Από Αθήνα στη Μυτιλήνη: Ένα μουσικό λαογραφικό ταξίδι
Καλησπέρα.
[00:00:00]
Καλησπέρα.
Θα μου πείτε το όνομά σας;
Βασιλική Τσιφτσή λέγομαι.
Χάρηκα πολύ! Σήμερα είναι Δευτέρα, 28 Σεπτεμβρίου του 2020. Βρίσκομαι με τη Βασιλική Τσιφτσή στη Μητυλήνη Λέσβου. Εγώ είμαι η Έρικα Καζάνη, Ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Βασιλική, πες μου για εσένα. Πότε γεννήθηκες, με τι ασχολείσαι;
Γεννήθηκα στις 10/10 του ‘90, στην Αθήνα. Μεγάλωσα στην Κορινθία, σ’ ένα χωριό κοντά στο Κιάτο. Εκεί έμεινα μέχρι τα 18 μου και έπειτα πήγα στην Αθήνα για σπουδές. Έχω τελειώσει το παιδαγωγικό τμήμα στην Αθήνα και τα τελευταία χρόνια —τα τελευταία 10 χρόνια—, ασχολούμουν πολύ με τη μουσική. Τα τρία από αυτά τα χρόνια είναι και στη μαχόμενη θα έλεγα εκπαίδευση, καθότι έφυγα από την Αθήνα για να γίνω αναπληρώτρια στην επαρχία. Η πρώτη μου χρονιά ήταν στην Κρήτη και, πια, διανύω το δεύτερο έτος στη Λέσβο.
Και πώς πήρες την απόφαση —είπες ότι πριν ασχολούσουν με τη μουσική—, και πώς πήρες την απόφαση λοιπόν να φύγεις για την επαρχία και να εξασκήσεις το επάγγελμα και το αντικείμενο των σπουδών σου;
Λοιπόν, στην Αθήνα τα χρόνια εκείνα που έκανα αυτό το επάγγελμα —γιατί, ουσιαστικά, βιοποριζόμουν από τη μουσική—, ήταν πολύ ωραία η συνδιαλλαγή με όλους τους μουσικούς και τους συνεργάτες αυτούς που είχα —και ακόμα έχω ουσιαστικά—, αλλά αποφάσισα ότι δέκα χρόνια στην Αθήνα είναι αρκετά και ότι ήθελα μια αλλαγή προκειμένου να εμπλουτίσω και αυτό το καλλιτεχνικό στερέωμα που είχα στο κεφάλι μου. Δηλαδή, με λίγα λόγια, να μείνω σε έναν άλλο τόπο, να πάρω άλλα ερεθίσματα, πολιτιστικά στοιχεία, επομένως —και να κάνω, βέβαια, και το επάγγελμα που σπούδασα, το οποίο η αλήθεια είναι ότι μ' αρέσει αρκετά—, οπότε έτσι διάλεξα, εφόσον τελείωσα με κάποιες μεταπτυχιακές σπουδές που είχα ξεκινήσει, να φύγω. Και πια είμαι στον τρίτο χρόνο αποχώρησης.
Ήταν μια δύσκολη απόφαση; Τη ζύγισες καλά πριν την πάρεις;
Η αλήθεια είναι ότι επειδή είμαι αναπληρώτρια, δεν τα ζυγίζουμε και πολύ καλά αυτά τα πράγματα, γιατί το καθεστώς της εργασίας μας είναι λίγο απρόβλεπτο. Έχει να κάνει με τις ανάγκες και τα κενά που υπάρχουν, αλλά και με τη θέση που έχει ο κάθε αναπληρώτης στον πίνακα. Επομένως, ειδικά την περίοδο που ξεκίνησα εγώ, το ’18 με ‘19, που δεν είχα κάποια προϋπηρεσία στο δημόσιο σχολείο τουλάχιστον, είχα βάλει πολλές περιοχές, χωρίς να ξέρω εάν θα με πάρουν καν. Ουσιαστικά, δεν περίμενα να με πάρουν. Απλά, άνοιξαν οι προσλήψεις για κάποιο λόγο τότε και με πήραν στην δεύτερή μου επιλογή, που ήταν το Ρέθυμνο. Δεν ήταν εύκολο να φύγω και ν’ αλλάξω όλη τη ζωή που είχα χτίσει ήδη —γιατί όταν έφυγα από την Αθήνα, είχα ήδη εργασία πάνω στη μουσική—, αλλά ήταν πολύ προσοδοφόρο για μένα σαν άνθρωπο από τότε και συνεχίζει να είναι μέχρι σήμερα.
Πώς ήταν η εμπειρία σου να βιοπορίζεσαι από τη μουσική στην Αθήνα και πώς αυτό μπόρεσες να το καταφέρεις, αλλάζοντας πλέον τόπο διαμονής, να συνεχίσεις την επαφή σου;
Λοιπόν, η εμπειρία του να βιοπορίζεται κανείς στην Αθήνα με τη μουσική, τουλάχιστον όπως το βίωσα εγώ, έχει δύο παραμέτρους. Η μία είναι το καλό κομμάτι, το θετικό κομμάτι, το ότι έχεις —η Αθήνα βρίθει από μουσικούς, που είναι όλοι πάρα πολύ καλοί και σε πολύ καλό επίπεδο. Στον τομέα με τον οποίο εγώ ασχολούμουν, ασχολούμαι ακόμα, υπάρχει μία τρομερή αναβίωση. Δηλαδή, εμείς ξεκινήσαμε να παίζουμε ρεμπέτικα και παλιά λαϊκά, αυτό το φάσμα ας πούμε, και μουσικές της Ανατολικής Μεσογείου, δηλαδή το παραδοσιακό κομμάτι, πάνω στο οποίο τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια, όπως είπα πριν, τρομερή αναβίωση και εξέλιξη. Επομένως, ήτανε πάρα πολύ ευχάριστο να μπορώ να κάνω αυτό που μου αρέσει, να μελετάω μέσα από αυτό και να δουλεύω με ανθρώπους που είναι εργατικοί, που τους αρέσει το ίδιο, που έχουν την ανάγκη όχι μόνο να αναπαλαιώσουν —μάλλον, συγγνώμη—, να αναπαράξουν μουσειακά ένα είδος μουσικής, γιατί ήμουν τυχερή και είχα τέτοιους συνεργάτες από την αρχή, που δεν ήθελαν μόνο αυτό, αλλά ήθελαν να καταγράψουν το δικό τους στίγμα. Δηλαδή, να το φέρουν στο σήμερα και με έναν τρόπο αυτό το στοιχείο, το πολιτιστικό, να συνδιαλλαγεί με τη δικιά μας καθημερινότητα, με τη σύγχρονη εποχή. Από αυτήν την άποψη, λοιπόν, από την άποψη των συνεργασιών, των ευκαιριών και του πώς περνούσα και περνάω με τους φίλους και τους συνεργάτες μου στην Αθήνα, ήμουν πολύ τυχερή. Γιατί πάντα, πέρα από το μουσικό κομμάτι, δούλευα και με φίλους μου, που είναι, έτσι, πολύ σημαντικό για τον ψυχισμό ενός άνθρωπου που το κάνει αυτό. Απ' την άλλη, το άσχημο κομμάτι της υπόθεσης είναι ότι, όταν βιοπορίζεσαι από ένα τόσο απρόβλεπτο επάγγελμα, πιθανόν —τις περισσότερες φορές μάλλον—, είναι, το πιο πιθανό να βρεθείς ξεκρέμαστο. Δηλαδή, να δυσκολευτείς στην καθημερινότητά σου και να δουλεύεις καθότι οι αποδοχές, τέλος πάντων, που έχουμε βασιζόμενοι σε αυτό είναι ελάχιστες για τον κόπο που σπαταλάμε και για τον κόπο που χρειάζεται για να βγει εις πέρας μια διαδικασία. Ακόμα... Μια διαδικασία όταν λέω, εννοώ από την πιο μικρή —από ένα live σε ένα μαγαζί με συγκεκριμένο ρεπερτόριο που έχουμε ήδη, η οποία απαιτεί ωστόσο πρόβα, οπότε είναι εργατοώρες που δεν πληρώνονται—, και μέχρι μια συναυλία, που εκεί είναι ακόμα πιο απαιτητικό το σκηνικό, χρειάζεται να συνεργαστείς με πολύ περισσότερους ανθρώπους από ό,τι θα συνεργαζόσουν σε ένα μικρό μαγαζί —για παράδειγμα, με τους φωτιστές, με κάποιο δήμο με τον οποίο θα διοργανώσεις συναυλία μαζί. Και, επίσης, θέλει πάρα πολλές πρόβες, οι οποίες είναι σίγουρα δημιουργικές και σε εξελίσσουν, αλλά δεν πληρώνονται. Είναι, δηλαδή, πάρα πολλές οι ώρες που ένας μουσικός θα πρέπει να αφιερώσει από τη ζωή του σ’ αυτό, οι οποίες θα μείνουν κάπου… Θα περιπλανούνται στο σύμπαν χωρίς να πληρωθεί ποτέ κάποιος γι' αυτό, όχι μόνο χρηματικά, αλλά και συναισθηματικά. Και θα εξηγήσω τι εννοώ. Ένα, λοιπόν, κακό ήταν ο βιοπορισμός και ότι οι εργασιακές συνθήκες δεν ήταν πάντα αυτές που θα θέλαμε να έχουμε. Δηλαδή, παίζαμε και παίζουμε σε μαγαζιά, τα οποία είναι... Απευθύνονται σε ένα κοινό —είναι λαϊκά μαγαζιά—, απευθύνονται σε ένα κοινό ευρύ, με αποτέλεσμα, τις περισσότερες φορές, να γινόμαστε λίγο διεκπεραιωτές την ώρα της εργασίας μας, βάζοντας πάντα, προσπαθώντας να βάλουμε πάντα το προσωπικό μας στοιχείο και την τέχνη μας μέσα σε αυτό, αλλά, όπως είναι γνωστό, στην Ελλάδα, οι παραδοσιακοί μουσικοί δεν εκτιμώνται όπως θα έπρεπε, ούτε από τους ιθύνοντες και τους κυβερνώντες, αλλά ούτε και από το ευρύ κοινό, σε μεγάλο βαθμό, γιατί η Ελλάδα είναι μια χώρα η οποία βρίθει μουσικής και είναι κάτι πάρα πολύ συνηθισμένο. Δηλαδή, εγώ έχω νιώσει πάρα πολλές φορές, κάνοντας αυτή τη δουλειά, αναλώσιμη, καθότι έπρεπε να εξυπηρετήσω εκείνη τη στιγμή, ως όφειλα, ένα κοινό —με τις δικές του επιθυμίες και τις δικές του προτιμήσεις μουσικές—, με αποτέλεσμα η δικιά μου εσωτερική ανάγκη να μην εκπληρώνεται την ώρα της δουλειάς —τον τελευταίο τουλάχιστον χρόνο, κυρίως, θυμάμαι να το νιώθω αυτό. Ενώ, στην αρχή, ήταν λίγο πιο καλά όταν ξεκινήσαμε, ήταν λίγο πιο ελεύθερα τα πράγματα, όταν όμως αναγκαστείς να βιοπορίζεσαι από αυτό, θα πας και σε μαγαζιά που ίσως να μη σου αρέσουν —αισθητικά εννοώ. Θα αναγκαστείς να μιλήσεις με ανθρώπους και να συνεννοηθείς με ανθρώπους που θα γίνουν αφεντικά, αφεντικά σου στο μέλλον, τα οποία μάλλον δεν σου φέρονται πάντα καλά —είτε αυτό έχει να κάνει με τις αποδοχές είτε αυτό έχει να κάνει με την ασφάλισή σου. Επομένως, όλο αυτό καταλαβαίνεις ότι δημιουργεί έναν κλοιό γύρω από την τέχνη σου, που είναι, καμιά φορά, ασφυκτικός, δεν την αφήνει να εκφραστεί όπως θα έπρεπε.
Και, συνεπώς, αυτή η πραγματικότητα επηρέασε την απόφασή σου να πας πλέον στην επαρχία;
Ναι, θα έλεγα, σ’ ένα μεγάλο βαθμό, ισχύει αυτό. Πέρα από την δικιά μου ανάγκη σαν άνθρωπο να φύγω από την Αθήνα και να ζήσω σε μια άλλη πόλη, για να αποκτήσω εμπειρίες, αποφάσισα ότι ήθελα λίγο να αποχωρήσω από την έντονη δραστηριότητα στις νυχτερινές μουσικές σκηνές για να αποφασίσω ουσιαστικά τι θέλω να κάνω με τη μουσική γιατί, σίγουρα, για μένα προσωπικά, το να βιοπορίζομαι απόλυτα και αμιγώς από την τέχνη αυτή, αλλά με τον τρόπο που περιέγραψα προηγουμένως, δεν είναι το ζητούμενο. Γιατί, η μουσική είναι μια ευγενής τέχνη που χρειάζεται συνεχώς διάδραση και με τον εαυτό σου αλλά και με άλλους ανθρώπους και είχα φτάσει στο σημείο —εφόσον δούλευα πάρα-πάρα πολύ, πολλά βράδια δηλαδή τη βδομάδα—, να μην έχω την ανάγκη, ούτε την όρεξη, να μελετήσω τη μουσική που μου αρέσει και με αποτέλεσμα να βαλτώσω σε κάποια στιγμή, ας πούμε, στο ίδιο ρεπερτόριο, στα ίδια μαγαζιά και στην ίδια καθημερινότητα, κάτι που με τάραξε λίγο και γι' αυτό το λόγο αποφάσισα να φύγω.
Εσύ είσαι τραγουδίστρια, σωστά;
Ναι. Εγώ κυρίως τραγουδάω και τα τελευταία χρόνια προσπαθώ να μάθω και λίγο κιθάρα λαϊκή. Αλλά, δεν το υποστηρίζω ακόμα σε μαγαζί, μπορεί φέτος, θα δούμε.
Πολύ ωραία. Οπότε πώς —έτσι, μάλλον, κάπως μάλλον βρέθηκες στη Λέσβο. Και, θα ήθελες να μου περιγράψεις την εμπειρία σου από εδώ, από τη Λέσβο, από την Μυτιλήνη;
Βεβαίως. Καταρχάς, είπα πριν ότι αυτό το απρόβλεπτο με τη δουλειά μας ως αναπληρωτές είναι αυτό που με οδήγησε στη Λέσβο ουσιαστικά. Είχα, προηγουμένως, εμπειρίες από το νησί καθότι στην Αθήνα έχω πολλούς φίλους που είναι από την Μυτιλήνη και ήξερα ότι υπάρχει μια τρομερή παράδοση εδώ και ένας τρομερός πολιτισμός και όταν έκανα την αίτησή μου, μετά την Κρήτη πια, έβαλα και Λέσβο πιστεύοντας πάλι ότι δεν θα με πάρουνε, ωστόσο το σύστημα αποφάσισε ότι πρέπει να έρθω εδώ, κα[00:10:00]ι τελικά ήταν μάλλον σωστή η απόφαση για μία φορά. Ήρθα λοιπόν ένα χρόνο πριν ακριβώς, σχεδόν λίγο παραπάνω, αρχές Σεπτεμβρίου του '19 για να δουλέψω ως δασκάλα σε δημόσιο σχολείο. Τώρα, η μουσική μου εμπειρία στη Λέσβο είναι κάτι που θα αναλύσω σε πρώτη φάση. Μπορώ να πω ότι αισθάνομαι πολύ τυχερή που γνώρισα όλο αυτό το κομμάτι το μουσικό στο νησί και μεγάλη ευγνωμοσύνη για τους ανθρώπους που με αγκάλιασαν με το που ήρθα. Δηλαδή, θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι, την πρώτη μέρα που έφτασα στο νησί, γνώρισα μουσικούς και το ίδιο βράδυ —πριν καν αναλάβω υπηρεσία, ας πούμε, πριν ξεκινήσω το σχολείο, πριν βρω σπίτι—, μου είχαν προτείνει να παίξουμε και να κάνουμε ορχήστρα και να κάνουμε πρόβες και να κάνουμε live και όλο αυτό, ας πούμε, το κομμάτι που μου αρέσει και είναι η ζωή μου ουσιαστικά και ήθελα να το ανακαλύψω από την αρχή οπότε το να έρθω στη Λέσβο και σε ένα τέτοιο μέρος που έχει τέτοια παράδοση ήταν ό,τι καλύτερο για μένα. Να πω τώρα, ας πούμε, ότι πώς ξεκινήσαμε να παίζουμε; Καταρχάς το νησί, συγκεκριμένα η Μυτιλήνη, τα παιδιά που γνώρισα στη Μυτιλήνη, παλιότερα, πριν από πολύ λίγα χρόνια, το '17 νομίζω τελείωσε αυτή η προσπάθεια, ήτανε, ανήκανε στο ΚΕΣΑΜ, στο Κέντρο Ανατολικών Σπουδών, το οποίο —υπό τη διεύθυνση του Νίκου του Ανδρίκου που είναι πια καθηγητής στην Άρτα, στο Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής, που είναι και από τη Μυτιλήνη. Εδώ, στη Μυτιλήνη, δημιούργησε ορχήστρες και έβαλε ας πούμε αυτό το στίγμα το τόσο σοβαρό και σημαντικό που έχει η πόλη και το νησί για το τι σημαίνει να είσαι μουσικός εδώ και θα γίνω πιο συγκεκριμένη σε λίγο. Τα παιδιά αυτά, ξεκίνησα να παίζω μαζί τους τον χειμώνα στο κέντρο της πόλης, σε ένα ρεπερτόριο που δεν είχα δουλέψει πρωτύτερα και-
-Ποιο ήταν αυτό το ρεπερτόριο;
Πιο πολύ καφέ αμάν, σμυρναίικο, παραδοσιακό. Η ορχήστρα αποτελείται, αυτή η συγκεκριμένη ορχήστρα που παίζαμε ήταν κιθάρα, βιολί, κλαρίνο. Επομένως, όλη αυτή, όλος αυτός ο πλούτος που τα παιδιά αυτά, ο μουσικός πλούτος που τα παιδιά αυτά που είμαστε και πολλοί φίλοι πια, είχαν στα χέρια τους —μέσα από το ΚΕΣΑΜ αλλά και από την προσωπική τους μελέτη—, μου δόθηκε εμένα απλόχερα, με αποτέλεσμα εγώ να βρεθώ σε έναν άλλο κόσμο ξαφνικά, ας πούμε, μουσικό και να δυσκολευτώ λίγο στην αρχή —γιατί αυτό το ρεπερτόριο όπως προείπα δεν το είχα ακριβώς δουλέψει τόσο πολύ, το είχα πολύ τμηματικά—, αλλά και να βελτιωθώ και να νιώσω κομμάτι ενός πράγματος που είναι πολύ σημαντικό για το νησί και είναι μεγάλη μου τιμή που μπήκα σε αυτή την διαδικασία. Πέρα απ' αυτό, υπάρχουν και μουσικοί οι οποίοι είμαστε πολύ φίλοι και παίζουν άλλο ρεπερτόριο πιο ρεμπέτικο και παλιό λαϊκό, ας πούμε, και με αυτούς πρόλαβα, πριν από τον Covid, να κάνω και πρόβες και να παίξουμε και σε πολλά μέρη της Λέσβου και μέσα στον χειμώνα τον προηγούμενο, και εκεί, ας πούμε, θυμάμαι δηλαδή κάθε φορά που έφευγα από το live ότι είχα περάσει τρομερά. Υπήρχε μια ενέργεια μια αποδοχή πλήρης, γιατί, ξέρεις, ότι δεν είναι εύκολο να έρθει κάποιος άγνωστος εντελώς σε έναν τόπο που είναι ξένος για αυτόν —και για μένα είναι ξένος ακόμη αυτός ο τόπος, αλλά και για αυτούς εγώ ήμουν ξένη μέχρι τότε ας που ήρθα—, δεν είναι εύκολο να ταιριάξεις και πόσω μάλλον να συνεργαστείς. Ήμασταν, ήμουν τυχερή που τους βρήκα γιατί και σαν άνθρωποι και σαν ενέργειες ταιριάξαμε πολύ, με αποτέλεσμα κάθε φορά που παίζαμε, που αυτό ήταν εβδομαδιαίο φαινόμενο, να περνάω και τέλεια και να έχω τρομερή ενέργεια και διάθεση δημιουργική χάρη σ' αυτούς τους ανθρώπους. Αυτά... Θα πω κι άλλα σε λίγο, θα θυμηθώ και κάτι άλλο, ναι.
Εγώ θα ήθελα να σε ρωτήσω αν έχεις να θυμάσαι από όλη αυτή την ωραία χημεία που περιέγραψες, έτσι, κάποιο συγκεκριμένο παίξιμο που κάνατε σε κάποιο χωριό μια μουσική εμπειρία που να σου έμεινε και να σου έδωσε εφόδια και δύναμη να συνεχίζεις να ασχολείσαι με αυτό, με τη μουσική εννοώ και παράλληλα με τη διδασκαλία —που, από όσο ξέρω, εξασκούσες.
Ωραία, η αλήθεια είναι ότι είναι πάρα πολλά τα σκηνικά που μου έρχονται στο μυαλό με αυτή την ερώτηση. Δύσκολα θα μπορούσα να διαλέξω κάποιο ως μεμονωμένο και πιο σημαντικό από όλα τα υπόλοιπα, αλλά έτσι για να καταγραφεί μπορώ να πω δυο-τρία περιστατικά, ας πούμε, που έμε εντυπωσίασαν πάρα πολύ γιατί σου είπα ότι μέχρι να έρθω εδώ, πάλι με τη μουσική ασχολιόμουν. Δηλαδή, δεν είναι ότι ήρθα σε ένα μέρος που δεν είχε μουσική ή είχε άλλου είδους μουσική που έπρεπε ν’ ανταπεξέλθω. Ήταν ουσιαστικά σχεδόν το ίδιο με αυτό που έκανα εγώ, αλλά υπήρχε —ακριβώς επειδή είναι νησί, ο πολιτισμός είναι πολύ διαφορετικός εδώ από ένα αστικό κέντρο και η κοινωνική συμπεριφορά—, υπήρχε ένας ενθουσιασμός τον οποίο εγώ —και με ένα μεράκι θα έλεγα, ένα βίωμα της μουσικής—, τον οποίο σπάνια έβλεπα στην Αθήνα, ενώ πέρυσι που παίζαμε εδώ τον έβλεπα πολύ συχνά, τον έβλεπα σχεδόν στη συνέχεια. Αυτό ίσως έχει να κάνει και με το ότι οι άνθρωποι εκτιμούν και λόγω της γειτνίασής τους με την Τουρκία πολύ περισσότερο αυτό το ρεπερτόριο, υπάρχουν σοβαρές πολιτισμικές ρίζες που αποδεικνύουν την επικοινωνία της Λέσβου με την Τουρκία απέναντι στη μουσική, αλλά σίγουρα έχει να κάνει με το ότι έχουν μάθει και να ακούνε πολύ περισσότερο και να συμμετέχουν στη διαδικασία τη στιγμή που παίζεις και τραγουδάς, ας πούμε, που ουσιαστικά δίνεις τον εαυτό σου, κάτι που πολλές φορές στην Αθήνα με είχε πληγώσει όταν παίζαμε και ο άλλος από κάτω —ντάξει, όχι όλες τις φορές, αυτό δεν είναι κανόνας, αλλά θυμάμαι τώρα κάποια περιστατικά— όχι απλά αδιαφορούσε, αλλά ήταν σαν να μην είναι εκεί... Εδώ αυτό δεν το ένιωσα, ας πούμε. Και περιστατικά, τώρα. Ένα πολύ ωραίο βράδυ ήταν στην Ανεμότια, στον κάμπο Ανεμότιας που παίξαμε τον Νοέμβρη πέρυσι, για τη γιορτή τσίπουρου. Εκεί, χαρακτηριστικά, θυμάμαι ότι από το πρώτο μισάωρο ο κόσμος χόρευε και ήξερε όλα τα τραγούδια που είπαμε —κάτι που με σόκαρε προσωπικά γιατί δεν το είχα ξαναδεί αυτό το πράγμα ούτε στην Αθήνα—, και χόρευαν και πάρα πολύ ιδιαίτερα για μένα —τώρα πια το έχω συνηθίσει αυτό το είδος χορού, ας πούμε—, αλλά το πόσο γειωμένο ήταν το ζεϊμπέκικο και το απτάλικο και το πόσο επικοινωνούσε και με το ρυθμό που του δίναμε εμείς αλλά και με το δικό του νταλκά, και με το δικό του βίωμα, ήταν τρομερό. Ήταν ουσιαστικά ένα σύνολο, ένα όλον εκείνο το γλέντι και πολλά άλλα γλέντια στο οποίο δεν ξεχώριζε ο μουσικός ότι παίζει κάπου και ο άλλος κάπου είναι παραδίπλα και κάνει κάτι άλλο, ας πούμε. Οι άνθρωποι ήταν εκεί, είχαν τις παρέες τους και τα λοιπά, αλλά ήμασταν όλοι μαζί σε μια διαδικασία γλεντιού, κάτι που δυστυχώς σπανίζει, δεν είναι τόσο εύκολο να το βρεις πια. Ένα είναι αυτό. Στην Αγιάσο, επίσης, έχω ζήσει πολλά ωραία βράδια που να παίζω και εγώ αλλά να παίζουν και φίλοι μου που, επίσης, ο κόσμος επικοινωνούσε με τον ίδιο τρόπο, και στην Μυτιλήνη, σαφώς, ένα βράδυ που παίζαμε —μια Κυριακή από αυτές που παίζαμε τα παραδοσιακά—, μας επισκέφτηκε ένα παιδί από την Τουρκία που είχε έρθει για τουρισμό τον χειμώνα πέρυσι και ξαφνικά, ενώ δεν είχε παρέα, έκανε παρέα, ήρθαν κάποιοι άνθρωποι, εδώ, ντόπιοι, του μιλήσανε, είδαν ότι είναι ξένος ότι είναι από την Τουρκία και τα λοιπά, και του είπαν να έρθει να κάτσει μαζί τους και πίναν όλοι μαζί και ακούγανε τη μουσική και ξαφνικά τον άκουσαν να τραγουδάει, του έδωσα το μικρόφωνο, και είχε τρομερή φωνή και έκανε και αμανέ και ήτανε μια βραδιά πολύ συγκινητική για μένα. Τώρα, νομίζω, επειδή επεκτάθηκα πολύ, με ρώτησες πως συνεργάζεται το κομμάτι της διδασκαλίας με όλα αυτά;
Όχι, όχι, με ενδιαφέρουν οι εμπειρίες σου και σκηνικά που έχεις να θυμάσαι και το γιατί σε συγκίνησαν. Γιατί, για παράδειγμα, να σε συγκινήσει το σκηνικό με τον Τούρκο ο οποίος επίσης τραγουδούσε μαζί σας;
Γιατί, καταρχάς, έβλεπα έναν άνθρωπο που ήταν μπροστά μου, που είναι από ξένη χώρα, από άλλη χώρα, και καθόταν στο ίδιο τραπέζι με ντόπιους —με Μυτιληνιούς, ας πούμε— και ήτανε σαν να —αν δεν μου είχε πει δηλαδή ότι είναι από αλλού, δεν θα το καταλάβαινα. Αυτό είναι πολύ εντυπωσιακό από μόνο του και μόνο η κοινωνική του συμπεριφορά και η τυπολογία των κινήσεών του ας πούμε ήτανε παρόμοια.
Όπως;
Για παράδειγμα, ότι ήτανε όλοι στην παρέα αρκετά διαχυτικοί και αυτός. Ας πούμε, λέγανε: «Γεια μας», οι δικοί μας λέγαν: «Γεια μας», και αυτός έλεγε: «Σερεφέ», αλλά με τον ίδιο τρόπο. Η τυπολογία ήταν ίδια, μόνο η λέξη άλλαζε. Και, επίσης, ήταν συγκινητικό, γιατί φαινότανε —ήταν πάλι μια κατάσταση όπως περιέγραψα πριν, ότι όλοι γλεντούσαμε με όλους, ψυχικά, δηλαδή, οι μουσικοί δεν ήμασταν αποκομμένοι από το σκηνικό από κάτω, ήτανε όλοι σε μια κατάσταση, ας πούμε, γλεντιού—, και όταν τραγούδησε —καταρχάς, για έναν άνθρωπο που τραγουδάει, είναι πολύ συγκινητικό έτσι και αλλιώς ένας άσχετος, ένας πελάτης, ένας φίλος που δεν έχει τραγουδήσει ποτέ, να τραγουδήσει και να τραγουδήσει ωραία, γιατί ανακαλύπτεις μια καινούργια φωνή και λες: «Δεν το περίμενα αυτό το πράγμα», ας πούμε και πόσω μάλλον όταν τραγούδησε έτσι όπως τραγούδησε, που ήταν τρομερός, και έκανε αμανέ, δηλαδή ο αμανές που υπάρχει στη Λέσβο με τον αμανέ που υπάρχει στην Τουρκία, ένα πράγμα που είναι αδιαίρετο ουσιαστικά για μένα. Και, εντάξει, έχω νιώσει έτσι, βλέποντας βέβαια, έχω νιώσει έτσι και ακόμα πιο συγκινησιακά βλέποντας και τον Σόλωνα Λέκκα, ο οποίος έφυγε από τη ζωή φέτος, μεγάλος τραγουδιστής και μεγάλο κεφάλαιο πολιτισμικό για το νησί, ο οποίος ήταν αυτό ακριβώς το πράγμα. Δεν ήτ[00:20:00]ανε ένας απλός τραγουδιστής, ήτανε ένα σταυροδρόμι πολιτισμών. Τραγουδούσε και σου μετέφερε όχι απλά μια έκσταση, βάσει των δυνατοτήτων τεχνικά που είχε ο άνθρωπος αυτός στη φωνή του, αλλά και ολόκληρο πολιτισμικό σύμπαν. Εικόνες, πράγματα… Τον άκουγες και —να, τώρα που σου το λέω ας πούμε ανατρίχιασα. Και τον Σόλωνα τον είχα γνωρίσει στην Αθήνα, και όταν ήρθα εδώ πρόλαβα να τον δω ακόμα μια φορά πριν μας αφήσει. Όλο αυτό το κλίμα, ας πούμε, επικρατεί στο νησί και, καταλαβαίνεις, όταν έρχεσαι εδώ να μείνεις και να παίξεις μουσική και να ασχοληθείς με αυτό το πράγμα, ότι έχεις μπει λίγο σε ένα άλλο σύμπαν από αυτό που έχεις συνηθίσει, ειδικά ένας άνθρωπος, όπως εγώ, που ήμουν στην Αθήνα και ήτανε αλλιώτικο, ήτανε αστικό τοπίο. Όταν έρχεσαι εδώ και σε χωρίζει μία ώρα, μόνο, ουσιαστικά, με ένα μικρό καραβάκι από το απέναντι, και βλέπεις ανθρώπους να έρχονται από απέναντι για να κάνουν μια βόλτα στην πόλη και τραγουδάνε με το ίδιο μεράκι, με τον ίδιο πόνο και, μάλιστα, ξέρουν και τα τραγούδια. Δηλαδή, εγώ θυμάμαι εκείνο το βράδυ να λέω τραγούδι ελληνικό, με ελληνικούς στίχους —ελληνικό, ελληνικό στίχο εννοώ— και να τραγουδάει αυτός από κάτω στους τούρκικους. Ίδιο. Είναι συγκινητικό, γιατί αποδεικνύει ότι η μουσική είναι μία τέχνη που περνάει ανά τους αιώνες και δεν υπολογίζει ούτε σύνορα ούτε —επικοινωνεί δηλαδή με τον κόσμο—, ούτε σύνορα, ούτε περιχαρακώνεται όπως θέλησαν πολλοί να κάνουν, ας πούμε, για τους δικούς τους λόγους, για άλλους λόγους, τους οποίους δεν θα αναφερθώ τώρα, γιατί θα ξεφύγουμε. Αλλά, η μουσική, όπως και κάθε τέχνη, αυτό είναι: είναι μία ζωντανή συνδιαλλαγή με τον κόσμο παγκόσμια, επομένως μπορείς να βρεθείς σε ένα νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου και να έχεις αυτή την εμπειρία ναι, να έρθει κάποιος ο οποίος είναι ξένος, είναι από απέναντι, αλλά να είναι ακριβώς το ίδιο με σένα και, εντάξει —αυτό βέβαια δεν χρειάζεται να είναι σε νησί, μπορεί να γίνει οπουδήποτε. Εκεί, αυτός είναι ο λόγος που έτσι συγκινήθηκα περισσότερο.
Βασιλική, πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με το τραγούδι και με τη μουσική εν γένει; Πότε το αποφάσισες, πώς ήταν εκείνη η στιγμή, η καθοριστική, που ήταν ξεκάθαρη;
Λοιπόν, εγώ ως παιδί δεν τραγουδούσα, είχα μεγάλη συστολή. Επομένως, δεν ήξεραν καν ούτε οι δικοί μου ότι μπορώ να τραγουδήσω. Κάποια στιγμή, στο Πανεπιστήμιο, ξεκίνησα μουσική —κλασική όμως, καμία σχέση, κλασικό φλάουτο, μάλλον περνώντας τα χρόνια το ψυχανάλυσα και θεωρώ ότι ήταν προέκταση της φωνής μου το φλάουτο, γι' αυτό και το ξεκίνησα επειδή δεν μπορούσα, δεν ήθελα να τραγουδάω σε κόσμο, προτιμούσα να παίζω ένα πνευστό όργανο, ας πούμε. Αλλά, έγινε αυτή η σπουδή, ωστόσο τραγουδούσα σπίτι μόνη μου, σε παρέες σιγά-σιγά, μέχρι που πήγαμε κάποια στιγμή —ήμουν φοιτήτρια ακόμα— διακοπές στην Κρήτη, και εκεί πέρα είχα κάποιους φίλους που παίζανε και παίξαμε όλοι μαζί και τραγούδησα και τότε ένας φίλος μου μου είπε ότι: «Θα βάλουμε ένα στοίχημα. Πρέπει του χρόνου», γιατί έφευγε για Γαλλία, «πρέπει του χρόνου που θα γυρίσω να τραγουδάς σε μαγαζί. Δηλαδή, να φτιάξεις ορχήστρα και να πας να παίξεις κάπου και να κάνεις live», και τέτοια. Και κάπως έτσι ξεκίνησε το όλο πράγμα, δηλαδή εγώ δεν το φανταζόμουν ποτέ ότι θα τραγουδούσα και πόσω μάλλον ότι θα βιοποριζόμουν από αυτό για τόσα χρόνια. Ξεκίνησε ως καπρίτσιο θα έλεγα. Μου άρεσε πολύ να τραγουδάω, αλλά ποτέ δεν είχα συναναστροφή ούτε με μουσικούς που βιοπορίζονταν από αυτό ούτε είχα ξεκινήσει να κάνω live, τίποτα τέτοιο. Μόνο κάποιες συναυλίες με ορχήστρες κλασικές στις οποίες ήμουν η φλαουτίστρια. Κάπως έτσι ξεκίνησε, πολύ χαλαρά τον πρώτο καιρό. Παίζαμε μια φορά τη βδομάδα, έβγαλα ένα ρεπερτόριο και από κει και έπειτα αναπτύχθηκαν σχέσεις με ανθρώπους στην Αθήνα με τους οποίους φτάσαμε να κάνουμε πολύ ωραία πράγματα, ας πούμε: και τραγούδια δικά μας και διασκευές, και να παίζουμε πολύ, και κάπως έτσι κύλησε όλο αυτό όλα αυτά τα χρόνια.
Και τι έχεις να θυμάσαι από εκείνα τα πρώτα χρόνια σου ως μουσικός; Πώς επέλεξες, αρχικά, αυτό το είδος μουσικής;
Ωραία ερώτηση αυτή. Εγώ, όπως σου είπα, ήμουν κλασική φλαουτίστρια. Δηλαδή, ξεκίνησα έτσι και μου άρεσε πάρα πολύ το όργανο αυτό, όταν το άκουγα στις ηχογραφήσεις και στα τραγούδια και τα λοιπά. Ωστόσο, δεν μπορώ να γνωρίζω ακριβώς γιατί επέλεξα το ρεμπέτικο. Θεωρώ ότι —και το λαϊκό—, θεωρώ ότι η ψυχή μου κάπως με πήγε προς τα εκεί. Δηλαδή, όταν άκουγα αυτά τα τραγούδια, κάπως συγκινούμουν παραπάνω. Ή έπιανα τον εαυτό μου να τα σιγοτραγουδάει τη στιγμή που έπρεπε να μελετήσω κλασική ας πούμε για να πάω στο ωδείο. Οπότε, κάπως έτσι αποφάσισα ότι η κλασική μουσική ήταν η βάση μου, με βοήθησε πάρα πολύ να αναπτύξω μια αισθητική, μια πειθαρχία στο πως μελετάς, αλλά όταν ξεκίνησα και έκανα το πρώτο μου γκρουπάκι ας πούμε με αυτή τη μουσική, που είναι άλλο σύμπαν εντελώς, κατάλαβα ότι προς τα εκεί κινούμαι. Τα πρώτα χρόνια που παίζαμε ήταν γλυκά και αθώα, δηλαδή επικρατούσε μια συνεχής —επειδή, ακριβώς δεν ήμασταν ούτε πεπειραμένοι ούτε γνωρίζαμε απόλυτα τι πάει να πει όλο αυτό το κομμάτι ας πούμε του να ασχοληθώ με την παράδοση και ούτε καν είχαμε αυτά τα βιώματα καλά κάνεις τα βιώματα αυτά που περιγράφει στο τραγούδι δεν τα έχει κανείς—, αλλά ξέρεις όταν είσαι και ειδικά και πιο νέος ας πούμε και αντιμετωπίζεις ένα τέτοιο σύμπαν, πάντα υπάρχει μια γλυκά και μια αθωότητα να το ανακαλύψεις, και μια θέληση να το ανακαλύψεις σιγά-σιγά, σταδιακά και ενδελεχώς, Δηλαδή, θυμάμαι που κάναμε πρόβες συνέχεια, που εγώ μετά καθόμουνα και ασχολούμουν με τις ζωές των ανθρώπων αυτών, των μουσικών, των τραγουδιστών. Πώς ήταν; Γιατί έγραψαν αυτό το τραγούδι; Τι θέλει να πει αυτός ο στίχος; Δεν ήταν ότι τα εκτελούσαμε τα τραγούδια, πηγαίναμε να τα παίξουμε. Τα νιώθαμε πάρα πολύ τα πρώτα χρόνια, ειδικά τα τρία-τέσσερα πρώτα χρόνια που παίζαμε και σε μαγαζιά που ήταν και πιο ταιριαστά κάπως σε εμάς. Έχω να θυμάμαι, λοιπόν, πρόβες ωραίες, ωραίο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, δηλαδή δεμένα πράγματα, παρέες πολύ μεγάλες, πολλούς φίλους οι οποίοι έρχονταν και τους άρεσε πάρα πολύ αυτό και υπήρχε και εκεί αυτή συνδιαλλαγή που περιέγραψα προηγουμένως —αυτό το κομμάτι του ότι παίζαμε εμείς, αυτοί τραγουδάγανε—, και υπήρχε ένα γενικότερο κλίμα γλεντιού, δεν ήμασταν απρόσωποι, κλεισμένοι πίσω από κάποιο προσωπείο του καλλιτέχνη, ήταν ένα πράγμα ενιαίο. Πάρα πολλά γλέντια, πάρα πολλά φεστιβάλ που έχουμε παίξει. Εμπειρίες οι οποίες ήταν σίγουρα δύσκολες —γιατί, η έκθεση δεν είναι εύκολο πράγμα—, και το να φτάσεις σε ένα σημείο, ας πούμε, να κάνεις κάτι καλλιτεχνικά σωστό αλλά και να το διεκπεραιώσεις σωστά, δηλαδή να μην είσαι, να μην έχεις —πως το λένε; Να μην κάνεις —από το πιο μικρό: από το να κάνεις ένα απλό λάθος την ώρα που παίζεις, μέχρι να πάει κάτι στραβά σε μια συναυλία, ας πούμε—, αυτό από μόνο του σαν έννοια, σαν σκέψη είναι ψυχοφθόρο. Οπότε, ναι μεν ήταν δύσκολο, και είναι δύσκολο —για πάντα θα είναι, έτσι είναι αυτά τα πράγματα, η μουσική έτσι είναι—, αλλά είναι τρομερός πλούτος για έναν άνθρωπο από την στιγμή που έχει ξεκινήσει και έχει μπει σε αυτό το κομμάτι.
Εσύ, από τη μέχρι τώρα σου εμπειρία, πώς νιώθεις ότι εξελίχθηκες προσωπικά; Συναισθηματικά μιλώντας, τόσο όσον αφορά από τις συνεργασίες σου, από αυτά που είπες ότι διάβαζες σχετικά με το πώς και το γιατί ενός τραγουδιού; Είναι διαφορετικό τώρα να ακούς αυτά τα τραγούδια; Είναι άλλο το συναίσθημα;
Πώς νιώθω ότι εξελίχθηκα... Νιώθω ότι απέκτησα ένα πολύ σοβαρό όπλο για τον ψυχισμό μου, πρώτα και κύρια, ότι μου ανοίχτηκε ένα σύμπαν που είναι τεράστιο, που είναι αχανές που δεν τελειώνει ποτέ, επομένως εγώ πια ξέρω ότι αυτό το πράγμα είναι μια συνεχής προσπάθεια και μελέτη. Επομένως, ο ψυχισμός μου επηρεάζεται από αυτό. Δηλαδή είναι ταγμένος στο ότι πρέπει να συνεχίσεις και να μην το αφήσεις γιατί σου αρέσει πολύ και να το εξελίξεις παραπάνω κτλ. κτλ. Σαν άνθρωπος —δεν το συζητώ, εντάξει, είπα και πριν ότι νιώθω πολύ τυχερή—, οι εμπειρίες και μόνο μέσα από τα live και τις συνεργασίες αυτές ήτανε εκρηκτικές. Δηλαδή, και μόνο ότι μπορείς να πεις τα τραγούδια που σ’ αρέσουν, να είσαι με τους φίλους σου ουσιαστικά, και να κάνεις μια τέτοια δουλειά, και να είναι και φίλοι σου από κάτω ως κοινό, αυτό δημιουργεί μια ατμόσφαιρα μαγική, ας πούμε. Το να εκφράζεται, το να δίνεται λόγος σε κάποιον και έκφραση, ας πούμε, είναι από μόνο του πάρα πολύ ωραίο συναίσθημα, πόσω μάλλον όταν έχει να κάνει με την τέχνη που του αρέσει και πόσω όταν βλέπει ότι πάει καλά το πράγμα εννοώ ότι κάνει κάποια πράγματα που θα ήθελε, ότι έχει εκπληρώσει σε ένα βαθμό κάποια βήματα. Εγώ, προσωπικά, νιώθω πως έχω εκπληρώσει σε ένα βαθμό κάποια βήματα που θα ήθελα να κάνω και αυτό, εννοείται, ότι δεν σημαίνει ότι σταματάει εδώ, ότι προχωράει. Ας πούμε, τι εννοώ, για να γίνω πιο σαφής. Όταν ξεκινάς με κάποιους ανθρώπους και παίζεις και είστε φίλοι και πάτε σε μαγαζιά —που όπως είπα και πριν δεν είναι πάντα ωραία τα πράγματα, είναι και δύσκολα—, αλλά μέσα από αυτή τη δυσκολία, ας πούμε, υπάρχουν δυναμικές απίστευτες, οι οποίες μπορεί να φτάσουν και στη σύνθεση ενός πολύ ωραίου τραγουδιού, καινούριου. Το οποίο... Να ξημερώσει μια μέρα και να έρθει ο μουσικός ο φίλος και να σου πει: «Θέλω να το πεις». Αυτό και μόνο ως γεγονός ήταν πάρα πολύ μεγάλο για μ[00:30:00]ένα, δηλαδή δεν ήταν μια απλή διαδικασία. Ένα τραγούδι, ένα γέννημα, μια ιδέα, ένα καλλιτεχνικό γεγονός είναι δικό μας, γεννήθηκε μέσα από αυτή τη συνδιαλλαγή που, όσο δύσκολα και να ήταν τα πράγματα, όσο και να υποφέραμε με τα ωράρια, και με το ότι παίζαμε σε μαγαζιά που —και παίζουμε— σε μαγαζιά που δεν υπάρχει εξαερισμός, η τέχνη πάντα βρίσκει τρόπο να ξεφύγει μέσα από όλα αυτά και να δημιουργήσει συνθήκες που υποβόσκουν και στο μέλλον να σε φτάσουν στο σημείο να πεις αυτό που θες να πεις, με τον τρόπο που θες να το πεις. Αρκεί να μην το ξεχνάς —αυτό είναι το ζήτημα—, να μην το ξεχνάς μέσα στην καθημερινότητα. Το ότι ας πούμε υπήρξαν φίλοι μου οι οποίοι είναι πάρα πολύ καλοί μουσικοί και ήρθανε και μου είπαν ότι: «Θέλουμε να κάνουμε αυτό. Θέλεις να είσαι μέσα σε αυτή την προσπάθεια;», ήταν για μένα τεράστιο κέρδος και μεγάλη τιμή, εννοείται. Τώρα, θα μπορούσα να σου πω και για κάποια τραγούδια που υπάρχουν, ας πούμε, αλλά, δυστυχώς, λόγω των συνθήκων και της καθημερινότητας, δεν έχουν ακόμα ηχογραφηθεί. Αυτά που ηχογραφήθηκαν τα νιώθω σαν παιδιά, σαν να τα έχουμε κάνει όλοι μαζί με έναν τρόπο, γιατί όντως έτσι έγινε. Η ιδέα ξεκίνησε από έναν και στο στούντιο όταν τα γράφαμε —τον Πάνο τον Μπαλάφα, ο πρώτος ήταν αυτός, ο οποίος μου έδωσε ένα τραγούδι. Η ιδέα λοιπόν ξεκίνησε από αυτόν, ο στίχος και η μουσική, και στο στούντιο όταν μαζευτήκαμε 7 μουσικοί πια για να το φτιάξουμε αυτό το τραγούδι, ο ένας έβαζε το στοιχείο του, και ο άλλος το άλλο, και ο άλλος το άλλο, και ο άλλος το άλλο, και δημιουργήθηκε ένα πράγμα που ήταν πέρα από κάθε προσδοκία δικιά μας. Αυτό, σαν διαδικασία, με γοήτευσε πάρα πολύ και ουσιαστικά αυτό θέλω να κάνω και με τη μουσική πια. Δηλαδή, από τότε, αποφάσισα ότι αυτό είναι για μένα. Ότι θέλω να έχω παρέες σοβαρές που ασχολούνται με την, όχι απλά με την αναπαλαίωση —με το ότι χρησιμοποιείς ένα ρεπερτόριο για να βιοποριστείς κτλ. κτλ.—, αλλά ότι προσπαθείς μέσα στη σημερινή εποχή, που είναι τόσο δύσκολη για αυτό το επάγγελμα, να βάλεις το δικό σου στίγμα επικοινωνώντας πάντα με τις κοινωνικές συνθήκες. Δηλαδή, ότι τα τραγούδια που θα γράψεις, ας πούμε —ή θα τα δώσεις να τα ακούσει ένας ραδιοφωνικός παραγωγός ή θα τα στείλεις σε κάποιο διαγωνισμό—, δεν είναι τραγούδια τα οποία είναι πέρα από την εκτός της εποχής τους. Και άλλοι μου φίλοι, όπως ο Παναγιώτης ο Τσιφτσής, που είναι και ξάδερφός μου, τα τραγούδια που έχει ετοιμάσει για να βγάλει είναι τρομερά. Βγήκανε, γεννηθήκανε μέσα από —την προσωπική του μελέτη, εννοείται, και την ενασχόληση με τη σύνθεση κτλ.—, αλλά και μέσα από την έμπνευση που έπαιρνε καθημερινά, και από εμάς που ήμασταν οι μόνιμοι συνεργάτες του, και από τους ανθρώπους που συνεργάστηκε μετέπειτα, και από τα όνειρα που έχεις —γιατί, αυτό ουσιαστικά είναι η μουσική: είναι ένα όνειρο που πραγματώνεται σε ένα βαθμό στην καθημερινότητα και μέσα από την πραγμάτωση αυτή, από ένα, δύο, τρία στοιχεία, σημεία, ξέρω εγώ, μπορείς να φτάσεις και στο μεγαλύτερο σου όνειρο, στο να κάνεις έναν δίσκο με δικά σου στοιχεία, να φωνάξεις ένα μουσικό που θα σε βοηθήσει στο να ενορχηστρώσεις αυτό το δίσκο, τον οποίο θαύμαζες πάρα πολύ τα προηγούμενα χρόνια και δεν πίστευες ότι θα μπορούσες να τον προσεγγίσεις. Το να έρθει κάποιος που γράφει μουσική, καλή μουσική, και να έχει ιστορία στη δισκογραφία και να σου πει: «Ξέρεις κάτι; Έχω γράψει τάδε, δεκαπέντε τραγούδια. Διάλεξε αυτά που θες για να τα κάνεις δικά σου». Αυτό από μόνο του είναι το τέλειο, ας πούμε, η εκπλήρωση της όλης της υπόθεσης. Αυτό. Ναι, ήταν λοιπόν ο Πάνος Μπαλάφας που μου έδωσε ένα τραγούδι. Υπάρχουν —καλά, είναι και ο Παναγιώτης Τσιφτσής που είπα προηγουμένως, ο οποίος γράφει τον δίσκο του, ωστόσο δεν είναι έτοιμο κάτι ακόμα για να το αναφέρω. Ο Δημήτρης ο Μπάκουλης με τον οποίο έχουμε κάνει και κάποιες διασκευές και, ευελπιστώ, αν όλα πάνε καλά φέτος και καταφέρω με έναν τρόπο να πάω στην Αθήνα, να γράψουμε το επόμενο τραγούδι, που πάλι είναι πρωτότυπο, δηλαδή είναι δικό του. Ο Νίκος ο Φραγκάκης, που είναι αυτός ο άνθρωπος που ανέφερα πριν, περιφραστικά, ο άνθρωπος που έγραψε πάρα πολλά τραγούδια για μένα, έγραψε τύπου 20 τραγούδια, τα οποία έχω την ευκαιρία να διαλέξω όσα θέλω για να φτιάξω κάτι δικό μου. Ωστόσο, αυτή η προσπάθεια έμεινε λίγο στα σκαριά, όπως είπα και πριν, λόγω των συνθήκων: το ότι έφυγα, το ότι οικονομικά, ας πούμε —εφόσον εμείς δεν στηριζόμαστε από κάποιον χορηγό—, αναγκαστικά τα οικονομικά βάρη πέφτουν στις δικές μας πλάτες, επομένως καταλαβαίνεις είναι πολύ δύσκολα —εφόσον ένα τραγούδι για να το ηχογραφήσεις, ένα μόνο, χρειάζεται και πρόβες και πάρα πολλές ώρες στο στούντιο και πληρωμή—, είναι πολύ δύσκολο να γράψεις δίσκο. Θέλει χρόνια και για να επεξεργαστείς το υλικό, και για να ωριμάσεις και σαν άνθρωπος εσύ που θα το βγάλεις προς τα έξω και σαν τραγουδιστής και σαν μουσικός και τα λοιπά, αλλά και θέλει και, το βασικότερο, θέλει και χρήματα. Τα οποία, έτσι όπως είναι η ζωή μας τα τελευταία χρόνια, είναι λίγο δύσκολο να συγκεντρωθούν. Θέλει, τμηματικά: ένα τραγούδι τώρα, ένα τραγούδι μετά, ένα τραγούδι μετά, κάπως να χτιστεί αυτό το πράγμα, με λίγες θυσίες, ας πούμε, και να ολοκληρωθεί. Αυτοί είναι λίγοι, τώρα μπορεί να ξεχνάω ανθρώπους, γιατί τα λέω τελείως αυθόρμητα, αλλά είναι λίγοι από αυτούς που είναι στίγμα για μένα στη ζωή μου, το ότι μου εμπιστεύτηκαν κομμάτια του εαυτού τους —γιατί ουσιαστικά αυτό είναι: όταν συνθέτεις κάτι και το δίνεις στον άλλον, τον εμπιστεύεσαι απόλυτα, όχι μόνο σαν καλλιτέχνη και σαν φωνή και τα λοιπά και τα λοιπά, αλλά σαν άνθρωπο περισσότερο, γιατί ξέρεις ότι ένα κομμάτι της ψυχής σου —αυτό είναι η σύνθεση: γράφεις και είναι ένα κομμάτι της ψυχής σου—, το δίνεις σε έναν άλλον, δικό του, δηλαδή να το κάνει δικό του. Αυτό είναι η απόλυτη εμπιστοσύνη. Και δεν είναι τεχνικό τόσο το ζήτημα. Το τεχνικό, οκ, λύνεται. Θα σου πει ο άνθρωπος που το έγραψε: «Πες το έτσι, θέλω εδώ να προσέξεις αυτή τη νότα», και τα λοιπά και τα λοιπά. Το θέμα είναι το ερμηνευτικό, το συναισθηματικό, το αισθητικό επίσης, μεγάλη υπόθεση. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι, που είναι πολύ σημαντικοί οι μουσικοί για μένα, αισθητικά επικοινωνούμε, επομένως, μου εμπιστεύτηκαν αυτά τα τραγούδια που είναι, όπως είπα και πριν, ένα κομμάτι από το δικό τους κόσμο. Δηλαδή, είναι πάρα πολύ δύσκολο. Είναι σαν να λέμε ότι δημιουργείς κάτι με πάρα πολύ κόπο και μετά από πάρα πολλά χρόνια ενασχόλησης με αυτό —και με θυσίες και, τέλος πάντων, με όλο αυτό το πράγμα— και δεν το κρατάς για σένα, το δίνεις σε κάποιον γιατί πιστεύεις —εκεί είναι το μεγαλείο της υπόθεσης—, πιστεύεις ότι ο άλλος, ας πούμε, είναι αυτό, πρέπει να το πει, το έχεις γράψει κάπως για αυτόν. Επικοινώνησες τόσο πολύ ψυχικά με αυτόν τον άνθρωπο, που πιστεύεις ότι το δικό σου καλλιτεχνικό δημιούργημα, το δικό σου, το παιδί σου, ας πούμε, θα εκφραστεί μέσα από αυτόν. Και αυτό, επίσης, ξέχασα τη Σεμέλη τη Παπαβασιλείου, η οποία έγραψε ακόμα ένα τραγούδι ακριβώς με αυτήn την λογική —ότι θα μπορούσε άνετα να το πει, είναι απίστευτη τραγουδίστρια—, αλλά το ζήτημα είναι του η δικιά μας η γενιά, ακριβώς επειδή έχει ζήσει σε μια εποχή έντονου ανταγωνισμού και πάρα πολύ μεγάλης δυσκολίας στην καθημερινότητα, δεν έχει, θέλω να πιστεύω, στο μυαλό της ότι προχωράμε και ας πατήσουμε και τον άλλον, ας πούμε. Είναι μια αυθόρμητη και πολύ γλυκιά διαδικασία όλο αυτό που έχω ζήσει όλα αυτά τα χρόνια: ότι παίζουμε, παίζουμε όλοι μαζί, είμαστε το ίδιο, δεν ξεχωρίζουμε τον έναν, υπερασπιζόμαστε τους συναδέλφους μας, όταν χρειάζεται —απέναντι στην εργοδοσία ίσως ή σε κάποια κακή εργασιακή συνθήκη κτλ.—, και... Υπάρχει σαφώς μια ευγενής άμυλα, αλλά όλοι κάνουμε αυτό που μπορούμε, έχουμε το δικό μας προσωπικό στοιχείο, και όταν κάποιος από εμάς νιώσει ότι το στοιχείο αυτό ταιριάζει στον άλλον, εύκολα και αγόγγυστα και χωρίς κανένα ενδοιασμό και εγωισμό κτλ. —έχω δει μπροστά στα μάτια μου πάρα πολλές φορές και μου έχει συμβεί και εμένα, να δίνεται, να φεύγει, να πήγαινε εκεί που πρέπει. Αυτά.
Και, γυρνώντας τώρα έτσι πάλι στο τώρα, στη Λέσβο, πώς ήταν λοιπόν ο συνδυασμός της εσένα ως μουσικού, ως δασκάλας και, συγκεκριμένα, έτσι, στο νησί της Λέσβου, που είναι και επαρχία, όπως είπες είναι αποκεντρωμένο, ταυτόχρονα έχει χαρακτηριστεί τα τελευταία χρόνια από το προσφυγικό φαινόμενο εδώ στο νησί, οπότε, σένα ποια ήταν η εμπειρία σου μέσα σε όλη αυτή την πραγματικότητα;
Ναι. Ωραία. Λοιπόν, θα μιλήσω περισσότερο για την περσινή χρονιά και θα έρθω στη σημερινή ημέρα αργότερα. Το να είναι κάποιος δάσκαλος και μάλιστα σε σχολείο της οριακά παραμεθόριο, όπως ήταν το δικό μου, πολύ μακριά από την πόλη δηλαδή, και ταυτόχρονα να προσπαθεί, γιατί εγώ όπως σου είπα και πριν, όταν ήρθα εδώ και είδα όλο αυτό τον πλούτο, ήθελα πάρα πολύ να ασχοληθώ με το ιδίωμα εδώ πέρα το μουσικό, επομένως έπρεπε κάθε μέρα είτε να κάνω κάποια πρόβα, είτε να παίζω μόνη μου στο σπίτι, είτε να δουλεύω βράδια ακόμα και καθημερινές. Το να είναι λοιπόν κανείς δάσκαλος —και μάλιστα να έχει απαιτητική τάξη— σε σχολείο της βορειοδυτικής Λέσβου, αλλά ταυτόχρονα να έχει —όπως εγώ πέρυσι επέλεξα να μείνω στην πόλη, παρότι ήταν πολύ μακριά η εργασία μου, ακριβώς για να μην χάσω το κομμάτι της μουσικής—, είναι πάρα πολύ κουραστικό καταρχάς. Βιολογικά, σε εξαντλεί, ακριβώς επειδή έχεις να κάνεις με παιδιά και είναι μια απαιτητική εργασία πρωινή. Και, όταν πια το απόγευμα, ας πού[00:40:00]με, η ζωή σου γυρίσει προς τα εκεί που θέλεις εσύ, προς τις ασχολίες του ελεύθερου χρόνου —όπως για παράδειγμα με τη μουσική—, και εκεί οφείλεις να είσαι ξεκούραστος, κάτι που δεν γινόταν πέρυσι, γιατί ήταν πάρα πολύ δύσκολο —τη στιγμή που οδηγούσα τόση ώρα για να πάω στη δουλειά και γυρνώντας από τη δουλειά, οδηγούσα άλλη τόση—, να έχω μια ξεκούραστη μέρα ή να πάω σε ένα live και να είμαι ξεκούραστη. Αυτό ήταν λίγο σπάνιο φαινόμενο. Θυμάμαι, ας πούμε, να παίζω και καθημερινές πέρυσι. Πέρυσι ξυπνούσα —καλά, και φέτος—, πέρυσι ξυπνούσα έξι παρά κάθε μέρα. Θυμάμαι να έχω κοιμηθεί μία και μιάμιση ώρα, ας πούμε. Δεν το μετάνιωσα, εννοείται, σε καμία περίπτωση, όλο αυτό και θα το έκανα ευχάριστα και άλλη χρονιά και άλλη και άλλη και άλλη., γιατί και η πρωινή δουλειά μού αρέσει πολύ, αυτή. Απλά, ήταν πάρα πολύ κουραστικό στο πέρασμα του χρόνου, ας πούμε, γιατί φτάσαμε μέχρι το καλοκαίρι και ένιωσα ότι είχα εξαντληθεί βιολογικά. Ωστόσο, ψυχικά, καθόλου. Δηλαδή, ένιωθα... Με ρωτάγανε διάφοροι συνάδελφοι: «Πώς καταφέρνεις να πας στο σχολείο το πρωί, ενώ την προηγούμενη τραγουδούσες στο κέντρο στη Μυτιλήνη, ας πούμε, και αργήσατε κτλ.;». Η απάντηση ήταν ότι χαιρόμουνα. Χαιρόμουνα τόσο πολύ που είχα εμπλακεί με αυτή την ορχήστρα και με αυτούς τους ανθρώπους και είχαμε πει όλα αυτά τα τόσο τρομερά τραγούδια, που την άλλη μέρα το μάθημα ήταν τέλειο. Δηλαδή, θυμάμαι, Δευτέρες στο σχολείο να πηγαίνει το μάθημα τέλεια και άλλες μέρες να μην πηγαίνει τόσο καλά. Δηλαδή, όλη η ενέργεια που έπαιρνα από τη βραδινή αυτή ενασχόληση έβγαινε το πρωί στα παιδιά και περνάγαμε τρομερά. Ήθελα κάτι να πω πριν και το ξέχασα. Ήθελα να πω και για το καλοκαίρι που μας πέρασε. Ότι, παρότι αυτό το καλοκαίρι ήταν λίγο δύσκολο και περίεργο, είχα την τύχη να πάω και σε άλλα μέρη του νησιού τα οποία δεν είχα δει. Για παράδειγμα —αυτό κολλάει στην ερώτησή σου: Αν έχεις να θυμάσαι κάτι πάρα πολύ χαρακτηριστικό από τα γλέντια που συμμετείχες κτλ.;». Στα Τσόνια, λοιπόν, σε ένα χωριό στη Βόρεια Λέσβο, κοντά στη Συκαμιά, παίζαμε κάθε Τετάρτη το καλοκαίρι. Εκεί, πέρα από το τοπίο που είναι μαγικό, οι μουσικοί —η Γιάννα Μαϊστρέλλη, ο Παναγιώτης Κάιτατζης, ο Στρατής Σκρουκέας, ο Δημήτρης Αραβαντινός—, ήτανε —προφανώς είμαστε φίλοι και πάλι υπήρχε αυτή η πάρα πολύ γλυκιά ενέργεια μεταξύ μας—, αλλά τα live ήταν μουσικά —αν το πάρουμε ξεκινώντας μουσικά—, τρομερά, ήταν απίστευτο το επίπεδο και δεύτερον, ο κόσμος από κάτω ήταν πάρα πολύ μερακλής. Δηλαδή, έχω δει απτάλικα να χορεύουνε, που νομίζω ότι δεν θα τα δω πουθενά, σε κανέναν άλλο μέρος της χώρας, ας πούμε, τόσο επικεντρωμένα στο τι γίνεται πάνω στο πάλκο. Και, επίσης, εκεί είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου έναν κρουστό —τον κρουστό, τον Στρατή—, να ακολουθεί κατά γράμμα τα βήματα του χορευτή, προκειμένου να, δηλαδή, ήταν σαν να χόρευε και το κρουστό μαζί με τον χορευτή. Λοιπόν, τώρα βγήκα απ' το θέμα αλλά θα επανέλθω. Τον χειμώνα, λοιπόν, το καλοκαίρι ήταν πιο εύκολο προφανώς, να κάνω αυτή τη δουλειά, γιατί δεν είχα πρωινή δουλειά. Ήταν όλη η ημέρα δική μου. Και λόγω του Covid, βέβαια, τα live ήταν πολύ περιορισμένα, πολύ λίγα, και ήταν πολύ ξεκούραστο. Τον χειμώνα ήταν αυτή η κατάσταση που περιέγραψα, ότι μπορεί να τύχαινε και Πέμπτες και Τετάρτες και Κυριακή βράδυ και —το Σάββατο εντάξει, okay, και η Παρασκευή—, αλλά τύχαινε πολλές φορές. Ωστόσο, δεν έλεγα ότι: «Δεν θα πάω». Πήγαινα γιατί ήταν τρομερό κέρδος για μένα ψυχικό όλο αυτό. Πέρναγα πάρα πολύ ωραία και την άλλη μέρα, το μεσημέρι καταλάβαινα τις επιπτώσεις, ας πούμε, γυρνώντας από το σχολείο, όταν δεν είχα πια δύναμη να κάνω τίποτα, δηλαδή, δεν μπορούσα ούτε να φάω κάποιες φορές, δηλαδή, κοιμόμουν απλά πάρα πολλές ώρες για να αναπληρώσω τις ώρες που έχασα. Και μετά, εντάξει, την επόμενη μέρα μια χαρά, δεν υπήρχε πρόβλημα, ας πούμε. Το αστείο είναι —τώρα που τα λέμε αυτά— ότι οι μαθητές μου, πέρυσι, γνωρίζανε ότι τραγουδάω και είχε πολύ πλάκα όλο αυτό, γιατί ήτανε Τετάρτη δημοτικού, οπότε ήτανε στη μέση του δημοτικού που καταλαβαίνουν —δεν είναι ούτε πολύ μικρά, ούτε πολύ μεγάλα—, και άρχισαν να ψάχνουν στο YouTube, άρχισαν να μου γράφουνε χαρτάκια που μου λέγανε ότι: «Κυρία, είστε η καλύτερη τραγουδίστρια», και κάτι τέτοια —γιατί, τα παιδιά, τώρα, εκφράζονται με έναν τρόπο πολύ αγαπησιάρικο, ειδικά στους δασκάλους τους—, και είχε πολύ γέλιο όλο αυτό. Δηλαδή, θυμάμαι σκηνικά να μην φωνάζω μέσα στην τάξη, ας πούμε να τους λέω: «Παιδιά, δεν μπορώ να φωνάξω, γιατί το Σάββατο τραγουδάω». Και να μου λένε τα παιδιά: «Κυρία, πού παίζετε, πού θα είστε;», ξέρω ‘γω. «Είναι μακριά, δεν μπορούμε να έρθουμε». Θυμάμαι να ο μαθητή μου να λέει: «Παιδιά, κάντε ησυχία γιατί η κυρία τραγουδάει, δεν θα βγαίνουν οι νότες απ' το στόμα της». Υπήρχε μια... Και στην τάξη είχε πολλή πλάκα δηλαδή, ρίχναμε πολύ γέλιο με αυτό το θέμα. Στην αρχή σοκαρίστηκαν κάποια παιδιά όταν ανακαλύψανε —δεν το 'πα σε κάποιον εγώ αυτό, ότι τραγουδάω, απλά επειδή έχω τα προηγούμενα χρόνια υλικό, το είδανε στο YouTube. Οπότε, ήρθανε και με ρωτάγανε, θυμάμαι μια μέρα, όλα τα παιδιά όλου του σχολείου, αν είμαι τραγουδίστρια. Εγώ, ένα, επειδή πιστεύω ότι αυτό που κάνουμε με τη μουσική είναι πάρα πολύ ωραίο και πρέπει να το λέμε στα παιδιά, γιατί είναι ωραία τέχνη να την ακολουθήσουν, ένα αυτό, και, δύο, επειδή δεν θα έλεγα ποτέ ψέματα σε ένα παιδί για κάτι τέτοιο, ας πούμε, τους είπα την αλήθεια προφανώς. Τους είπα ότι είμαι τραγουδίστρια —και τραγουδίστρια: είμαι δασκάλα, αλλά έκανα και αυτό, ασχολούμαι με τη μουσική. Και έζησα κάτι πολύ σουρεάλ σκηνικά. Του τύπου να έρχονται οι γονείς στο σχολείο να με δούνε γιατί θεωρούσαν ότι θα βλέπανε κάποια γνωστή. Αλλά, προφανώς, δεν έγινε έτσι. Ωστόσο, από το χωριό αυτό, πήρα πάρα πολλή αγάπη. Δηλαδή οι άνθρωποι εκεί με σκλαβώσανε, υπήρχε πάρα πολύ καλή επικοινωνία και από τα παιδιά τους και από τους ίδιους. Και αποδοχή. Και μου πέρασε από το μυαλό όταν την πρώτη φορά τους το είπα που με ρωτήσανε μήπως —ξέρεις, οι μικρές κοινωνίες είναι περίεργες, θα μπορούσε να σε κουτσομπολέψει κάποιος και αυτά, να συζητηθείς—, μήπως τους φανεί αρνητικό; Αλλά όχι, σε καμία περίπτωση, ίσα-ίσα που χάρηκαν πολύ, και με ρωτάγανε αν θα μείνω το καλοκαίρι, αν θα παίξω σε πανηγύρια, για να έρθουνε, σε ποιο χωριό θα πάμε —το καλοκαίρι ειδικά, με έπαιρναν τηλέφωνο να δουν σε ποιο χωριό θα είμαστε για να έρθουν. Και αυτό έχει να κάνει σίγουρα —εγώ το ερμηνεύω σίγουρα σε έναν βαθμό—, με το ότι στη Λέσβο οι άνθρωποι δένονται πολύ με τη μουσική. Δηλαδή, είναι κομμάτι της καθημερινότητάς τους το να ακούσουν ένα λαϊκό τραγούδι στο ραδιόφωνο. Ή να χορέψουν ένα απτάλικο βαρύ, ας πούμε, σε ένα γλέντι, σε ένα γάμο. Δένονται με τη μουσική. Όταν ακούνε ότι κάποιος ασχολείται με τη μουσική, χαίρονται έως επί το πλείστον. Πολλοί μαθητές επίσης που είχαμε πέρυσι, ήτανε... Κάνανε βιολί, κιθάρες. Είχα δικό μου μαθητή, ο οποίος έκανε κιθάρα και η μαμά του, ας πούμε, μου έλεγε ότι: «Αν μπορείτε να μας στείλετε τραγούδια για να βγάλει ο Πάρης», ας πούμε. Και βοηθούσα με αυτόν τον τρόπο —τον βοηθούσα, τον ρώταγα, ας πούμε: «Τι κάνεις με τον δάσκαλό σου, πώς σου φαίνεται;». «Μ' αρέσει, κυρία, μ' αρέσει». Και έβλεπα να χαίρεται και αυτό είναι το φυσιολογικό. Δηλαδή, όταν ένα παιδάκι κάνει μουσική, δεν πρέπει να νιώθει ότι έχει την υποχρέωση —δυστυχώς, τα παιδιά τα ζορίζουμε, το εκπαιδευτικό σύστημα τα ζορίζει κι εμείς μαζί με το εκπαιδευτικό σύστημα να μπουν σε μια ρότα συγκεκριμένη στην καθημερινότητά τους. Όταν έβλεπα, λοιπόν, ότι ο μαθητής μου δεν έπαιρνε τη μουσική ως τέτοια, όχι ως μια ρουτίνα υποχρεωτική, αλλά το έβλεπε ευχάριστα, χαιρόμουν κι εγώ πάρα πολύ. Αυτά. Άλλη εμπειρία ως δασκάλα είναι ότι οι συνάδελφοι στο σχολείο, σιγά σιγά, όταν καταλάβανε ότι τραγουδούσα, επειδή παίζαμε πολύ πέρυσι, με δουλεύαν λίγο στην αρχή, πολύ καλοπροαίρετα, προφανώς. Και οι ίδιοι, όμως, χάρηκαν, δηλαδή χαιρόντουσαν. Και με ρωτάγανε —επειδή υπάρχουν και πολλοί άλλοι δάσκαλοι που ασχολούνται με τη μουσική γύρω-γύρω στο νησί—, αν ξέρω τον τάδε, αν βρίσκομαι με τον τάδε και παίζουμε και τα λοιπά και τα λοιπά. Αυτό. Δηλαδή, αισθάνομαι ευτυχής που δεν αναγκάστηκα να κρύψω τον εαυτό μου, αυτό που είμαι, ότι θα πρέπει να μπω σε ένα πολύ στενό περιοριστικό και αυστηρό πλαίσιο του τι σημαίνει να είσαι δάσκαλος, ας πούμε. Κάτι με το οποίο εγώ διαφωνώ έτσι κι αλλιώς και ως δασκάλα, προσωπικά, γιατί είναι πολύ στείρο από μόνο του. Δεν μπήκα σε αυτό το πλαίσιο, ήμουν καθαρά εαυτός μου και είμαι πολύ ευχαριστημένη με την περσινή χρονιά, γιατί τα παιδιά πήγανε πάρα πολύ καλά, δηλαδή είχαμε δέσιμο και μακάρι να ήταν οι συνθήκες ευνοϊκές, ώστε να τα ξαναέχω μαθητές κάποια στιγμή στο μέλλον.
Όπως είπες και εσύ, είναι και δύσκολο μερικές φορές ν’ αποκομίσεις μια τόσο όμορφη εμπειρία σε μικρές κοινωνίες, γιατί μπορεί να υπάρχει και η άλλη πλευρά και αυτό είναι πολύ θετικό και πολύ όμορφο. Εσύ —να σε ρωτήσω τώρα, με βάση και τα τελευταία γεγονότα εδώ, στη Μυτιλήνη, και με το προηγούμενο μιας καραντίνας εδώ στο νησί λόγω Covid—, πώς βιώνεις όλη αυτή την κατάσταση; Απλώς ως καθημερινότητα, δηλαδή σε ποιο βαθμό έρχεσαι σε επαφή μαζί της, πόσο είναι ορατή μέσα στη Μυτιλήνη συνολικά;
Ναι, η αλήθεια είναι ότι από τη στιγμή που εμφανίστηκε ο κορονοϊός στο νησί το πράγμα που περιέγραψα προηγουμένως, δεν θα πω: «Χάθηκε», γιατί οι παρέες και τα γλέντια και όλη αυτή η συναναστροφή δεν χάνεται τόσο εύκολα, αλλά μειώθηκε σε μεγάλο βαθμό, σαφώς. Όσον αφορά στη μουσική, στην καραντίνα δ[00:50:00]εν τα παρατήσαμε. Μπορώ να πω ότι ασχοληθήκαμε πάρα πολύ με το ζήτημα μόνοι μας —κάναμε κάποιες ηχογραφήσεις μόνοι μας με τη Γιάννα Μαϊστρέλλη και τον Αλέκο Καφούνη—, φτιάξαμε και σχήμα δηλαδή, —προσπαθήσαμε μέσα από όλο το ζόφο που επικρατούσε να δημιουργήσουμε κάτι. Ωστόσο, πια, με βάση τα τελευταία γεγονότα —για να έρθουμε λίγο στο τώρα, στο σήμερα—, είναι αρκετά δύσκολο να μη σε επηρεάσει η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, σε ό,τι και να κάνεις —είτε αυτό είναι η μουσική ή μια άλλη τέχνη, είτε αυτό είναι η δουλειά σου, είτε αυτό είναι μια απλή καθημερινότητα, του τύπου: «Μένω στη Μυτιλήνη». Η Μυτιλήνη αυτή τη στιγμή είναι το κέντρο στο οποίο εξελίσσεται —προσωπικά, θεωρώ— μια τραγωδία. Όλος ο κόσμος έχει κάπως στραμμένα τα βλέμματα προς τα δω, ειδικά μετά από τα τελευταία γεγονότα στον καταυλισμό της Μόρια και στον τωρινό, στον Κάρα Τεπέ. Δεν θα πω ψέματα, δεν είναι εύκολο να ζεις σε ένα τέτοιο νησί τώρα, και εξαιτίας του κορονοϊού, καθότι σε επηρεάζει και το γεγονός αυτό με το προσφυγικό, σε επηρεάζουν κάποιες φωνές οι οποίες είναι γεμάτες μίσος δυστυχώς και υπάρχουν γύρω σου, και εννοείται ότι άνθρωποι είμαστε και πολλές φορές μπορεί να νιώσουμε εγκλωβισμένοι εφόσον είμαστε πάνω στη θάλασσα και δεν μπορούμε να δούμε τους δικούς μας ανθρώπους τόσο εύκολα εξαιτίας του κορονοϊού. Δηλαδή, ας πούμε, για παράδειγμα, πάνω σε αυτό που είπα το τελευταίο, χθες είχα μια πρόταση για να πάω στην Αθήνα να τραγουδήσω σε μια εκπομπή. Ήθελα να πάω στην Αθήνα και για να δω την οικογένειά μου, αλλά και να κάνω κάτι μουσικό ακόμη. Δυστυχώς, δεν μπορώ. Όταν έμαθαν οι άνθρωποι από την εκπομπή ότι μένω στη Λέσβο, μου είπανε να το δούμε αργότερα. Εντάξει, αυτό υπάρχει, είναι μια πραγματικότητα, είναι μια δύσκολη πραγματικότητα, αλλά δεν σημαίνει ότι δεν είναι αντιμετωπίσιμη. Και τι εννοώ; Όταν ζεις σε ένα τέτοιο μέρος και αντιμετωπίζεις πολλά πράγματα που μπορεί να μαυρίσουν την καθημερινότητά σου, οφείλεις σιγά-σιγά κάπως να χτίσεις πυρήνες αντίστασης. Δηλαδή, πρακτικά πράγματα: να κάνεις παρέα με τους φίλους σου και να τους βοηθάς όταν νιώθουν άσχημα ή αυτοί να βοηθάνε εσένα. Να ασχολείσαι με τους ανθρώπους αυτούς, τους κατατρεγμένους, με έναν τρόπο που θα μπορεί, που είναι βοηθητικός. Να κάνεις, ουσιαστικά, αυτά που θέλεις με έναν άλλο τρόπο. Για παράδειγμα, αυτό με τη μουσική δεν μπορούμε να το κάνουμε πια τόσο εύκολα, αλλά μπορούμε να φτιάξουμε ξανά μια ορχήστρα, ας πούμε. Μπορούμε να ξεκινήσουμε πάλι πρόβες —που θα γίνει αυτό, ελπίζω να γίνει στο άμεσο χρονικό διάστημα, έχουμε ήδη ξεκινήσει να το συζητάμε, δηλαδή. Σίγουρα δεν έχει καμία σχέση η Λέσβος που ζω τώρα, με τη Λέσβο που ζούσα πέρυσι το Σεπτέμβριο. Ήταν πολύ πιο ελεύθερα και ήσυχα τα πράγματα και δεν υπήρχε αυτός ο μπαμπούλας του ιού για να μας αφοπλίσει, ας πούμε, όπως γίνεται αυτή τη στιγμή. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι και εμείς πρέπει να παραδώσουμε τα όπλα και να σταματήσουμε ό,τι κάναμε προηγουμένως. Θα το κάνουμε υπό άλλο πρίσμα. Δηλαδή, θα προσπαθήσουμε να εξελίξουμε την τέχνη μας ή —τέλος πάντων, πέρα από την τέχνη—, και την κοινωνική μας συμπεριφορά, τη συναναστροφή, τη ζωή μας γενικώς υπό άλλο πρίσμα. Υπό το πρίσμα ότι είναι μια δύσκολη κατάσταση που πια είναι παγκόσμια, δεν αφορά μόνο στο νησί αυτό... Και δεν θα το βάλουμε κάτω, δεν θα αφήσουμε τις ζωές μας να κατρακυλήσουν εντελώς, αλλά θα παλέψουμε με έναν τρόπο να εκπληρώσουμε ένα βήμα κι άλλο ένα, κι άλλο ένα, κι άλλο ένα... για το όνειρο που έχει ο καθένας ξεχωριστά στο κεφάλι του, ας πούμε. Και σίγουρα, μεγάλο ρόλο σε όλο αυτό, παίζει το μεταξύ μας. Δηλαδή, έχω παρατηρήσει κι από μένα, όταν εγώ προσωπικά, ας πούμε, στεναχωριέμαι ή δυσκολεύομαι. Η Λέσβος το έχει αυτό το στοιχείο, θα σε βοηθήσουν. Δηλαδή, οι άνθρωποι μπορεί να είναι και λίγο άγνωστοι, μπορεί να μην τους ξέρεις και καλά, θα σε βοηθήσουν. Θα συντρέξουν σε αυτό που έχεις. Και αυτή είναι η Λέσβος για μένα. Δηλαδή, εγώ αυτή τη Λέσβο ξέρω. Δεν ξέρω τη Λέσβο που ρίχνει, τέλος πάντων, τις ευθύνες για μια μεγάλη τραγωδία στο εξιλαστήριο θύμα. Τη Λέσβο της γυναίκας που ήθελε να εμβολίσει τη βάρκα στη Θερμή πέρυσι, εγώ δεν την ξέρω. Και δεν πιστεύω ότι είναι αυτή η Λέσβος. Και σ' το λέω ειλικρινά, μέσα από τις εμπειρίες και τις δικές μου, αλλά και τις εμπειρίες που έχω ακούσει ανθρώπων που ήταν εδώ από το ‘15, από τη γέννηση της προσφυγικής κρίσης στο νησί, που ήταν στην Συκαμιά, που σε ένα μισάωρο μπορεί να βγαίναν και 30 βάρκες. Η Λέσβος δεν είναι αυτό, που μπορεί να φαίνεται. Δεν είναι αυτές οι φωνές μίσους, δεν είναι το post στο Facebook που κάποια είδε ένα μωρό, είδε μια φωτογραφία ενός μωρού μετά τη φωτιά στη Μόρια και έγραψε από κάτω: «Ωραίο προσάναμμα». Αυτό δεν είναι η Λέσβος. Αυτό είναι μεμονωμένα περιστατικά ανθρώπων που έχουν τυφλωθεί από το μίσος τους ως επί το πλείστον και ανθρώπων που έχουν λίγο χάσει την μπάλα με όλο αυτό που γίνεται, γιατί σίγουρα έχουν ταλαιπωρηθεί κτλ. Αυτό είναι μια άλλη πολύ μεγάλη κουβέντα βέβαια την οποία δεν θα ανοίξουμε γιατί δεν φτάνει κι ο χρόνος αλλά, αν επικεντρωθούμε στην καθημερινότητα, έχει όλα αυτά όμως, έχει όλα αυτά τα στοιχεία. Έχει το στοιχείο ότι δυσκολεύεσαι και με τον ιό, και με πράγματα που θα ακούσεις και μπορεί να μην σ' αρέσουν αλλά οφείλεις να διατηρήσεις την ψυχραιμία σου. Ο καθένας από εμάς να διατηρεί την ψυχραιμία του, να βοηθάει τον φίλο του, τους φίλους του, κάποιον που έχει ανάγκη, κι ας μην είναι φίλος του και, όταν ακούει κάποιον να έχει χάσει λίγο τον προσανατολισμό του, να μην τον αφήνει στο έλεος επικίνδυνων ιδεών. Να το συζητάει και να του δείχνει έναν τρόπο να ξεπεράσει το αδιέξοδό του. Να τον βοηθάει στο να ξεπεράσει το αδιέξοδό του κι όχι να υψώνει τοίχους προκειμένου να κλειστεί αυτός ο άνθρωπος μέσα και τελικά το πιο πιθανό, αν γίνει αυτό, είναι να του σπάσει, και να του σπάσει πολύ επιθετικά κρατώντας και κάποιο —καταλαβαίνεις πώς το λέω, μεταφορικά το λέω— κρατώντας και κάποιο όπλο προς την κοινωνία στην οποία απευθύνεται. Δεν μιλάμε για τις ακραίες φωνές, αυτές δεν μπορείς να τις επηρεάσεις πια. Αλλά μιλάμε για τους ανθρώπους τους καθημερινούς κι η Λέσβος δεν είναι αυτό που φαίνεται από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, δεν είναι αυτό. Είναι ένας τόπος πάρα πολύ πλούσιος —πολιτιστικά, πολιτισμικά—, έχει τρελή παράδοση, δίνει πάρα πολλά σε κάποιον που θα μείνει εδώ και έχει ανθρώπους που εμφορούνται κυρίως από το αίσθημα της αλληλοβοήθειας, της αγάπης και του γλεντιού. Αυτό είναι η Λέσβος ουσιαστικά για μένα ακόμα. Δηλαδή, δεν θα αλλάξει, νομίζω, ποτέ. Και πιστεύω ότι για πολύ κόσμο, το ίδιο είναι. Δηλαδή, δεν είναι μόνο δικιά μου άποψη, αυτό —επειδή εγώ έτυχε να έρθω εδώ και να τραγουδήσω κλπ.—, όχι. Νομίζω ότι οι περισσότεροι αυτό πιστεύουν. Και ντόπιοι και άνθρωποι που έχουν ζήσει όλα αυτά από την αρχή, από τη γέννησή τους, αυτό θα πούνε κατά βάση. Το ότι χάνουν τον δρόμο τους κάποιοι και ότι γίνονται κάποιες αναταραχές... Ε, είναι λογικό εφόσον βρισκόμαστε στο κυκλώνα όλης αυτής της κρίσης της προσφυγικής, που είναι παγκόσμια. Και για κάποιους άλλους λόγους, που δεν θα αναφερθούμε τώρα, έχει μετακυληστεί το βάρος σε ένα και μόνο μέρος. Το βορειοανατολικό Αιγαίο. Με επίκεντρο την Μυτιλήνη.
Αν, λοιπόν, τώρα κάποιος σου έλεγε ότι: «Φεύγεις αύριο, Βασιλική, αυτή τη φορά με ένα σχολείο στην Αθήνα να πας να δουλέψεις». Θα έφευγες τώρα με χαρά; Θα έφευγες;
Όχι. Τώρα που μιλάμε, δεν θα έφευγα, γιατί δεν θεωρώ ότι έχει κλείσει ο κύκλος μου εδώ. Ένα μέρος για να το ζήσεις, ειδικά όταν είναι τόσο πολύπλευρο όπως αυτό, χρειάζεται παραπάνω από έναν χρόνο, τουλάχιστον για μένα, όπως το έζησα εγώ. Όσο δύσκολο και να είναι, όπως είπα πριν, υπάρχει και μια γοητεία μέσα σε όλο αυτό. Σε ένα βαθμό και με έναν τρόπο, είμαστε και λίγο τυχεροί επειδή βιώνουμε όλο αυτό το πράγμα από πρώτο χέρι και το ερμηνεύουμε καθημερινά, το επεξεργαζόμαστε καθημερινά, το αναλύουμε καθημερινά, το αντιμετωπίζουμε στις ζωές μας καθημερινά. Άρα και αυτό είναι κέρδος. Και συλλογικό, γιατί αναπτύσσεις άλλες δεξιότητες, συλλογικές δεξιότητες, το ότι σκέφτεσαι… Δεν σκέφτεσαι ατομικά και απομονωμένα όπως θα σκεφτόταν πολύ πιο εύκολα κάποιος σε ένα αστικό κέντρο. Σκέφτεσαι πιο συλλογικά, αναγκαστικά, λόγω των συνθήκων. Ένα αυτό το τρομερό κέρδος εδώ. Το δεύτερο είναι ότι δεν θα έφευγα επειδή οι δεσμοί που δημιούργησα εδώ είναι πολύ σοβαροί και δεν νιώθω ότι είμαι έτοιμη να τους κόψω. Δηλαδή, ήθελα λίγο να φύγω στην αρχή της χρονιάς, να δοκιμάσω την Αθήνα, αλλά εφόσον ξανά είμαι στη Λέσβο με τον διορισμό τον καινούριο, δεν λυπάμαι γι' αυτό. Και ούτε σε ένα υπερβατικό μέλλον, αν έρχονταν κάποιος και μου έλεγε: «Ξέρεις κάτι, σε μεταφέρουμε στο σχολείο στην Αθήνα», θα πήγαινα με χαρά, ας πούμε, ότι θα φύγω τώρα, εντάξει. Θα χαιρόμουν αν θα έβλεπα τους φίλους μου και όλο αυτό, θα επανερχόμουνα σε μια πρότερη κατάσταση, ας πούμε, με τις παλιές μου ορχήστρες κτλ., αλλά δεν νιώθω ότι ο κύκλος έχει κλείσει εδώ. Οπότε, νομίζω ότι έχει να μου δώσει πολλά το μέρος ακόμα, να πάρω πολλά πράγματα. Είτε αυτά έχουν να κάνουν με τη μουσική που αναλύσαμε προηγουμένως, είτε αυτά έχουν να κάνουν με τις ιδιαιτερότητές του, είτε με την ηρεμία που σου προσφέρει η επαρχία...ώστε να αποφασίσεις κάποια πράγματα για τον εαυτό σου εσύ σημαντικά, ας πούμε. Και, σαφώς, είναι το τοπίο αξεπέραστο —αυτό δεν το είπα, αλλά θα το πω τώρα γιατί είναι κρίμα να μην το αναφέρουμε. Όταν μένεις σε ένα μέρος που μπορείς σε μια ώρα να είσαι, ας πούμε, στην Ερεσό, που είναι ένα κομμάτι του νησιού απογυμνωμένο από φύση —ή έχει απίστευτες παραλίες. Και μετά από την Ερεσό μπορείς να πας στο βουνό, στο Πλωμάρι, στην Αγιάσο, στον Πολιχνίτο, σε όλα αυτά τα χωριά. Και να ζήσεις τη ζωή σου μέσα σε ένα τέτοιο τοπίο, δεν το αφήνεις έτσι εύκολα. Γιατί, ο σύγχρονος άνθρωπος στερείτ[01:00:00]αι αισθητικής απόλαυσης και κυρίως επειδή δεν έχει απέναντί του ένα τοπίο. Μια θάλασσα, μια ακτή, ένα βράχο, κάτι. Δυστυχώς, αυτό είναι που κουράζει τους ανθρώπους που μένουν στα μεγάλα αστικά κέντρα και αυτό είναι που —δεν σου το είπα στην αρχή, μου ξέφυγε—, αυτό είναι που με κούρασε και εμένα: το γεγονός ότι έπρεπε να αντιμετωπίζω πάντα το τσιμέντο και να μην έχω ας πούμε αυτή την καθημερινότητα που έχω εδώ, το γεγονός ότι εγώ ξυπνάω μεν 6 η ώρα δεν με απασχολεί, γιατί —δεν με απασχολεί όπως θα με απασχολούσε στην Αθήνα—, γιατί περνάω μέσα από το δάσος για να πάω στη δουλειά μου, όπως είπα και πέρυσι. Ή βλέπω απίστευτα τοπία το πρωί στη θάλασσα, ας πούμε. Εναλλαγές των χρωμάτων. Νομίζω ότι είναι κοινή διαπίστωση ότι το τοπίο σε έναν άνθρωπο —και κυρίως όταν ασχολείται με την τέχνη—, είναι σημαντικό. Και κάπου το λέει και ο Μίσσιος σε ένα βιβλίο του νομίζω, δεν θυμάμαι τώρα ποιο συγκεκριμένο βιβλίο, αλλά έλεγε —και μου είχε κάνει πολύ εντύπωση και μου είχε χαρακτεί λίγο γιατί τότε είχα αρχίσει να στεναχωριέμαι με την Αθήνα πολύ—, ότι ένας άνθρωπος που δεν έχει απέναντι του τοπίο, ό,τι και να 'ναι αυτό, είναι λίγο πιεσμένος, είναι φτωχός ψυχικά, νιώθει ότι δεν επικοινωνεί με τη φύση που είναι ο αρχικός του προορισμός. Οπότε, δεν θα την άφηνα τόσο εύκολα φέτος.
Πολύ όμορφα. Θα ήθελες να μου προσθέσεις κάτι άλλο;
Ναι, θα ήθελα να πω ότι… Καταρχάς, δεν ανέφερα κάποια άτομα. Θα ‘θελα να φέρω τα όνομα τους, καθότι αποτελούν για αυτό το μέρος που είμαστε εδώ πρόσημο. Ανέφερα κάποια στιγμή τον Νίκο τον Ανδρίκο με το ΚΕΣΑΜ —το Κέντρο Ανατολικών Σπουδών που λειτουργούσε τα προηγούμενα χρόνια στη Μυτιλήνη—, αλλά και τα παιδιά με τα οποία είχα και εγώ την τύχη να συνεργαστώ και είναι οι βασικοί ενεργοί μουσικοί —και πάρα πολλοί άλλοι βέβαια που δυστυχώς δεν γνωρίζω όλα τους τα ονόματα για να τα πω—, αλλά τα παιδιά —οι φίλοι μου—, τα παιδιά με τα οποία συμμετείχα κι εγώ σε όλο αυτό το μουσικό πανηγύρι εδώ της Λέσβου είναι η Γιάννα Μαϊστρέλλη, ο Αλέκος Καφούνης, βιολί η Γιάννα, ο Αλέκος σαντούρι, ο Παναγιώτης ο Κολοβός, το κλαρίνο, η Μαρία Σεϊτανίδου που είναι και αυτή η δασκάλα και τραγουδίστρια στη Λέσβο, η Γιώτα η Μαϊστρέλλη, επίσης δασκάλα και τραγουδίστρια, ο Γιώργος Σταυρακέλλης και ο Γιώργος Κομβούλης που είναι τα μπουζούκια, ο Ιγνάτης Φιλιανός, πάρα πολύς κόσμος. Δηλαδή, φοβάμαι ότι, εφόσον λέω ονόματα, μπορεί και να ξεχάσω κάποιον —ο Βασίλης ο Κουζίνογλου—, πολύς κόσμος ο οποίος δημιουργεί μία εστία εδώ πέρα καλλιτεχνική πάρα πολλά χρόνια και είχα την τύχη και εγώ να την ανακαλύψω και πέρυσι —φέτος το καλοκαίρι, βασικά—, το αποκορύφωμα αυτής της συνεργασίας ήταν το ότι το «Αλάτι της γης» ήρθε στη Λέσβο και έκανε ένα πολύ ωραίο αφιέρωμα, πολύ προσεγμένο, πάρα πολύ επικεντρωμένο στο τι σημαίνει Λέσβος και κάλεσε όλους εμάς να —και εμένα μέσα σε όλους αυτούς, που κι αυτό ήταν ένα μεγάλο πράγμα, εφόσον δεν είμαι ούτε ντόπια ούτε μένω χρόνια εδώ—, να συμμετάσχουμε στην εκπομπή, για να δείξει το πολιτιστικό στοιχείο. Είναι πολύς ο κόσμος που παίζει και τραγουδάει εδώ, και μεγαλύτεροι σε ηλικία και μικρότεροι. Υπάρχει ένα συνεχές γαϊτανάκι, θα λέγαμε, μ' αυτό δηλαδή θα ήθελα να τελειώσω αυτό το διήγημα, τέλος πάντων, τη διήγηση. Ένα συνεχές γαϊτανάκι που ξεκινάει, συνεχίζεται, πηγαίνει πίσω στην παλιότερη γενιά… Για παράδειγμα, μία απίστευτη και τρομερή φωνή του νησιού είναι η Γιώτα η Μιχαλέλλη, η οποία ανήκει σε μεγαλύτερη γενιά, ωστόσο εγώ, όταν ήρθα εδώ και την άκουσα, πήρα από αυτήν την γενιά πάρα πολλά πράγματα. Το σημαντικότερο και ο σημαντικότερος, μάλλον, άνθρωπος —καλύτερα, ας μην πω: «Σημαντικότερος», γιατί στην τέχνη δεν είναι ωραίο πράγμα να υπάρχει συγκριτικός βαθμός—, αλλά ένα ορόσημο για το νησί ήταν ο Σόλων Λέκκας, ο οποίος δυστυχώς έφυγε από τη ζωή, αλλά αυτοί οι άνθρωποι —όπως ανέφερα την περίπτωση του Σόλωνα πριν—, δεν είναι άνθρωποι που σβήνουν τόσο εύκολα επειδή βιολογικά πεθαίνουν. Είναι σαν ιδέες που περιπλανιούνται και σε εμπνέουν για χρόνια μετά, δηλαδή. Υπάρχει λοιπόν αυτό το γαϊτανάκι από την παλιότερη, στη σημερινή και στην επόμενη γενιά, γιατί το Μουσικό Σχολείο με Μυτιλήνης είναι πολύ δυνατό, υπάρχουν ωδεία σε όλο το νησί, σε πολλά χωριά του νησιού που βγαίνουν συνέχεια παιδιά από μέσα τα οποία —στην Αγιάσο, στο Μανταμάδο—, τα οποία έχουν πέρα από τις δεξιότητες, το ταλέντο τους και τρομερή όρεξη να ακολουθήσουν τη μουσική και να συνεχίσουν την παράδοση του νησιού, αλλά και επειδή έχουν την νεανική αυτή πνοή, να το φέρουν στο σήμερα. Και ότι είναι πάρα πολύ μεγάλος πλούτος να το ζήσει κάποιος αυτό στη ζωή του κάποια στιγμή. Να έρθει, δηλαδή, να μείνει στη Λέσβο και να την ανακαλύψει σιγά σιγά και σταδιακά ως κάτι που μπορεί στην αρχή να του φανεί χαοτικό —επειδή είναι πολύ μεγάλο το νησί, δηλαδή είναι αποστάσεις του μεγάλες κτλ.—, αλλά έχει πολλά να του δώσει. Αυτά πάνω κάτω, πιστεύω ότι δεν άφησα κάτι. Ναι, αυτό: ότι το ιδίωμα και το στοιχείο της απασχολούσε, απασχολεί και θα συνεχίσει να απασχολεί για πάρα πολλά χρόνια το μουσικό παύλα καλλιτεχνικό σύμπαν. Και κάτι τελευταίο. Για παράδειγμα, βλέπω ανθρώπους που —όπως και εγώ είμαι ένας από αυτούς—, που δεν είχαμε ποτέ συναναστραφεί τόσο έντονα με αυτό το πράγμα, να θέλουμε και να πάρουμε στοιχεία και να ασχοληθούμε με αυτά τα τραγούδια και να κάνουμε και τα δικά μας τραγούδια επηρεασμένα και από εδώ. Δηλαδή, ανθρώπους που δεν θα περίμενες ποτέ τα προηγούμενα χρόνια —και φίλους δικούς μου—, δεν θα περίμενα ποτέ να τους δω να ασχοληθούν με αυτό το ρεπερτόριο. Αλλά, επειδή είναι τόσο πλούσιο και επικοινωνείται με έναν τρόπο —παρότι είναι μακριά από τα αστικά κέντρα—, επικοινωνείται με έναν τρόπο γίνεται αυτό το αλισβερίσι το τόσο δημιουργικό, ας πούμε. Αυτά.
Πανέμορφα! Εύχομαι να συνεχίσει να είναι μια πλούσια εμπειρία και να σε εμπνέει. Σε ευχαριστώ πάρα πολύ.
Κι εγώ. Να είσαι καλά.
Summary
Η Αφηγήτρια κάνει μια αναδρομή στο πώς αποφάσισε να φύγει από την Αθήνα, όπου εργαζόταν ως μουσικός, προκειμένου να εργαστεί ως αναπληρώτρια δασκάλα στη Λέσβο. Ποια ήταν η κατάσταση στην Αθήνα τόσο εργασιακά όσο και μουσικά; Στη Λέσβο είχε την ευκαιρία να γνωρίσει νέους μουσικούς, να πειραματιστεί με έναν νέο μουσικό κόσμο και να χτίσει της δικές της φιλικές και μουσικές σχέσεις. Η Μυτιλήνη και τα χωριά της Λέσβου παρουσιάζονται ως τόποι συνάντησης πολιτισμών και μουσικών, ανθρώπων και ιδεών. Είχε την ευκαιρία να συνεργαστεί με τοπικούς μουσικούς και να εκτεθεί σε διαφορετικά μουσικά είδη. Παράλληλα, η εμπειρία της ως δασκάλα στο νησί την ενδυναμώνει και της δίνει νέα ώθηση. Και όλα αυτά λαμβάνουν χώρα σε ένα νησί-επίκεντρο του προσφυγικού φαινομένου τα τελευταία χρόνια, κάτι που δεν αφήνει ανεπηρέαστη τη διαμονή της στο νησί.
Narrators
Βασιλική Τσιφτσή
Field Reporters
Ελευθερία-Φρειδερίκη (Έρικα) Καζάνη
Tags
Interview Date
27/09/2020
Duration
66'
Summary
Η Αφηγήτρια κάνει μια αναδρομή στο πώς αποφάσισε να φύγει από την Αθήνα, όπου εργαζόταν ως μουσικός, προκειμένου να εργαστεί ως αναπληρώτρια δασκάλα στη Λέσβο. Ποια ήταν η κατάσταση στην Αθήνα τόσο εργασιακά όσο και μουσικά; Στη Λέσβο είχε την ευκαιρία να γνωρίσει νέους μουσικούς, να πειραματιστεί με έναν νέο μουσικό κόσμο και να χτίσει της δικές της φιλικές και μουσικές σχέσεις. Η Μυτιλήνη και τα χωριά της Λέσβου παρουσιάζονται ως τόποι συνάντησης πολιτισμών και μουσικών, ανθρώπων και ιδεών. Είχε την ευκαιρία να συνεργαστεί με τοπικούς μουσικούς και να εκτεθεί σε διαφορετικά μουσικά είδη. Παράλληλα, η εμπειρία της ως δασκάλα στο νησί την ενδυναμώνει και της δίνει νέα ώθηση. Και όλα αυτά λαμβάνουν χώρα σε ένα νησί-επίκεντρο του προσφυγικού φαινομένου τα τελευταία χρόνια, κάτι που δεν αφήνει ανεπηρέαστη τη διαμονή της στο νησί.
Narrators
Βασιλική Τσιφτσή
Field Reporters
Ελευθερία-Φρειδερίκη (Έρικα) Καζάνη
Tags
Interview Date
27/09/2020
Duration
66'