Αναδρομή σε ξέγνοιαστες εποχές και η ιστορία της ταβέρνας «Τ' Ασχημόπαπο»
Segment 1
Η ζωή στο καφενείο και την ταβέρνα. Ο ηθοποιός πατέρας
00:00:00 - 00:08:01
Partial Transcript
Καλησπέρα. Θα μου πεις το όνομά σου; Με λένε Μίνα Καλλινίκου. Είμαι με τη Μίνα Καλλινίκου. Είναι 15 Σεπτεμβρίου του 2022. Βρισκόμαστε σ…μαι εγώ τριών, πόσο είμαι; Κάνανε τον γάμο και είμαι παρανυφάκι στον γάμο τους. Μετά ήρθαμε εδώ, έγινε το μαγαζί. Τι άλλο θέλεις να σου πω;
Lead to transcriptSegment 2
Η γειτονιά και τα πέτρινα προσφυγικά. Γάμος και μητρότητα
00:08:01 - 00:16:24
Partial Transcript
Ανέφερες πριν το ότι παντρεύτηκες σε πολύ μικρή ηλικία, οι γονείς σου αυτό πώς το δέχτηκαν; Δεν το δεχόντουσαν, δεν το δεχόντουσαν. Προσπά…ο καλύτερο κορίτσι του νοσοκομείου» και ο Αντώνης μου και αυτός πολύ καλό παιδί και δουλεύει εδώ με την αδερφή μου. Στο μαγαζί; Ναι, ναι.
Lead to transcriptSegment 3
Η ταβέρνα «Τ' Ασχημόπαπο». Οι θαμώνες και η δημοτικότητα
00:16:24 - 00:34:21
Partial Transcript
Το μαγαζί εσύ θυμάσαι πώς ήταν, όταν πρωτοξεκίνησε; Ήταν ένα το σπίτι, όλα τα δωμάτια. Καταρχήν, η αυλή εδώ είχε λουλούδια και όλα αυτά βέ…τώ που με έκανες να θυμηθώ πάλι όλα αυτά τα όμορφα πράγματα και να τα νοσταλγήσω! Σε ευχαριστώ πάρα πολύ! Σε ευχαριστώ πολύ, να 'σαι καλά!
Lead to transcriptTopics
[00:00:00]Καλησπέρα. Θα μου πεις το όνομά σου;
Με λένε Μίνα Καλλινίκου.
Είμαι με τη Μίνα Καλλινίκου. Είναι 15 Σεπτεμβρίου του 2022. Βρισκόμαστε στα Πετράλωνα, Αθήνα. Είμαι ο Κωνσταντίνος Χαρέμης, είμαι ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε. Μίνα, αν μπορείς να μας πεις πρώτα λίγα λόγια τον εαυτό σου, τη ζωή σου μέχρι τώρα. Πού μεγάλωσες;
Nαι, γεννήθηκα στην Αθήνα, αλλά μέχρι τα τέσσερα χρόνια μου μεγάλωσα στο Σύνταγμα που είχε η γιαγιά μου ένα καφενείο που πήγαιναν ηθοποιοί, που πήγαιναν διάφοροι. Θυμάμαι τον εαυτό μου, επειδή ήταν σε όροφο το καφενείο, είχε ξύλινες σκάλες και θυμάμαι τον εαυτό μου να μπουσουλάω και να βλέπω τον Κούλη τον Στολίγκα τον κωμικό που με έπαιζε. Με έπαιζε που ήμουνα μικρούλι. Θυμάμαι αρκετά και την πλατεία του Συντάγματος που ήτανε όλο νεραντζιές που με πηγαίνανε βόλτα εκεί πέρα και έχω και φωτογραφίες με τη γιαγιά, τον μπαμπά, με όλους. Μετά από τα τέσσερα ήρθαμε εδώ. Ήτανε του παππού μου αυτό το σπίτι και είπαμε να εγκατασταθούμε εδώ οι γονείς, οι μεγάλοι.
Στα Πετράλωνα;
Ναι κι εγκατασταθήκαμε εδώ πέρα. Μετά από κάνα χρόνο γεννιέται και η Χαρούλα, η αδερφή μου. Το σπίτι μας ήτανε ένα δωμάτιο και κάθε άλλο δωμάτιο το είχε νοικιασμένο κάποια οικογένεια με παιδιά, δηλαδή η κάθε οικογένεια έχει ένα δωμάτιο και απέναντι, εδώ που είναι ο τοίχος, είχε τρεις κουζίνες, παράγκες και κάθε οικογένεια είχε τη δική της παράγκα κουζίνα. Μεγάλωσα μέσα στο θέατρο, γιατί ο πατέρας μου ήταν ηθοποιός, ήταν φροντιστής θεάτρου. Τα έκανε όλα μαζί. Θυμάμαι πάρα πολύ ωραία πράγματα. Έχω πολύ καλές αναμνήσεις από τότε με τους ηθοποιούς, που οι περισσότεροι έχουνε φύγει όλοι σχεδόν, να είμαι η μασκότ του θεάτρου, να με παίζουνε όλοι, να μου παίρνουνε σοκολάτες, να μου δίνουν χρήματα, να μου παίρνουν βιβλία παιδικά και μου άρεσε πάρα πολύ. Μεγάλωσα δηλαδή μέσα στο θέατρο. Μετά από λίγα χρόνια ο πατέρας μου άνοιξε το μαγαζί, γιατί έμεινε από δουλειά. Είχε μαλώσει με τη Βουγιουκλάκη και έφυγε από τον θίασο και τα σχήματα τα καλοκαιρινά είχαν συμπληρωθεί και δεν μπορούσε να βρει πουθενά δουλειά κι ερχόντουσαν όλοι οι φίλοι του εδώ και του έκανε: «Βρε, Αντώνη...» - η μαμά μου τους έκανε μπακαλιάρο, μπύρες, κρασιά, τέτοια και του λέγανε: «Βρε, Αντώνη, αφού ερχόμαστε που ερχόμαστε και τρώμε και πίνουμε εδώ, δεν το κάνεις μία ταβέρνα να στα ακουμπάμε κιόλας;». Τέλος πάντων και έτσι ήρθε η ιδέα να γίνει ταβέρνα. Μέχρι τότε, θυμάμαι, λίγο πριν γίνει ταβέρνα, θυμάμαι τους δρόμους όλους εδώ τριγύρω μέχρι και την Καλλισθένους απάνω που ανεβαίνει στα προσφυγικά τα πέτρινα ήταν χωματόδρομοι και θυμάμαι που περπάταγα ξυπόλητη μικρή. Τέλος πάντων, έγινε η ταβέρνα και σιγά-σιγά ο πατέρας μου με την κοινωνικότητά του και με τις γνώσεις του και με όλα αυτά που γνώριζε και θεατρανθρώπους και αυτά ερχόντουσαν όλοι. Καλλιτέχνες, τραγουδιστές, επιστήμονες, διανοούμενοι. Δηλαδή το μαγαζί ήταν το άλφα εδώ πέρα στην περιοχή. Όταν πήγα στη δευτέρα γυμνασίου, που ήταν εδώ στο Θησείο στην Ηρακλειδών, γνώρισα τον άντρα μου εδώ μέσα. Ήμουνα πολύ μικρή, αλλά ερωτευτήκαμε, παντρευτήκαμε πριν κλείσω τα δεκαπέντε. Έχω μία κόρη, πενήντα χρονών και έναν γιο σαράντα πέντε. Λοιπόν, όταν παντρεύτηκα, σταμάτησα, γιατί βοήθαγα τον μπαμπά μου εδώ πέρα, όσο ήμουνα. Σταμάτησα τη δουλειά εγώ στο μαγαζί. Έμεινα σπίτι με τα πεθερικά, με τον σύζυγο. Αργότερα γέννησα και τα παιδιά μου, αλλά θυμάμαι ότι το μαγαζί απέκτησε διεθνή φήμη. Μας ερχόντουσαν από το εξωτερικό υψηλά πρόσωπα με την κάρτα του μαγαζιού. Τώρα τι άλλο να πω;
Aν μπορείς να μας πεις λίγα παραπάνω για το καφενείο;
Το καφενείο;
Στο Σύνταγμα;
Το είχε η γιαγιά μου με τον παππού μου προπολεμικά.
Πώς ξεκίνησε, εάν γνωρίζεις;
Δεν γνωρίζω πώς ξεκίνησαν, ξέρω ότι το είχανε. Ακριβώς δεν γνωρίζω πώς. Το είχανε ή[00:05:00]τανε Μητροπόλεως ένα νομίζω ή τρία εκεί που είναι το ψηλό το κτήριο. Αργότερα πέθανε ο παππούς και όταν θέλανε να πάρουνε το κτήριο εκεί πέρα με το καφενείο και με τα αυτά της είπαν της γιαγιάς μου αν θέλει να κρατήσει το οίκημα, ναι, μάλλον δικό τους ήτανε, να κρατήσει το οίκημα ή να πάρει αποζημίωση και η γιαγιά μου πήρε αποζημίωση και φύγαμε πια από 'κεί. Έτσι ήρθαμε και μείναμε εδώ πέρα. Και το θυμάμαι παρόλο που ήμουνα πάρα πολύ μικρή. Το θυμάμαι. Θυμάμαι τη γιαγιά μου με τον δίσκο που κατέβαινε στην πλατεία και μοίραζε τους καφέδες στα τραπεζάκια και από κάτω στο ισόγειο είχε ένα ανθοπωλείο και θυμάμαι και τον Λάζαρο. Δεν υπάρχει αυτός ο άνθρωπος τώρα. Θυμάμαι τον Λάζαρο που είχε το ανθοπωλείο και κατέβαινα κάτω και έπαιζα. Τι άλλο να πω για το καφενείο; Από προπολεμικά το είχανε η γιαγιά και ο παππούς και το πούλησαν στη δεκαετία του '50.
Και ανέφερες ότι ο πατέρας σου ήταν ηθοποιός και μάλιστα συνεργαζόταν και με μεγάλα ονόματα.
Με μεγάλα ονόματα και εκτός από την ηθοποιία έκανε και εργασία στο θέατρο, ήταν φροντιστής και κανόνιζε για τα πράγματα της σκηνής, για όλα, για τα πάντα. Να πάω πάλι στην πλατεία Συντάγματος, ο πατέρας μου στην κατοχή ήτανε λουστράκι. Γυάλιζε παπούτσια και έχει μείνει στην ιστορία το λουστράκι της πλατείας Συντάγματος. Υπάρχει και βιβλίο που αναφέρεται σε αυτά, το έχει γράψει ο Ξενοφώντας ο Φιλέρης για πολλούς και ένα κομμάτι είναι και του πατέρα μου η ζωή εκεί πέρα.
Και μετά ο πατέρας σου πώς ασχολήθηκε με την υποκριτική, εάν γνωρίζεις;
Γιατί δίπλα στο καφενείο που ήταν και μικρός τότε, υπήρχε ένα θέατρο, αλλά δεν θυμάμαι το όνομά του θεάτρου και ποιος το είχε. Πήγαινε και έπαιζε μικρορολάκια και του άρεσε. Αργότερα πήγε και σε μία σχολή να μάθει, γιατί το ήθελε, το αγάπησε αυτό που ήθελε να κάνει και έτσι ασχολήθηκε. Μετά ήρθανε και τα δύο παιδιά, δεν είχε και πολύ χρόνο, αλλά ό,τι μπορούσε έκανε. Και οι γονείς μου είχανε παντρευτεί πολύ μικροί και αυτοί και εγώ ήμουνα παρανυφάκι στον γάμο τους. Έχω και φωτογραφία, γιατί με είχανε κάνει νωρίτερα από τον γάμο και από τη φτώχεια τη μεγάλη δεν μπορούσαν να παντρευτούν. Ήρθε κάποια στιγμή που είμαι εγώ τριών, πόσο είμαι; Κάνανε τον γάμο και είμαι παρανυφάκι στον γάμο τους. Μετά ήρθαμε εδώ, έγινε το μαγαζί. Τι άλλο θέλεις να σου πω;
Ανέφερες πριν το ότι παντρεύτηκες σε πολύ μικρή ηλικία, οι γονείς σου αυτό πώς το δέχτηκαν;
Δεν το δεχόντουσαν, δεν το δεχόντουσαν. Προσπάθησαν να με αποτρέψουν, γιατί αγαπούσα πολύ τα γράμματα και κάτι θα είχα γίνει στη ζωή μου. Ήμουν άριστη μαθήτρια, αλλά αρραβωνιάστηκα στην αρχή με την προοπτική να συνεχίσω, να βγάλω το γυμνάσιο και μετά το λύκειο και να σπουδάσω, αλλά ήρθαν έτσι οι συγκυρίες που αναγκαστήκαμε με τον άντρα μου να παντρευτούμε νωρίς και σταμάτησα το σχολείο. Αλλά αυτό δεν με σταμάτησε να διαβάζω. Διάβαζα λογοτεχνία, ποίηση, ιστορία, πολλά πράγματα, πάρα πολλά. Δηλαδή δεν έμεινα στη μέση της δευτέρας γυμνασίου, δεν έμειναν οι γνώσεις μου εκεί. Από μόνη μου έκανα και κάτι παραπάνω, ό,τι μπορούσα.
Και ουσιαστικά παντρεύτηκες χωρίς τη συγκατάθεση των γονιών ή με τη συγκατάθεση;
Στο τέλος δεν γινότανε, γιατί επιμέναμε κι εγώ και ο άντρας μου. Αγαπιόμασταν πολύ, θέλαμε να είμαστε μαζί και αναγκαστήκαν να πούνε το «ναι» στο τέλος και έγινε ο γάμος εδώ στους Τρεις Ιεράρχες. Είχα πάρα πολύ κόσμο. Όχι, πριν μπω νύφη στην εκκλησία είχαν έρθει τα παρανυφάκια, που ήταν η αδερφή μου και μία ξαδερφούλα μου, η οποία συγχωρέθηκε. Μετά μπαίνω εγώ και έρχονται δίπλα μου τα παρανυφάκια και λέει ο παπάς: «Καλά», λέει, «τα παρανυφάκια όλα ήρθαν. Η νύφη πού είναι;». Τόσο μικρή ήμουνα και με πέρασε για παρανυφάκι κι εμένα. Είχαμε πλάκα, είχαμε πλάκα πολλή. Τέλος πάντων. Πάντως θυμάμαι, όταν ήρθαμε Πετράλωνα κα[00:10:00]ι έβγαινα έτσι και έπαιζα με τα παιδάκια εδώ παρακάτω και έβλεπα επάνω την Καλλισθένους, τα σπίτια τα πέτρινα είχαν χτιστεί, γιατί χτίστηκαν στις αρχές του '50. '53 - '54, εκεί. Και το '55 εγκαταστάθηκαν εκεί κι εκεί έμενε και ο άντρας μου, στα πέτρινα.
Στα προσφυγικά;
Προσφυγόπουλο από γονείς πρόσφυγες.
Δηλαδή εσύ τώρα μένεις στα προσφυγικά ακόμα;
Ναι, ναι. Μα και εμένα ο πατέρας μου είναι παιδί προσφύγων και όλο το σόι του πατέρα μου.
Εάν μπορείς να μας πεις λίγο την ιστορία των προσφυγικών στα Πετράλωνα. Πώς ξεκινήσανε; Πώς χτιστήκανε; Ποιοι κατοικούνε;
Κοίταξε να δεις, το πώς ξεκίνησαν δεν ξέρω πολλά πράγματα, γιατί ήμουνα και πολύ μικρό. Θυμάμαι όμως τις παράγκες με τους πρόσφυγες εδώ πιο πάνω, πού είναι η μεγάλη πολυκατοικία, εδώ; Όλο αυτό το πάνω μέρος ήταν παράγκες με πρόσφυγες και, όταν χτίστηκαν τα σπίτια, τους βάλανε μέσα. Μέχρι που πήγαινα δημοτικό, υπήρχαν ακόμα οι παράγκες και γινόντουσαν και συσσίτια, γιατί υπήρχε μεγάλη φτώχεια. Είχα και εγώ παιδιά που έπαιζα μαζί τους και στο σχολείο πηγαίναμε πρωί-απόγευμα, ανάλογα τα ωράρια. Το σχολείο που έβγαλα είναι στην Υπερίωνος και Δημοφώντος, ένα παλιό, εγκαταλειμμένο, μεγάλο κτήριο. Λοιπόν, είχα πάρα πολύ καλούς δασκάλους. Μαθαίναμε, παιδί μου. Δεν είναι όπως σήμερα τα παιδιά που τραλαλά. Μαθαίναμε γράμματα. Τώρα το πώς ξεκίνησαν να χτίζονται τα σπίτια, δεν ξέρω. Θυμάμαι ότι ο κουνιάδος μου ο μεγάλος, από τα μεγάλα αδέρφια του άντρα μου, μου είχε πει ότι δούλευε μπετατζής σε αυτά τα σπίτια και μου έλεγε ότι αυτά και με τον πιο δυνατό σεισμό δεν παθαίνουν τίποτα. Είναι πολύ γερά σπίτια και το κατάλαβα με τους σεισμούς. Ένα τράνταγμα και τίποτα άλλο και όσοι έμεναν στις παράγκες πρόσφυγες μοιράστηκαν στα σπίτια. Χτίστηκαν τέτοια και στη Νέα Ιωνία πάνω από το γήπεδο και στην Κολοκυνθού, πώς το λένε, που είναι η Παναγίτσα το εκκλησάκι δεξιά; Ναι, έχει και εκεί τέτοια σπίτια και πάλι πρόσφυγες. Όλοι αυτοί έχουμε, είμαστε πρόσφυγες. Στη Νέα Ιωνία μάλιστα πάω, γιατί είναι και της κουνιάδας μου η κόρη και είμαστε πολύ αγαπημένες και πάω τακτικά.
Πρόσφυγες και η καταγωγή είναι από τη Μικρά Ασία;
Ναι, ναι, ναι, ναι. Και η δική μας συγκεκριμένα από την Αττάλεια. Τέλος πάντων. Ξέχασα να σου πω ότι την περιοχή του εκεί την ονόμασαν «Ασύρματο», γιατί στον ελληνοϊταλικό πόλεμο το πρώτο ψηλό κτήριο που είναι στην Καλλισθένους απάνω - απάνω το είχανε οι Ιταλοί ασύρματο, με τους ασυρμάτους που συνεννογιόντουσαν ο στρατός ο ιταλικός. Από τότε έμεινε «Ασύρματος» το όνομα. Είμαι πολύ περήφανη για τη γειτονιά μου και για τους δικούς μου ανθρώπους, για τον τρόπο που με μεγάλωσαν κι εμένα την αδελφή μου. Ήθη, έθιμα, τον χαρακτήρα μας διαπλάσανε σωστά. Τι να πω; Είμαι περήφανη.
Πώς ήταν τότε η γειτονιά, όταν μεγάλωνες; Ποια ήταν η καθημερινότητα;
H καθημερινότητα ήτανε φτώχεια, βέβαια. Φτώχεια και τα σπιτάκια παλιά, αλλά υπήρχε αγάπη ο ένας για τον άλλον. Μία φωνή να έβγαζε ο ένας, έτρεχε ο άλλος. Ήμασταν αγαπημένοι όλοι στη γειτονιά και τα παιδάκια που παίζαμε πολύ αγαπημένα. Μετά, με τα χρόνια σκορπίσανε. Οι μεγάλοι φύγαν από τη ζωή, τα παιδιά σκόρπισαν. Ήταν πολύ ωραία χρόνια, πάρα πολύ ωραία χρόνια. Η καθημερινότητα ήτανε μεροδούλι, μεροφάι και πώς θα μπει η κατσαρόλα για το καθημερινό φαγητό, αλλά υπήρχε καλοσύνη, αγάπη. Ναι, δεν θα τα ξεχάσω αυτά, μου έχουνε μείνει.
Για σένα πώς ήταν που έκανες οικογένεια σε τόσο μικρή ηλικία;
Λίγο δύσκολα. Δύσκολα ήτανε, γιατί έμενα με τα πεθερικά μου. Εντάξει, σαν μεγάλοι άνθρωποι είχανε τις παραξενιές τους. Αργότερα, όταν γέννησα την κόρη μου, πήγα στο σπίτι του πατέρα μου με το μωρό, των γονιών μου, προσωρινά, για λίγο καιρό, μέχρι να βρεθεί τρόπος να νοικιάσουμε σπίτι και έτσι και έγινε. Νοικιάσαμε σπίτι με τον άντρα μου και ζούσαμε ανεξάρτητοι. Μετά ήρθε και το δεύτερο παιδί. Μετά το σπίτι το[00:15:00] γράψανε στον άντρα μου.
Στα προσφυγικά;
Ναι, στα προσφυγικά και, όταν φύγαν οι γέροι από τη ζωή, το φτιάξαμε. Η πεθερά μου πρώτη έφυγε, ο παππούς έμεινε. Τον είχα μαζί μου. Δεν μπορούσα να τον βγάλω από το σπίτι του. Εκείνος μας το έδωσε, δικό του ήτανε και τον φρόντιζα μέχρι που έκλεισε τα μάτια του. Το ανακαινίσαμε λιγάκι και από τότε μένουμε εκεί. Η ζωή βέβαια ήταν δύσκολη, γιατί ήμουνα μικρή μητέρα. Δεν ήξερα και πολλά. Ό,τι με βοηθούσε και η μαμά μου, ό,τι μου έλεγαν και οι θείες μου. Τι να κάνω, πώς να το ένα, πώς το άλλο πώς να μαγειρέψω, γιατί δεν ήξερα ούτε να μαγειρεύω, αλλά τα έμαθα όλα και είμαι πολύ περήφανη και για τα παιδιά μου, γιατί τα μεγάλωσα όσο καλύτερα μπορούσα και εγώ και ο πατέρας τους. Τον χαρακτήρα τους, να έχουν καλό χαρακτήρα, να είναι άνθρωποι πάνω από όλα και όντως είναι. Και όντως είναι. Η κόρη μου ασχολείται στο νοσοκομείο, είναι τεχνολόγος ακτινολόγος και είναι κατά πάνω στους ασθενείς με την ευγένειά της, με τους τρόπους της τους καλούς που όλοι λένε: «Αμάν, η Δεσποινούλα, το καλύτερο κορίτσι του νοσοκομείου» και ο Αντώνης μου και αυτός πολύ καλό παιδί και δουλεύει εδώ με την αδερφή μου.
Στο μαγαζί;
Ναι, ναι.
Το μαγαζί εσύ θυμάσαι πώς ήταν, όταν πρωτοξεκίνησε;
Ήταν ένα το σπίτι, όλα τα δωμάτια. Καταρχήν, η αυλή εδώ είχε λουλούδια και όλα αυτά βέβαια μετά τα αλλάξαμε. Είχε φτιάξει ο πατέρας μου μία ξύλινη πόρτα, γιατί έκανε ξυλουργικές εργασίες, του αρέσανε κι έφτιαξε μια ξύλινη πόρτα περίεργη, την είχε εκεί. Είχε μία σκάλα εδώ που ανεβαίναμε στο ταρατσάκι. Εδώ είχε κάνει την ψησταριά και τις τουαλέτες και η αυλή ήτανε, δεν είχε την πέτρα τότε και η αυλή ήτανε, την ασβεστώναμε γύρω-γύρω, την ασβεστώναμε. Αργότερα έτσι όπως ξεκίνησε καλοκαίρι και τον χειμώνα την σκέπασε με ελενίτ την αυλή και έβαλε μία μεγάλη ξυλόσομπα εδώ στη μέση και ζέσταινε το μαγαζί και μέσα έβαζε σόμπες. Ναι, δεν ήτανε τόσο όμορφο, όπως -. Εκεί είχε δύο σειρές, πάνω και κάτω, βαρέλια με κρασί. Έφτιαχνε τον μούστο και δικό του το κρασί και από 'κεί και ύστερα εξαπλωνόντουσαν τα τραπεζάκια και καθόταν ο κόσμος. Σου είπε η Χαρούλα για τις κορνίζες; Που είναι οι γιαγιάδες μας, οι παππούδες μας; Απάνω ο κύριος με το καπέλο και δίπλα η κυρία, η γιαγιά, η προγιαγιά μου είναι η γιαγιά και ο παππούς του πατέρα μου. Κάτω είναι οι γονείς του, κάτω το ζευγάρι, η γιαγιά μου η Ασημίνα και ο παππούς μου ο Μηνάς. Απάνω είναι ο αδερφός της Ασημίνας στον γάμο του. Στη μεγάλη φωτογραφία, εκεί στο κέντρο, είναι εκείνη η γιαγιά πάνω νέα με τον γιο της που τον έχασε σε αυτήν την ηλικία νέο. Λοιπόν, ναι, τι άλλο; Ναι, έχουμε κειμήλια εδώ και μέσα. Πολλές φωτογραφίες, πολλές. Οι φωτογραφίες που έχει από το θέατρο και τον κινηματογράφο. Δεν ξέρω, αν τα είδες μέσα. Δεν στα έδειξε η αδερφή μου;
Δεν προλάβαμε να τα δούμε.
Δεν προλάβαμε. Θέλεις να τα δεις; Λοιπόν, αφιερώσεις από μεγάλα πρόσωπα. Αργότερα πήρε και τη λατέρνα.
Και όταν άνοιξε το μαγαζί, ήταν σπίτι.
Ναι, ήτανε σπίτι, ναι, ήτανε σπίτι και η αυλή ήτανε στο μαύρο της το χάλι τότε, αλλά μετά σιγά-σιγά φτιάχτηκε όλο.
Και το όνομα του μαγαζιού, από πού έχει προέλθει «Τ' Ασχημόπαπο»;
Είναι ιστορία. Όταν ήμουνα μικρή και με έπαιρνε μαζί του στο θέατρο, θυμάμαι στο θέατρο «ΡΕΞ», αν θυμάμαι καλά, η σκηνή είχε στη μέση έναν μεγάλο κύκλο που, ανάλογα τις ανάγκες της παράστασης, αυτός ο κύκλος γύριζε από κάτω με μηχανισμό και εγώ ήθελα να παίξω με τον κύκλο να γυρίζω γύρω-γύρω και δεν μου το κάνανε το χατίρι, γιατί δεν είχε παράσταση, δεν είχε τίποτα. Οι άνθρωποι δουλεύανε, καταπιανόντουσαν με άλλα πράγματα. Εγώ έκλαιγα και μου λέει ο Ντίνος Ηλιόπουλος «Τι κλαις, βρε, και γίνεσαι άσχημη; Τι κλαις; Σαν το άσχημο παπάκι γίνεσαι. Έλα, βρε άσχημο παπάκι, μην κ[00:20:00]λαις». Κι από τότε-. Εντωμεταξύ κάποιος τη γύρισε τη σκηνή και έκανα λίγο έτσι να μου φύγει το κλάμα. Ναι, είχαμε... Και από τότε με φωνάζανε «ασχημοπαπάκι» και έμεινε και όταν άνοιξε ο πατέρας μου το μαγαζί: «Πώς θα το πούμε; Πώς θα το πούμε;». Ασχημόπαπο. Πω πω, τις πιο όμορφες αναμνήσεις έχω και από το θέατρο και από την παλιά γειτονιά, από παντού. Τι άλλο θες να σου πω;
Είχες κι άλλες τέτοιες συναντήσεις με αρκετά διάσημους ηθοποιούς εκείνης της εποχής;
Ναι, παιδάκι τόσο δα, σου λέω, όμως. Η Αγνή Βλάχου με έπαιρνε και στο καμαρίνι της και, όπως έβαφε τα μάτια της, με ρώταγε τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω και της έλεγα γιατρός. «Θες να γίνεις γιατρέσσα;», μου έλεγε. «Ναι, θέλω να κάνω καλά τα άρρωστα παιδάκια», της έλεγα εγώ. Η Ελεάνα Απέργη που είχανε με τον άντρα της, τον Διονύση Παγουλάτο, στη Σίνα 4 που δεν υπάρχει πια το θέατρο με έπαιρνε στο καμαρίνι της και μου 'λεγε: «Τι θα γίνεις, όταν μεγαλώσεις;». «Γιατρίνα», της έλεγα, «θέλω να γίνω. Θέλω να κάνω καλά τα άρρωστα παιδάκια» και όπως την έβλεπα και έβαφε τα μάτια της με το μολύβι για να βγει στη σκηνή, της έλεγα: «Γιατί γλάφεις τα μάτια σου;». Δεν μίλαγα καθαρά. «Γιατί γλάφεις τα μάτια σου;» και μου έλεγε: «Γιατί έτσι πρέπει για να βγω στη σκηνή να παίξω». Και μία φορά που έπαιξε και ο πατέρας μου και ήμουνα κάτω στην πλατεία με τον κόσμο, «Α, ο μπαμπάς μου, ο μπαμπάς μου», φώναζα, «Ο μπαμπάς μου, ο μπαμπάς μου» και μου έκανε ο πατέρας μου: «Σςςςςς» και σταμάτησα. Ήμουνα πολύ μικρό, δεν είχα αντιληφθεί κάποια πράγματα ακόμα, αλλά είναι το ωραιότερο κομμάτι της ζωής μου τα παιδικά μου χρόνια. Ναι. Και τα χρόνια που μεγάλωνα τα παιδιά μου. Είχαμε τόση μικρή διαφορά ηλικίας που παίζαμε μαζί, που όταν έγινε το πάρκο, βγαίναμε στο πάρκο και παίζαμε, ερχόντουσαν τότε και γυρνούσαν ταινίες τις ταινίες του '80 με τον Γαρδέλη, με αυτούς και καθόμουνα κι εγώ εκεί και έπαιζα με τα παιδιά και έβλεπα και τους ηθοποιούς. Αυτούς δεν τους ήξερα πια. Θυμάμαι τον Γιαννάκη τον Καλαντζόπουλο, τον έχουμε και σε μία φωτογραφία από ταινία που είχε γυρίσει με τον πατέρα μου και με είχανε βάλει κι εμένα με κάτι παιδάκια να λέμε τα κάλαντα κι είμαι κι εγώ. Τα κάλαντα λέμε, τίποτα άλλο, μην φανταστείς και ήρθε πέρυσι ο Γιαννάκης ο Καλατζόπουλος εδώ, του έδειξε η αδερφή μου την αφίσα από την ταινία. Τρελάθηκε ο άνθρωπος και ήρθε κάνα δυο φορές και φώναξε η αδερφή μου κι εμένα, γιατί της λέει: «Θέλω να δω και την αδερφή σου» και ήρθα και συναντηθήκαμε με τον Γιάννη τον Καλατζόπουλο. Πολύ γλυκός άνθρωπος. Εντάξει, είχα κι άλλους. Τον Διονύση τον Παπαγιαννόπουλο. Ποιον άλλον; Δεν θυμάμαι τώρα. Κολλάει το μυαλό μου τώρα. Είχα, είχα πολλούς ηθοποιούς που όλοι: «Πότε θα έρθει το Μινάκι στο θέατρο;», τον ρώταγαν τον πατέρα μου, άμα αργούσε να με πάει: «Γιατί δεν φέρνεις το παιδί εδώ;» και με έπαιρνε ο πατέρας μου και με πήγαινε και παίζανε όλοι μαζί μου.
Από όταν άνοιξε η ταβέρνα, θυμάσαι κάποια ιστορία χαρακτηριστική σε αυτά τα πενήντα χρόνια και πλέον που λειτουργεί;
Ναι, είναι τόσες πολλές οι ιστορίες που δεν ξέρω τι να πρωτοθυμηθώ. Πάντα με τους καλλιτέχνες εδώ. Γινόντουσαν γλέντια, φαγοπότια μέχρι το πρωί. Και καθημερινοί άνθρωποι ερχόντουσαν, βέβαια. Τραγουδούσαν, φέρνανε τα όργανά τους. Τραγουδούσανε. Εντάξει, ήτανε πολύ ωραία εποχή. Ήτανε ξέγνοιαστη εποχή, όχι όπως τώρα. Ήταν ξέγνοιαστη εποχή. Ο άνθρωπος ο μικρομεσαίος δεν σκεφτόταν να έρθει κάθε βράδυ στην ταβέρνα. Ερχόντουσαν συνέχεια. Το μαγαζί γέμιζε και, θυμάμαι, τα πρώτα χρόνια η ουρά για να αδειάσει τραπέζι, η ουρά του κόσμου ήταν μέχρι εδώ, την Ιώνων, την στροφή της Ιώνων και περιμένανε να αδειάσει τραπέζι. Τόση πολλή δουλειά είχε, μα τόση πολλή δουλειά. Δεν μπορείς να φανταστείς. Ήμουνα χαρούμενη, γιατί πήγαινε καλά η ζωή μας. Πήγαινε καλά. Τι άλλο να πω;
Αυτήν την επιτυχία του μαγαζιού εσύ πού την αποδίδεις ή πού την απέδιδες;
Την απέδιδα στο ότι ο πατέρας μου ήταν τόσο κοινωνικός, τόσο ευχάριστος με τον κόσμο. Έκανε τα αστεία του και κέρδιζε τον κόσμο κα[00:25:00]ι κέρδιζε τον κόσμο. Θυμάμαι, όταν πέθανε, ήρθε ένα βράδυ η Ξένια Καλογεροπούλου με τον Κώστα Ρηγόπουλο εδώ και μπήκανε μέσα, η Κάκια Αναλυτή, συγγνώμη, όχι η Καλογεροπούλου, η Κάκια Αναλυτή με τον Κώστα Ρηγόπουλο και μπήκανε μέσα και φώναζε η Αναλυτή «Αντώνη, Αντωνάκη, ήρθαμε» και γυρίζουμε και της λέμε ότι δυστυχώς ο Αντώνης μάς άφησε χρόνους και τρελάθηκαν, τρελάθηκαν. Τώρα δεν θυμάμαι, κάτσανε, φάγανε ή φύγανε. Στεναχωρήθηκαν τόσο, μα τόσο πολύ. Με την κόρη της, τη Ζωή τη Ρηγοπούλου, παίζαμε πολύ μικρά παιδάκια στο θέατρο που μας παίρνανε οι γονείς μας και πολλές φορές η Αναλυτή μού έδινε φουστανάκια της κόρης της που δεν της κάνανε. Η Σοφία η Βέμπο μού έδινε φορέματα της κόρης της που μεγάλωνε και δεν της κάνανε. Η Μαίρη Αρώνη, καταπληκτικός άνθρωπος. Όλοι τους ήταν καταπληκτικοί άνθρωποι, όλοι τους. Ναι, έναν - έναν τους θυμάμαι τώρα. Ο Χρήστος ο Πάρλας. Δεν μπορώ να θυμηθώ. Με τη Μάρθα τη Βούρτση και τον άντρα της, τον Φώντα τον Φιλέρη, με τον Φιλέρη ήτανε παιδιά από την Κατοχή φίλοι. Φίλοι από παιδιά στην Κατοχή. Ο ένας έμενε στην Πλάκα και ο πατέρας μου στο Σύνταγμα και ξανασυναντήθηκαν μεγάλοι πια και από τότε έμειναν αχώριστοι. Τη Μάρθα τη γνώριζε ο πατέρας μου από το θέατρο και γίνανε αχώριστοι, γίνανε αχώριστοι μέχρι που πέθανε και ο πατέρας μου. Είχαν έρθει εδώ να παρηγορήσουν τη μάνα μου. Άσ' τα, τέλος πάντων. Η μάνα μου δεν το ξεπέρασε ποτέ. Είχανε μεγάλη αγάπη μεταξύ τους από μικρά παιδιά και αυτοί. Δηλαδή δεκατεσσάρων χρόνων, δεκατεσσάρων χρόνων τη μαμά μου με ένα φουστανάκι και ένα κορδελάκι στα μαλλιά και τον μπαμπά μου με κοντό παντελονάκι στο χωριό εκεί που γνώρισε τη μαμά μου. Ήταν από παιδιά μαζί και η μάνα μου δεν ξεπέρασε ποτέ τον θάνατο του πατέρα μου. Μα ποτέ. Κι εγώ δεν μπορώ να ξεπεράσω τον θάνατο της μάνας μου. Ήμασταν τόσο δεμένες που ακόμα με καίει, ακόμα με καίει. Τι άλλο;
Η μάνα σου δούλευε εδώ πέρα, στο μαγαζί;
Πολλά χρόνια, πολλά. Μέχρι που έφτασε εβδομήντα χρονών και δεν μπορούσε πια. Είχε πάθει Πάρκινσον. Δεν μπορούσε να δουλέψει πια και βάλαμε άνθρωπο στη θέση της και την είχαμε στα πούπουλα. Την φροντίζαμε. Έμενα εγώ μαζί της. Πότε η αδερφή μου, πότε εγώ τη φροντίζαμε. Δεν την αφήναμε ποτέ μόνη της, ναι, μέχρι που έκλεισε τα ματάκια της και έφυγε.
Ήταν και δική της απόφαση να ανοίξει η ταβέρνα;
Tη ρώτησε ο πατέρας μου: «Κατίνα, θέλεις να το κάνουμε ταβέρνα; Αλλά θέλει δουλειά, θα μου σταθείς;». «Βέβαια, θα σου σταθώ», του λέει η μάνα μου κι έτσι βασίστηκε στη βοήθεια της μητέρας μου, στην εργασιακή βοήθεια, γιατί λεφτά δεν είχανε και άνοιξε το μαγαζί. Όντως η μητέρα μου του στάθηκε κολόνα, κολόνα. Τον στήριξε τόσο πολύ και το μαγαζί, έριξε τόση δουλειά η μητέρα μου εδώ πέρα που όλη την παινεύανε τη μάνα μου και του λέγανε: «Μπράβο, Αντώνη, χρυσή γυναίκα έχεις» και όντως ήταν χρυσή. Όντως ήταν χρυσή, γιατί είχε και αγάπη μέσα της και πολλή καλοσύνη. Δεν είχε πει ποτέ κακιά κουβέντα για κανέναν. Τα παιδιά της τα αγαπούσε, τα εγγόνια της τα αγαπούσε. Αυτό, εμένα μου λείπει πάρα πολύ η μητέρα μου και ο πατέρας μου βέβαια, αλλά... Και ο άντρας μου, αλλά η μητέρα είναι άλλο πράγμα. Άλλο πράγμα.
Και από ό,τι καταλαβαίνω ήταν και ένα μεγάλο μέρος του μαγαζιού;
Βέβαια. Πόσο, από το '68; 1968 που άνοιξε το μαγαζί μέχρι το 2005, ας πούμε, που σταμάτησε τη δουλειά. Πότε ήτανε; Ναι, το '10 πέθανε. Είχε ήδη αρρωστήσει. Πόσα χρόνια είναι;
Εσύ τι θεωρείς ότι είναι αυτό που έχει κρατήσει το μαγαζί ανοιχτό τόσα χρόνια;
H καλή φήμη του πια, εφόσον ο πατέρας μου έφυγε. Η καλή φήμη του, η καλή εξυπηρέτηση των πελατών, γιατί δούλευα κι εγώ πολλά χρόνια εδώ. Μην κοιτάς που τα έπαιξα και σταμάτησα. Η φροντίδα, η καλή φροντίδα [00:30:00]στους πελάτες, το καλό κρασί, το καλό φαγητό, η καθαριότητα και όλα αυτά. Υπάρχουν όλες αυτές οι αναμνήσεις που έρχονται ακόμα πελάτες από την δεκαετία του '80 που ήξεραν τον πατέρα μου και έρχονται ακόμα και λένε: «Είμαστε φίλοι παλιοί φίλοι του Αντώνη». Ναι, είχε καλή φήμη το μαγαζί και προσπαθήσαμε με την αδερφή μου να τη διατηρήσουμε. Εγώ πιστεύω ότι αυτό είναι. Ο κόσμος ευχαριστιέται εδώ. Δεν είναι υπερβολικές οι τιμές μας, δεν γδέρνουμε τον κόσμο. Είναι πολύ καλές οι τιμές μας. Πολύ καλή καθαριότητα τις ντομάτες, τις πιπεριές, τα αγγούρια τα σαπουνίζουμε όλα. Δεν πάει τίποτα άπλυτο στην κατσαρόλα και όλα τα ορεκτικά και τα τζατζίκια, τα πάντα από ορεκτικά τα κάναμε εμείς με την αδερφή μου. Δεν τα περνάμε έτοιμα. Ο μάγειρας μετά ανέλαβε την κουζίνα να μαγειρεύει. Βέβαια, έχουμε πολύ καλό μάγειρα. Ο τύπος μέσα, ο Κώστας, τον έχουμε πολλά χρόνια και είναι πολύ καλός στη δουλειά του. Εγώ πιστεύω ότι το να προσπαθείς να διατηρήσεις τη φήμη είναι κατόρθωμα. Είναι κατόρθωμα. Προσέξαμε πάρα πολύ κι εγώ και η αδερφή μου. Εγώ από το '13 σταμάτησα να δουλεύω, γιατί δεν μπορούσα. Χέρια, πόδια δεν μου είχε μείνει τίποτα και ασχολούμαι με το σπίτι μου πια. Είμαι συνταξιούχα λόγω χηρείας, γιατί έχασα τον άντρα μου και πηγαίνω καμιά βολτίτσα. Πηγαίνω στα παιδιά μου τα άλλα, στην κόρη και στον εγγονό. Ο γαμπρός μου είναι πολύ καλό παιδί. Περνάει η ζωή μου τώρα Πετράλωνα-Λουτράκι. Στην καραντίνα είχα δύο, ενάμισι - δύο χρόνια να δω τα παιδιά μου. Είχα τρελαθεί, τους έβλεπα στο διαδίκτυο, στο -πώς το λένε;- στο ίντερνετ τούς έβλεπα και μιλούσαμε και μου ερχότανε να φιλήσω τον υπολογιστή. Τόσο πολύ τα είχα λαχταρήσει. Κάθε μέρα μιλούσαμε στο τηλέφωνο και όταν πια ξεμπλοκάραμε λίγο, πήγα κατευθείαν. Και από τότε πάω, μένω δέκα μέρες σε ένα - ενάμιση μήνα ξαναπάω, γιατί δεν είναι και εύκολη η μετακίνηση με τα ορθοπεδικά προβλήματα που έχω. Θα έρθει και η κόρη μου κάποια στιγμή να πάρει ρεπό, άδεια, από το νοσοκομείο που δουλεύει. Ο εγγονός μου έχει μεγαλώσει πια. Έχει γίνει σαν κι εσένα. Είναι δεκατεσσάρων μισό κι έχει γίνει στο ύψος σου και πιο παχύς από σένα. Έχει πάρει τη μαύρη ζώνη στο καράτε. Τι να σου πω; Δεν του κουνιέται κανείς. Είναι πάρα πολύ καλός μαθητής. Φέρνει πάρα πολύ καλούς βαθμούς, από δεκαεπτά, δεκαοκτώ και πάνω. Με έχει κάνει περήφανη και αυτό το παιδί και δεν βλέπω την ώρα να ξαναπάω να το αγκαλιάσω.
Σε αυτό το σημείο έχουμε ολοκληρώσει, Μίνα.
Αλήθεια.
Ναι. Να σε ευχαριστήσω πάρα πολύ για τον χρόνο σου. Δεν ξέρω αν έχεις κάτι άλλο να προσθέσεις;
Δεν κάνει τίποτα. Τι να προσθέσω;
Σε αυτά που έχεις πει μέχρι τώρα.
Ότι αν ξαναζούσα άλλη μία ζωή, θα ήθελα να ήταν η ίδια πάντα. Θα ήθελα πάλι την ίδια ζωή. Τους γονείς μου, το μαγαζί, τα παιδικά μου χρόνια στο θέατρο, τα παιδιά μου. Αφού λέω: «Γίνεται μωρά να σας πάρω πάλι αγκαλιά. Δεν μπορώ, θέλω να σας έχω μωρά». Θα ξανάκανα τα ίδια παιδιά. Ναι, θα ήθελα τη ζωή μου πάλι από την αρχή την ίδια. Δεν θα άλλαζα τίποτα, γιατί πέρασα πολύ καλά παιδικά χρόνια και μετά, τα μετέπειτα χρόνια μου, δεν ήτανε άσχημα. Απλά λίγο η οικονομική δυσχέρεια με χάλαγε, αλλά, εντάξει, το παλεύαμε, το παλεύαμε. Εντάξει, και την κόρη μου σπουδάσαμε και τον γιο μου έβγαλε τεχνικό λύκειο και δουλεύει εδώ.
Σε ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο και την ιστορία σου.
Εγώ σε ευχαριστώ που με έκανες να θυμηθώ πάλι όλα αυτά τα όμορφα πράγματα και να τα νοσταλγήσω!
Σε ευχαριστώ πάρα πολύ!
Σε ευχαριστώ πολύ, να 'σαι καλά!
Summary
Μεγαλώνοντας μέσα σε θεατρικούς κύκλους η Ασημίνα Καλλινίκου είχε την ευκαιρία να ζήσει ανάμεσα στους ηθοποιούς της παλιάς εποχής. Αφηγείται τις συναντήσεις της με προσωπικότητες του χώρου της υποκριτικής, καθώς και πώς η ταβέρνα του πατέρα της έγινε ένα από τα μεγαλύτερα στέκια στα Πετράλωνα.
Narrators
Ασημίνα Καλλινίκου
Field Reporters
Κωνσταντίνος Χαρέμης
Related Links
Tags
Interview Date
14/09/2022
Duration
34'
Interview Notes
Summary
Μεγαλώνοντας μέσα σε θεατρικούς κύκλους η Ασημίνα Καλλινίκου είχε την ευκαιρία να ζήσει ανάμεσα στους ηθοποιούς της παλιάς εποχής. Αφηγείται τις συναντήσεις της με προσωπικότητες του χώρου της υποκριτικής, καθώς και πώς η ταβέρνα του πατέρα της έγινε ένα από τα μεγαλύτερα στέκια στα Πετράλωνα.
Narrators
Ασημίνα Καλλινίκου
Field Reporters
Κωνσταντίνος Χαρέμης
Related Links
Tags
Interview Date
14/09/2022
Duration
34'
Interview Notes