«Παρακαλούσαμε να βρέξει για να μπορέσουμε να παίξουμε λίγο»: τα παιδικά χρόνια σε ένα χωριό της Θεσσαλίας, 1960-1970
Segment 1
Σύντομα βιογραφικά στοιχεία
00:00:00 - 00:03:03
Partial Transcript
Πείτε μας το όνομά σας; Ονομάζομαι Σκρέτα Σουλτάνα, με φωνάζουν Τάνια. Ωραία. Είναι Σάββατο 22 Αυγούστου 2020. Είμαι με την Σουλτάν…ως επί το πλείστον τα καπνά, μια πολύ δύσκολη καλλιέργεια και που απαιτούσε την εργασία όλης της οικογένειας, ακόμη και των μικρών παιδιών.
Lead to transcriptSegment 2
Οι αγροτικές εργασίες και η καλλιέργεια του καπνού
00:03:03 - 00:10:28
Partial Transcript
Δουλεύαμε πάρα πολύ μικρά, συμβάλλαμε στο οικογενειακό εισόδημα. Γιατί ο καπνός ήταν μια καλλιέργεια που μαζευόταν το καλοκαίρι. Όπου τα σχο…ι είχαμε όνειρα, αλλά δυστυχώς δεν μπορούσαμε να τα πραγματοποιήσουμε, τουλάχιστον την δεκαετία του '70 που ήταν μια πολύ δύσκολη δεκαετία.
Lead to transcriptSegment 3
Οι διακοπές και ο καταμερισμός των εργασιών στο σπίτι
00:10:28 - 00:13:55
Partial Transcript
Αργότερα, που είχε μικρύνει ο χρόνος και είχαμε μεγαλώσει, είχε μικρύνει ο χρόνος συγκομιδής και είχε μείνει ακόμη λίγο καλοκαίρι, μπορεί να…εντούσα και ήταν ο μόνιμος, η μόνιμη αφορμή να μαλώνουμε τη μητέρα μου. Ήθελα να διαβάσω και εκείνη ήθελε να κεντάω, οπότε μαλώναμε λίγο.
Lead to transcriptSegment 4
Περιγραφή του σπιτιού
00:13:55 - 00:17:59
Partial Transcript
Το σπίτι το θυμάστε να μας το περιγράψετε πως ήταν τότε, όταν ήσασταν μικρούλα; Το θυμάμαι γιατί δεν έχει αλλάξει και πολύ μέχρι τώρα. Έ… μεταλλική που έπλενε τα ρούχα και εκεί κάναμε μπάνιο ένας-ένας και οι άλλοι γυρίζανε την πλάτη για να μη βλέπουνε αυτόν που κάνει μπάνιο!
Lead to transcriptSegment 5
Ο κήπος, τα ζώα και η διατροφή της οικογένειας
00:17:59 - 00:27:48
Partial Transcript
Ζώα υπήρχαν γύρω-γύρω; Είχατε; Είχαμε κότες, είχαμε οπωσδήποτε κότες είχαν όλοι, είχαμε μια αγελάδα και όταν η αγελάδα πια μεγάλωσε και …τες, αλλά είχαμε βρει ένα κόλπο: βγάζαμε το συρτάρι που δεν κλείδωνε, βάζαμε το χέρι μέσα, πιάναμε το γλυκό τα σοκολατάκια και τα τρώγαμε!
Lead to transcriptSegment 6
Το τυπικό πρόγραμμα της οικογένειας
00:27:48 - 00:36:22
Partial Transcript
Μια χαρά! Ωραία. Να κάνω μια ερώτηση; Μου γεννήσατε πολλές απορίες. Οι γιαγιοπαππούδες, γιαγιάδες παππούδες μένατε στο ίδιο σπίτι ή σε άλλο…ι νερό με ένα κατσαρολάκι, ας πούμε, να πλυθεί. Και οι άλλοι έπρεπε να κοιτάζουν τον τοίχο, για να μπορεί να κάνει μπάνιο αυτός που έκανε.
Lead to transcriptSegment 7
Τα μαγαζιά στο χωριό, οι έξοδοι και οι γιορτές
00:36:22 - 00:42:58
Partial Transcript
Και λέγατε και για, την Κυριακή που πηγαίνατε; Ναι! Όταν βγαίνατε; Την Κυριακή λοιπόν, όταν δεν είχε μεγάλη φούρια και δεν καιγότ… πάρα πολλά καταστήματα. Δηλαδή πολλοί από το χωριό μου άνθρωποι, στη Θεσσαλονίκη ανοίξανε ταβέρνες, κυρίως τέτοια καταστήματα εστίασης.
Lead to transcriptSegment 8
Το Γυμνάσιο στην Ελασσόνα, όπου έμεινε μόνη της
00:42:58 - 00:49:12
Partial Transcript
Ωραία. Δηλαδή εσείς πήγατε εκεί δηλαδή στο Δημοτικό που μας περιγράψετε τώρα. Δημοτικό ναι, πήγα στο χωριό. Και μετά Γυμνάσιο και Λύκειο,…εδώ για να πάει σχολείο, στο ελληνικό σχολείο. Οπότε και εκείνη δεν είχε πολύ χρόνο να ασχολείται μαζί μας, αλλά εντάξει είχε μια έγνοια.
Lead to transcriptSegment 9
Το Δημοτικό σχολείο στο χωριό
00:49:12 - 01:01:57
Partial Transcript
Θέλετε να μας πείτε τι θυμάστε ή κάτι σημαντικό από το σχολείο και από το Δημοτικό γιατί δεν είπαμε τίποτα από το Δημοτικό και μετά από το…ειες δεξιές και αριστερές και ό,τι πιάναμε. Δηλαδή δεν μας λέγανε εμάς τα παιδιά. Ό,τι πιάναμε από τις συζητήσεις των μεγάλων. Αυτά. Άλλο;
Lead to transcriptSegment 10
Τα παιχνίδια, οι βεγγέρες και η σταδιακή εξέλιξη της τεχνολογίας
01:01:57 - 01:09:12
Partial Transcript
Τώρα, δεν θα σας κουράσω άλλο. Δεν είπαμε καθόλου για παιχνίδια που παίζατε στην... ― Αχ! Παιχνίδια. Ναι! Έτσι να μας πείτε μερικά. …α ηλεκτρική συσκευή, έπρεπε να κάνεις καινούρια ηλεκτρονική εγκατάσταση, γιατί η εγκατάσταση η προηγούμενη ήταν τα στοιχειώδη για το φως.
Lead to transcriptSegment 11
Εικόνα της γερμανικής Κατοχής και του Εμφυλίου στο χωριό μέσα από τα μάτια των οικείων της
01:09:12 - 01:15:39
Partial Transcript
Ωραία εγώ να κάνω έτσι μια τελευταία ερώτηση μάλλον και μετά αν θέλετε κάτι άλλο να προσθέσετε. Αναφέρατε ότι το χωριό κάηκε από τους Γερμ… Εντάξει. Ευχαριστώ πάρα πάρα πολύ. Κι εγώ ευχαριστώ που μου δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσω για τα παιδικά μου χρόνια. Το κλείνω.
Lead to transcript[00:00:00]
Πείτε μας το όνομά σας;
Ονομάζομαι Σκρέτα Σουλτάνα, με φωνάζουν Τάνια.
Ωραία. Είναι Σάββατο 22 Αυγούστου 2020. Είμαι με την Σουλτάνα - Τάνια Σκρέτα. Βρισκόμαστε στη Σύρο. Εγώ ονομάζομαι Μαριλένα Κουκούλη, είμαι ερευνήτρια του Istorima και θα ξεκινήσουμε τώρα τη συνέντευξη μας. Πείτε μας λίγα λόγια για εσάς που γεννηθήκατε και πότε.
Γεννήθηκα το 1960 τον Δεκέμβριο στο χωριό Πύθιο Ελασσόνας του νομού Λαρίσης. Το χωριό βρίσκεται στους πρόποδες του Ολύμπου στη νοτιοδυτική πλευρά. Είναι ένα χωριό που οι κάτοικοι του ασχολούνται με την γεωργία, είναι αγρότες ως επί το πλείστον. Αυτά για το χωριό. Δεν ξέρω τι άλλες πληροφορίες θέλετε.
Ωραία. Τα ονόματα των γονιών σας;
Ο πατέρας μου ονομάζεται, ονομαζόταν γιατί έχει πεθάνει, Παρίσης, η μητέρα μου Βάγια ζει. Έχω δύο αδέρφια τον Γιάννη και τη Βασιλική, οι οποίοι βέβαια δεν ζούνε στο χωριό, ο αδερφός μου ζει στην Ελασσόνα, εγώ ζω στη Σύρο και η αδερφή μου στην Αθήνα.
Ωραία. Οι γονείς σας ήταν και οι δύο από το Πύθιο; Από το ίδιο χωριό;
Ναι ήταν και οι δύο από το Πύθιο και οι δύο αγρότες.
Ωραία. Εσείς σήμερα είστε παντρεμένη; Η οικογενειακή σας κατάσταση;
Είμαι παντρεμένη, ο σύζυγός μου είναι απ' τη Δαδιά Έβρου. Έχουμε δύο παιδιά τον Παρίση και τον Γιώργο και ζούμε στη Σύρο. Ήρθαμε στη Σύρο γιατί εδώ ήταν οι δουλειές μας. Εγώ είμαι εκπαιδευτικός, ήμουνα γιατί τώρα είμαι συνταξιούχα νηπιαγωγός και διορίστηκα στις Κυκλάδες, όπου ήρθαμε στη Σύρο. Και ο σύζυγός μου δούλευε στον ΟΤΕ, γιατί και εκείνος τώρα είναι συνταξιούχος.
Πολύ ωραία. Πάμε λοιπόν πίσω στο χωριό λίγο που θα μιλήσουμε και για αυτό. Θέλαμε να μας πείτε πρώτα λίγο τι δουλειά κάναν οι δικοί σας, όταν ήσασταν μικρή.
Ήταν αγρότες, ασχολιόταν με τα χωράφια. Ήταν πολύ δύσκολη η ζωή στο χωριό εκείνη την, στα παιδικά μου χρόνια, όπως σε όλη την ελληνική επαρχία. Δεν υπήρχαν τα μέσα. Δεν υπήρχε νερό στα χωράφια ήταν δύσκολα, τα καλλιεργούσανε. Υπήρχαν, είχαν, εκείνη την εποχή δεκαετία του '60 είχαν αρχίσει να έρχονται τα πρώτα μηχανήματα, τα τρακτέρ ή οι θεριζοαλωνιστικές μηχανές. Δεν υπήρχανε νερά και οι καλλιέργειες ήταν, ως επί το πλείστον τα καπνά, μια πολύ δύσκολη καλλιέργεια και που απαιτούσε την εργασία όλης της οικογένειας, ακόμη και των μικρών παιδιών.
Δουλεύαμε πάρα πολύ μικρά, συμβάλλαμε στο οικογενειακό εισόδημα. Γιατί ο καπνός ήταν μια καλλιέργεια που μαζευόταν το καλοκαίρι. Όπου τα σχολεία ήταν κλειστά και όλα τα παιδιά του χωριού δουλεύαμε στο καπνό. Πηγαίναμε στο χωράφι, μαζεύαμε τα φύλλα, πηγαίναμε στο σπίτι που, επίσης και έπρεπε να δουλέψουμε. Τα κάνουμε αρμαθιές, να τα κρεμάσουμε να στεγνώσουν. Και τον χειμώνα οι γονείς μας υπήρχε μια άλλη διαδικασία επεξεργασίας για αυτό. Αλλά σημασία έχει ότι δούλευε όλη η οικογένεια, ακόμη και το πολύ-πολύ μικρά παιδιά. Δηλαδή εγώ άρχισα να δουλεύω από 7 χρόνων στο χωράφι και από πιο μικρή ίσως στο σπίτι που βοηθούσα σιγά-σιγά που μάθαινα να περνάω το καπνό στη βελόνα.
Τι σημαίνει αυτό; Τον καπνό στη βελόνα;
Τι σημαίνει―
Για να καταλάβουμε.
Σημαίνει ότι ο καπνός, για να το φανταστείτε στο φυτό του, έχει φύλλα και πρέπει να μαζέψεις ένα-ένα φύλλο από όλες τις ρίζες του χωραφιού. Τόσο απλά δηλαδή σας τα λέω, που έπαιρνες αυτά τα φύλλα τα έβαζες με μια τάξη βέβαια κάπου σε... Τα βάζαμε σε πανιά, σε μπόγους και τα κλείναμε. Πηγαίναμε στο σπίτι τα ανοίγαμε και έπρεπε αυτά να μπουν σε μια κλωστή. Αλλά για να μπουν στην κλωστή έπρεπε να περάσουν πρώτα από μια βελόνα, φύλλο φύλλο. Και γίνονται μια μεγάλη, πως να το πω; Εμείς τα λέγαμε αρμαθιά, περίπου δύο μέτρα, τα κρεμάγαμε σε ειδικά στεγνωτήρια που τις λέγαμε κρεμανταλάδες, μια-μια αρμαθιά για να στεγνώσουνε και μετά τα συγκεντρώναμε σε τούφες, έτσι τα λέγαμε. Τα κρεμάγαμε και το φθινόπωρο, όταν ο καιρός γινόταν πιο μαλακός και είχε υγρασία και μπορούσαμε τα πατούσαμε σε δέματα. Γιατί είχαν πολύ μεγάλο όγκο αυτές οι τούφες και οι αρμαθιές. Έπρεπε να πατηθούνε, να γίνουν παστάλια, δέματα και να πουληθούν έτσι.
Άρα τα πουλάγατε μετά αυτά;
Ναι, ερχόταν έμπορος στο χωριό, διάλεγε, έκανε επιλογή, αν... Ποιότητες, τα κατέτασσε σε ποιότητες και δινόταν η τιμή, ναι.
Και τα χωράφια ήταν τα δικά σας;
Ναι, ναι.
Δηλαδή της οικογένειας;
Ναι της οικογένειας. Είχαμε χωράφια. Ο παππούς τα είχε κληρονομήσει στον πατέρα μου και τον θείο μου. Ναι ήταν δικά μας τα χωράφια.
Και το χειμώνα οι γονείς δηλαδή είχανε άλλες δουλειές που είπατε;
Ναι, το χειμώνα οι γυναίκες όχι, ασχολιόνταν με το σπίτι. Εμείς τα παιδιά πηγαίναμε στο σχολείο. Ο μπαμπάς ασχολιόταν μέχρι, να το πω τον Νοέμβρη; Μέχρι τέλη Νοέμβρη περίπου με τα χωράφια, γιατί έπρεπε να τα οργώσει, να σπείρει. Γιατί οι καλλιέργειες δεν ήταν μόνο καπνός. Σπέρναν και σιτηρά, κριθάρι, σιτάρι κυρίως, οπότε αυτά τα χωράφια έπρεπε να γίνει σπορά τους μέχρι το Νοέμβριο, να οργανωθούν και να τα σπείρουνε. Η προετοιμασία του καπνού ξεκινούσε τον Φεβρουάριο περίπου. Έπρεπε να προετοιμάσεις τους σπόρους και τον Μάρτιο να κάνεις τα σπορεία. Και περίπου τον τέλη Απρίλη με αρχές Μάη γινόταν η φυτεία. Έπαιρνες δηλαδή αυτά τα μικρά φυτά και τα μεταφύτευες στο χωράφι από τα σπορεία. Οπότε, εκεί γύρω αρχές Ιουνίου έπρεπε να το σκαλίσεις και τέλη Ιουνίου με αρχές Ιουλίου ξεκινούσε η συγκομιδή των φύλλων, που αυτό κρατούσε όλο το καλοκαίρι. Εκείνη την εποχή περίπου μέχρι 20 Σεπτεμβρίου, που ξεκινούσαν τα σχολεία μαζεύαμε καπνό. Αργότερα άλλαξε αυτό. Δηλαδή, τη δεκαετία το '80 περίπου ξεκίνησε, ξεκίνησαν να αρδεύουν νερά, να κάνουν γεωτρήσεις και να βγάζουν νερά στα χωράφια. Οπότε όλο το οροπέδιο, γιατί δεν το λες ακριβώς κάμπος, είναι ένα οροπέδιο αυτό εκεί στο χωριό μου, όλο το οροπέδιο άρχισε να ποτίζεται. Οπότε τα καπνά ποτιζόντουσαν, δεν ήταν πια ξερικά, οπότε ξεκινούσε μεγαλώναν πιο γρήγορα, οπότε η διαδικασία του μαζέματος είχε... Το διάστημα ήταν πολύ πιο μικρό, δηλαδή το μάζεμα τελείωνε μπορεί και 20 Αυγούστου, ένα μήνα περίπου πιο νωρίς από πιο παλιά που ήταν ξερικά. Γιατί μεγαλώναν πιο γρήγορα και τελείωνε. Απλώς γινόταν πιο, μαζεύαν πιο μεγάλες ποσότητες σε πιο μικρό χρονικό διάστημα. Εν τω μεταξύ τη δεκαετία του '80 είχαν έρθει και οι μηχανές που περνάγαμε το καπνό. Δεν τον περνάγαμε πια στη βελόνα με το, φύλλο-φύλλο με το χέρι. Υπήρχαν μηχανές που ήταν μεγάλη ευκολία αυτό. Καταρχήν βοηθούσε στο ότι μπορούσαμε να βάλουμε περισσότερα στρέμματα και να έχουμε μεγαλύτερη παραγωγή. Γιατί το πέρασμα γίνονταν πολύ πιο εύκολα, βοηθούσε το ότι ήτανε τα χωράφια ποτιστικά. Και τα, η ποιότητα πιο καλή, πιο μεγάλα, πιο μεγάλη παραγωγή. Ναι τότε άρχισε και η ανάπτυξη του χωριού, αφού είχαμε μεγαλύτερα εισοδήματα, επισκευάσανε τα σπίτια οι άνθρωποι που μέχρι τότε ήταν άλλες οι συνθήκες, θα τα πούμε ίσως παρακάτω.
Εσείς στα χωράφια που δουλεύατε τότε, φαντάζομαι μπήκατε 7 χρόνων, το θεωρούσατε κάτι πολύ φυσιολογικό, αλλά πώς νιώθατε όταν τελείωνε το σχολείο και...
Ναι. Το θεωρούσαμε πολύ φυσιολογικό, γιατί εγώ δεν ήμουν η εξαίρεση του κανόνα, όλα τα παιδιά δουλεύανε. Ήταν πολύ φυσιολογικό αυτό, γιατί το κάναν σε όλη την επαρχία αυτό, όχι μόνο στο χωριό μου. Όλα τα παιδιά έπρεπε να συνεισφέρουν. Ναι. Πως ένιωθα; Σαν παιδί και εγώ δυσκολευόμουν, ήθελα να παίξω, αλλά δεν μπορούσα. Παρακαλούσαμε να βρέξει για να [00:10:00]μπορέσουμε να παίξουμε λίγο, να ξεκουραστούμε, να διαβάσουμε, να κάνουμε τα δικά μας. Να διαβάσουμε κάποιο εξωσχολικό βιβλίο, που δεν μπορούσαμε να διαβάσουμε τον υπόλοιπο χρόνο. Θέλαμε να πάμε θάλασσα που ακούγαμε και δεν την ξέραμε καν τη θάλασσα και δεν μπορούσαμε να πάμε. Ναι είχαμε όνειρα, αλλά δυστυχώς δεν μπορούσαμε να τα πραγματοποιήσουμε, τουλάχιστον την δεκαετία του '70 που ήταν μια πολύ δύσκολη δεκαετία.
Αργότερα, που είχε μικρύνει ο χρόνος και είχαμε μεγαλώσει, είχε μικρύνει ο χρόνος συγκομιδής και είχε μείνει ακόμη λίγο καλοκαίρι, μπορεί να πηγαίναμε και λίγες μέρες στη θάλασσα.
Οικογενειακά πηγαίνατε;
Όχι, όχι. Αν είχαμε κάποιο συγγενή σε κάποια κοντινή πόλη. Εμείς είχαμε τη θεία μου, που είχε σπίτι στην Κατερίνη και πηγαίναμε λίγες μέρες εκεί.
Όλοι μαζί πάντως;
Όχι, όχι, όχι―
Όλη η οικογένεια ή μόνο τα παιδιά;
Μόνο τα παιδιά και εκ περιτροπής, όχι και όλα μαζί. Δεν μπορούσε να μας φιλοξενήσει κι όλους η θεία μου.
Οπότε πότε πήγατε πρώτη φορά στη θάλασσα, για μπάνιο;
Αχ! Αλλά δεν το θυμάμαι ακριβώς τώρα. Εκεί σε κάποια τάξη του Δημοτικού Σχολείου είχα πάει για πρώτη φορά. Ε! Να φανταστείς ότι δεν ήξερα κολύμπι, πλατσουρίζαμε, δεν προλαβαίναμε να μάθουμε κολύμπι. Κολύμπι έμαθα φοιτήτρια πια, όταν πήγα στην Αθήνα.
Οπότε δεν θυμάστε το συγκεκριμένο, το πρώτο μπάνιο. Ή τις πρώτες διακοπές, ας πούμε;
Διακοπές δεν υπήρχαν. Δεν το λες και διακοπές. Διακοπές δεν ήτανε. Το πρώτο μπάνιο να 'τανε Πέμπτη Δημοτικού; Δεν θυμάμαι ακριβώς, όχι. Δεν θυμάμαι ακριβώς.
Και εκτός από τη δουλειά στα καπνά, είπατε ότι βοηθούσατε και στο σπίτι. Οι δουλειές στο σπίτι, δηλαδή πώς μοιράζονταν μες την οικογένεια; Και ποιες ήταν αυτές, ας πούμε;
Αυτό που λες μοιράζονταν, δεν υπήρχε. Δεν μοιραζόταν ακριβώς. Το καλοκαίρι η μαμά έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού, γιατί όλοι οι άλλοι δουλεύαμε στο καπνό. Δεν, όλες τις άλλες δουλειές τις έκανε η μαμά. Ζύμωνε, γιατί δεν υπήρχε φούρνος. Ζύμωνε, καθάριζε, μαγείρευε, όταν γύριζε από το χωράφι, εννοείται. Εμείς περνάγαμε το καπνό, η μαμά έκανε τις δουλειές του σπιτιού: να μαγειρέψει, να πλύνει, να καθαρίσει, να ζυμώσει όλα αυτά. Και αν είχαμε χρόνο, εγώ σαν πρωτότοκη βοηθούσα, η αδερφή μου η πιο μικρή. Ο αδερφός μου ήταν αγόρι, ξέρετε τις πεποιθήσεις της ελληνικής κοινωνίας. Βοηθούσε τον μπαμπά ίσως σε άλλες αγροτικές δουλειές, γιατί παράλληλα με τα καπνά, είχαμε τριφύλλια, που έπρεπε να πάει να βοηθήσει, να βάλουν τις σωλήνες να ποτίσουν τα τριφύλλια. Ναι ο αδερφός μου βοηθούσε τον μπαμπά. Εμείς τα κορίτσια βοηθούσαμε τη μαμά όταν είχαμε περισσότερο χρόνο κυρίως. Τον χειμώνα, όσο μπορούσαμε, όταν είχαμε ελεύθερο χρόνο η μητέρα μας πάντα μας, πάντα ήθελε τη βοήθειά μας. Και κυρίως και για να μάθουμε κιόλας το έκανε αυτό. Γιατί έπρεπε τα κορίτσια να μάθουνε νοικοκυριό. Και τον ελεύθερο χρόνο μας, μας προέτρεπαν πάρα πολύ οι μητέρες στα χωριά να κεντάμε, να φτιάχνουμε την προίκα μας. Εμένα δεν μου άρεσε καθόλου βέβαια αυτό. Περιττό. Δεν κεντούσα και ήταν ο μόνιμος, η μόνιμη αφορμή να μαλώνουμε τη μητέρα μου. Ήθελα να διαβάσω και εκείνη ήθελε να κεντάω, οπότε μαλώναμε λίγο.
Το σπίτι το θυμάστε να μας το περιγράψετε πως ήταν τότε, όταν ήσασταν μικρούλα;
Το θυμάμαι γιατί δεν έχει αλλάξει και πολύ μέχρι τώρα. Έχουν γίνει κάποιες παρεμβάσεις, αλλά... Ναι, το θυμάμαι. Ήταν ένα πέτρινο παλιό σπίτι, το οποίο έχει χτιστεί αφού έχει καεί από τους Γερμανούς. Είχε ξαναχτιστεί μετά εκεί στο '40 τόσο, ακριβώς δεν ξέρω γιατί εγώ δεν ήμουνα τότε, αλλά πάντως κάηκε από τους Γερμανούς και χτίστηκε μετά από τον παππού μου και τις θείες μου, γιατί ο μπαμπάς μου μάλλον τότε πρέπει να ήτανε στο βουνό αντάρτης και ο θείος μου. Και αυτοί, μπορεί να κάνω και λάθος, αλλά χτίστηκε σε αυτές τις συνθήκες, κουβαλούσαν πέτρες οι θείες μου; Ο παππούς έχτιζε με κάποιον μάστορα ίσως; Είναι ένα παλιό πέτρινο σπίτι που έχει ισόγειο και πρώτο όροφο. Συνήθως στο ισόγειο ήταν το κελάρι και μια αποθήκη που ενίοτε γινόταν και δωμάτιο. Εγώ το θυμάμαι, δηλαδή το ένα δωμάτιο του ισογείου, το θυμάμαι σαν δωμάτιο κανονικό με τζάκι. Και στον πάνω όροφο, πάλι ήταν δύο δωμάτια και μια σάλα. Και δίπλα από το κύριο σπίτι υπήρχε ένα άλλο κτίσμα που ήταν το μαγερειό που λέγαμε, η κουζίνα. Εκεί γινόταν το μαγείρεμα, είχε και ένα χτιστό φούρνο μέσα στο μαγειρειό και ψήναν το ψωμί και το καλοκαίρι τρώγαμε εκεί. Τον χειμώνα το μαγερειό δεν πολύ χρησιμοποιούταν. Η μητέρα μου έχει φτιάξει ένα μικρό κουζινάκι στον πάνω όροφο του σπιτιού γιατί έκανε πολύ κρύο για να πηγαινοέρχεται στο μαγειρείο το καλοκαιρινό. Είχε κάνει ένα χώρισμα στη σάλα και είχε κάνει ένα μικρό κουζινάκι, ένα νεροχύτη δηλαδή και χωρίς κανονική βρύση. Το νερό το μεταφέραμε από τη μια βρύση που υπήρχε στην αυλή του σπιτιού με δοχεία και τα βάζαμε στο νιπτήρα, όπου εκεί έπλενε τα πιάτα δηλαδή και είχε ένα πετρογκάζ. Και το χειμώνα το σπίτι φυσικά δεν είχε κεντρική θέρμανση, είχαμε μια ξυλόσομπα στο ένα δωμάτιο, όπου εκεί ήταν όλη μας η ζωή. Είχε ένα διπλό κρεβάτι που κοιμόταν οι γονείς μου. Και είχε και ένα μονό κρεβάτι που κοιμόταν ο αδερφός μου και ένα ημίδιπλο που κοιμόμασταν η αδερφή μου και εγώ. Και ένα τραπέζι βέβαια που τρώγαμε και εκεί αυτό. Αυτή ήταν η επίπλωση του σπιτιού. Εκεί ήταν όλη μας η ζωή, τους δύσκολους μήνες του χειμώνα. Δηλαδή από τον Νοέμβριο, μέσα Νοεμβρίου μέχρι Μάρτη που ανοίγει ο καιρός και μπορούσαμε να πάμε και στο μαγερειό και να πάμε και στα άλλα δωμάτια χωρίς να έχουμε θέρμανση, γιατί η θέρμανση ήταν μόνο σε εκείνο το δωμάτιο. Τι άλλο για το σπίτι; Ναι. Δεν υπήρχε μπάνιο φυσικά, όπως σ' όλη την ελληνική επαρχία. Υπήρχε μια τουαλέτα στον κήπο που έπρεπε να πάμε και το χειμώνα και μετά χιόνια και με τη βροχή εκεί, μια τούρκικη τουαλέτα δηλαδή. Μπάνιο φυσικά, όπως είπα, δεν υπήρχε. Και που κάναμε μπάνιο; Μπάνιο κάναμε σε αυτό το δωμάτιο με τη θέρμανση. Στρώναμε ένα παλιό χαλί, βάζαμε και τη μεγάλη τη λεκάνη που την έλεγε η μαμά κοπάνα τη μεταλλική που έπλενε τα ρούχα και εκεί κάναμε μπάνιο ένας-ένας και οι άλλοι γυρίζανε την πλάτη για να μη βλέπουνε αυτόν που κάνει μπάνιο!
Ζώα υπήρχαν γύρω-γύρω; Είχατε;
Είχαμε κότες, είχαμε οπωσδήποτε κότες είχαν όλοι, είχαμε μια αγελάδα και όταν η αγελάδα πια μεγάλωσε και δεν θυμάμαι αν ψόφησε ή τι σφάξανε, δεν θυμάμαι ακριβώς πώς έγινε αυτό, Πήραμε μια κατσίκα για το γάλα μας πάντα, τουλάχιστο είχαμε το γάλα. Κατά διαστήματα ο μπαμπάς μου είχε κάνα δυο αρνάκια έτσι για να τα έχουμε για το Πάσχα και κρέας για την άνοιξη. Υπήρχε κάποια εποχή εκείνη τη δεκαετία του '70 ένα γαϊδούρι που βοηθούσε στις αγροτικές δουλειές. Ο μπαμπάς μου είχε τρακτέρ, όμως, από πάρα πολύ νωρίς, ασχολιότανε. Ήταν από τα πρώτα τρακτέρ που είχαν στο χωριό και καλλιεργούσε τα χωράφια μας, αλλά και χωράφια αλλωνών επί πληρωμή. Δηλαδή το Νοέμβρη εκτός από τα δικά μας τα χωράφια όργωνε και έσπερνε και αλλωνών χωράφια που δεν είχαν τρακτέρ.
Για τη διατροφή τώρα που το είπατε, πώς ήταν τα γεύματα συνήθως; Τι περιελάμβαναν; Μας είπατε δηλαδή κάτι.
Δεν πεινάγαμε. Καταρχήν να πω ότι εγώ ένιωθα ευτυχισμένα, πέρασα ευτυχισμένα παιδικά χρόνια, με όλες τις δυσκολίες. Που τις βλέπω τώρα σαν δυσκολίες, τότε δεν καταλάβαινα γιατί δεν υπήρχε καμία διαφορά. Όλοι έτσι, δεν ήξερα κάτι καλύτερο. Όλοι έτσι ζούσαμε, οι γονείς μας, μας αγαπούσαν, νοιάζονταν για μας. Είχαμε ένα πάρα πολύ υποστηρικτικό κοινωνικό περίγυρο. Ήταν οι [00:20:00]γιαγιάδες και οι παππούδες, οι γειτόνισσες, οι θείοι, οι συγγενείς. Κάναμε γλέντια, είχαμε ξαδέρφια πολλά, είχαμε φίλους στη γειτονιά, παίζαμε παιχνίδια στην εξοχή. Δεν, μπορεί να μην είχαμε καθόλου παιχνίδια, εννοώ κούκλες, μπάλες, lego που έχουν τώρα, playmobil και τέτοια δεν υπήρχανε, δεν... Ούτε στα όνειρά μας δεν τα ξέραμε. Φτιάχναμε μόνοι μας κούκλες με κουρελάκια και παίζαμε για το χειμώνα. Το καλοκαίρι δεν υπήρχε χρόνος για παιχνίδι, δουλεύαμε είπαμε, δουλεύουμε στα χωράφια, έπρεπε και εμείς να συνεισφέρουμε στο εισόδημα του σπιτιού. Μιλάω γρήγορα;
Μια χαρά, μια χαρά είναι.
Ωραία. Οπότε νιώθαμε πολύ ευτυχισμένοι. Η διατροφή μας ήταν πολύ απλή. Το καλοκαίρι ήταν πιο πλούσια, γιατί ο κήπος βάζαμε καλλιεργούσαμε, δηλαδή στο περιβόλι. Ντομάτες, πιπεριές, μελιτζάνες, μπάμιες, φασολάκια, οπότε είχε όλο αυτό το πλούσιο... Πολλά λαχανικά η διατροφή μας. Δηλαδή ένα εβδομαδιαίο μενού περιλάμβανε οπωσδήποτε γεμιστά, οπωσδήποτε πιπεριές ψητές, τηγανίτες, μελιτζάνες μαγειρεμένες με διάφορες μορφές ιμάμ μπαϊλντί, μουσακά. Είχε το καλοκαίρι είχε πράγματα. Οπωσδήποτε όσπρια τουλάχιστον 2 φορές τη βδομάδα φασόλια και φακές. Κρέας και κιμά πιο, είχε μια φορά τη βδομάδα. Με κάποιο κοτόπουλο ίσως από αυτά που είχαμε τα δικά μας. Αργότερα είχε και χασάπικο στο χωριό που μπορείς να αγοράσαμε. Ψάρια πιο σπάνια, αν περνούσε κάποιος ψαράς και έφερνε σαρδέλες και γαύρους και τέτοια, που ήταν πολύ φθηνά κιόλας τότε παίρναμε. Αλλά περνούσε πολύ σπάνια ο ψαράς, δηλαδή δεν νομίζω ότι τρώγαμε μια φορά την εβδομάδα ψάρι. Πάρα πολλές πίτες, πάρα πολλές πίτες, πίτες με κολοκύθι, κάνουν πολύ ωραίες πίτες στο χωριό. Πίτες με κολοκύθα, πίτες με γάλα, πίτες με λαχανικά, πίτες με μελιτζάνα, πολλές πίτες. Και το χειμώνα ήταν λίγο πιο δύσκολα τα πράγματα, γιατί δεν υπήρχαν λαχανικά, δεν υπήρχε μανάβης στο χωριό. Πολλές φορές θυμάμαι τη γιαγιά μου που μάζευε λάχανα το καλοκαίρι, λάχανα διαφορά απ’ τον κήπο, λάπαθα, σπανάκι, που είχανε και τα έπλενε, τα έκοβε και τα αποξέρανε, για να κάνουν το χειμώνα πίτες. Το χειμώνα, λοιπόν, η διατροφή ήτανε όσπρια. Λάχανο, λάχανο το καρμπολάχανο που το λένε στο χωριό, το κεφάλι το λάχανο, εννοώ, λάχανο κουνουπίδι. Τουρσιά, πολλά λάχανα κουνουπίδια, πιπεριές που βάζαν το καλοκαίρι, ντομάτες. Σαλάτα μόνο λάχανο, κυρίως το χειμώνα. Όσο ήταν τα σπανάκια πάλι μπορούσε, γιατί μετά όταν αρχίζει το κρύο από τέλη Νοέμβρη ήταν πιο δύσκολο να βρεις λαχανικά στο χωριό. Ότι ήταν αποξηραμένο και ότι ευδοκιμούσε το χειμώνα, τα λάχανα και τα κουνουπίδια δηλαδή. Σούπες, πολλές σούπες, κάποια κοτόσουπα που υπήρχαν κοτόπουλα τα δικά μας που εκτρέφαμε. Ναι σφάζαμε και τον χοίρο τον Δεκέμβρη, πριν τα Χριστούγεννα. Ήταν σφάζαμε τον χοίρο. Όλο το χωριό αντιλαλούσε από τα... Πώς να το πω; Δεν ήταν τσιρίγματα, ήταν το σκούξιμο του γουρουνιού που το σφάζανε. Σφάζαν τον χοίρο, λοιπόν, και κάνανε πατσά. Κάνανε λουκάνικα που κρατούσαν ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, δηλαδή μπορεί να κρατούσαν... Κάναν αρκετά λουκάνικα μπορεί να κρατούσαν και όλο το Γενάρη, δεν θυμάμαι ακριβώς πότε τέλειωναν. Βάζανε κρέας μέσα στη λίγδα. Η λίγδα είναι το λίπος του χοίρου. Το κόβανε σε κομμάτια, το λιώνανε σε κατσαρόλες και το μεταγγίζαν σε κάποια δοχεία. Μέσα λοιπόν σε εκείνο το λίπος βάζανε ψημένο κρέας και αυτό διατηρούνταν, επειδή δεν έπαιρνε αέρα, διατηρούνταν για πάρα πολύ καιρό. Και αυτός ήταν ένας καλός μεζές, μέσα στο χειμώνα, που είπαμε ήταν πιο δύσκολα τα πράγματα από άποψη διατροφής. Οπότε το χειμώνα υπήρχε ο χοίρος, οι κότες για κρέας, αυγά που είχαμε απ' τις κότες, διαφόρων ειδών σούπες. Αυτά.
Γλυκά υπήρχανε;
Ναι. Υπήρχαν και γλυκά, όχι πολύ πολύπλοκα γλυκά. Υπήρχαν τα γλυκά του κουταλιού, που τα φτιάχναμε το καλοκαίρι. Καρύδι, σύκο, καρπούζι, ακόμη και το κολοκύθι φτιάχναμε γλυκό. Κυρίως αυτά νομίζω τα φρούτα φτιάχναμε εμείς. Καμιά φορά κανένα φιρίκι, κυδώνι. Κυδώνι, αυτά θυμάμαι. Εσπεριδοειδή στο χωριό δεν είχαμε, δεν, που γίνονται πολύ ωραία γλυκά. Δεν είχαμε λεμονιές, πορτοκαλιές δεν ευδοκιμούν εκεί. Αν περνούσε κανείς μανάβης και έφερνε ωραία πορτοκάλια για γλυκό, μπορεί να έφτιαχναν και γλυκό πορτοκάλι. Μετά, τα άλλα γλυκά που φτιάχναμε ήτανε ο χαλβάς ο φαρσαλινός, που τον λέγανε ψευτοχαλβάς φαρσαλινός, δεν ήταν ακριβώς φαρσαλινός. Δηλαδή ήταν ένα γλυκό που γινόταν με καμένη ζάχαρη, για το χρώμα, με νισεστέ, νισεστές ήταν το κορν φλάουρ περίπου και νερό και λίγο λαδάκι. Και γινότανε, έπηζε αυτό, το βάζαμε στο ταψάκι και ήταν για εμάς ωραίο γλυκό τότε. Τώρα δεν ξέρω αν θα αρέσει γαιτί υπάρχει πολύ μεγάλη ποικιλία. Τι άλλα γλυκά φτιάχνανε; Φτιάχναν και γλυκές πίτες, γαλατόπιτα, κολοκυθόπιτα, μπακλαβά, καρυδόπιτα. Ναι φτιάχνανε στις γιορτές τα Χριστούγεννα μελομακάρονα, το Πάσχα τσουρέκια. Ναι είχαν, υπήρχαν και γλυκά. Και σοκολατάκια που τα κλέβαμε εμείς τα παιδιά από κει που τα φυλάγανε οι μητέρες μας για να έχουνε να φιλοξενήσουν κάποιος επισκέπτης που μπορεί να έρχονταν.
Πώς τα κλέβατε δηλαδή;
Τα κλέβαμε. Τα κλειδώνανε και εμείς βγάζαμε― έχει πολύ πλάκα αυτό. Υπήρχε ένα σερβάν εκεί πέρα που φύλαγαν τα επίσημα ποτήρια και πιατάκια για να φιλοξενούν τους επισκέπτες, αλλά είχαμε βρει ένα κόλπο: βγάζαμε το συρτάρι που δεν κλείδωνε, βάζαμε το χέρι μέσα, πιάναμε το γλυκό τα σοκολατάκια και τα τρώγαμε!
Μια χαρά! Ωραία. Να κάνω μια ερώτηση; Μου γεννήσατε πολλές απορίες. Οι γιαγιοπαππούδες, γιαγιάδες παππούδες μένατε στο ίδιο σπίτι ή σε άλλο;
Όχι στο σπίτι μας, ναι, δεν είχαμε γιαγιάδες και παππούδες. Ο παππούς μου, του μπαμπά μου ο πατέρας είχε πεθάνει, όταν εγώ ήμουν 1,5 χρονών, οπότε τον θυμάμαι αμυδρά. Η γιαγιά μου έμενε, όταν παντρεύτηκε ο μικρός αδερφός του πατέρα μου, πήγε με το θείο μου. Εγώ δηλαδή έμενα με την γιαγιά μου μέχρι τα 5 μου, ήταν η γιαγιά στο σπίτι. Μετά δεν είχαμε γιαγιά στο σπίτι ούτε παππού. Ήτανε ο μπαμπάς, η μαμά και εμείς τα αδέρφια μου και εγώ. Βέβαια, απ’ την πλευρά της μαμάς μου, η γιαγιά έμενε στο δικό της σπίτι, αλλά ερχόταν πάρα πολύ συχνά και βοηθούσε. Όταν η μαμά ήταν στο, όταν οι γονείς μου ήταν στο χωράφι και εμείς ήμασταν πολύ μικρά, πριν ακόμη πηγαίνουμε στο χωράφι, ερχόταν για λίγο τρέχοντας, γιατί ήταν πολύ νέα και είχε πάρα πολλές δουλειές. Η γιαγιά μου είχανε κοπάδι πρόβατα, οπότε δεν είχε πάρα πολύ χρόνο. Αλλά παρόλα αυτά πεταγόταν να δει τι κάνουμε μέχρι να επιστρέψουν από το χωράφι. Όχι μένανε μόνα μας. Οι γονείς μου στο χωράφι, εντάξει ερχόταν γύρω στις 08:30, αλλά εμείς ξυπνούσαμε τόσο μικρούλια που ήμασταν και δεν ήταν κάνεις στο σπίτι, ήταν στο χωράφι. Το ξέραμε βέβαια αυτό ότι θα πρέπει να μείνουμε για λίγο χρόνο μόνοι μας μέχρι να επιστρέψουν από το χωράφι. Αλλά να σου πω την αλήθεια μου φαινότανε αυτή λίγη ώρα, δηλαδή ξυπνούσαμε εμείς στις 07:00 η ώρα και οι γονείς μας ερχόντουσαν στις 08:30 από το χωράφι, μου φαινόταν χρόνος, γιατί εγώ σαν πρωτότοκη είχα και την ευθύνη των πιο μικρών αδερφών. Εγώ έτσι το ένιωθα, δηλαδή να φανταστείς ήμουνα εγώ ένα καλοκαίρι, για καλοκαίρι μιλάμε τώρα [00:30:00]που έλειπε γιατί τον χειμώνα δεν έλειπε η μητέρα μου από το σπίτι. Ήμουνα 5,5 περίπου, η αδερφή μου ενός, ήταν μωρό, χρειαζόταν να αλλάξει πάνα, ο αδερφός μου ήταν 1,5 χρόνο μικρότερος― πόσο ήτανε; Τεσσάρων, οπότε 3 πολύ μικρά παιδιά μόνα τους στο σπίτι. Και εγώ σα μεγαλύτερη ένιωθα βαριά την ευθύνη ότι έπρεπε να φροντίζω τα μικρότερα αδέρφια μου και τα φρόντιζα. Δηλαδή, αν λερωνόταν η αδερφή μου που ήταν μωρό πήγαινα στη γειτόνισσα που δεν είχε καπνό και δεν ήταν στο χωράφι και φώναζα να ‘ρθει να την αλλάξει. Και περιμέναμε να ‘ρθουν οι γονείς μας.
08:30 η ώρα γυρνάγαν από το χωράφι―
Το πρωί―
Το πρωί. Τι ώρα πηγαίνανε;
05:00.
Δηλαδή ποια είναι η τυπική, το τυπικό πρόγραμμα στο χωράφι.
Λοιπόν στο χωράφι για το μάζεμα του καπνού εκείνη την εποχή ήτανε, ξυπνάγανε μπορεί και 04:30 τότε, που δεν πηγαίναμε εμείς. Γιατί ήταν ακριβώς για να προλάβουν να μαζέψουν και να ‘ρθουν πριν ξυπνήσουμε εμείς ή τουλάχιστον όσο το δυνατόν πιο νωρίς στο σπίτι, γιατί θα ξυπνούσαμε εμείς που ήμασταν πολύ μικρά παιδιά. Μπορεί να ξυπνάγανε και 04:00 η ώρα, να ήταν 04:30 στο χωράφι, να φεύγανε να δουλεύανε από τις 04:30 μέχρι τις 08:00, γιατί θέλαν και κάποιον χρόνο να επιστρέψουν από το χωράφι για να είναι 08:00 η ώρα στο σπίτι. Εγώ θυμάμαι ότι ήταν εκεί 08:30 με 09:00 η ώρα. Δηλαδή όταν έσκαγε ο ήλιος από τον Όλυμπο περίπου, τότε ερχόταν οι γονείς στο σπίτι. Άρα δουλεύανε περίπου 05:00 ώρες στο χωράφι, να μαζέψουν τον καπνό και ερχόντουσαν στο σπίτι, για να το κάνουν φύλλο-φύλλο στη βελόνα.
Το ίδιο πρόγραμμα κάνατε κι εσείς όταν―
Όχι―
Πηγαίνατε λίγο πιο αργά;
Όχι πηγαίναμε λίγο πιο αργά και γυρνάγαμε λίγο πιο αργά εφόσον είχαμε μεγαλώσει λίγο πιο πολύ. Δεν μπορούσαμε να ξυπνάμε 04:00 η ώρα, αλλά 05:30 ώρα ξυπνάγαμε για να ‘μαστε 06:00 η ώρα στο χωράφι. Ή 05:00 ξυπνάγαμε για να ‘μαστε εκεί και γυρνάγαμε κατά τις 09:30. Και μετά όταν ήρθαν οι μηχανές γυρνάγαμε πολύ πιο αργά. Γυρνάγαμε 11:00 δηλαδή δουλεύαμε μέσα στη ζέστη, γιατί βάζαμε πιο πολλά στρέμματα. Είχαμε πιο μεγάλες ποσότητες, ήταν πιο ανεπτυγμένο το, ο καπνός γινόταν πιο ψηλός πιο μεγάλα τα φύλλα, πιο πολλά στρέμματα. Δουλεύαμε πιο πολλές ώρες στο χωράφι, γιατί στο σπίτι ακριβώς η δουλειά έβγαινε πιο γρήγορα και κάναμε, βγάζαμε πιο πολλά κιλά. Παίρναμε πιο πολλά χρήματα.
Ωραία. Το χωριό μπορείτε έτσι να μας το περιγράψετε λίγο; Αν είχε μαγαζιά. Είπατε πριν δεν είχε μανάβικο π.χ. Δεν είχε καταστήματα, είχε―
Όχι. Είχε μπακάλικα, τα οποία μπακάλικα, ναι, φέρνανε κανένα καρπούζι. Βέβαια κατά διαστήματα, αλλά όχι πολύ τακτικά, περνάγανε μανάβηδες περιπλανώμενοι, με αυτοκίνητα. Εκείνη την εποχή, όχι τόσο με μαναβική, όσο με φρούτα. Δηλαδή πέρναγε κάποιος πουλούσε καρπούζι, πέρναγε κάποιος πουλούσε ροδάκινα. Φρούτα κυρίως, μαναβική δύσκολα. Γιατί ‘βάζαν στους κήπους. Δεν είχε μανάβικο το χωριό. Ο μανάβης έφερνε, κατά διαστήματα, κανένα φρούτο, όχι μαναβική μαναβική να μπορείς να βρεις ντομάτες. Ίσως κάνα τελάρο ντομάτες την άνοιξη το Πάσχα; Δεν θυμάμαι πολύ καλά, αλλά όχι μαναβική μαναβική. Είχε μπακάλικα, είχε καφενεία, μπακάλικα και καφενεία. Τίποτα άλλο. Όχι ταβέρνα. Τα καφενεία βέβαια ήταν και λίγο, όχι ακριβώς ταβέρνες, αλλά είχανε σουβλάκια, είχανε ψητά κοτόπουλα, καμιά σαλατίτσα τέτοια.
Εσείς πηγαίνετε σε αυτά;
Που και που. Τις Κυριακές το απόγευμα φροντίζαμε να μην πάμε στο χωράφι. Δουλεύαμε κάθε μέρα. Όταν ήταν πολύ φούρια μπορεί να μην σταματούσαμε ούτε την Κυριακή απόγευμα, γιατί πηγαίναμε... Nαι, παρέλειψα να πω ότι, γιατί δεν πηγαίναμε μόνο το πρωί. Λοιπόν πηγαίναμε το πρωί, γυρνάγαμε περνάγαμε τον καπνό. Το μεσημέρι φροντίζαμε, δεν ξέρω πολλές φορές δεν προλαβαίναμε να ξεκουραστούμε, τρώγαμε. Ξανά συνεχίζαμε να περνάμε τον καπνό όταν ήταν με τη βελόνα και κατά τις 17:00 η ώρα το απόγευμα ξανά πηγαίναμε στο χωράφι, ξανά μαζεύαμε καπνό. Και ξανά περνάγαμε τον καπνό μέχρι τις 24:00 η ώρα το βράδυ, μέχρι που τελείωνε. Κοιμόμασταν πάρα πολύ λίγες ώρες. Και περιττό να πω σχεδόν όχι μπάνιο κανονικό, πλέναμε τα πόδια μας, τα χέρια μας και το πρόσωπό μας και πηγαίναμε για ύπνο. Και την άλλη μέρα το ίδιο. Μπάνιο κάναμε το Σάββατο ή την Κυριακή που θα βγαίναμε βόλτα. Εντάξει το καλοκαίρι μπορεί να κάναμε πιο πολλές φορές, επειδή δεν έκανε πολύ κρύο, μπορεί να κάναμε, να παίρναμε μια λεκάνη και να κάναμε στην αποθήκη ένα μπάνιο όταν μεγαλώσαμε λίγο πιο πολύ και το είχαμε ανάγκη, αλλά δεν υπήρχαν αυτές οι ευκολίες να μπορείς να πεις: «Θα μπω κάτω από το ντους και να κάνω ένα μπάνιο».
Υπήρχε κάποια τελετουργία το Σάββατο στο μπάνιο, δηλαδή ότι θα πάει το ένα παιδί μετά θα πάει το άλλο.
Ναι ναι.
Κάπως συγκεκριμένα;
Τον χειμώνα είπαμε, ένας-ένας έκανε μπάνιο. Τον βοηθούσε και η μαμά φυσικά, γιατί έπρεπε κάποιος να χύνει νερό με ένα κατσαρολάκι, ας πούμε, να πλυθεί. Και οι άλλοι έπρεπε να κοιτάζουν τον τοίχο, για να μπορεί να κάνει μπάνιο αυτός που έκανε.
Και λέγατε και για, την Κυριακή που πηγαίνατε;
Ναι!
Όταν βγαίνατε;
Την Κυριακή λοιπόν, όταν δεν είχε μεγάλη φούρια και δεν καιγόταν το καπνό, γιατί έπρεπε να μαζευτεί αλλιώς κιτρίνιζε και πήγαινε χαμένο. Μετά το πετούσες. Οπότε, αν υπήρχε πολύ μεγάλη φιούρια και δεν καιγόταν το καπνό, την Κυριακή απόγευμα λοιπόν κάναμε το μπάνιο μας, φοράγαμε τα καλά μας και κάναμε τη βόλτα. Πρώτα κάναμε τη βόλτα. Υπήρχε ένας δρόμος στο χωριό που κάναμε πάνω-κάτω όλα, όλοι οι νέοι του χωριού. Και οι πιο μεγάλοι άνθρωποι, εννοώ που ήταν φρεσκοπαντρεμένοι, οι νέοι τέλος πάντων άνθρωποι. Κάναμε βόλτα και εκεί αυτό ήταν η κοινωνικοποίηση μας ουσιαστικά. Και το εντός εισαγωγικών ή εκτός εισαγωγικών «το νυφοπάζαρο». Εκεί γνωριζόντουσαν οι νέοι και οι νέες και ερωτευόντουσαν και γινόντουσαν μετά τα προξενεία και για να παντρευτούνε. Και εμείς πιο μικρά παιδιά εκεί βρίσκαμε τους φίλους μας, να παίξουμε λίγο. Και μετά, αφού τελείωνε η βόλτα λοιπόν και βρίσκαμε τους φίλους μας και τις παρέες μας, καθόμασταν στα καφενεία να φάμε ένα γλυκό. Ένα πονηρό, ένα κανταΐφι, ένα μπακλαβά ένα ροξ, αυτά ήταν τα γλυκά, ένα κορνέ. Τα ξέρεις αυτά τα γλυκά;
Το πονηρό δεν ξέρω. Πονηρό.
Ναι, εντάξει ήταν κάτι όπως είναι το κορνέ, ήταν με κακάο ήταν πιο σκούρο και είχε κρέμα πατισερί η γέμισή του και με σιρόπι απ' έξω.
Το ζαχαροπλαστείο στο χωριό ήταν;
Δεν ήταν ζαχαροπλαστείο, ήταν καφενείο τα οποία τα γλυκά... Όχι, δεν είχε ζαχαροπλαστείο το χωριό. Τα γλυκά τα φέρανε από την Ελασσόνα ίσως, δεν ξέρω ακριβώς, από άλλα ζαχαροπλαστεία. Ερχόνταν μετά οι άνθρωποι με το αυτοκίνητο και προμηθεύονταν τα καφενεία. Δεν είχε ζαχαροπλαστείο το χωριό. Αλλά όλα τα καφενεία είχανε γλυκά.
Και καθόσασταν εκεί πέρα παρέες τύπου όλα τα παιδιά ή η οικογένεια; Πώς ήταν η έξοδος;
Άλλες φορές με την οικογένεια και άλλες φορές με τους φίλους. Όταν ήμασταν μικρά με την οικογένεια. Όταν μεγαλώσαμε λίγο, ας πούμε 10 χρόνων με τα ξαδέρφια μας πιθανόν, με τους φίλους μας.
Και όταν λέγατε φορούσατε τα καλά σας; Τι φορούσατε δηλαδή; Θυμάστε τα ρούχα;
Τα ρούχα που ήταν για την... Όχι τα καλοκαιρινά, όχι τα καθημερινά που φορούσαμε στο σπίτι για να κάνουμε δουλειές. Φορούσαμε ένα ωραίο φουστανάκι, τα πιο καλά μας παπούτσια. Μπορεί να είχαμε και ένα τσαντάκι, να βάζουμε το πορτοφολάκι μας, αυτά τα 2-3 τις δραχμούλες μας για να πάρουμε το γλυκό μας.
Άλλες κοινωνικές έτσι οι γιορτές ή τραπεζώματα που να θυμάστε;
Τώρα οι κοινωνικές εκδηλώσεις ήτανε πανηγύρια, εννοώ που συγκεντρώνανε πολύ κόσμο. Μεγάλες γιορτές θρησκευτικές, όπως ο Δεκαπενταύγουστος, που έρχονταν οι πολλοί ξένοι κυρίως οι ξενιτεμένοι. Γιατί είχαν φύγει πάρα πολλοί άνθρωποι στις ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως Γερμανία. Πάρα πολλοί άνθρωποι στον Καναδά και στην Αυστραλία, πάρα πολλοί, οι οποίοι [00:40:00]ερχόντουσαν βέβαια όχι κάθε καλοκαίρι, πιο σπάνια αυτοί οι άνθρωποι. Είχε φύγει πάρα πολύς κόσμος στις μεγάλες πόλεις στην Ελασσόνα, στη Λάρισα, πάρα πολλοί στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι επιστρέφαν κυρίως το Δεκαπενταύγουστο, να περάσουν λίγες μέρες στο χωριό, να δουν τους δικούς τους, να ανταμωθούν όλοι μαζί. Οπότε, τότε δεν είχε πανηγύρι το χωριό, αλλά ήταν σαν πανηγύρι όμως επειδή μαζεύονταν τόσο πολύς κόσμος. Όλα τα μαγαζιά είχανε κόσμο, όλα τα καφενεία ήτανε γεμάτα. Άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις ήτανε γάμοι, βαφτίσεις. Το Πάσχα μάζευε πάρα πολύ κόσμο, επίσης ερχόταν όλος ο κόσμος που έλειπε από το χωριό. Να φανταστείς ότι όταν πήγαινα Δημοτικό Σχολείο το σχολείο είχε 120 παιδιά περίπου, ήταν ένα τετραθέσιο δημοτικό σχολείο. Δηλαδή είχε πρώτη ξεχωριστή, Δευτέρα ξεχωριστή, η Τρίτη, Τετάρτη μαζί, Πέμπτη Έκτη μαζί. Δεν υπήρχε νηπιαγωγείο. Νηπιαγωγείο έγινε περίπου το '70 γιατί η αδερφή μου που είναι πιο μικρή από μένα πήγε νηπιαγωγείο. Εγώ δεν πήγα νηπιαγωγείο. Λοιπόν περίπου είχε 120 παιδιά το χωριό και τώρα δεν έχει σχολείο, έκλεισε. Έχει τόσο λίγα παιδιά που πηγαίνουν με ταξί νομίζω, κάποια λίγα που έχει στο πιο μεγάλο χωριό στην Καλλιθέα που έχει και Γυμνάσιο και Λύκειο. Οπότε φαντάσου πόσος κόσμος στο χωριό και πόσος κόσμος έφυγε, άδειασε ουσιαστικά το χωριό. Γιατί έφυγε ο κόσμος να βρει καλύτερες δουλειές. Γιατί, όπως είπα, ήταν πάρα πολύ δύσκολη η καλλιέργεια του καπνού και τα χρήματα λίγα, δεν ήταν πολλά. Οπότε έφυγε πολύς κόσμος και στην Ευρώπη και στις μεγάλες ελληνικές πόλεις. Γιατί δεν υπήρχε, δεν υπήρχε. Ήταν, είναι και το κλίμα του χωριού δύσκολο. Δεν είναι, όπως ας πούμε στην Πελοπόννησο στην Κρήτη που όλο το χρόνο κάτι παράγει. Παράγει μόνο το καλοκαίρι, τον χειμώνα δεν παράγει τίποτα και το χειμώνα οι άνθρωποι δεν είχανε δουλειά. Οι άντρες καθόντουσαν στο καφενείο γιατί δεν είχαν δουλειά να κάνουνε. Δεν υπήρχε κάτι άλλο να ασχοληθούν στο χωριό. Οπότε φεύγανε οι άνθρωποι, δεν μπορούσαν να κάθονται στο καφενείο, φεύγανε για να βρούνε μεροκάματο. Ανοίγαν πάρα πολλά καταστήματα. Δηλαδή πολλοί από το χωριό μου άνθρωποι, στη Θεσσαλονίκη ανοίξανε ταβέρνες, κυρίως τέτοια καταστήματα εστίασης.
Ωραία. Δηλαδή εσείς πήγατε εκεί δηλαδή στο Δημοτικό που μας περιγράψετε τώρα.
Δημοτικό ναι, πήγα στο χωριό. Και μετά Γυμνάσιο και Λύκειο, τότε ήταν το εξαθέσιο Γυμνάσιο, δίναν εξετάσεις για να πάμε στο Γυμνάσιο. Πολύ λίγα παιδιά πήγανε Γυμνάσιο από την ηλικία μου και πολύ λιγότερα σπουδάσανε. Πάρα πολύ λίγα. Δίναμε εξετάσεις για να μπούμε στο Γυμνάσιο, οπότε και αυτό ήταν ένα... Αλλά δεν ήταν νομίζω μόνο το πρόβλημα οι εξετάσεις, το πρόβλημα ήταν ότι πολλοί γονείς δεν θέλαν τα παιδιά τους να σπουδάσουν. Θέλαν να μείνουν στο χωριό και να συνεχίσουν τις δουλειές του σπιτιού, τις αγροτικές δουλειές. Ή φεύγανε στις μεγαλουπόλεις για να βγάλουν ένα μεροκάματο. Οπότε πολύ λίγα παιδιά σπουδάζαμε. Ναι, έδωσα εξετάσεις και πήγα Γυμνάσιο και Λύκειο στην Ελασσόνα. Μόνη, χωρίς τους γονείς. Όχι μόνο εγώ, όλα τα παιδιά που αποφασίσαμε ότι θα πάμε σχολείο να συνεχίσουμε τις σπουδές μας. Νοικιάζαμε ένα δωμάτιο, με κάποιο άλλο παιδί, με κάποια άλλα παιδιά και μέναμε μόνα μας. Προσπαθούσαμε να μαγειρέψουμε, μας ‘στέλναν και οι γονείς κάθε Κυριακή με το λεωφορείο ένα δέμα, που κυρίως περιείχε ψωμί, το κυριακάτικο φαγητό που είχε κάποιο κρέας. Τις υπόλοιπες μέρες μαγειρεύαμε μόνοι μας. Μαγειρεύαμε τραχανά, φασόλια, φακές, κανένα σπανακόρυζο γιατί η Ελασσόνα έχει και μανάβη, είχε και μαγαζιά δηλαδή μπορούσαμε να ψωνίσουμε αν είχαμε χρήματά. Μας έστελνε καμιά πίτα.
Δηλαδή εσείς φύγατε στα 11 ας πούμε από το χωριό;
Ε περίπου 11,5 ήμουνα.
11,5.
Ναι.
Και πήγατε μόνη σας;
Εντάξει δεν πήγα μόνη μου 11,5 χρονών. Με τους γονείς μου πήγαμε, βρήκαμε το σπίτι που θα έμενα. Έμενα με μια μεγαλύτερή μου ξαδέρφη, μου αγοράσανε ένα κρεβάτι, με το στρώμα μου. Μου φέραν τα πράγματα, τα λίγα ρούχα. Μια βελέντζα, γιατί δεν υπήρχαν παπλώματα ούτε σεντόνια τότε. Μια βελέντζα. Ξέρεις τι είναι οι βελέντζες; Είναι η φλοκάτη. Μια φλοκάτη για να σκεπάζομαι το χειμώνα και την άνοιξη και το φθινόπωρο δεν θυμάμαι με τι σκεπαζόμουνα, ίσως με μια πικέ κουβέρτα. Δεν θυμάμαι ακριβώς. Πολύ λίγα πράγματα, πολύ λιτά πράγματα, ένα δωμάτιο με ένα τραπέζι, μια σόμπα. Και μια κοινή κουζίνα και όχι μπάνιο, δεν υπήρχε μπάνιο επίσης. Υπήρχε μια τούρκικη τουαλέτα κοινή έξω από το σπίτι και στην Ελασσόνα, όχι διαμέρισμα με μπάνιο.
Και πώς νιώσατε όταν φύγατε έτσι να―
Πάρα πολύ ωραία εγώ. Γιατί άλλα παιδιά, έβλεπα φίλους κλαίγανε, θέλαν τους γονείς τους, δεν περνάγαν καλά. Εγώ πέρναγα πάρα πολύ ωραία, δεν είχα κάποιον να μου λέει τι να κάνω. Αν ήθελα διάβαζα, αν ήθελα έπαιζα, αν ήθελα έτρωγα, αν ήθελα κοιμόμουνα, αν ήθελα σηκωνόμουνα. Ένιωθα πολύ ανεξάρτητη και ελεύθερη. Βέβαια η αλήθεια είναι ότι ήταν η θεία μου στο σπίτι, δηλαδή νοίκιαζα ένα δωμάτιο στης θείας μου το σπίτι, στο υπόγειο, ας πούμε. Ε και ήταν οι ξαδέρφες μου, είχε πολλά παιδιά η γειτονιά παίζαμε. Περνούσαμε πολύ ωραία. Τώρα το φαγητό δεν μας ενδιέφερε και τόσο. Εντάξει.
Αλλά, ας πούμε, έτυχε καμιά φορά να αναστατωθείτε με κάποιο γεγονός και να μην έχετε, ας πούμε, εκεί τη μαμά κοντά;
Καθόλου, καθόλου. Καθόλου. Να φανταστείς τότε πηγαίναμε και Σάββατο σχολείο, μόνο η Κυριακή ήταν μέρα αργία, όπου όχι ακριβώς αργία, υπήρχε και ο υποχρεωτικός εκκλησιασμός. Όλα τα παιδιά λοιπόν, κάθε Σάββατο μετά το σχολείο παίρναν το λεωφορείο και πηγαίναν στο χωριό για να γυρίσουν την Κυριακή το απόγευμα. Εμένα μου φαινόταν πάρα πολύ βαρετό αυτό, γιατί παίρναμε το απογευματινό λεωφορείο, φτάναμε στο χωριό το χειμώνα ήταν σχεδόν νύχτα. Κοιμόμασταν, πηγαίναμε το πρωί στην εκκλησία, γυρνάγαμε τρώγαμε, παίρναμε το λεωφορείο και ξανά γυρνάγαμε. Δεν είχαμε καθόλου ελεύθερο χρόνο και δεν πήγαινα πολύ συχνά. Πήγαινα μια φορά το μήνα στο χωριό. Ήθελα δηλαδή αυτή τη μέρα να τη χαρώ. Τι μέρα, ποια μέρα; Αφού αυτές τις λίγες ώρες, γιατί στην ουσία ήταν ο εκκλησιασμός το πρωί και δεν είχαμε πολύ χρόνο. Έπρεπε να διαβάσουμε, πάντα βρισκόταν χρόνος για παιχνίδι. Αλλά όχι δεν, δεν μου λείπανε οι γονείς μου. Μου άρεσε πάρα πολύ που ήμουν έτσι ανεξάρτητη και δεν μου λέγαν τι να κάνω.
Και δεν γκρίνιαζαν που δεν πηγαίνατε; Τι σας λέγανε γενικά ή όταν φύγατε;
Όχι, δεν μου λέγανε. Εντάξει είχαν και την ασφάλεια ότι ήταν η αδερφή του μπαμπά μου πολύ κοντά μας και μας πρόσεχε. Δεν μπορούσε να μας φροντίζει, γιατί είχε πάρα πολλά παιδιά και εκείνη. Είχε 3 δικά της, το 1 της παιδί ήταν και άρρωστο και έπρεπε να το φροντίσει πάρα πολύ. Επίσης είχε 1 παιδί της αδερφής της, που ήταν στη Γερμανία μετανάστρια και το παιδί είχε μείνει εδώ για να πάει σχολείο, στο ελληνικό σχολείο. Οπότε και εκείνη δεν είχε πολύ χρόνο να ασχολείται μαζί μας, αλλά εντάξει είχε μια έγνοια.
Θέλετε να μας πείτε τι θυμάστε ή κάτι σημαντικό από το σχολείο και από το Δημοτικό γιατί δεν είπαμε τίποτα από το Δημοτικό και μετά από το Γυμνάσιο. Ας πούμε σας άρεσε το σχολείο τότε;
Ναι ναι ναι, μου άρεσε πάρα πολύ παρόλο που οι δάσκαλοι ήταν πάρα πολύ αυστηροί. Καταρχήν δέρνανε, αν γινόταν μια αταξία δέρνανε. Υπήρχε και η συλλογική ευθύνη, αν κάποιος έκανε μια αταξία και δεν λέγαμε, φυσικά δεν λέγαμε, δεν τον καρφώναμε ποιος ήταν, όλη η τάξη έτρωγε ξύλο. Ήταν πάρα πολύ αυστηροί, έπρεπε να είμαστε πάρα πολύ ήσυχοι. Αλλά μου άρεσε το [00:50:00]σχολείο, μου άρεσε πάρα πολύ γιατί ρουφούσα τα πάντα, που μας λέγανε οι δάσκαλοι. Αυτοί ήτανε, αυτό το σχολείο ήταν ένα παράθυρο στον κόσμο. Είχε βιβλία, είχε δανειστική βιβλιοθήκη που μου άρεσε πάρα πολύ και δανειζόμουνα. Συναντιόμασταν με παιδιά, με τους φίλους μας, ήταν κοινωνικοποίηση. Ήταν οι γιορτές, γιατί ήταν σημαντικά γεγονότα για μας οι εθνικές γιορτές, οι γιορτές των Χριστουγέννων, οι γιορτές της λήξης του σχολικού έτους, οι γιορτές της αποκριάς. Ναι, ναι ήταν πάρα πολύ ωραία. Κάναμε πολύ ωραίες εθνικές εορτές που μας άρεσαν. Πάντα συμμετείχα στα θεατρικά που γινότανε, είχα πρωταγωνιστικούς ρόλους και μου άρεσε. Περνάγαμε ωραία, ναι. Μου άρεσε το σχολείο, παρόλο που σου είπα, οι δάσκαλοι ήταν πολύ αυστηροί. Ήταν και περίοδος της Χούντας, κάναμε και κατηχητικό που να σου πω και αυτό μου άρεσε. Τότε, τότε μου άρεσε. Ήταν ιστορίες, μαθαίναμε καινούργια πράγματα ιστορίες για τη ζωή του Χριστού, τότε ήταν σημαντικά για μας αυτά.
Στο κατηχητικό αυτά; Ήταν υποχρεωτικό ή απλά πηγαίναν όλα τα παιδιά;
Ήτανε... Δεν ήτανε εκτός σχολείου. Το κατηχητικό γινότανε εντός σχολικού ωραρίου. Νομίζω ήταν μια ώρα την εβδομάδα, ήταν απόγευμα. Καταρχήν το σχολείο τότε δεν ήταν μόνο πρωινό ωράριο, πηγαίναμε πρωί απόγευμα. Πηγαίναμε, δεν θυμάμαι, 08:00 ή 08:30 το πρωί ακριβώς, μεσημέρι πηγαίναμε στο σπίτι τρώγαμε. Και κατά τις 17:00- 16:00, δεν θυμάμαι ακριβώς την ώρα ξανά πηγαίναμε στο σχολείο. Κάναμε κυρίως μαθήματα καλλιτεχνικά, κατηχητικό, δεν κάναμε γλώσσες και τέτοια μαθήματα. Κάναμε μαθήματα έτσι πιο, που δεν χρειαζόταν μεγάλη συγκέντρωση, μαθήματα που μας αρέσαν, λιθογραφία, καλλιτεχνικά κυρίως καλλιτεχνικά μαθήματα κάναμε και κατηχητικό τέτοια.
Θυμάστε κάνα δάσκαλο που να ‘χατε καλή σχέση με την έννοια να σας επηρέασε, να τον θαυμάζετε;
Ναι, τους θυμάμαι όλους τους δασκάλους. Θυμάμαι μια δασκάλα νέα που είχε έρθει να αναπληρώσει τη δασκάλα που είχαμε από την αρχή της χρονιάς, που την είχαμε για πολύ λίγο διάστημα. Έμεινε έγκυος και ήρθε μια νέα δασκάλα με πολλή πολλή όρεξη, η κυρία Φανή, δεν θυμάμαι το επίθετό της. Νομίζω ότι αυτή η δασκάλα με σημάδεψε. Μου άρεσε πάρα πολύ το μάθημα που έκανε, ήταν πολύ όμορφη, ντυνόταν πολύ ωραία και εμείς τα κορίτσια τη λατρεύαμε. Εγώ προσωπικά δηλαδή. Έκανε πολύ ωραία το μάθημα, τα καταλαβαίναμε όλα. Και επειδή η Τρίτη τάξη ήταν πολύ καθοριστική τάξη, ξεκινάγαμε γραμματική, ιστορία μαθήματα που τα είχαμε στη συνέχεια στις υπόλοιπες τάξεις, νομίζω ότι με βοήθησε πάρα πολύ η δασκάλα. Πήραμε μπρος που λέμε. Θυμάμαι και τον δάσκαλο της Πέμπτης-Έκτης. Είχα έναν δάσκαλο πάρα πολλά χρόνια, τον είχα τόσα πολλά που δεν θυμάμαι. Νομίζω την είχα στη Δευτέρα Δημοτικού, στην Τρίτη είχα την κυρία Φανή που αναπλήρωσε τη δασκάλα που έμεινε έγκυος. Και νομίζω σε όλες τις υπόλοιπες τάξεις είχα τον κύριο Αναστόπουλο. Δεν θυμάμαι άλλο δάσκαλο. Στην Πρώτη Τάξη, επίσης, θυμάμαι τον αγαπημένο μου δάσκαλο που και αυτός με― αχ πώς τον λέγανε;― ήταν πάρα πολύ καλός δάσκαλος και εκείνη την εποχή πολύ προοδευτικός. Δεν μας μάλωνε, δεν μας έδερνε, είχε πάρα πολύ εποπτικό υλικό. Να φανταστείς είχε κάρτες για να μαθαίνουμε τα γράμματα, είχε κάρτες που να παίρνουν μέρος και η αίσθηση της αφής. Θυμάμαι κάρτες με τα γράμματα, τις είχε κάνει με σμυριδόχαρτο και κλείναμε τα μάτια και κάναμε τα γράμματα για να τα έχουμε, να έχουμε την αίσθηση στο χέρι μας. Έκανε πάρα πολύ ωραίο μάθημα, ήταν από τους αγαπημένους μου δασκάλους. Ναι. Θυμάμαι τον κύριο Λευτεράκο. Τον κύριο Λευτεράκο λοιπόν στην πρώτη και τον κύριο Αναστόπουλο και την κυρία Φανή, που δεν θυμάμαι το επίθετό της. Αυτούς τους δασκάλους. Και οκ. Αναστόπουλος, ήταν καλός δάσκαλος, μου άρεσε το μάθημά του. Δεν ήταν πολύ συμπαθητικός, ήταν πάρα πολύ αυστηρός είχε και εκείνη τη βέργα, αλλά έκανε ωραίο μάθημα ναι.
Με βέργα σας έδερναν δηλαδή στο...
Εντάξει, η βέργα ήτανε… Όχι όταν δεν ξέραμε μάθημα, όταν κάναμε αταξίες για να είμαστε πολύ ήσυχοι. Η αλήθεια είναι ότι ήμασταν πάρα πολλά παιδιά μέσα στην τάξη, περίπου 40 παιδιά. Οπότε, δεν είχαν άλλο μέσον, μάλλον, να μας επιβληθούν με την αυστηρότητα και με μια βέργα. Μη φανταστείς ότι μας σκοτώνανε και στο ξύλο, απλώς υπήρχε... Η αλήθεια είναι ότι εγώ και εγώ δεν έτρωγα ξύλο γιατί δεν ήμουν άτακτη, αλλά έχω φάει μερικές φορές συλλογική η ευθύνη. Ναι μας δέρναν στα χέρια «Άνοιξε το χέρι», στις παλάμες.
Ωραία.
Εντάξει.
Έτσι καμιά άλλη ιστορία από το σχολείο, έτσι συγκεκριμένη που να δείχνει την εποχή; Ή για τις γιορτές γιατί είπατε πολλά για τις γιορτές πριν τις σχολικές. Κάτι που να σας έχει μείνει ιδιαίτερο.
Να σου πω. Θυμάμαι ότι στην πρώτη τάξη είχαμε συσσίτιο. Είχαν φτιάξει έναν χώρο στο σχολείο, ένα κουζίνα και εστιατόριο. Καταρχήν αυτός ο χώρος ήταν πολλαπλών χρήσεων. Ήταν το εστιατόριο και είχαν φτιάξει και μια σκηνή που ήταν και ο χώρος των εκδηλώσεων. Τρώγαμε λοιπόν στην Πρώτη Δημοτικού σίγουρα και ίσως και στη Δευτέρα, δεν είμαι σίγουρη τώρα, τρώγαμε στο σχολείο, δίναν συσσίτιο. Και εγώ πήγα σχολείο το '66, τον Σεπτέμβριο, και στην Πρώτη τάξη του '67 έγινε η Χούντα, τον Απρίλη. Και θυμάμαι, δε το θυμάμαι για πολλά χρόνια το συσσίτιο, νομίζω μετά τη χούντα ίσως και στη Δευτέρα να τρώγανε. Πάντως μετά σταμάτησε το συσσίτιο, δεν τρώγαμε πια, τρώγαμε στα σπίτια μας. Για πολύ λίγο το θυμάμαι το συσσίτιο στο σχολείο. Αλλά μου άρεσε το γάλα με κακάο που μας δίνανε και το άσπρο ψωμί, η κουραμάνα που λέγαμε. Γιατί στο σπίτι ναι, άσπρο ψωμί τρώγαμε, αλλά επειδή ζύμωναν μια φορά τη βδομάδα μετά από δυο-τρεις μέρες το ψωμί ήταν σκληρό. Δεν ήταν τόσο ευχάριστο να το τρως, όπως ένα μαλακό ψωμί που ήταν αυτό που μας δίναν στο συσσίτιο. Μερικά φαγητά ήταν ωραία, μερικά δεν μας αρέσανε καθόλου, αλλά γενικώς μάθαμε να τρώμε διάφορα φαγητά. Είχε αυγό είχε μια ισορροπημένη διατροφή το συσσίτιο.
Δεν θυμάστε, δεν θα ξέρατε ποιος το, ήταν του σχολείου, του δήμου, του κράτους;
Του κράτους πρέπει να ήταν αυτό. Δεν ήταν του δήμου, πρέπει να ήταν του κράτους. Δηλαδή ποιος ήταν πριν τη χούντα πρωθυπουργός; Ο Παπανδρέου; Επί Παπανδρέου πρέπει να γίναν τα συσσίτια. Ο Γεώργιος Παπανδρέου δεν ήτανε;
Άρα ήτανε―
Το ‘65―
Για όλα τα σχολεία;
Νομίζω ήταν για όλη την Ελλάδα αυτό.
ΟΚ, δεν το ξέρω.
Ίσως στην επαρχία, στην πιο φτωχή επαρχία, δεν ξέρω αν ήταν στην Αθήνα. Στην επαρχία πρέπει να ήτανε. Δεν είμαι σίγουρη. Πάντως στο χωριό όχι δεν ήταν του δήμου, αποκλείεται. Πρέπει να ήταν πιο κεντρικό.
Το περιεχόμενο των μαθημάτων στα σχολεία το θυμάστε καθόλου; τι αν είχε ας πούμε έτσι μια προπαγανδιστική― επειδή είπατε για την χούντα― κατεύθυνση. Αν σας είχε εντυπωσιάσει κάτι.
Εντάξει η ιστορία τώρα γιατί ακόμη και τώρα δεν είναι προπαγανδιστική; Τι είναι. Ήταν πάρα πολύ εθνικιστική ιστορία «Εμείς οι Έλληνες, ο περιούσιος λαός». Τώρα δεν θυμάμαι για τη χούντα να... Εντάξει κάναμε παρέλαση την 21η Απριλίου θυμάμαι. Και ήταν η Επανάσταση λέγαμε, η Επανάσταση, η μέρα της Επανάστασης μας το λέγανε. Παντού στο χωριό υπήρχαν επιγραφές που λέγανε. Μάλλον όχι παντού, σε 2 σημεία του χωριού έτσι στην είσοδο υπήρχε επιγραφή που έλεγε. Είχε και το πουλί με το στρατιώτη, τον φαντάρο το γνωστό, αυτή την γνωστή [01:00:00]αφίσα και έλεγε: «Ο κομμουνισμός ούτε πέρασε ούτε θα περάσει. Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών». Ναι, εν τω μεταξύ εμείς δεν ξέραμε τι είναι ο κομμουνισμός τα παιδιά. Εγώ ρώταγα: «Τι σημαίνει κομμουνισμός; Τι είναι ο κομμουνισμός που δεν πέρασε και ούτε και θα περάσει;», και μου λέγανε «Σσσ μη μιλάς, μη μιλάς!». Φοβόταν ο κόσμος να ανοιχτεί. Τώρα το περιεχόμενο εντάξει η ιστορία ναι. Δεν το καταλάβαινα τότε ότι ήταν προπαγανδιστική, τώρα που το ξανασκέφτομαι, ναι ήταν προπαγανδιστική. Ήταν εθνικιστική. Δεν θυμάμαι τώρα λεπτομέρειες, αλλά για σκεφτείτε όλη την ιστορία που μαθαίναμε, η Αρχαία Ιστορία. Καταρχήν δεν έχει αλλάξει και πάρα πολύ η ιστορία από τότε μέχρι τώρα. Τι μαθαίνουμε; Αρχαία Ιστορία στο Δημοτικό. Αρχαία Ιστορία, στο Γυμνάσιο. Αρχαία Ιστορία στο Λύκειο, Βυζαντινή Ιστορία στο Γυμνάσιο. Βυζαντινή Ιστορία στο Δημοτικό, συγγνώμη Βυζαντινή Ιστορία στο Γυμνάσιο, Βυζαντινή Ιστορία στο Λύκειο. Νομίζω έτσι γίνεται και τώρα.
Ναι έτσι, έτσι γίνεται.
Ωραία. Δεν θυμάμαι τώρα λεπτομέρειες πόσο προπαγανδιστική ήτανε και δεν καταλάβαινα κιόλας τότε αν ήταν προπαγανδιστική έτσι. Θεωρούσαμε ότι αυτό είναι ρε παιδί μου, ότι οι Τούρκοι είναι οι εχθροί μας πάντα, δεν μας μιλάγανε για κομμουνισμό και τέτοια. Ήμασταν μικρά παιδιά στο σχολείο. Αυτό το κεφάλαιο δεν το θίγαμε, δεν το θίγαν καθόλου. Ό,τι ακούγαμε στα σπίτια μας για εμφύλιο και για οικογένειες δεξιές και αριστερές και ό,τι πιάναμε. Δηλαδή δεν μας λέγανε εμάς τα παιδιά. Ό,τι πιάναμε από τις συζητήσεις των μεγάλων. Αυτά. Άλλο;
Τώρα, δεν θα σας κουράσω άλλο. Δεν είπαμε καθόλου για παιχνίδια που παίζατε στην... ―
Αχ! Παιχνίδια. Ναι!
Έτσι να μας πείτε μερικά.
Τα παιχνίδια, τα παιχνίδια! Παίζαμε πάρα πολλά παιχνίδια. Πάρα πολύ ωραία παιχνίδια. Καταρχήν το χωριό είχε πάρα πολλά παιδιά και βγαίναμε την άνοιξη και τα καλοκαίρια, όταν δεν δουλεύαμε. Βγαίναμε λοιπόν στη γειτονιά, μαζευόμαστε μαζί και παίζαμε κυνηγητό, κρυφτό, αυτά τα παραδοσιακά παιχνίδια. Εμείς παίζαμε ένα παιχνίδι που το λέγαμε μπίλια, αλλά είναι οι αμάδες, αλλού το λένε αμάδες. Είναι αυτό που μαζεύουν τις πέτρες και με μια μπάλα προσπαθούν να ρίξουν την… Καταρχήν νομίζω ότι χωρίζονται σε 2 ομάδες, αν θυμάμαι καλά, χωριζόμασταν σε 2 ομάδες και πετάγαμε την μπάλα και όποια ομάδα έριχνε το σωρό με τις πέτρες, τα μπίλια που τα λέγαμε εμείς, οι άλλοι αμάδες, τις απλώναμε και προσπαθούσε και με την μπάλα μας κυνηγούσαν να μας κάψουν. Αν μας ακουμπούσε η μπάλα καιγόμασταν και προσπαθούσαμε, δηλαδή μέσα σε αυτό το κυνηγητό να στήσουμε ξανά τον σωρό απ' τις πέτρες. Λοιπόν αν προλαβαίναμε να τον στήσουμε, χωρίς να καούν όλοι, ξανά παίζαμε εμείς, η ομάδα που κέρδιζε. Αυτό ήταν ένα ωραίο παιχνίδι που μου άρεσε. Παίζαμε «Παίρνω αμπάριζα και βγαίνω, «Κλέφτες και αστυνόμοι», τα σκλαβάκια, διάφορα τέτοια παιχνίδια. Τι άλλο; Τα μήλα, τα μήλα. Και κάποια άλλα παιχνίδια έτσι που είχαν πολύ κυνηγητό, πολύ κρυφτό, δεν τα θυμάμαι ακριβώς πώς τα λέγανε. Αλλά περνάγαμε πάρα πολύ ωραία. Επίσης παίζαμε τα κορίτσια φτιάχναμε με πέτρες πηγαίναμε σε μια αλάνα, ας πούμε και φτιάχναμε με πέτρες σπίτια. Δηλαδή την κάτοψη του σπιτιού, τα δωμάτια. Και βάζαμε στο κάθε δωμάτιο, προσπαθούσαμε να φτιάξουμε κρεβατάκια, σε μικρογραφία βέβαια αυτό. Τώρα και εκεί βάζαν πέτρες καθισματάκια, φτιάχναμε το σαλόνι μας, την κρεβατοκάμαρα και δεχόμαστε επισκέψεις. Μαθαίναμε κοινωνικοποίηση, πώς να δεχόμαστε και πως να συμπεριφερόμαστε στους επισκέπτες και κατ' επέκταση δηλαδή. Στην οικογένεια κάναμε μπαμπά, μαμά με παιδάκι, ερχόταν η κουμπάρα και δεν ξέρω ποιος άλλος. Μιμούμασταν τους μεγάλους. Παίζαμε συμβολικό παιχνίδι στην ουσία.
Αυτό φτιάχνατε το κουκλόσπιτο που, ας πούμε―
Ακριβώς ακριβώς―
Που εμείς το είχαμε έτοιμο―
Ναι ναι. Σπιτάκια το λέγαμε ναι.
Εσείς το φτιάχνατε.
Ναι ναι.
Μ.Κ.: Σπιτάκια.
Ναι σπιτάκια. Πάμε να παίξουμε σπιτάκια.
Άρα;
Αλλά καμιά φορά υπήρχε κανένας γιατρός, γεννούσαμε και κάνα παιδάκι, αυτά λίγο κρυφά από τους μεγάλους, ήταν λίγο απαγορευμένα.
Και στο σπίτι είπατε... Αυτά ήταν ομαδικά.
Τα ομαδικά.
Στο χωριό με τα άλλα παιδιά.
Ναι ναι ναι. Στο σπίτι―
Στο σπίτι―
Είπατε φτιάχνατε κούκλες.
Δεν είχαμε πάρα πολύ χρόνο να παίξουμε στο σπίτι γιατί κυρίως παίζαμε έξω, μετά γυρνάγαμε ψόφια από την κούραση. Τρώγαμε και κοιμόμασταν μέχρι τη νύχτα. Παίζαμε έξω όταν δεν είχαμε ή διάβασμα ή δουλειά στο χωράφι, δουλειά στον καπό δηλαδή. Δεν υπήρχε πολύς χρόνος φορές στο σπίτι να παίξεις με παιχνίδια. Τον χειμώνα όλη μέρα ήμασταν στο σχολείο ίσα-ίσα προλαβαίναμε να διαβάσουμε κι αν και κάνα βιβλίο εξωσχολικό να διαβάσουμε, να γράψουμε και να διαβάσουμε τα μαθήματά μας. 20:00 η ώρα κοιμόμασταν. Καταρχήν δεν είπα ότι δεν είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα μέχρι το '69 που εγώ ήμουν Τρίτη δημοτικού. Οπότε έπρεπε, μέχρι να νυχτώσει, να έχουμε τελειώσει τα μαθήματά μας. 20:00 η ώρα εγώ πήγαινα για ύπνο παιδί. Οπότε δεν έμενε και πολύς χρόνος να παίξουμε. Βέβαια κάποιες φορές υπήρχαν και εξαιρέσεις. Όταν γινόταν, τηλεόραση δεν υπήρχε εννοείται. Το χειμώνα πως περνούσαν οι βραδιές, οι μεγάλες οι νύχτες του χειμώνα. Γινόταν επισκέψεις, βεγγέρες που λέγαμε. Ερχόταν η γειτονιά στο δικό μας σπίτι το ένα βράδυ, το άλλο βράδυ στη γειτόνισσα, το άλλο βράδυ στη θεία μου. Δηλαδή μαζευόταν αρκετά. Σε αυτό το ένα δωμάτιο λοιπόν, που περιέγραψα στην αρχή, γινόταν και βεγγέρες. Άντρες και γυναίκες. Γινόνταν, έμπαινε ο φαρσαλινός χαλβάς στην κατσαρόλα. Οι γυναίκες ετοιμάζανε κάνα μεζέ, μη φανταστείς πολλά πράγματα τώρα κάνα τυράκι, καμία κονσερβούλα, κάνα κορν μπίφ, τα τσίπουρα. Και καπνίζαν οι άντρες μες το δωμάτιο, καπνίζαν, δεν καταλαβαίναν τίποτα. Φρίκη! Εμείς τα παιδιά δεν το αντέχαμε και καμιά φορά τα παιδιά, λοιπόν, μαζευόμασταν στο άλλο, στο γειτονικό σπίτι που δεν ήταν οι μεγάλοι και εκεί παίζαμε. Παίζαμε «Τη γάτα και το ποντίκι», δηλαδή στην ουσία τυφλόμυγα. Εμείς το λέγαμε: «Πού είσαι γάτα;» «Ποντίκι», «εδώ είμαι ποντίκι». Τη γάτα και το ποντίκι ή αλλιώς τυφλόμυγα στην ουσία. Έκλεινε κάποιος τα μάτια και προσπαθούσε να βρει τους άλλους που κρυβότανε. Και βγαίναμε σε όλα τα.... Κρυβόμασταν ακριβώς κάτω από τα κρεβάτια, πίσω από τις πόρτες, διάφορα. Τι άλλο παίζαμε όταν ήμασταν μέναμε μόνα μας τα παιδιά; Κυρίως αυτό ήταν πολύ διασκεδαστικό γιατί γελάμε πολύ και αυτά. Καμιά τρίλιζα τέτοια, δεν είχαμε και πολλά παιχνίδια. Καμιά τρίλιζα, το οποίο το κάναμε πολύ αυτοσχέδιο, με τρεις πέτρες δηλαδή. Πέτρες με τρεις πέτρες και με το, σε ένα χαρτί φτιάχναμε το σχήμα, έλος πάντων, τετράγωνο με τις διαγώνιες και τις κάθετες που παίζαμε τρίλιζα.
Ωραία. Όταν είπατε δεν είχατε ηλεκτρικό δηλαδή είχατε πετρογκάζ; Αυτό; Είχατε λάμπες;
Λάμπες πετρελαίου και πετρογκάζ.
Άρα θυμάστε εσείς την αλλαγή αυτή στο σπίτι;
Ε ναι! Καλά μη φανταστείς ότι ήρθε το ηλεκτρικό ρεύμα και πήραμε όλα τα ηλεκτρικά είδη. Απλώς είχαμε φως, τίποτα άλλο. Ψυγείο πήραμε πολύ αργότερα το '75 μπορεί να πήραμε ψυγείο; Δηλαδή το '69 ήρθε το ρεύμα, μετά από μια εξαετία το ψυγείο. Ηλεκτρική κουζίνα δεν το συζητάμε, τη δεκαετία του '80. Τι άλλο; Θερμοσίφωνας ουφ! Αυτός να δεις. Πολύ αργότερα. Δηλαδή το ότι ήρθε το ηλεκτρικό ρεύμα δεν σημαίνει ότι, άντε να βάζαμε κάνα ραδιόφωνο στην πρίζα, που και αυτό ήρθε πολύ αργότερα. Κυρίως φως ήταν το ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό και σιγά σιγά. Ήταν πολύ απλές οι κατασκευές, η ηλεκτρολογική εγκατάσταση του σπιτιού. Μετά, κάθε φορά που προστίθετο και ένα, μια ηλεκτρική συσκευή, έπρεπε να κάνεις καινούρια ηλεκτρονική εγκατάσταση, γιατί η εγκατάσταση η προηγούμενη ήταν τα στοιχειώδη για το φως.
Segment 11
Εικόνα της γερμανικής Κατοχής και του Εμφυλίου στο χωριό μέσα από τα μάτια των οικείων της
01:09:12 - 01:15:39
Ωραία εγώ να κάνω έτσι μια τελευταία ερώτηση μάλλον και μετά αν θέλετε κάτι άλλο να προσθέσετε. Αναφέρατε ότι το χωριό κάηκε από τους Γερμανούς και δεν μπορώ να μη ρωτήσω λίγα πράγματα για αυτό―
Ναι ναι.
Τι γνωρίζετε δηλαδή κάηκε ολοσχερώς; Έγινε κάποια επίθεση;
Όχι δεν έγινε αυτό που έγινε... Δεν είναι έγινε αυτό έγινε στο Δίστομο, με τόσο μεγάλη... Στο Δίστομο ή στα Καλάβρυτα. Όχι δεν έγινε με τόσο μεγάλη έκταση. Θα το ήξερα αν γινόταν τόσο μεγάλη. Δεν ξέρω ακριβώς. Νομίζω ότι καίγανε επιλεκτικά σπίτια, [01:10:00]με κάποιους που συνεργαζόταν. Επιλεκτικά σπίτια, εάν κάποιο που από αυτό το σπίτι θεωρούσαν ότι βοηθούσαν τους αντάρτες. Δεν είμαι σίγουρη τώρα ακριβώς τι έγινε.
ΟΚ, ΟΚ.
Δεν πρέπει να έγινε μεγάλης, δηλαδή αυτό που έγινε στο Δίστομο.
Ναι. Ξέρετε απλά ότι το σπίτι είχε καταστραφεί και ξανάφτιάχτηκε.
Και κάποια κι άλλα σπίτια, αλλά δεν νομίζω ότι έγινε αυτή η... Όχι δεν νομίζω, είμαι σίγουρη ότι δεν έγινε αυτό το μαζικό, η μαζική εκτέλεση γυναικόπαιδων και αυτά. Καταρχήν στο χωριό, από ότι θυμάμαι από διηγήσεις της γιαγιάς, του μπαμπά λέγανε ότι μόλις βλέπανε να έρχονται οι Γερμανοί, επειδή ήταν ο Όλυμπος το χωριό κτισμένο στους πρόποδες, ένα τσακ στα... Σε 10 λεπτά βρισκόντουσαν στον Όλυμπο. Δηλαδή πάνω και κρυβόντουσαν στις σπηλιές και σε αυτά, οπότε φεύγανε από το χωριό. Δεν ήταν καμποχώρι να το, δεν καθόντουσαν δηλαδή, φοβόντουσαν, όταν ερχόντουσαν οι Γερμανοί φεύγανε.
Και το δικό σας γιατί είχε επιλεχθεί;
Καταρχήν ήταν ο θείος μου αντάρτης, με τους Γερμανούς. Ή θεωρούσαν ότι βοηθούσαν τους αντάρτες. Δεν είμαι σίγουρη ακριβώς γιατί είχε καεί. Έχω ακούσει πολλές ιστορίες που τα ξεχνάω.
Είχε η οικογένεια κάποια σχέση με την αντίσταση με τους αντάρτες;
Ο μπαμπάς μου ήταν μικρός τότε. Σίγουρα δεν ήταν στην... Αλλά βοηθούσαν σίγουρα τους αντάρτες. Δεν τους αφήνανε, τους δίνανε τρόφιμα, γιατί είχανε και ζώα. Ο θείος μου, που ήταν λίγο πιο μεγάλος, δεν είμαι σίγουρα αν ήταν αντάρτης στην κατοχή. Αν ήταν στον ΕΛΑΣ δηλαδή.
Βγήκε μετά αυτός;
Μετά βγήκε.
Και δεν είστε σίγουρη αν είναι...
Ναι στον εμφύλιο ναι βγήκε αντάρτης. Δεν είμαι σίγουρη αν ήτανε... Ο μπαμπάς μου όχι, είμαι σίγουρη ήταν μικρός τότε ήτανε 13, είναι γεννημένος το '26, ήταν 14 χρόνων το '40, ας πούμε; Ήταν μικρός, δεν ήταν αντάρτης στον ΕΛΑΣ. Ήταν αργότερα όμως στον Εμφύλιο.
Οπότε υπήρχε μια πολιτική συζήτηση στο σπίτι. Βασικά υπήρχε μια πολιτική ταυτότητα στην οικογένεια, αλλά εσύ σαν παιδί δεν τα κουβεντιάζετε; Τα συνδέω με αυτά που είπαμε πριν, δεν τα κουβεντιάζετε στο σπίτι. Δεν γινόντουσαν κουβέντες.
Γινόντουσαν. Ο μπαμπάς μου έλεγε πάρα πολλές ιστορίες από τη δράση του στον Δημοκρατικό Στρατό. Απλώς δεν απευθυνόταν σε μας τα παιδιά. Ήμασταν πάρα πολύ μικρά, αλλά σε αυτό που σου λέω, στις βεγγιέρες που γινότανε, εμείς ακούγαμε τις ιστορίες των μεγάλων. Οπότε από κει θυμάμαι σκόρπια πράγματα και κάπως μπερδεμένα στο μυαλό μου.
Ωραία.
Ιστορίες που τις έχω ακούσει πολλές φορές, αλλά έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια και δεν θυμάμαι λεπτομέρειες.
Ωραία ωραία. Έτσι επειδή έπρεπε να το ρωτήσω.
Ναι, ναι, ναι.
Οπότε, από την εποχή θυμάστε κάτι, θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο; Κάτι από τα παιδικά σας χρόνια ή τα εφηβικά στην Ελασσόνα; Κάτι που δεν πιάσαμε πιθανόν. Ή κάποιο σχόλιο; Πάρτε τον χρόνο σας να το σκεφθείτε.
Όχι δεν θυμάμαι κάτι που να... Δεν μου έρχεται κάτι στο μυαλό που να είναι... Δεν ξέρω αν εσείς έχετε άλλες ερωτήσεις.
Πιάσαμε πολλά, έτσι τα βάζατε κι όλα μαζί. Όχι κακά. Με την έννοια συγκροτημένα. Είχαμε αυτό, αυτό, αυτό. Είχαμε αυτό, αυτό, αυτό οπότε τα πιάσαμε όλα νομίζω. Είμαστε μια χαρά. Μια χαρά. Αν δεν θέλετε εσείς να προσθέσετε κάτι άλλο πριν κλείσουμε το μαγνητόφωνο. Σαν σκέψη. Έτσι.
Τώρα δεν μου έρχεται κάτι στο μυαλό.
Εντάξει εντάξει.
Δεν ξέρω αν μπορούμε να το κάνουμε σε άλλη φάση.
Φυσικά ό,τι άλλο εγώ θα είμαι εδώ.
Εντάξει.
Ευχαριστώ πάρα πάρα πολύ.
Κι εγώ ευχαριστώ που μου δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσω για τα παιδικά μου χρόνια.
Το κλείνω.
Summary
Η Τάνια Σκρέτα, από το Πύθιο της Λάρισας, αφηγείται τα παιδικά της χρόνια στο χωριό. Ως μέλος αγροτικής οικογένειας αναφέρεται στη διαδικασία της συγκομιδής του καπνού καθώς και στον καταμερισμό των εργασιών στο σπίτι. Περιγράφει τη χειμερινή ζωή, όπου στο πατρικό της οι δραστηριότητες της οικογένειας εκτυλίσσονται σε ένα μόνο δωμάτιο. Παράλληλα, σκιαγραφεί την ζωή στο χωριό μέσα από τη διατροφή της οικογένειας, τις Κυριακάτικες εξόδους και τις κοινωνικές εκδηλώσεις στο Πύθιο. Αναπολεί τη μετακόμισή της στην Ελασσόνα, στα 12, όπου ανεξαρτητοποιείται μακριά από την οικογένεια, για να φοιτήσει στο Γυμνάσιο. Επιπλέον, περιγράφει τα μαθητικά χρόνια στο Δημοτικό σχολείο του χωριού, στη σκιά της Χούντας. Δεν παραλείπει να αναφερθεί στα παιδικά παιχνίδια, στις βεγγέρες των μεγάλων καθώς και στη σταδιακή εξέλιξη της τεχνολογίας στο πατρικό της. Τέλος μεταφέρει την εικόνα της Γερμανικής Κατοχής και του Εμφυλίου στο χωριό, όπως τα θυμάται, μέσα από τα μάτια των οικείων της.
Narrators
Σουλτάνα Σκρέτα
Field Reporters
Μαριλένα Κουκούλη
Historical Events
Tags
Interview Date
22/08/2020
Duration
75'
Interview Notes
Η Αφηγήτρια είναι οικογενειακή φίλη της Ερευνήτριας.
Summary
Η Τάνια Σκρέτα, από το Πύθιο της Λάρισας, αφηγείται τα παιδικά της χρόνια στο χωριό. Ως μέλος αγροτικής οικογένειας αναφέρεται στη διαδικασία της συγκομιδής του καπνού καθώς και στον καταμερισμό των εργασιών στο σπίτι. Περιγράφει τη χειμερινή ζωή, όπου στο πατρικό της οι δραστηριότητες της οικογένειας εκτυλίσσονται σε ένα μόνο δωμάτιο. Παράλληλα, σκιαγραφεί την ζωή στο χωριό μέσα από τη διατροφή της οικογένειας, τις Κυριακάτικες εξόδους και τις κοινωνικές εκδηλώσεις στο Πύθιο. Αναπολεί τη μετακόμισή της στην Ελασσόνα, στα 12, όπου ανεξαρτητοποιείται μακριά από την οικογένεια, για να φοιτήσει στο Γυμνάσιο. Επιπλέον, περιγράφει τα μαθητικά χρόνια στο Δημοτικό σχολείο του χωριού, στη σκιά της Χούντας. Δεν παραλείπει να αναφερθεί στα παιδικά παιχνίδια, στις βεγγέρες των μεγάλων καθώς και στη σταδιακή εξέλιξη της τεχνολογίας στο πατρικό της. Τέλος μεταφέρει την εικόνα της Γερμανικής Κατοχής και του Εμφυλίου στο χωριό, όπως τα θυμάται, μέσα από τα μάτια των οικείων της.
Narrators
Σουλτάνα Σκρέτα
Field Reporters
Μαριλένα Κουκούλη
Historical Events
Tags
Interview Date
22/08/2020
Duration
75'
Interview Notes
Η Αφηγήτρια είναι οικογενειακή φίλη της Ερευνήτριας.