Age Restricted Interview
This interview is only available to users who are eighteen years old or over.
Ο «φάκελος» που καθόρισε τη ζωή ενός καλλιτέχνη κατά τα μετεμφυλιακά χρόνια και ο κινηματογράφος της δεκαετίας του'70
Segment 1
Η ζωή στο χωριό Πετρούσα μέχρι το 1960
00:00:00 - 00:18:55
Partial Transcript
Τι έχουμε σήμερα; Την ημερομηνία να πούμε. Θα τη πω εγώ. Ναι. Θα θέλατε να μου πείτε το όνομά σας; Πέτρος Μακεδών. Είναι Πέμπτη 26 Αυ…κατάσταση μέχρι το ‘60. Με το ‘60 στο χωριό αυτομάτως φεύγουν όλοι στη Γερμανία, άρχισαν να στέλνουν τα μάρκα, άλλαξε άρδην ο τρόπος ζωής.
Lead to transcriptSegment 2
Τα πρώτα χρόνια στην Αθήνα και οι σπουδές θεάτρου
00:18:55 - 00:30:13
Partial Transcript
Εγώ βέβαια το '60 ήμουνα στην Αθήνα, το ‘59 έφυγα. Με δανεικά με τι κόπο η μάνα μου να μου βρει το εισιτήριο όχι άλλο. 18 ώρες με το τρένο τ…να τα μαθήματα και μετά ξαναέμπαινα στο εργοστάσιο και έτσι τελείωσα τη δραματική σχολή με αυτόν τον άγιο εργοστασιάρχη. Τελείωσε η σχολή.
Lead to transcriptSegment 3
Η διάκριση στο στρατό και η εξορία λόγω του φακέλου
00:30:13 - 00:40:53
Partial Transcript
Μετά όταν τελείωσε η σχολή βέβαια ήταν η ώρα μου για φαντάρος, δεν μπορούσα να κάνω…Πήγα στρατιώτης, στα 21 υπηρετούσαν τότε 21 με 23 εκεί ή…πρώτη γραμμή. Μου λέει δεν θα ξαναδείς στον ύπνο σου χακί από δω και πέρα. Ωραίος ο κύριος ε; Κρίνεται άκρως επικίνδυνος για το στράτευμα.
Lead to transcriptSegment 4
Ο εμφύλιος στο χωριό
00:40:53 - 00:48:14
Partial Transcript
Αυτό λοιπόν τώρα για να παίρνουμε το αυτό για το χωριό. Το χωριό στο οποίο μεγάλωσα ένας μόνο είχε τελειώσει το δημοτικό και ήταν ο γραμματέ…ωθείτε ρε για την ιδέα ρε, για το αύριο ρε. Αύριο όλοι θα τρώμε με χρυσά κουτάλια ρε» κατάλαβες; Αυτό ήτανε τότε ο εμφύλιος ό,τι χειρότερο.
Lead to transcriptSegment 5
Ο πρώτος ρόλος στην Αθήνα και η υποτροφία στην Αγγλία
00:48:14 - 01:02:09
Partial Transcript
Για να το πάρουμε και το κομμάτι το εργασιακό από την αρχή του. Οπότε γυρίσατε μετά το στρατό στην Αθήνα πάλι. Μπράβο, γυρίζω στην Αθήνα. …μάδια πάνω μου. Λοιπόν, ήρθα αρκετά ολοκληρωμένος και ερχόμενος πια στην Αθήνα λέω: «Δεν γίνεται θα κάνω-είχα κάποια λεφτά-θα κάνω ταινία».
Lead to transcriptSegment 6
Οι πρώτες ταινίες και οι μεταγλωττίσεις
01:02:09 - 01:11:48
Partial Transcript
Πόσο εύκολο ήταν να κάνεις ταινία- Καθόλου. Εκείνη την εποχή. Το πιο δύσκολο αλλά έτυχε σε ένα στούντιο που με ξέραν και αυτό, έπαιξα με …ν βλέπει δεν έχει τίποτα, είχε από τα κλεμμένα στη μασχάλη του ένα μαγνητόφωνο, ένα κασετόφωνο σου το άφησε, αυτό είναι μικρού μήκους λέει.
Lead to transcriptSegment 7
Ο Αστραπόγιαννος και τα γυρίσματα στην Πετρούσα
01:11:48 - 01:21:05
Partial Transcript
Θέλετε λίγο έτσι να μας βάλετε στον κόσμο του κινηματογράφου εκείνη την εποχή, δεκαετία ’60-’70. Κάνετε τον Αστραπόγιαννο, πώς έγινε όλη α…, στη κλακέτα, στη κάμερα στην πρώτη ταινία. Στη δεύτερη ήταν έτοιμοι, ήρθανε πανέτοιμοι που έκαναν αυτή εδώ… Κρίμα γιατί ήταν ωραίο θέμα.
Lead to transcriptSegment 8
Η δημιουργία θεάτρου στην Πετρούσα
01:21:05 - 01:28:06
Partial Transcript
Και αυτό σε ότι αφορά τους χωριανούς τελείωσε μάθανε σινεμά από μένα. Τώρα το θέμα του θέατρου, που με έτρωγε πάντα το θέατρο εμένα. Λοιπόν …ούν άσκοπα. Η Χούντα ήθελε να κάνει κάτι, ό,τι ήθελε δεν μας ενδιαφέρει. Εχθρός της Χούντας ήταν η ΕΡΕ, δεν ήτανε ούτε το ΚΚΕ ούτε κανένας.
Lead to transcriptSegment 9
Η Χούντα και η λογοκρισία
01:28:06 - 01:33:30
Partial Transcript
Εσείς ήσασταν καλλιτέχνης σε μια περίοδο, κατά τη διάρκεια της… Ναι, εφτά χρόνια βέβαια. Αλλά η αλήθεια είναι ότι αυτή η επταετία με ωρίμα…αι μετά από την πρώτη παράσταση που ανεβάσατε την « Ιφιγένεια εν Ταύροις », ακολούθησαν κι άλλες; Άλλαξε- Βεβαίως γιατί τώρα ξεθαρρέψαμε.
Lead to transcriptSegment 10
Το θέατρο στη Πετρούσα
01:33:30 - 01:45:05
Partial Transcript
Τώρα πια θα μπορούσα να επιλέξω κι άλλους, άλλα ταλέντα από το χωριό έναν-έναν και κάναμε μία παράσταση τη «Σκλάβα», γιατί εγώ ήθελα πάντα ν…εν κατάλαβες-του λέει-κάτι σκότωσαν τη φαντασία μας, τους αφήσαμε να σκοτώσουν τη φαντασία μας». Αυτή η φράση είναι όλο το έργο, κατάλαβες;
Lead to transcriptSegment 11
Το συγγραφικό έργο του αφηγητή
01:45:05 - 01:57:15
Partial Transcript
Και έτσι για να ολοκληρώσουμε τη συνέντευξη να μη σας κουράζουμε και άλλο. Θα ήθελα να μου πείτε τι σας έχει μείνει από τον ελληνικό κινημα…ρόνια 25 χρόνια τέτοια και σήμερα στην Αθήνα βλεπόμαστε πίνουμε τον καφέ μας μαζί, γιατί αυτές παντρεύτηκαν μετά κάναμε παιδιά και τα λοιπά.
Lead to transcript[00:00:00]Τι έχουμε σήμερα; Την ημερομηνία να πούμε.
Θα τη πω εγώ.
Ναι.
Θα θέλατε να μου πείτε το όνομά σας;
Πέτρος Μακεδών.
Είναι Πέμπτη 26 Αυγούστου 2021, είμαι με τον κύριο Πέτρο Μακεδόνα και βρισκόμαστε στη Δράμα. Εγώ είμαι η Κατερίνα Μανούση, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Θα θέλατε να μου πείτε λίγα πράγματα για σας;
Από πού να ξεκινήσουμε;
Από πού γεννηθήκατε;
Φυσικά, στο χωριό Πετρούσα Δράμας από αγρότες γονείς, πάμφτωχος βέβαια, όπως όλοι τότε ήταν φτωχοί. Γεννήθηκα στον πόλεμο δηλαδή εν συνόψει η ζωή μου που σήμερα είμαι 80 χρονών είναι η νεοελληνική ιστορία, εν συνόψει η ζωή μου. Γιατί γεννήθηκα στον πόλεμο, όταν μπήκαν οι Γερμανοί, έζησα τον εμφύλιο μέχρι τα 8 μου γιατί το ‘49 τελείωσε ο εμφύλιος, άρα έχω τρομερές εντυπώσεις από καμένα σπίτια, από μάχες στους δρόμους του χωριού, από τα καταφύγια που χωνόμασταν τη νύχτα να γλυτώσουμε, έζησα έντονα το βίωμα το εμφυλίου. Και μετά όταν τέλειωσε ο εμφύλιος ξεκινήσαμε μία δεκαετία, τη δεκαετία του '50 που ήταν από τις χειρότερες στην Ελλάδα, γιατί πέρα από τη φτώχεια υπήρχε ένα άγριο κυνηγητό μαγισσών. Δηλαδή οι κρατούντες δεν υπολόγιζαν τίποτα, πόσοι αθώοι από μία απλή κατηγορία κάποιου ζηλόφθονου ή κάποιου να πούμε κομπλεξικού καταστράφηκαν άτομα. Πόσα άτομα έτσι φύγαν, καταστράφηκαν, ένας από τους είμαι εγώ. Ουδέποτε ασχολήθηκα με τα πολιτικά, τουναντίον η μόρφωση ήταν το μόνο μου στοιχείο, ο μόνος μου σκοπός. Ό,τι έβρισκα το διάβαζα, ό,τι έβρισκα το διάβαζα. Όταν, λοιπόν, τελικά με την επέμβαση του δασκάλου μου κατάφερα να μπω στο…μπήκα στο γυμνάσιο, εμείς δεν κάναμε ας πούμε αγγλικά στο γυμνάσιο, ένα παράδειγμα λέω τώρα της φτώχειας. Και έπαιρνα από τον μπακάλη μας σε κάτι περιοδικά που τα είχε για να τυλίγει τα τρόφιμα που ψωνίζαμε, κάτι περιοδικά μέσα είχε ένα φύλλο που έλεγε αγγλική από ραδιοφώνου. Το ανακάλυψα, πήγα στο μπακάλη, έσκισα από το αυτό που είχε τα περιοδικά το φύλλο με τα Αγγλικά μαθήματα, τα έβαλα σε ένα ψηλό ράφι να μην τα φτάνει κανείς και έλεγα και είπα του μπακάλη: «Όταν έρχομαι να ψωνίσω ελιές, χαλβά όλα εκεί το παίρνω». Ο μπακάλης ευχαρίστως να μου τα 'δινε αλλά δεν είχε χαρτί, το χαρτί τότε ήταν σπάνια υπόθεση. Οι δάσκαλοι ήταν από το περιοδικό «Θησαυρός» που παίρνανε εβδομαδιαίο ήταν κάτι τέτοιο και αφού το διάβαζαν, το κάνανε σε τέσσερα τα φύλλα τα είχαν στη τουαλέτα. Εμείς παραξενευόμασταν βέβαια, λέγαμε ο δάσκαλος τι τα θέλει εκεί τα χαρτιά, ήταν το χαρτί υγείας των δασκάλων, δεν είχαν άλλο χαρτί. Λοιπόν και τι έκανα λοιπόν με αυτά. Έπαιρνα τις ελιές, πήγαινα σπίτι τις έβαζα σε ένα πιάτο, ίσιαζα το χαρτί, το δίπλωμα και το έβαζα στο αποχωρητήριο σε ένα ψηλό μέρος να μην το δει η μάνα μου, γιατί αν το δει θα το πάρει για το σκίσει, γιατί οι δουλειές ήταν τόσο πολλές αγροτικές. Και με το πρόσχημα όλο πήγαινα στην τουαλέτα, έβγαζα το χαρτί και αποστήθιζα αγγλικές φράσεις χωρίς να ξέρω χωριστά η κάθε λέξη τι σημαίνει. Η πρώτη φράση αγγλική που έμαθα ήταν «As cold water is to a thirsty soul, so are good news from a far country». Αλλά δεν ήξερα, από κάτω το είχε ερμηνεία στα ελληνικά αλλά δεν ήξερα το cold ήταν στο κρύο ή το water. Απλώς το μάθαινα επ’ έξω έτσι για να το μάθω, από την ηδονή της μάθησης τα μάθαινα τα πρώτα δηλαδή που έμαθα. Και έτσι ξεκίνησα τα πρώτα αγγλικά εκεί, γιατί κάναμε μόνο λατινικά στο γυμνάσιο και τα κάναμε πάρα πολύ κακά, άσχημα αλλά οπωσδήποτε τα λατινικά με βοήθησαν, είναι η βάση των ξένων γλωσσών. Και από κει και πέρα μπόρεσα άνετα να μάθω αγγλικά και γαλλικά, αρκετά γερμανικά να μπορώ να συνεννοηθώ με Γερμανούς, ιταλικά χωρίς να ασχοληθώ με ιταλικά, διαβάζω εφημερίδες χωρίς να ασχοληθώ με την ιταλική γιατί υπάρχει…Βουλγάρικα άκουγα από τους γέρους, γιατί εκεί ομιλείτο μία, στο χωριό μου δεν ομιλούνταν ελληνικά, ομιλείτο μία σλάβικη διάλεκτος που δεν ήτανε μεγάλη σχέση με τα βουλγαρικά ήταν όμως κοντά. Οι γέροι μιλούσαν αυτή τη διάλεκτο δεδομένου ότι τα μέρη τα δικά μας των εντοπίων εννοώ Μακεδόνων, ήταν από το 1350, 100 χρόνια πριν πέσει η Κωνσταντινούπολη, δοσμένα στους Σλάβους, τους Σέρβους για να έχουν ανάχωμα στη Βουλγάρικη εξάπλωση, οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες το κάναν αυτό. Εκείνη, λοιπόν, η γλώσσα που είναι πιο κοντά στα σκοπιανά και τα σερβικά ήταν παραφθαρμένη η ισχύουσα γλώσσα στο χωριό μου. Αλλά τι έγινε, με βοήθησε στην τεχνική της γλώσσας, δηλαδή όταν έκανα ρωσικά ένα χρόνο τσάκα τσάκα άρχισα να διαβάσω τον Τσέχωφ στα ρώσικα, δηλαδή πάρα πολύ με βοηθούσε το πνεύμα των γερόντων που είχα ακούσει να μιλάνε αυτά. Εγώ δεν μίλησα ποτέ γιατί η μάνα μου πέρα του ότι ήταν φανατική Ελληνίδα, εγώ όταν γεννήθηκα έφυγαν οι Βούλγαροι και έτσι ξαναήρθαν τα ελληνικά, οπότε εγώ δεν χρειάστηκε…Τα μεγάλα μου αδέρφια, τα μεγάλα μου ξαδέρφια στα διαλείμματα του σχολείου τσακωνόντουσαν στη βουλγάρικη γλώσσα. Δηλαδή πόσο είχε εμποτιστεί η περιοχή από τις διάφορες κατοχές. Υπαγόμασταν ήδη στο λεγόμενο Κομιτάτο της Βουλγαρίας, διότι ο Σουλτάνος με το «διαίρει και βασίλευε» είχε δώσει ένα ψευτοδικαίωμα, ψευτο αυτό κράτος στους Βούλγαρους Κομιτάτο, είναι όπως οι αγγλικές κομητείες από εκεί προήλθε η λέξη κομιτατζής, ήταν δηλαδή ο στρατός του Κομιτάτου, άτακτος στρατός. Δεν έχει καμία επίσημη αυτό αλλά εξυπηρετούσαν το Σουλτάνο γιατί αμόλαγαν τους κομιτατζήδες και ό,τι 'θελαν κάνανε, ερχόταν στα χωριά μας τα ρήμαζαν, ό,τι θέλαν κάνανε οι κομιτατζήδες. Υπαγόντουσαν λοιπόν στο βουλγάρικο. Αυτό έπαιξε πολύ ρόλο διότι δεν μπορούσαμε να πάρουμε ανάσα ελληνική. Παρόλο που άρχισε από το 1900 ήδη ο Αγώνας ο Μακεδονικός, ο προπάππους μου Αθανάσιος Βαλαβάνης έχει μνημείο στο χωριό σαν Μακεδονομάχος, είχαμε στο χωριό πολλούς Μακεδονομάχους που θυσιάστηκαν και μάλιστα και με τον Παύλο Μελά μαζί πολέμησαν. Είχαμε τέτοια πράγματα στο χωριό αλλά δεν έπαυε να είναι ένα σλαβόφωνο χωριό μην κοροϊδευόμαστε. Το είχανε με κόκκινο παντού στην Ελλάδα στο ΓΕΣ, παντού με κόκκινο χρώμα τη Πετρούσα, η οποία λεγόταν Πλέβνα η Πετρούσα. Η Πετρούσα λεγόταν γιατί και αυτό έχει ιστορικά την αξία. Και τώρα πάλι βλέπεις πάω από θέμα σε θέμα, είχα κάνει ένα διήγημα μακροσκελές που λεγόταν «ο Πλάτανος» το διήγημα αυτό. Μέσα από αυτό το διήγημα εξιστορούσα την ιστορία του χωριού. Πώς έγινε το χωριό, το οποίο δεν υπήρχε εκεί το χωριό ήταν πολύ κάτω στη δημόσια, πώς βρέθηκε ο πλάτανος και κάνω, αρχίζω τώρα ολόκληρες αναλύσεις. Έχω μία πικρία από τους χωριανούς, γιατί ανακάλυψα ότι μία παλιά εκκλησία γκρεμισμένη, καμένη πολλές φορές κατ’ επανάληψη ήτανε, στηριζόταν στα θεμέλια ενός αρχαίου ελληνικού ναού. Όταν πέσανε από τα ντουβάρια της εκκλησίας σοβάδες, αποκαλύφθηκαν από κάτω κομμάτια από αγάλματα και ολόκληρα κιονόκρανα. Οι δε κολώνες ήτανε 6-7 κολώνες, οι οποίες κολώνες ήταν οι μόνες που οι βυζαντινοί δεν κατέστρεφαν γιατί τις θέλανε και στηρίγματα. Η Αγιά Σοφιά είναι σε κολώνες αρχαίων ελληνικών ναών, όλη η Αγιά Σοφιά στηρίζεται. Αλλά όλα τα άλλα τα κατέστρεφαν, πρώτα-πρώτα η έννοια του μαρμάρου ήταν μισητή στο Βυζάντιο. Εφηύραν το τούβλο, εφηύραν το σοβά, τα κεραμίδια μόνο και μόνο για να μην παίρνουν έτοιμες-από μάρμαρο τουλάχιστον δόξα τω Θεώ έχουμε-για να μην κάνουνε τοίχη, ντουβάρια από μαρμάρινες πέτρες, μόνο και μόνο για αυτό εφηύραν τα τούβλα από τον 6ο αιώνα μετά Χριστόν-σκέψου-γιατί ήταν μισητό το μάρμαρο στους βυζαντινούς, να λέμε και κάποιες αλήθειες. Και με αγανακτεί-θα μπαίνω από θέμα σε θέμα- [00:10:00]το ότι αυτή η εκκλησία ήταν, η γκρεμισμένη ήταν ένα αρχαιολογικό σημείο για μας γιατί θα έβρισκαν ιστορία οι αρχαιολόγοι από πότε προϋπήρξε ο αρχαίος ναός, σε ποιον ανήκε. Και τι κάναν τώρα ο Δεσπότης βέβαια έτσι, το σκέπασαν και το σοβάντισαν για να εξαφανίσουν τα ίχνη, τα οποία δεν εξαφανίζονται. Αν τύχει καμιά φορά 'ρθείτε στο χωριό, εγώ έχω σημεία τα έχω τσικαλάρει, θα δείτε και θα τρίβετε τα μάτια σας. Όσο και να τα καλύπτει, δεν καλύπτεται. Και αντί λοιπόν να έχουμε ένα αρχαιολογικό βαρβάτο σημείο, εμείς καλύψαμε τώρα και το εξαφανίσαμε αυτό πετύχαμε, έτσι. Αυτό είναι το παράπονό μου γιατί το είπα σε όλους στις αρχές, πήγα και στην Αρχαιολογία της Δράμας με γράψανε κανονικά. Ήταν φαίνεται η διαταγή του Δεσπότη να εξαφανιστούν αυτά τα ίχνη που υπήρχαν. Από κει και πέρα όμως τώρα γεννάται αυτομάτως-για το χωριό τώρα να πάμε πώς δημιουργήθηκε το χωριό. Όπου υπήρχε πηγή στην αρχαιότητα, υπήρχε και αρχαίος ναός. Οι αρχαίοι ναοί ήταν στα πιο δύσκολα μέρη στην αρχαιότητα γιατί εκεί υπήρχε πηγή νερού, χωρίς πηγή νερού δεν γινόταν ναός, έτσι. Και λέω εγώ τώρα πώς βρέθηκε ο πλάτανος, 3 πλατάνια στο χωριό, σε αυτό το ξερό μέρος, αυτή την ξερή βουνοπλαγιά πώς βρέθηκαν. Άρα υπήρχε κάποτε πηγή, υπήρχε νερό και δεν είναι τυχαία τα απομεινάρια τα μαρμάρινα, υπήρχε λαός γιατί υπήρχε άλσος, υπήρχαν νερά έτσι. Μετά βέβαια που καθιερώθηκε η δικτατορία του χριστιανισμού, όταν έγινε επίσημο κράτος, δηλαδή, ο χριστιανισμός επί Κωνσταντίνου από κει και πέρα γκρεμιζόντουσαν όλοι οι ναοί, όλοι θρασύτατα οι αρχαίοι και στα θεμέλια του χτιζόντουσαν χριστιανικοί ναοί. Ακόμα και στην Αθήνα πάμε στην Καπνικαρέα παράδειγμα, θα τρελαθείτε. Πόσα κομμάτια μαρμάρου είναι στους τοίχους στην Καπνικαρέα, τη πιο παλιά εκκλησία των Αθηνών, άρα έγινε ένα τεράστιο έγκλημα. Εμείς όμως επειδή κάηκε 2-3 φορές αυτή η εκκλησία η βυζαντινή, που ήτανε βγαίνει εκ των πραγμάτων μοναστήρι δεν ήτανε εκκλησία, ήταν μοναστήρι. Οι παλιοί γέροντες θυμόντουσαν από αφηγήσεις ότι εκεί υπήρχαν κελιά. Γιατί μετά που επικράτησε ο χριστιανισμός η εκκλησία ο αρχαίος ναός, έγινε εκκλησία. Ποιον θα εξυπηρετούσε όμως αφού το χωριό ήταν κάτω. Άρα κάνανε μοναστήρι για να μη χάσουν το αρχαίο ναό, να τον έχεις εξαφανίσουν και ήταν μοναστήρι για πολλά χρόνια. Όταν όμως μάλλον οι πηγές του νερού εξαφανίστηκαν, το παράτησα. Δηλαδή μία τεράστια εκκλησία παρατημένη. Εκεί βέβαια μπαίνανε οι βάρβαροι γκρέμιζαν, εκεί ο καθένας έκανε από ένα γκρέμισμα. Ερχόταν κάτι Βυζαντινοί, είπαν να το κάνουμε μέχρι που το 1865 ανέλαβε το μοναστήρι της Εικοσιφοινίσσης στο Παγγαίο και το ανάλαβε και την όχι την έφτιαξε εκκλησία αλλά κάηκε από τους αντάρτες. Η εκκλησία ήταν…και έμεινε καμένη, ένας ερειπιώνας, ο οποίος όμως είχε μία ιστορία μακραίωνη την οποία έπρεπε εμείς να τη γραπώσουμε, δεν τη γραπώσαμε. Αυτή είναι είναι η παρένθεση, την κλείνουμε. Πάμε μετά στο θέμα που είπαμε ότι εν συνόψει είμαι η νεοελληνική ιστορία του τόπου μου. Μετά λοιπόν εκείνη τη δεκαετία την αισχρή, τη σιχαμερή του ’50, που έπεφτε κυνήγι άγριο και φτώχεια, ασύλληπτη φτώχεια. Φανταστείτε εγώ πέρασα από την εποχή που με το φωτιστικό μας μέσον ήταν το δαδί, δηλαδή είχαμε δαδί για να φάμε το βράδυ, ανάβαμε το δαδί και τρώγαμε. Μετά βέβαια φέραν οι Αμερικανοί μας φέραν κάτι μπετόνια με πετρέλαιο, πήραμε και τις λάμπες πετρελαίου. Μέχρι τα 14 μου δηλαδή εγώ μεγάλωσα με λάμπα πετρελαίου, που ήτανε την ακουμπούσαμε σε ένα σκαμνί στη μέση του δωματίου, γύρω οι γονείς μας παστάλιαζαν τα φύλλα του καπνού, τα κάνανε δηλαδή δεματάκια-δεματάκια, εγώ και ο αδερφός μου σε μία άκρη με την ίδια λάμπα κάναμε τα μαθήματά μας, με αυτή τη λάμπα την δηλαδή ένα φως ασθενικό φώτιζε, τι περιμέναμε. Μέχρι τα 14, γιατί μετά βάλαμε ρεύμα στο σπίτι, άλλαξε η ζωή. Δηλαδή από το 1955 άρχισε να αλλάζει η ζωή γιατί ήρθε το ρεύμα. Μετά έγινε το μεγάλο...Βέβαια δράματα στην αγροτιά, αδέρφια μεταξύ τους για το παραμικρό σφαζόντουσαν, για μια αυλακιά χώμα σφάζονταν αδέρφια. Και έρχεται το ‘60 και ο άνθρωπος που το λέω ευθαρσώς που κατάστρεψε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό μας τα απομεινάρια δηλαδή ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, έκανε και ένα έργο, μας έβαλε στην Γερμανία. Υπέγραψε μία συμβασάρα με τους Γερμανούς, η Μακεδονία και η Θράκη θα πήγαιναν στη Γερμανία με όρους καθαρά του Γερμανού εργάτη. Και ξαφνικά η Μακεδονία και η Θράκη που υπέφεραν τα πάνδεινα και από κυνηγητά πολιτικά και από φτώχεια έφτασαν στη Γερμανία και πλούτισαν και φτιάξανε όλη τη Μακεδονία και τη Θράκη εκ θεμελίων. Τη χτίσανε με Γερμανικά μάρκα οποίος κατηγορεί τη Γερμανία είναι απλώς ηλίθιος, η Γερμανία μας έφτιαξε. Θα πεις γιατί, γιατί ήταν οι προκομμένοι, τα λεφτά που έδωσε το σχέδιο Μάρσαλ στους Γερμανούς, τα ίδια αναλογικά έδωσε και σε μας αλλά μείναν στην Αθήνα, τα φάγανε οι επιτήδειοι για αυτό δεν πήγαμε ένα βήμα μπροστά και βρίζανε οι κουκουέδες, που είναι η καταστροφή της χώρας και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί τους ανέχονται στη Βουλή, το ΚΚΕ, αυτό δεν το κατάλαβα ποτέ. Είναι οι άνθρωποι της καταστροφής τίποτα άλλο από αυτούς, μόνο καταστροφή. Φτάνουν, λοιπόν, οι κουκουέδες να βρίζουν τον Καραμανλή, να οργανώνουν κάθε μέρα διαδηλώσεις γιατί απορροφάει λέει την εργατική τάξη-ποια εργατική τάξη βρε ηλίθιοι- ο Καραμανλής και την έστειλε στη Γερμανία λέει. Άμα δεν υπήρχε Γερμανία τι θα γινόμασταν ρε ηλίθιοι και κάναμε τις σπιταρόνες. Γιατί το χωριό μου είναι όλο εκ θεμελίων ξεριζώθηκε, όλα τα παλιά σπίτια-που θα τα δείτε στην ταινία, για αυτό σας δίνω την ταινία, πώς ήταν το παλιό χωριό με τα καλντερίμια και τα παλιοντούβαρα- εκ θεμελίων ξεριζώθηκε το χωριό και γίναν τώρα σπιταρόνες, που δεν έχει ποιος να μείνει δηλαδή άδεια. Αλλά μιλάμε σπίτια με τουαλέτες, με μπάνια με όλα με βρύσες. Και έλεγα από νέος εγώ, γιατί είχαμε μία βρύση, είχαμε πέντε βρύσες στο χωριό και ήμασταν πάνω από 3.000 κόσμος τότε στο χωριό και πηγαίναμε με ένα αγγείο ο καθένας. Εγώ που είμαι ο μικρός της οικογένειας κουρεμένος μέσα στον Ιούλιο, με το καύσωνα με έναν τενεκέ περίμενα να 'ρθει η σειρά μου, στην αράδα οι τενεκέδες, αλλά κάτι γριούλες όλο μπαίναν στη μέση πήγαινα το πρωί το απόγευμα το γέμιζα τον τενεκέ το νερό. Αυτό ήταν το όνειρό μας και τι ήταν το όνειρό μας να έχουμε μία βρύση ο καθένας στην αυλή του το όνειρό μας λοιπόν. Αυτό το όνειρό μας έγινε αλλά το κακό είναι ότι προεκτάθηκε σε εφιάλτη, γιατί ο καθένας είχε πέντε βρύσες στο σπίτι του και αυτό ήταν η καταστροφή, οι πέντε βρύσες κατέστρεψαν τη ζωή μας. Η μια το όνειρο το προσπέρασαν και άμα προσπεράσεις το όνειρο θα πας στον εφιάλτη πλέον. Έτσι λοιπόν αυτή ήταν η κατάσταση μέχρι το ‘60. Με το ‘60 στο χωριό αυτομάτως φεύγουν όλοι στη Γερμανία, άρχισαν να στέλνουν τα μάρκα, άλλαξε άρδην ο τρόπος ζωής.
Εγώ βέβαια το '60 ήμουνα στην Αθήνα, το ‘59 έφυγα. Με δανεικά με τι κόπο η μάνα μου να μου βρει το εισιτήριο όχι άλλο. 18 ώρες με το τρένο τότε το μουτζούρη ταξίδευα και δεν είχα ούτε μία μπουκιά να φάω. Έφτασα στην Αθήνα και καλά που ήταν αυτό το προσφυγόπουλο που με πήραν στο σπίτι τους. Όταν είδα εγώ ότι είναι 6 άνθρωποι σε ένα δωμάτιο, εγώ θα μείνω «Θα μείνεις, θα μείνεις» μου λεν και με βάλανε κάτω από το τραπέζι που τρώγαμε ένα στρωσίδι πρόχειρο και εκεί την έβγαλα. 8 μήνες έζησα μαζί τους, με αυτή την οικογένεια.
Θέλετε να μας πείτε λίγο πώς έγινε η γνωριμία με αυτό το προσφυγόπουλο;
Ήμασταν στο δημοτικό μαζί εδώ, στο δημοτικό σχολείο και μας βάζουν στην έκτη τάξη ένα σκετσάκι, αυτός ήταν γεννημένος ηθοποιός το προσφυγόπουλο, και λεγόταν «ο Υπνοφαγάς» και αυτός έκανε έναν τεμπέλη και εγώ ήμουνα ο καλός ο μαθητής [00:20:00]πήγαινα να τον ξυπνήσω βαριόταν και χασμουριόταν να πάει για το σχολείο, διδακτικού περιεχομένου. Με αυτόν βέβαια λυνόντουσαν οι χωριανοί, το τι γέλιο έπεφτε με τον υπνοφαγά, του ‘μεινε από κει και πέρα δεν τον ξέρανε αλλιώς, ο υπνοφαγάς. Πώς δεθήκαμε δεν κατάλαβα, αυτοί φύγαν όμως αμέσως μετά την έκτη δημοτικού και πήγαν στην Αθήνα εργάτες η οικογένειά του. Αυτός δεν σταματούσε να μου γράφει γράμματα λες και είχε έρωτα μαζί μου ρε παιδί μου αυτό το παιδί. Εκεί φτάνω στη μεταφυσική, στη μεταφυσική φτάνω αυτοί που καθόρισαν τη ζωή μόλις τελείωναν το χρέος τους πέθαναν, αυτό δεν σας λέει κάτι; Το προσφυγόπουλο νεότατο πέθανε μόλις με τακτοποίησε. Είναι να τρελαθείς δηλαδή, αν δεν υπήρχε αυτός δηλαδή πώς θα τολμούσα εγώ να κατέβω στην Αθήνα; Δεν υπήρχε περίπτωση. Το καημένο το παιδί «Έλα εδώ, κάτι θα κάνεις, μη στεναχωριέσαι» και με βάλανε οι άνθρωποι μέσα στην καμάρα τους γιατί δεν είχα μία, μόνο με το εισιτήριο. Τι να πάρω σάντουιτς στο δρόμο ή κουλούρι; Αυτά απαγορεύονται. Και με βάλαν οι άνθρωποι εκεί, την επομένη μπήκα να κουβαλάω λάσπες σε μία οικοδομή, την επομένη. Και ο καημένος, επειδή ήμουνα ασυνήθιστος μας είχανε δώσει τότε ήταν τελείως εκμετάλλευση λέει ο επιστάτης «Κοίτα να δεις εσείς οι δύο-εμένα και τον φίλο μου-κάντε μου αυτό το τοιχίο και θα πάρτε από 100 δραχμές» ήταν 54 δραχμές το ημερομίσθιο, 54 δραχμές. Εάν σκεφτούμε ότι το 1 ευρώ έχει 340 δραχμές, σκεφτείτε με 1 ευρώ πόσα ημερομίσθια πλήρωνε τότε. Ο δάσκαλός μας έπαιρνε 2 ευρώ το ’52, το ΄51 2 ευρώ, δηλαδή έπαιρνε 700 δραχμές το μήνα. Σκέψου να κάνουμε συγκριτικά κιόλας. Λοιπόν μας λέει κάντε αυτό το τοιχίο, ο άλλος λέει να το φτιάξουμε να πάρουμε από ένα κατοστάρικο. Από την πρώτη μέρα εγώ κατοστάρικο, τι είναι αυτό; Αλλά έπαθα υπερκόπωση και δύο μέρες ήμουνα σε κώμα μετά, ώσπου να συνέλθω το κατοστάρικο μου κράτησε μία εβδομάδα να ζήσω αλλά έπεσα σε κώμα. Όταν πήγα πίσω δεν καταλάβαινα εγώ την κούραση γιατί άμα φτάσεις σε ένα από ένα σημείο και πέρα η αντοχή ξεπερνάει την κόπωση. Αυτό γίνεται και στον αθλητισμό αλλά πρέπει να είσαι γυμνασμένος. Παράδειγμα στο τένις ή στο ποδόσφαιρο το πρώτο ημίωρο είναι σακάτεμα, σακάτεμα δηλαδή λες τα παρατάω δεν πάω πιο πέρα, ένα δεκάλεπτο αν επιμένεις ένα δεκάλεπτο μετά μία μέρα τρέχεις εκατοστάρι, όλη την ημέρα δεν καταλαβαίνεις άλλα πρέπει να έχει προηγηθεί μία προγύμναση. Εγώ δεν είχα καμία και για αυτό έπεσα σε κώμα και έκανα μία εβδομάδα να συνέλθω. Αφού οι άνθρωποι στεναχωρήθηκαν, μου φέραν το γάλα να πιώ και εγώ έλεγα: «Θα το πιώ, θα το πιώ» και λέει: «Μόλις γύρναγα εγώ-λέει έλεγε η μάνα των παιδιών- γυρνάω πίσω πάλι ροχάλιζες. Σκέψου σε κώμα ο καημένος. Αυτό ήταν η πρώτη μου γνωριμία στην Αθήνα. Λοιπόν ήταν Ιούλιος μήνας με πήρανε μετά ένας ξάδερφός του κάπου να κουβαλάω κορμούς δέντρων, κάναν κάτι παρκέτα κάποιοι ένα πρόχειρο αυτό είχανε με τόρνους και έπρεπε να κουβαλάω κορμούς δέντρων καστανιάς για να το πηγαίνω εκεί στο εργαστήρι τους, να το κάνουνε αυτά που είναι για τα πατώματα τα πλακάκια τα ξύλινα-πώς λέγονται αυτά. Λοιπόν εκεί τρελάθηκα μου φύγανε κρέατα από τους ώμους. Ένα μήνα το άντεξα, μετά λέω να πεθάνω δεν συνεχίζω, σταμάτησα. Αλλά ήδη ήταν Ιούλιος, Αύγουστος έρχονταν Σεπτέμβρης, ο φίλος μου στεναχωριόταν για μένα και μου λέει: «Κοίτα το μόνο που μπορείς να κάνεις, θα πας σε δραματική σχολή για να γνωρίσεις μορφωμένο κόσμο, γιατί είσαι φακελωμένος φάκελο άγρια. Θα πας σε Δραματική Σχολή. Εκεί να γνωρίσεις κόσμο. Εδώ τι να μας κάνεις εμάς; Όλοι είμαστε οικοδόμοι». Και μου έδωσε αυτή την ιδέα αλλά παράλληλα με βοήθησε και στο εξής ότι για να μπορείς να σπουδάσεις που ήταν απογευματινές ώρες, όλες οι δραματικές σχολές είναι απογευματινές ώρες, έπρεπε να δουλεύω εγώ το πρωί. Αν όμως τελείωνα εγώ το οκτάωρο από τα τούβλα και από τη λάσπη, θα άντεχα να πάω στη σχολή; Οπότε σκέφτηκα με μία άλλη απλή λύση υπήρχε ένα εργοστάσιο κοντά μας, που ήτανε γυναικείο εργοστάσιο γιατί ήταν κλωστήριο αλλά για να μη χάσουν την τρίτη βάρδια την νυχτερινή και επειδή απαγορευόταν τη νύχτα οι γυναίκες να δουλεύουν, ήταν ανδρική. Απαγορευόταν αυστηρώς τότε αυστηρότατα, αυστηρότατα. Και έτσι η νυχτερινή μας βάρδια ήταν ανδρική και μου λέει πάλι ο φίλος αυτός ο οποίος σας λέω μόλις εκπλήρωσε το προορισμό του πέθανε. Λοιπόν, λέει: «Θα πας. Θα πρέπει να βρεις έναν τρόπο να μπεις στη νυχτερινή βάρδια, γιατί τυραννιέσαι. Γιατί τι θα γίνεται, το πρωί θα κοιμάσαι όσο θέλεις, δεν σε κυνηγάει κάνα οκτάωρο και θα είσαι έτοιμος για το απόγευμα για τη σχολή σου». Ήταν η μόνη λύση, δεν υπήρχε άλλη και ήταν το μόνο εργοστάσιο που είχε νυχτερινή βάρδια. Οπότε τι να κάνουμε τώρα, πώς να βρούμε πάω να ρωτήσω που μου λέει εκεί περίμενα ουρές, ουρές να προσληφθούν χαμός, υπουργοί επενέβαιναν για να μπεις εργάτης εργοστάσιο. Εγώ όμως η λαχτάρα μου αυτό έκανα άλλη σκέψη για αλάρισα, λέω: «Πότε-ρωτάω-πότε έρχεται το αφεντικό;» μου λέει: «Έρχεται τάδε ώρα». Την στήνω απέξω από το εργοστάσιο και μόλις βλέπω τη μαύρη Mercedes με το αφεντικό πέφτω μπροστά να σταματήσω τη Mercedes. Ο άλλος φρενάρει απότομα και γίνεται έξαλλος ο εργοστασιάρχης μου λέει: «Τρελάθηκες; Τι είναι αυτά ρε-μου λέει-θα σε πατούσα», «Δεν υπήρχε άλλος τρόπος-λέω-να σας γνωρίσω. Τι να κάνω» και προβληματίστηκε «Τι θέλεις ρε;», «Θέλω νυχτερινή βάρδια», «Και είσαι ο μόνος που θέλεις; Κοίτα εδώ πόσοι περιμένουνε. Είσαι εσύ ο μόνος που θέλεις;», λέω: «Ναι, αλλά εγώ λόγω σπουδών δεν μπορώ ημέρα να δουλέψω μόνο με νυχτερινή, για να μπορώ…», εκάμφθη μόλις άκουσε σπουδές μου λέει «Τι;» του λέω: «Σε μία σχολή θεάτρου που είναι απογευματινή. Θα με βόλευε πολύ μετά τη σχολή να έρχομαι στο εργοστάσιο, το πρωί να κοιμάμαι κάποιες ώρες και να πηγαίνω μετά στη σχολή» λέει: «Δηλαδή έχεις τελειώσει Γυμνάσιο;» «Βεβαίως-λέω- άριστος», «Θα μου φέρεις απολυτήριο», «Θα το φέρω», «Πού ήσουν καλύτερος;» «Στην Έκθεση», «Έχεις καμία έκθεση μαζί σου;». Εγώ πάντα κουβαλούσα ένα τετράδιο «Έχω» λέω, «Φέρε, φέρε μου αύριο τις εκθέσεις σου». Αποδείχτηκε ότι ήταν αριστερός άνθρωπος βέβαια και για αυτό γρήγορα τον φάγανε. Λοιπόν πάω την άλλη μέρα διαβάζει τις εκθέσεις λέει: «Έλα αύριο πάλι». Πάω την άλλη μέρα φωνάζει τον επιστάτη: «Τον βλέπεις; Πάρ’τον στο γυναικείο τμήμα για 15 μέρες να τον εκπαιδεύσουν στο κλωστήριο και θα αρχίσει να δουλεύει νυχτερινή βάρδια». Καλά το τι άκουσα από τον επιστάτη δεν λέγεται. Ο επιστάτης είχε 10 δικούς του να βάλει και δεν μπόρεσε ούτε 1 να βγάλει και έβριζε το αφεντικό του, τέτοιο θράσος αλλά ήταν βαλτός από την αστυνομία, κατάλαβες, ο επιστάτης. Τον έβριζε και του λέει: «Άκου να σου πω, θα τον πάρεις τελείωσε». Λοιπόν άμα δεν κάνει 15 μέρες δοκιμαστικά είναι κάνει, τι πιο απλό. Ρε τον κέρατα τι αγώνα έκανε να τα κάνω λίμπα στη δουλειά. Έλα όμως που όλα τα κοριτσόπουλα σκίζονταν για μένα, όλα τα κοριτσόπουλα οι εργάτριες. Μόλις λοιπόν έρχονταν μου ‘λεγε: «Ηλίθιε, γκλάβα, χαζέ, Βούλγαρε» φώναζε, έκανε κρακ τις κλωστές να τις κόψει για να μην τις προλαβαίνω, για να αποδείξει ότι δεν κάνω. Μόλις όμως πήγαινε πιο πέρα όρμαγαν τα κοριτσόπουλα με τα δαχτυλάκια τους τσουπ τσουπ τσουπ. Όταν γύρναγε σου λέει τι έκανε αυτός, πότε τα πρόλαβε αυτός. Έρχεται και ο εργοστασιάρχης μια μέρα στην προϊσταμένη των εργατριών λέει: «Πώς πάει;», «Άριστος-λέει-κύριε. Άριστο είναι το παιδί. Είναι το πιο εργατικό παιδί που πέρασε». Έχασε το παιχνίδι ο άλλος μου λέει: «Έλα εδώ στη νυχτερινή είναι καλός ο επιστάτης, μη φοβάσαι. Θα περάσεις καλά στη νυχτερινή». Και πράγματι άλλαξε τελείως η κατάσταση με την νυχτερινή. 3 χρόνια έκανα σε αυτό το εργοστάσιο αλλά λόγω καλού εργοστασιάρχη όποτε είχα εξετάσεις, ουσιαστικά δούλευα τρία εξάμηνα δηλαδή έμενα μετά την περίοδο των εξετάσεων έμενα άνευ αμοιβής [00:30:00]βέβαια 3-4 μήνες να προλάβω τα μαθήματα. Μόλις τελείωνα τα μαθήματα και μετά ξαναέμπαινα στο εργοστάσιο και έτσι τελείωσα τη δραματική σχολή με αυτόν τον άγιο εργοστασιάρχη. Τελείωσε η σχολή.
Μετά όταν τελείωσε η σχολή βέβαια ήταν η ώρα μου για φαντάρος, δεν μπορούσα να κάνω…Πήγα στρατιώτης, στα 21 υπηρετούσαν τότε 21 με 23 εκεί ήτανε, δύο χρόνια ήτανε στρατός. Πήγα στο στρατό. Στο στρατό εν τω μεταξύ, όταν πήγαμε στο ΚΤΕΛ Κορίνθου όλοι οι μορφωμένοι, τέλος πάντων, δώσαμε εξετάσεις για αξιωματικοί, έφεδροι. Λοιπόν τώρα να σου πω ότι αρίστευσα είναι περιττό, γιατί όταν σε φωνάζει ο ίδιος ο Ταξίαρχος επάνω για να σου δώσει συγχαρητήρια που αρίστευσες, υπάρχει και ένας μάρτυρας τουλάχιστον ο Ταξίαρχος Γιατί ξέρεις πολύ λένε εγώ αρίστευσα αλλά δεν με πήρανε. Έχεις ένα στοιχείο; Εγώ έχω τον Ταξίαρχο, ο οποίος μου λέει: «Έχει γούστο να μη θες να γίνεις αξιωματικός» λέω: «Θέλω αλλά δεν θα γίνω». Λέει: «Τι φοβάσαι επειδή είναι με μέσον όλοι;-λέει- οι αριστεύσαντες δεν χρειάζονται μέσον και εσύ αρίστευσες» αλλά δεν είχε έρθει ο φάκελός μου. Και αφού μου λέει: «Φύγε. Θα φύγεις στη Σχολή Αξιωματικών» και έρχεται αύριο ο φάκελος και γίνεται στην ειδική που κάνουν την ημερήσια συγκέντρωση, γύρω στις 2.000 είχε το στρατόπεδο Κορίνθου και ανηγγέλθη ότι μεταφέρομαι από υποψήφιος έφεδρος αξιωματικός στην ειδικότητα του ημιονηγού, του μουλάρα. Με κάνανε μουλάρα και με στείλανε σε Τούρκους και Πομάκους στη Νέα Σάντα. Ούτε ένας Έλληνας εκεί με στείλανε στη Νέα Σάντα. Ήτανε σε ένα τολ Αχμέτ και Κουζούμ και τέτοια όλοι ήτανε, δεν ήτανε…Με στείλανε εκεί να με τιμωρήσουν. Βέβαια θα πεις και τι έκανε ο πούστης ο ταξίαρχος, ήρθε με βρει και μου λέει: «Καλά ρε παιδί μου και εσύ να θες να καταστρέψει τη χώρα; Δεν μπορώ να σε βοηθήσω με τίποτα-μου λέει- με τίποτα. Είσαι τόσο καμένος από το φάκελο που ούτε εγώ ούτε ο πρωθυπουργός μπορεί να σε σώσει» μου λέει. Σκέψου ε; Και δεν είχα κάνει απολύτως τίποτα, ούτε στους Λαμπράκηδες μπήκα ποτέ, πουθενά, τίποτα απολύτως δεν είχα κάνει. Σκέψου τι φάκελο μου είχανε κάνει στο χωριό.
Θέλετε να μας εξηγήσετε λίγο τι ήταν αυτός ο φάκελος; Πώς διαμορφωνόταν;
Ο φάκελος ήταν πολύ απλός. Εάν δεν σε χώνευε ο αστυνόμος είχε γύρω 10 ρουφιάνους. Ο αστυνόμος δεν με χώνευε για ειδικό λόγο. Είχε ερωτευτεί τη δασκαλίτσα στο Σπίτι του Παιδιού, η οποία όχι ήταν ερωτευμένη μαζί μου αλλά δεν τον ήθελε και για να τον απομακρύνει είχε μόνιμα αγκαζέ εμένα. Αυτός ερχότανε στο Σπίτι του Παιδιού, που ήταν η δασκαλίτσα αλλά με είχε αγκαζέ εμένα, δεν μπορούσε να την πλησιάσει και νόμιζε ότι είναι μαζί μου τα ‘χει δασκαλίτσα και εκεί μου ετοίμασε την καταστροφή. Οι ρουφιάνοι βέβαια μπόλικοι, αφού πρώτος μου ξάδερφος που τον έστειλε βέβαια μετά τιμητικά στη χωροφυλακή, έγινε χωροφύλακας μετά αυτός. Πρώτος μου ξάδερφος. Λέει: «Άμα δεν καρφώσεις τον ξάδερφό σου, δεν σε στέλνω στη σχολή», αυτός δεν ήξερε τι να με καρφώσει; Λέει: «Θα σου λέω εγώ άμα δεν ξέρεις» και αυτά μου τα είπε ένας άλλος, γιατί δύο πήγαν στη χωροφυλακή. Ο άλλος ήταν Πόντιος, προσφυγόπουλο, ο οποίος είχε τσίπα και μου τα εξομολογήθηκε μία μέρα όλα το τι συνέβαινε- έλα εδώ αγόρτσε. Λοιπόν μου τα εξομολογήθηκε όλα τι έγινε. Λοιπόν δεν είχε ιδέα ο μούργος ούτε δεκάρι έπιανε ο ξάδερφός μου και του ‘λεγε: «Να βάλουμε εκεί που κάτι προκηρύξεις μοίραζε;», «Ε να βάλουμε- του λέγε- μοίραζε, μοίραζε», «Να του βάλουμε εκεί που μιλούσε-ξέρω ‘γω-για το βουλγαρικό για τους Βούλγαρους;», «Ναι, ναι, ναι» έλεγε το καθίκι ο ξάδερφος και στο τέλος το βάζει φαρδιά πλατιά υπογραφή και είχα ατομικό φάκελο. Ενώ εγώ έλεγα επειδή μας έχουν όλους χαρακτηρισμένους εκεί στο χωριό για Βούλγαρους, για τέτοιο νόμιζα ότι από εκεί υπάγεται ο φάκελός μου. Μετά έμαθα ότι έχω ατομικό φάκελο, γιατί αλλιώς δεν θα με κυνηγούσαν. Ο αδερφός μου παράδειγμα έγινε λοχίας στο στρατό, έγινε γραφέας, πήρε διαβατήριο για τη Γερμανία όταν έφυγε, δεν είχε κυνήγι ο αδερφός μου. Το κυνήγι το είχα όλο εγώ, από τη λύσσα του αστυνόμου σε μένα. Δηλαδή τη πλήρωσα εγώ η άλλη που ήθελε να τον αποφύγει κάθε φορά μου φώναζε: «Πέτρο τρέχα, Πέτρο τρέχα» μ’ έπαιρνε αγκαζέ και με κόλλαγε δίπλα μου. Και ερχόταν αυτός στις σκάλες ανέβαινε, μόλις έβλεπε αγρίευε το μάτι του και έκανε μεταβολή ο αστυνόμος.
Και καθόρισε αυτό όλη σας τη ζωή;
Αυτό ήταν…γιατί εγώ πράγματι δεν ήξερα ότι έχω φάκελο. Όταν ήτανε, και όλο απορούσα, όταν έπρεπε να πάρω τη σημαία ως ο αριστεύσας του Γυμνασίου, η τελευταία τάξη κρατάει τη σημαία, σημαιοφόρος, κάνοντας πρόβες την προηγούμενη της παρέλασης έρχεται σήμα από την αστυνομία να του πάρετε τη σημαία Δώστε την σε κάποιον άλλον. Εκείνη τη στιγμή πανικοβλήθηκαν οι καθηγητές αλλά μου λέει: «Λάκη, παιδί μου, κάνε στην άκρη» και βάλανε ένα ψηλό παιδί στη θέση με το κοντάρι, αυτός θα έκανε την παρέλαση. Αλλά όλο το τσούρμο των καθηγητών, όταν πήγαν στο γραφείο παμψηφεί συμφώνησαν δεν θα κάνουν παρέλαση, αν δεν έχω εγώ τη σημαία. Και δώσαν το σήμα στη Δράμα στη διοίκηση θορυβημένη η διοίκηση να δώσετε σε αυτόν που ανήκει τη σημαία, σε αυτόν να τη δώσετε. Και έτσι παρήλασα σημαιοφόρος, είναι και αυτό κάτι σημαντικό. Αλλά εκεί ο γυμνασιάρχης που ήξερε την αλήθεια μου λέει: «Δεν μπορώ να σε βοηθήσω πολύ. Μπορώ να σου κάνω κάτι όμως» μου λέει και μου κάνει μία επιστολή συγκλονιστική σαν γυμνασιάρχης ότι εμφορούμαι από ελληνοχριστιανικά ιδεώδη, ότι υπήρξα άψογος, άριστος μαθητής, ότι ουδέποτε έδωσα την παραμικρή…Μία επιστολή του γυμνασιάρχης, σκέψου, του γυμνασιάρχη. Και εγώ όταν την πήρα λέω μα δεν με κυνηγάνε για μένα, για τους παππούδες και τους πατεράδες. Τσαντίστηκα που μου έδωσε αυτή την επιστολή και την πέταξα. Αυτό με έφαγε, διότι αν την είχα στην τσέπη την επιστολή θα τους είχα όλοι που με κυνηγούσαν…γιατί δεν φταίγαν και οι άνθρωποι. Το Α2 τώρα ο λοχαγός τι να φταίει; Είδε εκείνον τον φάκελο, ήρθε, με πλακώνει στις κλωτσιές και στα σκαμπίλια μου γέμισε τη μύτη αίματα και κάθε μέρα την ίδια δουλειά έκανε. Κατάλαβες, όμως και εκεί πάλι λες κάτι θα επέμβει, μία θεία αυτό και επεμβαίνει ο λοχαγός του λόχου μου και λέει: «Ρε Γιώργο μη ξανακουμπήσεις τον φαντάρο μου, μην τον ξανακουμπήσεις» και χώρισαν θυμωμένοι. Και εκεί ξέσπασε ο λοχαγός και λέει: «Έχουμε έναν μορφωμένο άνθρωπο εδώ, καιγόμαστε για σιτιστή, δεν έχουμε σιτιστή και αυτός έρχεται και σε σακατεύει στο ξύλο; Μα είναι δυνατόν; Άκου εγώ θα το παίξω κορώνα-γράμματα και τα άστρα-μου λέει-θα ρθεις στο γραφείο μου, εκεί θα μένεις. Δεν θα σε βάλω εγώ με τους Τούρκους, δεν έχεις δουλειά εσύ με τους Τούρκους. Θα μένει στο γραφείο αλλά πρόσεξε θα αναλάβεις σιτιστής. Βέβαια δεν θα σου βάλουμε 3», γιατί πρέπει να ‘σαι λοχίας για να κάνεις τον σιτιστή. Υπόγραψε στη θέση μου ο ίδιος ο λοχαγός, εγώ δεν υπόγραφα. Και του ‘κανα τόσο ωραία δουλειά του μπαγάσα, ο οποίος δεν ήξερε πώς να με ευχαριστήσει. Κι όλο έλεγε: «Δεν μου λες, κανένα βιβλίο καμία εφημεριδούλα να σου φέρω;» και όλο μου κουβάλαγε κάτι ο λοχαγός. Και την ψιλοέβγαλα στη Νέα Σάντα, που ήταν μαρτύριο ήτανε δηλαδή Μακρόνησος του στρατού η Νέα Σάντα, την ψιλοέβγαλα καλή. Μετά συνέχισα αλλού με μετάθεση αλλού και αλλού πάλι περιπέτειες. Αλλά εκείνο που θέλω να για το θέμα του στρατού, όποτε γινόταν επιστράτευση πρώτος και καλύτερος σε Τάγμα Εκστρατείας. Μία φίλη μου που την είχε βαφτίσει ο Αβέρωφ στην Αθήνα, αγανάκτησε όταν με πήρανε το ‘74 που έγινε με τους Τούρκους εκεί να με πάρουν στα σύνορα. Εκεί ξεκίνησε δύο φορές το καλό μόλις με φορτώνουν σε ένα JAMES για τα σύνορα γιατί ήταν στο τσακ να γίνει και εμάς μας είχανε προς ανάλωση. Μετά τα ‘μαθα. Μας είχανε ένα λεπτό να γίνει πόλεμος εμείς να εξαφανιστούμε, οι χαρακτηρισμένοι «πολίτες προς εξαφάνιση». Με είχανε για εκεί αλλά μόλις ξεκινάει βαρυφορτωμένο το JAMES για τον Έβρο, έρχεται ένας λοχαγός: «Ποιος είναι ο Μακεδών εδώ;» φωνάζει, «Κατέβα κάτω» λέω είναι το Α2 ωχ πάλι ξύλο θα φάω, «[00:40:00]Φεύγα,φεύγα-και μου λέει- Δεν σε έχω για θάνατο εσένα». Άκου το Α2, δεν σε έχω για θάνατο.
Συγκλονιστικό να το ακούς.
Τρομερό. Και όταν έφυγα μου λέει: «Έλα να σου δείξω και τι δώρο σου έκανα» μου δείχνει το φάκελο και τι γράφει ο φάκελος απέξω «Κρίνεται άκρως επικίνδυνος για το στράτευμα». Μου λέει: «Μάγκα μου, χακί ούτε στο όνειρό σου θα ξαναδείς». Ούτε στο όνειρό σου λέει. Με έσωσε ο άνθρωπος, με το παραμικρό ήμουνα σε Τάγμα Εκστρατείας. «Πάρτε τον» γιατί ήτανε αυτά ήτανε δελτία απολυτήρια που είχαν το πράσινο, με το παραμικρό έπρεπε να είμαι στην πρώτη γραμμή. Μου λέει δεν θα ξαναδείς στον ύπνο σου χακί από δω και πέρα. Ωραίος ο κύριος ε; Κρίνεται άκρως επικίνδυνος για το στράτευμα.
Αυτό λοιπόν τώρα για να παίρνουμε το αυτό για το χωριό. Το χωριό στο οποίο μεγάλωσα ένας μόνο είχε τελειώσει το δημοτικό και ήταν ο γραμματέας της κοινότητας σε όλο το χωριό που υπερέβαινε ο πληθυσμός στις 3.000. Ένας μόνο είχε τελειώσει δημοτικό. Και βέβαια η γλώσσα που ομιλείτο στα καφενεία και σε αυτό ήτανε μία σλαβόφωνη διάλεκτος και σήμερα αν πας οι παλιοί τη μιλάνε στα καφενεία. Μάλιστα.
Θα θέλετε να μοιραστείτε μαζί μας μερικές μνήμες από τον εμφύλιο; Γιατί από ό,τι καταλαβαίνω και μέσα από το έργο σας, σας σημάδεψε αυτή η ιστορία.
Ο εμφύλιος, Καταρχάς ο εμφύλιος έχει το μεγάλο θέμα, το μεγάλο πλαίσιο και το μερικό πλαίσιο που είναι τα χωριά. Το μεγάλο πλαίσιο ήταν η προδοσία του ΚΚΕ, που ενώ ο Ζαχαριάδης ήξερε ότι μας δώσανε στους Άγγλους, δεν τους είπε: «Σκάστε όλη η νεολαία να κοιτάξεις να μορφωθεί, να κατοχυρωθεί με γνώσεις γιατί μια μέρα μπορεί να κυβερνήσουμε», όχι μόνο δεν το είπε, απείλησε ότι εγώ θα έχω πάντα το όπλο. «Εμείς έχουμε το όπλο παρά πόδα», αυτό το «παρά πόδα» ανάγκασε τους Αμερικανούς-που οι Αμερικανοί από δημοκρατία τουλάχιστον τότε ήταν η τελειότητα της, οι φαντάροι αμερικάνικοι αξιωματικοί μόνο οι στολές τους που τους έβλεπες απέπνεαν δημοκρατία ρε παιδί μου- τους ανάγκασαν να δεχτούν να βγούνε όλοι αυτοί οι κακοποιοί από τις φυλακές και να ντυθούν τη στολή του αξιωματικού και του αστυνόμου. Τότε εκείνα τα καθάρματα που ήταν προς εκτέλεση δωσίλογοι, ταγματασφαλίτες φόρεσαν στολές αξιωματικών και αυτό αλλά δεν έφταιγε και η Αμερική, γιατί όταν απειλεί ο άλλος «εγώ δεν θα σας αφήσω να ησυχάσετε», ο Ζαχαριάδης ο όποιος ευτυχώς είχε ένα τελείως άδοξο τέλος, τι περιμένεις να κάνει η κυβέρνηση. Γιατί πάντα εμένα μου λένε: «Ξεχνάς τι τράβηξες τι ξύλο;», «Αφού νίκησαν-λέω-εμείς θέλαμε να νικήσουμε, αν νικούσαμε, αν νικούσε το ΚΚΕ δεν θα σε έστελνε εξορία, θα σου ‘κοβε το κεφάλι, πάλι καλά» εγώ έφαγα ξύλο αλλά με το ξύλο πάει περνάει το ξύλο, το ξεχνάς, χαρά στο πράγμα. Πέραν το ότι γνώρισα στο δικό μας το φασισμό και στο δικό μας την ακροδεξιά υπέροχους ανθρώπους, που αγνοούσαν και τους νόμους και τα πάντα και σε βοηθούσανε. Αυτό θα συνέβαινε στη Βουλγαρία που είχανε κομμουνισμό; Ο Ταγματάρχης που με έδιωξε από τις μεταγλωττίσεις-σου το είπα αυτό, πρέπει να σου το είπα-ο ίδιος με προσέλαβε όταν είπαν ότι δεν έχουμε δουλειά, δεν κάνουμε ποιοτική δουλειά γιατί διώξανε τον καλύτερο «Να τον φέρετε πίσω». Σκέψου, ο χούντας λοιπόν τι συζητάμε τώρα που κατηγοράμε και κατηγοράμε να λέμε και μερικές αλήθειες. Λοιπόν, εμφύλιος, εγώ όταν έγινε ο εμφύλιος ήμουν 5 χρόνων. Στα μάτια μου είναι τα σπίτια της γειτονιάς που καιγόντουσαν οι φλόγες, η οβίδα που έπεσε στην αυλή μας και μας τίναξε όλους είναι στα αυτιά μου που κουφαθήκαμε. Έπεσε στην αυλή μας μία οβίδα, άνοιξε ένα κρατήρα τεράστιο. Φυσικά, δεν έμεινε τζάμι για τζάμι στο σπίτι, τα οποία τζάμια μετά από 15 χρόνια περάστηκαν λόγω φτώχειας, έμειναν γυμνά τα παράθυρα όλα. Μετά από 15 χρόνια, περάστηκαν τζάμια. Με κουρελούδες τα είχανε τα παράθυρα, κατάλαβες; Δηλαδή δεν θα ξεχάσω η μάνα μου που με πήγαινε στο-εμείς μέναμε υποτίθεται στο κάτω μαχαλά- με πήγε στον πάνω μαχαλά που ήταν κάποιοι διαφορετικής ιδεολογίας, δηλαδή δεξιοί που να κρυφτούμε εκεί. Δεν θα ξεχάσω με βροχή εκείνη τη μέρα που πηγαίναμε τοίχο-τοίχο και οι σφαίρες βούιζαν δίπλα μας. Αυτό το πράγμα δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Και εκείνη η μάνα μου να με σφίγγει γιατί χαμός γινόταν, πόλεμος μέσα στους δρόμους του χωριού. Έτσι και σε έπαιρνε, πόσος κόσμος έτσι πήγε από αδέσποτες.
Ήταν συγχωριανοί όλοι;
Συγχωριανοί, όχι συγχωριανοί οι ΕΛΑΣιτες που ερχόντουσαν από το βουνό. Αλλά μπήκανε στο χωριό, οι άλλοι ήτανε του Ζέρβα ακροδεξιοί ήταν και ο Ζέρβας πάλι ήταν απλός δεξιός, ο Τσαούς Αντών όμως που ήταν στα μέρη μας, αυτό το κάθαρμα ο Τσαούς Αντών που φορούσε κράνος και όπλο γερμανικό αυτός και αν έκανε ζημιά. Τον προτιμούσε η κυβέρνηση τον Τσαούς Αντών από τους κουκουέδες και καλά κάνανε. Ο Τσαούς Αντών έκανε τη μεγάλη ζημιά, δεν άφηνε τίποτα όρθιο, δεν υπολόγιζε τίποτα. Ήρθε μας γδύσαν το σπίτι, πήρανε την αγελάδα, το κάρο τα πάντα όλα και έρχεται ο γείτονας που υποτίθεται ήταν της καταστάσεως και του λέει: «Τι κάνετε εδώ ρε να πούμε;» και του δίνει μία ένας από αυτούς του Τσαούς Αντών - τώρα με στρατιωτικά ρούχα και κανονικά ντυμένοι τον πέταξε από τη σκάλα να πούμε στου διάολου τη μάνα, δεν μπορούσε να συνέλθει ο άνθρωπος. Δεν υπήρχε, αυτοί ήταν το κράτος. Μπαίναν στα σπίτια, στα ντουλάπια μας φοβούμενοι ότι κάτι έχουμε λεφτά, ξήλωναν τα ντουλάπια, τα πατώματα εν ψυχρώ μέρα μεσημέρι. Όλα αυτά ήτανε ο εμφύλιος μίσος, μίσος ο ένας για τον άλλον. Δεν μπορεί να γίνει χειρότερο μίσος, δεν μισούσες τον αλλόθρησκο ή τον αλλοεθνή όσο μισούσες τον ομόθρησκο και τον ομοεθνή σου. Τέτοιο μίσος, αυτό ήταν οι μνήμες του εμφυλίου, αυτές έχω αλλά ήμουν μικρός βέβαια ό,τι και να λέμε όταν είσαι μικρός…Γιατί οι πιο μεγάλοι βγήκαν έξω πολέμησαν. Τα ξαδέρφια μου τα άρπαξαν πήγαν να φέρουν κάνα ξύλο έξω από το χωριό, τους πιάσανε οι ΕΛΑΣίτες στα βουνά, ξέρεις τι αυτό το λεγόμενο αυτή που λέγαν παιδομάζωμα-πιο παιδομάζωμα;-με τη βία και το πιστόλι περνάνε και τα παιδιά περνάνε και τους μεγάλους. Γιατί σου λέει να έχουμε άλλοθι, όχι άλλοθι να έχουμε ανταλλακτικά. 2 ξαδέρφια με τι τρόπο την κοπάνησαν από τα βουνά επάνω; Πάνω σε μία συμπλοκή που έγινε βρήκαν και επειδή ξέρανε τα βουνά καλά γύρισαν στο χωριό αλλά τρόμαξαν. Τίποτα λέει: «Θα σκοτωθείτε ρε για την ιδέα ρε, για το αύριο ρε. Αύριο όλοι θα τρώμε με χρυσά κουτάλια ρε» κατάλαβες; Αυτό ήτανε τότε ο εμφύλιος ό,τι χειρότερο.
Για να το πάρουμε και το κομμάτι το εργασιακό από την αρχή του. Οπότε γυρίσατε μετά το στρατό στην Αθήνα πάλι.
Μπράβο, γυρίζω στην Αθήνα. Τα μόνα ρούχα που είχα ήταν τα φανταρίστικα, δεν είχα άλλα ρούχα. Λοιπόν πού να πάω; Α καταρχάς είχα από τη σχολή, τελείωσα τη σχολή μαζί με τον Ντίνο τον Καρύδη, τον ηθοποιό. Αυτός δεν ξέρω πως από την αρχή κάναμε πολλή παρέα οι δυο μας και μάλιστα τότε που δούλευα και στο εργοστάσιο μου λέει: «Έλα εδώ να μένουμε μαζί, να μελετάμε και μαζί» είχε ένα δωματιάκι στο σπίτι του από το πίσω μέρος, με ειδική είσοδο και μπήκα και έμενα 3 χρόνια με τον Καρύδη στο σπίτι τους εμένα. Λοιπόν πώς ξεκινήσαμε όμως τώρα για το θέμα, λοιπόν, κατεβαίνοντας λοιπόν στην Αθήνα με τα φανταρίστικα αναγκαστικά πήγα στον Καρύδη, το δωμάτιο υπήρχε να μένω. Και μετά πάω στο διευθυντή της σχολής λέω: «Με αυτά είμαι. Τίποτα ούτε δουλειά τίποτα. Μου λέει: «Κοίτα εγώ οργανώνω τώρα ένα θίασο και θα σε βάλω να παίξεις ένα ρολό για να βάλεις και ένσημα και λεφτουδάκια κιόλα». Και πράγματι με έβαλε ήταν ο Παπαγιαννόπουλος και ο Στέφανος Στρατηγός και η Γκέλυ Μαυροπούλου θίασος, αυτοί όμως τότε ετοιμάζονταν να κάνουν περιοδεία στην Ελλάδα και μετά είχαν στέγη στην Αθήνα αλλά το πρόβλημα είναι ρούχα δεν είχα. Εκεί φάνηκε η λεβεντιά του Στέφανου Στρατηγού, με παίρνει από δίπλα μου λέει: «Κοίτα Πέτρο, όχι μην το παρεξηγήσεις, έχω κάτι ρούχα που δεν [00:50:00]τα φοράω τα οποία θα τα πάω στο ράφτη να τα αναποδογυρίσει, από μέσα είναι καινούργια» και μου κάνει δύο κοστούμια από δικά του μεταχειρισμένα κοστούμια, τα οποία ήταν υπέροχα, με κασμίρ αγγλικό ένα πράγμα…Με έκανε κοστουμάτο και γραβάτα. Πουκάμισο δεν γινόταν γιατί ο λαιμός του εδώ κούμπωνε το…Είχα τέτοιο λαιμουδάκι, πάω να φορέσω ένα πουκάμισο τα κουμπιά εδώ «Άσε –μου λέει-άσε, τα πουκάμισα ξέχνα τα» λέει. Κατάλαβες; Ό,τι βρήκε, κάλτσες τέτοια, με έντυσε με πουκάμισα τέλος πάντων. Βγήκα στο δρόμο μπάνικος, γιατί δεν είχα άλλα ρούχα να φορέσω μπλουτζίν, μπουφανάκια τίποτα, κοστουμάτος. Ήταν πολύ αστείο το θέαμα, βέβαια. Τέλος πάντων, δούλεψα όμως περιοδεία στην Ελλάδα, τα πρώτα λεφτά. Η μανία μου να πάω στην Αγγλία να φύγω στο εξωτερικό να σπουδάσω, μάλλον Γαλλία γιατί ήθελα αυτή τη γνωστή σχολή κινηματογράφου που σπούδασε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, σε αυτή τη σχολή και ο Γαβράς. Τη Γαλλική σχολή περίφημη είναι αυτή κινηματογράφου. Λέω: «Θα πάω εκεί, τέλειωσε. Πώς πήγαν αυτοί, εγώ δεν θα μπορώ να πάω;», χωρίς να ξέρω ότι δεν έχω διαβατήριο. Όταν φτάσαμε στα διαβατήρια πού; Τολμάς; Όξω! Λοιπόν και με ντύνει ο Στρατηγός και παπουτσάκια μου βρήκε, τέλος πάντων, έγινα μπάνικος και δούλεψα. Τα βράδια δεν έτρωγα καθόλου μόνο και μόνο για να αφήνω λεφτά. Μάζεψα από αυτή την περιοδεία κάποια λεφτά. Ξαφνικά μου λέει ο διευθυντής η Βασιλική Ακαδημία Τεχνών, η κορυφαία στην Ευρώπη, Βασιλική Ακαδημία Τεχνών του Λονδίνου δίνει υποτροφίες, μία υποτροφία σε κάθε κράτος. Δηλαδή κουμπούρας να σαι τι τον νοιάζει, μήπως θα σε κρατήσει; Απλώς μία διακρατική συμφωνία επιτρέπει να στέλνεις ένα φοιτητή το χρόνο σε αυτή τη σχολή. Και επειδή εκεί σπούδασε -όχι σε αυτή τη σχολή αλλά σε άλλη σχολή θεάτρου- ο διευθυντής της δραματικής σχολής είχε δεν ξέρω τι αυτό, αλλιώς δε θα το παίρναμε χαμπάρι ότι…Γιατί οι επιτήδειοι ήδη είχανε πάρει τη θέση. Λοιπόν μου λέει: «Άκου να δεις θα το ρισκάρουμε Πέτρο» με πίστευε πάρα πολύ, πάρα πολύ μου λέει: «Θα το ρισκάρουμε». Φτάνουμε λοιπόν στο Βρετανικό Συμβούλιο που ήταν στο Κολωνάκι οι υπηρεσίες όλες των Άγγλων. «Πάνε να δώσεις οντισιόν άμα εγκρίνουν θα πας εσύ. Γιατί θα πάνε πολύ, δεν θα είσαι μόνο εσύ» αλλά αυτοί για να πας μόνο θέλανε 10 υπογραφές επωνύμων να εγγυηθούν εσένα-αλλιώς ξέρεις πως είναι οι Έλληνες 1 ζητάνε 1000 ψώνια ήταν έξω από την πόρτα. 10 υπογραφές επωνύμων όχι τυχαίων. Λοιπόν μου λέει αυτός λόγω τίτλου που είχε από την Αγγλία υπόγραψε, ο Σακελλάριος που τον είχα στα μαθήματα κινηματογράφου υπόγραψε, ο Μάριος Αγγελόπουλος κορυφαίος στη σκηνογραφία υπόγραψε, η Χατζηαργύρη-ποια ήταν-υπόγραψε, υπόγραψαν δηλαδή κάποιες επώνυμες. Λέων Κουκούλας ήταν τότε ένας διάσημος αυτός της λογοτεχνίας. Υπόγραψαν δηλαδή 10 άνθρωποι, όλοι εγνωσμένου κύρους. Λοιπόν οι Άγγλοι με δέχτηκαν αμέσως για υποβολείο, για οντισιόν. Πήγα, λοιπόν, εκεί στον Άγγλο, κάθισα αλλά τα αγγλικά μου από το αποχωρητήριο τώρα τι σόι αγγλικά να ξέρεις. Όχι δεν ήταν μόνο από κει, μάθαινα συνέχεια αγγλικά μόνος μου βέβαια. Ξεκοκκάλισα τη μέθοδο του Xavier de Bouge σε ένα καλοκαίρι απέξω την έμαθες σαν ποιηματάκι. Λοιπόν, πάω εκεί τσατρα πατρα, τσατρα πατρα μιλάω στον Άγγλο, μου έκανε κάτι ερωτήσεις που τον ενδιέφεραν μου λέει: «Από ό,τι βλέπω εσύ είσαι ο πιο κατάλληλος για την Αγγλία-μου λέει- αλλά τα αγγλικά σου;-λέει- Άκου από αύριο θα έρθεις εδώ» είχαν σχολή αγγλική καθεαυτό με Άγγλους καθηγητές «Από αύριο εδώ-λέει-τρεις μήνες δεν θα κουνηθείς. Αυτό για να τα στρώσεις τα αγγλικά και μετά θα πας στην Αγγλία». Και έτσι και έγινε δηλαδή ήμουν αρκετά έτοιμος αγγλικά όταν πήγα στην Αγγλία αλλά λεφτά δεν είχα. Λοιπόν αυτή η γύρα που κάναμε μου δίνει δύο χιλιάρικα, σιγά τα λεφτά δυο χιλιάρικα δραχμές μου περίσσεψαν. Με αυτά τα λεφτουδάκια κόβω εισιτήριο να πάω, τέλος πάντων, ήταν ολόκληρη περιπέτεια έφτασα στην Αγγλία. Μου λέει μόλις φτάνω στο Ντόβερ: «Πού είναι ο τραπεζικός σου λογαριασμός μπαίνοντας στη χώρα;», «Δεν έχω», «Δεν έχεις και πώς μπαίνεις εδώ;» λέω: «Έχω να κάτι λεφτά για την αρχή» ποια λεφτά τα είχα στα ελληνικά, τρελάθηκε ο τελώνης: «My God, my God. Φύγε γρηγορα-μου λέει-χάσου από μπροστά μου. Ουξ από δω» μου λέει, στα σύνορα τώρα. Βρε γαμώτο φτάσαμε εδώ και…Αμέσως βγάζω το χαρτί εγώ, πάντα πονηρός. Δηλαδή μόλις βρω τα ζόρια: «Συγνώμη είμαι αυτός που έγραψες τον Αστραπόγιαννο» «Περάστε, περάστε», τι να κάνω άμα βρω τα σκούρα, έτσι την έβγαλα τη ζωή. Λοιπόν πάω του δείχνω του τελώνη το χαρτί. Ο τελώνης μπορεί να ήταν τελώνης αλλά κάτεχε, μόλις είδε Βασιλική Ακαδημία Τεχνών και ξέρω ‘γω και με καλεί για σπουδές: «Ρε γαμώτο, τώρα τι κάνουμε» πάει στο διευθυντή «Τι να τον κάνουμε τούτον;». Με φώναξε μου λέει: «Κοίτα, σεβόμαστε πάρα πολύ αυτή τη σχολή και οπωσδήποτε δεν θέλουμε να σε καταστρέψουμε. Θα σου επιτρέψω εγώ προσωπικά, ο διευθυντής ένα μήνα παραμονή στην Αγγλία και αν σε αυτό το μήνα δεν λύσεις τα οικονομικά σου, θα απελαθείς. Λυπάμαι άλλο δεν μπορώ να κάνω». Βρε λέω εγώ ας μπω στα σύνορα, εκεί θα σκοντάψουμε τώρα; Ας περάσω εγώ τα σύνορα και πέρασα τα σύνορα. Είναι ιστορίες που ίσως δεν χρειάζονται εδώ, πως κρατήθηκα στην Αγγλία. Σημασία έχει όμως για να σας πω τι είναι Αγγλία. Πάλι από μηχανής θεός κάποια ηθοποιίσκα ήθελε να μου δώσει ένα γράμμα να το πάω στο BBC σε κάτι γνωστούς της, είχε δουλέψει εκεί και μου λέει: «Πήγαινέ το ρε Πέτρο αυτό να το δώσεις το BBC». Μία μέρα που δεν είχα τι να κάνω πάω στο BBC-λέω-αυτό είναι από την τάδε, τη Ρενέ», «Ευχαριστώ» μου λέει ο Έλληνας και μου λέει: «Εσύ πώς βρέθηκες εδώ;», λέω: «Εγώ βρέθηκα εδώ γιατί έχω ένα χαρτί αλλά μάλλον δεν θα δεν θα μπορέσω να σπουδάσω-λέω-λυπάμαι δεν θα μπορέσω», λέει: «Α, έτσι». Το ακούει μία ξανθομάλλα από δίπλα μου λέει: «Τι; Γιατί δε θα σπουδάσεις;», λέω έτσι κι έτσι, μου λέει: «Άκου πάμε, πάμε κάτω. Πεινάς;» «Αν πεινάω» λέω. Το BBC είναι χωριό ουσιαστικά, δεν είναι ένα κτίριο, ένα χωριό και έχει μαχαλάδες. Ένας μαχαλάς είναι η νοτιοανατολική Ευρώπη εκεί είναι η Τουρκία, η Ελλάδα με μαχαλάδες ένα χωριό. Αν θέλεις να βρεις πού θα πας, πρώτα θα σκεφτείς στην Ευρώπη πού είναι το κράτος σου. Στον Νότο, στην Ανατολή, Βορρά θα σκεφτείς αυτό πρώτα. Εγώ όταν είδαν νοτιοανατολική πτέρυγα εκεί θα πάω, κοιτάω και Τουρκία, Ελλάδα εντάξει το βρήκα. Πάω με ταΐζει η κυρία και μου λέει: «Άκου να δεις, εδώ χρειαζόμαστε έναν για- είχε και τώρα έχει ελληνικό τμήμα το BBC- χρειαζόμαστε έναν για εκπομπή, speaker». Λέω: «Κι επειδή χρειαζόσαστε, εγώ ούτε καν το σκέφτομαι», μου λέει: «Εδώ είναι Αγγλία, θα παλέψεις, θα δώσεις εξετάσεις άμα δεν κάνεις στο κάτω-κάτω ο διευθυντής είναι ο σύζυγός μου, αλλά μη σε ενδιαφέρει εσένα. Εσύ κοίταξε να είσαι καλός». Kαι τελικά τώρα διευθυντής βόλεψε η κυρία που μου τα έριξε άγρια. Δεν κατάλαβα. Πήγαινα έκανα μία εκπομπή 2 λεπτών και έπαιρνα τα άντερα μου, πολλά λεφτά. Σκέψου τα δύο λεπτά έπαιρνα επιταγή με συμβόλαιο, να πάω στην τράπεζα να το χαλάσω σκέψου τι λεφτά, μάζεψα λεφτουδάκια από εκεί.
Οπότε ολοκληρώνετε τις σπουδές σας στην Αγγλία-
Στην Αγγλία δεν τις ολοκλήρωσα, εκεί είναι η διαφορά. Γιατί αφού δεν είχα λεφτά αυτά που πήγαινα με κάλυπταν στο BBC αλλά δεν μπορούσα να πάω στη σχολή. Μετά έπιασα νυχτερινό γκαρσόνι, είχε πολλά τέτοια η Αγγλία στο κέντρο του Λονδίνου έπιασα δουλειά σε ένα εστιατόριο σερβιτόρος. [01:00:00]Ναι αλλά το πρωί πήγαινα και πόσο 9 με 9 ήτανε η σχολή, αυτή η ακαδημία 9:00 το πρωί με 9:00 το απόγευμα. Είχαν μια ώρα το μεσημέρι- γιατί όλα εκεί ήταν οργανωμένα-εστιατόρια να φάνε και συνεχίζαν μέχρι τις 9:00 το βράδυ. Πόσο να αντέξω ρε παιδιά, πόσο να αντέξω. Στο τέλος τους κάνω μία έτσι: «Λυπάμαι, δεν μπορώ να συνεχίσω» και σταμάτησα, σταμάτησα. Αλλά και εκεί- τι είναι αυτό ρε παιδί μου-άμα βγεις από το σπίτι σου δεν ξέρεις τι σε περιμένει τι θα σε βρει μπορεί και καλό πολύ και κακό. Και τη γνώρισα 2 Ιταλόπαιδα, πολύ με βοήθησαν στην Αγγλία και σπίτι μου βρήκαν αμέσως και τις δουλειές και την πράσινη κάρτα τα Ιταλόπαιδα μου τη βρήκανε. Οπότε του είπα εγώ 1 μήνα εσύ, 6 μήνες εγώ. Έτσι λοιπόν αυτό ήτανε δεν τελείωσα, κάθισα ένα χρόνο μόνο στο Λονδίνο πρόλαβα βέβαια κάτι έκανα κάτι σεμινάρια κινηματογράφου, που με βοήθησαν πάρα πολύ. Επίσης, προμηθεύτηκα βιβλία που δεν τα είχανε στην Αθήνα για την τεχνική του κινηματογράφου. Αυτά τα ευαγγέλια που έχουν οι ξένοι για την τέχνη του κινηματογράφου. Μετά βλέπαμε πάρα πολλές ταινίες πρωτοποριακές στο Λονδίνο. Όταν ήρθα στην Αθήνα εγώ ήδη ήμουνα φτιαγμένος για τις διάφορες σχολές κινηματογράφου. Είδα να φανταστείτε όλο τον Μπέργκμαν σε μία αυτό να πούμε συνέχεια, όλα τα έργα του Μπέργκμαν, του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Πρωτοείδα τον Πολάνσκι σε μία προβολή την ταινία που με συγκλόνισε το Repulsion, Αποστροφή στα ελληνικά, με συγκλόνισε αυτή η ταινία δεν μπορούσα να συνέλθω από κει και πέρα. Κάποιες ταινίες μου άφησαν σημάδια πάνω μου. Λοιπόν, ήρθα αρκετά ολοκληρωμένος και ερχόμενος πια στην Αθήνα λέω: «Δεν γίνεται θα κάνω-είχα κάποια λεφτά-θα κάνω ταινία».
Πόσο εύκολο ήταν να κάνεις ταινία-
Καθόλου.
Εκείνη την εποχή. Το πιο δύσκολο αλλά έτυχε σε ένα στούντιο που με ξέραν και αυτό, έπαιξα με αυτόν τον συνέταιρό μου σε ένα ρολάκι και γίναμε αδερφάκια μετά οι δυο μας, θα κάνουμε ταινία, θα κάνουμε… «Εγώ-αυτός λέει-εγώ βάζω το φιλμ, γιατί θα βάλουμε το οικόπεδο της γυναίκας μου υποθήκη», «Τα άλλα-του λέω- θα βρω εγώ» και άρχισα ό,τι είχα, δανειζόμουν μου, όλοι μου δίναν λεφτά όλοι. Έμασα ένα σωρό λεφτά. Λοιπόν και θα πάμε και στο χωριό τζάμπα να τη κάνουμε. Και μόλις τελειώσαμε την πήρε και χάθηκε. Ούτε ταινία έχω ούτε αυτό. Και ήτανε κρίμα γιατί αν μου την άφηνε εμένα να την κάνω….και το σενάριο διαστρεβλώσαν για να αλλάξουν το όνομα, σκέψου ρε. Άλλαξαν το μοντάζ, βάλανε άλλες σκηνές και βάλαν άλλο όνομα σενάριο, γιατί άμα τους μήνυα θα λέγανε «Μα εμείς αλλάξαμε το έργο, δεν είναι δικό του». Τέτοιο έγκλημα μου κάνανε, με εξόντωσαν. Έφτασα στην αυτοκτονία πολλές φορές μετά από αυτή τη ταινία. Αν δεν χρώσταγα λεφτά, θα είχα αυτοκτονήσει αλλά τα χρέη με κράτησαν, γιατί έπρεπε να δώσω τα λεφτά στον κόσμο.
Συνήθως το αντίστροφο συμβαίνει. Και έπειτα από αυτό…
Και μετά, μετά δούλευα, έκανα κάποια σενάρια, τα οποία δεν χρειάζεται να τα απαριθμήσω, τα οποία με ζούσανε, γιατί το σενάριο το πούλαγα και είχα ένα χρόνο να ζω.
Δηλαδή πόσο κοστολογούνται ένα σενάριο και πώς μπορούσες να…Πού απευθυνόσουν;
Πουθενά, όλα ήταν…Για να καταλάβεις, επειδή είχα ένα κενό δούλεψα στο πρώτο νεκροταφείο γκαρσόνι. Μου λέει ένας από τους -ήδη όμως ο Αστραπόγιαννος με είχε κάνει γνωστό.
Ο Αστραπόγιαννος πότε γυρίστηκε; Πότε γράψατε το σενάριο;
Το ‘69 κατατέθηκε, το ‘70 γυρίστηκε. Έτσι, λοιπόν ήδη με ξέρανε ο χώρος με ήξεραν όλοι «ο Μακεδόνας που έγραψε τον Αστραπόγιαννο». Λοιπόν αλλά είχα κενά και μου λέει ένας παραγωγός: «Πέτρο, εγώ έχω το κυλικείο στο Α νεκροταφείο. Δεν μπορώ αλλιώς θα σε βοηθήσω τώρα. Θες να γεμίσεις τις ώρες σου; Έλα να σερβίρεις καφέδες». 50 λεπτά ο καφές, κάθε κηδεία έχει 350 καφέδες, που σημαίνει στη μέση έπαιρνα γερό μεροκάματο σε ένα τρίωρο ε; Δούλεψα ένα διάστημα στο…Έρχονται όμως κάτι παραγωγοί, που με πίστευαν. Με κοιτάνε, ίδρωσαν. Σου λέει γκαρσόνι ο Μακεδόνας, τι είναι αυτό. Δεν μου μίλησαν από λεπτότητα. Λοιπόν και μετά λένε σε έναν οπερατέρ γνωστό: «Μήπως έχει δίδυμο αδερφό;» «Αυτό το κάθαρμα είναι-λέει-ο μαλάκας. Αυτός είναι» λέει. «Ρώτα τον άνθρωπο αν έχει τίποτα σενάρια ή καμία ιδέα, να του δώσουμε λεφτά ρε να μην πάει εκεί ρε», με φωνάζει: «Ρε χαμένε έχεις τίποτα;», λέω: «Έχω ένα», «Φέρ’το και θα ‘ρθεις στην εταιρεία να μας το διαβάσεις» και περίμεναν, δύο παραγωγοί ήταν ευγενέστατοι, με περίμεναν, ο ένας μάλιστα Ιταλικής καταγωγής. Με περίμεναν οι άνθρωποι είχαν συγκινηθεί σου λέει αυτός και τώρα δουλεύει γκαρσόνι ρε γαμώτο, κατάλαβες; Λοιπόν τους διαβάζω σενάριο με το δικό μου τρόπο, όταν τελειώνω όλη η ομήγυρης παγωνιά. Ωχ τώρα θα μου πουν «Βρε Μακεδόνα τι μαλακίες μας έφερες, έτσι είναι οι ταινίες. Άμα κάνουμε το σενάριό σου θα πάμε πάτος». Μείνανε παγωμένοι, πετάγεται ο κορυφαίος παραγωγός σε λίγο έτσι σαν να συνήλθε από κάπου: «Αριστούργημα, αριστούργημα», ο άλλος από δίπλα: «Ναι, ναι. Δεν έχουμε τέτοιο σενάριο, δεν έχουμε, δεν μας έχει τύχει». Και εκεί σου λέω για την πλάκα για το τι πλήρωναν, μου λέει: «Έλα εδώ-αμέσως ο δεύτερος παραγωγός με τα μπλοκ των επιταγών-αυτό να το πάρουμε, τελείωσε. Πόσο χρειάζεσαι για ένα χρόνο για να ζήσει πόσα λεφτά-μου λέει-χρειάζεσαι;», εγώ ειλικρινής τους είπα ένα ασήμαντο ποσό: «Το μήνα 3.500- 4.000- λέω-ζω», «Ωραία ένα χρόνο το πλήρωσες με αυτό το σενάριο και θα σου δώσω επιταγές για ένα άλλο που θα μας γράψει άρα για δύο χρόνια σε κλείσαμε, Πετράκη, μη σε ξαναδούμε στο Α νεκροταφείο». Έτσι με τέτοια την έβγαλα δηλαδή αλλά δεν έβγαιναν τα χρέη. Γιατί αφού μου ‘φαγε αυτός, εγώ χρώσταγα τα λεφτά σε δικούς μου ανθρώπους και τότε παρουσιάστηκε ως από μηχανής θεός οι μεταγλωττίσεις. Εγώ δεν κατείχα ότι υπάρχει επάγγελμα μεταγλωττιστής, δεν το ‘ξερα. Λοιπόν και μου λέει ένας μία μέρα: «Πέτρο, εσύ με τις γνώσεις που έχεις άνετα θα μπορούσες να δουλέψεις στις μεταγλωττίσεις. Ξένες γλώσσες ξέρεις, σκηνοθεσία ξέρεις, τα κείμενά σου είναι άψογα όλα γράφεις ωραίους διαλόγους. Είσαι ό,τι πρέπει για μεταγλωττιστής» λέω: «Πόσα παίρνει; Άντε τόσα πολλά λεφτά» «Τόσα» λέει. Και πήγα λοιπόν στην εταιρία και αμέσως την πρώτη φορά: «Θα μου δώσετε ένα επεισόδιο, το οποίο θα σας το κάνω δωρεάν και θα δείτε, σας κάνω καλώς, δεν σας κάνω ούτε με είδατε σας είδα». Και μου δίνουν ένα επεισόδιο, όταν πήγε το κείμενο στους ηθοποιούς να το ηχογραφήσουν, τρίβανε τα μάτια τους. Γιατί ουσιαστικά διάβασαν το κείμενο και έδενε το στόμα στο στόμα στο ανοιγοκλείσιμο όλο το έργο. Σαν να το είχαν ομιλήσει ελληνικά οι Αμερικανοί ηθοποιοί. Δηλαδή αυτό το πράγμα τρελάθηκαν οι άνθρωποι. Μα άμα έχεις μεταγλωττίσει τον Γκουσγκούνη έχεις μάθει τα πάντα.
Θέλετε να μας πείτε μερικά έργα που μεταγλωττίσατε; Νομίζω στην ΕΡΤ δουλεύατε σωστά;
Η ΕΡΤ δεν θα με έπαιρνε ποτέ γιατί εκεί ζητούσαν και φάκελο. Δούλευα σε εταιρείες που παίρνανε εργολαβικά τις δουλειές από την ΕΡΤ κυρίως από την ΥΕΝΕΔ. Η δε ΥΕΝΕΔ, η επάρατος χουντική ΥΕΝΕΔ είχε τα καλύτερα έργα τις καλύτερες σειρές, οικογενειακές σειρές. Εκεί χόρτασα να κάνω σειρές, η «Οικογένεια Γουόλτονς», συγκλονιστική σειρά, «Η μάχη», «Dr. Welby» ιατρικά θέματα δηλαδή επεισόδια αλλά και έλυναν ένα ιατρικό θέμα, «Το μικρό σπίτι στο λιβάδι» πάντως καμιά δεκαριά σειρές μέρες είχανε δηλαδή. Έλεγε ο διευθυντής: «Πέτρο, πρώτα εσύ. Αν περισσέψει θα δώσουμε και στους άλλους», γιατί του λέω: «Πού να τα κάνω εγώ όλα αυτά», «Δεν πειράζει, κάνε όσα προλαβαίνεις, ό,τι περισσεύει θα τα κάνουνε οι άλλοι, μη στεναχωριέσαι» και εκεί λύσσαξα στη δουλειά μέρα-νύχτα, γιορτή καθημερινή εκεί έβγαλα πάρα πολλά λεφτά από τις μεταγλωττίσεις. Αλλά είπαν οι ηθοποιοί ή τον παίρνετε ή σταματάμε, κάνουμε απεργία. Τρέχαν να με γυρεύουνε μετά τα αφεντικά. Και έμεινα σε αυτούς. Βέβαια κάποια στιγμή με πήραν χαμπάρι, [01:10:00]ένας ταγματάρχης από την ΥΕΝΕΔ ήρθε ζήτησε τα ονόματα τους λέει: «Ο Μακεδών έξω, το Μακεδόνα διώξτε τον, δεν θα δουλέψει. Δεν με ενδιαφέρει, θα σας στείλω εγώ κόσμο ό,τι θέλετε, θα τον διώξετε» και με διώξανε. Πήγα στη Γερμανία στους δικούς μου, για να έχω να φάω το καλοκαίρι. Αλλά όταν γύρισα στο πλυσταριό που έμενα, γιατί πάντα σε τέτοια…δεν έχω μείνει ποτέ σε σωστό διαμέρισμα στη ζωή μου, σε κάτι πλυσταριά σε κάτι τέτοια. Στη πορτούλα του πλυσταριού, που ειρήσθω εν παρόδω το κλειδί το είχε, δηλαδή αν έστριβες έμπαινες μέσα, άνετα, τι να κλέψουν; Θα σας πω ένα ανέκδοτο κλοπής. Όταν ο βασιλιάς τη νύχτα εκείνη υποτίθεται τον διώξαμε τον βασιλιά και όλη η Αθήνα ήταν στους δρόμους, όταν πήγα εγώ το πρωί βλέπω μία χυδαία πλαστική τσάντα που είχα, ανοιχτή στη μέση στο πλυσταριό, στο καμαράκι μου. Λέω: «Πώς βρέθηκε αυτή η τσάντα;» σκέφτομαι, σκέφτομαι δεν μου πέρασε η ιδέα. Τελικά τι είχε συμβεί, είχε μπει διαρρήκτης. Και βέβαια σου λέει τώρα εδώ πού να τα βάλω, είδες τώρα αυτή τη χυδαία εντελώς από πλαστικό χυδαίο τσάντα σου λέει εδώ θα τα βάλω, την ανοίγει διάπλατα να βάλει τι να βάλει; Κι έφυγε. Η πλάκα είναι όταν τον πιάσαν μετά ένα χρόνο έδειξε και το καμαράκι μου λέει: «Τι πήρες;», «Τίποτα, δεν είχε τίποτα». Μετά άρχισαν οι φίλοι να με δουλεύουν, μικρού μήκους ταινία λέει, έρχεται ο κλέφτης κι όταν βλέπει δεν έχει τίποτα, είχε από τα κλεμμένα στη μασχάλη του ένα μαγνητόφωνο, ένα κασετόφωνο σου το άφησε, αυτό είναι μικρού μήκους λέει.
Θέλετε λίγο έτσι να μας βάλετε στον κόσμο του κινηματογράφου εκείνη την εποχή, δεκαετία ’60-’70. Κάνετε τον Αστραπόγιαννο, πώς έγινε όλη αυτή η ιστορία, πώς εμπνευστήκατε αυτό το έργο, πώς έγινε σενάριο και είχε την εξέλιξη και την επιτυχία…
Καταρχάς, έτσι όπως με δούλευε κάποιος: «Ο Μακεδών-λέει-όλα του τα έργα είναι 5 χιλιόμετρα γύρω από το χωριό του». Άρα είχα ιδιαίτερη συμπάθεια στα αγροτικά θέματα, έτσι. Λοιπόν πολλά σενάρια με αγροτικό θέμα, γιατί το ήξερα, το κατείχα το θέμα. Λοιπόν και κατείχα το θέμα πολύ καλά και όλα ήταν αγροτικά τα θέματά μου. Και ο Αστραπόγιαννος ήτανε, λόγω χούντας ίσως, ήθελα να γράψω ένα επαναστατικό έργο και εκμεταλλεύτηκα το θέμα των τσιφλικάδων με τους κολίγους, με αυτούς. Διάβασα σχετικά βιβλία και έγραψα, όχι έγραψα ένα προσχέδιο του βιβλίου. προσχέδιο. Αυτός, λοιπόν, έτυχε εκεί που έμενε σε μία ταράτσα από πάνω ήταν το πλυσταριό. Ε όπου υπάρχει πλυσταριό τσουπ και εγώ και έτσι γνωριστήκαμε με τον Τζίμα το σκηνοθέτη και όταν έγραφα αυτός μιλούσε εντελώς ηπειρώτικα: «Τι κάνεις ρε, τι κάνεις;», «Γράφω ένα αυτό –του λέω- ένα βιβλίο», «Καλό είναι, φαίνεται καλό», «Τι πες;» του λέω να είναι έτσι ένας αυτό, «Α μ’αρέσει, γράφ’το, γράφ’το, το θέλω σενάριο. Άστο βιβλίο, σενάριο». Τέλος πάντων του ‘γραψα το προσχέδιο υπό μάλης και πάει στον Κούρκουλο, πάει στη Φίνος του λένε: «Θέλω τον κύριο Κούρκουλο», του λέει ο θυρωρός «Αι χάσου από δω ρε» του λέει. Λοιπόν άμα βάλει πείσμα «Και τον Κούρκουλο-μου λέει- σ’αυτό θα παίξει ο Κούρκουλος» μου λέει, του λέω: «Σιγά ρε να μη παίξει ο Κούρκουλος» γιατί είχε δέσμευση με τον Φώσκολο ο Φίνος και τα έργα τα τραγικά τα έγραφε ο Φώσκολος, τα κωμικά ο Δαλιανίδης. Ήτανε δεσμευμένος ο Φίνος, δεν μπορούσε να δώσει σε άλλους ούτε σενάριο ούτε σκηνοθεσία. Είχε τον Φώσκολο για τα δραματικά, για τα κωμικά τα μιούζικαλ τον Δαλιανίδη. Δεν υπήρχε περίπτωση τζάμπα παιδευόσουν, ο πονηρός ο βλάχος όμως σου λέει έχω εγώ που θα βρω τον Κούρκουλο, όπου σύχναζε ο Κούρκουλος από δίπλα με το σεναριάκι «Κύριε Κούρκουλε, έχω κάτι που ήθελα να το διαβάσετε», «Φεύγα ρε» του έλεγε ο άλλος. Πήγαινε αλλού: «Κύριε Κούρκουλε, κάντε μου τη χάρη» και έλεγε πια ο Κούρκουλος: «Ε δεν τον αντέχεις πια στο τέλος, του λέω άστο ρε, άστο επιτέλους και φύγε». Και το άφησε και να λέει: «Παιδιά, ειλικρινά όταν το διάβασα είπα αυτό πρέπει να το κάνω» αλλά πώς να το κάνει, όταν είπε στον Φίνο: «Τι λες ρε Νικολάκη, εδώ έχω συμβόλαια εγώ κατάλαβες; Να πούμε του Φώσκολου να σου κάνει ένα τέτοιο αγροτικό πατριωτικό» έχει κάνει το «Χώμα βάφτηκε κόκκινο» και γαμώ το σενάριο. Εγώ όταν είδα το «Χώμα βάφτηκε κόκκινο» σταμάτησα να γράφω σενάρια και αυτό κι αν είναι σενάριο το «Χώμα βάφτηκε κόκκινο». Λέει: «Έχουμε αυτόν, τον Φώσκολο», «Αυτό θέλω» λέει ο Κούρκουλος και το μαθαίνει ο πονηρός, ο Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης, τεράστια εταιρεία έφερνε όλες τις ξένες ταινίες στην Ελλάδα αυτή η εταιρεία και έκανε και παραγωγές με ξένους και τα λοιπά. Το μαθαίνει, γιατί ο πονηρούλης ο εβραίος πήγε πάνω σε αυτούς λέει: «Ξέρετε, ο Κούρκουλος το θέλει αλλά ο Φίνος δεν τον αφήνει» λέει ο άλλος: «Ρε θα μας φέρεις τον Κούρκουλο; Φέρε τον Κούρκουλο και εμείς θα τον γυρίσουμε τον Αστραπόγιαννο». Και κάποια στιγμή ο Κούρκουλος του είπε του Φίνου: «Ακου να δεις, εγώ θα το γυρίσω, άμα δεν θέλεις εσύ εγώ θα το γυρίσω με άλλους» και εκεί λύγισε ο Φίνος και λέει: «Άσε, εμείς θα το γυρίσουμε, άσε». Και έτσι έγινε με τη Φίνος, δηλαδή όταν κατάλαβε ότι θα χάσει τον Κούρκουλο κατάλαβες;
Κάποιες σκηνές λοιπόν από την ταινία Αστραπόγιαννος είναι στην Πετρούσα γυρισμένες.
Ναι.
Αυτό εσείς το ζητήσατε από το σκηνοθέτη να γίνει; Το προτείνατε;
Ο σκηνοθέτης μου το πρότεινε γιατί είχα γυρίσει εκεί ταινίες, του λέω: «Για μένα δουλεύουν τζάμπα, για εσάς δεν θα δουλέψουν τζάμπα» και μου λέει: «Δεν πειράζει», είπε και ο Φίνος λέει: «Κοίτα Πέτρο, πού να πάμε τώρα εμείς να βρούμε χωράφια». Θέλαμε να κάνουμε τον κάμπο με τους χωρικούς που δουλεύαν και είχαμε στο χωριό ο κάμπος ήταν γεμάτος με αγρότες και λέω: «Κοιτάτε εγώ δεν θέλω να ανακατευτώ, γιατί με έχει εξυπηρετήσει το χωριό δύο φορές, την ψυχή τους μου δώσανε οι άνθρωποι σε δύο ταινίες. Θα πάρω τον Πρόεδρος, αν ο Πρόεδρος συμφωνήσει μαζί σας». Πήρα τον Πρόεδρο και συμφώνησε 25 χιλιάρικα, σκέψου ο βλάκας για να γυρίσουμε κάτι σκηνές μία μέρα, μία μέρα ήταν. Λέει ο Πρόεδρος: «Δώστε μου 25.000 και ελάτε να το γυρίσετε». Λοιπόν και ανέβηκε το συνεργείο αλλά ο πονηρούλης ο σκηνοθέτης λέει: «Αν δεν είσαι εσύ στο χωριό, εγώ δεν ανεβαίνω, θα έρθεις στο χωριό», τι να κάνω βρέθηκα στο χωριό. Λέει ο Πρόεδρος κάποιοι ήρθαν, που να τους μαζέψει ο πρόεδρος, τότε έρχεται μου λέει απελπισμένος και καμπάνες χτυπούσαν να βγουν έξω στα χωράφια κανένας δεν κουνήθηκε, κανένας μία Κυριακή είπαμε να το κάνουμε όλο. Λοιπόν κανένας και μου λέει: «Πέτρο άμα δεν βγεις στο δρόμο δουλειά δε γίνεται» και αναγκάστηκα πάλι βγήκα γιατί η κοινότητα τα πήρε τα λεφτά βέβαια αλλά όλοι δούλεψαν πάλι τζάμπα οι χωριανοί. Βγήκα στον κόσμο, στα καφενεία λέω: «Παιδιά τώρα μη γίνουμε και ρεζίλι. Εγώ δεν ήθελα να μπλέξω αλλά τώρα έμπλεξα βγείτε να κάνουμε τις σκηνές να τελειώνουμε» και βγήκε πράγματι ο κόσμος και τις κάνανε τις σκηνές.
Ο κόσμος αυτός, οι συγχωριανοί σας, σας βοήθησαν και σε άλλες ταινίες καταλάβαιναν τι γινόταν; Είχανε συναίσθηση ότι γυρίζεται μία ταινία του κινηματογράφου…
Η πρώτη ταινία ήταν για αυτούς αποκάλυψη γιατί δεν είχαν δει και από κοντά ηθοποιούς δεν είχαν δει κάμερα, δεν είχα δει τίποτα. Η πρώτη ταινία ήταν όπως θα μπορούσα να σας πω οι αδελφοί Ταβιάνι γύρισαν μία ταινία το «Padre Padrone» νομίζω που ένας βοσκός που είναι όλη τη ζωή στα βουνά, περνάν κάτι μουσικάντηδες για να πάνε σε πανηγύρι και ο ένας μουσικάντης έπαιζε ακορντεόν πάνω στο γαϊδούρι του. Και το ακούει ο τσομπάνος-ωραίο θέμα-και τρελαίνεται, τρελαίνεται η μουσική τον τρέλανε και πήγε μετά άρπαξε τον πατέρας του ήθελε να του πάρει ακορντεόν. Μα έτσι κάναμε και εμείς τους βγάλαμε-υπόψη ότι είμαι ελαφρώς ακορντεονίστας εγώ. Mουσική εγώ δεν θα ασχοληθώ; Ζωγραφική δεν θα ασχοληθώ εγώ; Μα από τόσος τα ήθελα όλα, όλα τα ήθελα όλα να είμαι ζωγράφος, ποιητής τα πάντα. Διάβασα Δροσίνη ένα ποίημα στα 6 μου λέω: «Τέτοια θα γράφω εγώ τέτοια» στα 6 μου. Ξέρεις πόσα ποιήματα έχω γράψει; Και θα μπορούσαν άνετα να δημοσιεύονται σε εφημερίδες και περιοδικά ανετότατα, υψηλού επιπέδου ποιήματα άστα, άστα θα τα κάνω ένα τόμο μία μέρα, να υπάρχουν σαν αρχείο τίποτα άλλο. Λοιπόν έτσι και με το θέμα του κόσμου τρελάθηκε όταν είδαν κάμερα και[01:20:00] οι Αθηναίοι κάναν πλάκα, γιατί πήγαν όλοι χαζεύαν γύρω-γύρω «Ε καλά-καλά αυτό το ξέρουμε όπου να πάμε ταινία όλοι μαζεύονται, την άλλη μέρα ούτε ένα θα βρεις» λέει. Λέω: «Τώρα δύο μπερδεύετε και τον Μακεδόνα μπερδεύετε και το χωριό μπερδεύετε. Έχετε πέσει και στα δύο έξω», την άλλη μέρα διπλοί, την άλλη μέρα τριπλοί έρχονταν: «Πέτρο, τι θέλεις;» τρελάθηκαν οι άνθρωποι στην Αθήνα «Μα τι; Τους μάγεψες; Τους μάγεψε τους ανθρώπους» κάθε μέρα 1000 άτομα τα είχε στη διάθεσή του λέει, κατάλαβες; Δεν έχει συμβεί πουθενά σε άλλη περίπτωση, γιατί έχουν γυριστεί στην ελληνική επαρχία και ταινίες και ταινίες. Και έτσι η πρώτη ταινία εμυήθησαν στην τέχνη του κινηματογράφου, στη κλακέτα, στη κάμερα στην πρώτη ταινία. Στη δεύτερη ήταν έτοιμοι, ήρθανε πανέτοιμοι που έκαναν αυτή εδώ… Κρίμα γιατί ήταν ωραίο θέμα.
Και αυτό σε ότι αφορά τους χωριανούς τελείωσε μάθανε σινεμά από μένα. Τώρα το θέμα του θέατρου, που με έτρωγε πάντα το θέατρο εμένα. Λοιπόν λέω μία μέρα μου λέει: «Ξέρεις κάτι-ο γαμπρός μου-ο παπάς θέλει να ντύσει με πέτρα την εκκλησία και έχει δυόμισι χιλιάδες στο ταμείο του Συλλόγου του Πολιτιστικού και αποφάσισαν να το δώσουν στον παπά, για τις πέτρες», «Τι είπατε-λέω-ρε;» και αναποδογύρισα τραπέζια «Ρε τομάρια-λέω του παπά-μη τολμήσεις να βάλεις χέρι σε αυτά τα χρήματα, αυτά είναι ιερά χρήματα» και λέω: «Αντί να βοηθάτε τον πολιτισμό, παίρνεται τα λεφτά του πολιτισμού; Ντροπή σας ρε ξεφτιλισμένοι» κατάλαβες έκανα φασαρία μεγάλη και μετά τα νεύρα μου μέχρι να φτάσω Αθήνα. Λέω: «Όχι κάτι πρέπει να κάνω» και αποφάσισα να κάνω θέατρο και κάναμε. Υπήρχε μία πλατφόρμα έξω από το χωριό σε ένα ρέμα που ήτανε κυρίως- ξέρεις-για τους ροκατζήδες, μπαίναν στην πλατφόρμα με ένα μικρόφωνο και γύρω-γύρω παντού σκόρπια νεολαία και ούρλιαζαν όλη νύχτα σαν τους πίθηκους, τέλος πάντων. Θα το κάνουμε θέατρο και πάρα πολύ δούλεψαν και όλως περιέργως ενθουσιάστηκαν.
Άρα λοιπόν το Φαράγγι της Πετρούσας έγινε με δική σας, ήταν μία δική σας ιδέα.
Υπήρχε σαν πλατφόρμα για τα ροκατζίδικα, υπήρχε δεν ήτανε αυτό, απλώς μετά το φτιάξαμε. Δηλαδή είχανε κάνει ένα οίκημα, επέμενα να το διαμορφώσουμε να μην είναι αποθήκη. Το είχανε σαν αποθήκη για τα όργανα. Όχι παιδιά, εδώ έχουμε έργα με μπαλκόνια, βεράντες, σκάλες δηλαδή το μισό θέατρο έχει μπαλκόνια σε σκηνές, έχει βεράντες, έχει επίπεδα, όλα τα χρειάζομαι όλα και έγινε μία διαμόρφωση. Βέβαια όταν γύριζα άλλα τους άλλα έβρισκα, αλλά πάλι κάτι ήτανε, πάλι εκεί θέλει δουλειά, πολλή δουλειά θέλει το θέατρο εν πάση περιπτώσει. Πάνω σε αυτό έγραψα το πρώτο έργο την «Ιφιγένεια εν Ταύροις», πάνω στο σκηνικό που διαθέταμε, έτσι λοιπόν από εκδίκηση για τον πάπα που έφαγε τα λεφτά του συλλόγου. Λοιπόν και λέω ο Γιώργος ρε ο Γιωργάκης ο Βέργος ήτανε πρόεδρος του συλλόγου του λέω: «Ρε Γιώργο-τον παίρνω τηλέφωνο-δεν ξέρω τι να κάνω», του λέω: «Θα κάνουμε θέατρο» του λέω, «Αμάν ρε Πέτρο ήταν το όνειρό μου αυτό», του λέω: «Αναλαμβάνεις ότι χρειάζεται να το στείλω», «Εγώ είμαι εδώ» μου λέει ο Γιωργάκης πολύ ωραίος, πολύ ωραίος. Και κάνουμε λοιπόν το πρώτο έργο ξέρεις με τι φόβο και πάθος, διότι όπου το είπα έβλεπες τον άλλον κατρακυλούσε από την καρέκλα κυλιόταν κάτω: «Να ‘μια εκεί, να σε δω που θα σε κράζει ο κοσμάκης» για μένα. Ρε τομάρια. Και ευτυχώς πολλοί από αυτούς ήταν στην παράσταση που έγινε το σώσε. Δηλαδή ο κόσμος παραληρούσε γιατί όλοι περίμεναν από τις σχολικές παραστάσεις, ξέρεις, να λενε μπλα μπλα μπλα τα λόγια τους. Και τους βάζω δύο μήνες, δύο μήνες να μάθουν τα λόγια σωστά, να τα λένε σωστά. Όταν έγινε η παράσταση ο κόσμος δεν το πίστευε. Καταρχάς όλοι κλαίγανε και το χειροκρότημα πήγε 20 λεπτά. Με σήκωσαν, εγώ κρυβόμουν, με βγάλαν στους ώμους και με περιέφεραν τότε ήταν όμως έκπληξη η παράσταση, έκπληξη. Γιατί όταν έκανα το κείμενο, γιατί η «Ιφιγένεια εν Ταύροις» αν γυριστεί όπως την έχει ο Ευριπίδης, στο εικοσάλεπτο έχει αδειάσει το θέατρο, εκτός αν παίζει καμιά Παξινού, αν παίζει καμιά έχει φύγει, πιο βαρετό έργο δεν υπάρχει από αυτό. Όλο το έφερα τούμπα, το μισό το πέταξα αλλά άλλαξα, άλλα αυτό και έκανα ένα νέο «Ιφιγένεια εν Ταύροις» χωρίς να φύγω βέβαια από την ιδέα, από την τραγικότητα του έργου. Και σου λέω ήταν η τεράστια έκπληξη. Ο κόσμος δεν μπορούσε να συνέλθει εκείνη τη νύχτα, δεν κοιμήθηκαν, περιφερόντουσαν όλη νύχτα στις καφετέριες, στα αυτό, ξενυχτήσαμε τέτοιο πράγμα τέτοια έκπληξη. Αλλά το κυριότερο όταν μου λέγανε και καμιά δικιά μου δασκάλα και οι φιλενάδες της μου λέει: «Διάβασε μας ρε Πέτρο τι θα ανεβάσει;», ένα βράδυ που το διάβασα εγώ βέβαια με τον δέοντα στόμφο. Και μου λέει μια δασκάλα: «Πέτρο μην το χαραμίζεις το έργο με τους βλάχους, θα το καταστρέψεις, όπως μας το διάβασες θα πάρεις μία καρέκλα στο θέατρο, στη μέση, θα κάτσεις θα μαζευτεί όλο το χωριό και θα το διαβάσεις όπως το διάβασες σε μας-λέει-η τρίχα μου δεν έχει κατέβει ακόμα από την ανάγνωση. Μας συγκλόνισες, μας τρέλανες. Αυτό θα κάνεις, μη το χαραμίσεις το έργο». Και εγώ όμως πονηρούλης είχα πιάσει κάτι από το χωριό και ειδικά την Ιφιγένεια, η οποία μία καταπληκτική κοπέλα από το χωριό.
Και όλη αυτή η ιδέα να κάνετε θέατρο στο χωριό πώς σας γεννήθηκε; Ήτανε τυχαίο;
Τυχαίο ήταν όταν διαπίστωσα ότι η θρησκεία πήγαινε να καβαλήσει τον πολιτισμό. Επί Χούντας με συλλάβανε έτσι 2 μυστικοί και με πάνε στα κεντρικά εκεί ξέρω γω ήταν αξιωματικός υπηρεσίας- δεν ξέρω ποιος ήταν μέσα-με πάνε στο άνοιγμα της πόρτας και λέω στον αξιωματικό: «Θέλετε να τα πάμε καλά; Μη με νευριάζετε» κάτι τέτοιο: «Θέλετε να τα πάμε καλά; Μη με νευριάζετε».
Για ποιο λόγο σας συλλάβανε, θέλετε να μας πείτε; Ο φάκελος υπήρχε πάντα, ο φάκελος, οπότε με πιάσανε. Είναι δυνατόν, δεν θα με περάσουν εμένα από ανάκριση; Οπότε λέω: «Θέλετε να τα πάμε καλά; Μη με νευριάζετε» , έμεινε έτι ο αξιωματικός και τι κάνει: «Αφήστε τον» κι έτσι απαλλάχτηκα, τελείωσε. «Αφήστε τον» λέει αυτός κατάλαβε, εγώ το εννοούσα αυτό «Θέλετε να τα πάμε καλά; Μη με νευριάζετε. Άμα με νευριάζεις, δεν θα τα πάμε καλά» και αυτοί είχαν μία αγωνία που πολλοί τους κατηγορούν άσκοπα. Η Χούντα ήθελε να κάνει κάτι, ό,τι ήθελε δεν μας ενδιαφέρει. Εχθρός της Χούντας ήταν η ΕΡΕ, δεν ήτανε ούτε το ΚΚΕ ούτε κανένας.
Εσείς ήσασταν καλλιτέχνης σε μια περίοδο, κατά τη διάρκεια της…
Ναι, εφτά χρόνια βέβαια. Αλλά η αλήθεια είναι ότι αυτή η επταετία με ωρίμασε πάρα πολύ. Γιατί άμα δεν έχεις δουλειά συνέχεια σκαρφίζεσαι σενάρια, βιβλία, ποιήματα. Άμα είσαι άνεργος τι θα κάνεις;
Αυτό είχε αντίτυπο στη δουλειά σας; Είχατε υποστεί ποτέ λογοκρισία ή κάτι τέτοιο;
Μόνο μία και δύο; Μόνο μια; Σε όλα τα σενάρια είχα λογοκρισία αλλά στον «Αστραπόγιαννο» πήγα στη βουλή και τους γάμησα το διάολο και δώσανε εντολή να μου δώσουν άδεια για το σενάριο. Φυσικά ο «Αστραπόγιαννος» αμέσως κόπηκε, από την πρώτη στιγμή σαν σενάριο, κατάλαβες; Αλλά πήγα επάνω τους λέω: «Ρε εσείς είστε που αγωνίζεστε για το λαό; Τα βάζω με τους τσιφλικάδες και ο ταγματάρχης μου ‘κοψε σενάριο; Τι είστε εσείς; Με ποιους είστε; Αποφασίστε.», «Άσε το σενάριο και φεύγα» μου λέει ένας αντισυνταγματάρχης. Την άλλη μέρα μου λέει: «Με τον Υπουργό ήμουν τη νύχτα. Λέει ο Υπουργός έχουμε νέους που γράφουν τόσο καταπληκτικά ελληνικά και θα τους αποθαρρύνουν; Πες του να του δώσει την άδεια». Βοβολίνης λεγόταν υπουργός. Έτσι γινόταν η δουλειά δηλαδή η Χούντα ουσιαστικά δεν μου έκανε ζημιά και μου ‘δωσε αυτό, όταν χρειάστηκα γιατί είχα πάρει το πρώτο διαβατήριο λόγο στην αγγλική σχολή αλλά επί Ενώσεως Κέντρου δεν υπήρχε άλλωτε να πάρω βιβλιάριο αυτό διαβατήριο. Τέσσερις μήνες η Ένωση Κέντρου με παίδευε για να μου δώσει διαβατήριο, το πήρα. Αν το πάρεις μία…μόλις μπήκε η Χούντα λέει:[01:30:00] «Τώρα φέρτε τα όλοι» και κόβανε αβέρτα. Όταν το πήγα εγώ στους χουντικούς λέει: «Ελάτε αύριο στις 12:00 να το πάρετε», λέω: «Καλά, καλά σίγουρα στις 12:00 εγώ θα το πάρω» του λέω. Τέλος πάντων αυτός με κοίταξε περίεργα: «Τι λέει μωρέ». Και την άλλη μέρα στις 12:00, έτοιμο ήταν το διαβατήριό, το είχαν έτοιμο, μου το παρέδωσαν. Δηλαδή η Χούντα με έκανε Έλληνα πολίτη και η ΕΡΕ, γιατί όταν λέμε για δεξιά μιλάμε για ΕΡΕ ήταν τρισχειρότεροι από τη χούντα και από την οποιοδήποτε δεξιά. Η Νέα Δημοκρατία μετά τον Καραμανλή ήταν Ευρωπαϊκό κόμμα δεν, μία χαρά ήταν η Νέα Δημοκρατία, κατάλαβες; Να λέμε κάποιες αλήθειες να τις λέμε.
Άρα λοιπόν μέχρι εκεί, εκεί τελείωσε η περιπέτειά σας με τον φάκελο, που σας σημάδεψε.
Από εκεί και πέρα δεν είχα πρόβλημα, κανένα πρόβλημα δεν είχα. Και η Χούντα με βοήθησε αυτό ότι αν δεν έχεις τι να κάνεις, το τι διάβασμα έκανα το τι γραψίματα επί Χούντας, με βοήθησε η Χούντα καλό μου έκανε. Κατάλαβες;
Οπότε, λοιπόν, για να ξαναγυρίσουμε λίγο στα καλλιτεχνικά σας. Γύρισατε τον «Αστραπόγιαννο», γυρίσατε σκηνές στο χωριό, δικές σας ταινίες. Νομίζω γυρίστηκε και η ταινία «Αδέλφια μου, αλήτες, πουλιά»;
Γυρίστηκε στο χωριό γιατί εγώ είχα ένα διάστημα, επειδή μία εταιρεία με είχε πολύ σε υπόληψη μου πήρε 3 σενάρια-άκου 3 σενάρια πριν γυριστούν, αν θα γυριστούν-και με πήρανε και διευθυντή παραγωγής. Ήταν η εταιρεία που είχε τον Βοσκόπουλο, εκεί γνωριστήκαμε το Βοσκόπουλο εκεί αυτό. Και όταν ετέθη θέμα ότι θα γίνει μία υπερπαραγωγή για τον Βοσκόπουλο τα «Αδέρφια μου, αλήτες, πουλιά» εγώ πάντα τους συγχωριανούς μου σκεπτόμενος λέω: «Δεν το πάμε πάνω να το γυρίσουμε; Να μαζέψω και τους γύφτους της περιοχής να έχουμε», τους φάνηκε ωραία ιδέα λέω: «Να τον πάμε πάνω» κατάλαβες; Τους κόστισε, μη νομίζεις πολλά λεφτά ξοδεύτηκαν αλλά βγήκαν τα λεφτά δεν, είχε κέρδος η ταινία. Λοιπόν και τους έφερα επάνω όλους, τα ξενοδοχεία της Δράμας, μάζεψα το γυφταριό, που το πλήρωνε κάθε Σάββατο τους γύφτους, πολλά λεφτά. Λοιπόν χωριανούς όλοι με κανονικό μεροκάματο, η Δράμα μόλις πληρωνόντουσαν όλοι οι γύφτοι η Δράμα γέμιζαν τα μαγαζιά αμέσως. Πέρναγα στη Δράμα στους δρόμους και οι μαγαζάτορες: «Να σαι καλά ρε λεβέντη μου, ήρθες στον τόπο μας και μας ζωντάνεψες» οι καταστηματάρχες της Δράμας, είχα γίνει φίρμα της Δράμας, γιατί όλοι ‘λεγαν πού βρέθηκαν αυτά, ποιος έκανε την ταινία εδώ, τι δουλειά έχουν στην Πετρούσα να γυρίσουν ταινία; Και βέβαια ο κάποιος, ο Μακεδών τους έφερε ξέρω γω.
Για ποια χρονιά μιλάμε;
Μιλάμε για ’70. Και ήρθε και ο Διοικητής της Δράμας, χουντικός αρχιχούνταρος κι όμως ήρθε να με ευχαριστήσει γιατί λέει: «Για το καλό που έκανες στον τόπο σου».
Από ό,τι φαίνεται λοιπόν αγαπάτε πάρα πολύ τον τόπο σας και το χωριό σας.
Πάρα πολύ.
Και μετά από την πρώτη παράσταση που ανεβάσατε την «Ιφιγένεια εν Ταύροις», ακολούθησαν κι άλλες; Άλλαξε-
Βεβαίως γιατί τώρα ξεθαρρέψαμε.
Τώρα πια θα μπορούσα να επιλέξω κι άλλους, άλλα ταλέντα από το χωριό έναν-έναν και κάναμε μία παράσταση τη «Σκλάβα», γιατί εγώ ήθελα πάντα να πατήσω σε κλασικούς συγγραφείς όχι σε δικό μου 100% δηλαδή έβαζα Πέτρος Μακεδών αλλά με βάση το έργο του Περεσιάδη, με βάση το έργο και Σοφοκλή. Δηλαδή να υπάρχει βάση που πατάω, δεν ήθελα να το παίξω 100% εγώ, το έργο ήταν 100% γραμμένο από μένα, οι διάλογοι τα πάντα δικά μου είναι τα τραγούδια, η μουσική όλα δικά μου, όλα ήταν 100% δικά μου. Αλλά η υπόθεση του έργου και το θέμα ας πούμε ήταν από κάποια κλασικά έργα. «Η σκλάβα» λοιπόν του Περεσιάδη ήταν από την «Γκόλφω». Είχα μανία να γυρίσω την «Γκόλφω» στο χωριό. Αλλά έλα που άμα δεν κάνεις έργο την «Γκόλφω» με φουστανέλα -πώς το λέμε- σκορδαλιά χωρίς σκόρδο κάνεις. Η Γκόλφω σημαίνει λευκή φουστανέλα. Οι αληταράδες, οι αληταράδες είτε του ΠΑΣΟΚ είτε δεν ξέρω ποιον γύρισαν έβγαλαν την Γκόλφω-πού παρακαλώ- στην Επίδαυρο ξέρεις πώς τη βγάλανε; Με μαύρα ρούχα, φορούσαν αυτά που είχαν οι δερβίσηδες οι Τούρκοι τα μαύρα τα απλωτά και κάνανε έτσι και έβαλαν τρεις μπάλες από βαμβάκι σαν βράχια στη μέση και γύρισαν σε μαύρο χρώμα, κατάμαυρο πίσσα την Γκόλφω. Ένας πατριώτης δεν βρέθηκε ένας από τους σιχαμερούς παλιοελλαδίτες τους φουστανελαδες να κατέβει κάτω και να τους σακάτεψε στο ξύλο; Ούτε ένας ντροπή τους. Η «Γκόλφω» είναι το εθνικό μας έργο ορόσημο 70 χρόνια η «Γκόλφω» στήριζε το ελληνικό θέατρο επί 70 χρόνια. Η Κοτοπούλη όταν έβλεπε σκούρα τα πράγματα ανέβαζε «Γκόλφω». Όλοι οι κορυφαίοι ηθοποιοί που κάναν περιοδείες στη Μικρασία, στην Βόρειο Αφρική όπου υπήρχε Ελληνισμός είχανε το πιασάρικο έργο την «Γκόλφω», αυτή τους έφερνε τα λεφτά. 70 χρονιά γυρίστηκε τρεις φορές ταινία, η τελευταία ήταν το ‘57 και μετά χάθηκε πια η «Γκόλφω» από κει και πέρα. Αλλά 70 χρόνια να κυριαρχεί για μένα είναι το εθνικό μας έργο. Και εθνικός μας συγγραφέας όπως οι Άγγλοι έχουν τον Σαίξπηρ, εμείς έχουμε τον Περεσιάδη. Αυτό αν το πεις κάπου μπορεί να γελάσεις, εγώ όμως μπορώ να το αποδείξω. Ο Περεσιάδης ήταν η σαιξπηρική πένα της Ελλάδος αλλά δεν ήταν μεγάλο ταλέντο δεν ήταν μεγάλη μόρφωση. Αυτό που βάση των δυνατοτήτων του πέτυχε ήταν ο Σαίξπηρ της Ελλάδας, ο Εθνικός μας συγγραφέα, τελεία και παύλα. Τώρα για να κάνω λοιπόν τα την «Γκόλφω» δεν είχα φουστανέλες, τίποτα που δεν είχα φουστανέλες λέω δεν κάνω αλλά είχα 50 στολές τοπικές, το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι. Πότε «Η σκλάβα» έχει σαν χρόνο που διαδραματίζεται, το 1835 που φεύγανε οι Τούρκοι και αρπάζαν και μερικές Ελληνοπούλες για να τις πουλήσουν σκλάβες. Έχουμε εμείς το 1913 στη Μακεδονία που φεύγουν οι Τούρκοι και εδώ γίνανε έκτροπα φεύγοντας και βιασμοί και κλέβουν και καμιά ελληνόπουλα μαζί τους στα καραβάνια τους, άρα χρονικά ναι μεν έχουμε κάπου 100 χρόνια διαφορά αλλά τα γεγονότα μπορούσαν να είναι τα ίδια. Σκλάβα είναι κάποια ελληνόπουλα που τη βρίσκουν ξέρω γω κάπου πού τη βρίσκουν, την κλέβουνε και την παίρνουνε στην Τουρκία μαζί τους, κάποιος από αυτούς τους τσαούσηδες τους λοχίους, έτσι την παίρνει μαζί του γιατί όχι. Λοιπόν και αφού έχω τις στολές αυτές και αφού δεν ξέρει κανένας το έργο «Σκλάβα», γιατί πράγματι δεν ανεβαίνει «Η σκλάβα» εύκολα, είναι ένα φλύαρο έργο, σκόρπιο, δεν τολμάει κανένας να το ανεβάσει. Εγώ όμως βρήκα τέτοιο ζουμί μέσα που λέω τώρα θα δείτε έργο που θα τρίβετε τα μάτια σας. Το μισό έξω και παίρνω τις φράσεις, ρε να δεις φράσεις ο Περεσιάδης. Παίρνω από τη φρασεολογία του 10, 20, 30 φράσεις, πάνω σε αυτές τις φράσεις γράφτηκε και όλο το έργο. Τρομερές δουλειές και ξεκίνησα είπα έστω θα τους βάλω όρθιους αυτό το κείμενο που το προσεγμένο το δικό μου, το ποιητικό να το πούνε για να τους πουν ότι υπάρχει και τέχνη παιδιά, δεν υπάρχουν μόνο πέτρες για να επενδύουμε την εκκλησία. Από πείσμα δικό μου. Ναι αλλά αυτό αποδείχτηκε μια παραστασάρα που άφησε εποχή η «Ιφιγένεια εν Ταύροις», η δε Ιφιγένεια... Και μετά βέβαια καθιερώθηκε και κάναμε γιατί μερικά τα παίζαμε δύο χρόνια, μία δεκαετία αφιέρωσα τον εαυτό μου στο θέατρο εκείνο, δοκιμάστηκε. Ένα έργο μόνο το οποίο θα ήταν και στο τόμο αλλά δεν το βαλα «ο Προμηθέας Δεσμώτης», εκεί θα δίδασκα άλλο πράγμα άλλο θέατρο πια. Που αυτά τα τομάρια τα σιχαμερά που κάνουν θέατρο και τους βάζουν όλους χοροπηδάνε, κατεβαίνουν από σκαλωσιές, φωνάζουν αυτό το σιχαμερό θέατρο που παρουσιάζουν οι αλήτες, που αν είχα τη δύναμη κάθε μέρα με βρεγμένη σανίδα θα τους έδερνα, που έχουν χάσει τελείως την αίσθηση του θεάτρου αυτό το αληταριό που κάνουν τώρα θέατρο.
Οπότε όλη αυτή η δράση σας για μία δεκαετία-
Ναι.
Με την ενασχόληση και του χωριού με το θέατρο-
Ναι.
Άλλαξε και την κουλτούρα του χωριού;
Και φυσικά, βεβαίως την άλλαξε. Το χωριό άρχισε να καμαρώνει, να παίρνει τα πάνω του, βεβαίως.
Να γνωρίζουν περισσότερα από θέατρο, να ασχολούνται με τις τέχνες γιατί μετά νομίζω είναι και ένα φεστιβάλ που καθιερώθηκε στο Φαράγγι;
Όχι στο Φαράγγι απλώς άρχισαν να έρχονται και μεγάλοι θίασοι κάποτε. Ο Κιμούλης ήρθε και κορυφαίοι τραγουδιστές.[01:40:00] Είχε κάθε καλοκαίρι πολλές δράσεις, τώρα σταμάτησα εγώ σταματήσαν όλα, πάει και το θέατρο χορτάριασε πάνε όλα τελείωσαν όλα τόσο ήταν. Τους λέω: «Μη σταματάτε. Βρε σεις εγώ είμαι…Απορώ πώς ζω δηλαδή σε αυτή την ηλικία. Κρατάτε εσείς ρε, οι νέοι ρε και εγώ είμαι από δίπλα σας» τεμπελιά και μιλάμε για ταλεντάρες έτσι πολλοί σπουδαίοι ηθοποιοί.
Από όλη σας την πορεία απόλυτα την καλλιτεχνική ποια θεωρείται ότι ήταν η πιο σπουδαία στιγμή; Αυτή που τη θυμάστε με περισσότερη νοσταλγία;
Δεν θυμάμαι με νοσταλγία τίποτα, απλώς δεν πρόλαβα να γράψω το λογοτεχνικό έργο που είχα φιλοδοξία να γίνω νούμερο ένα μετά το Καζαντζάκη στην Ελλάδα και μερικοί μου το παν κιόλας και με αυτά που διάβασαν τα δικά μου λέει: «Μετά το Καζαντζάκη δεν βάζουμε άλλον κανέναν», αυτό ήταν φιλοδοξία μου, δεν πρόλαβα. 3 βιβλία πρόλαβα να εκδώσω, τουλάχιστον έπρεπε να βγουν 20 βιβλία δικά μου. Έτοιμα είναι στα σκαριά, δεν είναι κάτι άγνωστα, δεν προλαβαίνω και τώρα που γέρασα 2σελίδες να γράψω, κουράζομαι, σταματάω. Με τα τρία βιβλία θα μείνω. Αλλά είναι το εξής που στο ‘χα πει, το κάθε βιβλίο είναι το 1/3 του εαυτού μου, γιατί έχει τον ήρωα που πάντα ήμουνα το παιζα ματσό και ήθελα να είναι στη γυμναστική στον αθλητισμό παντού να κυριαρχώ τον ήρωα ο «Αστραπόγιαννος», η ζωή που με τσάκισε στην Αθήνα όταν πήγα ήμουν ο πρώτος στο χωριό εκεί η φτώχεια το ένα τι ταπεινώσεις υπέστη είναι το «Ξυπόλητος στα αγκάθια, κατάλαβες; Αλλά και δεν έχει φύγει από μένα μου το μεταφυσικό ποτέ, ενώ είμαι εντελώς άθρησκος εντελώς πώς το λένε. Παρόλα αυτά έχω μια μεταφυσική αύρα επάνω μου τόσο που πιστεύω ότι αυτοί που με βοήθησαν να γίνω κάτι και πέθαναν αμέσως είχαν αυτό τον προορισμό, άλλο τίποτα δεν είχαν στη ζωή τους, να βοηθήσουν εμένα που πήγαινα κατά διαόλου. Αρχίζω να γίνομαι και λιγάκι μεταφυσικός, αυτό είναι το «Ένα χερουβείμ στην πόλη μας» αλλά το «Χερουβείμ μου στην πόλη μας» χρειάζεται προσεκτική ανάγνωση γιατί εκεί είναι όλη η φιλοσοφία της ζωής και το φινάλε το λέω απλώς γιατί το φινάλε είναι που δίνει το έργο όταν αυτός ο δημοσιογραφικός που υποτίθεται είμαι εγώ στο έργο αλλά είναι ενταγμένος στο ΚΚΕ και συνεργάζεται με το Ριζοσπάστη και φτάνει στο σημείο και βλέπει αυτόν το φτερωτό στη γη και εξαφανίζεται μετά και πιστεύει και κάτι λέει στη φίλη του: «Θέλω να πιστεύω ότι υπάρχει. Θέλω να πιστεύω ότι υπάρχει» ο δημοσιογραφίσκος και ψάχνει να το βρει και εν τω μεταξύ του έχουν κόψει τα φτερά οι παπάδες, κατάλαβες, εξανθρωπίζεται γίνεται Ιησούς Χριστός και τον καθαρίζουν, όπως τον Ιησού Χριστό ακριβώς, δηλαδή είναι και κατεβαίνει ο Ιησούς Χριστός στη γη και καταλήγει πάλι αντί στο σταυρό με μία σφαίρα στην πλάτη πριν βρει τα φτερά του γιατί αν εύρισκε τα φτερά του και θα αποκτούσε τη μεταφυσική του δύναμη, όταν του κόψαν τα φτερά μετά έγινε άνθρωπος, άνθρωπος σαν τους ανθρώπους. Δεν είναι εύκολο θέμα αλλά η φράση του δημοσιογραφικού όταν παίρνει το διευθυντή του Ριζοσπάστη και του λέει: «Καθόσαστε στα γραφεία σας και με το ύφος ότι τα ξέρετε όλα αλλά και αφήνετε έξω το έγκλημα να κυκλοφορεί το ξέρετε ότι σκότωσαν το χερουβείμ;» λέει στο τηλέφωνο και λέει ο άλλος: «Πού βρίσκεσαι;» «Εδώ-λέει-που τον σκότωσαν». Έξω τον είχαν βάλει σε άσυλο ανιάτων με ηλεκτροσόκ για να ξεχάσει ότι είναι χερουβείμ. Δηλαδή υπάρχει ένα χιούμορ και μία τέτοια, αλλά σοβαρά γραμμένο όλο το έργο. Με ένα απόλυτο, δηλαδή μόνο όταν του πάνε τα φτερά και του τα δένουνε 2 τρελοί και πάει ο καημένος να πετάξει αλλά που…πάει 2 μέτρα πέφτει κάτω. Δηλαδή όλο αυτό έχει ένα φλέγμα αγγλικό δεν είναι δηλαδή κωμωδία, δεν είναι αυτό. Λοιπόν αλλά σημασία έχει το τι σημαίνει και λέει ο δημοσιογραφικός: «Σκότωσαν τον χερουβείμ», του λέει δεν μπαίνεις μέσα στο τρελάδικο κι εσύ να τελειώνουμε, να σου κάνουμε ηλεκτροσόκ μπας και βρεις ποιος είσαι;» του λέει, λέει: «Δεν κατάλαβες-του λέει-κάτι σκότωσαν τη φαντασία μας, τους αφήσαμε να σκοτώσουν τη φαντασία μας». Αυτή η φράση είναι όλο το έργο, κατάλαβες;
Και έτσι για να ολοκληρώσουμε τη συνέντευξη να μη σας κουράζουμε και άλλο. Θα ήθελα να μου πείτε τι σας έχει μείνει από τον ελληνικό κινηματογράφο τις δεκαετίες που τον υπηρετήσατε; Ποια είναι η αίσθηση, ποια εικόνα σας έρχεται όταν γυρίζετε πίσω σε εκείνα τα χρόνια; Είναι χαρά, είναι νοσταλγία;
Η νοσταλγία ανήκει στον κόσμο, γιατί εμένα εκείνα τα έργα τώρα εγώ τι να με καλύψουν; Δηλαδή από τις ελληνικές ταινίες που έχω δει 5 με 10 ταινίες να μου έχουν κάνει εντύπωση και από αυτές τουλάχιστον οι 2 ανήκουν στον Αγγελόπουλο ανήκουνε. Λοιπόν δεν έχω άλλο τίποτα γιατί ο κινηματογράφος αυτός ήτανε Λαϊκός δεν είχε καμία πολιτική υπόνοια, απλώς για να διασκεδάσει ο κόσμος. Ο Φίνος ούτε μία ταινία έκανε πολιτική ούτε μία ταινία όλα είναι το παλικάρι το καλό η γκόμενα η τέτοια. Ναι βέβαια, εμένα ο κινηματογράφος ο ελληνικός δεν μου άφησε τίποτα. Εγώ φιλοδοξούσα και για αυτό και είπε ο Φωτεινός ο Κώστας που τον πήρανε στο Μόντρεαλ να κάνει τη σχολή κινηματογράφου «Το μέλλον του ελληνικού σινεμά -στους δημοσιογράφους- αυτός είναι το μέλλον» με έδειξε εμένα και εγώ είχα στην πλάτη μου χρέη όσο ένα βουνό, βόγκαγα από τα χρέη.
Άρα δεν αναγνωρίζονταν εύκολα η αξία εκείνη την περίοδο;
Κοίτα, ο κινηματογράφος ήταν εμπορική δουλειά, ταινίες που δεν βγάζαν λεφτά δεν τις κάνανε τελείωσε και άμα ένας έκανε μία ταινία και δεν φτούραγε, έπαιρνε στο λαιμό του όλες τις παρόμοιες, τα παρόμοια θέματα. Άμα πουλήσεις το οικόπεδό σου, θες να βγάλεις λεφτά να πάρεις το οικόπεδο ξανά, πρώτα από όλα έτσι δεν είναι; Άρα δεν ήταν και ήταν κινηματογράφος απελπισίας. Αλλά επειδή είχε μία ένα πρωτογονισμό και μία αγνότητα αρέσει ακόμα και σήμερα. Τα έργα που αξίζει τον κόπο να αναφερθούν είναι βέβαια κάποια του Κακογιάννη που δεν μπορείς να τα αγνοήσεις, του Τζαβέλλα, ο Τζαβέλας έκανε πολύ ωραίες ταινίες με κυριότερη την «Κάλπικη Λίρα» έτσι. Ο Κακόγιαννης έκανε πολύ ωραίες ταινίες επίσης ο Κούνδουρος έκανε ωραιότατες ταινίες και από κει και πέρα ξέρω μία σειρά ονομάτων που κάναν από μία ή δύο οι οποίες ταινίες πολύ ωραίες και μετά έχουμε πλέον τον Αγγελόπουλο. Ο Αγγελόπουλος είχε μία ένα μείον ότι δεν ήταν κινηματογραφιστής, ήταν φιλόλογος και τα πλάνα του, οι εικόνες του ήταν ποιητικές εικόνες.
Και μπορούμε να πούμε ότι είναι το αντίπαλο δέος του Φίνος Φίλμ;
Εννοείται αλλά ήταν κι άλλοι αντίπαλο δέος αυτοί που κάναν και λίγο εμπορικό ο «Δράκος» ας πούμε του Κούνδουρου, που αναγκάστηκε ο Φίνος το χρηματοδότησε τελικά αλλά έχασες τα λεφτά ο «Δράκος» αλλά ήταν σπουδαία ταινία λοιπόν. Και του Κακογιάννη βέβαια ό,τι έχει κάνει ο Κακογιάννης. Υπήρχανε ο Κούνδουρος έχει κάνει εκτός από το «Δράκο», έχει κάνει πολύ ωραίες ταινίες. Δηλαδή υπήρχαν κάποιοι σκηνοθέτες που άφησαν τη σφραγίδα τους αυτό αλλά ο λαϊκός κινηματογράφος αυτόν που θυμάται ο λαός είναι ο Χατζηχρήστος και ο Γκιωνάκης. Αυτοί είναι δεν θυμάται άλλους τον αυτόν το βλέπεις σε 200 ταινίες τον καράφλα πώς το λένε τον Βέγγο σε 200 ταινίες να τρέχει. Δηλαδή ένας δεν Σκέφτηκε να πήρε τέτοια ας είναι κωμωδία ας είναι μπαλαφάρα αλλά φωνάξτε το Μακεδόνα Φώναξε τον μία ώρα εκεί. Να σας πει δυο λόγια να σώσετε το έργο. Γιατί δεν σώζεται το έργο είναι για πέταγμα. Απλώς δεν βρήκαν από την αλλαγή δεν βρήκαν τους σωστούς κινηματογραφιστές διότι δεν θα 'βλεπες ούτε ένα έργο από τα παλιά τα ασπρόμαυρα αν το νέο πνεύμα αφού ενισχύεται και με κρατικά κονδύλια ήταν δημιουργήσει το νέο σινεμά που το έβλεπες και το Ευχαριστώ σου διότι ταινία που βλέπεις και δεν την ευχαριστιέσαι δεν είναι ταινία θέατρο βρίσκεται. Η ταινία και θέατρο που βλέπεις και δεν καταλαβαίνεις και την τελευταία λέξη δεν ούτε θέατρο ούτε ταινία. Τα ακαταλαβίστικα έργα του σινεμά και του θεάτρου δεν είναι θέατρο, το θέατρο και ο κινηματογράφος είναι 100% λαϊκές[01:50:00] τέχνες. Μπορείς να κάνεις λαϊκή τέχνη και μέσω της λαϊκής τέχνης να διοχετεύσεις τις ιδέες σου στον κόσμο είσαι ο μέγας. Είσαι ο Μακεδόνας, καθαρά πράγματα, έτσι γιατί μου έλεγε εμένα ο Θεόφιλος ένας άγαρμπος που έχουμε στο χωριό αγροίκος έντονα «Εγώ πολλά δεν καταλάβαινα από το έργο αλλά η τρίχα μου ήταν συνέχεια της σηκωμένη». Αυτό ήτανε ναι μεν να κάνουμε και για τους μορφωμένους και για τους υποψιασμένους θέατρο αλλά και ο απλός λαός να μείνει καθηλωμένος σε όλη τη διάρκεια του έργου, ας μην το καταλαβαίνει. Αυτό το πέτυχα εγώ 100% δηλαδή μπορώ να θεωρήσω τον εαυτό μου σε αυτό τον τομέα απολύτως πετυχημένο. Και άλλωστε επειδή υπάρχουν αποδείξεις μπορώ να κάνω τον μάγκα, μπορώ να το αποδείξω για ποιο λόγο να μην κάνω το μάγκα.
Εσείς πώς θα χαρακτηρίζατε τον εαυτό σας; Τι είστε περισσότερο συγγραφέας, σκηνοθέτης…
Συγγραφέας εγώ όταν διάβασα: «Στο ρημαγμένο παρεκκλήσι της άνοιξης το θείο κονδύλι εικόνες έχει ζωγραφίσει με τα αγριολούλουδα τ’ Απρίλη. Ο ήλιος γέρνοντας στη Δύση μπροστά στου Ιερού την Πύλη μπαίνει σεμνά να προσκυνήσει και ανάφτει ολόλαμπρο καντήλι. Σκορπάει γλυκιά μοσχοβολιά δάφνη στον τοίχο ριζωμένη θυμίαμα που καίει η Πίστης και μία χελιδονοφωλιά πάνω στο νάρθηκα κτισμένη ψάλλει το Δόξα εν Υψίστοις» του Δροσίνη είπα εγώ θα γίνω τέτοιο, αυτό υπάγεται στα σονέτα είναι 2 τετράστιχα και 1εξάστιχο. Από τα πιο πετυχημένα σονέτα του Δροσίνη, όταν το διάβασα στο σχολείο λέω εγώ δεν μπορώ… τέτοια πόσα έχω γράψει; Θα με περάστε εντελώς φαντασιόπληκτο και θα πείτε τελικά ο κύριος κακώς τον πήραμε στα σοβαρά. Πόσα τέτοια υπέρ πετυχημένα σονέτα έχω γραμμένα, γιατί μου έμεινε αυτό το σονέτο, κατάλαβες;
Πώς θα θέλατε να κλείσουμε αυτή τη συζήτηση;
Τι να τη κλείσουμε; Απλώς εγώ θεωρώ τον εαυτό μου αποτυχημένο γιατί από αυτά που ονειρευόμουν ελάχιστα έκανα. Είναι έστω σαν δείγματα κάποιος που νομίζει ότι έχουν αξία μπορεί να με εκτιμήσει, αλλιώς τίποτα δεν έκανα. Το τι δουλειές ετοίμαζα, τι πράγματα παντού. Μα σου λέω με τη ζωγραφική ασχολήθηκα ένα διάστημα, τους σκιτσάριζα όλους. Και αυτό το ακορντεόν, μουσική, συνθέσεις εγώ να μη γράψω βαλς; Τι λέτε κύριε; Ξέρεις πόσα βαλς έχω γράψει; Αν δείτε τις παραστάσεις να ξέρετε είναι και οι στίχοι και η μουσική δικοί μου. Δηλαδή μέσα που υπάρχει ας πούμε ένα τραγούδι του Αίμονα και της Αντιγόνης, που είναι αυτοί είναι αρραβωνιασμένοι αυτοί οι δύο, ο Αίμων και η Αντιγόνη και υπάρχει μέσα ένα για να κάνω ένα χάσμα, ένα κενό βάζω μία κοπέλα που κάνει την Αντιγόνη και τον άλλο που κάνει τον Αίμονα να πουν ένα τραγούδι να έχω ένα κενό για να πάω στην άλλη σκηνή να μην είναι ενωμένες, δηλαδή μέσω τραγουδιού να μπει ένα χασματάκι χρόνου. Λοιπόν λέει δεν σου λέω τι μουσική, θα την ακούσεις: «Έρωτά μου, ευωδία μου την ψυχή μου μύρανε. Μη ματώνεις την καρδιά μου, έρωτα μου τύραννε...» όλο έτσι πηγαίνει ένα κλίμα τέτοιο να πούμε. Όλα είναι δικά μου, στην αρχή που έχω τους μουζικάντηδες «του πολέμου τα άγρια άτια- λέει- τα κοράκια τρώνε τα μάτια των νεκρών πολεμιστών, τα κρυφά τα μονοπάτια γίναν πέρασμα ληστών. Ποιοι στρεβλώνουν την αλήθεια ποιοι θολώνουν την πηγή και μ’ανοίξανε στα στήθια μιαν αγιάτρευτη πληγή». Ένα σωρό τέτοια και με μουσική όλα, μέσα στο έργο έχω 3-4 τέτοια και σε όλα κάθε έργο αν δεν έγραφα τραγούδι δεν ησύχαζα.
Ενώ έχετε κάνει μια τέτοια μεγάλη πορεία σε όλα, σε όλες αυτές τις τέχνες γιατί θεωρείτε τον εαυτό σας αποτυχημένο;
Σου είπα γιατί αν σκοπεύεις να ανέβεις στο βουνό και φτάνεις στη μέση έχεις αποτύχει, αν δεν σκοπεύεις να ανέβεις κανένα βουνό και στη γέφυρα να περάσεις είσαι επιτυχημένος. Αυτή είναι η ζωή.
Θέλω να πω είναι και οι συγκυρίες που δεν σας βοήθησαν;
Ε τώρα μάγος είσαι δηλαδή; Βρε η μάνα μου έρχονταν και μου ‘παιρνε τον Ντοστογιέφσκι από τα χέρια και τον πέταγε και δεν μπορούσα να το βρω να το επιστρέψω στο καθηγητή. Δεν έχεις καταλάβει φτώχεια, μιζέρια και προπαντός μίσος για το διάβασμα η μάνα μου. «Θα τρελαθεί το παιδί σου, θα τρελαθεί» σκέψου και άλλοι κοιτάνε το παιδί τους αν θέλει βιβλίο να τρελαθούν να το αγοράσουν. Δεν υπήρχε τίποτα αυτό που λέμε αβαντάζ, ούτε ένα αβαντάζ είχα στη ζωή μου, από πουθενά αγράμματοι γονείς τι να σε βοηθήσουν, πέραν του ότι είχαν και τις βλακώδεις δεν με αφήνει να διαβάσω κατάλαβες; Τι να πω ρε τίποτα δεν μου μένει από τη ζωή αλλά εντάξει, εντάξει είχα κάνα δυο έρωτες δηλαδή όταν λέμε έρωτες τα λυπάμαι τα καημένα τα κορίτσια αυτά με ερωτεύτηκαν, ήμουνα τόσο καμένος που δεν μπορούσα να αρνηθώ τον έρωτά τους. Γιατί όπως ήμουν καμένος δεν ήθελα να μπλέξω με τέτοια αλλά πέρασα κάποιες περιόδους στη ζωή μου με κάτι υπέροχα κορίτσια, τα οποία και σήμερα που έχουν γίνει μανάδες γιατί πάντα ήταν η διαφορά μας 30 χρόνια 25 χρόνια τέτοια και σήμερα στην Αθήνα βλεπόμαστε πίνουμε τον καφέ μας μαζί, γιατί αυτές παντρεύτηκαν μετά κάναμε παιδιά και τα λοιπά.
Photos

Πέτρος Μακεδών
Πέτρος Μακεδών-Ο Αστραπόγιαννος. Μυθιστόρη ...

Πέτρος Μακεδών
Πέτρος Μακεδών-Θεατρικά έργα του αφηγητή

Πέτρος Μακεδών
Πέτρος Μακεδών-Μυθιστόρημα του αφηγητή

Πέτρος Μακεδών
Πέτρος Μακεδών-Μυθιστόρημα του αφηγητή

Πέτρος Μακεδών
Πέτρος Μακεδών-Θεατρικά έργα του αφηγητή

Αφίσα της ταινίας Αστραπ ...
Αφίσα της ταινίας Αστραπόγιαννος σε σενάρι ...

Πέτρος Μακεδών
Ο αφηγητής Πέτρος Μακεδών
Part of the interview has been removed for legal issues.
Content available only for adults (+18)
Summary
Ο Πέτρος Μακεδών γεννήθηκε στην Πετρούσα της Δράμας στο ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Από την νεανική του ηλικία ξεχώριζε για την ροπή του στα γράμματα και τις τέχνες. Η φτώχεια και η ανέχεια της επαρχίας δεν μπορούσε να του εξασφαλίσει τις συνθήκες για περισσότερη μόρφωση και εξέλιξη. Μόλις τελείωσε το σχολείο, έφυγε για την Αθήνα. Τον ακολούθησε όμως η μοίρα ενός «φακέλου» φρονημάτων που έμελλε να του καθορίσει τη ζωή. Ένας φάκελος που συντάχθηκε εν αγνοία του, εξαιτίας του έρωτα ενός αστυνομικού για μια δασκάλα και σκόνταφτε συνεχώς μπροστά του. Παρόλες τις δυσκολίες κατάφερε να κάνει μια λαμπρή καριέρα ως ηθοποιός και συγγραφέας, συνεργάστηκε με σπουδαία ονόματα του ελληνικού κινηματογράφου και ήρθε αντιμέτωπος με τη λογοκρισία της δικτατορίας. Έγινε γνωστός από το σενάριό του για την ταινία Αστραπόγιαννος. Το βλέμμα του, όμως, ήταν πάντα πίσω στο χωριό του, όπου χάρη σε αυτόν, οι συγχωριανοί του γνώρισαν την κινηματογραφική κάμερα και ίδρυσαν την δική τους ερασιτεχνική ομάδα θεάτρου.
Narrators
Πέτρος Μακεδών
Field Reporters
Κατερίνα Μανούση
Related Links
Topics
Historical Events
Tags
Interview Date
25/08/2021
Duration
117'
Part of the interview has been removed for legal issues.
Content available only for adults (+18)
Summary
Ο Πέτρος Μακεδών γεννήθηκε στην Πετρούσα της Δράμας στο ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Από την νεανική του ηλικία ξεχώριζε για την ροπή του στα γράμματα και τις τέχνες. Η φτώχεια και η ανέχεια της επαρχίας δεν μπορούσε να του εξασφαλίσει τις συνθήκες για περισσότερη μόρφωση και εξέλιξη. Μόλις τελείωσε το σχολείο, έφυγε για την Αθήνα. Τον ακολούθησε όμως η μοίρα ενός «φακέλου» φρονημάτων που έμελλε να του καθορίσει τη ζωή. Ένας φάκελος που συντάχθηκε εν αγνοία του, εξαιτίας του έρωτα ενός αστυνομικού για μια δασκάλα και σκόνταφτε συνεχώς μπροστά του. Παρόλες τις δυσκολίες κατάφερε να κάνει μια λαμπρή καριέρα ως ηθοποιός και συγγραφέας, συνεργάστηκε με σπουδαία ονόματα του ελληνικού κινηματογράφου και ήρθε αντιμέτωπος με τη λογοκρισία της δικτατορίας. Έγινε γνωστός από το σενάριό του για την ταινία Αστραπόγιαννος. Το βλέμμα του, όμως, ήταν πάντα πίσω στο χωριό του, όπου χάρη σε αυτόν, οι συγχωριανοί του γνώρισαν την κινηματογραφική κάμερα και ίδρυσαν την δική τους ερασιτεχνική ομάδα θεάτρου.
Narrators
Πέτρος Μακεδών
Field Reporters
Κατερίνα Μανούση
Related Links
Topics
Historical Events
Tags
Interview Date
25/08/2021
Duration
117'