Ο Βαγγέλης Ευαγγελίου έχει ζήσει παραπάνω από μία ζωές
Segment 1
Σύντομο βιογραφικό και εκπαίδευση
00:00:00 - 00:16:40
Partial Transcript
Καλησπέρα, είναι Τετάρτη 11/10/2023, είμαι η Πωλίνα Πανέρη, ερευνήτρια για το Istorima, και βρίσκομαι στο κέντρο της Χίου με τον Βαγγέλη Ε…ότι μπορεί να ήρθε η ώρα να διαβάσω κιόλας, αφού δεν φοβάμαι πια να επηρεαστώ, έχω το δικό μου ύφος. Μπορεί εκ του ασφαλούς να το κάνω πια.
Lead to transcriptSegment 2
Η ενασχόληση με την ποίηση και η ζωή στη Σύρο
00:16:40 - 00:26:00
Partial Transcript
Η συγγραφή, πρώτη φορά δηλαδή που αποφασίζετε ότι αυτά που έχετε γράψει θέλετε να τα διαβάσουν και άλλοι και χτυπάτε την πόρτα σε έναν εκδοτ…στε τον εαυτό σας σε κάτι τέτοιο; Μπορείτε να φανταστείτε τι νιώθει ένα παιδί όταν φεύγει από το χέρι του το μπαλόνι; Γιατί να νιώθω έτσι;
Lead to transcriptSegment 3
Περνώντας 442 ημέρες με πρόσφυγες και έξι μήνες στον Ψυχιατρικό Ξενώνα Χίου
00:26:00 - 00:41:13
Partial Transcript
Πάμε στην πρώτη έκθεση φωτογραφίας; Είπατε ότι δεν είχατε καμία πείρα, πήρατε ένα δώρο μια φωτογραφική μηχανή, γιατί σας άγγιξε τόσο το θέμα…. Εγώ κάνω ερώτα με μένα, εγώ μένω έγκυος, εγώ με ξεγεννάω, εγώ μεγαλώνω το παιδί, εγώ το σπουδάζω, εγώ το κηδεύω και πάρ’ το απ’ την αρχή.
Lead to transcriptSegment 4
Περιπέτειες υγείας και το project
00:41:13 - 01:05:29
Partial Transcript
Πριν πάμε στον καρκίνο, δεν ήταν η πρώτη σοβαρή περιπέτεια υγείας που περάσατε. Είπατε ότι στην ηλικία γύρω στα 20 χρειάστηκε να εγχειριστεί…αι τα λόγια μου, ότι άκουσα κάποιον να λέει να βρούμε το κόλπο μας. Χάρηκα πάρα πολύ γι’ αυτή τη συζήτηση και σας ευχαριστώ πολύ! Και εγώ.
Lead to transcript[00:00:00]Καλησπέρα, είναι Τετάρτη 11/10/2023, είμαι η Πωλίνα Πανέρη, ερευνήτρια για το Istorima, και βρίσκομαι στο κέντρο της Χίου με τον Βαγγέλη Ευαγγελίου. Καλησπέρα, θέλετε να μας πείτε κάποια πράγματα για εσάς, να μας συστηθείτε;
Είμαι ο Βαγγέλης Ευαγγελίου, γεννήθηκα στην Αθήνα το 1978 από δύο υπέροχους γονείς –γιατί και αυτό τυχαίο είναι, τι γονείς θα έχεις–, τον Γιώργο και τη Χαρούλα. Έχω δύο αδέρφια, αγόρια. Το προφίλ μου είναι πολυεδρικό, δηλαδή σίγουρα όταν μου δίνεται η δυνατότητα να μιλήσω για τη ζωή μου δυσκολεύομαι στην αρχή, αλλά άμα τα πάρεις απ’ την αρχή, μπορεί και να μπουν στη θέση τους. Λοιπόν, ένα νέο παιδί που σταμάτησα το σχολείο Τρίτη Γυμνασίου γιατί βαρέθηκα, κατάλαβα ότι δεν έχει να μου προσφέρει τίποτα το σχολείο, στα 45 που είμαι τώρα δεν μετάνιωσα ποτέ, να το πω, δεν θα πρότεινα, όμως, σε κανένα νέο παιδί να σταματήσει το σχολείο, προς θεού. Σταμάτησα το σχολείο τρίτη γυμνασίου… Στα 20 μου έτη μου έτυχε να χειρουργηθώ, μία πολύ σοβαρή εγχείρηση και να είμαι σε αναπηρικό αμαξίδιο. Αυτό ήταν ένα πολύ μεγάλο μάθημα ζωής που πιστεύω με καθόρισε και έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο σε αυτό που είμαι και σε ευαισθησίες που έχω με ανθρώπους που πονούν ή περνούν κάτι με την υγεία τους, αγαπώ πολύ αυτούς τους ανθρώπους, τους ασθενείς. Γνωρίστηκα με τον Ζουγανέλη το 2002, γίναμε φίλοι, κάναμε ραδιόφωνο μαζί, έκανα τηλεόραση πολλά χρόνια. Σπούδασα θέατρο το 2004 στη σχολή «Ιάκωβος Καμπανέλλης». Λίγα χρόνια πριν –το 2001– σπούδασα αργυροχρυσοχόος, πήρα το πτυχίο κατασκευαστής χειροποίητου κοσμήματος, όπου πήγαινα από πολύ μικρός απ’ τα 16 μου έτη στα νησιά και πουλούσα μόνος μου. Και αυτή η εμπειρία με καθόρισε, γιατί ήμουν συνέχεια με κόσμο, υπήρχε συναναστροφή στον δρόμο κιόλας, δεν είχα μαγαζί, που σημαίνει ότι σου φέρονται μερικές φορές και λίγο αλλιώς βλέποντάς σε στο δρόμο, με έκανε δηλαδή έναν άνθρωπο να μάθω να συναναστρέφομαι, να είμαι έτοιμος στα δύσκολα αν μου πει κάποιος κάτι, αν με προσβάλει. Με έκανε έτσι ένα Μογλάκι αυτή η διαδικασία. Και σιγά-σιγά μεγάλωνα, έφτασα, με τη δραματική σχολή, όπως είπαμε, τελείωσα, έκανα θέατρο στην Αθήνα. Μετά μπορώ να πάω στο 2007, στο πολύ σημαντικό ’07 όπου ένα πρωί με 250€ στην τσέπη μπήκα σε ένα πλοίο στον Πειραιά και βγήκα στη Σύρο, ώσπου έζησα 8 χρόνια, έγινε ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου, το 2007 με το ’14. Εκεί ενηλικιώθηκα ως αγόρι –γιατί εμείς τα αγόρια αργούμε– εκεί ενηλικιώθηκα, νομίζω, ωρίμασα. Και το ’14 που επέστρεψα πίσω στη γενέθλια πόλη μου, την Αθήνα, ένα πρωινό του ’15, Μάρτιος, είδα στην τηλεόραση ότι υπάρχουν 500 πρόσφυγες στο Πεδίον του Άρεως. Εγώ είχα ξεκινήσει ήδη λίγες μέρες πριν, επειδή μου είχε κάνει το τότε κορίτσι μου δώρο μια φωτογραφική μηχανή, μου είχε πει ότι: «Έχεις ωραία οπτική αντίληψη και σ’ την κάνω δώρο». Εγώ νόμιζα ότι μου τα λέει έτσι, ως καλά λόγια και βγήκα στον δρόμο στην Αθήνα και φωτογράφιζα, street photography που λέμε, το εύκολο. Εκείνη την ημέρα, λοιπόν, εκείνο το μεσημέρι τόλμησα και πήγα. Απ’ τη μία ντρεπόμουν, απ’ την άλλη έλεγα να πάω, πήγα. Μπήκα στο Πεδίον του Άρεως, αντίκρισα σκηνές, γεμάτο, 500 ανθρώπους, σίγουρα ήταν σοκαριστικό. Δεν σήκωσα την κάμερα αμέσως, ένιωθα άβολα. Κατάφερα κάποια στιγμή, τη σήκωσα και όταν επέστρεψα σπίτι το απόγευμα και άνοιξα τα αρχεία στον υπολογιστή, δεν θα κρύψω ότι επειδή μου άρεσαν κάποιες φωτογραφίες που έβγαλα, αυτό με ώθησε να θέλω να ξαναπάω την επόμενη ημέρα, δηλαδή καθαρά αισθητικά ήταν η ανάγκη μου να πάω την επόμενη μέρα, δεν είχα δεθεί ακόμα ως άνθρωπος για να το κάνω για κάποιον άλλον λόγο, το έκανα μόνο γι’ αυτό. Πήγα και τη δεύτερη και την τρίτη και την τέταρτη, γνωρίστηκα με όλους εκεί, με την αφγανική κοινότητα. Είμαι από τους πρώτους φωτογράφους που μπήκαν στον Ελαιώνα όταν άνοιξε, που μου επέτρεψαν να μπω. Και έζησα μαζί με τους πρόσφυγες από τότε 442 ημέρες σερί σε διάφορα camps σε όλη την Αττική, ένα βιβλίο που ετοιμάζεται και λέγεται έτσι, «442 ημέρες». Όπου φτάνουμε τώρα στο 2018 έτσι εν τάχει τη ζωή μου και εκεί δημιουργώ μια σχέση με ένα κορίτσι το οποίο είχε δύο παιδιά, οπότε ξαφνικά γίνομαι σε εισαγωγικά «πατριός», ένα μεγάλο μάθημα ζωής και αυτό, ένα όμορφο μάθημα και ήμασταν μαζί μέχρι το ’22. Το ’22 μου χτύπησε την πόρτα ο καρκίνος. Θυμάμαι, θυμάμαι εκείνον τον Οκτώβρη, τον Οκτώβρη του ’21, στα τελειώματα του ’21, να μου λέει ο γιατρός 1η Οκτωβρίου –είναι και Οκτώβρης τώρα και έτσι είναι σημαντικό για εμένα– ότι: «Βαγγέλη, έχεις καρκίνο, πρέπει να χειρουργηθείς άμεσα». Και θυμάμαι ότι καθόμουνα, όπως κάθεσαι εσύ τώρα, στην αντίθετη και κοίταξα δεξιά το παράθυρο και έλειπε ο ουρανός. Και μπορεί να είμαι ποιητής, αλλά αυτό το λέω κυριολεκτικά. 8 Οκτωβρίου χειρουργήθηκα, τόσο γρήγορα, στον Ευαγγελισμό. Χαμογέλασα όταν έγινε αυτό, βέβαια, γιατί ως Ευάγγελος Ευαγγελίου μου άρεσε που ήμουν στον Ευαγγελισμό. Έψαχνα τέτοια κόλπα για να χαμογελάω και να μην πάθω κάτι μέσα μου. Χειρουργήθηκα, ξεκίνησαν οι χημειοθεραπείες πολύ γρήγορα, δεν είχα καταλάβει ακόμα τι έγινε στη ζωή μου, τον Νοέμβρη. Οι χημειοθεραπείες ήταν πολύ δύσκολες, γιατί έκανα σχήματα πολύ βαριά επειδή ήταν επιθετικός ο καρκίνος που είχα, δεύτερο στάδιο, έπρεπε να γίνει επιθετική θεραπεία. Μπορώ να πω ότι λεηλατήθηκα, έγινα 150 ετών, δεν άντεχα άλλο. Κάποια στιγμή σκέφτηκα, ας πούμε, για πρώτη φορά στη ζωή μου μέχρι και να πέσω από το παράθυρο του Ιπποκράτειου, που δεν το σκέφτηκα ούτε 20 ετών, όταν ήμουν σε αναπηρικό καρότσι, αυτό. Δεν άντεχα άλλο, αλλά με έσωσε μια λεμονιά νομίζω, που υπήρχε έξω από το παράθυρο –αγαπώ το κίτρινο– ε, και την κοιτούσα, είχα όνειρα για το μέλλον, ήθελα να ζήσω, είχα στόχους, ήθελα να γράψω κι άλλα βιβλία, αυτά με κρατούσανε. Ώσπου σιγά-σιγά κάνοντας χημειοθεραπείες, έρχεται κάποια στιγμή ο χωρισμός μετά από τέσσερα έτη και τα τελευταία δύο χρόνια είμαι ένας άλλος Βαγγέλης, πραγματικά άλλος, δηλαδή μια φίλη μου, η Σοφία, μου λέει ότι είμαι το παράδειγμα ενός ανθρώπου που μπορεί να αλλάξει αν θέλει. Αυτά τα τελευταία δύο χρόνια είμαι ένας άλλος, όμως όταν σηκώθηκα απ’ τις χημειοθεραπείες, αυτό θέλω να πω –γιατί είμαστε και στη Χίο τώρα– είπα ότι θα έρθω να κάνω το «Chiography» όπως το ονόμασα, έναν τίτλο ομπρέλα που έδωσα, γιατί από κάτω έχει project εθνογραφικά, η ογκολόγος μου μού είπε: «Δεν θα σ’ το πρότεινα, μην το τολμήσεις, δώσε δύο-τρία χρόνια στον εαυτό σου». Εγώ, όμως, είχα πεισμώσει πολύ άγρια με τη ζωή, ήμουνα λίγο στα όρια του θυμού και λέω: «Θα το κάνω». Και μάλιστα ήρθα και μπήκα πολύ στα βαθιά, έμεινα έναν μήνα στο Πυργί με μια οικογένεια εξαμελή, που τη φωτογράφισα και την ερεύνησα τον Φεβρουάριο του ’22 και με το που τελείωσε αυτό το δύσκολο project «Η οικογένεια», μπήκα στον Ψυχιατρικό Ξενώνα, Μάρτιο μέχρι Αύγουστο, έξι μήνες, έζησα με επτά ανθρώπους που νοσούν από σχιζοφρένεια, μία μεγάλη εμπειρία, 175 ημέρες, 25 εβδομάδες, τεράστια εμπειρία. Πολλές φορές αναρωτιέμαι αν έχει συμβεί στα αλήθεια ή λέω ψέματα στους ανθρώπους. Μετά βλέπω ότι υπάρχουν αποδείξεις και λέω: «Έγινε». Και είμαστε στη Χίο, ετοιμάζομαι σε ένα μήνα, τον Νοέμβρη, να αποχωρήσω μετά από δύο χρόνια. Εν τάχει φτάσαμε τώρα, δηλαδή στα 45 μου.
Έχω πάρα πολλά σημεία στα οποία θέλω να σταθώ, αλλά ας το πάρουμε απ’ την αρχή. Γεννηθήκατε στην Αθήνα, μεγαλώσατε εκεί, πώς ήταν τα παιδικά χρόνια;
Τα παιδικά χρόνια ήταν φτωχικά, ο πατέρας μου έκανε τρεις δουλείες, όχι δουλειές, για να μας ζήσει και το εικοσιτετράωρο τον είχε πιάσει κεφαλοκλείδωμα απ’ τον λαιμό. Θυμάμαι ότι τον βλέπαμε πολύ λίγο. Όμως δεν μας έλειψε η αγάπη και ότι δεν είδαμε σπίτι πράγματα μη υγιή. Είχαμε τη μητέρα μας, τη Χαρά να είναι εκεί πάντα, τον μπαμπά να εργάζεται μεν αλλά με τη μαμά να είναι καλά, τα αδέρφια μου δυο ωραίοι άνθρωποι και εκείνοι κι έτσι τα παιδικά μου χρόνια μου έλειπαν τα παιχνίδια που έβλεπα να έχουν οι άλλοι, ας πούμε, και τα κομπιούτερ, αλλά δεν μου έλειπε κάτι άλλο και αποδείχθηκε μετά μεγαλώνοντας ότι δεν είχα κενά και ρωγμές. Βλέποντας άλλους φίλους που μπορεί να είχαν τότε κομπιούτερ και παιχνίδια, αλλά τους έλειπαν άλλα, οπότε πολύ ευχαριστώ τους γονείς αυτούς που έπαιξαν ρόλο η πατρίδα μου εκείνη, η παιδική ηλικία, να είναι υγιής και να μην έχει ερείπια.
Τα σχολικά χρόνια; Είπατε ότι αποφασίσατε Τρίτη Γυμνασίου να σταματήσετε, πώς αντιδρούν οι γονείς, πώς το αποφασίζει ένας δεκατετράχρονος-δεκαπεντάχρονος;
Ναι, ναι, είναι έτσι μία ερώτηση που θα ήθελα και εγώ να την κάνω σε κάποιον, αν μου το έλεγε. Κοιτάξτε τι έγινε τότε, ο πατέρας μου τότε επειδή είχε ένα σύνδρομο πολύ σπάνιο παγκοσμίως –το έχουν πολλοί λίγοι– που ματώνουν τα αγγεία του εγκεφάλου, τότε περνούσε πολύ ζόρικα και ήταν στο νοσοκομείο πολύ άσχημα και αυτό είχε επηρεάσει την οικογένεια, που σημαίνει ότι όταν εγώ επέλεξα να σταματήσω, επειδή εκείνον τον καιρό ζούσαμε αυτό το δράμα, η μαμά να ’ναι στο νοσοκομείο συνέχεια, εμείς να φοβόμαστε, να κλαίμε, να κάνουμε έτσι αλητεία στη γειτονιά, να ‘μαστε έτσι ξέφραγκο αμπέλι λίγο, σημαίνει ότι όταν το σταμάτησα, δεν υπήρχε κάποιος να με μαζέψει εκείνον τον καιρό. Όταν μετά υπήρχε κάποιος να με μαζέψει, νομίζω ότι ο πατέρας μου και η μητέρα μου μάλλον μου έδειξαν εμπιστοσύνη στην απόφαση που είχα πάρει –έστω και ανήλικος– γιατί έβλεπαν [00:10:00]ότι είμαι ένα παιδί που πάντα πασχίζω, όμως, για κάτι και τελικά αποδείχτηκε ότι, γιατί με βλέπανε ότι ενώ ήμουν μικρός, φτιάχνω κοσμήματα, πηγαίνω μόνος μου τα πουλάω σε νησιά, μπαίνω σε πλοία μόνος μου, γυρίζω μετά με χρήματα να ζήσω το χειμώνα. Μάλλον αυτό δεν τους φόβισε. Σίγουρα αναρωτιόντουσαν αν θα μου λείψει κάτι από την παιδεία. Το χαρτί του λυκείου βέβαια το κατάφερα, επειδή τελείωσα αργυροχρυσοχόος και έτσι είναι σαν να έχω τελειώσει λύκειο, γι’ αυτό και μετά είχα αυτό το χαρτί και πήγα στη δραματική σχολή, γιατί αν δεν έχεις και ένα χαρτί μπορεί να μην μπορείς να κάνεις κάποια όνειρα. Και έτσι γι’ αυτό το σταμάτησα, μπόρεσα.
Μήπως λόγω συγκυρίας, ότι ήταν μια δύσκολη περίοδος για την οικογένεια, είχατε και μια ανάγκη να προσφέρετε, να μην έχετε την πολυτέλεια του να ζήσετε κάτι ξέγνοιαστο, άρα να είμαι πιο ενεργός στο να προσφέρω κάτι στην οικογένεια;
Επειδή έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου να απαντάω πάντα με ειλικρίνεια, ειδικά τα τελευταία δύο χρόνια πιο πολύ από ποτέ, να πω ότι όχι, δεν το ’χα σκεφτεί αυτό, τουλάχιστον συνειδητά.
Γιατί αργυροχρυσοχοΐα;
Αργυροχρυσοχοΐα θα σου πω γιατί και πώς ξεκίνησαν όλα. Θυμάμαι ότι, όταν ήμουνα μικρούλης, οι πρώτες διακοπές που πήγα ήταν με ένα κορίτσι τότε, την Άννα την Ταραντίνο, μ’ αρέσει να λέω το επώνυμό της γιατί ήταν Ελληνοϊταλίδα –ο μπαμπάς Ιταλός, η μαμά Ελληνίδα– και είχε και το Ταραντίνο, ρε παιδί μου, ότι κάποια στιγμή είχα σχέση με μια Ταραντίνο, έχει πλάκα. Και η Άννα με προσκάλεσε στην Αμοργό, που απ’ την Αμοργό ήταν η μητέρα της, όμως όταν τη γνώρισα εγώ, η αλήθεια είναι ότι μετά από λίγες ημέρες αποχώρησε από τη ζωή η μητέρα της λόγω βαριάς ασθένειας, εκεί δεθήκαμε σίγουρα. Και το πρώτο καλοκαίρι που ήρθε της σχέσης μας μου λέει: «Θες να πάμε Αμοργό; Εμείς θα πάμε, δηλαδή εγώ και αδερφή μου και το έχω πει στον πατέρα μου» –γιατί τον είχα γνωρίσει– «Σε αφήνει, λέει, να έρθεις» και αυτά, γιατί ήμουνα μικρούλης, ήμουνα, ξέρω γω, 15. Πήγα και οι γονείς μου είχαν δώσει χρήματα για μία εβδομάδα –και πάλι καλά, δηλαδή, γιατί όπως είπα δεν είχαν οι γονείς μου έτσι οικονομική άνεση– όταν η εβδομάδα τελείωσε και εγώ ζούσα το όνειρο εκεί, πέρναγα πολύ όμορφα, η Αμοργός είναι πανέμορφη, σκέφτηκα να πάρω τηλέφωνο και να πω στους γονείς μου αν έχουν κάποια χρήματα να μου δώσουν να μείνω παραπάνω. Το έκανα, μου λένε: «Βαγγέλη, με τίποτα». Και σκέφτηκα εκείνες τις χάντρες που είχα μαζί μου για να φτιάχνω μερικά κοσμήματα στην Άννα και την αδελφή της, να βγάλω ένα τραπεζάκι στην πλατεία του χωριού και να τα πουλήσω, να φτιάξω και να πουλήσω. Το έκανα, έφτιαξα, βγήκα, πούλησα, μέσα σε τρεις ώρες ξεπούλησα, έβγαλα κάποια χρήματα και έμεινα ακόμα μία βδομάδα. Αυτό μετά μπήκε στο μυαλό μου, οπότε λέω: «Α! Ωραίο μου ακούγεται αυτό να το κάνω». Το επόμενο καλοκαίρι το έκανα πιο σοβαρά, με κάποια χρήματα μάζεψα ένα κεφάλαιο, πήγα πήρα δέρματα, χάντρες, τέτοια υλικά. Πήγα, το έκανα στη Χαλκίδα μετά, τέλος πάντων, ξεκίνησα. Και μετά, ενώ το ’κανα τόσα χρόνια, λέω: «Δεν το σπουδάζω;». Και είχα και ανάγκη το χαρτί, να τελειώσω ένα λύκειο με έναν τρόπο, το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Και να που έπαιξε ρόλο, γιατί χάρη σε αυτό πήρα το χαρτί για την δραματική, γιατί αλλιώς δεν μπορούσα κι έτσι έγινε.
Η δραματική σχολή; Κάποιοι την επιλέγουν όχι συνειδητά, γιατί θέλουν να γίνουν ηθοποιοί, γιατί θα ανακαλύψω την αυθόρμητη πλευρά μου, γιατί θα ξεπεράσω θέματα αν ντρέπομαι πολύ, εσάς τι σας οδήγησε;
Εμένα με οδήγησε το εξής: όταν γνωρίστηκα με τον Γιάννη τον Ζουγανέλη, αρχές του 2000, στο καμαρίνι του στον Σταυρό του Νότου και ήτανε κάρμα και με πήρε μαζί του στην τηλεόραση –με τον Γιάννη έκανα περίπου τρία-τέσσερα χρόνια τηλεόραση ήδη μαζί του ως κειμενογράφος και ηθοποιός– χωρίς να ‘χω σπουδάσει και μετά ήθελα να κάνω έκπληξη στον Γιάννη τον Ζουγανέλη και να πάω να δώσω εξετάσεις στη δραματική σχολή που είναι δάσκαλος και να με δει ως μαθητή του, αυτός ήταν ο στόχος μου. Δηλαδή, μια μέρα που ‘χει μάθημα να μπω μέσα και να με δει και τη θυμάμαι πολύ έντονα, αν θέλετε να την πω αυτή την ιστορία, θα χαρώ, γιατί έχω να την πω καιρό και... Θυμάμαι ήταν μια μέρα που είχαμε γυρίσματα στο Περιστέρι, τότε νομίζω είχαμε εκπομπή με τον Γιάννη στο alter και μετά τα γυρίσματα, 2:00 η ώρα –η σχολή μας ήταν απογευματινή για να έρχονται και άνθρωποι που εργαζόντουσαν, στο Αιγάλεω ήταν και είναι– και το μεσημέρι, όταν τελειώσαμε τα γυρίσματα, μου λέει ο Γιάννης: «Να σε πάρω με το αυτοκίνητο, θες να σε αφήσω κάπου; Εγώ πάω στη σχολή, γιατί έχω μάθημα.» Εγώ είχα δώσει εξετάσεις ήδη μόνος μου, με είχανε πάρει και λέω: «Όχι, όχι, Γιάννη» λέω «φεύγω!». Πάω στη σχολή, έρχεται να κάνει το πρώτο του μάθημα εκείνης της σχολικής χρονιάς και με βλέπει μέσα ενώ ήμασταν όλο το πρωί μαζί στα γυρίσματα. «Βαγγέλη;» λέει. Με εκείνο το «Βαγγέλη;» βέβαια να πω ότι τα μισά παιδιά δεν με συμπάθησαν και τα άλλα μισά, ναι. Τα μισά δεν με συμπάθησαν, γιατί νόμιζαν ότι είχα μπει λόγω του Γιάννη. Εντάξει, λογικό, στην πορεία κατάλαβαν και έτσι ήρθε η δραματική, άλλο που κατάλαβα μετά ότι έχει πολύ ενδιαφέρον ως άνθρωπος να κάνεις βουτιά μέσα σου με αυτόν τον τρόπο.
Τα κάνετε λίγο ανάποδα. Πρώτα, δηλαδή, δουλεύετε σε κάτι, πρώτα καταπιάνεστε με κάτι, μετά το σπουδάζετε.
Ναι, ναι, ναι, σωστά. Αυτό είναι εύστοχο όσον αφορά το εξής: με ό,τι ασχολήθηκα κατάφερα και έγινα επαγγελματίας. Δηλαδή το ‘κανα επαγγελματικά. Ό,τι και αν ήταν αυτό. Ένα βράδυ είπα θα μάθω ένα πρόγραμμα για να γίνω γραφίστας και μετά από λίγους μήνες έμαθα, έγινα επαγγελματίας γραφίστας. Αναλαμβάνω δηλαδή εργασίες γραφιστικές, κανονικά. Θέλω να το τερματίζω, θέλω κάτι όταν αποφασίζω ότι θα το κάνω να γίνομαι επαγγελματίας σε αυτό, γιατί έχει και πολλή ελευθερία να είσαι μέσα σε κάτι και να το γνωρίζεις.
Άρα το ταλέντο υπερέχει της γνώσης;
Νομίζω ότι το δικό μου χάρισμα/ταλέντο είναι ότι μετατρέπω σε γνώση τα πράγματα. Νομίζω ότι αυτό με έχει σώσει εμένα. Γιατί γενικότερα γνώσεις δεν έχω πολλές, μια που δεν έχω διαβάσει βιβλία, έχω διαβάσει μόνο τα δικά μου όταν τα ‘γραφα, αν πιάνεται και κάποια απ’ τη δραματική σχολή. Γι’ αυτό και σπίτι μου έχω πάρα πολλές φορές –πάνω από δώδεκα– τον «Μικρό Πρίγκιπα» που τα κορίτσια που είχα σχέση μου τον παίρνανε δώρο, νομίζοντας ότι θα ‘ναι το πρώτο βιβλίο που θα διαβάσω, επειδή είναι μικρό και δεν έχω διαβάσει ούτε τον «Μικρό Πρίγκιπα». Νομίζω, όμως, ότι πρέπει να γίνει κάποια στιγμή, το λέω έτσι λίγο με, ντρέπομαι, όμως δεν έπαιξε και αυτό ρόλο, δηλαδή, δεν το λέω με παράπονο. Ο Γιάννης, καλή ώρα, που τον αναφέραμε, Ο Ζουγανέλης βέβαια μου λέει: «Βαγγέλη μου, καλά είναι όλα αυτά, ότι εσύ γεννάς γνώση, φαντάζεσαι όμως να διαβάζεις κιόλας, τι μπορείς να μας δώσεις;». Και έχει δίκιο και νομίζω ότι μπορεί να ήρθε η ώρα να διαβάσω κιόλας, αφού δεν φοβάμαι πια να επηρεαστώ, έχω το δικό μου ύφος. Μπορεί εκ του ασφαλούς να το κάνω πια.
Η συγγραφή, πρώτη φορά δηλαδή που αποφασίζετε ότι αυτά που έχετε γράψει θέλετε να τα διαβάσουν και άλλοι και χτυπάτε την πόρτα σε έναν εκδοτικό;
Τώρα πάμε στο κομμάτι, λοιπόν, της συγγραφής και έχει πολύ ενδιαφέρον να ρωτήσω εγώ τον εαυτό μου: «Πώς ξεκίνησα να γράφω;», γιατί δεν γράφω από μικρός. Πώς ξεκίνησα να γράφω ποίηση, ας πούμε; Δεν έγραψα στην αρχή εγώ ποίηση, είπα ποίηση. Πώς έγινε; Στη Λευκάδα που είχα πάει να πουλήσω κοσμήματα ένα καλοκαίρι από αυτά που σας είπα, με την τότε κοπέλα μου, κάποια στιγμή ήμασταν σε ένα ταβερνείο, σε μια ταβέρνα και ήρθε ο σερβιτόρος και τη ρώτησε: «Τι θα πάρετε;» και εκείνη είπε. Όταν ρώτησε εμένα «Τι θα πάρετε;», εγώ του απάντησα: «Μια μερίδα φως, γιατί έχω βαρεθεί το σκοτάδι της» και δημιουργήθηκε αμηχανία από ό,τι καταλαβαίνετε και χωρίσαμε, βέβαια, γιατί ήθελα να χωρίσουμε εγώ και το ‘πα, οπότε κοιτάξτε πώς ξεκίνησε τώρα. Χωρίσαμε, έφυγε με το ΚΤΕΛ την επόμενη ημέρα η κοπέλα και μετά εγώ έμεινα μόνος το βράδυ που έκλεινα τον πάγκο περίπου δύο η ώρα, μία. Και μια μέρα –αυτό έχει πλάκα και αυτήν την ιστορία δεν την έχω πει και πουθενά, ευκαιρία είναι– μια μέρα λοιπόν, ένα βράδυ έφυγα, αλλά είχα ακούσει ότι μπορεί κάποιος να στείλει στο κινητό του –τότε είχαμε τα παλιά κινητά, τα ασπρόμαυρα– να στείλει κάποια emoticon και να φαίνεται στην επιφάνεια εργασίας σου με μαύρες τελίτσες (τόσο άχαρα) κάτι και εγώ ήθελα τον Ροζ Πάνθηρα, που τον αγαπώ. Οπότε πήγα σε ένα ίντερνετ καφέ γιατί είχα ακούσει ότι εκεί γίνεται και λέω: «Γεια σας, αυτό και αυτό». Λέει: «Γίνεται, έχετε hotmail;». Εγώ άκουσα τη λέξη «hotmail, hot» και νόμιζα ότι είναι πονηρά πράγματα και λέω: «Σας παρακαλώ πολύ, δεν ασχολούμαι με αυτά, δεν θέλω». Λέει, δεν κατάλαβε αυτός, μου λέει: «Έχετε gmail;». Άκουσα πάλι το «g», το πήγα πάλι ερωτικά και λέω; «Σας είπα, κύριε, με τέτοια πράγματα εγώ δεν ασχολούμαι, δεν ενδιαφέρομαι». Έγινε παρεξήγηση, όμως ευτυχώς κάτι αυτός κατάλαβε μάλλον και μου το ‘πε, ξε-παρεξηγηθήκαμε, με βοήθησε, μου ‘φτιαξε hotmail, μπήκα σε ένα site, έστειλα στο κινητό μου και έγινε. Όμως την ώρα που καθόμουνα στην καρέκλα του net καφέ, δίπλα μου υπήρχε ένα παιδί που έγραφε κάτι, εγώ κοίταξα και είδα ότι έγραφε κάτι σε ένα site «stixoi.gr». Τότε δεν ήξερα καν ότι λέγεται site αυτό, τώρα το λέω και του λέω: «Φίλε, τι κάνεις;». Μου λέει «Φίλε, είναι μια σελίδα, γράφουμε σκέψεις μας και μας σχολιάζουν άλλοι κάτω». Λέω «Μπορώ και εγώ;». Μου λέει: «Έχεις hotmail;». Λέω «Έχω!». Τώρα γιατί είχα φτιάξει και γίνομαι μέλος και λέω «Τι να γράψω εγώ τώρα;». Και γράφω αυτό με την ταβέρνα: «Θυμάσαι τότε στο ταβερνάκι που ο σερβιτόρος μας ρώτησε τι θα πάρουμε, “μια μερίδα φως” του είπα, γιατί είχα βαρεθεί το σκοτάδι σου». Την επόμενη μέρα πήγα, ξανά βράδυ και είδα ότι είχα χαμό στα σχόλια, μου άρεσε πολύ, ένιωσα πολύ όμορφα μέσα μου και έτσι άρχισα να γράφω για να παίρνω σχόλια. Έτσι ξεκίνησα να γράφω ποίηση, για τη μαγκιά, για τη φάση, για τα σχόλια, για την παρέα κι άλλο που μετά το εξέλιξα.
Τον πρώτο εκδοτικό;
Να πω ότι στην αρχή έκανα τέσσερα βιβλία αυτοεκδόσεις, γιατί ήμουν κατά των εκδοτικών, δεν μου άρεσε, είχα ακούσει πολύ κακές ιστορίες, όμως, πέρσι αποφάσισα να πάω να χτυπήσω την πόρτα από την «Κάππα εκδοτική». Ένας εκδοτικός οίκος που υπάρχει[00:20:00] εννέα χρόνια και τον σέβομαι πολύ, όταν έβλεπα βιβλία του, την αισθητική του και στο μυαλό μου γενικά δυο-τρεις εκδοτικούς είχα, που θα ‘νιωθα περήφανος να πάω, ένας από αυτούς ήταν αυτός. Χτύπησα την πόρτα, μου άνοιξε, βγάλαμε το «Μετά το ωμέγα», το πρώτο μου βιβλίο σε εκδοτικό οίκο, πηγαίνει καλά, είμαι πολύ χαρούμενος, έχω καλό εκδότη, είναι πολύ ανθρώπινος, τώρα θα ετοιμαστούμε για το δεύτερο που έχω γράψει μέσα στον Ψυχιατρικό Ξενώνα. Και έτσι ξεκίνησε, δηλαδή. Άλλοι φίλοι μου κάνουν το αντίθετο, έχουν ξεκινήσει με εκδοτικούς οίκους και επειδή απογοητεύτηκαν, τώρα κάνουν αυτοεκδόσεις. Εγώ το πήγα αλλιώς. Άργησα, βέβαια, αλλά δεν με πείραξε, ήρθε ώριμα το πρώτο μου βιβλίο σε εκδοτικό.
«Μετά το ωμέγα» τι υπάρχει;
Μετά το ωμέγα υπάρχει το εικοστό πέμπτο γράμμα, έτσι για μια γρήγορη απάντηση. Το οποίο είναι το εικοστό πέμπτο και για αυτό και στο εξώφυλλο του βιβλίου που είναι ένα κεφαλαίο ωμέγα, ανακάλυψα ότι είναι ο αριθμός 25. Και το 25 να δηλώσω ότι δεν είναι ένας τυχαίος αριθμός της ζωής μου, είναι όλη μου η ύπαρξη. 25 Μαΐου έχω γενέθλια, 25 Μαρτίου γιορτάζω την επωνυμονομαστική μου εορτή ως Ευάγγελος Ευαγγελίου. Το «Β» είναι το δύο στην αλφάβητο, το «Ε» του επωνύμου μου είναι το πέντε, τα αρχικά μου δηλαδή κάνουν το 25. Γεννήθηκα 02:00 η ώρα ξημερώματα, ημέρα Πέμπτη και άλλο 25. Γεννήθηκα το 1978, 1 και 9 και 7 και 8, το έτος μου κάνει 25 και γι’ αυτό οι φίλοι πολλές φορές με λένε «ο κύριος 25», είναι όλη μου η ύπαρξη. Το λέω γιατί δεν είναι απλά ένα λογοπαίγνιο με ένα ωμέγα, είναι κάτι πολύ περισσότερο και γι’ αυτό το έκανα.
Νομίζω ότι έχετε μια αδυναμία στο κίτρινο χρώμα, έχω πέσει μέσα;
Ναι, υπάρχει μεγάλη αδυναμία, μεγάλη αγάπη, νομίζω ότι είναι από τις λίγες πολύ καθαρές μου αγάπες για τον εξής λόγο: γιατί δεν ξέρω από πότε και γιατί και νιώθω πολύ τυχερός να αγαπάω κάτι και να μην υπάρχει λόγος.
Γυρίζω πάλι πίσω, είπατε ότι μετακομίσατε το 2007 στη Σύρο, γιατί στη Σύρο; Υπήρχε κάποιο πρόσωπο που θέλατε να βρείτε εκεί;
Όχι, η απάντηση είναι πολύ εύκολη. Δηλαδή, όταν κοίταξα το χάρτη και ήθελα κάπου να πάω να ζήσω για κάναν χρόνο, είδα ότι η Σύρος είναι κοντά, που σημαίνει σίγουρα δεν θα ‘θελα να επιλέξω ένα νησί μακριά. Ήθελα νησί κατ’ αρχήν, γιατί; Γιατί ήμουν πληγωμένος που όλα τα χρόνια όλοι πάμε διακοπές μία εβδομάδα σε ένα νησί, τι να ζήσεις μια βδομάδα, αυτός σε πληγώνει –εκτός αν είσαι πλούσιος άνθρωπος, οι περισσότεροι δεν είναι όμως– οπότε ήθελα να ζήσω σε ένα νησί όλες τις εποχές, ένα έτος έστω, να μου φύγει αυτό, όπως κάποτε είχα απωθημένο με τα συγκρουόμενα στα λούνα παρκ –μιας που ως παιδί δεν είχαμε χρήματα για να κάνουμε– και όταν ένας φίλος μου εργάστηκε σε λούνα παρκ με άφησε μια ολόκληρη μέρα στα συγκρουόμενα και έγινα καλά και τώρα δεν θέλω να ξαναμπώ. Οπότε πήγα στη Σύρο γι’ αυτό το λόγο, κοντά, τρεις ώρες είχα μάθει, άλλο ότι τελικά έμεινα 8 χρόνια.
Τι σας κράτησε τόσα χρόνια;
Με κράτησε ότι τα κατάφερα σίγουρα, ότι μπήκα σε μια κλειστή κοινωνία ενώ ήμουν Αθηναίος, πρώτη φορά και έκανα πάρα πολλά δημιουργικά πράγματα εκεί. Η μέρα μου, δηλαδή, ήτανε –και είναι, εντάξει, η ζωή μου έτσι είναι, ευχαριστώ τον Θεό, που είναι έτσι, κάποιος που ζει μαζί μου ένα εικοσιτετράωρο το νιώθει και το βλέπει, είναι μαγική η ημέρα μου, κάθε μέρα κάνω πράγματα, συναντιέμαι με ανθρώπους πολύ αξιόλογους, συζητώ πράγματα, μαθαίνω, γνωρίζω, περπατώ, με σταματάνε, μιλάνε, Messenger, είναι συνέχεια, η ζωή μου έχει ενδιαφέρον. Εκεί έκανα πάρα πολλά πράγματα, ξεκίνησα να βγάζω τα πρώτα μου χρήματα για το νοίκι ως DJ, γιατί είμαι και αυτό. Μετά άρχισα να γράφω σε μια εφημερίδα, λίγα χρήματα και από κει, μετά άρχισα να κάνω ραδιόφωνο, είχα κάποιους χορηγούς, μετά άρχισε το νησί να με γνωρίζει. Έγινα παρουσιαστής σε πράγματα, σε καρναβάλι, μετά έκανα θέατρο, έκανα πολλά πράγματα εκεί. Κάποιος μπορεί να ρωτήσει γιατί έφυγα.
Αυτό θα ρωτούσα, πώς, γιατί πήρατε την απόφαση να φύγετε μια μέρα;
Γιατί μάλλον η ιδιοσυγκρασιακά, η ψυχική μου ιδιοσυστασία, η κουλτούρα μου έχει να κάνει με το ότι όταν κάπου γίνομαι βασιλιάς, αυτό με κάνει να νιώθω βαρετά, ότι τα ‘χω κερδίσει όλα. Δεν με κάνει να νιώθω ασφαλής. Η ανασφάλεια εμένα με κάνει να παλεύω. Στη Σύρο με είχαν γνωρίσει όλοι, ό,τι έκανα πετύχαινε, το κέρδισα με το σπαθί μου, αλλά λέω: «Και τώρα έτσι θα ‘ναι, δηλαδή; Κάθε χρόνο θα κάνω πράγματα και θα πετυχαίνουν όλα, γιατί με αγαπάνε;».
Όταν αποφασίζετε να επιστρέψετε στην Αθήνα, τι κάνετε επαγγελματικά; Σας περιμένει κάτι, έχετε ένα σπίτι, γυρνάτε πώς; Όλα απ’ την αρχή;
Πω πω, ναι, ναι, ξαναγύρισα απ’ την αρχή στην πόλη μου. Ναι, αυτό ήταν φοβερό τότε. Εδώ μπορώ να πω κάτι, γιατί, είπαμε, έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου να λέω αλήθειες. Όταν επέστρεψα είχα γνωριστεί με ένα κορίτσι το οποίο λίγο στην αρχή με βοήθησε χρηματικά. Θυμάμαι, δηλαδή, ότι για ένα-δυο, τρεις μήνες στην αρχή μου έδωσε κάποια χρήματα που νοίκιασε ένα σπίτι και λίγο-λίγο μετά βρήκα την άκρη μου, αλλά σίγουρα έπαιξε ρόλο και μ’ αρέσει να εκτιμώ, μ’ αρέσει να ευγνωμονώ ανθρώπους που με βοήθησαν οπότε χαίρομαι που τώρα την μνημονεύω την Ιωσηφίνα, αλλά ήταν δύσκολα. Ήταν δύσκολα γιατί πάλι αρχή. Ήμουν ξένος στον τόπο μου. Είχαν αλλάξει πολλά, γιατί ερχόμουν μετά την κρίση, μια άλλη Αθήνα είδα.
Θέλω πολλά να ρωτήσω και δεν ξέρω από πού να ξεκινήσω. Είστε ποιητής, είστε φωτογράφος, είστε ηθοποιός, έχετε κάνει ραδιόφωνο, έχετε παρουσιάσει, γράφετε στίχους. Αν έπρεπε να επιλέξετε ή να προσδιοριστείτε σε κάποιον με μία ιδιότητα, ποια θα ήταν αυτή;
Ποιητής, γιατί η εμπεριέχεται η ποίηση σε ό,τι κι αν κάνω, ακόμα και σε ένα συρτάρι που ανοίγω.
Θα μπορούσατε ποτέ να κάνετε κάτι που να μην είναι δημιουργικό, μια δουλειά που να ‘ναι τελείως διεκπεραιωτική; Υπάλληλος σε σούπερ μάρκετ, να δουλεύετε σε ένα ταμείο μιας τράπεζας, φαντάζεστε τον εαυτό σας σε κάτι τέτοιο;
Μπορείτε να φανταστείτε τι νιώθει ένα παιδί όταν φεύγει από το χέρι του το μπαλόνι; Γιατί να νιώθω έτσι;
Segment 3
Περνώντας 442 ημέρες με πρόσφυγες και έξι μήνες στον Ψυχιατρικό Ξενώνα Χίου
00:26:00 - 00:41:13
Πάμε στην πρώτη έκθεση φωτογραφίας; Είπατε ότι δεν είχατε καμία πείρα, πήρατε ένα δώρο μια φωτογραφική μηχανή, γιατί σας άγγιξε τόσο το θέμα το προσφυγικό και είπατε θα ξεκινήσω από εκεί;
Πάντα με άγγιζε ο άνθρωπος. Τον άνθρωπο έχω δηλώσει πολλές φορές σε φίλους ότι τον αγαπάω, αλλά δεν τον ερωτεύτηκα. Τώρα, βέβαια, που έτσι που το ξανακούω αυτό που λέω, δεν ξέρω αν είμαι δίκαιος, μπορεί και να τον έχω ερωτευτεί. Νομίζω ότι όταν το ‘λεγα, το ‘λεγα και λίγο έτσι ποιητικά. Πάντα τον άνθρωπο τον αγαπώ, με αφορά, γι’ αυτό και έκανα και street φωτογραφία στην αρχή, τα πρόσωπα, τα πορτρέτα. Τώρα όσον αφορά τους πρόσφυγες εγώ θα σας πω ότι μια ξενοφοβία την είχα, μια απλή ξενοφοβία, ήρεμη, δηλαδή ότι κάποιος είναι ξένος και δεν θέλω πολλά-πολλά να τον πλησιάσω, ως εκεί και ήταν ένα σεμινάριο για ‘μένα. Ήμουν και σιχασιάρης πολύ, έφαγα μαζί τους φακόρυζο και άλλα, πιο πολύ ένα σεμινάριο ζωής έκανα στον εαυτό μου δώρο. Τώρα ότι κατάφερα και έκανα ένα project –που καν δεν ήξερα τι σημαίνει «project φωτογραφικό» τότε, απλά συνέβη– ή κατάφερα να πάρω μια μεγάλη εμπειρία, εντάξει, έγινε και αυτό καλλιτεχνικά, αλλά πιο πολύ ως άνθρωπος πήρα πολλά τότε και κατάλαβα τι σημαίνει «πρόσφυγας». Κατάλαβα ότι είναι ίδιοι με εμάς και έβλεπα και τα παιδιά, πόσο ίδια, θυμήθηκα και εμάς που ήμασταν έτσι από μια φτωχή οικογένεια και μπορούσες να πεις ότι πολλά κοινά είχαμε, απλά ήμασταν στον τόπο μας.
Είπατε πως περάσατε μαζί τους 442 ημέρες, άρα αναπτύξατε προσωπικές σχέσεις;
Ναι, δημιουργήθηκαν προσωπικές σχέσεις. Με κάποιους έχουμε ακόμα επαφές, που έχουν καταφέρει να πάνε Γερμανία και κάποιες καλές ιστορίες, γιατί έχουμε και κακές. Δημιουργηθήκανε, ναι, δεσμοί και μάλιστα ο μεγαλύτερος δεσμός δημιουργήθηκε με τη Λεϊλά, μία γυναίκα που σας υπόσχομαι θα σας στείλω το πορτρέτο της να μπει στη συνέντευξη, η οποία είχε τέσσερα παιδιά και ήταν έγκυος στο πέμπτο. Θυμάμαι ότι της έφερνα νερό κρύο και ότι, όταν πέρασαν όλα αυτά και πήγε Γερμανία, μου ‘πε ότι μ’ έβλεπε στο όνειρό της να της δίνω νερό και έμοιαζε πολύ με τη μάνα μου. Ήταν μελαχρινή, γιατί η μητέρα μου έχει από Αίγυπτο έτσι καταγωγή μακρινή και έχουμε πάρει και τα τρία αδέλφια έτσι σκουρόχρωμα. Και, ρε παιδί μου, αυτή η γυναίκα μου θύμισε τη μάνα μου, μ’ αυτή δημιούργησα τη μεγαλύτερη… και η έκθεση η πρώτη που έκανα φωτογραφίας ήταν αφίσα η Λεϊλά.
Εκείνοι πώς σας αντιμετώπισαν, όταν μένατε μαζί τους στους χώρους που έμεναν, όταν περνάγατε ώρες εκεί, δεν ήταν επιφυλακτικοί;
Αυτοί σίγουρα ήταν επιφυλακτικοί επειδή βλέπαν την κάμερα και νόμιζαν ότι εγώ είμαι κάποιος φωτορεπόρτερ. Νόμιζαν ότι είμαι ένας δημοσιογράφος που μπορεί να βγάζω χρήματα, επειδή δείχνω αυτούς, οπότε υπήρχε αυτό. Εκείνοι εν τω μεταξύ είχανε βαρεθεί, ήταν, υπήρχε ένας κορεσμός όσον αφορά το να τους φωτογραφίζουν συνεχώς από όπου και αν ήτανε, απ’ τα σύνορα, όπου κι αν είναι τους φωτογραφίζανε, ειδικά τότε το ’15 που ήταν έτσι μια μεγάλη, ένα peak τεράστιο. Όταν αυτοί συνειδητοποιούσαν σιγά-σιγά ότι εγώ δεν είμαι φωτορεπόρτερ πχ, επαγγελματίας εννοώ να κάνω αυτό, αλλά είμαι καλλιτέχνης, ταυτόχρονα είμαι άνθρωπος, κάθομαι μαζί τους, παίζω με τα παιδιά τους, προσπαθώ με τα λίγα αγγλικά μου να συνεννοηθώ, με τη γλώσσα του σώματος, τότε σιγά-σιγά συνειδητοποιούσαν αυτοί ότι είμαι σαν αυτούς, παύαν να νιώθουν ότι είμαι από άλλη χώρα ή ότι με την κάμερα, να φοβούνται, τίποτα. Νομίζω πριν μιλήσαμε για κάποια χαρίσματα, ένα άλλο χάρισμά μου είναι να δημιουργώ οικειότητα στους ανθρώπους. Δεν ξέρω τι φταίει, μπορεί και η αλήθεια μου, τα μάτια, δηλαδή να σου λέει ο άλλος: «Νιώθω καλά, σε κοιτάω και δεν φοβάμαι ότι θα μου πεις ψέματα». Ε, αυτή η οικειότητα με έχει σώσει που δημιουργώ, δηλαδή δεν θα μπορούσα να κάνω κανένα project αν δεν είχα αυτό το χάρισμα.
Όταν φεύγατε απ’ το σπίτι το βράδυ, επιστρέφατε [00:30:00]στην καθημερινότητα τη δική σας, στην άλλη σας ζωή, πώς νιώθατε;
Δεν κατάλαβες ότι έμεινα 442 μέρες σερί.
Μένατε συνέχεια εκεί;
Σερί ήμουνα σε αυτό το θέμα.
Σε όποια δομή έμεναν, όπου έμεναν, σε όποια σκηνή, μένατε εκεί;
Και έξω έχω μείνει σε πλατείες.
Όχι, δεν το είχα καταλάβει αυτό.
Ναι, έζησα 442 ημέρες σερί, άλλο ότι, όταν ήμουνα κοντά στο σπίτι, ήμασταν κάπου κοντά στο σπίτι, Πεδίον του Άρεως, μπορούσα να πάω σπίτι και να πάρω νερό απ’ το ψυγείο και να το πάω. Έζησα 442 ημέρες σερί, που σημαίνει κοιμόμουνα μαζί τους, άλλοτε σε δομές, άλλοτε όχι, άλλοτε σε δομές δεν επιτρεπόταν, οπότε έμενα μπορεί έξω απ’ τη δομή στα κάγκελα, σε πλατείες.
Τι σας... Ήταν περιέργεια, ήταν ανάγκη να είσαστε κοντά, τι σας έκανε να θέλετε να εγκαταλείψετε μια πολύ πιο βολική ζωή για να είστε εκεί;
Πολλά πράγματα ήταν και για να είμαι δίκαιος ήταν το ένα το ανθρώπινο και το άλλο ότι σαν να ένιωθα ότι κάνω και τέχνη, ότι δημιουργώ και τέχνη. Και τα δύο. Βέβαια, στην πορεία καταλάβαινα ότι αυτό που είναι σημαντικό είναι το ανθρώπινο, που μένει τελικά, οι δεσμοί που δημιούργησα και όχι μια καλή φωτογραφία, ok. Γι’ αυτό και εγώ δεν έβγαλα ποτέ χρήματα απ’ τους πρόσφυγες και όταν μου δόθηκε, όταν μου ζήτησαν εφημερίδες αθηναϊκές να δώσω φωτογραφίες μου με λεφτά, είπα όχι. Εντάξει και έτσι νιώθω καλά μέσα σε αυτό, ότι δεν έχω εκμεταλλευτεί έτσι, όμως το να φύγω από κάτι έτσι κι αλλιώς εγώ δεν είχα ποτέ βόλεμα, δεν ένιωσα ότι έφευγα απ’ το βόλεμα, αφού δεν βολεύτηκα ποτέ. Δεν είχα ποτέ σταθερή εργασία, πάντα παλεύω, απλά έτυχε να δω, δηλαδή στο μυαλό μου το ‘χα φτιάξει να δω αν μπορώ να ζήσω αυτά που μου λέγανε για τους πρόσφυγες οι γιαγιάδες και οι παππούδες, με έναν άλλο τρόπο πιο σύγχρονο, να δω…. Μας λέγανε για την προσφυγιά, ακούγαμε λέξεις, βλέπαμε φωτογραφίες, αλλά ήθελα λίγο από κοντά να δω, έστω στο τώρα, αν υπάρχουν κοινά στοιχεία. Μάλλον αυτή η έρευνα γινόταν.
Δε σταματάτε να θέλετε να ανακαλύψετε κάτι για το οποίο δεν υπάρχει γνώση. Είπατε πριν ότι μείνατε έξι μήνες στον ξενώνα, στον Ψυχιατρικό Ξενώνα εδώ στη Χίο, κατ’ αρχάς πώς μπορεί να το κάνει κάποιος αυτό;
Εννοείς γραφειοκρατικά;
Ναι, χρειάζεται κάποια άδεια; Δεν νομίζω ότι είναι εύκολο.
Χρειάζεται, ναι, χρειάζεται άδεια, γιατί ο Ψυχιατρικός Ξενώνας Χίου έτσι κι αλλιώς ανήκει στο νοσοκομείο, στο υπουργείο δηλαδή. Γι’ αυτό και είναι μια ερώτηση που με ρωτάνε όλοι, ας ακούγεται πολύ τυπική και γι’ αυτό σίγουρα δεν είναι εύκολο να ξαναγίνει και για τους τυπικούς λόγους, πόσο μάλλον κάποιος να καταφέρει να ζήσει έξι μήνες, να αντέξει. Τα κατάφερα, ξέρεις το θέμα δεν είναι πώς, συνέβη, είναι δύσκολο, απαντάω στην ερώτηση ότι, ναι, είναι δύσκολο γραφειοκρατικά, γιατί είναι το θέμα πολύ έτσι εύθραυστο, αλλά συνέβη.
Θυμάστε την πρώτη μέρα;
Ναι, τη θυμάμαι την πρώτη μέρα πολύ έντονα. Φτιάχνανε μπακλαβά εκείνο το πρωινό, τους βοηθούσανε να φτιάξουν μπακλαβά, φοράγανε λευκές στολές για να μη λερωθούν, οπότε ήταν κάτι έτσι μεταφυσικό, ένιωθα ότι: «Πού είμαι;». Ήταν μόνο λευκά, ήταν πολύ μεταφυσικό. Εγώ έτσι και αλλιώς επειδή είμαι ποιητής όλα τα μεταμορφώνω σε ποίηση. Θυμάμαι την πρώτη φωτογραφία που τράβηξα, η οποία κάποια στιγμή συμμετείχε και σε μια έκθεση πέρυσι τον Σεπτέμβρη και χάρηκα και μέσα μου ένιωθα ότι τώρα τι κάνω εγώ εδώ, τι θα κάνω, τι με περιμένει; Έλεγα ότι, γιατί δεν ήξερα και ότι θα είναι και έξι μήνες απ’ την αρχή, νόμιζα ότι θα ‘ναι δύο.
Αισθήματα φόβου ή προκατάληψης;
Υπήρξανε. Φόβου σίγουρα υπήρξαν, προκατάληψης όχι. Δηλαδή, όπως είπα πριν ότι εγώ είχα μια μικρή ξενοφοβία τότε που ξεκίνησα με τους πρόσφυγες, όσον αφορά τους «τρελούς» σε εισαγωγικά δεν είχα ποτέ, γιατί εγώ τους αγαπούσα τους τρελούς της γειτονιάς. Ένιωθα ότι κάτι ξέρουν που δεν ξέρω εγώ και γι’ αυτό έκανα πολλή παρέα με αυτούς τους τρελούς και να μου λένε οι μεγάλοι: «Πρόσεχε, μην πας με αυτόν», με ελκύει αυτό εμένα πολύ, δηλαδή ότι κάτι ξέρει ο άλλος –εκτός και αν είναι τόσο επικίνδυνος, δω ένα στο δρόμο και τον έχει πιάσει μια κρίση, προς θεού– αλλά ήσυχοι άνθρωποι σε γειτονιές οι οποίοι μπορεί να μην έπαιρναν αγωγή ή να παίρνανε και να λέγανε πράγματα αλλόκοτα. Αυτό με ελκύει. Δεν ένιωσα, λοιπόν, προκατάληψη, ούτε στίγμα. Και μάλιστα στην πορεία ένιωθα και κοινά στοιχεία που είχα εγώ, όταν πολλές φορές έχω περάσει στην άλλη όχθη, απλά έχω καλό πράκτορα και μου βγάζει εισιτήριο με επιστροφή. Όπως έχω πει χαριτολογώντας, είναι θέμα πράκτορα τα πάντα στη ζωή∙ μπορείς να φύγεις και για την τρέλα, αλλά να είσαι εκεί στο πρακτορείο και να του πεις: «Βγάλε εισιτήριο και για πίσω». Μη φύγεις ποτέ με το ένα, αλλιώς μπορεί να μείνεις για πάντα εκεί.
Αυτό θα σας ρωτούσα, πόσο διαφέρουμε τελικά, στην ουσία απέχουμε;
Από τους ανθρώπους που νοσούν λες;
Που είναι κλινικά διαγνωσμένοι, γιατί υπάρχουν και κάποιοι έξω που είτε δεν το παραδέχονται είτε δεν ζητούν τη βοήθεια.
Ναι και αυτό έξω είναι σύνηθες και τώρα πια με αυτή την εμπειρία τη μεγάλη το μυρίζομαι πολύ γρήγορα, όταν βλέπω έναν. Απέκτησα κι αυτή την εμπειρία.
Τα ένστικτά μας, τα κίνητρά μας, οι ανάγκες μας διαφέρουν;
Δεν διαφέρουν, δεν διαφέρουν. Και αυτοί θέλουν να κάνουν κάτι να χειροκροτηθούν, θέλουν να φαν, πεινούν, διψούν, να δουν μια ταινία, να γελάσουνε, έτσι κάποιος να τους πει κάτι, να τους ακούσει. Να τους ακούσει, να ακούσει την ιστορία τους. Όχι, δεν διαφέρουμε και μπορώ να πω ότι έχουμε να μάθουμε πολλά από αυτούς, γιατί αν έχουνε περάσει σε μια άλλη όχθη όντως, κατά καιρούς επιστρέφουν –έστω για λίγο– εδώ, αυτή η λίγη επιστροφή τους ας την εκμεταλλευτούμε να μάθουμε πράγματα για εμάς. Γιατί για αυτούς δεν μπορούμε να μάθουμε, αυτοί μπορούν να μάθουν για εμάς πράγματα, να βοηθήσουν εμάς. Πιο πολύ αυτοί βοηθάνε εμάς παρά εμείς αυτούς. Τώρα το λέω, κάποτε θα μου φαινόταν εάν το άκουγα σε μια συνέντευξη ακραίο, αλλά επειδή έζησα έξι μήνες με αυτούς, κατάλαβα πόσο σπουδαίοι δάσκαλοι είναι και όταν τους το έλεγα, νόμιζαν ότι τους το λέω έτσι για να τους ανεβάσω. Όταν βλέπαν ότι το εννοώ, γιατί με έχουν πολύ ψηλά, με θαυμάζουνε, τους λέω «Έμαθα από εσάς, είστε οι δάσκαλοί μου, μακάρι να είχα την αλήθεια σας, τα βλέμματά σας και την ψυχή σας». Και το εννοώ, το εννοώ.
Εσείς είχατε –πέρα από το να θέλετε να προσεγγίσετε τον άνθρωπο– είχατε και μια καλλιτεχνική περιέργεια, είχατε τους λόγους να αποφασίσατε να μπείτε εκεί, εκείνοι όμως πώς αντιδρούσαν; Ήταν επιφυλακτικοί απέναντί σας, σας εμπιστεύτηκαν;
Ήταν επιφυλακτικοί στην αρχή και είναι κάτι που έχουνε πάρα πολύ μεγάλο είναι η μη εμπιστοσύνη, γιατί έχουν περάσει πολλά έτσι κι αλλιώς όταν ήταν στην κοινότητα, μέχρι να πάνε εκεί έχουν περάσει πολλά απ’ την κοινωνία. Στην αρχή σίγουρα υπήρχε πρόβλημα με αυτό, δεν υπήρχε εμπιστοσύνη. Από την αρχή είχαμε πει ποιος είμαι, είμαι ο Βαγγέλης Ευαγγελίου, είμαι αυτό, θα κάνω αυτό, έρευνα, εθνογραφία, δεν είχαμε πει κάτι άλλο, προς Θεού, ότι είμαι ένοικος και εγώ και πήγα. Νομίζω ότι στην πορεία έγινε αυτό που έγινε και με τους πρόσφυγες και με όλους και με την οικογένεια που έμεινα και με Ρομά που έχω κατά καιρούς έτσι ζήσει, είδαν ότι είμαι εντάξει, είδαν ότι είμαι ok, είδαν ότι μπορούν να με εμπιστευτούν.
Νιώσατε ποτέ αυτούς τους μήνες εκεί μέσα να χάνετε λίγο την επαφή με τον έξω κόσμο, να αλλοιώνεται η πραγματικότητα στο μυαλό σας;
Συνέβη, ειδικά στο τέλος συνέβη. Θα σας πω, κάποια στιγμή που άπλωσα τα ρούχα είχα βάλει το κινητό μου να με τραβάει με ένα τρίποδο και το έστειλα σε μια φίλη κι έτσι όπως άπλωνα τα ρούχα, τα είδε και μου λέει: «Ήρθε η ώρα να φύγεις». Εγώ δεν το είχα καταλάβει. Το επικίνδυνο που έκανα εγώ ήταν το εξάμηνο, τον πολύ χρόνο που έδωσα αλλά και ότι μπήκα πάρα πολύ βαθιά και μάλιστα μετά απ’ τον καρκίνο, αυτό μην το ξεχνάμε.
Για τους ανθρώπους που ζουν εκεί, υπάρχει επαφή, επικοινωνία με την κοινωνία, είναι επισκέψιμος ο χώρος, οι συγγενείς τους, οι άνθρωποί τους θα ερχόντουσαν να τους δουν;
Κάποιοι έχουν συγγενείς, κάποιοι δεν έχουν συγγενείς. Η αλήθεια είναι ότι δεν έρχονται, υπάρχει έτσι μια απουσία από αυτό. Όσον αφορά την κοινότητα, ευτυχώς η Εριέττα η Περδικάρη, η κλινική ψυχολόγος που είναι εκεί τώρα κάποια χρόνια, έχει αλλάξει τα δεδομένα, έχει κάνει πιο εξωστρεφή τον ξενώνα, οπότε πηγαίνουν εθελοντές, κάνουν πράγματα, όπως σαν αυτό που έγινε χθες, στο Ομήρειο, πράγματα που αφορούν την ψυχική υγεία και άλλα, να πάνε οι ένοικοι να τραγουδήσουν, να τους δει ο κόσμος ποιοι είναι, τα ονοματεπώνυμά τους, να συμμετέχουν σε κάποια βιντεοκλίπ κατά καιρούς, να δημοσιεύονται. Αυτό έχει βοηθήσει πάρα πολύ και αφού η κοινότητα άρχισε να ενημερώνεται, άρχισε και ένα στίγμα να εξασθενεί, γιατί λέει: «Α, δεν είναι επικίνδυνοι, δεν είναι ο σχιζοφρενής με το πριόνι, με το τσεκούρι, με», οπότε αυτό κάνει μόνο καλό και νιώθω ότι και εγώ με το project μου βοήθησα από ό,τι λένε με το να ανεβάζω στα μέσα δικτύωσης που έχω το project μου και να βλέπουν κανονικούς ανθρώπους. Νομίζω βοήθησα ο κόσμος να πει: «Α, οκ, κανονικοί είναι, δεν είναι φοβήσιμοι».
Αν υπήρχε, αν έπρεπε να διαλέξετε μόνο μία στιγμή, μία εικόνα απ’ τους έξι μήνες που ζήσατε εκεί, τι είναι αυτό που δεν θέλετε να ξεχάσετε;
Να πω δυο, να πω δυο έτσι που μου ήρθαν;
Ναι!
Έτσι γρήγορες. Εκείνο το: «Βαγγέλη, να ζήσεις και χρόνια πολλά, μεγάλος να γίνεις με άσπρα μαλλιά», και να γελάνε σαν μικρά παιδιά, γιατί εγώ έχω άσπρα μαλλιά, γκρ[00:40:00]ίζα, στα γενέθλιά μου, 25 Μαΐου, αυτό. Και το άλλο είναι όταν η Ειρήνη, η ένοικος η πιο αγαπημένη μου εκεί μέσα, ποιήτρια, μου είπε κάποια στιγμή ότι τα μαλλιά της μαυρίζουν επειδή με αγαπάει και με ρώτησε ποια γυναίκα με αγάπησε τόσο πολύ ώστε να ξαναμαυρίσουν τα μαλλιά της και δεν απάντησα ποτέ φυσικά, γιατί δεν έχω απάντηση.
Από πού αντλείτε εσείς δύναμη;
Ναι, ωραία ερώτηση είναι αυτή, είναι από αυτές τις ερωτήσεις που είναι τόσο απλές, αλλά το απλό είναι το ακρότατο σημείο της εμπειρίας, το απλοϊκό είναι το πανεύκολο. Αυθόρμητα η ειλικρινής απάντηση θα ήταν: «Δεν ξέρω». Αλλά παραμένοντας λίγο μέσα στην ερώτηση, κάνοντας παρέα με την ερώτησή σου, νομίζω ότι δύναμη παίρνω από μένα, δηλαδή έχω καταλάβει ότι έχω βρει έναν μηχανισμό να είμαι μια γεννήτρια ο ίδιος και στα δύσκολα το κατάλαβα ειδικά. Δηλαδή ας το πω ποιητικά. Εγώ κάνω ερώτα με μένα, εγώ μένω έγκυος, εγώ με ξεγεννάω, εγώ μεγαλώνω το παιδί, εγώ το σπουδάζω, εγώ το κηδεύω και πάρ’ το απ’ την αρχή.
Πριν πάμε στον καρκίνο, δεν ήταν η πρώτη σοβαρή περιπέτεια υγείας που περάσατε. Είπατε ότι στην ηλικία γύρω στα 20 χρειάστηκε να εγχειριστείτε και να μείνετε για ένα διάστημα σε αμαξίδιο, τι είχε συμβεί;
Έναν χρόνο αμαξίδιο, έναν χρόνο νοσοκομείο. Είχε συμβεί ότι έκανα ένα χειρουργείο οξεία σπονδυλοδεσία, πάρα πολλές ώρες. Δεν είχε συμβεί ατύχημα και τροχαίο, είχε συμβεί κάτι με τη σπονδυλική μου στήλη, παίξανε ρόλο κάποια πράγματα και ήταν χειρουργηθώ, γιατί, αν το άφηνα, η σπονδυλική μου στήλη θα πίεζε την καρδιά μου μετά από κάποια χρόνια και ίσως να πέθαινα –και όχι ίσως. Το θέμα είναι ότι, όταν συζητάω γι’ αυτό, νιώθω καλά. Αυτό που με πονάει είναι ότι εκείνη η περίοδος της ζωής μου μου έκλεψε το μπάσκετ, γιατί ήμουν συμπαίκτης με τον Θοδωρή τον Παπαλουκά από την ίδια ομάδα και το μπάσκετ ήταν ό,τι περισσότερο αγαπούσα, περισσότερο, περισσότερο, περισσότερο στη ζωή μου. Κοιμόμουν με την μπάλα του μπάσκετ αγκαλιά το βράδυ, τη σαπούνιζα με απορρυπαντικό και κοιμόμουν αγκαλιά. Αυτό μου έκλεψε εκείνη η εποχή και είπα: «Τώρα εγώ τι θα κάνω; Αυτό ξέρω να κάνω!». Και μάλιστα ζούσα και με το όνειρο ότι, αν γίνω μπασκετμπολίστας και βγάλω χρήματα, θα δώσω στους γονείς μου και θα ηρεμήσουμε. Ήταν όνειρο, όμως νιώθω καλά γιατί μάλλον αυτό έπαιξε ρόλο σημαντικό να γίνω μέχρι και ποιητής νομίζω και όλα τα άλλα, οπότε δεν, δεν πονάω ότι ξεκίνησε η ζωή μου δύσκολα, γιατί 20 ετών, ναι, είναι δύσκολο.
Το χειρουργείο καταλαβαίνω ότι δεν ήρθε ξαφνικά, το ξέρατε ότι θα πρέπει να γίνει. Όχι;
Ναι, ήμουν στο νοσοκομείο και περιμέναμε μήνες να ‘ρθουν μοσχεύματα από την Αμερική, αίμα να μαζευτεί πολύ, ναι.
Άρα γνωρίζατε και ότι θα μείνετε μετά σε αμαξίδιο ή αυτό ήταν μια επιπλοκή που προέκυψε;
Δεν ήταν επιπλοκή, δεν είχε ειπωθεί ότι δεν θα περπατήσω, δεν είχε ειπωθεί όμως και η άνεση του θα περπατήσω. Όταν, λοιπόν, ξύπνησα στην εντατική μετά το χειρουργείο και πονούσα τόσο πολύ που παρακάλαγα τη μάνα μου να με σκοτώσει και της έλεγα: «Αν με αγαπάς, όπως λες, σκότωσέ με, αλλιώς τι αγάπη είναι αυτή;», τέτοια πράγματα έλεγα. Τώρα χάθηκα, τι;
Όταν ξυπνήσατε μετά το χειρουργείο και ξέρατε ότι δεν θα...
Όχι, γιατί το είπα αυτό; Α! Οπότε εκεί ένιωσα πολύ περίεργα γιατί πονούσα τόσο πολύ, περνάγανε οι μήνες και δεν περπατούσα και αναρωτιόμουνα τι θα γίνει. Άσε το άλλο, ότι όταν ήμουν στο νοσοκομείο, στο 401 γιατί ήμουν φαντάρος τότε, είδα τετραπληγικά παιδιά, που δεν θα περπατήσουν ποτέ και πάει να πει ότι ήδη εγώ είχα πάθει μεγάλη φρίκη με εικόνες που είχα δει παιδιών, από μηχανάκια βέβαια συνήθως, να είναι για πάντα ανάπηρα, γιατί ήμουνα στη Β΄ Ορθοπεδική και συνέχεια έβλεπα ανάπηρους, πέρα από σπασμένα πόδια απλά, χέρια και είχα τρομάξει πολύ, πολύ ότι... Μετά είχα τρομάξει γιατί σίγουρα μου είπαν ότι δεν θα ξαναπαίξεις μπάσκετ, το πιο απλό θα πω, οπότε ακόμα και αν μου ‘λεγαν: «Θα περπατήσεις, μη φοβάσαι, αλλά μπάσκετ ποτέ» ήδη ήταν σοκ.
Η προσβασιμότητα στην Ελλάδα παραμένει ελλιπής, 25 χρόνια πίσω ήταν χειρότερα τα πράγματα;
Είμαστε 25 χρόνια πριν; Να το, 25, είδες;
25 δεν είναι; Το ‘98 είπατε.
Τι ωραία! Τα ίδια, τα ίδια, απλά τώρα κάπως υπάρχει και το θεαθήναι ότι τους σεβόμαστε και είναι θεαθήναι. Γράφουμε και κάτι στο Facebook και είμαστε wow. Γράφω κάτι στο Facebook, βγάζω μια φωτογραφία που ‘χει παρκάρει κάποιος σε ράμπα, μου λένε δέκα μπράβο οι δικοί μου: «Πες τα, Βαγγέλη, πες τα, Χρυσόστομε», όλα καλά, και αύριο βάζω εγώ σε ράμπα ο ίδιος.
Ένα παιδί 20 χρονών αναγκάστηκε τότε, δηλαδή, να κλειστεί στο σπίτι;
Τότε πήρα το πρώτο μου μεταπτυχιακό, επειδή κλειδώθηκα μέσα μου, το πρώτο μεταπτυχιακό αυτό είναι.
Κάνετε φυσικοθεραπείες, πώς ξεκινάτε να περπατάτε πάλι;
Ναι, κάνω, αλλά η αλήθεια είναι ότι σηκώθηκα πολύ πιο νωρίς από ό,τι νομίζανε και μάλιστα όταν σηκώθηκα όρθιος –σε ένα παράθυρο στο νοσοκομείο– όλο το νοσοκομείο έβαλε τα κλάματα, γιατί με ξέρανε όλοι εκεί πέρα, είχα γίνει το παιδί που με ξέρανε. Θυμάμαι και την Μπέτυ, τη νοσοκόμα, μία που την είχα ερωτευτεί. Θα σας πω μια ιστορία έτσι που έχει… είναι λίγο αστεία, όταν με κάνανε μπάνιο γυμνούλη και εγώ ντρεπόμουνα, αλλά αυτή είναι η ζωή τους των νοσηλευτών, εγώ ντρεπόμουνα ξαφνικά να είμαι 20 ετών και να είναι τρεις γυναίκες από πάνω μου και να με κάνουνε μπάνιο, όμως να που η μια νοσοκόμα, η Μπέτυ, ήταν τόσο όμορφη που σίγουρα κάπως σαν να την είχα ερωτευτεί και απ’ τη μια χαιρόμουνα που με έκανε μπάνιο, ένιωθα όμορφα και το είχε καταλάβει ότι ένας εικοσάχρονος που την έχει ερωτευτεί, οπότε εκείνη θυμάμαι ότι πώς έβαλε τα κλάματα, όταν με είδε όρθιο, πόσο χάρηκε ότι με είδε όρθιο πριν. Βέβαια, κακώς που το ‘κανα αυτό, δεν έπρεπε να σηκωθώ, με κατεβάσανε πάλι. «Τι κάνεις;»
Την πρώτη βόλτα τη θυμάστε;
Την όρθια;
Ναι, έξω απ’ το νοσοκομείο πια.
Να πω την αλήθεια την όρθια δεν τη θυμάμαι, ρε γαμώτο. Θυμάμαι, όμως, την πρώτη βόλτα με το καρότσι. Είναι φοβερό, τώρα δεν το ‘χα σκεφτεί ποτέ αυτό, ότι γιατί δεν θυμάμαι την πρώτη όρθια βόλτα.
Την πρώτη βόλτα με το καρότσι;
Την πρώτη βόλτα με το καρότσι, ήτανε να με πάνε κάτω στην καντίνα να πάρω καραμέλες, γιατί αγαπώ πολύ τις καραμέλες, να με πάνε κάτω στην καντίνα να πάρω καραμέλες.
Και πάμε στο 2020, τότε που έρχεται μια διάγνωση που αλλάζει, φαντάζομαι, τα δεδομένα. Πώς νιώθετε, πώς το αντιμετωπίζετε ή σε ποιον το λέτε για πρώτη φορά, με ποιον το μοιράζεστε;
Πήρα την τότε κοπέλα μου κλαμένος και της είπα: «Έχω καρκίνο» και μου είπε: «Πού είσαι τώρα, να φύγω απ’ το γραφείο να έρθω να σε βρω;». Στον Χολαργό ήμουνα και πήρε άδεια εκείνη την ώρα αμέσως, τα παράτησε όλα και ήρθε και με βρήκε στον Χολαργό στο μετρό, σιωπηλό, να μην ξέρω τι θα πω και να της λέω ότι δεν θέλω να πεθάνω νέος.
Υπάρχει ακόμα φόβος, το ξεπερνάει κάποιος άνθρωπος αυτό, σταματάει να φοβάται;
Όχι, η δική μου άποψη και συζητήσεις που κάνω με καρκινοπαθείς είναι ότι ένας που θα πάθει καρκίνο, ακόμα και να συνεχίσει να ζει 10, 20, 30 χρόνια, με το που πονάει κάπου εδώ, εκεί, εκεί, φοβάται, απλά προσπαθεί να μην παίζει ρόλο, να μην τον κλειδώσει τόσο πολύ, εντάξει.
Ξεκινάει εκεί μια διαδρομή με χημειοθεραπείες, με –φαντάζομαι– ψυχολογικά ανεβοκατεβάσματα ή μόνο κατεβάσματα, πώς ήταν αυτή η πορεία;
Τώρα αυτό είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση, γιατί; Γιατί όπως είπα πριν, το παράδειγμα ότι είμαι γεννήτρια και προσπαθώ από εμένα να αντλώ δύναμη, έτσι έγινε και τότε. Δηλαδή, εμένα η ογκολόγος μου κάποια στιγμή μου είπε ένας ψυχίατρος να ‘ρθει και να με δει και της είπα γιατί, για ποιον λόγο; Λέει γιατί συνήθως έτσι γίνεται. Ήρθε ο ψυχίατρος και νομίζω του ‘δωσα εγώ κουράγιο αντί αυτός σε μένα, το λέω χαριτολογώντας, δεν θέλω να μειώσω, προς Θεού, ένας γλύκας ήτανε και μου λέει: «Αγόρι μου, εσύ είσαι… μπράβο δηλαδή…». Άλλο ότι μέσα μου πονούσα, άλλο ότι έκλαιγα, άλλο ότι δεν ήθελα να πεθάνω νέος, ήμουν εκεί όμως στη ζωή. Δεν με πήρε από κάτω, γιατί, γιατί φοβόμουν ότι αν με πάρει από κάτω, πώς θα το μαζέψω; Ήταν και η φοβία μη με πάρει από κάτω. Λέω, αν με πάρει τώρα από κάτω, Βαγγέλη… γιατί, γιατί έβλεπα τους άλλους που τους είχε πάρει στην ογκολογική, εκεί στο Ιπποκράτειο. Έβλεπα, έβλεπα την κατάθλιψη απέναντί μου, έβλεπα να μην τρώνε, να έχουν γίνει αδύνατοι, έβλεπα πράγματα φοβούμενα. Φοβούμενα; Αδόκιμο, φοβούμενος τα έβλεπα και αυτό με έκανε σίγουρα: «Φάε, φάε, φάε». Και τι κατάφερα, βρε παιδιά; Κατάφερα ενώ ήμουνα πάντα 63 κιλά, δεν είχα ποτέ πάει παραπάνω, ήμουνα πολύ αδύνατος, γιατί είμαι περίπου 2 μέτρα, να πάρω 10 κιλά που τα έχω ακόμα ευτυχώς, είμαι 73 και δεν το πίστευα ότι ποτέ μπορεί να παχύνω και μάλιστα εκείνη την εποχή. Έτρωγα με το ζόρι, πω πω πώς έτρωγα φοβούμενος μη γίνω αυτά που βλέπω.
Επιτρέψατε στον εαυτό σας να λυγίσετε;
Μάλλον όχι, ρε γαμώτο, που νομίζω ότι το σωστό θα ήταν να το επιτρέψω. Βέβαια, το ψιλοεπέτρεπα, ευτυχώς με γλύτωσε αυτό, λίγο-λίγο το επέτρεπα. Δηλαδή, θυμάμαι να βάζω τα [00:50:00]κλάματα, να βάζω τα κλάματα μπροστά στην κοπέλα μου, που δεν με είχε δει κανείς να κλαίω, να κλαίω σαν μικρό παιδί, έτσι να κλαίω σαν κουτάβι. Νομίζω ότι εκεί το επέτρεψα κάποιος να με δει, να δει την πλευρά μου την τόσο αδύναμη και μετά νομίζω πια μία απ’ τις αλλαγές μου είναι αυτή: είμαι πιο τρυφερός με τους ανθρώπους και τους δείχνω τα συναισθήματά μου. Μέχρι τότε δεν τα ‘δειχνα και τώρα λέω και τα «θέλω» μου, λέω σε κάποιον ότι θέλω να σε δω αύριο, θα ήθελες να βρεθούμε και αυτό το καλό μου το έφερε και η ασθένεια.
Αντιληφθήκατε μέσα από αυτό πόσο προσωρινοί είμαστε ή αυτό είναι μια κλισέ σκέψη που κάνουμε όταν κάποιος περνάει μια περιπέτεια υγείας και όταν την ξεπερνάει επιστρέφει πάλι στα ίδια;
Αυτό που έχω να πω για τον καρκίνο ότι εγώ δεν τον περίμενα για να εκτιμήσω τη ζωή, την εκτιμούσα πριν. Ο καρκίνος απλά τι μου έφερε; Μου έφερε αυτή την αλλαγή, το να γίνει λιγότερη η μόνωση που είχα με τους ανθρώπους όσον αφορά τα συναισθήματά μου. Δηλαδή, εγώ ήμουνα ένας υπερσυναισθηματικός άνθρωπος που δεν το ‘ξερε κανείς. Δεν το ‘δειχνα. Το καταλάβαιναν μόνο βέβαια, γι’ αυτό μου ‘δειχναν και εμπιστοσύνη. Ακόμα και οι πρόσφυγες νιώθαν ότι είμαι συναισθηματικός, το ‘βλεπαν απ’ τις κινήσεις μου, δεν το ‘δειχνα, όμως. Το ‘βλεπαν απ’ τις κινήσεις μου, εννοώ να έπαιζα με τα παιδιά τους, δεν βλέπανε όμως εγώ μετά να αγκαλιάζω ένα παιδί με αγάπη και αυτά, κρατούσα αποστάσεις από όλα, άλλο ότι ‘βλεπαν να παίζω με αγάπη. Ε, αυτό μου ‘φερε και τον ευχαριστώ, να σπάσει αυτό και να πω θα αγκαλιάζω, θα λέω: «Παυλίνα, αύριο να πιούμε έναν καφέ, θέλω να σε δω, μου ‘χεις λείψει» να το πω. Να μη φοβάμαι ότι, άμα το πω, θα το πάρει πάνω της η Παυλίνα και θα μου πει: «Τώρα που ξέρω ότι σου λείπω, θα δεις τι θα πάθεις».
Ένας καρκινοπαθής από το περιβάλλον του τι θέλει, τι χρειάζεται;
Φροντίδα, φροντίδα, αγάπη! Να τον κοιτάς και όλα σε «-άκι» να τα λες. Να λες: «Βαγγελάκη, πάρ’ το ποτηράκι. Θέλεις καφεδάκι;». Θέλει τέτοια αγάπη, αγάπη, να τον αγγίζεις στο δέρμα, να του αγγίζεις το χέρι, τον καρπό, το χεράκι του, έτσι, αυτό θέλει.
Οι πρώτες εξετάσεις που βγαίνουν καθαρές;
Θα απαντήσω γι’ αυτές τις εξετάσεις, αλλά να σας πω για τις άλλες. Όταν έγινε η διάγνωση, έπρεπε να γίνει αξονική για να δουν αν υπάρχει μετάσταση. Να σας πω ότι δεν φοβάμαι καμία λέξη πια στον κόσμο, ούτε τη λέξη «καρκίνο», αλλά φοβάμαι μόνο μία: «μετάσταση». Μόνο αυτή φοβάμαι, γιατί και εγώ ως ποιητής με τις λέξεις τα πάω πολύ καλά, υποκύπτουν στα τερτίπια μου, ξέρετε, αλλά αυτή η λέξη είναι, Παναγία μου, δηλαδή, αλλά θέλω να τη λέω έτσι, να την ξορκίζω τώρα. Λοιπόν, όταν έγινε η αξονική, περίμενα έξω απ’ το διαγνωστικό να πάρω το χαρτί. Τι ένιωθα; Μου το δίνει εκεί από τη ρεσεψιόν, βγαίνω απ’ έξω στο Χαλάνδρι, το ανοίγω, έτρεμα και βλέπω –κάποια δεν τα καταλάβαινα– πάω στα συμπεράσματα που είναι λίγο πιο ανθρώπινα και βλέπω ότι δεν έχει γίνει μετάσταση και βάζω τα κλάματα γελώντας –ένα συναίσθημα που δεν ήξερα ότι υπάρχει– και βάζω τα κλάματα γελώντας, δεν το πίστευα, ένιωθα τέτοια χαρά ότι θα ζήσω. Εκεί κατάλαβα, κατάλαβα, ένιωσα ότι δεν θα πεθάνω, ας πούμε, άμεσα, ότι δεν έχει γίνει κάτι τόσο κακό. Τώρα κάθε φορά που παίρνω τις εξετάσεις από το διαγνωστικό εκεί στην Κατεχάκη που μένω, να σας πω ότι βγαίνω έξω από το διαγνωστικό και βρίσκω τον πρώτο περαστικό και του ζητάω να μου διαβάσει τα καλά νέα που διάβασα, γιατί δεν τα πιστεύω. Αυτό καταλαβαίνετε ότι προκαλεί λίγο αμηχανία στους ανθρώπους, μετά καταλαβαίνουν, όμως, τι έχει συμβεί και είναι όλα καλά, αλλά μια φορά μια κυρία που είχε μεγάλη ενσυναίσθηση κατάλαβε πολύ γρήγορα και με αγκάλιασε και βάλαμε τα κλάματα και οι δυο με μια άγνωστη γυναίκα, κλαίγαμε στο δρόμο και τώρα είναι και οι εξετάσεις μου όπου να ‘ναι.
Δεν υπάρχει αν δεν το δουν οι άλλοι; Γι’ αυτό θέλετε να το ακούσετε από κάποιον άλλο;
Ναι, δεν το πίστευα, ήταν τόσο καλό το νέο ότι συνεχίζω, είμαι υγιής, που λέω πρέπει να μου το πει και άλλος, γιατί μήπως εγώ το έφτιαξα.
Διάβασα ότι θα κάνετε αυτή την ιστορία, την αρρώστια σας, κόμικ.
Θα την κάνω με τον υπέροχο τον κομίστα, τον Νικόλα Στεφαδούρο, θα είναι σενάριο δικό μου και θα το αφιερώσουμε στη μητέρα του, που έχει χάσει, και στη θεία μου τη Σπυριδούλα, την αδελφή της μητέρας μου και σε όλους, αλλά ειδικά σε αυτούς τους δύο που μας ήρθαν γρήγορα στο μυαλό. Γιατί η θεία μου Σπυριδούλα έφυγε πολύ κοντά, λίγο πριν από μένα, που εγώ δεν ήξερα καν τι σημαίνει καρκίνος. Και έτσι όταν εγώ διαγνώστηκα, μου ήρθε αμέσως η θεία μου η Σπυριδούλα στο μυαλό να μου λέει την ατάκα, θυμάμαι, θυμάμαι πολύ εκείνο το φθινόπωρο, μου λέει: «Βαγγέλη, μου είπε ο θείος σου να στρώσουμε χαλιά, αφού τον χειμώνα εγώ δεν θα ‘μαι εδώ, τι να τα κάνω;» Και θυμάμαι την ακούω τότε την ατάκα και να λέω: «Τι λέει η θεία μου». Ε και όντως έφυγε μετά από λίγες μέρες, το ‘νιωσε. Με τον Νικόλα Στεφαδούρου θα κάνουμε το κόμικ αυτό βιβλίο. Το όνειρό μου είναι να πάνε τα χρήματα σε καρκινοπαθείς. Να σας πω ότι υπάρχουν επεισόδια να τα δει κάποιος κάποια. «Κάβουρας» λέγεται και έχουμε κάνει μια διακοπή δύο ετών επειδή ήρθα εδώ λόγω χρόνου, αλλά μιλήσαμε με τον Νικόλα προσφάτως και είπαμε ότι με το που γυρίσω θα το ξεκινήσουμε πάλι για να το τελειώσουμε.
Πώς βρεθήκατε εδώ, γιατί στη Χίο;
Τυχαία βρέθηκα τον Δεκέμβρη, τον Νοέμβρη του ‘21, καλή ώρα, έκανα ένα σεμινάριο φωτογραφίας στην Αθήνα, σεμινάριο street photography και όταν τελειώσαμε υπήρχε ως μαθητής μου, ένας εκπαιδευτικός από τη Χίο. Μου είπε: «Κύριε Ευαγγελίου, μου έκανε εντύπωση το μάθημά σας, ο τρόπος που μας μιλάτε και θέλω να αγοράσω και το βιβλίο σας και λοιπά, θέλω να σας γνωρίσω καλύτερα». Ένας σαραντάρης άνθρωπος, του λέω: «Εγώ εδώ μένω, όμως». Μου λέει: «Θέλω να σας φιλοξενήσω σπίτι μου στη Χίο». Του λέω: «Δεν έχω ανάγκη διακοπές, άσε με να το σκεφτώ». Και όντως εγώ μετά από μια εβδομάδα τον ενημέρωσα ότι θα έρθω στη Χίο εννιά μέρες τον Δεκέμβρη του 2021, της Αγίας Άννης ήρθα –γι’ αυτό βάφτισα και «Άννα» τη γάτα που βρήκα τον Οκτώβρη πέρσι– θα έρθω, αλλά θα κάνω ένα σεμινάριο επταήμερο φωτογραφίας με στοιχεία κοινωνικού πειράματος στο εσπερινό λύκειο. Πήραμε την άδεια, το κάναμε και εκείνες τις εννιά μέρες συνέβησαν τόσες συγκυρίες στο νησί που έφυγα και ήρθα τον Φεβρουάριο για το «Chiography».
Πριν πάμε στο «Chiography», ή είναι μέρος και αυτό; Είπατε ότι μείνατε έναν μήνα σε μια οικογένεια στο Πυργί.
Είναι «Chiography» αυτό, απ’ τη στιγμή που πάτησα τον Φεβρουάριο εδώ είναι «Chiography».
Δηλαδή, πώς προσεγγίσατε, πώς το δέχτηκαν;
Πάλι οι συγκυρίες, δηλαδή θυμάστε που σας είπα ότι για εννιά ημέρες ήρθα να κάνω το σεμινάριο με στοιχεία κοινωνικού πειράματος. Παρ’ όλα αυτά υπήρχαν άνθρωποι που με παρακολουθούσαν στο Facebook χρόνια τώρα, οπότε, με το που ‘μαθαν ότι είμαι εγώ στη Χίο, ‘θελαν να μιλήσω στα σχολεία τους, που είναι εκπαιδευτικοί, διευθυντές και λοιπά. Άρχισα τα πρωινά να μιλάω σε πάρα πάρα πολλά σχολεία στη Χίο, εκείνο το εννιάμερο και έγινε το εξής. Τότε είχα τελειώσει το project μου που φωτογράφιζα νεκροταφεία και το έδειχνα τότε, στις ομιλίες μου το ‘δειχνα. Να πω ότι φωτογράφιζα τα νεκροταφεία σαν να είναι λούνα παρκ, αφήνω αυτό σε κάποιον για να μη φοβηθεί, γιατί και όταν έλεγα σε γυμνάσια-λύκεια θα σας δείξω αυτό, στην αρχή σκιαζόντουσαν, όταν ‘βλεπαν, έλεγαν: «Ωπα». Οπότε ένας κύριος όταν πήγα στην Αθήνα με πήρε τηλέφωνο, βρήκε το τηλέφωνό μου, με πήρε, μου είπε ότι πέθανε ο αδερφός του προσφάτως, ότι είχα πάει στο σχολείο του –στο δεύτερης ευκαιρίας, γιατί είναι ενήλικος αυτός– και είδε τα νεκροταφεία και έχει συγκινηθεί και θα ήθελε πολύ να φωτογραφίσω, παράδειγμα, τον τάφο του αδελφού του και αν θα έρθω ξανά Χίο και του είπα ότι θα ‘ρθω να κάνω το «Chiography», γιατί δεν το ήξερε αυτός και μου είπε: «Πού θα μείνεις;». Λέω μου ψάχνουνε Χιώτες να δούνε πού θα μείνω για αρχή και μου λέει: «Θες να μείνεις μαζί μας;» και του λέω: «Εντάξει, θα μείνω έναν μήνα, αλλά θα σας φωτογραφίσω, θα ζήσω μαζί σας για αυτό, αν δέχεστε». Και λέει: «Δεχόμαστε γιατί έχω δει εργασία σου, σε εμπιστεύομαι». Έτσι ξεκίνησε αυτό στο Πυργί.
Το αγαπημένο σας θέμα στη φωτογραφία, τελικά; Υπάρχει, έχετε ένα αγαπημένο θέμα, κάτι που να απολαμβάνετε περισσότερο να φωτογραφίζετε;
Νομίζω, όταν είναι ο άνθρωπος μέσα.
Και πάμε στο «Chiography», που είναι τρία project, θα μας μιλήσετε για αυτό;
Ναι, το «Chiography» είναι το “W chance”, φωτογραφίζω γυναίκες μόνο, μαθήτριες και καθηγήτριες από το σχολείο δεύτερης ευκαιρίας, γιατί συγκινήθηκα όταν άρχισα να κάνω μια έρευνα ότι η γυναίκα στην Ελλάδα άργησε πάρα πολύ να έχει δικαιώματα στην εκπαίδευση. Συγκινήθηκα και θύμωσα και μάλιστα όταν άρχισα να μαθαίνω ιστορίες από κει απ’ το σχολείο, για ποιο λόγο σταμάτησαν το σχολείο, έβλεπα ότι πάντα φταίει ένας άνδρας, ένας σύζυγος, ένας πατέρας, ένας αδελφός. Θύμωσα, θύμωσα πάρα πολύ, γιατί είμαι και εγώ άνδρας και λέω γιατί το κάνουμε αυτό και θεώρησα ότι θέλω να κάνω κάτι γι’ αυτές τις γυναίκες, ασχολήθηκα με αυτό. Το άλλο το project είναι «Οι ένοικοι», ο Ψυχιατρικός Ξενώνας και το άλλο είναι «Η άγνωστη Χ», που περιλαμβάνει όλη τη Χίο. Η άγνωστη Χ, που όταν ήρθα εδώ ήταν μια μαθηματική εξίσωση, πώς θα τη λύσω, τι θα κάνω, πώς θα πλησιάσω τα θέματά μου, πού θα μείνω, όλα ήταν εξίσωση.
Τι σας δίνει έμπνευση;
Η καθημερινότητα, η παρατηρητικότητα, η παρατήρηση που κάθομαι και παρατηρώ και κοσκινίζω την παρατήρηση και την μετατρέπω σε κάτι.
Συμμετείχατε πρόσφατα και στο φεστιβάλ τεχνών «Εκεί που ζω», στο Μιχάλειο κτήριο, παλιό ορφανοτροφείο, για όσους δεν γνωρίζουν, σε ένα ντοκιμαντέρ[01:00:00] για τις γυναίκες που έζησαν στο ορφανοτροφείο. Θέλετε να μας πείτε κάτι γι’ αυτό;
Ναι, συμμετείχα και ως ποιητής με ένα θέμα, μια ποιητική εγκατάσταση, αλλά το άλλο είναι αυτό που είπατε ακριβώς. Με τον Στρατή Βογιατζή τον σκηνοθέτη, που μου έκανε την τιμή να με πάρει ως διευθυντή φωτογραφίας, φτιάξαμε τις «Αγγελικές», τον τίτλο του ντοκιμαντέρ, ακούσαμε μαρτυρίες. Είμαι τυχερός που έζησα και αυτό το θέμα, άκουσα μαρτυρίες από γυναίκες που μεγάλωσαν εκεί μέσα σε αυτό το ορφανοτροφείο, που ήτανε απ’ το ‘31 μέχρι το ’83, νιώθω τυχερός που αξιώθηκα να ζήσω ένα τέτοιο θέμα και να ακούσω, κάναμε το ντοκιμαντέρ, το δείξαμε στον κόσμο, θα το στείλουμε στα φεστιβάλ τώρα και κάποια στιγμή θα δοθεί και σε όλους να το βλέπουνε και είναι η δεύτερη φορά που συμμετέχω στο «Εκεί που ζω» και μπορώ να πω ότι πέρσι μου ‘καναν την τιμή να είμαι ο μόνος που δεν είμαι απ’ τη Χίο και συμμετείχα, αλλά νιώθαν σαν να είμαι απ’ τη Χίο με τόσα που κάνω εδώ.
Είδα στην προσωπική σας σελίδα στο Facebook ότι –δεν θυμάμαι ακριβώς τον αριθμό ημερών– για κάποιες ημέρες αποφασίσατε να πάτε να μείνετε σε ένα βουνό, στο Αίπος, πώς προέκυψε αυτό;
Αυτό προέκυψε από το «Caravan Project», του Στρατή Βογιατζή, μου έγινε η πρόταση να συμμετέχω σε αυτό, σε αυτήν την έρευνα, 16 ημέρες να ζήσουμε με σκηνές στο Αίπος, μαζί με άλλους συμμετέχοντες από διάφορα σημεία της Ελλάδας –και όχι μόνο. Πήγαμε ο καθένας, έκανε το project, δείξαμε και ένα οpen στούντιο 23 Σεπτεμβρίου στον κόσμο, ήρθε και μάλιστα πολύς κόσμος ήρθε, το χαρήκαμε και είδαν και αυτοί τι κάναμε. Μπορώ να σας πω ότι είμαι πάρα πολύ χαρούμενος που έζησα άλλη μια τέτοια εμπειρία τόσο περίεργη, χαίρομαι πάρα πολύ, χαμογελάνε τα μάτια μου αυτή τη στιγμή, έμαθα πολλά, συναναστράφηκα με το βουνό όπως δεν το ‘χω ξανακάνει και μάλιστα με ένα οροπέδιο παράξενο. Το Αίπος είναι σεληνιακό, έχει βγει από άλλες εποχές, είναι αφιλόξενο και θα σε φιλοξενήσει μόνο αν το θέλει εκείνο. Μπορώ να σας πω ότι το δικό μου project εκεί αφορά τους βοσκούς και αυτό τον καιρό λίγο πριν φύγω από τη Χίο, ακόμα το συνεχίζω για να το φτάσω όσο μπορώ στο καλύτερο σημείο του και να το παρουσιάσω.
Υπάρχει κάτι το οποίο δεν θα δοκιμάζατε; Σταματάει κάπου η περιέργειά σας, η δίψα σας;
Σταματάει εκεί που δεν κάνω ποτέ κάτι να δοκιμάσω για την εμπειρία απλά, χωρίς λόγο, εκεί σταματά από μόνο του. Τώρα αν θα πήγαινα στον πόλεμο να γίνω πολεμικός ανταποκριτής, θα σας πω όχι, γιατί μεγαλώνουν πολύ οι πιθανότητες να πεθάνω και άλλωστε εμένα δεν με φορτίζει η αδρεναλίνη, με φορτίζει η δημιουργία, το να μείνει κάτι από την εμπειρία μου. Αν η εμπειρία μου παραμείνει εμπειρία, δεν μου φτάνει, θα ‘θελα να γίνει κάτι για να τη μοιραστώ, να πάψει να είναι δική μου μόνο. Αυτό μάλλον με φορτίζει, κάνω κάτι ας πούμε στον ξενώνα να το δείξω, να το παρουσιάσω, να ενημερώσω, να συγκινήσω, κάτι να συμβεί, κάτι ουσιαστικό.
Κάνετε όνειρα;
Κάνω όνειρα, έχω πολύ απλά όνειρα. Να βγουν καραμέλες με πολύ ωραίες γεύσεις και να μην είναι πολύ ακριβές, να μπορώ να τις πάρω. Κάνω όνειρα πολύ κοντινά, όχι μακροπρόθεσμα. Τα όνειρά μου δεν έχουν υλικά αγαθά. Ένα όνειρό μου είναι κάποια στιγμή να μιλήσω στον TEDx για το θέμα με τον ξενώνα. Μια φίλη μου μου λέει ότι θα γίνει, θα δεις, θα το δούμε, μακάρι. Τέτοια όνειρα έχω, απλά, έτσι μικρούς στόχους.
Μοιάζει να ‘χετε ζήσει δέκα ζωές και να μη σταματάτε ποτέ. Δεν χρειάζεται και μια παύση, δηλαδή παίρνετε χρόνο για εσάς, κάνετε λίγο πίσω απ’ τα πράγματα;
Να σας πω ότι η παύση και ο χρόνος που παίρνω είναι όντας μέσα σε αυτά, δηλαδή τη στιγμή αυτή που μου παίρνετε συνέντευξη εσείς, υπάρχουν άλλα δέκα πράγματα που σκέφτομαι ταυτόχρονα και αυτό με ξεκουράζει. Αν ήμουν μόνος στη συνέντευξη και άκουγα μόνο τις ερωτήσεις, θα κουραζόμουν ότι μόνο με ένα πράγμα ασχολούμαι. Αυτή τη στιγμή, βέβαια, δε φαίνεται, το ισορροπώ και αυτό είναι το θέμα, γιατί αν σε πάει πίσω κάτι... Ότι κάνω πολλά πράγματα ταυτοχρόνως, αυτό είναι η παύση.
Υπάρχει κάτι που θέλετε εσείς να συμπληρώσετε, κάτι να πείτε;
Όχι, αυτό που θέλω να πω είναι ένα μήνυμα να δώσω στους νέους ανθρώπους, ό,τι ηλικία και αν έχουν, γιατί τα χρόνια δεν τα μετράμε, αλλά τα ζυγίζουμε. Αν συμβεί κάτι στη ζωή τους, μια ασθένεια, ένας χωρισμός, θάνατος αγαπημένου προσώπου, κάτι δύσκολο, θάνατος του ζώου τους, θα τους παρακαλούσα πάρα πολύ να βρουν το κόλπο τους. Αν με βρουν, να μου στείλουν μήνυμα να τους βοηθήσω να βρουν το κόλπο τους. Αν δεν με βρουν, ας το βρούνε εκείνοι. Κόλπα υπάρχουν πολλά, απ’ το πιο απλό «περπατάω/κολυμπάω/γράφω/ζωγραφίζω/βλέπω σειρές απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ», να βρουν το κόλπο τους για να μην αφήσουν να τους χτυπήσει την πόρτα η θλίψη, που δεν είναι κακό για αρχή, αλλά η θλίψη συνήθως κάθεται, σου κάνει αρμένικη βίζιτα, αυτή η σχέση γίνεται κατά σου και η θλίψη γίνεται κατάθλιψη. Αυτό θα παρακαλούσα αν το ακούσουν κάποιοι να θυμούνται τα λόγια μου, ότι άκουσα κάποιον να λέει να βρούμε το κόλπο μας.
Χάρηκα πάρα πολύ γι’ αυτή τη συζήτηση και σας ευχαριστώ πολύ!
Και εγώ.
Photos

Βαγγέλης Ευαγγελίου
Ο αφηγητής, Βαγγέλης Ευαγγελίου, στον Ψυχι ...
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο Βαγγέλης Ευαγγελίου έχει πολλές ιδιότητες, καθώς γράφει, φωτογραφίζει, κάνει ραδιόφωνο, παίζει θέατρο, παρουσιάζει. Παρ’ όλα αυτά, όταν χρειάζεται να επιλέξει, η ποίηση είναι αυτό που τον χαρακτηρίζει. Γεννήθηκε πριν 45 χρόνια στην Αθήνα και μεγάλωσε χωρίς πολλά υλικά αγαθά, αλλά με πολλή αγάπη. Στη Γ’ Γυμνασίου αποφάσισε να σταματήσει το σχολείο κι ακόμα και σήμερα δεν το ‘χει μετανιώσει. Κάπου στα 20 του ένα χειρουργείο σπονδυλοδεσίας τον κρατά για έναν χρόνο στο νοσοκομείο κι έναν ακόμα σε αμαξίδιο, στερώντας του ένα μεγάλο του όνειρο: το μπάσκετ. Φτιάχνει κοσμήματα και τα πουλάει στα νησιά. Αργότερα σπουδάζει αργυροχρυσοχοΐα και μετά βρίσκεται στη δραματική σχολή «Ιάκωβος Καμπανέλλης» για να κάνει έκπληξη στον φίλο, συνεργάτη και τότε καθηγητή του, Γιάννη Ζουγανέλη. Το 2007, με 250 ευρώ στην τσέπη, μετακομίζει στη Σύρο, γιατί ήθελε απλώς να ζήσει ένα ολόκληρο έτος σε ένα νησί. Μένει οκτώ. Όταν νιώθει πως τα ‘χει κατακτήσει όλα, επιστρέφει στην Αθήνα. Μια φωτογραφική μηχανή που έφτασε στα χέρια του ως δώρο τον φέρνει στο Πεδίον του Άρεως στη μεταναστευτική κρίση του ’15 περνώντας εν τέλει 442 μέρες μαζί με τους πρόσφυγες. Το 2020 διαγνώστηκε με καρκίνο. Μια σειρά συγκυριών τον οδήγησαν στη Χίο, όπου πέρασε έξι μήνες στον Ψυχιατρικό Ξενώνα ερευνώντας και φωτογραφίζοντας τους ενοίκους. Δημιουργός του «Chiography», ο Βαγγέλης δεν σταματά να κάνει τέχνη, αλλά κυρίως να θέλει να εξερευνήσει τον άνθρωπο.
Narrators
Βαγγέλης Ευαγγελίου
Field Reporters
Πολυξένη Πανέρη
Tags
Interview Date
10/10/2023
Duration
65'
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο Βαγγέλης Ευαγγελίου έχει πολλές ιδιότητες, καθώς γράφει, φωτογραφίζει, κάνει ραδιόφωνο, παίζει θέατρο, παρουσιάζει. Παρ’ όλα αυτά, όταν χρειάζεται να επιλέξει, η ποίηση είναι αυτό που τον χαρακτηρίζει. Γεννήθηκε πριν 45 χρόνια στην Αθήνα και μεγάλωσε χωρίς πολλά υλικά αγαθά, αλλά με πολλή αγάπη. Στη Γ’ Γυμνασίου αποφάσισε να σταματήσει το σχολείο κι ακόμα και σήμερα δεν το ‘χει μετανιώσει. Κάπου στα 20 του ένα χειρουργείο σπονδυλοδεσίας τον κρατά για έναν χρόνο στο νοσοκομείο κι έναν ακόμα σε αμαξίδιο, στερώντας του ένα μεγάλο του όνειρο: το μπάσκετ. Φτιάχνει κοσμήματα και τα πουλάει στα νησιά. Αργότερα σπουδάζει αργυροχρυσοχοΐα και μετά βρίσκεται στη δραματική σχολή «Ιάκωβος Καμπανέλλης» για να κάνει έκπληξη στον φίλο, συνεργάτη και τότε καθηγητή του, Γιάννη Ζουγανέλη. Το 2007, με 250 ευρώ στην τσέπη, μετακομίζει στη Σύρο, γιατί ήθελε απλώς να ζήσει ένα ολόκληρο έτος σε ένα νησί. Μένει οκτώ. Όταν νιώθει πως τα ‘χει κατακτήσει όλα, επιστρέφει στην Αθήνα. Μια φωτογραφική μηχανή που έφτασε στα χέρια του ως δώρο τον φέρνει στο Πεδίον του Άρεως στη μεταναστευτική κρίση του ’15 περνώντας εν τέλει 442 μέρες μαζί με τους πρόσφυγες. Το 2020 διαγνώστηκε με καρκίνο. Μια σειρά συγκυριών τον οδήγησαν στη Χίο, όπου πέρασε έξι μήνες στον Ψυχιατρικό Ξενώνα ερευνώντας και φωτογραφίζοντας τους ενοίκους. Δημιουργός του «Chiography», ο Βαγγέλης δεν σταματά να κάνει τέχνη, αλλά κυρίως να θέλει να εξερευνήσει τον άνθρωπο.
Narrators
Βαγγέλης Ευαγγελίου
Field Reporters
Πολυξένη Πανέρη
Tags
Interview Date
10/10/2023
Duration
65'