονο παιδί από το Ψυχικό, αν θυμάμαι καλά, που το συνέλαβαν γιατί κάτι έγραφε στους τοίχους, μαζί. Και μετά φέρανε τον αξιωματικό, έναν που ήτανε στην εποχή που ο Παπαδόπουλος, ο δικτάτορας, είχε βάλει τη ζάχαρη στα τανκς του Έβρου, ήταν στη μονάδα εκείνη, και ακόμα τον τραβολογούσαν ότι ήτανε αυτός που είχε βάλει τη ζάχαρη στα τανκς. Τέλος πάντων, στην Ασφάλεια της Νέας Ιωνίας δεν ξέρω αν είχαν την αυτή να με χτυπήσουν. Απ’ ότι ξέρω, όμως, εδώ δεν χτύπησαν κανέναν. Δηλαδή τον φίλο μου τον Ρουμελιωτάκη, όταν τον συνέλαβαν, δεν τον χτύπησαν, τον Γιάννη τον Αμπατζόγλου, που ήτανε σαν σημερινός αντιδήμαρχος, τον Γιάννη τον Δομνάκη δεν τον χτυπήσανε. Εκ των υστέρων, κάποιους φίλους δικούς μου, όπως για τον Γιώργο τον Κασδαγλή που τον φώναξαν στο τμήμα και τον ρώταγαν για μένα και για άλλους, και δεν είπε τίποτα το παιδί, τον χτύπησαν και μάλιστα είχε, από τότε έχει ένα πρόβλημα με το ένα του αυτί, γιατί τον χτυπήσανε με γροθιές στο κεφάλι, είχε πρόβλημα με το ένα του αυτί. Και κάποιους άλλους πάλι, κάνα-δύο άλλους φίλους, γνωστούς, τους είχαν ταλαιπωρήσει. Στην ασφάλεια δηλαδή, άλλους από αυτούς τους κρατουμένους, όπως και τον Βενετσάνη, τον Μήτσο τον Σιδέρη, που, απ’ ό,τι ξέρω, γιατί έχω μιλήσει μαζί τους, δεν χτύπησαν κανέναν από εδώ. Αργότερα, είπαμε για τον Γιώργο τον Κάσδαγλη, τον Γιώργο τον Κυπριώτη, και δεν ξέρω, κάνα-δύο άλλους. Όχι. Η μεταγωγή μου ήτανε στο Τμήμα Μεταγωγών του Πειραιά, όπου εκεί μαζεύτηκαν συμπτωματικά ο Προβελέγγιος, ο αρχιτέκτονας και φέρανε, πριν φύγουμε για την Γιούρα φέρανε τον Σταμάτη τον Κυλάκο, τον οποίον είχανε κατατσακίσει στην ασφάλεια του Πειραιά. Νεολαίος τότε ο Κυλάκος, 21-22 χρονών, ένα ψηλό παιδί, ωραίο παιδί, ο οποίος η πλάτη του ήτανε ραβδώσεις-ραβδώσεις από το ξύλο, σαν τη ζέβρα τον είχαν κάνει. Πώς είναι μια ζέβρα, έτσι, ένα παλικάρι... Τον οποίο για να τον [02:00:00]αναγκάσουν να κάνει δήλωση, όταν φτάσαμε στην Γιούρα τον κρατήσανε 45 μέρες στην απομόνωση. Και με την επέμβαση των γιατρών των δικών μας προς τον στρατιωτικό γιατρό, ότι έχει πάθει ψυχικό τραλαλά, ξέρω ‘γω τι, κατόρθωσαν και το βγάλανε το παιδί έξω. Και έκτοτε μαζί πήγαμε και στο Παρθένι, και, όπως λέω και προηγουμένως, χρησιμοποιήθηκε σαν μοντέλο στη σταύρωση και την αποκαθήλωση της αγιογράφησης του ναού, του ναΐσκου, τον οποίον κάποιος, εκ των υστέρων, όταν απολύθηκαν, έκλεισε το στρατόπεδο, κάποιος καλόγερος που ήρθε προσπάθησε να τις σβήσει τις αγιογραφίες, διότι είχαν γίνει από κρατούμενους και διότι δεν συνάδουν με τη βυζαντινή αγιογραφία. Και ευτυχώς, κάποια παιδιά με μυαλά ξύπνια, απέτρεψαν να... Μερικά είναι, κάποια δύο-τρία ήτανε σβησμένα.
Εγώ όταν επέστρεψα, δεν μπόρεσα να τα δω. Όταν επέστρεψα μετά από καμιά 20ετία στην Λέρο, δεν μπορούσα να τα δω γιατί δεν ήξερα, παρόλο που με είχαν ζητήσει, γιατί κάθε χρόνο γίνεται μια γιορτή στην Λέρο για τους κρατούμενους και για το μουσείο, γιατί υπάρχει ένα μουσείο στην ακτή Μπελένη –αυτός ήταν ένας γιατρός και έχει αφήσει, είναι σαν πύργος, έχει γίνει μουσείο και ένα-δύο δωμάτια εκεί είναι με έργα του Ρίτσου. Ο Ρίτσος ζωγράφισε κάποιες πέτρες και έχω και μια πέτρα του Τσακίρη ζωγραφισμένη εδώ. Μάλιστα, όταν απολύθηκε ο Ρίτσος, κουβάλησε μαζί του τρία-τέσσερα τσουβάλια πέτρες, τα κουβαλούσαμε εμείς. Και έχουν αφήσει εκεί. Αυτά τα παιδιά, λοιπόν, όταν έγινε την πρώτη φορά που πήγανε, που πήγε και ο Κυριάκος, ο Τσακίρης και ο Αντώνης, ο Καλογιάννης και ο Κυλάκος, πήγανε κάτω, ψάξανε να με βρούνε. Ένας μάλιστα που ήταν ταχυδρόμος, που έφερνε τις επιταγές τους ρώτησε: «Ο κύριος Ιωάννου, που ήταν στο ταχυδρομείο, είναι καλά;» και ζήτησε το τηλέφωνό μου, και ήρθε ο Αντρέας ο Μπαρτζώκας και μου λέει: «Έτσι κι έτσι, σε ζήταγε ο Γιώργος», Γιώργος Μπογιατζής. Και τον πήρα εγώ τηλέφωνο, μιλήσαμε και μετά από κάποια χρόνια που πήγα, πήγα και τον βρήκα. Είχε γίνει, από απλός ταχυδρόμος, είχε γίνει ο διευθυντής του ταχυδρομείου, με οικογένεια, παντρεμένος με δύο-τρία παιδιά. Κατενθουσιασμένος που πήγαμε με τη γυναίκα μου, να μου διαθέσει αυτοκίνητο για να κινηθώ μέσα στο... Του λέω: «Δεν... Είμαι με γκρουπ, δεν χρειάζεται». Και μια μέρα μας πήρε, μας πήγε να μας ταΐσει και από εκεί μας πήγε στον πεθερό του να πιούμε καφέ το απόγευμα, το οποίο ήτανε εξοχικό, εκτός από το Λακκί. Και εκεί η γυναίκα μου συνάντησε τον ταξιτζή που κάθε φορά που κατέβαινε από το πλοίο, μόλις την έβλεπε, πήγαινε και έλεγε: «Κυρία Κοσμά, εδώ είμαι», δεν την έλεγε η «κυρία Ιωάννου», την έλεγε με το όνομά μου, «κυρία Κοσμά, εδώ είμαι», και την έπαιρνε και την έφερνε στο στρατόπεδο, γιατί από το Λακκί στο στρατόπεδο είναι περίπου 20 χιλιόμετρα. Και όταν τον αναζήτησα εγώ με το ταξί, όταν πήγαμε στην Λέρο, λέω στη γυναίκα μου: «Θα σε πάω στο στρατόπεδο» και πήραμε ένα ταξί και πήγαμε στο διοικητήριο να ζητήσει την άδεια. Και πήγαμε στο διοικητήριο –εν τω μεταξύ πηγαίνοντας λέω: «Να μας πας στο διοικητήριο του στρατοπέδου». «Γιατί», λέει, «έχετε κανένα φαντάρο γιο;». Λέω: «Όχι, εγώ υπηρέτησα», λέω. «Αξιωματικός;», «Όχι, κρατούμενος». Άρχισε ο ταξιτζής να βρίζει τη Χούντα, που έτσι, που μας κατάστρεψε, που ξέρω ‘γω τι, οι παλιάνθρωποι. Λέω: «Κάτσε να σε ρωτήσω, είχε έναν ταξιτζή η γυναίκα μου, που την πήγαινε και την έφερνε. Τώρα, δεν θυμάμαι το όνομά του, αλλά είχε έτσι ένα λίγο μεγάλο κεφάλι». «Α», μου λέει, «αυτός έχει πάρει σύνταξη». Πω, γαμώτο. Και όταν το είπα, όταν μας φιλοξένησε αυτός ο Γιώργος, ο Μπογιατζής του το είπα. Μου λέει: «Αυτός μένει απέναντι από τον πεθερό μου. Έχει και αυτός ένα κτήμα και όλο το τσακώνονται ποιος θα φυτέψει». Και πήγαμε το απόγευμα να πιούμε καφέ μετά το γεύμα που μας έκανε και τον φώναξα. Μου έκανε εντύπωση, μόλις την είδε τη γυναίκα μου, δάκρυσε! «Τι κάνεις, κοπέλα μου! Τι κάνεις, κυρία Κοσμά!», την αγκάλιασε, και μου έκανε εντύπωση. Ένα επεισόδιο αυτό. Ένα άλλο που θέλω να πω, ότι οι άνθρωποι στην Λέρο ήτανε πάρα πολύ, δηλαδή μας πονάγανε, στην κυριολεξία. Μια μέρα στο Λακκί, εγώ είχα μια φωτογραφική μηχανή της εποχής εκείνης, μια ρωσική, Lubitel, κάπως έτσι λέγανε, την έχω. Λοιπόν, τέλειωσε το φιλμ και πάω σε ένα μαγαζί, φωτογραφείο που πουλούσε φιλμ και λέω: «Έτσι κι έτσι». Λέει: «Α, πώς ήρθατε; Από πού είσαστε;», λέω: «Είμαι και παλιός κάτοικος εγώ της Λέρου». Λέει: «Πού;». Λέω: «Στρατόπεδο». Και ήτανε όταν κατέβαινα, γιατί εγώ κατέβαινα κάθε Πέμπτη από το στρατόπεδο να πάω μαζί με άλλους τρεις κρατούμενους, που είχα τη δυνατότητα να πω: «Έλα εσύ, έλα εσύ, έλα εσύ» και όλοι ήθελαν να έρθουν, για να δούνε και κανένα κόσμο, να πάνε στην κωμόπολη, θα δούνε κόσμο, πώς το λένε, έστω μέσα από το τζέμις. Κάθε Πέμπτη, λοιπόν, παίρναμε τρεις-τέσσερις άλλους. Όταν ήταν γιορτές, Πάσχα και Χριστούγεννα, που ήταν πολλά τα δέματα, ήμασταν πιο πολλοί, έξι-εφτά άτομα, γιατί το τζέμις δεν σταμάταγε κάτω από το ταχυδρομείο, δεν χώραγε να περάσει, ήταν μέσα στενό, και μέναμε δηλαδή από το ταχυδρομείο καμιά 50αριά μέτρα μακριά. Έπρεπε, λοιπόν, να τα κουβαλάνε, γιατί είχε και σκαλιά το ταχυδρομείο. Τέλο πάντων. Εγώ κάθε φορά, με τη συνοδεία του νωματάρχη που ήταν επικεφαλής, πήγαινα στην πλατεία της Αγίας Μαρίνας και ψώνιζα μερικά πράγματα από ένα σαν περίπτερο, ήταν μαγαζί που πούλαγε χαρτικά, μολύβια, διάφορα άλλα, κλωστές, μεσινέζες για ψάρεμα και τα λοιπά. Πήγαινα με αυτόν, ήταν ένας κυρ-Μανώλης και μεταξύ αυτών και η κόρη του, η οποία ήταν μάλλον μαθήτρια του Γυμνασίου, πρέπει να ήταν 16-17 χρονών, και λέω: «Έτσι και έτσι, πήγαινα σε ένα μαγαζί που τον λέγανε κυρ-Μανώλη». «Α, είναι θείος μου», μου λέει, «αυτός». Λέω: «Είχε και μια κοπελίτσα που ήτανε...». «Α, η ξαδέλφη μου», λέει. «Σε ποιο ξενοδοχείο μένετε;». Λέω: «Στο τάδε». «Δικό της είναι. Έχουνε», λέει, «και το διπλανό ξενοδοχείο». Οπότε, όταν πήγαμε εκεί με το γκρουπ, ήρθε ένας κύριος, ωραίος έτσι, ψηλός με μουστάκα και μας αύτωσε, Μανώλης και αυτός. Το απόγευμα που πάω λέω: «Κύριε Μανώλη, η σύζυγός σας μένει εδώ;». Μου λέει: «Γιατί;», αυτός σου λέει που ξέρει την γυναίκα μου; Λέω: «Έτσι και έτσι». Μου λέει: «Στο άλλο ξενοδοχείο». Αυτοί είχανε κι άλλο ένα ξενοδοχείο δίπλα, πιο πολυτελείας εκείνο. «Θα έρθετε το...». Το απόγευμα πήγαμε. Το τι κάνανε οι άνθρωποι, να μας κεράσουν, «και να έρθετε να μείνετε στο ξενοδοχείο, και να έρθετε». Λέω: «Είμαστε με γκρουπ και δεν μπορούμε τώρα. Άλλη φορά άμα θα τύχει να έρθουμε». Θέλω να πω ότι η περιποίησή τους, χωρίς να μας ξέρουν, ήτανε διαφορετική.
Τώρα το στρατόπεδο μέσα, εμείς ήμασταν 518 άτομα, όπως είπα στην απογραφή. Φυσικά, κάποιοι φύγανε, μετά έγιναν κάποιες μετακομίσεις, πήγανε στο Λακκί. Η διοίκηση ήθελε να μας μπερδέψει με[02:10:00]τά τη διάσπαση και πήρε μερικούς που ήταν εκτός 12ης Ολομέλειας και τους έστειλε εκεί και έφερε από εκεί που ήταν, το Λακκί έχει ως επί το πλείστον, ήτανε η πλειοψηφία με τη 12η Ολομέλεια, ενώ το Παρθένι, η πλειοψηφία ήταν εναντίον της 12ης Ολομέλειας. Ναι, και για να μας μπερδέψουν πήρε κάποιους και τους έστειλε εκεί και έφερε από κει άλλους. Πάντως είχαμε, ήτανε οι δύο θάλαμοι παράλληλα, οι οποίοι όπως είπα ήτανε θάλαμοι για να φορτώνουν οι Ιταλοί στον ναύσταθμο νάρκες, για να διασπείρουν στη θάλασσα και μετά βάλανε εμάς. Πίσω από τους δύο θαλάμους αυτούς υπήρχε ένας άλλος θάλαμος ο οποίος, δεν ξέρω τι τον είχαν Ιταλοί, εμείς τον χρησιμοποιήσαμε για εστιατόριο. Είχαμε φτιάξει κάποια τραπέζια και καθίσματα, πάγκους, και είχανε δύο μαγείρους, έναν μάγειρα με τον βοηθό του πολίτη, τους οποίους πλήρωνε η Χούντα από το σιτηρέσιο το δικό μας, το οποίο ήτανε 13 δραχμές το άτομο. Από αυτές περίπου τα 2,5 ήτανε του μάγειρα και του βοηθού και έμεναν για τον κάθε κρατούμενο 10,5 δραχμές πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Αυτό ήταν για το φαγητό του. Με αυτό έπρεπε να γίνει το πρόγραμμα, το οποίο το πρόγραμμα το φτιάχναμε, το έφτιαχνε η «Ομάδα». Ψώνιζαν οι στρατιωτικοί, αλλά βάσει αυτής, «θα πάρουμε πατάτες, θα πάρουμε μακαρόνια, θα πάρουμε ρύζι» και τα λοιπά. Και την αγγαρεία την έκαναν για την προετοιμασία του φαγητού οι κρατούμενοι εθελοντικά, οι οποίοι είχαν διορίσει έναν κρατούμενο, τον μοναδικό μωαμεθανό Τούρκο κρατούμενο, τον Σάλι Κερίμ, σαν δήμαρχο. Δήμαρχο τον λέγαμε. Αυτός έβγαζε για την καθαριότητα την υπηρεσία, αυτός έβγαζε τα λοιπά. Και στο πλάι του εστιατορίου υπήρχαν τα ουρητήρια, τα οποία ήτανε στην αρχή χωρίς πόρτες, χωρίς τίποτα, μετά βάλανε κάτι πόρτες οι οποίες ήταν, όχι πόρτες ολόκληρες, ήτανε του 1-1,5 μέτρου, ίσα ίσα να κόβεται, άμα έμπαινες μέσα τα πόδια σου και το κεφάλι σου φαίνονταν. Και εκεί υπήρχαν τρία ή τέσσερα ντους που κάνανε, υποτίθεται ότι κάποια φορά άναβε κάποιο εκεί θερμοσίφωνο να πας να πλυθείς. Επίσης, υπήρχε ένας θάλαμος όπου απ’ ό,τι λέγανε ήτανε μακριά από το στρατόπεδο, σχεδόν στην είσοδο του στρατοπέδου προς τη θάλασσα, υπήρχε ένας θάλαμος, μικρός θάλαμος, τελείως σκεπασμένος, πραγματικά, με καμουφλάζ. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον δεις, ήταν σκαμμένος μες στον βράχο. Εκεί μέσα ήτανε τα εμπορεύματα από τις νάρκες. Εμείς τον χρησιμοποιήσαμε για οδοντιατρείο, στο οποίο ερχόταν ένας οδοντίατρος κάθε 15 μέρες, κάθε εβδομάδα, μία φορά, και τον άλλο θάλαμο τον χρησιμοποιήσαμε σαν έναν τύπου... Γίνονταν κάποιες διαλέξεις. Κάποια φορά, μετά από τον πρώτο-δεύτερο χρόνο, δεν θυμάμαι ακριβώς, είχανε στείλει στον Προβελέγγιο ένα πικάπ με δίσκους κλασικής μουσικής, τους οποίους είχαν κρατήσει η διοίκηση, γιατί έλεγε «Ραχμάνινοφ» ή «Τσαϊκόφσκι». Καλά, δεν θέλανε να το δώσουν. Τελικά, με χίλια ζόρια το πήραμε και γινόντανε κάποιες συζητήσεις πάνω στο κομμάτι. Δηλαδή, είχε τις «Τέσσερις Εποχές» του Βιβάλντι. Αναλάμβανε κάποιος που ήξερε από μουσική να το εξηγήσει και βάζανε τον δίσκο γι’ αυτό και σε κάθε κομμάτι μίλαγε. Μια τέτοια εξήγηση για τα κομμάτια αυτά είχα του Κώστα του Κουλουφάκου για τις «Τέσσερις Εποχές» του Βιβάλντι. Τα γραφτά αυτά τα έδωσα στον γιο του. Το είχα μέχρι πριν 2-3 χρόνια εγώ και τα έδωσα εγώ του Πέτρου, του λέω: «Πάρ’ τα, του πατέρα σου είναι, χρησιμοποίησέ τα». Είχε μια ανάλυση των «Τεσσάρων Εποχών», ας πούμε για την «Ενάτη Συμφωνία» του Μπετόβεν, κάποιος, ο Προβελέγγιος ή ο κάποιος άλλος την κάνανε. Και ακούγαμε τη μουσική. Εκεί έμαθα και λίγο κλασική μουσική. Όχι ότι είμαι γνώστης, αλλά λίγο, δηλαδή κάποτε έλεγα, όταν ήμουνα μικρός, εμείς μεγαλώσαμε σε προσφυγική συνοικία και εδώ τα ακούσματά μας ήταν ως επί το πλείστον λαϊκά τραγούδια. Μάλιστα, όταν ήμουνα μικρός έπαιζε και το γραμμόφωνο, χορεύανε οι άλλοι, τραγουδούσαν κι εγώ έβαζα τους δίσκους στο γραμμόφωνο. Είχαμε πολύ καλό γραμμόφωνο. Δυστυχώς, το έδωσε η μάνα μου στους γύφτους για 200 δραχμές. Τέτοιο δεν υπάρχει. Δεν ήταν γραμμόφωνο με χωνί. Ήταν γραμμόφωνο με μεγάφωνο. Και εκεί μάθαμε και λίγη μουσική. Αυτή ήταν η ζωή. Μετά τον πρώτο καιρό μας επέτρεψαν να πηγαίνουμε και στη θάλασσα να κάνουμε τα πρωινά κάποιο μπάνιο. Εκεί είχαν φτιάξει και ένα φιλέ και παίζανε τένις κάποιοι που ξέρανε τένις. Εμείς, δηλαδή ο Νίκος, ο Καραμανλής που ήξερε τένις από 9 και είχε σπουδάσει στην Γαλλία, κάποιοι άλλοι. Εμείς είχαμε φτιάξει ένα πινγκ πονγκ στο εστιατόριο μέσα. Σαν πιο νέοι παίζαμε εκεί πινγκ πονγκ. Και μέσα στο εστιατόριο παίζανε σκάκι. Και ο Φιλίνης, αδελφός του βουλευτή, του Φιλίνη, σε κάποιους είχε μάθει αυτό, μπριτζ και ήταν αρκετοί που είχανε μάθει, μεταξύ αυτών και εγώ. Όχι επιστημονικά, όπως έπαιζε εκείνος με βιβλία και τα λοιπά, αλλά τέλος πάντων, κουνάγαμε τα χαρτιά που λένε. Και γινόταν και πολλές φορές και μεγάλη πλάκα, γιατί παίζανε κάποιοι και ο ένας πείραζε τον άλλον και γινότανε... αυτό κρατούσε μέχρι τις 12:00 η ώρα.
Έτσι περνούσε η ώρα σας;
Ναι. Γίνονταν και κάποια διαβάσματα, κάποιοι, του Κιάου ο πατέρας παραδείγματος χάρη έκανε μαθήματα για τα κβάντα, για τα τέτοια και τα λοιπά. Ναι, άλλοι κάναμε, εγώ έκανα κάποια φορά, πήγα να μάθω γερμανικά με τον Κουλουφάκο, στο τέλος λέω: «Παράτα με με αυτή την παλιογλώσσα». Λέει: «Αφού πας καλά». Καλά αυτός ήξερε γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά, γερμανικά, ισπανικά, ρωσικά. Δεν είχε μείνει και τίποτα. Δεν βάζω τα αρχαία ελληνικά και λατινικά. Δεν είχε μείνει και τίποτα. Και σώνει και καλά να μάθω. «Αφού», λέει, «τα παίρνεις τα γράμματα». «Ε, παράτα με, δεν μαθαίνω τώρα». Εγώ είχα και τις ασχολίες μου γιατί με το ταχυδρομείο το πρωί, μετά με τον Κοϊνάκη, τον Βασίλη να φτιάξουμε καραβάκια. Μια φορά είχαμε φτιάξει κάτι μικρά καραβάκια, καμιά 35αριά εγώ και καμιά 35αριά εκείνος. Ξέρεις, πολλοί φτιάχνανε και τα στέλνανε στο σπίτι και τα πουλάγανε, γιατί είχανε μεγάλο πρόβλημα, υπήρχαν άνθρωποι που είχαν φοβερό πρόβλημα. Όχι ότι εγώ καλοπερνούσα. Η γυναίκα μου ήταν μόνη της και έπρεπε να ξεπληρώνει τα έπιπλα, να πληρώνει το ενοίκιο και να στέλνει πού και πού, γιατί κάπνιζα και τότε εγώ, μέχρι πριν λίγο καιρό, μετά το ατύχημα το έκοψα. Τέλος πάντων. Και φτιάχνανε και μετά το απαγόρευσε η διοίκηση, να στέλνουμε στο σπίτι μας. Κάποια φορά, λοιπόν, είχε έρθει κι έχω ετοιμάσει καμιά 20αριά εγώ καραβάκια, τα έχω βάλει σε μια κούτα από γάλα άδεια, τα έχω δέσει κιόλας, και όπως πάει λέει ο χωροφύλακας: «Τι είναι αυτά;», που έκανε τον έλεγχο. Λέει: «Αυτά είναι ότι ο στόλος», λέει: «Με κοροϊδεύεις;».[02:20:00] Λέει: «Όχι, άνοιξέ το να δεις». Ανοίγει και βλέπει καμιά 20αριά καραβάκια, δεμένα. «Είδες», λέει, «που σου λέω ο στόλος και δεν με πιστεύεις;». Τα έφερε εδώ και τα μοίρασε. Τώρα δεν ξέρω αν έχει κανένας. Δεν έχω ούτε εγώ. Εγώ έχω κρατήσει μόνο αυτά τα δύο, κάτι άλλα έχω δώσει τώρα στη βαφτισιμιά μου –βαφτισιμιά της γυναίκα μου, γιατί αυτόν που σου έδειξα, τον κουμπάρο μου, ήθελε να τον παντρέψω. Του λέω: «Άντε βρες καμία να σε παντρέψω, όλοι έχουμε παντρευτεί». Και μου λέει: «Καλά». Και όταν πήγα εξορία, έρχεται στη Λίτσα και της λέει, στη γυναίκα μου της λέει: «Εγώ βρήκα κοπέλα να με παντρέψει ο Κοσμάς». Λέει: «Άμα περιμένεις τον Κοσμά να έρθει… Δεν ξέρω πότε θα έρθει. Άμα θες σε παντρεύω εγώ». Να μην τα πολυλογούμε, και τον πάντρεψε, έκανε και κόρη, τη βάφτισε και εκείνη και μετά έφτασα εγώ. Η ζωή στο στρατόπεδο ήταν αυτή. Γίνονταν κάποια μαθήματα, άλλους μάθαινε ξένη γλώσσα, αυτοί στον Κιάο μαθαίνανε κάτι μαθηματικά και τα λοιπά, άλλοι ασχολιόνταν με κάτι, κάποιοι καλλιτέχνες και τα λοιπά, όπως ο Γιάννης, ο Ρίτσος που έγραφε ποιήματα, ο Κώστας, ο Κουλουφάκος που κάποια πράγματα, απ’ ό,τι θυμάμαι έγραφε ένα θεατρικό έργο, το οποίο το μικροέγραψα εγώ. Όταν λέω το μικροέγραψα, δηλαδή για να είναι, σε μια γραμμή τετραδίου έβαζα τέσσερις γραμμές. Και γινόταν έτσι ένα σαν τσιγάρο, το τυλίγαμε και το έβαλα σε μια πολυθρόνα που είχα εγώ νικέλινη, που ήτανε από, σαν σωλήνες ήταν τα ποδαράκια της, το έβαλα μέσα και το πήρε κι έφυγε. Όταν έφυγε, το πήρε κι έφυγε. Με τέτοια ασχολιόνταν..
Το πιο δύσκολο πράγμα τι ήταν στην εξορία;
Το κλείσιμο. Το ότι ήσουνα, και μπορεί να είχες όλον αυτόν τον κόσμο, αλλά ήσουνα τελικά μόνος σου. Γιατί άλλος είχε τα παιδιά του, δηλαδή ο φίλος μου αυτός ο Σταύρος, ο από πάνω από την Ξάνθη, είχε τη γυναίκα του με δύο μικρά παιδιά, τα οποία τα γνώρισα όταν ήρθε μια φορά η γυναίκα του εκεί στο επισκεπτήριο. Δεν είχε που την κεφαλή κλίνη. Μια γυναίκα η οποία είχε αρχίσει και είχε καμιά 50αριά κότες και τάιζε τα παιδιά της με αυτό. Ή ο άλλος ο φίλος μου ο Μανώλης, ο Ηλιάδης, από την Κομοτηνή. Αυτός εξορία, η γυναίκα του εξορία, και η κόρη του η Πασχαλίτσα μόνη της. 9 χρονών παιδί. Από τη θεία, από τη γιαγιά, από τη γειτόνισσα. Ή ο φίλος μου ο Θόδωρος ο… ξεχνάω το όνομά του. Από δω, από την Νέα Ιωνία. Αυτός εξορία, η γυναίκα του εξορία.
Αγγαρείες σας κάνανε;
Αγγαρείες δεν είχαμε όχι, δεν είχαμε τέτοιες, όχι.
Ούτε στην Γυάρο;
Όχι. Στην Γυάρο φυσικά την αγγαρεία την έκανες μόνος σου. Και εκεί την αγγαρεία την έκανες μόνος σου, γιατί είπαμε, ο δήμαρχος ήταν αυστηρός, ο Σαλί Κερίμ, έλεγε: «Σήμερα θα καθαρίσουμε εκείνο». Έπρεπε να τα κάνεις γιατί δεν γινότανε. Τις τουαλέτες ποιος θα πήγαινε να τις καθαρίσει; Η Μαρία; Προχθές συζητάγαμε δύο αδέλφια και λέει, ο ένας ήταν φαντάρος και λέει: «Με βάλανε προχθές στην αγγαρεία». «Καλά», λέει, «γιατί; Μια καθαρίστρια δεν έχετε;». Σκέψου τι μυαλό κουβαλάνε τα τέτοια τώρα. Εκεί, λοιπόν, τις αγγαρείες τις κάναμε μόνοι μας, εθελοντικά δηλαδή, δεν ήτανε...
Πού κοιμόσασταν;
Κοιμόμασταν σε κρεβάτια σιδερένια με αχυρόστρωμα και, όπως σου είπα, ο καθένας είχε την κουβερτούλα του, την έβαζε κάτω και σκεπαζόταν με την άλλη –αν είχες μια. Για καλή μας τύχη, μετά από την επέμβαση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, δεν θυμάμαι τώρα την χρονολογία, το ‘68 ήταν; Μάλλον το ’68. Έστειλε ο πολωνικός Ερυθρός Σταυρός –ο πολωνικός, το τονίζω– μια φόρμα, από μια φόρμα, φανελέ ήτανε, παντελόνι και μπουφάν. Και ο ρωσικός Ερυθρός Σταυρός κουβέρτες. Και ενώ στην αρχή δώσανε σε όλους αυτούς που είχανε από μία κουβέρτα, τους δώσανε δύο, σε αυτούς που είχαν δύο κουβέρτες, τους δώσανε μία. Στο τέλος, όμως, περίσσεψαν γιατί ήταν αρκετές. Και ωραίες κουβέρτες, καρό, τις θυμάμαι, κόκκινο με μαύρο καρό. «Ελάτε να πάρετε». Άλλος έπαιρνε δύο-τρεις, εντάξει. Ε, πήρα άλλη μία εγώ. Είχα δύο και δύο πήρα. Τις άφησα όλες πίσω. Εκεί τις άφησα. Πήρα την μία κουβέρτα και την έχω, την παλιά την κουβέρτα και τη βαλιτσούλα τη μικρή την έχω. Μια άλλη, τα άφησα όλα εκεί. Λέω: «Δεν παίρνω τίποτα. Τη βαλίτσα μόνο έτσι για ενθύμιο» και την έχω εκεί επάνω στην τουαλέτα. Λοιπόν.
Δεν φοβόσασταν να κοιμηθείτε με ποντικούς και τους σκορπιούς εκεί;
Στο Παρθένι όχι. Στην Γιούρα είχαμε εξοικειωθεί. Τον έβλεπες τον ποντικό, ανέβαινε από το κοντάρι της σκάλας ή καθόσουνα έξω από την σκηνή, έβγαινε το φίδι από τη μια τρύπα, έμπαινε στην άλλη. Ο ποντικός έκανε βόλτες. Τα ποντίκια πια ήτανε «σύντροφε» που λένε «έλα να τα πούμε»! Λοιπόν, όχι, αυτά τα είχες συνηθίσει. Κατ’ αρχήν, δεν υπήρχε τρόφιμο που μπορούσες να το κρατήσεις στη σκηνή. Στην φυλακή μέσα στο κτίριο δεν ήτανε τόσο, αλλά στη σκηνή τα ποντίκια ήτανε… Σου είπα, ήταν μια χαράδρα, η οποία ξεκίναγε από τη θάλασσα όπου έκανες και μπάνιο, υποτίθεται ότι μπορούσες να κάνεις μπάνιο, και ανέβαινε μέχρι πάνω έτσι η χαράδρα, την οποία την είχαν διαμορφώσει οι παλιοί κρατούμενοι της Γιούρας και είχαν φυτέψει και κάποιους ευκαλύπτους εκεί. Είχαν μεγαλώσει. Εκεί μέναμε και οι χωροφύλακες στο πλάι της χαράδρας, υποτίθεται, να μας φυλάνε. Σιγά που θα φύγεις. Αν θέλεις να φύγεις, έφευγες. Δεν υπάρχει περίπτωση να σε κρατήσουν. Είχανε και έναν χαφιέ που γύρναγε γύρω γύρω, όπως και χαφιέ λέγαμε καράβι, όπως είχαν και στο Παρθένι ένα. Ένα με δύο χωροφύλακες επάνω που έκανε βόλτες μακριά να βλέπει μήπως φύγει κανένας κολυμπώντας. Επειδή υπήρχαν και ψαράδες, δηλαδή υπήρχαν κάποιοι ψαράδες που ήταν ψαροτουφεκάδες, στην αρχή δεν τους επέτρεπαν. Μετά, με την παρέμβαση συνεχώς επέτρεψαν σε 3-4. Μεταξύ αυτών που θυμάμαι ήταν ο Μήτσος, ο Σιδέρης, από εδώ από την Νέα Ιωνία, Ο Μένιος, ο Αλεξιάδης, ο μετέπειτα δήμαρχος Καλαμαριάς, ένα λεβεντόπαιδο εδώ μέχρι εκεί πάνω, που είχε πιάσει μια φορά και ένα χταπόδι 4,5 κιλά. Είχε καρφωθεί πάνω στο στήθος του το χταπόδι. Για να το ξεκολλήσουμε, τον ξαπλώσαμε πάνω στην προβλήτα και μόλις βρήκε το σκληρό το χταπόδι ξεκόλλησε. Και είχε μείνει με το σημάδι όλο μέρες ολόκληρες. Τέλος πάντων. Αυτούς τους είχε φτιάξει ψαροντούφεκα ένας εκεί πολυπράγμων από την Κρήτη, Τσατσαρωνάκης. Δεν ξέρω αν είναι συγγενής αυτού που πουλάει τα παξιμάδια Τσατσαρωνάκη. Αυτός ο άνθρωπος έφτιαξε τόρνο με τίποτα, έφτιαξε εκεί, βρήκε κάτι, μια ρόδα ποδηλάτου, ξέρω ‘γω τι, πού την βρήκε δεν ξέρω, έφτιαξε χερούλι, γύρναγε –τόρνος χειροποίητος, όχι με ρεύμα– γύρναγες εκεί και τορνάριζε αυτός. Να σου δείξω αυτά. Εκεί έχω. Και αυτός τους έφτιαξε ψαροντούφεκα με σωλήνες του νερού. Βρήκε παλιές σωλήνες του νερού και τους έφτιαξε ψαροντούφεκα και ψαρεύανε με ψαροντούφεκο. Και πιάνανε ψάρια. Εγώ είχα βρει ένα κιούρτο. Ο κιούρτος είναι ένα καλάθι από σύρμα, που στην μέση έχει μία τρύπα, σαν χωνί. Δηλαδή, όταν μπαίνει το ψάρι, μετά δεν μπορεί να βγει, πρέπει να κάνει έτσι. Το ψάρι ποτέ[02:30:00] δεν πάει κατακόρυφα, πάει στο πλάι και χτυπάει στο τοίχος του χωνιού. Τον ρίχνεις μέσα τον κιούρτο στη θάλασσα και βάζεις και μαλάγρα. Μαλάγρα, δηλαδή λίγο ψωμί με ζουμί από τυρί, για να κατεβαίνουν τα ψαράκια να φάνε και μένουν μέσα. Εγώ, λοιπόν, είχα το καθήκον να τον κατεβάζω, τον κιούρτο, στα 8-9 μέτρα βάθος, να βάλω την μαλάγρα, την άλλη μέρα να τον βγάζω, να βγάζω τα ψαράκια, να τα παίρνει ο άλλος, να τα καθαρίζει και το βράδυ ο Σταύρος, ο Θοδωρίδης, να τα τηγανίζει. Ήτανε της «Ομάδας», ο Σταύρος, ο Θεοδωρίδης, εγώ και ο Βασίλης, ο Καλαπόδης, άλλος λεβέντης από την Αχαγιά της Πάτρας. Όταν χτύπησαν τον Ηλιού και τον φέρανε στο γήπεδο του Καραϊσκάκη χτυπημένο, όλοι οι άλλοι κάνανε στην μπάντα. Ο Βασίλης σηκώθηκε μπροστά και τους είπε: «Αν είναι να μας σκοτώσετε, να μας σκοτώσετε», και κάνει έτσι μια, «εδώ είμαστε». Και σηκώθηκε ο λοχίας με το αυτόματο και γύρισε και έφυγε πίσω. Τέτοια παιδιά υπήρχαν εκεί μέσα. Πολλά παιδιά τέτοια. Καλά παιδιά, δυνατά παιδιά. Ας πούμε, ο Κώστας ο Κουλουφάκος έκανε μια περίφημη διάλεξη: «Τι είναι ποίηση». Δεν μπορείς να φανταστείς τι δυνατότητες είχε αυτός ο άνθρωπος να μιλάει. Δηλαδή, μπορεί να είχε 500 ανθρώπους να τους καθηλώσει, να τον κοιτάνε. «Τι είναι ποίηση» και μια άλλη, «Το σωστό διάβασμα», πώς διαβάζουμε δηλαδή. Το σωστό διάβασμα είναι να καταλαβαίνεις σου λέει ανάμεσα στις κενές γραμμές, όχι αυτά που διαβάζεις, αυτά που είναι ανάμεσα στις κενές γραμμές. Θυμάμαι αυτή τη διάλεξη, όταν κάποτε μετά από χρόνια την έκανε στην Αταλάντη, όταν ήμουνα τότε στο εργοστάσιο, στην Αταλάντη που ήταν. Όταν ανέβηκε το ΠΑΣΟΚ το ’81, υπήρχε μια λέσχη φιλολογική, την οποία οι Αταλαντιναίοι την είχαν κάνει από φιλολογική καφενοβιακή. Παίζαν τάβλι μέσα, πίνανε ούζα και τα λοιπά. Κάποια παιδιά προοδευτικά εκεί μετά πήρανε θάρρος, ανέλαβαν προφανώς και πήραν τη διοίκηση του Συλλόγου και θέλανε να το κάνουνε κανονικό –μιλάμε καλή λέσχη στο κέντρο της Αταλάντης, μεγάλη. Ε, και ένα από αυτά τα παιδιά που ήταν στην τράπεζα μου λέει: «Κύριε Ιωάννου», είχαμε συζητήσει με αυτό το παιδί αρκετές φορές, «μήπως μπορείς να μας βοηθήσεις;». Λέω: «Τι βοήθεια να σου κάνω εγώ; Εσύ είσαι από δω». «Ε, όχι», λέει, «εσύ γνωρίζεις κάποιους ανθρώπους, θα μπορούσες να φέρεις κανέναν;». Λέω: «Να το δω». Τον παίρνω τηλέφωνο, του λέω: «Έρχεσαι καμιά μέρα να μας πεις για την αυτή;». Λέει: «Έρχομαι». Πήρε το λεωφορείο και ήρθε ο Κώστας, ο Κουλουφάκος. Την καθορισμένη μέρα, λοιπόν, είχαν βάλει ταμπέλα αυτοί: «Θα γίνει… "Τι είναι ποίηση"». Τώρα στην Αταλάντη... «Τι είναι ποίηση»! Νερντενερέ που λένε και οι Τούρκοι, από πού κι ως πού. Πάμε, λοιπόν, την καθορισμένη ώρα, μπαίνουμε μέσα, βλέπουμε καμιά 25αριά, ήταν ζήτημα. Εγώ είχα γίνει... Λέω: «Κώστα, δεν το αφήνουμε;». «Γιατί;», μου λέει. «Μια χαρά είμαστε. 25; 25. Λοιπόν, για ελάτε λίγο πιο μπροστά να σας βλέπω και να με βλέπετε καλύτερα». Ήταν και ψηλός, αδύνατος, έχω κάνα-δύο κάρτες του. Ήρθαν. Και αρχίζει τη διάλεξη, «Τι είναι ποίηση». Δεν θα το πιστέψεις, Μαργαρίτα. Μέχρι να τελειώσει, ο κόσμος ήταν απ’ έξω από την αίθουσα. Όρθιοι! Από την πόρτα. Είχε γεμίσει η αίθουσα, τα καθίσματα, μεγάλη αίθουσα σου λέω, όσο είναι το σπίτι αλλά πιο... στο φάρδος αλλά πιο βαθιά. Ας πούμε, άλλα 6-7 μέτρα πιο βαθιά. Από εδώ απέναντι η αίθουσα. Είχε γεμίσει, όρθιοι και απ’ έξω απ’ την πόρτα. Όποιος ερχόταν έμενε μέσα. Και την επομένη που κάναμε διάλεξη, «Το σωστό διάβασμα», ήταν γεμάτο πριν μπούμε μέσα. Κι όταν έφερα τον Άρη Πουλιανό επάνω, τον ανθρωπολόγο, κάργα. Και μετά με πήραν τηλέφωνο ένα σωματείο από την Λαμία: «Μπορεί να μας τον φέρεις και εμάς να μας κάνει μια διάλεξη;». Για τους Έλληνες. Τον πήρα και τον έφερα και έμεινε στο σπίτι και την άλλη μέρα τον πήγα στην Λαμία και τους είπα, λέω: «Πάρτε τον τώρα. Θα τον πάτε, όμως, στην Αθήνα τον Πουλιανό», ενώ τον Κώστα τον Κουλουφάκο ήρθε με το λεωφορείο και μετά τον πήγαμε για φαΐ και στις 01:30 τον πήραν και τον κατέβασα στην Αθήνα μαζί με τη Λίτσα, του έβαλα και θρακιώτικη μουσική, του Δοϊτσίδη, και τον πήγαμε στην Αθήνα και γυρίσαμε τότε. Άμα είσαι λέω νέος... 4:30 η ώρα γυρίσαμε πίσω με την Λίτσα με το αυτοκίνητο. Του έβαλα Δοϊτσίδη, του άρεσε πολύ. Να τέτοια κάναμε, ας πούμε έκανε τέτοιες διαλέξεις από κει κάποια άτομα. Εκείνος που ήταν λίγο έτσι περήφανος, ενώ ο Κώστας είχε τη δυνατότητα να μιλάει από τον τελευταίο μέχρι τον πιο πάνω, δηλαδή να μιλήσει για απλά πράγματα μέχρι επιστημών, τι να σου πω... Εκείνος που ήτανε λίγο έτσι απόμακρος ήταν ο Γιάννης, ο Ρίτσος, ο οποίος περπατούσε μέσα με ένα βιβλίο στο χέρι. Τίποτα, δεν είχε πολλές, ενώ ο Κώστας έκανε με όλο τον κόσμο, με όλους, και με εμάς που ήμασταν τούβλα σε σχέση με τις γνώσεις τις δικές του. Ε, κι άλλοι όπως ήτανε, κι άλλοι.
Segment 13
Η επιστροφή στην Λέρο 20 χρόνια μετά και αναμνήσεις από τη ζωή στην εξορία
02:37:53 - 03:47:58
Και όταν πήγα, που σου έλεγα προηγουμένως που πήγαμε στην Ατάλαντη με το γκρουπ, την πήγα τη γυναίκα μου, πήγαμε στον διοικητή. Ήταν ένας διοικητής, «κοίτα», του λέω, κοίταξε, αντισυνταγματάρχης ήτανε, μάλιστα συμπτωματικά είχε και το επίθετο του ξαδέλφου, Παναγιωτόπουλος από την Καλαμάτα. Λέει: «Γιατί δεν έφερες και το άλλο γκρουπ;», λέω: «Έτσι και έτσι, κύριε διοικητά». Α, όταν πήγα μου λέει ο σκοπός: «Ορίστε», λέω: «Θέλω έναν να με πάει στο Διοικητήριο». Φωνάζουν έναν λοχία, λέει: «Τι θέλετε;», λέω: «Έτσι και έτσι. Ήμουνα κρατούμενος στο στρατόπεδο εδώ που είσαστε τώρα εσείς και θέλω να μιλήσω με τον κύριο διοικητή, μήπως μπορώ να το επισκεφθώ». Πήγε φαίνεται, το είπε στον διοικητή, λέει ο διοικητής: «Φέρ’ τον». Πήγαμε πάνω, μου λέει: «Μόνος σας είστε, κύριε Ιωάννου;», λέω: «Όχι. Είμαι με ένα γκρουπ, αλλά σήμερα δεν ακολούθησα το γκρουπ, ήρθα μόνο γι’ αυτό». «Ε», λέει, «γιατί δεν τους φέρνετε και τους άλλους;». Λέω: «Να σας πω την αλήθεια το σκέφτηκα, αλλά είπα είναι δυνατόν να κουβαλήσω το γκρουπ ολόκληρο; Μήπως δεν επιτρέπεται». Μου λέει: «Πώς». Και κατεβήκαμε κάτω, είχαν διαμορφώσει τα εστιατόρια πιο καλά, έβαλαν κάτι πλακάκια μέσα, τράβαγαν χαιρετούρες οι φαντάροι, σου λέει ο κύριος διοικητής με κάποιους: «Αυτοί ποιοι είναι; Για να τους κουβαλάει μέσα στο στρατόπεδο, κάποιοι θα είναι...» Πού να ήξεραν τα παιδιά! Και μας πήρε, λέω: «Μπορώ να πάω στον θάλαμο που έμενα;», λέει: «Πού μένατε;», λέω: «Σε αυτόν τον μεγάλο θάλαμο». Φωνάζει έναν, του λέει: «Πάρε τον κύριο Ιωάννου και την κυρία να πάνε μέσα εκεί». Πήγε αυτός, μας άνοιξε και μπήκαμε στον θάλαμο, λέω: «Γυναίκα, έλα να σου δείξω πού έμενα με τον Κώστα [02:40:00]και τον Κασαπίδη». Τους ήξερε αυτούς τους δύο. Γυρίσαμε, πήγαμε μπροστά που ήταν, είχαν κόψει κάτι ευκαλύπτους εκεί που είχαμε εμείς, τους κόψαν, δεν ξέρω γιατί τους κόψανε. Μάλιστα, σε έναν από τους ευκαλύπτους είχανε βάλει το ραδιόφωνο. Είχαν βάλει ένα ραδιόφωνο, για να ακούμε τις ειδήσεις από την Αθήνα, αλλά το είχαν βάλει μέσα σε ένα κουτί σιδερένιο και είχανε βάλει μόνο την ένταση, να το ανοίγουμε, να το κατεβάζουμε. Το είχαν βάλει στον σταθμό της Αθήνας να λέει τις ειδήσεις, το έφερνε η χωροφυλακή, το βάζανε αυτοί, μαζευόμασταν, ακούγαμε τις ειδήσεις και έρχονταν, το παίρνανε μετά. Έλα, όμως, που όλα τα πράγματα μπορεί να τα κάνεις όπως θέλεις! Είχαμε έναν, τον Σωτήρη τον Μακρίδη, μια τσίτα και μισή ήταν ο μπαγάσας, πιο κοντός από μένα, έτσι και πιο μαζεμένος. Μια φορά πήρε ένα πουκάμισο ενός που ήτανε από τον Πειραιά, ήταν 1.99 αυτός, ο Κομματάς, το φόρεσε και του ήρθε το πουκάμισο μέχρι τον αστράγαλο σκέψου! Είχε βρει τον τρόπο με ένα σύρμα, το έβαζε από κει που είχε το κουμπί με την ένταση, να το ανεβάζουμε, να το κατεβάζουμε, και άλλαζε σταθμούς και έπιανε BBC, χαμήλωνε την ένταση και έπιανε «BBC». Και θυμάμαι την ημέρα που έγινε η επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία ήμασταν εκεί και μας ήρθε κεραμίδα στο κεφάλι. Εμείς μιλάγαμε για την επέμβαση των Αμερικανών στην Ελλάδα που έγινε με τη Χούντα και ξαφνικά έγινε μια νέα Χούντα. Είμαστε τώρα εκεί κάμποσοι και όπως ήταν δίπλα μου ο Μανωλάκος, ήταν ο Κάζος, ο Λεντάκης, ο Αντρέας, ο Νίκος, ο Καραμανλής, λέω: «Τι θα γίνει; Τι είναι αυτά τα πράγματα; Εμείς μέσα και αυτοί πήγαν και κάνανε... Ρε παιδιά, άντε εσείς που είσαστε...». Και ψου ψου ψου εκεί μεταξύ τους και πήγαν μέσα και φτιάξανε αυτό το κείμενο εναντίον της επέμβασης της Τσεχοσλοβακίας: Καραμανλής, Μανωλάκος, Λεντάκης και κάνα-δύο άλλοι, ο Κούκας, ο Γιώργος, και το γύρισαν για να το υπογράψουν, το υπογράψαμε σου λέω αυτοί που ως επί το πλείστον που ήταν στο Χάος, που δεν ήταν ούτε με τη 12η ούτε με το ΚΚΕ Εσωτερικού τότε. Και το πήγαν προς τους επικεφαλής που ήταν ΚΚΕ Εσωτερικού, αλλά δεν το υπέγραψαν γιατί είπαν: «Να ρωτήσουμε και τα λοιπά». Λέει: «Για να ρωτήσεις, να έρθει η απάντηση, θα έχουν περάσει… Το θέμα είναι "το σίδερο ζεστό κολλάει"», και το στείλανε. Την άλλη μέρα το δημοσιεύσει η «Ακρόπολη». Αλλά είχανε ξεχάσει κάνα-δύο ονόματα, του Γανίτη το όνομα το ξεχάσανε κι ενός άλλου. Όταν έγραψε κάποια φορά στην Ελευθεροτυπία ένας Ψάρρου, δεν θυμάμαι τώρα πώς τον λέγανε, και διάβασα και είχε κάποιες ελλείψεις και ως προς τους εξόριστους, και του το έστειλα. Όταν βγάλανε αυτό εδώ το βιβλίο με τους εξόριστους, έχει κάμποσους που τους ξέχασαν μέσα. Και τον πήρα τηλέφωνο, μου λέει: «Να μου το στείλετε». Και πράγματι, ο άνθρωπος το δημοσίευσε, ότι εκ παραδρομής και τα λοιπά και μας έστειλε επιστολή εκεί. Εγώ τους ήξερα όλους αυτούς. Ακόμα και τώρα που έχουν περάσει τόσα χρόνια, μπορώ να σου πω ότι αυτός ήταν από κει, ήτανε αγρότης, ήταν δικηγόρος, ήταν ξέρω ‘γω τι ήταν. Τους θυμάμαι. Γιατί είχα να κάνω κάθε μέρα με αυτούς τους ανθρώπους.
Να σας ρωτήσω κάτι, όταν περάσατε το στρατόπεδο ξανά μετά από τόσο καιρό, δεν ξέρω μετά από πόσα χρόνια πήγατε;
20ετία και.
Πώς νιώσατε;
Κοίταξε, κατ’ αρχήν σου έρχεται στο μυαλό οπωσδήποτε συγκίνηση, γιατί είχα και τη γυναίκα μου, η οποία θέλοντας και μη θέλοντας, που λένε, ήτανε συμμέτοχη σε όλη αυτή τη διαδικασία των χρόνων αυτών που περάσαμε, εκείνη μόνη της. Αλλά την είχα μαζί μου να της δείξω εκεί και μου ήρθε στο μυαλό ο Κώστας, ο Κουλουφάκος, που κάθε μέρα ήμασταν από το πρωί μέχρι το βράδυ μαζί και ο οποίος είχε πεθάνει και πριν από λίγο καιρό εκείνη την εποχή –γιατί αυτό είχε γίνει γύρω στα ’90, βγάλε από το ’70 που έφυγα, καλά είπα, ’90-’91 τότε ήταν. Ο Κώστας, ο Κουλουφάκος, κάνα-δύο χρόνια είχε πεθάνει. Ήταν βαθιά η συγκίνηση αλλά... Τι να πω; Δεν ξέρω. Είναι μερικά πράγματα που, κοίταξε, όσο περνάει ο χρόνος μερικά πράγματα απαλύνονται. Δεν έχεις το ίδιο συναίσθημα που έχεις τον πρώτο καιρό απ’ ό,τι μετά από 20-30-40 χρόνια. Έχουν περάσει από τότε, τώρα από το ‘67 τον Ιούλιο, τόσα χρόνια και κάθε χρόνο παίρνει ο ένας ή ο άλλος, παίρνουν, παίρνει ο Κώστας ή παίρνω εγώ: «Τέτοια ώρα πού ήσουνα ρε; Θυμάσαι;». Λέω εγώ: «Ναι. Εκείνη την ώρα είχαμε πάει εκεί». Αυτά δεν ξεχνιούνται. Μιλάμε τώρα από το ‘71 και είμαστε στο 2022, και πέρασαν τώρα 21 Απριλίου και μίλησε ο ένας με τον άλλον και: «Τώρα θυμάσαι πού ήσουνα; Θυμάσαι αυτό εκείνη την ημέρα που ήμασταν με τον Τάσο, τον Σιαμίδη, με τον αδελφό σου και τα λοιπά;». Αυτά δεν ξεχνιούνται. Αλλά εκείνος, για να είμαι ειλικρινής, στην πρώτη βραδιά φοβηθήκαμε πάρα πολύ. Εγώ τουλάχιστον φοβήθηκα πολύ. Γιατί ήταν πρόσφατα και τα γεγονότα της Ινδονησίας με τη σφαγή των κομμουνιστών τότε, χαμός που είχε γίνει. Μην ξεχνάμε ότι περίπου ένα εκατομμύριο κομμουνιστές, πόσο ήταν, φάγανε εκεί κάτω στην Ινδονησία. Εκ των υστέρων, μάθαμε με τι τραγικό τρόπο. Και να είσαι κρυμμένος τώρα και να ακούς να ρίχνουν πυροβολισμούς, μπαπ μπαπ μπουπ, και να γαβγίζουν τα σκυλιά και τα λοιπά, λες τώρα δεν υπάρχει, τελείωσε.
Πού ρίχναμε πυροβολισμούς;
Στον αέρα. Όλη τη νύχτα. Όλη τη νύχτα πυροβολούσαν. Τώρα περίπολο; Στον αέρα έτσι.
Για να σας τρομάξουνε;
Γενικά, για να τρομάξουν τον κόσμο, όχι εμάς προσωπικά, γενικά όλους, ότι μην έχετε κανένα κρυμμένο, ξέρω ‘γω τι. Είχαν βγει οι διαταγές ότι όσοι έχουν κρυμμένο, θα φάνε τόσα χρόνια κι εκείνο και το άλλο. Αυτά. Και τα σκυλιά φυσικά ούρλιαζαν με την έννοια ότι ακούγοντας πυροβολισμούς είχανε... Άκουγες τα σκυλιά. Δεν υπάρχει περίπτωση. Και η αλήθεια, δεν υπήρχε να δώσουν λογαριασμό σε κανέναν, αν σε βάραγε ένας ή νόμιζε ότι πας να το σκάσεις. Δεν υπήρχε. Και απ’ την άλλη πάλι σκεφτόμουνα και τη γυναίκα μου. Ήταν μόνη της με την πεθερά μου. Μόλις είχαμε νοικιάσει, έναν χρόνο ήμασταν παντρεμένοι μην ξεχνάμε –μιλάμε τον Γενάρη του ‘66 παντρευτήκαμε, Απρίλης του ‘67 έγινε αυτό. Τα έπιπλα, τα πάντα τα χρωστάγαμε, τα είχαμε πάρει με δόσεις. Και αυτή η κοπέλα δούλεψε. Και δεν είναι αυτό μόνο, ότι μετά από λίγο καιρό που πήγα εγώ εξορία άρχισε η νοικοκυρά, η οποία ήταν δημοκράτισσα, αλλά τι έγινε; Η γυναίκα, η κόρη της αρραβωνιάστηκε, η μεγάλη της κόρη που ήταν λίγο, ας το πούμε, για εκείνη την εποχή, ξέρεις, όποια ήταν 30 χρονών θεωρούταν γεροντοκόρη. Τώρα 30 χρονών είναι κοπελίτσα. Δεν ξέρω πόσο είσαι, εγώ δεν σε κάνω παραπάνω από 22-23 χρονών. Λοιπόν, είχε αρραβωνιαστεί με έναν αξιωματικό της αεροπορίας και τώρα φαίνεται η κόρη της την ζόριζε την κυρα-Καλλιόπη να τη διώξει τη Λίτσα, γιατί ο άντρας της είναι εξορία και πώς αυτή θα φέρνει τον αρραβωνιαστικό της σε τέτοιο σπίτι; Και της είπε και έλεγε η γυναίκα μου: «Ναι, θα φύγω». Έψαχνε να βρει σπίτι αλλά δούλευε ταυτόχρονα, και η άλλη ζόριζε: «Να φύγεις». «Ε, θα φύγω», λέει, «ψάχνω σπίτι». Τελικά την πήγε στην αστυνομία και την καλέσανε στην αστυνομία. «Γιατί δεν φεύγεις;», «θέλω να φύγω», λέει, «ψάχνω σπίτι». «Να φύγεις γρήγορα». Λέει: «Αν θέ[02:50:00]λει να φύγω γρήγορα, να φέρω τα πράγματά μου να τα αφήσω εδώ στο τμήμα», δεν χάριζε η κυρά Λίτσα, όταν ήταν να χαρίσει δεν χάριζε, «να φέρω τα πράγματά μου εδώ στο τμήμα, να τα αφήσω και το πού θα κοιμάμαι είναι άλλη δουλειά, δική μου». Λέει: «Βλέπω έχεις και γλώσσα. Δεν φτάνει που ο άντρας σου είναι στην εξορία, έχεις και γλώσσα». Τελικά, φαίνεται ο πατέρας μου βρήκε ένα σπίτι, γιατί εκεί που μέναμε στο κέντρο της Νέας Ιωνίας, στον δίπλα δρόμο ήταν ένας μακρινός συγγενής της μάνας μου και είδανε, ήταν ένα σπίτι εκεί που νοικιαζόταν και πήγε εκεί η Λίτσα και του λέει: «Κύριε Γιώργο», του λέει, «να ξέρεις κάτι να σου πω», εν τω μεταξύ εδώ πληρώναμε 7κατοστάρικα τότε και εκεί που πήγε η Λίτσα ζήταγε 1.200, γιατί ήτανε καινούριο, αλλά είχε και καλοριφέρ, δεν είχε σόμπα, λέει: «Να σου πω και κάτι; Εμένα ο άντρας μου είναι εξορία. Δεν ξέρω πότε θα έρθει, αλλά μη μου πεις μεθαύριο που θα έρθει “είναι εξορία ο άντρας σου, φύγε”». Αυτός ήταν άνθρωπος, ήσυχος ήταν αλλά επειδή παλιά είχε ποδηλατάδικο, φαίνεται τον γνώριζε η αστυνομία, φαίνεται γι’ αυτό τον λόγο λέει: «Άκουσε, κόρη μου, να δεις», ήταν και τουρκόφωνοι αυτοί, «άκουσε κόρη μου να δεις, εμένα δεν με ενδιαφέρει. Το ενοίκιο να δίνεις και δεν με ενδιαφέρει». Και πράγματι, την βρήκα εκεί όταν γύρισα. Και μάλιστα, το πιο συγκινητικό απ’ όλα είναι, με όλες αυτές τις δυσκολίες της ζωής είχε κάνει οικονομία και όταν πήγα, είχε ένα γουρουνάκι πήλινο κουμπαρά και το σπάσαμε και είχε μέσα 7,5 χιλιάδες μαζέψει και μου λέει: «Αυτά πάρ’ τα, για να μπορείς να κυκλοφορείς». Τι να πεις γι’ αυτά τα πράγματα! Τι μπορείς να πεις γι’ αυτόν τον άνθρωπο!
Ξέρω ότι σας στάθηκε κιόλας όταν ήσασταν στην εξορία, έτσι;
Μου στάθηκε, δεν λες τίποτα! Εντάξει, ήθελε και αυτή η καημένη να είμαστε μαζί, αλλά καταλάβαινε ότι δεν μπορούσαμε.
Εσείς σκεφτήκατε να το σκάσετε έτσι, να πάτε να τη βρείτε;
Όχι, όχι, δεν έκανα τέτοια. Δηλαδή όταν είσαι μέσα, ή αποφασίζεις να μείνεις, γιατί δεν σε αφήνει ο εαυτός σου, από μέσα σου, η συνείδησή σου, αυτά που έχεις κάνει ξαφνικά να πιάσεις και να τα φτύσεις μια και έξω ή είναι αυτό που λέει ο Καβάφης: «Υπάρχει κάποια στιγμή που πρέπει να πεις το μεγάλο ναι ή το μεγάλο όχι». Αυτός που λέει το «ναι» περνάει και άλλους που τον βασανίζει. Και τον Καβάφη εκεί τον έμαθα, από τον Κώστα Κουλουφάκο. Είναι δίπλα στο κρεβάτι το βιβλίο. Και όποτε έχω κάποια αυτή, πρέπει να διαβάσω ένα-δύο ποιήματα. Ο Κώστας έλεγε: «Ποτέ πάνω από τρία. Να διαβάζεις το πολύ τρία, για να μπορείς να τα ξαναδιαβάσεις, για να πιάσεις μερικά από αυτά και όχι με την πρώτη και τη δεύτερη φορά». Τέλος πάντων, δεν σ' αφήνει. Δηλαδή σκέφτεσαι όλες αυτές τις στιγμές, σκέφτεσαι οι δικοί σου άνθρωποι, μπορεί να είσαι και παντρεμένος, μπορεί να είσαι, γιατί έτυχαν και πολλά πράγματα. Παραδείγματος χάρη τώρα... Δεν θα το πω, άσ’ το μετά. Υπήρξαν άνθρωποι που υπήρξαν αρραβωνιασμένοι και χωρίσανε και παντρεμένοι.
Να υπογράψετε δήλωση; Να μιλήσετε, ίσως; Να δώσετε κάποιο άτομο;
Όχι, δεν υπήρξε από την πρώτη στιγμή καμία σκέψη. Καμία σκέψη τέτοια. Δηλαδή μου φαινόταν πολύ, να δεχθώ ότι έκανα κάτι που ήταν παράνομο. Δεν με είχαν μάθει και η οικογένεια. Και στην οικογένειά μου μέσα δεν είχαμε τέτοια πράγματα. Δηλαδή, ο πατέρας μου μπορεί να ήταν ένας άνθρωπος που δεν ανακατευόταν με την πολιτική. Αν και στην Κατοχή πηγαίνοντας πάνω στα Γρεβενά –όπως είναι γνωστό τα Γρεβενά είναι η δεύτερη πόλη που απελευθερώθηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Η πρώτη ήτανε στις 8 Μαρτίου του ’43, απελευθερώθηκε η Καρδίτσα και 15 Μαρτίου του ‘43 απελευθερώθηκαν τα Γρεβενά. Έκτοτε οι Γερμανοί ερχόντανε στη χάση και στη φέξη να κάνουν κανένα πλιάτσικο ή να αρπάξουν κανέναν, γιατί όλοι οι άντρες πάνω από 15 χρόνων στην περιοχή των Γρεβενών θεωρούντο αντάρτες. Ο πατέρας μου, λοιπόν, σε αυτή τη διάρκεια εκεί, ράφτης ων και κουβαλώντας τη μηχανή –τα ποδαρικά είναι εκεί της μηχανής, στη βεράντα, στη βεράντα, τα σιδερένια ποδαρικά που είχε πάνω το μάρμαρο. Η μηχανή είναι κάτω. Από αυτήν έμαθα και εγώ. Αυτή η μηχανή έχει έρθει από την Σαφράμπολη της Μικράς Ασίας το ’23, αγορασμένη από τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου, λοιπόν, εκεί έχει ράψει για τον ΕΛΑΣ εκατοντάδες δίκοχα και δεκάδες χλαίνες και διάφορα άλλα. Ιδίως όταν ο ΕΛΑΣ συνέλαβε το Τάγμα των Γρεβενών, το ιταλικό Τάγμα Γρεβενών, πήρε όλα τα, βρήκαν εκεί και πήρανε οι αντάρτες κουβέρτες, διάφορα ρούχα, άλλοι βρήκαν... Οι κουβέρτες αυτές, οι ιταλικές γίνανε όλα χλαίνες. Κι αυτά τα έραψε ο πατέρας μου. Ε, ήταν ένας φιλήσυχος. Στην οικογένεια μάς είχαν μάθει να μην έχουμε, δηλαδή μεγαλώσαμε εγώ και η Φωτεινή και η αδελφή μου, η μεγάλη, μικρότερη σε άλλες εποχές, κάτω από δύσκολες συνθήκες, αλλά πάντοτε με την αυτή, να μην κάνουμε κακό σε κανέναν, δηλαδή ούτε ο πατέρας μου μυρμήγκι που λένε δεν πάτησε. Παρόλο που μεγάλωσε κι αυτός ανδρώθηκε μέσα στη βρωμιά. Γιατί η Γερανίου δεν είναι τώρα δύσκολη λένε, πας στη Γερανίου-Αναξαγόρα. Τότε να πήγαινες να έβλεπες, όταν εγώ ήμουν το ’52, οι πόρνες που ήταν εκεί στη Σοφοκλέους και τα λοιπά, οι νταβατζήδες, οι... Ε, δεν τον έχω ακούσει ποτέ τον πατέρα μου να πει αϊ στο διάολο. «Στο διάολο πια», ξέρω ‘γω τι, σε κάποιον. Ποτέ. Τα πληρώνεις φυσικά. Εγώ τα πλήρωσα ακριβά. Έμεινα χωρίς παιδιά, γιατί έμεινε η γυναίκα μου τόσο καιρό, ήτανε και δύο χρόνια μεγαλύτερη από μένα. Αλλά αυτό δεν παίζει ρόλο. Η ψυχολογία του ανθρώπου μετά διαφέρει. Έχασα το μαγαζί μου, αναγκάστηκα, θα μου πεις προσαρμόστηκα, πήγα στην Αταλάντη, προσαρμόστηκα εκεί. Στην αρχή μας ήταν δύσκολο, εκείνη μόνη της, τελείως μόνη της μέσα στο σπίτι.
Εσείς την είχατε άγχος όταν ήσασταν στην εξορία;
Φυσικά έχεις άγχος. Τι θα γίνει. Το μαγαζί σου, ιδίως η γυναίκα μου! Εντάξει, ήταν και η μάνα μου και ο πατέρας μου εδώ, άλλα προβλήματα είχαμε, εντάξει, όμως είχα μια ξεχωριστή οικογένεια και άφησα, δηλαδή με όλα αυτά έμεινε μόνη της μια κοπέλα η οποία δεν είχε συγγενείς εδώ. Τα αδέλφια της όλα ήτανε στην Χαλκίδα, οι αδελφές της, η μία δηλαδή η αδελφή της παντρεμένη εκεί, ο αδελφός της παντρεμένος με παιδιά εκεί, οι γονείς της ήταν φυσικά στο χωριό επάνω. Είχε πεθάνει ο πατέρας της και την είχαμε κατεβάσει, ίσα που είχε κατέβει κάνα-δύο χρόνια η πεθερά μου εδώ. Και δεν έφτανε που, όπως είπα, χρωστάγαμε τα έπιπλα και τα λοιπά και έμενε μόνη της, είχε και την πεθερά μου, η οποία τότε δεν υπήρχαν ούτε σύνταξη για τους μεγάλους ούτε ΟΓΑ και τα λοιπά. Ήτανε μεγάλο άγχος. Αλλά από την άλλη πάλι, για μένα ήτανε πολύ δύσκολο να βάλω το χέρι μου. Ήταν πολύ δύσκολο. Ξέρεις, εμείς οι Πόντιοι έχουμε ένα... κακό ίσως να είναι αυτό, δεν ξέρω, αλλά άμα πούμε μια φορά όχι...
Η γυναίκα σας είπε ποτέ να υπογράψετε;
Όχι. Δεν μου είπε. Έλεγε να είμαστε μαζί και τα λοιπά, αλλά να πει «βάλε...», όχι. Ενώ ο φίλος μου ο Χρήστος έχασε την αρραβωνιαστικιά του. Τον παράτησε. Μιλάμε για έρωτα τρελό. Δεν μπορείς να φανταστείς.[03:00:00] Εγώ, είχαμε το μαγαζί, ήμασταν σε έναν δρόμο στην Νέα Ιωνία, μέναμε μέχρι αργά το βράδυ. Ο ίδιος σε περίοδο Χριστουγέννων και Πάσχα, που τα ραφεία δουλεύανε τότε πολύ –μην ξεχνάς ότι εκείνη την εποχή ο κόσμος έραβε, δεν ντυνότανε, πολύ σπάνια, έτοιμα ρούχα– κατέβαινε ο Χρηστάκης τότε αγκαλιά με την, του φίλου του την αδελφή, πολύ φίλου, ήτανε, η αρραβωνιαστικιά του ήτανε –τον Μιχαηλίδη τον Γιώργο τον σκηνοθέτη τον ξέρετε, τον έχεις ακουστά. Μεγάλος σκηνοθέτη. Θεωρώ ένας από τους κυριότερους, δηλαδή μετά τον Κουν, εκεί τον βάζω, μεταξύ Ευαγγελάτου και Μιχαηλίδη, πίσω από τον Κουν. Λοιπόν, ήταν αγκαλιά με την αυτήν, τρελά! Κατεβαίνανε σιγά σιγά... Και αυτή η κοπέλα τον παράτησε τον Χρήστο. Ήταν αξιόλογος άνθρωπος. Έχει και ποιήματά του, ολιγογράφος αλλά με πολύ βαθιά αυτή. Ο Χρήστος είχε ανοίξει τότε και γραφείο δικηγορικό, ήταν και ήταν και Δημοτικός Σύμβουλος. Εν τω μεταξύ, το ‘64 βγάλαμε και τους πιο νέους Δημοτικούς Συμβούλους, ένας ο Κώστας, ο Σιαμίδης, ένας ο Χρήστος, ο Ρουμελιωτάκης και ο Γιώργος, ο Σούλιος.΄Τρεις νεαροί εκείνη την εποχή βγήκανε, οι οποίοι ξαναβγήκανε μετά τη Χούντα. Επανήλθε, αν θυμάσαι, είχε βγει ένα διάταγμα, όσοι δημοτικοί άρχοντες ήταν εκλεγμένοι πριν από τη Χούντα ανέλαβαν τη δημαρχία. Και μετά, το ‘75 έγιναν κανονικά εκλογές. Τότε είχαμε προτείνει εμείς να συνεργασθεί με το ΚΚΕ Εσωτερικού και την ΕΔΑ ο Δομνάκης, αλλά ο Δομνάκης, τον πείσανε οι κουκουέδες, το ΚΚΕ. Μετά την πτώση της Χούντας πήγε μαζί τους. Και όταν ένα βράδυ πήγαμε μαζί, εγώ, ο Κώστας και ο Χρήστος να του πούμε ότι δεν πρέπει να, και του λέω: «Γιάννη, πρόσεχε. Εκεί που πας θα σε χρησιμοποιήσουν και μετά θα σε στύψουν και θα σε πετάξουν σαν λεμονόκουπα». Μου λέει: «Εσύ είσαι όλο των άκρων». Λέω: «Καλά, θα με θυμηθείς». Με θυμήθηκε, όπως με θυμήθηκε και ο Σχίζας, ο Λουκανίδης, που μου είπε ότι θα μας κάνουνε βίδες. Μετά από πολλά χρόνια, όταν βγήκαμε, μετά από κάποια χρόνια αυτός, δεν ήξερα εγώ, είχε παντρευτεί μια κοπέλα από την Νέα Ιωνία και έμενε εκεί που ήταν τα γραφεία του εργοστασίου. Όταν ανέλαβα εγώ το εργοστάσιο, όχι πολλά χρόνια, το ’70... είχε πέσει η Χούντα, και εγώ πηγαίνοντας από το εργοστάσιο στο γραφείο να πω κάτι, δεν θυμάμαι γιατί, τακ τον βλέπω τον Λουκανίδη, μου λέει: «Κύριε Ιωάννου, συγγνώμη, μπορώ να σας πω;». Λέω: «Λέγε». Μου λέει: «Θέλω να ζητήσω συγγνώμη». Ήταν, όμως, άλλες εποχές εκείνη την εποχή και ήμασταν διαφορετικά. Λέω: «Εντάξει. Θυμάσαι όμως τι σου είπα, ότι οι βίδες υπάρχουν και θα ξανά... Αυτό να το θυμάσαι». «Ναι», λέει, «εντάξει». Λέω: «Άντε, άντε, στο καλό».
Να ρωτήσω, οι φύλακες εκεί πέρα πώς ήτανε;
Η φύλαξη να σου πω, στην αρχή ήτανε λίγο τσιτωμένοι, αλλά σιγά σιγά... Δηλαδή, παραδείγματος χάρη, τον πρώτο καιρό θυμάμαι είχα αναλάβει στην –σου είπα, στην αρχή δεν μας δίνανε τα γράμματα, στο τέλος αυτό κατόρθωσα και τους τα πήρα από το χέρι. Αυτό το θεωρώ προσωπική δική μου αυτή δηλαδή, δεν μου το είχε πει η «Ομάδα» να τα πάρουμε, αλλά εγώ τα πήρα έτσι, με το έτσι θέλω που λένε, με το κάθε μέρα «άσ’ τα θα τα φωνάξω εγώ τα ονόματα» και στο τέλος λένε οι χωροφύλακες: «Ε, τα κουβαλάμε πίσω, πάρ’ τα». Κάποια φορά να σου πω ήτανε, αυτοί ήταν πολύ στυγνοί. Μας είπανε να στείλουμε δέκα κάρτες τα Χριστούγεννα του ‘67 στους δικούς μας. Όλοι προμηθευτήκαμε από το φυλάκιο εκεί, είχαν ένα σαν περίπτερο οι χωροφύλακες που πουλάγαν και τσιγάρα και τα λοιπά και εκεί παίρναμε κάρτες να στείλουμε στους δικούς μας. Σε πληροφορώ ότι αν πήγανε από... βάλε τώρα 10, 500 άτομα από δέκα κάρτες. Έτσι; 5 χιλιάδες κάρτες; Αν πήγανε 50 είναι ζήτημα. Τις πήρε όλες ο παλιάνθρωπος ο λοχίας, ένας νωματάρχης, ένα φασιστόμουτρο, φαινόταν, και τις έκανε κομμάτια. Κάποια φορά άλλαξε αυτός, ξέρεις τους αλλάζαν κάθε 6 μήνες, φοβούμενοι μήπως τους επηρεάσουμε οι κρατούμενοι. Γιατί η αλήθεια ήταν ότι επηρεάζονταν. Σου είπα, λέγανε ας πούμε: «Πες του Σεβαστάκη να γράψει». Θα σου πω και μια άλλη περίπτωση. Λοιπόν, μετά ήρθε ένα άλλο παιδί, ο οποίος ήταν από την Καρδίτσα και μόλις το μάθανε οι Καρδιτσιώτες: «Ωχ», λέει, «τώρα την πατήσαμε». Κι όμως, γιατί ο πατέρας του ήταν παπάς και τον είχε σκοτώσει ο ΕΛΑΣ, γιατί ήτανε καρφωτής, έδινε πληροφορίες στους Ιταλούς και ο ΕΛΑΣ κάποια φορά τον εκτέλεσε. Κι όμως, αυτό το παιδί έβαλε το ταχυδρομείο σε τάξη. Να πηγαίνουν τα γράμματα. Αυτός άρχισε και τα άφηνε, «δώστε τα στο στον ταχυδρόμο». Τα έπαιρνα εγώ και εγώ τους έδινα τα γράμματα το πρωί. Γιατί όλοι δεν μπορούσαν την ώρα που ερχόταν ταχυδρομείο να μαζεύονται 500 άτομα εκεί. Άλλος ήτανε ξαπλωμένος, άλλος ήτανε γέρος, άλλος δεν μπορούσε, άλλος ξέρω ‘γω τι. Και δεν μπορούν και όλη την ώρα να περιμένουν. Μαζευότανε: «Έλα τα γράμματα», φώναζα εγώ, μαζευότανε καμιά 30αριά-40αριά, όσοι ήταν εκεί τα παίρνανε, οι άλλοι τα δίνανε. Κι εγώ ήξερα, ο τάδε μένει εκεί. Πήγαινα πάνω στο κρεβάτι, το πέταγα το γράμμα. Μετά έμαθαν και όλοι και από την προηγούμενη μέρα, το βράδυ, μου τα δίνανε, με βλέπανε πού ήμουνα και μου τα δίνανε.
Υπήρχαν καλοί φύλακες;
Ναι. Υπήρχαν παιδιά. Ένας παραδείγματος χάρη μια φορά, την ώρα που πήγαμε στο ταχυδρομείο ήταν ένας νωματάρχης. Μου λέει, όταν φορτώσαμε τα δέματα μου, λέει: «Κύριε Ιωάννου, πάμε να πιούμε μια μπύρα;». Τον κοιτάζω έτσι, μου κάνει, λέω: «Μαζί να πιούμε μπύρα;», λέει: «Ναι». «Εμένα δεν με πειράζει να πιούμε. Μήπως πειράζει εσένα. Για σκέψου το αυτό που είπες. Μήπως πειράζει εσένα. Άμα κάποιοι θα μας δούνε, ξέρεις». Λέει: «Όχι». Λέω: «Μια και θα πάμε εμείς να πιούμε μια μπύρα, δεν επιτρέπουμε και στα παιδιά να κάνουν, στους τρεις-τέσσερις-πέντε που ήταν μαζί μου, να κάνουν μια βόλτα με τους χωροφύλακες;», γιατί πάντοτε για το ταχυδρομείο μας στέλνανε και τρεις-τέσσερις χωροφύλακες μαζί. Λέει: «Εντάξει». Λέει του ενός: «Άμα χρειαστούν κάτι, ας πάνε μέχρι την πλατεία». Πήγαμε, κάτσαμε σε ένα μαγαζί, παραγγείλαμε δυο μπύρες εκεί, λέει: «Ήθελα να σας ρωτήσω, κύριε Ιωάννου, είναι αλήθεια ότι οι κομμουνιστές μετά την Κατοχή σφάζανε τον κόσμο με τα κονσερβοκούτια;». Τον κοιτάζω. Χαμογέλασα. Λέω: «Καλά, είναι δυνατόν να πιστεύεις τέτοια πράγματα; Είσαι τώρα εδώ 3 μήνες, πώς σου φαίνονται αυτοί οι άνθρωποι; Πώς σου φαίνεται ο κύριος Γλέζος, ας πούμε, που τον βλέπεις και σου μιλάει και του μιλάς κιόλας, αφού κάνετε τις βόλτες εδώ μέσα; Πώς σου φαί[03:10:00]νεται; Είναι δυνατόν ο κύριος Γλέζος να έσφαζε κανέναν με το κονσερβοκούτι; Πώς σου φαίνεται ο κύριος Σεβαστάκης, ας πούμε, που ήτανε δικηγόρος; Πώς σου φαίνεται ο κύριος Ρίτσος; Τον βλέπεις τον κύριο Ρίτσο να σφάζει κανέναν με το κονσερβοκούτι;». «Όχι», λέει, «αλλά…». «Κοίταξε, πάντοτε εκείνοι που είναι στα πράγματα, εκείνοι που επικρατούν, έχουνε έναν τρόπο να κατηγορήσουν τους αντιπάλους τους. Μην ξεχνάς την επανάσταση. Ποιος ήταν επικεφαλής στην επανάσταση; Ο Κολοκοτρώνης. Εάν δεν ήτανε ο Πολυζωίδης και ο Τερτσέτης να μην υπογράψουν τη θανατική τους καταδίκη, δεν θα τον εκτελούσαν τον Κολοκοτρώνη; Δεν τον βάζω που τον βάλανε φυλακή αυτόν και τον Πλαπούτα, αλλά δεν θα τους εκτελούσαν; Τι έκανε ο κύριος Γλέζος; Μπορείς να μου πεις τι έκανε; Κατέβασε τη σημαία μαζί με έναν άλλον, που ευτυχώς δεν τον έχουμε κοντά μας». Ευτυχώς την γλύτωσε αυτός γιατί πήγε στον Καναδά, αν και μετά τον γνώρισα. Η τελευταία εμφάνιση του Σάντα ήταν εδώ στην Νέα Ιωνία μαζί με τον Γλέζο, που τους κάναμε μία… Τέλος πάντων. «Τι έκανε ο κύριος Γλέζος; Κατέβασε τη σημαία με κίνδυνο της ζωής του. Άμα τον πιάνανε οι Γερμανοί, δεν υπήρχε περίπτωση, την άλλη μέρα θα τον είχαν εκτελέσει. Τι έκαναν όλοι αυτοί οι άνθρωποι εδώ μέσα; Ε, το ίδιο. Τι κάνανε τους αγωνιστές τότε; Το ίδιο πράγμα. Αυτοί που αγωνίστηκαν και κάνανε όλα αυτά, γιατί μην κοιτάς, εγώ είμαι νέος και κάποια άλλα παιδιά που τώρα, εντάξει, κάτι κάναμε και που ανήκαμε στη Νεολαία της ΕΔΑ. Οι άλλοι όμως αγωνίστηκαν! Βγήκαν στον πόλεμο, τραυματίστηκαν. Βλέπεις εδώ ανθρώπους, βλέπεις τον Κοκλάνη, τον Θόδωρο, με κομμένο πόδι. Δεν σου κάνει εντύπωση; Ποιος το έκανε αυτό; Έτσι όλοι αυτοί οι άνθρωποι βρέθηκαν εδώ μέσα, για κάποια ιδεολογία που είναι αντίθετη με την κυβέρνηση, αλλά άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Τι κάνανε; Τι κάναμε; Τι έκανα εγώ και με φέραν εδώ; Ας μην τους πάρουμε όλους. Τι κάναμε; Εσείς τα διαβάζετε. Έχετε τα χαρτιά επάνω εκεί και τα διαβάζετε. Για τι πράγμα με κατηγορούν εμένα; Αυτό που λέει η απόφαση της επιτροπής για «εν εισέτι έτος», τα έχω τα χαρτιά, «εν εισέτι έτος διότι είναι επικίνδυνος κομμουνιστής». Τι σημαίνει επικίνδυνος κομμουνιστής; Πες μου τι σημαίνει; Τι έκανα δηλαδή επικίνδυνο; Σκότωσα κανέναν; Έδειρα κανέναν; Πήρα την περιουσία κανενός; Τι επικίνδυνα πράγματα έκανα;». «Ναι», μου λέει. Ήταν κι άλλα παιδιά. Μια φορά, όμως, πέσαμε σε έναν πολύ βλάκα διοικητή, οι άλλοι ήτανε λίγο έτσι, ιδίως ένας από την Χαλκίδα, ο Χαϊδεμένος, και ο τελευταίος, ο Παναγιωτάκης, αυτός εδώ. Τον οποίον μετά τον συναντήσαμε, ήταν διοικητής στην Κηφισιά. Ή ένας άλλος, υπομοίραρχος, που τον συνάντησα στην ασφάλεια της Νέας Ιωνίας μετά που βγήκα. Αλλά ήταν ένας μία φορά, ξαφνικά, ακόμα οι θάλαμοι ήταν έτσι από τους παλιούς, έδωσε την εντολή να κάνουν περίπολο μέσα στους θαλάμους με τα όπλα στο χέρι οι χωροφύλακες. Είπαμε, είχε εκεί τους διαδρόμους που είχαν τις γραμμές. Τι είναι αυτά τα πράγματα; Πήγε, ο στρατοπεδάρχης, δεν θυμάμαι τώρα ποιος ήτανε, η «Ομάδα», να του κάνουν παράπονα. «Τι είναι αυτά, κύριε διοικητά; Μέσα εκεί υπάρχει κίνδυνος. Θα γίνει κανένα επεισόδιο. Αυτοί περνάνε με τα όπλα, σηκώνεται ένας άνθρωπος να βάλει την καρέκλα κάτω να κατέβει», ιδίως οι μεγάλοι που δεν μπορούσαν να πηδήξουν από το επίπεδο κάτω, «και να νομίζει ο χωροφύλακας ότι πάει να του το ρίξει στο κεφάλι. Και άμα του ρίξει μια τι θα γίνει εδώ;». Τίποτα. Μέσα στο εστιατόριο που καθόμασταν το βράδυ και άλλος έπαιζε ντάμα, άλλος έπαιζε σκάκι, άλλοι συζητάγανε… Μέσα με τα όπλα! Ερχόταν πάνω από το κεφάλι μας ένας. Τέλος πάντων, κάποια στιγμή έρχεται ο Διοικητής Ανωτέρας για επιθεώρηση, Δωδεκανήσου, και πήγε η «Ομάδα», του λέει έτσι κι έτσι και τον φωνάζει και του βάζει έναν πάγο. Του λέει: «Ρε βλάκα, αυτοί άμα θέλουνε, ένα βράδυ σας δένουν όλους. Ξέρεις από πού έχουν περάσει αυτοί; Οι περισσότεροι από αυτούς ξέρεις από πού έχουν περάσει; Άμα θέλουν, όλους ένα βράδυ σας δένουν και... Και κάθεσαι εσύ και βάζεις...». Και από τότε τελείωσε η περιπολία μέσα στους θαλάμους. Ε, απ’ έξω μας φώναζαν καμιά φορά, άμα πηγαίναμε εμείς οι νεολαίοι κοντά στα σύρματα, για να μην είμαστε τόσο κοντά στα σύρματα. Το πιο αυτό ήτανε το κλείσιμο και η αυτή. Δηλαδή, θα σου πω ένα παράδειγμα, πόσο αισθάνεσαι αυτό το κλείσιμο. Ο Παύλος, ο Μιχελιουδάκης από την Κρήτη, αν δεν κάνω λάθος και βουλευτής στο ‘58, ήταν κι αυτός μαζί. Παλιός αγωνιστής στην Κατοχή και τα λοιπά και δημοσιογράφος, αν δεν κάνω λάθος. Ήταν άρρωστη η γυναίκα του και του γράψανε ότι έτσι και έτσι και ό,τι θέλει, αν μπορεί να έρθει να τη δει. Ε, και πήγε ο Παύλος και ζήτησε δυο μέρες άδεια με τη συνοδεία χωροφύλακα να πάει. Ε, και του είπανε: «Για να πας θα πρέπει να υπογράψεις». Πες μου εσύ τι κάνεις; Υπογράφεις ή μένεις; Να πεθάνει η γυναίκα σου χωρίς να την δεις μετά από τόσα χρόνια ή να φτύσεις σε όλα αυτά τα χρόνια που έδωσες, γιατί πίστευες ότι θα είναι μια καλύτερη μέρα κάτω από αυτό το καθεστώς ή από αυτήν... Αυτό είναι χειρότερο από το να φας ένα καντάρι ξύλο. Που έλεγε και ο Ρίζος, «Θα με δείρουν, θα με δείρουν, θα με δείρουν, θα βάλω μολυβόσωμο και θα μου περάσει». Να φας ξύλο, ένα καντάρι ξύλο, θα περάσει. Αυτό δεν περνάει. Δηλαδή όσα χρόνια κι αν περάσανε δεν θα μπορεί να φύγει μέσα από τον Παύλο ότι δεν μπόρεσε να δει τη γυναίκα του, γιατί δεν τον άφηνε η συνείδησή του. Αυτά δεν σβήνουν. Το να φας ένα καντάρι ξύλο δεν λέει τίποτα. Πολλοί φάγανε. Αλλά...
Πώς αντιμετωπίζατε τις καιρικές συνθήκες εκεί;
Οι καιρικές συνθήκες στο Παρθένι, φτάσαμε γύρω στις 15, αν θυμάμαι καλά, Σεπτεμβρίου. Ε, ακόμα ήταν σχεδόν καλοκαίρι, αλλά όσο πήγαινε και χειμώνιαζε για κακή μας τύχη, για τύχη δική μας των κρατουμένων, έκανε έναν χειμώνα φοβερό. Δεν είχε ξαναντιμετωπίσει το νησί -απ’ ό,τι λέγανε δηλαδή, εμείς τα μαθαίναμε αυτά από τον μάγειρα που ήταν πολίτης κι ερχότανε– δηλαδή χιόνισε στην Λέρο μετά από 99 χρόνια. Μας έλεγε ο μάγειρας που ήτανε πολίτης κι ερχόταν κάθε μέρα ότι είχανε βγει η Λεριοί έξω και χοροπηδάγανε από την χαρά τους, άνθρωποι που ήταν 80 χρονών και που τότε, εκείνη την εποχή δεν ταξιδεύανε, που δεν είχαν ταξιδέψει, που δεν ήτανε ναυτικοί, χορεύανε, δεν είχανε δει χιόνι να πέφτει. Κι έπιασε χιόνι μέσα στην Λέρο, μέσα στην Αγία Μαρίνα, μέσα στο Λακκί, έπιασε χιόνι, και το κακό ήτανε ότι οι περισσότεροι από εμάς δεν ήτανε και εφοδιασμένοι. Όπως είπα και προηγουμένως, είχανε ένας μία κουβέρτα, άλλος δύο. Σπανίως να υπήρχε άνθρωπος που είχε τρεις κουβέρτες. Με αυτά λοιπόν, φόραγες τα ρούχα σου, σκεπαζόσουν και με την κουβέρτα να κοιμηθείς πάνω στο αχυρόστρωμα. Γενικά, ο καιρός τα υπό[03:20:00]λοιπα χρόνια δεν ήτανε τόσο βαρύς όσο ο πρώτος χειμώνας. Έκανε βροχές τον χειμώνα, το καλοκαίρι είχε λιακάδα. Και όταν μας επέτρεψαν τον δεύτερο χρόνο να κάνουμε μπάνιο τα πρωινά, πηγαίναμε δηλαδή μετά τις 1:00 η ώρα μέχρι να γίνει η διανομή του μεσημεριανού φαγητού, να πηγαίνουμε δίπλα στη θάλασσα, γιατί το στρατόπεδο ήτανε κολλημένο στη θάλασσα, δεν ήτανε να πας καμιά 100αριά μέτρα, έβγαινες από την πόρτα και στα 40-50 μέτρα έπεφτες μέσα στη θάλασσα. Ούτε. Στην προβλήτα δηλαδή. Ξύπναγες το πρωί, αν έκανες καμιά βόλτα, άμα ξύπναγε κανένας πολύ νωρίς, αν και δεν μπορούσες να κοιμηθείς, αφού σε έναν θάλαμο μέσα κοιμόμασταν 300 άτομα. Δεν ήταν δυνατόν να μην... Το βράδυ μόνο ήταν ησυχία, γιατί σβήνανε όλες οι λάμπες μέσα στον θάλαμο, αυτό που ήταν κρεμασμένες λάμπες, και είχε μόνο, τρεις ή τέσσερις λάμπες σε όλον τον θάλαμο ανάβανε. Εμείς ήμασταν οι τυχεροί, είχαμε μια λάμπα πάνω από το κρεβάτι μας, δηλαδή το κελί, αυτό που είχαμε διαμορφώσει με χάρμπορτ και νάιλον γύρω γύρω σαν ένα δωμάτιο ο καθένας, τρία-τέσσερα-πέντε άτομα. Εμείς ήμασταν μέσα ο Κώστας, ο Κουλουφάκος, εγώ, ο Μίμης, ο Κασαπίδης, μαθηματικός, ο Άσος, ο Αρσένης, γεωργός από τις Σέρρες, και ο Αθανασίου Αθανάσιος, γουνεργάτης από την Καστοριά. Αυτοί μέναμε εκεί, μετά έφυγε ο Άσος και μείναμε τέσσερις. Είχαμε την λάμπα από πάνω, έτσι είχαμε την δυνατότητα να διαβάζουμε. Σηκωνόσουνα το πρωί, θα πήγαινες να πάρεις το τσάι –τσάι είχαμε το πρωί φυσικά, τι θα βάζανε; Θα μας βάζανε μαρμελάδα;– κι ένα κομμάτι ψωμί, το ψωμί της ημέρας που δικαιούσουν. Αυτά φυσικά κανονίζαμε κάθε μέρα να το κάνει ένας. Δηλαδή, να πηγαίνει να παίρνει το τσάι ένας, το φαΐ το μεσημέρι να πηγαίνει ένας. Ήταν η «Μαρία της εβδομάδας», έτσι το λέγαμε, η «Μαρία της εβδομάδας». «Αυτός θα πλύνει τα πιάτα», και τα λοιπά. Ήμασταν τρεις ή τέσσερις, μία παρέα. Άλλοι μπορεί να ήταν δύο. Υπήρχαν κι άνθρωποι που ήτανε μόνοι τους. Πήγαινε μόνος στην ουρά. Θυμάμαι τον καθηγητή, τον Γιάννη τον Ιμβριώτη, ο οποίος ήταν μόνος του και ο οποίος, παρόλο που ήταν έτσι λίγο εύσωμος –και εκείνη την εποχή 82 χρονών ήτανε μεγάλης ηλικίας, σήμερα κάνουμε τον τζόβενο στα 82– δεν δεχότανε να του πάρει κανένας το φαγητό. Πήγαινε και καθότανε και στην ουρά. Μιλάγαμε: «Περάστε, κύριε καθηγητά», ποτέ δεν δέχτηκε να πάρει την θέση κανενός. Να πλύνει τα ρούχα του μόνος του. Το μεσημέρι θα πήγαινες πάλι, αν ήσουν υπηρεσία, θα πήγαινες να πάρεις το φαγητό και τα λοιπά. Τα ρούχα, ο καθένας έπλενε τα ρούχα του μόνος του. Πήγαινε εκεί, έβαζε μια λεκάνη με νερό, έβαζε και λίγο Tide, το Ώμο, τι ήταν αυτό, τα άφηνε και μετά τα άπλωνε. Άμα είχε κρύο νερό, τις περισσότερες φορές αν ήσουνα το απόγευμα. Το βράδυ που ήτανε η μασίνα αναμμένη –δηλαδή η μασίνα, αυτή που έφτιαχνε το φαγητό– πήγαινες κι έβαζες κανένα κατσαρόλι με νερό επάνω, ζέσταινες και έβαζες τα ρούχα σε ζεστό νερό. Το μεσημέρι ήτανε κανονικό φαγητό, αυτό που μαγείρευε ο μάγειρας, ο πολίτης μαζί με τους εθελοντές τους δικούς μας. Και το βράδυ οι εθελοντές οι δικοί μας αν φτιάχνανε καμία σούπα, κανένα ρυζόγαλο, καμιά κρέμα, ή και ό,τι άλλο ήθελες. Άλλος του στέλνανε απ' το χωριό κανένα λουκάνικο, το έψηνε, άλλος είχε κανένα ψαράκι που είχε ψαρέψει το πρωί στο μπάνιο με κανένα καλάμι, αυτό ήτανε. Ο ύπνος κανονικά ήτανε μετά τις 10:00 η ώρα, έλεγαν να αδειάσουν τα εστιατόρια για να πάμε, αλλά αυτό το ξεπεράσαμε, δηλαδή από μόνοι τους οι κρατούμενοι τελικά. Στην αρχή οι χωροφύλακες έρχονταν και λέγανε: «Θα κλείσει το εστιατόριο», οι μεγάλοι φυσικά πήγαιναν για ύπνο, εμείς οι νεότεροι που ήμασταν 45-30-35-40 χρονών καθόμασταν μέσα εκεί και έτσι αυτό. Tελικά έρχονταν οι χωροφύλακες, λέγανε: «Άντε ρε παιδιά, είναι 12:00 η ώρα, να πάμε κι εμείς». «Καλά εντάξει, πήγαινε και φύγετε εσείς», γιατί έπρεπε να σβήσουν τα φώτα. Αυτή ήταν η ζωή. Τώρα, μέσα σε αυτό το διάστημα της ημέρας κάποιος άλλος μπορεί να έφτιαχνε κάποια χειροτεχνία, οι οποίες χειροτεχνίες ήταν από ζωγραφική, από γλυπτική, σε πέτρες, όπως ο Ρίτσος ζωγράφιζε σε πέτρες, ο Τσακίρης, και κάποιοι άλλοι. Άλλοι κάνανε μαθήματα βιβλιοδεσίας, ιδίως τέτοια μαθήματα βιβλιοθηκονομίας-βιβλιοδεσίας έκανε ο Μανόλης, ο Γλέζος. Μερικά είχα παρακολουθήσει κι εγώ. Πώς μπαίνουνε στη βιβλιοθήκη, σε ποια σειρά πρέπει να μπαίνουνε τα βιβλία, τα ιστορικά, τα λοιπά. Αυτή ήταν η ζωή, να γράψεις κανένα γράμμα, κάποια στεναχώρια αν είχε κάποιος. Άμα ήσουν άρρωστος, η αρρώστια που ήταν, πήγαινες στο αναρρωτήριο, είχε καμία ασπιρίνη, είχε έναν νοσοκόμα εκεί από την Καρδίτσα, τον Καλαμάκη, έλεγες: «Καλαμάκη, με πονάει το κεφάλι μου», «πάρε μία ασπιρίνη και τελείωσε». Εγώ όταν άρχισε το δέρμα μου να κάνει κάποια σκασίματα και φαινότανε σαν λέπια, πήγα εκεί στον γιατρό του αναρρωτηρίου, ο οποίος ήταν αξιωματικός του στρατού, πηγαίνανε και οι δικοί μας οι γιατροί εκεί και υπηρετούσαν, και πήγα εκεί, λέει: «Α, ιχθύαση είναι, θα κάνεις αυτό, θα πάρεις αυτή την αλοιφή και θα πασαλειφτείς γυμνός». Ε, πασαλείφθηκα εκεί, καθόμουνα εκεί μέσα στο καλύβι, δεν πέρασε τίποτα. Ξαναπήγα, μου λέει: «Θα σε στείλω στο ψυχιατρείο». «Στο ψυχιατρείο τι θα κάνω;». «Έχει εκεί ειδικούς δερματολόγους». Με έστειλε εκεί και για κακή μου τύχη ένας από τους αρρώστους, ο οποίος ήταν σε καλύτερη κατάσταση, τον είχαν να κουβαλάει κανένα χαρτί εκεί –καλά η κατάσταση μέσα στο ψυχιατρείο δεν ήταν να μπεις μέσα, δηλαδή με το που έμπαινες η μυρωδιά που σου έμπαινε στη μύτη δεν υπήρχε περίπτωση, θα λιποθυμούσες. Αυτός ο άνθρωπος μόλις με είδε, εκείνη την εποχή είχα αφήσει γενειάδα, ήμουν από τους πρώτους στο Παρθένι που είχα αφήσει γενειάδα και μούσι, και μόλις με είδε, πώς του ήρθε, και νόμιζε ότι είμαι ο Χριστός, και ήρθε, να πέφτει στα πόδια μου και να λέει: «Χριστέ μου, σώσε με». Του λέω του χωροφύλακα: «Πάρ’ τον από δίπλα μου, σε παρακαλώ τώρα», να τρέχει από πίσω μου. Τέλος πάντων, με κοίταξαν εκεί οι γιατροί, μου δώσανε κάτι αλοιφές, τίποτα. Με ξαναστείλαν μετά από 2 μήνες, η κατάσταση ήταν τραγική εκεί μέσα. Να βλέπεις γυμνούς ανθρώπους να περπατάνε μέσα εκεί, άλλους δεμένους μέσα, γυναίκες με άντρες γδυμένοι, να ζητάνε τσιγάρο... Ευτυχώς, το ξέραμε αυτό το πράγμα και από άλλους που είχανε πάει κατά καιρούς και όλοι ήμασταν εφοδιασμένοι με τσιγάρα, αυτοί που πηγαίναμε, οι διάφορες περιπτώσεις, εγώ για δερματολογικά, και είχαμε καμιά-δύο κούτες μαζί μας και μοιράζαμε τσιγάρα. Τι να κάνεις; Τα καπνίζαν το ένα πίσω από το άλλο, λόγω ασθενείας. Πήγα και δεύτερη φορά, δεν έγινε τίποτα. Μου λέει: «Θα ξαναπάς». Τη δεύτερη φορά που πήγα ήμουνα 3 μέρες άρρωστος με 39 πυρετό από την κατάσταση που είχαν δει τα μάτια μου! Όχι η κόλαση του Δάντη... Τρίχες κατσαρές δηλαδή. Δεν μπορείς να φανταστείς τι πράγμα. Γι' αυτό και ο ταξιτζής έβριζε την Χούντα και όλους τους άλλους. Λέω: «Δεν πάω. Πεθαίνω και δεν πάω». Και αναγκαστήκανε να με στείλουνε στο νοσοκομείο του Συγγρού. Με στείλανε εδώ στο νοσοκομείο του Συγγρού, όπου είδα για 20 λεπτά και την γυναίκα μου, γιατί τηλεφώνησα και ήρθανε να με δούνε και, αφού με πήγανε στου Συγγρού, [03:30:00]με βάλανε εκεί, ήρθαν οι γιατροί, με κοίταζε ο ένας, έλεγε αυτό, έλεγε το άλλο, ήρθαν επιμελητές, έλεγε: «Ιχθύαση», «όχι δεν είναι ιχθύαση» έλεγε ο άλλος, «να τον στείλουμε στον καθηγητή». Και με στείλανε... Πώς λεγότανε ο καθηγητής; Περάσανε τα χρόνια, τον θυμάμαι, ήτανε μια σπουδαία προσωπικότητα της δερματολογίας, έχει γράψει και βιβλία απ’ ό,τι ξέρω. Και με στείλανε, πήγα μέσα, μπήκα μέσα, μπήκε κι ο χωροφύλακας, του λέει: «Εσύ τι είσαι;», λέει: «Συνοδός». «Έξω από την πόρτα». Τον βγάζει έξω από την πόρτα, μου λέει: «Γδύσου». Γδύθηκα λοιπόν. Αυτό ήτανε στα χέρια μου, στα πόδια μου και λίγο στην κοιλιά μου. Μου λέει: «Πού είσαστε εσείς εξόριστος, κύριε Ιωάννου;», λέω: «Είμαι στο Παρθένι της Λέρου». Λέει: «Πώς κυκλοφορείτε εκεί;», λέω: «Καλοκαίρι είναι, νέοι είμαστε, ένα σορτς φοράμε και είμαι γυμνός σε όλο το διάστημα, όλη την ημέρα γυμνός από την μέση και πάνω. Έχουμε και τη θάλασσα δίπλα και μας αφήνουμε κάνα-δύο ώρες και κάνουμε μπάνιο, και γι' αυτό». Μου λέει: «Ξέρετε γιατί; Το παθαίνετε γιατί έχετε ευαίσθητο δέρμα και η διάθλαση των ακτινών στη θάλασσα είναι τριπλάσια απ’ ό,τι είναι εδώ σε εμάς, γιατί εκεί τα μέρη είναι καθαρά. Κι έτσι γι' αυτό. Θα σταματήσετε να κάνετε μπάνιο και θα φορέσετε πουκάμισο με μακρύ μανίκι και παντελόνι». «Τίποτα άλλο;». «Τίποτα», μου λέει. «Γιατί μου είχαν δώσει κάτι αλοιφές και τα λοιπά». Λέει: «Ούτε αλοιφές, ούτε τίποτα. Αυτό είναι και θα περάσει». Και όπως το είπε, έτσι έγινε. Μόλις φόρεσα μακρύ πουκάμισο, παντελόνι και πέρασαν μερικές μέρες, εξαλείφθηκε. Όταν, όμως, και τώρα ακόμα, όταν μένω με τα χέρια το καλοκαίρι γυμνά και είμαι σε χώρους καμιά φορά –και φέτος που ανέβηκα λίγο– πάει να δημιουργηθεί, λόγω ευαισθησίας. Αυτό ήτανε και πέρασε. Αυτή ήτανε γενικά η ζωή μέσα εκεί. Δεν είχαμε τίποτα ιδιαίτερο. Τα φαγητά ήτανε απλά. Όσπρια ας πούμε, το καλοκαίρι καμιά φορά φασολάκια, καμιά μελιτζάνα με πατάτα και τα λοιπά, που τα λέμε τουρλού, με καμιά πιπεριά μέσα. Πότε πότε όταν βγαίναν τα καρπούζια μας, φέρνανε... όχι μας φέρνανε, τα αγοράζαμε, καρπούζια ή πορτοκάλια ή κρασί. Κρασί κάτι μπουκαλάκια μικρά που επιτρεπότανε ένα στο άτομο. Όχι, δεν μπορούσες να πάρεις δέκα μπουκάλια κρασί. Πήγαινε ένας και έπαιρνε ένα μπουκάλι. Τώρα, αν δεν το έπινε αυτός, μπορεί να το έδινε σε κάποιον άλλο που το έπινε. Αυτά γίνονταν. Αλλά δεν μπορούσε να πει ένας: «Θα πάρω και για τον Κοσμά». Έπρεπε ο Κοσμάς να πάει ο Κοσμάς να το πάρει το μπουκάλι και να το δώσει μετά στον Γιάννη. Στην πώληση αυτών των ειδών ήμουνα εγώ. Στα πορτοκάλια, στα καρπούζια. Φέρναμε καρπούζια, 100 καρπούζια μεγάλα, ξέρω ‘γω, και πούλαγα. Δεν μπορούσε να πάει να πάρει ο καθένας και πούλαγα, μαζεύαμε τα λεφτά και τα δίναμε. Δύο άλλες περιπτώσεις που θυμάμαι από την διάρκεια αυτών των χρόνων, δύο-τρεις περιπτώσεις, ήτανε την τελευταία χρονιά που φτιάχναμε το εκκλησάκι εκεί οι αγιογράφοι, οι άλλοι, κι εμείς υποτίθεται βοηθοί. Έρχεται μια μέρα ο διοικητής και λέει: «Επειδή αγοράζετε πορτοκάλια υπάρχει ένα κτήμα εδώ, πάμε να δούμε το κτήμα να αγοράσετε από εκεί». «Να πάμε». «Εσείς, εγώ, ο Κυριάκος, ο Τσακίρης και ο Αντώνης ο Καραγιάννης. Το απόγευμα θα έρθει το τζιπ και θα σας πάρει». Το απόγευμα εμείς την καθορισμένη ώρα πάμε, έρχεται το τζιπ. «Πού πάτε ρε;», μερικοί φώναζαν, «πού πάτε ρε με το τζιπ;», «τι σας νοιάζει εσάς; Θα δείτε». Πάμε λοιπόν. Εγώ, εν τω μεταξύ, όταν μου είπε να πάμε να δούμε πορτοκάλια και τα λοιπά, λέω: «Κοσμά, δεν βάζεις στην τσέπη τρεις-τέσσερις σακούλες νάιλον;». Χειμώνας ήτανε, Γενάρης-Φλεβάρης, τόσο. Φοράγαμε, είχα μια καμπαρντίνα, βάζω στις τσέπες τρεις-τέσσερις σακούλες, πάμε εκεί, τι να δούμε; Ένα κτήμα με ένα ωραίο κτίριο παλιού τύπου, έτσι, σαν πύργος ήταν μέσα, ένα ζευγάρι κι ένα κοριτσάκι 13-14 χρονών. Λέει ο διοικητής: «Αυτός είναι εδώ φύλακας του κτήματος», ένα κτήμα 20-30 στρέμματα πορτοκαλιές, λεμονιές και μανταρινιές. Και για πρώτη φορά στη ζωή μου βρήκα κάτι, δεν έχω ξαναδεί, μανταρίνια τα οποία τα λένε «άκουνα». Κάτι μανταρίνια τεράστια, που το κούναγες στο αφτί σου και κουνιότανε από μέσα αυτό. Δηλαδή είναι, πώς λέμε ο Εύξεινος Πόντος ή το ξίδι γλυκάδι, το αντίθετο. Τα λένε άκουνα, ενώ ήταν αυτό που κουνιότανε μέσα. Μέλι. Πάμε, «κόψτε», λέει ο φύλακας, «κόψτε παιδιά να φάτε κανένα πορτοκάλι, να πάρετε και μαζί σας». Κόβανε οι άλλοι, βάζανε στην τσέπη. Λέω: «Ε, ρε... Πάρε καμιά σακούλα». «Ρε, πού τις βρήκες ρε τις σακούλες;», «ρε, πάνε στον πόλεμο χωρίς τουφέκι ρε; Ήρθατε εδώ με τις τσέπες; Τι να βάλετε στις τσέπες;». Τους δίνω, λοιπόν, κάνα-δύο σακούλες, φορτώνουμε. Αυτοί από την αυτή τους κόψανε και κλαδιά ολόκληρα! Περισσότερο άλλωστε ήτανε για να πάμε να φάμε. Τον είχε βάλει τον άλλον, είχε σφάξει έναν κόκορα, τον είχε ψήσει, τον είχε κάνει σούπα, μας έβαλε εκεί η γυναίκα του, φάγαμε σούπα ζεστή-ζεστή, κοτόσουπα τώρα να φας, να είσαι εξορία και να φας κοτόσουπα... Τέλος πάντων, φάγαμε εκεί. Ναι, εντάξει. Περισσότερο, ούτε μας ξαναρώτησε: «Τι έγινε; Θέλετε πορτοκάλια και θέλετε τίποτα». Σιγά τώρα μην κάναμε εμείς, πηγαίναμε... Πήγαμε γεμάτοι με πορτοκάλια και αυτά. «Πού τα βρήκατε ρε αυτά;», «Ρε πάρτε, βγάλτε τον σκασμό, φάτε ένα πορτοκάλι, φάτε ένα μανταρίνι και αφήστε τα». Αυτό ήταν το ένα με αυτόν, όλο του άρεσε να κάνει τέτοια. Και μια μέρα μας λέει: «Θα έρθετε νωρίς στο εκκλησάκι και θα φύγουμε». Πού θα πάμε... Μαζευτήκαμε εκεί όλοι τώρα, έξι-εφτά άτομα. «Στο διοικητήριο θα έρθετε. Θα σας φέρει ο χωροφύλακας. Θα βγείτε στην πόρτα να σας φέρει ο χωροφύλακας». Πήγαμε εκεί ο Κυλάκος, Τσακίρης, ο άλλος ο Σωτήρης, όλοι. Πάμε, λοιπόν, μας βάζει μέσα στον «Χαφιέ», στο καΐκι που φύλαγε όταν κάναμε μπάνιο, και μας πάει στην Πάτμο, στο μοναστήρι της Πάτμου, επάνω. «Δεν θα πείτε σε κανέναν ότι θα πάμε στην Πάτμο», μας λέει. Τέλος πάντων, πάμε στην Πάτμο επάνω και κάνω έτσι και βλέπω έναν χωροφύλακα που ήταν στη Λογοκρισία, τον Βαγγελάκη. «Βαγγελάκη», λέω. «Ω, κύριε Κοσμά, τι κάνετε!» Λέω: «Βαγγέλη, ούτε μας είδες, ούτε μας ξέρεις, ούτε. Αν κάτι μαθευτεί θα ξέρω ότι το είπες εσύ, να το ξέρεις αυτό». «Όχι, κύριε Κοσμά, όχι, δεν θα πω τίποτα. Γιατί;». Λέω: «Ήρθαμε έτσι μια βόλτα να δούμε το μοναστήρι, μας έφερε, άσ’ το». Μας πήγε αυτός και μας έκανε μια ξενάγηση, ένας δάσκαλος της Πατμιάδας Σχολής, γιατί έχει σχολή η Πάτμος εκεί, Πατμιάδα Σχολή που λέμε. Μας έκανε... Μας έβαλε στα άδυτα του μοναστηριού δηλαδή. Είδαμε πράγματα που δεν τα βλέπει ο κόσμος, που πας τώρα ας πούμε. Μιλάμε είναι το ά[03:40:00]λλο, δεν υπάρχει δηλαδή, πιστεύω δεν υπάρχει άλλο με τέτοια χειρόγραφα μέσα και... Δεν υπάρχει. Είδαμε έναν σταυρό κεντημένο, λίγο πιο μεγάλο από αυτόν που έχω, τον σταυρό, πού είναι; Α, ναι.
Μετά.
Ε, κάπου εκεί θα τον βρούμε τον σταυρό. Α, όχι τον έδωσα τον σταυρό, ναι. Γι' αυτό δεν τον βλέπω, θα τον έβλεπα. Ήταν κεντημένος. Έκανε αυτός που τον κέντησε, ένας καλόγερος, δεν θυμάμαι από πού, 20 χρόνια. Στο κεφάλι της καρφίτσας να δεις τα μάτια, τη μύτη, το στόμα, ας πούμε την έκφραση προσώπου της Παναγίας ή του Χριστού. Είχε στον σταυρό επάνω από τον Ευαγγελισμό μέχρι τη Σταύρωση και την Αποκαθήλωση, μπρος και πίσω από τον σταυρό, έναν ξύλινο σταυρό, ο οποίος δεν ήταν παραπάνω από 20 πόντους. Όλες αυτές οι εικόνες που βλέπουμε: Τον Ευαγγελισμό, την Γέννηση, ξέρω γω τι, όλα ήτανε. Ένα ευαγγέλιο του 4ου αιώνα... Τέλος πάντων, τελειώσαμε, κατεβήκαμε κάτω, πήγαμε στο λιμάνι να πάρουμε αυτό και μας έβλεπαν οι άλλοι, οι κρατούμενοι, και βγήκαν να δουν τους κρατούμενους. Σου λέει: «Τι είναι; Έχουν τίποτα κέρατα;». Έχω και κάνα-δύο πέτρες από εκεί. Τις έδωσα προχθές, είχα κανένα βάζο, τα έδωσα σε μια κοπέλα. Ήτανε κάτι χαλίκια από τη θάλασσα, δεν υπάρχουνε, είναι ζωγραφιστά τα χαλίκια αυτά, δεν είναι χαλίκι γκρι, άσπρο και τα λοιπά, είναι ζωγραφιές μέσα. Έχω κανένα-δύο, θα τα δούμε μετά. Και μετά λέει, μπαίνουμε πάλι στο αυτό να φύγουμε, να γυρίσουμε πίσω. «Δεν γυρίζουμε», λέει, «θα πάμε στους Λειψούς». Οι Λειψοί είναι μεταξύ βόρειας Λέρου και νότιας Πάτμου, νότιας ας την πούμε. Είναι στη μέση. Θα πάμε στους Λειψούς, τι να κάνουμε στους Λειψούς; Πάμε εκεί, κατεβαίνουμε. «Θα πάμε», λέει, «εδώ σε ένα σπίτι να κάτσουμε λίγο, να ξεκουραστούμε, να πιούμε κανέναν καφέ». Η ώρα είναι σχεδόν 2:00 η ώρα. Ε, γαμώτο. Πάμε εκεί, αυτή ήτανε δασκάλα συνταξιούχος. Τώρα βγαίνουμε περπατώντας από το λιμάνι των Λειψών, πού να σου πω; Μέχρι τον σταθμό της Νέας Ιωνίας, τόσο, λίγο πιο λίγο να περπατάμε. Στον δρόμο τώρα συνοδεία έξι-εφτά κρατούμενοι, πέντε-έξι χωροφύλακες και ο διοικητής μπροστά. Λέω: «Κοίταξε, εμείς δεν έχουμε πρόβλημα, κύριε διοικητά». «Τι σε νοιάζει εσένα, κύριε Ιωάννου;», «Εντάξει». Πάμε εκεί, είχε ετοιμάσει η γυναίκα φαγητό και είχε ένα κρασί –καλά κρασί σαν των Λειψών δεν υπάρχει! Όταν ήρθαν, δεν ξέρω ποιοι ήρθαν και τους κάνανε τραπέζι εδώ ο Μητσοτάκης, κρασί των Λειψών κεράσανε. Είναι λιαστό το κρασί αυτό. Λιάζεται πρώτα το σταφύλι και μετά γίνεται κρασί. «Κατεβείτε κάτω», κατέβαινε ο Κυλάκος να φέρει κρασί από το υπόγειο, τράβα αυτή, στο τέλος σούρωσε. Λέω: «Μην πίνεις ρε». «Ε, τι να κάνω; Πώς να ρουφήξω να βάλω μέσα; Έχει το λάστιχο, ρουφάω, βάζω στην κανάτα, καταπίνω κιόλας». Κι έρχονται όργανα! Και αρχίζουν όργανα να παίζουν και να έχει μαζευτεί ο κόσμος έξω από το σπίτι, από την αυλή, να δει τους κρατούμενους. Έχει πάει 8:00 η ώρα το βράδυ. «Πάμε να φύγουμε, κύριε διοικητά». «Καλά, καλά...». «Καλά δεν έχει. Πάμε να φύγουμε». Ο πιο νηφάλιος, τώρα δεν το λέω γιατί, εγώ. Λέω: «Ρε γαμώτο, μη βρει τον μπελά του, κρίμας είναι». Λοιπόν, κατεβαίνουμε κάτω και στην προβλήτα τα όργανα από πίσω μας! Πώς πάμε σε γάμο; «Πωω», λέω, «δεν πρόκειται να βγει αυτός από δω». Τέλος πάντων, κατεβαίνουμε κάτω με τα όργανα και στήνουν έναν χορό, έχει μαζευτεί και κόσμος, και στήνουν έναν χορό στην προκυμαία... Αυτά δεν τα ξέρει κανένας. Δηλαδή, τα ξέρουμε εγώ, ο Κυλάκος που ζει, οι άλλοι όλοι φύγανε. Ο Κυλάκος ζει, να 'ναι καλά το παιδί. Και μπαίνουμε μέσα, 11:00 η ώρα, έχει φτάσει το βράδυ κι έχει ένα σκοτάδι! Μου έκανε εντύπωση, αυτός που οδηγούσε το πλοίο πώς στο διάολο έβλεπε και καταλάβαινε; Και φτάσαμε 12:00 η ώρα. Ξυπνάει ο Κουλουφάκος: «Πού ήσουνα, ρε κωλοπαΐδιο, τέτοια ώρα;». Λέω: «Κοιμήσου, κοιμήσου. Το πρωί θα τα πούμε». Και μας έμεινε αυτό το ταξίδι, δηλαδή αυτό ήταν προς τιμήν των ζωγράφων. Γιατί την παραμονή, δηλαδή σαν απόψε το βράδυ, εγώ και ο Αντώνης, ο Καραγιάννης, ξενυχτήσαμε όλο το βράδυ, για να ζωγραφίσει αυτός τον Άγιο Νικόλα στο ιερό, εκεί που σου έδειξα το ιερό, τον Άγιο Νικόλα, και μάλιστα λέω: «Ρε συ, ζωγράφισε τώρα», το κράταγα. Λέει: «Άμα δεν κάτσεις εσύ δεν κάθομαι». Και κάθισα εγώ να του κρατάω παρέα δηλαδή, δεν έκανα, εκείνος ζωγράφιζε. Λέω τώρα: «Άμα θα έρθει ο κόσμος και φυλάει αυτό, θα γίνει, θα χαλάσει κιόλας η εικόνα, θα μουτζουρωθεί κιόλας με λαδομπογιά». Τι θα κάνουμε, τι θα κάνουμε... Λέει: «Θα κάθεσαι εδώ και δεν θα αφήνεις να...». Λέω: «Είσαι παλαβός που θα κάτσω εγώ 10 ώρες εδώ όρθιος!». Και μετά βρίσκω μια σακούλα νάιλον, άσπρη. «Το βρήκαμε», λέω. Λέει: «Τι θα κάνουμε;». «Τώρα θα δεις». Το βουτάω με το μαχαίρι, το κόβω έτσι, το καρφώνω με καρφάκια γύρω γύρω. «Όποιος», λέω, «θα έρχεται, θα φυλάει το νάιλον από πάνω». Το τέντωσα πάνω από την κορνίζα. Ερχότανε μετά ο κόσμος και φύλαγε. Ναι, και κάτσαμε, σαν απόψε, 18 του μήνα. Την άλλη μέρα αρχίσανε από το μεσημέρι και ερχόταν κόσμος. Ήτανε, του άρεσε το κρασάκι του τελευταίου κύριου διοικητή και το φαΐ. Μετά τον συνάντησε ο Χρήστος, ο Ρουμελιωτάκης, στην Κηφισιά. Στο τέλος λίγο χαλαρώσανε τα πράγματα.
Είχε έρθει και ένας υπομοίραρχος, ο Λειβαδίτης, που ήρθε μετά στην ασφάλεια της Νέας Ιωνίας και όταν πήγα εγώ να πάρω, τα Χριστούγεννα του '74, εγώ με τον φίλο μου τον Κώστα πήγαμε, εκείνος δηλαδή το πρότεινε, να πάμε στην Βουλγαρία και στην... βόλτα, και στην Ρουμανία. Λέω: «Ρε, δεν θα μου δώσουνε χαρτί». Λέει: «Ε, κάνε μια αυτή. Εγώ έχω αποφασίσει να πάω. Για να δούμε αυτά που μου λες. Πάμε να έχω, να τα δω». Πάω εδώ στην ασφάλεια, ήταν στον Περισσό η ασφάλεια, είναι ένα κτίριο εγκαταλελειμμένο, «λέω έτσι κι έτσι». «Γιατί θέλετε να πάτε, κύριε Ιωάννου, στην Βουλγαρία και στην Ρουμανία;». Λέω: «Να σας πω. Πάει ένας φίλος μου με το αυτοκίνητο και μου πρότεινε αν θέλω να πάω κι εγώ». Εγώ ήθελα να πάω, για να δω και τους συγγενείς της Λίτσας, γιατί δύο ξαδέρφες της ήταν εκεί απάνω, στην Βουλγαρία. «Καλά κάντε και θα δούμε», λέει. Λέω: «Αν είναι να δούμε αφήστε το, δεν χρειάζεται». Εκείνη την ώρα κατεβαίνει άλλος. «Ααα», παλιός αυτός, από την ασφάλεια, πριν της χούντας, «ο κύριος Ιωάννου εδώ; Πώς έτσι από εδώ;». Λέω δεν τα αφήνετε, από μέσα μου, τα σάπια;. «Να», λέω, «έτσι κι έτσι». «Μάλιστα. Και γιατί;». «Ε, για λόγους τουριστικούς, τι θα πει γιατί;». Εκεί που μιλάμε να σου κατεβαίνει και ένας άλλος υπομοίραρχος. «Ο κύριος Ιωάννου εδώ!». «Κύριε Λειβαδίτη», λέω, «εγώ εδώ, εσείς πώς εδώ;». Αυτός ήτανε ο τελευταίος που είχαμε[03:50:00] στη Λογοκρισία. Λέει: «Εδώ στην ασφάλεια». «Εγώ», λέω, «είμαι εδώ, κάτοικος. Εδώ γεννήθηκα. Εσείς ήρθατε». «Και τι θέλουμε;». Λέω: «Έτσι κι έτσι», «καλά». Λέω: «Κοιτάξτε, την Πέμπτη φεύγει. Είναι Παρασκευή. Αν είναι να μου τα δώσετε, δώστε τα. Αλλιώς...». Γιατί μου λέει: «Πρέπει να πάει στην ΓΑΔΑ, πρέπει να πάει εκεί…». «Αν είναι να γίνει, αλλιώς… Να τα πάω εγώ;». Λέει: «Αυτά είναι κρατικά έγγραφα, δεν...». Λέω: «Αν δεν, να μου τα δώσετε να τα πάω, να σηκωθεί να φύγει ο άνθρωπος». Την Τρίτη με φωνάζουνε. Λέει: «Τελικά εγκρίθηκε, κύριε Ιωάννου, αλλά θέλω να πάτε να δείτε την κατάσταση εκεί και να έρθετε να μας πείτε». Τι να πάω να του πω μετά; Ότι είχες δίκιο; Πήγαμε στην Βουλγαρία, πήγαμε υποτίθεται στο καλύτερο ξενοδοχείο τότε, στο «Balkan Hotel», στην πλατεία Λένιν, και όταν πήγαμε να δούμε την ξαδέρφη της, που ήταν εκεί πίσω από την πλατεία Λένιν, στην οδό, δεν θυμάμαι τώρα πώς την λέγανε, κλάψαμε για την κατάντια των ανθρώπων αυτών. Πήγαμε. Λέω: «Πάμε». Πάμε, μια πολυκατοικία, είναι Χριστούγεννα, παραμονή Χριστουγέννων, 10 βαθμούς υπό το μηδέν έξω στην Σόφια, χιόνια, καθαροί οι δρόμοι όμως, χιόνια τα πεζοδρόμια και τα λοιπά, εμείς με παπούτσια τέτοια που λέει ο λόγος. Ε, παλτά είχαμε. Δεν είχαμε μπότες και τέτοια χοντρά παπούτσια. Βλέπουμε το κτίριο, πάω να δω κουδούνι, τίποτα. Να χτυπήσω κουδούνι, ανοιχτή η πόρτα, πατάω να βρω φως, τίποτα. Γυρνάω πίσω, λέω: «Ρε γυναίκα, βρες τον αναπτήρα». Ανεβαίνω τις σκάλες με τον αναπτήρα, πρώτο πάτωμα, χτυπάω, βλέπω μια πόρτα, χτυπάω την πόρτα έτσι, βγαίνει μία με κάτι ματομπούκαλα γυαλιά, χειρότερα από τα δικά μου, με κάτι φακούς, μου λέει κάτι βουλγάρικα. Λέω: «Καϊμακαμούδης Δημήτριος», τον άντρα της ξαδέρφης τον λέγανε Καϊμακαμούδη, «Έλληνας είσαι;», μου λέει. Λέω: «Ναι, Έλληνας είμαι». «Α, έλα μέσα». Μπαίνω μέσα, ένα χολ έτσι μεγάλο, λέει: «Αυτή η πόρτα». Ανοίγει η Αποστολιά. «Καλησπέρα», λέω. «Καλησπέρα», «η Αποστολιά;». Λέει: «Κοσμά, εσύ είσαι;» Δεν της έχω γράψει γράμμα, δεν έχει δει φωτογραφία μου, δεν έχει τίποτα, ξέρει μόνο ότι η ξαδέρφη της έχει παντρευτεί έναν Κοσμά και με βλέπει, μου λέει: «Κοσμά, εσύ είσαι;». Έχω μείνει στήλη άλατος. «Ναι ρε», λέω, «Αποστολιά». Με αγκαλιάζει εκεί. «Έλα μέσα. Πού είναι η Ευαγγελία;», εκείνοι δεν την λέγανε Λίτσα, την λέγανε Ευαγγελία κανονικά, Λίτσα της το βγάλανε στην Χαλκίδα στο εργοστάσιο. Λέω: «Κάτω είναι», «πού είναι; Φώναξέ τη». Λέω: «Είναι κι άλλοι μαζί μου». «Φώναξέ τους όλους». Εν τω μεταξύ, με το που ανοίγει η πόρτα βλέπω ένα δωμάτιο τόσο, εδώ στην μέση έχει ένα τραπέζι σαν το δικό μου που είδες στην κουζίνα εκεί, εδώ είναι ένα κρεβάτι, κάθονται τρεις-τέσσερις και από δω είναι ένας άλλος καναπές, κάθονται πάλι τρεις-τέσσερις, και εκεί είναι ένα παράθυρο και πάνω έχουνε φαγητά, κάτι μπύρες. Είναι παραμονή Χριστουγέννων. Κατεβαίνω κάτω, λέω: «Ελάτε». Λέει ο Κώστας: «Πού θα πάμε;», γιατί είχε και τα παιδιά μικρά. Αυτό ήτανε μωρό ακόμα, ο άλλος ήτανε 5-6 χρονών. Λέω: «Ελάτε πάνω». Ανεβαίνουμε πάνω, αγκαλιές, φιλιά. «Καθίστε». «Τι να κάτσουμε; Πού να κάτσουμε; Αυτό το δωμάτιο...». «Δεν χωράμε», «χωράμε, χωράμε». Στριμωχτήκαν οι άνθρωποι, κάτσαμε εκεί να μας κεράσουν, λέω κάποια στιγμή, με συγχωρείς, όπως εσύ, λέω: «Αποστολιά η τουαλέτα». Με βγάζει, «αυτή». Λέω: «Δικιά σας;». «Ε, όχι», λέει, «είναι για όλο». Για όλο. Είχε τρία δωμάτια έτσι, εκτός από αυτήν, αυτή που μου άνοιξε ήταν η σπιτονοικοκυρά, αυτηνής ήταν όλη η πολυκατοικία, την πήρε το κράτος και της άφησε τον όροφο και τον νοίκιαζε. Τον νοίκιαζε στην ξαδέρφη της, σε έναν φοιτητή και σε κάποιο άλλο ζευγάρι. Και είχαν αυτή την τουαλέτα. Λέει: «Να σου δώσω και χαρτί». Λέω: «Όχι, δεν θέλω». Κάτσαμε, με έπιασε η ψυχή μου. «Γαμώτο», λέω, «αγωνιστής τόσα χρόνια». Εν τω μεταξύ, από τον Δημοκρατικό Στρατό είχαν κοπεί τα δάχτυλά του και είχε μόνο αυτό κι αυτό από το ένα χέρι. Στην Τασκένδη έκανε... Με πιάσανε τα διαόλια μου. Τέλος πάντων. «Πού μένετε;», «”Balkan Hotel”». «”Balkan Hotel”; Ααα». Γι' αυτούς ήταν κάτι το τρομακτικό να μένεις στο «Balkan Hotel». Η αλήθεια είναι ότι για δωμάτιο πλήρωνα εκείνη την εποχή 800 δραχμές το δωμάτιο και 1.200 ο Κώστας, γιατί είχε και ένα άλλο υποτίθεται για τα μικρά. Λέω: «Αύριο το πρωί θα έρθεις από το ξενοδοχείο να πάμε μια βόλτα». «Εγώ βρε;», μου λέει. «Εσύ βρε», του λέω, «Εσύ. Γιατί;». «Ε, πώς θα έρθω στο ξενοδοχείο;». «Θα έρθεις», λέω, «και θα ζητήσεις Κοσμά Ιωάννου. Θα έρθεις στη ρεσεψιόν, εκεί που μπαίνεις μέσα από την πόρτα και θα ζητήσεις Κοσμά Ιωάννου». Το πρωί κατεβήκαμε με τον Κώστα και καθόμαστε εκεί –πολυτελείας, μιλάμε για κουρτίνες βελούδινες, αλλά είχε να καθαριστεί το τζάμι από τότε που έγινε, δεν είχε καθαριστεί– καθόμαστε εκεί να βλέπουμε την πόρτα. Λέω: «Να βλέπουμε την πόρτα άμα θα έρθει ο Δημήτρης». Ήρθε ο άνθρωπος μπαίνοντας έτσι μέσα! Μόλις τον είδα εγώ, πήγα εκεί, του λέω: «Έλα εδώ». Δηλαδή, δεν τολμούσε να μπει μέσα στο ξενοδοχείο! Κάτσαμε εκεί, λέω: «Τι θα πιείς; Τι θα φας;». Λέει: «Τίποτα». Λέω: «Δεν έχει τίποτα. Ήρθες εδώ, θα πιεις κάτι». Ε, τον πήραμε, πήγαμε. Λέω: «Καλά, ρε παιδιά, πώς ζείτε;». Πήγαμε πάλι στο σπίτι, κάτι θέλανε, πήρανε, λέω: «Καλά αυτό το στρώμα γιατί δεν το αλλάζετε;». «Έχουμε παραγγείλει ένα στρώμα αλλά είναι 10 μέρες τώρα». «Και γιατί δεν το φέρανε;». «Ε, με τη σειρά», λέει. «Τι θα πει σειρά ρε; Πάρτε το στρώμα. Δεν έχει κανένα αυτό να το φορτώσει και να το πας εκεί στο σπίτι;». Τίποτα. Την άλλη μέρα παίρνουμε τον ανιψιό της, ο οποίος είναι τώρα στην Αλεξανδρούπολη συνταξιούχος, γιατρός στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο, οφθαλμίατρος-χειρούργος, επιμελητής Α, τον παίρνουμε και πάμε πάνω στο βουνό που είναι έξω απ' την Σόφια. Πάμε στο βουνό και θέλουμε να φάμε. Βλέπω κάθονται εκεί, λέω: «Θανάση, ρώτα τι έχει να φάμε;». «Ε, καλά», λέει, «με τη σειρά». «Τι σειρά ρε; Να φάμε θέλουμε. Ρώτα τι έχει». Είναι και ψηλός, Θρακιώτης έτσι, δεν τολμούσε. Καθηγητής. Τίποτα. Δεν τολμούσε να ρωτήσει. Με τη σειρά περιμένανε. Με πιάσανε τα[04:00:00] διαόλια. «Πάμε να φύγουμε ρε», λέω. Φεύγουμε λοιπόν. Φύγαμε. Μια άλλη μέρα σόνι και καλά, από δω είχανε παραγγείλει να τους πάρουμε αρώματα, διάφοροι. Τρίχες. Μου λέει η Αποστολιά: «Μην αγοράζετε αρώματα, δεν αξίζουνε. Τα καλά τα στέλνουνε στην Γερμανία».
Εγώ δύο ερωτήσεις έχω έτσι να ρωτήσω. Με τη γυναίκα σας μιλούσατε με γράμματα, έτσι;
Ναι.
Τι λέγατε;
Τίποτα. Τα γράμματα ήτανε, κάποια γράμματα έχω κρατήσει δικά της. Τα δικά μου δεν τα κράτησε. Προφανώς, δεν τα κράτησε. Εγώ επειδή έχω μια τάση να κρατάω, έχω πολλά πράγματα. Τι να πούμε; «Τι κάνεις;», «Καλά είναι ο τάδε», «παντρεύτηκε ο άλλος», «γεννήθηκε το παιδί», «το σπίτι... περιμένω, είμαι μόνη μου, έφυγε και η...» -γιατί κάποια στιγμή έφυγε η πεθερά μου και πήγε στην Νότια Αφρική όπου ήτανε οι αδελφές της, ή μετά που γύρισε η πεθερά μου. Τέλος πάντων, αυτά.
Της λέγατε όμως, ας πούμε, αλήθεια; Προσπαθούσατε να φανεί έτσι πιο ωραίο;
Τίποτα, την αλήθεια. Αυτά που ήταν έλεγα. Ούτε ήθελα να ωραιοποιήσω κάποια κατάσταση ούτε να την κάνω πιο θλιβερή. Προσπαθούσα να της τονώσω το ηθικό μέσα στα γράμματά μου, ότι λίγο κουράγιο πρέπει να κάνουμε, η κατάσταση θα αλλάξει, κάτι τέτοια. Κοινά πράγματα εδώ που τα λέμε, δεν είναι τίποτα έτσι σπουδαία ή σπουδαιοφανή. Τίποτα. Αυτά τα γράμματα ήτανε για όλους κοινά, γιατί έβλεπα και τους άλλους, άλλος πήγε εκεί, έκανε εκείνο, άνοιξε δουλειά, έκλεισε δουλειά, ορισμένα πράγματα μέσα από τη δουλειά της που αντιμετώπιζε μου ανέφερε. Γιατί, εντάξει, ήξερα και τη διαδικασία, όλες τις εργασίες, δηλαδή δεν ήμουν άσχετος ως προς την εργασία της. Ε, αυτά ήταν τώρα.
Εσείς της δίνατε κουράγιο;
Ναι, ναι, γιατί κοίταξε, και κανονικά εγώ έπρεπε να το κάνω, γιατί εκείνη ήταν μόνη της, αντιμετώπιζε τόσα προβλήματα, και οικονομικά προβλήματα, και τώρα μόνη της χωρίς... Μπορεί οι φίλοι να την συνέτρεχαν, και πράγματι τη συνέτρεξαν, και αυτός ο φίλος και ιδίως ο κουμπάρος μου και ο άλλος ο κουμπάρος μου, αυτός που σου λέω που τον πάντρεψε, αλλά ήταν άλλο. Στο τέλος έμενε, όπως λέμε, μόνη της στο σπίτι. Δεν είναι όπως, τώρα και εγώ μόνος μου είμαι αλλά κοίταξε, είναι πάνω η αδελφή μου. Εκείνη ήταν μόνη της μέσα σε ένα σπίτι και λίγο μακριά, δηλαδή οι δικοί μου έπρεπε να πάνε και τώρα οι μεγάλοι άνθρωποι δεν... Ο πατέρας μου και η μητέρα μου δεν... Και ήταν και η μητέρα μου, ήταν από εκείνους που δεν ξεκολλάνε εύκολα από το σπίτι, δεν ήτανε πορτογύρα η μάνα μου. Μπορεί να ερχόταν οι φιλενάδες, οι αδελφές της, αν δεν την πήγαινα εγώ στην Καλογρέζα που ήταν οι αδελφές της ή ο πατέρας μου, εκείνη δεν θα πήγαινε μόνη της. Η γυναίκα μου έπρεπε να έρθει εδώ, να βρει δύο συγγενείς που ήταν του άντρα της οι αδελφές, ιδίως η Φωτεινή που τη συνέτρεχε και που είχανε σχεδόν την ίδια ηλικία. Ήταν λίγο πιο μικρή η Φωτεινή, αλλά τα χρόνια ήταν κοντινά, η άλλη ήταν πιτσιρίκα ακόμα.
Πρώτο επισκεπτήριο το θυμάστε;
Δεν το θυμάμαι. Κοίταξε, τα επισκεπτήρια που θυμάμαι όλα είναι σχεδόν πανομοιότυπα. Τη μια φορά ήρθε με... Δεν επιτρεπόταν κατ’ αρχήν. Τη μια φορά ήρθε με την Ελένη, την αδερφή μου. Δεν επιτρεπόταν να έρθει. Τη μια φορά ήρθε με τον ξάδερφό μου. Αυτός εκεί είναι που είμαστε ο πατέρας μου, εγώ και ο ξάδερφός μου, ο από κει είναι, αυτός, ήρθαν μαζί, πρώτα ξαδέλφια.
Πόσο καιρό κάνατε να τη δείτε την πρώτη φορά;
Την πρώτη φορά πήγα από τον Ιούνιο, ήρθε μέσα σε κανένα χρόνο. Κανένα χρόνο. Ναι, ένα χρόνο και, τον Αύγουστο ήρθε, Αύγουστος ή Ιούλιος ήταν, με την άδεια που πήρε.
Άρα πρέπει να ήσασταν πολύ συγκινημένοι στο...
Κορίτσι μου, και να ήσουνα συγκινημένος εκεί δεν μπορούσες να το εκδηλώσεις, γιατί ο χωροφύλακας είχαμε την ίδια απόσταση. Όπως είμαστε σήμερα τώρα και μιλάμε οι δύο μας, είχαμε την ίδια απόσταση με τον χωροφύλακα και την ίδια απόσταση με τη γυναίκα μου. Στους 70-80 πόντους ήταν ένα στρογγυλό τραπέζι, τα παλιά τραπέζια, τα σιδερένια που είχαν τα καφενεία, ένα τέτοιο. Στη μια μεριά και στις άλλες δύο μεριές ήταν η γυναίκα. Δηλαδή καλά καλά και το χέρι της σκεφτόσουν να πιάσεις, γιατί μπορεί να έλεγε ο χωροφύλακας: «Τι έχει το χέρι σου;». Φοβότανε μήπως πιάνοντας το χέρι της γυναίκας του της αφήσεις κανένα μήνυμα, κάτι, ξέρω ‘γω τι, παράνομο. Υπήρχαν καμιά φορά και μερικοί χωροφύλακες που τάχα έκανε ότι γυρνάει να δει κάτι άλλο, για να σε αφήσει να τη φιλήσεις, να τη φιλήσει τη γυναίκα σου ή την αδελφή σου ή την μάνα σου ή τον πατέρα σου. Κατάλαβες;
Και μετά όταν γυρίσατε, η πρώτη φορά που την αντικρύσατε πώς ήτανε;
Δεν περιγράφονται αυτά, σου είπα και προηγούμενα. Αυτά δεν περιγράφονται. Πρέπει μόνο να τα ζήσεις. Και τώρα που το σκέφτομαι δηλαδή, την ώρα που σταμάτησε το βαπόρι και τους είδα κάτω όλους... Δεν θυμάμαι τώρα, τα μάτια μου είχανε θαμπώσει. Δεν θυμάμαι. Κατέβηκα δηλαδή, πώς κατεβαίνει ένας, σαν ρομπότ, δηλαδή που δεν καταλαβαίνει ότι πατάει σκαλιά, κατεβαίνει. Κάπως έτσι αισθανόμουνα, σαν μην υπήρχε. Μπήκα μέσα και δεν πρόλαβα να αγκαλιάσω. Ποιους να αγκαλιάσω; Ήτανε η Λίτσα πρώτα πρώτα, μπροστά μπροστά, ήτανε ο πατέρας μου, ήτανε οι αδελφές μου, ήτανε ο ξάδελφός μου αυτός, ήταν οι φίλοι μου, ο Κώστας, όλοι αυτοί. Δηλαδή, έπαψα να βλέπω! Ένα πράγμα έτσι ήτανε, σαν μια μάζα ολόκληρη να σε αγκαλιάσει, ο άλλος με αγκάλιαζε, με φίλαγε από εδώ, άλλος με φίλαγε. Δεν καταλάβαινα τι γινόταν. Δηλαδή έπρεπε να περάσουν κάποια λεπτά για να συνειδητοποιήσω ότι είμαι σε άλλο μέρος δηλαδή, δεν είμαι στο στρατόπεδο, δεν είμαι στο αυτό, αυτοί που είναι γύρω μου δεν είναι εκείνοι που έβλεπα κάθε μέρα, έστω και κάθε μέρα και φιλικά, και ήταν άλλοι. Και ήρθαμε εδώ κατευθείαν πάνω στο σπίτι και γέμισε το σπίτι από ανθρώπους. 2-3 μέρες ήταν γεμάτο το σπίτι από το πρωί μέχρι το βράδυ από ανθρώπους! Από το πρωί μέχρι το βράδυ δηλαδή. Η μάνα μου, οι θείες μου, τα ξαδέρφια μου, οι φίλοι μου, ξανά οι φίλοι μου, δηλαδή εκεί μέσα. Μόνο μετά τις 01:30-02:00 η ώρα και η άλλη έπρεπε το πρωί να σηκωθεί στις 5:00 η ώρα να πάει στη δουλειά. Καλά ήταν θηρίο στην αντοχή. Θηρίο, όταν μιλάμε για θηρίο... Γιατί το κακό συνήθειο από αυτή την οικογένεια είναι ότι κανένας δεν κοιμάται νωρίς, κι αυτό, εκτός από τον πατέρα και τη μητέρα, το ακολούθησαν και τα παιδιά, τώρα ακολουθούν τα εγγόνια, δεν ξέρω αν θα ακολουθήσουν και τα δισέγγονα. Αλλά απ’ ό,τι βλέπω έτσι θα πάει αυτό. Δηλαδή, εγώ όταν –τώρα φεύγουμε απ’ το...– όταν ήμασταν στην Αταλάντη και ερχόμασταν εδώ με την Λίτσα και μέναμε, στην αρχή δεν μέναμε εδώ, μέναμε στην Φωτεινή επάνω, όταν μέναμε εδώ, εδώ πίσω στην αυλή, τώρα άμα σηκωθώ θα στο δείξω, έχει μια μικρή αυλή από πίσω, πήγαινε 3:00 η ώρα, 4:00 η ώρα. Συζητάγαμε. Οι δύο πιτσιρικάδες, τα εγγόνια δηλαδή, τα παιδιά της Ελένης και ο ένας δίπλα στον άλλο, κάθονταν εκεί. Έλεγε η μάνα μου: «Άντε, γιάβρουμ, εσείς να κοιμηθείτε. Το πρωί θα πάτε σχολείο», δεν είχε σχολείο, τέλος πάντων. «Άσε, ρε γιαγιά, λίγο ακόμα». «Άντε βγάλτε τα παπούτσια σας», η μάνα μου. «Όχι, εντάξει», σου λέει να μην βγάλουν τα παπούτσια και σηκωθούν οι άλλοι και φύγουν και πάνε πουθενά. Να είμαστε έτοιμοι και εμείς. Δεν έφευγαν. Έτσι αυτό το σπίτι. Και έτσι και εκεί. Εδώ μέσα,[04:10:00] αυτό το σπίτι είπαμε ήταν ένα δωμάτιο, δύο, τρία δωμάτια είναι από κει. Όλο το άλλο ήταν αυλή. Αυτή η αυλή το καλοκαίρι είχε μέσα 10-15 άτομα, παιδιά. Εδώ κάτω το ισόγειο έχει ένα παράθυρο, το παράθυρο, από τη μέσα μεριά εγώ κοιμόμουνα, ήταν το κρεβάτι μου εκεί, στο άλλο δωμάτιο ήταν των κοριτσιών. Αυτό το παράθυρο είχε πάντοτε τα απογεύματα, τις Κυριακές ιδίως, είχε πάντοτε 10-15 παιδιά γύρω γύρω. Σε ένα παράθυρο μέσα μπορεί, τόσο παράθυρο, να κάθονται τρία-τέσσερα άτομα; Έχω και φωτογραφία δηλαδή. Δεν το λέω, έχει και φωτογραφία που είμαστε και μάλιστα ο ένας μουτζώνει τον άλλον: «Να πάρ’ τα!», έτσι. Εδώ κορίτσια, αγόρια, τραγούδια. Εδώ τα κορίτσια απέναντι που ήτανε, ήταν πολύ καλλίφωνες, πολύ ωραία. Η μία μάλιστα μετά τραγούδαγε σε ένα κέντρο στο «Μπελ Μεζόν», το πρώτο μαγαζί, νυχτερινό μαγαζί, το οποίο είχε φέρει τα κεριά αυτά τα αναμμένα, τα ειδικά, όχι ρεσό, κεριά μέσα σε αυτό από τη Γαλλία και ορχήστρα με καλλιτέχνες της Λυρικής Σκηνής, οι οποίοι τραγουδούσαν χωρίς μικρόφωνα στο κέντρο του μαγαζιού με δυο κιθάρες, και την ώρα που τραγουδούσαν δεν χτυπούσε ούτε πιρούνι. Το «Μπελ Μεζόν», ήταν στην πλατεία Βικτωρίας. Αυτή η οικογένεια, δηλαδή έτσι, και τα παιδιά ήταν νυχτερινά και έτσι, όταν γύρισα, σχεδόν ξενυχτάγαμε κάθε βράδυ. 02:00 η ώρα, 01:30 η ώρα φεύγανε εκεί, μέχρι πέρασαν 2-3 μέρες να αρχίσω να συνέρχομαι και να σκέφτομαι τι πρόκειται να κάνω στη ζωή μου. Τώρα εδώ. Μαγαζί κλειστό. Χρήμα δεν υπάρχει. Ούτε ο πατέρας μου μπορούσε, οι γονείς μου να με ενισχύσουν.
Ήσασταν περήφανος που αντέξατε όταν τελείωσε αυτό;
Να σου πω, δεν αισθάνομαι καμιά αυτή έτσι, Μπράβο μου δηλαδή που έκανα αυτό το πράγμα. Δεν το αισθάνθηκα ποτέ. Είπα ότι έτσι έπρεπε να κάνω και έτσι έπρεπε. Να κρατήσω την αξιοπρέπειά μου, να κρατήσω το πιστεύω μου μάλλον, αυτό περισσότερο. Δηλαδή γιατί να καταπατήσω αυτά που μέχρι τώρα πιστεύω και κάνω; Αυτά τα λίγα, όπως είπαμε, ήμουν κι εγώ στον πόλεμο στρατιώτης. Γιατί; Δεν αισθάνθηκα έτσι αυτό που λες κάποια υπερηφάνεια: «Α εγώ το έκανα κι ο άλλος δεν μπορούσε». Δεν ξέρω αν ο άλλος μπορούσε ή δεν μπορούσε, αν θα βρισκόταν στη θέση μου. Κάποιοι δεν μπόρεσαν. Εντάξει. Ο καθένας μπορεί. Στο Μακρονήσι πέρασαν περίπου 100 χιλιάδες άτομα και από αυτούς δεν υπέγραψαν 1.000-1.100. Όλους αυτούς τους αγωνιστές που τράβηξαν όλα αυτά τα πράγματα θα τους απορρίψει κανένας ότι εσύ είσαι υπερήφανος και αυτοί δεν είναι υπερήφανοι γι’ αυτά που κάνανε; Δεν γίνεται, δεν μπορεί. Κάποιοι άντεξαν. Ξέρω κάποιους ανθρώπους άντεξαν και κάποιοι... Όπως και αυτή τη φορά. Όπως και αυτή τη φορά.
Κατανοητό.
Αυτά ήταν.
Εμείς σας ευχαριστούμε πάρα πολύ, κύριε Κοσμά.
Και εγώ σας ευχαριστώ που είπαμε πέντε κουβέντες δηλαδή. Να είστε καλά πάντοτε. Να είστε καλά.
Photos

Μεγάλο Πάσχα, Λέρος, 1970
Αφιέρωση σε φωτογραφία που έστειλε ο Κοσμά ...

Ο Κοσμάς Ιωάννου μαζί με ...
Αγαπημένοι μέχρι το τέλος.

Ο σάκος που του άφησε η ...
Έγραφε: «Κοσμάς Ιωάννου Β Διαμέρισμα Ζ12 ...

Η βαλίτσα που είχε μαζί ...
«Πρόλαβε και ήρθε η γυναίκα μου και η αδελ ...

Η βαλίτσα που είχε μαζί ...
«Πρόλαβε και ήρθε η γυναίκα μου και η αδελ ...

«Ο Μυστικός Δείπνος». Αγ ...
Ο Μυστικός Δείπνος ήταν η τραπεζαρία των ε ...

«Ο Επιτάφιος». Αγιογραφί ...
Η Αγία Κιουρά αγιογραφήθηκε από τους εξόρι ...
Content available only for adults (+18)
Summary
Ο Κοσμάς Ιωάννου καταθέτει τη δική του ιστορία και τοποθετεί στον αφηγηματικό χάρτη τα σημαντικότερα βιώματα της ζωής του. Έπειτα από μια ενεργή πολιτική δραστηριότητα στους κόλπους της Αριστεράς, το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 ανάγκασε τον αφηγητή να βγει στην παρανομία. Αυτό δεν κράτησε πολύ. Παραδόθηκε στην ασφάλεια και στη συνέχεια οδηγήθηκε στην Γυάρο. Έπειτα στην Λέρο. Ο Κοσμάς ανασύρει μνήμες από εκείνη την περίοδο της ζωής του. Περιγράφει την καθημερινότητα των εξόριστων, τις συνθήκες που επικρατούσαν στα στρατόπεδα, τη σχέση του με τους συγκρατούμενούς του, καθώς επίσης και τους κινδύνους που αντιμετώπισαν. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην αγιογράφηση που έγινε από τους ίδιους του πολιτικούς εξόριστους στο εκκλησάκι της Αγίας Κιουράς, κοντά στο στρατόπεδο της Λέρου. Ως μοντέλα χρησιμοποιήθηκαν κρατούμενοι, χωροφύλακες και κάτοικοι του νησιού, και ο Κοσμάς ανήκε στην ομάδα της αγιογράφησης. 20 χρόνια μετά θα επιστρέψει στην Λέρο μαζί με την γυναίκα του και θα την ξεναγήσει στο στρατόπεδο που τους χώρισε για τρία χρόνια.
Narrators
Κοσμάς Ιωάννου
Field Reporters
Μαργαρίτα Κορωναίου
Tags
Interview Date
17/10/2022
Duration
254'
Content available only for adults (+18)
Summary
Ο Κοσμάς Ιωάννου καταθέτει τη δική του ιστορία και τοποθετεί στον αφηγηματικό χάρτη τα σημαντικότερα βιώματα της ζωής του. Έπειτα από μια ενεργή πολιτική δραστηριότητα στους κόλπους της Αριστεράς, το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 ανάγκασε τον αφηγητή να βγει στην παρανομία. Αυτό δεν κράτησε πολύ. Παραδόθηκε στην ασφάλεια και στη συνέχεια οδηγήθηκε στην Γυάρο. Έπειτα στην Λέρο. Ο Κοσμάς ανασύρει μνήμες από εκείνη την περίοδο της ζωής του. Περιγράφει την καθημερινότητα των εξόριστων, τις συνθήκες που επικρατούσαν στα στρατόπεδα, τη σχέση του με τους συγκρατούμενούς του, καθώς επίσης και τους κινδύνους που αντιμετώπισαν. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην αγιογράφηση που έγινε από τους ίδιους του πολιτικούς εξόριστους στο εκκλησάκι της Αγίας Κιουράς, κοντά στο στρατόπεδο της Λέρου. Ως μοντέλα χρησιμοποιήθηκαν κρατούμενοι, χωροφύλακες και κάτοικοι του νησιού, και ο Κοσμάς ανήκε στην ομάδα της αγιογράφησης. 20 χρόνια μετά θα επιστρέψει στην Λέρο μαζί με την γυναίκα του και θα την ξεναγήσει στο στρατόπεδο που τους χώρισε για τρία χρόνια.
Narrators
Κοσμάς Ιωάννου
Field Reporters
Μαργαρίτα Κορωναίου
Tags
Interview Date
17/10/2022
Duration
254'