Ο Κώστας Γεωργίου και η μουσική, που ποτέ δεν την άφησε
[00:00:00]Καλησπέρα σας.
Γεια σου, Θανάση.
Θα μου πείτε το όνομά σας;
Βεβαίως, λέγομαι Κώστας Γεωργίου του Νικολάου!
Είμαι ο Θανάσης Σκούφιας, ερευνητής για το Istorima, είναι 25 Σεπτεμβρίου του 2023, είμαι μαζί με τον κύριο Κώστα Γεωργίου και βρισκόμαστε στο Λαζοχώρι Ημαθίας. Κύριε Κώστα, ξεκινώντας, θέλω λίγο να μου μιλήσετε για εσάς προκειμένου να σας γνωρίσουμε.
Ναι. Δηλαδή να πω πότε–
Κάποια απ’ αυτά, ακριβώς–
Γεννήθηκα, πού γεννήθηκα και τέτοια, έτσι; Ναι. Λοιπόν, γεννήθηκα Αύγουστο του ’51 στην Θεσσαλονίκη, στο Ρώσικο Νοσοκομείο. Έτσι το λέγανε τότε. Η γειτονιά μου, η γειτονιά που μεγάλωσα ήτανε στο «Λαϊκό Νοσοκομείο», το οποίο λέγεται τώρα «Ιπποκράτειο», και ο δρόμος που έμενα ήτανε ένα στενό κάτω από την Κωνσταντινουπόλεως, στην οποία είναι το «Ιπποκράτειο» τώρα, και στη γωνία Φλέμινγκ, περίπου... Η Φλέμινγκ είναι ο κάθετος δρόμος που βγαίνει στην είσοδο του «Ιπποκρατείου» από την κάτω μεριά, απ’ την Κωνσταντινουπόλεως. Αυτή ήταν γειτονιά μου, μέχρι, εκεί έζησα μέχρι τα 10 μου. Λοιπόν, αυτή ήτανε μία γειτονιά που εκτός από τον, τον κεντρικό τον δρόμο, την Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος είχε πέτρες-κύβους κάτω, δεν ήτανε άσφαλτος, έτσι ήταν τότε οι δρόμοι οι καλοί, μάλλον, και είχε και γραμμές του τραμ. Πέρναγε και τραμ από κει. Είχε διάφορα, απέναντι από το νοσοκομείο είχε κάτι παράγκες, που ήτανε κάτι μαγαζάκια, δηλαδή κάτι ψιλικατζίδικα, τέτοια πράγματα. Θυμάμαι που είχα αγοράσει μια φυσαρμόνικα από κει όταν ήμουνα 6-7, από τα κάλαντα που είχα πει. Το «Ιπποκράτειο», το «Λαϊκό Νοσοκομείο» τότε, δεν ήταν όπως είναι τώρα. Ήτανε η παλιά η πτέρυγα που βλέπουμε μπροστά από την είσοδο και είχε και κάτι παραπήγματα μέσα, κάτι, αυτά τα toll τα στρατιωτικά, που... Κάπως έτσι τα λέμε και, μάλιστα, ένα toll το χρησιμοποιούσαν και σαν εκκλησία εκεί. Τώρα… Ναι.
Η Μ.Ε.Υ.Θ. που μου αναφέρατε;
Ναι. Αυτή έρχεται λίγο παραπέρα, να σου, να σου πω λιγάκι εκεί, για τα πρώτα χρόνια δηλαδή. Αυτοί οι δρόμοι όλοι, η Φλέμινγκ, η Γαριβάλδη, που ήταν η δικιά μου... Δηλαδή ήμουν Φλέμινγκ και Γαριβάλδη περίπου, ήταν ένας, ήταν όλοι χωματόδρομοι. Εκτός από την Φλέμινγκ, η Φλέμινγκ δεν νομίζω να ήτανε χωματόδρομος, αλλά είχε δεξιά, αριστερά, ήτανε γεμάτη με δέντρα, με ακακίες, και σπίτια με μονοκατοικίες και αυλές με τριανταφυλλιές που μυρίζαν πάρα πολύ ωραία και ήταν πολύ όμορφα. Εγώ έπαθα ένα, έτσι, σοκ, γιατί έφυγα από κει περίπου στην ηλικία των 11 χρονών, είχα έρθει στην Βέροια, ήρθαμε στην Βέροια. Μετά πήγα στην Αθήνα, έζησα στην Αθήνα και μετά από πολλά χρόνια ξαναπήγα, πέρασα από τη γειτονιά, λέω: «Πάω να δω από κει» και έπαθα σοκ πραγματικό! Δηλαδή είδα παλιές πολυκατοικίες. Δεν υπήρχε, δηλαδή σαν να ήτανε, η γειτονιά που θυμόμουνα σαν να ήτανε κάτι που δεν υπήρξε ποτέ. Υπήρχε ένας χείμαρρος, λάκκο τον λέγαμε τότε, και μάλιστα έχει μιλήσει για αυτό σε ένα μυθιστόρημά του ο Τάκης ο Σιμώτας για το λάκκο, στον οποίο πηγαίναμε, είχε αλάνες δεξιά-αριστερά, παίζαμε, και αυτός ο λάκκος δεν υπήρχε. Πάνω από τον λάκκο υπάρχουνε σπίτια. Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό, βέβαια, έτσι. Στο, πέρναγε από τους δρόμους αυτούς περνάγανε διάφοροι, δηλαδή πέρναγε ένας ψαράς που είχε ένα ταψί μεγάλο στο κεφάλι του επάνω και είχε τα ψάρια επάνω και φώναζε: «Ψάρια» και πηγαίναμε και αγοράζαμε. Εντάξει, περνούσανε με, με το μαλλί της γριάς, τέτοιοι, διάφοροι, ας πούμε, και πέρναγε, επειδή ήταν χωματόδρομοι, πέρναγε ένα βυτιοφόρο, ποτιστήρα το λέγαμε, γιατί πίσω είχε μία μπάρα με τρύπες και κατέβρεχε τον δρόμο για να μη σηκώνεται πολλή σκόνη όταν περνούσαν, για να μη σκονίζονται τα, τα γύρω σπίτια. Εκεί, λοιπόν, σ’ αυτό το, σ αυτά τα βυτιοφόρα κάναμε το εξής, το ’κανα κι εγώ μια φορά. Κάναμε «σκαλομαρία». «Σκαλομαρία» λέγαμε όταν ανεβαίναμε σε ένα όχημα στη ζούλα! Χωρίς να μας πάρουν είδηση. Και θυμάμαι ήμουν πολύ μικρός, δηλαδή θα ’μουνα, σχολείο δεν πήγαινα ακόμη, και ανέβηκα επάνω και με πήγαινε. Και κάποια στιγμή στρίβει από την Γαριβάλδη, ανεβαίνει στην Κωνσταντινουπόλεως και αναπτύσσει ταχύτητα. Λέω: «Τώρα εγώ πώς θα πηδήξω;». Κάποια στιγμή που έστριψε κάπου εκεί προς την Αγία Τριάδα, στην Αγίας Τριάδας, πήγαινε προς, να ανεφοδιαστεί προφανώς το αυτοκίνητο, και ελάττωσε ταχύτητα, πήδηξα. Μια άλλη «σκαλομαρία» που είχα κάνει, πιο μικρός ακόμη, είχα ανέβει σε ένα τραμ, αλλά μπήκα μέσα, όμως, δεν μπήκα, δεν σκαρφάλωσα από πίσω. Μπήκα μέσα και με έβγαλε τέρμα που έκανε στην, στην Βούλγαρη έκανε στο, το τέρμα το τραμ και έλεγα: «Τώρα πώς θα γυρίσω πίσω; Πώς θα γυρίσω πίσω;». Ήμουν πολύ μικρός, δεν... Και σκέφτηκα, λέω: «Θα πάρω τις ράγες από πάνω», πήρα τις ράγες και έφτασα στο νοσοκομείο, που ήταν χαρακτηριστικό, και έφτασα στο σπίτι μου. Τότε ήμασταν ελεύθεροι, εμείς ήμασταν όλη ημέρα έξω, παίζαμε. Δεν μας έψαχνε κανείς. Καμιά φορά το μεσημέρι βγαίναν οι μανάδες και φωνάζανε: «Κώστα! Κωστάκη!», ναι, για να μαζευτούμε να φάμε. Λοιπόν, να σου πω για την Μ.Ε.Υ.Θ. που με ρώτησες. Η Μ.Ε.Υ.Θ. ήτανε… Εμένα η μαμά μου ήτανε φιλάσθενη, ήταν, δηλαδή είχε άσθμα και πολλές φορές την έπιανε, πήγαινε στο νοσοκομείο απ’ αυτό, ήτανε... Δεν μπορούσαν να το αντιμετωπίσουν, δηλαδή δεν μπορούσε να αναπνεύσει και τέτοια. Βρογχικό άσθμα. Και επειδή ο μπαμπάς μου ήταν στην Βέροια, δούλευε στην Βέροια, εκείνη τη χρονιά θελήσανε να με γράψουνε σε μια μαθητική εξοχή υγείας. Αυτό θα πει Μ.Ε.Υ.Θ., είναι «Μαθητική Εξοχή Υγείας Θεσσαλονίκης». Ήτανε ένα κτιριακό συγκρότημα προς το Πανόραμα και εκεί πηγαίνανε τα παιδιά, ήταν κάτι σαν πρεβαντόριο. Πηγαίναν παιδιά τα οποία είχανε κάποιο θέμα υγείας, ίσως, όχι σοβαρό, αλλά χρειαζότανε να τα προσέξουνε. Να έχουνε καλό φαγητό και τα λοιπά. Και πήγα έναν χειμώνα εκεί. Δηλαδή πήγα στην αρχή της χρονιάς, της σχολικής χρονιάς, και έφυγα αφού τελείωσε η σχολική χρονιά. Γιατί το καλοκαίρι, όταν τελειώναν τα σχολεία, ερχόμασταν εδώ που είμαστε τώρα. Στο Λαζοχώρι δηλαδή.
Εδώ πέρα πότε ήρθατε στην πόλη, στην Βέροια, στο χωριό εδώ;
Ναι, να σ’ τα τα πω με τη σειρά, να σ’ τα πω με τη σειρά. Λοιπόν, εκεί στην Μ.Ε.Υ.Θ. που λέμε έκανα... Επειδή δεν ήταν πολλά παιδιά, ήτανε λίγα τα παιδιά. Ήτανε μονοθέσιο το σχολείο. Εγώ ήμουνα Τετάρτη Δημοτικού τότε, όταν πήγα, αλλά εκείνη τη χρονιά, δεν ξέρω αν ξέρεις πώς λειτουργούνε τα σχολεία τα μονοθέσια. Κάνουνε, έχουνε κύκλους μαθημ... Δηλαδή, ας πούμε, στο τριθέσιο που ήμουν εγώ. Τώρα δεν θυμάμαι εκεί ακριβώς τι κάναμε, αλλά σε ένα τριθέσιο που ήμουν, γιατί ήμουνα δάσκαλος, η Πρώτη και η Δευτέρα έκανε τα μαθήματα... Όχι, η Πρώτη, επειδή ήτανε ξεχωριστή τάξη, ήταν ιδιαίτερη τάξη, δεν μπορούσε να παρακολουθήσει ένα παιδάκι απ’ τα νήπια Δευτέρα Δημοτικού μαθήματα. Αυτά ήταν ξεχωριστά, η Τρίτη και η Τετάρτη, όμως, εναλλακτικά κάνανε μια χρονιά και οι δύο τάξεις τα μαθήματα της Τρίτης και την επόμενη χρονιά και τα δύο τμήματα κάνανε τα μαθήματα της Τετάρτης. Εγώ, όμως, επειδή ήμουνα στο, πήγαινα στο 9ο Δημοτικό στην Θεσσαλονίκη. Εκεί ήτανε πολυθέσιο το σχολείο. Είχα τελειώσει κανονικά την Τρίτη τάξη, αλλά όταν πήγα στην Μ.Ε.Υ.Θ. κάνανε τον κύκλο της Τρίτης, δηλαδή ξανάκανα τα μαθήματα της Τρίτης τάξης. Δεν έκανα καθόλου Τετάρτη τάξη. Αυτό έχει σημασία που σου λέω, γιατί έχει σχέση με τη συνέχεια. Δηλαδή όταν ήρθαμε στην Βέροια που πήγα, σε ποιο σχολείο πήγα και τα λοιπά. Όταν τελειώσαμε, λοιπόν, από κει, όταν τελείωσα και την τάξη, την Τετάρτη τάξη, που έκανα της Τρίτης τα μαθήματα, όμως, ήρθαμε στην Βέροια. Στην Βέροια ήρθαμε γιατί ο μπαμπάς είχε, ήτανε, είχε κερδίσει ένα σπίτι στις Εργατικές Κατοικίες. Δηλαδή μπαίνανε σε κλήρωση[00:10:00] οι εργαζόμενοι και παίρνανε, βέβαια, φτηνά, θα το αποπληρώνανε μετά από χρόνια σιγά-σιγά, αλλά κέρδισε λοιπόν ένα σπίτι. Και ήρθαμε, μετακομίσαμε, στην Πέμπτη Δημοτικού πια ήμουνα εγώ, μετακομίσαμε στην Βέροια γι’ αυτόν τον λόγο. Τότε, λοιπόν, ο μπαμπάς μου, επειδή ήξερε ότι εγώ έχω κάνει δυο φορές την Τρίτη, δεν έχω κάνει Τετάρτη, σου λέει: «Πώς θα παρακολουθήσει το παιδί μου Πέμπτη τάξη;», γιατί στην Τετάρτη τότε άρχιζε και έσπαγε η γλώσσα και στην Πέμπτη πήγαινε προς την καθαρεύουσα. Δεν είναι όπως είναι τώρα. Ήτανε καθαρεύουσα. Αυτό θα το δεις και στο, όταν θα σου διαβάσω απ’ το ημερολόγιο, που το έγραψα το ’74 στην Επιστράτευση, κάποια πράγματα που θέλω να σου διαβάσω, θα δεις ότι η γλώσσα είναι διαφορετική απ’ ό,τι μιλάμε τώρα. Λοιπόν, και έχοντας μια ανησυχία αν θα τα καταφέρω και αν θα μπορέσω να παρακολουθήσω Πέμπτη τάξη, είχε ακούσει ότι υπάρχει μια πολύ καλή δασκάλα στο ιδιωτικό σχολείο. Του Τσαλέρα. Και επειδή εδώ που ήταν, στην Βέροια, και δούλευε, πήγαινε και έτρωγε, επειδή ήταν μόνος του, σε κάποιο εστιατόριο, το οποίο εστιατόριο αυτό ήταν του πατέρα του Τσαλέρα. Ήταν εστιάτορας ο πατέρας του Τσαλέρα. Λοιπόν, και εκεί έμαθε ότι υπάρχει μια πολύ καλή δασκάλα, κυρία Μαίρη Σταυριανίδου. Λοιπόν, και με έγραψε γι’ αυτόν τον λόγο στο ιδιωτικό, ενώ δεν είχε δουλειά, ήτανε δηλαδή... Σχεδόν βερεσέ, δηλαδή χρώσταγε εκεί πέρα, τα ’δινε μετά από καιρό. Και έτσι συνέχισα το ιδιωτικό και έβγαλα και το Γυμνάσιο μετά. Όταν λέμε Γυμνάσιο στην εποχή μας εννοούμε Έκτη Γυμνασίου, δηλαδή Τρίτη Λυκείου. Τότε ήρθαμε στην Βέροια. Ναι.
Θέλω λίγο να μου πείτε ποιες είναι οι παιδικές αναμνήσεις και τι δραστηριότητες αναπτύξατε στην Βέροια, στην καινούργια σας γειτονιά–
Ναι, στην Βέροια, λοιπόν, απ’ ό,τι σου είπα, πήγαμε σε ένα σπίτι στις εργατικές κατοικίες το 1962, τότε ήταν τα πρώτα κτίσματα αυτά, τα παλιά, αν περάσεις τώρα στην Λεωφόρο Στρατού, είναι αυτά τα χαμηλά που είναι σε τετράδες. Γιατί δίπλα έχουνε κάνει και άλλες εργατικές κατοικίες που είναι διώροφες. Εμείς ήμαστε στις πρώτες. Ήτανε 42 σπίτια συνολικά αυτά και ήταν μία γειτονιά σχεδόν μες στα χωράφια. Δηλαδή από κει και κάτω δεν υπήρχε τίποτα, ήταν χωράφια. Αριστερά ήταν χωράφια και δεξιά ήτανε, έβγαινες προς την «Κύπρο»... «Κύπρος» είναι εκεί που είναι τώρα το... Πώς το λένε; Είναι ο «Γαλαξίας», απέναντι πώς λέγεται το...
Ο Κριαράς;
Ο Κριαράς! Η «Κύπρος» ήτανε ακριβώς στον Κριαρά, ήταν ένα καφενείο που λεγότανε «Κύπρος» στον Κριαρά. Λοιπόν, στη γειτονιά αυτήν ήμασταν, όλα τα παιδιά πια κάναμε παρέα. Τα αναφέρω και στο βιβλίο εκεί του... Για την Βέροια που έχει γίνει, που φρόντισε να το κάνει ο Γιάννης ο Ναζλίδης. Τα αναφέρω λεπτομερώς εκεί πέρα, τώρα να μην μπω σε λεπτομέρειες, εκεί παίζαμε, ήτανε ο δρόμος αυτός, η Λεωφόρος Στρατού, ο οποίος είναι ο πιο πολυσύχναστος τώρα, περνάνε από εκεί όλα τα αυτοκίνητα για Νάουσα, για, δεν ξέρω εγώ πού. Εκεί παίζαμε μπάλα εμείς. Στήναμε δυο πέτρες για τα όρια του τέρματος, καθόταν ένας εκεί και βαράγαμε την μπάλα, παίζαμε μπάλα. Και πιο κάτω είχε και μια αλάνα. Να μην αναφερθώ περισσότερο σ’ αυτά.
Θέλω να μου πείτε πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σας με τη μουσική;
Με τη μουσική. Με τη μουσική, απ’ ό,τι σου ’κανα μια εισαγωγή, η πρώτη μου επαφή ήταν μετά από κάποια κάλαντα που είπα στην Θεσσαλονίκη, πήγα και αγόρασα μια φυσαρμόνικα, από εκεί απέναντι απ’ το «Λαϊκό Νοσοκομείο». Εντάξει, τώρα ήμουνα και μικρός, ήτανε 6-7 χρονών, πόσο ήμουνα; Φύσαγα, ξεφύσαγα, εντάξει, δεν μπορώ να πω ότι... Δεν είχα και κάποιον να μου δείξει. Δεν προχώρησε πολύ το πράγμα, αλλά ήτανε μία ένδειξη ότι ήθελα, μ’ άρεσε. Δεν ξέρω πώς το ’κανα αυτό. Δηλαδή μάζεψα τα λεφτά και ό,τι λεφτά είχα, γιατί δεν ήτανε πολλά, δεν... Μας δίνανε, ξέρεις, αυτές τις τρύπιες τις δεκάρες τότε και τις εικοσάρες. Τι να μαζέψεις; Λοιπόν. Δεν ξέρω πώς, με όλα μου τα λεφτά πήγα και πήρα μια φυσαρμόνικα, δεν ξέρω γιατί και πώς έγινε αυτό. Εν πάση περιπτώσει, αργότερα θυμάμαι ότι είχαμε αποκτήσει και ένα ραδιόφωνο και άκουγα μουσική και τέτοια και ήθελα... Ήθελα πολύ να μάθω κιθάρα. Όμως και ωδεία δεν υπήρχανε και χρήματα δεν υπήρχανε και κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, όταν ήμουν πια στην Τετάρτη Γυμνασίου, αφού είδα ότι δεν μπορούσα να ’χω κάτι άλλο αποφάσισα να πάω να γραφτώ στην, στη μουσική του Δήμου, στην μπάντα, στην...
Στην Φιλαρμονική.
Στην Φιλαρμονική! Στη Φιλαρμονική ήταν τότε κάποιος Κασφίκης διευθυντής και πήγα, του είπα, πέρα απ’ την κιθάρα μ’ άρεσε και ο ήχος της τρομπέτας. Του λέω: «Θέλω να μάθω τρομπέτα, κύριε Κασφίκη». Μου λέει: «Κατ’ αρχήν, για να δω τα χείλια σου». Λέει... Περισσότερο τώρα αυτοί, ξέρεις, εξαρτάται και τι τους έλειπε και θέλανε να το βολέψουν. Εγώ επέμενα στην τρομπέτα, όμως. Μου λέει: «Είσαι πολύ μεγάλος», μου λέει, «τώρα, μέχρι να μάθεις τρομπέτα εσύ θα φύγεις. Δηλαδή τώρα είσαι Τετάρτη Γυμνάσιου, σε δύο χρόνια θα πας να σπουδάσεις, θα φύγεις από εδώ, δεν θα προλάβεις να μας προσφέρεις και κάτι που θα σου μάθουμε. Να μάθεις γκρανκάσα για να εξυπηρετείς και θα σου μάθω και τρομπέτα μετά». Λέω: «Εντάξει». Αλλά δεν είχε καλή συνέχεια αυτό, γιατί την πρώτη φ... η πρώτη μου, έμαθα αμέσως, δηλαδή σε δυο-τρία μαθήματα ήμουν έτοιμος να παίξω, αλλά μετά απ’ αυτό; Είχε μία κηδεία! Τώρα, εγώ 16 χρονών παιδάκι, 15-16, πόσο ήμουνα; Πρώτη φορά εκεί πέρα, πού να πάω σε κηδεία; Δεν ήθελα να πάω, δεν πήγα. Με μάλωσε, μου λέει: «Δεν ήρθες» και έτσι. Είχα ξεκινήσει εν πάση περιπτώσει αργότερα να βάζω και τα χέρια μου πάνω στην τρομπέτα, να φυσάω, να… Και έφτασε ο καιρός που άρχισε να ετοιμάζεται η Φιλαρμονική για την παρέλαση. Τώρα δεν θα είχα το ίδιο πρόβλημα, αλλά τότε στην εφηβεία ένα παιδί, δεν ξέρω, πάλι δεν μ’ άρεσε να βγω με την γκρανκάσα στην παρέλαση και να με βλέπουν όλα τα κοριτσόπουλα, ξέρω γω, με μία κάσα και να βαράω. Οπότε, εκεί έληξε η ιστορία της Φιλαρμονικής. Όμως, στην Τετάρτη ένας φίλος μου, ο Γιάννης ο Αγγέλογλου... Τώρα δεν θυμάμαι τι προηγείται, είναι λίγο μπερδεμένα αυτά. Δεν θυμάμαι αν προηγείται, ας το πω ότι προηγείται. Περνούσαμε μια φορά, κατεβαίναμε, ήμασταν και συμμαθητές με τον Γιάννη στην ίδια τάξη, φιλαράκια. Κατεβαίναμε την Μητροπόλεως και εκεί που είναι τα «Goody’s» τώρα, από κάτω, το υπόγειο, είχε ένα κέντρο που λεγόταν «Αρζεντίνα». Ένα χορευτικό κέντρο και είχε και… Κατεβήκαμε κάτω, δεν ξέρω για ποιον λόγο, τι πήγαμε να κάνουμε, και είχε όργανα. Και πιάνει μια κιθάρα ο Γιάννης, είχε μάθει... Αυτός είχε, είχε μια κιθάρα και έπαιζε, και αρχίζει και παίζει το The House of the Rising Sun. Εγώ γοητεύτηκα απ’ αυτό το πράγμα! Αυτό είναι ένα στοιχείο. Το άλλο στοιχείο, που δεν θυμάμαι αν προηγείται ή είναι μετέπειτα, δεν έχει σημασία όμως. Είχανε ένα συγκρότημα με κάποιους άλλους φίλους. Συγκρότημα, τώρα, μη φανταστείς τα συγκροτήματα τώρα όπως είναι, γιατί τώρα ανοίγεις το Ίντερνετ, δεν ξέρεις τίποτε, βλέπεις πώς παίζει αυτός, πιάνεις και το παίζεις. Τότε ήτανε ηρωικές εποχές! Για να παίξεις έπρεπε να... Δεν ξέρω, ή κάποιον να ’χεις να σου δείχνει ή να υπάρχει ένα καλό ωδείο και να μπορεί να, κάποιος να μάθει από κει. Εν πάση περιπτώσει, μου λέει... Είχαν συγκρότημα: Ήταν ο Γιάννης, ο οποίος έπαιζε κιθάρα, ήταν ο Χρήστος ο Μακριδάκης που έπαιζε και αυτός κιθάρα ακομπανιαμέντα, ήταν ο Μάνος ο Κωνσταντινίδης, ο οποίος έπαιζε ακορντεόν και μελόντικα και ήταν και ο Θόδωρος ο Μυρισκλάβος, που έπαιζε ντραμς. Ο οποίος, όμως, επειδή ο μπαμπάς του ήτανε, ήταν αξιωματικός του Στρατού, πήρε μετάθεση, πήγε Θεσσαλονίκη. Και μου λέει ο Γιάννης: «Έρχεσαι να παίξεις ντραμς;». Έτσι ξεκινούσαμε, δεν... Δηλαδή δεν, για να κάνεις συγκρότημα δεν χρειαζόταν να παίζεις, μάθαινες στην πορεία. Λοιπόν, λέω ναι! Και πραγματικά αρχίσαμε και κάναμε πρόβες. Εγώ είχα... Δηλαδή είχαν εκεί πέρα, ήτανε εκεί που είναι η «Cosmote» τώρα, επάνω, ήταν ένα διώροφο. Κάτω[00:20:00] μένανε ή μάλλον στον όροφο μένανε, κάτω ήτανε το ιατρείο τους, γιατί ήτανε ο μπαμπάς του Μάνου, που είχανε το σπίτι, ήταν παιδίατρος και η μαμά του ήταν οδοντίατρος, η Νίνα. Επάνω μένανε και πιο πάνω είχε ένα πλυσταριό και μες στο πλυσταριό είχανε τα όργανα. Είχαν ένα ενισχυτάκι, μία κιθάρα ηλεκτρική, μία ακουστική και είχανε κάνει και κάτι αυτοσχέδια τύμπανα. Δηλαδή βάλανε σ’ ένα, ξέρω γω, τενεκέ, δεν θυμάμαι τι ήτανε, ένα στεφάνι με ένα δέρμα, είχανε πάρει ένα πιατινάκι. Τώρα δεν θυμάμαι να σου πω ακριβώς πώς ήτανε, εν πάση περιπτώσει, εκεί κάναμε πρόβες. Στην ταράτσα. Στην ταράτσα κάναμε πρόβες. Μήπως λέω πολλά; Πλατειάζω;
Καθόλου.
Ναι.
Το όνομα απ’ το συγκρότημα;
Whispers, ψίθυροι.
Και τι μουσική παίζετε;
Θα σου πω, δεν παίζαμε πολλά κομμάτια, δηλαδή τρία-τέσσερα. Παίζαμε το Apache, Shadows. Παίζαμε… Τι άλλα παίζαμε; Παίζαμε ένα... Θα σου πω τα δύο που θυμάμαι τώρα. Παίζαμε και τις Νύχτες της Μόσχας. Λοιπόν, και κάναμε πρόβες εκεί. Και, μάλιστα, έτσι όπως ήτανε εκεί τώρα, που το έχει φράξει ο αρχαιολογικός χώρος, η Αρχαιολογική Υπηρεσία, που ήταν ο Αϊ-Γιάννης, η εκκλησία, δίπλα στην πολυκατοικία υπήρχε το Αστυνομικό Τμήμα. Μιλάμε τώρα για 1967, έτσι. Εμείς θέλαμε με τον Γιάννη να κάνουμε έναν ραδιοφωνικό σταθμό τότε. Να εκπέμπουμε. Και είχαμε πάει σε έναν ηλεκτρονικό, τώρα εσύ θα τον ξέρεις με άλλη μορφή ίσως, τον Θανάση τον Λέτσο. Τον ξέρεις; Λοιπόν, αυτός είχε ένα μαγαζί με ηλεκτρονικά, επισκεύαζε δηλαδή ραδιόφωνα και τέτοια στο, στην Κεντρικής, απέναντι απ’ το «Ολύμπιο», τον παλιό κινηματογράφο. Και μας είπε ότι: «Ναι, μπορώ να σας φτιάξω. Φέρτε μου δυο κατοστάρικα και ένα παλιό ραδιόφωνο και θα σας φτιάξω». Πήγαμε να το πάρουμε εμείς μια Παρασκευή που τελειώναμε το σχολείο, Σάββατο, μας λέει: «Δεν είναι έτοιμο, την άλλη Παρασκευή» και την άλλη Παρασκευή ήτανε 21η Απριλίου του 1967! Εμείς τώρα εντάξει, δεν ξέραμε απ’ αυτά, βέβαια, αλλά αυτός ήταν μεγάλος, πιο μεγ... Δηλαδή δεν ήταν μεγάλος, αλλά ήτανε ενήλικας. Ήξερε απ’ αυτά δηλαδή, «α!», λέει, «δεν μπορώ να σας το δώσω τώρα, με τίποτα». Πάει και το ραδιόφωνο, πάνε και τα δυο κατοστάρικα. Λοιπόν, μετά Παρασκευή εμείς χαρά, είχε τελειώσει το σχολείο δυο μέρες νωρίτερα, γιατί πηγαίναμε και το Σάββατο τότε σχολείο. Φύγαμε απ’ την Παρασκευή. Την Κυριακή τη συνηθισμένη πρόβα. Ανεβαίναμε πάνω, ηλεκτρική κιθάρα, «πα-ρα-πα-πα-πα», τις Νύχτες της Μόσχας! Ανεβαίνει έξαλλη η μαμά του του Μάνου: «Θα μας στείλουν εξορία! Θα μας κλείσουνε μέσα!» και από κει, εκεί τελείωσε αυτή η ιστορία. Και μετά κάναμε ένα... Παράλληλα, επειδή η μαμά του Χρήστου και η μαμά του Μάνου δεν θέλαν να ασχολούνται περισσότερο απ’ αυτό το κυριακάτικο το πρωινό και δεν θέλανε να κάνουμε, να ασχολούνται περισσότερο με μουσική, κάναμε ένα πιο, ας πούμε, κάπως πιο επαγγελματικό συγκρότημα, που θα μπορούσαμε να παίξουμε και κάπου αλλού. Με τον Διαμαντή, που έχει τις κορνίζες, και τον Γιώργο τον Γαβαλά, αυτός είναι ένας σπουδαίος μουσικός, ο οποίος υπηρετούσε τότε στο Δεύτερο Σώμα Στρατού και παίξαμε σε μια συναυλία... Κάναμε μια συναυλία στο «Σταρ» το 1967. Το ’68, συγγνώμη, το ’68. Τον Ιούνιο; Ιούνιο του ’68 πρέπει να ήταν, Ιούνη ή Ιούλιο, 7 Ιουλίου, μάλλον του ’68 πρέπει να ήταν. Και μετά αμέσως, την ίδια μέρα, πήγαμε και παίξαμε... Ήταν εκεί ο Μανώλης ο Βλαχογιάννης, μας, παρακολούθησε τη συναυλία μας και είχανε με τον σύλλογο φοιτητών. Αυτός ήταν πιο μεγάλος. Θέλ... Είχανε χορό οι φοιτητές στην Ελιά, με ένα συγκρότημα από Θεσσαλονίκη. Μας λένε: «Θέλετε να παίξετε κι εσείς εκεί;» και πήγαμε, παίξαμε και εμείς. Αυτή ήτανε η πορεία μας σαν Whispers. Μετά έγινε μία πρόταση να πάω να τραγουδήσω στους Fevers. Δηλαδή αυτοί ακόμη δεν είχαν ξεκινήσει, κάναν πρόβες στο «Πάνθεο», ο οποίος ήταν ένας κινηματογράφος και έχει γίνει τώρα σουπερμάρκετ, όπως όλοι οι κινηματογράφοι, το σουπερμάρκετ «Μασούτης». Ήτανε σε έναν όροφο πάνω. Εκεί είχε μεταφερθεί το ωδείο του Βασιλειάδη και εκεί κάναν πρόβες. Και κάποια στιγμή είχα περάσει εγώ από κει, γιατί ήθελαν κάποιον τραγουδιστή, και τραγούδησα και τους άρεσε και κλείσαμε μια συμφωνία να είμαστε μαζί. Θα παίζανε, είχανε κλείσει αυτοί, γιατί είχανε κάνει το συγκρότημα με σκοπό βιοπορισμού κιόλας, πιθανώς. Είχαν αγοράσει όργανα και έπρεπε να τα ξοφλήσουνε και είχανε κάνει συμβόλαιο με ένα καινούργιο μαγαζί που είχε γίνει, την «Σπηλιά», το οποίο ήταν ένα υπόγειο απέναντι από την είσοδο της Μητρόπολης, της εκκλησίας της Μητρόπολης. Στην, σ’ εκείνη την πολυκατοικία, του Κανδήλα. Εκεί, και εκεί παίξαμε, ας πούμε, ναι.
Θέλω λίγο να θυμηθείτε την πρώτη φορά που παίξατε μπροστά σε κόσμο και να μου πείτε λίγο πώς νιώσατε;
Λοιπόν, η πρώτη φορά που έπαιξα μπροστά σε κόσμο ήταν η συναυλία που είπαμε με τους Whispers ή μάλλον όχι, ψέματα! Η πρώτη φορά που παίξαμε σε κόσμο ήταν με τους Whispers όχι στη συναυλία, σε ένα πάρτι που είχε οργανώσει στο σπίτι η μαμά του Μάνου, με συμμαθητές, φίλους και τα λοιπά. Λοιπόν, εκεί έχουμε στήσει τα όργανα, ξεκινάμε να παίξουμε, παίζουμε ένα κομμάτι και μετά έρχεται η μαμά του Μάνου και λέει: «Παιδιά, ο μπουφές είναι έτοιμος», οπότε... Ο μπουφές ήταν στο διπλανό δωμάτιο, οπότε, τρέχουν όλοι... Εμείς μείναμε με τα όργανα στο χέρι και τρέχουν όλοι προς τα κει. Καταλαβαίνεις την απογοήτευση, τώρα! Αλλά η επόμενη συναυλία, που ήταν σε κόσμο κανονικά, που ήρθανε να, και πληρώσανε και έτσι και... Επεισοδιακή και αυτή, βέβαια, γιατί τότε για να βρούμε μηχανήματα, να τα στήσουμε... Τότε δεν υπήρχανε να πας, ξέρω γω, στον τάδε να πεις: «Ελάτε να στήσετε μηχανήματα». Εκεί παίρναμε μια μικροφωνικούλα και την στήναμε ή την είχε το συγκρότημα ή έπρεπε να πάμε να την νοικιάσουμε. Κάπου είχαμε βρει κάτι, ένα μηχάνημα, ας πούμε, τύπου μικροφωνικής στον Άγιο Αθανάσιο. Είχε πάρει ο Γιάννης ο Αγγέλογλου με το αυτοκίνητο του μπαμπά του και είχανε πάει να το φέρουνε… Εν πάση περιπτώσει, να μη σου λέω τώρα, πολύ ηρωικές εποχές! Και με αυτά τα μέσα παίξαμε! Και να σηκώνονται, φωνές, να πετάνε σακάκια, τέτοια! Πολύ ωραία, πολύ ωραίο συναίσθημα, πολύ ωραίο συναίσθημα.
Ήταν αυτό κάτι το οποίο σας επηρέασε στον βαθμό του ότι να πείτε: «Θα γίνω μουσικός»;
Δεν είπα ότι θα γίνω μουσικός ποτέ. Ποτέ δεν το είπα αυτό, απλά το έκανα! Δηλαδή όλα... Όλες μου οι κινήσεις οδηγούσαν εκεί, χωρίς να ξέρω και να πω, δηλαδή ο στόχος μου είναι αυτός, δεν είχα στόχο να πω ότι θα γίνω μουσικός. Δηλαδή τελείωσα το Γυμνάσιο. Οι γονείς μου θέλαν να δώσω... Τότε με τους Fevers, ας πούμε, που λέγαμε, πήγαν και πήραν άδεια απ’ τον πατέρα μου, γιατί εγώ ήμουνα, πήγαινα σχολείο ακόμα, ήμουν Έκτη Γυμνασίου και δουλεύαμε τα… Βέβαια, Σαββατοκύριακο δουλεύαμε, δεν ήτανε καθημερινή δουλειά. Αλλά τελειώνοντας λέει: «Εντάξει, να ’ρθει για λίγο να σας βοηθήσει». Γιατί αυτοί είχανε κλείσει έναν τραγουδιστή, ο οποίος τους έστησε και γι’ αυτό πήγα εγώ στη θέση του. Όταν τελειώσανε, όμως, τελειώσαμε με το μαγαζί τη χειμερινή περίοδο αυτήν, αυτοί κλείσαν δουλειά στον Μακρύγιαλο. Σε ένα μαγαζί στον Μακρύγιαλο. Εγώ πήγα την πρώτη φορά, γιατί έπρεπε να πάω, δεν γινόταν να τους στήσω, αλλά με την προϋπόθεση ότι είναι η τελευταία φορά αυτή. Δεν μ’ άφηνε ο πατέρας μου, γιατί τότε εξετάσεις δίναμε τον Σεπτέμβρη, δεν δίναμε όπως τώρα, τελειώνεις το σχολείο και δίνεις εξετάσεις. Δίναμε τον Σεπτέμβρη. Έπρεπε να διαβάσουμε δηλαδή όλο το καλοκαίρι και τον Σεπτέμβρη να δώσουμε εξετάσεις. Κι εγώ κάθισα εκεί. Αλλά στη γειτονιά μου κάνανε ένα άλλο συγκρότημα και πήγαινα και τους βοηθούσα εκεί, τους Spiders! Και στην, λέω: «Τι να παίξω εγώ τώρα για να τους βοηθήσω;». Κι[00:30:00]θαρίστες είχαν, μαθαίνανε βέβαια τότε, ήταν ο Μπάμπης, έπαιζε κιθάρα και ο Χρηστάκος κιθάρα. Άλλη κιθάρα δεν χρειαζότανε. Ντράμερ ήτανε ο Μανώλης ο Λύχνας. Λέω, βλέπω ένα ακορντεόν εκεί, λέω: «Ρε παιδιά, να παίξω αρμόνιο εγώ, να σας βοηθήσω, να γεμίζει ο ήχος, γιατί...». Αλλά ακορντεόν πώς να παίξω; Παίρνω το ακορντεόν, παίζω την κιθάρα το μι, βρίσκω το μι πού είναι στο ακορντεόν. Παίζω το ντο, βρίσκω πού είναι το ντο. Παίζω το λα στην κιθάρα, βρίσκω πού είναι το λα. Παίζω: «λα, ντο, μι, λα μινόρε» ανοίγω, γέμισε το πράγμα, ωραία... Και άρχισα να, έτσι να παίζω, να παίζουμε μαζί. Λέω: «Παιδιά, όμως, με αυτά τα όργανα, δεν έχετε όργανα, θα πρέπει να...». Εγώ ήμουνα πιο επαγγελματίας, πιο μέσα στα πράγματα, «να αγοράσετε όργανα». «Πώς να αγοραστούνε και πώς θα, πώς θα τα πληρώνουμε;». Λέω: «Θα κάνετε καμιά συναυλία». Και βαλθήκανε να κάνουνε συναυλία. Και επειδή στην Βέροια, τώρα, ε, ξέρεις, αρχή και πώς παίζανε, δεν ξέρω γω πώς θα παίζανε, κλείσανε στην, στην Νάουσα. Στο «Αγγέλικα», στον κινηματογράφο «Αγγέλικα». Με τι όργανο θα παίξω εγώ; Ζήτησα απ’ τον Βασιλάκη τον Σαρηγιαννίδη απ’ τους Fevers να μου δανείσει το όργανο. Είχε μια φαρφίσα αυτός, ο οποίος, όμως, δεν σε άφηνε ποτέ να ακουμπήσεις τα χέρια σου πάνω. Σε κανέναν. Παραδόξως, μου το δάνεισε όμως να το πάρω, ναι. Λοιπόν. Και θυμάμαι το πήρα, το ακορντεόν τώρα είχε μικρά, έχει μικρά πλήκτρα σε σχέση με το αρμόνιο, δηλαδή τα χέρια πρέπει να προσαρμοστούνε. Για να παίξω αρμόνιο εν τω μεταξύ, πρέπει, παίζεις, βάζεις και το αριστερό το χέρι να παίξεις και κανένα σόλο στο δεξί. Αυτά στα ακορντεόν δεν μπορούσα να τα κάνω, το ακορντεόν έχει άλλο σύστημα. Έβαλα τον αδελφό του ντράμερ να τραβάει το ακορντεόν, το είχαμε πλαγιάσει το ακορντεόν, αυτός το τράβαγε και εγώ είχα βάλει τα δύο τα χέρια και έπαιζα! Λοιπόν και πάμε, στήνουμε τα όργανα, στην, στο «Αγγέλικα», στην Νάουσα, και όσο στήνανε οι άλλοι εγώ είχα πάρει το αρμόνιο και προσάρμοζα τα χέρια μου επάνω στα πλήκτρα του αρμονίου. Και θυμάμαι εκεί, πια, εκεί ήταν η αποθέωση! Θυμάμαι, έπαιζα La Donna di un Amico Mio, είχα μάθει και το σόλο, «πα-ρα, πα, πα, πα, πα», να να το παίζω. Και είχαμε και ένα παιδί από τη γειτονιά μας που μας παρουσίαζε και έλεγε και κανένα ανέκδοτο, έτσι, conferencier και τα λοιπά, και είχε έρθει στο... Είχε έρθει από πάνω μου την ώρα που έπαιζα αυτό και έλεγε: «Πω πω! Τι παίζει ο άνθρωπος!». Δηλαδή οι κινήσεις του αυτό λέγανε «πω πω! Τι παίζει...» και εγώ δεν ήξερα τα στραβά μου να βγάζω. Εν πάση περιπτώσει, και να γίνεται ο χαμός από κάτω, να πετάνε σακάκια, να πετάνε ζακέτες, ξέρω γω... Χαμός, χαμός.
Σας άρεσε όλο αυτό;
Αυτό ήτανε μαγευτικό, ήτανε μαγεία, ήτανε μαγεία, δηλαδή αυτά δεν τα αφήνεις. Δηλαδή δεν σε αφήνουν να τα αφήσεις, δεν βάζεις στόχο, ίσως, γιατί δεν είχα μάθει να βάζω στόχους, αυτό πρέπει να το μάθεις για να το κάνεις, αλλά με οδηγούσε εκεί. Με οδηγούσε εκεί.
Να σταθούμε λίγο σε ένα άλλο συγκρότημα-ορόσημο.
Ναι.
Και αυτό για σας, τα Ανάκαρα.
Τα Ανάκαρα.
Για μιλήστε μου γι’ αυτό.
Τα Ανάκαρα, λοιπόν, όταν... Όταν διαλυθήκαν οι Spiders, τον Σεπτέμβρη του ’70 ήτανε, εγώ βρήκα έναν φίλο, ήμουν... Είχα γραφτεί σε μια σχολή και ήμασταν στον σύλλογο φοιτητών, εκεί πρέπει να τον γνώρισα τον Μάκη τον Λιόλιο, και του λέω: «Μάκη, να πούμε, να κάνουμε ένα ντουέτο και να λέμε τίποτε, ας πούμε, μπαλάντες, Dylan, Donovan, Baez, Peter, Paul και Mary, τέτοια πράγματα. Και, πραγματικά, ξεκινήσαμε και κάναμε πρόβες με δυο κιθάρες και δυο φωνές. Παίξαμε σε μια συναυλία, δεν θυμάμαι ποιοι ήτανε. Ξεκινήσαμε τη συναυλία εμείς, δηλαδή οι δυο μας, και, και παίξαμε κι άλλη μια φορά στο, σε μια discotheque που είχε στην Ελιά, εκεί που είναι η βρύση έξω, εκεί στο, σ’ εκείνον τον ισόγειο χώρο είχε μια discotheque. Κάναμε αυτές τις δύο εμφανίσεις. Εγώ, λοιπόν, πηγαίνω στην αδελφή μου στην Αθήνα που έμενε, η οποία γνώριζε την Μαρίζα την Κωχ. Αυτή τον χειμώνα δούλευε στο «Ροντέο» με τον Διονύση τον Σαββόπουλο. Το καλοκαίρι, όμως, επειδή ο Σαββόπουλος δεν θα έκανε κάτι αποφάσισε με τον, με τον άντρα της, τον Γιάννη τον Παπαδόπουλο, αδερφό του Λευτέρη του Παπαδόπουλου, του στιχουργού, έτσι; Να κάνουν ένα μαγαζί. Στην Πλάκα. Εγώ όταν πήγα ήδη είχε κλείσει τους μουσικούς, εκτός από μπάσο. Εκτός από μπασίστα. Μου λέει: «Μπάσο παίζεις;». Λέω: «Παίζω. Παίζω!». Κοίταξε, όταν κάναμε με τους Spiders αυτά έδειχνα και στον Στελλάκη που δεν, πρώτη φορά έπιανε όργανο στα χέρια του, έδειχνα πώς να παίξει, τι να παίξει, οπότε, λέω «παίζω», με το θράσος της ηλικίας δηλαδή και την επιθυμία να πάω κιόλας, να κατέβω. Και, πραγματικά, κατεβαίνω και μάλιστα ο, ο υπεύθυνος της ορχήστρας, ο πιανίστας στην, με την Μαρίζα, ήτανε ο Άρης ο Τασούλης, που ήταν στα Μπουρμπούλια του Σαββόπουλου. Και παίξαμε εκεί. Λέω, όμως, «εγώ έχω κι έναν φίλο»... Επειδή δεν μ’ αρέσει να κόβω σχέσεις έτσι απότομα, λέω: «Έχω και έναν φίλο» και επειδή στο σχήμα με την Μαρίζα θα ήτανε οι Διόσκουροι, οι Διόσκουροι ήτανε ένα ντουέτο που έπαιζε παρόμοιο ρεπερτόριο μ’ εμάς και ήταν ο Βαγγέλης ο Γερμανός με τον Βασίλη τον Ζαρούλια. Λέω επειδή, εντάξει, έχουμε το ίδιο ρεπερτόριο, εμείς θα πούμε βεροιώτικα, που τα ήξερα, τα είχα ακούσει, και ο Μάκης τα ήξερε περισσότερο, δηλαδή απ’ αυτόν. Μου είχαν αρέσει και, έτσι, τα συγκεκριμένα κομμάτια που είχα ακούσει τα είχα στο μυαλό μου και σκεφτόμουν πώς μπορούμε να τα κάνουμε ό,τι μπορούμε να τα κάνουμε. Δηλαδή εγώ, με τα ακούσματα που είχαμε από την rock, από το, την country, από όλα αυτά, σκεφτόμουν ότι μπορούν να γίνουν με αυτόν τον τρόπο. Και, όντως, έτσι τα... Δηλαδή έπιασα την κιθάρα, έβαλα τα ακόρντα, αρμονίες διαφορετικές, παράξενες για τέτοια τραγούδια, δεν είναι δηλαδή... Με λίγα λόγια κάναμε ethnic πριν το ethnic, δηλαδή κάπως έτσι το ονομάσανε μετά αυτό το στιλ. Εμείς το κάναμε το 1971 αυτό. Και επειδή κάναμε τις πρόβες στο σπίτι της αδελφής μου, και ήταν και η αδελφή μου να τραγουδήσει, και τραγούδησε μαζί μας, της άρεσε, μπήκε και αυτή. Αντί να τραγουδήσει μόνη της, μπήκε στο σχήμα. Τραγουδήσαμε οι τρεις, δύο κιθάρες και τρεις φωνές. Και έτσι γίναν τα Ανάκαρα.
Τι σημαίνει;
Τα Ανάκαρα. Λοιπόν, τα Ανάκαρα είναι ένα όνομα το οποίο εγώ ήξερα ότι σημαίνει τότε πνευστά λαϊκά όργανα. Εκ των υστέρων έμαθα και την ερμηνεία που δίνει ο Καζαντζάκης στη λέξη Ανάκαρα, που σημαίνει ψυχική δύναμη. «Δεν είχε ανάκαρα», λέει, να, δεν είχε δύναμη να κάνει αυτό. Αλλά επειδή τα πνευστά λαϊκά όργανα που ήξερα εγώ τότε τα συνδύασα με τη φωνή. Και η φωνή, λέω, είναι ένα πνευστό, αφού λειτουργεί με αέρα, ένα πνευστό λαϊκό όργανο, αφού θα λέμε και τα παραδοσιακά, τα λαϊκά τραγούδια. Και ήτανε πάρα πολύ πετυχημένο, θα έλεγα, γιατί ήτανε και εύηχο και είχε και ουσία. Δηλαδή ήτανε, περιέγραφε και το συγκρότημα.
Και γιατί διαλύθηκαν;
Διαλύθηκαν γιατί πήγα φαντάρος.
Πότε;
Το 1974, Απρίλη του ’74.
Μου είπατε ότι υπηρετήσατε στρατιωτική μουσική.
Στρατιωτική μουσική, ναι. Βέβαια, δεν πήγα στη στρατιωτική μουσική απ’ την αρχή, έτσι; Πήγα στην Κόρινθο και εκεί, από εκεί, μάλιστα, επειδή όταν πήγα εγώ μετά από τρεις μήνες έγινε το Πραξικόπημα στην Κύπρο. Όταν πήγα είχα αυτές τις ατζέντες τις μικρές και κρατούσα ένα ημερολόγιο. Δηλαδή με τρεις λεξούλες, πολύ τηλεγραφικά, δηλαδή θα έλεγα, τι συνέβαινε. Και μπαίνω στον πειρασμό[00:40:00] να σου διαβάσω, γιατί έχει ενδιαφέρον αυτό. Το ανακάλυψα τελευταία, δηλαδή πριν από δυο-τρεις μήνες αυτό, έψαχνα κάποια πράγματά μου και βρήκα αυτήν την ατζέντα. Και έχει το κομμάτι στο οποίο γίνεται η επιστράτευση και πώς πηγαίνουμε στις μονάδες μας.
Κρατούσατε ημερολόγιο.
Κρατούσα ημερολόγιο, αλλά, ξέρεις, λίγο, το βράδυ όταν... Ναι. Λοιπόν, θα σου διαβάσω, θα τα διαβάσω από μέσα, για να... Και, μάλιστα, έτσι όπως τα γράφαμε τότε, γιατί γράφαμε, μιλούσαμε λίγο διαφορετικά απ’ ό,τι μιλάμε τώρα.
Τι ημερομηνία;
Λοιπόν. Εδώ ξεκινάω να σου διαβάσω, έχω και από πιο μπροστά, δηλαδή πώς κατατάχθηκα και τα λοιπά, αλλά μη γίνουμε κουραστικοί. Λοιπόν. Σάββατο 20 Ιουλίου 1974 Το πρωί στην αναφορά μάς διάβασαν τις μεταθέσεις. Ήμουνα στην Θήβα τότε, δηλαδή είχα πάει Κόρινθο, εκεί, στην Κόρινθο, γνωριστήκαμε... Ζητήσανε να... Ποιοι παίζουνε μουσική, γιατί θα γινότανε στην Λέσχη Αξιωματικών μια, ένα, ξέρω γω, μια γιορτή και βγήκαμε οι μουσικοί. Γνώρισα και τον Σπύρο τον Καρδάμη εκεί πέρα, ο οποίος ήτανε ο μαέστρος, εκπληκτικός μουσικός, και αυτός μάς ζήτησε. Δηλαδή ξεκινήσαμε από εκεί και με βάση αυτό πήραμε ειδικότητες. Και εγώ πήρα την ειδικότητα του γραφέα και μουσικού. Αλλά όταν φύγαμε από την Κόρινθο μετά ο καθένας πήγε σε διαφορετικές μονάδες μετά, με σκοπό δηλαδή όλοι εμείς που είχαμε παίξει εκεί με τον Σπύρο και τους υπόλοιπους θα πηγαίναμε στο Αρχηγείο Στρατού να παίξουμε μουσική, να είμαστε η Ορχήστρα, δηλαδή των Ενόπλων Δυνάμεων. Κάπως έτσι. Όμως, φεύγουμε, τώρα, να πάμε στις μονάδες μας. Εγώ, εμένα με κατατάξανε στο Πυροβολικό, οπότε, στους δύο μήνες επάνω έφυγα και πήγα στην Θήβα. Εκεί ήτανε το Κέντρο Εκπαίδευσης Πυροβολικού. Και εδώ μιλάμε, τώρα, έναν μήνα περίπου μετά στην Θήβα που είμαστε, Σάββατο 20 Ιουλίου του 1974. Το πρωί, λοιπόν, στην αναφορά μάς διάβασαν τις μεταθέσεις. Πηγαίνω 2η Μεραρχία, Διοίκηση Πυροβολικού, Έδεσσα. Μάθαμε... Από κάτω: Μάθαμε ότι έγινε απόβασις των Τούρκων στην Κύπρο, κηρύχτηκε γενική επιστράτευσις, σιγά-σιγά άρχισαν να γυρνούν και να μπαίνουν οι έφεδροι. Πρωτότυπο το θέαμα του μακρυμάλλη Έλληνα στρατιώτη, συγκινήθηκα πολύ, παρ’ όλο που το όνομά του πολέμου περνά ξώφαλτσα εδώ, στην Θήβα. Διπλοσκοπιές. Φύλαξα 4:00-7:00 ταβερνείο. Το βράδυ για προληπτικούς λόγους πιθανού βομβαρδισμού κοιμηθήκαμε έξω στα πεύκα. Κρυώσαμε, φύγαν οι αξιωματικοί. Κυριακή 21 Ιουλίου 1974 Πήγαμε για πρωινό με διπλά κράνη, ήρθαν και οι Υ.Ε.Α. Οι Υ.Ε.Α. είναι οι υποψήφιοι έφεδροι αξιωματικοί. Βρήκα τα παιδιά από την Κόρινθο. Το φαγητό λιγόστεψε σημαντικά και χειροτέρεψε. Καμιά επίσημη ανακοίνωσις, συνεχώς επιφυλακή στα πεύκα. Πήραν ξαφνικά 20 τυφεκιοφόρους... Τώρα, δεν ξέρω, «τυφ» γράφω «και 20 τεβ», ούτε αυτό θυμάμαι τι ήτανε. Για σκοπιές σ’ άλλο στρατόπεδο. Συνεχώς φεύγουν φάλαγγες με πυρομαχικά και στρατιώτες. 7:00 με 10:00 σκοπιά Πυρομαχικά Α’. Δευτέρα 22 Ιουλίου 1974 Τρίτη 23 Ιουλίου 1974 Εδώ, επειδή δεν έφτανε, γράφω στο κομματάκι αυτό που μου έδινε περιθώριο και μετά πηγαίνω πιο πίσω, που είχε περισσότερο για να γράψω, γιατί έχει πολλά που έπρεπε να γράψω. Μετά το πρωινό παραδώσαμε τα δημόσια είδη. Δημόσια είδη ήτανε οι κουβέρτες, τα διάφορα τέτοια πράγματα, τα οποία τα χρησιμοποιείς στον θάλαμο. Ντυθήκαμε και περιμέναμε να φύγουμε. Στις 4:00 λήγει η προθεσμία καταπαύσεως του πυρός από τον Ο.Η.Ε. Φήμη περί αντιδράσεως του 3ου Σώματος Στρατού προς την κυβέρνηση. Στις 7:30 μας πήραν τα «REO» για τον σταθμό. Στον δρόμο ο κόσμος μάς χαιρέταγε και πολλοί μάς περίμεναν στον σταθμό. Οι περισσότεροι γυναίκες, παιδιά, γέροι. Φύγαμε στις 10:00, το τρένο γεμάτο τουρίστες που φεύγανε, στις 5:00 στο Πλατύ, στις 9:00 στην Έδεσσα. Από το Πλατύ συνάντησα την Νάγια… Νάγια είναι η αδερφή μου, Χάρηκα πολύ και μου μετρίασε τη λύπη, τη λύπη μου που δεν μπορούσα να κατέβω στην Βέροια. Στην Έδεσσα το Φρουραρχείο μάς είπε ότι η 2η Διοίκηση Πυροβολικού μετακινήθηκε στο Βαφειοχώρι Πολυκάστρου. Πήρα τηλέφωνο στους γονείς μου, θα έρθουν στον σταθμό, και στην Ρούλα. Ρούλα ήτανε η πρώτη μου γυναίκα. Θέλω να δω πολύ το παιδί μου. Ήμουνα παντρεμένος τότε και είχαμε αποκτήσει και έναν γιο, το 1973. Η Ρούλα είναι άρρωστη. Αν γίνει πόλεμος νομίζω πως δεν θα ξαναγυρίσω. Θέλω να τους δω όλους. Αποφάσισα να τολμήσω να κατέβω στην Βέροια, παρ’ όλο που έχει Ε.Σ.Α. στον σταθμό και εμπόλεμο κατάσταση. Ήταν όλοι στον σταθμό. Ο Νικολής... Ο γιος μου, ο οποίος ήτανε ενός, ούτε ενός έτους τότε, πιο λίγο. Ο Νικολής ομόρφυνε πολύ. Η Ρούλα είναι άρρωστη. Κάθισα μιάμιση ώρα στην Βέροια, φεύγω με πιο ανάλαφρη καρδιά, αν και είναι σφιγμένη. Στις 4:30 στην Θεσσαλονίκη, ο σταθμός γεμάτος τουρίστες. Φοβάμαι πως δεν θα αποφύγουμε τον πόλεμο. Το άκρον άωτον της γραφειοκρατίας με τέτοια κατάσταση, δεν μας βγάζουν εισιτήριο διότι η κατάστασις επιβιβάσεως… Το φύλλο πορείας, δηλαδή. Είναι μπλε και όχι κόκκινη. Πήγα στο Φρουραρχείο για θεώρηση, χάσαμε το τρένο των 5:30, στις 7:30 περίπου βρήκα τον Θόδωρο Μοιρισκλάβο… Είναι ο ντράμερ, που λέγαμε, στους Whispers που τον αντικατέστησα. Στον σταθμό. Χάρηκα πολύ και μου εμφύσησε κάποια ελπίδα. Μου είπε, επίσης, πως κάτι ακούγεται για 3ο Σώμα Στρατού, Καραμανλή και Βασιλιά, που πιθανώς βρίσκονται Κέρκυρα. Το τρένο Ακρόπολις… Έτσι λεγόταν το τρένο, ήταν το τρένο που πήγαινε Ευρώπη-Γερμανία. Φουλ τουρίστες που φεύγανε. Κατεβήκαμε στο Πολύκαστρο, σκοτάδι, ερημιά. Ο σταθμός έξω από την πόλη. Ένας πολίτης μάς πήγε μέχρι την πόλη βιαστικά. Οι σάκοι στην πλάτη ανυπόφοροι. Αρχίσαμε να αναπνέουμε τον αέρα, τον αέρα του πολέμου. Στον δρόμο για την πόλη μία φάλαγγα από τανκς με σβηστά τα φώτα καμουφλαρισμένα, κινούνταν υποβλητικά. Η πόλις τυλιγμένη στο σκοτάδι. Καμία κίνησις, εκτός από στρατιωτικά οχήματα, παραλλαγμένα με δίχτυα, κλαδιά, λασπόνερο. Δύο Εσατζήδες κάναν σήματα με φακούς στα οχήματα, σταματώντας τα. Τελικά, μας ανέβασαν σε ένα από αυτά και φτάσαμε σε ένα χωριό. Σε ένα σχολείο μέσα μας γράψανε. Εκεί μάθαμε ότι οι Τούρκοι χτυπήσανε και πήραν ένα μέρος της Λευκωσίας. Οι Εσατζήδες μας είπαν ότι έγινε αλλαγή κυβερνήσεως. Οι στρατιώτες μένουν σε σκηνάκια σκορπισμένα μέσα στο χωριό. Τα αυτοκίνητα καλυμμένα από τα δέντρα, σκορπισμένα και αυτά. Τελικά, αλλάξαμε και κοιμηθήκαμε εγώ σε ένα σκηνάκι με έναν άλλον και ο Σαλαπατάρας σε ένα «REO», μέσα σε μια ατμόσφαιρα όπου όλοι κινούνταν μες στο σκοτάδι αθόρυβα. Ο Σαλαπατάρας ήταν ένας συνάδελφος που ήμασταν στην Κόρινθο μαζί, στην Θήβα μαζί και ήρθαμε μαζί στη μετάθεση. Μετά από πέντε ημέρες βγάζω, επιτέλους, τα άρβυλα πριν πέσω για ύπνο, παρ’ όλο που εδώ μυρίζει περισσότερο πόλεμο. Το πρωί έχει εγερτήριο κατά τις 6:00. Τετάρτη 24 Ιουλίου 1974 Γλυκό ξύπνημα με σάλπιγγα στις 4:00… Όχι στις 6:00 που μας είπανε! Ώρα τελείως απροσδόκητη, όλοι σκεφτήκαμε μετακίνηση προς Έβρο, μετά, μάλιστα, απ’ τα χθεσινοβραδινά νέα. Στη σκέψη ο πόλεμος. 4:30 δελτίο ειδήσεων έκτακτο ανήγγειλε ότι ανέλαβε Πρωθυπουργός ο Καραμανλής. Βρήκα πολλούς Βεροιώτες. Τελικά, είναι η 104 Μονάς και το χωριό είναι η νέα Καβάλα. Κατά τις 11:00 φύγαμε με τζιπ για την Διοίκηση Πυροβολικού. Αναπάντεχη συνάντηση του Σταύρου Νικολαΐδη, Συμμαθητής παλιός. Του Στέφανου Τσουλή… Φίλου. Λιούλια και πολλών άλλων Βεροιέων. Το βράδυ στήσαμε ένα σκηνάκι, πολλά κουνούπια ή μύγες, έχει έλος. Άσχημος ύπνος, κρύο το πρωί. Πέμπτη 25 Ιουλίου 1974 Εγερτήριο 5:00, ρόφημα, ανοίξαμε ορύγματα, οι υπόλοιπες ώρες τελείως ελεύθερες. Πολλοί έχουν τρανζίστορ, ακούμε ειδήσεις, μουσική. Οι περισσότεροι έφεδροι περιμένουν είδηση για την απόλυσή τους[00:50:00]. Φαγητό αρκετό και καλούτσικο, δεν είναι απαραίτητο να φας μαζί με τους άλλους. Το βράδυ έφερε κινηματογράφο, αλλά δεν έδειξε, διότι χάλασε τη μηχανή προβολής, χάλασε η μηχανή προβολής. Σκοπός 3:00 με 5:00. Να μην πάμε παρακάτω. Φτάνει μέχρι εδώ. Νομίζω ήταν αρκετό για να μεταφερθούμε σε ένα κλίμα, έτσι, εμπόλεμο, πώς είναι. Εγώ όταν το ξαναδιάβασα, δεν ξέρω, μου το μετέφερε, δεν ξέρω εσύ που τ’ ακούς σαν ακροατής τι σου, τι σου λέει;
Τι σκεφτόσασταν εκείνες τις ώρες;
Εκείνες ώρες σκεφτόμουνα ότι εγώ εδώ δεν θα ξαναγυρίσω. Διότι λέω «να σηκώσω όπλο», έτσι τον σκεφτόμουν τον πόλεμο. Δεν ξέρω αν γινόταν έτσι ή αλλιώς, λέω «να σηκώσω όπλο, να σκοτώσω έναν άνθρωπο που δεν τον ξέρω δεν θα το κάνω ή μπορεί να το κάνω, φοβούμενος για τη ζωή μου, αλλά ο άλλος, αν είναι αποφασισμένος, μέχρι εγώ να αποφασίσω, να δω τι θα κάνει για να προστατευτώ, μ’ έχει καθαρίσει!». Οπότε, λέω «δεν θα γυρίσω», αυτό σκεφτόμουνα.
Όταν τελείωσε όλο αυτό και απολυθήκατε ποιες ήταν οι πρώτες σκέψεις σας, τα πρώτα βήματα που θα θέλατε να κάνετε;
Κοίταξε να δεις, όταν τελείωσε όλο αυτό, τελείωσε μετά από πάρα πολύ καιρό, είχα αφήσει πίσω μου τα Ανάκαρα, τα οποία είχαμε ξεκινήσει μια εξαιρετική δουλειά, που θα μιλάγαν όλοι σήμερα γι’ αυτήν. Είχαμε μπει στο στούντιο, είχαμε γράψει τις βάσεις για κάποια τραγούδια, να μην περιαυτολογώ τώρα. Ήτανε, όμως, κάτι εξαιρετικό, θα ήτανε. Αυτό έμεινε, δηλαδή μετά από τριάντα μήνες, γιατί απολύθηκα στους τριάντα μήνες, είχε τελειώσει. Όμως ξεκινούσε ο Σαββόπουλος, σε αυτό στάθηκα τυχερός, όπως και σε άλλα πράγματα. Ξεκινούσε ο Σαββόπουλος να κάνει τους Αχαρνής. Ένα σημαδιακό έργο του Σαββόπουλου. Συγκεκριμένα, το ονόμαζε «Ο Αριστοφάνης που γύρισε απ’ τα θυμαράκια». Και με το που απολύθηκα ξεκίνησα πρόβες και παίξαμε στους Αχαρνής. Να σου πω ποιοι μετείχανε; Εκτός από την ορχήστρα, υπήρχαν οι τραγουδιστές, μέσα σε αυτούς ήμουνα και εγώ. Εγώ έπαιζα και στην ορχήστρα, έπαιζα και κιθάρα δηλαδή. Επίσης, αυτός ο κιθαρίστας, ο εξαιρετικός, που έπαιζε ηλεκτρική κιθάρα, εγώ έπαιζα με την κλασική σε κάποια κομμάτια, ήταν ο Θεολόγος ο Στρατηγός. Οι μουσικοί, λοιπόν, οι υπόλοιποι, που τραγουδούσαμε και κάναμε τους καρβουνιάρηδες στους Αχαρνής, ήτανε ο Νίκος ο Παπάζογλου, ο Σάκης ο Μπουλάς, ο Πάνος ο Κατσιμίχας, ο Νίκος ο Ζιώγαλας. Ήμουν εγώ. Ήτανε ο Βαγγέλης ο Ξύδης, ο οποίος ήτανε άντρας της Ελένης της Βιτάλη. Μετά γίναμε και κουμπάροι. Ήτανε ο Νίκος ο Τσιμπλάκης. Ποιοι άλλοι ήτανε; Θα ξεχνάω, θα ξεχνάω. Α, εδώ τους έχω, στη φωτογραφία, δεν τους έχω; Όχι, δεν φαίνονται. Δεν φαίνονται όλοι εκεί πέρα.
Και πώς εξελίχθηκε όλη αυτή η πορεία;
Εδώ… Ο Ηλίας ο Λιούγκος, ο Ηλίας ο Λιούγκος. Ποιοι άλλοι; Ο Μανώλης ο Ρασούλης. Έτσι; Αχ, ναι. Λοιπόν...
Και πώς ήταν όλη αυτή η συνεργασία σας με αυτούς τους ανθρώπους–
Αυτή ήτανε μία–
Η πρώτη μουσική εμπειρία μετά από τόσα χρόνια–
Αυτή ήτανε μία εξαιρετική μουσική εμπειρία, δηλαδή ήταν απ’ τις καλύτερες στιγμές μου, θα ’λεγα. Εκτός του ότι ο Σαββόπουλος είναι μια πολύ ιδιαίτερη προσωπικότητα, είναι… Νομίζω αυτήν τη στιγμή δεν έχουμε άλλον. Εκτός από τη μουσική του, που είναι υπέροχη, είναι καταπληκτικός ποιητής, θα έλεγα. Η συνεργασία μαζί του ήτανε άψογη.
Εσείς τι–
Ήταν ο πρώτος που θα ερχόταν στις πρόβες δηλαδή, και ο τελευταίος που θα ’φευγε. Η αμοιβή μας ήτανε καλή, βγαίναμε τα, μετά τις παραστάσεις συνήθως πηγαίναμε και τρώγαμε εκεί σε κάνα ταβερνάκι στην Πλάκα. Στον «Ρήγα» γινόντουσαν οι παραστάσεις. Τα λέγαμε. Περνούσαμε πάρα πολύ ωραία, δηλαδή είχαμε πολύ κέφι. Ήμασταν μια πολύ δεμένη ομάδα. Ναι.
Ήσασταν και παρέα, εκτός από συνεργάτες.
Ήμασταν και παρέα, ήμασταν και παρέα. Να φανταστείς όταν τελείωσε η σεζόν... Η σεζόν, κατ’ αρχήν, είχε ξεκινήσει, επειδή ήτανε ένα, θα έλεγα, έτσι, πρωτοποριακό πράγμα, και δεν ξέρανε τι μέλλει γενέσθαι, ήταν προγραμματισμένη για 40 μέρες. Την πρώτη μέρα κοντέψαν να σπάσουν τις πόρτες, δηλαδή ήταν μια παράσταση, για να μη σπάσουν οι πόρτες, να μη γίνει καμιά ιστορία, είπαν ότι θα κάνουν και δεύτερη παράσταση. Να φύγει ο κόσμος και να ’ρθουν στη δεύτερη παράσταση. Πήγε πάρα πολύ καλά, είχε πάρα πολύ μεγάλη επιτυχία. Εκτός από τους Αχαρνής παίζαμε και τα «10 Χρόνια Κομμάτια», δύο μέρη είχε δηλαδή. Και άλλα τραγούδια του Σαββόπουλου δηλαδή. Και όταν τελείωσε, γύρω στο Πάσχα, ο Διονύσης πρότεινε να κάνουμε μια περιοδεία, το καλοκαίρι. Συναυλίες, όπως ήμασταν. Και ανέλαβε ο επιχειρηματίας που είχε τον «Ρήγα» να τις κάνει. Να οργανώσει. Πήγαμε. Η πρώτη συναυλία ήταν στην Πάτρα. Σε έναν πολύ μεγάλο κινηματογράφο. Τίγκα ο κινηματογράφος! Όταν... μας πλήρωσε, βέβαια, αλλά κλαιγόταν, ότι «αυτό και δεν βγαίνει» και τέτοια πράγματα, οπότε, λέμε τώρα: «Δηλαδή με τέτοιον κόσμο και μιλάει; Τι θα γίνει παρακάτω;». Και αποφασίσαμε, ο Διονύσης και οι υπόλοιποι στο γκρουπ, να οργανώσουμε τις συναυλίες μόνοι μας. Δηλαδή ο Παπάζογλου θα οργάνωνε τη συναυλία της Θεσσαλονίκης. Εγώ με τον Ζιώγαλα τη συναυλία της Βέροιας, ο Λιούγκος τη συναυλία στα Γιάννενα, ο Ρασούλης τη συναυλία στην Κρήτη και ούτω καθεξής. Θα βγάζαμε τα έξοδα και μετά τα έσοδα –άκουσε τώρα, ε, γιατί αυτό πρέπει να λέγεται– τα μοιράζαμε στα 17. Τα 17 άτομα ήτανε: Ο ηλεκτρολόγος, ο φωτιστής, ο ηχολήπτης, οι μουσικοί, οι τραγουδιστές και ο Σαββόπουλος. Όσα χρήματα έπαιρνα εγώ, όσα έπαιρνε ο ηχολήπτης, όσα έπαιρνε ο φωτιστής, έπαιρνε και ο Σαββόπουλος. Έτσι; Λοιπόν, και έτσι οργανώσαμε και τις συναυλίες του καλοκαιριού. Γράψαμε και τον δίσκο. Ηχογραφήσαμε και τον δίσκο και έχουμε να τον ακούμε και λέμε ότι μετέχουμε και εμείς σ’ αυτό το αριστούργημα, ναι.
Τα επόμενα χρόνια; Τι άλλες συνεργασίες κάνατε;
Τα επόμενα; Δεν ήταν μόνο τα επόμενα και τα προηγούμενα ήταν. Δηλαδή ξέχασα να σου πω κάποια πράγματα, δηλαδή εκεί στο, στην πρώτη αυτή με τον, στο «Μεταξύ Μας», στην ταράτσα που λέγαμε με την Μαρίζα, εκεί ήταν ο Γιώργος ο Ζωγράφος, είχε έρθει η Μαίρη Δημητριάδη να τραγουδήσει, ήτανε η Δώρα η Σιδέρη. Η Δώρα η Σιδέρη είναι η μαμά της Ελεονώρας Ζουγανέλη και η γυναίκα του Γιάννη του Ζουγανέλη, η οποία ήταν 16 χρονών κοριτσάκι τότε. Ο Γιάννης ο Γλέζος... Διάφοροι, διάφοροι. Εκείνη την εποχή, λοιπόν, όταν τελειώνανε οι παραστάσεις και... Μας είχαν γίνει προτάσεις να πάμε να, να κάνουμε... Τα τραγούδια να τα δισκογραφήσουμε. Είχε έρθει ο Πατσιφάς και είχε έρθει και απ’ την «Μίνως», ο Θεοφίλου νομίζω πρέπει να ήταν. Εμείς αποφασίσαμε να πάμε στον Πατσιφά τότε. Και επειδή ο Μάκης θα ’φευγε, όμως, έπρεπε να, είχε, ήταν στην Βιομηχανική Σχολή στην Θεσσαλονίκη και ήτανε και η Αθηνά, η μετέπειτα γυναίκα του, ας πούμε, και έπρεπε να φύγει. Οπότε στέλνω ένα γράμμα στον Νίκο τον Ζιώγαλα, που ήτανε και στους Spiders, και του λέω: «Νίκο», αυτός δεν έχει τελειώσει σχολείο, όμως, «το και το, πρέπει να έρθεις εδώ» και ήρθε. Και συνέχισε, κάναμε τον δίσκο με τον Νίκο, όχι με τον Μάκη. Λοιπόν, μετά την, προς το τέλος της σεζόν είχε έρθει η Δέσποινα η Γλέζου από το μαγαζί και μου λέει: «Θέλω να παίξεις μπάσο μαζί μου». Της άρεσε πώς έπαιζα προφανώς, αν και ήτανε η πρώτη μου φορά. Λοιπόν, λέω: «Ωραία, να παίξω, αλλά θέλω να έρθουν και τα Ανάκαρα μαζί, γιατί εγώ αυτό...». Λέει: «Εντάξει». Και έτσι πήγαμε στο «Ελατήριο», το «Ελατήριο» ένα μαγαζί στην Πλατεία Βικτωρίας, στο οποίο ξεκινούσανε τότε να παίζουνε οι Poll. Ήτανε το πρώτο, η πρώτη τους δουλειά, δηλαδή και, ξέρεις, με Άνθρωπε Αγά[01:00:00]πα και τα λοιπά. Ήταν οι Poll, ήμασταν εμείς με τα Ανάκαρα, ήτανε η Δέσποινα η Γλέζου και ο Γιάννης ο Κιουρτσόγλου. Ο Γιάννης ο Κιουρτσόγλου είναι ο συνθέτης, δεν ξέρω αν ξέρεις το Γαρύφαλλε Γαρύφαλλε, ήτανε... Τους Πελόμα Μποκιού τούς ξέρεις; Ούτε αυτούς. Εν πάση περιπτώσει, ήτανε από τους Πελόμα Μποκιού, γιατί ήταν ο Βλάσης ο Μπονάτσος, έτσι, στο συγκρότημα. Το «κιού» ήταν ο Κιουρτσόγλου, γιατί είχανε βάλει τα αρχικά, το Πελόμα Μπουκιού δεν σημαίνει κάτι. Είναι τα αρχικά από τα ονόματά τους. Λοιπόν, και έτσι παίξαμε στο «Ελατήριο», Poll, Ανάκαρα, Δέσποινα Γλέζου, Γιάννης Κιουρτσόγλου. Λοιπόν, μετά τώρα, μετά το στρατιωτικό και μετά τον Σαββόπουλο άρχισα να παίζω, δηλαδή άρχισα τότε να λέω ότι αυτό είναι το επάγγελμά μου, κατάλαβες; Έτσι μπήκα στο επάγγελμα. Πιο μπροστά είχαμε παίξει και πάλι με την Μαρίζα, με την Δημητριάδη σε ένα μαγαζί στους «Δον Κιχώτες». Ήτανε και ο Θάνος ο Μικρούτσικος εκεί, ήταν ο Μιχάλης ο Γρηγορίου. Λοιπόν, μετά, μετά, τώρα έχω παίξει, κοίταξε να δεις, έχω παίξει σε θέατρα, έχω παίξει σε, με άλλους μουσικούς, δηλαδή έχω παίξει στο «Ρεξ», στο «Δελφινάριο», με Βλαχοπούλου, με Κωνσταντίνου, με Ρίζο, με Βέγγο, με Φυσσούν, με Ντάνο Λυγίζο... Δεν θυμάμαι τώρα, θα ξεχάσω ονόματα, δεν έχει και σημασία–
Συνεργαστήκατε με πολλούς και καλούς–
Με πολλούς. Τον Γιάννη το Μαρκόπουλο, επίσης, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη.
Θέλω λίγο να σταθούμε στα ταξίδια που είχατε πραγματοποιήσει στο εξωτερικό εκείνα τα χρόνια–
Α! Ναι. Ναι.
Για μιλήστε μου λίγο γι’ αυτά τα ταξίδια, πού είχατε πάει και γιατί;
Λοιπόν. Ενώ είμαι με τον Λουκιανό στο «Εθνικό Θέατρο» μού γίνεται μία πρόταση να παίξω με τον Μαρκόπουλο, ο οποίος θα έκανε συναυλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Εκεί, λοιπόν, στέλνω έναν φίλο στη θέση μου στο θέατρο, στο «Εθνικό Θέατρο», και πηγαίνω με τον Μαρκόπουλο. Κάνουμε περιοδείες στην Ελλάδα, έχουμε πάει επίσης, με τον Μαρκόπουλο έχουμε κάνει μια περιοδεία στην Δυτική Γερμανία. Και ένα ταξίδι το οποίο έχει ενδιαφέρον να σου πω, να μη σου τα λέω όλα αυτά, είναι στην Λιβύη. Στην Λιβύη πηγαίνουμε το συγκρότημα του Μαρκόπουλου, στο οποίο ήταν και η Μαίρη Δημητριάδη, το συγκρότημα και η Χορωδία Πρεβέζης. Καμιά 80 άτομα. Στην Χορωδία Πρεβέζης, βέβαια, ήτανε από διάφορα επαγγέλματα, έτσι; Από, ξέρω γω, υδραυλικούς μέχρι δικηγόρους και γιατρούς. Και οι πιο πολλοί είχαν πάρει και τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους, όσα μπορούσανε να τραγουδήσουνε και αυτό. Ήταν, και ήταν στην Χορωδία αυτοί. Κατεβαίνουμε, λοιπόν, στην Βεγγάζη και είμαστε σ’ ένα αεροδρόμιο και περιμένουμε, και περιμένουμε, και περιμένουμε, και περιμένουμε, και περιμένουμε... Και δεν ξέρουμε ούτε να συνεννοηθούμε ούτε να... Εν πάση περιπτώσει, μετά από κάποιες ώρες έρχονται και παίρνουνε τις γυναίκες. Πέρασε κάποια ώρα ακόμη, παίρνουνε και τους άνδρες, εμάς. Και μας πηγαίνουνε, νομίζω ήτανε κάποιο πανεπιστήμιο και ήταν ένα κτίριο, ένα ισόγειο έτσι μακρόστενο σαν στρατώνας, που είχε στη σειρά κρεβάτια. Να κοιμηθούμε εκεί. Οι γυναίκες πουθενά! Οι άνθρωποι είχανε ανησυχήσει, σου λένε τι γίνεται τώρα, πού είναι οι γυναίκες μας, τα παιδιά μας; Γιατί μες στα παιδιά ήτανε και κοριτσάκια. Και αρχίσαν να κάνουνε θέμα. Προσπαθούσαν να βρούνε κάποιον υπεύθυνο, κάτι, γιατί, ξέρεις, μας αφήσαν εκεί, μας εγκαταλείψαν. Μετά από πολλά… Τότε έγινε ή πιο μπροστά, προηγήθηκε ότι μας, κάναμε πρόβα; Μάλλον πρώτα πρέπει να πήγαμε να κάνουμε πρόβα, δεν έχει σημασία. Μετά από πολλά, λοιπόν, μας μεταφέρανε σε ένα ξενοδοχείο μεγάλο στην Βεγγάζη, στην οποία εκεί μας κάναν και ένα τραπέζι κάποια στιγμή, με υπουργούς με τέτοια, της, της Λιβύης δηλαδή. Ήτανε πολύ επίσημα, ήτανε και ο Παύλος ο Βαρδινογιάννης μαζί μας, γιατί ήτανε τότε με τα πετρέλαια η ιστορία. Λοιπόν, και πάμε να κάνουμε πρόβα τώρα. Ήταν κάτι σαν το «Palais des Sports» στην Θεσσαλονίκη, φαντάσου. Μπαίνω μέσα και μένουμε έκπληκτοι, γιατί ήτανε πολύ νωρίς, ήτανε τίγκα, αλλά τίγκα πώς; Όλοι φορούσανε πράσινα, δηλαδή ήτανε στρατιώτες, μάλλον, με... Έτσι φανταστήκαμε. Τίγκα! Όχι φανταστήκαμε, έτσι ήτανε. Κάνουμε την πρόβα μας, φεύγουμε. Το βράδυ όταν πάμε να παίξουμε είχε εκατό άτομα μέσα! Είχανε φύγει όλοι αυτοί. Δεν ξέρω γιατί βρεθήκαν εκεί. Εν πάση περιπτώσει, για όλα αυτά μετά μας διηγήθηκαν ότι, μας απολογηθήκανε, δηλαδή ότι είχε γίνει πραξικόπημα κατά του Καντάφι και γι’ αυτό υπήρχε αυτή η αναστάτωση. Μας πήγαν να μας αποζημιώσουνε και στην έρημο, σε κάποια θερμοκήπια που είχανε μέσα γλάστρες μεγάλες που είχαν φυτεμένες ντοματιές, να μας δείξουν τις παραγωγές τους. Αυτά από την Λιβύη.
Μου είχατε δείξει μια φωτογραφία την προηγούμενη φορά στο Ανατολικό Βερολίνο εσείς με τον Θάνο Μικρούτσικο–
Ναι.
Την Μαρία Δημητριάδη–
Ναι.
Κι άλλους–
Ναι.
Γιατί είχατε βρεθεί εκεί;
Λοιπόν, εκεί βρεθήκαμε ως εξής: Κάποια στιγμή, ενώ ήμασταν με τον Μαρκόπουλο ακόμη, εκεί είναι Ανατολικό Βερολίνο. Λοιπόν, ενώ είμαστε με τον Μαρκόπουλο λέει του Γιάννη η Μαίρη: «Τον Φεβρουάριο, τον ερχόμενο Φεβρουάριο, με έχουν καλεσμένη στο, στην Ανατολική Γερμανία να πάω, αλλά επειδή τα παιδιά είναι φίλοι μου, είναι συνεργάτες μου παλιοί και τα λοιπά, θέλω να πάμε μαζί». Δηλαδή εννοούσε εμένα, τον Θάνο τον Νικόπουλο που έπαιζε πιάνο, τον Κωστάκη τον Θωμαΐδη, που τραγουδούσε και έπαιζε και μπουζούκι, και τον Νίκο τον Τουλιάτο, τον ντράμερ. Και ήθελε να πάμε μαζί. Λέει: «Εντάξει, ωραία, εκείνες τις ημερομηνίες δεν θα ’χω καμιά συναυλία. Μπορείτε να πάτε». Έλα, ντε, που λίγο πριν λέει: «Α! Δεν μπορούν να φύγουν αυτοί, γιατί έχω συναυλία». Όπως καταλαβαίνεις, δεν μπορούσαμε να την πουλήσουμε την Μαίρη, γιατί ήταν και φίλη, και αφήσαμε απλά τον Μαρκόπουλο και πήγαμε με την Μαίρη. Αυτή ήτανε μία, ένα φεστιβάλ πολιτικού τραγουδιού στο Βερολίνο, που γινόταν κάθε χρόνο, και εκείνη τη χρονιά ήταν αφιερωμένο στον Γιάννη Ρίτσο, ο οποίος δεν μπορούσε να πάει. Είχε κάποιο πρόβλημα υγείας και δεν πήγε, έστειλε μια επιστολή και τους εξηγούσε τους λόγους. Και οπότε πήγαμε με την Μαίρη και ήταν και ο Θάνος ο Μικρούτσικος μαζί. Και παίξαμε στο... Ένα μέρος τραγούδια του Θεοδωράκη και ένα μέρος τραγούδια των Μικρούτσικου και, μάλιστα, είχε βάλει... Συμπράξανε και κάποιοι Κουβανοί με πνευστά εκεί. Και την Χορωδία της Δρέσδης, η οποία... Τους είχανε στείλει τα τραγούδια του Θεοδωράκη και η Χορωδία της Δρέσδης ήτανε παιδιά του σχολείου, δηλαδή Λυκείου, κάτι τέτοιο. Και τα είχανε προβάρει, είχαν κάποιο διευθυντή εκεί που τους τα... Και τραγούδησε, τραγουδήσανε μαζί μας! Εκείνη η φωτογραφία εκεί πάνω δείχνει ακριβώς, είναι η Χορωδία της Δρέσδης και από κάτω είμαστε η Ορχήστρα. Λοιπόν… Τι...
Θέλω να μου πείτε πώς, ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, πώς καταλήξατε να γίνετε δάσκαλος;
Πώς κατέληξα να γίνω δασκάλος.
Και γιατί; Γιατί αυτή η στροφή;
Ναι, κοίταξε να δεις. Εγώ ήμουνα στην Α.Σ.Ο.Ε.Ε. Είχα δώσει εξετάσεις όσο ήμουνα φαντάρος, τότε που ήμουνα στη μουσική του Στρατού, διάβασα και έδωσα εξετάσεις και πέρασα στην Α.Σ.Ο.Ε.Ε. Η Α.Σ.Ο.Ε.Ε. είναι το Οικονομικό Πανεπιστήμιο που λέμε τώρα. Ήταν Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών. Έτσι λεγότανε. Αλλά, ξέρεις, πάντα ότι το μουσικός δεν ήταν το επάγγελμα, αυτό που σου λέω, δεν το είχα σαν στόχο, απλά μου προέκυψε. Δηλαδή το... Με τραβούσε αυτό, δηλαδή αυτό ήτανε. Παράλληλα όμως, επειδή όλοι λέγανε: «Να σπουδάσεις, να κάνεις» έδωσα και εξετάσεις εκεί και ήμουνα στην Α.Σ.Ο.Ε.Ε. φοιτητής. Κάποια στιγμή μού είπε μία φίλη ότι εάν έχεις κατοχυρώσει τα μαθήματα του πρώτου έτους, αν τα ’χεις περάσει[01:10:00] όλα, μπορείς να δώσεις εξετάσεις στην Παιδαγωγική Ακαδημία. Και σκέφτομαι τώρα εγώ, λέω: «Να τελειώσω, ωραία, την Α.Σ.Ο.Ε.Ε., δεν έχω τη δυνατότητα να κάνω μεταπτυχιακά και τέτοια». Και οικονομικά και απ’ όλα. Γιατί ήδη ήμουνα και πιο μεγάλος και, εντάξει, ζούσα μόνος μου τον εαυτό μου. Δεν είχα καμιά άλλη στήριξη. Λέω: «Να τελειώσω τώρα και να κάνω τον λογιστή, δηλαδή να ασχολούμαι με πιστώσεις και χρεώσεις σ’ όλη μου τη ζωή, και δεν είναι μόνο αυτά, καλύτερα να συνεχίσω να είμαι μουσικός». Αυτό, όμως, επειδή είχα και την προϊστορία με τον παππού, που ήτανε δάσκαλος, ήξερα ότι θα χαρεί κι ο πατέρας μου, μ’ άρεσε σαν ιδέα και το να έχω μια επαφή με τα παιδιά και αυτά κι αυτό μ’ άρεσε. Λέω: «Δεν δίνω εξετάσεις;». Και έδωσα εξετάσεις. Αλλά πώς τις έδωσα; Τις εξετάσεις τις έδωσα πολύ, δηλαδή εγώ δούλευα, είχαμε συναυλίες, τρέχαμε σε συναυλίες από δω κι από κει. Τότε δίνανε εξετάσεις, έτσι, από σχολές, μπορούσες να πας να δώσεις σε διάφορα, σε διάφορες ακαδημίες, γιατί είχε Ακαδημία στον Πειραιά, την Ράλλειο, είχε Ακαδημία στην Αθήνα, την Μαράσλειο, είχε Ακαδημία στην Ρόδο, στην Φλώρινα, ξέρω γω, σε διάφορα σημεία και πηγαίνανε και δίνανε παντού. Κι όπου περάσουνε. Εγώ δεν είχα δυνατότητα να κάνω πολλά πράγματα. Πήγα, έδωσα μόνο στην Ράλλειο και αυτό το αποφάσισα την τελευταία στιγμή, γιατί έλεγα... Δεν είχα χρόνο να διαβάσω, έτρεχα σε συναυλίες. Λέω: «Τώρα τι να πάω να δώσω, να πάω να δώσω εξετάσεις;». Και πώς θα περάσω; Όλοι αυτοί είναι, είναι παιδιά από πανεπιστήμιο, δηλαδή δεν είναι, να πεις, ο κάθε άσχετος. Και δίνανε εκεί, ξέρω γω, στην Ράλλειο που είχα δώσει εγώ είχε 250 υποψηφίους για να πάρουνε 8 άτομα ήταν; Δεν θυμάμαι, 10-14; Πάντως εκεί, αυτό ήταν το νούμερο, περίπου. Και είχα ένα περιθώριο τρεις-τέσσερις μέρες, λέω: «Δεν διαβάζω τρεις-τέσσερις μέρες να πάω να δω, να δω τι θα, τι πουλιά θα πιάσω;». Και πήγα, έδωσα εξετάσεις και πέρασα. Τελείως απροσδόκητα, δηλαδή! Οπότε, πήρα το πτυχίο μου από κει και κάποια στιγμή αποφάσισα να έρθω στην Βέροια, να δουλέψω, για να ’χω και τους γονείς μου δίπλα.
Και έτσι επιστρέψατε.
Και έτσι επέστρεψα στη...
Το ότι θα αφήνατε, όμως, πίσω σας μια λαμπρή μουσική πορεία, αυτό δεν σας...
Αυτό ήτανε κάτι που μ’ έτρωγε πάρα πολύ καιρό, να μη σου πω ότι με τρώει ακόμη! Δηλαδή όλο και ανακατεύομαι με διάφορα. Βέβαια, η μουσική, σαν δάσκαλος, με βοήθησε πάρα πολύ, δηλαδή να δεθώ με τα παιδιά, να έχουμε μία σχέση διαφορετική απ’ ό,τι έχει ένας δάσκαλος με τα παιδιά. Δηλαδή πιστεύω ότι τα παιδιά περνάγαν πάρα πολύ ωραία και παίρνανε πράγματα, όχι επειδή... Καθαρά από τη μουσική, αλλά με μέσο τη μουσική κάναμε διάφορα πράγματα.
Πώς τη χρησιμοποιήσατε, δηλαδή; Εξηγήστε μου λίγο.
Κατ’ αρχήν, μέσα στην τάξη είχα, ας πούμε, όπως ήταν η έδρα, η κανονική, είχα κι άλλη μια έδρα δίπλα, επάνω στην οποία είχα ένα αρμόνιο. Άνοιγα ένα συρτάρι, έβγαζα μια φλογέρα, μια φυσαρμόνικα, και όταν τους έβλεπα να κουράζονται πολύ κάναμε ένα διαλειμματάκι δυο λεπτά και με ένα τραγουδάκι. Και αυτό ήτανε ανανεωτικό. Παίρνανε πάνω τους και συνεχίζαμε πολύ ωραία. Κάναμε εκδηλώσεις στις γιορτές, αυτά, τραγουδούσαν τα παιδιά μέχρι και στίχους έχουνε γράψει, που τους μελοποίησα. Θυμάμαι ήταν... Είχαν έρθει απ’ τη βιβλιοθήκη όταν είχαν πάρει το βραβείο εκείνο στην Βιβλιοθήκη της Βέροιας από τον Bill Gates και κάνανε με, με ένα μέρος απ’ αυτά τα χρήματα κάνανε τα μουσικά κουτιά. Έτσι τα λέγανε, τα, ναι, έτσι δεν τα λέγανε; Τα μαγικά, τα «Μαγικά Κουτιά», τα «Μαγικά Κουτιά». Και περάσανε απ’ όλα τα σχολεία οι κοπέλες από εκεί, τις υπεύθυνες, και ζητούσαν απ’ τα παιδιά να ζωγραφίσουνε κάτι που να ’χει σχέση με τα κουτιά αυτά, τα μαγικά, να τα βάλουνε... Και λέω στα παιδιά: «Εμείς γιατί να κάνουμε αυτό που κάνουν όλοι οι άλλοι; Δεν γράφετε στίχους, ξέρετε τι είναι τα μαγικά κουτιά», γιατί πηγαίνανε. Είχαν, ξέρεις, «Wii», αυτά, διάφορα τέτοια πράγματα. Και καθίσαν και γράψανε στίχους τα παιδιά, τους οποίους μελοποίησα. Το παίξαμε, το ηχογραφήσαμε και στα εγκαίνια της Βιβλιοθήκης, τα καινούργια, που με την ανακαίνιση που κάναμε με τα χρήματα, που είχε έρθει και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Παπούλιας, το παίξαμε εκεί, στα εγκαίνια, με τα παιδιά, ζωντανά. Το ’χω και στο «YouTube» αυτό. Το ’χω βάλει.
Άρα ήσασταν δάσκαλος διατηρώντας...
Διατηρώντας, διατηρώντας–
Και τη μουσική σας ιδιότητα–
Διατηρώντας και τη μουσική ιδιότητα, ναι. Και θα ’λεγα με καλύτερο τρόπο, γιατί στην αρχή στα σχολεία εδώ δούλεψα στα Σ.Δ.Ε.Ν.Π. Τα Σ.Δ.Ε.Ν.Π. ήτανε Σχολεία Δοκιμαστικής Εφαρμογής Νέων Προγραμμάτων. Και είχανε βάλει τη μουσική σαν καινούργιο μάθημα. Δηλαδή εγώ ήρθα την πρώτη χρονιά που ήρθα, ήρθα εκτός επετηρίδας γι’ αυτόν τον λόγο. Δηλαδή να δουλέψω σαν μουσικός στα σχολεία, στα Σ.Δ.Ε.Ν.Π. Γιατί διαφορετικά θα ’πρεπε να περιμένω κάποια χρόνια, τότε αργούσες να διοριστείς. Τώρα δεν ξέρω πώς είναι. Και ήρθα εδώ, άρπαξα την ευκαιρία, δηλαδή κυριολεκτικά, διότι ήθελα να ’μαι και στους γονείς μου δίπλα, γιατί η μητέρα μου ήτανε και φιλάσθενη απ’ ό,τι σου έχω πει, ήθελα... Μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία, ήθελα να ’μαι κοντά, ανησυχούσα μακριά όταν ήμουνα. Και έτσι ξεκίνησα δουλεύω σ’ αυτά τα σχολεία και, για να μην ξεφεύγουμε απ’ το θέμα, τη μουσική, την έκανα καλύτερα με την τάξη μου απ’ ό,τι την έκανα όταν δούλευα σαν μουσικός. Στο σχολείο. Γιατί σαν μουσικός στο σχολείο δούλευα... Ήτανε μία ώρα τη βδομάδα. Μία ώρα τη βδομάδα, για να σου δώσω να καταλάβεις τι σημαίνει, ας πούμε, αν έπεφτε αυτή η μέρα, αν ήτανε αργία, αν ήταν κάποια γιορτή, αν ήτανε Πάσχα, Χριστούγεννα... Θυμάμαι και μια φορά που είχε πεθάνει η Μελίνα, που ήτανε μέρα που δούλευα σε κάποιο σχολείο, έκανα να μπω σε τάξη δύο μήνες! Τι μουσική να κάνεις; Τι μουσική να κάνεις; Άσε που τα παιδιά τη βλέπανε σαν «η ώρα του παιδιού», ενώ επειδή είχαμε άλλο δέσιμο σαν... Δηλαδή κάναμε και τα τραγούδια μας, κάναμε και τη μουσική μας και περνάγαμε και ωραία και μαθαίναμε και ωραία. Ήτανε καταπληκτική σχέση!
Υπήρξαν μαθητές σας που να ασχολήθηκαν μετά με τη μουσική;
Υπήρξαν, βέβαια, υπήρξανε! Εντάξει, βέβαια, δεν ξέρω κατά πόσο τους επηρέασα και εγώ, αλλά σίγουρα υπήρχαν και παιδιά τα οποία είχανε ταλέντο, που τα έβλεπες από τότε. Δηλαδή ένα παιδί, η Νίκη η Μπραβάκη, ας πούμε, είχε ένα ιδιαίτερο χάρισμα, δηλαδή. Είχε το απόλυτο αυτί και θυμάμαι την... Ήταν Δευτέρα Δημοτικού και ήμασταν στην τάξη και τότε η Κοντογεωργάκη στο 1ο Δημοτικό που ήμουνα, δεν ήταν πεζόδρομος, περνούσε και κάνα αυτοκίνητο, και πατάει κάποιο την κόρνα και μου λέει: «Σολ». Λέω τι λέει αυτό τώρα; Ανοίγω το αρμόνιο, πατάω και όντως ήτανε σολ. Της παίζω μια άλλη νότα μού την λέει, της παίζω μια άλλη νότα μού την λέει. Της παίζω «λα, ντο, μι», μου λέει: «Λα μείζων», λέω: «Να βάλω και μια σολ δίεση;». Καθόταν, ήταν σκεπτική και ήταν... Αφού το σκέφτηκε λιγάκι, μου λέει: «Λα, ντο, μι, σολ δίεση», στη σειρά τις νότες, όπως τις είχα παίξει. Γιατί δεν ήξερε πώς να την ονομάσει, γι’ αυτό ήταν σκεπτική. Δεν είναι ότι δεν είχε ακούσει τις νότες. Λέω: «Αυτό είναι το κάτι άλλο, δεν το συναντάς, είναι πολύ σπάνιο». Εντάξει, η Νίκη θα ’χει σπουδαία καριέρα, φαντάζομαι. Τώρα είναι κάπου, δεν θυμάμαι, Βέλγιο, Ολλανδία σπουδάζει Διεύθυνση Ορχήστρας, τέτοια πράγματα.
Τώρα που είστε συνταξιούχος η μουσική τι ρόλο παίζει στην καθημερινότητά σας;
Δεν υπάρχει μέρα που να μην παίξω μουσική. Σίγουρα. Αλλά δεν έχω σταματήσει κιόλας, δηλαδή, ας πούμε, την Ευγενία την Συριώτη, που είχαμε μια σειρά από εκπομπές στην τηλεόραση. Εγώ έκανα την ενορχήστρωση, τη διασκευή στα κομμάτια, παίζαμε μαζί. Και, ας πούμε, κάνουμε συναυλίες κάθε χρόνο. Κατεβαίνω στην Αθήνα, παρ’ όλο που είναι υπερήλικας, και εγώ αυτήν τη στιγμή, αλλά η Ευγενία ακόμη περισσότερο, κάνουμε κάποιες συναυλίες. Γράφω, έγραφα και στο... Όταν ήμουνα δάσκαλος, μουσικές για[01:20:00] θέατρο, για παιδιά, για πιο, για μεγάλους. Τελευταία, φέτος έκανε ο σύλλογος δασκάλων, ανέβασε ένα έργο Τα Γουρουνάκια Κουμπαράδες του Τριβιζά, έγραψα τη μουσική. Τώρα τον Δεκέμβρη θα παίξουμε με τον Θανάση τον Γκαϋφίλλια στην «Ζώγια», στην Θεσσαλονίκη. Εντάξει, γράφω τραγούδια...
Κλείνοντας, θέλω να μου πείτε τι επίδραση είχε συνολικά η μουσική στη ζωή σας, αλλά και στην προσωπικότητά σας;
Κοίταξε να δεις, η μουσική, εγώ ήμουνα ένα πολύ κλειστό παιδί. Πολύ, πολύ κλειστό. Όταν λέμε, γιατί μεγάλωνα ουσιαστικά μόνος μου, με την αδελφή μου είχα... Έχουμε αρκετά μεγάλη διαφορά, σε εκείνη την ηλικία φαίνεται, όταν είσαι μικρός. Η μητέρα, όπως σου είπα, ήτανε σχεδόν πάντα άρρωστη. Εγώ μεγάλωνα στους δρόμους. Αλλά ήμουνα πάρα πολύ κλειστό παιδί, ίσως γι’ αυτούς τους λόγους που σου λέω. Με τη μουσική, έκανα φίλους, γύρισα τον κόσμο, είδα πράγματα που δεν θα τα ’βλεπα ποτέ. Δηλαδή εκτός από το, την Λιβύη, που σου λέω, πήγα στον Λίβανο, που ήταν εμπόλεμη η κατάσταση εκεί πέρα. Δηλαδή γύρναγες στους δρόμους και έβλεπες αυτοκίνητα με τρύπες από τις σφαίρες, δηλαδή πήγα σε μέρη τα οποία δεν θα πήγαινα ποτέ. Ξέρεις, όταν βλέπεις και ακούς και συναναστρέφεσαι σπουδαίους ανθρώπους, δηλαδή ο Σαββόπουλος δεν είναι, δεν είναι λίγο να έχεις συναναστραφεί έναν τέτοιον άνθρωπο. Ξέρω γω, νομίζω ότι με επηρέασε πάρα πολύ η μουσική. Δεν σου είπα τίποτα για τους προγόνους μου, βέβαια, που ήθελα να σου πω εκεί που σου έλεγα για τη ζωή μου, αλλά δεν ξέρω αν είναι και απαραίτητο, ναι–
Θέλετε να, να συμπληρώσετε αυτήν την ιστορία που μου είπατε με τον παππού σας τον δάσκαλο;
Τον δάσκαλο τον παππού–
Ο οποίος σάς επηρέασε και στο να γίνετε δάσκαλος;
Ναι, με τον παππού μου τον δάσκαλο. Λοιπόν, ο παππούς μου ο δάσκαλος ήταν ο Κώστας, Κώνστας λεγότανε, Κωνσταντίνος Γεωργίου Κώνστας, Γιώργος ήταν ο μπαμπάς του. Ο παππούς, λοιπόν, ήτανε είχε σπουδάσει, είναι, ήτανε γεννημένος επί Τουρκοκρατίας, βέβαια, γιατί η Ήπειρος ελευθερώθηκε το ’12. Ο πατέρας μου, για να σου πω, είναι γεννημένος το ’10, το ’10 γεννήθηκε, δηλαδή επί Τουρκοκρατίας ουσιαστικά. Λοιπόν, ο παππούς είχε σπουδάσει, είχε πάει στην Κωνσταντινούπολη, είχε πάει Ιταλία, ήξερε και γλώσσες δηλαδή, ήτανε ένας δάσκαλος σπουδαγμένος καλά. Δεν ήταν όπως παλιά, δηλαδή μπορούσες να τελειώσεις το Δημοτικό και να σε κάνουν δάσκαλο. Θυμάμαι, δηλαδή τη μητέρα μου, που ήταν και πιο νέα, που τους είχανε κάνει μια τέτοια πρόταση, επειδή ήταν πολύ καλή στα μαθήματα, της είπαν να την κάνουν δασκάλα! Λοιπόν. Ο παππούς γύρισε αφού σπούδασε, γύρισε κι ήταν δάσκαλος στο Νικολίτσι. Νικολίτσι Θεσπρωτικού Πρεβέζης, δηλαδή σ’ ένα χωριό ορεινό της Πρέβεζας. Και ήτανε όχι μόνο στο χωριό του καλός δάσκαλος, και στη γύρω περιοχή τον ξέρανε. Η ιστορία που έχει ενδιαφέρον και θέλω να σου πω σ’ αυτό έχει να κάνει με ένα περιστατικό. Γιατί τότε ήτανε λίγο πριν την απελευθέρωση και ο σύνδεσμος ο ελληνικός, ας πούμε, φρόντιζε να προμηθεύσει με όπλα τους Έλληνες, για να είναι έτοιμοι να πολεμήσουν και τα λοιπά. Και στείλανε κάποια όπλα και «πού θα τα δώσουμε; Θα τα δώσουμε στον δάσκαλο, για να τα μοιράσει εκεί που πρέπει». Αυτό δεν άρεσε σε κάποια οικογένεια που ήταν εκεί πέρα, θέλαν να κάνουν κουμάντο αυτοί δηλαδή, και δεν ξέρω και τι άλλα προηγούμενα μπορεί να είχανε, και πήγαν τον καταδώσανε στους Τούρκους, για να τον εκδικηθούνε. Είπανε, δηλαδή τον διαβάλανε, τον διαβάλανε, είπαν ότι: «Αυτός, ο δάσκαλος, μαθαίνει στα παιδιά τραγούδια της επανάστασης, τους μιλάει εναντίον των Τούρκων και τα λοιπά». Οπότε, εξαγριωθήκαν αυτοί και στέλνουν ένα απόσπασμα, δεν θυμάμαι πόσα άτομα, πάνω από 10 άτομα πρέπει να ήτανε, να, να πάνε και να τον κρεμάσουνε επιτόπου, για παραδειγματισμό, στο χωριό του. Όμως από τον σύνδεσμο τον ελληνικό, αυτόν που υπήρχε, τον ειδοποιήσανε και του λένε: «Κώστα, σήκω φύγε, γιατί έρχονται να σε κρεμάσουνε». Λέει: «Εγώ δεν θα πάω πουθενά. Θα μείνω εδώ». Είχε, βέβαια, κάποιο σχέδιο στο μυαλό του. Αυτός, παράλληλα με τα τραγούδια που τους μάθαινε και τα λοιπά, τους είχε μάθει και τον τούρκικο εθνικό ύμνο. Και έρχονται, λοιπόν, έρχεται το απόσπασμα, ανοίγει την πόρτα, ώρα μαθήματος, να τον πιάσουν και να τον εκτελέσουν, να τον κρεμάσουνε στη σκαμνιά, όπως λέγανε. Η σκαμνιά είναι η μουριά. Έτσι την λένε στην Ήπειρο, σκαμνιά. Και ήταν ένα μεγάλο δέντρο στο κέντρο, στην πλατεία του χωριού, στην εκκλησία που ήταν και το σχολείο και εκεί να τον κρεμάσουν για παραδειγματισμό. Οπότε, με το... Δασκαλεμένα τα παιδιά με το που μπαίνει μέσα το απόσπασμα σηκώνονται και αρχίζουν και ψέλνουν τον τούρκικο εθνικό ύμνο. Και οι Τούρκοι μένουνε σύξυλοι! Δεν ξέρανε, ούτε αυτοί τον ξέραν τον εθνικό ύμνο τους. Και στέκονται σε, βέβαια, σε στάση προσοχής, ακούνε και όταν τελειώνει, αντί να τον πάρουν να τον εκτελέσουν, του δώσαν και συγχαρητήρια!
Ευφυΐα.
Ευφυΐα. Ευφυΐα και βέβαια και εντάξει, ήτανε και... Πρέπει να είσαι και ψύχραιμος δηλαδή, γιατί, σίγουρα, να έρχεται ένα απόσπασμα να σε κρεμάσει είναι... Δεν ξέρεις τι αποτέλεσμα θα ’χει, είναι και ριψοκίνδυνο!
Θέλω να μου πείτε πώς νιώθετε τώρα που τα θυμηθήκατε τώρα αυτά, τη μουσική σας διαδρομή, σαν δάσκαλος, την ιστορία με τον παππού. Τι σκέψεις έχετε τώρα που τα θυμηθήκατε;
Κοίταξε να δεις, είναι πράγματα που σε γυρίζουν πίσω. Οπωσδήποτε ξεφεύγεις από την πεπατημένη και τις καθημερινές σκέψεις. Παίρνεις μια βαθιά ανάσα. Ωραία, ωραία συναισθήματα, ωραία συναισθήματα. Και, και άλλα πράγματα θυμάμαι, βέβαια, αλλά τώρα θα κουράσουμε αν συνεχίσουμε... Οπότε, αυτά, όμως, περνάνε μέσα και λειτουργούνε.
Να σας ευχαριστήσω πάρα πολύ.
Εγώ ευχαριστώ πολύ, Θανάση.
Να ’στε καλά, κύριε Κώστα.
Photos

To μουσικό στούνιο
O χώρος δημιουργίας του Κώστα Γεωργίου σήμ ...

Το ημερολόγιο
Σημειώσεις απο τις μέρες της επιστράτευσης ...

Αχαρνής (Ο Αριστοφάνης π ...
Από την παράσταση του 1976-'77. Διακρίνοντ ...

Ο νεαρός Κώστας Γεωργίου
Από συναυλία στην Βέροια με τους Spiders τ ...

Ο Κωνσταντίνος Κώνστας
Ο παππούς του Κώστα Γεωργίου, δάσκαλος επί ...

Ο πατέρας και η αδεφή το ...
Επί της συμβολής Φλέμινγκ και Κωνσταντινου ...

Τα Ανάκαρα
Ο Κώστας Γεωργίου μαζί με την αδερφή του Ν ...
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο Κώστας Γεωργίου εργάστηκε για πολλά χρόνια ως μουσικός, διαγράφοντας μια μεγάλη πορεία η οποία ξεκίνησε από την Βέροια. Με φίλους από τη γειτονιά του δημιούργησαν τα πρώτα τοπικά συγκροτήματα, δίνοντας τις πρώτες τους συναυλίες στην πόλη τους. Τα επόμενα χρόνια βρέθηκε στην Αθήνα και εκεί έλαβαν χώρα οι μεγάλες συνεργασίες: Σαββόπουλος, Μαρκόπουλος, Κηλαηδόνης είναι ορισμένοι από τους συνθέτες που συνεργάστηκε. Αφηγείται τη σταδιοδρομία του στον χώρο της μουσικής, η οποία διακόπηκε από τη στρατιωτική του θητεία, που τελικά, λόγω και της επιστράτευσης του 1974, διήρκεσε τριάντα μήνες. Έπειτα από τη λήξη της θητείας του συνέχισε τη μουσική του διαδρομή. Εξιστορεί, ακόμη, πώς πήρε την απόφαση να επιστρέψει στην Βέροια, να γίνει δάσκαλος και να διατηρήσει με τον τρόπο του τη σχέση του με τη μουσική, ακόμα και αν δεν ήταν η επίσημη ασχολία του.
Narrators
Κωνσταντίνος Γεωργίου
Field Reporters
Θανάσης Σκούφιας
Tags
Interview Date
10/08/1951
Duration
87'
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο Κώστας Γεωργίου εργάστηκε για πολλά χρόνια ως μουσικός, διαγράφοντας μια μεγάλη πορεία η οποία ξεκίνησε από την Βέροια. Με φίλους από τη γειτονιά του δημιούργησαν τα πρώτα τοπικά συγκροτήματα, δίνοντας τις πρώτες τους συναυλίες στην πόλη τους. Τα επόμενα χρόνια βρέθηκε στην Αθήνα και εκεί έλαβαν χώρα οι μεγάλες συνεργασίες: Σαββόπουλος, Μαρκόπουλος, Κηλαηδόνης είναι ορισμένοι από τους συνθέτες που συνεργάστηκε. Αφηγείται τη σταδιοδρομία του στον χώρο της μουσικής, η οποία διακόπηκε από τη στρατιωτική του θητεία, που τελικά, λόγω και της επιστράτευσης του 1974, διήρκεσε τριάντα μήνες. Έπειτα από τη λήξη της θητείας του συνέχισε τη μουσική του διαδρομή. Εξιστορεί, ακόμη, πώς πήρε την απόφαση να επιστρέψει στην Βέροια, να γίνει δάσκαλος και να διατηρήσει με τον τρόπο του τη σχέση του με τη μουσική, ακόμα και αν δεν ήταν η επίσημη ασχολία του.
Narrators
Κωνσταντίνος Γεωργίου
Field Reporters
Θανάσης Σκούφιας
Tags
Interview Date
10/08/1951
Duration
87'