Age Restricted Interview
This interview is only available to users who are eighteen years old or over.
Ένας παλιός κοινοτάρχης Ικαρίας διηγείται
Segment 1
Τα παιδικά χρόνια μετά την Κατοχή, οι συνθήκες ζωής, οι ασχολίες και τα διάφορα σχολεία όπου φοίτησε
00:00:00 - 00:22:45
Partial Transcript
Καλησπέρα. Καλησπέρα, Χρυσούλα... Χρύσα. Μπορείτε να μου πείτε το όνομά σας; Με λένε Βασίλη Σακούτη. Είμαι… Ζω πάντα στον Άγιο Πολύκαρπ…κι εμείς, που δεν μάθαμε, που δεν πήγαμε στην τριτοβάθμια όσοι, μας βοήθησε αυτό στη ζωή μας, γιατί τώρα εξαρτιόταν. Τα εμπόδια ήταν πολλά.
Lead to transcriptSegment 2
Νυχτερινό σχολείο και εργασία στην Αθήνα, στρατιωτική θητεία
00:22:45 - 00:38:45
Partial Transcript
Σου είχα πει προχθές ότι πήγαινα στο νυχτερινό. Φεύγοντας εγώ απ’ την τρίτη τάξη ήθελα να πάω... ήταν τα αδέρφια μου πλέον στην Αθήνα ο αδερ…χρόνια, όχι, όσο είναι η θητεία, εν πάση περιπτώσει. Τώρα έχει κατέβει σε έξι μήνες, νομίζω, οχτώ, δεν ξέρω πόσο είναι η θητεία στο στρατό.
Lead to transcriptSegment 3
Ο πατέρας στην Αριστερά και ο θάνατός του, εθελοντική εργασία για τα έργα στην Ικαρία, οι εργασίες της μάνας στην ύπαιθρο
00:38:45 - 01:01:40
Partial Transcript
Είπες για χαρακτηρισμό. Δηλαδή ο πατέρας σου ήταν κομμουνιστής και τον είχαν χαρακτηρίσει; Ναι, ο πατέρας έζησε τα πιο δύσκολα χρόνια. Ένας…ωπος για την επιβίωση όλα αυτά. Όχι για να γίνουμε τίποτα περισσότερο. Να ζήσουμε όμως, να έχουμε το φαΐ στο σπίτι. Ήταν βασική προϋπόθεση.
Lead to transcriptSegment 4
Η συνδικαλιστική δράση, η ενασχόληση με τα κοινά στην Ικαρία και σημαντικά έργα υποδομών στα οποία έλαβε μέρος
01:01:40 - 01:26:26
Partial Transcript
Και το ’70 που ήρθα εγώ στη Νικαριά, άρχισα λίγο λίγο τις οικοδομές κοκ., όπως είπαμε. Ώσπου το… Και αναπτύξαμε και λίγο συνδικαλιστική δράσ…ο, ότι η ανάγκη τον κάνει καλύτερο τον άνθρωπο, δηλαδή τον φέρνει πιο κοντά σ’ αυτό, στην πραγματικότητα. Ενώ η ευμάρεια ο μήνας έχει εννιά.
Lead to transcriptSegment 1
Τα παιδικά χρόνια μετά την Κατοχή, οι συνθήκες ζωής, οι ασχολίες και τα διάφορα σχολεία όπου φοίτησε
00:00:00 - 00:22:45
[00:00:00]Καλησπέρα.
Καλησπέρα, Χρυσούλα... Χρύσα.
Μπορείτε να μου πείτε το όνομά σας;
Με λένε Βασίλη Σακούτη. Είμαι… Ζω πάντα στον Άγιο Πολύκαρπο της Ικαρίας, εκτός από δέκα χρόνια που ήμουνα στην ξενιτιά. Ναι.
Εγώ είμαι η Χρυσάνθη Φώτη, είμαι ερευνήτρια με το Istorima, είναι Τετάρτη, 11 Οκτωβρίου το 2023, βρισκόμαστε εδώ στον Άγιο Πολύκαρπο και ξεκινάμε.
Ξεκινάμε.
Για πες μου λίγα λόγια έτσι για τη ζωή σου, κύριε Βασίλη.
Χρύσα, γεννήθηκα στο τέλος του 1946, δηλαδή δύο χρόνια μετά την Κατοχή, μετά τη Γερμανική Κατοχή. Οι Γερμανοί έφυγαν, αλλά η πείνα και η δυστυχία συνέχισε στη χώρα μας, όπως ξέρεις. Εμείς παιδιά μεγαλώναμε μέσα στη φτώχεια. Από ό,τι θυμάμαι, τουλάχιστον μέχρι το ’60, που τέλειωσα το δημοτικό σχολείο, η κατάσταση ήταν λίγο δύσκολη στα χωριά μας... Οι άνθρωποι ζούσαν εκ των ενόντων, δηλαδή σπέρναν, θερίζανε, είχαν τα δέντρα τους, τα... τις καλλιέργειες, τα κηπευτικά τους και από αυτά ζούσαμε. Ήταν δύσκολο να εξασφαλιστεί λίγο αλεύρι για να κάνει η κάθε νοικοκυρά το ψωμί της στο φούρνο, τον ξυλόφουρνο του σπιτιού ας πούμε. Οι μανάδες ζυμώνανε για μια εβδομάδα. Τα ψωμιά κρατούσαν για μια εβδομάδα, τα μεγάλα στρογγυλά ψωμιά. Βέβαια, το αλεύρι ήταν δύσκολο εδώ, γιατί η γη η ικαριώτικη μπορεί να θρέφει πολλά κηπευτικά προϊόντα, αλλά το στάρι θέλει δυνατή γη για να γίνει. Και έτσι περισσότερο εξασφαλιζόταν αυτό από τους γονείς που πηγαίνανε στα κάρβουνα, τον ξυλάνθρακα δηλαδή. Πηγαίνανε σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Ιδιαίτερα στην... πηγαίνανε στη Χαλκιδική, στην Κρήτη, αλλά ιδιαίτερα στην Εύβοια. Τι κάνανε εκεί; Ξεχερσώνανε ένα κομμάτι δάσους με απόφαση του Δασαρχείου, το κάνανε ξυλοκάρβουνα, ας πούμε, πουλούσαν τα ξυλοκάρβουνα σε τιμές εξευτελιστικές πάντα και αυτό το μέρος το καλλιεργούσαν μετά. Τα δέντρα δεν τα κόβανε, τα κάνανε βγαλτά, τα βγάζανε απ’ τη ρίζα, τεράστια δέντρα. Και οι Ικαριώτες είχανε μυηθεί σε αυτή τη δουλειά από χρόνια. Ήταν κι η μοναδική που μπορούσαν να κάνουν, εκτός αν ήταν ναυτικοί κάποιοι. Ζούσαν εκεί από τον... απ’ τέλη Απριλίου μέχρι τον Οκτώβριο, μέχρι τέλη Οκτωβρίου. Ζούσαν όλη αυτή την περίοδο, να κόψουν τα ξύλα, να κάνουν τα καμίνια, ε, τα ξυλοκάρβουνα και να εξασφαλίσουν πια ό,τι μπορούσαν από αυτό. Πολλές φορές ήταν καλή η δουλειά τους, γιατί τι κάναν εκεί; Ζούσαν μες στο δάσος, δηλαδή βάζανε λαμαρίνες για σκέπαστρα. Τους δίνανε δυο λαμαρίνες, κάναν μια... έναν… το λέγανε «γιατάκι» αυτό, γιατάκι. Το ντύναν με ξύλα, από πάνω μια... δυο λαμαρίνες και ζούσαν εκεί. Γιατί εκεί έβρεχε κιόλα το καλοκαίρι διαρκώς και εξαρτιόταν απ’ τις καιρικές συνθήκες, πώς θα πάει το καμίνι, ε, πώς θα δουλέψουν. Πάντως δουλεύαν από νύχτα σε νύχτα. Τα δε μεγάλα δέντρα, επειδή έπαιρνες εσύ ένα κομμάτι γης, μιαν ανηφόρα, σε ένα μέρος με το συνέταιρό σου, οι άλλοι δίπλα και ούτε ο καθεξής. Όταν ήταν μεγάλα δέντρα, κορμοί που τους βάζανε στη ρίζα του καμινιού, εκεί που ψηνόταν το καμίνι, φωνάζαν και βοήθεια και εναλλάξ πηγαίνανε και εκείνοι απέναντι και τα λοιπά. Κάναν κάποιες χιλιάδες οκάδες κάρβουνα σ’ αυτό το διάστημα. Χιλιάδες οκάδες, ναι. Και παίρναν κάτι δεκάρες, ας πούμε, στο κιλό. Όταν έρχονταν εδώ, με τη δούλεψη αυτή των έξι μηνών, καταφέρναν, ας πούμε, να εξασφαλίσουν το αλεύρι του χειμώνα και αν περισσεύει και τίποτα, αλλά ελάχιστες φορές, θα μπαίναν δηλαδή μέσα στην αμπάρα. Η αμπάρα ήτανε, ξέρεις, ένας χώρος που... από τα... ξύλινος, με... αποθηκεύανε τα προϊόντα μέσα. Να, όπως βλέπουμε τώρα εδώ, στο νεροχύτη εδώ πέρα πέρα τι... το σκέπαστρο από πάνω, ήτανε... Άνοιγε από πάνω αυτό, ξέρεις. Το λέμε δηλαδή… Ένα μπαούλο μεγάλο με διαμερίσματα μέσα. Έμπαινε μέσα το... το αλεύρι με το τσουβάλι και παίρναν από εκεί τα ζυμωτά τους. Όταν είχες εξασφαλίσει το αλεύρι της χρονιάς, όλα τα άλλα ήταν μια χαρά μετά. Θέλω να πω παράλληλα, την ίδια περίοδο, σκέψου ότι αν φεύγεις Απρίλη μέχρι Δεκέμβρη, δες τώρα το ρόλο της μάνας, γυναίκας. Η Καριωτίνα χειραφετήθηκε μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες σαν άντρας, γιατί; Γιατί ήταν υπεύθυνη για όλα. Αυτή... Δηλαδή σκέψου ότι το καλοκαίρι είναι όλα τα κηπευτικά προϊόντα, έτσι; Το... Όταν φεύγει ο άντρας τον Αύγουστο φυτεύουν τα κηπευτικά τους. Τα παιδιά, το σχολείο. Ό,τι εργασίες γίνουν από την αρχή. Τα αμπέλια. Το αμπέλι. Η γυναίκα να κλαδέψει, να θειαφίσει, να μαζέψει τους καρπούς, να κάνει το κρασί. Αυτό, γιατί το κρασί γίνεται συνήθως αρχές Σεπτεμβρίου, όπως ξέρεις. Όλη αυτή η διαδικασία... Η γυναίκα αυτή είναι ένας άντρας και η γυναίκα μες στο σπίτι, και είχε πάντα πέντε έξι παιδιά. Παρένθεση να πω ότι στο σχολείο, στον Άγιο Πολύκαρπο που τώρα είναι τα τέσσερα χωριά εδώ της κοινότητας, είναι κάπου σαράντα πέντε παιδιά. Τότε ήμαστε εβδομήντα παιδιά μόνον ο Άγιος Πολύκαρπος. Φαντάσου δηλαδή πόσα ήταν τα παιδιά. Και πιο πρώτα ήταν ογδόντα και ούτω καθεξής. Άρα κάθε οικογένεια... Βέβαια ήταν και πολύς ο κόσμος. Η Νικαριά συνολικά, λένε, μετά τον πόλεμο είχε γύρω στις δώδεκα με δεκατρείς χιλιάδες και μετά που ήρθαν οι εξόριστοι ζούσαν άλλες δεκατέσσερις χιλιάδες. Πιο πολλοί ήταν οι εξόριστοι από τους Καριώτες. Αλλά έκανα μια παρένθεση για να πω για τη γυναίκα. Η γυναίκα αυτή χειραφετείται μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες. Δεν είναι η γυναίκα που μένει στο σπίτι. Έχει μάθει τα πάντα. Δηλαδή είναι ένας ελεύθερος άνθρωπος πια που μπορεί να αντιμετωπίζει τη ζωή, όχι με το στυλ που προσπαθούμε να δείξουμε σήμερα πώς απελευθερώνεται ένας άνθρωπος. Απελευθερώνονταν πάνω στην πράξη και στη ζωή, έτσι; Με τους αγώνες της. Αυτή έφερνε το αποτέλεσμα. Ο άντρας έρχεται [Δ.Α.] πλέον και εξασφαλίζει, όπως είπαμε, βασικά το αλεύρι του και δεν ξέρω αν μπορεί να πάρει και δυο άλλα πραγματάκια για το χειμώνα. Αλλά το σπίτι είναι γεμάτο. Στο ράφι θυμάμαι κρέμονται οι ξερές οι ντομάτες. Έχουν όλα τα προϊόντα. Οι πατάτες, οι μελιτζάνες, οι πιπεριές. Τις κάνουνε... «ξιφιά» τα λένε. Τα βάζουν στον ήλιο και ξεραίνονται. Και κάνουνε φαΐ με αυτά όλο το χειμώνα. Εγώ όλο με τέτοια ζούσαμε. Αλλά η ντομάτα είναι κάτι μικρά ντοματίνια που τα κρεμούνε και το... Έχουνε πάντα ένα ζώο, ένα χοίρο σε κάθε σπίτι, το γουρούνι, το σφάζουν μετά τα Χριστούγεννα. Θα το πάρει η γυναίκα τον... το Μάη μήνα, εξαρτιέται, περίπου, για να γίνει ένα ζώο ογδόντα εκατό κιλά μέχρι τα Χριστούγεννα, που θα εξασφαλίσουν το κρέας τους. Η γυναίκα αυτή μπορεί να έχει πέντε έξι κατσίκες. Δεν λείπει το γάλα και το τυρί από το σπίτι ποτέ. Όσο για τα παιδιά, από 5-6 χρονών ξέρουν να πάνε να αρμέξουν, να πάνε να βοσκήσουν τα ζώα, τα ξέρουν όλα. Το απόγευμα δηλαδή, γυρνώντας από το σχολείο, έχουμε να κάνουμε πάρα πολλές δουλειές πάντα. Να διαβάσουμε μεν με τη λάμπα, γιατί δεν έχει ρεύμα τότε βέβαια, αλλά παράλληλα έχουμε και υποχρεώσεις. Έτσι δεν είναι; Δεν προλαβαίνει αυτή η μάνα. Ξέρουμε να πάμε να ποτίσουμε τον κήπο. Ο κήπος ποτίζεται, ανοίγουμε τη στέρνα το νερό και οδηγείται σε ένα ένα αυλάκι το νερό για να ποτιστεί κανονικά. Ξέρουμε να συμμετέχουμε σ’ όλες τις διαδικασίες. Θυμάμαι όταν αλωνίζαμε. Το λίγο σιτάρι που είχαμε το κάναμε αλώνι με τα ζώα, με το γάιδαρο, με τη... μ’ ένα... με το... Παίρναμε και μια αγελάδα του μιανού νονού εκεί πέρα και το γυρίζαμε. Και τα παιδιά μας άρεσε να κάνουμε αυτή τη δουλειά. Ξέρεις. Έχεις δει πώς αλωνίζουν τα... Το στάρι και το κριθάρι είναι πάνω σε... Είναι το στάχι και το κομμάτι, το ξέρεις το πώς είναι, σʼ ένα καλάμι επάνω και το καλάμι. Το απλώνεις έτσι μες στην άλωνα. Το αλώνι είναι ένα στρογγυλό με πέτρες γύρω γύρω κλεισμένο, κάτω είναι με πέτρες ντυμένο, ναι, ωραία, και το... γυρίζει το ζώο γύρω γύρω. Με τα πέλματα, όπως το δουλεύεις, σπάει αυτό και γίνεται... στο τέλος ξεχωρίζει το σιτάρι από το... από τη... από το… Το άλλο γίνεται άχυρο. Κι είναι το άχυρο. Το άχυρο για να ξεχωρίσει παραπέρα, το βράδυ περιμένουμε να κάνει χύμα, λέμε, δηλαδή να κάνει λίγο μελτεμάκι ο καιρός, να φυσήξει. Το σηκώνουμε ψηλά, το... και το αφήνουμε, πέφτει το στάρι μπροστά μας και το άχυρο φεύγει, πάει στην άκρη. Και το άχυρο το μαζεύουν σε τσουβάλια, το βάζουν στην αποθήκη για το γάιδαρο, για το μουλάρι. Και το λίγο σιτάρι που είναι πάμε εκεί στο χειρόμυλο. Έχει… φεύγοντας… Εγώ επρόλαβα… Δεν πρόλαβα το χειρόμυλο, αυτός που είδες έξω, να τον δεις και αυτόν πώς κάναν πιο παλιά. Πρόλαβα όμως το μύλο του, που με το νερό, ξέρεις, που άλεθε, τον αλευρόμυλο που ήτανε στα ποτάμια κοντά και άφηνες το νερό και έπεφτε. Πώς κάνει σήμερα, πώς δουλεύει ένας; Είναι δύσκολο να σου [00:10:00]περιγράψω. Πώς λειτουργεί σήμερα ένα... στα ποτάμια τα μεγάλα που κάνουν το... το σύστημα αυτό, πώς το λένε αυτό, τη... ο στρόβιλος αυτός που λειτουργεί. Κάπως έτσι λειτουργούσε αυτό. Χτυπούσε το νερό σ’ ένα μέρος που γύριζε το γρανάζι και έδινε την κίνηση στο μύλο. Ο μύλος με τη σειρά του είχε δύο μεγάλες πέτρες που άλεθαν το σιτάρι. Αυτό βέβαια για να έχει διάρκεια, το καλοκαίρι που δεν είχε πολύ νερό το ποτάμι το κλείναν σε μια στέρνα, το φέρνανε από ψηλά και έκαναν αυτή τη διαδικασία. Το πρόλαβα αυτό. Ύστερα όμως αργότερα κάποιος πήρε μια μηχανή, εγώ... στο Χριστό. Εγώ θυμάμαι που έπαιρνα ένα τσουβαλάκι στάρι. Όσο σήκωνα. Δέκα οκάδες, οχτώ. Πήγαινα σε αυτόν τον άνθρωπο, μου το… τσάκα τσάκα, μου το έκανε αλεύρι, κρατούσε το ξάγι του αυτός το 10%. Στα δέκα κιλά, κρατούσε το ένα, έτσι; Και ξαναγύριζα με το αλεύρι στο σπίτι. Η μάνα το κοσκίνιζε μετά με τη σίτα την ψιλή και έβγαινε χωριστά ένα πιο χοντρουλό, το πλιγούρι που το λέγαμε, και ένα άλλο πιο... Αυτός ήταν ο τρόπος να εξασφαλίσουμε το αλεύρι, που ήταν η πιο βασική τροφή. Γιʼ αυτό και εμείς είμαστε ακόμα... τρώμε το ψωμί, γιατί μεγαλώσαμε με το ψωμί. Ήταν η βασική μας τροφή. Άμα δεν είχες ψωμί… Αλλά παράλληλα, επαναλαμβάνω, στο σπίτι υπήρχαν όλα αυτά τα καλά. Τα σύκα τα ξερά, οι σταφίδες, τα αμύγδαλα, τα καρύδια, όλα αυτά. Αυτά είχαν μεγάλους κόπους, αλλά είχαν όμως... ήτανε ικανά να ζήσουν… Και συμπεριλαμβανομένων τα ζώα που εξασφάλιζες το τυρί, το γάλα και το κρέας, οι άνθρωποι κατά κάποιο τρόπο μπορούσαν να ζουν. Βέβαια, όταν λέμε μια οικογένεια έξι και παιδιά και πάνω, χρειαζόταν και περισσότερη τροφή για το σπίτι, έτσι δεν είναι; Εντάξει. Τέλος πάντων. Αυτή ήταν η κατάσταση. Μου ’λεγε ένας φίλος μου: «Βασίλη», ένας οικονομολόγος τώρα, ο Κώστας ο Γαγλίας, «είμαστε τυχεροί γιατί γνωρίσαμε τη ζωή μας όπως ζούσανε στην εποχή του Ομήρου. Με τη λάμπα και με τα γαϊδουράκια, χωρίς δρόμους, χωρίς... Και γνωρίσαμε και το σύγχρονο πολιτισμό, που ήρθε ξαφνικά και άλλαξε τη ζωή μας. Αλλά δεν ξέρουμε πόσο πολιτισμός είναι αυτός». Μου το ’λεγε ένας άνθρωπος που παρακολουθούσε πιο στενά τον κόσμο. Και έβλεπε και τις... και την άλλη πλευρά. Δεν έβλεπε μόνο τα φώτα που γυαλίζουν. Τελικά μ’ όλα αυτά που συμβαίνουν και σήμερα είμαστε πιο κοντά σε αυτές τις επικίνδυνες καταστάσεις, που λέμε να... παρακαλούμε να μην έρθουν ποτέ. Σκέψου ότι εμείς ζήσαμε… Τη φρίκη του πολέμου δεν τη ζήσαμε ακριβώς αλλά την είδαμε. Είδαμε και τι σημαίνει Νταχάου και τι σημαίνει Άουσβιτς και όλα αυτά, που τα ξέρουν και τα μικρά παιδιά ακόμα σήμερα. Παρʼ όλα αυτά, βλέπουμε ότι αυτοί οι άνθρωποι που δημιούργησαν αυτή τη σφαγή της ανθρωπότητας πριν από ογδόντα χρόνια ουσιαστικά, το ’42 δηλαδή, έχουμε σήμερα ’93, έχουμε δηλαδή ’23, ογδόντα ένα χρόνια είναι. Ξαναέρχονται στην εξουσία σήμερα πέρα πέρα και δεν ξέρουμε αν έχουν το ίδιο κουράγιο να ξεκινήσουν πάλι μια τέτοια ιστορία. Πάντως είναι... δεν είναι ότι… Καλά, η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται ακριβώς, αλλά ουσιαστικά βλέπεις τις δυνάμεις εκείνες που θέλουνε να φέρουνε πάνω-κάτω την ανθρωπότητα. Υπάρχουνε πάντα έτοιμες. Και τώρα με τα γεγονότα και στο Ιράκ και στο... και στο Μέση Ανατολή και στο Ισραήλ και στη Ρωσία, Ουκρανία. Τα βλέπουμε έντονα αυτά τα φαινόμενα, που ακριβώς και ποιοι είναι πίσω και ποιοι τα καλλιεργούν και ποιοι τα κατευθύνουν. Όλα αυτά είναι ζητήματα. Εν πάση περιπτώσει, επανέρχομαι τώρα στα δικά μας. Μεγαλώνοντας τώρα σ’ ένα σχολείο εδώ με εβδομήντα παιδιά. Έχουμε και φωτογραφίες απ’ αυτό το σχολείο να το πάρεις να το δείξεις. Ξυπόλητοι πηγαίναμε σχολείο. Ήταν και μόδα. Χειμώνα-καλοκαίρι. Τα πόδια μας από κάτω είχαν γίνει κανονικό... κανονική σόλα εκεί πέρα. Τόσο είχαν σκληρύνει. Λένε πως είναι και υγεία τώρα. Κάναμε πετροκόμματα όμως. Το κόβαμε και γέμιζε πύον. Αυτό ήταν μια ιστορία, θυμάμαι. Αλλά ήμαστε άνετοι μ’ αυτό. Άμα φορούσε κανείς παπούτσια που του ’φερνε ο πατέρας του, άμα ερχόταν απ’ το ταξίδι, τον παρεξηγούσαμε, λέγανε... Τον κοροϊδεύαν οι άλλοι, ξέρεις. Έτσι, τέτοια πράγματα, ας πούμε. Στο σχολείο δίνανε και ένα συσσίτιο. Λίγο τυράκι και λίγο γάλα. Ήταν οι εποχές όλες αυτά τα χρόνια που πηγαίναμε σχολείο, είχε... είχαμε το συσσίτιο. Μια δασκάλα με ογδόντα... με εβδομήντα παιδιά και όλα τα σχολεία σχεδόν μονοθέσια της Νικαριάς. Στο Χριστό, θυμάμαι, ήταν διθέσιο, ήταν εκατόν πενήντα παιδιά, και ερχόνταν τα παιδιά από… Σκέψου ότι ο Πολύκαρπος σαν χωριό έχει ένα κέντρο εδώ στην πλατεία, αλλά, έχεις δει εσύ, από το Μύρσωνα ως το Χάρακα κάτω μέχρι τους Λομβαρδάδες, αυτά τα παιδιά ερχόνταν και μισή ώρα ποδαρόδρομο για να έρθουν στο σχολείο. Η Λευτερία, το σπίτι της, η γυναίκα μου, είναι πάνω στα Κουκέδικα που λέμε. Ερχότανε… Είχαμε πρωί και απόγευμα σχολείο. Όταν σχολούσαμε το μεσημέρι, ξέρω γω τι ώρα, γιατί για να προλάβει και ο δάσκαλος να κάνει μάθημα σε όλα. Μα όλα, ήταν γενικό, σ’ όλη την Ελλάδα. Με το... Πριν φτάσουν στο σπίτι να φάνε, να τσιμπήσουν κάτι, χτυπούσε η καμπάνα πάλι για το απογευματινό σχολείο. Ένα καμπανάκι μεγάλο, που ακουγόταν. Όχι, η καμπάνα του, η μεγάλη, χτυπούσε. Και μπρος-πίσω. Λέω της Λευτερίας... μου λέει εκείνη, ότι μας έκανε καλό αυτό και κάναμε γερά πόδια από τα... από παιδιά που περπατούσαμε. Δηλαδή, μισή ώρα να πας, μισή να γυρίσεις, δύο φορές τη μέρα, ε; Αυτό και μόνο. Αλλά όλα τα άλλα. Και τώρα για να πας εκεί σου φαίνεται πως είναι βουνό να πας. Και ήταν και μια ανηφόρα όρθια. Να, είδες εσύ που περπάτησες τώρα. Αν κάνεις τον κύκλο για να πας επάνω και να ’ρθεις εδώ, δεν είναι μισή ώρα δρόμος; Ναι. Κάτι... Εκεί είναι πιο πολλή η απόσταση. Αυτά τα παιδιά λοιπόν, πολλά από αυτά τα παιδιά, προχωρήσανε στα γράμματα. Είχαμε καλούς μαθητές, και στο γυμνάσιο αργότερα, που... πώς να σου πω... ήταν μια εποχή που η Νικαριά σε σχέση με τον πληθυσμό της ήτανε απ’ τες πρώτες περιοχές της Ελλάδας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Είχαμε πάρα πολλά παιδιά. Δεν ήταν ακόμα η περίοδος, τα φροντιστήρια και τα λοιπά, αλλά είχαμε καλούς καθηγητές και βγαίνανε τα παιδιά αστέρια. Θυμάμαι ένα παιδί στον Άγιο Κήρυκο, πέθανε, ο Νίκος, ο οποίος έκανε φροντιστήρια στα μεγαλύτερα παιδιά. Αυτός ήξερε την άλγεβρα απʼ έξω και τη γεωμετρία. Πώς τα κατάφερνε αυτό το παιδί, πραγματικά; Ενώ σ’ άλλα μαθήματα δεν ήταν τόσο καλός. Έγινε μαθηματικός, έγινε... πήρε κι άλλο δίπλωμα μετά, ήταν… διευθυντής στη... στη ΔΕΗ έγινε μετά. Πάρα πολλά παιδιά. Στο Πολυτεχνείο. Είχαμε δύο τρεις μηχανολόγους-ηλεκτρολόγους από εδώ απ’ την περιοχή, που ήτανε δύσκολη, η πιο δύσκολη περίπτωση να μπεις στο Πολυτεχνείο. Πολιτικοί μηχανικοί στο Εθνικό Μετσόβιο. Καλά, καθηγητές, δάσκαλοι και λοιπά στις Ράχες και στον Πολύκαρπο, έχουμε καμιά εικοσαριά τέτοιες περιπτώσεις, αυτής της γενιάς δηλαδή. Πώς μαθαίναμε γράμματα μετά το δημοτικό. Έπρεπε να πάμε στον Εύδηλο στο γυμνάσιο. Στον Εύδηλο ήταν τρεις τάξεις και οι υπόλοιπες ήτανε στον Άγιο. Πηγαίναμε κάθε Σαββάτο και Κυριακή με τα πόδια. Με τα πόδια στον Εύδηλο. Δηλαδή φεύγαμε το... πηγαίναμε γραφόμαστε εκεί, δηλαδή πήγαινε η μάνα μας να μας γράψει, να πιάσουμε ένα δωμάτιο, δυο παιδιά συνήθως, και να μένουμε εκεί για να πηγαίνουμε σχολείο. Το Σαββάτο ερχόμαστε, το Σαββάτο. Είχαμε και το Σαββάτο τότε σχολείο, ξέρεις. Φεύγαμε το Σαββάτο το μεσημέρι. Φτάναμε βράδυ σχεδόν εδώ. Τρεις ώρες δρόμος περίπου. Και φεύγαμε πάλι την Κυριακή. Μέναμε ένα βράδυ εδώ του Σαββάτου και φεύγαμε πάλι την Κυριακή απόγευμα και πηγαίναμε στον Εύδηλο, την άλλη μέρα. Παίρναμε στο φυλάκι μας, το φυλάκι ξέρεις τι... τι είναι; Είναι το δέρμα του ζώου που το βάζουμε στην πλάτη, δεν το έχεις δει καμία φορά; Και μέσα εκεί βάζαμε τα πράγματα της εβδομάδας, και πάνω πάνω ένα ψωμί. Ένα ψωμί απ’ αυτά τα στρογγυλά που έφτιαχνε η μάνα, γιατί άλλος τρόπος δεν υπήρχε επιβίωσης. Συνήθως μαγειρεύαμε μόνοι, είχαμε ένα τσουκάλι, τα βασικά πράγματα που θέλαμε. Αποβραδίς μαγειρεύαμε και διαβάζαμε για να ’μαστε έτοιμοι την άλλη μέρα, να πάμε το μεσημέρι να φάμε και τα γνωστά, ας πούμε. Το δωμάτιο αυτό, βέβαια, δεν είχε τότε πολυτέλειες, ούτε βρύση είχε μέσα. Απʼ έξω είχαμε ένα βρυσάκι. Αυτή την καλημέρα που πλένεσαι, ξέρεις, έχεις δει κάτι καλημέρες; Ένα κουτί, ένα ντεπόζιτο είναι. Το γεμίζεις από πάνω και έχει ένα βρυσάκι επάνω. Το γεμίζεις νερό και πλένεσαι εκεί και έχει κι ένα καθρεπτάκι και λες: «Καλημέρα!» Κι είναι μια καινούργια μέρα ας πούμε, κατάλαβες; Τι ωραία χρόνια! Τότε, ήταν η ζωή τόσο λιτή για όλους τους ανθρώπους, που δεν είχες να ζηλέψεις τίποτα, όλα ήταν ωραία. Τέλος πάντων. Στο σχολείο αυτό τελειώναμε τα τρία χρόνια. Ύστερα έπρεπε να πάμε στον Άγιο Κήρυκο. Στον Άγιο Κήρυκο. Εγώ πήγα την πρώτη τάξη στον Άγιο Κήρυκο και μετά γύρισα στον Εύδηλο, γιατί ήταν η αδελφή μου εκεί, που τελείωνε εκείνη τη χρονιά την... την έκτη τάξη. Τελείωσε το γυμνάσιο. Τότε το λέγαμε γυμνάσιο. Δεν ήταν λύκειο. Ήταν ένα, ενιαίο, έξι... έξι τάξεις. Και έμεινα την πρώτη τάξη στον Άγιο και ύστερα γύρισα στον Εύδηλο. Στον Άγιο [00:20:00]πηγαίναμε. Νοικιάζαμε πίσω ένα σπίτι με τις ίδιες διαδικασίες. Με το καΐκι ήταν η μεταφορά, από τον Αρμενιστή. Κάθε μέρα είχε ένα καΐκι, κάθε πρωί. Αν ήταν ο καιρός, βέβαια, φουρτούνα δεν πήγαινε. Τρεις ώρες πήγαινε το καΐκι και γύριζε. Αυτός ήταν ο τρόπος. Ταξιδεύαν πολλοί άνθρωποι στον Άγιο Κήρυκο και πηγαινοερχόνταν με το καΐκι. Μας στέλναν κάποια πράγματα με το καΐκι, ένα καλάθι, να το πάρουμε εκεί, να μαγειρέψουμε, τα γνωστά πάλι. Η αδελφή μου πια με είχε σαν παιδί της, ήταν εφτά χρόνια πιο μεγάλη εκείνη. Αλλά μου διάβαζε κιόλα, με βοηθούσε πολύ. Μέχρι σήμερα. Είναι η μαμά μας εδώ, η Μαρία. Και...
Για περιέγραψέ μου, κύριε Βασίλη, μια διαδρομή απ’ το σπίτι σου μέχρι τον Άγιο Κήρυκο.
Ναι, απ’ το σπίτι στον Άγιο Κήρυκο πηγαίναμε με το καΐκι εμείς. Αλλά αν ήταν φουρτούνα και δεν επιτρεπόταν να πάει το καΐκι, μπορούσαμε να πάμε με τα πόδια. Με τα πόδια στον Άγιο Κήρυκο είναι κάπου εξίμισι ώρες. Εγώ δεν πήγα ποτέ, οι πιο μεγάλοι όμως πηγαίναν τα πόδια. Ανεβαίνεις ψηλά στο βουνό, από το Μουντέ πάνω στην κορυφή, και πας από εκεί σ’ ένα μέρος που το λέμε «Πούντα». Ξέρεις πού είναι η Πούντα; Ένα βουνό, ναι. Κατηφορείς και βγαίνεις στο Χρυσόστομο, στα χωριά, για να φτάσεις τον Άγιο Κήρυκο. Αυτή η διαδρομή ένας καλός περιπατητής την έκανε σε εξ;iμισι ώρες. Ένας άνθρωπος που πήγαινε... που ήταν πιο μεγάλος θα την έκανε οκτώ ώρες ας πούμε. Αλλά ήταν κάτι φυσικό να πάνε οι άνθρωποι, να κάνουνε τις δουλειές τους και να γυρίσουν. Η άλλη περίπτωση ήταν να πάμε στο Μαγγανίτη. Αν ήταν φουρτούνα εδώ ο καιρός, βοριάς, δηλαδή μελτέμι, πηγαίναμε από τη... από το Πέζι επάνω, από τα Αμμούδια που λέμε. Κατεβαίναμε στο Μαγγανίτη, που είναι κάπου μιάμιση με δυο ώρες, και παίρναμε το καΐκι από εκεί το πρωί, που πάντα ήταν καλύτερος ο καιρός το χειμώνα που ήταν στις φουρτούνες. Ο νοτιάς χτυπάει από εκεί, από εδώ ο βοριάς. Αν ήταν βοριάς από δω, έπαιρνες το καΐκι απ’ τον Άγιο και πήγαινες. Από εκεί κάνει δύο ώρες το καΐκι. Είναι πιο κοντά. Από εδώ έκανε τρεις ώρες κι ένα τέταρτο περίπου. Αυτός ήταν ο τρόπος και η διαδρομή. Παρ’ όλα αυτά ας πούμε, μου φαίνεται παράξενο, παιδιά της πόλης δηλαδή, που δεν πήγαιναν στο σχολείο τότε. Πάρα πολλά παιδιά που γνώρισα μετά. Και εδώ οι γονείς είχαν αυτό το μεράκι να τα στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο, να μάθουν δύο γράμματα. Έλεγε: «Να ξεστραβωθείτε εσείς. Να μη μείνετε κι εσείς όπως εμείς». Τα παιδιά τα περισσότερα, όπως σου ’πα, είχαμε αυτά τα αποτελέσματα. Αλλά κι εμείς, που δεν μάθαμε, που δεν πήγαμε στην τριτοβάθμια όσοι, μας βοήθησε αυτό στη ζωή μας, γιατί τώρα εξαρτιόταν. Τα εμπόδια ήταν πολλά.
Σου είχα πει προχθές ότι πήγαινα στο νυχτερινό. Φεύγοντας εγώ απ’ την τρίτη τάξη ήθελα να πάω... ήταν τα αδέρφια μου πλέον στην Αθήνα ο αδερφός μου, ο Λευτέρης, και η αδερφή μου, και ήθελα να πάω εκεί, να... Και δούλευα τη μέρα σ’ ένα σκαλιστάδικο, που σκαλίζαμε ξύλα, και το βράδυ πήγαινα στο νυχτερινό σχολείο. Πήγαινα στον Πειραιά στο Δεύτερο Γυμνάσιο, που είναι πέρα στο Τζάνειο δίπλα, είναι αυτό το σχολείο. Σχεδόν πηγαίναμε με τα πόδια, γιατί και η μία δραχμή που έπρεπε να πάρεις απ’ τη Νίκαια που μέναμε… Αλλά εμάς μας φαινόταν αυτή η διαδρομή αστείο, και άλλα παιδιά. Και την κάναμε. Απ’ τη Ρετσίνας πηγαίναμε. Ξέρεις την Αθήνα; Όχι. Ναι. Και το βράδυ 10:30 γυρίζαμε, στις 11:30 είμαστε στο σπίτι, ξέρω γω. Ήταν και άλλη η Αθήνα τότε. Δεν είχαν τους κινδύνους σημερινούς, δεν... Ούτε ναρκωτικά υπήρχαν τότε, ούτε άνθρωποι έτσι επικίνδυνοι στους δρόμους. Κοιμόσουνα έξω στο παγκάκι μια χαρά. Δεν είχες κανένα πρόβλημα. Ούτε να… Θυμάμαι δηλαδή έτσι μιαν άνεση που είχαμε στην... περιβάλλον που ζούσαμε. Ναι, και... Είχαμε... μετά που πήγα και δούλευα στην Καλλιθέα σ’ ένα μαγαζί, που ξεκινούσαμε το πρωί 7:30 η ώρα. Όχι, τι λέω; 7:30 είπα; 4:00 η ώρα φεύγαμε από το… και πηγαίναμε στη λαχαναγορά. Εγώ μ’ ένα τρίκυκλο. Ήμουν τότε 15 χρονών, 15, ναι, 16 ήμουνα. Στην τετάρτη τάξη πήγαινα. Παίρναμε δυο... δυο μηχανάκια τρίκυκλα προϊόντα, πήγαινα και τα άδειαζα και συνέχιζα. Έκανα διανομές το γάλα και ιστορίες, ώσπου στις 8:00 η ώρα έπρεπε να ’μαστε μαζεμένοι. Και εγώ τελείωνα στις 8:30 περίπου για να… Μοίραζα και καμιά πενηνταριά μπουκάλια γάλα. Ιστορίες, ας πούμε. Και πηγαίναμε σ’ ένα... στο νυχτερινό στην Καλλιθέα, στη Δαβάκη, που είναι στην Κρέμου, απέναντι απ’ τη Σιβιτανείδειο στο πίσω μέρος, περνούσε η γραμμή ενδιάμεσα, το τρένο. Αυτό ήταν ένα μεγάλο γυμνάσιο, ερχότανε από πολλές περιοχές της Αθήνας νυκτερινό. Οι καθηγητές, εκεί γνώριζες όλους τις κατηγορίες των ανθρώπων. Που τι είναι να γνωρίσεις έναν καθηγητή που να σε ανυψώσει και να σε κάνει άνθρωπο και που να γνωρίσεις και έναν παλιάνθρωπο. Δυστυχώς ο παλιάνθρωπος ήταν αυτός που μας έκανε Θρησκευτικά. Η κουβέντα του ήτανε... επειδή εμείς είχαμε και λίγο ασχοληθεί, ήταν το Κυπριακό τότε κάπου, με τους Λαμπράκηδες λίγο, κτλ. «Βρωμοοικοδόμοι –μας έλεγε– που ’ρθατε απ’ το γιαπί να μου μάθετε γράμματα». Αυτή ήταν η κουβέντα του. Είχε χτυπήσει κάτι παιδιά. Ένα παιδί το πήρα με αιμόπτυση από εκεί. Τον είδα, ευτυχώς μετά, πήγε σ’ άλλο σχολείο. Αυτός έδρασε μέσα στη Χούντα. Λένε μετά πως ήταν μεγάλος και τρανός. Εν πάση περιπτώσει. Κανένας καθηγητής, ούτε ο γυμνασιάρχης, τολμούσε να του μιλήσει. Πολλά παιδιά μας άφηνε στα Θρησκευτικά στην ίδια τάξη. Θρήνος. Και είχα και έναν άλλο καθηγητή, έναν... Ξεχνάω. Έπρεπε να κρατήσω τα ονόματά τους. Αυτό το κάθαρμα –μου το ’παν και άλλα παιδιά, εγώ είχα φύγει μετά, είχα πάει στρατιώτης– μου λέγανε ότι συνέχιζε εκεί τη δράση του. Και μες στη Χούντα και τα λοιπά. Και ήτανε γνωστός σε όλη την Καλλιθέα η δράση αυτού του ανθρώπου. Είχα έναν καθηγητή και αυτός… Μια κοπέλα προχθές που μιλούσαμε μου λέει: «Είχες αυτόν τον καθηγητή; Και εγώ είμαι η πιο τυχερή του –άκου να δεις τώρα– που τον γνώρισα αυτόν τον άνθρωπο». Αυτός μας έκανε Αρχαία Ελληνικά, ας πούμε. Τι να σου πω. Γνωρίζεις ανθρώπους και ανθρώπους. Άμα μας έκανε τις αναλύσεις εκείνες για τον Όμηρο και όλη τη διαδικασία. Τι να σου πω. Δηλαδή έβλεπες έναν άνθρωπο που σε ανύψωνε, σε έκανε άλλον άνθρωπο, σου ’βγαλε τον καλό σου εαυτό μπροστά. Και έχει μείνει μες την ψυχή μου. Μας έλεγε ότι… Αυτός μου ’μαθε για πρώτη, και ο πατέρας μου έλεγε το ίδιο πράγμα αλλά αυτός μας το ’δειξε έτσι μ’ όλη την... την ευφυή σκέψη που μπορεί να έχει ένας καθηγητής, ας πούμε, τότε, ότι «Να σεβόμαστε τους ανθρώπους, όπως είναι. Να μη θέλουμε να τους βγάλουμε ταυτότητες που θέλουμε εμείς. Οι άνθρωποι είναι... είναι απ’ τη φύση τους αυτοί. Έχουν την ιδιαιτερότητά τους, έχουν τα... τη φυλή τους, το χρώμα τους, την ιδεολογία τους. Εμείς πρέπει να τα σεβόμαστε αυτά, γιατί ο άνθρωπος είναι γεννημένος για κάποια πράγματα και μπορεί ο καθένας να διαπρέψει σε έναν τομέα, έτσι;». Όλα αυτά μας τα εξηγούσε. Πόσο ωραία, δηλαδή, και πόσο απλά για να μπορέσεις να πάρεις αυτά που σου χρειαζόταν, τα βασικά στοιχεία. Λέω: «Αν είχαμε τέτοιους καθηγητές όλα αυτά τα χρόνια θα ’χε γίνει η Ελλάδα διαφορετική, όχι ο καθένας χωριστά». Γιατί ο καθένας χωριστά θα οδηγούταν. Θυμάμαι, μας έλεγε για την αρχαία Ελλάδα, για τη φιλοσοφία, για όλα αυτά τα πράγματα. Εμένα μ’ αγαπούσε γιατί του ’γραφα καλές εκθέσεις. Ωστόσο, μου παράγγειλε πάντα, μου λέει: «Να προσέξειw να μη βγαίνεις, γιατί βγαίνεις απ’ το θέμα. Παίρνεις φόρα –μου λέει– και βγαίνεις απ’ το θέμα». Μου το ’λεγε, ναι. Τι ωραίος που ήταν αυτός ο άνθρωπος! Και έχω ξεχάσει το όνομά του και θέλω να πάω μια φορά στην Καλλιθέα να δω. Γιατί αν πας στο αρχείο και ζητήσεις. Πήγα να πάρω κάποτε το... ένα χαρτί, που το χρειάστηκα στο στρατό. Γιατί είχα πάρει αναβολή έξι μήνες, αλλά δεν... την... όχι έξι μήνες, είχα πάρει ένα χρόνο και τη διέκοψα την αναβολή. Γιατί πήγα και γράφτηκα στην τελευταία τάξη, ήταν αυτός ο καθηγητής. Που είχα πάει στα μισά της προηγούμενης τάξης, στην εβδόμη τάξη. Ήταν εφτά τάξεις το σχολείο. Και μας έδιωξε απ’ το σχολείο. Αυτός ήταν η αιτία δηλαδή, για πολλούς λόγους, αυτός ο θρησκευτικός που σου λέω. Και πήγα και ξαναγράφτηκα τον άλλο χρόνο με την ελπίδα, αλλά αυτός εκεί ήτανε. Και όταν είδα ότι… Και ήταν και πολλά παιδιά, τα κυνηγούσε, ήταν ένα δράμα, δηλαδή. Δεν πήγα καθόλου. Και γράφει το χαρτί μου ότι – ποια χρονολογία πρέπει να ’ταν; Το ’67-’68, όχι ’66-’67: «Μαθητής της εβδόμης τάξης του εφταταξίου γυμνασίου ως ουδόλως φοιτήσας». Ενώ είχα φοιτήσει τον πρώτο χρόνο, τότε λέει: «Ως ουδόλως φοιτήσας». Έτσι μου ’γραψε το... τη βεβαίωση. Εν πάση περιπτώσει, καλά. Εγώ πήγα στρατιώτης μετά. Μας πήγαν υποψήφιους έφεδρους αξιωματικούς στην Κόρινθο. Αλλά εκεί, βέβαια, επειδή ήμουν εξ αναβολής και επειδή είχα πάρει τα χαρτιά για να πάρω το απολυτήριο. Εκεί ακριβώς πήγα αυτό το χαρτί και είδαν ότι οι άνθρωποι καταρχήν... Αλλά εμείς με το χαρακτηρισμό που είχαμε απ’ τον πατέρα. Ο πατέρας ήτανε κομμουνιστής, ήτανε διωγμένος με εξορίες κτλ. Ήταν πρόεδρος εδώ και είχε δώσει την ψυχούλα του και αυτός για τους... για τον... Αυτός με έμαθε. Και μας έλεγε πάντα: «Ό,τι κι αν κάνετε στη ζωή σας, να αγαπάτε τον άνθρωπο. Είναι η πρώτη προϋπόθεση. Άμα δεν αγαπάτε τους ανθρώπους δεν κάνετε τίποτα. Και να αγαπάς πρώτα όλους τους άλλους και μετά... και το σπίτι σου μαζί, αλλά να αγαπάς και τους άλλους, από εκεί θα φανεί αν θα φτιάξεις και το σπίτι σου [00:30:00]καλύτερο». Σου ’χα πει εχθές κάτι παραδείγματα, αλλά μην τα επαναλαμβάνουμε. Και αυτός... στο στρατό δεν υπήρχε περίπτωση, εμάς μας στέλναν πάντα ή μουλαράδες ή αυτοί, αλλά, δεν ξέρω για ποιους λόγους, με κάνανε γραφέα. Ύστερα πήγα πάνω στον Έβρο. Στον Έβρο δε μας προσέχαν ιδιαίτερα. Ήταν και σύνορα εκεί με την Τουρκία. Ναι, εκεί, στους Κήπους, εκεί που φρουρείς μια μεγάλη γέφυρα. Έχεις πάει επάνω καθόλου; Είναι μια γέφυρα εφτακόσια μέτρα μας χωρίζει με την Τουρκία. Και πήγα εγώ τώρα, για να γλιτώνω εκεί τη γκρίνια και τα καψόνια που μας κάναν συνέχεια, ήταν υπό το μηδέν, μας βγάζαν έξω και τρέχαμε, δήλωσα ελαιοχρωματιστής και με πήρανε. Μας ρώτησε: «Ποιος ξέρει να βάφει;» Που ήθελε να βάψουμε τη γέφυρα. Το δικό μας κομμάτι ήταν καμιά τριακόσια μέτρα και των Τούρκων μεγαλύτερο. Τετρακόσια εκεί. Βέβαια, ο Έβρος είναι μες στη μέση ένα κομμάτι, σαράντα πενήντα μέτρα, το υπόλοιπο είναι υπερυψωμένο έδαφος και έχει κάγκελα δεξιά, για να... Γιατί είναι μια πεδιάδα. Για να φτάσεις σ’ ένα σημείο, κατάλαβες, να έρθεις στην ευθεία. Γιατί το γεφύρι το;y δίνεις ένα ύψος εφτά μέτρα, οκτώ μέτρα. Δεν ακούς καμιά φορά που ξεχειλίζει ο Έβρος και πλημμυρίζει η Θράκη ολόκληρη; Είναι το μεγαλύτερο ποτάμι της Ελλάδας σε ύδατα. Βέβαια, είναι το κομμάτι το δικό μας, δεν είναι το μακρύτερο γιατί ξεκινά απ’ τη... απ’ τη Βουλγαρία κτλ. Σημασία έχει ότι πήγα εκεί ελαιοχρωματιστής, κάτσαμε κάνα εικοσαήμερο. Ω, τι ωραία. Εν πάση... Και βάψαμε τη γέφυρα, που ήθελε να περάσει ένας μεγάλος Τούρκος μέσα, τότε διοικητής, και τα γνωστά. Εκεί είδα πώς γινόταν η διαδικασία. Εκεί..
Πώς γινόταν, για πες μου.
Ναι;
Πώς γινόταν;
Α, κάθε μία... κάθε ώρα, δυο φορές, τρεις φορές... όχι τρεις, κάθε φορά ερχόνταν με ένα άγημα για να αλλάξουνε σκοπιά οι δικοί μας. Τους έφερνε ένας επιλοχίας, πιθανόν, ή ανθυπολοχαγός. Τρεις... τέσσερις ήτανε στη σκοπιά, ήτανε δυο μπροστά και ένας που περιφερόταν και ένας απ’ την άλλη μεριά, τέσσερις σκοπιά και κάθε μία ώρα και στεκόμαστε κι εμείς υποχρεωτικά προσοχή να γίνει το άγημα. Οι Τούρκοι ήτανε ξάπλα απέναντι. Δεν καταλαβαίνω. Και όταν ερχόνταν, ας πούμε, αυτοί, ερχόνταν εκεί μπουλούκι, ξαπλώναν κάτω, τους άφηνε εκεί ένας και ήταν πολύ χαλαροί αυτοί σε σχέση με εμάς. Δηλαδή γελούσαν οι δικοί μας. Εμείς είχαμε... είχαμε έτσι διαδικασίες αυστηρές, δεν ξέρω. Και ανταλλάσσαν με τους Τούρκους οι δικοί μας... ήταν τα κομπολογάκια της μόδας και ήταν κάτι μικρά κομπολογάκια, ήταν στην αγορά φθηνά, τα ’παιρνες μια δραχμή, δεν ξέρω πόσο. Και τους δίναν τέτοια, που δεν είχαν αυτοί, και φέρναν αυτοί κάτι κομπολόγια μεγάλα, αυτά, πώς τα λεν; Κεχριμπάρι, τι είναι αυτό; Ναι, και κάναν ανταλλαγές τέτοιες, ας πούμε. Τους βρίσκαν πάντως πιο χαζούς οι δικοί μας. Γιατί είχε κάτι Τούρκους, ρε παιδί μου, μαύρους, που τους φέρναν εκεί, φυλούσανε σκοπιά, αλλά ήταν όλη μέρα ξάπλα. Δηλαδή, ούτε… Οι δικοί μας κλαρίνο εκεί στην αυτήνε, έπαρση η σημαία, ξέρω εγώ, όλη η διαδικασία. Τέλος πάντων. Βάψαμε τη γέφυρα καμιά εικοσαριά μέρες και πήραμε και μια άδεια και κατεβήκαμε στην Αθήνα μετά. Ναι, τι ωραία! Αυτό ήταν η διαδικασία. Αλλά εν τω μεταξύ, στην Αθήνα, στην Κόρινθο, ζητούσανε πάλι ειδικότητες που δεν είχαν. Η Κόρινθος ήτανε κέντρο εισερχομένων και χρειαζόταν... πολλά γραφεία, είχε εκεί. Και με ξανακατεβάζουν στην Κόρινθο σαν γραφέα. Αλλά εν τω μεταξύ με εκπαιδεύσαν και στη γραφομηχανή εκεί κι έγινα και δακτυλογράφος εκεί στο Σύνταγμα και τη βγάλαμε καλά. Απλώς δεν μας βάζαν, όσοι θεωρούταν ότι είμαστε... Α, εν τω μεταξύ ήρθαν τα χαρτιά από εδώ. Με φώναξε ένας εκεί, ο... και με έβαλε κλαρίνο και με αγρίευε ένας λοχαγός απ’ το Α2. Ήταν ένας χουντικός, που μετά δικαζόταν. Αναστασόπουλος Ανδρέας λεγόταν. Και μου είπε το παιδί αυτό, ένας στρατιώτης που ήταν μέσα στο δεύτερο γραφείο και άλλοι, μου είπε: «Τα χαρτιά σας ήρθανε και ήρθαν και του Τσαγκάτου του Δημήτρη», μιανού δασκάλου απ’ τη Χίο. Αυτός που έφτιαξε, αυτά εδώ που φτιάχνει, είναι φίλος μου. Έχει κι αυτός τέσσερα παιδιά τώρα, πάω και τον βρίσκω. Και ήμαστε στο ίδιο γραφείο. Αυτός είχε την ημερήσια διαταγή, εγώ είχα τη γραφομηχανή και τα εισερχόμενα. Τέλος πάντων. Και συγκινούμαι άμα τα θυμούμαι, ορισμένες στιγμές με κάποιους ανθρώπους, θυμήθηκα τον Τσαγκάτο τώρα. Τι άνθρωπος ήταν και αυτό το παιδί. Έχουμε φωτογραφίες πολλές. Έχει έρθει δύο-τρεις φορές εδώ, έχω πάει εγώ εκεί. Έλεγα πως... τι έλεγα; Α, ότι μας βάζανε. Και μου είπε αυτός, το παιδί που ήταν στο δεύτερο γραφείο, ότι «Ήρθαν τα χαρτιά σου, έτσι και έτσι. Ο Λευτέρης και η Μαγδαληνή είναι... είναι χαρακτηρισμένοι», γιατί ήταν πιο μεγάλοι αυτοί μες στην αντίσταση τότε. Ήτανε στην Ε.Π.Ο.Ν, δεν ξέρω πού τους είχανε βάλει. Η Ε.Π.Ο.Ν ήταν η... η νεολαία του Ε.Α.Μ., του Ε.Α.Μ., του Εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, Μετώπου. Ναι. «Εσύ με τη Μαρία δεν έχετε δώσει αφορμές και δεν σας έχουν κάνει φάκελο ακόμα». Ναι, ο Βασίλης και η Μαρία, ναι. Γιατί είμαστε οι πιο μικροί. Και έτσι… και λέει ότι «ο πατέρας είναι επικίνδυνος κομμουνιστής», και κάτι τέτοια, ναι. Αλλά τη βγάλαμε καλά στο στρατό. Δεν μας βάζανε να φυλάξουμε σε μέρη που ’ταν επικίνδυνα οπλισμοί. Αλλά, κατά τα άλλα, σκοπιά συνέχεια κάθε βράδυ και τη μέρα πολλή δουλειά. Είχε φορές που καθόμουν και έγραφα ώρες ατελείωτες. Μου ’κανε καλό, όμως, γιατί έμαθα πολλά πράγματα από τη δουλειά του γραφείου, ξέρεις. Και μετά που ήμουνα στην κοινότητα –τι να σου πω; τι ωραία!– να διεκπεραιώνω άνετα τις δουλειές μας. Να ξέρω πού είναι οι φακέλοι, όλα. Δηλαδή ήταν ο γραμματέας. Αλλά... Όταν έγινα πρόεδρος εδώ στα χωριά. Αλλά όμως με βοήθησε και αυτό. Και ο στρατός είναι μια εμπειρία, άσε και αν λένε ό,τι κι αν είναι, ας πούμε. Σταματάει και τη λογική για πολλά πράγματα, γιατί κάνεις τα ίδια. Ένα Μ1, ένα όπλο, έχεις και το γεμίσεις συνέχεια και το αλλάζεις. Ερχόντανε και κάτι Ιεχωβάδες εκεί να παρουσιαστούνε. Αυτοί δεν παίρναν όπλο. Παιδιά που ήταν... όλοι είχαν τελειώσει πανεπιστήμια. Και ήταν ο Τογιαννίδης ο Χαράλαμπος, ένας αρχιλοχίας εκεί πέρα, είχε και αυτός, ήταν από τους... μεγάλος άνθρωπος τότε, είχε... του κάναν καλαμπούρια οι άλλοι και τους βαρούσε με μια βούρδουλα εκεί από όξω σε μια σκάλα, όποτε… Κάθε σειρά, γιατί κάθε τρεις μήνες ερχόντανε μια σειρά. Εμείς περάσαμε πολλές σειρές εκεί. Που σου λέω πώς έμαθα και υπέγραφα και του υπασπιστή. Και τους βαρούσε: «Θα γίνεις, ρε πούστη, Χριστιανός, γαμώ την Παναγία σου;». Και δώσʼ του ξύλο, που λες. Αλλά αυτό ήταν για να γελάς, δηλαδή. Τα παιδιά, λοιπόν, ήταν στριμωγμένα σε μια… «Θα γίνεις, κερατά, γαμώ τον Χριστό σου, Χριστιανός», και δώσʼ του, που λες, ξύλο. Είχαν μεγάλη φάση, ας πούμε, να γελάς μ’ αυτή την ιστορία. Αλλά είχε ανθρώπους. Έτσι και αυτός ήταν ένας κωμικοτραγικός άνθρωπος, δηλαδή, στην ουσία. Αυτός ο υπασπιστής που τους έδερνε. Υπασπιστής θα πει με μια σιρίτι εδώ, που δεν πάει πιο πάνω αυτός. Πήγε στρατό από στρατιώτης και ήτανε από τους πολεμιστές του ’40, τώρα σκέψου. Αυτόν τον κάνανε, ας πούμε, ανθυπασπιστή, θα είχε σκοτώσει κάνα δυο. Τέλος πάντων, απ’ το ’45, απ’ το ’49 –συγγνώμη– ήτανε... Μας έλεγε πως ήταν στο βουνό και κυνηγούσε τους αντάρτες. Είχαμε πολλά. Τέλος πάντων. Ο στρατός είναι μια εμπειρία, επαναλαμβάνω, που δεν είναι πολύ κακή. Από εκεί και πέρα, γιατί χρειάζεται; Τους Ιεχωβάδες δε, τώρα τους είχανε... αφού περνούσαν αυτά τα πρώτα βασανιστήρια, τους πηγαίναν δυο χρόνια φυλακή. Όσο κρατούσε η θητεία, δηλαδή δυο χρόνια ήταν η θητεία τότε, φυλακή. Δεν κάναν. Τώρα τους έχουν βάλει μετά τη... μετά τη Μεταπολίτευση και η δεξιά κυβέρνηση –ακούγεται φασαρία, ε;– τους έβαλε και δουλεύουν στις δουλειές τους ο καθένας. Άλλος είναι ηλεκτρονικός, άλλος… και αποδίδουν κιόλας. Αλλά δυο χρόνια, όχι, όσο είναι η θητεία, εν πάση περιπτώσει. Τώρα έχει κατέβει σε έξι μήνες, νομίζω, οχτώ, δεν ξέρω πόσο είναι η θητεία στο στρατό.
Segment 3
Ο πατέρας στην Αριστερά και ο θάνατός του, εθελοντική εργασία για τα έργα στην Ικαρία, οι εργασίες της μάνας στην ύπαιθρο
00:38:45 - 01:01:40
Είπες για χαρακτηρισμό. Δηλαδή ο πατέρας σου ήταν κομμουνιστής και τον είχαν χαρακτηρίσει;
Ναι, ο πατέρας έζησε τα πιο δύσκολα χρόνια. Ένας άνθρωπος εδώ στο χωριό που αγαπούσε πραγματικά τους ανθρώπους. Ο τίτλος του κομμουνιστή δεν είναι κιόλα... Ήταν η Ε.Δ.Α. τότε. Το κομμουνιστικό κίνημα τότε ήτανε... ναι, δεν υπήρχε. Υπήρχε η Ε.Δ.Α. Η Ε.Δ.Α. ήταν η Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά. Ήταν ένα επίσημο κόμμα, που μπήκε στη βουλή από το ’50 και μετά το ’49 που έγινε το τέλος του Εμφυλίου. Και μέσα στην Ε.Δ.Α. ο πατέρας ήτανε πάντα ένας άνθρωπος, τον αγαπούσαν γιατί ήταν προοδευτικός. Ήθελε να δώσει. Ήθελε να δώσει. Ήταν αυτός που σου ’πα, ότι πρώτα έβλεπε το χωριό του και τους ανθρώπους και μετά τον εαυτό του και το περιβάλλον του. Και από αυτή την άποψη τον βγάλανε διαρκώς σε πρόεδρο. Την πρώτη τετραετία πήρε την κοινότητα με έναν ψήφο, τη δεύτερη με πενήντα ψήφους διαφορά, την τρίτη με 80% και ο άλλος συνδυασμός πήρε 5-6-10%, εν πάση περιπτώσει, δεν θυμάμαι πόσο. Γιατί ακριβώς είχε αυτή την αγάπη για τη ζωή και για τα προβλήματα. Έκαναν τότε το φράγμα, αυτό στου Μουντέ. [00:40:00]Έκαναν όλους τους δρόμους. Αυτούς που λέμε τώρα εδώ, προς Άγιο Δημήτρη, προς Αρμενιστή. Τότε ανοίξαν αυτούς τους δρόμους με κάτι εργαλεία πρωτόγονα και με τα χέρια πολύ. Προς τον Άγιο Δημήτρη ο δρόμος έγινε με τον κασμά και με το φτυάρι. Αργότερα, ένας Αμερικάνος που αγαπούσε το νησί, ένας Καρναβάς από τη Μεσαριά, πήρε μια μπουλντόζα και την έδωσε δώρο εδώ. Θυμάμαι όταν ήρθε αυτό το μεγαθήριο στον Εύδηλο, το βλέπαμε. Και δεν ήταν καμιά μεγάλη μπουλντόζα, ένα μικρό μπουλντόζακι, αλλά ξέρεις τι είναι να φύγεις απ’ τον κασμά και απ’ το φτυάρι και ξαφνικά να μπεις μέσα σε μια μπουλντόζα, να βάζει μπρος στη γη και να την προχωράει; Το δούλευε αυτό ο Ζαούτης, ο πατέρας αυτού που έχει το βενζινάδικο, το δούλευε. Γιατί αυτός είχε δουλέψει στην... στα Μ.Ο.Μ.Α. στο στρατό και είχε μάθει να χειρίζεται τα μηχανήματα αυτά. Μιλάμε τώρα για το ’58. ’58 με ’60 ήμαστε στον Εύδηλο στο σχολείο, θυμάμαι, και… Το ’60 θα ’τανε. Ήμουνα εγώ, πήγα το… Όχι, κάτσε. Πήγα, ναι. Το ’58 πήγα στο γυμνάσιο, 12 χρονών –συγγνώμη– ναι, 12 χρονών ήμουνα που πήγα στο γυμνάσιο, έτσι δεν είναι; ’46. ’58 πήγα στο γυμνάσιο. Άρα το ’60 πρέπει να είναι, ’59-’60, που έφερε την μπουλντόζα. Την παίρναν, λοιπόν, οι κοινότητες με το μήνα πια, όπως μπορούσαν. Θυμάμαι ο πατέρας εδώ... έφεραν την μπουλντόζα αλλά έπρεπε να πήγαινε στη... ζητιάνευε στο νομάρχη να του δώσει λεφτά γιατί να πληρώσουν το χειριστή, τα πετρέλαια της μπουλντόζας, το κρουστικό αυτό που έπρεπε να σπάει τα βράχια να ανοίγει τις τρύπες, γιατί ήτανε βραχώδες το μέρος. Αυτό το μπουλντοζάκι δεν μπορεί να ανοίξει μόνο του το δρόμο, πρέπει να σπάσει τα βράχια πρώτα. Τέλος πάντων. Και μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία γίνηκαν αυτοί οι δρόμοι και πολλά άλλα έργα, ας πούμε. Περιττό να πω πως εδώ άμα κάναν τον τσιμεντένιο υδραύλακα, έχω μια κατάσταση μέσα άμα θες να την πάρεις και να τη φωτογραφίσεις. Ο γραμματέας της κοινότητας κρατούσε τα ημερομίσθια των ανθρώπων. Άλλως είχε κάνει ογδόντα, άλλος εκατό μεροκάματα εθελοντική εργασία, εθελοντική, σε χρόνια πείνας τώρα, ε; Γιατί ήταν ο μόνος τρόπος να φέρουν το νερό στο χωριό. Γιατί κάναν αυτό το φράγμα, αλλά, ξέρεις, πολύ περισσότερο στοίχισε ο τσιμεντένιος υδραύλακας να έρθει κάτω το νερό σε κάθε γειτονιά. Κατάλαβες, αμολάς το νερό εκεί στο βουνό και έρχεται από έναν τσιμεντένιο υδραύλακα. Να έρθει σε αυτή τη γειτονιά, πιο πέρα, πιο πέρα, ε; Φαντάζεσαι τώρα, η περιοχή απάνω τώρα που μένετε μέχρι τους Μουλάδες, όλη αυτή η... Μουλάδες το λέμε, τον Άγιο Παντελεήμονα. Που για να πάρουν έναν κουβά νερό να το κουβαλάνε κάτω απ’ ένα ρυάκι χαμηλά πολύ και είχαν κι ένα πηγαδάκι που παίρναν για να πιούνε νερό. Ξαφνικά να έρχεται κάθε εβδομάδα να σε βρίσκει το νερό μια ώρα, που αυτή την ώρα σου ’φερνε κάπου τριάντα έως τριάντα πέντε κυβικά νερό μέσα από τον υδραύλακα. Έκανες τους κήπους. Είχες μια μικρή δεξαμενή, τι μπορούσες να κάνεις για να αποθηκεύσεις λίγο, να ποτίσεις και κάτι ενδιάμεσα, να κάνεις λίγα κηπευτικά πάνω σε αυτά τα μέρη που, ούτε κατά διάνοια πρώτα μπορούσες. Ήταν ο αγώνας δηλαδή δύσκολος, αλλά ήταν... είχε μια... ένα σκοπό. Ένα σκοπό. Και γιʼ αυτό αγαπήσαν και οι άνθρωποι αυτό το έργο και βοηθήσαν πάρα πολύ. Έχω μια κατάσταση, αν θες να τη φωτογραφίσεις, έγραφε τα μεροκάματα ο Βαγγέλης. Όλοι οι χωριανοί, λοιπόν. Άλλος δέκα. Από δέκα πάντως και πάνω μέχρι και ογδόντα, γιατί τι κάναν. Τον τσιμεντένιο υδραύλακα εξασφαλίζανε τα υλικά με κάποια χρήματα που παίρναν απ’ τη νομαρχία κτλ. Αλλά όλη η εργασία γινόταν μια εθελοντική εργασία. Για να κάνεις ένα μέτρο τσιμεντένιο υδραύλακα θέλεις να ρίξεις ένα χαρμάνι, ένα σακί τσιμέντο και δεκαπέντε περίπου ντενεκέδες χαλίκι και άμμο. Δηλαδή φαντάζεσαι πόσο. Ο ντενεκές ξέρεις τι είναι. Ο ντενεκές, αυτός που βάζουμε το λάδι. Ο ντενεκές. Ένα τέτοιο δοχείο. Δεκαπέντε τέτοια δοχεία κι ένα τσιμέντο κάνουν ένα χαρμάνι. Μ’ ένα χαρμάνι κάνεις ένα μέτρο υδραύλακα τέτοιο, καταλαβαίνεις. Είναι τα πλευρά του, είναι από κάτω η βάση του. Το έχεις δει καμιά φορά που περνάει ένα τσιμεντένιο; Α, το έχεις δει, ναι. Αυτό ακριβώς. Αυτό το... τα χιλιάδες, τα χιλιόμετρα αυτά που γίναν, γίναν μ’ αυτόν τον τρόπο. Έτσι πήγε το νερό παντού. Γιατί αν το αφήσεις έτσι στο χώμα να τρέχει το νερό θα το ρουφήξει το χώμα, δεν θα φτάσει ποτέ κάτω, έτσι δεν είναι; Βέβαια τώρα έχουν βγει άλλα μέσα. Βάζεις ένα λάστιχο χοντρό απ’ αυτό εδώ και το φέρνεις το νερό πολύ εύκολα έτσι. Δεν υπήρχαν τότε. Εγώ όταν ήρθα απ’ την Αθήνα, το ’70 που ήρθα εδώ, πήρα λάστιχο. Είχα πάρει καταρχήν, δούλεψα ένα καλοκαίρι. Απολύθηκα το ’70 από το στρατό και δούλεψα σκληρά σε μια οικοδομή εκεί δεκαπέντε ώρες, δέκα ώρες τη μέρα, πρωί και απόγευμα, για να εξασφαλίσω... Και βρήκα μια καλή δουλειά, έπαιρνα θυμάμαι τετρακόσιες δραχμές τη μέρα. Τριακόσιες πενήντα, ανάλογα, ας πούμε. Δηλαδή, τη στιγμή που ήταν ένα σούπερ μεροκάματο αυτό. Μου το ’χε δώσει εργολαβία αυτός να το καλουπώνω. Εγώ ήξερα καλά τη δουλειά, από παιδί που σου είπα πως πήγα. Ξέχασα να σου πω ότι φεύγοντας από το... από το μαγαζί αυτό που δούλευα και έκανα όλες τις δουλειές και από τις 4:00 το πρωί μέχρι τις 22:00 το βράδυ μέχρι τις 22:30 που γύριζα από το σχολείο έπρεπε να μαζεύω και μπουκάλια μετά. Γιατί ήταν... ήτανε σε γυάλινα μπουκάλια το γάλα και μέχρι τις 24:00 έτρεχα. Τέσσερις ώρες δηλαδή κοιμόμουνα. Και όταν πήγα το ’61 στην οικοδομή, το ’61, είχε γίνει το εφτάωρο. Με αγώνες των εργατών, βέβαια. Με μεγάλους αγώνες έγινε το επτάωρο, που δούλευες από τις 7:30 ως τις 14:30. Ω, τι ωραία! Απέραντη είναι η μέρα μετά! Χαίρεσαι. Είναι χαρά Θεού. Μπορείς και να διαβάσεις και να κάνεις όλες σου τις δουλειές με την άνεσή σου. Από εκεί, ναι, και έπαιρνα τότε εκατόν δέκα δραχμές στην αρχή. Στην αρχή. Όταν έμαθα καλύτερα τη δουλειά σε κάνα εξάμηνο, εκατόν είκοσι δραχμές. Εξακόσιες εξήντα τη βδομάδα. Έξι ημέρες. Και σου λέω και να διαβάζουμε ωραία και τι καλά. Αλλά είχαμε αυτόν τον ωραίο καθηγητή, που σου είπα, στο γυμνάσιο και μας τα έβαλε στη… Και προχτές βρήκα μια κοπέλα εδώ στο... που μιλούσαμε. Μου λέει: «Σε ποιο σχολείο;» λέει. «Εκεί, πήγαινα –λέει– και εγώ», και μου είπε ότι πήγαινε από το ’68 ως το ’72. Λέω: «Ποιους καθηγητές;». Μου λέει: «Είχαμε ένα κάθαρμα που... ένα χουντικό, που μας έκανε Θρησκευτικά κι άφηνε τα παιδιά στη ίδια τάξη και είχαμε –λέει– και έναν καθηγητή μου μας έκανε...». «Άκου, ρε παιδιά», λέω. Συγκινήθηκα πραγματικά. Λέω: «Γι’ αυτούς τους ανθρώπους μου μιλάς; Που ο ένας ήτανε το παράδειγμα ζωής και ο άλλος ήτανε ό,τι χειρότερο συνάντησα». Και ήταν εκεί ακόμα αυτοί οι καθηγητές, ας πούμε. Η Δώρα μού τα ’λεγε προχθές και έτσι. Η οικοδομή τότε ήταν παράδεισος, ας πούμε. Εκεί άκουγα κάποιους ανθρώπους να μιλάνε και εκεί μυήθηκα και κάπως περισσότερα παραδείγματα από το χώρο της Αριστεράς, δηλαδή. Γιατί ήταν η περίοδος ακόμα Χούντα και δεν είχα… Μες στη... Μες στο ’61, δηλαδή το ’61 ήταν μια δύσκολη περίοδος μέχρι το ’67, που... το ’67 πήγα στρατιώτης, ήταν αυτοί οι άνθρωποι καθοδηγητές. Ήταν δυο οικοδόμοι τώρα, ο... δυο Γιώργηδες εν πάση περιπτώσει, που αυτοί αναλύαν τη μαρξιστική οικονομία στα δάκτυλα και έλεγα: «Καλά…» και τους ρωτούσα. Αυτοί είχαν κάνει φυλακές, εξορίες αυτοί, και διαβάζανε μες στη φυλακή. Διαβάζανε. Ήταν μεγάλοι ανθρώποι. Τότε θα ήταν... εγώ τους έβλεπα γέρους αλλά μπορεί να ’τανε 40 χρονών όταν εγώ ήμουνα 18 και 17, ξέρω εγώ. Ναι. Και μου λέγαν ιστορίες, πράγματα. Διάβαζαν «Το Κεφάλαιο», δηλαδή, του Μαρξ και όλη τη διαδικασία και έλεγα εγώ: «Κοίταξε τώρα. Ποιο πανεπιστήμιο πρέπει εγώ να πάω για να μάθω αυτά τα πράγματα που ’μαθα από αυτούς τους οικοδόμους». Και δεν ξέρω. Θα έχουν φύγει απ’ τη ζωή, βέβαια, τους είδα μετά, που απολύθηκα από στρατιώτης. Βλέπεις πράγματα σ’ αυτή τη ζωή πολύ παράξενα. Αλλά όταν είναι οι εντάσεις αυτές δυνατές μέσα στην κοινωνία, τότε δημιουργούνται... και οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί, γιʼ αυτό δημιουργήθηκαν οι μεγάλοι ποιητές. Αυτοί που… Δηλαδή ο Θεοδωράκης ή ο Χατζηδάκης ή όλοι αυτοί μπορεί να μην είχαν δημιουργηθεί αν δεν υπήρχε... αυτή η εποχή, ας πούμε, τους δημιούργησε. Γιʼ αυτό λέμε και καμιά φορά πως παραπονιόμαστε με τα παιδιά μας, πως δεν κάνουν, δεν δείχνουν, και στην ουσία απαντάει ο υπεύθυνος που τα ερευνά τα πράγματα και λέει ότι αν τα παιδιά μας ζούσαν στην εποχή των παππούδων μας, των πατεράδων μας, θα ’ταν όπως οι πατεράδες μας. Και το αντίθετο ας πούμε. Γιατί διαμορφώνεται ο άνθρωπος στις συνθήκες της ζωής του που ζει, ας πούμε, έτσι; Αλλοίμονο τώρα. Εν πάση περιπτώσει, τι να πούμε; Να πούμε για το... για αυτά τα χρόνια, να πω ιστορίες θέλεις από εδώ, απ’ τα παιδικά ή...
Θέλω, ναι. Θέλω να μου πεις και λίγο για τα έργα αυτά που φτιάχνατε. Μας είπες ήσουνα και κοινοτάρχης;
Ναι. Ναι. Ναι.
Πώς ασχολήθηκες με τα κοινά;
[00:50:00]Ναι. Ναι. Με τα κοινά ασχολήθηκα από πολλά χρόνια πριν. Όταν ήρθα στη Νικαριά το ’70, μπήκα μες στην οικοδομή σαν κύριο επάγγελμα. Και κάναμε και όλες τις αγροτικές δουλειές εδώ στον ελεύθερο χρόνο, να φτιάξουμε εδώ το σπίτι και να ξεκινήσουμε μια καινούρια ζωή, οικογένεια και τα γνωστά. Ήταν η μάνα μόνη. Ο πατέρας είχε φύγει το... το ’68. Ήμουνα στρατιώτης τότε, πήγα απ’ την Κόρινθο στο Τρίτο Νεκροταφείο. Ένας σύντροφος, έτσι, που τον εκτίμησα ιδιαίτερα, ο Ηλίας ο Καράφτης, έβγαλε ένα λόγο, και μου λέει μόλις με είδε, εγώ πήγα με τα στρατιωτικά, μου λέει: «Έλα κοντά μου. Θέλω να μιλήσω για τον πατέρα σου, γιατί δεν μπορώ να μην πω αυτά που πρέπει». Και βλέπω τους χωροφύλακες γύρω γύρω, είχαν κλείσει την εκκλησία εκεί. Είχαν... ξέραν αυτοί ότι… Όλα τα παρακολουθούσε η Χούντα. Γιατί τους φοβούνται τους στρατιώτες, δεν έρχονται κοντά. Οι στρατιώτες... είχε πει ο Παπαδόπουλος ότι ο στρατός κυβερνάει τώρα, ας πούμε, ξέρεις. Και εγώ, εντάξει, πήγα με τα στρατιωτικά. Κι έκατσα. Είπε ο… Μίλησε αρκετή ώρα –ένας ωραίος άνθρωπος ήταν– για τους αγώνες του πατέρα, για τις προσπάθειες που έκανε, ότι δινόταν για τον άνθρωπο, ότι τον είχε ζήσει από κοντά για την αγάπη που είχε πάντα για τους άλλους κτλ. Και έγινε η ταφή μετά κανονικά. Ήταν τα αδέρφια όλα εκεί. Πολύς κόσμος είχε μαζευτεί στην Αθήνα –ο πατέρας πέθανε εκεί–, γιατί ήταν οι αδερφοί μου και τα αδέρφια μου εκεί. Ήρθε και η μάνα τότε. Και ύστερα πήρα εγώ τη μάνα –μου δώσαν άδεια απ’ το στρατό– και ήρθαμε κάτω. Γι’ αυτό ήρθα στη Νικαριά μετά από όταν απολύθηκα, γιατί ήταν η μάνα μόνη και έπρεπε κάποιος να μείνει εδώ και στα αυτά. Ο πατέρας με τους... αγόραζε, όταν γύριζε απ’ τα κάρβουνα αν περίσσευε κανένα φράγκο αγοράζε και ένα κομμάτι κτήμα γύρω γύρω. Γιʼ αυτό έχουμε και ένα μεγάλο κτήμα εδώ. Ήταν κανόνας. Οι Ικαριώτες λέγανε: «Κτήμα όσο να θωρείς και σπίτι όσο να χωρείς». Γιατί απ’ τα κτήματα ζούσαν οι άνθρωποι. Το θεωρούσανε σημαντικό. Δεν το θεωρούσαν τίποτα να φύγεις από εδώ, να πας στη θέση Βαθές –εκεί που σου είπα προχθές, όχι εδώ στο ίσιωμα– να ανέβεις και κάνα πεντακοσαριά μέτρα ανηφόρα από το τέρμα του ποταμιού, που είναι τα κτήματα αυτά στο Φοφηλάτο. Να πάμε μια μέρα να τα δεις αυτά. Δεν το ’χαν για τίποτα. Και εκεί γινόταν τα καλύτερα κηπευτικά, γιατί είχε νερό, ήταν το ποτάμι δίπλα, μια στέρνα μεγάλη στο ποτάμι και η γη είναι πολύ καλή εκεί. Και τώρα ακόμα τα προϊόντα που κάνουνε στα πιο ορεινά μέρη είναι πιο καλά. Γιατί αυτά τα ζουζούνια εκεί, οι βέντουζες που λέμε τώρα –τα ’χεις γνωρίσει τώρα αυτά;– και όλα τα μικρόβια που κατακλύζουν το καλοκαίρι, εκεί δεν ευδοκιμούν το χειμώνα. Είναι περισσότερο το κρύο. Και βλέπω και τώρα. Τώρα εμείς όλες οι ντοματούλες μας είναι χτυπημένες. Έφερε ο Σίμος μια τσάντα ντοματούλες σήμερα εκεί και είναι πεντακάθαρες. Από τις Καρές, τέρμα Θεού είναι το σπίτι του, που σου ’χα πει. Γιατί… Και εκεί κάναμε κηπευτικά. Και μου έλεγε η μάνα: «Κοίτα να δεις. Εδώ βγάζουμε στο ένα αυλάκι πατάτες, βγάζουμε δέκα κιλά στο χωριό, είκοσι στις Βαθές». Ήτανε καλύτερη γη εκεί, ας πούμε, πολύ. Ένα μαύρο ωραίο χώμα. Το ίδιο και οι ντοματούλες και όλα. Ήταν οι καστανιές. Είχαμε ένα δάσος με καστανιές, καρυδιές. Ω, τι ωραία που ήταν οι Βαθές! Και η μάνα έλεγε: «Πετιούμαι μια στιγμή να ποτίσω στις Βαθές –μια στιγμή το έλεγε– και θα ’ρθω». Η μάνα η Άννα, η οποία ήταν τότε 60 χρονών, ας πούμε. Αλλά όταν έλεγε, όταν… Στο δρόμο πού να τη φτάσω. Έπρεπε να τρέχω μ’ ένα... μοτοσικλέτα πίσω της. Έτσι πήγαινε. Σβέλτα, ναι, η μάνα αυτή, που η ίδια ήτανε πενήντα κιλά. Δεν θα ’τανε πενήντα κιλά. Σαράντα πέντε κιλά θα ήταν και σήκωνε κάτι πέτρες εβδομήντα κιλά. Το διπλάσιο του βάρους της πάντως το σήκωνε άνετα, πάντα. Γιατί έχτιζε εκεί πέρα ένα παρτέρι. Παρτέρι λέμε, έβαζε πέτρες πέρα πέρα, χώμα από μέσα. Κι είχε φυτέψει ένα μέρος εκεί στο βάθος –που είναι τώρα, το ’χω κάνει αποθήκη εκεί, το έχουν κάνει σπίτι μάλλον τώρα τα παιδιά– ορτανσίες. Και ερχόνταν να καμαρώσουν πολλοί και να φωτογραφίσουν αυτό το μέρος, το παρτέρι με τις ορτανσίες. Οι ορτανσίες, ξέρεις, αυτά τα λουλούδια. Τα πότιζε. Ενώ καλλιεργούσε το σύμπαν η μάνα, όλα τα καλά του κόσμου, είχε και τα λουλούδια της τα ωραία πάντα. Και είχε βρει κάτι πέτρες σ’ ένα μέρος που ήταν ένα νταμάρι, μακριές πέτρες έτσι, ένα μέτρο, και τις σήκωνε στον ώμο και ερχόταν και τις έκτιζε. Και εγώ ο βλάκας μετά, που έκανα εδώ... αναμόχλεψα το σύμπαν εδώ, δεν ήταν έτσι, αυτές τις πέτρες που ’κτιζε ο πατέρας, η μάνα, δεν τις φύλαξα κάπου σαν ιερά κειμήλια, παρά τις έκτισα μέσα στους διάφορους τοίχους. Υπάρχουν. Δηλαδή όπου και να γυρίσω να δω βλέπω τη φωνή των προγόνων και τα κοκαλάκια τους που τ’ αφήσαν σε αυτό το μέρος. Ό,τι βλέπεις εδώ πεζούλες, πεζούλες, πεζούλες τις φτιάξαν με τον κασμά και με το φτυάρι. Ξέρεις πώς γίνεται η καλλιέργεια. Αρχίζουμε, όπως είναι η κατηφόρα κάτω κάτω, βγάζουμε, αρχίζουμε να σκάβουμε σ’ ένα βάθος. Στην αρχή λίγο βάθος. Και ύστερα όσο πάμε πρέπει τουλάχιστον η πεζούλα στη μέση να ’ναι ένα μέτρο βάθος για να ευδοκιμήσουν τα φυτά. Το φαντάζεσαι τώρα; Όταν λοιπόν βγάλεις τις πέτρες και αρχίζεις να χτίζεις τις πέτρες, τον πρώτο τοίχο, πίσω απʼ τον τοίχο ρίχνεις τα... τις κροκάλες, τα μεγάλα πετράδια δηλαδή, και πιο μέσα αρχίζεις να κοσκινίζεις το χώμα και να ρίχνεις το χώμα. Το χώμα το περνάς από μια κοσκίνα για να ’ναι καλό το χώμα, να ’ναι γόνιμο ας πούμε. Δεν μπορεί να είναι ανακατεμένο με τις πέτρες. Και αφού γίνει αυτή… Θέλω να σου πω ότι όταν γυρίζαν απ’ τα κάρβουνα οι πατεράδες μας, αυτό που είπα προηγουμένως για τα κάρβουνα, εσύ μπορεί να τα μοντάρεις αυτά μετά άμα θέλεις, όταν γυρίζανε απ’ τα κάρβουνα, το χειμώνα κάναμε πάντα μια μεγάλη πεζούλα. Πεζούλα, δηλαδή μπορεί να ’τανε μες στην κατηφόρα και τον άλλο χρόνο μιαν άλλη. Και με αλλαξιές, με αλλαξιές. Αλλαξιές ερχόταν, πήγαινες μια μέρα εγώ στο δικό σου, την άλλη μέρα ο άλλος ερχόταν σε σένα. Για να δουλεύουν πολλοί μαζί, να μπορούν να σηκώνουν τις μεγάλες πέτρες με τούμπες τούμπες, να τις βάλουν στον τοίχο. Έχεις δει κάτι τοίχους, που ’ναι κάτι όρθιες τεράστιες πέτρες; Δεν ξέρω αν το ’χεις προσέξει όπως ανεβαίνεις εδώ. Σε κάποιες πεζούλες, είχε κάτι τεράστιες σκόρπιες. Και πηγαίναν πολλοί με τους λοστούς, τις στήναν όρθιες. Αν θες να κάθεσαι να χτίσεις πετραδάκι πετραδάκι έναν τοίχο, μια πέτρα τέτοια σου έκανε ένα τετραγωνικό εμβαδόν έναν τοίχο. Και συνήθως στη βάση πάντα έχει μεγάλες πέτρες και μετά συνέχιζε ο τοίχος. Έχει πεζούλα που να ’ναι τρία μέτρα ο τοίχος για να επιπεδώσεις εκεί που θέλεις το χώμα. Εξαρτιέται πόσο όρθιο είναι το έδαφος. Αν είναι πολύ όρθιο θα χτίσεις μεγαλύτερο τοίχο για να κάνεις τις πρασιές, τις... τις πεζούλες πεζούλες να ανέβεις. Πώς τα λένε αυτά; Τα λένε, όχι πρασιές, πώς τις λένε; Τέλος πάντων, δεν μου ’ρχεται η λέξη. Αλλού δηλαδή δεν τα λένε πεζούλια, τα λένε.
Αναβαθμίδες. Αναβαθμίδες.
Α, βαθμίδες. Βαθμίδες. Βαθμίδες, ναι. Αναβαθμίδες. Και μ’ αυτόν τον τρόπο καλλιεργούσαν. Είχαμε ένα κτήμα εμείς στον Κάμπο. Κάμπο άμα λέμε δηλαδή, πριν τον Εύδηλο που είναι το χωριό. Μέσα στη θέση Καλανταρέ. Ξέρεις πού είναι η Καλανταρέ; Έχεις πάει καμιά φορά; Είμαστε γειτόνοι με τον παππού του Ζαχαρία και του Στεφανή. Στεφανή τον λέγανε αυτόν τον άνθρωπο που έμενε εκεί. Έχεις πάει σ’ αυτά τα σπίτια καμιά φορά; Είναι μέσα μέσα, δηλαδή, απ’ τον Κάμπο, θα περπατάς μισή ώρα για να πας σ’ αυτό. Είχαμε ένα κτήμα εκεί. Η μάνα –να σου πω τώρα μια περίπτωση για να καταλάβεις πώς... τι δυνάμεις είχαν αυτοί οι άνθρωποι– έφευγε μια ώρα να φέξει. Μια ώρα να φέξει, ξέρεις. Με νύχτα έφευγε από εδώ, δεν είχε φέξει ακόμα η ανατολή. Και ξημερωνότανε στον Κάμπο. Στον Κάμπο από εδώ. Στον Κάμπο άρμεγε τα ζώα, είχαμε τα ζώα. Ήταν... ήταν το επίνειο εκεί ο Κάμπος. Ήταν μια καλή γη και είχαν εκεί μια μεγάλη έκταση, και καλλιεργημένο και χέρσο απʼ έξω. Στο χέρσο βγαίνανε πολλά αυτά διάφορα φυτά που είναι κατάλληλα για τη βοσκή των ζώων, ας πούμε. Οι ασταρακές, πώς τα λέγαμε, διάφορα. Εκεί μια πεζούλα, που ήταν κάνα δυο στρέμματα, έδενες μια κατσίκα και οι άλλες περιφερόντανε εκεί τριγύρω. Και είχαμε και ένα σπιτάκι μέσα, διώροφο σπιτάκι, το οποίο το πουλήσαμε αυτό το κτήμα μετά ο πατέρας αργότερα, για άλλους λόγους. Και είχε μέσα αχλαδιές, ιστορίες, μόνο αχλαδιές και αμπέλι ήταν μέσα. Χωρισμένο όμως από το χέρσο αυτό που ήταν τα ζώα. Και μέσα εκεί η μάνα μπορούσε να πάει να αρμέξει πρωί πρωί, το μεσημέρι να είναι σπίτι. Και μπορούσε να πάει η μεγάλη μου αδερφή μετά την άλλη μέρα. Ή έφτασε μέρα, εγώ θυμούμαι τη μάνα, πήγε στον Άγιο, ήρθε πίσω με τα τυριά της και βράδυ βράδυ ξεκινήσαμε και πήγαμε στις Βαθές, εκεί που σου λέω τώρα. Για να κάμεις δηλαδή αυτές τις διαδρομές σήμερα με τα πόδια. Δηλαδή πας Μανδριά –ξέρεις, απ’ τα Μανδριά έχεις πάει με τα πόδια, από εδώ απ’ το Γιόφυρα– Φείδος, Στάβλο, κοκ., βγαίνεις στον Κάμπο και γυρίζεις μέσα. Είναι δηλαδή... αν πας με τα πόδια τώρα, φυσιολογικά, δύο ώρες δεν φτάνουνε. Εκείνη το έκανε σε μια ώρα. Φτέρωνε πραγματικά. Ήταν αδύνατη έτσι. Στα ψαχνά σου ήτανε και κοντούλα. Και γύριζε. Το μεσημέρι πηγαίναμε στις Βαθές. Στις Βαθές, για να πάω να αμολήσω αυτή τη γηστέρνα, που σου ’χω πει εγώ, απ’ το ποτάμι, έπρεπε να πάω σαν από εδώ [01:00:00]και εκεί που μένετε εσείς τώρα. Τέτοια απόσταση. Πόσο είναι; Είναι σε ευθεία, σε ευθεία και σε… Πάρε μια ευθεία και μια ανηφόρα τώρα, έτσι ήταν ένας δρόμος, όρθιος τελείως ας πούμε, για να πάω στη στέρνα, που ’ταν δίπλα στο ποτάμι, να αμολήσω τη στέρνα, να κάτσει η μάνα, να ποτίσει κάτω. Περίμενε το νερό κάτω. Αλλά εκεί ο υδραύλακας ήταν πια κετσωμένος κάτω και δεν έπινε το νερό πια, ξέρεις. Ήτανε παλιά... παλιό αυτό το έργο. Και κατέβαινε το νερό, πότιζε η μάνα. Εγώ έκοβα κλαδιά, εν τω μεταξύ, από ένα μέρος. Μικρός τώρα. Στο γυμνάσιο θα πήγαινα, ναι. Το καλοκαίρι αυτά γίνονταν. Και έκλεινα τη γηστέρνα μετά από μια ώρα που είχε ποτίσει σχεδόν όλους τους κήπους κάτω. Πρέπει να πάμε να τα δεις αυτά τα μέρη εκεί να δεις, και νομίζεις πως είσαι πραγματικά στον Θεό. Και έκλεινα και είχα ετοιμάσει και κλαδί. Φορτωνόμαστε με τη μάνα κλαδί και ερχόμαστε νύχτα σχεδόν στο σπίτι. Η μάνα είχε φύγει απ’ τη νύχτα, είχε πάει στον Κάμπο, είχε κάνει αυτές τις δουλειές και μετά βρισκόμαστε πάνω. Εγώ, σου λέω, μικρός τώρα. Και φορτώναμε, γιατί είχαμε και ζώα στο σπίτι πάντα. Κλαδιά, ξέρεις, κουμαριές και τέτοια που τα τρώγαν οι κατσίκες εδώ. Εκτός τα χόρτα, η κατσίκα θέλει και το κλαδί της. Είναι... είναι το ψωμί της, λέγανε, άκου. Και με τον καρπό και λίγο κλαδί είναι μια χαρά. Ναι και η μάνα τα πρόσεχε ιδιαίτερα τα ζώα. Λέω μια περίπτωση, δηλαδή, μια μέρα τι έκανε ένας άνθρωπος για την επιβίωση όλα αυτά. Όχι για να γίνουμε τίποτα περισσότερο. Να ζήσουμε όμως, να έχουμε το φαΐ στο σπίτι. Ήταν βασική προϋπόθεση.
Segment 4
Η συνδικαλιστική δράση, η ενασχόληση με τα κοινά στην Ικαρία και σημαντικά έργα υποδομών στα οποία έλαβε μέρος
01:01:40 - 01:26:26
Και το ’70 που ήρθα εγώ στη Νικαριά, άρχισα λίγο λίγο τις οικοδομές κοκ., όπως είπαμε. Ώσπου το… Και αναπτύξαμε και λίγο συνδικαλιστική δράση. Σαν οικοδόμοι, είχαμε ένα σωματείο εδώ, που πήραμε… Και με βγάλαν αντιπρόσωπο στο εργατικό κέντρο της Σάμου. Στο εργατικό κέντρο εκάναμε συμβούλιο μια φορά το μήνα. Την Κυριακή το πρωί. Έπρεπε να φύγεις από εδώ με το καράβι Σαββάτο βράδυ. Τα καράβια ερχόταν Τρίτη-Πέμπτη-Σαββάτο. Τρεις φορές τη βδομάδα. Κάναμε διαβήματα να μην έρχονται και τα δυο. Ήταν το Αιγαίο και το Σαμίνα. Το Σάμινα ας πούμε, που ήταν της λαϊκής βάσης το πλοίο, εν πάση περιπτώσει, τότε. Είχαν κάνει... μαζέψει λεφτά ο κόσμος δηλαδή, γι’ αυτό λέγαμε «λαϊκής βάσης» πλοίο. Το Σάμινα. Όλο, η Σάμος και η Νικαριά, βγήκε μια επιτροπή, μάζευε χρήματα, άλλος έβαλε δέκα χιλιάδες, άλλος πενήντα, άλλος εκατό σε δραχμές τότε. Αλλά πήγανε στράφι αυτές οι προσπάθειες, δυστυχώς. Και... και το προτιμούσε και ο κόσμος. Το άλλο ήταν του εφοπλιστή. Το Αιγαίο. Και έρχονταν και τα δυο την ίδια στιγμή στον Άγιο. Το ένα έκανε απ’ την Παροναξία και το άλλο ερχότανε Σύρο-Μύκονο, ξέρεις, από εδώ. Και έπρεπε να πάω εγώ το βράδυ του Σαββάτου, να μείνω εκεί. Την Κυριακή έχουμε συμβούλιο. Το καράβι μας έχει φύγει μπρος-πίσω, έτσι δεν είναι; Τα καράβια τότε δηλαδή ερχόνταν, άμα λέμε ερχότανε το Σάββατο, την Κυριακή γύριζε, έτσι; Έπρεπε να ξανάρθει την Τρίτη το βράδυ, γιʼ αυτό λέω Τρίτη-Πέμπτη-Σάββατο, και να γυρίσει Τετάρτη πρωί. Άρα εγώ έπρεπε να γυρίσω την Τετάρτη το πρωί και να ’ρθω εδώ μεσημέρι και απόγευμα. Έχανα και της Τετάρτης το μεροκάματο. Αυτό κράτησε πολλά χρόνια. Τρία χρόνια ήταν το εργατικό κέντρο. Και όχι να προσφέρουμε και πολλά. Τότε επικρατούσαν οι δυνάμεις, ας πούμε, της Νέας Δημοκρατίας, σε πρώτη φάση. Ήταν διορισμένοι άνθρωποι, οι οποίοι ήταν από διάφορα... απ’ την Ένωση των Κρασιών, από διάφορες οργανώσεις εκεί. Απ’ τις άλλες οργανώσεις, είχα άλλον έναν οικοδόμο που ερχόταν απ’ το Καρλόβασι. Πάντως, στα δεκαπέντε μέλη που είχε το εργατικό κέντρο, όλοι ήτανε Σαμιώτες και εγώ πήγαινα σα Φάντης Μπαστούνι, δεν είχα και κάποιες δυνατότητες καλύτερες. Καμιά φορά έβαζα ζήτημα να γιορτάσουμε την Πρωτομαγιά, να κάνουμε κάποια εκδήλωση, οι περισσότεροι το παίρνανε για αστείο. Μιλάμε τώρα για το ’75-’76-’77 και τα γνωστά ας πούμε. Τέλος πάντων. Μετά ήρθε άλλος ένας συνάδελφος απ’ την Αθήνα, αυτός που έχει γίνει δήμαρχος μετά, ο Στέλιος ο Σταμούλος και οι δυο μαζί, μας δινόταν η ευκαιρία μετά. Έφευγε ένα καραβάκι απ’ το Καρλόβασι και ερχόταν στους Φούρνους τη Δευτέρα το μεσημέρι, αν ήταν καλός ο καιρός βέβαια. Και μπαίναμε σ’ αυτό, το παίρναμε αγκαζέ και μας έφερνε στον Άγιο, για να γλιτώσουμε δύο μέρες. Γιατί αν ερχόσουνα... τη Δευτέρα τα μεσάνυχτα έφτανες στον Άγιο, μπορούσες μετά να δουλέψεις την Τρίτη και την Τετάρτη, που έχανες τις δυο μέρες σου. Ήταν μεγάλη υπόθεση να κάνεις δυο μεροκάματα. Και αν πληρώναμε, ξέρω εγώ, κάνα δύο κατοστάρικα, πληρώναμε τότε να το... ναι, αλλά κερδίζαμε τη δουλειά μας. Συνθήκες, δηλαδή, πρωτόγονες για να πεις ότι θα έφερες και ένα αποτέλεσμα. Τα καράβια κάναμε διαρκώς διαβήματα, να ’ρχεται το ένα Δευτέρα-Τέταρτη-Παρασκευή και το άλλο Τρίτη-Πέμπτη-Σάββατο, όπως ερχόνταν. Γιατί πολλοί άνθρωποι πεθάναν, δεν μπορούσαν να πάνε στο νοσοκομείο, πάρα πολλοί άνθρωποι έφυγαν, τους πήγαιναν με κάτι καΐκια και μέναν στο δρόμο. Γιατί αν είχε καράβι Δευτέρα-Τετάρτη-Παρασκευή εναλλάξ, θα είχε κάθε μέρα ένα καράβι. Μόνο στον Άγιο έπιανε τότε, δεν είχε λιμάνι στον Εύδηλο ακόμα. Ναι, γι’ αυτό λέω. Με αυτή την έννοια το... δεν έγινε ποτέ αυτό, ούτε μέχρι τα τελευταία. Μετά πλέον, πια ήταν που γίναν τα γρήγορα καράβια, και έρχεται την ίδια μέρα και γυρίζει και πίσω. Αλλάξαν πολύ τα δεδομένα. Έκανε δηλαδή δέκα ώρες να ’ρθει το καράβι έτσι εδώ και άλλες τέσσερις στη Σάμο, δεκατέσσερις και να γυρίσει πίσω την άλλη μέρα. Ίσα ίσα δυο μέρες έτρωγε, δηλαδή, να πάει και να έρθει. Ιστορίες τότε. Μετά το ’74 αρχίσαν εδώ οι ζυμώσεις περισσότερο. Γενικότερα, δηλαδή η πολιτική κατάσταση ανέβαινε. Είχαμε τότε εμείς κάποιους ενθουσιασμούς. Μετά τη Χούντα ο κόσμος ήταν πολύ πιο πολιτικοποιημένος. Έβλεπε δηλαδή να γεννιούνται καινούριοι κόσμοι εκεί πέρα. Εμείς είχαμε μυηθεί περισσότερο στην Αριστερά. Εγώ, παρά το γεγονός ότι από μες στη Χούντα είχα μυηθεί περισσότερο στο εσωτερικό, γιατί αυτός ο άνθρωπος, σου λέω, που μίλησε και στον πατέρα τότε ήταν απ’ αυτή την οργάνωση. Μετά για κάποιους ανθρώπους εδώ που ήτανε... τους είχα πρότυπα που ήταν με τον πατέρα, εντάχτηκα στο Κ.Κ.Ε. Σιγά σιγά, σιγά σιγά. Γιʼ αυτό και με προωθούσαν και απ’ το εργατικό, κι από το σωματείο, κτλ. Μετά ήρθε η περίοδος, με πιέζαν να μπω στην κοινότητα. Δεν ήθελε, η μάνα δεν ήθελε επʼ ουδενί λόγω, γιατί ήξερε ότι ο παθένας... ο πατέρας πέθανε έτσι μέσα στους δρόμους. Έτσι, δηλαδή. Μία, δύο φορές, την τρίτη πια μπήκα, ας πούμε, ναι. Την τρίτη μπήκα. Το ’60... ’76 μπήκα στην κοινότητα, μέχρι το… Το ’86, συγγνώμη. Το ’76 ήταν άλλη κοινότητα. Το ’86 έως το ’94, δύο τετραετίες δηλαδή έκανα. Δύσκολα ήταν τα πράγματα. Εκεί ακριβώς βέβαια βλέπεις και άλλες καταστάσεις. Βλέπεις ότι οι άνθρωποι –επανέρχεσαι σε αυτό που είπαμε– ότι όλοι μοιάζουν μεταξύ τους, δεν χωρίζονται σε άσπρους, μαύρους, κίτρινους. Αυτοί που μπορεί να ’ναι φίλοι μπορεί ξαφνικά να δεις ότι για τα συμφέροντά τους κόπτονται σαν τους άλλους και αυτοί. Για ένα συμφέρον δίνουνε... κάνουν ό,τι κακό μπορούν, ας πούμε. Ανοίγαμε τώρα το δρόμο. Πρωτόγονα σου λέω. Όλους τους δρόμους τους ανοίξαμε τότε. Από εδώ προς το αυτό που περνάτε για να πάμε πάνω στο Τραγοστάσι, όλος αυτός ο δρόμος, είχε διανοιχθεί ένα στενό δρομάκι. Δεν περνούσε το φορτηγό. Το διανοίξαμε τότε. Αρχίσαμε από εδώ κάτω και διανοίξαμε το δρόμο αυτό. Τον άλλο που κατεβαίνει στο νεκροταφείο, απ’ το μέρος σας, αυτό, απ’ το Λάκκα που κατεβαίνει, ναι. Κάναμε ένα δρόμο που πάει κάτω στο Χάρακα. Κάναμε το δρόμο Μανδριά-Γιαλισκάρι με άσφαλτο. Από το Μανδριά προς το... διασταύρωση εδώ με άσφαλτο. Δεν έχει γίνει αυτός ο δρόμος; Και κάναμε... γιατί είχαμε πάρει χρήματα και φτιάχναμε τον κεντρικό δρόμο, κατά κύριο λόγο. Και από εκεί μας δινόταν η ευκαιρία, ήταν και ο νομάρχης, ένας νομάρχης συνεργαζόμενος καλά, έστειλε το μηχανικό εδώ, έκανε μια οικονομική μελέτη και κάναμε και τα παράδρομα αυτά όλα. Δηλαδή από το Χριστό στο Τραγοστάσι, που ήτανε δικό... της δικής μας κοινότητας χωριό το Τραγοστάσι, κάναμε άσφαλτο. Από εδώ ξεκινήσαμε στο Μουλάδο και φτάσαμε εδώ στο... στα δικά σας, εκεί περίπου και έγινε... μετά από χρόνια έγινε ο άσφαλτος. Έγινε πέρσι, δεν έγινε ο άσφαλτος να πάει επάνω; Μετά από το Μανδριά-Γιαλισκάρι, Μανδριά-Αερινά, το λέμε το μέρος εδώ που πάει απέναντι στα Μανδριά. Πού αλλού κάναμε; Και διανοίξαμε και τους δρόμους. Ξεκινήσαμε... πάρα πολλά έργα γίνανε τότε. Ήταν και η περίοδος που υπήρχε χρήματα. Άμα έβρισκες, δηλαδή ήσουν καπάτσος να διεκδικήσεις από τη νομαρχία, ο νομάρχης πάντα είχε κάποιους άσσους να βγάλει απ’ το μανίκι του άμα μπορούσες εσύ να τα διεκδικείς. Φτιάξαμε το νερό αυτό που υδρεύει το Γιαλισκάρι. Μια... Ένα νερό που ξεκινάει απ’ το Λιβάδι και ανεβαίνει στους Λομβαρδάδες, υδρεύει στους Λομβαρδάδες και το Γιαλισκάρι. Φτιάξαμε μια γεώτρηση στου Μουντέ, η οποία δεν απέδωσε όμως πολύ, στους Βαθές, συγγνώμη. Και αυτό το νερό, το... την αφήσαν τώρα αυτή και πάγωσε, γιατί έβγαζε πολύ λίγο νερό, όταν... όταν έγινε το Πέζι πλέον. Φτιάξαμε μια άλλη γεώτρηση στου Μουντέ, από πάνω που δεν [01:10:00]απέδωσε πολύ. Φτιάξαμε γεώτρηση που είναι κάτω, όπως πάμε προς τα Μανδριά, στο Μύρσωνα κάτω, ε; Δεν έχεις πάει στα Μανδριά απ’ το δρόμο δρόμο δρόμο, εκεί στο Γιόφυρα που λέμε; Εκεί στο γεφύρι, το ξέρεις; Το ’χεις δει το πέτρινο γεφύρι; Εκεί που περνάμε, στην άκρη είναι μια γεώτρηση για να υδρεύονται τα Μανδριά. Εκεί διανοίξαμε και όλους τους δρόμους, ας πούμε, όσο μπορούσαμε. Δηλαδή ήταν μια περίοδος, όμως, επαναλαμβάνω, που δινόταν χρήματα. Φτιάξαμε μέχρι τα νεκροταφεία στα Μανδριά, στο Γιαλισκάρι και όλα αυτά έγιναν τότε. Φτιάξαμε το δεύτερο φράγμα. Το δεύτερο φράγμα ήταν ένα φραγματάκι μετά το επόμενο. Δεν έχει δύο φράγματα εδώ στου Μουντέ; Ναι. Ε, αυτό…
Για περιέγραψέ μας και κανένα από τα έργα, πώς τα κάνατε αυτά. Ας πούμε το φράγμα.
Ναι, ναι. Το φράγμα το δεύτερο, ήρθε ο Νομάρχης με το επιτελείο του, είδε το μέρος, μου λέει: «Θα σας βγάλω δεκατρία εκατομμύρια», σε δραχμές τότε. «Κανόνισε όλα τα υπόλοιπα, βγάλε μελέτες, ιστορίες, κτλ». Ήξερε αυτός πως είναι δύσκολα τα πράγματα. Είναι μήνας Μάης τώρα, ε; Και τρέχω εγώ σε όλο τον κόσμο να βγάλω μια μελέτη. Γιατί για να κάμεις το έργο, να... πρώτη υπόθεση είναι η μελέτη. Και μου ζητάνε πιο πολλά λεφτά για τη μελέτη από τι... από τα δεκατρία εκατομμύρια σε δραχμούλες, ας πούμε. Πάω στην Αθήνα, σε γραφεία, ιστορίες. Στο νομό δεν ξέρει κανένας μηχανικός να κάνει. Και είναι ένα απλό πράγμα τελικά, δεν ήταν τίποτα. Και αυτή την κάτω μελέτη, αν δεις το κάτω φράγμα, που στηρίζεται σε κάτι κολόνες επάνω, το ’χε φτιάξει η γυναίκα του νομάρχη τότε, ήταν πολιτικός μηχανικός, του νομάρχη το ’55, που σου λέω που παλεύαν εδώ να φτιάξουν το φράγμα ο πατέρας. Το κάτω φράγμα αυτό είναι δύο, δεν είναι; Το κάτω φράγμα ήταν μια σύνθετη μελέτη, πατάει σε κάτι κολόνες επάνω, το... Αντί να είναι, δηλαδή, το τοιχίο μας να γέρνει προς τα μέσα για να συγκρατεί έτσι το νερό, αυτό είναι το αντίθετο. Είναι έτσι, κατάλαβες; Είναι το νερό εδώ και είναι… Ακουμπάει εδώ, αλλά είναι μπαταρισμένο προς τα έξω και πατάει σε... σε δέκα κολόνες, όλο το σύστημα πατάει σε κάτι κολόνες τέτοιες. Και τώρα αν δεις έχουν φύγει τα σίδερα τελείως, αλλά αγαντάρει αυτό το μπετόν, είναι φιλότιμο, γιατί με τα χρόνια δεν συντηρήθηκε αυτό, ξέρεις. Τέλος πάντων. Και το δεύτερο φράγμα, λοιπόν, ψάχνω, ψάχνω, ψάχνω, τίποτα. Έχει πάει τώρα μήνας... τέλη Μάη ψάχνουμε. Τίποτα. Στο τέλος με παίρνει ο Καρράς, ο γεωπόνος, μου λέει: «Να! Βρήκαμε τον άνθρωπο». Ο Σαραντόπουλος έκανε το αεροδρόμιο. Η Πόπη, μια κοπέλα που την είχε μηχανικό εκεί, ήξερε να μας κάνει τη μελέτη. Μου λέει στο τηλέφωνο: «Πάρε μου τα μέτρα και φέρε τα ή στείλ’ τα απόψε και θα... δεν είναι τίποτα». Ήταν έτσι ένα πρανές εκεί. Απ’ τη μια μεριά και απ’ την άλλη, όπως είναι τα βράχια, ήταν απάνω καμιά τριανταριά μέτρα, τριάντα τρία, δεν ξέρω πόσα είναι, και καταλήγει κάτω στη βάση στα δέκα μέτρα. Και με... μου στέλνει ένα σκαρίφημα. Μου λέει: «Θα σου στείλω τη μελέτη μες στη βδομάδα. Προχώρησε. Προχώρα με τη νομαρχία, κτλ». Είναι τώρα Ιούνιος μήνας, ε; Άκου να δεις! Αυτή η δουλειά πρέπει να γίνει μέχρι τον Οκτώβρη, αν βρέξει, και το Σεπτέμβρη να είμαστε τελειωμένοι, γιατί αλλιώς θα μας τα πάρει εκεί πέρα το ποτάμι, ξέρεις. Όταν βρέξει εδώ γίνεται χαμός. Έχεις δει καμιά φορά σε κάτι βροχές πρώιμες πώς γίνεται το ποτάμι; Αφού το βλέπεις το ποτάμι απέναντι από εκεί που είσαι. Και τι ήταν η ιστορία; Μια μελέτη απλή, μια... Ένα τοίχωμα μπροστά που ξεκινάει από ένα είκοσι κάτω φάρδος και καταλήγει στους πενήντα πόντους, σε ύψος εφτάμισι μέτρα. Ήταν το επιτρεπτό όριο. Εμείς το βάλαμε και οχτώ και. Τέλος πάντων. Πάντα μας αρέσει να κάνουμε λίγο. Γιατί το ένα... το μισό μέτρο παραπάνω, ξέρεις πόσο νερό παίρνει; Χιλιάδες κυβικά περισσότερο. Είναι κάπου... αυτά τα φράγματα είναι το καθένα γύρω στις είκοσι χιλιάδες κυβικά νερό. Αλλά δεν είναι αυτό που κρατάς, είναι ότι όλο το καλοκαίρι αυτό εμπλουτίζεται, πέφτει, πάει νεράκι μέσα. Και όσο κρατάς το ποτάμι και δεν του επιτρέπεις να φεύγει αυτό, να θαλασσώνει, που έλεγε και μια γυναίκα παλιά, η Μοίρα, που την είχαμε εδώ κι έλεγε... έλεγε τότε, γύριζε και φύτευε δέντρα αυτή η γυναίκα, την είχαν για χαζή. Και έλεγε στον κόσμο ότι: «Κάντε φράγματα. Φραμούς, φραμούς, φραμούς, γιατί… Και μην αφήνετε το νερό να πάει να θαλασσώνει», κατάλαβες, να πιάνει στη θάλασσα δηλαδή. Και πράγματι ήτανε... ήτανε... πώς το λένε; Μια γυναίκα που ’ζησε τον περασμένο, το [1]900 έζησε ή το [1]850 με [1]900, τόσο, ναι. Μα το [1]850 γεννημένη και θα έζησε μέχρι το ’30, ξέρω εγώ. Μας στέλνει το αυτό, τη μελέτη, την άλλη μέρα. Την πήγα στη Σάμο. Τι έλεγε η μελέτη; Α, είναι αυτό το τοίχωμα. Θέλει μια ειδική τεχνική, πώς θα σιδερωθεί εδώ στη βάση, και κάνεις μέσα στη βάση κάτω, μια βάση που πάει άλλα εφτά μέτρα μέσα και σβήνει στο μηδέν. Αυτή η βάση, λοιπόν, μας είπε: «Θα καθαρίσετε κάτω να βρείτε τον υγιή γρανίτη. Και απάνω σε αυτή τη βάση, όπως θα πετρώνεται με το ίδιο το νερό, το ίδιο το νερό θα κρατάει το φράγμα». Κατάλαβες; Έχεις αυτό το πράγμα τώρα εδώ, έτσι; Είναι αυτή η στήλη εδώ τα εφτάμισι μέτρα, οχτώ, και έρχεται και ως τα έξι μέτρα περίπου αυτό. Αυτό τώρα, οπλισμένο βέβαια, το πατάς κάτω να μην περάσει νερό από κάτω μόνο, να κάνει υδραυλική πίεση. Πάνω εκεί που το βαστάει το νερό, το πιέζει, και κρατάει τον εαυτό του, ας πούμε, έτσι; Αρκεί να μην κοπεί, βέβαια, από εκεί από κάτω κάτω. Εκεί θέλει μια τεχνική καλή και αυτή το ξέραμε να το φτιάξουμε. Το ξέραμε, το είχε στον οπλισμό. Και έτσι την... Αλλά για να κάνεις μια διαδικασία να είναι σωστή και λοιπά, πρέπει ένα μήνα να το προκηρύξεις στο διαγωνισμό, έτσι; Στο μήνα αυτόν επάνω τα ’χαμε κάνει τις μελέτες. Εγώ, θυμάμαι, προκήρυξα το διαγωνισμό, πήρα αριθμούς πρωτοκόλλου. Ήταν τώρα Ιούλιος μήνας. Ιούλιος μήνας, ναι. Και βρέθηκε ένας άνθρωπος από τον Άγιο να το πάρει. Ήταν μηχανολόγος-ηλεκτρολόγος αυτός. Τέτοιο δίπλωμα ήθελε. Και το έδωσε σε δύο ατζαμήδες εδώ, οι οποίοι δεν ήταν της δουλειάς. Τέλος πάντων. Ένας είχε από εργαλεία τέτοια κρουστικά, να καθαρίσει μπουλντόζες και λοιπά. Ο άλλος δεν ήξερε πολλά πράγματα. Τέλος πάντων. Και βρεθήκαν. Φέραν και καμιά πέντε έξι κυβικά ξύλα καινούρια να καλουπώσουν. Πού να ξέρουν να καλουπώσουν; Είχα ένα φίλο εγώ, τον Κώστα εδώ τον Μουλά, της Μπουμπουλίνας ο άνδρας. Ξέρεις ποια είναι η Μπουμπουλίνα η Δέσποινα; Που δουλεύαμε μαζί στην Αθήνα στην οικοδομή. Του λέω: «Κώστα, βοήθα να πάμε, να πληρωθείς τα μεροκάματά σου. Εγώ δεν πήρα». Και πάμε και καλουπώνουμε μόνοι μας το φράγμα. Αλλά εγώ έβαλα τα ξύλα μου εκεί, που δεν είχα... είχα άλλες ανάγκες, ας πούμε. Και βοηθήσαμε πάντως τους ανθρώπους αυτούς. Το καλουπώσαμε δύο φορές. Δύο φορές, ναι. Μέχρι τη μέση και ξανά μέχρι επάνω. Δεν μπορούσαμε να το ρίξουμε όλο μια φορά. Αυτό ο οπλισμός είναι. Όταν λέμε «οπλισμός» είναι μέσα-έξω σχάρα, που ξεκινάει από... με είκοσι... με εικοσάρια σίδερα –το εικοσάρι σίδερο είναι πιο χοντρό από αυτό εδώ, ε;– και οριζόντια σίδερα τέτοια χοντρά που συγκρατούν αυτή τη δύναμη. Γιατί το νερό έχει... έχει... είναι, γίνεται τεράστια η πίεση. Δεν μπορείς να φανταστείς τι πίεση έχει αυτό το πράγμα από πίσω, ε; Είναι τόνοι πολλοί. Είναι χιλιάδες τόνοι. Ναι, αλλά αυτοί το υπολογίζουν με το τετραγωνικό εκατοστό, ξέρω εγώ. Τέλος πάντων. Έγινε το φράγμα. Την τελευταία μέρα που το ξεκαλουπώσαμε ήτανε Οκτώβρης μήνας. Δηλαδή οι άνθρωποι, σου λέω, δεν ξέρανε τι να κάνουνε. Και αν δεν ερχόταν ο Κώστας να βοηθήσει, ο Σταμάτης, και κάτι άλλα παιδιά που ήταν της δουλειάς, θα πελαγώναμε τελείως. Ε, τον Οκτώβρη στις 10; Στις 10, σαν... σαν αυτές τις μέρες ήτανε, ναι, κάνει μια καταβροχή που πήρε ο Θεός τον κόσμο. Ήταν τότε... έπνιξε το Λιβάδι κάτω. Έγινε... το Λιβάδι κάτω είναι όπως βλέπεις τη Θεσσαλία τώρα, το Λιβάδι ξέρεις πού λέμε, εδώ που πάμε προς τον Αρμενιστή. Έπνιξε τα ζώα εκεί, θυμάμαι, που ’χαν οι άνθρωποι. Κινδυνεύσαν άνθρωποι πολύ. Έκανε μια βροχή από το απόγευμα και όλη τη νύχτα. Χυτή βροχή. Λοιπόν, εγώ φεύγοντας για τον Εύδηλο, πήγαμε τότε... είχαμε μια σύσκεψη με τους καθηγητές και πήρα και δύο κοπέλες από εδώ, που ήταν νηπιαγωγοί, σ’ ένα αυτοκινήτακι που είχα, ένα φορτηγάκι. Ήταν κάτι μικρούλες και χωρούσανε. Και αυτές τρέμανε στο δρόμο όταν είδαν τη βροχή μετά. Όταν πηγαίναμε ήταν βοριάς και ξαφνικά γύρισε αυτό το πράγμα, σου λέω. Από το μεσημέρι βροχή, όχι αστεία. Εγώ, ο νους μου ήταν εδώ. Είχα αφήσει τα παιδιά να κουβαλήσουν τα ξύλα επάνω. Το είχαν... Ήταν δεκατρείς μέρες που είχαμε ρίξει το πάνω μέρος. Το ’χαμε ρίξει τέλη Σεπτέμβρη, δηλαδή, έτσι; Το τελευταίο κομμάτι. Υπάρχει ένας νόμος που λέει ότι στις δεκατρείς μέρες το μπετόν βρίσκει τον εαυτό του, σφίγγει δηλαδή, και ύστερα κάθε μέρα που περνάει γίνεται πιο ισχυρό. Ήταν δεκατρείς μέρες που το ’χαμε ρίξει το πάνω κομμάτι. Είχα μια ελπίδα, λέω: «Θα σωθεί, δεν υπάρχει περίπτωση». Αλλά εν τω μεταξύ μας πήρε πολλά ξύλα. Ο Κώστας κουβαλούσε, κουβαλούσε ο φουκαράς. Ήταν δύο παιδιά εκεί, ο ένας έφυγε. Ο Κώστας κουβαλούσε όλη μέρα ξύλα. Μου λέει: «Εκείνο –τα λέει και αστεία ο Κώστας πάντα– Θα πήγαν και μερικά, θα πήγαν και κάμποσα στη θάλασσα». Γιατί [01:20:00]πήγε μέχρι το δρόμο το μέρος. Εγώ ξημερώθηκα εκεί. Να δω τι συμβαίνει. Όταν πας... πού ήταν η καντίνα, θυμάσαι; Αυτά τα πράγματα τα ’χε καλύψει το νερό κι έβλεπα μια καμπύλη. Δεν έβλεπα να τρέχει ένα ποτάμι έτσι. Μια καμπύλη έκανε το νερό. Και εδώ στη γέφυρα ερχόταν ίσα ίσα από πάνω. Ίσα ίσα στη γέφυρα. Πατούσες και κλαμπαρούσες μες στα νερά της γέφυρας, ξέρεις. Στο κάτω φράγμα βέβαια γινόταν… Έβλεπες ένα πράγμα, ένα... μια... ένα άσπρο πράγμα πέρα πέρα, το πρωί ακόμα, που ξημερώθηκα εκεί. Και γλίτωσε το φράγμα. Σκέψου τώρα μια τύχη, ε! Μια τύχη! Με τέτοιες συνθήκες έγινε ένα φράγμα, που παίρνει είκοσι χιλιάδες κυβικά νερό. Περιττό, βέβαια, να σου πω –αυτό λέμε να το συνδέσουμε λίγο με τις ανάγκες και με τη ζωή– το πρώτο φράγμα, σου ’χω πει μια κατάσταση που έχει ο Ευάγγελος, λοιπόν, και έχει τα εκατοντάδες μεροκάματα που κάμαν οι άνθρωποι εκεί. Όταν έγινε το δεύτερο φράγμα αυτό το μικρό, εγώ συγχρόνως πάντα ήμουν κοινωνικός με τους ανθρώπους. Μιλάω. Τώρα έχω αποκλειστεί λίγο, γιατί έχω κουραστεί. Και τους λέω: «Έτσι και έτσι, να ’ρθετε». Ήρθαν, απάνω, ήρθαν και το είδανε ούτε οι μισοί χωριανοί. Ούτε οι μισοί. Πολλοί ούτε ξέραν ότι γίνεται. Είναι άλλες οι ανάγκες τώρα, ξέρεις. Δεν έχω ανάγκη από νερό, θέλω να βλέπω την τηλεόραση, να βλέπω σίριαλ, να βλέπω τέτοια πράγματα ας πούμε. Πόσο αλλάζει η ζωή. Αυτό λέμε. Και τα παιδιά μας αν γεννιόντουσαν στην εποχή των πατεράδων μας θα ’ταν σαν εκείνους. Τέτοια πράγματα, πολλά. Τι να πεις; Και, τέλος πάντων, έγινε το φράγμα με τέτοιες συνθήκες. Και πάρα πολλά έργα με την ψυχή στο στόμα τα παλεύαμε. Και δώσʼ του, δώσʼ του, δώσʼ του τα καταφέρναμε στο τέλος, αλλά δεν είναι αυτός ο τρόπος. Ο τρόπος δηλαδή πάντα ήταν… Εμείς είχαμε μιαν άλλη ιδέα και αυτό μου το μύησε και ο πατέρας. Το θέμα είναι να μπορεί οι άνθρωποι οι ίδιοι να συνειδητοποιήσουν ότι είναι υπεύθυνοι εκείνοι για τις ανάγκες τους. Και έτσι να νιώσουν ότι αυτό που κάνουν είναι η ευθύνη που έχουν για τη ζωή τους γενικά. Να μην περιμένουν έναν να τα φτιάξει αυτά τα πράγματα, γιατί είναι έτσι ή γιατί είναι ο αλλιώς. Δεν θα μας σώσει ποτέ κανείς... ένας σωσίας. Αυτό ο πατέρας προσπαθούσε –σου λέω– να το περάσει, και γιʼ αυτό κατάφερε στην τρίτη τετραετία να πάει η κοινότητα με ένα ποσοστό 80 προς 20 ή δεν θυμάμαι πόσο ας πούμε. Γιατί ακριβώς είχε το ταλέντο. Δεν ήξερε καταρχήν να θυμώσει με κανέναν άνθρωπο. Βασικό αυτό. Δεν τον πείραζε. Ήξερε ότι αυτός είναι ο χαρακτήρας του, «Θα βρω τον τρόπο να τον φέρω». Και μάλιστα πολλές φορές, αν είχε αυτός, του έδινε και την ευθύνη να καταλάβει ότι αυτός είναι μέσα στη διαδικασία που βοήθησε να γίνει αυτό το έργο. Κι ας μην είχε κάνει, ήξερε εκείνος ότι αυτός μόνο έτσι μπορεί να βοηθηθεί, ε; Και αυτό το καταλάβαινα. Ωστόσο, μέσα στην καθημερινότητα αυτά κάπου τα ξεχνάς, γιατί τρέχεις να προλάβεις, να δεις τι θα κάνεις. Δώσʼ του, δώσʼ του, δώσʼ του, δώσʼ του. Συναντάς και ανθρώπους εκεί ξαφνικά που βλέπεις ότι το συμφέρον τους είναι πολύ πιο πάνω από αυτό που νόμιζες εσύ ότι πρέπει να ’ναι, ε; Δηλαδή πνίγονται σε ένα κομματάκι γης, δεν αφήνουν να ανοίξει λίγο ο δρόμος και δώσʼ του, και αρχίζει μια ιστορία. Είχανε πάντα οι άνθρωποι προβλήματα με τις στέρνες τους εδώ. Οι στέρνες οι παλιές, που ήταν μέσα στα ρέματα, πήγαινες εσύ και αμολούσες τη στέρνα, γιατί την άλλη μέρα είχε άλλος μεριά. Αυτός που θα πήγαινε την άλλη μέρα να ανοίξει είχε υποχρέωση να πάει να την... να την κλείσει, γιατί μπορούσε να βρει ότι «δεν μου την έκλεισες καλά». Το πελέμι της στέρνας, που λέμε. Εκεί που έβγαινε το νερό, είναι το πελέμι αυτό που βγαίνει το νερό, έτσι το λέμε, και το κλείναν με τσιγκούνες τότε. Μαζεύανε κάτι αυτές τις... που έχουν και χώμα μαζί. Ύστερα κάναν πιο σύγχρονες πατέντες. Βάζαν ένα λάστιχο μέσα, το κλειδώναν εδώ με τσιμέντο, το γυρίζανε στο τσιμέντο, «παπ!», το ρίχνανε κάτω και άνοιγε το νερό. Απλά πράγματα. Αλλά αυτά για να γίνουν πέρασαν αιώνες, βέβαια, γιατί και το λάστιχο, όπως σου ’πα ακόμα. Εγώ όταν ήρθα απ’ την Αθήνα έφερα λάστιχα για να φέρω το νερό από ένα μέρος εδώ, από την Αθήνα με μια μηχανή. Και τσακωνόταν οι άνθρωποι πάνω πάντα στα νερά. Ο αγρονόμος, λοιπόν, ήταν πάντα στα δικαστήρια τέτοιες ιστορίες. Τι συνελεύσεις επί συνελεύσεων. «Χωριανοί, το ενδιαφέρον μας πρέπει να ’ναι το δάσος και αυτή τη στιγμή, ας πούμε, κάνουμε ένα φράγμα. Το φράγμα θα μας λύσει οριστικά τα προβλήματά μας. Εκεί πρέπει να εστιάσουμε. Μην τσακωνόμαστε για τη στέρνα της μίας μέρας νερό. Αυτή αύριο θα την ξεχάσουμε», όπως την ξεχάσαμε γενικά. Τώρα ανοίγει ο άλλος απ’ το Πέζι το νερό και ποτίζει, ε; Ποιος ενδιαφέρεται για τη στέρνα του τώρα. Τίποτα. Τίποτα. Τέτοιες αμαρτίες ερχόνταν συνέχεια, παράπονα στις κοινότητες. Φέρναν τον αγρονόμο, ο οποίος ήταν υπεύθυνος γιʼ αυτά τα θέματα. Τέτοια... ναι. Δηλαδή, ξέρεις, είναι αυτή η παιδεία, που έχουμε. Το «εμείς» για να περάσει στον κόσμο χρειάζεται πολλή δουλειά ακόμα. Δεν είναι. Είδες, έγινε ο σοσιαλισμός. Γιατί απέτυχε ο σοσιαλισμός; Γιατί οι άνθρωποι δεν ήταν έτοιμοι, δυστυχώς, ακόμα να δημιουργήσουν αυτό το πράγμα όλοι μαζί. «Όλοι εμείς αφέντη», που λέμε. Καταφέρανε ας πούμε ο καθένας για το λογαριασμό του. Μου λέγανε τόσα παραδείγματα απ’ τη Σοβιετική Ένωση, από τις ανατολικές χώρες, που οι άνθρωποι μπαίνανε σε μια θέση, την αφήναν και πέθαινε αυτή η θέση. Δεν ενδιαφερόταν καθόλου να δώσουνε λίγη πνοή στη δουλειά τους, ας πούμε. Είτε στο φούρνο τους βάζανε είτε στο μαγαζί να πουλάνε τα προϊόντα, κτλ. Δηλαδή ο άνθρωπος για να ’χει αυτή την ευθύνη να κάνει αυτό που πρέπει να κάνει θέλει πολλή δουλειά φαίνεται, δεν ξέρω τι να πω. Δεν ξέρω. Είναι… Είναι πολλοί οι λόγοι, άλλωστε, που δεν μπορείς πολλές φορές να τα αναλύσεις όπως πρέπει, ότι... Πάντως αυτό είναι σίγουρο, ότι η ανάγκη τον κάνει καλύτερο τον άνθρωπο, δηλαδή τον φέρνει πιο κοντά σ’ αυτό, στην πραγματικότητα. Ενώ η ευμάρεια ο μήνας έχει εννιά.
Photos

Φαναράκι εποχής
Φαναράκι που χρησιμοποιούσαν για να φωτίζο ...
Content available only for adults (+18)
Summary
Ο Βασίλης Σακούτης περιγράφει τις συνθήκες ζωής που επικρατούσαν στην Ικαρία μετά την Κατοχή. Διηγείται ιστορίες από τα σχολικά του χρόνια στο νησί και αργότερα την εγκατάσταση στην Αθήνα για να φοιτήσει σε νυχτερινό σχολείο και να εργαστεί. Μιλά για το πώς βίωσε το θάνατο του πατέρα του, έναν άνθρωπο της Αριστεράς που ασχολούνταν με τα κοινά στο νησί. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η περιγραφή της εθελοντικής εργασίας των Ικαριωτών προκειμένου να πραγματοποιήσουν σημαντικά έργα στο νησί. Την επιστροφή του στην Ικαρία ακολούθησε και η δική του ενασχόληση με τα κοινά, κατά τη διάρκεια της οποίας μας διηγείται πώς έλαβε μέρος σε σειρά έργων υποδομής στην περιοχή των Ραχών.
Narrators
Βασίλης Σακούτης
Field Reporters
Χρυσάνθη Φώτη
Tags
Interview Date
10/10/2023
Duration
86'
Content available only for adults (+18)
Summary
Ο Βασίλης Σακούτης περιγράφει τις συνθήκες ζωής που επικρατούσαν στην Ικαρία μετά την Κατοχή. Διηγείται ιστορίες από τα σχολικά του χρόνια στο νησί και αργότερα την εγκατάσταση στην Αθήνα για να φοιτήσει σε νυχτερινό σχολείο και να εργαστεί. Μιλά για το πώς βίωσε το θάνατο του πατέρα του, έναν άνθρωπο της Αριστεράς που ασχολούνταν με τα κοινά στο νησί. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η περιγραφή της εθελοντικής εργασίας των Ικαριωτών προκειμένου να πραγματοποιήσουν σημαντικά έργα στο νησί. Την επιστροφή του στην Ικαρία ακολούθησε και η δική του ενασχόληση με τα κοινά, κατά τη διάρκεια της οποίας μας διηγείται πώς έλαβε μέρος σε σειρά έργων υποδομής στην περιοχή των Ραχών.
Narrators
Βασίλης Σακούτης
Field Reporters
Χρυσάνθη Φώτη
Tags
Interview Date
10/10/2023
Duration
86'